31999L0095

Οδηγία 1999/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με την επιβολή των διατάξεων περί των ωρών εργασίας των ναυτικών επί των πλοίων που καταπλέουν σε κοινοτικούς λιμένες

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 014 της 20/01/2000 σ. 0029 - 0035


ΟΔΗΓΙΑ 1999/95/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 13ης Δεκεμβρίου 1999

σχετικά με την επιβολή των διατάξεων περί των ωρών εργασίας των ναυτικών επί των πλοίων που καταπλέουν σε κοινοτικούς λιμένες

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) η κοινοτική δράση στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων στο χώρο εργασίας τους·

(2) η κοινοτική δράση στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των ναυτικών, στην ασφάλεια στη θάλασσα και στην πρόληψη της ρύπανσης που προκαλούν τα ναυτικά ατυχήματα·

(3) η διάσκεψη της διεθνούς οργάνωσης εργασίας (ΔΟΕ) ενέκρινε, κατά τη διάρκεια της ογδοηκοστής τετάρτης συνόδου της, από τις 8 έως τις 22 Οκτωβρίου 1996, τη σύμβαση αριθ. 180 της ΔΟΕ σχετικά με τις ώρες εργασίας των ναυτικών και την επάνδρωση των πλοίων του 1996, εφεξής αποκαλούμενη "σύμβαση αριθ. 180 της ΔΟΕ", και το πρωτόκολλο του 1996 σχετικά με τη σύμβαση για την εμπορική ναυτιλία (ελάχιστοι κανόνες) του 1976, εφεξής αποκαλούμενο "πρωτόκολλο της σύμβασης αριθ. 147 της ΔΟΕ"·

(4) η οδηγία 1999/63/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, που αφορά τη συμφωνία περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας ναυτικών η οποία συνήφθη από την ένωση εφοπλιστών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ECSA) και από την ομοσπονδία των συνδικάτων μεταφορέων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (FST)(4), και η οποία θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 139, παράγραφος 2 της συνθήκης, αποσκοπεί να εφαρμόσει την εν λόγω συμφωνία, η οποία συνήφθη στις 30 Σεπτεμβρίου 1998, εφεξής αποκαλούμενη "συμφωνία"· το περιεχόμενο της συμφωνίας αντικατοπτρίζει ορισμένες διατάξεις της σύμβασης αριθ. 180 της ΔΟΕ· η συμφωνία ισχύει για ναυτικούς επί όλων των ποντοπόρων πλοίων, ανεξαρτήτως εάν ανήκουν σε εταιρεία του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα, τα οποία είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος και αναπτύσσουν κανονικά δραστηριότητες εμπορικής ναυτιλίας·

(5) σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 1999/63/ΕΚ, που αντικατοπτρίζουν τις διατάξεις της σύμβασης αριθ. 180 της ΔΟΕ, σε κάθε πλοίο που καταπλέει σε κοινοτικό λιμένα, ανεξαρτήτως της σημαίας του, ώστε να αναγνωρίζεται και να επανορθώνεται κάθε κατάσταση που είναι ολοφάνερα επικίνδυνη για την ασφάλεια ή την υγεία των ναυτικών· ωστόσο, η οδηγία 1999/63/ΕΚ περιλαμβάνει απαιτήσεις που δεν προβλέπονται στη σύμβαση αριθ. 180 της ΔΟΕ και, συνεπώς, δεν πρέπει να εφαρμόζονται επί πλοίων που δεν φέρουν σημαία κράτους μέλους·

(6) η οδηγία 1999/63/ΕΚ εφραρμόζεται σε ναυτικούς επί όλων των ποντοπόρων πλοίων που είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος τα κράτη μέλη πρέπει να εξακριβώνουν τη συμμόρφωση των πλοίων που φέρουν τη σημαία τους με το σύνολο των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας·

(7) προκειμένου να προστατεύεται η ασφάλεια και να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να ελέγχουν τη συμμόρφωση όλων των ποντοπόρων πλοίων που καταπλέουν στους λιμένες τους, ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο είναι νηολογημένα, με τις οικείες διατάξεις της οδηγίας 1999/63/ΕΚ·

(8) ειδικότερα, τα πλοία που φέρουν σημαία κράτους που δεν είναι μέρος της σύμβασης αριθ. 180 της ΔΟΕ ή του πρωτοκόλλου αριθ. 147 της ΔΟΕ, δεν πρέπει να τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τα πλοία που φέρουν σημαία κράτους που είναι μέρος της σύμβασης και του πρωτοκόλλου ή ενός εξ αυτών·

(9) για τον έλεγχο της αποτελεσματικής επιβολής της οδηγίας 1999/63/ΕΚ, τα κράτη μέλη είναι ανάγκη να διενεργούν επιθεωρήσεις επί των πλοίων, ιδίως εάν τους έχει υποβληθεί καταγγελία από τον πλοίαρχο, ένα μέλος του πληρώματος, ή οιοδήποτε πρόσωπο ή οργανισμό που έχει νόμιμο συμφέρον από την ασφαλή λειτουργία του πλοίου, τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί του πλοίου ή την πρόληψη της ρύπανσης·

(10) για τον σκοπό της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη, με δική τους πρωτοβουλία, μπορούν να ορίζουν, κατά περίπτωση, επιθεωρητές ελέγχου του κράτους του λιμένος για να επιτελούν επιθεωρήσεις σε πλοία που καταπλέουν σε κοινοτικό λιμένα·

(11) τα αποδεικτικά στοιχεία για τη μη συμμόρφωση ενός πλοίου με τις απαιτήσεις της οδηγίας 1999/63/ΕΚ, μπορεί να αποκτηθούν κατόπιν ελέγχου των συνθηκών εργασίας επί του πλοίου και του αρχείου όπου καταχωρούνται οι ώρες εργασίας και οι ώρες ανάπαυσης των ναυτικών, ή όταν ο επιθεωρητής έχει την εύλογη πεποίθηση ότι οι ναυτικοί είναι υπερβολικά καταπονημένοι·

(12) εάν οι συνθήκες επί του πλοίου είναι σαφώς επικίνδυνες για την ασφάλεια ή την υγεία, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο λιμένα του οποίου έχει καταπλεύσει το πλοίο, μπορεί να επιβάλει απαγόρευση απόπλου μέχρις ότου διορθωθούν οι διαπιστωθείσες ανωμαλίες ή μέχρις ότου αναπαυθεί επαρκώς το πλήρωμα·

(13) εφόσον η οδηγία 1999/63/ΕΚ, υιοθετεί τις διατάξεις της σύμβασης αριθ. 180 της ΔΟΕ, ο έλεγχος της συμμόρφωσης πλοίων νηολογημένων σε τρίτη χώρα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας μπορεί να πραγματοποιείται μόνο μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

1. Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η δημιουργία ενός μηχανισμού για την εξακρίβωση και την επιβολή της συμμόρφωσης των πλοίων που καταπλέουν σε λιμένες των κρατών μελών προς τις διατάξεις της οδηγίας 1999/63/ΕΚ, προκειμένου να βελτιωθούν η ασφάλεια στη θάλασσα, οι συνθήκες εργασίας και η υγεία και η ασφάλεια των ναυτικών επί των πλοίων.

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε τα πλοία που δεν είναι νηολογημένα στο έδαφός τους ή δεν φέρουν τη σημαία τους, να τηρούν τις ρήτρες 1 έως 12 της συμφωνίας η οποία περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/63/ΕΚ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α) "πλοίο": κάθε ποντοπόρο πλοίο, υπό δημόσια ή ιδιωτική κυριότητα, που ασκεί συνήθως εμπορικές ναυτιλιακές δραστηριότητες. Στον ορισμό αυτόν δεν περιλαμβάνονται τα αλιευτικά σκάφη·

β) "αρμόδια αρχή": οι αρχές που έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία·

γ) "επιθεωρητής": υπάλληλος του δημόσιου τομέα ή άλλο πρόσωπο, δεόντως εξουσιοδοτημένο από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους για την επιθεώρηση των συνθηκών εργασίας επί του πλοίου, και υπόλογο στη συγκεκριμένη αρμόδια αρχή·

δ) "καταγγελία": κάθε πληροφορία ή έκθεση που υποβάλλει μέλος του πληρώματος, επαγγελματικός οργανισμός, ένωση, συνδικαλιστική οργάνωση ή, εν γένει, οιοδήποτε πρόσωπο έχει συμφέρον από την ασφάλεια του πλοίου, ιδίως όσον αφορά την ασφάλεια ή την υγεία των μελών του πληρώματός του.

Άρθρο 3

Κατάρτιση εκθέσεων

Με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 2, εάν ένα κράτος μέλος, σε λιμένα του οποίου καταπλέει εκουσίως ένα πλοίο κατά την κανονική πορεία της εμπορικής δραστηριότητάς του ή για λειτουργικούς λόγους, γίνεται αποδέκτης καταγγελίας την οποία δεν κρίνει προδήλως αβάσιμη ή έχει αποδεικτικά στοιχεία ότι το πλοίο δεν πληροί τους κανόνες που αναφέρονται στην οδηγία 1999/63/ΕΚ, στο ναυτιλιακό τομέα, καταρτίζει έκθεση την οποία απευθύνει προς την κυβέρνηση της χώρας στην οποία είναι νηολογημένο το πλοίο και, σε περίπτωση που από την επιθεώρηση που διενεργείται δυνάμει του άρθρου 4, έχουν προκύψει οι απαιτούμενες αποδείξεις, λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διόρθωση οιωνδήποτε συνθηκών επί του πλοίου είναι σαφώς επικίνδυνες για την ασφάλεια ή την υγεία των ναυτικών.

Η ταυτότητα του προσώπου που υποβάλλει την καταγγελία δεν πρέπει να αποκαλύπτεται στον πλοίαρχο ή στον ιδιοκτήτη του συγκεκριμένου πλοίου.

Άρθρο 4

Επιθεώρηση και λεπτομερής επιθεώρηση

1. Κατά την πραγματοποίηση επιθεώρησης για τη στοιχειοθέτηση της απόδειξης ότι ένα πλοίο δεν πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 1999/63/ΕΚ, ο επιθεωρητής εξακριβώνει:

- εάν έχει καταρτιστεί πίνακας με το καθεστώς εργασίας επί του πλοίου στη γλώσσα ή τις γλώσσες εργασίας που χρησιμοποιούνται επί του πλοίου και στην αγγλική γλώσσα, σύμφωνα με το πρότυπο που παρατίθεται στο παράρτημα Ι, ή άλλο ισοδύνυμο πρότυπο, και εάν ο πίνακας αυτός είναι αναρτημένος επί του πλοίου σε ευπρόσιτο μέρος,

- εάν τηρείται αρχείο των ωρών εργασίας ή των ωρών ανάπαυσης των ναυτικών, στη γλώσσα ή τις γλώσσες εργασίας που χρησιμοποιούνται επί του πλοίου και στην αγγλική γλώσσα, σύμφωνα με το πρότυπο που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ, ή άλλο ισοδύναμο πρότυπο, και εάν φυλάσσεται επί του πλοίου και εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι αυτό το αρχείο είναι δεόντως θεωρημένο από την αρμόδια αρχή του κράτους όπου είναι νηολογημένο το πλοίο.

2. Εάν έχει ληφθεί καταγγελία ή ο επιθεωρητής πιστεύει, με βάση τις δικές του παρατηρήσεις επί του πλοίου, ότι τα μέλη του πληρώματος είναι υπερβολικά καταπονημένα, ο επιθεωρητής διενεργεί λεπτομερή επιθεώρηση, σύμφωνα με την παράγραφο 1, τροκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσο οι ώρες εργασίας ή οι περίοδοι ανάπαυσης που έχουν καταγραφεί στο αρχείο, πληρούν τις προδιαγραφές που θεσπίζει η οδηγία 1999/63/ΕΚ στο ναυτιλιακό τομέα και κατά πόσο έχουν τηρηθεί κανονικά, λαμβανομένων υπόψη άλλων αρχείων που αφορούν τη λειτουργία του πλοίου.

Άρθρο 5

Διόρθωση των ανωμαλιών

1. Εάν η επιθεώρηση ή η λεπτομερής επιθεώρηση αποκαλύψει ότι το πλοίο δεν πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 1999/63/ΕΚ, το κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διορθωθούν οιεσδήποτε συνθήκες επί του πλοίου είναι σαφώς επικίνδυνες για την ασφάλεια ή την υγεία των ναυτικών. Τα εν λόγω μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν απαγόρευση απόπλου μέχρις ότου διορθωθούν οι διαπιστωθείσες ανωμαλίες ή μέχρις ότου αναπαυθεί επαρκώς το πλήρωμα.

2. Εάν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι τα μέλη του πληρώματος φύλαξης για την πρώτη βάρδια ή για τις επόμενες βάρδιες που εξασφαλίζουν την αντικατάσταση είναι υπερβολικά καταπονημένα, το κράτος μέλος εξασφαλίζει την απαγόρευση απόπλου του πλοίου μέχρις ότου διορθωθούν οι διαπιστωθείσες ανωμαλίες ή μέχρις ότου αναπαυθεί επαρκώς το πλήρωμα.

Άρθρο 6

Διαδικασίες παρακολούθησης

1. Στην περίπτωση απαγόρευσης του απόπλου ενός πλοίου δυνάμει του άρθρου 5, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ενημερώνει τον πλοίαρχο, τον κύριο ή τον εφοπλιστή του πλοίου, καθώς και τη διοίκηση του κράτους της σημαίας ή του κράτους στο οποίο είναι νηολογημένο το πλοίο ή τον Πρόξενο ή, ελλείψει αυτού, τον πλησιέστερο διπλωματικό εκπρόσωπο του κράτους αυτού, σχετικά με τα αποτελέσματα των αναφερομένων στο άρθρο 4 επιθεωρήσεων ή τις αποφάσεις που έλαβε ο επιθεωρητής και τις απαιτούμενες, ενδεχομένως, διορθωτικές ενέργειες.

2. Όταν πραγματοποιείται επιθεώρηση βάσει της παρούσας οδηγίας, πρέπει να καταβάλλονται όλες οι δυνατές προσπάθειες προκειμένου να αποφεύγονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις του πλοίου. Σε περίπτωση, ωστόσο, αδικαιολόγητων καθυστερήσεων, ο ιδιοκτήτης ή ο εφοπλιστής δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για οιαδήποτε ζημία ή απώλεια έχει υποστεί. Σε κάθε περίπτωση προβαλλόμενης αδικαιολόγητης καθυστέρησης, το βάρος της απόδειξης φέρει ο ιδιοκτήτης ή ο εφοπλιστής του πλοίου.

Άρθρο 7

Δικαίωμα προσφυγής

1. Ο ιδιοκτήτης ή ο εφοπλιστής του πλοίου ή ο αντιπρόσωπός του στο κράτος μέλος, έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης ακινητοποίησης που έχει λάβει η αρμόδια αρχή. Η προσφυγή δεν συνεπάγεται την αναστολή της ακινητοποίησης.

2. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και διατηρούν, προς το σκοπό αυτό, κατάλληλες διαδικασίες προσφυγής, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους.

3. Η αρμόδια αρχή πληροφορεί δεόντως τον πλοίαρχο πλοίου, το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 1, για το δικαίωμά του να ασκήσει προσφυγή.

Άρθρο 8

Διοικητική συνεργασία

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις ώστε να εξασφαλίσουν, υπό συνθήκες συμβατές με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 14 της οδηγίας 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, για την επιβολή, σχετικά με τη ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος του κράτους του λιμένα)(5), τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών τους και των αρμοδίων αρχών των άλλων κρατών μελών προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, και ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις εν λόγω διατάξεις.

2. Οι πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' εφαρμογήν των άρθρων 4 και 5 δημοσιεύονται σύμφωνα με λεπτομερείς διατάξεις όπως εκείνες που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 15 της οδηγίας 95/21/ΕΚ.

Άρθρο 9

Ρήτρα "μη ευνοϊκότερης μεταχείρισης"

Κατά την επιθεώρηση ενός πλοίου νηολογημένου στο έδαφος ή φέροντος τη σημαία κράτους που δεν έχει υπογράψει τη σύμβαση αριθ. 180 της ΔΟΕ ή το πρωτόκολλο της σύμβασης αριθ. 147 της ΔΟΕ, τα κράτη μέλη, εξασφαλίζουν ότι, μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης και του πρωτοκόλλου, η μεταχείριση που παρέχεται στο εν λόγω πλοίο και το πλήρωμά του δεν είναι ευνοϊκότερη από την παρεχόμενη σε ένα πλοίο το οποίο φέρει τη σημαία κράτους που είναι μέρος της σύμβασης αριθ. 180 της ΔΟΕ ή του πρωτοκόλλου της σύμβασης αριθ. 147 της ΔΟΕ ή αμφοτέρων.

Άρθρο 10

Τελικές διατάξεις

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να έχουν συμμορφωθεί με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2002.

2. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

3. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή όλες τις διατάξεις εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 11

Πλοία τρίτων κρατών

Η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας στα πλοία τα οποία δεν φέρουν τη σημαία ή δεν είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος, χωρεί από της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της σύμβασης αριθ. 180 της ΔΟΕ και του πρωτοκόλλου της σύμβασης αριθ. 147 της ΔΟΕ.

Άρθρο 12

Θέση σε ισχύ

Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 13

Παραλήπτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 13 Δεκεμβρίου 1999.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η Πρόεδρος

N. FONTAINE

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. HASSI

(1) ΕΕ C 43 της 17.2.1999, σ. 16.

(2) ΕΕ C 138 της 18.5.1999, σ. 33.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 14ης Απριλίου 1999 (ΕΕ C 219 της 30.7.1999, σ. 240), κοινή θέση του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 1999 (ΕΕ C 249 της 1.9.1999, σ. 7) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 1999.

(4) ΕΕ L 167 της 2.7.1999, σ. 37.

(5) ΕΕ L 157 της 7.7.1995, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 98/42/ΕΚ (ΕΕ L 184 της 27.6.1998, σ. 40).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

>PIC FILE= "L_2000014EL.003202.EPS">

>PIC FILE= "L_2000014EL.003301.EPS">

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

>PIC FILE= "L_2000014EL.003402.EPS">

>PIC FILE= "L_2000014EL.003501.EPS">