31996R2185

Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου της 11ης Νοεμβρίου 1996 σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 292 της 15/11/1996 σ. 0002 - 0005


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΥΡΑΤΟΜ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης Νοεμβρίου 1996 σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 235,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 203,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

Εκτιμώντας:

(1) ότι η ενίσχυση της καταπολέμησης της απάτης και των λοιπών παρατυπιών που διαπράττονται εις βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού έχει ουσιώδη σημασία για την αξιοπιστία της Κοινότητας 7

(2) ότι από το άρθρο 209 Α της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προκύπτει ότι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων εμπίπτει, κατ' αρχάς, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της συνθήκης 7

(3) ότι ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (3) θέσπισε κοινό νομικό πλαίσιο σε όλους τους τομείς δραστηριότητας των Κοινοτήτων 7

(4) ότι το άρθρο 1 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού περιέχει ορισμό του όρου «παρατυπία» και ότι στην έκτη αιτιολογική σκέψη αυτού του κανονισμού διευκρινίζεται ότι τα είδη συμπεριφοράς που στοιχειοθετούν παρατυπίες περιλαμβάνουν τις απάτες, όπως αυτές ορίζονται στη σύμβαση σχετικά με τη προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (4) 7

(5) ότι το άρθρο 10 του αυτού κανονισμού προβλέπει ότι θα θεσπιστούν στο μέλλον πρόσθετες γενικές διατάξεις σχετικά με τους επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις 7

(6) ότι, υπό την επιφύλαξη των ελέγχων που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, και χάριν αποτελεσματικότητας, ενδείκνυται η θέσπιση πρόσθετων γενικών διατάξεων περί επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων διεξαχθησόμενων από την Επιτροπή, που δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των κοινοτικών τομεακών κανόνων οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του προαναφερόμενου κανονισμού 7

(7) ότι, για τη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, προαπαιτείται ο εντοπισμός των στόχων που τη δικαιολογούν, ιδίως όταν, λόγω των διαστάσεων της απάτης, η οποία δεν περιορίζεται σε μία μόνο χώρα και συχνά είναι έργο οργανωμένων δικτύων, ή όταν, λόγω ιδιαζουσών συνθηκών σε ένα κράτος μέλος, δεν είναι δυνατόν, εν όψει της σοβαρότητας της ζημίας την οποία υφίστανται τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων ή η αξιοπιστία της Ένωσης, να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί πλήρως από μόνα τα κράτη και, ως εκ τούτου, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα στο κοινοτικό επίπεδο 7

(8) ότι οι έλεγχοι και οι εξακριβώσεις που διεξάγονται επιτοπίως δεν μπορούν να υπερβαίνουν το αναγκαίο για την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου 7

(9) ότι, εξάλλου, αυτοί οι έλεγχοι και εξακριβώσεις διεξάγονται χωρίς να θίγουν τις ισχύουσες σε έκαστο κράτος μέλος διατάξεις περί προστασίας των ουσιωδών συμφερόντων καθ' όσον αφορά την ασφάλεια του κράτους 7

(10) ότι, σύμφωνα με την αρχή της «συνεργασίας» την οποία καθιερώνει το άρθρο 5 της συνθήκης ΕΚ, και εν όψει της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι σημαντική η σύννομη συνεργασία μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών και των υπηρεσιών της Επιτροπής, και η αμοιβαία παροχή της βοήθειας που απαιτείται για την προπαρασκευή και τη διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων 7

(11) ότι θα πρέπει να οριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκούν τις αρμοδιότητές τους οι ελεγκτές της Επιτροπής 7

(12) ότι, κατά τη διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερομένων προσώπων και τηρούνται οι κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου και προστασίας των δεδομένων προσωπικής φύσεως 7 ότι είναι σημαντικό, εν προκειμένω, να μεριμνά η Επιτροπή ώστε οι ελεκτές της να τηρούν τις κοινοτικές και τις εθνικές διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων προσωπικής φύσεως, και ιδίως τις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (5) 7

(13) ότι, για να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά η απάτη και οι λοιπές παρατυπίες, οι έλεγχοι της Επιτροπής πρέπει να διεξάγονται στους οικονομικούς φορείς οι οποίοι φέρονται, άμεσα ή έμμεσα, αναμεμειγμένοι σ' αυτές, αλλά και σε άλλους οικονομικούς φορείς τους οποίους ενδέχεται να αφορά η συγκεκριμένη παρατυπία 7 ότι, σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να μεριμνά ώστε να μη διεξάγονται ταυτόχρονα για τα αυτά περιστατικά παρεμφερείς έλεγχοι και εξακριβώσεις, σ' αυτούς τους οικονομικούς φορείς, εκ μέρους της Επιτροπής ή των κρατών μελών, βάσει κοινοτικών τομεακών κανόνων ή εθνικών νομοθεσιών 7

(14) ότι οι ελεγκτές της Επιτροπής πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που αφορούν τις διευρευνώμενες πράξεις, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές 7 ότι οι εκθέσεις των ελεγκτών της Επιτροπής, υπογραφόμενες, ενδεχομένως, από τους εθνικούς ελεγκτές, πρέπει να συντάσσονται λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικαστικές επιταγές που προβλέπει το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους 7 ότι πρέπει να αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους στο οποίο αποβαίνει αναγκαία η χρησιμοποίησή τους, και να είναι ισότιμες με τις εκθέσεις που καταρτίζουν οι εθνικοί διοικητικοί ελεγκτές 7

(15) ότι, οσάκις υπάρχει κίνδυνος εξαφάνισης αποδεικτικών στοιχείων ή οι οικονομικοί φορείς αντιτίθενται σε επιτόπιο έλεγχο ή εξακρίβωση της Επιτροπής, τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη λήψη των αναγκαίων συντηρητικών ή εκτελεστικών μέτρων, σύμφωνα με τις κατ' ιδίαν νομοθεσίες 7

(16) ότι ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα των κρατών μελών επί θεμάτων διώξεων ποινικών αδικημάτων, ούτε τους κανόνες περί δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών επί ποινικών υποθέσεων 7

(17) ότι, για την έκδοση του παρόντος κανονισμού, οι συνθήκες δεν προβλέπουν άλλες εξουσίες δράσης εκτός από εκείνες του άρθρου 235 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 203 της συνθήκης ΕΚΑΕ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τις κατά το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 πρόσθετες γενικές διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται στους επιτόπιους διοικητικούς ελέγχους και εξακριβώσεις που διενεργεί η Επιτροπή, με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων κατά των παρατυπιών, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των κοινοτικών τομεακών κανόνων, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς δραστηριότητας των Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα των κρατών μελών επί θεμάτων διώξεων ποινικών αδικημάτων, ούτε τους κανόνες περί δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών επί ποινικών υποθέσεων.

Άρθρο 2

Η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού:

- είτε προς διερεύνηση σοβαρών ή διακρατικών παρατυπιών ή παρατυπιών στις οποίες πιθανόν να ενέχονται οικονομικοί φορείς ενεργούντες σε πλείονα κράτη μέλη,

- είτε προς διερεύνηση παρατυπιών, αν η κατάσταση που επικρατεί σε ένα κράτος μέλος απαιτεί σε μια ειδική περίπτωση την ενίσχυση των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική η προστασία των οικονομικών συμφερόντων και, κατ' αυτόν τον τρόπο, να εξασφαλισθεί ισοδύναμο επίπεδο προστασίας στην Κοινότητα,

- είτε κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

Άρθρο 3

Σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να διενεργήσει επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, φροντίζει ώστε να μην διενεργούνται συγχρόνως στους συγκεκριμένους οικονομικούς φορείς, για τα ίδια περιστατικά, παρεμφερείς έλεγχοι και εξακριβώσεις βάσει κοινοτικών τομεακών κανόνων.

Επιπλέον, λαμβάνει υπόψη τους ελέγχους που διεξάγει ή διεξήγαγε, για τα ίδια περιστατικά, στους οικείους οικονομικούς φορείς, το κράτος μέλος, βάσει της νομοθεσίας του.

Άρθρο 4

Οι επιτόπιοι έλεγχοι και εξακριβώσεις προετοιμάζονται και διενεργούνται από την Επιτροπή σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους, οι οποίες ενημερώνονται εγκαίρως για το αντικείμενο, το σκοπό και τη νομική βάση των ελέγχων και εξακριβώσεων, ούτως ώστε να μπορούν να παράσχουν κάθε αναγκαία βοήθεια. Για το σκοπό αυτό, οι υπάλληλοι του συγκεκριμένου κράτους μέλους μπορούν να συμμετέχουν στους επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις.

Επιπλέον, εάν το συγκεκριμένο κράτος μέλος το επιθυμεί, οι επιτόπιοι έλεγχοι και εξακριβώσεις διενεργούνται από κοινού από την Επιτροπή και από τις αρμόδιες αρχές του.

Άρθρο 5

Οι επιτόπιοι έλεγχοι και εξακριβώσεις διενεργούνται από την Επιτροπή στους οικονομικούς φορείς, στους οποίους μπορούν να επιβάλλονται τα κοινοτικά διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, όταν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι διαπράχθηκαν παρατυπίες.

Για να διευκολυνθεί η εκ μέρους της Επιτροπής διεξαγωγή αυτών των επιτόπιων ελέχων και εξακριβώσεων, οι οικονομικοί φορείς υποχρεούνται να επιτρέπουν την πρόσβαση στους εσωτερικούς χώρους, γήπεδα, μεταφορικά μέσα και άλλους χώρους, επαγγελματικής χρήσεως.

Εφόσον είναι απολύτως απαραίτητο προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη παρατυπίας, η Επιτροπή δύναται να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις σε άλλους ενεχόμενους οικονομικούς φορείς, προκειμένου να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που κατέχουν οι εν λόγω οικονομικοί φορείς σχετικά με τις πράξεις τις οποίες αφορούν οι επιτόπιοι έλεγχοι και εξακριβώσεις.

Άρθρο 6

1. Η διεξαγωγή των επιτοπίων ελέγχων και εξακριβώσεων γίνεται υπό τη διεύθυνση και υπ' ευθύνη της Επιτροπής, από τους υπαλλήλους της ή μέλη του προσωπικού της, που είναι νομίμως εξουσιοδοτημένοι, εφ' εξής καλούμενους «ελεγκτές της Επιτροπής». Είναι δυνατόν να παρίστανται στους εν λόγω ελέγχους και τις εξακριβώσεις τα πρόσωπα τα τιθέμενα στη διάθεση της Επιτροπής από τα κράτη μέλη ως αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες.

Οι ελεγκτές της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντά τους αφού προσκομίσουν γραπτή εξουσιοδότηση στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η ιδιότητά τους, συνοδευόμενη από έγγραφο στο οποίο εκτίθεται το αντικείμενο και ο σκοπός του επιτόπιου ελέγχου ή εξακρίβωσης.

Υπό την επιφύλαξη του εφαρμοστέου κοινοτικού δικαίου, οφείλουν να τηρούν τους διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.

2. Με τη συμφωνία του συγκεκριμένου κράτους μέλους, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει τη συνδρομή υπαλλήλων άλλων κρατών μελών, ως παρατηρητών, και να προσφύγει, για την παροχή τεχνικής βοήθειας, σε εξωτερικούς οργανισμούς οι οποίοι ενεργούν υπ'ευθύνη της.

Η Επιτροπή μεριμνά ώστε οι ως άνω υπάλληλοι και οργανισμοί να παρέχουν όλα τα εγέγγυα από πλευράς τεχνικών προσόντων, ανεξαρτησίας και τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου.

Άρθρο 7

1. Οι ελεγκτές της Επιτροπής έχουν πρόσβαση, υπό τους ίδιους όρους όπως και οι εθνικοί διοικητικοί ελεγκτές και τηρουμένων των εθνικών νομοθεσιών, σε όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που έχουν σχέση με τις υπό εξέταση πράξεις, και απαιτούνται για την ομαλή διεξαγωγή των επιτοπίων ελέγχων και εξακριβώσεων. Μπορούν να χρησιμοποιούν τα ίδια υλικά μέσα ελέγχου με τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές, και ιδίως να λαμβάνουν αντίγραφα των ενδεδειγμένων εγγράφων.

Οι επιτόπιοι έλεγχοι και εξακριβώσεις μπορούν, ιδίως, να αφορούν:

- επαγγελματικά βιβλία και έγγραφα, όπως τιμολόγια, συγγραφές υποχρεώσεων, καταστάσεις μισθοδοσίας, βιβλία παρακολούθησης εργασιών, αποσπάσματα τραπεζικών λογαριασμών των οικονομικών φορέων,

- ηλεκτρονικά δεδομένα,

- συστήματα και μεθόδους παραγωγής, συσκευασίας και αποστολής,

- υλικό έλεγχο της φύσης και του όγκου των εμπορευμάτων ή των διεξαγομένων ενεργειών,

- δειγματοληψία και επαλήθευση δειγμάτων,

- πορεία των χρηματοδοτούμενων εργασιών και επενδύσεων, χρησιμοποίηση και σκοπό των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων,

- δημοσιονομικά και λογιστικά έγγραφα,

- οικονομική και τεχνική εκτέλεση των επιδοτούμενων σχεδίων.

2. Εάν χρειασθεί, εναπόκειται στα κράτη μέλη να λάβουν, εάν το ζητήσει η Επιτροπή, τα κατάλληλα συντηρητικά μέτρα που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζονται τα αποδεικτικά στοιχεία.

Άρθρο 8

1. Οι πληροφορίες οι οποίες ανακοινώνονται ή λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, καθ' οιονδήποτε τρόπο, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαύουν της προστασίας που παρέχει το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους παραλήπτη σε ανάλογες πληροφορίες, καθώς και οι σχετικές διατάξεις οι εφαρμοστέες στα όργανα της Κοινότητας.

Οι πληροφορίες αυτές δεν μπορούν να ανακοινωθούν σε πρόσωπα άλλα από εκείνα τα οποία, λόγω των καθηκόντων τους, τόσο στα όργανα των Κοινοτήτων όσο και στα κράτη μέλη, πρέπει να τις γνωρίζουν, ούτε να χρησιμοποιηθούν από τα κοινοτικά όργανα για άλλο σκοπό πλην της εξασφάλισης αποτελεσματικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων σε όλα τα κράτη μέλη. Όταν ένα κράτος μέλος σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς τις πληροφορίες που συνέλεξαν υπάλληλοι υπαγόμενοι στην δικαιοδοσία του, οι οποίοι συμμετείχαν ως παρατηρητές σε επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2, ζητά τη συγκατάθεση του κράτους μέλους στο οποίο συλλέγησαν οι πληροφορίες αυτές.

2. Η Επιτροπή ανακοινώνει, το ταχύτερο δυνατόν, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου διεξήχθη επιτόπιος έλεγχος ή εξακρίβωση, τα γεγονότα ή τις υπόνοιες που περιήλθαν εις γνώση της κατά τη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου ή εξακρίβωσης και έχουν σχέση με παρατυπία. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποχρεούται να ενημερώνει την προαναφερόμενη αρχή για τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων και εξακριβώσεων.

3. Οι ελεγκτές της Επιτροπής μεριμνούν ώστε οι εκθέσεις ελέγχου και εξακρίβωσης να συντάσσονται, λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικαστικές απαιτήσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Τα συλλεγόμενα αποδεικτικά στοιχεία και τα δικαιολογητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 7, συγκεντρώνονται ως παραρτήματα των εν λόγω εκθέσεων. Οι ούτως συντασσόμενες εκθέσεις αποτελούν, όπως οι διοικητικές εκθέσεις των εθνικών διοικητικών ελεγκτών, με τον ίδιο τρόπο και υπό τους ίδιους πόρους, παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους όπου η χρησιμοποίησή τους αποβαίνει αναγκαία. Υποβάλλονται στους ίδιους κανόνες εκτίμησης με εκείνους που ισχύουν για τις διοικητικές εκθέσεις που συντάσσουν οι εθνικοί διοικητικοί ελεγκτές και είναι ισότιμες με αυτές. Όταν διεξάγεται από κοινού έλεγχος σύμφωνα με το άρθρο 4 δεύτερο εδάφιο, οι εθνικοί ελεγκτές που συμμετέχουν στην επιχείρηση καλούνται να προσυπογράψουν την έκθεση που συντάσσουν οι ελεγκτές της Επιτροπής.

4. Η Επιτροπή μεριμνά ώστε, στα πλαίσια της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, οι ελεγκτές της να τηρούν τις κοινοτικές και εθνικές διατάξεις προστασίας των δεδομένων προσωπικής φύσεως, και ιδίως τις προβλεπόμενες από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

5. Στην περίπτωση διεξαγωγής επιτοπίων ελέγχων και εξακριβώσεων εκτός του εδάφους της Κοινότητας, οι εκθέσεις συντάσσονται από τους ελεγκτές της Επιτροπής υπό συνθήκες που τους επιτρέπουν να αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους όπου η χρησιμοποίησή τους αποβαίνει αναγκαία.

Άρθρο 9

Εφόσον οι αναφερόμενοι στο άρθρο 5 οικονομικοί φορείς αντιτίθενται σε επιτόπιο έλεγχο ή εξακρίβωση, το οικείο κράτος μέλος παρέχει στους ελεγκτές της Επιτροπής, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, τη βοήθεια που απαιτείται για την εκπλήρωση της αποστολής τους όσον αφορά τον επιτόπιο έλεγχο και εξακρίβωση.

Σε περίπτωση ανάγκης, τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, στα πλαίσια του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 10

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 1997.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 1996.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

R. QUINN

(1) ΕΕ αριθ. C 84 της 21. 3. 1996, σ. 10.

(2) ΕΕ αριθ. C 166 της 10. 6. 1996, σ. 102 και γνώμη που διατυπώθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1996 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3) ΕΕ αριθ. L 312 της 23. 12. 1995, σ. 1.

(4) ΕΕ αριθ. C 316 της 27. 11. 1995, σ. 48.

(5) ΕΕ αριθ. L 281 της 23. 11. 1995, σ. 31.