31970R1251

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 της Επιτροπής της 29ης Ιουνίου 1970 περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ’αυτό ορισμένης εργασίας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 142 της 30/06/1970 σ. 0024 - 0026
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 5 τόμος 1 σ. 0052
Δανική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1970(II) σ. 0348
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 5 τόμος 1 σ. 0052
Αγγλική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1970(II) σ. 0402
Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 05 τόμος 1 σ. 0064
Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 05 τόμος 1 σ. 0093
Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 05 τόμος 1 σ. 0093


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 29ης Ιουνίου 1970 περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια Κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, και ιδίως το άρθρο 48, παράγραφος 3 υπό δ), και το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου περί του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(1),

Εκτιμώντας:

ότι, ο Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1968(2), και η Οδηγία 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1968(3), έχουν καταστήσει δυνατή με σειρά μέτρων προοδευτικής πραγματοποιήσεως την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων- ότι το δικαίωμα διαμονής, που έχουν αποκτήσει οι πραγματικά εργαζόμενοι, συνεπάγεται κατ' ανάγκη το δικαίωμα που αναγνωρίζεται από τη συνθήκη στους εν λόγω εργαζομένους να παραμένουν στο έδαφος Κράτους μέλους και μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας- ότι πρέπει να καθορισθούν οι όροι υπό τους οποίους δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα αυτό-

ότι οι εν λόγω κανονισμός και οδηγία του Συμβουλίου περιέχουν τις κατάλληλες διατάξεις όσον αφορά το δικαίωμα των εργαζομένων να παραμένουν στο έδαφος Κράτους μέλους με τον σκοπό να ασκούν εκεί ορισμένη εργασία- ότι το δικαίωμα παραμονής, που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 3 υπό δ) της συνθήκης, ερμηνεύεται κατά συνέπεια ως το δικαίωμα του εργαζομένου να διατηρεί την κατοικία του στο έδαφος Κράτους μέλους όταν παύει να ασκεί εκεί εργασία-

ότι η κινητικότης του εργατικού δυναμικού στην Κοινότητα συνεπάγεται την δυνατότητα των εργαζομένων να ασκούν εργασίες σε διάφορα Κράτη μέλη διαδοχικώς χωρίς εκ του λόγου αυτού να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση-

ότι πρέπει, κατ' αρχή να εξασφαλισθεί στον εργαζόμενο που διαμένει στο έδαφος Κράτους μέλους, το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος αυτό όταν παύει να έχει εκεί απασχόληση λόγω συμπληρώσεως της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ή λόγω μόνιμης ανικανότητος προς εργασία- ότι το δικαίωμα αυτό πρέπει επίσης να εξασφαλισθεί στον εργαζόμενο ο οποίος, μετά από ορισμένη περίοδο απασχολήσεως και διαμονής στο έδαφος Κράτους μέλους απασχολείται ως μισθωτός στο έδαφος άλλου Κράτους μέλους, ενώ διατηρεί ακόμα την διαμονή του στο έδαφος του πρώτου-

ότι προκειμένου να καθορισθούν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του δικαιώματος παραμονής, πρέπει να ληφθούν υπόψη, οι λόγοι που προκάλεσαν την παύση της δραστηριότητας στο έδαφος του Κράτους μέλους περί του οποίου πρόκειται, ιδίως δε η διαφορά μεταξύ της συνταξιοδοτήσεως, κανονικού και προβλεπτού πέρατος του επαγγελματικού βίου, και της ανικανότητας προς εργασία η οποία συνεπάγεται πρόωρη και απρόβλεπτη παύση της δραστηριότητας- ότι πρέπει να καθορισθούν ειδικές προϋποθέσεις όταν η παύση της δραστηριότητας είναι συνέπεια ατυχήματος εργασίας ή επαγγελματικής ασθενείας ή όταν ο/η σύζυγος του εργαζομένου είναι ή υπήρξε υπήκοος του Κράτους μέλους περί του οποίου πρόκειται-

ότι ο εργαζόμενος, ο οποίος έχει φθάσει στο τέλος του επαγγελματικού του βίου, πρέπει να έχει στη διάθεσή του επαρκή χρόνο για να αποφασίσει που επιθυμεί να ορίσει την οριστική του διαμονή-

ότι η άσκηση του δικαιώματος παραμονής από τον εργαζόμενο συνεπάγεται την επέκταση του δικαιώματος αυτού στα μέλη της οικογενείας του- ότι σε περίπτωση θανάτου του εργαζομένου κατά την διάρκεια του επαγγελματικού του βίου, η διατήρηση του δικαιώματος διαμονής πρέπει επίσης να αναγνωρίζεται στα μέλη της οικογενείας του και να αποτελεί αντικείμενο ειδικών προϋποθέσεων-

ότι τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται το δικαίωμα παραμονής πρέπει να απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς εργαζομένους που έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται επί των υπηκόων Κράτους μέλους που είχαν απασχόληση ως μισθωτοί εργαζόμενοι στο έδαφος άλλου Κράτους μέλους, καθώς και στα μέλη της οικογενείας τους, όπως καθορίζονται στο άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος.

Άρθρο 2

1. Έχει το δικαίωμα μονίμου παραμονής στο έδαφος Κράτους μέλους:

α) Ο εργαζόμενος ο οποίος, κατά τη στιγμή που παύει την δραστηριότητά του, έχει συμπληρώσει την προβλεπόμενη από τη νομοθεσία του κράτους αυτού ηλικία προς συνταξιοδότηση λόγω γήρατος και ο οποίος είχε σ' αυτό απασχόληση κατά την διάρκεια των 12 τελευταίων μηνών τουλάχιστον και έχει δε διαμείνει συνεχώς εκεί περισσότερο από τρία έτη-

β) Ο εργαζόμενος ο οποίος έχοντας διαμείνει συνεχώς στο έδαφος του Κράτους αυτού περισσότερο από δύο έτη, παύει να έχει εκεί μισθωτή απασχόληση λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία. Αν αυτή η ανικανότης είναι συνέπεια ατυχήματος εργασίας ή επαγγελματικής ασθενείας που παρέχουν δικαίωμα συντάξεως πληρωτέας εν όλω ή εν μέρει από φορέα του Κράτους αυτού, η προϋπόθεση διαρκείας διαμονής δεν απαιτείται-

γ) Ο εργαζομένος ο οποίος, μετά τριετή συνεχή απασχόληση και διαμονή στο έδαφος του κράτους αυτού αποκτά απασχόληση ως μισθωτός στο έδαφος άλλου Κράτους μέλους, ενώ διατηρεί τη διαμονή στο έδαφος του πρώτου Κράτους όπου επιστρέφει, κατά κανόνα καθημερινά ή τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.

Οι περίοδοι απασχολήσεως που επραγματοποιήθησαν κατ' αυτόν τον τρόπο στο έδαφος του άλλου Κράτους μέλους θεωρούνται για την απόκτηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α) και β) ανωτέρω, ότι έχουν πραγματοποιηθεί στο έδαφος του Κράτους διαμονής.

2. Οι προϋποθέσεις διαρκείας διαμονής και απασχολήσεως που προβλέπονται στην παράγραφο 1 υπό α) και η προϋπόθεση διαρκείας διαμονής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 υπό β) δεν απαιτούνται αν ο/η σύζυγος του εργαζομένου είναι υπήκοος του εν λόγω Κράτους μέλους ή έχασε την ιθαγένεια του Κράτους αυτού λόγω του γάμου του με τον εργαζόμενο αυτόν.

Άρθρο 3

1. Τα μέλη της οικογενείας εργαζομένου, τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού, τα οποία κατοικούν μαζί με αυτόν στο έδαφος Κράτους μέλους, έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν εκεί μονίμως, αν ο εργαζόμενος έχει αποκτήσει το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του Κράτους αυτού σύμφωνα με το άρθρο 2, ακόμα και μετά τον θάνατό του.

2. Αν ο εργαζόμενος αποβιώσει κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού του βίου και πριν αποκτήσει το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του εν λόγω Κράτους, τα μέλη της οικογενείας του έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν εκεί μονίμως υπό τον όρο:

- ότι ο εργαζόμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε διαμείνει στο έδαφος του Κράτους μέλους αυτού επί δύο τουλάχιστον έτη-

- ή ότι ο θάνατός του οφείλεται σε ατύχημα εργασίας ή επαγγελματική ασθένεια-

- ή ότι ο/η επιζών σύζυγος είναι υπήκοος του Κράτους τους διαμονής ή έχει χάσει την ιθαγένεια του Κράτους αυτού λόγω του γάμου του μετά του εργαζομένου αυτού.

Άρθρο 4

1. Η συνεχής διαμονή, που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και στο άρθρο 3 παράγραφος 2, δύναται να πιστοποιηθεί με κάθε αποδεικτικό μέσο εν χρήσει στη χώρα διαμονής. Δεν θίγεται από προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους τους τρεις μήνες κατ' έτος, ούτε από απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας που οφείλονται στην εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων.

2. Οι περίοδοι ακουσίας ανεργίας και οι απουσίες λόγω ασθενείας ή ατυχήματος, δεόντως βεβαιούμενες υπό του αρμοδίου γραφείου εργατικού δυναμικού, θεωρούνται ως περίοδοι απασχολήσεως κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1.

Άρθρο 5

1. Για την άσκηση του δικαιώματος παραμονής, ο δικαιούχος έχει στη διάθεσή του προθεσμία δύο ετών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο γεννάται το δικαίωμα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 1 υπό α) και β) και του άρθρου 3. Κατά το διάστημα αυτό δύναται να εγκαταλείπει το έδαφος του Κράτους μέλους χωρίς να θίγεται το δικαίωμα αυτό.

2. Καμμία διατύπωση δεν απαιτείται από τον δικαιούχο για την άσκηση του δικαιώματος παραμονής.

Άρθρο 6

1. Οι δικαιούχοι του παρόντος κανονισμού έχουν δικαίωμα αδείας διαμονής η οποία:

α) εκδίδεται και ανανεούται δωρεάν ή αντί καταβολής ποσού που να μην υπερβαίνει τα τέλη και φόρους τα πληρωτέα από τους ημεδαπούς για την έκδοση ή την ανανέωση των δελτίων ταυτότητος-

β) πρέπει να ισχύει για το σύνολο του εδάφους του Κράτους μέλους που την έχει εκδώσει-

γ) πρέπει να είναι τουλάχιστο πενταετούς ισχύος και αυτόματα ανανεώσιμη.

2. Διακοπές διαμονής που δεν υπερβαίνουν τους 6 συνεχείς μήνες δεν θίγουν την ισχύ της άδειας διαμονής.

Άρθρο 7

Το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως, που αναγνωρίζεται από τον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου, διατηρείται υπέρ των δικαιούχων του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 8

1. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις Κράτους μέλους οι οποίες είναι ευνοϊκότερες για τους υπηκόους των άλλων Κρατών μελών.

2. Τα Κράτη μέλη διευκολύνουν την επάνοδο στο έδαφός τους των εργαζομένων οι οποίοι το έχουν εγκαταλείψει αφού έχουν διαμείνει εκεί επί μακρό χρονικό διάστημα και είχαν εκεί απασχόληση, επιθυμούν δε να επιστρέψουν, εφ' όσον έχουν συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως ή σε περίπτωση μόνιμης ανικανότητας προς εργασία.

Άρθρο 9

1. Η Επιτροπή δύναται, λαμβανομένης υπόψη της δημοσιογραφικής εξελίξεως στο μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, κατόπιν αιτήσεως του Κράτους αυτού να καθορίσει διαφορετικές προϋποθέσεις από εκείνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό για την άσκηση του δικαιώματος παραμονής στο έδαφος του Λουξεμβούργου.

2. Εντός δύο μηνών μετά την υποβολή σ' αυτήν αιτήσεως που παρέχει όλες τις κατάλληλες ενδείξεις, η Επιτροπή λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση.

Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και γνωστοποιείται στα άλλα Κράτη μέλη.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε Κράτος μέλος.

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 29 Ιουνίου 1970.

Για την Επιτροπή.

Ο Πρόεδρος

Jean REY

(1) ΕΕ αριθ. Α 65 της 5.6.1970, σ. 16.

(2) ΕΕ αριθ. Ν 257 της 19.10.1968, σ. 2.

(3) ΕΕ αριθ. Ν 257 της 19.10.1968, σ. 13.