2005R0111 — EL — 30.12.2013 — 001.001


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 111/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Δεκεμβρίου 2004

σχετικά με τη θέσπιση κανόνων για την παρακολούθηση του εμπορίου πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών μεταξύ της ►M1  Ένωσης ◄ και τρίτων χωρών

(ΕΕ L 022, 26.1.2005, p.1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  No

page

date

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1259/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Νοεμβρίου 2013

  L 330

30

10.12.2013


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 061, 2.3.2006, σ. 23  (111/2005)




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 111/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Δεκεμβρίου 2004

σχετικά με τη θέσπιση κανόνων για την παρακολούθηση του εμπορίου πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών μεταξύ της ►M1  Ένωσης ◄ και τρίτων χωρών



ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 133,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης εμπορίας ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών που συνομολογήθηκε στη Βιέννη στις 19 Δεκεμβρίου 1988, εφεξής καλούμενη «σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών», εντάσσεται στο πλαίσιο των προσπαθειών που καταβάλλονται σε παγκόσμιο επίπεδο για την καταπολέμηση των παράνομων ναρκωτικών. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, η Κοινότητα συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις και συνήψε τη σύμβαση εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 90/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου ( 1 ).

(2)

Το άρθρο 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών πραγματεύεται το εμπόριο ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Δεδομένου ότι οι διατάξεις σχετικά με το εμπόριο των πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών επηρεάζουν τους κοινοτικούς κανόνες σε τελωνειακά θέματα, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν κοινοτικοί κανόνες που θα διέπουν το εμπόριο μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, απαιτείται η θέσπιση ενός συστήματος για την παρακολούθηση του διεθνούς εμπορίου πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών που να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το εμπόριο αυτών των ουσιών είναι καταρχήν νόμιμο. Κατά συνέπεια, ελήφθησαν μέτρα για την επίτευξη κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ αφενός, της επιθυμίας να χρησιμοποιηθούν όλα τα δυνατά μέσα προκειμένου οι πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών να μην περιέλθουν στους κατασκευαστές παράνομων ναρκωτικών και αφετέρου, των εμπορικών αναγκών της χημικής βιομηχανίας και άλλων επιχειρήσεων.

(4)

Για την εφαρμογή των απαιτήσεων του άρθρου 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών και λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση της ομάδας δράσης για τα χημικά προϊόντα που ιδρύθηκε με την οικονομική διάσκεψη του Huston (G-7) της 10ης Ιουλίου 1990, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3677/90 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1990 για τη θέσπιση μέτρων για την πρόληψη της διοχέτευσης ορισμένων ουσιών στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών ( 2 ), καθιέρωσε ένα σύστημα για την αναφορά ύποπτων συναλλαγών. Το σύστημα αυτό, το οποίο βασίζεται στη στενή συνεργασία με τις επιχειρήσεις, ενισχύεται από μέτρα όπως η τεκμηρίωση και η επισήμανση, η έγκριση και η καταχώρηση επιχειρήσεων, καθώς και από διαδικασίες και απαιτήσεις που αφορούν τις εξαγωγές.

(5)

Βάσει του σχεδίου δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση των ναρκωτικών 2000-2004, το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Φέιρα τον Ιούνιο του 2000, η Επιτροπή προέβη σε αξιολόγηση του κοινοτικού συστήματος ελέγχου του εμπορίου των πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών προκειμένου να συναγάγει συμπεράσματα από την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτό.

▼C1

(6)

Σύμφωνα με την αξιολόγηση αυτή και για τη βελτίωση των μηχανισμών ελέγχου που αποσκοπούν στην αποφυγή της διοχέτευσης των πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών, κρίνεται αναγκαίο να επεκταθούν οι απαιτήσεις παρακολούθησης όσον αφορά τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην Κοινότητα και διευκολύνουν το εμπόριο μεταξύ των τρίτων χωρών, να θεσπιστεί κοινοτική προσέγγιση για τις διαδικασίες χορήγησης εγκρίσεων και να ενισχυθούν οι απαιτήσεις παρακολούθησης όσον αφορά τα τελωνειακά καθεστώτα αναστολής.

▼B

(7)

Οι διαδικασίες και οι απαιτήσεις που αφορούν τις εξαγωγές πρέπει να καταστούν αυστηρότερες ώστε οι έλεγχοι να εστιάζονται και να επικεντρώνονται στις πιο ευαίσθητες πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών, και παράλληλα να περιορισθούν οι υπερβολικές διοικητικές διατυπώσεις μέσω απλουστευμένων διαδικασιών για τις εξαγωγές ουσιών σε σημαντικές ποσότητες. Μολονότι η αποτελεσματικότητα και η δυνατότητα χρησιμοποίησης των γνωστοποιήσεων πριν από την εξαγωγή αναγνωρίζονται πλήρως, θα πρέπει να αναπτυχθεί μια στρατηγική που να μπορεί να αξιοποιήσει το σύστημα κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό.

(8)

Για να αντιμετωπιστεί το εντεινόμενο πρόβλημα σχετικά με την παραγωγή διεγερτικών τύπου αμφεταμινών, οι μηχανισμοί ελέγχου των εισαγωγών των κύριων πρόδρομων ουσιών συνθετικών ναρκωτικών πρέπει να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο με κοινές διαδικασίες και απαιτήσεις ώστε να είναι δυνατόν να διενεργούνται έλεγχοι επιμέρους φορτίων.

(9)

Για να μπορέσουν επιχειρήσεις να τηρήσουν αυτές τις απαιτήσεις, οι διατάξεις σχετικά με το εξωτερικό εμπόριο πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ευθυγραμμιστούν με τις διατάξεις που διέπουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές των πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών που κατασκευάζονται ή παράγονται εξ ολοκλήρου ή τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία, εντός της Κοινότητας.

(10)

Λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις της εσωτερικής αγοράς και για την αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, πρέπει να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων με την έγκριση συγκρίσιμων και συγκλινόντων μέσων δράσης των κρατών μελών.

(11)

Η αμοιβαία συνδρομή τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο και μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής πρέπει να ενισχυθεί, ιδίως με την προσφυγή στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων ( 3 ).

(12)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, είναι αναγκαίο και σκόπιμο, για την επίτευξη του βασικού στόχου που συνίσταται στην αποφυγή της διοχέτευσης πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών προς την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών, να καθοριστούν κανόνες για την ενδελεχή παρακολούθηση του εμπορίου αυτών των ουσιών μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών. Ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων, σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 5 της συνθήκης.

(13)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή ( 4 ).

(14)

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3677/90 πρέπει να καταργηθεί.

(15)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

▼C1

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες για την παρακολούθηση του εμπορίου ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (εφεξής καλούμενων «πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών») μεταξύ της ►M1  Ένωσης ◄ και τρίτων χωρών, με σκοπό την αποφυγή της διοχέτευσης των ουσιών αυτών, και εφαρμόζεται στις εξαγωγές, τις εισαγωγές και τις δραστηριότητες μεσαζόντων.

▼B

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τους ειδικούς κανόνες που ισχύουν σε άλλους τομείς και αφορούν το εμπόριο αγαθών μεταξύ της ►M1  Ένωσης ◄ και τρίτων χωρών.

Άρθρο 2

Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

▼M1

α) «διαβαθμισμένη ουσία»: κάθε ουσία που περιέχεται στο παράρτημα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των μειγμάτων και των φυσικών προϊόντων που περιέχουν τέτοιες ουσίες· αποκλείονται τα μείγματα και τα φυσικά προϊόντα που περιέχουν διαβαθμισμένες ουσίες συνδυασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε οι διαβαθμισμένες ουσίες να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα ή να εξαχθούν με εύχρηστα ή οικονομικάπρόσφορα μέσα, τα φάρμακα όπως ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 2 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5 ) και τα κτηνιατρικά φάρμακα, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 2 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6 ), εκτός των φαρμάκων και των κτηνιατρικών φαρμάκων που απαριθμούνται στο παράρτημα·

▼B

β) «μη διαβαθμισμένες ουσίες»: οι ουσίες που αν και δεν αναγράφονται στο παράρτημα, αναγνωρίζεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών·

▼M1

γ) «εισαγωγή»: κάθε είσοδος διαβαθμισμένων ουσιών, που χαρακτηρίζονται μη ενωσιακά εμπορεύματα, στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής αποθήκευσης, της τοποθέτησης σε ελεύθερη ζώνη ή σε ελεύθερη αποθήκη, της υπαγωγής σε καθεστώς αναστολής και της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου ( 7

▼B

δ) «εξαγωγή»: κάθε έξοδος διαβαθμισμένων ουσιών από το τελωνειακό έδαφος της ►M1  Ένωσης ◄ , συμπεριλαμβανομένης της εξόδου διαβαθμισμένων ουσιών για την οποία απαιτείται τελωνειακή διασάφηση και της εξόδου διαβαθμισμένων ουσιών μετά από αποθήκευση σε ελεύθερη ζώνη ελέγχου τύπου Ι ή σε ελεύθερη αποθήκη, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92·

ε) «δραστηριότητες μεσαζόντων»: κάθε δραστηριότητα για την αγορά, την πώληση ή την προμήθεια διαβαθμισμένων ουσιών οι οποίες ασκούνται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο και οι οποίες αποσκοπούν στην επίτευξη συμφωνίας μεταξύ δύο μερών ή για λογαριασμό τουλάχιστον ενός εκ των μερών αυτών χωρίς να έχει στην κατοχή του τις ουσίες αυτές ή να ελέγχει την εκτέλεση μιας τέτοιας συναλλαγής· ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει επίσης κάθε δραστηριότητα η οποία ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην ►M1  Ένωση ◄ και η οποία εμπεριέχει την αγορά και την πώληση ή την προμήθεια διαβαθμισμένων ουσιών, χωρίς οι ουσίες αυτές να εισέρχονται στο ►M1  τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ◄ ·

στ) «επιχείρηση»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμμετέχει στην εισαγωγή ή την εξαγωγή διαβαθμισμένων ουσιών ή σε σχετικές δραστηριότητες μεσαζόντων, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που ασκούν, ως μη μισθωτοί, τη δραστηριότητα της κατάρτισης τελωνειακών διασαφήσεων για πελάτες, είτε ως κύρια απασχόληση είτε ως δευτερεύουσα δραστηριότητα σε σχέση με άλλη απασχόληση·

ζ) «εξαγωγέας»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο φέρει την κύρια ευθύνη για τις δραστηριότητες εξαγωγής λόγω της οικονομικής και νομικής σχέσης της με τις διαβαθμισμένες ουσίες και με τον παραλήπτη, και το οποίο υποβάλλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβάλλεται, κατά περίπτωση, τελωνειακή διασάφηση·

η) «εισαγωγέας»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο φέρει την κύρια ευθύνη για τις δραστηριότητες εισαγωγής, λόγω της οικονομικής και νομικής σχέσης του με τις διαβαθμισμένες ουσίες και με τον αποστολέα, και το οποίο υποβάλλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβάλλεται τελωνειακή διασάφηση·

▼C1

θ) «τελικός παραλήπτης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παραλαμβάνει τις διαβαθμισμένες ουσίες· το εν λόγω πρόσωπο δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τον τελικό χρήστη·

▼M1

ι) «φυσικό προϊόν»: οργανισμός ή μέρος αυτού, υπό οποιαδήποτε μορφή, ή οποιαδήποτε ουσία απαντά στη φύση, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 39 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8

▼B

ια) «Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου Ναρκωτικών»: το όργανο που έχει συσταθεί με την ενιαία σύμβαση για τα ναρκωτικά του 1961, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του 1972.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ



ΤΜΗΜΑ 1

Τεκμηρίωση και επισήμανση

Άρθρο 3

▼M1

Όλες οι εισαγωγές, οι εξαγωγές ή οι δραστηριότητες μεσαζόντων που αφορούν διαβαθμισμένες ουσίες, εκτός από τις ουσίες που περιέχονται στην κατηγορία 4 του παραρτήματος, συνοδεύονται από έγγραφα που προσκομίζουν οι επιχειρήσεις υπό μορφή τελωνειακών και εμπορικών εγγράφων, όπως συνοπτικές διασαφήσεις, τελωνειακές διασαφήσεις, τιμολόγια, δηλωτικά φορτίου, έγγραφα μεταφοράς και άλλα έγγραφα αποστολής.

▼B

Τα έγγραφα αυτά περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

▼C1

α) την ονομασία της διαβαθμισμένης ουσίας, όπως αυτή αναγράφεται στο Παράρτημα ή, στην περίπτωση μείγματος ή φυσικού προϊόντος, την ονομασία του και την ονομασία κάθε διαβαθμισμένης ουσίας που περιέχεται στο μείγμα ή στο φυσικό προϊόν, όπως αυτή αναγράφεται στο Παράρτημα, με την προσθήκη των όρων «DRUG PRECURSORS»·

▼B

β) την ποσότητα και το βάρος της διαβαθμισμένης ουσίας και, στην περίπτωση μείγματος ή φυσικού προϊόντος, την ποσότητα, το βάρος και, εάν υπάρχει, την ποσοστιαία αναλογία κάθε διαβαθμισμένης ουσίας που περιέχεται στο μείγμα ή στο φυσικό προϊόν και

γ) το όνομα και τη διεύθυνση του εξαγωγέα, του εισαγωγέα, του τελικού παραλήπτη και, κατά περίπτωση, του μεσάζοντος.

Άρθρο 4

Τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 3 πρέπει να φυλάσσονται από τις επιχειρήσεις για διάστημα τριών ετών από τη λήξη του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η πράξη. Τα έγγραφα πρέπει να είναι οργανωμένα κατά τρόπο ώστε να είναι αμέσως διαθέσιμα σε ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή για έλεγχο εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, κατόπιν σχετικού αιτήματος. Τα έγγραφα μπορούν να φυλάσσονται υπό τη μορφή υποθέματος εικόνων ή άλλου υποθέματος δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά την ανάγνωσή τους, τα δεδομένα αντιστοιχούν με τα έγγραφα ως προς την εμφάνιση και το περιεχόμενο, είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα, μπορούν να είναι άμεσα αναγνώσιμα και να αναλύονται με αυτοματοποιημένα μέσα.

▼M1

Άρθρο 5

Οι επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε, σε κάθε συσκευασία που περιέχει διαβαθμισμένες ουσίες, εκτός από τις ουσίες που περιέχονται στην κατηγορία 4 του παραρτήματος, να επικολλάται ετικέτα με την ονομασία τους όπως αυτή αναγράφεται στο παράρτημα ή, σε περίπτωση μείγματος ή φυσικού προϊόντος, με την ονομασία του και την ονομασία κάθε διαβαθμισμένης ουσίας που περιέχεται στο μείγμα ή στο φυσικό προϊόν, όπως αυτή αναγράφεται στο παράρτημα, πλην των ουσιών που περιέχονται στην κατηγορία 4 του παραρτήματος. Οι επιχειρήσεις μπορούν επιπλέον να επικολλούν τις συνήθεις ετικέτες τους.

▼B



ΤΜΗΜΑ 2

Έγκριση και καταχώρηση επιχειρήσεων

Άρθρο 6

▼M1

1.  Εκτός αν ορίζεται άλλως, οι εγκατεστημένες στην Ένωση επιχειρήσεις, εκτός από τους εκτελωνιστές και τους μεταφορείς όταν ενεργούν αποκλειστικά υπ’ αυτήν την ιδιότητα, οι οποίες συμμετέχουν στην εισαγωγή, την εξαγωγή ή τις δραστηριότητες μεσαζόντων όσον αφορά τις διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 1 του παραρτήματος, διαθέτουν έγκριση. Η έγκριση χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.

Για να αποφασίσει αν πρέπει να χορηγήσει την έγκριση, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την ικανότητα και την ακεραιότητα του αιτούντος, ιδίως εάν έχουν γίνει σοβαρές παραβάσεις ή κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις της νομοθεσίας στον τομέα των πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών, καθώς και εάν έχουν καταγραφεί σοβαρές αξιόποινες πράξεις στο ποινικό μητρώο.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30β για τη θέσπιση των προϋποθέσεων χορήγησης εγκρίσεων και για τον καθορισμό περιπτώσεων όπου δεν απαιτείται έγκριση.

▼B

2.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναστέλλουν ή να ανακαλούν την έγκριση όταν δεν πληρούνται πλέον οι όροι για τη χορήγησή της ή όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι υφίσταται κίνδυνος διοχέτευσης διαβαθμισμένων ουσιών.

▼M1

3.  Η Επιτροπή καταρτίζει, με εκτελεστικές πράξεις, υπόδειγμα εγκρίσεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 30 παράγραφος 2.

▼M1

Άρθρο 7

1.  Εκτός αν ορίζεται άλλως, οι εγκατεστημένες στην Ένωση επιχειρήσεις, εκτός από τους εκτελωνιστές και τους μεταφορείς όταν ενεργούν αποκλειστικά υπ’ αυτήν την ιδιότητα, οι οποίες συμμετέχουν στην εισαγωγή, την εξαγωγή ή τις δραστηριότητες μεσαζόντων όσον αφορά τις διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 2 του παραρτήματος ή στην εξαγωγή διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 3 του παραρτήματος διαθέτουν καταχώριση. Η καταχώριση χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.

Για να αποφασίσει αν πρέπει να εγκρίνει τη σχετική καταχώριση, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την ικανότητα και την ακεραιότητα του αιτούντος, ιδίως εάν έχουν γίνει σοβαρές παραβάσεις ή κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις της νομοθεσίας στον τομέα των πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών, καθώς και εάν έχουν καταγραφεί σοβαρές αξιόποινες πράξεις στο ποινικό μητρώο.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30β για τη θέσπιση των προϋποθέσεων χορήγησης καταχώρισης και για τον καθορισμό περιπτώσεων όπου δεν απαιτείται καταχώριση.

2.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναστέλλουν ή να ανακαλούν την καταχώριση όταν δεν πληρούνται πλέον οι όροι υπό τους οποίους χορηγήθηκε η καταχώριση ή όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι υφίσταται κίνδυνος εκτροπής διαβαθμισμένων ουσιών.

Άρθρο 8

1.  Όταν οι διαβαθμισμένες ουσίες εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης για την εκφόρτωση ή μεταφόρτωσή τους, την προσωρινή αποθήκευσή τους, την αποθήκευσή τους σε ελεύθερη ζώνη ελέγχου τύπου Ι ή σε ελεύθερη αποθήκη ή για την υπαγωγή τους στο καθεστώς εξωτερικής ενωσιακής διαμετακόμισης, η επιχείρηση πρέπει να αποδεικνύει τον νόμιμο σκοπό, εφόσον το ζητούν οι αρμόδιες αρχές.

2.  Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30β για την εκπόνηση κριτηρίων για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίον αποδεικνύεται ο νόμιμος σκοπός της συναλλαγής, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορούν να παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές όλες οι μετακινήσεις διαβαθμισμένων ουσιών εντός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης και ότι ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος εκτροπής.

▼B



ΤΜΗΜΑ 3

Παροχή πληροφοριών

▼M1

Άρθρο 9

1.  Οι εγκατεστημένες στην Ένωση επιχειρήσεις γνωστοποιούν αμέσως στις αρμόδιες αρχές κάθε περιστατικό, όπως ασυνήθεις παραγγελίες και συναλλαγές διαβαθμισμένων ουσιών, από το οποίο διαφαίνεται ότι οι ουσίες αυτές που προορίζονται προς εισαγωγή, εξαγωγή ή δραστηριότητες μεσαζόντων ενδέχεται να διοχετευθούν στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

Προς τον σκοπό αυτόν, οι επιχειρήσεις παρέχουν κάθε διαθέσιμη πληροφορία, όπως:

α) την ονομασία της διαβαθμισμένης ουσίας·

β) την ποσότητα και το βάρος της διαβαθμισμένης ουσίας·

γ) το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του εξαγωγέα, του εισαγωγέα, του τελικού παραλήπτη και, κατά περίπτωση, του μεσάζοντος.

Η πληροφορία αυτή συλλέγεται με αποκλειστικό σκοπό την παρεμπόδιση της εκτροπής διαβαθμισμένων ουσιών.

2.  Οι επιχειρήσεις παρέχουν στις αρμόδιες αρχές συνοπτικές πληροφορίες όσον αφορά τις εξαγωγές τους, τις εισαγωγές τους ή τις δραστηριότητες μεσαζόντων που ασκούν.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30β για τον καθορισμό των πληροφοριών που χρειάζονται οι αρμόδιες αρχές ώστε να μπορούν να παρακολουθούν τις εν λόγω δραστηριότητες.

Η Επιτροπή προσδιορίζει με εκτελεστικές πράξεις τους διαδικαστικούς κανόνες για τη διαβίβαση αυτών των πληροφοριών, καθώς και, όπου χρειάζεται, σε ηλεκτρονική μορφή, στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για τις πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών που έχει συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9 ) («ευρωπαϊκή βάση δεδομένων»). Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 30 παράγραφος 2.

▼B

Άρθρο 10

1.  Για να διευκολυνθεί η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, των εγκατεστημένων στην ►M1  Ένωση ◄ επιχειρήσεων και της χημικής βιομηχανίας, ιδίως για τις μη διαβαθμισμένες ουσίες, η Επιτροπή, σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη, εκπονεί και ενημερώνει κατευθυντήριες γραμμές.

2.  Οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν, κυρίως:

α) πληροφορίες σχετικά με τα μέσα εξακρίβωσης και γνωστοποίησης των ύποπτων συναλλαγών·

β) κατάλογο μη διαβαθμισμένων ουσιών, ο οποίος ενημερώνεται τακτικά, ώστε να μπορεί η βιομηχανία να παρακολουθεί οικειοθελώς το εμπόριο των ουσιών αυτών.

3.  Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δημοσιοποιούνται τακτικά σύμφωνα με τους στόχους των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

▼M1

4.  Προκειμένου να ανταποκριθούν ταχέως στις νέες τάσεις σε θέματα εκτροπής, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και η Επιτροπή μπορούν να προτείνουν να προστεθεί μια μη διαβαθμισμένη ουσία στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β), με σκοπό να παρακολουθήσουν προσωρινά το εμπόριό της. Οι λεπτομέρειες και τα κριτήρια συμπερίληψης ή διαγραφής από τον εν λόγω κατάλογο προσδιορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

5.  Σε περίπτωση που η εθελοντική παρακολούθηση από τη βιομηχανία θεωρηθεί ανεπαρκής για την αποτροπή της χρήσης μη διαβαθμισμένων ουσιών για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών, η Επιτροπή μπορεί να προσθέσει τη μη διαβαθμισμένη ουσία στο παράρτημα με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30β.

▼B



ΤΜΗΜΑ 4

Γνωστοποίηση πριν από την εξαγωγή

Άρθρο 11

▼M1

1.  Πριν από κάθε εξαγωγή διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 4 του παραρτήματος και πριν από την εξαγωγή διαβαθμισμένων ουσιών των κατηγοριών 2 και 3 του παραρτήματος προς ορισμένες χώρες προορισμού, οι αρμόδιες αρχές στην Ένωση αποστέλλουν γνωστοποίηση πριν από την εξαγωγή στις αρμόδιες αρχές της χώρας προορισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 10 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30β του παρόντος κανονισμού για τον καθορισμό των καταλόγων των χωρών προορισμού προς εξαγωγή των διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 2 και 3 του παραρτήματος, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος εκτροπής.

▼B

Στη χώρα προορισμού παρέχεται προθεσμία έως 15 εργάσιμων ημερών για να απαντήσει, μετά την παρέλευση της οποίας η πράξη εξαγωγής μπορεί να εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής, εφόσον δεν ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές της χώρας προορισμού πληροφορία που να αναφέρει ότι η εν λόγω πράξη εξαγωγής προορίζεται ενδεχομένως για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

2.  Στην περίπτωση γνωστοποίησης των διαβαθμισμένων ουσιών σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους παρέχουν στις αρμόδιες αρχές της χώρας προορισμού, πριν από την εξαγωγή των εν λόγω ουσιών, τις πληροφορίες που καθορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1.

Η αρχή που παρέχει τις πληροφορίες αυτές απαιτεί από την αρχή της τρίτης χώρας που λαμβάνει τις πληροφορίες τη διασφάλιση του εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε οικονομικού, βιομηχανικού, εμπορικού ή επαγγελματικού απορρήτου ή κάθε στοιχείου εμπορικής διαδικασίας που είναι δυνατόν να περιέχεται στις πληροφορίες.

▼M1

3.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν απλουστευμένες διαδικασίες γνωστοποίησης πριν από την εξαγωγή, εφόσον είναι πεπεισμένες ότι δεν θα υπάρξει κίνδυνος εκτροπής διαβαθμισμένων ουσιών. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30β για τον καθορισμό των εν λόγω διαδικασιών, καθώς και για τη θέσπιση των κοινών κριτηρίων που θα εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές.

▼B



ΤΜΗΜΑ 5

Άδεια εξαγωγής

Άρθρο 12

1.  Για τις εξαγωγές διαβαθμισμένων ουσιών, για τις οποίες απαιτείται τελωνειακή διασάφηση, συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγών διαβαθμισμένων ουσιών που εγκαταλείπουν το ►M1  τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ◄ μετά από αποθήκευση σε ελεύθερη ζώνη ελέγχου τύπου Ι ή σε ελεύθερη αποθήκη επί δέκα τουλάχιστον ημέρες, απαιτείται άδεια εξαγωγής.

Όταν διαβαθμισμένες ουσίες επανεξάγονται σε διάστημα μικρότερο των δέκα ημερών από την ημερομηνία υπαγωγής τους σε καθεστώς αναστολής ή σε ελεύθερη ζώνη ελέγχου τύπου ΙΙ, δεν απαιτείται άδεια εξαγωγής.

▼M1

Ωστόσο, για τις εξαγωγές διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 3 του παραρτήματος απαιτείται άδεια εξαγωγής μόνον εάν απαιτείται γνωστοποίηση πριν από την εξαγωγή.

▼B

2.  Οι άδειες εξαγωγής εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο εξαγωγέας.

Άρθρο 13

1.  Η αίτηση για τη χορήγηση της άδειας εξαγωγής που αναφέρεται στο άρθρο 12 πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) το όνομα και τη διεύθυνση του εξαγωγέα, του εισαγωγέα στην τρίτη χώρα και κάθε άλλης επιχείρησης που συμμετέχει στην πράξη εξαγωγής ή την αποστολή, καθώς και του τελικού παραλήπτη·

β) την ονομασία της διαβαθμισμένης ουσίας, όπως αυτή αναγράφεται στο παράρτημα, ή, σε περίπτωση μείγματος ή φυσικού προϊόντος, την ονομασία του και τον οκταψήφιο κωδικό ΣΟ καθώς και την ονομασία κάθε διαβαθμισμένης ουσίας που περιέχεται στο μείγμα ή στο φυσικό προϊόν, όπως αυτή αναγράφεται στο παράρτημα·

γ) την ποσότητα και το βάρος της διαβαθμισμένης ουσίας και, σε περίπτωση μείγματος ή φυσικού προϊόντος, την ποσότητα, το βάρος και, εφόσον είναι γνωστή, την ποσοστιαία αναλογία κάθε διαβαθμισμένης ουσίας που περιέχεται στο μείγμα ή στο φυσικό προϊόν·

δ) τα στοιχεία που αφορούν τη μεταφορά, όπως την προβλεπόμενη ημερομηνία αποστολής, τον τρόπο μεταφοράς, τον προσδιορισμό του τελωνείου στο οποίο θα υποβληθεί η τελωνειακή διασάφηση και, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι γνωστές στο στάδιο αυτό, τον προσδιορισμό του μεταφορικού μέσου, τη διαδρομή, το προβλεπόμενο σημείο εξόδου από το ►M1  τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ◄ και το σημείο εισόδου στη χώρα εισαγωγής·

ε) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17, αντίγραφο της άδειας εισαγωγής που εκδίδεται από τη χώρα προορισμού και

στ) τον αριθμό της έγκρισης ή της καταχώρησης που αναφέρονται στα άρθρα 6 και 7.

▼M1

Στην αίτηση χορήγησης άδειας εξαγωγής προκειμένου για την εξαγωγή διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 4 του παραρτήματος αναγράφονται οι πληροφορίες που παρατίθενται στα στοιχεία α) έως ε) του πρώτου εδαφίου.

▼B

2.  Η απόφαση για την αίτηση άδειας εξαγωγής λαμβάνεται εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι ο φάκελος είναι πλήρης.

Η προθεσμία αυτή παρατείνεται εάν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να προβούν σε συμπληρωματικές έρευνες δυνάμει του άρθρου 17 δεύτερο εδάφιο.

Άρθρο 14

1.  Όταν τα στοιχεία για τη διαδρομή και το μεταφορικό μέσο δεν περιλαμβάνονται στην αίτηση, η άδεια εξαγωγής αναφέρει ότι η επιχείρηση υποχρεούται να προσκομίσει τα στοιχεία αυτά στο τελωνείο εξόδου ή σε άλλη αρμόδια αρχή στο σημείο εξόδου από το ►M1  τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ◄ πριν από την πραγματική αποχώρηση της αποστολής. Στην περίπτωση αυτή, τίθεται σχετική ένδειξη στην άδεια εξαγωγής κατά την έκδοσή της.

Εάν η άδεια εξαγωγής υποβάλλεται σε τελωνείο κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο της αρχής έκδοσης, ο εξαγωγέας οφείλει να υποβάλει, κατόπιν αιτήσεως, επικυρωμένη μετάφραση μέρους ή όλων των πληροφοριών που περιέχονται στην άδεια.

2.  Η άδεια εξαγωγής υποβάλλεται στο τελωνείο κατά την κατάθεση της τελωνειακής διασάφησης ή, ελλείψει τελωνειακής διασάφησης, στο τελωνείο εξόδου ή σε άλλη αρμόδια αρχή στο σημείο εξόδου από το ►M1  τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ◄ . Η αποστολή συνοδεύεται από την άδεια μέχρι την τρίτη χώρα προορισμού.

Το τελωνείο εξόδου ή άλλη αρμόδια αρχή στο σημείο εξόδου από το ►M1  τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ◄ συμπληρώνει στην άδεια τα απαιτούμενα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και θέτει τη σφραγίδα του.

Άρθρο 15

Με την επιφύλαξη των μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 3, η άδεια εξαγωγής δεν χορηγείται εάν:

α) τα στοιχεία που προσκομίζονται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 δεν είναι πλήρη·

β) υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 είναι ψευδή ή ανακριβή·

γ) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17, διαπιστώνεται ότι η εισαγωγή των διαβαθμισμένων ουσιών δεν εγκρίθηκε από τις αρμόδιες αρχές της χώρας προορισμού· ή

δ) υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι ουσίες προορίζονται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

Άρθρο 16

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναστέλλουν ή να ανακαλούν την άδεια εξαγωγής όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι ουσίες προορίζονται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

Άρθρο 17

Όταν, δυνάμει συμφωνίας μεταξύ της ►M1  Ένωσης ◄ και μιας τρίτης χώρας, οι εξαγωγές επιτρέπονται μόνον εάν οι αρμόδιες αρχές της χώρας αυτής έχουν εκδώσει άδεια εισαγωγής για τις οικείες ουσίες, η Επιτροπή γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών το όνομα και τη διεύθυνση της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας, καθώς και κάθε πρακτική πληροφορία που λαμβάνει από τη χώρα αυτή.

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών βεβαιώνονται ως προς τη γνησιότητα της εν λόγω άδειας εισαγωγής, ζητώντας, εάν χρειασθεί, επιβεβαίωση από την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας.

Άρθρο 18

Η περίοδος ισχύος της άδειας εξαγωγής εντός της οποίας τα εμπορεύματα πρέπει να εγκαταλείψουν το ►M1  τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ◄ δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας εξαγωγής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατόπιν αιτήσεως.

▼M1

Άρθρο 19

Για τη χορήγηση άδειας εξαγωγής, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν απλουστευμένες διαδικασίες, εφόσον είναι πεπεισμένες ότι δεν θα υπάρξει κίνδυνος εκτροπής διαβαθμισμένων ουσιών. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30β για τον καθορισμό των εν λόγω διαδικασιών, καθώς και για τη θέσπιση των κοινών κριτηρίων που θα εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές.

▼B



ΤΜΗΜΑ 6

Άδεια εισαγωγής

Άρθρο 20

Για τις εισαγωγές διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 1 του παραρτήματος απαιτείται άδεια εισαγωγής. Άδεια εισαγωγής μπορεί να χορηγείται μόνον σε επιχείρηση εγκατεστημένη στην ►M1  Ένωση ◄ . Η άδεια εισαγωγής εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο εισαγωγέας.

▼M1

Ωστόσο, όταν οι ουσίες του πρώτου εδαφίου εκφορτώνονται ή μεταφορτώνονται, είναι υπό προσωρινή αποθήκευση, αποθηκεύονται σε ελεύθερη ζώνη ελέγχου τύπου Ι ή σε ελεύθερη αποθήκη εμπορευμάτων ή υπάγονται στο καθεστώς εξωτερικής ενωσιακής διαμετακόμισης, δεν απαιτείται άδεια εισαγωγής.

▼B

Άρθρο 21

1.  Η αίτηση για τη χορήγηση της άδειας εισαγωγής που αναφέρεται στο άρθρο 20 πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) το όνομα και τη διεύθυνση του εισαγωγέα, του εξαγωγέα στην τρίτη χώρα και κάθε άλλης συμμετέχουσας επιχείρησης, καθώς και του τελικού παραλήπτη·

β) την ονομασία της διαβαθμισμένης ουσίας, όπως αυτή αναγράφεται στο παράρτημα, ή, σε περίπτωση μείγματος ή φυσικού προϊόντος, την ονομασία του και τον οκταψήφιο κωδικό ΣΟ καθώς και την ονομασία κάθε διαβαθμισμένης ουσίας, που περιέχεται στο μείγμα ή στο φυσικό προϊόν, όπως αυτή αναγράφεται στο παράρτημα·

γ) την ποσότητα και το βάρος της διαβαθμισμένης ουσίας και, σε περίπτωση μείγματος ή φυσικού προϊόντος, την ποσότητα, το βάρος και, εφόσον είναι γνωστή, την ποσοστιαία αναλογία κάθε διαβαθμισμένης ουσίας που περιέχεται στο μείγμα ή στο φυσικό προϊόν·

δ) εφόσον είναι γνωστά, τα στοιχεία που αφορούν τη μεταφορά, όπως τον τρόπο μεταφοράς και τα μεταφορικά μέσα, την ημερομηνία και τον τόπο των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων εισαγωγής και

ε) τον αριθμό της έγκρισης ή της καταχώρησης που αναφέρονται στα άρθρα 6 και 7.

2.  Η απόφαση για την αίτηση άδειας εισαγωγής λαμβάνεται εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι ο φάκελος είναι πλήρης.

Άρθρο 22

Η αποστολή συνοδεύεται από την άδεια εισαγωγής από το σημείο εισόδου στο ►M1  τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ◄ μέχρι τις εγκαταστάσεις του εισαγωγέα ή του τελικού παραλήπτη.

Η άδεια εισαγωγής προσκομίζεται στο τελωνείο όταν οι διαβαθμισμένες ουσίες διασαφηνίζονται για την υπαγωγή σε τελωνειακό καθεστώς.

Εάν η άδεια εισαγωγής προσκομιστεί σε τελωνείο κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο της αρχής έκδοσης, ο εισαγωγέας οφείλει να υποβάλει, κατόπιν αιτήσεως, επικυρωμένη μετάφραση μέρους ή όλων των πληροφοριών που περιέχονται στην άδεια.

Άρθρο 23

Με την επιφύλαξη των μέτρων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 3, η άδεια εισαγωγής δεν χορηγείται εάν:

α) τα στοιχεία που προσκομίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 δεν είναι πλήρη·

β) υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι τα στοιχεία που παρέχονται στην αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 είναι ψευδή ή ανακριβή· ή

γ) υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι διαβαθμισμένες ουσίες προορίζονται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

Άρθρο 24

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναστέλλουν ή να ανακαλούν την άδεια εισαγωγής εάν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι ουσίες προορίζονται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

Άρθρο 25

Η περίοδος ισχύος της άδειας εισαγωγής εντός της οποίας οι διαβαθμισμένες ουσίες πρέπει να εισέλθουν στο τελωνειακό έδαφος της ►M1  Ένωσης ◄ δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας εισαγωγής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατόπιν αιτήσεως.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ

Άρθρο 26

▼M1

1.  Με την επιφύλαξη των άρθρων 11 έως 25 και των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους απαγορεύουν την είσοδο διαβαθμισμένων ουσιών στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ή την έξοδο των εν λόγω ουσιών από αυτό, εάν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι ουσίες αυτές προορίζονται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

▼B

2.  Οι αρμόδιες αρχές κατακρατούν ή αναστέλλουν την παραλαβή των διαβαθμισμένων ουσιών για το διάστημα που κρίνουν αναγκαίο, προκειμένου να επαληθεύσουν την ταυτότητα των διαβαθμισμένων ουσιών ή την τήρηση των κανόνων του παρόντος κανονισμού.

3.  Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι ιδίως σε θέση:

α) να συλλέγουν πληροφορίες για οποιαδήποτε παραγγελία ή πράξη που αφορά διαβαθμισμένες ουσίες·

β) να έχουν πρόσβαση στους επαγγελματικούς χώρους των επιχειρήσεων για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για παρατυπίες·

γ) να διαπιστώνουν ότι έχει πραγματοποιηθεί διοχέτευση ή απόπειρα διοχέτευσης διαβαθμισμένων ουσιών.

▼M1

3α.  Οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους απαγορεύουν την είσοδο αποστολών μη διαβαθμισμένων ουσιών στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ή την έξοδο των εν λόγω αποστολών από αυτό, εάν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι εν λόγω ουσίες προορίζονται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και την Επιτροπή, χρησιμοποιώντας τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 27.

Οι εν λόγω ουσίες θεωρείται ότι έχουν προταθεί προς συμπερίληψη στον κατάλογο μη διαβαθμισμένων ουσιών που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β).

3β.  Κάθε κράτος μέλος δύναται να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές της να ελέγχουν και να παρακολουθούν τις ύποπτες συναλλαγές που αφορούν μη διαβαθμισμένες ουσίες, ιδίως:

α) να συλλέγουν πληροφορίες για οποιαδήποτε παραγγελία ή πράξη που αφορά μη διαβαθμισμένες ουσίες·

β) να έχουν πρόσβαση στους επαγγελματικούς χώρους για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για τις ύποπτες συναλλαγές που αφορούν μη διαβαθμισμένες ουσίες.

▼B

4.  Για να αποτραπούν συγκεκριμένοι κίνδυνοι διοχέτευσης σε ελεύθερες ζώνες καθώς και σε άλλους ευαίσθητους χώρους, όπως τελωνειακές αποθήκες, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, ότι σε κάθε στάδιο των εν λόγω πράξεων που πραγματοποιούνται στους χώρους αυτούς, διενεργούνται ουσιαστικοί έλεγχοι και ότι οι έλεγχοι δεν είναι λιγότερο αυστηροί από τους ελέγχους που διενεργούνται σε άλλα μέρη του τελωνειακού εδάφους.

5.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τις επιχειρήσεις να καταβάλλουν τέλη για τη χορήγηση εγκρίσεων, τις καταχωρήσεις και την έκδοση αδειών. Τα εν λόγω τέλη επιβάλλονται αμερόληπτα και δεν υπερβαίνουν το κατά προσέγγιση κόστος διεκπεραίωσης της αίτησης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 27

Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και με την επιφύλαξη του άρθρου 30, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97. Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή το όνομα των αρμόδιων αρχών που ορίζονται να επικοινωνούν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

▼M1

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 28

Πέραν των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 26, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει, εφόσον απαιτείται, με εκτελεστικές πράξεις, μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική παρακολούθηση του εμπορίου πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών, ιδίως όσον αφορά τον σχεδιασμό και τη χρησιμοποίηση εντύπων για τις άδειες εισαγωγής και εξαγωγής, για τους σκοπούς της πρόληψης της εκτροπής των πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 30 παράγραφος 2.

▼M1 —————

▼M1

Άρθρο 30

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών («επιτροπή»). Η εν λόγω επιτροπή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ).

2.  Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

▼M1

Άρθρο 30α

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30β του παρόντος κανονισμού, με σκοπό την προσαρμογή του παραρτήματός του στις νέες τάσεις σε θέματα εκτροπής των πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών, ιδίως για τις ουσίες που μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε διαβαθμισμένες ουσίες, και την αποδοχή τροποποίησης των πινάκων του παραρτήματος της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών.

Άρθρο 30β

1.  Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό την επιφύλαξη των όρων του παρόντος άρθρου.

2.  Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, στο άρθρο 7 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, στο άρθρο 8 παράγραφος 2, στο άρθρο 9 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 10 παράγραφος 5, στο άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 3, στα άρθρα 19 και 30α και στο άρθρο 32 παράγραφος 2 απονέμεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 30 Δεκεμβρίου 2013. Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.  Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, στο άρθρο 7 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, στο άρθρο 8 παράγραφος 2, στο άρθρο 9 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 10 παράγραφος 5, στο άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 3, στα άρθρα 19 και 30α και στο άρθρο 32 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

4.  Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.  Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 7 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 8 παράγραφος 2, το άρθρο 9 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 10 παράγραφος 5, το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 3, τα άρθρα 19 και 30α και το άρθρο 32 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν προβάλλει αντιρρήσεις εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από την παρέλευση της εν λόγω χρονικής περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω περίοδος παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 31

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες τους σχετικούς με τις κυρώσεις που εφαρμόζονται στις παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι οι κυρώσεις αυτές εφαρμόζονται. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

▼M1

Άρθρο 32

1.  Οι αρμόδιες αρχές σε κάθε κράτος μέλος ανακοινώνουν εγκαίρως στην Επιτροπή, μέσω της ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων και σε ηλεκτρονική μορφή, κάθε πληροφορία σχετική με την εφαρμογή των μέτρων παρακολούθησης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ιδίως όσον αφορά τις ουσίες που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών και τις μεθόδους εκτροπής και παράνομης παρασκευής, καθώς και τη νόμιμη εμπορία αυτών.

2.  Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30β για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων και προϋποθέσεων παροχής πληροφοριών δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

3.  Βάσει των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη, αξιολογεί την αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού και, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, καταρτίζει ετήσια έκθεση προς υποβολή στη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου Ναρκωτικών.

4.  Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και τη λειτουργία του παρόντος κανονισμού και, ειδικότερα, σχετικά με την πιθανή ανάγκη ανάληψης συμπληρωματικής δράσης για την παρακολούθηση και τον έλεγχο ύποπτων συναλλαγών μη διαβαθμισμένων ουσιών.

▼M1

Άρθρο 32α

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και η Επιτροπή χρησιμοποιούν την ευρωπαϊκή βάση δεδομένων υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται για τη χρήση της στο πλαίσιο των ακόλουθων λειτουργιών:

α) διευκόλυνση της κοινοποίησης των πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1, καθώς και της κατάρτισης ετήσιας έκθεσης που υποβάλλεται στη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου Ναρκωτικών σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 3·

β) διαχείριση ευρωπαϊκού μητρώου επιχειρήσεων, στις οποίες έχει χορηγηθεί έγκριση ή καταχώριση·

γ) παροχή δυνατότητας στις επιχειρήσεις να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες σχετικά με τις εξαγωγές τους, τις εισαγωγές τους ή τις δραστηριότητες μεσαζόντων που ασκούν, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2, σε ηλεκτρονική μορφή.

▼M1

Άρθρο 33

1.  Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη διενεργείται σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους και τις εθνικές κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις μεταφοράς της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 11 ) και υπό την εποπτεία της αρχής ελέγχου του κράτους μέλους η οποία αναφέρεται στο άρθρο 28 της εν λόγω οδηγίας.

2.  Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από την Επιτροπή, καθώς και για τους σκοπούς της ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων, διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12 ) και υπό την εποπτεία του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

3.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, δεν τυγχάνουν επεξεργασίας ειδικές κατηγορίες δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

4.  Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού μπορούν να τυγχάνουν περαιτέρω επεξεργασίας μόνο κατά τρόπο που συνάδει με την οδηγία 95/46/ΕΚ ή τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και διατηρούνται για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο και για τους σκοπούς για τους οποίους έχουν συλλεγεί.

5.  Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνο κατά τρόπο που συνάδει με τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 32α.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται ή υπόκεινται σε επεξεργασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της πρόληψης της εκτροπής διαβαθμισμένων ουσιών.

▼B

Άρθρο 34

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3677/90 καταργείται από τις 18 Αυγούστου 2005.

Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό θεωρούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 35

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 18 Αυγούστου 2005. Ωστόσο, το άρθρο 6 παράγραφος 1, το άρθρο 7 παράγραφος 2, το άρθρο 8 παράγραφος 2, το άρθρο 9 παράγραφος 2, το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 3, το άρθρο 12 παράγραφος 1, το άρθρο 19, το άρθρο 28 και το άρθρο 30 εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού προκειμένου να καταστεί δυνατή η θέσπιση των μέτρων που προβλέπονται από τα άρθρα αυτά. Τα εν λόγω μέτρα αρχίζουν να ισχύουν το νωρίτερο στις 18 Αυγούστου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ



▼M1

Κατάλογος διαβαθμισμένων ουσιών

▼M1

Κατηγορία 1

▼B

Ουσία

Χαρακτηρισμός ΣΟ

(εφόσον διαφέρει)

Κωδικός ΣΟ (1)

αριθ. CAS (2)

1-Φαινυλο-2-προπανόνη

Φαινυλακετόνη

2914 31 00

103-79-7

N-ακετυλανθρανιλικό οξύ

2-ακεταμιδοβενζοϊκό οξύ

2924 23 00

89-52-1

Ισοσαφρόλη (cis + trans)

 

2932 91 00

120-58-1

3,4-μεθυλενεδιοξυφαινυλοπρο παν-2-όνη

1-(1,3-Βενζοδιοξολ-5-υλο)προπαν-2-όνη

2932 92 00

4676-39-5

Πιπερονάλη

 

2932 93 00

120-57-0

Σαφρόλη

 

2932 94 00

94-59-7

Εφεδρίνη

 

2939 41 00

299-42-3

Ψευδοεφεδρίνη

 

2939 42 00

90-82-4

Νορεφεδρίνη

 

►M1  2939 44 00 ◄

14838-15-4

Εργομετρίνη

 

2939 61 00

60-79-7

Εργοταμίνη

 

2939 62 00

113-15-5

Λυσεργικό οξύ

 

2939 63 00

82-58-6

▼M1

α-φαινυλακετοακετονιτρίλιο

 

2926 90 95

4468-48-8

▼B

Οι στερεοϊσομερείς μορφές των ουσιών που απαριθμούνται σ’ αυτή την κατηγορία εκτός της καθίνης (3), όταν η ύπαρξη τέτοιων μορφών είναι δυνατή.

Τα άλατα των ουσιών που απαριθμούνται σ' αυτή την κατηγορία, όταν η ύπαρξη τέτοιων αλάτων είναι δυνατή και δεν πρόκειται για άλατα καθίνης.

(1)   ΕΕ L 290 της 28.10.2002, σ. 1.

(2)   Ο αριθμός CAS είναι ο αριθμός μητρώου της «Chemical Abstracts Service», ο οποίος είναι ένας μοναδικός αριθμός αναγνώρισης που χαρακτηρίζει κάθε ουσία και τη δομή της. Ο αριθμός CAS χαρακτηρίζει κάθε ισομερές και κάθε άλας κάθε ισομερούς. Διευκρινίζεται ότι οι αριθμοί CAS για τα άλατα των προαναφερόμενων ουσιών είναι διαφορετικοί από τους αναγραφόμενους.

(3)   Ονομάζεται επίσης (+)-νορψευδoεφεδρίνη, κωδικός ΣΟ: 2939 43 00, αριθμός CAS: 492-39-7.



Κατηγορία 2

Ουσία

Χαρακτηρισμός ΣΟ

(εφόσον διαφέρει)

Κωδικός ΣΟ (1)

αριθ. CAS (2)

Οξικός ανυδρίτης

 

2915 24 00

108-24-7

Φαινυλοξικό οξύ

 

2916 34 00

103-82-2

Ανθρανιλικό οξύ

 

2922 43 00

118-92-3

Πιπεριδίνη

 

2933 32 00

110-89-4

Υπερμαγγανικό κάλιο

 

2841 61 00

7722-64-7

Τα άλατα των ουσιών που απαριθμούνται σ’ αυτήν την κατηγορία σε κάθε περίπτωση όπου η ύπαρξη των αλάτων αυτών είναι δυνατή.

(1)   ΕΕ L 290 της 28.10.2002, σ. 1.

(2)   Ο αριθμός CAS είναι ο αριθμός μητρώου της «Chemical Abstracts Service», ο οποίος είναι ένας μοναδικός αριθμός αναγνώρισης που χαρακτηρίζει κάθε ουσία και τη δομή της. Ο αριθμός CAS χαρακτηρίζει κάθε ισομερές και κάθε άλας κάθε ισομερούς. Διευκρινίζεται ότι οι αριθμοί CAS για τα άλατα των προαναφερόμενων ουσιών είναι διαφορετικοί από τους αναγραφόμενους.



Κατηγορία 3

Ουσία

Χαρακτηρισμός ΣΟ

(εφόσον διαφέρει)

Κωδικός ΣΟ (1)

αριθ. CAS (2)

Υδροχλωρικό οξύ

Χλωριούχο υδρογόνο

2806 10 00

7647-01-0

Θειικό οξύ

 

2807 00 10

7664-93-9

Τολουόλιο

 

2902 30 00

108-88-3

Αιθυλαιθέρας

Διαιθυλικός αιθέρας

2909 11 00

60-29-7

Ακετόνη

 

2914 11 00

67-64-1

Μεθυλαιθυλκετόνη

Βουτανόνη

2914 12 00

78-93-3

Τα άλατα των ουσιών που απαριθμούνται σ' αυτή την κατηγορία, όταν η ύπαρξη τέτοιων αλάτων είναι δυνατή και δεν πρόκειται για άλατα υδροχλωρικού οξέος και θειικού οξέος.

(1)   ΕΕ L 290 της 28.10.2002, σ. 1.

(2)   Ο αριθμός CAS είναι ο αριθμός μητρώου της «Chemical Abstracts Service», ο οποίος είναι ένας μοναδικός αριθμός αναγνώρισης που χαρακτηρίζει κάθε ουσία και τη δομή της. Ο αριθμός CAS χαρακτηρίζει κάθε ισομερές και κάθε άλας κάθε ισομερούς. Διευκρινίζεται ότι οι αριθμοί CAS για τα άλατα των προαναφερόμενων ουσιών είναι διαφορετικοί από τους αναγραφόμενους.

▼M1



Κατηγορία 4

Ουσία

Χαρακτηρισμός ΣΟ (εφόσον διαφέρει)

Κωδικός ΣΟ

Φάρμακα και κτηνιατρικά φάρμακα που περιέχουν εφεδρίνη ή τα άλατά της

Περιέχουν εφεδρίνη ή τα άλατά της

3003 40 20

3004 40 20

Φάρμακα και κτηνιατρικά φάρμακα που περιέχουν ψευδοεφεδρίνη ή τα άλατά της

Περιέχουν ψευδοεφεδρίνη (ΔΚΟ) ή τα άλατά της

3003 40 30

3004 40 30



( 1 ) ΕΕ L 326 της 24.11.1990, σ. 56.

( 2 ) EE L 357 της 20.12.1990, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1232/2002 (ΕΕ L 180 της 10.7.2002, σ. 5).

( 3 ) ΕΕ L 82 της 22.3.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

( 4 ) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

( 5 ) Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67).

( 6 ) Οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 1).

( 7 ) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1).

( 8 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

( 9 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών (ΕΕ L 47 της 18.2.2004, σ. 1).

( 10 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

( 11 ) Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

( 12 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).