31993D0406

93/406/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 23ης Δεκεμβρίου 1992 σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ κατά Langnese - Iglo GmbH (Υπόθεση IV/34.072) (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 183 της 26/07/1993 σ. 0019 - 0037


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 23ης Δεκεμβρίου 1992 σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ κατά Langnese-Iglo GmbH (Υποθέση IV/34.072) (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,

τον κανονισμό αριθ. 17 του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΟΚ(1) , όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 1,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1984/83 της Επιτροπής της 22ας Ιουνίου 1983 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας(2) , ιδίως το άρθρο 14, και τον κανονισμό αριθ. 19/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 2ας Μαρτίου 1965 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένες πρακτικές(3) , ιδίως το άρθρο 7,

την αίτηση της Mars GmbH βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17 κατά της Langnese-Iglo GmbH για τη διαπίστωση παρακώλυσης, αντιβαίνουσας στον ανταγωνισμό, της εμπορίας στη Γερμανία των προϊόντων παγωτοποιίας της αιτούσας, στη Γερμανία,

την απόφαση της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 1991 να κινήσει τη διαδικασία,

την απόφαση της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 1992 - προσωρινά μέτρα,

Αφού παρασχέθηκε στις επιχειρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17 και τον κανονισμό αριθ. 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 1963 περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου(4) , η ευκαιρία να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων της Επιτροπής-

Μετά από ακρόαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συμπράξεων και Δεσποζουσών θέσεων,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ι. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

1. Αντικείμενο της διαδικασίας

(1) Κατόπιν αιτήσεως της Mars GmbH (εφεξής Mars) της 18ης Σεπτεμβρίου 1991 η Επιτροπή αποφάσισε στις 19 Δεκεμβρίου 1991 να κινήσει κατά της Langnese-Iglo GmbH (εφεξής L-I) και της Schoeller Lebensmittel GmbH & Co. KG (εφεξής SLG) διαδικασία βάσει των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΟΚ.

(2) Ο όμιλος επιχειρήσεων Mars που ασκεί δραστηριότητες σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει ως κέντρο παραγωγής ράβδων παγωτού, για τη διανομή στο ευρωπαϊκό εμπόριο, στη Γαλλία. Η διανομή στο γερμανικό εμπόριο αυτών των ράβδων σε ατομική και πολλαπλή συσκευασία άρχισε το 1990. Η Mars διατείνεται ότι η διανομή των προϊόντων παγωτοποιίας της στη Γερμανία εμποδίζεται από συμφωνίες για αποκλειστικότητα που είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό, τις οποίες έχουν συνάψει η L-I και η SLG με μεγάλο αριθμό λιανικών εμπόρων.

(3) Στις 25 Μαρτίου 1992 η Επιτροπή διαπίστωσε με μια απόφαση (εφεξής Ε/25.3.92) ότι οι συμφωνίες που συνήψε η L-I με τυποποιημένη σύμβαση που έφερε την επικεφαλίδα "συμφωνία προμήθειας" καθόσον οι συμφωνίες αυτές αφορούσαν τη διάθεση στο εμπόριο του προσυσκευασμένου σε ατομικές μερίδες παγωτού της, το οποίο προσφέρεται χωρίς καμία άλλη παροχή υπηρεσίας, συνιστούν εκ πρώτης όψεως παράβαση του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ.

(4) Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι, σε συνέχεια της απόφασης Ε/25.3.92, να εκδοθεί οριστική απόφαση βάσει του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ σχετικά με αυτές τις "συμφωνίες προμήθειας". Η Επιτροπή επιφυλάσσεται να υποβάλει σε οριστική εξέταση και τις άλλες ενδεχόμενες παραβιάσεις των κοινοτικών διατάξεων περί ανταγωνισμού, οι οποίες αναφέρονται στην Ε/25.3.92.

(5) Σε μια παράλληλη διαδικασία εξετάζεται κατά πόσον οι συμβάσεις αποκλειστικότητας στις οποίες συμμετέχει η SLG συμβιβάζονται με τις κοινοτικές διατάξεις περί ανταγωνισμού. Η SLG κοινοποίησε στις 7 Μαΐου 1985 στην Επιτροπή ένα υπόδειγμα της "συμφωνίας προμήθειας". Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής γνωστοποίησε στις 20 Σεπτεμβρίου 1985 με επιστολή στην SLG ότι βάσει των γνωστών πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζονται ουσιαστικά τα όσα εκτίθενται στην κοινοποίηση, η κοινοποιηθείσα τυποποιημένη σύμβαση συμφωνεί με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της συνθήκης ΕΟΚ(5) . Για την εκτίμηση αυτή, η οποία έγινε με βάση το σύνολο της γερμανικής αγοράς παγωτού, θεωρήθηκε δεδομένο ότι ήταν εξασφαλισμένη η πρόσβαση τρίτων επιχειρήσεων στο λιανικό εμπόριο. Με επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 1991, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής ανακοίνωσε ότι η διαδικασία συνεχιζόταν.

Την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων της SLG κατέχουν ιδιώτες. 49 % του κεφαλαίου κρατά άμεσα και έμμεσα η Suedzucker AG η οποία συμμετέχει κατά 75 % και στην Milchhof Eiskrem GmbH & Co. KG ("Eismann", κατωτέρω σημείο 34 του αιτιολογικού). Το Suedzucker-Konzern πραγματοποίησε κατά το οικονομικό έτος 1990/91 κύκλο εργασιών ύψους 4 540 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων. Τον Σεπτέμβριο 1991, η SLG συνήψε με την Jacobs Suchard Manufacturing GmbH & Co. KG (εφεξής Jacobs Suchard) σύμβαση συνεργασίας. Η Jacobs Suchard (είναι επιχείρηση του ομίλου Philip-Morris, ο οποίος εμπορεύεται σε παγκόσμιο επίπεδο τρόφιμα και γαστριμαργικά προϊόντα. Αντικείμενο αυτής της σύμβασης είναι η ανάπτυξη, κατασκευή και διανομή στο εμπόριο προϊόντων παγωτοποιίας και ράβδων παγωτού.

2. Η επιχείρηση

(6) Η L-I παράγει και διανέμει στο εμπόριο παγωτό και κατεψυγμένα τρόφιμα. Η επιχείρηση αυτή πραγματοποίησε το 1991 ακαθάριστο κύκλο εργασιών [> 2 000](6) εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (το 1990 : [> 2 000] εκατομμύρια γερμανικά μάρκα), από τα οποία [> 1 000] εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (το 1990 : [> 1 000] εκατομμύρια μάρκα) γερμανικά με παγωτό.

(7) Η L-I είναι θυγατρική επιχείρηση της Deutsche Unilever GmbH. Επίκεντρο του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε ο γερμανικός όμιλος Unilever το 1990 και που έφθασε τα 9 197 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα είναι ο κλάδος τροφίμων, στον οποίο αντιστοιχεί περίπου το 70 %.

(8) Ο διεθνής όμιλος επιχειρήσεων Unilever ανήκει στους παγκοσμίου φήμης κατασκευαστές καταναλωτικών αγαθών. Οι δύο μητρικές εταιρείες Unilever NV και Unilever PLC πραγματοποίησαν, το 1990 ενοποιημένο κύκλο εργασιών 72 117 εκατομμύρια ολλανδικά φιορίνια. Επιχειρήσεις του ομίλου Unilever παράγουν και διανέμουν στο εμπόριο παγωτό σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας, καθώς και σε πολλές άλλες χώρες. Ο όμιλος επιχειρήσεων Unilever ανακοίνωσε στην ετήσια έκθεση του 1990 ότι στο μέλλον θα κατασκευάζονται σε ειδικευμένα εργοστάσια για το διεθνές εμπόριο προϊόντα παγωτοποιίας υψηλής ποιότητας (όπως τα μικρά παγωτά "Sky" και "Magnum".

3. Το προϊόν

(9) Το παγωτό κατασκευάζεται από διαφορετικές πρώτες ύλες σε διαφορετικές αναλογίες, βιομηχανικά ή βιοτεχνικά. Το προϊόν αυτό προορίζεται για κατανάλωση - με ή χωρίς προσθήκη άλλων συστατικών - με την υφή που του δίνει ο κατασκευαστής.

(10) Ο διαχωρισμός του για κατανάλωση σε ατομικές μερίδες γίνεται είτε από τον ίδιο τον καταναλωτή, είτε ως παροχή υπηρεσίας από τον πωλητή ή εκ των προτέρων από τον κατασκευαστή. Με ασήμαντες εξαιρέσεις, το βιοτεχνικά κατασκευασμένο παγωτό συναντάται μόνο στη μεσαία κατηγορία, ενώ το βιομηχανικά παρασκευαζόμενο παγωτό καλύπτει και τις τρεις κατηγορίες. Έτσι, συνηθίζεται στον κλάδο το βιομηχανικά παρασκευαζόμενα παγωτό να διαχωρίζεται στις κατηγορίες οικογενειακό παγωτό, παγωτό για μεγάλους καταναλωτές και μικρό παγωτό.

(11) Η ψύξη που εναποθηκεύεται σε μια ατομική μερίδα αναλίσκεται σε σύντομο διάστημα. Για το λόγο αυτό η κατανάλωση γίνεται αναγκαστικά μέσα στο διάστημα που έπεται άμεσα της τελευταίας δυνατότητας ψύξης.

(12) Αντίθετα με το βιοτεχνικά παρασκευαζόμενο παγωτό, το οποίο κατά κανόνα προσφέρεται στον καταναλωτή στον τόπο παρασκευής του, το βιομηχανικά παρασκευαζόμενο παγωτό διαθέτει τρόπους διανομής, που αποσυνδέουν τον τόπο κατανάλωσης από τον τόπο παραγωγής. Αυτό το παγωτό φθάνει στον καταναλωτή για τις πιο ποικίλες ευκαιρίες, για τις οποίες προορίζεται κάθε κατηγορία προϊόντων. Τα προϊόντα που ανήκουν σ' αυτές τις κατηγορίες διακρίνονται άλλοτε μόνο από τη συσκευασία τους, άλλοτε η μάζα του παγωτού είναι όμοια αλλά στο κάθε προϊόν προστίθενται διαφορετικά συστατικά, άλλοτε τα προϊόντα είναι τελείως διαφορετικά.

(13) Το βιομηχανικό παγωτό για τους μεγάλους καταναλωτές και το μικρό παγωτό (προσυσκευασμένες από τον κατασκευαστή ατομικές μερίδες) καθώς και το βιοτεχνικά παραγόμενο παγωτό απευθύνονται στις ανάγκες του καταναλωτή εκτός της κατοικίας του, δηλαδή εκείνου που από άποψη χώρου βρίσκεται μακριά από τις δικές του δυνατότητες ψύξης. Αντίθετα από το βιοτεχνικά παρασκευαζόμενο παγωτό και το παγωτό για μεγάλους καταναλωτές, το μικρό βιομηχανικό παγωτό δεν ενδείκνυται για περαιτέρω παροχή υπηρεσιών εκ μέρους του πωλητή, γιατί διατίθεται "χέρι με χέρι" στην τελική του μορφή για άμεση κατανάλωση.

(14) Όταν ο κατασκευαστής προσυσκευάζει ατομικές μερίδες σε πολλαπλή συσκευασία, τότε στόχος δεν είναι η κατανάλωση εκτός σπιτιού, αλλά, όπως και με το οικογενειακό παγωτό, η κατανάλωση στο σπίτι(7) . Το ίδιο ισχύει για καταναλωτές οι οποίοι αγοράζουν ένα ή περισσότερα κιβώτια με ατομικές μερίδες σε σκοπό να τα αποθηκεύσουν. Σποραδικά μόνον εμφανίζεται το φαινόμενο να αγοράζονται πολλαπλές συσκευασίες ή ολόκληρα κιβώτια με ατομικές συσκευασίες για άμεση κατανάλωση "χέρι με χέρι".

(15) Η εκάστοτε διαφορετική ανάγκη των καταναλωτών κατευθύνει τον τρόπο διανομής του βιομηχανικού παγωτού. Το οικογενειακό παγωτό και η πολλαπλή συσκευασία προσφέρονται κυρίως από το εμπόριο τροφίμων και τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης κατοικιών οι συσκευασίες για τους μεγάλους καταναλωτές πηγαίνουν στα εστιατόρια (με την ευρεία έννοια του όρου), το μικρό παγωτό βρίσκεται σε όλα τα σημεία πωλήσεων(8) . Ο τρόπος διανομής του μικρού παγωτού έξω από το εμπόριο τροφίμων και τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης κατοικιών καθώς και του παγωτού που απευθύνεται στους μεγάλους καταναλωτές, χαρακτηρίζεται από τον κλάδο ως "παραδοσιακό εμπόριο". Το μικρό παγωτό προσφέρεται περίπου κατά 55 % μέσω του "παραδοσιακού εμπορίου", κατά 35 % μέσω των καταστημάτων τροφίμων και περίπου κατά 10 % από τις υπηρεσίες εξυπηρετήσεως κατοικιών.

(16) Ο τιμοκατάλογος της L-I αριθ. 5/91 που προορίζεται για το εμπόριο τροφίμων περιλαμβάνει παγωτό σε οικογενειακές συσκευασίες, μικρό παγωτό ("Impulseis") και πολλαπλές συσκευασίες. Μια σύγκριση των δώδεκα ειδών πολλαπλής συσκευασίας με τα αντίστοιχα είδη μικρού παγωτού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η τιμή της ατομικής μερίδας που αποτελεί την πολλαπλή συσκευασία, με εξαίρεση δύο είδη (το "Magnum" και το "Magnum Weiss"), είναι υψηλότερη από την τιμή του μικρού παγωτού. Αντίθετα, το εμπόριο τροφίμων προσφέρει κατά κανόνα πολλαπλές συσκευασίες σε τιμές όπου η ατομική μερίδα έρχεται φθηνότερα από την τιμή του μικρού παγωτού.

(17) Το βιομηχανικό παγωτό, το οποίο κατανέμουν σε μερίδες οι μεγάλοι καταναλωτές από δοχεία(9) είναι για το μεταπωλητή ανά ατομική μερίδα οικονομικότερο από το μικρό παγωτό. Πάντως, λόγω της παροχής της υπηρεσίας κατανομής σε μερίδες, η τιμή πώλησης εξισούται με την τιμή πώλησης του μικρού παγωτού.

4. Η γερμανική αγορά παγωτού

α)Το σύνολο της αγοράς

(18) Στις αρχές της δεκαετίας του '60 πολλές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η L-I, άρχισαν να διαθέτουν στο εμπόριο βιομηχανικά κατασκευασμένο παγωτό. Την εποχή εκείνη στην αγορά προσφερόταν σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα βιοτεχνικά παρασκευασμένο παγωτό. Η L-I και οι άλλες συμμετέχουσες επιχειρήσεις για να εξασφαλίσουν την αγορά προέβησαν σε σημαντικές επενδύσεις, ιδίως, σε καταψύκτες για το λιανικό εμπόριο.

(19) Η διαδικασία ενοποίησης των δύο τμημάτων της Γερμανίας που άρχισε τον Νοέμβριο του 1989 άνοιξε για τους κατασκευαστές βιομηχανικού παγωτού νέες δυνατότητες εμπορίας στην πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Τις δυνατότητες αυτές αξιοποίησε ιδιαίτερα η L-I. Ανεξάρτητα από αυτό, αναμένεται ότι ο κύκλος εργασιών με παγωτό στη Γερμανία θα αυξηθεί μεσοπρόθεσμα κατά 10 έως 15 %.

(20) Στατιστικά στοιχεία ως προς τη διάθεση βιοτεχνικού παγωτού δεν είναι γνωστά. Υπάρχουν ωστόσο συναφείς εκτιμήσεις του Bundesverband der Deutschen Suesswarenindustrie e.V. - Fachsparte Eiskrem - (εφεξής Fachsparte). Σύμφωνα με αυτά, η διάθεση μεταξύ 1970 και 1990 ανήλθε από 85 εκατομμύρια λίτρα σε 133 εκατομμύρια λίτρα.

(21) Ως προς τη διάθεση βιομηχανικού παγωτού, υπάρχουν έρευνες της Fachsparte μεταξύ των μελών της(10) οι οποίες έχουν διαρθρωθεί με βάση την ποσότητα (λίτρο/κομμάτι) και την αξία. Τα στοιχεία εκτίθενται βάσει της αξίας βασίζονται στην τιμή τελικού καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, την οποία έχει υποδείξει ο κατασκευαστής. Τα στοιχεία βάσει των λίτρων εκτίθενται κατωτέρω(11) :

/* ΠΙΝΑΚΕΣ: δείτε Ε.Ε. */

(22)

/* ΠΙΝΑΚΕΣ: δείτε Ε.Ε. */

γνωστό στη Γερμανία κατά 97 %. Η L-I διαθέτει με άλλα εμπορικά σήματα περιορισμένο μόνο μέρος της κατηγορίας των προϊόντων οικογενειακού παγωγού και παγωτού για μεγάλους καταναλωτές.

(24) Η L-I είναι παρούσα σε όλη τη χώρα με όλες τις κατηγορίες προϊόντων σε όλα τα στάδια διανομής, με εξαίρεση τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης σπιτιών. Η διάρθρωση των πωλήσεων μικρού παγωτού ανά στάδιο διανομής δίνει, για το 1991, την ακόλουθη εικόνα (σε εκατομμύρια λίτρα):

Υπηρεσίες εξυπηρέτησης σπιτιών: [...]

"Παραδοσιακό εμπόριο": [...]

Εμπόριο τροφίμων: [...]

[...]

γ) Λοιποί συμμετέχοντες στην αγορά

(25) Ο πίνακας μελών της Fachsparte, της ένωσης συμφερόντων των γερμανών κατασκευαστών βιομηχανικού παγωτού, περιλαμβάνει 14 επιχειρήσεις. Άλλες σημαντικές επιχειρήσεις που να εμπορεύονται στη Γερμανία βιομηχανικό παγωτό, δεν είναι γνωστές.

(26) Παράλληλα με την L-I μόνον η SLG έχει σαφώς εξέχουσα θέση στην αγορά. Ακόμα και οι μεγαλύτερες από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις έχουν τόσο από άποψη συνολικής διάθεσης προϊόντων όσο και στις άλλες κατηγορίες προϊόντων, όπως οι πολλαπλές συσκευασίες, μερίδιο κάτω του 10 %. Οι επιχειρήσεις αυτές, εξάλλου, εφοδιάζουν κατά μεγάλο μέρος με τα δικά τους σήματα το εμπόριο και τα σπίτια. Ως προς τις πολλαπλές συσκευασίες, η μεγαλύτερη προέρχεται από την Oetker, την L-I και πρόσφατα και την Mars.

δ) Τα δίκτυα διανομής

- το εμπόριο τροφίμων

(27) Σχεδόν το μισό όλου του παγωτού, το οποίο διατίθεται στη Γερμανία μέσω του εμπορίου τροφίμων, προέρχεται από την L-I (η SLG έχει περίπου 20 %, η Oetker περίπου 9 %, άλλα σήματα του εμπορίου περίπου 11 %, όλοι οι λοιποί περίπου 10 %).

(28) Όπως εξετέθη (σημείο 18 του αιτιολογικού), μέσω του εμπορίου τροφίμων διατίθεται στην αγορά περίπου 35 % του συνόλου των μικρών παγωτών (1991: περίπου 54 εκατομμύρια λίτρα) και συγκεκριμένα σε περισσότερα από 92 000 σημεία πωλήσεως. Σ' αυτή την κατηγορία προϊόντων η θέση της L-I είναι ιδιαίτερα ισχυρή με μερίδιο περίπου [...] %(12) (29) Το 1991 εξασφαλίστηκε στο εμπόριο τροφίμων το [...] % των πωλήσεων μικρού παγωτού της L-I με χορήγηση εκπτώσεων διατηρουμένης της αποκλειστικότητας.

- Το "παραδοσιακό εμπόριο"

(30) Το "παραδοσιακό εμπόριο" μπορεί να χωριστεί στους κλάδους "ειδικευμένο εμπόριο" και "εστιατόρια". Το ειδικευμένο εμπόριο περιλαμβάνει ποικιλία σημείων πωλήσεως: βενζινάδικα, περίπτερα, φούρνους, θέατρα, κινηματογράφους, αθλητικά κέντρα κ.λπ. Στο χώρο των εστιατορίων μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ των τομέων HoReCa (ξενοδοχεία, εστιατόρια, κάμπιγκ) και Catering (καντίνες, νοσοκομεία, σπίτια κ.λπ.).

(31) Μέσω του "παραδοσιακού εμπορίου" διατίθεται κυρίως παγωτό για μεγάλους καταναλωτές και μικρά παγωτά καθώς και σε πιο περιορισμένη κλίμακα πολλαπλές συσκευασίες. Οικογενειακές συσκευασίες δεν προσφέρονται καθόλου σ'αυτόν τον χώρο. Το μικρό παγωτό πωλείται μέσω του ειδικευμένου εμπορίου και των εστιατορίων, το παγωτό για μεγάλους καταναλωτές αποκλειστικά μέσω των εστιατορίων. Οι ποσότητες μικρού παγωτού που διατέθηκε στην αγορά στον τομέα αυτό έφθασαν το 1990 περίπου 72 εκατομμύρια λίτρα και το 1991 85 εκατομμύρια λίτρα (περίπου 55 % του συνόλου του διατεθέντος μικρού παγωτού).

(32) Η Επιτροπή, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεση της, θεωρεί ότι από το σύνολο των σημείων πωλήσεως του "παραδοσιακού εμπορίου" περίπου 225 000 σημεία πωλήσεως εμπορεύονται μικρό παγωτό.

(33) Η L-I είχε το 1991 στο "παραδοσιακό εμπόριο" συνολικά περίπου [> 80 000] πελάτες για μικρό παγωτό. Ο όγκος πωλήσεων της L-I έφθανε στον τομέα αυτό [ ] εκατομμύρια λίτρα, [ ] από τα οποία (περίπου [...] κατομμύρια λίτρα) πωλήθηκαν μέσω χονδρεμπόρων με τους οποίους είχαν συναφθεί συμβάσεις. Το μερίδιο της L-I για μικρό παγωτό στο "παραδοσιακό εμπόριο" έφθασε το 1991 περίπου [>50] % [...] εκατομμύρια λίτρα στα 85 εκατομμύρια λίτρα). Από μια ανασκόπηση που αφορά το "παραδοσιακό εμπόριο" (παγωτό και κατεψυγμένα τρόφιμα) προκύπτει ότι για το διάστημα 1987-1991 περίπου [...] % από τους πελάτες της L-I του προηγουμένου έτους δεν εφοδιάζονταν πια στον καινούργιο χρόνο. Στο μεγαλύτερο μέρος όμως επρόκειτο είτε για επιχειρήσεις που έκλεισαν είτε για παύση του εφοδιασμού εκ μέρους της L-I. Λιγότερο από το [...] % του συνόλου της πελατείας στρεφόταν κάθε χρόνο προς τους ανταγωνιστές.

(34) Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η θέση της SLG έναντι της L-I στον τομέα του "παραδοσιακού εμπορίου" είναι ισχυρότερη απ' ό,τι στο εμπόριο τροφίμων. Κατά τα λοιπά, οι εταιρείες Warncke και Milchhof/Eismann καθώς και μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων ασκούν δραστηριότητες στην περιφέρεια όλης της χώρας. Ακόμη και οι Warncke και Milchhof/Eismann έχουν στο χώρο αυτό μερίδια που βρίσκονται κατά πολύ κάτω του 10 %.

5. Η οργάνωση της διανομής παγωτού της Langnese-Iglo GmbH

(35) Η διανομή στο εμπόριο τροφίμων πραγματοποιείται μέσω κεντρικών αποθηκών των μεγάλων επιχειρήσεων εμπορίας τροφίμων και μέσω των λεγόμενων "Broker". Ο ρόλος των Broker συνίσταται στο ότι εφοδιάζουν τους αγοραστές τους με όλο το φάσμα προϊόντων της αγοράς. Χαρακτηριστικό του φάσματος προϊόντων τους είναι ότι προσφέρουν περισσότερα σήματα. Με τους Broker δεν υπάρχουν δεσμεύσεις απορρέουσες από αποκλειστικότητα.

(36) Ο ρόλος του Broker δημιουργήθηκε από την ανάγκη του εμπορίου να προμηθεύεται όλο το φάσμα προϊόντων από ένα σημείο. Το να μπορεί κανείς να προμηθεύεται από έναν Broker στον ίδιο τόπο και χρόνο συμφέρει περισσότερο από άποψη κόστους απ' ό,τι το να προμηθεύεται από περισσότερες επιχειρήσεις.

(37) Στο χώρο του "παραδοσιακού εμπορίου" αναπτύσσουν δραστηριότητες για λογαριασμό της L-I χονδρέμποροι [...]. Στο χώρο αυτό οι εν λόγω χονδρέμποροι συμμετέχουν στο συνολικό κύκλο εργασιών της L-I με μικρό παγωτό περίπου κατά [...] %.

(38) Κατά τα λοιπά, ο εφοδιασμός των καταστημάτων πωλήσεως του "παραδοσιακού εμπορίου" γίνεται απευθείας από το δίκτυο διανομής της L-I. Ωστόσο, ο γερμανικός όμιλος Unilever έλαβε υπόψη του από τις αρχές του 1992 την ανάγκη που εξέφρασαν ορισμένοι χονδρικοί αγοραστές για συγκέντρωση του εφοδιασμού. Στο πλαίσιο αυτό, η θυγατρική της επιχείρησης Van den Bergh Food Service GmbH & Co. KG αναλαμβάνει και τον εφοδιασμό με παγωτό. Η L-I δεν αποκλείει να δημιουργηθούν στο μέλλον ανεξάρτητοι "Broker" και σε άλλους κλάδους του παραδοσιακού εμπορίου.

(39) Το κόστος του συστήματος διανομής της L-I (μέσα μεταφοράς, καταψύκτες, προσωπικό) ανέρχεται περίπου στο [...] % του συνολικού κύκλου εργασιών, στο χώρο μάλιστα του "παραδοσιακού εμπορίου" σε [...] %.

6. Οι "συμφωνίες προμηθείας"

α) Το περιεχόμενο που έχει σημασία για την παρούσα διαδικασία

(40) Η τυποποιημένη σύμβαση περιέχει υποχρέωση της L-I να εφοδιάζει τον πελάτη με "τα προϊόντα παγωτοποιίας της από την εκάστοτε ποικιλία". Ο πελάτης εξάλλου έχει την υποχρέωση να διατηρεί σε καταψύκτη που θέτει στη διάθεση του η L-I μόνον "προϊόντα Langnese-Iglo", καθώς και να πωλεί "στο κατάστημά του αποκλειστικά και μόνον παγωτό ή ανάλογα προϊόντα τα οποία έχει προμηθευτεί απευθείας από τη Langnese-Iglo".

(41) Ο πελάτης παραλαμβάνει τον τιμοκατάλογο που ισχύει κατά τη σύναψη της συμφωνίας. Εν πάση περιπτώσει όμως, η σύνθεση του εκάστοτε τιμοκαταλόγου αλλάζει κάθε χρόνο. Έτσι, για παράδειγμα στον τιμοκατάλογο για μικρό παγωτό που ίσχυε από 1ης Ιανουαρίου 1990, από τα 45 είδη τα 17 ήταν καινούργια.

(42) Η τυποποιημένη σύμβαση προβλέπει ότι η συμφωνία συνάπτεται για "συγκεκριμένη διάρκεια". Αυτή η διάρκεια παρατείνεται εκάστοτε για ένα έτος, όταν η συμφωνία δεν έχει καταγγελθεί εγγράφως από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της. Σε ορισμένες περιπτώσεις διάρκειας (οι οποίες καλύπτουν το διάστημα από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας προμηθείας μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του επομένου ημερολογιακού έτους) η συμφωνία λήγει και χωρίς καταγγελία πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος της.

(43) Η L-I επιφυλάσσεται "από λόγους συνυφασμένους με την αποδοτικότητα" να καταγγείλει τη συμφωνία τηρουμένης προθεσμίας ενός μηνός, όταν ο κύκλος εργασιών του πελάτη έχει παραμείνει κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες κάτω των 950 γερμανικών μάρκων.

β) Τα εμπλεκόμενα δίκτυα πωλήσεων και κατηγορίες προϊόντων

(44) Η L-I χρησιμοποιεί την τυποποιημένη σύμβαση για το λιανικό εμπόριο στο χώρο του "παραδοσιακού εμπορίου" σχετικά με τις κατηγορίες προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο μέσω αυτού του κυκλώματος πωλήσεων (σημείο 31 του αιτιολογικού). Η L-I συνάπτει συμφωνίες με τέτοιο περιεχόμενο αποκλειστικά βάσει αυτής της τυποποιημένης σύμβασης.

(45) Από τις [...] πελάτες μικρού παγωτού στο χώρο αυτό το 1991 περίπου [...] είχαν συνάψει "συμφωνίες προμήθειας".

(46) Η Επιτροπή δεν έχει ακριβή αντίληψη του κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται στο πλαίσιο των "συμφωνιών προμήθειας", [...]. Με βάση αυτή την εκτίμηση οι "συμφωνίες προμήθειας" κάλυπταν:

- το 1990 περίπου [...] εκατομμύρια λίτρα ([...] % των 37 εκατομμυρίων λίτρων),

- το 1991 περίπου [...] εκατομμύρια λίτρα ([...] % των 45 εκατομμυρίων λίτρων)

μικρού παγωτού. Ο κύκλος εργασιών (σημείο 37 του αιτιολογικού) που πραγματοποιήθηκε μέσω συμφωνιών προμηθείας που συνάφθηκαν προς όφελος της L-I πρέπει να προστεθεί σ' αυτή την ποσότητα.

γ) Διάρκεια

(47) Η L-Ι υποδιαιρεί τις "συμφωνίες προμήθειας" που εληγαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1984 σε τρεις κατηγορίες διάρκειας:

- συμβάσεις με ορισμένη διάρκεια 5 χρόνων,

- συμβάσεις με ορισμένη ανωτάτη διάρκεια 2 ετών, παρατεινόμενη αυτομάτως,

- συμβάσεις με ορισμένη διάρκεια άνω των 2 ετών - κάτω όμως των 5 ετών - και αυτόματη παράταση, οι οποίες όμως λήγουν το αργότερο μετά από 5 έτη χωρίς να χρειάζεται καταγγελία.

Μέσα του 1992, η L-Ι υπέδειξε σε όλα τα πρατήρια πωλήσεών της να περιλαμβάνουν σε όλες τις συμβάσεις που θα συνάπτονταν την ακόλουθη παρατήρηση: "συμβάσεις που παρατείνονται αυτομάτως δεν επιτρέπεται να ισχύσουν άνω της πενταετίας. Μετά από πέντε έτη η σύμβαση λήγει αυτομάτως:" Η L-Ι διατείνεται ότι ο μέσος όρος διάρκειας των "συμφωνιών προμήθειας" περιλαμβάνει 2,5 χρόνια.

δ) Οι "συμφωνίες προμήθειας" ως συνήθεια στον κλάδο

(48) Οι κατασκευαστές και χονδρέμποροι που ασκούν δραστηριότητες στο χώρο του "παραδοσιακού εμπορίου" συνηθίζεται να συνάπτουν συμβάσεις αποκλειστικότητας, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό ταυτίζονται με τις "συμφωνίες προμήθειας" της L-I. Για την SLG είναι γνωστό ότι περίπου [...] % των πελατών της στο χώρο αυτό δεσμεύονται να πωλούν κατ' αποκλειστικότητα παγωτό που αγοράζουν απευθείας από αυτήν.

ε) Συμπληρωματικές συμφωνίες

(49) Η L-Ι συνάπτει με ορισμένους πελάτες συμπληρωματικές συμφωνίες σε συνάρτηση με τις "συμφωνίες προμήθειας". Βάσει αυτών, η L-Ι χορηγεί στον οικείο πελάτη συμμετοχή στο κόστος ορισμένων επενδύσεων. Η καταβολή της συμμετοχής στο κόστος πραγματοποείται υπό τον όρο ότι η "συμφωνία προμήθειας" θα ισχύει μέχρι ορισμένο χρόνο. Σε περίπτωση πρόωρης λήξης της εμπορικής συνεργασίας, ο πελάτης υποχρεούται να αποδώσει ανάλογο τμήμα του ποσού.

στ) Συμβάσεις με χονδρεμπόρους

(50) Οι χονδρέμποροι που ασκούν δραστηριότητες για την L-Ι στο χώρο του "παραδοσιακού εμπορίου" (σημείο 37 του αιτιολογικού) συνάπτουν συμφωνίες αποκλειστικότητας που ευνοούν το "εκάστοτε φάσμα προϊόντων της εταιρείας Langnese-Iglo GmbH" και οι οποίες έχουν ανάλογο περιεχόμενο με των "συμφωνιών προμήθειας". Αυτές οι συμφωνίες, διαφορετικά από ό,τι προβλέπει η τυποποιημένη σύμβαση, δεν περιέχουν περιορισμό ως προς τη χρονική ισχύ.

7. Κεντρικές συμφωνίες

(51) Στο πλαίσιο του "παραδοσιακού εμπορίου" υφίστανται κεντρικές συμφωνίες για πρατήρια βενζίνης και κινηματογράφους.

(52) [...]

(53) [...]

(54) [...]

(55) [...]

8. Η τοποθέτηση καταψυκτών στο λιανικό εμπόριο

(56) Η διανομή παγωτού σε καταστήματα μεγάλης επιφάνειας, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση για τη βιομηχανική κατασκευή αυτού του προϊόντος, απαιτεί αδιάσπαστη αλυσίδα ψύξης μέχρι την κατανάλωση. Για το χώρο του "παραδοσιακού εμπορίου", η L-Ι επικαλείται έναν "νόμο της αγοράς" σύμφωνα με τον οποίο οι κατασκευαστές είναι υποχρεωμένοι να τοποθετούν στα καταστήματα του λιανικού εμπορίου καταψύκτες. Αντίθετα, τα εμπόριο τροφίμων διαθέτει τα απαραίτητα χρηματοοικονομικά και τεχνικά μέσα για τη διατήρηση δυνατοτήτων αποθήκευσης κατεψυγμένων προϊόντων.

(57) Οι όροι δανεισμού αποτελούν συστατικό τμήμα των "συμφωνιών προμηθείας" ή γίνονται δεκτοί από τους μεταπωλητές, οι οποίοι δεν έχουν συνάψει τέτοιες συμφωνίες, με το να δέχονται τις συσκεύες. Αυτός ο χώρος παρουσίασης των προϊόντων τίθεται στη διάθεση των πωλητών αποκλειστικά για προϊόντα L-I. Η L-I δεν ανέχεται, ιδιαίτερα στο εμπόριο τροφίμων, οποιαδήποτε απόκλιση από τη δέσμευση σχετικά με τον προορισμό αυτών των συσκευών, η οποία αποτελεί τη βάση για τις ετήσιες συνομιλίες.

(58) Η L-Ι τοποθέτησε περίπου [...] καταψύκτες, [...] από τους οποίους τοποθετήθηκαν στο παραδοσιακό εμπόριο και [...] στο εμπόριο τρωφίμων. Το 1991 η L-Ι διέθεσε [...] καταψύκτες στο πλαίσιο "συμφωνιών προμήθειας".

(59) Το μέγεθος των διατιθεμένων καταψυκτών εξαρτάται από το μέγεθος κατανάλωσης των καταστημάτων πωλήσεως που αναμένει η L-I και το ρυθμό εφοδιασμού. Γενικά, οι καταψύκτες γεμίζονται κάθε εβδομάδα, και σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και ημερησίως ή περισσότερες φορές την ημέρα.

9. Η εκτίμηση της L-Ι για τη σημερινή κατάσταση στην αγορά

α) Εμπόδια στην είσοδο

(60) Στην Επιτροπή κατέστησαν γνωστές αναλυτικές έρευνες τις οποίες διεξήγαγε η L-Ι σχετικά με την είσοδο στην αγορά της Mars. Οι αναλυτικές αυτές έρευνες αποτελούν τη βάση για την απωθητική στρατηγική που είναι απαραίτητη για την σκοπιά της L-Ι.

(61) Η L-Ι θεώρησε την είσοδο της Mars στην αγορά στο χώρο του "παραδοσιακού εμπορίου", μεταξύ άλλων, "σαφώς δυσχερή" και για τους ακόλουθους λόγους: [...].

β) Σημασία των "συμφωνιών προμήθειας"

(62) Η L-Ι ισχυρίσθηκε ότι οι "συμφωνίες προμήθειας" επιβάλλονται από τις πραγματικές ανάγκες του εμπορίου. Έτσι, παρέχεται στην L-Ι η δυνατότητα να προγραμματίσει με ακρίβεια τον αδιάλειπτο ρυθμό του εφοδιασμού μεγάλου αριθμού καταστημάτων πωλήσεως, διατηρώντας το κόστος της διανομής στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα. Αν κάθε κατάστημα πωλήσεως ήταν ελεύθερο να προμηθεύεται κατά το δοκούν από καιρό σε καιρό μικρότερες ή μεγαλύτερες ποσότητες του προϊόντος από τρίτους, αυτό θα διατάραττε σοβαρά το ρυθμό εφοδιασμού. Η επάρκεια του συστήματος μεταφορών δεν θα μπορούσε να εξασφαλισθεί, ούτε να προγραμματιστεί ή να διατηρηθεί η οικονομική αποδοτικότητά του. Η L-Ι φοβάται ότι αν καταργηθεί η αποκλειστικότητα θα υποχρεωθεί να διακόψει τις συναλλαγές της με εκείνα τα καταστήματα πωλήσεως ο κύκλος εργασιών των οποίων με προϊόντα L-Ι δεν θα επιτρεπεί πλέον οικονομικά ορθολογικό εφοδιασμό. Απομάκρυνση από το σύστημα της αποκλειστικότητας θα σήμαινε για την L-Ι νέο προσανατολισμό στο "παραδοσιακό εμπόριο". Ιδίως, με την αξιοποίηση εναλλακτικών τρόπων διανομής, θα έπρεπε να μειωθεί σημαντική η πρόσληψη ανθρώπινου δυναμικού ή, σε περίπτωση διατήρησης του εφοδιασμού από την ίδια, ενδεχομένως να αυξηθεί.

10. Παγωτό στην Κοινότητα

(63)

/* ΠΙΝΑΚΕΣ: δείτε Ε.Ε. */

(65) Σε όλη την Κοινότητα δραστηριότητες ασκούν οι όμιλοι Unilever και Mars ενώ οι επιχειρήσεις του ομίλου Unilever είναι οι μεγαλύτεροι παραγωγοί στις αγορές του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, των Κάτω Χωρών, του Βελγίου/Λουξεμβούργου, της Δανίας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Στη Γαλλία οι επιχειρήσεις Unilever είναι εξίσου ισχυρές με μια επιχείρηση Nestle μετά τον κυρίαρχο όμιλο Miko/Ortiz. Οι όμιλοι Miko/Ortiz, Artic/Beatrice, Nestle και Schoeller διαθέτουν παγωτό στο εμπόριο περισσοτέρων κρατών μελών.

(66) Συμβάσεις που μοιάζουν με τις "συμφωνίες προμήθειας" της L-I συνάπτονται σύμφωνα με τις συνήθειες του κλάδου εκτός από τη Γερμανία και στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Δανία. Κατά τη συνήθεια του κλάδου σε όλη την Κοινότητα συναντιώνται στο λιανικό εμπόριο καταψύκτες των κατασκευαστών για τους οποίους ισχύει η δέσμευση ως προς τον προορισμό.

(67) Στην Κοινότητα δεν είναι εναρμονισμένες οι διατάξεις για την παρασκευή παγωτού. Οι υφιστάμενες διαφορές, ιδίως σχετικά με τα επιτρεπόμενα είδη λίπους (λίπος από γάλα/φυτικό λίπος), μπορούν να έχουν σαν συνέπεια διαφορές ως προς το προϊόν και το κόστος.

(68) Οι ποικιλίες της L-I που προσφέρονται στα επιμέρους κράτη μέλη διαφέρουν ως προς τη σύνθεση και τα χρησιμοποιούμενα σήματα. Ο μέσος όρος τιμών του λιανικού εμπορίου για ορισμένα είδη που η Mars και η Unilever προσφέρουν σε περισσότερα κράτη μέλη εμφανίζει σημαντικές διαφορές.

(69) Όπως γνωρίζει η Επιτροπή, ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου παγωτού μεταξύ κρατών μελών πραγματοποιείται μεταξύ επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

ΙΙ. ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Α. ΑΡΘΡΟ 85 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

1. Περιορισμός στον ανταγωνισμό

(70) Στις "συμφωνίες προμήθειας" καθορίζεται ως μόνη πηγή εφοδιασμού για τον μεταπωλητή η L-I. Αυτή η συμβατική διάταξη αφορά αφενός, τον εφοδιασμό με συμβατικά προϊόντα (υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού) και, αφετέρου, απαγορεύει τον εφοδιασμό με ανταγωνιστικά προϊόντα (απαγόρευση ανταγωνισμού).

α) Υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού

(71) Ο μεταπωλητής υποχρεούται να προμηθεύεται τα συμβατικά προϊόντα μόνον από την L-I. Προσφορές των συμβατικών προϊόντων που προέρχονται από άλλους προμηθευτές δεν μπορούν λόγω αυτής της συμβατικής απαγόρευσης να ληφθούν υπόψη από τον μεταπωλητή. Ο ανταγωνισμός γύρω από τον μεταπωλητή μεταξύ L-I και άλλων προμηθευτών συμβατικών προϊόντων αποκλείεται (περιορισμός στον ανταγωνισμό μεταξύ προϊόντων του ιδίου σήματος).

(72) Ωστόσο, οι υποχρεώσεις αποκλειστικού εφοδιασμού επηρεάζουν έμμεσα και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εμπορευομένων προϊόντα σε όλη τη σχετική αγορά (ανταγωνισμός μεταξύ προϊόντων διαφορετικού σήματος). Δυσχεραίνουν ή παρακωλύουν το σχηματισμό ανεξάρτητων συστημάτων διανομής, τα οποία απαιτούνται για την πρόσβαση νέων ανταγωνιστών στην οικεία αγορά ή την ενίσχυση μιας ήδη επιτευχθείσας θέσης στην αγορά.

β) Απαγόρευση ανταγωνισμού

(73) Η συμβατική επιταγή για αποκλειστικό εφοδιασμό των συμβατικών προϊόντων περικλείει συγχρόνως την απαγόρευση εμπορίας προϊόντων που βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τα συμβατικά (περιορισμός στον ανταγωνισμό μεταξύ προϊόντων διαφορετικών σημάτων).

γ) Σχέση των συμφερόντων

(74) Η υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού και η απαγόρευση του ανταγωνισμού αλληλοσυμπληρώνονται. Ο συνδυασμός των δύο αντικειμένων της συμφωνίας, όπως παρουσιάζεται στην προκειμένη περίπτωση, ενισχύει τα αποτελέσματα του περιορισμού στον ανταγωνισμό.

2. Τάση για περιορισμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών

(75) Τόσο η υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού όσο και η απαγόρευση ανταγωνισμού αποβλέπουν και έχουν ως αποτέλεσμα ο οικείος μεταπωλητής να περιορίζεται στην προσφορά εκ μέρους της L-I. Όσοι προσφέρουν συμβατικά προϊόντα ή προϊόντα που τα ανταγωνίζονται αποκλείονται από τον ανταγωνισμό γύρω από το σχετικό μεταπωλητή, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική τους εγκατάσταση ή την προέλευση των προϊόντων τους. Οι "συμφωνίες προμήθειας" οδηγούν έτσι και σε στεγανοποίηση της γερμανικής αγοράς έναντι προϊόντων από άλλα κράτη μέλη, όπως για παράδειγμα έναντι των προϊόντων παγωτοποιίας της Mars, το οποία παρασκευάζονται στη Γαλλία.

3. Τα αισθητά αποτελέσματα

(76) Ωστόσο, οι "συμφωνίες προμήθειας" πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 μόνον όταν περιορίζουν αισθητά τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Για να εκτιμηθεί αυτό το "αισθητά" πρέπει κατ' αρχάς να προσδιοριστεί η σχετική αγορά μέσα στην οποία επέρχονται οι συνέπειες των συμφωνιών προμήθειας.

(77) Συμβατικά προϊόντα για τα οποία ισχύει υποχρέωση αποκλειστικού εφοδιασμού είναι "τα προϊόντα παγωτοποιίας" της εκάστοτε ποικιλίας της L-I. Δεδομένου ότι η L-I συνάπτει "συμφωνίες προμήθειας" μόνο για το λιανικό εμπόριο του "παραδοσιακού εμπορίου", οι συμφωνίες αφορούν κυρίως τις κατηγορίες προϊόντων μικρού παγωτού και παγωτού για μεγάλους καταναλωτές.

(78) Αντικείμενο της απαγόρευσης ως προς τον ανταγωνισμό είναι το "παγωτό ή τα συναφή προϊόντα παγωτοποιίας". Η απαγόρευση ως προς τον ανταγωνισμό ωστόσο έχει σημασία μόνον καθόσον τα αναφερόμενα προϊόντα βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τα συμβατικά.

(79) Έτσι πρέπει να προσδιοριστεί σε ποια γεωγραφική περιοχή βρίσκονται ποια από τα προϊόντα που ανταγωνίζονται το μικρό παγωτό και το παγωτό για μεγάλους καταναλωτές από το φάσμα προϊόντων της L-I και επομένως αποτελούν αντικείμενο προσφοράς και ζήτησης.

α) Η αγορά του προϊόντος

(80) Στην αγορά του προϊόντος ανήκουν βασικά όλα τα προϊόντα, τα οποία οι καταναλωτές θεωρούν ομοειδή λόγω των ιδιοτήτων τους, της τιμής ή του προορισμού τους. Με βάση τα κριτήρια αυτά μπορούν από τη σκοπιά του καταναλωτή να διακριθούν οι ακόλουθες τρεις κατηγορίες προϊόντων:

(81) Παγωτό το οποίο προσφέρεται ως μέρος των υπηρεσιών εστιατορίου, αποτελεί λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας ιδιαίτερη αγορά προϊόντων(13) . Σ' αυτά ανήκει κυρίως(14) ένα μέρος του βιομηχανικού παγωτού για μεγάλους καταναλωτές και του βιοτεχνικού παγωτού.

(82) Λόγω της συνάφειας που υπάρχει και που είναι χαρακτηριστική για το προϊόν, μεταξύ των δυνατοτήτων ψύξης και της κατανάλωσης, ο τόπος κατανάλωσης έχει κρίσιμη σημασία όσον αφορά το παγωτό για τον προσδιορισμό της ομοιότητας από άποψη δικαίου του ανταγωνισμού. Το παγωτό που αγοράζει ο καταναλωτής είτε θα καταναλωθεί αμέσως στον τόπο αγοράς ή θα μεταφερθεί το ταχύτερο δυνατόν στο σπίτι για να διατηρηθεί ως απόθεμα στη δική του εγκατάσταση ψύξης. Αυτό όμως το απόθεμα είναι διαθέσιμο μόνο για την ανάγκη κατ' οίκον. Επειδή αυτή η κατηγορία προϊόντων δεν διατίθεται για τις ανάγκες εκτός σπιτιού, και ιδίως για την εκτός σπιτιού πηγαία και στιγμιαία επιθυμία, οι πολλαπλές συσκευασίες και οι οικιακές συσκευασίες αποτελούν ιδία αγορά προϊόντος. Σ' αυτήν ανήκει και το μικρό παγωτό, το οποίο προμηθεύουν οι υπηρεσίες εξυπηρέτησης σπιτιών ως οικιακό απόθεμα για τα ιδιωτικά ψυγεία. Η νομολογία του Δικαστηρίου αναγνωρίζει ότι και πανομοιότυπα προϊόντα μπορούν να ανήκουν σε διαφορετικές αγορές προϊόντων αν ικανοποιούν ειδική ζήτηση(15) .

(83) Επομένως, από τη σκοπιά του καταναλωτή είναι όμοια το μέρος του βιομηχανικού παγωτού για μεγάλους καταναλωτές και του βιοτεχνικού παγωτού το οποίο δεν κατανέμεται σε μερίδες για άμεση κατανάλωση στο πλαίσιο υπηρεσιών εστιατορίου, καθώς και το βιομηχανικό μικρό παγωτό το οποίο δεν διανέμεται από τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης σπιτιών.

(84) Αποφαστική όμως δεν είναι μόνο η σκοπιά του καταναλωτή. Στην παρούσα υπόθεση επιβάλλεται διαφοροποιημένη εκτίμηση λόγω των διαφορετικών συνθηκών ανταγωνισμού στις διάφορες βαθμίδες της διανομής και σχετικά με τους παράλληλα υφιστάμενους τρόπους διανομής, μέσω των οποίων τα επίμαχα προϊόντα φθάνουν στον καταναλωτή.

(85) Οι "συμφωνίες προμήθειας" συνάπτονται μεταξύ L-I και μεταπωλητών στο επίπεδο του λιανικού εμπορίου και έχουν στόχο τον ανταγωνισμό μεταξύ κατασκευαστών ή και χονδρεμπόρων ως προς την πρόσβαση στο λιανικό εμπόριο. Ως εκ τούτου, αφορούν την προσφορά και τη ζήτηση παγωτού σ' αυτή τη βαθμίδα διανομής, η οποία απαρτίζεται από το εμπόριο τροφίμων και το "παραδοσιακό εμπόριο".

(86) Το εμπόριο τροφίμων και το "παραδοσιακό εμπόριο" είναι δίκτυα διανομής για όλα τα είδη βιομηχανικού παγωτού. Αντίθετα, σ' αυτές τις μορφές του εμπορίου το βιοτεχνικό παγωτό ούτε προσφέρεται ούτε υπάρχει ανάλογη ζήτηση. Στην αγορά όπου η πλευρά της προσφοράς αποτελείται από βιομηχανικούς κατασκευαστές παγωτού και χονδρεμπόρους και η πλευρά της απορρόφησης από λιανεμπόρους, το βιοτεχνικά παρασκευαζόμενο παγωτό δεν αποτελεί αντικείμενο εμπορίας. Έτσι, και η κατωτέρω ανάπτυξη γύρω από το ερώτημα κατά πόσο πρέπει να ανακληθεί ως προς τις "συμφωνίες προμήθειας" το ενδεχόμενο ευεργέτημα από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1984/83 της Επιτροπής(16) σύμφωνα με το άρθρο 14 στοιχείο β) του κανονισμού αυτού, πρέπει να περιοριστεί στις συνθήκες ανταγωνισμού του σταδίου διανομής στο οποίο αναφέρονται οι "συμφωνίες προμήθειας". Το βιοτεχνικό παγωτό, το οποίο χωρίζεται σε μερίδες για κατανάλωση επί τόπου, δεν εντάσσεται για το λόγο αυτό στην αγορά προϊόντος η οποία πρέπει να εξεταστεί στην παρούσα αλληλουχία.

(87) Όσον αφορά το βιομηχανικό μικρό παγωτό και το παγωτό για μεγάλους καταναλωτές σε δοχεία το οποίο χωρίζεται σε μερίδες για κατανάλωση επί τόπου (παγωτό scooping), η διανομή στο λιανικό εμπόριο λειτουργεί διαφορετικά(17) , πράγμα το οποίο επιβάλλεται από τις διαφορετικές ιδιότητες του προϊόντος με αποτέλεσμα οι τρόποι διανομής αυτών των δύο κατηγοριών προϊόντων να προσεγγίζονται μόνο στο περιθώριο.

(88) Το μικρό παγωτό αγοράζεται στο λιανικό εμπόριο με τη μορφή με την οποία θα δοθεί στη συνέχεια στον καταναλωτή. Ενδείκνυται ιδιαίτερα και για την αυτοεξυπηρέτηση των καταναλωτών. Αντίθετα, το παγωτό για τους μεγάλους καταναλωτές σε δοχεία υπόκειται σε περαιτέρω επεξεργασία, την κατανομή σε μερίδες. Η υπεραξία την οποία αποκτά έτσι εξαργυρώνεται με τις μεγαλύτερες δυνατότητες εμπορίας που παρουσιάζει σε σύγκριση με το μικρό παγωτό γενικά. Οι διαφορές αυτές έχουν ως αποτέλεσμα το μικρό παγωτό και το παγωτό για μεγάλους καταναλωτές σε δοχεία να προσφέρονται μαζί σε αξιόλογη έκταση μόνο στα εστιατόρια, και εκεί ακόμα εν μέρει για διαφορετική κατανάλωση (παγωτό για μεγάλους καταναλωτές σε δοχεία στο πλαίσιο των υπηρεσιών εστιατορίου, μικρό παγωτό που πωλείται στο δρόμο για κατανάλωση χέρι με χέρι). Το εμπόριο τροφίμων και το "παραδοσιακό ειδικευμένο εμπόριο", όπου (μαζί με τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης σπιτιών) γίνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος εμπόριο του βιομηχανικού μικρού παγωτού, δεν στρέφονται γενικά στην πώληση παγωτού για μεγάλους καταναλωτές.

(89) Το μικρό παγωτό και το παγωτό για μεγάλους καταναλωτές σε δοχεία/σκαφίδια είναι και από άποψη τεχνικής διαφορετικά προϊόντα. Το μικρό παγωτό είναι τελικό προϊόν, το οποίο γενικά λόγω του συνδυασμού μάζας παγωτού με άλλα συστατικά είναι υψηλών αξιώσεων ως προς την τεχνολογία και την τεχνογνωσία. Το παγωτό σε δοχεία/σκαφίδια είναι ημιτελές προϊόν, το οποίο προσκτάται την ιδιαιτερότητά του για πρώτη φορά με την κατάτμηση σε μερίδες.

(90) Για το λόγο αυτό, οι αντίστοιχες κατηγορίες προϊόντων ανήκουν σε διαφορετικές αγορές προϊόντων. Η αγορά του προϊόντος που έχει σημασία για την παρούσα διαδικασία περιλαμβάνει, επομένως, το βιομηχανικό μικρό παγωτό σε όλα τα δίκτυα διανομής, με εξαίρεση των υπηρεσιών εξυπηρετήσεως σπιτιών(18) .

(91) Η L-I αντιτάσσεται σ' αυτή την οριοθέτηση της αγοράς προϊόντος. Έχει τη γνώμη ότι η οριοθέτηση πρέπει να γίνεται αποκλειστικά από τη σκοπιά του καταναλωτή. Το βιοτεχνικά και βιομηχανικά παρασκευαζόμενο παγωτό, οι πολλαπλές συσκευασίες και το παγώτο "Scooping" ικανοποιούν μία και την αυτή ανάγκη.

(92) Στην παρούσα αξιολόγηση των "συμφωνιών προμήθειας" από άποψη δικαίου του ανταγωνισμού δεν θα άλλαζε τίποτα ακόμη και αν η οριοθέτηση της αγοράς του προϊόντος στηριζόταν αποκλειστικά στην άποψη των καταναλωτών (σημείο 83 του αιτιολογικού). Οι κατασκευαστές βιοτεχνικού παγωτού δεν λαμβάνονται υπόψη ως αγοραστές βιομηχανικού μικρού παγωτού. Σ' αυτό το στάδιο διανομής δεν έχουν επιπτώσεις οι "συμφωνίες προμήθειας". Αντίθετα, οι συμφωνίες αυτές αφορούν ιδιαίτερα και το παγωτό για μεγάλους καταναλωτές, το οποίο διατίθεται μόνο μέσω του "παραδοσιακού εμπορίου". Ως εκ τούτου, οι επιπτώσεις των "συμφωνιών προμήθειας" που έχουν σημασία από άποψη ανταγωνισμού σ' αυτή την τελευταία κατηγορία προϊόντων είναι σ' αυτόν τον τομέα ανάλογες με τις συνέπειες για το βιομηχανικό μικρό παγωτό.

(93) Εξάλλου, η L-I δεν δίνει τη δέουσα σημασία στο γεγονός ότι το παγωτό πρέπει να είναι διαθέσιμο στον τόπο όπου γεννάται η στιγμιαία και εφήμερη επιθυμία κατανάλωσής του. Οι πολλαπλές συσκευασίες τις οποίες ο καταναλωτής εναποθέτει, όπως και άλλα παγωτά σε οικογενειακές συσκευασίες, στην ψύξη του σπιτιού του, δεν μπορούν να υποκατασταθούν ούτε και από όμοιο είδος που βρίσκεται έξω από το σπίτι του, επειδή το υπό κρίση είδος δεν είναι διαθέσιμο εκτός σπιτιού.

β) Γεωγραφική αγορά

(94) Παρά το ότι διαπιστώνεται σαφής τάση διεθνοποίησης της κατασκευής βιομηχανικού παγωτού, το εμπόριό του οργανώνεται αποκλειστικά σε εθνική βάση. Οι εθνικές ιδιαιτερότητες αντικατοπτρίζονται στις διαφορετικές δομές της αγοράς, τα φάσματα προϊόντων και τις τιμές. Οι εκάστοτε προτιμήσεις των καταναλωτών συνδέονται με διαφορετικά σήματα. Οι "συμφωνίες προμήθειας" και οι ανάλογες συμβάσεις εξασφάλισης της απορρόφησης του προϊόντος συνάπτονται σε εθνικό επίπεδο. Οι προδιαγραφές κατασκευής παγωτού δεν είναι εναρμονισμένες. Για το λόγο αυτό, στην προκειμένη περίπτωση για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού λαμβάνεται υπόψη η γερμανική αγορά(19) .

γ) Θέση της Langnese-Iglo GmbH στη σχετική αγορά

(95) Η σχετική αγορά είχε το 1991 όγκο πωλήσεων περίπου 140 εκατομμύρια λίτρα (σύνολο πωλήσεων μικρού παγωτού -10 % μέσω των υπηρεσιών εξυπηρέτησης σπιτιών). Η L-I διέθεσε [...] εκατομμύρια λίτρα στη σχετική αγορά. Έτσι, το μερίδιο αγοράς της έφθασε το 1991 περίπου [< 45] %.

(96) Από τις επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες στη σχετική αγορά, μόνον η SLG (ακόμη κι αν ληφθεί η σύμβαση συνεργασίας με την Jacobs Suchard - σημείο 5 του αιτιολογικού) και η Mars ανήκουν σε ομίλους η οικονομική σημασία των οποίων είναι ισοδύναμη με της L-I. Όλες οι άλλες επιχειρήσεις που ασκούν εδώ δραστηριότητες έχουν σαφώς μικρότερη οικονομική σημασία.

(97) Στο εμπόριο τροφίμων και στο "παραδοσιακό εμπόριο", η L-I καταλαμβάνει εξέχουσα θέση. Στον πρώτο τομέα, στην αγορά όχι μόνο του σχετικού προϊόντος αλλά και άλλων προϊόντων παγωτοποιίας και στη συγγενή αγορά των κατεψυγμένων τροφίμων. Εξάλλου, η Unilever είναι στη Γερμανία ένας από τους ηγετικούς ομίλος στον κλάδο των τροφίμων, κάτι που αποτελεί εκ προοιμίου πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις του ομίλου αυτού στις επιχειρηματικές τους σχέσεις προς το εμπόριο τροφίμων.

(98) Τα προϊόντα της L-I στη σχετική αγορά είναι κατά βάση προϊόντα πολύ γνωστά. Το γεγονός αυτό ενισχύει τη θέση της L-I, ιδιαίτερα στο εμπόριο και αντισταθμίζει οποιαδήποτε τυχόν ισχύ ζήτησης προϊόντων.

(99) Η θέση της L-I στην αγορά εξασφαλίζεται συμβατικά σε όλα τα επίπεδα της διανομής κατά ποικίλους τρόπους: στο "παραδοσιακό εμπόριο" μέσω συμφωνιών με χονδρεμπόρους (σημείο 37 του αιτιολογικού) καθώς και μέσω κεντρικών συμφωνιών (σημείο 51, του αιτιολογικού), στο εμπόριο τροφίων μέσω της χορηγήσεως ειδικών όρων κατά τις ετήσιες διαπραγματεύσεις (ανωτέρω σημείο 29 του αιτιολογικού) και σε όλη τη σχετική αγορά μέσω της δέσμευσης ως προς τη χρήση των καταψυκτών της L-I που καλύπτουν σε ευρεία κλίμακα την αγορά αυτή (σημείο 56 του αιτιολογικού).

δ) Η σημασία του αριθμού των συμφωνιών περί αποκλειστικότητας που συνάπτει η L-I στη σχετική αγορά

(100) Στη σχετική αγορά η L-I διέθεσε το 1991 [...] εκατομμύρια λίτρα μέσω των "συμφωνιών προμήθειας" (σημείο 46 του αιτιολογικού) και [...] εκατομμύρια λίτρα μέσω των δεσμευθέντων με αποκλειστικότητα χονδρεμπόρων. Αυτά αποτελούσαν περίπου το [> 15] % του συνολικού όγκου που διατέθηκε (σημείο 33 του αιτιολογικοί στη σχετική αγορά.

(101) Η L-I δέσμευσε από τα 225 000 καταστήματα πωλήσεως του "παραδοσιακού εμπορίου" και τα 92 000 καταστήματα πωλήσεως του εμπορίου τροφίμων, που ανήκουν στη σχετική αγορά, [...] (σημείο 45 του αιτιολογικού) μέσω "συμφωνιών προμήθειας" (περίπου [> 15 %).

e) Η εκτίμηση των επιπτώσεων των "συμφωνιών προμήθειας"

(102) Η εξέταση ξεκινάει από το πλέγμα των παρεμφερών συμβάσεων της επιχειρήσεως, οι οποίες υπόκεινται στον έλεγχο βάσει του δικαίου περί ανταγωνισμού. Καθόσον το πλέγμα αυτό καθαυτό δεν αναπτύσσει αισθητές συνέπειες, οι συνέπειες από το πλέγμα παρεμφερών συμβάσεων άλλων επιχειρήσεων που είναι παρούσες στη σχετική αγορά πρέπει επίσης να συνεκτιμηθούν.

(103) Η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της όσον αφορά τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας(20) συγκεκριμενοποίησε τον όρο "αισθητά" με ποσοτικά κριτήρια. Σύμφωνα με αυτά συμφωνίες, οι επιπτώσεις των οποίων δεν είναι αισθητές, δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 85 παράγραφος 1, όταν τα συμβατικά προϊόντα έχουν στη σχετική αγορά μερίδιο που δεν υπερβαίνει το 5 %, ή όταν ο συνολικός κύκλος εργασιών των μετεχουσών επιχειρήσεων δεν υπερβαίνει τα 200 εκατομμύρια Ecu.

(104) Σχετικά με τα κριτήρια αυτά πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι "συμφωνίες προμήθειας" περιλαμβάνουν περίπου [> 15] % των καταστημάτων πωλήσεως και [< 15] % του όγκου πωλήσεων στη σχετική αγορά. Ο δε κύκλος εργασιών της L-I υπερβαίνει κατά πολύ τα δύο κατώφλια, τα οποία αναφέρθηκαν σε συνάρτηση με συμφωνίες ήσσονος σημασίας. Ήδη το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι "συμφωνίες προμήθειας" περιορίζουν αισθητά τις δυνατότητες των εγχώριων ανταγωνιστών και των ανταγωνιστών από άλλα κράτη μέλη να "βάλουν πόδι" στη σχετική αγορά ή να αυξήσουν το μερίδιό τους στην αγορά αυτή. Για το λόγο αυτό στην παρούσα αλληλουχία δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι συνέπειες του πλέγματος παρεμφερών συμβάσεων, τις οποίες συνάπτουν άλλες επιχειρήσεις στη σχετική αγορά.

(105) Αντίθετα, η L-I παραπέμπει στις αρχές που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 12ης Δεκεμβρίου 1967 στην υπόθεση αριθ. 23/67 "Haecht I"(21) και οι οποίες έλαβαν συγκεκριμένη μορφή στην απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1991, στην υπόθεση αριθ. C-234/89 Henninger(22) . Ωστόσο, η αναφερόμενη νομολογία δεν έχει σχέση στην παρούσα αλληλουχία. Μόνον όταν το πλέγμα των παρεμφερών συμβάσεων της επιχειρήσεως, οι συμβάσεις της οποίας υπόκεινται σε έλεγχο βάσει του δικαίου του ανταγωνισμού, δεν πληροί ήδη τις προϋποθέσεις του αισθητού, πρέπει να γίνεται προσφυγή, σύμφωνα με την εκτεθείσα νομολογία, στις σωρευτικές συνέπειες από άλλα πλέγματα συμβάσεων που υφίστανται παράλληλα. Σε μια τέτοια περίπτωση, αφενός, ισχύουν χαμηλότερα κατώφλια (η Επιτροπή καθόρισε με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 1991 στην υπόθεση αριθ. C-234/89 "Henninger"(23) αυτά τα χαμηλότερα κατώφλια για συμβάσεις σχετικά με την προμήθεια μπύρας(24) , αφετέρου, όμως ηυξημένες απαιτήσεις ως προς το αισθητό. Ωστόσο, οι σωρευτικές συνέπειες από το πλέγμα συμβάσεων που ισχύουν παράλληλα θα συνεκτιμηθούν κατωτέρω, με βάση την εκτεθείσα νομολογία όταν θα έρθει η ώρα της εκτίμησης των συνθηκών στο σύνολο της σχετικής αγοράς.

(106) Οι "συμφωνίες προμήθειας" περιορίζουν έτσι αισθητά τον "ανταγωνισμό ανάμεσα σε διαφορετικά σήματα" στη σχετική αγορά και μπορούν να περιορίσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

(107) Αυτή η εκτίμηση ισχύει για το σύνολο των υφισταμένων "συμφωνιών προμήθειας". Το άρθρο 85 παράγραφος 1 δεν επιτρέπει να γίνει τέτοιος διαχωρισμός μεμονωμένων συμβάσεων ή πλέγματος συμβάσεων ώστε να εκφύγει της απαγόρευσης για συμπράξεις ένα "μη αισθητό" τμήμα τους. Αυτό προκύπτει ιδίως και από το άρθρο 85 παράγραφος 2, η έννομη συνέπεια του οποίου, δηλαδή η ακυρότητα των συμφωνιών που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, έρχεται, κυρίως για λόγους νομικής ασφάλειας, ιδίως στην περίπτωση πλέγματος συμβάσεων, σε αντίθεση με έναν τέτοιο επιμερισμό.

Β. ΑΡΘΡΟ 85 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

1. Εξαίρεση κατά κατηγορίες

(108) Το άρθρο 85 παράγραφος 1 δεν θα μπορούσε, σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού αριθ. 1984/83, να εφαρμοσθεί στις "συμφωνίες προμήθειας". Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε κατ' αρχάς τα προϊόντα που αναφέρονται στις συμφωνίες προμήθειας να είναι "ορισμένα" κατά την έννοια αυτής της διατάξεως και οι συμβάσεις να μην συνάπτονται για ορισμένο χρόνο [άρθρο 3 στοιχείο δ) του κανονισμού].

α) Ο προσδιορισμός των συμβατικών προϊόντων

(109) Τα συμβατικά προϊόντα για τα οποία ισχύει η δέσμευση αποκλειστικού εφοδιασμού είναι τα "προϊόντα παγωτοποιίας" του εκάστοτε φάσματος προϊόντων της L-I (σημείο 40 του αιτιολογικού).

(110) Το φάσμα των προϊόντων μπορεί να είναι "προϊόντα" κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού [σημείο 38 της ανακοίνωσης της Επιτροπής επί των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1983/83 και (ΕΟΚ) αριθ. 1984/83(25) ]. Τέτοιου είδους φάσμα προϊόντων πληροί την απαίτηση του ορισμένου, όταν προσδιορίζεται με "δήλωση του σήματος ή άλλο χαρακτηρισμό" (σημείο 36 της ανακοίνωσης). Σκοπός της απαίτησης για προσδιορισμό είναι να καταστεί δυνατή σαφής εκτίμηση από άποψη δικαίου του ανταγωνισμού και να προστατευθεί ο μεταπωλητής από το ενδεχόμενο ο προμηθευτής να επεκτείνει μονομερώς τη σειρά των συμβατικών προϊόντων.

(111) Το φάσμα προϊόντων συγκεκριμενοποιείται με την παράδοση του τιμοκαταλόγου που γίνεται κατά τη σύναψη της "συμφωνίας προμήθειας". Τα είδη που περιλαμβάνονται στην ποικιλία του μικρού παγωτού με το σήμα "Langnese" καθίστανται έτσι συμβατικά προϊόντα. Ωστόσο, η υποχρέωση εφοδιασμού περιλαμβάνει το "εκάστοτε" φάσμα προϊόντων, η σύνθεση του οποίου αλλάζει κάθε χρόνο. Οι ετήσιες αλλαγές στη σύνθεση του σχετικού τιμοκαταλόγου αφορούν όμως ορισμένα μόνον είδη αυτής της ποικιλίας, χωρίς να μπορεί με τον τρόπο αυτό να αμφισβητηθεί η σαφήνεια της ποικιλίας(26) . Από την άποψη αυτή, οι "συμφωνίες προμήθειας" ανταποκρίνονται στην απαίτηση του άρθρου 1 του κανονισμού.

β) Διάρκεια της συμβάσεως

(112) Συμφωνίες, που ως προς τη διάρκεια ανήκουν στην κατηγορία "συμβάσεις που ισχύουν για ορισμένα χρόνο μέχρι κατ' ανώτατο όριο 2 έτη και οι οποίες ανανεώνονται αυτομάτως" (σημείο 46 του αιτιολογικού), συνάπτονται, κατά την έννοια του άρθρου 3 στοιχείο δ) του κανονισμού αριθ. 1984/83, "για αόριστο χρόνο" (παράβαλε σημείο 39 της ανακοίνωσης), διότι η λήξη τους εξαρτάται από αβέβαιο μελλοντικό συμβάν. Επομένως, το άρθρο 1 του κανονισμού δεν εφαρμόζεται.

(113) Στο συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αντιταχθεί ότι οι "συμφωνίες προμήθειας" συνάπτονται αρχικά για ορισμένο χρόνο και μετά την εκπνοή τους ανανεώνονται για ορισμένο διάστημα που προσδιορίζεται από την προθεσμία καταγγελίας, και άρα η διάρκεια στο σύνολό της είναι ορισμένη. Αυτό θα σήμαινε ότι οι συμβάσεις κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως τότε μόνον είναι "αορίστου" ισχύος όταν δεν έχει συμφωνηθεί ούτε η λήξη της συμβάσεως ούτε η δυνατότητα καταγγελίας. Έχει αποφασιστική σημασία ότι κατά την εκτίμηση των συμβάσεων από άποψη δικαίου του ανταγωνισμού η διάρκεια δεν είναι βεβαία διότι εξαρτάται από την πρωτοβουλία ενός των συμβαλλομένων μερών.

(114) Το ίδιο ισχύει για τις "συμφωνίες προμηθείας" η διάρκεια των οποίων, λόγω μιας πρόσθετης συμφωνίας (σημείο 46 του αιτιολογικού), ισχύει πλέον της πενταετίας. Αντίθετα, οι "συμφωνίες προμηθείας", οι οποίες συνάπτονται για διάστημα 5 ετών κατ' ανώτατο όριο, πληρούν και αυτή την προϋπόθεση για εξαίρεση κατά κατηγορίες.

2. Ανάκληση του ευεργετήματος της εφαρμογής της εξαίρεσης κατά κατηγορίες

(115) Το άρθρο 14 του κανονισμού ορίζει ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού αριθ. 19/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου(27) , μπορεί να ανακαλέσει το ευεργέτημα της εξαίρεσης κατά κατηγορίες, όταν οι εξαιρεθείσες συμφωνίες έχουν συνέπειες που δεν συμβιβάζονται με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 85 παράγραφος 3. Το ευεργέτημα της εξαίρεσης κατά κατηγορίες μπορεί να ανακληθεί ιδίως όταν δυσχεραίνεται σημαντικά για άλλους προμηθευτές η πρόσβαση στα διάφορα στάδια διανομής σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς. Επομένως, αυτό που πρέπει να εξεταστεί πρωταρχικά είναι αν οι "συμφωνίες προμήθειας" πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 85 παράγραφος 3. Στην παρούσα αλληλουχία εξετάζεται το ερώτημα αν δυσχεραίνεται σημαντικά η πρόσβαση στο στάδιο του λιανικού εμπορίου (σημείο 140 του αιτιολογικού).

α) Βελτίωση της διανομής των προϊόντων

(116) Από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1984/83 συνάγεται ότι οι συμφωνίες αποκλειστικού εφοδιασμού έχουν γενικά ως συνέπεια βελτίωση της διανομής των προϊόντων στο εμπόριο. Επιτρέπουν στους προμηθευτές να προγραμματίσουν ακριβέστερα την πώληση των προϊόντων τους και για μεγαλύτερο διάστημα και εξασφαλίζουν στον μεταπωλητή καθόλη τη διάρκεια της συμβάσεως τη συστηματική ικανοποίηση των αναγκών του. Οι μετέχουσες επιχειρήσεις κατορθώνουν με τον τρόπο αυτό να περιορίσουν τον κίνδυνο από τις διακυμάνσεις της αγοράς και να μειώσουν το κόστος λειτουργίας. Σύμφωνα με την όγδοη αιτιολογική σκέψη αυτού του κανονισμού απαιτείται κατά κανόνα απαγόρευση ασκήσεως ανταγωνισμού, ώστε να επιτευχθεί βελτίωση της διανομής των εμπορευμάτων η οποία επιδιώκεται με την αποκλειστική προμήθεια, διότι ο μεταπωλητής υποχρεούται έτσι να συγκεντρώσει τις προσπάθειές του για πωλήσεις στα συμβατικά προϊόντα.

(117) Η L-I ισχυρίζεται ότι "συμφωνίες προμήθειας" έχουν γι' αυτή την ίδια και τους αντισυμβαλλόμενούς της τα προπεριγραφέντα πλεονεκτήματα (σημείο 62 του αιτιολογικού). Δεν υπάρχει κάτι που να θέτει υπό αμφισβήτηση αυτόν τον ισχυρισμό ως προς την L-I. Κατά πόσον όμως αυτό όμως ευσταθεί και για κάθε μεμονωμένο αντισυμβαλλόμενο που παραιτείται από την εμπορική του ελευθερία είναι αμφίβολο.

(118) Ωστόσο, για μια "βελτίωση", κατά την έννοια του άρθρου 85 παράγραφος 3, δεν αρκεί οι συμφωνίες να είναι ευνοϊκές για τις μετέχουσες επιχειρήσεις. Αντίθετα, πρέπει να συνεπάγονται αντικειμενικά πλεονεκτήματα αισθητά για το σύνολο, που είναι κατάλληλα να αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα για τον ανταγωνισμό τα οποία συνδέονται με τέτοιου είδους συμφωνίες(28) .

(119) Ένα νοητό πλεονέκτημα για το σύνολο θα ήταν η ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ σημάτων [έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1984/83]. Πρέπει πράγματι να ληφθεί σαν δεδομένο ότι "συμφωνίες προμήθειας" έχουν σαν συνέπεια υπολογίσιμη ενίσχυση της θέσης της L-I έναντι των πραγματικών και δυνητικών ανταγωνισμών της. Ωστόσο, για μια επιχείρηση με τόσο ισχυρή θέση στην αγορά όπως η L-I τέτοια ενίσχυση δεν οδηγεί σε μεγαλύτερο αλλά σε μικρότερο ανταγωνισμό επειδή το πλέγμα αυτών των συμβάσεων συνιστά σημαντικό φραγμό στην πρόσβαση στην αγορά (σημείο 128 του αιτιολογικού).

(120) Ο συστηματικός εφοδιασμός των καταναλωτών που καλύπτει όλη την επικράτεια θα ήταν μια άλλη άποψη που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον οικονομικό απολογισμό υπέρ των "συμφωνιών προμήθειας". Σ' αυτήν την άποψη παραπέμπει και η SLG. Η L-I φοβάται ότι για λόγους κόστους θα χρειαστεί να σταματήσει τον εφοδιασμό καταστημάτων πωλήσεως με χαμηλό κύκλο εργασιών, αν αυτός ο κύκλος εργασιών πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ περισσοτέρων προμηθευτών.

(121) Αυτός ο φόβος της L-I δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση για ορισμένο αριθμό καταστημάτων πωλήσεως. Δεν υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις ότι διακυβεύεται έτσι ο συστηματικός εφοδιασμός των καταναλωτών με παγωτό σε όλη την επικράτεια. Ο ανταγωνισμός μεταξύ προμηθευτών έχει εκτός αυτού σχέση και με το κόστος του συστήματος διανομής. Μια ενδεχόμενη απόφαση της L-I για λόγους κόστους να αναστείλει τον εφοδιασμό ενός καταστήματος πωλήσεως θα ήταν από αυτή την άποψη συνέπεια του ανταγωνισμού και θα απέφερε στον πετυχημένο ανταγωνιστή ως αμοιβή το μερίδιο της L-I στον κύκλο εργασιών. Πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι μικρότεροι τοπικοί κατασκευαστές παγωτού μπορούν να εφοδιάζουν γειτονικά τους καταστήματα πωλήσεως με χαμηλότερο κόστος απ' ότι οι κατασκευαστές που έχουν σύστημα διανομής σε όλη τη χώρα. Όμως, ακόμη και αν πάρει κανείς σα βάση την πιθανότητα να μην βρεθεί ανταγωνιστής διαθέσιμος να αναλάβει το μερίδιο της L-I στον εφοδιασμό, θα μπορούσε να αναληφθεί η λειτουργία διανομής στο εμπόριο από ανεξάρτητους μεσάζοντες εμπόρους, οι οποίοι συγκεντρώνουν διαφορετικές πορσφορές και καλύπτουν τις συνολικές ανάγκες του καταστήματος πωλήσεως. Το γεγονός ότι σήμερα δεν υπάρχει τέτοιο ανεξάρτητο ενδιάμεσο εμπόριο είναι συνέπεια και των δεσμεύσεων αποκλειστικού εφοδιασμού που συνηθίζονται στον κλάδο, οι οποίες κατά μεγάλο μέρος απαγορεύονται βάσει της προκείμενης διαδικασίας. Αυτό το άνοιγμα της αγοράς αποβαίνει σε όφελος και της L-I η οποία με τον μελλοντικό (συν) εφοδιασμό των καταστημάτων πωλήσεως που δεσμευόντουσαν παλαία με συμφωνία αποκλειστικότητας έναντι της SLG, επομένως με αύξηση της πυκνότητας της διανομής, θα μπορεί να αντισταθμίσει τα πλεονεκτήματα ως προς το κόστος που απορρέουν από τη μείωση του κύκλου εργασιών των μεμονωμένων καταστημάτων πωλήσεως.

(122) Δεν υπάρχουν άλλες ουσιώδεις πλευρές που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον οικονομικό απολογισμό υπέρ των "συμφωνιών προμήθειας". Επομένως, οι συμφωνίες αυτές δεν οδηγούν σε βελτίωση της διανομής των προϊόντων κατά την έννοια του άρθρου 85 παράγραφος 3.

β) Δίκαιη συμμετοχή των καταναλωτών

(123) Δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτή η δίκαιη συμμετοχή των καταναλωτών στο κέρδος που προκύπτει από τις συμφωνίες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Μια τέτοια συμμετοχή των καταναλωτών στα πλεονεκτήματα μπορεί να γίνει δεκτή μόνον όταν τα μέρη είναι υποχρεωμένα λόγω της πίεσης από τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό να προωθήσουν το κέρδος που απορρέει από τις συμφωνίες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Λόγω της συνήθειας του κλάδου να συνάπτονται συμβάσεις αποκλειστικότητας, που καταλήγουν σε ομοιογένεια και διαφάνεια του μέσου διανομής, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

(124) Εξάλλου, οι συμφωνίες αποκλειστικότητας περιορίζουν τις δυνατότητες επιλογής του καταναλωτή. Στα δεσμευμένα καταστήματα πωλήσεως ο καταναλωτής βρίσκει αποκλειστικά και μόνο το φάσμα προϊόντων ενός συγκεκριμένου κατασκευαστή. Ακόμη και αν κοντά στο δεσμευμένο κατάστημα πωλήσεως ένα άλλο (δεσμευμένο) κατάστημα πωλήσεως προσφέρει το φάσμα προϊόντων ενός άλλου κατασκευαστή, αυτό δεν αποτελεί ισότιμη εναλλακτική λύση για την επιλογή στο συγκεκριμένο κατάστημα πωλήσεως. Αφενός, αυτή η κατάσταση δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση τον κανόνα. Αφετέρου, είναι άβολο για τον καταναλωτή να αλλάζει κατάστημα όταν θέλει να αγοράσει είδη από άλλο φάσμα προϊόντων. Για να ικανοποιήσει την αυθόρμητη, στιγμιαία ανάγκη του δεν θα λάβει καθόλου υπόψη του αυτή την κατάσταση.

γ) Κατάργηση του ανταγωνισμού για σημαντικό μέρος των σχετικών προϊόντων

(125) Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου πρέπει να ληφθεί ως δεδομένο ότι συντρέχει η αρνητική προϋπόθεση της "κατάργησης" του ανταγωνισμού του άρθρου 85 παράγραφος 3, όταν στη σχετική αγορά δεν υφίσταται αποτελεσματικός ανταγωνισμός(29) . Για το λόγο αυτό, πρέπει να εξεταστεί αν η σχετική αγορά έχει αποκλειστεί από τον έξωθεν ανταγωνισμό (εμπόδια στην είσοδο στην αγορά) και πώς εμφανίζονται οι συνθήκες ανταγωνισμού εντός της αγοράς αυτής.

- Εμπόδια στην είσοδο στην αγορά:

(126) Η σχετική αγορά αποτελείται από το "παραδοσιακό εμπόριο" μέσω του οποίου πωλείται περίπου το 61 % του συνολικού όγκου της σχετικής αγοράς και το εμπόριο τροφίμων μέσω του οποίου πωλείται το 39 %. Οι συνθήκες ανταγωνισμού στους δύο αυτούς τομείς εμφανίζουν σημαντική απόκλιση μεταξύ τους.

(127) Στο εμπόριο τροφίμων οι εξέχουσες θέσεις της L-Ι και της SLG, οι οποίες πραγματοποιούν μαζί άνω των 2/3 του όγκου πωλήσεων που επιτυγχάνεται σ' αυτό το δίκτυο διανομής, καθώς και η συγκέντρωση της ζήτησης καθιστούν δύσκολο για τους ανταγωνιστές να διεισδύσουν σ' αυτό το δίκτυο διανομής ή να αυξήσουν το μερίδιό τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για κατασκευαστές οι οποίοι δεν λαμβάνουν υπόψη τη ζήτηση του εμπορίου για μικρά παγωτά που πωλούνται με το σήμα του ίδιου του διανομέα. Η διανομή μέσω του εμπορίου τροφίμων προϋποθέτει μεγάλες ποσότητες, πράγμα το οποίο μόνον μικρός αιρθμός νεοαφικνουμένων μπορεί να αντιμετωπίσει. Κατά τα λοιπά, ισχυρή συγκέντρωση της προσφοράς συνιστά εμπόδιο στην είσοδο στην αγορά, επειδή αυξάνει τις πιθανότητες και την αποτελεσματικότητα μιας αντίδρασης των καθιερωμένων επιχειρήσεων κατά των νεοαφικνουμένων για να υπερασπιστούν την εδραιωμένη θέση στην αγορά(30) .

(128) Στον τομέα του "παραδοσιακού εμπορίου", η L-Ι και η SLG διέθεσαν άνω των τριών τετάρτων του όγκου πωλήσεών τους. Εξάλλου, η είσοδος σ' αυτόν τον τομέα εμποδίζεται σε μεγάλη έκταση από τις υφιστάμενες συμβάσεις αποκλειστικότητας. [...]. Η σημασία αυτών των συμβάσεων ως εμποδίου εισόδου στην αγορά εξαρτάται από τον αριθμό των σημείων πωλήσεως που έχουν δεσμευθεί με τον τρόπο αυτό έναντι των εγχωρίων παραγωγών σε σχέση με τον αριθμό των μη δεσμευθέντων σημείων πωλήσεως, από τις ποσότητες τις οποίες αφορούν αυτές οι συμφωνίες σε σχέση με τις ποσότητες, οι οποίες πωλούνται από μη δεσμευθέντα καταστήματα πωλήσεως, καθώς και από τη διάρκεια των συμβάσεων(31) . Σ' αυτή την αλληλουχία έχει σημασία η σώρευση των αποτελεσμάτων από το σύνολο των συμφωνιών αποκλειστικότητας.

(129) Η L-I έχει δεσμεύσει στο "παραδοσιακό εμπόριο" το μεγαλύτερο μέρος των καταστημάτων πωλήσεως (σημείο 45 του αιτιολογικού). Η SLG γνωρίζει ότι αυτή η επιχείρηση έχει συνάψει στον εν λόγω τομέα περίπου με το [...] % των καταστημάτων πωλήσεως των προϊόντων της αποκλειστικές συμβάσεις προμήθειας. Έτσι, όπως συνηθίζεται αυτή η συμβατική πρακτική στον κλάδο, μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι ο αντίστοιχος βαθμός δέσμευσης κυμαίνεται συνολικά μέσα σε αυτά τα μεγέθη.

(130) Από τα [...] εκατομμύρια λίτρα μικρού παγωτού που διέθεσε το 1991 η L-I στον τομέα αυτό (σημείο 24 του αιτιολογικού), [...] εκατομμύρια λίτρα (σημείο 46 του αιτιολογικού) καλύπτονταν από "συμφωνίες προμηθείας" ([...] %). Αν προσθέσει κανείς σ' αυτά τα [...] εκατομμύρια λίτρα, τα οποία η L-I διαθέτει στο "παραδοσιακό εμπόριο" μέσω χονδρεμπόρων που έχουν δεσμευτεί με αποκλειστικότητα, τότε η δέσμευση φθάνει ποσοστό [> 50 %]. Δεν υπάρχουν ενδείξεις σχετικά με περιστάσεις σε όλο τον τομέα του "παραδοσιακού εμπορίου" που να αποκλίνουν σημαντικά από τα δεδομένα που ισχύουν για την L-I(32) .

(131) Οι συνέπειες στεγανοποίησης που απορρέουν από τις συμβάσεις αποκλειστικότητας θα μπορούσαν ωστόσο να αμβλυνθούν από συντομότερες διάρκειες συμβάσεων. Επ' αυτού πρέπει εκ προοιμίου να παρατηρηθεί ότι οποιαδήποτε στιγμή υφίστανται οι προεκτεθείσες συνθήκες αγοράς. Αυτό πάντως που είναι δυνατόν είναι η συμμετοχή στον ανταγωνισμό με στόχο τη σύναψη συμβάσεων αποκλειστικότητας. Αυτός ο ανταγωνισμός όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ελεύθερη πρόσβαση στο λιανικό εμπόριο. Δεδομένου ότι οι συμβάσεις αποκλειστικότητας αποφέρουν στον μεταπωλητή ως αντιστάθμισμα για τον περιορισμό της εμπορικής του ελευθερίας ιδιαίτερα οικονομικά οφέλη(33) , φαίνεται από την πρακτική ότι η πλειοψηφία των μεταπωλητών στη σχετική αγορά προτιμά αυτά τα πλεονεκτήματα έναντι της εμπορικής της ελευθερίας, όταν το φάσμα προϊόντων που είναι το αντικείμενο της εμπορίας δεν ενέχει επιχειρηματικό κίνδυνο.

(132) Στον ανταγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεων αποκλειστικότητας μειονεκτούν εκείνες οι επιχειρήσεις των οποίων η στρατηγική προωθήσεως αγορών δεν προβλέπει τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων. Οι επιχειρήσεις αυτές υποχρεούνται σε τέτοια μέτρα αντίθετα με την εμπορική τους αντίληψη. Το ίδιο ισχύει για επιχειρήσεις που πρωτοεισέρχονται στην αγορά. Οι μεταπωλητές έχουν κατά κανόνα σχετικά με καθιερωμένα προϊόντα μεγαλύτερες προσδοκίες για πραγματοποίηση κύκλου εργασιών απ' ότι σχετικά με προϊόντα που πρέπει πρώτα να επιβληθούν στην αγορά. Ιδιαίτερα, όταν η αποκλειστικότητα αφορά πλήρες φάσμα προϊόντων, οι μεταπωλητές είναι πολύ λίγο διαθέσιμοι να κάνουν πειράματα με αυτό. Τέλος, εκείνοι που προσφέρουν μέρος φάσματος προϊόντων αποκλείονται από τον ανταγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεων αποκλειστικότητας.

(133) Σε μια αγορά όπου συνηθίζεται η σύναψη συμβάσεων αποκλειστικότητας τα αποτελέσματα στεγανοποίησης αυτών των συμβάσεων σε περίπτωση πιο περιορισμένης διάρκειας θα αμβλυνθούν μόνον έναντι των επιχειρήσεων που λόγω της θέσης τους στην αγορά είναι στραμμένες, ως προς την οργάνωση και ανάλογα με το προϊόν, στον ανταγωνισμό για τη σύναψη τέτοιου είδους συμφωνιών. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν σταθερή διάρκεια μέχρι δύο χρόνια, η οποία παρατείνεται για αόριστο χρόνο, να θεωρηθεί σύντομη. Τοποθετείται στο ανώτατο όριο που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό για να υπάρχει αποτελεσματικός ανταγωνισμός [άρθρο 3 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1984/83].

(134) Ένα άλλο εμπόδιο εισόδου στην αγορά, [...] συνιστά ο κατακερματισμός της ζήτησης στον τομέα του "παραδοσιακού εμπορίου". Για να οργανωθεί διανομή που να συμφέρει από άποψη κόστους πρέπει να εξασφαλιστεί σημαντικός αριθμός αγοραστών συγκεντρωμένων γεωγραφικά, οι οποίοι θα εφοδιάζονται μέσω περιφερειακών αποθηκών/κεντρικών αποθηκευτικών χώρων. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ένα ανεξάρτητο ενδιάμεσο στάδιο εμπορίας και επειδή λόγω των συνήθων στον κλάδο δεσμεύσεων για αποκλειστικές προμήθειες δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο, το μόνο που απομένει σε έναν παραγωγό, ο οποίος θέλει να εισδύσει σ' αυτόν τον τομέα της σχετικής αγοράς, σε εφικτό διάστημα ή να επεκτείνει γεωγραφικά την υφιστάμενη θέση του, είναι η συνεργασία μ' έναν καθιερωμένο κατασκευαστή ή η εξαγορά του. Ένας ανταγωνιστής, που θέλει να πετύχει σε όλη την αγορά σε σύντομο χρόνο αξιόλογο μερίδιο αγοράς, έχει στη διάθεσή του για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού μόνον την L-I και την SLG. Οι ισχυρές τους θέσεις στην αγορά στέκονται εμπόδιο στο να ασκηθεί αποτελεσματικός ανταγωνισμός με αυτούς τους κυρίαρχους στην αγορά μέσω της συνεργασίας με άλλες επιχειρήσεις. Αυτό ισχύει ακόμη και για οικονομικά τόσο ισχυρές επιχειρήσεις όπως η Jacobs Suchard και η Mars. Τέτοιου είδους συνεργασίες έχουν κατά τα λοιπά ως αποτέλεσμα εδραίωση της υφιστάμενης δομής της αγοράς.

(135) Χωρίς να είναι δυνατόν να εκτεθούν εξαντλητικά όλα τα εμπόδια εισόδου στη σχετική αγορά (θα έπρεπε για παράδειγμα να αναφερθούν εδώ ιδίως η τεχνολογία που απαιτείται για την παραγωγή μικρού παγωτού και η σχετικά απαραίτητη τεχνογνωσία και ο σχηματισμός των προτιμήσεων των καταναλωτών μέσω της μακροχρόνιας πείρας και των υψηλών δαπανών διαφήμισης), πρέπει να τονιστεί το επερχόμενο σε όλη τη σχετική αγορά αποτέλεσμα στεγανοποίησης που έχει η δέσμευση για χρησιμοποίηση προς ορισμένο σκοπό των καταψυκτών τους οποίους τοποθετούν οι καθιερωμένοι κατασκευαστές σε όλη την επικράτεια στο λιανικό εμπόριο (σημείο 56 του αιτιολογικού).

(136) Το ότι η διάθεση της χρήσης αυτών των συσκευών που είναι απαραίτητες για την πώληση παγωτού δεν χρεώνεται ή χρεώνεται μόνον εν μέρει, οδηγεί τον λιανικό έμπορο στο να αμελεί αντίστοιχη ιδία επένδυση παραιτούμενος από την εμπορική του ελευθερία. Ακόμα και επιχειρήσεις που είναι πρόθυμες και σε θέση να συνεργαστούν σ' αυτή τη συνηθιζόμενη εμπορική πρακτική του κλάδου, περιορίζονται στον ανταγωνισμό. Πρέπει να παρακινήσουν τους μεταπωλητές είτε να ανταλλάξουν τους καταψύκτες τους είτε να πετύχουν να τους πείσουν να τοποθετήσουν πρόσθετους καταψύκτες.

(137) Η ανταλλαγή των καταψυκτών οδηγεί σε παραίτηση από τον κύκλο εργασιών με τα προϊόντα εκείνου ο οποίος τους είχε τοποθετήσει μέχρι σήμερα. Αν πρόκειται για ισχυρή επιχείρηση στην αγορά, όπως η L-I, και ο ανταγωνιστής είναι λιγότερο γνωστός στην αγορά ή δεν προσφέρει πλήρη εναλλακτική λύση έναντι του προηγουμένου φάσματος προϊόντον (προσφέρει μέρος μόνον του φάσματος προϊόντων), ο έμπορος δεν θα επιχειρήσει την ανταλλαγή.

(138) Η τοποθέτηση πρόσθετων καταψυκτών ξεπερνάει τα όριά της αν είτε δεν υπάρχει χώρος γι' αυτό είτε ο διαθέσιμος χώρος προορίζεται για άλλους εμπορικούς σκοπούς από την πώληση παγωτού. Στο "παραδοσιακό εμπόριο" υπάρχει μια σειρά καταστημάτων πωλήσεως τα οποία δεν έχουν θέση για άλλους καταψύκτες. Η άποψη ότι στα υπόλοιπα καταστήματα γενικά "οπωσδήποτε θα βρεθεί κάπου θέση για έναν (μικρό) καταψύκτη" παραγνωρίζει προφανώς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ασκείται ιδίως το λιανικό εμπόριο τροφίμων. Αφενός, το μικρό παγωτό δεν μπορεί να προσφέρεται "οπουδήποτε", αλλά πρέπει, εφόσον προορίζεται για άμεση κατανάλωση, να βρίσκεται σε άμεση επαφή με το χώρο των ταμείων(34) . Αφετέρου, κάθε μέρος της συνολικής επιφάνειας ενός καταστήματος λιανικής πωλήσεως καλύπτει κατά κανόνα συγκεκριμένη λειτουργία. Οι διαθέσιμοι καταψύκτες προορίζονται για το σύνολο αναγκών του καταστήματος. Δεν μπορεί γενικά να αναμένεται ότι ο κύκλος εργασιών με παγωτά θα αυξηθεί σημαντικά αν τοποθετηθούν και άλλοι καταψύκτες. Οι πρόσθετες δαπάνες και επιφάνεια που απαιτούνται για την τοποθέτηση χάνεται από άλλους εμπορικούς σκοπούς χωρίς να αποφέρει πρόσθετο κύκλο εργασιών.

(139) Το μόνο που υπεραμύνεται κάποιου ανοίγματος της σχετικής αγοράς είναι η συνεχής διεύρυνσή της. Καθόσον αυτή η διεύρυνση της αγοράς οδηγεί σε αύξηση του κύκλου εργασιών των υπαρχόντων καταστημάτων, δεν πρόκειται για κάποια πλευρά που πρέπει να ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη. Στο μέτρο που εμφανίζονται νέα σημεία πωλήσεων, η είσοδος στην αγορά βασικά έχει διευκολυνθεί. Ωστόσο, η συνήθεια του κλάδου για σύναψη συμβάσεων αποκλειστικότητας έχει σαν αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός γύρω από τα νέα σημεία πωλήσεως όπως και από υφιστάμενα σημεία πωλήσεως που απελευθερώνονται να περιορίζεται στη σύναψη συμβάσεων τέτοιου είδους. Το άνοιγμα των νέων ομοσπονδιακών κρατιδίων αποτελεί συγκεκριμένο παράδειγμα μιας τέτοιας εξέλιξης. Η διεύρυνση της σχετικής αγοράς παρέχει έτσι κάτω από αυτές τις περιστάσεις ανεπαρκείς μόνον δυνατότητες εισόδου στην αγορά ή αύξησης του μεγέθους μέσα στην αγορά, και αυτό ιδίως για νέους ανταγωνιστές και παραγωγούς μέρους φάσματος προϊόντων.

(140) Ο έλεγχος του συνόλου των συμβάσεων αποκλειστικότητας και των προεκτεθεισών οικονομικών και νομικών συνθηκών που τη συνοδεύουν, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στη σχετική αγορά η είσοδος στο στάδιο του λιανικού εμπορίου και άρα η είσοδος στην αγορά δυσχεραίνεται σημαντικά. Με αυτό ακριβώς έχει σχέση η προϋπόθεση για ανάκληση του πλεονεκτήματος της εξαίρεσης κατά κατηγορίες (σημείο 115 του αιτιολογικού). Σε μεγάλο βαθμό συμβάλλουν σ' αυτή τη στεγανοποίηση της αγοράς οι "συμφωνίες προμήθειας". Αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώνεται από την παρατήρηση ότι από καιρό κανένας νέος παραγωγός δεν κατόρθωσε να αλλάξει ουσιαστικά τη δομή της σχετικής αγοράς προς όφελός του.

(141) Στα ανωτέρω συμπεράσματα θα κατέληγε κανείς ακόμα και αν στην αγορά του προϊόντος συμπεριλαμβανόταν βιοτεχνικό και βιομηχανικό παγωτό για μεγάλους καταναλωτές (σημείο 83 του αιτιολογικού):

- η πρόσβαση στην αγορά ενός βιοτέχνη-κατασκευαστή παγωτού δεν υπόκειται, απ' όσο φαίνεται, σε σημαντικό περιορισμό, δεν έχει όμως καμία σημασία για τη δομή της αγοράς. Αντίθετα, αποκλείεται για τους κατασκευαστές βιομηχανικού μικρού παγωτού η είσοδος στην αγορά μέσω κατασκευαστών βιοτεχνικού παγωτού,

- όσον αφορά το βιομηχανικό παγωτό για μεγάλους καταναλωτές, το μέσο διανομής που συνηθίζεται στον κλάδο είναι, όπως και για το μικρό παγωτό, οι συμβάσεις αποκλειστικότητας (σημείο 44 του αιτιολογικού). Εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι γι' αυτή την κατηγορία προϊόντων το "παραδοσιακό εμπόριο" είναι το μοναδικό μέσο διανομής. Για το λόγο αυτό, οι συνέπειες των "συμφωνιών προμήθειας" που έχουν σημασία από άποψη ανταγωνισμού είναι στον τομέα αυτό ανάλογες για όλες τις κατηγορίες προϊόντων,

- θα ήταν, τέλος, άδικο να αντιτάξει κανείς σε έναν κατασκευαστή βιομηχανικού μικρού παγωτού ότι ναι μεν η είσοδος στην αγορά με αυτή την κατηγορία προϊόντων είναι κλειστή αλλά η διανομή άλλων κατηγοριών προϊόντων συνεπάγεται λιγότερα προβλήματα.

- Ανταγωνισμός μέσα στη σχετική αγορά

(142) Τα εμπόδια για την είσοδο στη σχετική αγορά που εξετέθηκαν ανωτέρω εμποδίζουν τις σημαντικές μετατοπίσεις μεριδίων αγοράς και μέσα στην αγορά.

(143) Η L-I πάντως ισχυρίζεται ότι τουλάχιστον στις σχέσεις της προς την SLG υφίσταται αποτελεσματικότερος ανταγωνισμός.

(144) Με την εξέχουσα θέση της L-Ι στον τομέα του εμπορίου τροφίμων (σημείο 27 του αιτιολογικού) η εκτίμηση αυτή δεν ισχύει τουλάχιστον γι' αυτόν τον τομέα. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο λόγω του μεγάλου μεριδίου της L-Ι στον όγκο πωλήσεων αυτού του μέσου διανομής, αλλά ιδίως όταν ληφθεί υπόψη η οικονομική της ισχύς, η εξέχουσα θέση της στη συγγενή αγορά των κατεψυγμένων προϊόντων και το ότι ανήκει στον όμιλο Unilever, έναν από τους πλέον σημαντικούς προμηθευτές του εμπορίου τροφίμων στη γεωγραφική αγορά.

(145) Στον τομέα του "παραδοσιακού εμπορίου" της σχετικής αγοράς ο ανταγωνισμός μεταξύ SLG και L-Ι βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον ανταγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεων αποκλειστικότητας, ο οποίος αποκλείει άλλες παραμέτρους του ανταγωνισμού ως προς τη διάρκεια των συμβάσεων.

(146) Γενικά πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε δυοπωλιακή δομή αγοράς, όπως διαπιστώνεται στη σχετική αγορά, υφίσταται η τάση περιορισμού του ανταγωνισμού μεταξύ των δυοπωλίων. Κάθε επιθετική συμπεριφορά μιας από τις δύο επιχειρήσεις οδηγεί πιθανότατα άμεσα σε αντίστοιχες αντιδράσεις των άλλων επιχειρήσεων με ανάλογο δυναμικό στην αγορά. Από αυτό απορρέει η βεβαιότητα ότι είναι γενικά προς το συμφέρον της μεγιστοποίησης του κέρδους το να εγκαταλειφθεί ο πραγματικός ανταγωνισμός στην αμοιβαία σχέση.

(147) Από αυτό έπεται ότι στη σχετική αγορά δεν υφίσταται αποτελεσματικός ανταγωνισμός υπό την έννοια της αρνητικής προϋπόθεσης που περιέχεται στο άρθρο 85 παράγραφος 3. Οι "συμφωνίες προμήθειας" έχουν συνέπειες οι οποίες δεν συμβιβάζονται με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 85 παράγραφος 3. Ιδίως, η πρόσβαση άλλων προμηθευτών στο στάδιο του λιανικού εμπορίου κατέστη σημαντικά δυσκολότερη.

(148) Απομένει να διευκρινιστεί αν οι "συμφωνίες προμήθειας" μπορούν να χωριστούν κατά τρόπο ώστε οι ανωτέρω αρνητικές συνέπειες να ισχύουν μόνο για ένα μέρος τους ενώ στο υπόλοιπο τμήμα να μπορεί να εφαρμοσθεί το άρθρο 85 παράγραφος 3. Δεν έχει σημασία αν σε άλλο οικονομικό και νομικό πλαίσιο επιβάλλεται ένας τέτοιος διαχωρισμός. Λόγω της ισχυρής θέσης της L-I στην αγορά και της, έστω και χωρίς τις "συμφωνίες προμήθειας", υφιστάμενης πολύπλευρης κατοχύρωσης αυτής της θέσης μέσω εμποδίων στην είσοδο στην αγορά και συμφωνιών (σημεία 99 του αιτιολογικού), το σύνολο αυτών των συμβάσεων δεν πληροί τις προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως. Εξάλλου, οι συμβάσεις αποκλειστικότητας που έχουν συναφθεί με χονδρεμπόρους οι οποίοι έχουν στόχο τα [...] εκατομμύρια λίτρα του κύκλου εργασιών με μικρά παγωτά L-I που κινούνται στο "παραδοσιακό εμπόριο" (σημείο 37 του αιτιολογικού), δεν αποτελούν αντικείμενο των παρόντων μέτρων, τα οποία αφορούν μόνο τις συμβάσεις αποκλειστικότητας που συνάπτει η L-I με τους μεταπωλητές στο επίπεδο του λιανικού εμπορίου.

Γ. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

(149) Η L-I έχει τη γνώμη ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλίνει από την άποψη που διατυπώνεται στο διοικητικό έγγραφο της αρμόδιας υπηρεσίας της της 20ής Σεπτεμβρίου 1985 στην SLG. Ναι μεν αυτή η άποψη ισχύει με την επιφύλαξη της ουσιαστικής αλλαγής των νομικών ή πραγματικών περιστατικών, η προϋπόθεση όμως αυτή δεν έχει πληρωθεί- τα βασικά δεδομένα της αγοράς δεν έχουν μεταβληθεί μετά την κοινοποίηση που έγινε το 1985.

(150) Πρέπει, κυρίως, να υπογραμμιστεί ότι εν πάση περιπτώσει ο αποδέκτης μπορεί να επικαλεστεί συμφέρον άξιο προστασίας από την ύπαρξη ενός τέτοιου πορίσματος.

(151) Αντίθετα με αυτό που πρεσβεύει η L-I, μετεβλήθησαν και οι πραγματικές συνθήκες. Πραγματικά περιστατικά συνιστούν ήδη η είσοδος στην αγορά της Mars και της Jacobs Suchard, που δικαιολογούν αναθεώρηση των εκτιμήσεων. Εξάλλου, αυτή η αναθεώρηση επιβάλλεται και επειδή με αυτά τα νέα δεδομένα κατέστη σαφέστερο το κλείσιμο της αγοράς. Επομένως, η Επιτροπή δεν κωλύεται να προβεί σε διαφορετική αξιολόγηση των "συμφωνιών προμήθειας" από εκείνη που περιέχεται στο διοικητικό της έγγραφο της 20ής Σεπτεμβρίου 1985.

Δ. ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ αριθ. 17

(152) Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή διαπιστώνει σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17, κατόπιν αιτήσεως της Mars, ότι οι "συμφωνίες προμήθειας" συνιστούν παράβαση του άρθρου 85.

(153) Οι κριθείσες "συμφωνίες προμήθειας" ισχύουν ακόμη. Για το λόγο αυτό, απαιτείται η L-I να υποχρεωθεί να παραιτηθεί από τα συμβατικά της δικαιώματα που έχουν ως περιεχόμενο την αποκλειστικότητα των καταστημάτων πωλήσεως και να γνωστοποιήσει αυτή την παραίτησή της στους αντισυμβαλλομένους της. Επειδή, πάντως, η παρούσα υπόθεση εμφανίζει κάποιες ιδιαιτερότητες, πρέπει να δοθεί στην L-I η ευκαιρία να προσφύγει στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητώντας νομική προστασία έναντι της παρούσας αποφάσεως. Για το λόγο αυτό, η ισχύς της παρούσας διατάξεως αναστέλλεται για τρεις μήνες από της κοινοποιήσεως της παρούσας αποφάσεως.

(154) Ωστόσο, η διάταξη περί αναστολής θα έπεφτε στο κενό αν επιτρεπόταν στην L-I να αντικαταστήσει τις σημερινές "συμφωνίες προμήθειας" αμέσως με νέες. Επομένως, είναι απαραίτητο να απαγορευθεί στην L-I η σύναψη τέτοιων νέων συμβάσεων για χρονικό διάστημα που αφήνει περιθώρια για ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών της αγοράς. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, λόγω της παρούσας δομής της αγοράς και των ανωτέρω εμποδίων στην είσοδο στη σχετική αγορά, δικαιολογείται χρονικό διάστημα πέντε ετών. Η L-I εξάλλου είναι ελεύθερη, σε περίπτωση που ήδη μέσα στο διάστημα αυτό μεταβληθούν οι συνθήκες της αγοράς, να ζητήσει πρόωρη άρση της απαγόρευσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι συμφωνίες που έχει συνάψει η Langnese-Iglo GmbH σύμφωνα με τις οποίες οι λιανικοί πωλητές με έδρα τη Γερμανία έχουν υποχρέωση, προκειμένου να μεταπωλούν μικρά παγωτά(35) , να τα προμηθεύονται κατ' αποκλειστικότητα από την εν λόγω επιχείρηση (αποκλειστικότητα καταστημάτων πωλήσεως), αντιβαίνει στο άρθρο 85 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ.

Άρθρο 2

Το ευεργέτημα της εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1984/83 ανακαλείται για τις συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 1 και πληρούν τις προϋποθέσεις για εξαίρεση κατά κατηγορίες σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.

Άρθρο 3

Η Langnese-Iglo GmbH υποχρεούται εντός τριών μηνών από της κοινοποιήσεως της παρούσας αποφάσεως να γνωστοποιήσει στους μεταπωλητές με τους οποίους έχει συνάψει συμφωνίες, όπως οι αναφερόμενες στο άρθρο 1 και οι οποίες ισχύουν ακόμα, το περιεχόμενο των ανωτέρω άρθρων 1 και 2 επισημαίνοντας την ακυρότητα των εν λόγω συμφωνιών.

Άρθρο 4

Απαγορεύεται στην Langnese-Iglo GmbH να συνάπτει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997 συμφωνίες σαν τις αναφερόμενες στο άρθρο 1.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται προς την:

Langnese-Iglo GmbH,

Dammtorwall 15,

D-W-2000 Hamburg 36.

Βρυξέλλες, 23 Δεκεμβρίου 1992.

Για την Επιτροπή Leon BRITTAN Αντιπρόεδρος

(1) ΕΕ αριθ. 13 της 21. 2. 1962, σ. 204/62.

(2) ΕΕ αριθ. L 173 της 30. 6. 1983, σ. 5.

(3) ΕΕ αριθ. 36 της 6. 3. 1965, σ. 533/65.

(4) ΕΕ αριθ. 127 της 20. 8. 1963, σ. 2268/63.

(5) 15η έκθεση ανταγωνισμού (1985) αριθ. 19.

(6) Στο προς δημοσίευση κείμενο της παρούσας απόφασης ορισμένα στοιχεία παραλείπονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4069/89 περί διαφυλάξεως του επιχειρηματικού απορρήτου. Εντούτοις, για την ευχερέστερη κατανόηση του κειμένου, δίδονται ορισμένα στοιχεία, εφόσον τούτο είναι δυνατόν, χωρίς να παραβιάζεται η απαίτηση διαφυλάξεως του επιχειρηματικού απορρήτου.

(7) Η Bundesverband der Deutschen Suesswarenindustrie e.V. - Fachsparte Eiskrem (ομοσπονδιακή ένωση γερμανικής βιομηχανίας ζαχαρωδών προϊόντων - κλάδος κρέμας παγωτού) - δίνει την ακόλουθη περιγραφή στο είδος "Multipacks": "Το περιεχόμενο είναι μικρές συσκευασίες, οι οποίες περικλείονται σε μια οικογενειακή αποτελούμενη από περισσότερα κομμάτια" [ερμηνευτικές σημειώσεις ως προς την κατάταξη των ειδών σε κατηγορίες της 21. 5. 1990].

(8) Οι ερμηνευτικές σημειώσεις που αναφέρονται στην υποσημείωση (1) μαρτυρούν ότι οι υπηρεσίες εξυηρέτησης κατοικιών προμηθεύουν τις μικρές συσκευασίες όχι μεμονωμένα αλλά σε κιβώτια με περισσότερα κομμάτια. Αυτά τα κιβώτια μπορούν να εκληφθούν ως πολλαπλές συσκευασίες.

(9) Στο παγωτό για μεγάλους καταναλωτές συγκαταλέγεται και το προϊόν που έχουν προκατανείμει σε μερίδες οι παραγωγοί, και που προοριζεται για τα εστιατόρια (μικρές, πάστες, petits fours, κομμένες εκ των προτέρων σφαίρες παγωτού κ.λπ.).

(10) Τα ακόλουθα στοιχεία για το σύνολο της αγοράς είναι πολύ χαμηλά χωρίς αυτό να έχει σημασία επειδή στις έρευνες αυτές δεν πήραν μέρος μερικοί κατασκευαστές βιομηχανικού παγωτού μεταξύ των οποίων και η Mars.

(11) Αυτή η βάση αξιολόγησης υποτιμά τη θέση στην αγορά της SLG, η οποία παρασκευάζει κυρίως είδη με γνωστά σήματα. Βλέπε υποσημείωση 3.

(12) Μια ανασκόπηση στην οποία προέβη η L-I για το πρώτο τρίμηνο του 1990 και του 1991 με τίτλο "Ύψος μεριδίου αγοράς για Impulseis" εμφανίζει "εθνικό" μερίδιο αγοράς [...] % για κάθε τρίμηνο. Μια περαιτέρω συγκέντρωση δεδομένων "Κατηγορία προϊόντων: μικρές συσκευασίες (τιμές) διάρθρωση: εθνικό επίπεδο - εμπόριο τροφίμων (Nielsen), παλαιά ομόσπονδα κράτη, χωρίς το Aldi, υπηρεσία εξυπηρετήσεως σπιτιών, C & C και μεγάλα καταστήματα)" εμφανίζει το μερίδιο της L-I για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου 1990 με [...] % και Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου 1991 με [...] %.

(13) Απόφαση του Δικαστηρίου της 28. 2. 1991 στην υπόθεση C-234/89 "Henninger", σκέψη 17, Συλλογή 1991, σσ. 1-935.

(14) Η L-I ισχυρίζεται ότι και προϊόντα του φάσματος των μικρών παγωτών χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των εστιατορίων. Λόγω της προφανώς περιορισμένης έκτασης αυτής της χρήσης, οι σχετικές ποσότητες δεν αφαιρούνται από την αγορά του προϊόντος προς όφελος της L-I.

(15) Απόφαση του Δικαστηρίου της 6. 3. 1973, υποθέσεις 6 και 7/73 "Commercial Solvents", Συλλογή 1974, σ. 223, 250 και επ.: Αμινο-μπουτανόλη ως γαλακτοματωποιητής για τη βιομηχανία χρωμάτων- απόφαση του Δικαστηρίου της 13. 2. 1979, υπόθεση 85/76 "Βιταμίνες", Συλλογή 1979, σ. 461, 515 και επ.: "Βιοθρεπτική και τεχνολογική χρήση των βιταμινών C και Ε"- απόφαση του Δικαστηρίου της 9. 11. 1983, υπόθεση 322/81 "Michelin", Συλλογή 1983, σ. 3461: Καινούρια λάστιχα ως αρχικός εξοπλισμός των αυτοκινήτων και ως ανταλλακτικά.

(16) ΕΕ αριθ. L 173 της 30. 6. 1983, σ. 5.

(17) Το Δικαστήριο αναγνώρισε ρητά το ρόλο της δομής της ζήτησης κατά την οριοθέτηση της αγοράς του προϊόντος (απόφαση της 9. 11. 1983, υπόθεση 322/81 Michelin, ό.α. σ. 3504 και επ.).

(18) Η Επιτροπή δεν θεωρεί προς το παρόν ότι υπάρχει λόγος να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις συνέπειες των "συμφωνιών προμήθειας" στην αγορά βιομηχανικού παγωτού για μεγάλους καταναλωτές.

(19) Πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Henninger ό.α., σκέψη 18.

(20) ΕΕ αριθ. C 231 της 19. 9. 1986, σ. 2.

(21) Συλλογή 1967, σ. 543 και επ.

(22) ό.α.

(23) ό.α.

(24) ΕΕ αριθ. C 121 της 13. 5. 1992, σ. 2.

(25) ΕΕ αριθ. C 101 της 13. 4. 1984, σ. 2.

(26) Για την εξέταση της απαίτησης ως προς την απαρίθμηση σε μια σύμβαση προμήθειας μπίρας παράβαλε απόφαση του Δικαστηρίου της 28. 2. 1991 στην υπόθεση C-234/89 Henninger, ό.α. (σκέψη 36).

(27) EE αριθ. 36 της 6. 3. 1965, σ. 533/65.

(28) Απόφαση του Δικαστηρίου της 13. 7. 1966 στις υπόθεσεις 56 και 58/64 "Grundig-Consten", Συλλογή 1986, σσ. 281, 397- πάγια νομολογία και διοικητική πρακτική της Επιτροπής.

(29) Απόφαση του Δικαστηρίου της 21. 2. 1973 στην υπόθεση 6/72 "Continental Can", Συλλογή 1973, σσ. 215, 245 και επ., σκέψη 25.

(30) Απόφαση 92/553/ΕΟΚ της Επιτροπής - Nestle/Perrier, ΕΕ αριθ. L 356 της 5. 12. 1992, σ. 1, αιτιολογική σκέψη 98.

(31) Απόφαση του Δικαστηρίου της 28. 2. 1991 στην υπόθεση C-234/89 Henninger, ό.α., σκέψη 19.

(32) H L-I υπολογίζει ότι το 1990 περίπου [...] εκατομμύρια λίτρα πωλήθηκαν βάσει συμβάσεων αποκλειστικότητας. Επομένως, με συνολικές πωλήσεις 131,8 εκατομμύρια λίτρων μικρού παγωτού και 69,9 εκατομμυρία λίτρων παγωτού για μεγάλους καταναλωτές, το μεδιο του συνολικού όγκου πωλήσεων στο "παραδασιακό εμπόριο" που έγιναν βάσει δεσμεύσεων φθάνει το [>55 %].

(33) Παράβαλε απόφαση του Δικαστηρίου της 28. 2. 1991 στην υπόθεση C-234/89 Henninger, σκέψη 12.

(34) Η Επιτροπή τόνισε ήδη στην απόφασή της 78/172/ΕΟΚ (IV/29.418 - Gewuerze), ΕΕ αριθ. L 53 της 24. 2. 1978, σ. 20, τη σημασία που έχει για τη σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των προσφερομένων προϊόντων ο χώρος παρουσίασης μέσα στα καταστήματα λιανικής πωλήσεως.

(35) Κατά την έννοια των ερμηνευτικών παρατηρήσεων ως προς την ταξινόμηση των προϊόντων, έκδοση 21. 5. 1990, της κατηγορίας κρέμα παγωτού του Bundesverband der Deutschen Suesswarenindustrie e.V.