02010R1093 — EL — 12.01.2016 — 005.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής

(ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1022/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 22ας Οκτωβρίου 2013

  L 287

5

29.10.2013

►M2

ΟΔΗΓΊΑ 2014/17/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ της 4ης Φεβρουαρίου 2014

  L 60

34

28.2.2014

►M3

ΟΔΗΓΊΑ 2014/59/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ της 15ης Μαΐου 2014

  L 173

190

12.6.2014

►M4

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 806/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 15ης Ιουλίου 2014

  L 225

1

30.7.2014

►M5

ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2015/2366 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ της 25ης Νοεμβρίου 2015

  L 337

35

23.12.2015




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και πεδίο δράσης

1.  Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (εφεξής «Αρχή»).

▼M5

2.  Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 ), της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ), της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 3 ), του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 ), της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5 ) και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές εφαρμόζονται σε πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές που τα εποπτεύουν, στο πλαίσιο των σχετικών μερών της οδηγίας 2002/65/ΕΚ και της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6 ), συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, κανονισμών και αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή. Η Αρχή ενεργεί επίσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου ( 7 ).

▼B

3.  Η Αρχή ενεργεί επίσης στο πεδίο των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ιδρυμάτων πληρωμών και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, σε σχέση με τα θέματα που δεν εμπίπτουν άμεσα στις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, περιλαμβανομένων των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και χρηματοοικονομικών αναφορών, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις της Αρχής είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των πράξεων αυτών.

4.  Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, για τη διασφάλιση της συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο.

5.  Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή συμβάλλει:

α) στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας ιδίως υγιή, αποτελεσματική και συνεπή ρύθμιση και εποπτεία,

β) στη διασφάλιση της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών,

γ) στην ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού,

δ) στην αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και στην προαγωγή ισότιμων συνθηκών ανταγωνισμού,

ε) στη διασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης των πιστωτικών και λοιπών κινδύνων και

στ) στην ενίσχυση της προστασίας των πελατών.

▼M1

Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή συμβάλλει στη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των πράξεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2, ενισχύει την εποπτική σύγκλιση, γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή και διεξάγει οικονομικές αναλύσεις των αγορών για να προωθείται η επίτευξη των στόχων της Αρχής.

▼B

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με βάση τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε είδους συστημικό κίνδυνο που προέρχεται από χρηματοοικονομικά ιδρύματα, σε περίπτωση αποτυχίας των οποίων μπορεί να πληγεί η λειτουργία του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της πραγματικής οικονομίας.

▼M1

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα, αντικειμενικά και με αμερόληπτο τρόπο προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου.

▼B

Άρθρο 2

Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας

1.  Η Αρχή αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοοικονομικό τομέα, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του και η επαρκής προστασία των χρηστών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

2.  Το ΕΣΧΕ αποτελείται από:

α) το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), με σκοπό την υλοποίηση των καθηκόντων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 και τον παρόντα κανονισμό·

β) την Αρχή·

γ) την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8

δ) την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9

ε) τη Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή) με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 54 έως 57 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·

▼M1

στ) τις αρμόδιες ή τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών όπως προβλέπεται στις ενωσιακές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

3.  Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά με το ΕΣΣΚ, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μεικτής Επιτροπής, διασφαλίζοντας τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών και καταλήγοντας σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και σε άλλα διατομεακά θέματα.

4.  Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η αναμεταξύ τους ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών.

5.  Οι εν λόγω εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ υποχρεούνται να εποπτεύουν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ένωση, σύμφωνα με τις πράξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M1

Άρθρο 3

Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών

Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι υπόλογη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τα οποία της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό.

▼B

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

▼M5

1) «χρηματοοικονομικά ιδρύματα» σημαίνει πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, επιχειρήσεις επενδύσεων όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 14) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 11) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, με εξαίρεση ότι, όσον αφορά την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, χρηματοοικονομικά ιδρύματα σημαίνει τα πιστωτικά ιδρύματα και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·

▼M4

2) ως «αρμόδιες αρχές» νοούνται:

i) οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης τη Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε ό,τι αφορά ζητήματα που σχετίζονται με τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, στην οδηγία 2007/64/ΕΚ και όπως αναφέρονται στην οδηγία 2009/110/ΕΚ,

ii) όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, οι αρχές που είναι αρμόδιες να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των πιστωτικών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των οδηγιών αυτών,

iii) όσον αφορά τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων, οι φορείς που διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης καταθέσεων σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ), ή, στην περίπτωση που τη λειτουργία του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων διαχειρίζεται ιδιωτική εταιρεία, η δημόσια αρχή που έχει την εποπτεία των συστημάτων αυτών δυνάμει αυτής της οδηγίας, και

iv) όσον αφορά την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 11 ) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12 ), οι αρχές εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης που ιδρύεται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή όταν αναλαμβάνουν δράσεις δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ασκούν διακριτικές εξουσίες ή προβαίνουν σε επιλογές πολιτικής.

▼B

Άρθρο 5

Νομικό καθεστώς

1.  Η Αρχή αποτελεί ενωσιακό φορέα με νομική προσωπικότητα.

2.  Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.  Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

Άρθρο 6

Σύνθεση

Η Αρχή αποτελείται από:

1) συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 43,

2) συμβούλιο διοίκησης, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 47,

3) πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 48,

4) εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 53,

5) συμβούλιο προσφυγών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 60.

Άρθρο 7

Έδρα

Η έδρα της Αρχής βρίσκεται στο Λονδίνο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 8

Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

1.  Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

▼M1

α) συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως με την παροχή γνωμοδοτήσεων προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων, σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και άλλων μέτρων που βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

αα) καταρτίζει και τηρεί ενήμερο, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων τις μεταβαλλόμενες επιχειρησιακές πρακτικές και τα επιχειρησιακά μοντέλα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ευρωπαϊκό εποπτικό εγχειρίδιο για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο σύνολο της Ένωσης, το οποίο ορίζει εποπτικές βέλτιστες πρακτικές στις μεθοδολογίες και στις διεργασίες·

▼B

β) συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών ενωσιακών πράξεων, ιδίως συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, διασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, μεσολαβώντας και επιλύοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, διασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, διασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης,

▼M1

γ) διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών·

▼B

δ) συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, ιδίως παρέχοντας στο ΕΣΣΚ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και διασφαλίζοντας σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων της ΕΣΣΚ,

ε) διοργανώνει και διενεργεί αναλύσεις ομοτίμων των αρμόδιων αρχών, όπου περιλαμβάνεται η έκδοση κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων και ο εντοπισμός βέλτιστων πρακτικών, για την ενίσχυση της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων,

στ) παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της, περιλαμβανομένων ενδεχομένως των τάσεων της πίστης, ιδίως προς τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ,

ζ) πραγματοποιεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών με στόχο την εμπεριστατωμένη εκπλήρωση των καθηκόντων της Αρχής,

η) ενισχύει την προστασία των καταθετών και των επενδυτών,

▼M1

θ) προωθεί τη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών, την παρακολούθηση, εκτίμηση και μέτρηση του συστημικού κινδύνου, την κατάρτιση και τον συντονισμό σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, παρέχοντας υψηλού επιπέδου προστασίας των καταθετών και επενδυτών σε ολόκληρη την Ένωση και εκπονώντας μεθόδους για την εξυγίανση υπό κατάρρευση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και την εκτίμηση της ανάγκης κατάλληλων χρηματοδοτικών μέσων, με σκοπό την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ αρμοδίων αρχών που συμμετέχουν στη διαχείριση κρίσεων όσον αφορά τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα που μπορεί να αποτελέσουν συστημικό κίνδυνο, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 21 έως 26·

▼B

ι) εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή σε άλλες νομοθετικές πράξεις,

ια) δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση πληροφορίες σχετικά με το πεδίο δραστηριοτήτων της, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, σχετικά με τα καταχωρισμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση.

▼M1 —————

▼M1

1α.  Κατά την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή:

α) κάνει χρήση όλων των εξουσιών που διαθέτει· και

β) λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, λαμβάνει δεόντως υπόψη τους διαφόρους τύπους, τα επιχειρησιακά μοντέλα και το μέγεθος των πιστωτικών ιδρυμάτων.

▼B

2.  Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα να:

α) καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10,

β) καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15,

γ) εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16,

δ) εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3,

ε) λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που σημειώνονται στα άρθρα 18 παράγραφος 3 και 19 παράγραφος 3,

στ) σε περιπτώσεις που αφορούν άμεσα εφαρμόσιμο ενωσιακό δίκαιο, λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς χρηματοοικονομικά ιδρύματα, στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 6, στο άρθρο 18 παράγραφος 4 και στο άρθρο 19 παράγραφος 4,

ζ) γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 34,

η) συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως προβλέπει το άρθρο 35,

θ) αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης των χαρακτηριστικών και των διαδικασιών διανομής των προϊόντων στην οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων και στην προστασία του καταναλωτή,

ι) παρέχει κεντρικά προσπελάσιμη βάση δεδομένων των καταχωρισμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο πεδίο αρμοδιότητάς της όταν προβλέπεται από τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M1

2α.  Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και κατά την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων αναλύσεων κόστους/οφέλους που παράγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

▼B

Άρθρο 9

Καθήκοντα που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες

1.  Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της διαφάνειας, της απλότητας και της δικαιοσύνης στην αγορά καταναλωτικών χρηματοοικονομικών προϊόντων ή υπηρεσιών σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, όπου περιλαμβάνονται και τα εξής:

α) συλλογή, ανάλυση και αναφορά των καταναλωτικών τάσεων,

β) ανασκόπηση και συντονισμός της χρηματοοικονομικής κατάρτισης και των εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών από τις αρμόδιες αρχές,

γ) ανάπτυξη εκπαιδευτικών προτύπων για τον κλάδο και

δ) συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων σχετικά με τη δημοσιοποίηση.

2.  Η Αρχή παρακολουθεί τις νέες και υφιστάμενες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των αγορών και τη σύγκλιση των ρυθμιστικών πρακτικών.

3.  Η Αρχή μπορεί επίσης να εκδίδει προειδοποιήσεις σε περίπτωση που κάποια χρηματοοικονομική δραστηριότητα ενέχει σοβαρή απειλή για τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 5.

▼M1

4.  Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο οργανωτικό της μέρος, επιτροπή για τη χρηματοοικονομική καινοτομία, στο πλαίσιο της οποίας συνέρχονται όλες οι σχετικές αρμόδιες εποπτικές αρχές, με σκοπό την υιοθέτηση συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και την παροχή γνωμοδοτήσεων με σκοπό να τις παρουσιάσει η Αρχή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

▼B

5.  Η Αρχή μπορεί προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει ορισμένες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, στις περιπτώσεις που καθορίζονται και υπό τους όρους που θεσπίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή, εφόσον απαιτείται, σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα και με τους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 18.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Εάν μετά την παρέλευση ενός τριμήνου η απόφαση δεν ανανεωθεί, η ισχύς της λήγει αυτομάτως.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Αρχή να επανεξετάσει την απόφασή της. Σε αυτήν την περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει αν θα εμμείνει στην απόφασή της κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

▼M1

Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

▼B

Άρθρο 10

Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

1.  Οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εκχωρούν εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική εναρμόνιση στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση.

Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν επιβάλλουν στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις επί των οποίων βασίζονται.

Πριν την υποβολή τους στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Οσάκις η Αρχή υποβάλλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει εάν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εν μέρει μόνο ή, εάν το απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης, με τροποποιήσεις.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, διαβιβάζει και πάλι το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν το εγκρίνει ή, ενδεχομένως, εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης προς έγκριση. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν κατά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων η Αρχή δεν υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή υποβάλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.  Εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας.

3.  Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με κατ εξουσιοδότηση πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής, μόνο εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός της προθεσμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν μετά την παρέλευση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Εφόσον η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σκόπιμες. Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιήσει το περιεχόμενο του σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που έχει καταρτίσει η Αρχή δίχως εκ των προτέρων συντονισμό με αυτήν, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

4.  Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθενται σε ισχύ την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

Άρθρο 11

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  Οι εξουσίες για την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ανατίθενται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από τις 16 Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της ανατέθηκαν το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραετίας. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται αυτομάτως ή για ίσης διάρκειας περιόδους, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προχωρήσουν σε ανάκλησή της σύμφωνα με το άρθρο 14.

2.  Μόλις εγκρίνει ένα ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, η Επιτροπή το κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.  Η εξουσία έγκρισης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ανατίθεται στην Επιτροπή με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζουν τα άρθρα 12 έως 14.

Άρθρο 12

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.  Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.  Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί αν θα ανακληθεί η εξουσιοδότηση προσπαθεί να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις κατ’ εξουσιοδότηση εξουσίες που θα μπορούσαν να ανακληθούν.

3.  Η απόφαση περί ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13

Διατύπωση αντιρρήσεων για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

1.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που ενέκρινε η Επιτροπή. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

▼M2

Εφόσον η Επιτροπή εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο ίδιο με το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που υπέβαλε η Αρχή, η προθεσμία κατά την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις είναι ένας μήνας από την ημερομηνία κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η προθεσμία αυτή παρατείνεται αρχικώς κατά ένα μήνα και μπορεί να παραταθεί για περαιτέρω χρονικό διάστημα ενός μηνός.

▼B

2.  Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν.

Το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μπορεί να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ προτού λήξει η εν λόγω προθεσμία, αρκεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3.  Εάν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο διατυπώσει αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αυτό δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που διατυπώνει τις αντιρρήσεις αιτιολογεί τις αντιρρήσεις του αυτές για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Άρθρο 14

Μη έγκριση ή τροποποίηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων

1.  Εφόσον η Επιτροπή δεν εγκρίνει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή το τροποποιήσει σύμφωνα με το άρθρο 10, η Επιτροπή ενημερώνει την Αρχή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προβαίνοντας στη σχετική αιτιολόγηση.

2.  Όποτε ενδείκνυται, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να καλέσουν τον αρμόδιο Επίτροπο, μαζί με τον πρόεδρο της Αρχής, εντός μηνός από τη γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, για ad hoc συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, προκειμένου να παρουσιάσουν και να εξηγήσουν τις διαφορές τους.

Άρθρο 15

Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

1.  Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ, στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν συνεπάγονται στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές, το δε περιεχόμενό τους είναι να καθοριστούν οι όροι εφαρμογής αυτών των πράξεων. Η Αρχή υποβάλλει το σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση.

Πριν από την υποβολή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και αν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Οσάκις η Αρχή υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εν μέρει μόνο ή με τροποποιήσεις, εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει σχέδιο εκτελεστικού προτύπου κανόνα ή προτίθεται να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, το διαβιβάζει και πάλι προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν σκοπεύει να το εγκρίνει ή, ενδεχομένως, εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο πέμπτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή έχει υποβάλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.  Στις περιπτώσεις που η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας.

3.  Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με εκτελεστική πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής μόνο εφόσον η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός των προθεσμιών σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο.

Σε περίπτωση που η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σχετικές.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο του σχεδίου εκτελεστικών τεχνικών προτύπων της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

4.  Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

Άρθρο 16

Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

1.  Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με αποδέκτες αρμόδιες αρχές ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

2.  Όπου κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες. Οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι ανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και την επίπτωση των κατευθυντήριων γραμμών ή των συστάσεων. Η Αρχή ζητεί επίσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, τη γνώμη ή συμβουλές από την ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

3.  Οι αρμόδιες αρχές και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εάν προτίθεται να συμμορφωθεί προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί, ενημερώνει την Αρχή, παραθέτοντας τους λόγους της.

Η Αρχή δημοσιοποιεί το γεγονός ότι αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. H Αρχή μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύσει τους λόγους που παρασχέθηκαν από την αρμόδια αρχή για τους οποίους δεν συμμορφώνεται με τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή ενημερώνεται εγκαίρως σχετικά με τη δημοσιοποίηση αυτή.

Εφόσον αυτό επιτάσσει η εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή η σύσταση, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα αναφέρουν κατά τρόπο σαφή και ενδελεχή κατά πόσο συμμορφώθηκαν προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.

4.  Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί, αναφέροντας την αρμόδια αρχή που δεν συμμορφώθηκε προς αυτές και παραθέτοντας τον τρόπο με τον οποίο η Αρχή προτίθεται να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση της οικείας αρμόδιας αρχής προς τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της στο μέλλον.

Άρθρο 17

Παραβίαση του δικαίου της Ένωσης

1.  Αν αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή τις έχει εφαρμόσει κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζουν οι εν λόγω πράξεις, η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

2.  Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

▼M2

Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η αρμόδια αρχή παρέχει, χωρίς καθυστέρηση, στην Αρχή όλες τις πληροφορίες που η Αρχή θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της, περιλαμβανομένων πληροφοριών ως προς τον τρόπο εφαρμογής, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼B

3.  Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η ενέργεια που απαιτείται για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

4.  Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο εντός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να διατυπώσει επίσημη γνώμη απαιτώντας από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο. Η επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της Αρχής.

Η Επιτροπή εκδίδει την εν λόγω επίσημη γνώμη το αργότερο εντός τριών μηνών από την έγκριση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

5.  Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Επιτροπή και την Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την επίσημη αυτή γνώμη.

6.  Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν και εφόσον απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση αυτής της μη συμμόρφωσης προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, εφόσον οι σχετικές απαιτήσεις των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

7.  Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, οι αρμόδιες αρχές συμμορφούνται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.

8.  Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή επισημαίνει ποιες εθνικές αρχές και χρηματοοικονομικά ιδρύματα δεν συμμορφώθηκαν προς τις επίσημες γνώμες ή αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 18

Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

▼M1

1.  Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση, η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όποτε θεωρείται απαραίτητο, συντονίζει τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι σχετικές αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών αρμόδιων εποπτικών αρχών.

▼B

2.  Το Συμβούλιο μπορεί, σε συνεννόηση με την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση δε και με τις ΕΕΑ, να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή, όπου ορίζει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατόπιν αιτήματος της Αρχής, της Επιτροπής ή του ΕΣΣΚ. Το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Εάν η απόφαση δεν ανανεωθεί κατά τη λήξη της προθεσμίας ενός μήνα, η ισχύς της λήγει αυτομάτως. Το Συμβούλιο μπορεί να δηλώσει τη λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ανά πάσα στιγμή.

Όταν το ΕΣΣΚ ή η Αρχή κρίνει ότι επίκειται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εκδίδουν εμπιστευτική σύσταση απευθυνόμενη στο Συμβούλιο και του υποβάλλουν εκτίμηση της κατάστασης. Το Συμβούλιο εκτιμά στη συνέχεια την ανάγκη σύγκλησης συνόδου. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τηρείται η δέουσα εμπιστευτικότητα.

Εάν το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι συντρέχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

▼M1

3.  Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εν λόγω πράξεις.

▼B

4.  Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εντός της προθεσμίας που ορίζει η εν λόγω απόφαση, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις πράξεις αυτές, ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής. Τούτο ισχύει μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις πράξεις αυτές, ή τις εφαρμόζει κατά τρόπο που φαίνεται να συνιστά κατάφωρη παράβαση των εν λόγω πράξεων, καθώς και όποτε απαιτείται κατεπείγουσα θεραπεία για την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας και της ακεραιότητας των χρηματοοικονομικών αγορών ή της σταθερότητας του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.

5.  Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με ζητήματα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 19

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διασυνοριακές καταστάσεις

▼M1

1.  Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, αν αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης μιας άλλης αρμόδιας αρχής σε περιπτώσεις που προσδιορίζουν οι ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή, κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, μπορεί να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.

▼B

Σε περιπτώσεις που καθορίζονται στη νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και όταν, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, μπορεί να προσδιοριστεί διαφωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των διάφορων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, με δική της πρωτοβουλία, να επικουρεί τις αρχές προκειμένου να καταλήγουν σε συμφωνία σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4.

2.  Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των αρμόδιων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε συναφή χρονικά διαστήματα τυχόν ορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Στο στάδιο αυτό η Αρχή ενεργεί ως μεσολαβητής.

3.  Αν οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία κατά τη διάρκεια της φάσης συμβιβασμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Αρχή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 44 παράγραφος 1 δεύτερο και τέταρτο εδάφιο, μπορεί να λάβει απόφαση απαιτώντας από αυτές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα ή να μην προβούν σε ενέργειες, ώστε να επιλυθεί το θέμα, με δεσμευτική ισχύ για τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ένωσης.

4.  Με επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής και έτσι δεν διασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής.

5.  Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα. Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμόδιων αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

6.  Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2, ο πρόεδρος της Αρχής αναφέρει τη φύση και τον τύπο των διαφωνιών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν και την απόφαση που ελήφθη για τη διευθέτηση του θέματος.

Άρθρο 20

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο

Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 και του άρθρου 56, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διατομεακές διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν μεταξύ αρμόδιων αρχών, όπως ορίζει το άρθρο 4 σημείο 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.

▼M1

Άρθρο 20α

Σύγκλιση των διεργασιών εποπτικού ελέγχου

Η Αρχή προωθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, τη σύγκλιση του εποπτικού ελέγχου και της διεργασίας αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ με σκοπό τη δημιουργία ισχυρών εποπτικών προτύπων στην Ένωση.

▼B

Άρθρο 21

Σώματα εποπτών

▼M1

1.  Η Αρχή προωθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, την αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και ενισχύει τη συνέπεια στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών. Με στόχο τη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών εποπτείας, η Αρχή προωθεί κοινά εποπτικά σχέδια και κοινούς ελέγχους και το προσωπικό της Αρχής δύναται να συμμετέχει σε δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, όπως, μεταξύ άλλων, σε επιτόπιους ελέγχους, που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

2.  Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 23, και, κατά περίπτωση, συγκαλεί συνεδρίαση του σώματος.

▼B

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή θεωρείται «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια της συναφούς νομοθεσίας.

Η Αρχή μπορεί:

α) να συγκεντρώνει και να ανταλλάσσει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διευκολύνει το έργο του σώματος και να θεσπίσει και να διαχειριστεί ένα κεντρικό σύστημα ώστε οι πληροφορίες αυτές να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα,

β) να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 για να εκτιμά την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ιδίως τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, καθώς και να αξιολογεί το ενδεχόμενο αύξησης του συστημικού κινδύνου υπό συνθήκες πίεσης, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο και, όταν κρίνεται σκόπιμο, να απευθύνει σύσταση στην αρμόδια αρχή για διόρθωση των προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων,

γ) να προωθεί αποτελεσματικές και αποδοτικές εποπτικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως καθορίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης ή προκύπτουν υπό συνθήκες πίεσης,

δ) να επιβλέπει, σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές και

ε) να ζητά την πραγματοποίηση περαιτέρω διαβουλεύσεων εντός ενός σώματος σε περίπτωση που θεωρεί ότι η απόφαση θα είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου ή δεν θα συνέβαλλε στην επίτευξη του στόχου της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών. Μπορεί ακόμη να απαιτεί από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας να προγραμματίζει συνεδρίαση του σώματος ή να προσθέτει θέματα στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης.

3.  Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, για να διασφαλίζει ενιαίους όρους εφαρμογής σε σχέση με τις διατάξεις που αφορούν την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών, καθώς και να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 16, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών.

4.  Η Αρχή αναλαμβάνει ρόλο νομικά δεσμευτικής διαμεσολάβησης για να επιλύει διαφορές μεταξύ των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19. Η Αρχή μπορεί να λάβει αποφάσεις εποπτείας που εφαρμόζονται άμεσα στο σχετικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 19.

Άρθρο 22

Γενικές διατάξεις

1.  Η Αρχή εξετάζει δεόντως τον συστημικό κίνδυνο, ο οποίος ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Αντιμετωπίζει οποιονδήποτε κίνδυνο διατάραξης των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που:

α) προκαλείται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοοικονομικού συστήματος και

β) ενδέχεται να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία.

Η Αρχή λαμβάνει υπόψη, στις περιπτώσεις όπου κρίνεται σκόπιμο, την παρακολούθηση και εκτίμηση του συστημικού κινδύνου που διενεργείται από το ΕΣΣΚ και την Αρχή και ανταποκρίνεται στις προειδοποιήσεις και στις συστάσεις του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

▼M1

1α.  Τουλάχιστον μία φορά ετησίως η Αρχή αποφασίζει τη σκοπιμότητα διενέργειας σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεων της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 32, και ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τους λόγους της απόφασής της. Όταν διενεργούνται τέτοιες αξιολογήσεις σε επίπεδο Ένωσης και η Αρχή κρίνει ότι είναι σκόπιμο, δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα καθενός από τα συμμετέχοντα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

▼B

2.  Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει μια κοινή δέσμη ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών (πίνακας κινδύνου) για τον εντοπισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου.

Η Αρχή αναπτύσσει επίσης έναν κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης για να διευκολύνει τον εντοπισμό των ιδρυμάτων τα οποία ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο. Τα ιδρύματα αυτά θα υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.

3.  Με την επιφύλαξη των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή καταρτίζει, εφόσον απαιτείται, πρόσθετες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν.

Η Αρχή διασφαλίζει ότι ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα λαμβάνεται υπόψη κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

4.  Κατόπιν αιτήσεως μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή ιδία πρωτοβουλία, η Αρχή μπορεί να ερευνά συγκεκριμένο είδος χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή συγκεκριμένο είδος προϊόντων ή συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς, προκειμένου να εκτιμά ενδεχόμενους κινδύνους κατά της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και να απευθύνει κατάλληλες συστάσεις στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές για την ανάληψη δράσης.

Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που της εκχωρούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένου του άρθρου 35.

5.  Η Μεικτή Επιτροπή φροντίζει για τον συνολικό και διατομεακό συντονισμό των δραστηριοτήτων που εκτελούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 23

Προσδιορισμός και μέτρηση του συστημικού κινδύνου

1.  Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Τα χρηματοοικονομικά αυτά ιδρύματα τα οποία ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.

2.  Κατά την ανάπτυξη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, η Αρχή λαμβάνει πλήρως υπόψη τις σχετικές διεθνείς προσεγγίσεις, περιλαμβανομένων των προσεγγίσεων του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.

Άρθρο 24

Αδιάλειπτη ικανότητα αντιμετώπισης συστημικών κινδύνων

1.  Η Αρχή διασφαλίζει ότι διαθέτει εξειδικευμένη και αδιάλειπτη ικανότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης της επέλευσης των συστημικών κινδύνων, όπως αναφέρονται στα άρθρα 22 και 23, ιδίως όσον αφορά ιδρύματα που εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο.

2.  Η Αρχή εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και της νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και συμβάλλει στη διασφάλιση συνεκτικού και συντονισμένου μηχανισμού διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων στην Ένωση.

Άρθρο 25

Διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης

▼M1

1.  Η Αρχή συμβάλλει και μετέχει ενεργώς στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών, συνεκτικών και επικαιροποιημένων σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης για χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η Αρχή συμβάλλει επίσης, όπου προβλέπεται στις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, στην ανάπτυξη διαδικασιών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και προληπτικών μέτρων για την ελαχιστοποίηση του συστημικού αντικτύπου ενδεχόμενων καταρρεύσεων.

▼M4

1α.  Η Αρχή μπορεί να διοργανώνει και να διεξάγει αξιολογήσεις από ομοτίμους της ανταλλαγής πληροφοριών και των κοινών δραστηριοτήτων του Συμβουλίου Εξυγίανσης που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και των εθνικών αρχών εξυγίανσης των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν στον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης για την εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων, με στόχο να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα και η συνέπεια των αποτελεσμάτων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση.

▼B

2.  Η Αρχή μπορεί να εντοπίζει βέλτιστες πρακτικές με σκοπό τη διευκόλυνση της εξυγίανσης ιδρυμάτων υπό κατάρρευση και, ιδίως, διασυνοριακών ομίλων, κατά τρόπους με τους οποίους η κατάρρευση να μην γίνεται μεταδοτική, μεριμνώντας ώστε να είναι διαθέσιμα κατάλληλα εργαλεία, μεταξύ των οποίων επαρκείς πόροι, και να επιτρέπουν την εξυγίανση του ιδρύματος ή του ομίλου κατά τρόπο εύρυθμο, οικονομικά αποδοτικό και έγκαιρο.

3.  Η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα όπως ορίζεται ειδικότερα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 15 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 26

Ευρωπαϊκό σύστημα συστημάτων εγγύησης καταθέσεων

1.  Η Αρχή συμβάλλει στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, ενεργώντας στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή της οδηγίας 94/19/ΕΚ, αποσκοπώντας στη διασφάλιση της επαρκούς χρηματοδότησης των εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων από συνεισφορές χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων και εκείνων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί και συγκεντρώνουν καταθέσεις εντός της Ένωσης, η έδρα των οποίων όμως βρίσκεται εκτός αυτής, όπως προβλέπει η οδηγία 94/19/ΕΚ, και αποσκοπώντας ότι τα εθνικά συστήματα εγγύησης καταθέσεων διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλους τους καταθέτες σε εναρμονισμένο πλαίσιο σε ολόκληρη την Ένωση, με αποτέλεσμα ο σταθεροποιητικός εγγυητικός ρόλος των συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων να παραμένει ανέπαφος, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνονται προς τη νομοθεσία της Ένωσης.

2.  Το άρθρο 16 που αναφέρεται στις εξουσίες της Αρχής για τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων εφαρμόζεται για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων.

3.  Η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα όπως ορίζεται ειδικότερα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 15.

4.  Κατά την επανεξέταση του παρόντος κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 81 εξετάζεται ιδίως η σύγκλιση του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων.

Άρθρο 27

Ευρωπαϊκό σύστημα ρυθμίσεων για την εξυγίανση και τη χρηματοδότηση τραπεζών

1.  Η Αρχή συμβάλλει στην ανάπτυξη μεθόδων για την εξυγίανση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που καταρρέουν, ιδίως εκείνων που ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο, κατά τρόπους με τους οποίους η κατάρρευση να μην γίνεται μεταδοτική, οι οποίοι να τους επιτρέπει να εκκαθαρίζονται με τακτικό και έγκαιρο τρόπο και οι οποίοι να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, τους επιβεβλημένους συνεκτικούς και εύρωστους μηχανισμούς χρηματοδότησης.

▼M1

2.  Η Αρχή αξιολογεί την ανάγκη για σύστημα συνεκτικών, εύρωστων και αξιόπιστων μηχανισμών χρηματοδότησης, με τα ενδεδειγμένα μέσα χρηματοδότησης που να συνδέονται με ένα σύνολο συντονισμένων ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων.

▼B

Η Αρχή συμβάλλει στις εργασίες για ζητήματα εξασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού και για ζητήματα σωρευτικών επιπτώσεων τυχόν συστημάτων εισφορών και συνεισφορών επί χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων τα οποία ίσως καθιερωθούν με στόχο τη δίκαιη κατανομή επιβαρύνσεων και κινήτρων για να αποτραπεί ο συστημικός κίνδυνος, ως τμήμα ενός συνεκτικού και αξιόπιστου πλαισίου εξυγίανσης.

Κατά την επανεξέταση του παρόντος κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 81 εξετάζεται ιδίως η ενδεχόμενη ενίσχυση του ρόλου της Αρχής στο πλαίσιο της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων και, εάν είναι απαραίτητο, η δημιουργία ευρωπαϊκού ταμείου εξυγίανσης.

Άρθρο 28

Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, με τη συναίνεση του εξουσιοδοτουμένου, να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες στην Αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ανάθεση αρμοδιοτήτων προς τις οποίες πρέπει να επέρχεται συμμόρφωση πριν οι αρμόδιες αρχές τους συμμετάσχουν στις σχετικές συμφωνίες ανάθεσης και μπορούν να περιορίσουν το εύρος της ανάθεσης σε ό,τι είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εποπτεία των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή ομάδων.

2.  Η Αρχή παροτρύνει και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης και προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.

3.  Η ανάθεση αρμοδιοτήτων οδηγεί στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Το δίκαιο της εξουσιοδοτούμενης αρχής διέπει τη διαδικασία, την επιβολή και τον διοικητικό και δικαστικό έλεγχο σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες.

4.  Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Οι συμφωνίες αρχίζουν να ισχύουν από αυτές το νωρίτερο ένα μήνα από την ενημέρωση της Αρχής.

Εντός μηνός από την ενημέρωση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

Η Αρχή δημοσιεύει, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, κάθε συμφωνία ανάθεσης που συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Άρθρο 29

Κοινή εποπτική νοοτροπία

1.  Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ενωσιακής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στη διασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ένωση. Η Αρχή προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

α) γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές,

β) προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπει η συναφής ενωσιακή νομοθεσία,

γ) συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών προτύπων υψηλής ποιότητας, περιλαμβανομένων των προτύπων υποβολής εκθέσεων και των διεθνών λογιστικών προτύπων, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3,

δ) επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, καθώς και των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν κρίνει σκόπιμο, και

ε) καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν τη χρήση προγραμμάτων αποσπάσεων και άλλων εργαλείων.

2.  Η Αρχή μπορεί, κατά περίπτωση, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

▼M1

Με σκοπό την οικοδόμηση κοινής εποπτικής νοοτροπίας η Αρχή καταρτίζει και τηρεί ενήμερο, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων τις μεταβαλλόμενες επιχειρησιακές πρακτικές και τα επιχειρησιακά μοντέλα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ευρωπαϊκό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο σύνολο της Ένωσης. Το ευρωπαϊκό εποπτικό εγχειρίδιο ορίζει εποπτικές βέλτιστες πρακτικές στις μεθοδολογίες και στις διεργασίες.

▼B

Άρθρο 30

Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους

1.  Η Αρχή διοργανώνει και διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις από ομοτίμους ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών, για την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρχών που εξετάζονται. Κατά την πραγματοποίηση αξιολογήσεων ομοτίμων, λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες και οι ήδη επιτευχθείσες αξιολογήσεις σχετικά με τη σχετική αρμόδια αρχή.

2.  Η αξιολόγηση ομοτίμων περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α) επάρκεια των πόρων και των θεσμικών ρυθμίσεων της αρμόδιας αρχής, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 15 και στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και την ικανότητα αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς,

β) βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και στην εποπτική πρακτική, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 16, και βαθμός στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο,

γ) βέλτιστες πρακτικές που ανέπτυξαν κάποιες αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσε να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές,

δ) αποτελεσματικότητα και βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε όσον αφορά την επιβολή των διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων που επιβλήθηκαν κατά των υπεύθυνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εν λόγω διατάξεις.

▼M1

3.  Βάσει αξιολόγησης ομοτίμων, η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές επιδιώκουν να ακολουθούν αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Κατά την ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης ομοτίμων παράλληλα με οιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση προτύπων και πρακτικών ύψιστης ποιότητας.

3α.  Η Αρχή υποβάλλει γνώμη προς την Επιτροπή όποτε η αξιολόγηση ομοτίμων ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δείχνει ότι είναι αναγκαία κάποια νομοθετική πρωτοβουλία προκειμένου να διασφαλιστεί περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων προληπτικής εποπτείας.

▼B

4.  Η Αρχή δημοσιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές που απορρέουν από τις εν λόγω αξιολογήσεις ομοτίμων. Επιπλέον, όλα τα άλλα αποτελέσματα των αξιολογήσεων ομοτίμων μπορούν να δημοσιοποιούνται, εφόσον συμφωνεί η αρμόδια αρχή που αποτελεί το αντικείμενο της αξιολόγησης ομοτίμων.

Άρθρο 31

Λειτουργία συντονισμού

Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.

Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη ενωσιακή απόκριση, μεταξύ άλλων με:

α) τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών,

▼M1

β) τον καθορισμό του πεδίου και την επαλήθευση όπου κρίνεται σκόπιμο της αξιοπιστίας των πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών·

▼B

γ) την ανάληψη μη δεσμευτικού ρόλου μεσολαβητή κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, με την επιφύλαξη του άρθρου 19,

▼M1

δ) την ενημέρωση του ΕΣΣΚ, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση·

ε) τη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων σε καταστάσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό το συντονισμό των αναληφθεισών ενεργειών από τις σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές·

στ) τη συγκέντρωση των πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 35, στο πλαίσιο των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων που ισχύουν για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η αρχή ανταλλάσσει τις πληροφορίες αυτές με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές·

▼B

Άρθρο 32

Εκτίμηση των εξελίξεων της αγοράς

1.  Η Αρχή παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις της οικονομική ανάλυση των αγορών εντός των οποίων λειτουργούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εκτίμηση των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων της αγοράς στα ιδρύματα αυτά.

▼M1

2.  Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν αναπτύσσει:

α) κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος·

β) κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων·

γ) κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής σε κάποιο χρηματοοικονομικό ίδρυμα· και

δ) κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού για τις ανάγκες των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.

▼B

3.  Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, αν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων στον τομέα αρμοδιότητάς της.

Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή περιλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

▼M1

3α.  Για τους σκοπούς της διενέργειας των σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεων της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 35 και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτό, να ζητήσει πληροφορίες απευθείας από τα εν λόγω χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να διεξαγάγουν ειδικές ανασκοπήσεις. Μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να διεξαγάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, και μπορεί να συμμετάσχει σε αυτές τις επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 21, και υπό τους όρους αυτού, για να εξασφαλιστεί η συγκρισιμότητα και η αξιοπιστία των μεθόδων, πρακτικών και αποτελεσμάτων.

3β.  Η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα να υποβάλουν σε ανεξάρτητο λογιστικό έλεγχο τις πληροφορίες που αυτά πρέπει να παρέχουν κατά την παράγραφο 3α.

▼B

4.  Η Αρχή διασφαλίζει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

Άρθρο 33

Διεθνείς σχέσεις

1.  Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες.

2.  Η Αρχή συμβάλλει στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες σύμφωνα με τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.  Στην έκθεση του άρθρου 43 παράγραφος 5, η Αρχή παρουσιάζει τις διοικητικές ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν με διεθνείς οργανισμούς ή με διοικήσεις τρίτων χωρών και τη βοήθεια που παρεσχέθη για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας.

Άρθρο 34

Λοιπά καθήκοντα

1.  Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

2.  Όσον αφορά τις προληπτικές εκτιμήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών που υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2007/44/ΕΚ και οι οποίες, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική εκτίμηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αφορούν τα κριτήρια του άρθρου 19α παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου εκτίμησης σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2007/44/ΕΚ. Το άρθρο 35 εφαρμόζεται στους τομείς για τους οποίους η Αρχή μπορεί να εκδίδει γνώμη.

Άρθρο 35

Συγκέντρωση πληροφοριών

▼M1

1.  Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές διαθέτουν νόμιμη πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες είναι ακριβείς, συνεκτικές, πλήρεις και επίκαιρες.

2.  Η Αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους ή μέσω συγκρίσιμων προτύπων που έχει εγκρίνει η Αρχή. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται, όπου είναι δυνατόν, χρησιμοποιώντας ενιαίους μορφοτύπους υποβολής στοιχείων.

3.  Σε δεόντως αιτιολογημένη αίτηση εκ μέρους αρμόδιας αρχής, η Αρχή παρέχει οιαδήποτε πληροφορία είναι απαραίτητη για να δώσει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις περί επαγγελματικής εχεμύθειας που ορίζει η τομεακή νομοθεσία και το άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού.

▼B

4.  Πριν ζητήσει πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και για να αποφύγει την επικάλυψη των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, η Αρχή λαμβάνει υπόψη όλα τα υφιστάμενα σχετικά στατιστικά στοιχεία που παράγονται και διανέμονται από το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών.

5.  Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν διαθέσιμες από τις αρμόδιες αρχές εγκαίρως, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα σε άλλες εποπτικές αρχές, στο αρμόδιο για τα οικονομικά υπουργείο, αν έχει στη διάθεσή του δεδομένα προληπτικής εποπτείας, στην εθνική κεντρική τράπεζα ή στη στατιστική υπηρεσία του σχετικού κράτους μέλους.

▼M1

6.  Όταν δεν διατίθενται πλήρεις ή ακριβείς πληροφορίες ή δεν τίθενται εγκαίρως στη διάθεση των ενδιαφερομένων δυνάμει των παραγράφων 1 ή 5, η Αρχή μπορεί να ζητήσει πληροφορίες, με δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα, απευθείας από:

α) οικεία χρηματοοικονομικά ιδρύματα·

β) εταιρείες συμμετοχών ή υποκαταστήματα οικείου χρηματοοικονομικού ιδρύματος·

γ) μη ρυθμιζόμενους επιχειρησιακούς φορείς εντός ενός χρηματοοικονομικού ομίλου ή ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που είναι σημαντικοί για τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες των οικείων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Οι αποδέκτες αυτής της αίτησης χορηγούν αμέσως και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Αρχή σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες.

▼B

Η Αρχή ενημερώνει τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις αιτήσεις, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και την παράγραφο 5.

Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των πληροφοριών.

7.  Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου μόνο για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

▼M1

7α.  Όταν οι αποδέκτες αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο 6 δεν παρέχουν σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες αμέσως, η Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις περιπτώσεις που είναι δυνατόν και ενημερώνει τις σχετικές αρχές των οικείων κρατών μελών τα οποία, με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, συνεργάζονται με την Αρχή με σκοπό να εξασφαλισθεί πλήρης πρόσβαση στις πληροφορίες και σε οιαδήποτε έγγραφα βάσης, βιβλία ή αρχεία στα οποία έχουν νόμιμη πρόσβαση οι αποδέκτες για να επαληθεύσουν τις πληροφορίες.

▼B

Άρθρο 36

Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

1.  Η Αρχή συνεργάζεται στενά και σε τακτική βάση με το ΕΣΣΚ.

2.  Η Αρχή παρέχει στο ΕΣΣΚ κατά τακτά διαστήματα και εγκαίρως τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, παρέχονται, χωρίς χρονοτριβή, στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, θεσπίζει τις κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες για τη διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών, ιδίως πληροφοριών που αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

3.  Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, η Αρχή εξασφαλίζει κατάλληλα την παρακολούθηση της συνέχειας για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

4.  Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η Αρχή συγκαλεί συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών χωρίς καθυστέρηση και εκτιμά τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της.

Με τη συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για τον χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

▼M1

Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε σύσταση, αναφέρει στο Συμβούλιο και στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

▼B

5.  Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς αρμόδια εθνική εποπτική αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει έγκαιρη παρακολούθηση της συνέχειας.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

▼M1

Όταν η αρμόδια αρχή ενημερώνει, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, το Συμβούλιο και το ΕΣΣΚ για τις ενέργειες που πραγματοποίησε ως απάντηση σε σύσταση του ΕΣΣΚ, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

▼B

6.  Κατά την άσκηση των καθηκόντων τα οποία ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη της στον μέγιστο βαθμό τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 37

Ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων

1.  Προκειμένου να διευκολυνθεί η διεξαγωγή της διαβούλευσης με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων. Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων γνωμοδοτεί σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται με βάση το άρθρα 10 έως 15 όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα και, στον βαθμό που αυτές δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, το άρθρο 16 όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εάν χρειάζεται να αναληφθεί δράση επειγόντως και η διαβούλευση καθίσταται ανέφικτη, η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων ενημερώνεται όσο το δυνατόν συντομότερα.

▼M1

Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων συνεδριάζει ιδία πρωτοβουλία όποτε κρίνεται αναγκαίο, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο.

▼B

2.  Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν στη σωστή αναλογία τα πιστωτικά και επενδυτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, τους εκπροσώπους των υπαλλήλων τους καθώς και τους καταναλωτές, τους χρήστες τραπεζικών υπηρεσιών και τους αντιπροσώπους των ΜΜΕ. Τουλάχιστον πέντε από τα μέλη της είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί. Δέκα από τα μέλη της αντιπροσωπεύουν χρηματοοικονομικά ιδρύματα, τρία εκ των οποίων αντιπροσωπεύουν συνεταιριστικές και αποταμιευτικές τράπεζες.

3.  Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από προτάσεις των οικείων συμφεροντούχων. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών διασφαλίζει κατάλληλα τη γεωγραφική ισορροπία και την ισορροπία των φύλων, καθώς και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ένωση.

▼M1

4.  Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Η αποζημίωση αυτή είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με τα ποσοστά επιστροφής δαπανών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον Τίτλο V, Κεφάλαιο 1, Τμήμα 2 του Κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου ( 13 ) (Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης). Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων μπορεί να συγκροτήσει ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

▼B

Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων μπορούν να υπηρετήσουν επί δυο διαδοχικές θητείες.

5.  Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων μπορεί να υποβάλλει στην Αρχή γνώμες και συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής, με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα των άρθρων 10 έως 16 και των άρθρων 29, 30 και 32.

6.  Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών της.

7.  Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες και τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της.

Άρθρο 38

Διασφαλίσεις

1.  Η Αρχή διασφαλίζει ότι καμία απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει των άρθρων 18 ή 19 δεν έρχεται με οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών.

2.  Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι η απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή και στην Επιτροπή εντός δύο εβδομάδων από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση του κράτους μέλους, η Αρχή ενημερώνει το κράτος μέλος εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί. Εάν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει, δηλώνει ότι δεν θίγονται οι δημοσιονομικές αρμοδιότητες.

Αν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της, το Συμβούλιο αποφασίζει, με πλειοψηφία των εκπεφρασμένων ψήφων, σε μία από τις συνόδους του, το αργότερο εντός δύο μηνών μετά την ενημέρωση του κράτους μέλους από την Αρχή, όπως αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

Σε περίπτωση που το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να διατηρήσει την απόφαση της Αρχής, σύμφωνα με το πέμπτο εδάφιο, η απόφαση της Αρχής παύει να ισχύει.

3.  Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή, στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή, ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Το Συμβούλιο συγκαλεί σύνοδο, εντός δέκα εργάσιμων ημερών, και αποφασίζει, με απλή πλειοψηφία των μελών του, αν η απόφαση της Αρχής ανακαλείται.

Εφόσον το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να ανακαλέσει την απόφαση της Αρχής σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο, η αναστολή της απόφασης της Αρχής παύει να ισχύει.

4.  Όταν το Συμβούλιο έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 να μην ανακαλέσει απόφαση της Αρχής που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3, το δε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θεωρεί ακόμη ότι η απόφαση της Αρχής προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να ενημερώσει την Επιτροπή και την Αρχή και να ζητήσει από το Συμβούλιο να επανεξετάσει το θέμα. Το εν λόγω κράτος μέλος εκθέτει σαφώς τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με την απόφαση του Συμβουλίου.

Εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την ενημέρωση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την αρχική του απόφαση ή λαμβάνει νέα απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Η προθεσμία των τεσσάρων εβδομάδων μπορεί να παραταθεί κατά τέσσερις επιπλέον εβδομάδες από το Συμβούλιο, εφόσον το απαιτούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της περίπτωσης.

5.  Κάθε κατάχρηση του παρόντος άρθρου, ιδίως σε σχέση με απόφαση της Αρχής η οποία δεν έχει σημαντικό ή υλικό δημοσιονομικό αντίκτυπο, απαγορεύεται ως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 39

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.  Πριν λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή ενημερώνει κάθε επώνυμο αποδέκτη σχετικά με την πρόθεσή της να λάβει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το θέμα, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Αυτό εφαρμόζεται κατ αναλογία στις συστάσεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 3.

2.  Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

3.  Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

4.  Αν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει αυτήν την απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

5.  Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δυνάμει των άρθρων 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται και αναφέρουν την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής ή του χρηματοοικονομικού ιδρύματος που αφορούν και το γενικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή δεν συνάδει με το έννομο συμφέρον των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΓΑΝΩΣΗ



ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Συμβούλιο εποπτών

Άρθρο 40

Σύνθεση

1.  Το συμβούλιο εποπτών συγκροτείται από:

α) τον πρόεδρο, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

β) τον επικεφαλής της εθνικής δημόσιας αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε κάθε κράτος μέλος, ο οποίος συμμετέχει αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως,

γ) έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

▼M1

δ) έναν εκπρόσωπο που ορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς δικαίωμα ψήφου·

▼B

ε) έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

στ) έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

2.  Το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί συνεδριάσεις με την ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων τουλάχιστον δύο φορές ετησίως.

3.  Κάθε αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου από αυτήν, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.

4.  Αν η αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν είναι κεντρική τράπεζα, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στο στοιχείο αυτό μπορεί να αποφασίσει να συνοδεύεται από έναν εκπρόσωπο της κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

▼M1

4α.  Σε συζητήσεις που δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 44 παράγραφος 4, ο εκπρόσωπος που ορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με εμπειρογνωμοσύνη σε καθήκοντα κεντρικών τραπεζών.

▼B

5.  Σε κράτη μέλη με πλείονες αρχές αρμόδιες για την εποπτεία σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για κοινό αντιπρόσωπο. Ωστόσο, όταν το συμβούλιο εποπτών συζητεί θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της εθνικής αρχής που εκπροσωπείται από το μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), το εν λόγω μέλος μπορεί να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της σχετικής εθνικής αρχής, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

6.  Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 94/19/ΕΚ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο των αρμόδιων φορέων οι οποίοι διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης καταθέσεων σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

▼M3

Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της αρχής εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

▼M4

Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο του άρθρου της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ο πρόεδρος του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης παρίσταται ως παρατηρητής στο συμβούλιο εποπτών.

▼B

7.  Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 41

Εσωτερικές επιτροπές και ομάδες

1.  Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο εποπτών και μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο.

▼M1

1α.  Για τους σκοπούς του άρθρου 17, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί ανεξάρτητη ομάδα, η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο του συμβουλίου εποπτών και άλλα έξι μέλη, τα οποία δεν εκπροσωπούν την αρμόδια αρχή που εικάζεται ότι παρέβη το ενωσιακό δίκαιο και δεν έχουν κανένα συμφέρον στο ζήτημα, ούτε άμεσους δεσμούς με την εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή.

Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

2.  Για τους σκοπούς του άρθρου 19, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί ανεξάρτητη ομάδα, η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο του συμβουλίου εποπτών και από άλλα έξι μέλη τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη, ούτε άμεσους δεσμούς με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

3.  Οι ανεξάρτητες ομάδες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο προτείνουν αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 17 ή του άρθρου 19 για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών.

4.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

▼B

Άρθρο 42

Ανεξαρτησία

Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που του ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

▼M1

Η πρώτη και η δεύτερη παράγραφος δεν θίγουν τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013

▼B

Άρθρο 43

Καθήκοντα

1.  Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο II.

2.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις και τις αποφάσεις και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο κεφάλαιο II.

3.  Το συμβούλιο εποπτών ορίζει τον πρόεδρο.

4.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

5.  Το συμβούλιο εποπτών, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, εγκρίνει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται και η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, βάσει του σχεδίου έκθεσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 53 παράγραφος 7, και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

6.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

7.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 63.

8.  Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του προέδρου και του εκτελεστικού διευθυντή και μπορεί να τους παύει από τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 5 ή το άρθρο 51 παράγραφος 5 αντίστοιχα.

Άρθρο 44

Λήψη αποφάσεων

▼M1

1.  Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 και τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο και του Κεφαλαίου VΙ και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, ως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 («συμμετέχοντα κράτη μέλη») και την απλή πλειοψηφία των μελών του από αρμόδιες αρχές κρατών μελών που δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, ως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, («μη συμμετέχοντα κράτη μέλη»).

Όσον αφορά αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 19, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα εκδίδεται με απλή πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών του συμβουλίου εποπτών, η οποία περιλαμβάνει απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών και απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο, από την ημερομηνία κατά την οποία τέσσερα το πολύ ψηφίζοντα μέλη είναι από αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα εκδίδεται με απλή πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών του συμβουλίου εποπτών, η οποία περιλαμβάνει μια τουλάχιστον ψήφο των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τη σύνθεση της ομάδας σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2, το συμβούλιο εποπτών επιδιώκει την επίτευξη ομοφωνίας. Εάν δεν υπάρχει ομοφωνία, οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με πλειοψηφία τριών τετάρτων των ψηφιζόντων μελών του. Κάθε ψηφίζον μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 18 παράγραφοι 3 και 4 και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών του, που περιλαμβάνει απλή πλειοψηφία των μελών του από αρμόδιες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών και απλή πλειοψηφία των μελών του από αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

▼B

2.  Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών συγκαλούνται από τον πρόεδρο, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

3.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

▼M1

4.  Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον πρόεδρο, τον εκτελεστικό διευθυντή και τον εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που ορίζεται από το εποπτικό της συμβούλιο, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M1

4α.  Ο πρόεδρος της Αρχής μπορεί να ζητεί ψηφοφορία ανά πάσα στιγμή. Με την επιφύλαξη της εν λόγω εξουσίας και της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών λήψης αποφάσεων της Αρχής, το συμβούλιο εποπτών της Αρχής επιδιώκει την επίτευξη ομοφωνίας κατά τη λήψη των αποφάσεών του.

▼B



ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο διοίκησης

Άρθρο 45

Σύνθεση

1.  Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου.

Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί.

▼M1

Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμιση έτη. Η εν λόγω θητεία μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Το συμβούλιο διοίκησης περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο εκπροσώπους από μη συμμετέχοντα κράτη μέλη. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.

▼B

2.  Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας αντιπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63.

Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

3.  Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο.

4.  Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης δύνανται, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκτός από τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Άρθρο 46

Ανεξαρτησία

Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, ούτε οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 47

Καθήκοντα

1.  Το συμβούλιο διοίκησης εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.  Το συμβούλιο διοίκησης προτείνει στο συμβούλιο εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.

3.  Το συμβούλιο διοίκησης ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 63 και 64.

▼M1

4.  Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

5.  Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 72.

6.  Το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, περιλαμβανομένων των πεπραγμένων όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, με βάση σχέδιο έκθεσης στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 53 παράγραφος 7, προς το συμβούλιο εποπτών προς έγκριση.

7.  Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

8.  Το συμβούλιο διοίκησης διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφοι 3 και 5.



ΕΝΟΤΗΤΑ 3

Πρόεδρος

Άρθρο 48

Διορισμός και καθήκοντα

1.  Η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία των εργασιών του συμβουλίου εποπτών και προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης.

2.  Ο πρόεδρος διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

Προτού αναλάβει τα καθήκοντά του και έως έναν μήνα μετά την επιλογή από το συμβούλιο εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται, μετά από ακρόαση του υποψηφίου που επέλεξε το συμβούλιο εποπτών, να διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με τον ορισμό του επιλεγέντος.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών επιλέγει, μεταξύ των μελών του, αναπληρωτή, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αναπληρωτής αυτός δεν εκλέγεται μεταξύ των μελών του συμβουλίου διοίκησης.

3.  Η θητεία του προέδρου είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

4.  Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά:

α) τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,

β) τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ, με την επιφύλαξη επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5.  Ο πρόεδρος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν απόφασης του συμβουλίου εποπτών.

Ο πρόεδρος δεν εμποδίζει το συμβούλιο εποπτών να συζητήσει θέματα σχετικά με τον πρόεδρο, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανάγκη απομάκρυνσής του, και δεν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με αυτό το θέμα.

Άρθρο 49

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να δέχεται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο πρόεδρος, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

▼M1

Άρθρο 49α

Δαπάνες

Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρούνται δημοσίως σύμφωνα με τον Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Άρθρο 50

Έκθεση

1.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο ή από τον αναπληρωτή του να προβαίνει σε κατάθεση, σεβόμενος πλήρως την ανεξαρτησία του. Ο πρόεδρος καταθέτει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί.

2.  Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από την υποβολή της κατάθεσης κατά την παράγραφο 1.

3.  Πέρα από τις πληροφορίες που μνημονεύονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.



ΕΝΟΤΗΤΑ 4

Εκτελεστικός διευθυντής

Άρθρο 51

Διορισμός

1.  Την Αρχή διοικεί εκτελεστικός διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

2.  Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από επιβεβαίωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και αγορές και την εμπειρία του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, καθώς και τη διευθυντική πείρα του, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

3.  Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

4.  Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά ιδίως:

α) τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,

β) τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή άπαξ.

5.  Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του συμβουλίου εποπτών.

Άρθρο 52

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να λαμβάνει οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον εκτελεστικό διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο εκτελεστικός διευθυντής, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

▼M1

Άρθρο 52α

Δαπάνες

Ο εκτελεστικός διευθυντής δημοσιοποιεί τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρούνται δημοσίως σύμφωνα με τον Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Άρθρο 53

Καθήκοντα

1.  Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του συμβουλίου διοίκησης.

2.  Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του συμβουλίου εποπτών και υπό τον έλεγχο του συμβουλίου διοίκησης.

3.  Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να διασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

4.  Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.

5.  Κάθε έτος, ως τις 30 Ιουνίου, ο εκτελεστικός διευθυντής προετοιμάζει πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.

6.  Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 63, και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 64.

7.  Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα χρηματοοικονομικής και διοικητικής φύσης.

8.  Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 68 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ



ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Μεικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών

Άρθρο 54

Σύσταση

1.  Συγκροτείται Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

2.  Η Μεικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ στο οποίο η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά και διασφαλίζει διατομεακή συνέπεια με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), συγκεκριμένα όσον αφορά:

 τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων,

 τη λογιστική και τους ελέγχους,

 τις μικροπροληπτικές αναλύσεις διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα,

 τα επενδυτικά προϊόντα για μικροεπενδυτές,

 τα μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και

 την ανταλλαγή πληροφοριών με το ΕΣΣΚ και την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ του ΕΣΣΚ και των ΕΕΑ.

3.  Η Μεικτή επιτροπή διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, το οποίο λειτουργεί ως γραμματεία. Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

4.  Σε περίπτωση που ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα εμπλέκεται σε διαφορετικούς τομείς, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διαφορές σύμφωνα με το άρθρο 56.

Άρθρο 55

Σύνθεση

1.  Η Μεικτή Επιτροπή αποτελείται από τους προέδρους των ΕΕΑ και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο οποιασδήποτε υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 57.

2.  Στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής, καθώς και οποιωνδήποτε υποεπιτροπών που αναφέρονται στο άρθρο 57, προσκαλούνται ως παρατηρητές ο εκτελεστικός διευθυντής, ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής και το ΕΣΣΚ.

3.  Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής είναι αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ.

4.  Η Μεικτή Επιτροπή εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό της. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.

Η Μεικτή Επιτροπή συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά το δίμηνο.

Άρθρο 56

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή καταλήγει σε κοινές θέσεις με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), ανάλογα με την περίπτωση.

Οι πράξεις βάσει των άρθρων 10 έως 15, 17 18 ή 19 του παρόντος κανονισμού οι οποίες αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης ενωσιακής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και οι οποίες εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών), εγκρίνονται παράλληλα από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 57

Υποεπιτροπές

1.  Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή.

2.  Η υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.  Η υποεπιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της πρόεδρου, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Μεικτής Επιτροπής.

4.  Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί και άλλες υποεπιτροπές.



ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο προσφυγών

Άρθρο 58

Σύνθεση και λειτουργία

1.  Το συμβούλιο προσφυγών είναι κοινό όργανο των ΕΕΑ.

2.  Το συμβούλιο προσφυγών αποτελείται από έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής πείρας, καθώς και εποπτικής εμπειρίας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, των επαγγελματικών συντάξεων, των κινητών αξιών και αγορών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών οργάνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής. Το συμβούλιο προσφυγών έχει επαρκή νομική εμπειρία, ώστε να παράσχει εμπεριστατωμένες νομικές γνώμες όσον αφορά τη νομιμότητα της άσκησης των εξουσιών της Αρχής.

Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

3.  Το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής ορίζει δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δυο αναπληρωματικά από πίνακα των επικρατέστερων υποψηφίων τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  Η θητεία των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

5.  Δεν είναι δυνατόν να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του μέλος του συμβουλίου προσφυγών το οποίο ορίστηκε από το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το συμβούλιο διοίκησης λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το συμβούλιο εποπτών.

6.  Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Εάν η απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η αποφασιστική πλειοψηφία περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα από τα δύο μέλη του συμβουλίου προσφυγών που όρισε η Αρχή.

7.  Το συμβούλιο προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.

8.  Οι ΕΕΑ διασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του συμβουλίου προσφυγών μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

Άρθρο 59

Ανεξαρτησία και αμεροληψία

1.  Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οποιεσδήποτε οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα σε σχέση με την Αρχή, το συμβούλιο διοίκησής της ή το συμβούλιο εποπτών της.

2.  Τα μέλη των συμβουλίων προσφυγών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

3.  Εάν μέλος του συμβουλίου προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.

4.  Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της συμμετοχής μέλους του συμβουλίου προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

Καμμία ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρ’ όλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, πέραν της ένστασης όσον αφορά τη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.

5.  Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του. Εάν το αναπληρωματικό μέλος βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, ο πρόεδρος της Αρχής ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

6.  Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.

Για τον σκοπό αυτόν, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

Οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται δημοσίως, ετησίως και είναι έγγραφες.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 60

Προσφυγές

1.  Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, περιλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής που προβλέπεται στα άρθρα 17, 18 και 19 και οποιασδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με τις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

2.  Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός δυο μηνών από την άσκησή της.

3.  Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

4.  Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των δικών του κοινοποιήσεων ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

5.  Το συμβούλιο προσφυγών μπορεί είτε να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της Αρχής, είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και το όργανο αυτό εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση για τη σχετική υπόθεση.

6.  Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

7.  Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

Άρθρο 61

Προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.  Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ, κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.

2.  Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεων της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ.

3.  Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ.

4.  Η Αρχή υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφώνεται με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62

Προϋπολογισμός της Αρχής

1.  Τα έσοδα της Αρχής, η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 14 ) (εφεξής «δημοσιονομικός κανονισμός»), συνίστανται συγκεκριμένα σε οιονδήποτε συνδυασμό των εξής:

α) υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις θα συνεχίσει να εφαρμόζεται πέραν της προβλεπόμενης προθεσμίας της 31ης Οκτωβρίου 2014,

β) επιχορήγηση από την Ένωση, που εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»),

γ) τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ένωσης.

2.  Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής, τις δαπάνες επαγγελματικής επιμόρφωσης και τις λειτουργικές δαπάνες.

3.  Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

4.  Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

Άρθρο 63

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.  Μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει για το επόμενο οικονομικό έτος σχέδιο κατάστασης προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών και το διαβιβάζει, συνοδευόμενο από το οργανόγραμμα, στο συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών. Κάθε έτος, βάσει του σχεδίου κατάστασης που καταρτίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή και εγκρίνεται από το συμβούλιο διοίκησης, το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το συμβούλιο εποπτών στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου. Πριν από την έκδοση της κατάστασης προβλέψεων, το σχέδιο που κατάρτισε ο εκτελεστικός διευθυντής εγκρίνεται από το συμβούλιο διοίκησης.

2.  Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο (αποκαλούμενα εφεξής από κοινού ως «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»), μαζί με το σχέδιο του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.  Βάσει της εν λόγω κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της επιδότησης που θα επιβαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

4.  Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα για την Αρχή. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για την επιδότηση της Αρχής.

5.  Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

6.  Το συντομότερο δυνατό, το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργα σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων. Πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή. Εφόσον ένα από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να εκδώσει γνώμη, εντός δυο εβδομάδων από τη λήψη των πληροφοριών για το έργο γνωστοποιεί στην Αρχή την πρόθεσή του να εκδώσει την εν λόγω γνώμη. Αν δεν υπάρξει απάντηση, η Αρχή μπορεί να προχωρήσει στην εκτέλεση της προγραμματισμένης ενέργειας.

▼M1 —————

▼B

Άρθρο 64

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.  Ο εκτελεστικός διευθυντής ενεργεί ως εντολέας αξιωματούχος και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

2.  Μέχρι την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

Στη συνέχεια ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.  Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 129 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής, ενεργώντας με δική του ευθύνη, καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής και τους διαβιβάζει για γνωμοδότηση στο συμβούλιο διοίκησης.

4.  Το συμβούλιο διοίκησης αποφαίνεται επί των οριστικών λογαριασμών της Αρχής.

5.  Μέχρι την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου διοίκησης, στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

6.  Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

7.  Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεών του. Επίσης διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή.

8.  Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

9.  Μέχρι τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει την Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν, περιλαμβανομένων των εσόδων από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 65

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 15 ), εκτός αν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

Άρθρο 66

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.  Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.  Η Αρχή προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Αρχής.

3.  Οι αποφάσεις και οι συμφωνίες χρηματοδότησης, καθώς και οι πράξεις εφαρμογής που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους στους δικαιούχους πόρων που έχουν εκταμιευθεί από την Αρχή, καθώς και στο προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση των εν λόγω πόρων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 67

Προνόμια και ασυλίες

Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

Άρθρο 68

Προσωπικό

1.  Για το προσωπικό της Αρχής, περιλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή και του προέδρου της, ισχύουν ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.

2.  Το συμβούλιο διοίκησης, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.  Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

4.  Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

Άρθρο 69

Ευθύνη της Αρχής

1.  Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

2.  Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

Άρθρο 70

Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

1.  Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης, ο εκτελεστικός διευθυντής και μέλη του προσωπικού της Αρχής, περιλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για την Αρχή βάσει συμβάσεως, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 της ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

Στους ανωτέρω εφαρμόζεται το άρθρο 16 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, το προσωπικό, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Ούτε τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, ούτε οποιοιδήποτε άλλοι δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του προσωπικού της Αρχής κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.  Με την επιφύλαξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, καμία εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή υπό οποιαδήποτε μορφή, παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Επιπλέον, η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις εθνικές εποπτικές αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και ειδικότερα στις δικαστικές διαδικασίες τις σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

3.  Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή ενωσιακή νομοθεσία που ισχύει για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας των παραγράφων 1 και 2.

4.  Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού της ( 16 ).

Άρθρο 71

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

Άρθρο 72

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.  Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.  Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει, ως τις 31 Μαΐου 2011, πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.  Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από προσφυγή στο συμβούλιο προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

Άρθρο 73

Γλωσσικό καθεστώς

1.  Για την Αρχή ισχύει ο κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος ( 17 ).

2.  Το συμβούλιο διοίκησης αποφασίζει σχετικά με το γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην Αρχή.

3.  Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 74

Συμφωνία για την έδρα

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης, το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά από τη λήψη έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.

Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, περιλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς

Άρθρο 75

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.  Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή σε τρίτες χώρες που έχουν συνάψει με την Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2.

2.  Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι οποίες εφαρμόζουν νομοθεσία αναγνωρισμένη ως ισοδύναμη στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, όπως προβλέπεται σε διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 216 της ΣΛΕΕ.

3.  Με βάση τις σχετικές διατάξεις των συμφωνιών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν, ιδίως, τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τις διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στο έργο της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Μπορούν να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο συμβούλιο εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω χώρες δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 76

Προπαρασκευαστικές ενέργειες

1.  Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και πριν από τη σύσταση της Αρχής, η ΕΕΑΤΕ ενεργεί σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή για να προετοιμάσει την αντικατάσταση της ΕΕΑΤΕ από την Αρχή.

2.  Από τη σύσταση της Αρχής, υπεύθυνη για τη διοικητική εγκατάσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής είναι η Επιτροπή, μέχρις ότου η Αρχή διορίσει εκτελεστικό διευθυντή.

Προς τον σκοπό αυτόν, μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο εκτελεστικός διευθυντής μετά τον διορισμό του από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 51, η Επιτροπή μπορεί να τοποθετήσει προσωρινά έναν υπάλληλο ο οποίος θα επιτελεί τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή. Αυτό το χρονικό διάστημα περιορίζεται στον χρόνο που είναι απαραίτητος για τον διορισμό του εκτελεστικού διευθυντή της Αρχής.

Ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από πιστώσεις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό της Αρχής, αφού λάβει την έγκριση του συμβουλίου διοίκησης, ενώ μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, περιλαμβανομένων των συμβάσεων προσωπικού, μετά την έγκριση του οργανογράμματος της Αρχής.

3.  Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης.

4.  Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της ΕΕΑΤΕ. Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΑΤΕ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΑΤΕ θα συντάξει κατάσταση στην οποία θα εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση θα ελεγχθεί και θα εγκριθεί από την ΕΕΑΤΕ και από την Επιτροπή.

Άρθρο 77

Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

1.  Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 68, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης και συμφωνίες αποσπάσεων που συνάπτονται από την ΕΕΑΤΕ ή τη γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2011 θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.

2.  Σε όλα τα μέλη του προσωπικού με σύμβαση στα οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στο οργανόγραμμα της Αρχής.

Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιορισμένη στο προσωπικό που έχει συμβάσεις με την ΕΕΑΤΕ ή τη γραμματεία της, προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η εσωτερική διαδικασία επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τις δεξιότητες και την εμπειρία των ατόμων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πριν από την πρόσληψη.

3.  Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση λειτουργιών, στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.

4.  Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

Άρθρο 78

Εθνικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 79

Τροποποιήσεις

Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ τροποποιείται καθώς η ΕΕΑΤΕ διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 80

Κατάργηση

Η απόφαση 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής για τη σύσταση της ΕΕΑΤΕ καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2011.

Άρθρο 81

Επανεξέταση

1.  Έως τις 2 Ιανουαρίου 2014 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:

α) τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές,

i) τη σύγκλιση ως προς τη λειτουργική ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών και ως προς πρότυπα ισοδύναμα προς την εταιρική διακυβέρνηση,

ii) την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα και την αυτονομία της Αρχής,

β) τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών,

γ) την πρόοδο που έχει σημειωθεί προς σύγκλιση στα πεδία της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, περιλαμβανομένων των ενωσιακών μηχανισμών χρηματοδότησης,

δ) τον ρόλο της Αρχής όσον αφορά τον συστημικό κίνδυνο,

ε) την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης του άρθρου 38,

στ) την εφαρμογή του δεσμευτικού μεσολαβητικού ρόλου που θεσπίζει το άρθρο 19.

2.  Στην έκθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 εξετάζεται επίσης εάν:

α) ενδείκνυται να συνεχισθεί η χωριστή εποπτεία τραπεζών, ασφαλίσεων, επαγγελματικών συντάξεων, κινητών αξιών και χρηματοοικονομικών αγορών,

β) ενδείκνυται η άσκηση προληπτικής εποπτείας και η εποπτεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας να διενεργούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη,

γ) ενδείκνυται να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ για να αυξηθεί η συνοχή μεταξύ του μακροεπιπέδου και του μικροεπιπέδου και μεταξύ των ΕΕΑ,

δ) η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις,

ε) υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ,

στ) υπάρχει επαρκής λογοδοσία και διαφάνεια σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας,

ζ) οι πόροι της Αρχής επαρκούν για την επιτέλεση των καθηκόντων της,

η) ενδείκνυται να διατηρηθεί η έδρα της Αρχής ή να μεταφερθούν οι ΕΕΑ σε ενιαία έδρα προκειμένου να αναβαθμιστεί ο μεταξύ τους συντονισμός.

▼M1

3.  Όσον αφορά το ζήτημα της άμεσης εποπτείας χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή υποδομών πανευρωπαϊκής εμβέλειας και λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς, τη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς και τη συνοχή της Ένωσης συνολικά, η Επιτροπή συντάσσει ετήσια έκθεση για τη σκοπιμότητα της ανάθεσης στην Αρχή περισσότερων εποπτικών αρμοδιοτήτων στον τομέα αυτόν.

▼B

4.  Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, εάν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

▼M1

Άρθρο 81α

Επανεξέταση των κανόνων ψηφοφορίας

Από την ημερομηνία κατά την οποία ο αριθμός των μη συμμετεχόντων κρατών μελών φτάνει τα τέσσερα, η Επιτροπή επανεξετάζει τους κανόνες ψηφοφορίας που περιγράφονται στα άρθρα 41 και 44 και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία των κανόνων αυτών, λαμβάνοντας υπόψη την κτηθείσα πείρα από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

▼B

Άρθρο 82

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση το άρθρο 76 και το άρθρο 77 παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος.

Η Αρχή ιδρύεται την 1η Ιανουαρίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.



( 1 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

( 2 ) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

( 3 ) Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

( 4 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1).

( 5 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).

( 6 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

( 7 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

( 8 ) Βλέπε σελίδα 48 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

( 9 ) Βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

( 10 ) Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

( 11 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

( 12 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

( 13 ) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

( 14 ) ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

( 15 ) ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 72.

( 16 ) ΕΕ L 317 της 3.12.2001, σ. 1.

( 17 ) ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385.