31993D0468

93/468/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 24ης Φεβρουαρίου 1993 επί του εθνικού προγράμματος ΑΙΜΑ σχετικά με την παροχή ενίσχυσης υπέρ των οργανώσεων παραγωγών ελαιολάδου και των ενώσεων αυτών (Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 218 της 28/08/1993 σ. 0053 - 0057


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 24ης Φεβρουαρίου 1993 επί του εθνικού προγράμματος ΑΙΜΑ σχετικά με την παροχή ενίσχυσης υπέρ των οργανώσεων παραγωγών ελαιολάδου και των ενώσεων αυτών (Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(93/468/ΕΟΚ)Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 93 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 136/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 1996 περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2046/92 (2), και ιδίως το άρθρο 33,

Αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης, κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (3),

Εκτιμώντας ότι:

Ι Με την από 5ης Νοεμβρίου 1991 επιστολή της και σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 3 της συνθήκης, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες υπέβαλε στην Επιτροπή ένα εθνικό πρόγραμμα ΑΙΜΑ σχετικά με την παροχή ενισχύσεως υπέρ των οργανώσεων παραγωγών ελαιολάδου και των ενώσεων αυτών.

Το εν λόγω πρόγραμμα εκπονήθηκε με βάση την απόφαση της Επιτροπής CIPE (Comitato interministeriale per la Programmazione Economica) της 4ης Δεκεμβρίου 1990, η οποία προβλέπει, στις δύο τελευταίες παραγράφους, ότι το πρόγραμμα θα τεθεί σε εφαρμογή μόνον αφού προηγουμένως υποβληθεί στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι συμβατό με την κοινοτική νομοθεσία.

Το πρόγραμμα αφορά την υπό μορφή ενισχύσεως χορήγηση 6 δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών στις οργανώσεις παραγωγών ελαιολάδου και ενώσεις αυτών, για τη χρηματοδότηση των καθηκόντων που ασκούν δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας.

Οι ιταλικές αρχές επικαλέσθηκαν το άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3061/84 της Επιτροπής (4), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1318/92 (5), όπου προβλέπεται η υπό ορισμένους όρους δυνατότητα χορήγησης κρατικών ενισχύσεων στις οργανώσεις παραγωγών και ενώσεις αυτών.

Άλλο επιχείρημα που επικαλέσθηκαν επίσης οι ιταλικές αρχές ήταν ότι κατά την περίοδο 1990/91 η παραγωγή ελαιολάδου ήταν πολύ χαμηλή και, συνεπώς, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στις οργανώσεις παραγωγών και ενώσεις αυτών δυνάμει του εν λόγω κανονισμού ήταν πολύ μικρή.

ΙΙ 1. Με την από 14ης Απριλίου 1992 επιστολή της προς την ιταλική κυβέρνηση, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι είχε αποφασίσει να κινήσει σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση τη διαδικασία την προβλεπόμενη στο άρθρο 93 παράγραφο 2 της συνθήκης.

2. Με την επιστολή αυτή, η Επιτροπή πληροφορούσε τις ιταλικές αρχές ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε τότε στη διάθεσή της θεωρούσε ότι, σχετικά με την παραγωγή ελαιολάδου, αυτά τα μέτρα συνιστούσαν παράβαση της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών και, συνεπώς, δεν ήταν δυνατόν να τύχουν των παρεκκλίσεων των προβλεπόμενων στο άρθρο 92 παράγραφος 3 της συνθήκης.

Επειδή η ρύθμιση αυτή κρίνεται πράγματι ως καθεστώς πλήρες και εξαντλητικό, το οποίο αποκλείει την οποιαδήποτε δυνατότητα των κρατών μελών να λαμβάνουν συμπληρωματικά μέτρα, τα σχεδιαζόμενα εθνικά μέτρα δεν είναι συμβατά προς την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 92 της συνθήκης. Πράγματι, η κοινοτική νομοθεσία δεν επιτρέπει τη χορήγηση εθνικών ενισχύσεων τέτοιου τύπου παρά μόνο υπό τους όρους που προσδιορίζονται στην ίδια αυτή, και οι οποίοι εν προκειμένω δεν τηρούνται (βλέπε κεφάλαιο IV).

Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η Επιτροπή ζήτησε από την ιταλική κυβέρνηση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

Η Επιτροπή ζήτησε επίσης και από τα άλλα κράτη μέλη καθώς και από τους άλλους, πλην των κρατών μελών, ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

ΙΙΙ Με την από 10ης Ιουνίου 1992 επιστολή της, η ιταλική κυβέρνηση υπέβαλε στην Επιτροπή τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

α) οι ενδιαφερόμενες οργανώσεις παραγωγών διαφέρουν από αυτές που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1360/78 του Συμβουλίου (6), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3808/89 (7), καθόσον οι εν λόγω οργανώσεις χαρακτηρίζονται από μια γραφειοκρατική διοικητική δομή στο πλαίσιο της οποίας προβλέπεται η υποχρέωση να διενεργούνται οι αναγκαίοι για τη χορήγηση ενισχύσεως την παραγωγή ελαιολάδου έλεγχοι, όπως προβλέπεται από την κοινοτική ρύθμιση. Η εν λόγω ενίσχυση χορηγείται ώστε να καταστεί δυνατή η συνέχιση και η λειτουργία των σταθερών δομών αυτών των οργανώσεων-

β) επειδή, κατά την περίοδο 1990/91, η παραγωγή ήταν πολύ χαμηλή, η κράτηση επί της ενισχύσεως για παραγωγή ελαιολάδου η προβλεπόμενη από την κοινοτική νομοθεσία ως συμβολή στη χρηματοδότηση των δαπανών ελέγχου των ομάδων παραγωγών ήταν επίσης μικρή-

γ) η παραπομπή στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3061/84 έγινε κατ' αναλογίαν-

δ) οι δραστηριότητες των ενδιαφερόμενων οργανώσεων δεν έχουν καμία επίπτωση στην αγορά, οπότε και η εν λόγω ενίσχυση δεν επηρεάζει το εμπόριο ελαιολάδου.

Στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από την Επιτροπή στις 22 Οκτωβρίου 1992, οι ιταλικές αρχές απάντησαν με τέλεξ στις 10 Δεκεμβρίου 1992 προκειμένου να επιβεβαιώσουν ότι οι οργανώσεις παραγωγών και ενώσεις αυτών που δικαιούνται ενισχύσεως ασκούν μόνον το αναγκαίο για τη χορήγηση ενισχύσεως στην παραγωγή έργο ελέγχου, όπως προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία.

Οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν εξάλλου ότι οι εν λόγω οργανώσεις και ενώσεις αυτών είναι οικονομικώς ανεξάρτητες και ότι, επομένως, τα μέλη τους έχουν την ευθύνη τυχόν ελλειμμάτων ή/και πλεονασμάτων. Εάν η ενίσχυση δεν καταβληθεί, οι δαπάνες των οργανώσεων βαρύνουν τα μέλη τους.

IV Όσον αφορά τα επιχειρήματα που πρόβαλαν οι ιταλικές αρχές, υπογραμμίζονται τα ακόλουθα στοιχεία:

1. Ο ισχυρισμός ότι οι οργανώσεις παραγωγών διαφέρουν από τις ομάδες παραγωγών που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1360/78 δεν φαίνεται να ευσταθεί. Μολονότι ο χαρακτηρισμός των εν λόγω οργανώσεων ενδέχεται να είναι διαφορετικός, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι τα μέλη τους είναι ομάδες παραγωγών, συνεταιρισμοί και επιχειρήσεις που αναπτύσουν δραστηριότητες στην αγορά. Προφανές είναι ότι μια ενίσχυση που χορηγείται σε έναν τέτοιο φορέα έχει θετικές επιπτώσεις και για τα μέλη του, των οποίων η θέση καθίσταται με τον τρόπο αυτό πλεονεκτικότερη. Πράγματι, μια τέτοια ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των λειτουργικών δαπανών των εν λόγω οργανώσεων και, συνεπώς, τη μείωση των οικονομικών επιβαρύνσεων των μελών τους, των οποίων ενισχύεται έτσι η θέση στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών τους.

2. Είναι γεγονός ότι η παραγωγή της περιόδου 1990/91 ήταν χαμηλή, καθώς και ότι η κράτηση επί της ενισχύσεως για την παραγωγή που καταβάλλεται στις οργανώσεις παραγωγών ή ενώσεις αυτών ήταν επίσης μικρή. Επισημαίνεται όμως ότι πρόκειται για μηχανισμό που έχει θεσπισθεί από το Συμβούλιο στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης αγοράς. Σκόπιμο είναι να σημειωθεί ακόμη ότι, με βάση τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2262/84 του Συμβουλίου (8), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 593/92 (9), το έργο ελέγχου των οργανώσεων παραγωγών και ενώσεων αυτών έχει περιορισθεί με την προοπτική να συσταθεί σε κάθε κράτος μέλος ένας φορέας στον οποίο πρόκειται να ανατεθούν ορισμένοι έλεγχοι και δραστηριότητες στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεως για την παραγωγή.

3. Το γεγονός ότι η παραπομπή στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3061/84 έγινε κατ' αναλογίαν, καθόλου δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα της αξιολόγησης. Πράγματι, η υπό εξέταση ενίσχυση εξακολοθεί να μην είναι ασύμβατη προς την κοινή αγορά επειδή το καθεστώς που προβλέπεται από τον εν λόγω κανονισμό επιτρέπει την χορήγηση εθνικών ενισχύσεων αυτού του είδους μόνο υπό τους όρους που προβλέπονται σ' αυτόν.

Εξάλλου, ακόμη και αν οι ιταλικές αρχές παραπέμπουν στην ανωτέρω διάταξη, πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της ενισχύσεως για την παραγωγή ελαιοδάδου της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 136/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου, στο άρθρο 20δ του ίδιου κανονισμού προβλέπεται ότι ένα ποσοστό του ύψους της κοινοτικής ενίσχυσης για την παραγωγή κρατείται ως συμμετοχή στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων των οργανώσεων παραγωγών και ενώσεων αυτών.

Για την περίοδο 1990/91, το ύψος της κράτησης καθορίσθηκε, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1314/90 του Συμβουλίου (10), σε 1,5 % του ύψους της ενισχύσεως. Σύμφωνα με τα οριστικά δεδομένα σχετικά με την ιταλική παραγωγή ελαιολάδου που γνωστοποιήθηκαν από τις ιταλικές αρχές, το αντίστοιχο ποσό ανήλθε σε 1,55 εκατομμύρια Ecu.

Στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3061/84, προβλέπεται ότι τα εφάπαξ ποσά που καταβάλλονται στις οργανώσεις παραγωγών και ενώσεις αυτών καθορίζονται βάσει των προβλέψεων του συνολικού ποσού που προκύπτει από την κράτηση επί της ενισχύσεως.

Το εφάπαξ ποσό που καθορίζεται για τις ενώσεις καταβάλλεται για κάθε οργάνωση παραγωγών που είναι μέλος μιας ένωσης, και το εφάπαξ ποσό που καθορίζεται για τις οργανώσεις παραγωγών καταβάλλεται για κάθε μεμονωμένη αίτηση χορήγησης ενισχύσεως για την παραγωγή. Τα ποσά αυτά καθορίζονται για κάθε κράτος μέλος που παράγει ελαιόλαδο.

Για την περίοδο 1990/91, το ύψος των ποσών καθορίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1381/91 της Επιτροπής (11). Για την Ιταλία, το συνολικό ποσό ήταν 1,145 εκατομμύρια Ecu για τις ενώσεις και 0,452 εκατομμύρια Ecu για τις οργανώσεις παραγωγών, με αρνητικό υπόλοιπο ίσο προς 0,047 εκατομμύρια Ecu σε σχέση με τα 1,55 εκατομμύρια Ecu που αντιστοιχούσαν για την ίδια περίοδο, στις κρατήσεις επί της ενισχύσεως.

Στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3061/84 προβλέπεται ότι, σε περίπτωση αρνητικού υπολοίπου, τα κράτη μέλη μπορούν να συμβάλλουν οριακά μέχρι καλύψεως του υπολοίπου αυτού. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι ιταλικές αρχές δεν μπορούσαν, ως εκ τούτου, να συμβάλουν παρά μόνο μέχρι του ποσού των 0,047 εκατομμμυρίων Ecu, ενώ η προβλεπόμενη εθνική ενίσχυση ανερχόταν σε 3,6 εκατομμύρια Ecu.

Πρέπει να τονισθεί ότι στο ίδιο άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3061/84 προβλέπεται ρητώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν ποσά διαφορετικά από τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του εν λόγω άρθρου, χωρίς πάντως να υπερβαίνουν τα ποσά αυτά.

Βάσει των ανωτέρω στοιχείων τα επιχειρήματα των ιταλικών αρχών δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτά.

4. Ως προς τον ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο οι δραστηριότητες των ενδιαφερόμενων οργανώσεων δεν είναι δυνατόν να έχουν επιπτώσεις στην αγορά, η απάντηση είναι ανάλογη με την απάντηση που δίδεται στο σημείο 1.

Υπογραμμίζεται εξάλλου ότι τα μέλη των οργανώσεων παραγωγών και ενώσεων αυτών που δικαιούνται να λάβουν τη συγκεκριμένη ενίσχυση βρίσονται σε πλεονεκτική θέση έναντι των άλλων επιχειρήσεων των κρατών μελών οι οποίες δεν δικαιούνται να λάβουν την ίδια ενίσχυση.

Πράγματι, σε περίπτωση χορηγήσεως της συγκεκριμένης ενίσχυσης, τα μέλη των εν λόγω οργανώσεων απαλλάσσονται από δαπάνες τις οποίες διαφορετικά όφειλαν να επωμισθούν.

V Κατά την περίοδο 1990/91, η ιταλική παραγωγή ελαιολάδου ανήλθε σε 148 000 τόνους και η αντίστοιχη κοινοτική σε 994 000 τόνους. Κατά την ίδια περίοδο, οι προς την Ιταλία εισαγωγές ελαιολάδου προερχόμενου από άλλα κράτη μέλη ανήλθαν σε 299 000 τόνους, ενώ οι εισαγωγές από τρίτες χώρες ανήλθαν σε 105 700 τόνους. Οι ιταλικές εξαγωγές ελαιολάδου ανήλθαν σε 48 000 τόνους προς τα άλλα κράτη μέλη και προς τρίτες χώρες σε 66 500 τόνους.

Η Κοινότητα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως, ταυτοχρόνως δε και ο μεγαλύτερος καταναλωτής.

Πράγματι, η παγκόσμια παραγωγή ανέρχεται σε 1 450 000 τόνους. Η Κοινότητα καταναλώνει 1 210 000 τόνους, ενώ η παγκόσμια κατανάλωση ελαιολάδου ανέρχεται σε 1 683 000 τόνους- επομένως, οι περισσότερες συναλλαγές ελαιολάδου λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της Κοινότητας.

Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο ειδικό πλεονέκτημα, όπως το εξεταζόμενο στην παρούσα διαδικασία, το οποίο παρέχεται στους παραγωγούς ελαιολάδου μιας από τις σπουδαιότερες ελαιοπαραγωγούς χώρες όπως είναι η Ιταλία, ενδέχεται να έχει αισθητές επιπτώσεις στην ενδοκοινοτική αγορά.

VI 1. Τα άρθρα 92, 93 και 94 της συνθήκης εφαρμόζονται για την παραγωγή και το εμπόριο ελαιολάδου δυνάμει του άρθρου 33 του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ.

Η εν λόγω ενίσχυση παρέχει ειδικό πλεονέκτημα στις οργανώσεις παραγωγών ελαιολάδου και ενώσεις αυτών καθώς και στα μέλη τους, με αποτέλεσμα να προκαλείται νόθευση του ανταγωνισμού μεταξύ δικαιούχων και μη δικαιούχων παραγωγών του ίδιου προϊόντος τόσο στην Ιταλία όσο και στα άλλα κράτη μέλη.

Με την υπό εξέταση ενίσχυση ενδέχεται να χρηματοδοτηθούν δραστηριότητες που μπορεί να έχουν επίδραση στην αγορά. Πράγματι, τα μέλη των δικαιούχων φορέων θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την ενίσχυση αυτή για να μειώσουν το σύνολο των γενικών εξόδων των σχετικών με τις διάφορες δραστηριότητές τους, όπως είναι η συγκομιδή, η αποθεματοποίηση, η μεταποίηση και η εμπορία, και να ενισχύσουν έτσι τη θέση τους τόσο στην ιταλική αγορά όσο και στην αγορά των άλλων κρατών μελών, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η ανταγωνιστικότητά τους στις αγορές των άλλων κρατών μελών και να επηρεάζονται, ως εκ τούτου, οι μεταξύ των τελευταίων αυτών συναλλαγές.

Τα μέτρα αυτά πληρούν λοιπόν τα κριτήρια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης που προβλέπει ότι δεν είναι συμβατές με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις που πληρούν τα εν λόγω κριτήρια.

2. Προφανές είναι ότι οι σχετικές παρεκκλίσεις οι προβλεπόμενες στο άρθρο 92 παράγραφος 2 δεν εφαρμόζονται για τις σχετικές ενισχύσεις. Για την εφαρμογή των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, διευκρινίζονται οι στόχοι οι οποίοι πρέπει να επιδιώκονται προς το συμφέρον της Κοινότητας και όχι μόνο προς το συμφέρον συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας ενός κράτους μέλους. Οι παρεκκλίσεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά όταν εξετάζεται πρόγραμμα που αφορά την χορήγηση ενισχύσεως σε περιφέρεια ή τομέα, ή οποιαδήποτε μεμονωμένη περίπτωση εφαρμογής καθεστώτων γενικών ενισχύσεων.

Ειδικότερα, οι παρεκκλίσεις αυτές εγκρίνονται μόνον όταν η Επιτροπή μπορεί να αποδείξει ότι η ενίσχυση είναι απαραίτητη για την υλοποίηση ενός από τους στόχους που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές. Η παραχώρηση του πλεονεκτήματος των εν λόγω παρεκκλίσεων για ενισχύσεις οι οποίες δεν συνεπάγονται τέτοιο αντιστάθμισμα έχει ως αποτέλεσμα να θίγονται οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και να προκαλούνται αδικαιολόγητες, από πλευράς κοινοτικού ενδιαφέροντος, στρεβλώσεις του ανταγωνισμού με συνακόλουθα αχρεώστητα πλεονεκτήματα για τις επιχειρήσεις ορισμένων κρατών μελών.

Εν προκειμένω, με κριτήριο τους όρους βάσει των οποίων ζητείται η χορήγηση των εν λόγω ενισχύσεων δεν προκύπτει σχετικά αντιστάθμισμα. Πράγματι, ούτε η ιταλική κυβέρνηση πρόβαλε ούτε η Επιτροπή εντόπισε ορισμένη σκοπιμότητα βάσει της οποίας να αποδεικνύεται ότι οι συγκεκριμένες ενισχύσεις πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής μιας από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 της συνθήκης.

Δεν πρόκειται για μέτρα που αποβλέπουν σε προώθηση σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης, δεδομένου ότι οι ενδεχόμενες επιπτώσεις των ενισχύσεων αυτών επί των συναλλαγών αντιβαίνουν προς το κοινοτικό συμφέρον.

Ούτε πάλι πρόκειται για μέτρα που αποβλέπουν σε άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους κατά την έννοια της ίδιας διάταξης.

Όσον αφορά τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) σχετικά με ενισχύσεις που αποβλέπουν σε προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης ορισμένων περιοχών καθώς και ορισμένων δραστηριοτήτων, πρέπει να σημειωθεί ότι η ενίσχυση αυτή, ως εκ του χαρακτήρος της ως λειτουργικής ενίσχυσης, δεν μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη βελτίωση των συνθηκών στις οποίες βρίσκονται οι δικαιούχοι, δεδομένου ότι, μόλις παύσει να χορηγείται, οι δικαιούχοι βρίσκονται στην ίδια διαρθρωτική κατάσταση όπως και πριν από την κρατική αυτή παρέμβαση.

Κατά συνέπεια, η εν λόγω ενίσχυση κρίνεται ότι δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμία από τις περιπτώσεις παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης.

3. Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ενίσχυση αυτή αφορά προϊόν που υπάγεται σε κοινή οργάνωση αγοράς, και ότι υπάρχουν όρια όσον αφορά τις παρεμβατικές αρμοδιότητες των κρατών μελών στη λειτουργία μιας κοινής οργάνωσης της αγοράς, η οποία περιλαμβάνει ιδίως κοινό σύστημα τιμών και καθεστώς χορήγησης ενισχύσεων στις ομάδες παραγωγών, στοιχεία τα οποία υπάγονται στο εξής στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

Οι κοινές οργανώσεις αγοράς πρέπει να θεωρούνται ως πλήρη και εξαντλητικά συστήματα τα οποία αποκλείουν κάθε δυνατότητα των κρατών να λαμβάνουν μέτρα που ενδέχεται να επηρεάσουν την αγορά ελαιολάδου ή να χορηγούν στις ομάδες παραγωγών συμπληρωματικές ενισχύσεις.

Η χορήγηση της συγκεκριμένης ενίσχυσης σημαίνει παραβίαση των όρων που θεσπίζονται με την κοινή οργάνωση αγοράς των λιπαρών ουσιών, η οποία, πρέπει να θεωρείται ως ρύθμιση που επιτρέπει τη χορήγηση της ενίσχυσης μόνον υπό τους προβλεπόμενους όρους.

Η προβλεπόμενη ενίσχυση πρέπει λοιπόν να θεωρείται ότι παραβιάζει την κοινοτική νομοθεσία.

4. Ακόμη και αν είχε εξεταστεί το ενδεχόμενο υπαγωγής της συγκεριμένης ενίσχυσης σε μία από τις περιπτώσεις παρέκκλισης που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3, ο χαρακτήρας της παράβασης που αποδίδεται στο εν λόγω μέτρο χορήγησης ενισχύσεως έναντι της κοινής οργάνωσης αγοράς αποκλείει την εφαρμογή μιας τέτοιας παρέκκλισης.

5. Η ενίσχυση πρέπει λοιπόν να θεωρείται ότι δεν είναι συμβατή με την κοινή αγορά και δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η ενίσχυση ποσού 6 δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών στις οργανώσεις παραγωγών ελαιολάδου και στις ενώσεις αυτών, την οποία σχεδίαζε να χορηγήσει η επιτροπή CIPE στις 4 Δεκεμβρίου 1990 και προβλέπεται στο εθνικό πρόγραμμα ΑΙΜΑ της 28ης Οκτωβρίου 1991, δεν είναι συμβατή προς την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 της συνθήκης ως προς το τμήμα που υπερβαίνει το ανώτατο όριο που εγκρίνεται για την Ιταλία (για την περίοδο 1990/91) βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3061/84. Η ενίσχυση δεν μπορεί, επομένως, να χορηγηθεί παρά μόνο μέχρι του ποσού των 0,047 εκατομμυρίων Ecu (82 788 150 ιταλικών λιρών).

Άρθρο 2

Σε προθεσμία δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ιταλία ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει για να συμμορφωθεί προς την παρούσα απόφαση.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 24 Φεβρουαρίου 1993.

Για την Επιτροπή

Rene STEICHEN

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ αριθ. 172 της 30. 9. 1966, σ. 3025/66.

(2) ΕΕ αριθ. L 215 της 30. 7. 1992, σ. 1.

(3) ΕΕ αριθ. C 164 της 1. 7. 1992, σ. 2.

(4) ΕΕ αριθ. L 288 της 1. 11. 1984, σ. 52.

(5) ΕΕ αριθ. L 140 της 23. 5. 1992, σ. 11.

(6) ΕΕ αριθ. L 166 της 23. 6. 1978, σ. 1.

(7) ΕΕ αριθ. L 371 της 20. 12. 1989, σ. 1.

(8) ΕΕ αριθ. L 208 της 3. 8. 1984, σ. 11.

(9) ΕΕ αριθ. L 64 της 10. 3. 1992, σ. 1.

(10) ΕΕ αριθ. L 132 της 23. 5. 1990, σ. 5.

(11) ΕΕ αριθ. L 130 της 25. 5. 1991, σ. 67.