2.8.1997   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 209/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1467/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 7ης Ιουλίου 1997

για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 104 Γ παράγραφος 14,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος,

Εκτιμώντας:

(1)

ότι απαιτείται η επιτάχυνση και η διασαφήνιση της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος του άρθρου 104 Γ της συνθήκης, προκειμένου να αποτρέπονται τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και, όταν αυτά εμφανίζονται, να διορθώνονται ταχέως· ότι οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, που εκδίδεται προς το σκοπό αυτό με βάση το άρθρο 104 Γ παράγραφος 14 δεύτερο εδάφιο, αποτελούν, μαζί με εκείνες του πρωτοκόλλου αριθ. 5 της συνθήκης, ένα νέο αυτοτελές σύστημα κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 104 Γ·

(2)

ότι το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης βασίζεται στο στόχο των υγιών δημόσιων οικονομικών ως μέσου για την ενίσχυση των προϋποθέσεων για την εξασφάλιση της σταθερότητας τιμών και ισχυρής και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης που οδηγεί στη δημιουργία απασχόλησης·

(3)

ότι το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης αποτελείται από τον παρόντα κανονισμό, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου (3), για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, και από το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, για το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (4), με το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο Δ της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, χαράζονται σταθεροί πολιτικοί προσανατολισμοί για την αυστηρή και εμπρόθεσμη εφαρμογή του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης, και ιδίως για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου μιας σχεδόν ισοσκελισμένης ή πλεονασματικής δημοσιονομικής κατάστασης, πράγμα που αποτελεί δέσμευση όλων των κρατών μελών, αλλά και για την ανάληψη της διορθωτικής δημοσιονομικής δράσης την οποία τα κράτη μέλη θεωρούν αναγκαία προς επίτευξη των στόχων πον εθνικών προγραμμάπον σταθερότητας και σύγκλισης, οσάκις διαθέτουν στοιχεία που μαρτυρούν ότι υπάρχει ή αναμένεται σημαντική απόκλιση από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο·

(4)

ότι, στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), τα κράτη μέλη έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ της συνθήκης, σαφή υποχρέωση να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα· ότι, βάσει του άρθρου 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 11 της συνθήκης, οι παράγραφοι 1, 9 και 11 του άρθρου 104 Γ δεν ισχύουν για το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτός εάν προχωρήσει στο τρίτο στάδιο· ότι η υποχρέωση σύμφωνα με την οποία «τα κράτη μέλη προσπαθούν να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα» (άρθρο 109 Ε παράγραφος 4) θα εξακολουθήσει να ισχύει και ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο·

(5)

ότι η Δανία, παραπέμποντας στην παράγραφο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 12 της συνθήκης, έχει γνωστοποιήσει, στο πλαίσιο της απόφασης του Εδιμβούργου της 12ης Δεκεμβρίου 1992, ότι δεν θα συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο· ότι, συνεπώς σύμφωνα με την παράγραφο 2 του πρωτοκόλλου αυτού οι παράγραφοι 9 και 11 του άρθρου 104 Γ δεν εφαρμόζονται ως προς τη Δανία·

(6)

ότι στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ τα κράτη μέλη παραμένουν υπεύθυνα για τις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές τους, με την επιφύλαξη πον διατάξεων της συνθήκης· ότι τα κράτη μέλη θα λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να ανταποκρίνονται στις εκ της συνθήκης υποχρεώσεις τους·

(7)

ότι η προσήλωση στο μεσοπρόθεσμο στόχο σχεδόν ισοσκελισμένης ή πλεονασματικής δημοσιονομικής κατάστασης, τον οποίο έχουν υιοθετήσει όλα τα κράτη μέλη, συμβάλλει στη δημιουργία πον κατάλληλων προϋποθέσεων για σταθερότητα των τιμών και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη η οποία οδηγεί στη δημιουργία απασχόλησης σε όλα τα κράτη μέλη και θα τους επιτρέψει να αντιμετωπίζουν τις συνήθεις κυκλικές διακυμάνσεις διατηρώντας το δημοσιονομικό έλλειμμα εντός του πλαισίου της τιμής αναφοράς του 3 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ)·

(8)

ότι για την εύρυθμη λειτουργία της ΟΝΕ απαιτείται η σταθερή και διαρκής σύγκλιση των οικονομικών και δημοσιονομικών επιδόσεων των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το κοινό νόμισμα, εφεξής καλουμένων «συμμετέχοντα κράτη μέλη»· ότι στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ απαιτείται δημοσιονομική πειθαρχία για τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών·

(9)

ότι, σύμφωνα με το άρθρο 109 Κ παράγραφος 3, το άρθρο 104 Γ παράγραφοι 9 και 11 ισχύει μόνο ως προς τα συμμετέχοντα κράτη μέλη·

(10)

ότι είναι ανάγκη να ορισθεί η έννοια της κατ' εξαίρεση και προσωρινής υπέρβασης της τιμής αναφοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 104 Γ παράγραφος 2 στοιχείο α)· ότι, για τον σκοπό αυτό, το Συμβούλιο πρέπει να λάβει υπόψη του, μεταξύ άλλων, και τις πολυετείς δημοσιονομικές προβλέψεις της Επιτροπής·

(11)

ότι στις κατά το άρθρο 104 Γ παράγραφος 3 εκθέσεις της Επιτροπής εξετάζεται επίσης αν το δημόσιο έλλειμμα υπερβαίνει τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων και λαμβάνονται υπόψη όλοι οι άλλοι σχετικοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων η μεσοπρόθεσμη οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση του κράτους μέλους·

(12)

ότι είναι ανάγκη να τεθούν προθεσμίες για την εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος ώστε να εξασφαλιστεί η ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή της· ότι πρέπει, για τον σκοπό αυτό, να ληφθεί υπόψη ότι το οικονομικό έτος του Ηνωμένου Βασιλείου δεν συμπίπτει με το ημερολογιακό·

(13)

ότι πρέπει να προσδιορισθεί ο τρόπος επιβολής των κυρώσεων που προβλέπει το άρθρο 104 Γ της συνθήκης, για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος·

(14)

ότι η ενίσχυση της εποπτείας δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/1997 του Συμβουλίου, μαζί με την παρακολούθηση από την Επιτροπή της δημοσιονομικής κατάστασης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 104 Γ αναμένεται να διευκολύνουν την αποτελεσματική και ταχεία εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος·

(15)

ότι, υπό το φως των ανωτέρω, αν ένα συμμετέχον κράτος μέλος δεν αναλάβει αποτελεσματική δράση για να περιορίσει το υπερβολικό έλλειμμα, ο καθορισμός συνολικού μέγιστου χρονικού διαστήματος δέκα μηνών από τη γνωστοποίηση των στοιχείων που δείχνουν την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος μέχρι την τυχόν απόφαση επιβολής κυρώσεων, φαίνεται να είναι και εφικτός και προσήκων ώστε να ασκηθεί πίεση στο συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος να αναλάβει σχετική δράση· ότι στην περίπτωση αυτή, και εάν η διαδικασία κινηθεί τον Μάρτιο, τα μέτρα επιβάλλονται εντός του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο κινήθηκε η διαδικασία·

(16)

ότι η σύσταση του Συμβουλίου για τη διόρθωση ενός υπερβολικού ελλείμματος ή τα μετέπειτα βήματα της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος πρέπει να αναμένονται από το συγκεκριμένο κράτος μέλος, το οποίο θα λαμβάνει έγκαιρη προειδοποίηση· ότι η σοβαρότητα ενός υπερβολικού ελλείμματος στο τρίτο στάδιο επιβάλλει επείγουσα δράση από όλους τους ενδιαφερόμενους·

(17)

ότι είναι σκόπιμο να αναστέλλεται η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος όταν το συγκεκριμένο κράτος μέλος λαμβάνει κατάλληλα μέτρα συμμορφούμενο με τη σύσταση δυνάμει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 7, ή την ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 9, ώστε να δίνεται στα κράτη μέλη κίνητρο να ενεργούν δεόντως· ότι το χρονικό διάστημα αναστολής της διαδικασίας δεν πρέπει να περιλαμβάνεται στη μέγιστη προθεσμία των δέκα μηνών μεταξύ της γνωστοποίησης της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος και της επιβολής κυρώσεων ότι είναι σκόπιμο να επαναλαμβάνεται αμέσως η διαδικασία εάν η προβλεφθείσα δράση δεν εφαρμόζεται ή αποδεικνύεται ανεπαρκής·

(18)

ότι, προκειμένου να εξασφαλίζεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, πρέπει να απαιτείται από το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος άτοκη κατάθεση ενός ποσού κατάλληλου ύψους, όταν το Συμβούλιο αποφασίζει να επιβάλει κυρώσεις·

(19)

ότι ο καθορισμός κυρώσεων βάσει προκαθορισμένης κλίμακας υπηρετεί την ασφάλεια του δικαίου· ότι το ποσό της κατάθεσης είναι σκόπιμο να συναρτάται με το ΑΕΠ του συγκεκριμένου συμμετέχοντος κράτους μέλους·

(20)

ότι, όταν η επιβολή άτοκης κατάθεσης δεν άγει το συμμετέχον κράτος μέλος να διορθώσει εγκαίρως το υπερβολικό έλλειμμα, είναι σκόπιμο να επιβάλλονται αυστηρότερες κυρώσεις· ότι, στην περίπτωση αυτή, είναι σκόπιμο να μετατρέπεται η κατάθεση σε πρόστιμο·

(21)

ότι η λήψη κατάλληλων μέτρων εκ μέρους του συγκεκριμένου συμμετέχοντος κράτους μέλους για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματός του είναι το πρώτο βήμα προς άρση των κυρώσεων· ότι η επίτευξη σημαντικής προόδου στον περιορισμό του υπερβολικού ελλείμματος πρέπει να συνεπάγεται την άρση τον κυρώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 12· ότι η άρση του συνόλου των κυρώσεων πρέπει να γίνεται μόνο μετά την πλήρη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος·

(22)

ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1993, για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου αριθ. 5 σχετικά με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που επισυνάπτεται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (5) περιέχει λεπτομερείς κανόνες για τη γνωστοποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων από τα κράτη μέλη·

(23)

ότι, σύμφωνα με το άρθρο 109 ΣΤ παράγραφος 8, στις περιπτώσεις όπου η συνθήκη προβλέπει συμβουλευτικό ρόλο για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), οι αναφορές στην ΕΚΤ εννοείται ότι αφορούν το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα, μέχρι την ίδρυση της ΕΚΤ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΜΗΜΑ 1

ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

Άρθρο 1

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει διατάξεις για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, με σκοπό την αποφυγή υπερβολικών δημοσίων ελλειμμάτων και, όταν προκύπτουν παρόμοια ελλείμματα, την ταχεία διόρθωσή τους.

2.   Για τους σκοπούς τους παρόντος κανονισμού ως «συμμετέχοντα κράτη μελη» νοούνται εκείνα τα οποία υιοθετούν το κοινό νόμισμα σύμφωνα με τη συνθήκη και ως «μη συμμετέχοντα κράτη μέλη» νοούνται εκείνα τα κράτη που δεν έχουν υιοθετήσει το κοινό νόμισμα.

Άρθρο 2

1.   Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς για το δημοσιονομικό έλλειμμα θεωρείται έκτακτη και προσωρινή, κατά την έννοια του άρθρου 104 Γ παράγραφος 2 στοιχείο α) δεύτερη περίπτωση, εάν οφείλεται σε ασυνήθεις περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου του συγκεκριμένου κράτους μέλους και έχουν σημαντική επίπτωση στη δημοσιονομική του κατάσταση ή εάν οφείλεται σε σοβαρή οικονομική ύφεση.

Επιπλέον, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς θεωρείται προσωρινή εάν οι δημοσιονομικές προβλέψεις της Επιτροπής εκτιμούν ότι το έλλειμμα θα μειωθεί κάτω από την τιμή αναφοράς μόλις εκλείψουν οι ασυνήθεις περιστάσεις ή τερματιστεί η σοβαρή οικονομική ύφεση.

2.   Η Επιτροπή, όταν καταρτίζει την έκθεση της σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 3, θεωρεί, κατά κανόνα, ότι μια υπέρβαση της τιμής αναφοράς οφειλόμενη σε σοβαρή ύφεση είναι έκτακτη μόνον εάν το πραγματικό ΑΕΠ του συγκεκριμένου κράτους εμφανίζει πτώση κατά τουλάχιστον 2 % σε ετήσια βάση.

3.   Όταν το Συμβούλιο αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 6 για το εάν υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, λαμβάνει υπόψη στη συνολική του εκτίμηση και ενδεχόμενες παρατηρήσεις του συγκεκριμένου κράτους μέλους εκ των οποίων προκύπτει ότι μια ετήσια πτώση του ΑΕΠ κατά λιγότερο από 2 % σε σταθερές τιμές είναι παρά ταύτα έκτακτη εάν συνυπολογισθούν και άλλοι σχετικοί παράγοντες, ιδίως το απρόοπτο της ύφεσης ή η σωρευτική μείωση της παραγωγής σε σχέση με προηγούμενες τάσεις.

ΤΜΗΜΑ 2

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟΥ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ

Άρθρο 3

1.   Εντός δύο εβδομάδων από την έγκριση από την Επιτροπή της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 104 Γ παράγραφος 3, η οικονομική και δημοσιονομική επιτροπή διατυπώνει γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 4.

2.   Η Επιτροπή, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και εφόσον κρίνει ότι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, απευθύνει στο Συμβούλιο γνώμη και σύσταση, σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφοι 5 και 6.

3.   Το Συμβούλιο αποφασίζει εάν υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 6 εντός τριών μηνών από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3605/93. Εάν αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 6, ότι πράγματι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, το Συμβούλιο απευθύνει ταυτόχρονα και συστάσεις στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 7.

4.   Στις συστάσεις που απευθύνει σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 7, το Συμβούλιο θέτει μέγιστη προθεσμία τεσσάρων μηνών προκειμένου το συγκεκριμένο κράτος μέλος να λάβει αποτελεσματικά μέτρα. Το Συμβούλιο θέτει επίσης προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, η οποία λήγει εντός του έτους που ακολουθεί εκείνο κατά το οποίο εντοπίστηκε το υπερβολικό έλλειμμα, εκτός εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις.

Άρθρο 4

1.   Η απόφαση του Συμβουλίου να ανακοινώσει δημοσία τις συστάσεις του, όταν διαπιστωθεί ότι δεν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 8, λαμβάνεται αμέσως μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 3 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

2.   Το Συμβούλιο, προκειμένου να εκτιμήσει εάν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα κατ' εφαρμογή των συστάσεων βάσει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 7, βασίζεται στις αποφάσεις που έχει εξαγγείλει δημοσίως η κυβέρνηση του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Άρθρο 5

Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο ειδοποιεί το συμμετέχον κράτος μέλος να λάβει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος, σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 9, λαμβάνεται εντός μηνός από την απόφαση με την οποία το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι δεν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 8.

Άρθρο 6

Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 104 Γ παράγραφος 11, το Συμβούλιο αποφασίζει την επιβολή κυρώσεων βάσει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 11. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται το αργότερο εντός δύο μηνών από την απόφαση με την οποία το Συμβούλιο ειδοποιεί το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 9.

Άρθρο 7

Εάν ένα συμμετέχον κράτος μέλος δεν ενεργήσει σύμφωνα με τις διαδοχικές αποφάσεις του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 104 Γ παράγραφοι 7 και 9, η απόφαση του Συμβουλίου περί επιβολής κυρώσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 104 Γ, λαμβάνεται εντός δεκαμήνου από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3605/93 τις οποίες αναφέρει το άρθρο 3 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση εσκεμμένου ελλείμματος που κρίνεται υπερβολικό από το Συμβούλιο, εφαρμόζεται επισπευσμένη διαδικασία.

Άρθρο 8

Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο επιτείνει τις κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 11, εκτός από τη μετατροπή των καταθέσεων σε πρόστιμα σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντος κανονισμού, λαμβάνεται το αργότερο εντός διμήνου από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3605/93. Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο καταργεί μερικές ή και όλες τις αποφάσεις του σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 12, λαμβάνεται το συντομότερο και οπωσδήποτε εντός διμήνου από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3605/93.

ΤΜΗΜΑ 3

ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 9

1.   Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος αναστέλλεται:

εάν το συγκεκριμένο κράτος μέλος ενεργήσει σύμφωνα με τις συστάσεις βάσει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 7,

εάν το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος ενεργήσει σύμφωνα με την ειδοποίηση βάσει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 9.

2.   Το διάστημα κατά το οποίο αναστέλλεται η διαδικασία δεν συμπεριλαμβάνεται στους δέκα μήνες που αναφέρονται στο άρθρο 7, ούτε στους δύο μήνες που αναφέρονται στο άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 10

1.   Η Επιτροπή και το Συμβούλιο παρακολουθούν την εκτέλεση των μέτρων τα οποία λαμβάνει:

το συγκεκριμένο κράτος μέλος, ανταποκρινόμενο στις συστάσεις βάσει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 7,

το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος, ανταποκρινόμενο στην ειδοποίηση βάσει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 9.

2.   Αν το συμμετέχον κράτος μέλος δεν λαμβάνει μέτρα ή, κατά την κρίση του Συμβουλίου, τα μέτρα του είναι ανεπαρκή, το Συμβούλιο λαμβάνει αμέσως απόφαση δυνάμει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 9 ή 11 αντιστοίχως.

3.   Εάν από τα πραγματικά στοιχεία, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3605/93, προκύπτει ότι το συμμετέχον κράτος μέλος δεν έχει διορθώσει το υπερβολικό έλλειμμα εντός των χρονικών ορίων που καθορίζονται είτε στις συστάσεις βάσει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 7, είτε στην ειδοποίηση βάσει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 9, το Συμβούλιο λαμβάνει αμέσως απόφαση, δυνάμει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 9 ή παράγραφος 11 αντιστοίχως.

ΤΜΗΜΑ 4

ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 11

Εάν το Συμβούλιο αποφασίσει να επιβάλει κυρώσεις σε συμμετέχον κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 11, απαιτεί κατά κανόνα άτοκη κατάθεση. Το Συμβούλιο είναι δυνατόν να αποφασίσει τη συμπλήρωση αυτής της κατάθεσης με την επιβολή των μέτρων που προβλέπονται στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 104 Γ παράγραφος 11.

Άρθρο 12

1.   Εάν το υπερβολικό έλλειμμα οφείλεται στη μη συμμόρφωση προς το κριτήριο του άρθρου 104 Γ παράγραφος 2 στοιχείο α) σχετικά με τον λόγο του δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ΑΕΠ, το ποσό της πρώτης κατάθεσης περιλαμβάνει σταθερή συνιστώσα ίση με το 0,2 % του ΑΕΠ και μεταβλητή συνιστώσα ίση με το ένα δέκατο της διαφοράς μεταξύ του εκφρασμένου σε ποσοστό του ΑΕΠ ελλείμματος του προηγούμενου έτους και της τιμής αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ.

2.   Κάθε έτος, μέχρις ότου καταργηθεί η απόφαση σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος, το Συμβούλιο εκτιμά κατά πόσον το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα ανταποκρινόμενο στην ειδοποίηση του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 9. Κατά την ετήσια αυτή εκτίμηση, το Συμβούλιο αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 11, και με την επιφύλαξη του άρθρου 13 του παρόντος κανονισμού, να επιτείνει τις κυρώσεις, εκτός αν το συγκεκριμένο συμμετέχον μέλος συμμορφώθηκε προς την ειδοποίηση του Συμβουλίου. Εάν αποφασισθεί να απαιτηθεί συμπληρωματική κατάθεση, η κατάθεση αυτή ισούται με το ένα δέκατο της διαφοράς μεταξύ του εκφρασμένου σε ποσοστό του ΑΕΠ ελλείμματος του προηγούμενου έτους και της τιμής αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ.

3.   Καμία από τις καταθέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στις παραγράφους 1 και 2 δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 0,5 % του ΑΕΠ.

Άρθρο 13

Το Συμβούλιο μετατρέπει κοιτά κανόνα την κατάθεση, σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 11, σε πρόστιμο εάν, μετά παρέλευση δύο ετών από την απόφαση με την οποία υποχρεώθηκε το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος να προβεί σε κατάθεση, κρίνει ότι το υπερβολικό έλλειμμα δεν έχει διορθωθεί.

Άρθρο 14

Σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 12, το Συμβούλιο αίρει τις κυρώσεις που προβλέπονται στην πρώτη και δεύτερη περίπτωση του άρθρου 104 Γ παράγραφος 11, ανάλογα με την πρόοδο που σημείωσε το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος ως προς τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος.

Άρθρο 15

Σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 12, το Συμβούλιο αίρει όλες τις κυρώσεις εφόσον καταργηθεί η απόφαση για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος. Τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος κανονισμού δεν επιστρέφονται στο συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος.

Άρθρο 16

Τα ποσά των καταθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 11 και 12 του παρόντος κανονισμού παρακατατίθενται στην Επιτροπή. Οι τόκοι των καταθέσεων και τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 13 του παρόντος κανονισμού εμπίπτουν στα κατά το άρθρο 201 της συνθήκης «άλλα έσοδα» και διανέμονται μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών που δεν παρουσιάζουν υπερβολικό έλλειμμα, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 104 Γ παράγραφος 6, κατ' αναλογία προς το μερίδιό τους στο συνολικό ΑΕΠ των επιλέξιμων κρατών μελών.

ΤΜΗΜΑ 5

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 17

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και ενόσω στο Ηνωμένο Βασίλειο το οικονομικό έτος δεν συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, οι διατάξεις των τμημάτων 2, 3 και 4 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το παράρτημα.

Άρθρο 18

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1999.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 7 Ιουλίου 1997.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. C. JUNCKER


(1)  ΕΕ αριθ. C 368 της 6. 12. 1996, σ. 12.

(2)  ΕΕ αριθ. C 380 της 16. 12. 1996, σ. 29.

(3)  Βλέπε σ. 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(4)  ΕΕ αριθ. C 236 της 2. 8. 1997, σ. 1.

(5)  ΕΕ αριθ. L 332 της 31. 12. 1993, σ. 7.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΧΡΟΝΙΚΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

1.

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ίση μεταχείριση όλων των κρατών μελών, το Συμβούλιο, όταν λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τα τμήματα 2, 3 και 4 του παρόντος κανονισμού, λαμβάνει υπόψη του το διαφορετικό οικονομικό έτος του Ηνωμένου Βασιλείου, ώστε να αποφασίζει τα σχετικά με το Ηνωμένο Βασίλειο σε χρονική στιγμή του οικονομικού του έτους ανάλογη με τη στιγμή κατά την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει αποφάσεις για τα λοιπά κράτη μέλη.

2.

Αντί των διατάξεων που αναφέρονται στη στήλη Ι παρακάτω, ισχύουν οι διατάξεις της στήλης II.

Στήλη Ι

Στήλη II

«εντός τριών μηνών από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου»

(άρθρο 3 παράγραφος 3)

«εντός πέντε μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο σημειώθηκε το έλλειμμα»

«εντός του έτους που ακολουθεί»

(άρθρο 3 παράγραφος 4)

«εντός του οικονομικού έτους που ακολουθεί»

«εντός δεκαμήνου από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3605/93 του Σημβουλίου τις οποίες αναφέρει το άρθρο 3 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού»

(άρθρο 7)

«εντός δωδεκαμήνου από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο σημειώθηκε το έλλειμμα»

«του προηγούμενου έτους»

(άρθρο 12 παράγραφος 1)

«του προηγούμενου οικονομικού έτους»