2007L0014 — EL — 26.11.2013 — 001.001


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΟΔΗΓΊΑ 2007/14/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2007

σχετικά με τον καθορισμό αναλυτικών κανόνων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2004/109/ΕΚ για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά

(ΕΕ L 069, 9.3.2007, p.27)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  No

page

date

►M1

ΟΔΗΓΊΑ 2013/50/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ της 22ας Οκτωβρίου 2013

  L 294

13

6.11.2013




▼B

ΟΔΗΓΊΑ 2007/14/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2007

σχετικά με τον καθορισμό αναλυτικών κανόνων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2004/109/ΕΚ για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά



Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ ( 1 ), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο α), το άρθρο 5 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 5 παράγραφος 6 στοιχείο γ), το άρθρο 9 παράγραφος 7, το άρθρο 12 παράγραφος 8 στοιχείο β) έως στοιχείο ε), το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 14 παράγραφος 2, το άρθρο 21 παράγραφος 4 στοιχείο α), το άρθρο 23 παράγραφος 4 σημείο ii) και το άρθρο 23 παράγραφος 7,

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών (CESR) ( 2 ) επί θεμάτων τεχνικού χαρακτήρα,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2004/109/ΕΚ θεσπίζει τις γενικές αρχές για την εναρμόνιση των απαιτήσεων διαφάνειας όσον αφορά την κατοχή δικαιωμάτων ψήφου ή χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν ως αποτέλεσμα το δικαίωμα απόκτησης υφιστάμενων μετοχών με δικαιώματα ψήφου. Σκοπός της οδηγίας είναι να διασφαλίσει, μέσω της κοινολόγησης ακριβών, περιεκτικών και έγκαιρων πληροφοριών σχετικά με τους εκδότες κινητών αξιών, την εμπέδωση και τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Επίσης, απαιτώντας την πληροφόρηση των εκδοτών σχετικά με κινήσεις που επηρεάζουν τις σημαντικές συμμετοχές σε εταιρείες, η οδηγία έχει σκοπό να εξασφαλίσει ότι οι εν λόγω εκδότες θα είναι σε θέση να τηρούν ενήμερο το κοινό.

(2)

Οι κανόνες εφαρμογής των κανόνων που διέπουν τις απαιτήσεις διαφάνειας θα πρέπει επίσης να είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών, να ενισχύουν την αποτελεσματικότητα της αγοράς και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα.

(3)

Όσον αφορά τις διαδικαστικές ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να ενημερώνονται οι επενδυτές σχετικά με την επιλογή του κράτους μέλους προέλευσης εκ μέρους του εκδότη, είναι σκόπιμο να κοινολογούνται οι επιλογές αυτές σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που ισχύει για τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/109/ΕΚ.

(4)

Όσον αφορά το ελάχιστο περιεχόμενο της συνοπτικής σειράς εξαμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων στις περιπτώσεις όπου η εν λόγω σειρά δεν συντάσσεται σύμφωνα με διεθνή λογιστικά πρότυπα, το περιεχόμενο αυτό πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να μην παρέχει παραπλανητική εικόνα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, της χρηματοοικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσεως του εκδότη. Το περιεχόμενο των εξαμηνιαίων εκθέσεων πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να εξασφαλίζει την κατάλληλη διαφάνεια για τους επενδυτές μέσω τακτικής ροής πληροφοριών σχετικά με τις επιδόσεις του εκδότη και, επίσης, να εξασφαλίζει ότι οι πληροφορίες αυτές παρέχονται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εύκολο να συγκρίνονται με τις πληροφορίες που παρέχονται στην ετήσια έκθεση του προηγούμενου έτους.

(5)

Οι εκδότες μετοχών που συντάσσουν ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (ΔΛΠ) και τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) πρέπει να εφαρμόζουν τον ίδιο ορισμό των συναλλαγών μεταξύ μερών στις ετήσιες και τις εξαμηνιαίες εκθέσεις στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/109/ΕΚ. Οι εκδότες μετοχών που δεν συντάσσουν ενοποιημένους λογαριασμούς και δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν τα ΔΛΠ και τα ΔΠΧΠ πρέπει, στις εξαμηνιαίες εκθέσεις τους στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, να εφαρμόζουν τον ορισμό των συναλλαγών μεταξύ μερών που παρουσιάζεται στην οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, με βάση το άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών ( 3 ).

(6)

Για τους σκοπούς της εξασφάλισης της απαλλαγής από την κοινοποίηση σημαντικών συμμετοχών στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/109/ΕΚ στην περίπτωση μετοχών που αποκτώνται με μοναδικό σκοπό την εκκαθάριση και το διακανονισμό, η μέγιστη διάρκεια του «σύντομου κύκλου διακανονισμού» πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερη.

(7)

Για να είναι σε θέση η σχετική αρμόδια αρχή να παρακολουθεί τη συμμόρφωση όσον αφορά την παρέκκλιση, αναφορικά με τους ειδικούς διαπραγματευτές, σχετικά με την κοινοποίηση πληροφοριών για σημαντικές συμμετοχές, ο ειδικός διαπραγματευτής που επιθυμεί να επωφεληθεί από την παρέκκλιση αυτή θα πρέπει να γνωστοποιήσει ότι ενεργεί ή προτίθεται να ενεργήσει ως ειδικός διαπραγματευτής και να διευκρινίσει για ποιες μετοχές ή χρηματοοικονομικά μέσα θα ενεργήσει με τον τρόπο αυτό.

(8)

Είναι ιδιαίτερα σημαντική η άσκηση δραστηριοτήτων ειδικής διαπραγμάτευσης με πλήρη διαφάνεια. Έτσι, ο ειδικός διαπραγματευτής πρέπει να είναι σε θέση, εφόσον του ζητηθεί από την αρμόδια σχετική αρχή, να προσδιορίσει τις δραστηριότητες που διενεργούνται σε σχέση με τον υπό εξέταση εκδότη και ειδικότερα τις μετοχές ή τα χρηματοοικονομικά μέσα που τηρούνται για δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης.

(9)

Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα των ημερών διαπραγμάτευσης, είναι σκόπιμο, για λόγους ευκολίας της λειτουργίας, να υπολογίζονται τα χρονικά όρια σε σχέση με τις ημέρες διαπραγμάτευσης στο κράτος μέλος του εκδότη. Ωστόσο, για να ενισχυθεί η διαφάνεια, θα πρέπει να προβλέπεται ότι κάθε αρμόδια αρχή θα ενημερώνει τους επενδυτές και τους συμμετέχοντες στην αγορά σχετικά με το χρονοδιάγραμμα ημερών διαπραγμάτευσης που εφαρμόζεται στις διάφορες ρυθμιζόμενες αγορές που βρίσκονται ή λειτουργούν στο έδαφός της.

(10)

Όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να γίνεται κοινοποίηση των σημαντικών συμμετοχών, είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί πότε ενεργοποιείται η υποχρέωση, είτε ατομικά είτε συλλογικά, και πώς θα εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με την υποχρέωση αυτή στην περίπτωση πληρεξουσίων.

(11)

Είναι λογικό να υποτεθεί ότι τα φυσικά πρόσωπα ή οι νομικές οντότητες ενεργούν με μεγάλη προσοχή όταν αγοράζουν ή πωλούν σημαντικές συμμετοχές. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω πρόσωπα ή οντότητες θα αντιληφθούν πολύ γρήγορα αυτές τις αγορές ή πωλήσεις, ή τη δυνατότητα άσκησης δικαιωμάτων ψήφου και, επομένως, είναι σκόπιμο να οριστεί μια πολύ σύντομη περίοδος μετά τη σχετική συναλλαγή ως περίοδος μετά από την οποία θεωρείται ότι έχουν λάβει γνώση.

(12)

Η δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση άθροισης των σημαντικών συμμετοχών θα πρέπει να δίνεται μόνο σε μητρικές επιχειρήσεις που μπορούν να αποδείξουν ότι οι θυγατρικές τους εταιρείες διαχείρισης και εταιρείες επενδύσεων πληρούν επαρκώς τους όρους ανεξαρτησίας. Για να διασφαλιστεί η πλήρης διαφάνεια, η σχετική δήλωση θα πρέπει να κοινοποιείται εκ των προτέρων στη σχετική αρμόδια αρχή. Ως προς αυτό, είναι σημαντικό να αναφέρει η κοινοποίηση την αρμόδια αρχή που εποπτεύει τις δραστηριότητες των εταιρειών διαχείρισης υπό τους όρους που ορίζονται δυνάμει της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) ( 4 ), ασχέτως του εάν έχουν εγκριθεί ή όχι στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας, στη δεύτερη περίπτωση εποπτεύονται στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας.

(13)

Για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, τα χρηματοπιστωτικά μέσα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της κοινοποίησης των σημαντικών συμμετοχών στο βαθμό που τα εν λόγω μέσα παρέχουν στον κάτοχο το άνευ όρων δικαίωμα για απόκτηση των υποκειμένων μετοχών ή τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει είτε την απόκτηση των υποκειμένων μετοχών είτε μετρητά κατά τη λήξη. Κατά συνέπεια, τα χρηματοπιστωτικά μέσα δεν πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνουν μέσα που παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να λαμβάνει μετοχές υπό την προϋπόθεση ότι η τιμή της υποκείμενης μετοχής θα εκφράζει ένα συγκεκριμένο επίπεδο σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Δεν θα πρέπει επίσης να θεωρείται ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα καλύπτουν τα μέσα που επιτρέπουν στον εκδότη του μέσου ή σε έναν τρίτο να χορηγεί μετοχές ή μετρητά στον κάτοχο του μέσου κατά τη λήξη.

(14)

Τα χρηματοπιστωτικά μέσα στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5 ), τα οποία δεν αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, δεν θεωρούνται ως χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ.

(15)

Η οδηγία 2004/109/ΕΚ ορίζει απαιτήσεις υψηλού επιπέδου στον τομέα της διάδοσης ρυθμιζόμενων πληροφοριών. Επομένως, η απλή διαθεσιμότητα πληροφοριών, πράγμα που σημαίνει ότι οι επενδυτές πρέπει να τις αναζητήσουν ενεργά, δεν επαρκεί για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας. Συνεπώς, η διάδοση θα πρέπει να περιλαμβάνει την ενεργή διανομή πληροφοριών από τους εκδότες στα μέσα ενημέρωσης, έτσι ώστε οι πληροφορίες να φτάσουν στους επενδυτές.

(16)

Είναι απαραίτητα τα ελάχιστα πρότυπα ποιότητας για τη διάδοση ρυθμιζόμενων πληροφοριών για να διασφαλιστεί ότι οι επενδυτές, ακόμη και εάν βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος από αυτό του εκδότη, θα έχουν ίση πρόσβαση στις ρυθμιζόμενες πληροφορίες. Οι εκδότες πρέπει να διασφαλίζουν ότι πληρούνται αυτά τα ελάχιστα πρότυπα, είτε διαδίδοντας οι ίδιοι τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες είτε αναθέτοντας σε τρίτους να το πράξουν εξ ονόματός τους. Στη δεύτερη περίπτωση, ο τρίτος θα πρέπει να είναι ικανός να διαδίδει πληροφορίες υπό τις κατάλληλες συνθήκες και να χρησιμοποιεί τους κατάλληλους μηχανισμούς ώστε να εξασφαλίζει ότι οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες που λαμβάνει προέρχονται από τον αντίστοιχο εκδότη και ότι δεν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος υποβάθμισης των στοιχείων ή πρόσβασης χωρίς άδεια σε μη δημοσιευμένες εσωτερικές πληροφορίες. Όταν ο τρίτος παρέχει άλλες υπηρεσίες ή εκτελεί άλλα καθήκοντα, όπως μέσα ενημέρωσης, αρμόδιες αρχές, χρηματιστήρια ή η οντότητα που έχει αναλάβει τον επίσημα ορισμένο μηχανισμό αποθήκευσης, αυτές οι υπηρεσίες ή τα καθήκοντα θα πρέπει να διαχωρίζονται σαφώς από τις υπηρεσίες και τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη διάδοση ρυθμιζόμενων πληροφοριών. Όταν κοινοποιούν πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης, οι εκδότες ή οι τρίτοι πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στη χρήση ηλεκτρονικών μέσω και τυποποιημένων μορφοτύπων ώστε να διευκολύνεται και να επιταχύνεται η επεξεργασία των πληροφοριών.

(17)

Επιπλέον, στο πλαίσιο των ελάχιστων προτύπων, οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες πρέπει να διαδίδονται με τρόπο που θα εξασφαλίζει την ευρύτερη δυνατή πρόσβαση για το κοινό και, εφόσον είναι δυνατόν, φθάνοντας στο κοινό ταυτόχρονα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό του κράτους μέλους προέλευσης του εκδότη. Αυτό θα γίνεται με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να απαιτούν από τους εκδότες να δημοσιεύουν μέρη ή το σύνολο των ρυθμιζόμενων πληροφοριών μέσω εφημερίδων και της δυνατότητας των εκδοτών να παρουσιάζουν ρυθμιζόμενες πληροφορίες σε δικούς τους ή άλλους δικτυακούς τόπους που είναι προσπελάσιμοι για τους επενδυτές.

(18)

Θα πρέπει να είναι δυνατό να δηλώνεται η ισοδυναμία όταν οι γενικοί κανόνες κοινολόγησης των τρίτων χωρών παρέχουν στους χρήστες μια κατανοητή και γενικά ισοδύναμη αξιολόγηση της θέσης των εκδοτών που τους επιτρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις παρόμοιες με αυτές που θα λάμβαναν εάν είχαν στη διάθεσή τους πληροφορίες σύμφωνα με τις απαιτήσεις στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, ακόμη και αν οι απαιτήσεις δεν είναι ταυτόσημες. Ωστόσο, η ισοδυναμία θα πρέπει να περιορίζεται στη ουσία των σχετικών πληροφοριών και δεν θα πρέπει να γίνονται δεκτές εξαιρέσεις όσον αφορά τα χρονικά όρια που ορίζονται από την οδηγία 2004/109/ΕΚ.

(19)

Για να προσδιοριστεί εάν ένας εκδότης τρίτης χώρας πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με αυτές που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ ή όχι, είναι σημαντικό να εξασφαλίζεται ότι υπάρχει συνέπεια με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 809/2004, της 29ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία, τη μορφή των ενημερωτικών δελτίων, την ενσωμάτωση πληροφοριών μέσω παραπομπής, τη δημοσίευση των ενημερωτικών δελτίων και τη διάδοση των σχετικών διαφημίσεων ( 6 ), ιδίως τα στοιχεία που αφορούν ιστορικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται σε ένα ενημερωτικό δελτίο.

(20)

Όσον αφορά την ισοδυναμία των απαιτήσεων ανεξαρτησίας, η μητρική επιχείρηση μιας εταιρείας διαχείρισης ή εταιρείας επενδύσεων που εδρεύει σε τρίτη χώρα πρέπει να είναι σε θέση να επωφελείται από την απαλλαγή στο πλαίσιο του άρθρου 12 παράγραφος 4 ή 5 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, ασχέτως του εάν η νομοθεσία της τρίτης χώρας απαιτεί ή όχι άδεια για την ελεγχόμενη εταιρεία διαχείρισης ή εταιρεία επενδύσεων όσον αφορά την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης ή δραστηριοτήτων διαχείρισης χαρτοφυλακίου, με την προϋπόθεση ότι τηρούνται ορισμένοι όροι ανεξαρτησίας.

(21)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της ευρωπαϊκής επιτροπής κινητών αξιών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:



Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία ορίζει λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημεία i) και ii), του άρθρου 5 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, της δεύτερης πρότασης του άρθρου 5 παράγραφος 4, του άρθρου 9 παράγραφοι 1, 2 και 4, του άρθρου 10, του άρθρου 12 παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6, του άρθρου 12 παράγραφος 2 στοιχείο α), του άρθρου 13 παράγραφος 1, του άρθρου 21 παράγραφος 1, του άρθρου 23 παράγραφοι 1 και 6 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ.

▼M1 —————

▼B

Άρθρο 3

Ελάχιστο περιεχόμενο των εξαμηνιαίων μη ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων

(Άρθρο 5 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

1.  Το ελάχιστο περιεχόμενο της συνοπτικής σειράς εξαμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων, όταν η σειρά αυτή δεν συντάσσεται σύμφωνα με διεθνή λογιστικά πρότυπα που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, πρέπει να είναι σύμφωνο με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού.

2.  Ο συνοπτικός ισολογισμός και ο συνοπτικός λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως πρέπει να εμφανίζουν κάθε ένα από τα κεφάλαια και τα υποσύνολα που περιλαμβάνονται στις πιο πρόσφατες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του εκδότη. Πρέπει να περιλαμβάνονται πρόσθετα κονδύλια εάν, ως αποτέλεσμα της παράλειψής τους, οι εξαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις παρέχουν παραπλανητική εικόνα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, της χρηματοοικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσεως του εκδότη.

Επιπλέον, πρέπει να περιλαμβάνονται οι εξής συγκριτικές πληροφορίες:

α) ισολογισμός για το τέλος του πρώτου εξαμήνου του τρέχοντος οικονομικού έτους και συγκριτικός ισολογισμός για το τέλος του αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους·

β) λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως για τους πρώτους έξι μήνες του τρέχοντος οικονομικού έτους με συγκριτικές πληροφορίες, δύο χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, για την ανάλογη περίοδο του προηγούμενου οικονομικού έτους.

3.  Οι επεξηγηματικές σημειώσεις πρέπει να περιλαμβάνουν τα εξής:

α) επαρκείς πληροφορίες ώστε να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των συνοπτικών εξαμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις·

β) επαρκείς πληροφορίες και επεξηγήσεις ώστε να εξασφαλίζεται η σαφής κατανόηση από τον χρήστη τυχόν σημαντικών αλλαγών σε ποσά και εξελίξεων στην αντίστοιχη εξαμηνιαία περίοδο, που αντικατοπτρίζονται στον ισολογισμό και στην κατάσταση αποτελεσμάτων.

Άρθρο 4

Σημαντικότερες συναλλαγές μεταξύ μερών

(Άρθρο 5 παράγραφος 4 δεύτερη πρόταση της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

1.  Στις ενδιάμεσες εκθέσεις διαχείρισης, οι εκδότες μετοχών πρέπει να κοινολογούν ως σημαντικότερες συναλλαγές μεταξύ μερών τουλάχιστον τα εξής:

α) συναλλαγές μεταξύ μερών που πραγματοποιήθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος οικονομικού έτους και οι οποίες επηρέασαν ουσιαστικά τη χρηματοοικονομική θέση ή τις επιδόσεις της επιχείρησης κατά την εν λόγω περίοδο·

β) τυχόν μεταβολές των συναλλαγών μεταξύ μερών που περιγράφονται στην τελευταία ετήσια έκθεση οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ουσιαστικές συνέπειες για τη χρηματοοικονομική θέση ή τις επιδόσεις της επιχείρησης κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος οικονομικού έτους.

2.  Στις περιπτώσεις στις οποίες ο εκδότης μετοχών δεν υποχρεούται να συντάσσει ενοποιημένους λογαριασμούς, κοινολογεί τουλάχιστον τις συναλλαγές μεταξύ μερών που αναφέρονται στο άρθρο 43 παράγραφος 1 στοιχείο 7β της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ.

Άρθρο 5

Μέγιστη διάρκεια του συνήθους «σύντομου κύκλου διακανονισμού»

(Άρθρο 9 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

Η μέγιστη διάρκεια του συνήθους «σύντομου κύκλου διακανονισμού» είναι τρεις ημέρες διαπραγμάτευσης μετά τη συναλλαγή.

Άρθρο 6

Μηχανισμοί ελέγχου των αρμόδιων αρχών όσον αφορά τους ειδικούς διαπραγματευτές

(Άρθρο 9 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

1.  Ο ειδικός διαπραγματευτής που επιθυμεί να τύχει της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του εκδότη, το αργότερο εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, ότι ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητες ειδικού διαπραγματευτή όσον αφορά συγκεκριμένο εκδότη.

Όταν ο ειδικός διαπραγματευτής παύει να ασκεί δραστηριότητες ειδικού διαπραγματευτή όσον αφορά το σχετικό εκδότη, ενημερώνει σχετικά την εν λόγω αρμόδια αρχή.

2.  Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του εκδότη ζητήσει από τον ειδικό διαπραγματευτή ο οποίος επιθυμεί να τύχει της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 της εν λόγω οδηγίας να προσδιορίσει τις μετοχές ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία κατέχει για τους σκοπούς της ειδικής διαπραγμάτευσης, ο ειδικός αυτός διαπραγματευτής επιτρέπεται να προβεί στον προσδιορισμό αυτό με οποιοδήποτε επαληθεύσιμο μέσο. Μόνον εάν ο διαπραγματευτής δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τις σχετικές μετοχές ή τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, μπορεί να του ζητηθεί να τηρεί χωριστό λογαριασμό για τα εν λόγω μέσα και τις μετοχές για τους σκοπούς του προσδιορισμού.

3.  Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 24 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εάν η εθνική νομοθεσία απαιτεί συμφωνία ειδικής διαπραγμάτευσης μεταξύ του ειδικού διαπραγματευτή και του χρηματιστηρίου ή/και του εκδότη, ο ειδικός διαπραγματευτής προσκομίζει στην αρμόδια αρχή την εν λόγω συμφωνία, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αρχής αυτής.

Άρθρο 7

Χρονοδιάγραμμα ημερών διαπραγμάτευσης

(Άρθρο 12 παράγραφοι 2 και 6 και άρθρο 14 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

1.  Για τους σκοπούς του άρθρου 12 παράγραφοι 2 και 6 και του άρθρου 14 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζεται το χρονοδιάγραμμα ημερών διαπραγμάτευσης του κράτους μέλους προέλευσης του εκδότη.

2.  Κάθε αρμόδια αρχή δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο το χρονοδιάγραμμα ημερών διαπραγμάτευσης των διαφόρων ρυθμιζόμενων αγορών που βρίσκονται ή λειτουργούν στο έδαφος που ανήκει στη δικαιοδοσία της.

Άρθρο 8

Μέτοχοι και φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 10 της οδηγίας για τη διαφάνεια, που υποχρεούνται να προβαίνουν σε κοινοποίηση των σημαντικών συμμετοχών

(Άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

1.  Για τους σκοπούς του άρθρου 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, η υποχρέωση κοινοποίησης που προκύπτει εφόσον το ποσοστό των κατεχομένων δικαιωμάτων ψήφου φθάσει, υπερβεί ή μειωθεί κάτω από τα ισχύοντα κατώτατα όρια μετά από συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ αποτελεί ατομική υποχρέωση για κάθε μέτοχο, κάθε φυσικό πρόσωπο ή νομική οντότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας, ή και για τους δύο εφόσον το ποσοστό των κατεχομένων από κάθε μέρος δικαιωμάτων ψήφου φθάσει, υπερβεί ή μειωθεί κάτω από τα ισχύοντα κατώτατα όρια.

Στις περιστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) του άρθρου 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, η υποχρέωση κοινοποίησης είναι συλλογική υποχρέωση, κοινή για όλα τα μέρη της συμφωνίας.

2.  Στις περιστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο η) του άρθρου 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, αν ένας μέτοχος εκχωρήσει πληρεξούσιο όσον αφορά μια συνέλευση μετόχων, η κοινοποίηση μπορεί να πραγματοποιείται με μια απλή κοινοποίηση τη στιγμή της παράδοσης του πληρεξουσίου με την προϋπόθεση ότι καθίσταται σαφές στην κοινοποίηση ποια θα είναι η κατάσταση, από άποψη δικαιωμάτων ψήφου, όταν ο εντολοδόχος δεν θα έχει πλέον το δικαίωμα να ασκεί τα δικαιώματα ψήφου κατά τη διακριτική του ευχέρεια.

Εάν, υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο η) του άρθρου 10, ο κάτοχος του πληρεξουσίου λάβει ένα ή περισσότερα πληρεξούσια σχετικά με μια συνέλευση των μετόχων, η κοινοποίηση μπορεί να γίνει μέσω ενιαίας κοινοποίησης κατά τη στιγμή της παραλαβής των πληρεξουσίων, υπό την προϋπόθεση ότι στην κοινοποίηση αναφέρεται σαφώς ποια θα είναι η κατάσταση από άποψη δικαιωμάτων ψήφου όταν ο πληρεξούσιος δεν θα δύναται πλέον να ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου κατά τη διακριτική του ευχέρεια.

3.  Όταν περισσότερα από ένα νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες έχουν την υποχρέωση κοινοποίησης, η εν λόγω κοινοποίηση μπορεί να γίνεται με μια ενιαία κοινή κοινοποίηση.

Ωστόσο, η χρήση μιας ενιαίας κοινής κοινοποίησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απαλλάσσει οποιοδήποτε από τα σχετικά φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες από την ευθύνη τους όσον αφορά την κοινοποίηση.

Άρθρο 9

Περιστάσεις υπό τις οποίες ο κοινοποιών θα έπρεπε να λάβει γνώση σχετικά με την απόκτηση ή τη διάθεση ή τη δυνατότητα άσκησης δικαιωμάτων ψήφου

(Άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του άρθρου 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, ο μέτοχος ή το φυσικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας θεωρείται ότι έλαβε γνώση σχετικά με την απόκτηση, τη διάθεση ή τη δυνατότητα να ασκήσει δικαιώματα ψήφου το αργότερο δύο ημέρες διαπραγμάτευσης μετά τη συναλλαγή.

Άρθρο 10

Όροι ανεξαρτησίας που πρέπει να τηρούνται από τις εταιρείες διαχείρισης και τις εταιρείες επενδύσεων που συμμετέχουν στη διαχείριση επιμέρους χαρτοφυλακίων

(Άρθρο 12 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο και άρθρο 12 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

1.  Για τους σκοπούς της απαλλαγής από την άθροιση συμμετοχών που προβλέπεται στις πρώτες υποπαραγράφους του άρθρου 12 παράγραφος 4 και παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, η μητρική επιχείρηση μιας εταιρείας διαχείρισης ή εταιρείας επενδύσεων πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) δεν πρέπει να παρεμβαίνει, δίνοντας οδηγίες απευθείας ή εμμέσως ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, στην άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης ή εταιρεία επενδύσεων·

β) η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης ή εταιρεία επενδύσεων πρέπει να είναι ελεύθερη να ασκεί, ανεξάρτητα από τη μητρική επιχείρηση, τα δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με τα περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζεται.

2.  Μια μητρική επιχείρηση που επιθυμεί να επωφεληθεί από την απαλλαγή πρέπει, χωρίς καθυστέρηση, να κοινοποιεί τα ακόλουθα στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης των εκδοτών των οποίων τα δικαιώματα ψήφου συνδέονται με συμμετοχές τις οποίες διαχειρίζονται οι εταιρείες διαχείρισης ή εταιρείες επενδύσεων:

α) κατάλογο των επωνυμιών των εταιρειών διαχείρισης και εταιρειών επενδύσεων, αναφέροντας τις αρμόδιες αρχές που ασκούν εποπτεία σ’ αυτές ή αναφέροντας ότι καμία αρμόδια αρχή δεν τις εποπτεύει, αλλά χωρίς αναφορά στους σχετικούς εκδότες·

β) δήλωση ότι, για κάθε μία από τις σχετικές εταιρείες διαχείρισης ή εταιρείες επενδύσεων, η μητρική επιχείρηση συμμορφώνεται με τους όρους που ορίζονται στην παράγραφο 1.

Η μητρική επιχείρηση επικαιροποιεί τον κατάλογο που αναφέρεται στο στοιχείο α) σε συνεχή βάση.

3.  Όταν η μητρική επιχείρηση σκοπεύει να επωφεληθεί από τις απαλλαγές μόνο σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του εκδότη μόνο τον κατάλογο που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 2.

4.  Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, μια μητρική επιχείρηση εταιρείας διαχείρισης ή εταιρείας επενδύσεων πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του εκδότη, εφόσον της ζητηθεί, ότι:

α) οι οργανωτικές δομές της μητρικής επιχείρησης και της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων είναι τέτοιες ώστε τα δικαιώματα ψήφου να ασκούνται ανεξάρτητα από τη μητρική επιχείρηση·

β) τα πρόσωπα που αποφασίζουν πως θα ασκηθούν τα δικαιώματα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα·

γ) εάν η μητρική επιχείρηση είναι πελάτης της εταιρείας διαχείρισης ή εταιρείας επενδύσεων ή κατέχει συμμετοχή στα στοιχεία του ενεργητικού που διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης ή η εταιρεία επενδύσεων, υπάρχει σαφής γραπτή εντολή για μια ανεξάρτητη από επιρροές πελατειακή σχέση μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων.

Η απαίτηση στο στοιχείο α) συνεπάγεται τουλάχιστον ότι η μητρική επιχείρηση και η εταιρεία διαχείρισης ή η εταιρεία επενδύσεων πρέπει να θεσπίζουν γραπτές πολιτικές και διαδικασίες οι οποίες αποβλέπουν ευλόγως στην αποφυγή διάδοσης πληροφοριών μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων σε σχέση με την άσκηση δικαιωμάτων ψήφου.

5.  Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1, ως «οδηγία που λαμβάνεται απευθείας» νοείται κάθε οδηγία που δίνει η μητρική επιχείρηση ή άλλη ελεγχόμενη επιχείρηση της μητρικής επιχείρησης και η οποία ορίζει πώς θα ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου η εταιρεία διαχείρισης ή η εταιρεία επενδύσεων σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Ως «οδηγία που λαμβάνεται εμμέσως» νοείται κάθε γενική ή ειδική οδηγία, ασχέτως μορφής, που δίνει η μητρική επιχείρηση ή άλλη ελεγχόμενη επιχείρηση της μητρικής, και η οποία περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων σε σχέση με την άσκηση δικαιωμάτων ψήφου προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα της μητρικής επιχείρησης ή άλλης ελεγχόμενης επιχείρησης της μητρικής.

Άρθρο 11

Είδη χρηματοπιστωτικών μέσων που οδηγούν σε δικαίωμα απόκτησης, με αποκλειστική πρωτοβουλία του κατόχου, μετοχών οι οποίες ενσωματώνουν δικαίωμα ψήφου

(Άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

▼M1 —————

▼B

3.  Η κοινοποίηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) την προκύπτουσα κατάσταση όσον αφορά τα δικαιώματα ψήφου·

β) την αλυσίδα των ελεγχόμενων επιχειρήσεων μέσω των οποίων κατέχονται ουσιαστικά τα χρηματοπιστωτικά μέσα, εφόσον συντρέχει λόγος·

γ) την ημερομηνία κατά την οποία σημειώθηκε η προσέγγιση ή η υπέρβαση του ορίου·

δ) για τα μέσα για τα οποία ισχύει περίοδος άσκησης, ένδειξη της ημερομηνίας ή της χρονικής περιόδου κατά την οποία οι μετοχές θα αποκτηθούν ή μπορούν να αποκτηθούν, κατά περίπτωση·

ε) την ημερομηνία λήξης ή εκπνοής του μέσου·

στ) την ταυτότητα του κατόχου·

ζ) το όνομα του εκδότη.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου υπολογίζεται αναφορικά προς το συνολικό αριθμό των δικαιωμάτων ψήφου και του κεφαλαίου όπως κοινολογήθηκαν τελευταία από τον εκδότη, βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ.

4.  Η περίοδος κοινοποίησης είναι η ίδια με εκείνη που ορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ και στις σχετικές εκτελεστικές διατάξεις.

5.  Η κοινοποίηση πραγματοποιείται προς τον εκδότη της μετοχής και την αρμόδια αρχή των κρατών μελών προέλευσης του εκδότη.

Εάν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο συνδέεται με περισσότερες από μία υποκείμενες μετοχές, πραγματοποιείται ξεχωριστή κοινοποίηση προς κάθε εκδότη των υποκείμενων μετοχών.

Άρθρο 12

Ελάχιστες προδιαγραφές

(Άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

1.  Η διάδοση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών για τους σκοπούς του άρθρου 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ελάχιστες προδιαγραφές που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 5.

2.  Οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες διαδίδονται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι μπορούν να διαδοθούν στο ευρύτερο δυνατό κοινό, και με τη μικρότερη δυνατή χρονική υστέρηση μεταξύ της κοινοποίησής τους στο κράτος μέλος προέλευσης, ή στο κράτος μέλος που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, και της κοινοποίησής τους στα λοιπά κράτη μέλη.

3.  Το πλήρες κείμενο, χωρίς τροποποιήσεις, των ρυθμιζόμενων πληροφοριών κοινοποιείται στα μέσα ενημέρωσης.

Εντούτοις, στην περίπτωση των εκθέσεων και των καταστάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5 και 6 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, η απαίτηση αυτή θεωρείται ότι τηρείται εάν η ανακοίνωση σχετικά με τις ρυθμιζόμενες πληροφορίες κοινοποιηθεί στα μέσα ενημέρωσης και εάν, εκτός από το μηχανισμό που έχει οριστεί επίσημα για την κεντρική αποθήκευση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών και αναφέρεται στο άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας, παρέχεται ένδειξη του δικτυακού τόπου στον οποίο είναι διαθέσιμα τα σχετικά έγγραφα.

4.  Οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες κοινοποιούνται στα μέσα ενημέρωσης κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια της κοινοποίησης, να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος αλλοίωσης των δεδομένων και η μη επιτρεπόμενη πρόσβαση και να υπάρχει βεβαιότητα ως προς την πηγή των ρυθμιζόμενων πληροφοριών.

Η ασφάλεια της λήψης εξασφαλίζεται μέσω της αποκατάστασης, το συντομότερο δυνατό, κάθε αστοχίας ή διαταραχής κατά την κοινοποίηση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών.

Ο εκδότης ή το πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση, χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, δεν είναι υπεύθυνος για συστημικά σφάλματα ή παραλείψεις που παρουσιάζονται στα μέσα ενημέρωσης στα οποία κοινοποιήθηκαν οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες.

5.  Οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες κοινοποιούνται στα μέσα ενημέρωσης κατά τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για ρυθμιζόμενες πληροφορίες, να προσδιορίζεται με σαφήνεια ο σχετικός εκδότης, το αντικείμενο των ρυθμιζόμενων πληροφοριών και η ημερομηνία και ώρα κοινοποίησης των πληροφοριών από τον εκδότη ή από το πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση, χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

Εάν ζητηθεί, ο εκδότης ή το πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση, χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει να μπορεί να κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή, σε σχέση με οποιαδήποτε κοινολόγηση ρυθμιζόμενων πληροφοριών, τα εξής:

α) το όνομα του προσώπου που κοινοποίησε τις πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης·

β) λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την εγκυρότητα διασφάλισης·

γ) την ημερομηνία και ώρα κοινοποίησης των πληροφοριών στα μέσα ενημέρωσης·

δ) το μέσο ενημέρωσης στο οποίο κοινοποιήθηκαν οι πληροφορίες·

ε) εάν συντρέχει λόγος, τις λεπτομέρειες για την ενδεχόμενη απαγόρευση δημοσίευσης των ρυθμιζόμενων πληροφοριών πριν από συγκεκριμένη ημερομηνία την οποία έχει επιβάλει ο εκδότης.

Άρθρο 13

Ισοδύναμες απαιτήσεις με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ

(Άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

Μια τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της συγκεκριμένης χώρας, η ετήσια έκθεση διαχείρισης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) ορθή απεικόνιση της εξέλιξης και των επιδόσεων της επιχείρησης και της θέσης του εκδότη, μαζί με την περιγραφή των κυριότερων κινδύνων και αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζει, έτσι ώστε η απεικόνιση να παρουσιάζει μια ισόρροπη και ολοκληρωμένη ανάλυση της εξέλιξης και των επιδόσεων της επιχείρησης και της θέσης του εκδότη, κατάλληλη για την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της επιχείρησης·

β) ένδειξη τυχόν σημαντικών γεγονότων που συνέβησαν μετά τη λήξη του οικονομικού έτους·

γ) ενδείξεις ως προς την πιθανή μελλοντική εξέλιξη του εκδότη.

Η ανάλυση που αναφέρεται στο στοιχείο α) περιλαμβάνει, στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων ή της θέσης του εκδότη, χρηματοπιστωτικούς και, εφόσον συντρέχει λόγος, μη χρηματοπιστωτικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων που έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη επιχείρηση.

Άρθρο 14

Ισοδύναμες απαιτήσεις με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ

(Άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

Μια τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της συγκεκριμένης χώρας, εκτός από την ενδιάμεση έκθεση διαχείρισης απαιτούνται συνοπτικές οικονομικές καταστάσεις και η ενδιάμεση έκθεση διαχείρισης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) ανασκόπηση της περιόδου που καλύπτει η κατάσταση·

β) ενδείξεις ως προς την πιθανή μελλοντική εξέλιξη του εκδότη για τους εναπομένοντες έξι μήνες του οικονομικού έτους·

γ) για τους εκδότες μετοχών και, εάν δεν κοινοποιούνται ήδη σε διαρκή βάση, τις σημαντικότερες συναλλαγές μεταξύ μερών.

Άρθρο 15

Ισοδύναμες απαιτήσεις με τα άρθρα 4 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και 5 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ

(Άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

Μια τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις των άρθρων 4 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και 5 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της συγκεκριμένης χώρας, ένα ή περισσότερα πρόσωπα είναι υπεύθυνα για τον εκδότη ως προς τις ετήσιες και τις εξαμηνιαίες χρηματοπιστωτικές πληροφορίες και, συγκεκριμένα, για τα εξής:

α) τη συμμόρφωση των οικονομικών καταστάσεων με το σχετικό πλαίσιο πληροφόρησης ή τη σχετική δέσμη λογιστικών προτύπων·

β) την ορθή απεικόνιση της διαχείρισης που περιλαμβάνεται στην έκθεση διαχείρισης.

▼M1 —————

▼B

Άρθρο 17

Ισοδύναμες απαιτήσεις με το άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ

(Άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

Μια τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2004/109/ΕΚ εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της συγκεκριμένης χώρας, δεν απαιτείται παροχή ατομικών λογαριασμών από τη μητρική εταιρία, αλλά ο εκδότης με καταστατική έδρα στην εν λόγω τρίτη χώρα υποχρεούται, όταν καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς, να περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) για τους εκδότες μετοχών, τον υπολογισμό των μερισμάτων και την ικανότητα πληρωμής μερισμάτων·

β) για όλους τους εκδότες, εφόσον συντρέχει λόγος, τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με το κεφάλαιο και τους ίδιους πόρους καθώς και θέματα ρευστότητας.

Για τους σκοπούς της ισοδυναμίας, ο εκδότης πρέπει επίσης να μπορεί να θέσει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης πρόσθετες ελεγμένες γνωστοποιήσεις που παρέχουν πληροφορίες για τους ατομικούς λογαριασμούς του εκδότη ξεχωριστά, όσον αφορά το είδος των πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β). Οι γνωστοποιήσεις αυτές μπορούν να καταρτίζονται σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα της τρίτης χώρας.

Άρθρο 18

Ισοδύναμες απαιτήσεις με το άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2004/109/ΕΚ

(Άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

Μια τρίτη χώρα θεωρείται ότι ορίζει ισοδύναμες απαιτήσεις με εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2004/109/ΕΚ σχετικά με τους ατομικούς λογαριασμούς όταν, σύμφωνα με το δίκαιο μιας τρίτης χώρας, ένας εκδότης που έχει την καταστατική του έδρα στην εν λόγω τρίτη χώρα δεν υποχρεούται να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 7 ), αναγνωρίζεται ότι ισχύουν εντός της Κοινότητας, ή σύμφωνα με τα εθνικά λογιστικά πρότυπα της τρίτης χώρας που ισοδυναμούν με τα προαναφερθέντα πρότυπα.

Για τους σκοπούς της ισοδυναμίας, εάν αυτές οι οικονομικές πληροφορίες δεν είναι σύμφωνες με τα προαναφερόμενα πρότυπα, πρέπει να παρουσιάζονται με τη μορφή αναπροσαρμοσμένων οικονομικών καταστάσεων.

Επιπροσθέτως, οι ατομικοί λογαριασμοί πρέπει να ελέγχονται ανεξάρτητα.

Άρθρο 19

Ισοδύναμες απαιτήσεις με το άρθρο 12 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ

(Άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

Μια τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 12 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της συγκεκριμένης χώρας, η προθεσμία εντός της οποίας οι σημαντικές συμμετοχές πρέπει να κοινοποιούνται στον εκδότη που έχει την καταστατική του έδρα στην εν λόγω τρίτη χώρα και εντός της οποίας ο εκδότης πρέπει να γνωστοποιήσει στο κοινό αυτές τις σημαντικές συμμετοχές είναι συνολικά ίση ή μικρότερη από επτά ημέρες διαπραγμάτευσης.

Τα χρονοδιαγράμματα για την επακόλουθη κοινοποίηση στον εκδότη και για τη γνωστοποίηση από τον εκδότη στο κοινό μπορούν να είναι διαφορετικά από εκείνα που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 2 και 6 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ.

Άρθρο 20

Ισοδύναμες απαιτήσεις με το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ

(Άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

Μια τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της συγκεκριμένης χώρας, ο εκδότης που έχει την καταστατική του έδρα στην εν λόγω τρίτη χώρα υποχρεούται να πληροί τους ακόλουθους όρους:

α) στην περίπτωση εκδότη που επιτρέπεται να κατέχει κατ’ ανώτατο όριο το 5 % των δικών του μετοχών οι οποίες ενσωματώνουν δικαιώματα ψήφου, ο εκδότης πρέπει να πραγματοποιεί κοινοποίηση κάθε φορά που σημειώνεται προσέγγιση ή υπέρβαση του ορίου·

β) στην περίπτωση εκδότη που επιτρέπεται να κατέχει κατ’ ανώτατο όριο από 5 % έως 10 % των δικών του μετοχών οι οποίες ενσωματώνουν δικαιώματα ψήφου, ο εκδότης πρέπει να πραγματοποιεί κοινοποίηση κάθε φορά που σημειώνεται προσέγγιση ή υπέρβαση του ορίου του 5 % ή του ανώτατου ορίου·

γ) στην περίπτωση εκδότη που επιτρέπεται να κατέχει άνω του 10 % των δικών του μετοχών οι οποίες ενσωματώνουν δικαιώματα ψήφου, ο εκδότης πρέπει να πραγματοποιεί κοινοποίηση κάθε φορά που σημειώνεται προσέγγιση ή υπέρβαση του ορίου του 5 % ή του ορίου του 10 %.

Για λόγους ισοδυναμίας, δεν χρειάζεται να προβλεφθεί απαίτηση κοινοποίησης πέρα από το όριο του 10 %.

Άρθρο 21

Ισοδύναμες απαιτήσεις με το άρθρο 15 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ

(Άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

Μια τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της συγκεκριμένης χώρας, ο εκδότης που έχει την καταστατική του έδρα στην εν λόγω τρίτη χώρα υποχρεούται να γνωστοποιεί στο κοινό το συνολικό αριθμό των δικαιωμάτων ψήφου και το κεφάλαιο εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την αύξηση ή τη μείωση του εν λόγω συνολικού αριθμού.

Άρθρο 22

Ισοδύναμες απαιτήσεις με το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο α) και το άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ

(Άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

Μια τρίτη χώρα θεωρείται ότι προβλέπει απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις των άρθρων 17 παράγραφος 2 στοιχείο α) και 18 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ όσον αφορά το περιεχόμενο των πληροφοριών για τις συνεδριάσεις εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της συγκεκριμένης χώρας, ο εκδότης που έχει την καταστατική του έδρα στην εν λόγω τρίτη χώρα υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες τουλάχιστον για τον τόπο, την ώρα και την ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων.

Άρθρο 23

Ισοδυναμία σε σχέση με το κριτήριο της ανεξαρτησίας για τις μητρικές επιχειρήσεις εταιρειών διαχείρισης και εταιρειών επενδύσεων

(Άρθρο 23 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ)

1.  Μια τρίτη χώρα θεωρείται ότι θέτει προϋποθέσεις ανεξαρτησίας ισοδύναμες με τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της συγκεκριμένης χώρας, οι εταιρείες διαχείρισης ή οι εταιρείες επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ υποχρεούνται να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:

α) η εταιρεία διαχείρισης ή η εταιρεία επενδύσεων πρέπει σε κάθε περίπτωση να ασκεί ανεξάρτητα από τη μητρική της επιχείρηση τα δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία διαχειρίζεται·

β) η εταιρεία διαχείρισης ή η εταιρεία επενδύσεων δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα της μητρικής επιχείρησης ή οποιασδήποτε άλλης ελεγχόμενης επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης εάν προκύψει σύγκρουση συμφερόντων.

2.  Η μητρική επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις κοινοποίησης που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α) και παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας.

Επιπροσθέτως, υποβάλλει δήλωση σύμφωνα με την οποία, για κάθε σχετική εταιρεία διαχείρισης ή εταιρεία επενδύσεων, η μητρική επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, η μητρική επιχείρηση πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει, εφόσον της ζητηθεί, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του εκδότη ότι πληρούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 24

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία έκδοσης της οδηγίας. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις ρυθμίσεις που αφορούν την εν λόγω αναφορά.

2.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 25

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 26

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.



( 1 ) ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.

( 2 ) Η CESR συστάθηκε με την απόφαση 2001/527/ΕΚ της Επιτροπής της 6ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 43).

( 3 ) ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 224 της 16.8.2006, σ. 1).

( 4 ) ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

( 5 ) ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/31/ΕΚ (ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 60).

( 6 ) ΕΕ L 149 της 30.4.2004, σ. 1· διορθώθηκε στην ΕΕ L 215 της 16.6.2004, σ. 3. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1787/2006 (ΕΕ L 337 της 5.12.2006, σ. 17).

( 7 ) ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1.