31985L0536

Οδηγία 85/536/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Δεκεμβρίου 1985 για την εξοικονόμηση αργού πετρελαίου με τη χρήση συστατικών υποκατάστατων καυσίμων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 334 της 12/12/1985 σ. 0020 - 0022
Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 12 τόμος 5 σ. 0014
Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 12 τόμος 5 σ. 0014
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 12 τόμος 2 σ. 0073
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 12 τόμος 2 σ. 0073


*****

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 5ης Δεκεμβρίου 1985

για την εξοικονόμηση αργού πετρελαίου με τη χρήση συστατικών υποκατάστατων καυσίμων

(85/536/ΕΟΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 235,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

τη γνώμη της Κοινωνικής Επιτροπής (3),

Εκτιμώντας:

ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 της συνθήκης, η Κοινότητα έχει ιδίως ως αποστολή να προάγει την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας, τη συνεχή και ισόρροπη ανάπτυξη της οικονομίας και μια αυξημένη σταθερότητα·

ότι, υπό τις σημερινές συνθήκες στον ενεργειακό τομέα, η μείωση της εξάρτησης της Κοινότητας από τις εισαγωγές αργού πετρελαίου θα συμβάλει αποτελεσματικά στην επίτευξη των στόχων αυτών·

ότι η μείωση και η αφαίρεση του μολύβδου από τη βενζίνη μπορούν εν μέρει να αναπληρωθούν με τη χρησιμοποίηση συστατικών υποκατάστατων καυσίμων και ότι τα καύσιμα αυτά μπορούν επίσης να συνεισφέρουν στην ελάττωση της υπερκατανάλωσης αργού πετρελαίου, που είναι απαραίτητο για την παραγωγή βενζίνης χωρίς μόλυβδο στα διυλιστήρια·

ότι η βενζίνη που χρησιμοποιείται για την κίνηση των οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης με επιβαλλόμενη ανάφλεξη αποτελεί σημαντικό τμήμα της κατανάλωσης πετρελαίου στην Κοινότητα·

ότι η ποσότητα αργού πετρελαίου, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή βενζίνης για οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης με επιβαλλόμενη ανάφλεξη, είναι δυνατό να ελαττωθεί με την ανάμειξη συστατικών υποκατάστατων καυσίμων στη βενζίνη που προέρχεται από υδρογονάνθρακες·

ότι ο όλο και περισσότερο σύνθετος χαρακτήρας των διαδικασιών διύλισης και η δημιουργία προϊόντων μέσω της πετροχημικής βιομηχανίας απαιτούν τα προϊόντα αυτά να προορίζονται για, κατά το δυνατό, σωστή χρήση και ότι είναι επιθυμητό να θεσπισθούν κανόνες για το σκοπό αυτό·

ότι αυτά τα συστατικά υποκατάστατων καυσίμων είναι δυνατό να παραχθούν από πρώτες ύλες διαφορετικές από το αργό πετρέλαιο, τόσο μέσα όσο και έξω από την Κοινότητα, γεγονός που διευρύνει το φάσμα των πρώτων υλών για την παραγωγή καυσίμων που προορίζονται για την τροφοδότηση κινητήρων εσωτερικής καύσης με επιβαλλόμενη ανάφλεξη·

ότι η διανομή και η χρησιμοποίηση μειγμάτων βενζίνης και συστατικών υποκατάστατων καυσίμων, όπως αυτά ορίζονται στην παρούσα οδηγία, δεν απαιτούν καμία μετατροπή ή απαιτούν μικρές μόνο μετατροπές των σημερινών συστημάτων διανομής βενζίνης και καμία μετατροπή στα υπάρχοντα οχήματα με κινητήρα εσωτερικής καύσης με επιβαλλόμενη ανάφλεξη τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να λειτουργούν με βενζίνη·

ότι η διανομή και η καύση μειγμάτων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία δεν περικλείουν πολύ διαφορετικούς κινδύνους για την ασφάλεια, την υγεία και το περιβάλλον από ό,τι η βενζίνη που πωλείται σήμερα για τα οχήματα με κινητήρα στην Κοινότητα·

ότι για την επίτευξη του στόχου της εξοικονόμησης του αργού πετρελαίου κρίνεται σκόπιμο να μην παρεμβληθούν εμπόδια στην παραγωγή, τη διανομή, την πώληση και τη χρησιμοποίηση μειγμάτων κατάλληλων για την κίνηση των οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης με επιβαλλόμενη ανάφλεξη·

ότι, λόγω της διασυνοριακής κυκλοφορίας, είναι απαραίτητο οι αυτοκινητιστές να βρίσκουν σε όλα τα σημεία της Κοινότητας καύσιμα κατάλληλα για τα αυτοκίνητά τους

και ότι οι πιθανοί χρήστες πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνουν μεταξύ των καυσίμων που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία και αυτών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε οχήματα κατασκευασμένα ή προσαρμοσμένα ειδικά για το σκοπό αυτό·

ότι, βάσει των επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων, μπορεί να κριθεί σκόπιμη η τροποποίηση του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας· ότι για τις τροποποιήσεις αυτές πρέπει να καθοριστεί η σχετική διαδικασία·

ότι στη συνθήκη δεν προβλέπονται οι απαιτούμενες για το σκοπό αυτό εξουσίες εκτός από εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 235 αυτής,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τα κράτη μέλη δεν παρεμποδίζουν, δεν περιορίζουν, ή δεν αποθαρρύνουν, για λόγους σχετικούς με την περιεκτικότητα σε οξυγονούχες ενώσεις, την παραγωγή, την εμπορία και την ελεύθερη κυκλοφορία των μειγμάτων βενζίνης που περιέχουν οξυγονούχες οργανικές ενώσεις που είναι σύμφωνες με το παράρτημα και οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα όρια που ορίζονται στο σημείο ΙΙ στήλη Α του εν λόγω παραρτήματος. Αυτά τα μείγματα καυσίμων πρέπει να είναι ασφαλή στη χρήση και να έχουν απόδοση ανάλογη με αυτή της βενζίνης που χρησιμοποιείται στα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης με επιβαλλόμενη ανάφλεξη, τα οποία χρησιμοποιούνται ή διατίθενται σήμερα στο εμπόριο, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε μετατροπή των εν λόγω οχημάτων.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «βενζίνη» νοείται κάθε μείγμα συντιθέμενο κυρίως από υγρούς υδρογονάνθρακες το οποίο είναι κατάλληλο για τη λειτουργία κινητήρων εσωτερικής καύσης με επιβαλλόμενη ανάφλεξη.

Άρθρο 3

Οι αντλίες για την πώληση καυσίμων στο ευρύ κοινό, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη διανομή καυσίμων που έχουν περιεκτικότητα σε οξυγονούχες οργανικές ενώσεις μεγαλύτερη από τα όρια που καθορίζονται στο σημείο ΙΙ στήλη Β του παραρτήματος, πρέπει να φέρουν εμφανώς σχετική ένδειξη ώστε να λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι διαφορές της θερμογόνου αξίας των καυσίμων αυτών.

Άρθρο 4

Το παράρτημα είναι δυνατόν να τροποποιηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 5 και 6.

Άρθρο 5

1. Συνιστάται επιτροπή για την προσαρμογή του παραρτήματος στις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, η οποία καλείται στο εξής «επιτροπή».

2. Η επιτροπή είναι επίσης αρμόδια να εξετάζει και τα συστατικά υποκατάστατων καυσίμων που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, χωρίς όμως να προσφεύγει στη διαδικασία του άρθρου 6.

3. Η επιτροπή αποτελείται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από αντιπρόσωπο της Επιτροπής. Συγκαλείται από τον πρόεδρο με δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτηση αντιπροσώπου κράτους μέλους.

4. Η επιτροπή εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 6

1. Σε περίπτωση αναφοράς στη διαδικασία του παρόντος άρθρου, η επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της είτε με δική του πρωτοβουλία είτε με αίτηση αντιπροσώπου ενός κράτους μέλους.

2. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας που ορίζεται από τον πρόεδρό της, σε συνάρτηση με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Αποφασίζει με πλειοψηφία σαρανταπέντε ψήφων· οι ψήφοι των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης. Ο πρόεδρος δεν λαμβάνει μέρος στην ψηφοφορία.

3. α) Η Επιτροπή λαμβάνει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον αυτά είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

β) Εφόσον τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Αν, κατά τη λήξη προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της πρότασης, το Συμβούλιο δεν έχει αποφανθεί η Επιτροπή λαμβάνει τα προτεινόμενα μέτρα και τα θέτει αμέσως σε εφαρμογή.

Άρθρο 7

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων σχετικά με τις μεθόδους μέτρησης και ελέγχου στα πλαίσια του παραρτήματος, για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1988. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 8

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 5 Δεκεμβρίου 1985.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J.-C. JUNCKER

(1) ΕΕ αριθ. C 229 της 2. 9. 1982, σ. 4.

(2) ΕΕ αριθ. C 96 της 11. 4. 1983, σ. 89.

(3) ΕΕ αριθ. C 33 της 7. 2. 1983, σ. 1.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ι. ΟΡΙΣΜΟΙ

Η μεθανόλη, η αιθανόλη, η ισοπροπυλική αλκοόλη (2-προπανόλη), η βουτυλική αλκοόλη (1-βουτανόλη), η δευτερογενής βουτυλική αλκοόλη (2-βουτανόλη), η τριτοταγής βουτυλική αλκοόλη (TBA, 2-μεθυλο-2-προπανόλη), η ισοβουτυλική αλκοόλη (2-μεθυλο-1-προπανόλη) και οι άλλες μονοαλκοόλες των οποίων το τελικό σημείο απόσταξης δεν υπερβαίνει το τελικό σημείο απόσταξης που ορίζουν οι εθνικές προδιαγραφές ή, όταν δεν υπάρχουν, οι βιομηχανικές προδιαγραφές για τα καύσιμα, καθώς και ο μεθυλοτριτοβουτυλαιθέρας (ΜΤΒΕ, τριτοβουτοξυμεθάνιο) και ο τριταμυλομεθυλαιθέρας (ΤΑΜΕ, 2-μεθοξυ-2-μεθυλοβουτάνιο), ο αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας (ΕΤΒΕ, 2-αιθοξυ-2-μεθυλοπροπάνιο) και οι άλλοι αιθέρες (R1-0-R2) των οποίων το τελικό σημείο απόσταξης δεν είναι μεγαλύτερο από το τελικό σημείο απόσταξης που ορίζουν οι εθνικές προδιαγραφές ή, εφόσον δεν υπάρχουν, οι βιομηχανικές προδιαγραφές για τα καύσιμα και των οποίων τα μόρια έχουν πέντε ή περισσότερα άτομα άνθρακα, είναι οξυγονούχες οργανικές ενώσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν επί του παρόντος ως συστατικά υποκατάστατων καυσίμων ή/και σταθεροποιητών για τα καύσιμα. Επίσης δεκτά μπορούν να γίνουν και τα μείγματα αυτών των ενώσεων.

Ως «σταθεροποιητές» νοούνται ορισμένες από τις ουσίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο οι οποίες προστίθενται για να εμποδίζεται ο διαχωρισμός των φάσεων στα μείγματα βενζίνης και συστατικών υποκατάστατων καυσίμων.

ΙΙ. ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΙΓΜΑΤΩΝ

Σύμφωνα με το άρθρο 1, τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπουν να περιέχονται στα μείγματα καυσίμων οξυγονούχες οργανικές ενώσεις σε κατ' όγκο περιεκτικότητες που δεν υπερβαίνουν τα όρια που ορίζονται στη στήλη Α.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν και ανώτερες από αυτά τα όρια περιεκτικότητες σε οξυγονούχες οργανικές ενώσεις. Η υποχρεωτική επισήμανση της αντλίας που επιτάσσει το άρθρο 3 αφορά τις περιεκτικότητες σε οξυγονούχες οργανικές ενώσεις που υπερβαίνουν τα όρια που ορίζονται στη στήλη Β.

1.2.3 // // // // // Α

// Β

// // // // Μεθανόλη, πρέπει να προστίθενται επαρκείς σταθεροποιητές (1) // 3 % κατ' όγκο // 3 % κατ' όγκο // Αιθανόλη, ενδεχομένως να είναι αναγκαίοι σταθεροποιητές (1) // 5 % κατ' όγκο // 5 % κατ' όγκο // Ισοπροπυλική αλκοόλη // 5 % κατ' όγκο // 10 % κατ' όγκο // ΤΒΑ // 7 % κατ' όγκο // 7 % κατ' όγκο // Ισοβουτυλική αλκοόλη // 7 % κατ' όγκο // 10 % κατ' όγκο // Αιθέρες με 5 ή περισσότερα άτομα άνθρακα ανά μόριο (1) // 10 % κατ' όγκο // 15 % κατ' όγκο // Άλλες οξυγονούχες οργανικές ουσίες που ορίζονται στο σημείο Ι // 7 % κατ' όγκο // 10 % κατ' όγκο // Μείγματα οξυγονούχων οργανικών ουσιών (2) που ορίζονται στο σημείο Ι // 2,5 % σε βάρος οξυγόνου, χωρίς υπέρβαση των ατομικών ορίων που καθορίζονται ανωτέρω για κάθε συστατικό

// 3,7 % σε βάρος οξυγόνου χωρίς υπέρβαση των ατομικών ορίων που καθορίζονται ανωτέρω για κάθε συστατικό

// // // (1) Σύμφωνα με τις εθνικές ή, αν δεν υπάρχουν, τις βιομηχανικές προδιαγραφές.

(2) Επιτρέπεται να υπάρχει ακετόνη μέχρι 0,8 % κατ' όγκο, όταν ανευρίσκεται ως συμπροϊόν της παρασκευής ορισμένων οξυγονούχων οργανικών ενώσεων.

Η προσθήκη άλλων συστατικών εκτός αυτά που αναφέρονται στο σημείο Ι, εφόσον χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα και η συνολική συγκέντρωσή τους δεν υπερβαίνει το 0,5 %, δεν θίγεται από την παρούσα οδηγία.

ΙΙΙ. ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Οι τεχνικές προδιαγραφές στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται τα ήδη χρησιμοποιούμενα καύσιμα καθορίζονται, επί του παρόντος, στα κράτη μέλη από εθνικές προδιαγραφές ή, αν δεν υπάρχουν, από βιομηχανικές προδιαγραφές.

Τα μείγματα βενζίνης και οξυγονούχων οργανικών ενώσεων θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που ισχύουν για τους τύπους καυσίμων τους οποίους καλούνται να υποκαταστήσουν τα μείγματα αυτά.

Επιπλέον, προδιαγραφές σχετικές με τις ειδικές ιδιότητες των μειγμάτων βενζίνης και οξυγονούχων οργανικών ενώσεων (π.χ. η ανοχή της παρουσίας νερού, η υγροσκοπικότητα, η συμβατικότητα με τα υλικά των μηχανών, καθώς και οι βλαβερές προσμίξεις, περιλαμβανομένης της περιεκτικότητας σε οργανικά οξέα, χαλκό κλπ.), θα μελετηθούν και θα καθοριστούν, όσον αφορά τα μείγματα αυτά από τους κατάλληλους οργανισμούς τυποποίησης ή, αν δεν υπάρχουν, από τις βιομηχανικές οργανώσεις.