2001R0999 — EL — 01.01.2015 — 039.001


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Μαΐου 2001

για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών

(ΕΕ L 147, 31.5.2001, p.1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  No

page

date

 M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1248/2001 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 22ας Ιουνίου 2001

  L 173

12

27.6.2001

 M2

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1326/2001 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 29ης Ιουνίου 2001

  L 177

60

30.6.2001

 M3

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 270/2002 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 14ης Φεβρουαρίου 2002

  L 45

4

15.2.2002

 M4

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1494/2002 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 21ης Αυγούστου 2002

  L 225

3

22.8.2002

 M5

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 260/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 12ης Φεβρουαρίου 2003

  L 37

7

13.2.2003

 M6

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 650/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 10ης Απριλίου 2003

  L 95

15

11.4.2003

 M7

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1053/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 19ης Ιουνίου 2003

  L 152

8

20.6.2003

 M8

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1128/2003 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 16ης Ιουνίου 2003

  L 160

1

28.6.2003

 M9

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1139/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 27ης Ιουνίου 2003

  L 160

22

28.6.2003

►M10

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1234/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 10ης Ιουλίου 2003

  L 173

6

11.7.2003

 M11

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1809/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 15ης Οκτωβρίου 2003

  L 265

10

16.10.2003

 M12

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1915/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 30ής Οκτωβρίου 2003

  L 283

29

31.10.2003

►M13

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 2245/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 19ης Δεκεμβρίου 2003

  L 333

28

20.12.2003

 M14

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 876/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 29ης Απριλίου 2004

  L 162

52

30.4.2004

 M15

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1471/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 18ης Αυγούστου 2004

  L 271

24

19.8.2004

 M16

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1492/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 23ης Αυγούστου 2004

  L 274

3

24.8.2004

 M17

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1993/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 19ης Νοεμβρίου 2004

  L 344

12

20.11.2004

►M18

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 36/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 12ης Ιανουαρίου 2005

  L 10

9

13.1.2005

 M19

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 214/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ τις 9ης Φεβρουαρίου 2005

  L 37

9

10.2.2005

 M20

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 260/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 16ης Φεβρουαρίου 2005

  L 46

31

17.2.2005

►M21

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 932/2005 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 8ης Ιουνίου 2005

  L 163

1

23.6.2005

 M22

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1292/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 5ης Αυγούστου 2005

  L 205

3

6.8.2005

 M23

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1974/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 2ας Δεκεμβρίου 2005

  L 317

4

3.12.2005

 M24

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 253/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 14ης Φεβρουαρίου 2006

  L 44

9

15.2.2006

 M25

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 339/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 24ης Φεβρουαρίου 2006

  L 55

5

25.2.2006

►M26

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 657/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 10ης Απριλίου 2006

  L 116

9

29.4.2006

 M27

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 688/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 4ης Μαΐου 2006

  L 120

10

5.5.2006

 M28

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1041/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 7ης Ιουλίου 2006

  L 187

10

8.7.2006

 M29

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1791/2006 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Νοεμβρίου 2006

  L 363

1

20.12.2006

►M30

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1923/2006 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2006

  L 404

1

30.12.2006

►M31

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 722/2007 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 25ης Ιουνίου 2007

  L 164

7

26.6.2007

►M32

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 727/2007 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 26ης Ιουνίου 2007

  L 165

8

27.6.2007

►M33

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1275/2007 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 29ης Οκτωβρίου 2007

  L 284

8

30.10.2007

 M34

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1428/2007 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 4ης Δεκεμβρίου 2007

  L 317

61

5.12.2007

 M35

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 21/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 11ης Ιανουαρίου 2008

  L 9

3

12.1.2008

 M36

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 315/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 4ης Απριλίου 2008

  L 94

3

5.4.2008

►M37

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 357/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 22ας Απριλίου 2008

  L 111

3

23.4.2008

►M38

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 571/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 19ης Ιουνίου 2008

  L 161

4

20.6.2008

 M39

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 746/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 17ης Ιουνίου 2008

  L 202

11

31.7.2008

 M40

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 956/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 29ης Σεπτεμβρίου 2008

  L 260

8

30.9.2008

 M41

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 103/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 3ης Φεβρουαρίου 2009

  L 34

11

4.2.2009

►M42

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 162/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 26ης Φεβρουαρίου 2009

  L 55

11

27.2.2009

 M43

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 163/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 26ης Φεβρουαρίου 2009

  L 55

17

27.2.2009

►M44

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 220/2009 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 11ης Μαρτίου 2009

  L 87

155

31.3.2009

 M45

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 956/2010 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 22ας Οκτωβρίου 2010

  L 279

10

23.10.2010

 M46

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 189/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 25ης Φεβρουαρίου 2011

  L 53

56

26.2.2011

 M47

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1064/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 13ης Νοεμβρίου 2012

  L 314

13

14.11.2012

►M48

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 56/2013 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 16ης Ιανουαρίου 2013

  L 21

3

24.1.2013

 M49

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 517/2013 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 13ης Μαΐου 2013

  L 158

1

10.6.2013

►M50

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 630/2013 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 28ης Ιουνίου 2013

  L 179

60

29.6.2013

►M51

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1148/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 28ης Οκτωβρίου 2014

  L 308

66

29.10.2014


Τροποποιείται από:

 A1

Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση

  L 236

33

23.9.2003




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Μαΐου 2001

για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών



ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 152 παράγραφος 4 σημείο β),

την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ( 2 ),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης ( 3 ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Από πολλών ετών έχει διαπιστωθεί η εμφάνιση ορισμένων διακεκριμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) χωριστά στον άνθρωπο και τα ζώα. Η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ) αναγνωρίστηκε αρχικά στα βοοειδή το 1986, τα δε επόμενα έτη, σε άλλα είδη ζώων. Μια νέα μορφή της νόσου Creutzfeldt-Jakob (CJD) διαπιστώθηκε το 1996. Εξακολουθούν να σωρεύονται αποδείξεις όσον αφορά την ομοιότητα του παράγοντα της ΣΕΒ με τον παράγοντα που είναι υπεύθυνος για τη νέα μορφή της νόσου Creutzfeldt-Jakob.

(2)

Από το 1990, η Κοινότητα θέσπισε ορισμένα μέτρα προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των ζώων από τον κίνδυνο της ΣΕΒ. Τα μέτρα αυτά βασίζονται στις ρήτρες διασφάλισης των οδηγιών σχετικά με τα μέτρα υγειονομικού ελέγχου. Λόγω της επικινδυνότητας ορισμένων ΜΣΕ για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων, θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες για την πρόληψη, την καταπολέμηση και την εξάλειψή τους.

(3)

O παρών κανονισμός αφορά άμεσα τη δημόσια υγεία και σχετίζεται με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Καλύπτει προϊόντα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της συνθήκης, καθώς και προϊόντα εκτός του παραρτήματος αυτού. Επομένως, ως νομική βάση θα πρέπει να επιλεγεί το άρθρο 152 παράγραφος 4 σημείο β).

(4)

Η Επιτροπή έχει λάβει επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, ιδίως από την επιστημονική συντονιστική επιτροπή και από την επιστημονική επιτροπή κτηνιατρικών μέτρων που αφορούν τη δημόσια υγεία, σχετικά με διάφορες πλευρές των ΜΣΕ. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές περιλαμβάνουν συμβουλές για μέτρα μείωσης του δυνητικού κινδύνου για ανθρώπους και ζώα που απορρέει από την έκθεση σε μολυσμένα ζωικά προϊόντα.

(5)

Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να ισχύουν για την παραγωγή και τη διάθεση στην αγορά ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί δεν χρειάζεται να εφαρμόζονται στα καλλυντικά, τα φάρμακα ή τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα ούτε τα οικεία υλικά εκκίνησης ή ενδιάμεσα προϊόντα, για τα οποία ισχύουν άλλοι ειδικοί κανόνες σχετικά ιδίως με τη μη χρησιμοποίηση ειδικών υλικών κινδύνου. Δεν χρειάζεται επίσης να εφαρμόζονται στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που δεν συνιστούν κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων εφόσον δεν χρησιμοποιούνται σε τρόφιμα, ζωοτροφές ή λιπάσματα. Θα πρέπει, αντιθέτως, να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που εξαιρούνται του παρόντος κανονισμού διατηρούνται χωριστά από εκείνα που καλύπτονται από αυτόν, εκτός εάν πληρούν τουλάχιστον τα ίδια υγειονομικά πρότυπα.

(6)

Θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η Επιτροπή θα μπορεί να λαμβάνει μέτρα διασφάλισης όταν ο κίνδυνος μιας ΜΣΕ δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους ή μιας τρίτης χώρας.

(7)

Θα πρέπει να θεσπιστεί μια διαδικασία επιδημιολογικού χαρακτηρισμού των κρατών μελών, των τρίτων χωρών ή περιοχών τους («χώρες ή περιοχές») όσον αφορά την ΣΕΒ, με βάση την αξιολόγηση του κινδύνου εμφάνισης («incident risk»), διάδοσης και έκθεσης του ανθρώπου, χρησιμοποιώντας τις διαθέσιμες πληροφορίες. Τα κράτη μέλη και οι τρίτες χώρες που επιλέγουν να μην ζητήσουν το χαρακτηρισμό τους πρέπει να ταξινομούνται από την Επιτροπή σε μια κατηγορία με βάση όλα τα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή.

(8)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν προγράμματα κατάρτισης των αρμόδιων για την πρόληψη και την καταπολέμηση των ΜΣΕ, καθώς και για τους κτηνιάτρους, τους γεωργούς και τους εργάτες που ασχολούνται με τη μεταφορά, την εμπορία και τη σφαγή εκτρεφόμενων ζώων.

▼M30

(8α)

Η χορήγηση σε μη μηρυκαστικά ορισμένων μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών προερχομένων από μη μηρυκαστικά θα πρέπει να επιτρέπεται λαμβάνοντας υπόψη την απαγόρευση της ανακύκλωσης εντός του ιδίου είδους, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 2002, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπo ( 4 ), καθώς και τις πτυχές ελέγχου που συνδέονται ιδίως με τη διαφοροποίηση μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών ειδικών για ορισμένα είδη, όπως ορίζεται στην ανακοίνωση για τον οδικό χάρτη ΜΣΕ που θέσπισε η Επιτροπή στις 15 Ιουλίου 2005.

▼B

(9)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν ετήσιο πρόγραμμα επιτήρησης της ΣΕΒ και της τρομώδους νόσου και να ενημερώνουν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα αποτελέσματα του προγράμματος και για την εμφάνιση οιουδήποτε κρούσματος άλλης ΜΣΕ.

(10)

Ορισμένοι ιστοί μηρυκαστικών θα πρέπει να χαρακτηριστούν ειδικό υλικό κινδύνου με βάση την παθογένεση των ΜΣΕ και τον επιδημιολογικό χαρακτηρισμό της χώρας ή περιοχής καταγωγής ή διαμονής του συγκεκριμένου ζώου. Τα ειδικά υλικά κινδύνου θα πρέπει να αφαιρούνται και να καταστρέφονται κατά τρόπο αποκλείοντα οποιοδήποτε κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων. Ειδικότερα, δεν θα πρέπει να διατίθενται στην αγορά για την παραγωγή τροφίμων, ζωοτροφών ή λιπασμάτων. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλεφθεί η επίτευξη ισοδύναμου επιπέδου υγειονομικής προστασίας μέσω δοκιμής ανίχνευσης των ΜΣΕ σε μεμονωμένα ζώα, μόλις αυτή επικυρωθεί πλήρως. Οι τεχνικές σφαγής που μπορούν να προκαλέσουν την μόλυνση άλλων ιστών με εγκεφαλικό υλικό δεν θα πρέπει να επιτρέπονται σε άλλες χώρες ή περιοχές πλην εκείνων που παρουσιάζουν τον χαμηλότερο κίνδυνο για ΣΕΒ.

(11)

Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για την πρόληψη της μετάδοσης των ΜΣΕ στον άνθρωπο ή τα ζώα, μέσω της απαγόρευσης της χορήγησης ορισμένων κατηγοριών ζωικών πρωτεϊνών σε ορισμένες κατηγορίες ζώων, και μέσω της απαγόρευσης της χρήσης στα τρόφιμα ορισμένων υλικών που προέρχονται από μηρυκαστικά. Οι απαγορεύσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες προς τους κινδύνους.

▼M30

(11α)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με το ψήφισμά του στις 28 Οκτωβρίου 2004 ( 5 ), εξέφρασε ανησυχίες για τη χορήγηση ζωικών πρωτεϊνών σε μηρυκαστικά, δεδομένου ότι οι πρωτεΐνες δεν αποτελούν μέρος της φυσικής διατροφής των ενηλίκων βοοειδών. Μετά την έξαρση της κρίσης της ΣΕΒ και του αφθώδους πυρετού καθιστάται συνεχώς περισσότερο αποδεκτό ότι ο καλύτερος τρόπος για την προστασία της υγείας του ανθρώπου και των ζώων είναι η διατροφή των ζώων με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες κάθε είδους. Σύμφωνα με την αρχή της πρόληψης, τη φυσική διατροφή και τις συνθήκες διαβίωσης των μηρυκαστικών, είναι, επομένως, αναγκαίο να διατηρηθεί η απαγόρευση της χορήγησης ζωικών πρωτεϊνών στα μηρυκαστικά μέσω της τροφής, σε μορφές που δεν συνιστούν κανονικά μέρος της φυσικής διατροφής τους.

(11β)

Κατά τον μηχανικό διαχωρισμό, το κρέας απομακρύνεται από τα οστά με τρόπο που καταστρέφει ή αλλοιώνει τη δομή των μυϊκών ινών. Το κρέας αυτό μπορεί να περιέχει τμήματα οστών και περιοστέου (η μεμβράνη των οστών). Κατ' αυτόν τον τρόπο, το μηχανικά διαχωριζόμενο κρέας δεν είναι συγκρίσιμο με το κανονικό κρέας. Συνεπώς, θα πρέπει να αναθεωρηθεί η χρήση του για ανθρώπινη κατανάλωση.

▼B

(12)

Κάθε υπόνοια ΜΣΕ σε ένα ζώο θα πρέπει να κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή, η οποία πρέπει αμέσως να λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα, ιδίως δε να υποβάλλει το ύποπτο ζώο σε περιορισμούς μετακίνησης εν αναμονή των αποτελεσμάτων της εξέτασης ή να διατάσσει τη σφαγή του υπό επίσημη επιτήρηση. Εάν η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα ΜΣΕ, διενεργεί τις κατάλληλες έρευνες και διατηρεί το σφάγιο υπό επίσημη επίβλεψη μέχρι τη διάγνωση.

(13)

Σε περίπτωση επίσημης επιβεβαίωσης της παρουσίας ΜΣΕ, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, ιδίως διατάσσοντας την καταστροφή του σφαγίου, διενεργώντας έρευνα για να εντοπίσει όλα τα επικίνδυνα ζώα και επιβάλλοντας περιορισμούς μετακίνησης για τα επικίνδυνα ζώα και προϊόντα ζωικής προέλευσης. Οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να αποζημιώνονται πλήρως, και το συντομότερο δυνατόν, για την απώλεια ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης που καταστρέφονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(14)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδια έκτακτης ανάγκης με τα εφαρμοστέα εθνικά μέτρα στην περίπτωση εμφάνισης μιας εστίας ΣΕΒ. Τα σχέδια αυτά θα πρέπει να εγκρίνονται από την Επιτροπή. Θα πρέπει να προβλεφθεί η επέκταση της διάταξης αυτής και στις άλλες ΜΣΕ εκτός της ΣΕΒ.

(15)

Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις για την διάθεση στην αγορά ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης. Οι ισχύοντες κοινοτικοί κανόνες για την αναγνώριση και την καταγραφή των βοοειδών προβλέπουν ένα σύστημα εντοπισμού της προέλευσης των ζώων έως την μητέρα τους και την αγέλη καταγωγής σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Θα πρέπει να προβλεφθούν ισοδύναμες εγγυήσεις για βοοειδή εισαγόμενα από τρίτες χώρες. Τα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που καλύπτονται από τους εν λόγω κανόνες και μετακινούνται στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου ή εισάγονται από τρίτες χώρες, θα πρέπει να συνοδεύονται από τα πιστοποιητικά που απαιτούν οι κοινοτικοί κανόνες, συμπληρούμενα, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(16)

Θα πρέπει να απαγορευθεί η διάθεση στην αγορά ορισμένων προϊόντων ζωικής προέλευσης που προέρχονται από βοοειδή περιοχών υψηλού κινδύνου. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή δεν θα πρέπει να ισχύει για ορισμένα προϊόντα ζωικής προέλευσης που παράγονται υπό ελεγχόμενες συνθήκες από ζώα τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν συνιστούν υψηλό κίνδυνο μόλυνσης από ΜΣΕ.

(17)

Για να εξασφαλιστεί η τήρηση των κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης των ΜΣΕ, θα πρέπει να λαμβάνονται δείγματα για τη διενέργεια εργαστηριακών δοκιμών ανίχνευσης βάσει προκαθορισμένου πρωτοκόλλου το οποίο να επιτρέπει τη λήψη πλήρους επιδημιολογικής εικόνας της κατάστασης όσον αφορά τις ΜΣΕ. Για να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες διαδικασίες και αποτελέσματα των δοκιμών ανίχνευσης, θα πρέπει να καθοριστούν εθνικά και κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς, καθώς και αξιόπιστες επιστημονικές μέθοδοι, μεταξύ των οποίων ταχείες δοκιμές ειδικές για τις ΜΣΕ. Στο μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταχείες δοκιμές.

(18)

Στα κράτη μέλη, θα πρέπει να διενεργούνται κοινοτικές επιθεωρήσεις για να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των απαιτήσεων που αφορούν την πρόληψη, την καταπολέμηση και την εξάλειψη των ΜΣΕ και να προβλεφθεί η εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου. Για να εξασφαλιστεί ότι οι τρίτες χώρες παρέχουν, κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης, εγγυήσεις των ΜΣΕ ισοδύναμες προς τις ισχύουσες στην Κοινότητα, θα πρέπει να διενεργούνται κοινοτικές επιθεωρήσεις και έλεγχοι για να επαληθεύεται ότι οι εξάγουσες τρίτες χώρες τηρούν τις προϋποθέσεις εισαγωγής.

(19)

Τα εμπορικά μέτρα για τις ΜΣΕ θα πρέπει να βασίζονται σε διεθνείς κανόνες, κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις, εφόσον υπάρχουν ωστόσο, μπορούν να θεσπίζονται επιστημονικώς αιτιολογημένα μέτρα που δίδουν σε υψηλότερο επίπεδο υγειονομικής προστασίας, εάν τα μέτρα που βασίζονται στους σχετικούς διεθνείς κανόνες, κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις δεν θα επετύγχαναν το ενδεδειγμένο επίπεδο υγειονομικής προστασίας.

(20)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επανεξεταστεί ανάλογα με τις διαθέσιμες νέες επιστημονικές πληροφορίες.

(21)

Θα πρέπει να προβλεφθούν στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού τα αναγκαία μεταβατικά μέτρα, μεταξύ άλλων, για τη ρύθμιση της χρησιμοποίησης ειδικών υλικών κινδύνου.

(22)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή ( 6 ).

(23)

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καθοριστούν διαδικασίες στενής και αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών στο πλαίσιο της μόνιμης κτηνιατρικής επιτροπής, της μόνιμης επιτροπής ζωοτροφών και της μόνιμης επιτροπής τροφίμων.

(24)

Επειδή οι διατάξεις εφαρμογής του παρόντος κανονισμού είναι γενικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 2 της απόφασης 1999/468/ΕΚ θα πρέπει να θεσπίζονται με τη διαδικασία κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.  Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τους κανόνες για την πρόληψη, την καταπολέμηση και την εξάλειψη ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) στα ζώα και εφαρμόζεται στην παραγωγή και διάθεση στην αγορά ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης και, σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, στις εξαγωγές τους.

2.  Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α) στα καλλυντικά, φαρμακευτικά ή ιατροτεχνολογικά προϊόντα, στα υλικά εκκίνησης ή τα ενδιάμεσα προϊόντα τους,

β) στα προϊόντα, στα υλικά εκκίνησης ή τα ενδιάμεσα προϊόντα τους, τα οποία δεν προορίζονται για χρήση σε τρόφιμα, ζωοτροφές ή λιπάσματα,

γ) στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για έκθεση, διδασκαλία, επιστημονική έρευνα, ειδικές μελέτες ή αναλύσεις, εφόσον αυτά τα προϊόντα δεν καταναλώνονται ούτε χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο ή από ζώα, εκτός εκείνων που σταβλίζονται για τα οικεία ερευνητικά σχέδια,

δ) στα ζώντα ζώα που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται για έρευνα.

Άρθρο 2

Διαχωρισμός ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης

Για να αποφευχθεί η αλληλομόλυνση ή η υποκατάσταση ζώντων ζώων ή προϊόντων ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 από τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ) ή από ζώντα ζώα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο δ), πρέπει να διαχωρίζονται μονίμως, εκτός εάν τα ζώντα ζώα ή τα προϊόντα ζωικής προέλευσης παράγονται υπό τις ίδιες τουλάχιστον συνθήκες υγειονομικής προστασίας όσον αφορά τις ΜΣΕ.

Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι εξής ορισμοί:

α) «ΜΣΕ»: όλες οι μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες πλην εκείνων που προσβάλλουν τον άνθρωπο,

β) διάθεση στην αγορά: κάθε πράξη παροχής, σε τρίτον εντός της Κοινότητας, ζώντων ζώων, ή προϊόντων ζωικής προέλευσης υπαγομένων στον παρόντα κανονισμό, προς πώληση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή μεταβίβασης σε τρίτον έναντι πληρωμής ή δωρεάν, καθώς και κάθε πράξη αποθήκευσης ενόψει μελλοντικής μεταβίβασης σε τέτοιον τρίτο,

γ) προϊόντα ζωικής προέλευσης: τα προϊόντα που προέρχονται ή περιέχουν προϊόντα προερχόμενα από τα ζώα που καλύπτονται από τις οδηγίες 89/662/ΕΟΚ ( 7 ) ή 90/425/ΕΟΚ ( 8 ),

δ) υλικά εκκίνησης: οι πρώτες ύλες ή οποιοδήποτε άλλο προϊόν ζωικής προέλευσης από το οποίο, ή μέσω του οποίου, παράγονται τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, στοιχεία α) και β),

ε) αρμόδια αρχή: η κεντρική αρχή κράτους μέλους, η οποία είναι αρμόδια να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, ή κάθε άλλη κτηνιατρική αρχή στην οποία η εν λόγω κεντρική αρχή έχει αναθέσει την αρμοδιότητα αυτή, ιδίως για τον έλεγχο των ζωοτροφών ο ορισμός αυτός καλύπτει, ενδεχομένως, την αντίστοιχη αρχή μιας τρίτης χώρας,

στ) κατηγορίες: οι κατηγορίες ταξινόμησης που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ κεφάλαιο Γ,

ζ) ειδικά υλικά κινδύνου: οι ιστοί που ορίζονται στο παράρτημα V στον ορισμό αυτόν, δεν περιλαμβάνονται τα προϊόντα που τα περιέχουν ή παράγονται από τους ιστούς αυτούς, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά,

η) ζώο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης από ΜΣΕ: κάθε ζώο, ζωντανό, σφαγμένο ή νεκρό που παρουσιάζει ή έχει παρουσιάσει νευρολογικές διαταραχές ή διαταραχές της συμπεριφοράς ή προοδευτική υποβάθμιση της γενικής κατάστασης που συνδέεται με προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος, για το οποίο οι πληροφορίες που συλλέγονται βάσει κλινικής εξέτασης, ανταπόκρισης σε μια θεραπευτική αγωγή, νεκροψίας ή εργαστηριακής εξέτασης πριν ή μετά το θάνατο δεν επιτρέπουν άλλη διάγνωση. Ως ζώο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης από τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ) θεωρείται και κάθε βοοειδές το οποίο έδωσε θετικό αποτέλεσμα σε ταχεία δοκιμή ειδική για την ΣΕΒ,

θ) εκμετάλλευση: κάθε εγκατάσταση στην οποία σταβλίζονται, κατέχονται, εκτρέφονται, διακινούνται ή εκτίθενται στο κοινό ζώα τα οποία υπάγονται στον παρόντα κανονισμό,

ι) δειγματοληψία: η λήψη δειγμάτων, που εξασφαλίζουν τη στατιστικώς ορθή αντιπροσωπευτικότητα, από ζώα ή από το περιβάλλον τους, ή από προϊόντα ζωικής προέλευσης με σκοπό τη διάγνωση νόσου, τον καθορισμό γενεαλογικών σχέσεων, την επιτήρηση της υγείας, ή τον έλεγχο της απουσίας μικροβιολογικών παραγόντων ή ορισμένων υλικών σε προϊόντα ζωικής προέλευσης,

ια) λιπάσματα: ουσίες περιέχουσες προϊόντα ζωικής προέλευσης, οι οποίες χρησιμοποιούνται στη γη για να βοηθηθεί η ανάπτυξη της βλάστησης είναι δυνατό να περιέχουν κατάλοιπα χωνέματος από παραγωγή βιομεθανίου ή λιπασματοποίηση,

▼M30

ιβ) ταχείες δοκιμές: οι διαγνωστικές μέθοδοι που αναγράφονται στο Παράρτημα X, τα αποτελέσματα των οποίων γίνονται γνωστά εντός 24 ωρών,

▼B

ιγ) εναλλακτικές δοκιμές: οι δοκιμές κατ' άρθρο 8 παράγραφο 2 οι οποίες χρησιμοποιούνται αντί της απόσυρσης των ειδικών υλικών κινδύνου,

▼M30

ιδ) μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας ή ΜΔΚ: το προϊόν που λαμβάνεται με την αφαίρεση κρέατος από οστά που φέρουν σάρκα μετά την αποστέωση, με τη χρήση μηχανικών μέσων που οδηγούν στην απώλεια ή στη μεταβολή της δομής των μυϊκών ινών,

ιε) παθητική επιτήρηση: η δήλωση όλων των ζώων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι έχουν προσβληθεί από ΜΣΕ και, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ΜΣΕ δεν μπορούν να αποκλεισθούν με κλινική διερεύνηση, εργαστηριακός έλεγχος των ζώων αυτών,

ιστ) ενεργητική επιτήρηση: ο έλεγχος ζώων για τα οποία δεν έχει δηλωθεί υπόνοια ότι έχουν προσβληθεί από ΜΣΕ, όπως ζώα που οδηγούνται σε επείγουσα σφαγή, ζώα για τα οποία προέκυψαν ευρήματα κατά τον έλεγχο προ σφαγής (ante mortem), νεκρά ζώα, υγιή ζώα που σφάζονται και ζώα που σφάζονται λόγω εμφάνισης κρούσματος ΜΣΕ προκειμένου να προσδιορισθούν η εξέλιξη και ο επιπολασμός ΜΣΕ σε μια χώρα ή σε περιοχή της.

▼B

2.  Εφαρμόζονται και οι ειδικοί ορισμοί που προβλέπονται στο παράρτημα Ι.

3.  Όταν οι όροι του παρόντος κανονισμού δεν ορίζονται στην παράγραφο 1 ή στο παράρτημα Ι ισχύουν οι σχετικοί ορισμοί του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 ( 9 ) και οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στις οδηγίες 64/432/ΕΟΚ ( 10 ), 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ και 91/68/ΕΟΚ ( 11 ) ή που ισχύουν δυνάμει αυτών, στο μέτρο που το παρόν κείμενο παραπέμπει σε αυτούς.

Άρθρο 4

Μέτρα διασφάλισης

1.  Όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων διασφάλισης, ισχύουν οι αρχές και οι διατάξεις του άρθρου 9 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ, του άρθρου 10 της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ, του άρθρου 18 της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ ( 12 ), καθώς και του άρθρου 22 της οδηγίας 97/78/ΕΚ ( 13 ).

2.  Τα μέτρα διασφάλισης θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2 και κοινοποιούνται, μαζί με την αιτιολογία τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΣΕΒ

Άρθρο 5

Ταξινόμηση

▼M30

1.  Ο χαρακτηρισμός κρατών μελών ή τρίτων χωρών, ή περιοχών τους, εφεξής αποκαλούμενων «χώρες ή περιοχές», ως προς τη ΣΕΒ, πραγματοποιείται με την κατάταξή τους σε μια από τις εξής τρεις κατηγορίες:

 αμελητέος κίνδυνος ΣΕΒ, όπως ορίζεται στο Παράρτημα ΙΙ,

 ελεγχόμενος κίνδυνος ΣΕΒ, όπως ορίζεται στο Παράρτημα ΙΙ,

 απροσδιόριστος κίνδυνος ΣΕΒ, όπως ορίζεται στο Παράρτημα ΙΙ.

Ο χαρακτηρισμός χωρών ή περιοχών ως προς τη ΣΕΒ μπορεί να πραγματοποιείται μόνον βάσει των κριτηρίων του Παραρτήματος ΙΙ, Κεφάλαιο Α. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να περιλαμβάνουν το αποτέλεσμα ανάλυσης κινδύνου εμφάνισης σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας βοοειδών, με βάση όλους τους δυνητικούς παράγοντές του, όπως ορίζεται στο Παράρτημα ΙΙ, Κεφάλαιο Β, και τη χρονική εξέλιξή τους, καθώς επίσης ολοκληρωμένα μέτρα ενεργητικής και παθητικής επιτήρησης, τα οποία λαμβάνουν υπόψη την κατηγορία κινδύνου της χώρας ή της περιοχής.

Τα κράτη μέλη, καθώς και οι τρίτες χώρες που επιθυμούν να διατηρηθούν στους καταλόγους τρίτων χωρών που είναι εγκεκριμένες για την εξαγωγή ζώντων ζώων ή προϊόντων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό προς την Κοινότητα, υποβάλλουν στην Επιτροπή αίτηση χαρακτηρισμού τους όσον αφορά τη ΣΕΒ, συνοδευόμενη από σχετικές πληροφορίες που αφορούν τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ, Κεφάλαιο Α, καθώς και τους δυνητικούς παράγοντες κινδύνου του Παραρτήματος ΙΙ, Κεφάλαιο Β και τη χρονική εξέλιξή τους.

▼B

2.  Η απόφαση για κάθε αίτηση ταξινόμησης του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας ή της περιοχής του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας που υπέβαλε την αίτηση, σε μια από τις κατηγορίες του παραρτήματος ΙΙ, κεφάλαιο Γ, λαμβάνεται βάσει των κριτηρίων και των δυνητικών παραγόντων κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Η εν λόγω απόφαση εκδίδεται εντός έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης και των σχετικών πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο. Εάν κρίνει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, κεφάλαια Α και Β, η επιτροπή ζητά πρόσθετες πληροφορίες εντός προθεσμίας που θα καθοριστεί. Στην περίπτωση αυτή, η τελική απόφαση λαμβάνεται εντός έξι μηνών από την υποβολή των πλήρων πληροφοριακών στοιχείων.

Αφού το Διεθνές Γραφείο Επιζωοτιών (ΔΓΕ) καθορίσει διαδικασία ταξινόμησης των χωρών σε κατηγορίες και κατατάξει την αιτούσα χώρα σε μία κατηγορία, μπορεί να αποφασίζεται η επανεξέταση της κοινοτικής ταξινόμησης της συγκεκριμένης τρίτης χώρας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, εάν συντρέχει λόγος, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

3.  Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάζει ένα κράτος μέλος ή μια τρίτη χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ, κεφάλαια Α και Β είναι ανεπαρκείς ή ασαφείς, μπορεί να προβεί, με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, στο χαρακτηρισμό του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας ως προς τη ΣΕΒ βάσει πλήρους ανάλυσης του κινδύνου.

Η ανάλυση συμπεριλαμβάνει τεκμηριωμένη στατιστική έρευνα της επιδημιολογικής κατάστασης ως προς τη ΣΕΒ στο κράτος μέλος ή την τρίτη χώρα με τη χρήση ταχείας δοκιμής, στο πλαίσιο διαδικασίας ανίχνευσης. Η Επιτροπή συνεκτιμά τα κριτήρια ταξινόμησης που εφαρμόζει το ΔΓΕ.

▼M44

Οι ταχείες δοκιμές εγκρίνονται προς το σκοπό αυτόν με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 24 παράγραφος 3 και εγγράφονται στον κατάλογο του παραρτήματος Χ κεφάλαιο Γ σημείο 4.

▼B

Η διαδικασία ανίχνευσης μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται από τα κράτη μέλη ή τις τρίτες χώρες που επιθυμούν να εγκριθεί από την Επιτροπή —με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2— η ταξινόμηση στην οποία έχουν προβεί βάσει αυτής της ανίχνευσης.

Οι δαπάνες της διαδικασίας βαρύνουν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.

▼M30

4.  Τα κράτη μέλη και οι τρίτες χώρες που δεν έχουν υποβάλει αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, τρίτο εδάφιο, συμμορφώνονται, όσον αφορά την αποστολή από το έδαφός τους ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης, με τις απαιτήσεις εισαγωγής που εφαρμόζονται στις χώρες με απροσδιόριστο κίνδυνο για εκδήλωση της ΣΕΒ, μέχρι να υποβάλουν τέτοια αίτηση και μέχρι να ληφθεί τελική απόφαση σχετικά με την κατάστασή τους όσον αφορά τη ΣΕΒ.

▼B

5.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, το συντομότερο δυνατόν, κάθε επιδημιολογική ή άλλη πληροφορία που ενδέχεται να οδηγήσει σε μεταβολή κατάστασης όσον αφορά τη ΣΕΒ, ιδίως δε τα αποτελέσματα των προγραμμάτων επιτήρησης κατ' άρθρο 6.

6.  Η διατήρηση μιας τρίτης χώρας σε έναν από τους καταλόγους που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία για να μπορεί να εξάγει προς την Κοινότητα ζώντα ζώα και προϊόντα ζωικής προέλευσης, για τα οποία ο παρών κανονισμός προβλέπει ειδικούς κανόνες, αποφασίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2 και εξαρτάται —ανάλογα με τις διαθέσιμες πληροφορίες ή σε περίπτωση τεκμαιρόμενης παρουσίας ΜΣΕ— από την παροχή των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Σε περίπτωση άρνησης παροχής των πληροφοριών αυτών εντός τριμήνου από το αίτημα της Επιτροπής, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν ακόμη υποβληθεί και δεν έχουν αξιολογηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3.

Η επιλεξιμότητα των τρίτων χωρών για εξαγωγές, προς την Κοινότητα, ζώντων ζώων ή προϊόντων ζωικής προέλευσης για τα οποία ο παρών κανονισμός προβλέπει ειδικούς κανόνες, υπό τους όρους που βασίζονται στην κατηγορία που τους απονέμεται από την Επιτροπή, εξαρτάται από τη δέσμευσή τους να κοινοποιήσουν γραπτώς στην Επιτροπή, το συντομότερο δυνατόν, κάθε επιδημιολογικό ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο δυνάμενο να οδηγήσει σε μεταβολή κατάστασης όσον αφορά τη ΣΕΒ.

7.  Με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, είναι δυνατόν να αποφασισθεί η αλλαγή της ταξινόμησης κράτους μέλους, τρίτης χώρας ή περιοχής τους όσον αφορά τη ΣΕΒ, ανάλογα με τα αποτελέσματα των ελέγχων που προβλέπονται στο άρθρο 21.

8.  Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3, 4, 6, και 7 βασίζονται σε αξιολόγηση του κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που συνιστώνται στο παράρτημα ΙΙ κεφάλαια Α και Β.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΩΝ ΜΣΕ

Άρθρο 6

Σύστημα επιτήρησης

▼M30

1.  Κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει ετήσιο πρόγραμμα επιτήρησης για τις ΜΣΕ βασιζόμενο στην ενεργητική και παθητική επιτήρηση, σύμφωνα με το Παράρτημα III. Το εν λόγω πρόγραμμα περιλαμβάνει διαδικασία ανίχνευσης με ταχείες δοκιμές, εφόσον υπάρχει τέτοια διαδικασία για το συγκεκριμένο είδος ζώου.

Οι ταχείες δοκιμές εγκρίνονται για τον σκοπό αυτό σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 3, και περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος X.

▼M30

1α.  Το ετήσιο πρόγραμμα επιτήρησης, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, καλύπτει κατ' ελάχιστο τους ακόλουθους υποπληθυσμούς:

α) όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών που υπέστησαν επείγουσα σφαγή ή για τα οποία προέκυψαν ευρήματα κατά τον έλεγχο προ σφαγής (ante mortem),

β) όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών που σφαγιάζονται κανονικά, για ανθρώπινη κατανάλωση,

γ) όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών, που δεν σφαγιάζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, τα οποία πέθαναν ή θανατώθηκαν στην κτηνοτροφική μονάδα, κατά τη μεταφορά ή στο σφαγείο (νεκρά ζώα).

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν παρεκκλίσεις από τη διάταξη του στοιχείου γ) σε απομακρυσμένες περιοχές με χαμηλή πυκνότητα ζωικού πληθυσμού, στις οποίες δεν γίνεται οργανωμένη αποκομιδή πτωμάτων ζώων. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής ενημερώνουν την Επιτροπή και υποβάλλουν κατάλογο των σχετικών περιοχών μαζί με την αιτιολόγηση της παρέκκλισης. Η παρέκκλιση δεν πρέπει να καλύπτει περισσότερο από το 10 % των βοοειδών ενός κράτους μέλους.

1β.  Μετά από διαβούλευση της αρμόδιας επιστημονικής επιτροπής, η ηλικία που ορίζεται στην παράγραφο 1α, στοιχεία (α) και (γ), μπορεί να αναπροσαρμοσθεί με βάση την πρόοδο της επιστήμης, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 3.

Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, το οποίο μπορεί να αποδείξει ότι έχει βελτιωθεί η επιδημιολογική κατάσταση της χώρας, με βάση ορισμένα κριτήρια που θα καθορισθούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 3, τα ετήσια προγράμματα παρακολούθησης μπορούν να αναθεωρούνται για το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος παρέχει απόδειξη της ικανότητάς του να διαπιστώνει την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνει επιτόπου, και να διασφαλίζει την προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων με βάση εμπεριστατωμένη ανάλυση κινδύνου. Ειδικότερα, το κράτος μέλος αποδεικνύει:

α) σαφώς φθίνοντα ή συστηματικά χαμηλό επιπολασμό ΣΕΒ, με βάση πρόσφατα αποτελέσματα δοκιμών·

β) ότι έχει υλοποιήσει και επιβάλει τουλάχιστον επί έξι έτη ολοκληρωμένο πρόγραμμα ελέγχου της ΣΕΒ (κοινοτική νομοθεσία για την ανιχνευσιμότητα και τον εντοπισμό ζώντων ζώων και την επιτήρηση της ΣΕΒ)·

γ) ότι έχει υλοποιήσει και επιβάλει τουλάχιστον επί έξι έτη την κοινοτική νομοθεσία για την ολοσχερή απαγόρευση των ζωοτροφών για εκτρεφόμενα ζώα.

▼B

2.  Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη, στο πλαίσιο της μόνιμης κτηνιατρικής επιτροπής, για την εμφάνιση κρούσματος ΜΣΕ, πλην ΣΕΒ.

3.  Όλες οι επίσημες έρευνες και οι εργαστηριακές εξετάσεις καταχωρούνται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ, κεφάλαιο Β.

4.  Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή ετήσια έκθεση η περιλαμβάνουσα τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Β μέρος Ι. Η έκθεση για κάθε ημερολογιακό έτος υποβάλλεται το αργότερο στις 31 Μαρτίου του επομένου έτους. Εντός τριμήνου από την παραλαβή των εκθέσεων, η Επιτροπή υποβάλλει στη μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή σύνοψη των εκθέσεων για κάθε περίοδο, στην οποία περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Β μέρος ΙΙ.

▼M30

5.  Οι κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 2.

Άρθρο 6α

Προγράμματα αναπαραγωγής

1.  Τα κράτη μέλη δύνανται να καταρτίζουν προγράμματα αναπαραγωγής προβάτων ανθεκτικών στις ΜΣΕ. Τα προγράμματα αυτά περιλαμβάνουν πλαίσιο για την αναγνώριση της ανθεκτικότητας ορισμένων αγελών στις ΜΣΕ και μπορούν να επεκτείνονται και σε άλλα ζωικά είδη βάσει επιστημονικών στοιχείων τα οποία αποδεικνύουν την ανθεκτικότητα των συγκεκριμένων γονότυπων των ειδών αυτών στις ΜΣΕ.

2.  Οι ειδικοί κανόνες για τα προγράμματα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 2.

3.  Τα κράτη μέλη, τα οποία καταρτίζουν προγράμματα αναπαραγωγής, υποβάλλουν τακτικά στην Επιτροπή εκθέσεις, ούτως ώστε να είναι δυνατόν να αξιολογούνται τα επιστημονικά προγράμματα, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στη συχνότητα της εμφάνισης ΜΣΕ, αλλά και στη γενετική ποικιλότητα και ποικιλομορφία καθώς και στη διατήρηση παλιών ή σπάνιων φυλών προβάτων ή φυλών καλά προσαρμοσμένων στο τοπικό περιβάλλον. Τα επιστημονικά ευρήματα και οι γενικότερες επιπτώσεις των προγραμμάτων αναπαραγωγής αξιολογούνται τακτικά και, εφόσον απαιτείται, τα προγράμματα αυτά τροποποιούνται αναλόγως.

▼B

Άρθρο 7

Απαγορεύσεις για τη διατροφή των ζώων

▼M30

1.  Οι μεταποιημένες πρωτεΐνες ζωικής προελεύσεως απαγορεύονται στη διατροφή των μηρυκαστικών.

2.  Η απαγόρευση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 επεκτείνεται και σε ζώα εκτός των μηρυκαστικών και περιορίζεται όσον αφορά τη διατροφή των εν λόγω ζώων με προϊόντα ζωικής προέλευσης, σύμφωνα με το Παράρτημα IV.

3.  Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων του Παραρτήματος IV που ορίζουν τις παρεκκλίσεις από την απαγόρευση που περιλαμβάνεται σε αυτές τις παραγράφους.

Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 3, βάσει επιστημονικής αξιολόγησης των διατροφικών αναγκών νεαρών μηρυκαστικών που υπόκεινται στους κανόνες που θεσπίσθηκαν για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5 αυτού του άρθρου, και κατόπιν αξιολόγησης των πτυχών ελέγχου αυτής της παρέκκλισης, να επιτρέπει τη διατροφή νεαρών μηρυκαστικών ζώων με πρωτεΐνες που προέρχονται από ψάρια.

4.  Τα κράτη μέλη ή οι περιοχές τους με απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ απαγορεύεται να εξάγουν ή να αποθηκεύουν ζωοτροφές που προορίζονται για εκτρεφόμενα ζώα, οι οποίες περιέχουν πρωτεΐνες προερχόμενες από θηλαστικά ή ζωοτροφές για θηλαστικά, εκτός από τις ζωοτροφές για σκύλους, γάτες και γουνοφόρα ζώα, που περιέχουν μεταποιημένες πρωτεΐνες από θηλαστικά.

Οι τρίτες χώρες ή οι περιοχές τους με απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ απαγορεύεται να εξάγουν προς την Κοινότητα ζωοτροφές για εκτρεφόμενα ζώα που περιέχουν πρωτεΐνες προερχόμενες από θηλαστικά ή ζωοτροφές για θηλαστικά, εκτός από τις ζωοτροφές για σκύλους, γάτες και γουνοφόρα ζώα, οι οποίες περιέχουν μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες προερχόμενες από θηλαστικά.

Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, μπορεί να λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 2, κατόπιν λεπτομερών κριτηρίων που ορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 3, για τη χορήγηση μεμονωμένων εξαιρέσεων από τους περιορισμούς που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο. Κάθε εξαίρεση λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

▼M30

4α.  Με βάση ευνοϊκή εκτίμηση κινδύνου, η οποία λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον την ποσότητα και την πιθανή πηγή μόλυνσης, και τον τελικό προορισμό της παρτίδας, μπορεί να λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 3, για την καθιέρωση ορίων ανοχής για αμελητέες ποσότητες ζωικής πρωτεΐνης στις ζωοτροφές που οφείλονται σε τυχαία και τεχνικώς αναπόφευκτη μόλυνση.

▼M30

5.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ιδίως οι κανόνες για την πρόληψη της αλληλομόλυνσης και για τις μεθόδους δειγματοληψίας και ανάλυσης των δειγμάτων για τον έλεγχο της τήρησης του παρόντος άρθρου, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 2. Οι κανόνες αυτοί πρέπει να βασίζονται σε έκθεση της Επιτροπής η οποία καλύπτει την προμήθεια πρώτων υλών, τη μεταποίηση, τον έλεγχο και την ανιχνευσιμότητα για τις ζωοτροφές ζωικής προέλευσης.

▼B

Άρθρο 8

Ειδικά υλικά κινδύνου

▼M30

1.  Η αφαίρεση και η διάθεση του υλικού ειδικού κινδύνου πραγματοποιούνται σύμφωνα με το Παράρτημα V του παρόντος κανονισμού και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002. Το εν λόγω υλικό δεν εισάγεται στην Κοινότητα. Ο κατάλογος των υλικών ειδικού κινδύνου του Παραρτήματος V πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τον εγκέφαλο, το νωτιαίο μυελό, τους οφθαλμούς και τις αμυγδαλές των βοοειδών ηλικίας άνω των 12 μηνών, και τη σπονδυλική στήλη των βοοειδών μετά από ηλικία που προσδιορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 3. Λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες κατηγορίες κινδύνου που ορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφοι 1α και 1β, στοιχείο β), ο κατάλογος των υλικών ειδικού κινδύνου του Παραρτήματος V τροποποιείται αναλόγως.

2.  Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται σε ιστούς ζώων που έχουν υποστεί εναλλακτική δοκιμή εγκεκριμένη για τον συγκεκριμένο σκοπό σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 3, υπό την προϋπόθεση ότι η δοκιμή αυτή που περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Παραρτήματος X πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους του Παραρτήματος V και ότι τα αποτελέσματα της δοκιμής είναι αρνητικά.

Τα κράτη μέλη που εγκρίνουν τη χρήση εναλλακτικής δοκιμής σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο ενημερώνουν τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

3.  Στα κράτη μέλη ή σε περιοχές αυτών, στις οποίες υπάρχει ελεγχόμενος ή απροσδιόριστος κίνδυνος ΣΕΒ, ο τεμαχισμός, κατόπιν αναισθητοποίησης, του κεντρικού νευρικού ιστού με την εισαγωγή επιμήκους ραβδοειδούς οργάνου στην κρανιακή κοιλότητα, ή με έγχυση αερίου στην κρανιακή κοιλότητα σε συνδυασμό με την αναισθητοποίηση, δεν χρησιμοποιείται σε βοοειδή και αιγοπρόβατα το κρέας των οποίων προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα.

4.  Τα στοιχεία σχετικά με την ηλικία που καθορίζονται στο Παράρτημα V μπορούν να αναπροσαρμόζονται. Η αναπροσαρμογή βασίζεται στα πλέον πρόσφατα αποδεδειγμένα επιστημονικά ευρήματα σχετικά με τη στατιστική πιθανότητα εκδήλωσης ΜΣΕ στις συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες του ζωικού πληθυσμού βοοειδών και αιγοπροβάτων της Κοινότητας.

5.  Οι κανόνες που προβλέπουν εξαιρέσεις από τις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου μπορούν να θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 3, όσον αφορά την ημερομηνία της πραγματικής επιβολής της εφαρμογής της απαγόρευσης για τη διατροφή των ζώων η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, ή, όπως αρμόζει στην περίπτωση τρίτων χωρών ή περιοχών αυτών, που παρουσιάζουν ελεγχόμενο κίνδυνο για ΣΕΒ, όσον αφορά την ημερομηνία της πραγματικής επιβολής της εφαρμογής της απαγόρευσης χρήσης πρωτεϊνών θηλαστικών στις ζωοτροφές μηρυκαστικών για τα ζώα που γεννήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή σε αυτές τις τρίτες χώρες ή τις περιοχές τους, με σκοπό τον περιορισμό των απαιτήσεων για την απόσυρση και την καταστροφή του υλικού ειδικού κινδύνου.

▼B

6.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Προϊόντα ζωικής προέλευσης που προέρχονται από υλικά μηρυκαστικών ή περιέχουν τέτοια υλικά

▼M30

1.  Τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που απαριθμούνται στο Παράρτημα VI παράγονται ακολουθώντας εγκεκριμένες διαδικασίες παραγωγής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 3.

2.  Τα οστά βοοειδών και αιγοπροβάτων από χώρες ή περιοχές με ελεγχόμενο ή απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ δεν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μηχανικώς διαχωρισμένου κρέατος (ΜΔΚ). Πριν από την 1η Ιουλίου 2008, τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τη χρήση και τη μέθοδο παραγωγής ΜΔΚ στην επικράτειά τους. Η έκθεση περιλαμβάνει δήλωση σχετικά με το αν το κράτος μέλος προτίθεται να συνεχίσει την παραγωγή ΜΔΚ.

Με βάση τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή υποβάλλει ανακοίνωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη μελλοντική ανάγκη και χρήση ΜΔΚ στην Κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής για την πληροφόρηση των καταναλωτών.

▼M44

3.  Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, όσον αφορά τα κριτήρια του παραρτήματος V σημείο 5, στα μηρυκαστικά που έχουν υποβληθεί σε εναλλακτική δοκιμή εγκριθείσα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 24 παράγραφος 3, εφόσον η δοκιμή αυτή περιλαμβάνεται στο παράρτημα Χ και τα αποτελέσματά της είναι αρνητικά.

▼B

4.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Προγράμματα εκπαίδευσης

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το προσωπικό της αρμόδιας αρχής, των διαγνωστικών εργαστηρίων και των γεωργικών και κτηνιατρικών ινστιτούτων, οι επίσημοι κτηνίατροι, οι κτηνίατροι, το προσωπικό των σφαγείων και οι κτηνοτρόφοι, οι κάτοχοι και τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται ο χειρισμός των ζώων να εκπαιδεύονται για να ανιχνεύουν τα κλινικά σημεία, την επιδημιολογία και, στην περίπτωση του ελεγκτικού προσωπικού, για να ερμηνεύουν τα αποτελέσματα των εργαστηριακών μελετών που αφορούν τις ΜΣΕ.

2.  Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των προγραμμάτων εκπαίδευσης της παραγράφου 1, η Κοινότητα μπορεί να χορηγεί οικονομική ενίσχυση, το ποσό της οποίας καθορίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΜΣΕ

Άρθρο 11

Κοινοποίηση

Με την επιφύλαξη της οδηγίας 82/894/ΕΟΚ ( 14 ), τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να κοινοποιείται αμέσως στις αρμόδιες αρχές οποιαδήποτε περίπτωση ζώου για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει μολυνθεί από ΜΣΕ.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τακτικά τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή για τα κοινοποιημένα κρούσματα ΜΣΕ.

Η αρμόδια αρχή λαμβάνει χωρίς καθυστέρηση τα μέτρα του άρθρου 12 του παρόντος κανονισμού, καθώς και κάθε άλλο ενδεδειγμένο μέτρο.

Άρθρο 12

Μέτρα έναντι των ύποπτων ζώων

▼M30

1.  Κάθε ζώο ύποπτο για μόλυνση από ΜΣΕ είτε υποβάλλεται σε επίσημο περιορισμό μετακίνησης μέχρι να γνωστοποιηθούν τα αποτελέσματα της κλινικής και επιδημιολογικής εξέτασης που διεξάγεται από την αρμόδια αρχή είτε θανατώνεται για εργαστηριακή εξέταση υπό επίσημο έλεγχο.

Αν υπάρχουν επίσημες υπόνοιες ΣΕΒ σε βοοειδές σε εκμετάλλευση ενός κράτους μέλους, όλα τα άλλα βοοειδή στην εκμετάλλευση αυτή πρέπει να τίθενται υπό επίσημο περιορισμό μετακίνησης μέχρι να γνωστοποιηθούν τα αποτελέσματα της εξέτασης. Αν υπάρχουν επίσημες υπόνοιες ΜΣΕ σε αιγοπρόβατο σε εκμετάλλευση ενός κράτους μέλους, όλα τα άλλα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση αυτή πρέπει να τίθενται υπό επίσημο περιορισμό μετακίνησης μέχρι να γνωστοποιηθούν τα αποτελέσματα της εξέτασης.

Ωστόσο, αν υπάρχουν αποδείξεις ότι η εκμετάλλευση στην οποία βρισκόταν το ζώο όταν εμφανίσθηκαν οι υπόνοιες για ΜΣΕ δεν μπορεί να είναι η εκμετάλλευση στην οποία το ζώο θα μπορούσε να εκτεθεί σε ΜΣΕ, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι μόνον το ύποπτο για μόλυνση ζώο θα τεθεί υπό επίσημο περιορισμό μετακίνησης.

Εφόσον κριθεί αναγκαίο, η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να αποφασίσει ότι και άλλες εκμεταλλεύσεις ή ότι μόνον η εκμετάλλευση στην οποία έγινε η έκθεση σε ΜΣΕ, θα τεθεί υπό επίσημο έλεγχο ανάλογα με τα διαθέσιμα επιδημιολογικά στοιχεία.

Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 2 και κατά παρέκκλιση των επίσημων περιορισμών μετακίνησης που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο, ένα κράτος μέλος μπορεί να εξαιρεθεί από την επιβολή τέτοιων περιορισμών αν εφαρμόζει μέτρα που παρέχουν ισοδύναμες διασφαλίσεις βάσει της δέουσας εκτίμησης των πιθανών κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων.

▼B

2.  Εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει ότι η πιθανότητα μόλυνσης από ΜΣΕ δεν μπορεί να αποκλειστεί, το ζώο —εάν είναι ακόμη εν ζωή— θανατώνεται και ο εγκέφαλός του καθώς και όλοι οι άλλοι ιστοί που καθορίζει η αρμόδια αρχή αφαιρούνται και αποστέλλονται σε επίσημα εγκεκριμένο εργαστήριο, στο εθνικό εργαστήριο αναφοράς κατ' άρθρο 19 παράγραφος 1 ή στο κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς κατ' άρθρο 19 παράγραφος 2, για να εξακριβωθεί η παρουσία της ΜΣΕ με τις μεθόδους του άρθρου 20.

▼M30

3.  Όλα τα μέρη του σώματος του ύποπτου ζώου είτε παραμένουν υπό επίσημο έλεγχο μέχρι να γίνει αρνητική διάγνωση είτε διατίθενται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

▼B

4.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 13

Μέτρα μετά τη διαπίστωση ΜΣΕ

1.  Όταν η παρουσία μιας ΜΣΕ επιβεβαιωθεί επισήμως, εφαρμόζονται αμελλητί τα ακόλουθα μέτρα:

▼M30

α) η διάθεση όλων των τμημάτων του σώματος του ζώου γίνεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, εκτός από το υλικό που κρατείται για τα μητρώα σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ, Κεφάλαιο Β, του παρόντος κανονισμού,

▼B

β) διενεργείται έρευνα για τον εντοπισμό όλων των ζώων που παρουσιάζουν κίνδυνο σύμφωνα με το παράρτημα VΙΙ, σημείο 1,

▼M30

γ) όλα τα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που παρουσιάζουν κινδύνους, όπως περιγράφονται στο Παράρτημα VII, σημείο 2 του παρόντος κανονισμού και εντοπίζονται με την έρευνα που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, θανατώνονται και διατίθενται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

▼M30

Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους και με βάση ευνοϊκή εκτίμηση κινδύνου στην οποία λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη τα μέτρα ελέγχου του συγκεκριμένου κράτους μέλους, μπορεί να ληφθεί απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 2, να επιτραπεί η διατήρηση βοοειδών που μνημονεύεται στην παρούσα παράγραφο, έως το τέλος της παραγωγικής τους ζωής.

▼M44

Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόζει άλλα μέτρα τα οποία παρέχουν ισοδύναμο επίπεδο προστασίας βάσει ευνοϊκής αξιολόγησης κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 24α και 25, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των μέτρων ελέγχου αυτού του κράτους μέλους, εφόσον τα μέτρα αυτά έχουν εγκριθεί για αυτό το κράτος μέλος με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

▼B

2.  Έως ότου ολοκληρωθεί η εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 1, στοιχείο β) και γ), η εκμετάλλευση όπου βρισκόταν το ζώο όταν επιβεβαιώθηκε η παρουσία ΜΣΕ τίθεται υπό επίσημη επίβλεψη και, για κάθε μετακίνηση των επιρρεπών στις ΜΣΕ ζώων και των προϊόντων ζωικής προέλευσης που προέρχονται από αυτά από και προς τη συγκεκριμένη εκμετάλλευση, απαιτείται άδεια της αρμόδιας αρχής, ώστε να εξασφαλισθεί ο άμεσος εντοπισμός και ο προσδιορισμός της προέλευσης των εν λόγω ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης.

Εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι η εκμετάλλευση όπου βρισκόταν το ζώο όταν ανέκυψαν οι υπόνοιες ΜΣΕ, δεν είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η εκμετάλλευση στην οποία το ζώο ενδέχεται να μολύνθηκε με ΜΣΕ, η αρμόδια αρχή μπορεί να θέσει σε επίσημη επιτήρηση και τις δύο εκμεταλλεύσεις ή μόνον την εκμετάλλευση μόλυνσης.

3.  Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν μέτρα τα οποία προσφέρουν ισοδύναμες εγγυήσεις όπως προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο μπορούν, κατά παρέκκλιση από τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχεία β) και γ) να απαλλάσσονται, με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, από την υποχρέωση εφαρμογής των επίσημων μέτρων απαγόρευσης των μετακινήσεων των ζώων και από την απαίτηση να θανατώνουν και να καταστρέφουν τα ζώα.

4.  Οι ιδιοκτήτες αποζημιώνονται αμελλητί για την απώλεια των ζώων που θανατώνονται η τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που καταστρέφονται κατά το άρθρο 12 παράγραφος 2 και την παράγραφο 1 στοιχεία α) και γ) του παρόντος άρθρου.

5.  Με την επιφύλαξη της οδηγίας 82/894/ΕΟΚ, κάθε επιβεβαίωση κρούσματος ΜΣΕ πλην της ΣΕΒ κοινοποιείται στην Επιτροπή επί ετησίας βάσεως.

6.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 14

Σχέδιο έκτακτης ανάγκης

1.  Τα κράτη μέλη καταρτίζουν —σύμφωνα με τα γενικά κριτήρια της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα της καταπολέμησης των ζωικών νόσων— κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες ορίζονται τα ληπτέα εθνικά μέτρα και διευκρινίζονται οι αρμοδιότητες και οι ευθύνες όταν επιβεβαιώνονται κρούσματα ΜΣΕ.

2.  Όταν απαιτείται για την ομοιόμορφη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, οι κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να εναρμονίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΗ

Άρθρο 15

Ζώντα ζώα, το σπέρμα, τα έμβρυα και τα ωάριά τους

1.  Η διάθεση στην αγορά, ή, ενδεχομένως, οι εξαγωγές βοοειδών ή αιγοπροβάτων και του σπέρματος, των ωαρίων και εμβρύων τους, υπόκειται στις προϋποθέσεις του παραρτήματος VΙΙΙ ή, κατά τις εισαγωγές, στις προϋποθέσεις του παραρτήματος IX. Τα ζώντα ζώα και τα έμβρυα και τα ωάριά τους συνοδεύονται από τα κατάλληλα υγειονομικά πιστοποιητικά που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 17 ή, κατά τις εισαγωγές, σύμφωνα με το άρθρο 18.

2.  Η διάθεση στην αγορά των απογόνων πρώτης γενεάς, του σπέρματος, των εμβρύων και των ωαρίων τους για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ή τα οποία επιβεβαιωμένα έχουν μολυνθεί με ΜΣΕ, υπόκειται στους όρους του παραρτήματος VΙΙΙ, κεφάλαιο Β.

▼M30

3.  Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 3, οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 μπορούν να επεκταθούν και σε άλλα ζωικά είδη.

4.  Οι κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορούν να θεσπισθούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 2.

▼B

Άρθρο 16

Διάθεση προϊόντων ζωικής προέλευσης στην αγορά

1.  Τα ακόλουθα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προέρχονται από υγιή μηρυκαστικά δεν υπόκεινται σε περιορισμούς διάθεσης στην αγορά, ή ενδεχομένως εξαγωγής, σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τις διατάξεις του παραρτήματος VIII, κεφάλαια Γ και Δ και του παραρτήματος ΙΧ, κεφάλαια Α, Γ, ΣΤ και Ζ:

α) τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που καλύπτονται από το άρθρο 15, ιδίως δε το σπέρμα, τα έμβρυα και τα ωάρια,

▼M30

β) γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, δέρματα, ζελατίνη και κολλαγόνο που προέρχονται από δέρματα,

2.  Τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που εισάγονται από τρίτες χώρες που παρουσιάζουν ελεγχόμενο ή απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ πρέπει να προέρχονται από υγιή βοοειδή και αιγοπρόβατα που δεν έχουν υποβληθεί σε τεμαχισμό του κεντρικού νευρικού ιστού ή σε έγχυση αερίου στην κρανιακή κοιλότητα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3.

3.  Τα προϊόντα διατροφής ζωικής προέλευσης που περιέχουν υλικό από βοοειδή τα οποία προέρχονται από χώρα ή περιοχή με απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ δεν διατίθενται στην αγορά, εκτός εάν προέρχονται:

α) από ζώα που γεννήθηκαν οκτώ έτη μετά την ημερομηνία από την οποία εφαρμόσθηκε όντως η απαγόρευση χρησιμοποίησης μεταποιημένων πρωτεϊνών θηλαστικών για τη διατροφή των μηρυκαστικών, και

β) από ζώα που γεννήθηκαν, εκτράφηκαν και έχουν διαμείνει σε αγέλες απαλλαγμένες, βάσει αποδεδειγμένου ιστορικού, από ΣΕΒ επί 7 τουλάχιστον έτη.

Περαιτέρω, τα προϊόντα διατροφής που προέρχονται από μηρυκαστικά δεν αποστέλλονται από κράτος μέλος ή περιοχή του που παρουσιάζει απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ σε άλλο κράτος μέλος ούτε εισάγονται από τρίτη χώρα που παρουσιάζει απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ.

Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που απαριθμούνται στο Παράρτημα VIII, Κεφάλαιο Γ και τα οποία ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII, Κεφάλαιο Γ.

Τα προϊόντα αυτά πρέπει να συνοδεύονται από υγειονομικό πιστοποιητικό που εκδίδει επίσημος κτηνίατρος, με το οποίο βεβαιώνεται ότι έχουν παραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

▼B

4.  Όταν ένα ζώο μετακινείται από χώρα ή περιοχή προς χώρα ή περιοχή διαφορετικής κατηγορίας, ταξινομείται στην ανώτερη κατηγορία χωρών ή περιοχών στις οποίες έχει διαμείνει για περισσότερες από είκοσι τέσσερις ώρες, εκτός εάν δίδονται κατάλληλες εγγυήσεις ότι το ζώο δεν έλαβε τροφή από τη χώρα ή την περιοχή αυτή η οποία ταξινομείται στην ανώτερη κατηγορία.

5.  Τα προϊόντα ζωικής προέλευσης, για τα οποία το παρόν άρθρο προβλέπει συγκεκριμένους κανόνες, πρέπει να συνοδεύονται από τα κατάλληλα υγειονομικά πιστοποιητικά ή εμπορικά έγγραφα, όπως απαιτείται από την κοινοτική νομοθεσία σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18 ή, εάν δεν υπάρχει τέτοια απαίτηση στην κοινοτική νομοθεσία, από υγειονομικό πιστοποιητικό ή εμπορικό έγγραφο του οποίου το πρότυπο καταρτίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

6.  Για να εισαχθούν στην Κοινότητα, τα προϊόντα ζωικής προέλευσης πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΧ κεφάλαια Α, Γ, ΣΤ και Ζ.

▼M44

7.  Σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 24 παράγραφος 3, οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 μπορούν να εφαρμοστούν και σε άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης. Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

▼B

Άρθρο 17

Με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, τα υγειονομικά πιστοποιητικά του παραρτήματος ΣΤ της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ και τα υποδείγματα ΙΙ και ΙΙΙ του παραρτήματος Ε της οδηγίας 91/68/ΕΟΚ, καθώς και τα κατάλληλα υγειονομικά πιστοποιητικά που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία περί εμπορίου σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων βοοειδών ή αιγοπροβάτων συμπληρώνονται, αν απαιτείται, με την αναγραφή της κατηγορίας στην οποία ταξινομήθηκε το κράτος μέλος ή η περιοχή καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 5.

Τα κατάλληλα υγειονομικά πιστοποιητικά που αφορούν το εμπόριο προϊόντων ζωικής προέλευσης συμπληρώνονται, αν απαιτείται, με την αναγραφή της κατηγορίας του κράτους μέλους ή της περιοχής προέλευσης η οποία δίδεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 5.

Άρθρο 18

Με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, τα κατάλληλα υγειονομικά πιστοποιητικά σχετικά με τις εισαγωγές, τα οποία προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία συμπληρώνονται, για τις τρίτες χώρες που ταξινομούνται σε μια κατηγορία σύμφωνα με το άρθρο 5, με τις ειδικές απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΧ κεφάλαιο Ζ, μόλις η ταξινόμηση αποφασιστεί.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ, ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ, ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ

Άρθρο 19

Εργαστήρια αναφοράς

1.  Το εθνικό εργαστήριο αναφοράς κάθε κράτους μέλους, οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντά του ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Α.

2.  Το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς, οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντά του ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Β.

Άρθρο 20

Δειγματοληψία και μέθοδοι εργαστηριακής ανάλυσης

1.  Η δειγματοληψία και οι δοκιμές εργαστηριακής ανίχνευσης της παρουσίας μιας ΜΣΕ διενεργούνται με τις μεθόδους και τα πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ.

▼M44

2.  Εφόσον απαιτείται για την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, θεσπίζονται κανόνες εφαρμογής με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2. Η μέθοδος επιβεβαίωσης της ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα θεσπίζεται με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 24 παράγραφος 3.

▼B

Άρθρο 21

Κοινοτικοί έλεγχοι

1.  Όταν απαιτείται για την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εμπειρογνώμονες της Επιτροπής μπορούν να διεξάγουν επιτόπιους ελέγχους, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Το κράτος μέλος όπου διενεργείται έλεγχος παρέχει κάθε βοήθεια στους εμπειρογνώμονες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια αρχή για τα αποτελέσματα των ελέγχων.

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ιδίως δε εκείνες που αποσκοπούν στη ρύθμιση των διαδικασιών συνεργασίας με τις εθνικές αρχές, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

2.  Οι κοινοτικοί έλεγχοι έναντι τρίτων χωρών διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 της οδηγίας 97/78/ΕΚ.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 22

Μεταβατικά μέτρα για τα ειδικά υλικά κινδύνου

1.  Οι διατάξεις του παραρτήματος ΧΙ μέρος Α εφαρμόζονται επί 6 τουλάχιστον μήνες από την 1η Ιουλίου 2001, παύουν δε να εφαρμόζονται μόλις ληφθεί απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 ή 4 του άρθρου 5, οπότε και αρχίζει να εφαρμόζεται το άρθρο 8.

2.  Τα αποτελέσματα μιας τεκμηριωμένης στατιστικής έρευνας διεξαγόμενης βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου 5 κατά τη μεταβατική περίοδο χρησιμοποιούνται προς επιβεβαίωση ή διάψευση των συμπερασμάτων της ανάλυσης κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων ταξινόμησης που καθορίζει το ΔΓΕ.

3.  Οι λεπτομερείς κανόνες για τη στατιστική έρευνα θεσπίζονται, ύστερα από διαβούλευση της αρμόδιας επιστημονικής επιτροπής, με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

4.  Τα στοιχειώδη κριτήρια που πληροί η εν λόγω στατιστική έρευνα ορίζονται στο παράρτημα ΧΙ μέρος Β.

Άρθρο 23

Τροποποίηση παραρτημάτων και μεταβατικά μέτρα

▼M44

Ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή για κάθε θέμα δυνάμενο να έχει επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, τα παραρτήματα τροποποιούνται ή συμπληρώνονται, θεσπίζεται δε κάθε κατάλληλο μεταβατικό μέτρο σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 24 παράγραφος 3.

▼M21

Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, θεσπίζονται μεταβατικά μέτρα για την περίοδο, η οποία λήγει την 1η Ιουλίου 2007 το αργότερο, ώστε να καταστεί δυνατή η μετάβαση από τις τρέχουσες ρυθμίσεις στις ρυθμίσεις που θεσπίζει ο παρών κανονισμός.

▼M30

Άρθρο 23α

Τα ακόλουθα μέτρα τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 24, παράγραφος 3:

▼M44

α) έγκριση των ταχειών δοκιμών που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο, στο άρθρο 6 παράγραφος 1, στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 9 παράγραφος 3,

▼M30

β) προσαρμογή της ηλικίας κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 6, παράγραφος 1β,

γ) κριτήρια για την επίδειξη της βελτίωσης της επιδημιολογικής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1β,

δ) απόφαση για τη διατροφή νεαρών μηρυκαστικών ζώων με πρωτεΐνες που προέρχονται από ψάρια κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 3,

ε) κριτήρια για τη χορήγηση εξαιρέσεων από τους περιορισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 4,

στ) απόφαση για την καθιέρωση ορίων ανοχής κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 4α,

ζ) απόφαση για την ηλικία κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 1,

η) κανόνες που προβλέπουν εξαιρέσεις από την απόσυρση ή την καταστροφή του υλικού ειδικού κινδύνου κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 5,

θ) διαδικασίες παραγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1,

ι) απόφαση για την επέκταση ορισμένων διατάξεων σε άλλα ζωικά είδη κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 15, παράγραφος 3,

▼M44

ια) επέκταση του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 16 και σε άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης,

ιβ) θέσπιση της μεθόδου για την επιβεβαίωση της ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2,

ιγ) τροποποίηση ή συμπλήρωση των παραρτημάτων και θέσπιση κάθε κατάλληλου μεταβατικού μέτρου όπως αναφέρεται στο άρθρο 23.

▼M30

Άρθρο 24

Επιτροπές

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από τη Μόνιμη Επιτροπή για την Τροφική Αλυσίδα και την Υγεία των Ζώων. Ωστόσο, η Επιτροπή συμβουλεύεται επίσης τη Μόνιμη Επιτροπή Ζωοτεχνικών Θεμάτων όσον αφορά το άρθρο 6α.

2.  Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1994/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Οι προθεσμίες του άρθρου 5, παράγραφος 6 της εν λόγω απόφασης είναι τρεις μήνες, και στην περίπτωση των μέτρων διασφάλισης του άρθρου 4, παράγραφος 2, του παρόντος κανονισμού, 15 ημέρες.

3.  Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

▼M30

Άρθρο 24α

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με μία από τις διαδικασίες του άρθρου 24 βασίζονται στη δέουσα εκτίμηση των πιθανών κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων και, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων, διατηρούν ή, αν δικαιολογείται επιστημονικά, αυξάνουν το επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των ζώων που διασφαλίζεται στην Κοινότητα.

▼B

Άρθρο 25

Διαβούλευση με τις επιστημονικές επιτροπές

Για κάθε θέμα εφαρμογής του παρόντος κανονισμού το οποίο ενδέχεται να έχει επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία ζητείται η γνώμη των αρμόδιων επιστημονικών επιτροπών.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2001.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

▼M10




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

▼M48

1.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 15 ), στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 142/2011 της Επιτροπής ( 16 ), στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 17 ), στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 767/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 18 ) και στην οδηγία 2006/88/ΕΚ ( 19 ) του Συμβουλίου:

α) ο ορισμός του «εκτρεφόμενου ζώου» στο άρθρο 3 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009·

β) οι ακόλουθοι ορισμοί του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 142/2011:

i) «γουνοφόρα ζώα» στο σημείο 1·

ii) «προϊόντα αίματος» στο σημείο 4·

iii) «μεταποιημένη ζωική πρωτεΐνη» στο σημείο 5·

iv) «ιχθυάλευρο» στο σημείο 7·

v) «κολλαγόνο» στο σημείο 11·

vi) «ζελατίνη» στο σημείο 12·

vii) «υδρολυμένες πρωτεΐνες» στο σημείο 14·

viii) «κονσερβοποιημένες τροφές για ζώα συντροφιάς» στο σημείο 16·

ix) «τροφές για ζώα συντροφιάς» στο σημείο 19·

x) «μεταποιημένες τροφές για ζώα συντροφιάς» στο σημείο 20·

γ) ο ορισμός των «ζωοτροφών» στο άρθρο 3 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002·

δ) κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2009:

i) «πρώτες ύλες ζωοτροφών» στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ζ)·

ii) «σύνθετες ζωοτροφές» στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο η)·

iii) «πλήρεις ζωοτροφές» στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο θ)·

ε) οδηγία 2006/88/ΕΚ:

i) «ζώα υδατοκαλλιέργειας» στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

ii) «υδρόβια ζώα» στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε).

▼M50

2.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «αυτόχθονο κρούσμα ΣΕΒ»: το κρούσμα σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας βοοειδών για το οποίο δεν έχει αποδειχθεί σαφώς ότι οφείλεται σε μόλυνση πριν από την εισαγωγή του ζωντανού ζώου·

β) «κλάση»: μια ομάδα βοοειδών η οποία περιλαμβάνει:

i) τα ζώα που γεννήθηκαν στο ίδιο κοπάδι με το ασθενές βοοειδές κατά τους δώδεκα μήνες πριν ή μετά την ημερομηνία γέννησης του ασθενούς ζώου, και

ii) τα ζώα που οποιαδήποτε στιγμή κατά το πρώτο έτος της ζωής τους εκτράφηκαν μαζί με το ασθενές βοοειδές κατά το πρώτο έτος της ζωής του·

γ) «κρούσμα-δείκτης»: το πρώτο ζώο σε μια εκμετάλλευση ή σε μια επιδημιολογικώς ορισμένη ομάδα στο οποίο επιβεβαιώνεται μόλυνση από ΜΣΕ·

δ) «ΜΣΕ σε μικρά μηρυκαστικά»: το κρούσμα μεταδοτικής σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας που ανιχνεύθηκε σε αιγοπρόβατο κατόπιν δοκιμής επιβεβαίωσης για μη φυσιολογική πρωτεΐνη PrΡ·

ε) «κρούσμα τρομώδους νόσου»: το επιβεβαιωμένο κρούσμα μεταδοτικής σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας σε αιγοπρόβατο, στην περίπτωση του οποίου έχει αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ΣΕΒ, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο τεχνικό εγχειρίδιο του εργαστηρίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το χαρακτηρισμό στελέχους ΜΣΕ σε μικρά μηρυκαστικά ( 20

στ) «κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου»: το επιβεβαιωμένο κρούσμα τρομώδους νόσου που κατηγοριοποιείται ως κλασική σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο τεχνικό εγχειρίδιο του κοινοτικού εργαστηρίου αναφοράς σχετικά με το χαρακτηρισμό στελέχους ΜΣΕ σε μικρά μηρυκαστικά·

ζ) «κρούσμα άτυπης τρομώδους νόσου»: το επιβεβαιωμένο κρούσμα τρομώδους νόσου που διαφοροποιείται από την κλασική τρομώδη νόσο σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο τεχνικό εγχειρίδιο του κοινοτικού εργαστηρίου αναφοράς σχετικά με το χαρακτηρισμό στελέχους ΜΣΕ σε μικρά μηρυκαστικά·

η) ο συνδυασμός δύο αλληλόμορφων όπως περιγράφονται στο σημείο 1 του παραρτήματος I τας απόφασης 2002/1003/ΕΚ ( 21 ) της Επιτροπής·

θ) κρούσμα επιβεβαιωμένο σε εργαστήριο εθνικής αναφοράς σύμφωνα με τις μεθόδους και τα πρωτόκολλα στο σημείο 3.1 α) και β) του κεφαλαίου Γ του παραρτήματος X·

ι) «κρούσμα κλασικής ΣΕΒ»: κρούσμα ΣΕΒ που ταξινομείται ως τέτοιο σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται από τη μέθοδο του εργαστηρίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ταξινόμηση των απομονωμάτων ΜΣΕ στα βοοειδή ( 22

ια) «κρούσμα άτυπης ΣΕΒ»: κρούσμα ΣΕΒ που δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως κρούσμα τυπικής ΣΕΒ σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται από τη μέθοδο του εργαστηρίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ταξινόμηση των απομονωμάτων ΜΣΕ στα βοοειδή·

ιβ) «αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών»: τα αιγοπρόβατα:

i) των οποίων η ηλικία επιβεβαιώνεται από τα μητρώα ή τα έγγραφα μετακίνησης που αναφέρονται στο σημείο 1 β), γ) και δ) του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 21/2004 του Συμβουλίου ( 23 ), ή

ii) των οποίων περισσότεροι από δύο μόνιμοι κοπτήρες έχουν ανατείλει από τα ούλα.

▼M31




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΣΕΒ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Κριτήρια

Ο χαρακτηρισμός κρατών μελών ή τρίτων χωρών ή περιοχών τους (εφεξής αποκαλούμενων «χώρες ή περιοχές»), ως προς τη ΣΕΒ, πραγματοποιείται με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στα στοιχεία α) έως ε).

Στη χώρα ή στην περιοχή:

α) πραγματοποιείται ανάλυση της επικινδυνότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου Β, με την οποία εντοπίζονται όλοι οι δυνητικοί παράγοντες εκδήλωσης της ΣΕΒ καθώς και η εξέλιξή τους διαχρονικώς στη χώρα ή στην περιοχή·

β) λειτουργεί ένα σύστημα συνεχούς επιτήρησης και παρακολούθησης της ΣΕΒ που επικεντρώνεται κυρίως στους κινδύνους που προσδιορίζονται στο κεφάλαιο Β και το οποίο τηρεί τις ελάχιστες απαιτήσεις επιτήρησης που ορίζονται στο κεφάλαιο Δ·

γ) λειτουργεί ένα σύστημα συνεχούς επαγρύπνησης για τους κτηνιάτρους, τους κτηνοτρόφους και τους εργάτες που ασχολούνται με τη μεταφορά, την εμπορία και τη σφαγή βοοειδών, με σκοπό να ενθαρρύνεται η κοινοποίηση όλων των περιπτώσεων ζώων με κλινικά συμπτώματα που δημιουργούν υπόνοιες ΣΕΒ σε υποπληθυσμούς-στόχους, όπως ορίζεται στο κεφάλαιο Δ αυτού του παραρτήματος·

δ) υπάρχει υποχρέωση κοινοποίησης και έρευνας όλων των περιπτώσεων βοοειδών με κλινικά συμπτώματα που δημιουργούν υπόνοιες ΣΕΒ·

ε) η εξέταση του εγκεφάλου και άλλων ιστών που συλλέγονται στο πλαίσιο του συστήματος επιτήρησης και παρακολούθησης το οποίο αναφέρεται στο στοιχείο β) διεξάγεται σε εγκεκριμένο εργαστήριο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Ανάλυση της επικινδυνότητας

▼M51

1.    Διάρθρωση της ανάλυσης της επικινδυνότητας

Στις αναλύσεις επικινδυνότητας πρέπει να περιλαμβάνεται εκτίμηση της εισόδου και εκτίμηση της έκθεσης.

2.    Εκτίμηση της εισόδου (εξωτερική πρόκληση)

2.1. Εκτίμηση της εισόδου είναι η εκτίμηση της πιθανότητας ο παράγοντας ΣΕΒ είτε να έχει εισαχθεί στη χώρα ή στην περιοχή μέσω εμπορευμάτων δυνητικά μολυσμένων με παράγοντα ΣΕΒ, είτε να είναι ήδη παρών στη χώρα ή στην περιοχή.

Λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες επικινδυνότητας:

α) η παρουσία ή η απουσία του παράγοντα ΣΕΒ στη χώρα ή στην περιοχή και, αν ο παράγοντας είναι παρών, ο επιπολασμός του με βάση το αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων επιτήρησης·

β) η παραγωγή κρεαταλεύρων και οστεαλεύρων ή ινωδών καταλοίπων ξιγκιών από τον αυτόχθονα πληθυσμό μηρυκαστικών·

γ) εισαγόμενα κρεατάλευρα και οστεάλευρα ή ινώδη κατάλοιπα ξιγκιών·

δ) εισαγόμενα βοοειδή και αιγοπρόβατα·

ε) εισαγόμενες ζωοτροφές και συστατικά ζωοτροφών·

στ) εισαγόμενα προϊόντα που προέρχονται από μηρυκαστικά για ανθρώπινη κατανάλωση, τα οποία ενδέχεται να περιείχαν ιστούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παραρτήματος V και τα οποία ενδέχεται να καταναλώθηκαν από βοοειδή ως ζωοτροφές·

ζ) εισαγόμενα προϊόντα που προέρχονται από μηρυκαστικά για in vivo χρήση σε βοοειδή.

2.2. Κατά τη διενέργεια της εκτίμησης της εισόδου πρέπει να συνεκτιμώνται τα ειδικά προγράμματα εκρίζωσης, η επιτήρηση και άλλες επιδημιολογικές έρευνες (ιδίως η επιτήρηση για ΣΕΒ επί του πληθυσμού βοοειδών) που συνδέονται με τους παράγοντες επικινδυνότητας οι οποίοι αναφέρονται στο σημείο 2.1.

▼M31

3.   Εκτίμηση της έκθεσης

Εκτίμηση της έκθεσης είναι η εκτίμηση της πιθανότητας έκθεσης των βοοειδών στον παράγοντα ΣΕΒ και για τη διενέργειά της εξετάζονται τα εξής:

α) η ανακύκλωση και ο πολλαπλασιασμός του παράγοντα ΣΕΒ μέσω της κατανάλωσης, από βοοειδή, κρεαταλεύρων και οστεαλεύρων ή ινωδών καταλοίπων ξιγγιών που προέρχονται από μηρυκαστικά ή άλλων ζωοτροφών ή συστατικών ζωοτροφών που είχαν μολυνθεί με αυτά·

β) η χρησιμοποίηση σφαγίων μηρυκαστικών (συμπεριλαμβανομένων των σφαγίων από νεκρά ζώα), υποπροϊόντων και αποβλήτων σφαγείων, οι παράμετροι των διαδικασιών τήξης και οι μέθοδοι παραγωγής ζωοτροφών·

γ) η χορήγηση ή η μη χορήγηση σε μηρυκαστικά κρεαταλεύρων και οστεαλεύρων, καθώς και ινωδών καταλοίπων ξιγγιών που προέρχονται από μηρυκαστικά, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την πρόληψη της αλληλομόλυνσης των ζωοτροφών·

δ) το επίπεδο επιτήρησης για ΣΕΒ επί του πληθυσμού βοοειδών έως τη συγκεκριμένη στιγμή και τα αποτελέσματα αυτής της επιτήρησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Ορισμός των κατηγοριών

I.    ΧΩΡΑ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕ ΑΜΕΛΗΤΕΟ ΚΙΝΔΥΝΟ ΣΕΒ

Μια χώρα ή μια περιοχή:

1. όπου έχει διεξαχθεί ανάλυση της επικινδυνότητας σύμφωνα με το κεφάλαιο Β με στόχο τον προσδιορισμό των προγενέστερων και των υφιστάμενων παραγόντων επικινδυνότητας,

2. στην οποία αποδείχθηκε ότι λαμβάνονται κατάλληλα ειδικά μέτρα για τη σχετική χρονική περίοδο που ορίζεται στη συνέχεια, με σκοπό τη διαχείριση κάθε προσδιοριζόμενου κινδύνου,

3. στην οποία αποδείχθηκε ότι πραγματοποιείται επιτήρηση του τύπου Β σύμφωνα με το κεφάλαιο Δ και ότι έχουν επιτευχθεί οι σχετικές τιμές-στόχοι σύμφωνα με τον πίνακα 2, και

4. στην οποία:

α) είτε επικρατεί η ακόλουθη κατάσταση:

i) στη χώρα ή στην περιοχή δεν έχει σημειωθεί κρούσμα ΣΕΒ ή κάθε κρούσμα ΣΕΒ έχει αποδειχθεί ότι σημειώθηκε σε εισαγόμενο ζώο το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς,

ii) τα κριτήρια που αναφέρονται στα στοιχεία γ), δ) και ε) του κεφαλαίου Α του παρόντος παραρτήματος τηρούνται τουλάχιστον την τελευταία επταετία, και

iii) μέσω του κατάλληλου επιπέδου ελέγχων και εσωτερικών ελέγχων έχει αποδειχθεί ότι, επί οκτώ τουλάχιστον έτη, τα μηρυκαστικά δεν έχουν καταναλώσει κρεατάλευρα, οστεάλευρα ή ινώδη κατάλοιπα ξιγγιών που προέρχονταν από μηρυκαστικά·

β) είτε επικρατεί η ακόλουθη κατάσταση:

i) στη χώρα ή στην περιοχή υπήρξε ένα ή περισσότερα αυτόχθονα κρούσματα ΣΕΒ αλλά κάθε αυτόχθονο κρούσμα ΣΕΒ παρουσιάστηκε πριν από έντεκα τουλάχιστον έτη,

ii) τα κριτήρια που αναφέρονται στα στοιχεία γ), δ) και ε) του κεφαλαίου Α τηρούνται τουλάχιστον την τελευταία 7ετία,

iii) μέσω του κατάλληλου επιπέδου ελέγχων και εσωτερικών ελέγχων έχει αποδειχθεί ότι, επί οκτώ τουλάχιστον έτη, τα μηρυκαστικά δεν έχουν καταναλώσει κρεατάλευρα, οστεάλευρα ή ινώδη κατάλοιπα ξιγγιών που προέρχονταν από μηρυκαστικά·

iv) τα κατωτέρω ζώα, αν ζουν στη Χώρα ή στην περιοχή, είναι μονίμως αναγνωρίσιμα και οι κινήσεις τους είναι ελεγχόμενες, ενώ μετά τη σφαγή ή το θάνατο, καταστρέφονται ολοσχερώς:

 όλα τα κρούσματα ΣΕΒ,

 όλα τα βοοειδή τα οποία, κατά το πρώτο έτος ζωής τους εκτράφηκαν μαζί με τα βοοειδή που προσβλήθηκαν από ΣΕΒ κατά το πρώτο έτος ζωής και για τα οποία η έρευνα έδειξε ότι κατανάλωσαν την ίδια, ενδεχομένως μολυσμένη, ζωοτροφή κατά την ίδια περίοδο ή

 αν τα αποτελέσματα της έρευνας που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο είναι ασαφή, όλα τα βοοειδή που γεννήθηκαν στην ίδια αγέλη με εκείνα στα οποία εκδηλώθηκε ΣΕΒ ταυτόχρονα με αυτά ή σε διάστημα δώδεκα μηνών.

II.    ΧΩΡΑ Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΜΕ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΟ ΚΙΝΔΥΝΟ ΣΕΒ

Μια χώρα ή μια περιφέρεια:

1. όπου έχει διεξαχθεί ανάλυση της επικινδυνότητας με βάση τις πληροφορίες που αναφέρονται στο κεφάλαιο Β με στόχο τον προσδιορισμό των προγενέστερων και των υφιστάμενων παραγόντων επικινδυνότητας,

2. στην οποία αποδείχθηκε ότι λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για τη διαχείριση όλων των προσδιοριζόμενων κινδύνων, αλλά ότι τα μέτρα αυτά δεν ελήφθησαν για τη σχετική χρονική περίοδο,

3. στην οποία αποδείχθηκε ότι πραγματοποιείται επιτήρηση τύπου Α σύμφωνα με το κεφάλαιο Δ και ότι έχουν επιτευχθεί οι σχετικές τιμές-στόχοι σύμφωνα με τον πίνακα 2. Η επιτήρηση τύπου Β μπορεί να αντικαταστήσει την επιτήρηση τύπου Α εφόσον έχουν επιτευχθεί οι σχετικές τιμές-στόχοι, και

4. στην οποία:

α) είτε επικρατεί η ακόλουθη κατάσταση:

i) στη χώρα ή στην περιφέρεια δεν υπήρξε κρούσμα ΣΕΒ ή κάθε κρούσμα ΣΕΒ αποδείχθηκε ότι προερχόταν από εισαγωγή ζώου το οποίο έχει καταστραφεί ολοσχερώς, τηρούνται τα κριτήρια των στοιχείων γ), δ) και ε) του κεφαλαίου Α και μπορεί να αποδειχθεί μέσω του ενδεδειγμένου επιπέδου ελέγχου και εσωτερικού ελέγχου ότι δεν είχαν χορηγηθεί στα μηρυκαστικά κρεατάλευρα και οστεάλευρα ούτε ινώδη κατάλοιπα ξιγγιών προερχόμενα από μηρυκαστικά,

ii) τα κριτήρια που αναφέρονται στα στοιχεία γ), δ) και ε) του κεφαλαίου Α τηρούνται επί τα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη ή/και

iii) δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί ότι επί οκτώ έτη πραγματοποιούντο έλεγχοι σχετικά με τη χορήγηση ως ζωοτροφών σε μηρυκαστικά κρεαταλεύρων, οστεαλεύρων ή ινωδών καταλοίπων ξιγγιών προερχομένων από μηρυκαστικά·

β) είτε επικρατεί η ακόλουθη κατάσταση:

i) στη χώρα ή στην περιφέρεια υπήρξε αυτόχθονο κρούσμα ΣΕΒ, τηρούνται τα κριτήρια των στοιχείων γ), δ) και ε) του κεφαλαίου Α και μπορεί να αποδειχθεί μέσω του ενδεδειγμένου επιπέδου ελέγχου και εσωτερικού ελέγχου ότι δεν είχαν χορηγηθεί στα μηρυκαστικά κρεατάλευρα και οστεάλευρα ούτε ινώδη κατάλοιπα ξιγγιών προερχόμενα από μηρυκαστικά,

ii) τα κριτήρια που αναφέρονται στα στοιχεία γ) έως ε) του κεφαλαίου Α του παρόντος παραρτήματος τηρούνται επί περίοδο μικρότερη των επτά ετών, ή/και

iii) δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί ότι επί οκτώ τουλάχιστον έτη πραγματοποιούντο έλεγχοι σχετικά με τη χορήγηση ως ζωοτροφών σε μηρυκαστικά κρεαταλεύρων, οστεαλεύρων ή ινωδών καταλοίπων ξιγγιών προερχομένων από μηρυκαστικά,

iv) τα κατωτέρω ζώα, αν ζουν στη χώρα ή στην περιοχή, είναι μονίμως αναγνωρίσιμα και οι κινήσεις τους είναι ελεγχόμενες, ενώ μετά τη σφαγή ή το θάνατο, καταστρέφονται ολοσχερώς:

 όλα τα κρούσματα ΣΕΒ, και

 όλα τα βοοειδή τα οποία, κατά το πρώτο έτος ζωής τους εκτράφηκαν μαζί με τα βοοειδή που προσβλήθηκαν από ΣΕΒ κατά το πρώτο έτος ζωής και για τα οποία η έρευνα έδειξε ότι κατανάλωσαν την ίδια, ενδεχομένως μολυσμένη, ζωοτροφή κατά την ίδια περίοδο, ή

 αν τα αποτελέσματα της έρευνας που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο είναι ασαφή, όλα τα βοοειδή που γεννήθηκαν στην ίδια αγέλη με εκείνα στα οποία εκδηλώθηκε ΣΕΒ ταυτόχρονα με αυτά ή σε διάστημα δώδεκα μηνών.

III.    ΧΩΡΑ Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΜΕ ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΟ ΚΙΝΔΥΝΟ ΣΕΒ

Μια χώρα ή μια περιοχή για την οποία δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία καθορισμού της κατάστασης ως προς τη ΣΕΒ ή η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ισχύουν για την ταξινόμηση των χωρών ή των περιοχών σε μία από τις άλλες κατηγορίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

Ελάχιστες απαιτήσεις επιτήρησης

1.   Είδη επιτήρησης

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) Επιτήρηση τύπου Α

Η εφαρμογή της επιτήρησης τύπου Α θα καταστήσει δυνατή την ανίχνευση της ΣΕΒ σε ονομαστικό επιπολασμό ( 24 ) τουλάχιστον ενός κρούσματος ανά 100 000 στον πληθυσμό των ενήλικων βοοειδών στη συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή, με επίπεδο εμπιστοσύνης 95 %.

β) Επιτήρηση τύπου Β

Η εφαρμογή της επιτήρησης τύπου Β θα καταστήσει δυνατή την ανίχνευση της ΣΕΒ σε ονομαστικό επιπολασμό τουλάχιστον ενός κρούσματος ανά 50 000 στον πληθυσμό των ενήλικων βοοειδών στη συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή, σε επίπεδο εμπιστοσύνης 95 %.

Η επιτήρηση τύπου Β μπορεί να διεξάγεται από χώρες ή περιοχές στις οποίες ο κίνδυνος της ΣΕΒ είναι αμελητέος με σκοπό να επιβεβαιωθούν τα συμπεράσματα της ανάλυσης επικινδυνότητας, για παράδειγμα καταδεικνύοντας την αποτελεσματικότητα των μέτρων άμβλυνσης κάθε προσδιοριζόμενου παράγοντα επικινδυνότητας, μέσω στόχευσης της επιτήρησης στη μεγιστοποίηση της πιθανότητας εντοπισμού τυχόν αδυναμιών αυτών των μέτρων.

Η επιτήρηση τύπου Β μπορεί επίσης να διεξάγεται από χώρες ή περιοχές με ελεγχόμενο κίνδυνο για ΣΕΒ, ύστερα από την επίτευξη των σχετικών στόχων χρησιμοποιώντας την επιτήρηση τύπου Α, ώστε να διατηρείται η εμπιστοσύνη στη γνώση που έχει αποκτηθεί μέσω της επιτήρησης τύπου Α.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, έχουν προσδιοριστεί οι ακόλουθοι τέσσερις υποπληθυσμοί βοοειδών ως προς την επιτήρηση:

α) βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών που παρουσιάζουν διαταραχές της συμπεριφοράς ή κλινικά συμπτώματα που δημιουργούν υπόνοιες ΣΕΒ (κλινικές υπόνοιες)·

β) βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών που δεν μετακινούνται, βρίσκονται σε κατάκλιση, δεν μπορούν να σταθούν όρθια ή να περπατήσουν χωρίς βοήθεια· βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών που αποστέλλονται για επείγουσα σφαγή ή με μη φυσιολογικές παρατηρήσεις κατά τον έλεγχο προ σφαγής (υποχρεωτική ή επείγουσα σφαγή)·

γ) βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών που βρέθηκαν νεκρά ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση, κατά τη μεταφορά ή σε σφαγείο (νεκρά ζώα)·

δ) βοοειδή ηλικίας άνω των 36 μηνών κατά τη συνήθη σφαγή.

2.   Στρατηγική επιτήρησης

2.1. Η στρατηγική επιτήρησης σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα δείγματα είναι αντιπροσωπευτικά της αγέλης της χώρας ή της περιοχής και περιλαμβάνουν εξέταση δημογραφικών παραγόντων όπως του είδους παραγωγής και της γεωγραφικής θέσης, καθώς και της δυνητικής επιρροής ειδικών παραδοσιακών κτηνοτροφικών πρακτικών. Η προσέγγιση που χρησιμοποιείται και οι υποθέσεις που αναπτύσσονται πρέπει να τεκμηριώνονται πλήρως, ενώ τα έγγραφα τεκμηρίωσης φυλάσσονται επί επτά έτη.

2.2. Για να εφαρμοστεί η στρατηγική επιτήρησης για ΣΕΒ, κάθε χώρα πρέπει να χρησιμοποιεί τεκμηριωμένα μητρώα ή αξιόπιστες εκτιμήσεις σχετικά με την ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού ενήλικων βοοειδών και τον αριθμό των βοοειδών που έχουν εξεταστεί για ΣΕΒ κατά ηλικία και υποπληθυσμό εντός της χώρας ή της περιοχής.

3.   Βαθμοί και τιμές-στόχοι

Τα δείγματα της επιτήρησης πρέπει να πληρούν τις τιμές-στόχους που παρατίθενται στον πίνακα 2, με βάση τους «βαθμούς» που καθορίζονται στον πίνακα 1. Όλες οι κλινικές υπόνοιες διερευνώνται, ανεξαρτήτως των βαθμών που έχουν συγκεντρώσει. Κάθε χώρα πρέπει να επιλέγει δείγμα προερχόμενο από τουλάχιστον τρεις από τους τέσσερις υποπληθυσμούς. Το σύνολο των βαθμών για τα δείγματα που έχουν συλλεγεί σωρεύεται για ανώτατη περίοδο επτά συναπτών ετών ώστε να επιτευχθούν οι τιμές-στόχοι. Το σύνολο των βαθμών που έχουν σωρευθεί συγκρίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα με τις τιμές-στόχους για μια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή.



Πίνακας 1

Τιμές των βαθμών επιτήρησης για δείγματα που συλλέγονται από ζώα στο συγκεκριμένο υποπληθυσμό και ηλικιακή κατηγορία

Υποπληθυσμός επί του οποίου ασκείται επιτήρηση

Συνήθης σφαγή (1)

Νεκρά ζώα (2)

Υποχρεωτική σφαγή (3)

Κλινικές υπόνοιες (4)

Ηλικία ≥ 1 έτους και < 2 ετών

0,01

0,2

0,4

Άνευ αντικειμένου

Ηλικία ≥ 2 ετών και < 4 ετών (νεαρό ενήλικο ζώο)

0,1

0,2

0,4

260

Ηλικία ≥ 4 ετών και < 7 ετών (μέσης ηλικίας ζώο)

0,2

0,9

1,6

750

Ηλικία ≥ 7 ετών και < 9 ετών (μεγαλύτερης ηλικίας ζώο)

0,1

0,4

0,7

220

Ηλικία ≥ 9 ετών (ηλικιωμένο ζώο)

0,0

0,1

0,2

45

(1)   Βοοειδή ηλικίας άνω των 36 μηνών κατά τη συνήθη σφαγή.

(2)   Βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών που βρέθηκαν νεκρά ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση, κατά τη μεταφορά ή σε σφαγείο (νεκρά ζώα).

(3)   Βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών που δεν μετακινούνται, βρίσκονται σε κατάκλιση, δεν μπορούν να σταθούν όρθια ή να περπατήσουν χωρίς βοήθεια· βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών που αποστέλλονται για επείγουσα σφαγή ή με μη φυσιολογικές παρατηρήσεις κατά τον έλεγχο προ σφαγής (υποχρεωτική ή επείγουσα σφαγή).

(4)   Βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών που παρουσιάζουν διαταραχές της συμπεριφοράς ή κλινικά συμπτώματα που δημιουργούν υπόνοιες ΣΕΒ (κλινικές υπόνοιες).

▼M51



Πίνακας 2

Τιμές-στόχοι για διαφορετικά μεγέθη πληθυσμών ενήλικων βοοειδών σε μια χώρα ή σε μια περιοχή

Τιμές-στόχοι για τη χώρα ή την περιοχή

Μέγεθος πληθυσμού ενήλικων βοοειδών

(24 μηνών και άνω)

Επιτήρηση τύπου Α

Επιτήρηση τύπου Β

> 1 000 000

300 000

150 000

900 001 -1 000 000

214 600

107 300

800 001 -900 000

190 700

95 350

700 001 -800 000

166 900

83 450

600 001 -700 000

143 000

71 500

500 001 -600 000

119 200

59 600

400 001 -500 000

95 400

47 700

300 001 -400 000

71 500

35 750

200 001 -300 000

47 700

23 850

100 001 -200 000

22 100

11 500

90 001 -100 000

19 900

9 950

80 001 -90 000

17 700

8 850

70 001 -80 000

15 500

7 750

60 001 -70 000

13 000

6 650

50 001 -60 000

11 000

5 500

40 001 -50 000

8 800

4 400

30 001 -40 000

6 600

3 300

20 001 -30 000

4 400

2 200

10 001 -20 000

2 100

1 050

9 001 -10 000

1 900

950

8 001 -9 000

1 600

800

7 001 -8 000

1 400

700

6 001 -7 000

1 200

600

5 001 -6 000

1 000

500

4 001 -5 000

800

400

3 001 -4 000

600

300

2 001 -3 000

400

200

1 001 -2 000

200

100

▼M31

4.   Ειδική επιτήρηση

Στο εσωτερικό καθενός από τους ανωτέρω υποπληθυσμούς μιας χώρας ή μιας περιοχής, μια χώρα μπορεί να στοχεύει στα βοοειδή που μπορούν να αναγνωριστούν ως εισαχθέντα από χώρες ή περιφέρειες στις οποίες έχει ανιχνευθεί ΣΕΒ και στα βοοειδή που έχουν καταναλώσει δυνητικά μολυσμένες ζωοτροφές από χώρες ή περιοχές στις οποίες έχει ανιχνευθεί ΣΕΒ.

5.   Υπόδειγμα επιτήρησης για ΣΕΒ

Μια χώρα μπορεί να επιλέξει να χρησιμοποιεί το υπόδειγμα BsurvE ή εναλλακτική μέθοδο με βάση το υπόδειγμα BsurvE με σκοπό την εκτίμηση της παρουσίας/του επιπολασμού της ΣΕΒ.

6.   Επιτήρηση της διατήρησης

Αφού επιτευχθούν οι τιμές-στόχοι και με σκοπό να συνεχιστεί ο καθορισμός της κατάστασης μιας χώρας ή μιας περιοχής ως προς τον ελεγχόμενο κίνδυνο ή τον αμελητέο κίνδυνο, η επιτήρηση μπορεί να περιοριστεί στην επιτήρηση τύπου Β (εφόσον όλοι οι λοιποί δείκτες παραμένουν θετικοί). Εν τούτοις, για να συνεχιστεί η τήρηση των απαιτήσεων που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, η τρέχουσα ετήσια επιτήρηση πρέπει να εξακολουθήσει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις από τους τέσσερις υποπληθυσμούς που περιγράφηκαν. Επιπροσθέτως διερευνώνται όλες οι περιπτώσεις βοοειδών για τα οποία υπάρχουν κλινικές υπόνοιες για ΣΕΒ, ανεξαρτήτως των βαθμών που έχουν συγκεντρώσει. Η ετήσια επιτήρηση σε μια χώρα ή σε μια περιοχή μετά την επίτευξη των απαιτούμενων τιμών-στόχων δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το ποσό που απαιτείται για το ένα έβδομο του συνολικού στόχου για την επιτήρηση τύπου Β.

▼M13




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ A

I.   ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΣΕ ΒΟΟΕΙΔΗ

1.   Γενικά

Η επιτήρηση σε βοοειδή διεξάγεται σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.1 στοιχείο β).

▼M50

2.    Επιτήρηση σε ζώα που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο

2.1.

Όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών θα ελέγχονται για ΣΕΒ όπου έχουν υποβληθεί:

 σε επείγουσα σφαγή σύμφωνα με το σημείο 1 του κεφαλαίου VI του τμήματος I του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 ( 25 ), ή

 σε προ της σφαγής επιθεώρηση με παρατηρήσεις σχετικά με ατυχήματα, ή σοβαρά φυσιολογικά και λειτουργικά προβλήματα, ή σημάδια σύμφωνα με το σημείο 2 του τμήματος Β του κεφαλαίου ΙΙ της ενότητας Ι του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 854/2004 ( 26 ).

2.2.

Όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμή για ΣΕΒ.

▼M13

3.   Επιτήρηση σε ζώα που δεν σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο

3.1.

Όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών που πέθαναν ή θανατώθηκαν, τα οποία όμως:

 δεν θανατώθηκαν για καταστροφή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 716/96 της Επιτροπής ( 27 ),

 δεν θανατώθηκαν στο πλαίσιο επιδημίας, όπως του αφθώδους πυρετού,

 δεν έχουν σφαγεί για κατανάλωση από τον άνθρωπο,

υποβάλλονται σε δοκιμή για ΣΕΒ.

3.2.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να παρεκκλίνουν των διατάξεων του σημείου 3.1 σε απομακρυσμένες περιοχές με μικρή πυκνότητα ζώων, όπου δεν υπάρχει οργανωμένη συλλογή νεκρών ζώων. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της παρέκκλισης αυτής πρέπει να ειδοποιούν σχετικά την Επιτροπή και να υποβάλουν κατάλογο των κατά παρέκκλιση περιοχών. Η παρέκκλιση δεν πρέπει να καλύπτει πάνω από 10 % του πληθυσμού βοοειδών στο κράτος μέλος.

▼M26

4.   Επιτήρηση ζώων που αγοράζονται για καταστροφή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 716/96

Όλα τα ζώα που γεννήθηκαν μεταξύ της 1ης Αυγούστου 1995 και της 1ης Αυγούστου 1996 και θανατώθηκαν για καταστροφή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 716/96 υποβάλλονται σε δοκιμή για ΣΕΒ.

▼M13

5.   Επιτήρηση σε άλλα ζώα

Εκτός από τη δοκιμή που αναφέρεται στα σημεία 2 έως 4, τα κράτη μέλη μπορούν, σε εθελοντική βάση, να αποφασίσουν τη δοκιμή σε άλλα βοοειδή στην επικράτειά τους, ιδίως όταν τα ζώα αυτά προέρχονται από χώρες με γηγενή ΣΕΒ, έχουν καταναλώσει μολυσμένες ζωοτροφές ή έχουν γεννηθεί ή προέρχονται από μολυσμένες με ΣΕΒ μητέρες.

6.   Μέτρα μετά τη δοκιμή

6.1.

Όταν ένα ζώο που σφάζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλεται σε δοκιμή για ΣΕΒ, στο σφάγιο του εν λόγω ζώου δεν δίδεται σήμανση υγειονομικού ελέγχου, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο ΧΙ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ, έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής.

6.2.

Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του σημείου 6.1 εφόσον υπάρχει επίσημο σύστημα στο σφαγείο, με το οποίο εξασφαλίζεται ότι κανένα τεμάχιο των εξεταζόμενων ζώων που φέρουν σήμανση υγειονομικού ελέγχου δεν εγκαταλείπει το σφαγείο έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής.

▼M42

6.3.

Όλα τα τεμάχια σώματος ζώου που υποβάλλεται σε δοκιμή για ΣΕΒ, συμπεριλαμβανομένης της δοράς, παραμένουν υπό επίσημο έλεγχο έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής, εκτός αν η τελική τους διάθεση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

6.4.

Η τελική διάθεση όλων των τεμαχίων του σώματος του ζώου, συμπεριλαμβανομένης της δοράς, για τα οποία το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής είναι θετικό ή ασαφές γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, εκτός από το υλικό που διατηρείται για τα μητρώα, σύμφωνα με το κεφάλαιο B τμήμα III.

▼M32

6.5.

Όταν το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής είναι θετικό ή ασαφές για ζώο που σφάζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, τουλάχιστον το αμέσως προηγούμενο σφάγιο και τα δύο αμέσως επόμενα σφάγια από το σφάγιο που βρέθηκε θετικό ή ασαφές, στην ίδια αλυσίδα παραγωγής του σφαγείου, καταστρέφονται σύμφωνα με το σημείο 6.4. Κατά παρέκκλιση, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν την καταστροφή των προαναφερθέντων σφαγίων μόνον εάν το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής επιβεβαιώνεται ως θετικό ή ασαφές με δοκιμές επιβεβαίωσης σύμφωνα με το παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.1 στοιχείο β).

▼M13

6.6.

Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του σημείου 6.5 όταν στο σφαγείο υπάρχει σύστημα πρόληψης της μόλυνσης μεταξύ των σφαγίων.

▼M38

7.   Αναθεώρηση των ετήσιων προγραμμάτων επιτήρησης όσον αφορά τη ΣΕΒ («προγράμματα επιτήρησης της ΣΕΒ»), όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1β

7.1.   Αιτήσεις των κρατών μελών

Οι αιτήσεις που υποβάλλουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή για την αναθεώρηση του οικείου ετήσιου προγράμματος επιτήρησης της ΣΕΒ περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α) στοιχεία για το ετήσιο πρόγραμμα επιτήρησης της ΣΕΒ που εφαρμόστηκε κατά την προηγούμενη εξαετή περίοδο εντός της επικράτειας του κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένης αναλυτικής τεκμηρίωσης που αποδεικνύει τη συμμόρφωση προς τα επιδημιολογικά κριτήρια που καθορίζονται στο σημείο 7.2·

β) στοιχεία για το σύστημα εντοπισμού και ανιχνευσιμότητας των βοοειδών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1β τρίτο εδάφιο στοιχείο β), το οποίο εφαρμόστηκε κατά την προηγούμενη εξαετή περίοδο στην επικράτεια του κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένης αναλυτικής περιγραφής της λειτουργίας της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 28 )

γ) στοιχεία για τις απαγορεύσεις των ζωοτροφών που εφαρμόστηκαν κατά την προηγούμενη εξαετή περίοδο εντός της επικράτειας του κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένης αναλυτικής περιγραφής της επιβολής της απαγόρευσης ζωοτροφών για εκτρεφόμενα ζώα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1β τρίτο εδάφιο στοιχείο γ), συμπεριλαμβανομένων του σχεδίου δειγματοληψίας, του αριθμού και του είδους των παραβιάσεων που εντοπίστηκαν καθώς και των αποτελεσμάτων από τα μέτρα που ελήφθησαν·

δ) αναλυτική περιγραφή του προτεινόμενου αναθεωρημένου προγράμματος επιτήρησης της ΣΕΒ που περιλαμβάνει τη γεωγραφική περιοχή στην οποία προβλέπεται να εφαρμοστεί το πρόγραμμα καθώς και περιγραφή των υποπληθυσμών βοοειδών που προβλέπεται να καλύπτονται από το αναθεωρημένο πρόγραμμα επιτήρησης της ΣΕΒ, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων για τα όρια ηλικίας και το μέγεθος των δειγμάτων για τη διεξαγωγή δοκιμών·

ε) το αποτέλεσμα μιας περιεκτικής ανάλυσης κινδύνου από την οποία να προκύπτει ότι το αναθεωρημένο πρόγραμμα επιτήρησης της ΣΕΒ διασφαλίζει την προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων. Η εν λόγω ανάλυση κινδύνου περιλαμβάνει ανάλυση ανά κλάση γεννήσεων ή άλλες σχετικές μελέτες προκειμένου να καταδειχθεί ότι τα μέτρα για τη μείωση του κινδύνου ΜΣΕ, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των ζωοτροφών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1β τρίτο εδάφιο στοιχείο γ), έχουν εφαρμοστεί αποτελεσματικά.

7.2.   Επιδημιολογικά κριτήρια

Οι αιτήσεις για την αναθεώρηση προγράμματος επιτήρησης της ΣΕΒ θα γίνονται δεκτές μόνο εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος είναι σε θέση να αποδείξει ότι, επιπλέον των απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1β τρίτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ), πληρούνται στην επικράτειά του τα ακόλουθα επιδημιολογικά κριτήρια:

α) για περίοδο τουλάχιστον έξι συναπτών ετών, μετά την ημερομηνία εφαρμογής του κοινοτικού συστήματος δοκιμών ΣΕΒ, όπως αναφέρεται στο στοιχείο β) του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1β του άρθρου 6:

είτε

i) η μέση μείωση του ετήσιου ποσοστού επίπτωσης της ΣΕΒ, που παρατηρήθηκε στον πληθυσμό ενήλικων βοοειδών (ηλικίας άνω των 24 μηνών) ήταν μεγαλύτερη από 20 % και ο συνολικός αριθμός των προσβληθέντων από τη ΣΕΒ ζώων που γεννήθηκαν μετά την εφαρμογή της κοινοτικής ολοσχερούς απαγόρευσης των ζωοτροφών για τα εκτρεφόμενα ζώα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1β τρίτο εδάφιο στοιχείο γ), δεν υπερέβη το 5 % του συνολικού αριθμού επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ΣΕΒ,

ή

ii) το ετήσιο ποσοστό επίπτωσης της ΣΕΒ που παρατηρήθηκε στον πληθυσμό ενήλικων βοοειδών (ηλικίας άνω των 24 μηνών) παρέμεινε συστηματικά κάτω από 1/100 000 ,

ή

iii) ως επιπλέον δυνατότητα για τα κράτη μέλη με πληθυσμό ενηλίκων βοοειδών (ηλικίας άνω των 24 μηνών) μικρότερο από 1 000 000 ζώα, ο συνολικός αριθμός επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ΣΕΒ ήταν μικρότερος από πέντε·

β) μετά την εξαετή περίοδο που αναφέρεται στο στοιχείο α), δεν υπάρχουν στοιχεία που να πιστοποιούν ενδεχόμενη επιδείνωση της επιδημιολογικής κατάστασης όσον αφορά τη ΣΕΒ.

▼M32

II.   ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΩΝ

1.   Γενικά

Η επιτήρηση αιγοπροβάτων διεξάγεται σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο β).

▼M50

2.    Επιτήρηση αιγοπροβάτων που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο

α) Τα κράτη μέλη, στα οποία ο πληθυσμός προβατίνων και νεογέννητων προβατίνων που βρίσκονται σε φάση ζευγαρώματος υπερβαίνει τα 750 000 ζώα, υποβάλλουν σε δοκιμή, σύμφωνα με τους κανόνες δειγματοληψίας που ορίζονται στο σημείο 4, ένα ετήσιο ελάχιστο δείγμα 10 000 προβάτων που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο·

β) Τα κράτη μέλη, στα οποία ο πληθυσμός αιγών που έχουν ήδη γεννήσει και των αιγών που ζευγαρώνουν υπερβαίνει τα 750 000 ζώα, υποβάλλουν σε δοκιμή, σύμφωνα με τους κανόνες δειγματοληψίας που ορίζονται στο σημείο 4, ένα ετήσιο ελάχιστο δείγμα 10 000 αιγών που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο·

γ) Ένα κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει να αντικαταστήσει κατ’ ανώτατο όριο:

 το 50 % του δείγματος στοιχειώδους μεγέθους αιγοπροβάτων που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο που ορίζεται στα σημεία α) και β) υποβάλλοντας σε ελέγχους νεκρά αιγοπρόβατα άνω των 18 μηνών κατ’ αναλογία ένα προς ένα και επιπλέον του δείγματος στοιχειώδους μεγέθους που ορίζεται στο σημείο 3·

 το 10 % του δείγματος στοιχειώδους μεγέθους που ορίζεται στα σημεία α) και β) πραγματοποιώντας δοκιμές σε αιγοπρόβατα που έχουν θανατωθεί στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης νόσου ηλικίας άνω των 18 μηνών κατ’ αναλογία ένα προς ένα.

▼M32

3.   Επιτήρηση αιγοπροβάτων που δεν σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν σε δοκιμές σύμφωνα με τους κανόνες δειγματοληψίας που ορίζονται στο σημείο 4 και τα ελάχιστα μεγέθη δείγματος που αναφέρονται στους πίνακες Α και Β, αιγοπρόβατα που έχουν πεθάνει ή θανατωθεί, αλλά:

 δεν θανατώθηκαν στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης νόσου, ή

 δεν εσφάγησαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο.



Πίνακας A

Πληθυσμός, στο κράτος μέλος, προβατίνων και των νεογέννητων προβατίνων που βρίσκονται σε φάση ζευγαρώματος

Ελάχιστο μέγεθος δείγματος νεκρών προβάτων (1)

> 750 000

10 000

100 000 -750 000

1 500

40 000 -100 000

100 % έως 500

< 40 000

100 % έως 100

(1)   Τα ελάχιστα μεγέθη δείγματος καθορίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των πληθυσμών προβάτων σε κάθε κράτος μέλος και αποσκοπούν στον καθορισμό εφικτών στόχων.



Πίνακας B

Πληθυσμός, στο κράτος μέλος, αιγών που έχουν ήδη γεννήσει και των αιγών που ζευγαρώνουν

Ελάχιστο μέγεθος δείγματος νεκρών αιγών (1)

> 750 000

10 000

250 000 -750 000

1 500

40 000 -250 000

100 % έως 500

< 40 000

100 % έως 100

(1)   Τα ελάχιστα μεγέθη δείγματος καθορίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των πληθυσμών αιγών σε κάθε κράτος μέλος και αποσκοπούν στον καθορισμό εφικτών στόχων.

4.   Κανόνες δειγματοληψίας που εφαρμόζονται στα ζώα που αναφέρονται στα σημεία 2 και 3

Τα ζώα πρέπει να είναι ηλικίας άνω των 18 μηνών ή να έχουν περισσότερους από δύο μόνιμους κοπτήρες που έχουν ανατείλει από τα ούλα.

Η ηλικία των ζώων εκτιμάται βάσει της οδοντοφυΐας, εμφανών ενδείξεων ωριμότητας ή άλλων αξιόπιστων πληροφοριών.

Η επιλογή των δειγμάτων πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να αποφεύγεται η υπερεκπροσώπηση μιας ομάδας, όσον αφορά την προέλευση, την ηλικία, τη φυλή, το είδος παραγωγής ή άλλα χαρακτηριστικά.

Η δειγματοληψία πρέπει να είναι αντιπροσωπευτική για κάθε περιοχή και εποχή. Πρέπει να αποφεύγεται, ει δυνατόν, η πολλαπλή δειγματοληψία στο ίδιο κοπάδι.

Τα κράτη μέλη επιδιώκουν μέσω των προγραμμάτων επιτήρησης να επιτύχουν, στις περιπτώσεις που αυτό είναι δυνατό, ότι, κατά διαδοχικά έτη δειγματοληψίας, όλες οι επισήμως καταγεγραμμένες εκμεταλλεύσεις με περισσότερα από 100 ζώα στις οποίες δεν ανιχνεύθηκε ποτέ κρούσμα ΜΣΕ, υπόκεινται σε δοκιμές για ΜΣΕ.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν σύστημα ελέγχου, σε στοχοθετημένη ή άλλη βάση, για τη μη εκτροπή των ζώων από τη δειγματοληψία. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρέσουν από τη δειγματοληψία απομακρυσμένες περιοχές με μικρή πυκνότητα ζώων όπου δεν υπάρχει οργανωμένη συλλογή νεκρών ζώων. Τα κράτη μέλη που προβαίνουν σε αυτή την παρέκκλιση ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά και υποβάλλουν κατάλογο των περιοχών στις οποίες ισχύει η παρέκκλιση. Η παρέκκλιση δεν πρέπει να καλύπτει πάνω από το 10 % του πληθυσμού αιγοπροβάτων σε ένα κράτος μέλος.

▼M50

5.    Επιτήρηση σε εκμεταλλεύσεις που υποβάλλονται σε ελέγχους για ΜΣΕ και μέτρα εξάλειψης

Ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών τα οποία θανατώνονται για καταστροφή σύμφωνα με το παράρτημα VII, κεφάλαιο Β, τμήμα 2, σημείο 2.2.1. και σημείο 2.2.2. στοιχείο β) ή στοιχείο γ) υποβάλλονται σε δοκιμή για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2 στοιχείο β), με βάση την επιλογή απλού τυχαίου δείγματος σύμφωνα με το μέγεθος του δείγματος που αναφέρεται στον ακόλουθο πίνακα.



Αριθμός ζώων ηλικίας άνω των 18 μηνών που θανατώθηκαν για καταστροφή στο κοπάδι ή αγέλη

Ελάχιστο μέγεθος δείγματος

70 ή λιγότερα

Όλα τα επιλέξιμα ζώα

80

68

90

73

100

78

120

86

140

92

160

97

180

101

200

105

250

112

300

117

350

121

400

124

450

127

500 ή περισσότερα

150

▼M32

6.   Επιτήρηση άλλων ζώων

Εκτός από τα προγράμματα επιτήρησης που αναφέρονται στα σημεία 2, 3 και 4, τα κράτη μέλη μπορούν, σε εθελοντική βάση, να επιτηρούν άλλα ζώα και συγκεκριμένα:

 ζώα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων,

 ζώα που προέρχονται από χώρες με αυτόχθονα κρούσματα ΜΣΕ,

 ζώα που έχουν πιθανώς καταναλώσει μολυσμένες ζωοτροφές,

 ζώα που έχουν γεννηθεί ή προέρχονται από μητέρες που έχουν μολυνθεί από ΜΣΕ.

7.   Μέτρα μετά τη δοκιμή σε αιγοπρόβατα

7.1. Όταν ένα πρόβατο ή μια αίγα που σφάζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλεται σε δοκιμή για ΜΣΕ, σύμφωνα με το σημείο 2, στο σφάγιο του εν λόγω ζώου δεν δίδεται σήμανση υγειονομικού ελέγχου, όπως προβλέπεται στο μέρος Ι κεφάλαιο ΙΙΙ του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 854/2004, έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής.

7.2. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του σημείου 7.1 εφόσον στο σφαγείο υπάρχει σύστημα εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή, με το οποίο εξασφαλίζεται ότι όλα τα τεμάχια του ζώου μπορούν να ανιχνευθούν και κανένα τεμάχιο των εξεταζόμενων ζώων που φέρουν σήμανση υγειονομικού ελέγχου δεν εγκαταλείπει το σφαγείο έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής.

7.3. Όλα τα μέρη του σώματος ζώου που έχει υποβληθεί σε δοκιμή, συμπεριλαμβανομένης της δοράς, παραμένουν υπό επίσημο έλεγχο έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής, εκτός αν η τελική τους διάθεση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

7.4. Η τελική διάθεση όλων των τεμαχίων σώματος ζώου για το οποίο το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής είναι θετικό, συμπεριλαμβανομένης της δοράς, γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, εκτός από το υλικό που διατηρείται για τα μητρώα, σύμφωνα με το κεφάλαιο Β μέρος ΙΙΙ του παρόντος παραρτήματος.

8.   Γονοτυπική ανάλυση

8.1. Ο γονότυπος της πρωτεΐνης πριόν για τα κωδικόνια 136, 154 και 171 καθορίζεται για κάθε θετικό κρούσμα ΜΣΕ σε πρόβατα. Αναφέρονται αμέσως στην Επιτροπή περιπτώσεις ΜΣΕ σε πρόβατα με γονότυπους που κωδικοποιούν αλανίνη και στα δύο αλληλόμορφα στο κωδικόνιο 136, αργινίνη και στα δύο αλληλόμορφα στο κωδικόνιο 154 και αργινίνη και στα δύο αλληλόμορφα στο κωδικόνιο 171. Στις περιπτώσεις που το θετικό κρούσμα ΜΣΕ είναι άτυπο κρούσμα τρομώδους νόσου, προσδιορίζεται ο γονότυπος της πρωτεΐνης πριόν για το κωδικόνιο 141.

8.2. Επιπλέον των ζώων που υποβάλλονται σε γονοτυπική ανάλυση δυνάμει των διατάξεων του σημείου 8.1, προσδιορίζεται ο γονότυπος της πρωτεΐνης πριόν για τα κωδικόνια 136, 141, 154 και 171 ελαχίστου δείγματος προβάτων. Στην περίπτωση κρατών μελών με πληθυσμό ενήλικων προβάτων που υπερβαίνει τα 750 000 ζώα, το ελάχιστο αυτό δείγμα περιλαμβάνει τουλάχιστον 600 ζώα. Στην περίπτωση άλλων κρατών μελών, το ελάχιστο δείγμα περιλαμβάνει τουλάχιστον 100 ζώα. Τα δείγματα μπορεί να επιλέγονται από ζώα που θανατώνονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, από ζώα που πεθαίνουν στην εκμετάλλευση ή από ζώντα ζώα. Η δειγματοληψία πρέπει να είναι αντιπροσωπευτική του συνολικού πληθυσμού προβάτων..

▼M18

III.   ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΑΛΛΩΝ ΖΩΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ

Τα κράτη μέλη μπορούν σε εθελοντική βάση να επιτηρούν άλλα είδη ζώων για ΜΣΕ πλην των βοοειδών και των αιγοπροβάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ

I.   ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

Α.   Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνουν τα κράτη μέλη στην ετήσια έκθεσή τους όπως προβλέπεται από το άρθρο 6 παράγραφος 4

1. Ο αριθμός των ύποπτων κρουσμάτων, ανά είδος ζώου που υπόκεινται σε επίσημο περιορισμό μετακίνησης σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1.

2. Ο αριθμός των ύποπτων κρουσμάτων ανά είδος ζώου που υπόκειται σε εργαστηριακή εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 και το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής και της δοκιμής επιβεβαίωσης (αριθμός θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων) και, όσον αφορά τα βοοειδή, εκτίμηση της ηλικιακής κατανομής όλων των ζώων που έχουν υποβληθεί σε δοκιμή. Η ηλικιακή κατανομή πρέπει να ομαδοποιείται, όταν είναι δυνατόν, ως εξής: «κάτω των 24 μηνών», κατανομή ανά 12 μήνες μεταξύ 24 και 155 μηνών, και «άνω των 155 μηνών».

3. Ο αριθμός των κοπαδιών αιγοπροβάτων για τα οποία έχουν αναφερθεί και διερευνηθεί ύποπτα κρούσματα αιγοπροβάτων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2.

4. Ο αριθμός των βοοειδών κάθε υποπληθυσμού που έχουν υποβληθεί σε δοκιμή αναφέρεται στο κεφάλαιο Α μέρος Ι σημεία 2.1, 2.2, 2.3, 3.1, 4.1, 4.2, 4.3 και 5. Σύμφωνα με το σημείο 2, υποβάλλεται η μέθοδος επιλογής των δειγμάτων, τα αποτελέσματα της ταχείας δοκιμής και της δοκιμής επιβεβαίωσης και η κατανομή ανά ηλικιακή ομάδα των ζώων που υποβλήθηκαν σε δοκιμές.

5. Ο αριθμός των αιγοπροβάτων και των κοπαδιών κάθε υποπληθυσμού που υποβλήθηκαν σε δοκιμή, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημεία 2, 3 και 5, η μέθοδος επιλογής των δειγμάτων και τα αποτελέσματα της ταχείας δοκιμής και της δοκιμής επιβεβαίωσης.

6. Η γεωγραφική κατανομή των θετικών κρουσμάτων ΣΕΒ και τρομώδους νόσου και η χώρα προέλευσης, αν διαφέρει από τη χώρα υποβολής της έκθεσης. Το έτος και, αν είναι δυνατόν, ο μήνας γέννησης των βοοειδών και αιγοπροβάτων που έχουν προσβληθεί από τη ΜΣΕ. Πρέπει να αναφέρονται τα κρούσματα ΜΣΕ που θεωρούνται άτυπα και οι λόγοι για τους οποίους θεωρούνται άτυπα. Για τα κρούσματα τρομώδους νόσου αναφέρονται τα αποτελέσματα της κύριας μοριακής δοκιμής με δοκιμή ανοσοκαθήλωσης ειδικής διαγνωστικής ικανότητας, όπως προβλέπεται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχεία γ) και ι).

7. Σε άλλα ζώα πλην των βοοειδών και των αιγοπροβάτων, ο αριθμός των δειγμάτων και των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ΜΣΕ ανά είδος.

8. Ο γονότυπος και, αν είναι δυνατόν, η φυλή κάθε αίγας για την οποία το αποτέλεσμα της δοκιμής για ΜΣΕ ήταν θετικό ή η δειγματοληψία έγινε σύμφωνα με το κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημεία 8.1 και 8.2.

B.   Περίοδοι υποβολής εκθέσεων

Η συλλογή των εκθέσεων που περιέχουν τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο τμήμα Α και υποβάλλονται στην Επιτροπή σε μηνιαία βάση ή, για τις πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 8 σε τριμηνιαία βάση, επιτρέπεται να αποτελέσουν την ετήσια έκθεση, όπως προβλέπεται από το άρθρο 6 παράγραφος 4, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες επικαιροποιούνται όταν διατίθενται συμπληρωματικές πληροφορίες.

▼M13

II.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η συνοπτική έκθεση υποβάλλεται υπό τη μορφή πινάκων που καλύπτουν τουλάχιστον τα στοιχεία που αναφέρονται στο τμήμα Ι για κάθε κράτος μέλος.

III.   ΜΗΤΡΩΑ

1.

Η αρμόδια αρχή διατηρεί για επτά χρόνια μητρώα σχετικά με:

 τον αριθμό και το είδος των ζώων που υπόκεινται στους περιορισμούς μετακίνησης που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1,

 τον αριθμό και τα αποτελέσματα των κλινικών και επιδημιολογικών εξετάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1,

 τον αριθμό και τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2,

 τον αριθμό, την ταυτότητα και την καταγωγή των ζώων που αποτέλεσαν αντικείμενο δειγματοληψίας στο πλαίσιο των προγραμμάτων επιτήρησης που αναφέρονται στο κεφάλαιο Α και, εάν είναι δυνατόν, την ηλικία, την φυλή και τα αναμνηστικά στοιχεία,

 το γονότυπο της πρωτεΐνης πριόν των θετικών ως προς ΜΣΕ κρουσμάτων στα πρόβατα.

2.

Το εργαστήριο το οποίο πραγματοποιεί τις εξετάσεις τηρεί, επί επτά έτη, όλα τα στοιχεία των δοκιμών, ιδίως τους φακέλους του εργαστηρίου και, εάν είναι αναγκαίο, τους όγκους παραφίνης και φωτογραφίες των Western bl πρωτεts.

▼M48




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Επεκτάσεις της απαγόρευσης που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2, η απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 επεκτείνεται στη χορήγηση:

α) σε μηρυκαστικά όξινου φωσφορικού ασβεστίου και φωσφορικού ασβεστίου ζωικής προέλευσης και σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν αυτά τα προϊόντα·

β) σε εκτρεφόμενα μη μηρυκαστικά ζώα, εκτός των γουνοφόρων ζώων:

i) μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών·

ii) κολλαγόνου και ζελατίνης που προέρχονται από μηρυκαστικά·

iii) προϊόντων αίματος·

iv) υδρολυμένων πρωτεϊνών ζωικής προέλευσης·

v) όξινου φωσφορικού ασβεστίου και φωσφορικού ασβεστίου ζωικής προέλευσης·

vi) ζωοτροφών που περιέχουν τα προϊόντα τα οποία απαριθμούνται στα στοιχεία i) έως v).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Παρεκκλίσεις από τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 και στο κεφάλαιο I

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 και στο κεφάλαιο I δεν ισχύουν όταν χορηγούνται:

α) σε μηρυκαστικά:

i) γάλα, προϊόντα με βάση το γάλα, παράγωγα του γάλακτος, πρωτόγαλα και προϊόντα με βάση το πρωτόγαλα·

ii) αβγά και προϊόντα αβγών·

iii) κολλαγόνο και ζελατίνη που προέρχονται από μη μηρυκαστικά·

iv) υδρολυμένες πρωτεΐνες που προέρχονται από:

 μέρη μη μηρυκαστικών, ή

 δορές και δέρματα μηρυκαστικών·

v) σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν τα προϊόντα τα οποία απαριθμούνται στα στοιχεία i) έως iv) ανωτέρω·

β) σε εκτρεφόμενα μη μηρυκαστικά ζώα, οι ακόλουθες πρώτες ύλες ζωοτροφών και σύνθετες ζωοτροφές:

i) υδρολυμένες πρωτεΐνες που προέρχονται από μέρη μη μηρυκαστικών ή από δορές και δέρματα μηρυκαστικών·

ii) ιχθυάλευρα και σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν ιχθυάλευρα που παράγονται, διατίθενται στην αγορά και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους γενικούς όρους που καθορίζονται στο κεφάλαιο III, καθώς και τους ειδικούς όρους που καθορίζονται στο τμήμα A του κεφαλαίου IV·

iii) όξινο φωσφορικό ασβέστιο και φωσφορικό ασβέστιο ζωικής προέλευσης και σύνθετες ζωοτροφές οι οποίες περιέχουν τέτοια φωσφορικά άλατα που παράγονται, διατίθενται στην αγορά και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους γενικούς όρους που καθορίζονται στο κεφάλαιο III, καθώς και τους ειδικούς όρους που καθορίζονται στο τμήμα Β του κεφαλαίου IV·

iv) προϊόντα αίματος που προέρχονται από μη μηρυκαστικά και σύνθετες ζωοτροφές οι οποίες περιέχουν τέτοια προϊόντα αίματος που παράγονται, διατίθενται στην αγορά και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους γενικούς όρους που καθορίζονται στο κεφάλαιο III, καθώς και τους ειδικούς όρους που καθορίζονται στο τμήμα Γ του κεφαλαίου IV·

γ) σε ζώα υδατοκαλλιέργειας, μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες εκτός από ιχθυάλευρα, που προέρχονται από μη μηρυκαστικά και σύνθετες ζωοτροφές οι οποίες περιέχουν αυτές τις μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες που παράγονται, διατίθενται στην αγορά και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους γενικούς όρους που καθορίζονται στο κεφάλαιο III, καθώς και τους ειδικούς όρους που καθορίζονται στο τμήμα Δ του κεφαλαίου IV·

δ) σε θηλάζοντα μηρυκαστικά, υποκατάστατα γάλακτος τα οποία περιέχουν ιχθυάλευρα και παράγονται, διατίθενται στην αγορά και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους ειδικούς όρους που καθορίζονται στο τμήμα Ε του κεφαλαίου IV·

ε) σε εκτρεφόμενα ζώα, πρώτες ύλες ζωοτροφών φυτικής προέλευσης και σύνθετες ζωοτροφές οι οποίες περιέχουν αυτές τις πρώτες ύλες ζωοτροφών μολυσμένες με ασήμαντο ποσό θραυσμάτων οστών που προέρχονται από μη εγκεκριμένα ζωικά είδη. Τα κράτη μέλη μπορούν να κάνουν χρήση αυτής της παρέκκλισης μόνον αν έχουν πραγματοποιήσει εκτίμηση επικινδυνότητας εκ των προτέρων, η οποία επιβεβαίωσε ότι ο κίνδυνος για την υγεία των ζώων είναι αμελητέος. Η εν λόγω εκτίμηση επικινδυνότητας πρέπει να συνεκτιμά τουλάχιστον τα ακόλουθα:

i) το επίπεδο της μόλυνσης·

ii) τη φύση και την πηγή της μόλυνσης·

iii) την προβλεπόμενη χρήση των μολυσμένων ζωοτροφών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Γενικοί όροι για την εφαρμογή ορισμένων παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο κεφάλαιο II

ΤΜΗΜΑ Α

Μεταφορά πρώτων υλών ζωοτροφών και σύνθετων ζωοτροφών που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων

1. Τα ακόλουθα προϊόντα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων μεταφέρονται σε οχήματα και περιέκτες που δεν χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζωοτροφών που προορίζονται για μηρυκαστικά:

α) ασυσκεύαστες μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες, συμπεριλαμβανομένων των ιχθυαλεύρων, που προέρχονται από μη μηρυκαστικά·

β) ασυσκεύαστο όξινο φωσφορικό ασβέστιο και φωσφορικό ασβέστιο ζωικής προέλευσης·

γ) ασυσκεύαστα προϊόντα αίματος που προέρχονται από μη μηρυκαστικά·

δ) ασυσκεύαστες σύνθετες ζωοτροφές οι οποίες περιέχουν τις πρώτες ύλες ζωοτροφών που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β) και γ).

Τα αρχεία που καταγράφουν λεπτομερώς τον τύπο προϊόντων που μεταφέρθηκαν διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον δύο έτη.

2. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1, οχήματα και περιέκτες που έχουν χρησιμοποιηθεί προηγουμένως για τη μεταφορά των προϊόντων που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια για τη μεταφορά ζωοτροφών που προορίζονται για μηρυκαστικά, υπό τον όρο ότι θα έχουν καθαριστεί προηγουμένως, ώστε να αποφευχθεί η διασταυρούμενη μόλυνση, σύμφωνα με μια τεκμηριωμένη διαδικασία που έχει λάβει προηγούμενη έγκριση από την αρμόδια αρχή.

Όποτε χρησιμοποιείται τέτοια διαδικασία, τεκμηριωμένα ίχνη της εν λόγω χρήσης διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον δύο έτη.

3. Οι ασυσκεύαστες μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες που προέρχονται από μη μηρυκαστικά και οι ασυσκεύαστες σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες που προέρχονται από τα εν λόγω ζώα μεταφέρονται με οχήματα και περιέκτες τα οποία δεν χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζωοτροφών που προορίζονται για εκτρεφόμενα μη μηρυκαστικά ζώα εκτός των ζώων υδατοκαλλιέργειας.

4. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 3, οχήματα και περιέκτες που έχουν χρησιμοποιηθεί προηγουμένως για τη μεταφορά των προϊόντων που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια για τη μεταφορά ζωοτροφών που προορίζονται για εκτρεφόμενα μη μηρυκαστικά ζώα εκτός των ζώων υδατοκαλλιέργειας, υπό τον όρο ότι καθαρίζονται προηγουμένως, ώστε να αποφεύγεται η διασταυρούμενη μόλυνση, σύμφωνα με μια τεκμηριωμένη διαδικασία που έχει λάβει προηγούμενη έγκριση από την αρμόδια αρχή.

Όποτε χρησιμοποιείται τέτοια διαδικασία, τεκμηριωμένα ίχνη της εν λόγω χρήσης διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον δύο έτη.

ΤΜΗΜΑ B

Παραγωγή σύνθετων ζωοτροφών που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων

1. Οι σύνθετες ζωοτροφές που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων και οι οποίες περιέχουν τις ακόλουθες πρώτες ύλες ζωοτροφών παράγονται μόνο σε εγκαταστάσεις που δεν παράγουν σύνθετες ζωοτροφές για μηρυκαστικά και έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή:

α) ιχθυάλευρα·

β) όξινο φωσφορικό ασβέστιο και φωσφορικό ασβέστιο ζωικής προέλευσης·

γ) προϊόντα αίματος που προέρχονται από μη μηρυκαστικά.

2. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1, η παραγωγή σύνθετων ζωοτροφών για μηρυκαστικά σε εγκαταστάσεις που παράγουν επίσης σύνθετες ζωοτροφές για εκτρεφόμενα μη μηρυκαστικά ζώα, που περιέχουν τα προϊόντα που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο, μπορεί να επιτραπεί από την αρμόδια αρχή, κατόπιν επιτόπου επιθεώρησης από αυτήν, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α) οι σύνθετες ζωοτροφές που προορίζονται για μηρυκαστικά πρέπει να παρασκευάζονται και να φυλάσσονται, κατά την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη συσκευασία, σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από τις εγκαταστάσεις στις οποίες παρασκευάζονται και φυλάσσονται σύνθετες ζωοτροφές για μη μηρυκαστικά·

β) τα αρχεία που καταγράφουν λεπτομερώς τις αγορές και χρήσεις των προϊόντων που αναφέρονται στο σημείο 1 καθώς και τις πωλήσεις των σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν τα εν λόγω προϊόντα πρέπει να διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον πέντε έτη·

γ) πρέπει να διενεργείται τακτική δειγματοληψία και ανάλυση των σύνθετων ζωοτροφών που προορίζονται για μηρυκαστικά προκειμένου να επαληθεύεται η απουσία μη εγκεκριμένων συστατικών ζωικής προέλευσης, με τη χρήση μεθόδων ανάλυσης για τον προσδιορισμό των συστατικών ζωικής προέλευσης για τον έλεγχο των ζωοτροφών, που προβλέπονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009 της Επιτροπής ( 29 )· η συχνότητα δειγματοληψίας και ανάλυσης καθορίζεται βάσει εκτίμησης επικινδυνότητας που πραγματοποιείται από τον επιχειρηματία ως μέρος των διαδικασιών του που βασίζονται στις αρχές της ανάλυσης κινδύνων και κρίσιμων σημείων ελέγχου (HACCP)· τα αποτελέσματα της σχετικής δειγματοληψίας και ανάλυσης διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον πέντε έτη.

3. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1, δεν απαιτείται ειδική άδεια για την παραγωγή πλήρων ζωοτροφών από σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν τα προϊόντα τα οποία απαριθμούνται στο εν λόγω σημείο για τους κατ’ οίκον παρασκευαστές, εφόσον συμμορφώνονται προς τους ακόλουθους όρους:

α) πρέπει να έχουν καταχωριστεί από την αρμόδια αρχή·

β) πρέπει να εκτρέφουν μόνον μη μηρυκαστικά ζώα·

γ) πρέπει να παράγουν πλήρεις ζωοτροφές που προορίζονται για χρήση μόνον στην ίδια εκμετάλλευση·

δ) κάθε σύνθετη ζωοτροφή που περιέχει ιχθυάλευρα τα οποία χρησιμοποιούνται στην παραγωγή της πλήρους ζωοτροφής πρέπει να περιέχει ακατέργαστες πρωτεΐνες σε ποσοστό μικρότερο του 50 %·

ε) κάθε σύνθετη ζωοτροφή που περιέχει όξινο φωσφορικό ασβέστιο και φωσφορικό ασβέστιο ζωικής προέλευσης τα οποία χρησιμοποιούνται στην παραγωγή της πλήρους ζωοτροφής πρέπει να περιέχει συνολικό φώσφορο σε ποσοστό μικρότερο του 10 %·

στ) κάθε σύνθετη ζωοτροφή που περιέχει προϊόντα αίματος που προέρχονται από μη μηρυκαστικά και τα οποία χρησιμοποιούνται στην παραγωγή της πλήρους ζωοτροφής πρέπει να περιέχει ολική πρωτεΐνη σε ποσοστό μικρότερο του 50 %.

ΤΜΗΜΑ Γ

Εισαγωγή πρώτων υλών ζωοτροφών και σύνθετων ζωοτροφών που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων, εκτός των γουνοφόρων ζώων

Πριν από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση, οι εισαγωγείς διασφαλίζουν ότι κάθε αποστολή των ακόλουθων πρώτων υλών ζωοτροφών και σύνθετων ζωοτροφών που προορίζονται για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων, πλην των γουνοφόρων ζώων, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ του παρόντος παραρτήματος, αναλύεται σύμφωνα με τις μεθόδους ανάλυσης για τον προσδιορισμό των συστατικών ζωικής προέλευσης για τον έλεγχο των εισαγωγών ζωοτροφών που αναφέρονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009, προκειμένου να επαληθεύεται η απουσία μη εγκεκριμένων συστατικών ζωικής προέλευσης:

α) μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών, συμπεριλαμβανομένων των ιχθυαλεύρων, που προέρχονται από μη μηρυκαστικά·

β) προϊόντων αίματος που προέρχονται από μη μηρυκαστικά·

γ) σύνθετων ζωοτροφών οι οποίες περιέχουν τις πρώτες ύλες ζωοτροφών που απαριθμούνται στα στοιχεία α) και β).

ΤΜΗΜΑ Δ

Χρήση και αποθήκευση σε εκμεταλλεύσεις ζωοτροφών που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων

1. Η χρήση και η αποθήκευση των ακόλουθων ζωοτροφών απαγορεύεται στις εκμεταλλεύσεις όπου εκτρέφονται ζωικά είδη για τα οποία δεν προορίζονται οι εν λόγω ζωοτροφές:

α) μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες, συμπεριλαμβανομένων των ιχθυαλεύρων, που προέρχονται από μη μηρυκαστικά·

β) όξινο φωσφορικό ασβέστιο και φωσφορικό ασβέστιο ζωικής προέλευσης·

γ) προϊόντα αίματος που προέρχονται από μη μηρυκαστικά·

δ) σύνθετες ζωοτροφές οι οποίες περιέχουν τις πρώτες ύλες ζωοτροφών που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γ).

2. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει τη χρήση και την αποθήκευση των σύνθετων ζωοτροφών που αναφέρονται στο σημείο 1 στοιχείο δ) σε εκμεταλλεύσεις εκτροφής ζωικών ειδών για τα οποία δεν προορίζονται οι σύνθετες ζωοτροφές, υπό τον όρο ότι στην εκμετάλλευση εφαρμόζονται μέτρα για την πρόληψη της χορήγησης των εν λόγω σύνθετων ζωοτροφών σε ζωικά είδη για τα οποία αυτές δεν προορίζονται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Ειδικοί όροι για την εφαρμογή των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο κεφάλαιο II

ΤΜΗΜΑ Α

Ειδικοί όροι που ισχύουν για την παραγωγή και τη χρήση ιχθυαλεύρων και σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν ιχθυάλευρα, που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων, εκτός των γουνοφόρων ζώων

Οι ακόλουθοι ειδικοί όροι ισχύουν για την παραγωγή και τη χρήση ιχθυαλεύρων και σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν ιχθυάλευρα, που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων, εκτός των γουνοφόρων ζώων:

α) τα ιχθυάλευρα πρέπει να παράγονται σε μονάδες μεταποίησης που παράγουν αποκλειστικά προϊόντα προερχόμενα από υδρόβια ζώα, εξαιρουμένων των θαλάσσιων θηλαστικών·

β) το συνοδευτικό εμπορικό έγγραφο ή το υγειονομικό πιστοποιητικό, ανάλογα με την περίπτωση, των ιχθυαλεύρων και των σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν ιχθυάλευρα, καθώς και οποιαδήποτε συσκευασία που περιέχει τέτοια προϊόντα, πρέπει να φέρουν εμφανώς την ένδειξη «περιέχει ιχθυάλευρα – να μη χορηγείται σε μηρυκαστικά».

ΤΜΗΜΑ B

Ειδικοί όροι που ισχύουν για τη χρήση όξινου φωσφορικού ασβεστίου και φωσφορικού ασβεστίου ζωικής προέλευσης και σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν τα εν λόγω φωσφορικά άλατα, που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων, εκτός των γουνοφόρων ζώων

Το συνοδευτικό εμπορικό έγγραφο ή το υγειονομικό πιστοποιητικό, ανάλογα με την περίπτωση, του όξινου φωσφορικού ασβεστίου ή του φωσφορικού ασβεστίου ζωικής προέλευσης, οι σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν τέτοια φωσφορικά άλατα και οποιαδήποτε συσκευασία των εν λόγω προϊόντων φέρουν εμφανώς την ένδειξη «περιέχει όξινο φωσφορικό ασβέστιο/φωσφορικό ασβέστιο ζωικής προέλευσης — να μη χορηγείται σε μηρυκαστικά».

ΤΜΗΜΑ Γ

Ειδικοί όροι που ισχύουν για την παραγωγή και τη χρήση των προϊόντων αίματος που προέρχονται από μη μηρυκαστικά και των σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν τα εν λόγω προϊόντα, που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων, εκτός των γουνοφόρων ζώων

Οι ακόλουθοι ειδικοί όροι ισχύουν για την παραγωγή και τη χρήση των προϊόντων αίματος που προέρχονται από μη μηρυκαστικά και των σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν τέτοια προϊόντα αίματος, που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων, εκτός των γουνοφόρων ζώων:

α) Το αίμα που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή προϊόντων αίματος προέρχεται από σφαγεία που δεν σφάζουν μηρυκαστικά και που έχουν καταχωριστεί από την αρμόδια αρχή ως σφαγεία που δεν σφάζουν μηρυκαστικά.

Κατά παρέκκλιση από αυτόν τον ειδικό όρο, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει τη σφαγή μηρυκαστικών σε σφαγείο που παράγει αίμα μη μηρυκαστικών προοριζόμενο για την παραγωγή προϊόντων αίματος για χρήση σε ζωοτροφές για εκτρεφόμενα μη μηρυκαστικά ζώα.

Η εν λόγω άδεια μπορεί να χορηγηθεί μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί, ύστερα από τη διενέργεια επιθεώρησης, για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που αποσκοπούν στην πρόληψη της διασταυρούμενης μόλυνσης μεταξύ του αίματος μηρυκαστικών και μη μηρυκαστικών.

Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις:

i) η σφαγή των μη μηρυκαστικών πρέπει να πραγματοποιείται σε γραμμές που διαχωρίζονται φυσικά από τις γραμμές που χρησιμοποιούνται για τη σφαγή των μηρυκαστικών·

ii) οι εγκαταστάσεις συλλογής, αποθήκευσης, μεταφοράς και συσκευασίας του αίματος που προέρχεται από μη μηρυκαστικά πρέπει να είναι ξεχωριστές από εκείνες που χρησιμοποιούνται για το αίμα που προέρχεται από μηρυκαστικά·

iii) πρέπει να διενεργείται τακτική δειγματοληψία και ανάλυση του αίματος που προέρχεται από μη μηρυκαστικά, για την ανίχνευση της παρουσίας πρωτεϊνών μηρυκαστικών. Η μέθοδος ανάλυσης που χρησιμοποιείται πρέπει να είναι επιστημονικά επικυρωμένη για τον σκοπό αυτό. Η συχνότητα της δειγματοληψίας και της ανάλυσης πρέπει να καθορίζεται βάσει εκτίμησης επικινδυνότητας που πραγματοποιείται από τον επιχειρηματία ως μέρος των διαδικασιών που εφαρμόζει με βάση τις αρχές HACCP.

β) Το αίμα που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή προϊόντων αίματος για μη μηρυκαστικά μεταφέρεται σε μονάδα μεταποίησης με οχήματα και περιέκτες που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη μεταφορά αίματος μη μηρυκαστικών.

Κατά παρέκκλιση από αυτόν τον ειδικό όρο, οχήματα και περιέκτες που έχουν χρησιμοποιηθεί προηγουμένως για τη μεταφορά αίματος που προέρχεται από μηρυκαστικά μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά αίματος μη μηρυκαστικών υπό τον όρο ότι έχουν καθαριστεί διεξοδικά προηγουμένως ώστε να αποφεύγεται η διασταυρούμενη μόλυνση, σύμφωνα με μια τεκμηριωμένη διαδικασία που έχει λάβει προηγούμενη έγκριση από την αρμόδια αρχή. Όποτε χρησιμοποιείται τέτοια διαδικασία, τεκμηριωμένα ίχνη της εν λόγω χρήσης διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον δύο έτη.

γ) Τα προϊόντα αίματος παράγονται σε μονάδες μεταποίησης οι οποίες μεταποιούν αποκλειστικά αίμα μη μηρυκαστικών.

Κατά παρέκκλιση από αυτόν τον ειδικό όρο, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει την παραγωγή προϊόντων αίματος για χρήση σε ζωοτροφές για εκτρεφόμενα μη μηρυκαστικά ζώα σε μονάδες μεταποίησης που μεταποιούν αίμα μηρυκαστικών.

Η εν λόγω άδεια μπορεί να χορηγηθεί μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί, ύστερα από τη διενέργεια επιθεώρησης, για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που αποσκοπούν στην πρόληψη διασταυρούμενης μόλυνσης.

Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις:

i) η παραγωγή προϊόντων αίματος μη μηρυκαστικών πρέπει να πραγματοποιείται σε κλειστό σύστημα που διαχωρίζεται φυσικά από εκείνο το οποίο χρησιμοποιείται για την παραγωγή προϊόντων αίματος μηρυκαστικών·

ii) οι εγκαταστάσεις συλλογής, αποθήκευσης, μεταφοράς και συσκευασίας των ασυσκεύαστων πρώτων υλών και των ασυσκεύαστων τελικών προϊόντων που προέρχονται από μη μηρυκαστικά πρέπει να είναι ξεχωριστές από εκείνες που χρησιμοποιούνται για τις ασυσκεύαστες πρώτες ύλες και τα ασυσκεύαστα τελικά προϊόντα που προέρχονται από μηρυκαστικά·

iii) πρέπει να εφαρμόζεται μια συνεχής διαδικασία συμφιλίωσης μεταξύ του εισερχόμενου αίματος που προέρχεται, αντίστοιχα, από μηρυκαστικά και μη μηρυκαστικά και των αντίστοιχων προϊόντων αίματος·

iv) πρέπει να διεξάγεται τακτική δειγματοληψία και ανάλυση προϊόντων αίματος που προέρχονται από μη μηρυκαστικά για να εξακριβώνεται η απουσία διασταυρούμενης μόλυνσης με προϊόντα αίματος που προέρχονται από μηρυκαστικά, με τη βοήθεια των μεθόδων ανάλυσης με σκοπό τον προσδιορισμό των συστατικών ζωικής προέλευσης για τον έλεγχο των ζωοτροφών, που προβλέπονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009· η συχνότητα δειγματοληψίας και ανάλυσης καθορίζεται βάσει εκτίμησης επικινδυνότητας που πραγματοποιείται από τον επιχειρηματία ως μέρος των διαδικασιών του που βασίζονται στις αρχές της ανάλυσης κινδύνων και κρίσιμων σημείων ελέγχου (HACCP)· τα αποτελέσματα της σχετικής δειγματοληψίας και ανάλυσης διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον πέντε έτη.

δ) Το συνοδευτικό εμπορικό έγγραφο ή το υγειονομικό πιστοποιητικό, ανάλογα με την περίπτωση, των προϊόντων αίματος, των σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν προϊόντα αίματος και κάθε συσκευασίας των εν λόγω προϊόντων πρέπει να φέρει εμφανώς την ένδειξη «περιέχει προϊόντα αίματος — να μη χορηγείται σε μηρυκαστικά».

ΤΜΗΜΑ Δ

Ειδικοί όροι που ισχύουν για την παραγωγή και τη χρήση μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών, εκτός από τα ιχθυάλευρα, που προέρχονται από μη μηρυκαστικά και των σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν αυτές τις μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες και οι οποίες προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή ζώων υδατοκαλλιέργειας

Οι ακόλουθοι ειδικοί όροι ισχύουν για την παραγωγή και τη χρήση μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών, εκτός από τα ιχθυάλευρα, που προέρχονται από μη μηρυκαστικά και των σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν τις εν λόγω πρωτεΐνες και οι οποίες προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή ζώων υδατοκαλλιέργειας:

α) Τα ζωικά υποπροϊόντα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή μεταποιημένης ζωικής πρωτεΐνης τα οποία αναφέρονται στο παρόν τμήμα προέρχονται είτε από σφαγεία τα οποία δεν σφάζουν μηρυκαστικά και έχουν καταχωριστεί από την αρμόδια αρχή ως σφαγεία που δεν σφάζουν μηρυκαστικά ή από εργαστήρια τεμαχισμού τα οποία δεν αποστεώνουν ούτε τεμαχίζουν κρέας μηρυκαστικών.

Κατά παρέκκλιση από αυτόν τον ειδικό όρο, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει τη σφαγή μηρυκαστικών σε σφαγείο που παράγει ζωικά υποπροϊόντα μη μηρυκαστικών τα οποία προορίζονται για την παραγωγή της μεταποιημένης ζωικής πρωτεΐνης που αναφέρεται στο παρόν τμήμα.

Η εν λόγω άδεια μπορεί να χορηγηθεί μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί, ύστερα από τη διενέργεια επιθεώρησης, για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που αποσκοπούν στην πρόληψη της διασταυρούμενης μόλυνσης μεταξύ των υποπροϊόντων μηρυκαστικών και μη μηρυκαστικών.

Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις:

i) η σφαγή των μη μηρυκαστικών πρέπει να πραγματοποιείται σε γραμμές που διαχωρίζονται φυσικά από τις γραμμές που χρησιμοποιούνται για τη σφαγή των μηρυκαστικών·

ii) οι εγκαταστάσεις συλλογής, αποθήκευσης, μεταφοράς και συσκευασίας των ζωικών υποπροϊόντων που προέρχονται από μη μηρυκαστικά πρέπει να είναι ξεχωριστές από εκείνες που χρησιμοποιούνται για τα ζωικά υποπροϊόντα που προέρχονται από μηρυκαστικά·

iii) πρέπει να διενεργείται τακτική δειγματοληψία και ανάλυση των ζωικών υποπροϊόντων που προέρχονται από μη μηρυκαστικά, για την ανίχνευση της παρουσίας πρωτεϊνών μηρυκαστικών. Η μέθοδος ανάλυσης που χρησιμοποιείται πρέπει να είναι επιστημονικά επικυρωμένη για το σκοπό αυτό. Η συχνότητα της δειγματοληψίας και της ανάλυσης καθορίζεται βάσει εκτίμησης επικινδυνότητας που πραγματοποιείται από τον επιχειρηματία ως μέρος των διαδικασιών που εφαρμόζει με βάση τις αρχές HACCP.

β) Τα ζωικά υποπροϊόντα που προέρχονται από μη μηρυκαστικά, που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή των μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που αναφέρονται στο παρόν τμήμα, μεταφέρονται σε μονάδα μεταποίησης με οχήματα και περιέκτες που δεν χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζωικών υποπροϊόντων που προέρχονται από μηρυκαστικά.

Κατά παρέκκλιση από αυτόν τον ειδικό όρο, μπορούν να μεταφέρονται σε οχήματα και περιέκτες που έχουν χρησιμοποιηθεί προηγουμένως για τη μεταφορά ζωικών υποπροϊόντων που προέρχονται από μηρυκαστικά, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω οχήματα και περιέκτες έχουν καθαριστεί διεξοδικά προηγουμένως ώστε να αποφεύγεται η διασταυρούμενη μόλυνση, σύμφωνα με μια τεκμηριωμένη διαδικασία που έχει λάβει προηγούμενη έγκριση από την αρμόδια αρχή.

Όποτε χρησιμοποιείται τέτοια διαδικασία, τεκμηριωμένα ίχνη της εν λόγω χρήσης διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον δύο έτη.

γ) Οι μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες που αναφέρονται στο παρόν τμήμα παράγονται σε μονάδες μεταποίησης οι οποίες ασχολούνται αποκλειστικά με τη μεταποίηση ζωικών υποπροϊόντων μη μηρυκαστικών τα οποία προέρχονται από τα σφαγεία και τις μονάδες τεμαχισμού που αναφέρονται στο στοιχείο α).

Κατά παρέκκλιση από αυτόν τον ειδικό όρο, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει την παραγωγή των μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που αναφέρονται στο παρόν τμήμα σε μονάδες μεταποίησης που μεταποιούν ζωικά υποπροϊόντα μηρυκαστικών.

Η εν λόγω άδεια μπορεί να χορηγηθεί μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί, ύστερα από τη διενέργεια επιθεώρησης, για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που αποσκοπούν στην αποτροπή διασταυρούμενης μόλυνσης μεταξύ των μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που προέρχονται από μηρυκαστικά και των μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που προέρχονται από μη μηρυκαστικά.

Τα προληπτικά αυτά μέτρα περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις:

i) η παραγωγή μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που προέρχονται από μηρυκαστικά πρέπει να διεξάγεται σε κλειστό σύστημα που διαχωρίζεται φυσικά από εκείνο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή των μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που αναφέρονται στο παρόν τμήμα·

ii) τα ζωικά υποπροϊόντα που προέρχονται από μηρυκαστικά πρέπει να διατηρούνται κατά την αποθήκευση και τη μεταφορά σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από εκείνες που χρησιμοποιούνται για τα ζωικά υποπροϊόντα που προέρχονται από μη μηρυκαστικά·

iii) οι μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες που προέρχονται από μηρυκαστικά πρέπει να διατηρούνται κατά την αποθήκευση και τη συσκευασία σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από εκείνες που χρησιμοποιούνται για τα τελικά προϊόντα που προέρχονται από μη μηρυκαστικά·

iv) πρέπει να διενεργείται τακτική δειγματοληψία και ανάλυση των μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που αναφέρονται στο παρόν τμήμα για να εξακριβώνεται η απουσία διασταυρούμενης μόλυνσης με μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες από μηρυκαστικά, με τη χρήση των μεθόδων ανάλυσης που αποσκοπούν στον προσδιορισμό των συστατικών ζωικής προέλευσης για τον έλεγχο των ζωοτροφών, που προβλέπονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009· η συχνότητα δειγματοληψίας και ανάλυσης καθορίζεται βάσει εκτίμησης επικινδυνότητας που πραγματοποιείται από τον επιχειρηματία ως μέρος των διαδικασιών του που βασίζονται στις αρχές της ανάλυσης κινδύνων και κρίσιμων σημείων ελέγχου (HACCP)· τα αποτελέσματα της σχετικής δειγματοληψίας και ανάλυσης διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον πέντε έτη.

δ) Οι σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες, που αναφέρονται στο παρόν τμήμα, παράγονται σε εγκαταστάσεις που έχουν εγκριθεί για τον σκοπό αυτό από την αρμόδια αρχή και που ασχολούνται αποκλειστικά με την παρασκευή ζωοτροφών για ζώα υδατοκαλλιέργειας.

Κατά παρέκκλιση από τον ειδικό αυτό όρο:

i) η παραγωγή σύνθετων ζωοτροφών για ζώα υδατοκαλλιέργειας σε εγκαταστάσεις που παράγουν επίσης σύνθετες ζωοτροφές που προορίζονται για άλλα εκτρεφόμενα ζώα, εκτός των γουνοφόρων ζώων, μπορεί να επιτραπεί από την αρμόδια αρχή, κατόπιν επιτόπου επιθεώρησης, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι ακόλουθοι όροι:

 οι σύνθετες ζωοτροφές που προορίζονται για μηρυκαστικά πρέπει να παρασκευάζονται και να φυλάσσονται, κατά την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη συσκευασία, σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από τις εγκαταστάσεις στις οποίες παρασκευάζονται και φυλάσσονται σύνθετες ζωοτροφές για μη μηρυκαστικά,

 οι σύνθετες ζωοτροφές που προορίζονται για ζώα υδατοκαλλιέργειας πρέπει να παρασκευάζονται και να φυλάσσονται, κατά την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη συσκευασία, σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από τις εγκαταστάσεις στις οποίες παρασκευάζονται και φυλάσσονται σύνθετες ζωοτροφές για άλλα μη μηρυκαστικά ζώα,

 τα αρχεία που καταγράφουν λεπτομερώς τις αγορές και τις χρήσεις των μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που αναφέρονται στο παρόν τμήμα και τις πωλήσεις σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν τέτοιες πρωτεΐνες πρέπει να διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον πέντε έτη,

 πρέπει να διενεργείται τακτική δειγματοληψία και ανάλυση των σύνθετων ζωοτροφών που προορίζονται για εκτρεφόμενα ζώα εκτός των ζώων υδατοκαλλιέργειας, προκειμένου να επαληθεύεται η απουσία μη εγκεκριμένων συστατικών ζωικής προέλευσης, με τη χρήση των μεθόδων ανάλυσης για τον προσδιορισμό των συστατικών ζωικής προέλευσης για τον έλεγχο των ζωοτροφών, που προβλέπονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009· η συχνότητα της εν λόγω δειγματοληψίας και ανάλυσης καθορίζεται βάσει εκτίμησης επικινδυνότητας που πραγματοποιείται από τον επιχειρηματία ως μέρος των διαδικασιών που εφαρμόζει με βάση τις αρχές HACCΡ· τα αποτελέσματα πρέπει να διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον πέντε έτη·

ii) δεν απαιτείται ειδική άδεια για την παραγωγή πλήρων ζωοτροφών από σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν τις μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες που αναφέρονται στο παρόν τμήμα για τους κατ’ οίκον παρασκευαστές που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

 έχουν καταχωριστεί από την αρμόδια αρχή,

 εκτρέφουν μόνο ζώα υδατοκαλλιέργειας,

 παράγουν πλήρεις ζωοτροφές για ζώα υδατοκαλλιέργειας που προορίζονται για χρήση μόνον στην ίδια εκμετάλλευση, και

 οι σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες, οι οποίες αναφέρονται στο παρόν τμήμα, που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή περιέχουν ολική πρωτεΐνη σε ποσοστό μικρότερο του 50 %.

ε) Το συνοδευτικό εμπορικό έγγραφο ή το υγειονομικό πιστοποιητικό, ανάλογα με την περίπτωση, των μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που αναφέρονται στο παρόν τμήμα και κάθε συσκευασία φέρουν ευκρινώς την ακόλουθη ένδειξη: «μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες που προέρχονται από μη μηρυκαστικά — να μη χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ζωοτροφών για εκτρεφόμενα ζώα εκτός από ζώα υδατοκαλλιέργειας και γουνοφόρα ζώα».

Το συνοδευτικό εμπορικό έγγραφο ή το υγειονομικό πιστοποιητικό, ανάλογα με την περίπτωση, των σύνθετων ζωοτροφών για ζώα υδατοκαλλιέργειας που περιέχουν τις μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες που αναφέρονται στο παρόν τμήμα και κάθε συσκευασία φέρουν ευκρινώς την ακόλουθη ένδειξη: «περιέχει μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες που προέρχονται από μη μηρυκαστικά — να μη χορηγείται σε εκτρεφόμενα ζώα εκτός από ζώα υδατοκαλλιέργειας και γουνοφόρα ζώα».

ΤΜΗΜΑ E

Ειδικοί όροι που εφαρμόζονται στην παραγωγή, τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση υποκατάστατων γάλακτος που περιέχουν ιχθυάλευρα για τη διατροφή θηλαζόντων μηρυκαστικών

Οι ακόλουθοι ειδικοί όροι ισχύουν για την παραγωγή, τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση υποκατάστατων γάλακτος που περιέχουν ιχθυάλευρα στη διατροφή θηλαζόντων εκτρεφόμενων μηρυκαστικών:

α) τα ιχθυάλευρα που χρησιμοποιούνται σε υποκατάστατα γάλακτος παράγονται σε μονάδες μεταποίησης που παράγουν αποκλειστικά προϊόντα προερχόμενα από υδρόβια ζώα, εξαιρουμένων των θαλάσσιων θηλαστικών, και συμμορφώνονται με τους γενικούς όρους που ορίζονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ·

β) η χρήση ιχθυαλεύρων για θηλάζοντα εκτρεφόμενα μηρυκαστικά εγκρίνεται μόνο για την παραγωγή υποκατάστατων γάλακτος, που διανέμονται σε ξηρή μορφή και χορηγούνται ύστερα από διάλυση σε συγκεκριμένη ποσότητα υγρού και προορίζονται για τη διατροφή θηλαζόντων μηρυκαστικών ως συμπλήρωμα ή υποκατάστατο του μεταπυαρικού γάλακτος πριν από την ολοκλήρωση του απογαλακτισμού·

γ) τα υποκατάστατα γάλακτος που περιέχουν ιχθυάλευρα τα οποία προορίζονται για θηλάζοντα εκτρεφόμενα μηρυκαστικά παράγονται σε εγκαταστάσεις οι οποίες δεν παράγουν άλλες σύνθετες ζωοτροφές για μηρυκαστικά και οι οποίες έχουν εγκριθεί για το σκοπό αυτό από την αρμόδια αρχή·

Κατά παρέκκλιση από αυτόν τον ειδικό όρο, η παραγωγή άλλων σύνθετων ζωοτροφών για μηρυκαστικά σε εγκαταστάσεις που παράγουν επίσης υποκατάστατα γάλακτος τα οποία περιέχουν ιχθυάλευρα και προορίζονται για θηλάζοντα εκτρεφόμενα μηρυκαστικά μπορεί να επιτραπεί από την αρμόδια αρχή, κατόπιν επιτόπου επιθεώρησης, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι ακόλουθοι όροι:

i) άλλες σύνθετες ζωοτροφές που προορίζονται για μηρυκαστικά πρέπει να φυλάσσονται σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για ασυσκεύαστα ιχθυάλευρα και ασυσκεύαστα υποκατάστατα γάλακτος τα οποία περιέχουν ιχθυάλευρα κατά την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη συσκευασία·

ii) άλλες ζωοτροφές που προορίζονται για μηρυκαστικά παρασκευάζονται σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από εγκαταστάσεις στις οποίες παρασκευάζονται υποκατάστατα γάλακτος που περιέχουν ιχθυάλευρα·

iii) τα αρχεία που καταγράφουν λεπτομερώς τις αγορές και τις χρήσεις των ιχθυαλεύρων και τις πωλήσεις υποκατάστατων γάλακτος που περιέχουν ιχθυάλευρα πρέπει να παραμένουν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών·

iv) πρέπει να διενεργείται τακτική δειγματοληψία και ανάλυση των άλλων σύνθετων ζωοτροφών που προορίζονται για μηρυκαστικά προκειμένου να επαληθεύεται η απουσία μη εγκεκριμένων συστατικών ζωικής προέλευσης, με τη χρήση των μεθόδων ανάλυσης για τον προσδιορισμό των συστατικών ζωικής προέλευσης για τον έλεγχο των ζωοτροφών, που προβλέπονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009· η συχνότητα της εν λόγω δειγματοληψίας και ανάλυσης καθορίζεται βάσει εκτίμησης επικινδυνότητας που πραγματοποιείται από τον επιχειρηματία ως μέρος των διαδικασιών που εφαρμόζει με βάση τις αρχές HACCΡ· τα αποτελέσματα πρέπει να διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον πέντε έτη·

δ) πριν από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση, οι εισαγωγείς διασφαλίζουν ότι κάθε αποστολή εισαγόμενων υποκατάστατων γάλακτος που περιέχουν ιχθυάλευρα αναλύεται σύμφωνα με τις μεθόδους ανάλυσης για τον προσδιορισμό των συστατικών ζωικής προέλευσης για τον έλεγχο των ζωοτροφών, που προβλέπονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009, προκειμένου να επαληθεύεται η απουσία μη εγκεκριμένων συστατικών ζωικής προέλευσης.

ε) το συνοδευτικό εμπορικό έγγραφο ή το υγειονομικό πιστοποιητικό, ανάλογα με την περίπτωση, των υποκατάστατων γάλακτος που περιέχουν ιχθυάλευρα, που προορίζονται για θηλάζοντα εκτρεφόμενα μηρυκαστικά, και οποιαδήποτε συσκευασία περιέχει τέτοια υποκατάστατα γάλακτος, πρέπει να φέρουν εμφανώς την ένδειξη «περιέχει ιχθυάλευρα — να μη χορηγείται σε μηρυκαστικά, με εξαίρεση τα θηλάζοντα μηρυκαστικά».

στ) τα ασυσκεύαστα υποκατάστατα γάλακτος τα οποία περιέχουν ιχθυάλευρα, που προορίζονται για θηλάζοντα εκτρεφόμενα μηρυκαστικά, μεταφέρονται με οχήματα και περιέκτες που δεν χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά άλλων ζωοτροφών οι οποίες προορίζονται για μηρυκαστικά.

Κατά παρέκκλιση από αυτόν τον ειδικό όρο, τα οχήματα και οι περιέκτες που θα χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια για τη μεταφορά άλλων ασυσκεύαστων ζωοτροφών οι οποίες προορίζονται για μηρυκαστικά μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ασυσκεύαστων υποκατάστατων γάλακτος που περιέχουν ιχθυάλευρα, τα οποία προορίζονται για θηλάζοντα εκτρεφόμενα μηρυκαστικά, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω οχήματα και περιέκτες έχουν καθαριστεί προηγουμένως ώστε να αποφευχθεί η διασταυρούμενη μόλυνση, σύμφωνα με μια τεκμηριωμένη διαδικασία που έχει λάβει προηγούμενη έγκριση από την αρμόδια αρχή. Όποτε χρησιμοποιείται τέτοια διαδικασία, τεκμηριωμένα ίχνη της εν λόγω χρήσης διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον δύο έτη.

ζ) στις εκμεταλλεύσεις όπου εκτρέφονται μηρυκαστικά, λαμβάνονται μέτρα σε επίπεδο εκμετάλλευσης προκειμένου να προληφθεί η σίτιση, με υποκατάστατα γάλακτος που περιέχουν ιχθυάλευρα, άλλων μηρυκαστικών εκτός από τα θηλάζοντα μηρυκαστικά. Η αρμόδια αρχή καταρτίζει κατάλογο των εκμεταλλεύσεων όπου χρησιμοποιούνται υποκατάστατα γάλακτος που περιέχουν ιχθυάλευρα μέσω ενός συστήματος προηγούμενης κοινοποίησης από την εκμετάλλευση ή άλλου συστήματος που εξασφαλίζει συμμόρφωση με αυτόν τον ειδικό όρο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Γενικές απαιτήσεις

ΤΜΗΜΑ Α

Εγγραφή σε καταλόγους

Τα κράτη μέλη τηρούν και δημοσιοποιούν ενημερωμένους καταλόγους για τα ακόλουθα:

α) τα σφαγεία από τα οποία μπορεί να προέρχεται το αίμα που παράγεται σύμφωνα με το στοιχείο α) του τμήματος Γ του κεφαλαίου IV·

β) τις εγκεκριμένες μονάδες μεταποίησης που παράγουν προϊόντα αίματος σύμφωνα με το στοιχείο γ) του τμήματος Γ του κεφαλαίου IV·

γ) τα σφαγεία και τις μονάδες τεμαχισμού, από όπου μπορούν να προέρχονται τα ζωικά υποπροϊόντα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών σύμφωνα με το στοιχείο α) του τμήματος Δ του κεφαλαίου IV·

δ) τις εγκεκριμένες μονάδες μεταποίησης οι οποίες παράγουν μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες που προέρχονται από μη μηρυκαστικά, οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με το στοιχείο γ) του τμήματος Δ του κεφαλαίου IV·

ε) τις εγκεκριμένες εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο τμήμα Β του κεφαλαίου III, στο στοιχείο δ) του τμήματος Δ του κεφαλαίου IV και στο στοιχείο γ) του τμήματος Ε του κεφαλαίου IV·

στ) τους κατ’ οίκον παρασκευαστές που έχουν καταχωριστεί και λειτουργούν σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο τμήμα Β του κεφαλαίου III και στο στοιχείο δ) του τμήματος Δ του κεφαλαίου IV.

ΤΜΗΜΑ B

Μεταφορά πρώτων υλών ζωοτροφών και σύνθετων ζωοτροφών οι οποίες περιέχουν προϊόντα που προέρχονται από μηρυκαστικά

1. Οι ασυσκεύαστες πρώτες ύλες ζωοτροφών και οι ασυσκεύαστες σύνθετες ζωοτροφές οι οποίες περιέχουν προϊόντα που προέρχονται από μηρυκαστικά, εκτός από εκείνες που απαριθμούνται στα ακόλουθα στοιχεία α), β) και γ), μεταφέρονται σε οχήματα και περιέκτες που δεν χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζωοτροφών οι οποίες προορίζονται για εκτρεφόμενα ζώα εκτός των γουνοφόρων ζώων:

α) γάλα, προϊόντα με βάση το γάλα, παράγωγα του γάλακτος, πρωτόγαλα και προϊόντα με βάση το πρωτόγαλα·

β) όξινο φωσφορικό ασβέστιο και φωσφορικό ασβέστιο ζωικής προέλευσης·

γ) υδρολυμένες πρωτεΐνες που παράγονται από δορές και δέρματα μηρυκαστικών.

2. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1, οχήματα και περιέκτες που έχουν χρησιμοποιηθεί προηγουμένως για τη μεταφορά ασυσκεύαστων πρώτων υλών ζωοτροφών και των ασυσκεύαστων σύνθετων ζωοτροφών που απαριθμούνται στο σημείο αυτό μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζωοτροφών που προορίζονται για εκτρεφόμενα ζώα εκτός των γουνοφόρων ζώων, υπό τον όρο ότι θα έχουν καθαριστεί προηγουμένως ώστε να αποφευχθεί η διασταυρούμενη μόλυνση, σύμφωνα με μια τεκμηριωμένη διαδικασία που έχει λάβει προηγούμενη έγκριση από την αρμόδια αρχή.

Όποτε χρησιμοποιείται τέτοια διαδικασία, τεκμηριωμένα ίχνη της εν λόγω χρήσης διατηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για τουλάχιστον δύο έτη.

ΤΜΗΜΑ Γ

Παραγωγή σύνθετων ζωοτροφών οι οποίες περιέχουν προϊόντα που προέρχονται από μηρυκαστικά

Σύνθετες ζωοτροφές οι οποίες περιέχουν προϊόντα που προέρχονται από μηρυκαστικά, εκτός εκείνων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), δεν παράγονται σε εγκαταστάσεις που παράγουν ζωοτροφές για εκτρεφόμενα ζώα εκτός των γουνοφόρων ζώων:

α) γάλα, προϊόντα με βάση το γάλα, παράγωγα του γάλακτος, πρωτόγαλα και προϊόντα με βάση το πρωτόγαλα·

β) όξινο φωσφορικό ασβέστιο και φωσφορικό ασβέστιο ζωικής προέλευσης·

γ) υδρολυμένες πρωτεΐνες που παράγονται από δορές και δέρματα μηρυκαστικών.

ΤΜΗΜΑ Δ

Χρήση και αποθήκευση σε εκμεταλλεύσεις πρώτων υλών ζωοτροφών και σύνθετων ζωοτροφών για εκτρεφόμενα ζώα που περιέχουν προϊόντα προερχόμενα από μηρυκαστικά

Η χρήση και αποθήκευση των πρώτων υλών ζωοτροφών και των σύνθετων ζωοτροφών για εκτρεφόμενα ζώα οι οποίες περιέχουν προϊόντα που προέρχονται από μηρυκαστικά, εκτός εκείνων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), απαγορεύεται σε εκμεταλλεύσεις εκτρεφόμενων ζώων, εκτός των γουνοφόρων ζώων:

α) γάλα, προϊόντα με βάση το γάλα, παράγωγα του γάλακτος, πρωτόγαλα και προϊόντα με βάση το πρωτόγαλα·

β) όξινο φωσφορικό ασβέστιο και φωσφορικό ασβέστιο ζωικής προέλευσης·

γ) υδρολυμένες πρωτεΐνες που παράγονται από δορές και δέρματα μηρυκαστικών.

ΤΜΗΜΑ E

Εξαγωγή μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών και προϊόντων που περιέχουν τις εν λόγω πρωτεΐνες

1. Η εξαγωγή μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που προέρχονται από μηρυκαστικά και προϊόντων που περιέχουν τέτοιες πρωτεΐνες απαγορεύεται.

Κατά παρέκκλιση, η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για τις μεταποιημένες τροφές ζώων συντροφιάς, συμπεριλαμβανομένων των κονσερβοποιημένων τροφών για ζώα συντροφιάς, οι οποίες περιέχουν μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες προερχόμενες από μηρυκαστικά, έχουν υποστεί επεξεργασία και επισημαίνονται σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία.

2. Η εξαγωγή μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που προέρχονται από μη μηρυκαστικά και προϊόντων που περιέχουν τέτοιες πρωτεΐνες επιτρέπεται μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α) προορίζονται για χρήσεις που δεν απαγορεύονται από το άρθρο 7 και από το παρόν παράρτημα·

β) πριν από την εξαγωγή συνάπτεται γραπτή συμφωνία μεταξύ της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους εξαγωγής, ή της Επιτροπής, και της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας εισαγωγής· η εν λόγω συμφωνία περιλαμβάνει τη δέσμευση της τρίτης χώρας εισαγωγής να σεβαστεί την προβλεπόμενη χρήση και να μην επανεξαγάγει τις μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες ή τα προϊόντα που περιέχουν τέτοιες πρωτεΐνες για χρήσεις που απαγορεύονται από το άρθρο 7 και από το παρόν παράρτημα.

3. Οι γραπτές συμφωνίες που συνάπτονται σύμφωνα με το σημείο 2 στοιχείο β) ανωτέρω υποβάλλονται στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων.

4. Τα σημεία 2 και 3 δεν εφαρμόζονται στις εξαγωγές των ακόλουθων:

α) ιχθυάλευρων και σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν ιχθυάλευρα·

β) σύνθετων ζωοτροφών που προορίζονται για ζώα υδατοκαλλιέργειας·

γ) τροφών για ζώα συντροφιάς.

ΤΜΗΜΑ ΣΤ

Επίσημοι έλεγχοι

1. Οι επίσημοι έλεγχοι που διενεργούνται από την αρμόδια αρχή με σκοπό την επαλήθευση της συμμόρφωσης με τους κανόνες που καθορίζονται στο παρόν παράρτημα περιλαμβάνουν επιθεωρήσεις και δειγματοληψία για ανάλυση μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών και ζωοτροφών σύμφωνα με τις μεθόδους ανάλυσης για τον προσδιορισμό των συστατικών ζωικής προέλευσης για τον έλεγχο των ζωοτροφών, που προβλέπονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009.

2. Η αρμόδια αρχή ελέγχει τακτικά τα εργαστήρια που πραγματοποιούν αναλύσεις ως προς την ικανότητά τους για τη διενέργεια τέτοιων επίσημων ελέγχων, και ιδίως αξιολογώντας τα αποτελέσματα διεργαστηριακών δοκιμών ικανότητας.

Εάν η ικανότητα κριθεί ανεπαρκής, το εργαστήριο αναλαμβάνει την εκ νέου κατάρτιση του προσωπικού του ως ελάχιστο διορθωτικό μέτρο, πριν από τη διενέργεια περαιτέρω αναλύσεων.

▼M31




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΕΙΔΙΚΑ ΥΛΙΚΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

1.   Ορισμός των ειδικών υλικών κινδύνου

Οι ακόλουθοι ιστοί καθορίζονται ως ειδικά υλικά κινδύνου εάν προέρχονται από ζώα με καταγωγή από ένα κράτος μέλος ή μια τρίτη χώρα ή σε μία από τις περιοχές τους με ελεγχόμενο ή απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ:

α) όσον αφορά τα βοοειδή:

i) το κρανίο, εκτός της κάτω γνάθου και συμπεριλαμβανομένων του εγκεφάλου και των οφθαλμών, και η σπονδυλική στήλη ζώων ηλικίας άνω των δώδεκα μηνών,

▼M37

ii) η σπονδυλική στήλη εκτός από τους σπονδύλους της ουράς, τις ακανθώδεις και τις εγκάρσιες αποφύσεις των αυχενικών, των θωρακικών και των οσφυϊκών σπονδύλων και τη μέση ιερά ακρολοφία και τις πτέρυγες του ιερού, αλλά συμπεριλαμβανομένων των γαγγλίων της ραχιαίας ρίζας, των βοοειδών ηλικίας άνω των 30 μηνών· και

▼M31

iii) οι αμυγδαλές, τα έντερα από το δωδεκαδάκτυλο έως το ορθό και το μεσεντέριο των ζώων οποιασδήποτε ηλικίας·

β) όσον αφορά τα αιγοπρόβατα

i) το κρανίο, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου και των οφθαλμών, οι αμυγδαλές και ο νωτιαίος μυελός ζώων ηλικίας άνω των δώδεκα μηνών ή των οποίων ένας μόνιμος κοπτήρας έχει ανατείλει μέσω των ούλων, και

ii) η σπλήνα και ο ειλεός ζώων οποιασδήποτε ηλικίας.

2.   Παρέκκλιση για τα κράτη μέλη

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι ιστοί που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο και έχουν καταγωγή από τα κράτη μέλη με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ, εξακολουθούν να θεωρούνται ως ειδικά υλικά κινδύνου.

3.   Σήμανση και απόρριψη

Τα ειδικά υλικά κινδύνου βάφονται με χρωστική ουσία ή, κατά περίπτωση, καθίστανται αναγνωρίσιμα με άλλο τρόπο, αμέσως μετά την αφαίρεσή τους, και διατίθενται ως απόβλητα σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 2.

4.   Αφαίρεση των ειδικών υλικών κινδύνου

4.1. Τα ειδικά υλικά κινδύνου αφαιρούνται:

α) στα σφαγεία, ή, εφόσον είναι αναγκαίο, σε άλλους χώρους σφαγής·

β) στα εργαστήρια τεμαχισμού, στην περίπτωση της σπονδυλικής στήλης των βοοειδών·

γ) όπου ενδείκνυται, σε μονάδες ενδιάμεσου χειρισμού που αναφέρονται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 ή σε χρήστες και κέντρα συλλογής που έχουν εγκριθεί και καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημεία iv), vi) και vii) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

4.2. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 4.1, η χρήση εναλλακτικής δοκιμής αντί της αφαίρεσης των ειδικών υλικών κινδύνου μπορεί να επιτρέπεται υπό τους εξής όρους:

α) οι δοκιμές πρέπει να διενεργούνται στα σφαγεία σε όλα τα ζώα που επιλέγονται για την αφαίρεση των ειδικών υλικών κινδύνου·

β) κανένα προϊόν βοοειδών ή αιγοπροβάτων που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση δεν επιτρέπεται να εξέλθει από το σφαγείο πριν η αρμόδια αρχή λάβει και δεχθεί τα αποτελέσματα των δοκιμών για όλα τα σφαγέντα ζώα που είναι δυνητικώς μολυσμένα εάν μια ΣΕΒ έχει επιβεβαιωθεί σε ένα από αυτά·

γ) όταν το αποτέλεσμα μιας εναλλακτικής δοκιμής είναι θετικό, όλα τα υλικά βοοειδών και αιγοπροβάτων που έχουν δυνητικώς μολυνθεί στο σφαγείο καταστρέφονται σύμφωνα με το σημείο 3, εκτός εάν όλα τα μέρη του σώματος του μολυσμένου ζώου, συμπεριλαμβανομένου του δέρματος, μπορούν να αναγνωρίζονται και να διατηρούνται χωριστά.

4.3. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 4.1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να επιτρέψουν:

α) την αφαίρεση του νωτιαίου μυελού των αιγοπροβάτων σε εργαστήρια τεμαχισμού που έχουν εγκριθεί ειδικά για το σκοπό αυτό·

β) την αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης βοοειδών από σφάγια ή μέρη σφαγίων σε κρεοπωλεία που έχουν ειδική άδεια, ελέγχονται και καταχωρίζονται για το σκοπό αυτό·

γ) τη συγκομιδή του κρέατος από την κεφαλή των βοοειδών σε εργαστήρια τεμαχισμού που έχουν εγκριθεί ειδικά για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται στην παράγραφο 9.

4.4. Οι κανόνες για την αφαίρεση των ειδικών υλικών κινδύνου που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο δεν ισχύουν για το υλικό της κατηγορίας 1 όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 που χρησιμοποιείται υπό την επίβλεψη των επίσημων αρχών για τη σίτιση ειδών νεκροφάγων πτηνών που απειλούνται με εξαφάνιση και προστατευόμενων ειδών νεκροφάγων πτηνών.

5.   Μέτρα που αφορούν το μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας

Παρά τις ξεχωριστές αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 9 παράγραφος 3, απαγορεύεται, σε όλα τα κράτη μέλη, η χρησιμοποίηση οστών ή τεμαχίων οστών βοοειδών και αιγοπροβάτων για την παραγωγή μηχανικώς διαχωρισμένου κρέατος.

6.   Μέτρα σχετικά με τον τεμαχισμό των ιστών

Παρά τις ξεχωριστές αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 παράγραφος 3, σε όλα τα κράτη μέλη, έως ότου αυτά ταξινομηθούν στο σύνολό τους ως χώρες με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ, απαγορεύεται ο τεμαχισμός του κεντρικού νευρικού ιστού διά της εισαγωγής επιμήκους ραβδοειδούς οργάνου στην κρανιακή κοιλότητα, ύστερα από αναισθητοποίηση, στα βοοειδή ή τα αιγοπρόβατα των οποίων το κρέας προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα.

7.   Συγκομιδή γλωσσών από βοοειδή

Η συγκομιδή των γλωσσών βοοειδών οποιασδήποτε ηλικίας που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα πραγματοποιείται στο σφαγείο μέσω εγκάρσιας σπληνοειδούς τομής της έκφυσης της γλώσσας από το σώμα του υοειδούς οστού.

8.   Συγκομιδή κρέατος από την κεφαλή βοοειδών

8.1. Η συγκομιδή κρέατος από την κεφαλή των βοοειδών ηλικίας άνω των δώδεκα μηνών στα σφαγεία πραγματοποιείται σύμφωνα με ένα σύστημα ελέγχου αναγνωρισμένο από την αρμόδια αρχή, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόληψη ενδεχόμενης μόλυνσης του κρέατος της κεφαλής με ιστούς του κεντρικού νευρικού συστήματος. Το σύστημα περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες διατάξεις:

α) η συγκομιδή πραγματοποιείται σε ειδικά καθορισμένο χώρο, μόνιμα διαχωρισμένο από τα άλλα μέρη της αλυσίδας σφαγής·

β) όταν οι κεφαλές αφαιρούνται από τον ιμάντα μεταφοράς ή τα άγκιστρα πριν από τη συγκομιδή του κρέατος από την κεφαλή, το μετωπιαίο τρήμα και το ινιακό τρήμα σφραγίζονται με αδιάβροχο και στερεό πώμα. Όταν λαμβάνεται δείγμα από το εγκεφαλικό στέλεχος για εργαστηριακή δοκιμή για ΣΕΒ, το ινιακό τρήμα σφραγίζεται αμέσως μετά τη δειγματοληψία·

γ) απαγορεύεται η συγκομιδή κρέατος από την κεφαλή εάν οι οφθαλμοί έχουν υποστεί ζημία ή έχουν απολεσθεί αμέσως πριν ή μετά τη σφαγή, ή εάν η κεφαλή έχει υποστεί άλλου είδους ζημία που ενδέχεται να συνεπάγεται τη μόλυνσή της από ιστούς του κεντρικού νευρικού συστήματος·

δ) απαγορεύεται η συγκομιδή κρέατος από την κεφαλή εάν η κεφαλή δεν έχει σφραγιστεί κατάλληλα σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο·

ε) με την επιφύλαξη των γενικών κανόνων υγιεινής, θεσπίζονται ειδικές οδηγίες για την εργασία ώστε να εμποδίζεται η μόλυνση του κρέατος της κεφαλής κατά τη συγκομιδή, ιδίως στην περίπτωση που το πώμα σφράγισης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο έχει απολεσθεί ή οι οφθαλμοί έχουν υποστεί ζημία στη διάρκεια αυτής της δραστηριότητας:

στ) θεσπίζεται πρόγραμμα δειγματοληψίας με τη χρήση κατάλληλης εργαστηριακής δοκιμής για τον εντοπισμό των ιστών του κεντρικού νευρικού συστήματος, ώστε να επαληθεύεται η ορθή εφαρμογή των μέτρων για τον περιορισμό της μόλυνσης.

8.2. Κατά παρέκκλιση από τις απαιτήσεις του σημείου 8.1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν την εφαρμογή, στα σφαγεία, εναλλακτικού συστήματος ελέγχου για τη συγκομιδή κρέατος από την κεφαλή των βοοειδών, το οποίο θα συνεπάγεται ισοδύναμη μείωση του επιπέδου μόλυνσης του κρέατος από την κεφαλή με ιστούς του κεντρικού νευρικού συστήματος. Θεσπίζεται πρόγραμμα δειγματοληψίας με τη χρήση κατάλληλης εργαστηριακής δοκιμής για τον εντοπισμό των ιστών του κεντρικού νευρικού συστήματος, ώστε να επαληθεύεται η ορθή εφαρμογή των μέτρων για τον περιορισμό της μόλυνσης. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση αυτής της παρέκκλισης ενημερώνουν την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη, στο πλαίσιο της μόνιμης κτηνιατρικής επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, σχετικά με το σύστημα ελέγχου που εφαρμόζουν και τα αποτελέσματα της δειγματοληψίας.

8.3. Αν η συγκομιδή πραγματοποιείται χωρίς απομάκρυνση της κεφαλής των βοοειδών από τον ιμάντα μεταφοράς ή τα άγκιστρα, τα σημεία 8.1 και 8.2 δεν εφαρμόζονται.

9.   Συγκομιδή κρέατος από την κεφαλή βοοειδών σε εγκεκριμένες εγκαταστάσεις τεμαχισμού

Κατά παρέκκλιση από το σημείο 8, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να επιτρέπουν τη συγκομιδή κρέατος από την κεφαλή των βοοειδών σε εργαστήρια τεμαχισμού που έχουν εγκριθεί ειδικά για το σκοπό αυτό, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) οι κεφαλές που προορίζονται για μεταφορά στο εργαστήριο τεμαχισμού αναρτώνται σε σχάρα κατά τη διάρκεια της περιόδου αποθήκευσης και της μεταφοράς από το σφαγείο στο εργαστήριο τεμαχισμού·

β) το μετωπιαίο τρήμα και το ινιακό τρήμα σφραγίζονται κατάλληλα με αδιάβροχο και στερεό πώμα πριν από τη μετακίνηση από τον ιμάντα μεταφοράς ή τα άγκιστρα στις σχάρες. Όταν λαμβάνεται δείγμα από το εγκεφαλικό στέλεχος για εργαστηριακή δοκιμή για ΣΕΒ, το ινιακό τρήμα σφραγίζεται αμέσως μετά τη δειγματοληψία·

γ) οι κεφαλές που δεν έχουν σφραγισθεί κατάλληλα σύμφωνα με το στοιχείο β), των οποίων οι οφθαλμοί έχουν υποστεί ζημία ή έχουν απολεσθεί αμέσως πριν ή μετά τη σφαγή, ή οι κεφαλές που έχουν υποστεί άλλου είδους ζημία που ενδέχεται να συνεπάγεται τη μόλυνση του κρέατος της κεφαλής από ιστούς του κεντρικού νευρικού συστήματος, εξαιρούνται από τη μεταφορά στα ειδικά εγκεκριμένα εργαστήρια τεμαχισμού·

δ) θεσπίζεται πρόγραμμα δειγματοληψίας στα σφαγεία, με τη χρήση κατάλληλης εργαστηριακής δοκιμής για τον εντοπισμό των ιστών του κεντρικού νευρικού συστήματος, ώστε να επαληθεύεται η ορθή εφαρμογή των μέτρων για τον περιορισμό της μόλυνσης·

ε) η συγκομιδή του κρέατος από την κεφαλή πραγματοποιείται σύμφωνα με ένα σύστημα ελέγχου αναγνωρισμένο από την αρμόδια αρχή ώστε να εξασφαλίζεται η πρόληψη ενδεχόμενης μόλυνσης του κρέατος της κεφαλής. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τα ακόλουθα:

i) πριν από την έναρξη της συγκομιδής του κρέατος από την κεφαλή, όλες οι κεφαλές ελέγχονται οπτικά για σημεία μόλυνσης ή ζημίας και για να διαπιστωθεί εάν έχουν σφραγιστεί κατάλληλα,

ii) δεν πραγματοποιείται συγκομιδή του κρέατος εάν η κεφαλή δεν έχει σφραγιστεί κατάλληλα, ή εάν οι οφθαλμοί έχουν υποστεί ζημία, ή εάν η κεφαλή έχει υποστεί άλλου είδους ζημία που ενδέχεται να συνεπάγεται τη μόλυνση του κρέατος της κεφαλής από ιστούς του κεντρικού νευρικού συστήματος. Δεν πραγματοποιείται, επίσης, συγκομιδή του κρέατος από οποιαδήποτε κεφαλή για την οποία υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης από τέτοιες κεφαλές,

iii) με την επιφύλαξη των γενικών κανόνων υγιεινής, θεσπίζονται ειδικές οδηγίες για την εργασία ώστε να εμποδίζεται η μόλυνση του κρέατος της κεφαλής κατά τη μεταφορά και τη συγκομιδή, ιδίως στην περίπτωση που το πώμα σφράγισης έχει απολεσθεί ή οι οφθαλμοί έχουν υποστεί ζημία στη διάρκεια αυτής της δραστηριότητας·

στ) θεσπίζεται πρόγραμμα δειγματοληψίας για τα εργαστήρια τεμαχισμού, με τη χρήση κατάλληλης εργαστηριακής δοκιμής για τον εντοπισμό των ιστών του κεντρικού νευρικού συστήματος, ώστε να επαληθεύεται η ορθή εφαρμογή των μέτρων για τον περιορισμό της μόλυνσης.

10.   Κανόνες για το εμπόριο και την εξαγωγή

10.1. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την αποστολή, προς άλλο κράτος μέλος, κεφαλών ή μη τεμαχισμένων σφαγίων που περιέχουν ειδικά υλικά κινδύνου, εφόσον το κράτος μέλος αυτό έχει δεχθεί να τα παραλάβει και έχει εγκρίνει τους όρους που ισχύουν για τη συγκεκριμένη αποστολή και μεταφορά.

10.2. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 10.1, σφάγια, ημιμόρια σφαγίων ή ημιμόρια σφαγίων που τεμαχίζονται σε όχι περισσότερα από τρία τεμάχια, και τεταρτημόρια που δεν περιλαμβάνουν άλλα ειδικά υλικά κινδύνου εκτός από τη σπονδυλική στήλη, συμπεριλαμβανομένων και των γαγγλίων της ραχιαίας ρίζας, μπορούν να αποσταλούν από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο χωρίς προηγούμενη συμφωνία του τελευταίου.

10.3. Οι εξαγωγές εκτός Κοινότητας κεφαλών και νωπού κρέατος βοοειδών ή αιγοπροβάτων που περιέχουν ειδικά υλικά κινδύνου απαγορεύονται.

11.   Έλεγχοι

11.1. Τα κράτη μέλη διενεργούν συχνά επίσημους ελέγχους για να διαπιστώνουν την ορθή εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος, μεριμνούν δε για τη θέσπιση μέτρων ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε μόλυνση, ιδίως στα σφαγεία, στα εργαστήρια τεμαχισμού ή σε άλλους χώρους απομάκρυνσης ειδικών υλικών κινδύνου όπως τα κρεοπωλεία ή οι εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο σημείο 4.1 στοιχείο γ).

11.2. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη θεσπίζουν σύστημα με το οποίο εξασφαλίζεται και ελέγχεται ότι ο χειρισμός και η διάθεση των ειδικών υλικών κινδύνου πραγματοποιούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

11.3. Τίθεται σε εφαρμογή ένα σύστημα ελέγχου για την αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης, όπως ορίζεται στο σημείο 1 στοιχείο α). Το σύστημα περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα μέτρα:

α) όταν δεν απαιτείται η αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης, τα σφάγια ή τα κομμάτια σφαγίων των βοοειδών που περιέχουν μέρος της σπονδυλικής στήλης, επισημαίνονται με μια ευδιάκριτη γαλάζια ταινία στην ετικέτα όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000·

β) στο εμπορικό έγγραφο που συνοδεύει τις παρτίδες κρέατος πρέπει να παρατίθενται ειδικές πληροφορίες για τον αριθμό των σφαγίων βοοειδών ή των τεμαχίων σφαγίων από τα οποία απαιτείται αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης καθώς και για τον αριθμό εκείνων από τα οποία δεν απαιτείται αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης. Ανάλογα με την περίπτωση, οι ειδικές πληροφορίες προστίθενται στο έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 136/2004 της Επιτροπής ( 30 ) στην περίπτωση εισαγωγών·

γ) τα κρεοπωλεία διατηρούν, για τουλάχιστον ένα έτος, τα εμπορικά παραστατικά που αναφέρονται στο στοιχείο β).




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙ

ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΖΩΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΑ Η ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΥΛΙΚΟ ΑΠΟ ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΑ, ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

▼M50




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΩΝ ΣΠΟΓΓΟΔΩΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟΠΑΘΕΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Μέτρα μετά την υπόνοια παρουσίας μσε σε αιγοπροβατα

Εάν υπάρχουν υπόνοιες για ΜΣΕ σε αιγοπρόβατο μιας εκμετάλλευσης ενός κράτους μέλους, όλα τα άλλα αιγοπρόβατα της εκμετάλλευσης αυτής υπόκεινται σε επίσημο περιορισμό των μετακινήσεων έως ότου είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα των εξετάσεων επιβεβαίωσης.

Εάν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η εκμετάλλευση όπου το ζώο ενδέχεται να εκτέθηκε σε ΜΣΕ είναι απίθανο να είναι η εκμετάλλευση όπου βρισκόταν όταν ανέκυψαν οι υπόνοιες για ΜΣΕ, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει εάν θα εφαρμοστεί επίσημος έλεγχος και σε άλλες εκμεταλλεύσεις ή μόνο στην εκμετάλλευση όπου εκτέθηκε το ζώο, ανάλογα με τα διαθέσιμα επιδημιολογικά στοιχεία.

Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα που προέρχονται από τα αιγοπρόβατα εκμετάλλευσης που τίθεται υπό επίσημο έλεγχο, τα οποία υπάρχουν στην εν λόγω εκμετάλλευση από την ημερομηνία κατά την οποία υπάρχει υπόνοια παρουσίας ΜΣΕ μέχρι τη στιγμή που είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα των εξετάσεων επιβεβαίωσης, χρησιμοποιούνται μόνο εντός της εν λόγω εκμετάλλευσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Μέτρα μετά την επιβεβαίωση παρουσίας μσε σε βοοειδη και αιγοπρόβατα

1. Η έρευνα που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β) πρέπει να προσδιορίζει:

α) για τα βοοειδή:

 όλα τα άλλα μηρυκαστικά που βρίσκονται στην εκμετάλλευση του ζώου για το οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

 στις περιπτώσεις που η νόσος επιβεβαιώθηκε σε θηλυκό ζώο, το τέκνο που γεννάται εντός περιόδου δύο ετών πριν ή μετά την κλινική εκδήλωση της νόσου,

 όλα τα ζώα της κλάσης του ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

 την πιθανή προέλευση της νόσου,

 άλλα ζώα στην εκμετάλλευση όπου εκτράφηκε το ζώο στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος ή σε άλλες εκμεταλλεύσεις, τα οποία μπορεί να έχουν μολυνθεί από τον παράγοντα της ΜΣΕ, να έχουν λάβει τις ίδιες ζωοτροφές ή να έχουν εκτεθεί στην ίδια πηγή μόλυνσης,

 τη διακίνηση δυνητικώς μολυσμένων ζωοτροφών, άλλων υλικών ή οποιουδήποτε άλλου μέσου μετάδοσης, που ενδέχεται να έχουν μεταδώσει τον παράγοντα της ΜΣΕ προς ή από την εν λόγω εκμετάλλευση·

β) για τα αιγοπρόβατα:

 όλα τα μηρυκαστικά, πέραν των αιγοπροβάτων, στην εκμετάλλευση του ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

 εφόσον μπορούν να ταυτοποιηθούν, τους γονείς και, αν πρόκειται για θηλυκά ζώα, όλα τα έμβρυα, τα ωάρια και τους τελευταίους απογόνους του θηλυκού ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

 όλα τα άλλα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση του ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος, πέραν των αναφερομένων στη δεύτερη περίπτωση,

 την πιθανή προέλευση της νόσου και την ταυτοποίηση των άλλων εκμεταλλεύσεων στις οποίες υπάρχουν ζώα, έμβρυα ή ωάρια τα οποία ενδέχεται να έχουν μολυνθεί από τον παράγοντα της ΜΣΕ, να έχουν λάβει τις ίδιες ζωοτροφές ή να έχουν εκτεθεί στην ίδια πηγή μόλυνσης,

 η διακίνηση δυνητικώς μολυσμένων ζωοτροφών, άλλων υλικών, ή οποιουδήποτε άλλου μέσου μετάδοσης, που ενδέχεται να έχουν μεταδώσει τον παράγοντα της ΜΣΕ προς ή από την εν λόγω εκμετάλλευση,

2. Τα μέτρα του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο γ) προβλέπουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

2.1. Σε περίπτωση επιβεβαίωσης της ΣΕΒ σε βοοειδές, τη θανάτωση και την ολοσχερή καταστροφή των βοοειδών που έχουν εντοπιστεί κατά την έρευνα που αναφέρεται στη δεύτερη και τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α)· ωστόσο, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει:

 να μην θανατώσει και καταστρέψει ζώα της κλάσης που αναφέρεται στην τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α), εάν έχει τεκμηριωθεί ότι τα ζώα αυτά δεν είχαν πρόσβαση στις ίδιες ζωοτροφές με το ασθενές ζώο,

 να αναβάλει τη θανάτωση και την καταστροφή ζώων της κλάσης που αναφέρεται στην τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α) έως το τέλος της παραγωγικής τους ζωής, εφόσον πρόκειται περί ταύρων που φυλάσσονται διαρκώς σε κέντρο συλλογής σπέρματος και μπορεί να διασφαλισθεί ότι θα καταστραφούν ολοσχερώς ύστερα από τον θάνατό τους.

2.2. Σε περίπτωση επιβεβαίωσης μιας ΜΣΕ σε αιγοπρόβατο:

2.2.1. Σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να αποκλειστεί η ΣΕΒ

Εάν, βάσει των αποτελεσμάτων της δευτερεύουσας μοριακής δοκιμής που διεξήχθη σύμφωνα με τις μεθόδους και τα πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο γ) σημείο ii), δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ΣΕΒ, τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίστηκαν βάσει της έρευνας που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη έως πέμπτη περίπτωση.

Τα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών που θανατώνονται για καταστροφή υποβάλλονται σε δοκιμή για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα όπως προβλέπονται στο παράρτημα III κεφάλαιο Α μέρος II σημείο 5, που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Θα προσδιοριστεί ο γονότυπος της πρωτεΐνης πρίον όλων των προβατοειδών, κατ’ ανώτατο όριο 50.

Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα που προέρχονται από τα ζώα που προορίζονται για καταστροφή, και τα οποία ήταν παρόντα στην εκμετάλλευση μεταξύ της ημερομηνίας επιβεβαίωσης ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η ΣΕΒ και της ημερομηνίας της ολοσχερούς καταστροφής των ζώων, θα απορρίπτονται σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 31 ).

Μετά τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, για την εκμετάλλευση ισχύουν οι συνθήκες που ορίζονται στο σημείο 3.

2.2.2. Σε περιπτώσεις όπου η ΣΕΒ και η άτυπη τρομώδης νόσος μπορούν να αποκλειστούν

Εάν η ΣΕΒ και η άτυπη τρομώδης νόσος αποκλείονται βάσει των εργαστηριακών μεθόδων και πρωτοκόλλων που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο γ), η εκμετάλλευση υπόκειται στις προϋποθέσεις του σημείου α) και, σύμφωνα με την απόφαση του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση, στις προϋποθέσεις είτε της επιλογής 1 που ορίζονται στο σημείο β) ή της επιλογής 2 που ορίζονται στο σημείο γ) ή της επιλογής 3 που ορίζονται στο σημείο δ):

α) Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα που προέρχονται από ζώα που προορίζονται για καταστροφή ή σφαγή και τα οποία βρίσκονταν στην εκμετάλλευση μεταξύ της ημερομηνίας επιβεβαίωσης κρούσματος ΜΣΕ και της ημερομηνίας ολοκλήρωσης των μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν στην εκμετάλλευση όπως ορίζονται στα σημεία β) και γ), ή που προέρχονται από το μολυσμένο κοπάδι/αγέλη έως την άρση όλων των περιορισμών που ορίζονται στο σημείο δ) και στο σημείο 4, δεν χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των μηρυκαστικών εκτός από τη διατροφή των μηρυκαστικών στην εν λόγω εκμετάλλευση.

Η τοποθέτηση στην αγορά τέτοιου γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων ως τροφή για μη μηρυκαστικά περιορίζεται στην επικράτεια του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση.

Το εμπορικό έγγραφο που συνοδεύει την παρτίδα τέτοιου γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων καθώς και οι συσκευασίες που περιέχουν τις εν λόγω παρτίδες πρέπει να φέρουν ευκρινή ένδειξη: «όχι για τροφή σε μηρυκαστικά».

Η χρήση και η αποθήκευση ζωοτροφών που περιέχουν τέτοιο γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα απαγορεύονται σε εκμεταλλεύσεις όπου εκτρέφονται μηρυκαστικά.

Οι μη συσκευασμένες ζωοτροφές που περιέχουν τέτοιο γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα μεταφέρονται με οχήματα που δεν μεταφέρουν ταυτόχρονα ζωοτροφές για μηρυκαστικά.

Αν τα εν λόγω οχήματα χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια για τη μεταφορά ζωοτροφών για μηρυκαστικά, καθαρίζονται εξονυχιστικά για να αποφευχθεί η αλληλομόλυνση, με διαδικασία που έχει εγκριθεί από το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση.

β) Επιλογή 1 – θανάτωση και ολοσχερής καταστροφή όλων των ζωών

Τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή χωρίς καθυστέρηση όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίζονται από την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη και τρίτη περίπτωση.

Τα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών που θανατώνονται για καταστροφή υποβάλλονται σε δοκιμή για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα όπως προβλέπονται στο παράρτημα III κεφάλαιο Α μέρος II σημείο 5, που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Θα προσδιοριστεί ο γονότυπος της πρωτεΐνης πρίον όλων των προβατοειδών, κατ’ ανώτατο όριο 50.

Κατά παρέκκλιση από τις συνθήκες που ορίζονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν αντ’ αυτού να εφαρμόσουν τα μέτρα που παρατίθενται στα στοιχεία i) ή ii):

i) αντικατάσταση της θανάτωσης και ολοσχερούς καταστροφής όλων των ζώων χωρίς καθυστέρηση με σφαγή για ανθρώπινη χρήση χωρίς καθυστέρηση, υπό τον όρο ότι:

 τα ζώα σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο εντός της επικράτειας του κράτους μέλους υπεύθυνου για την εκμετάλλευση,

 όλα τα ζώα άνω της ηλικίας των 18 μηνών που εσφάγησαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που αναφέρονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ τμήμα 3 σημείο 3.2.

ii) εξαίρεση των αμνοεριφίων ηλικίας κάτω των τριών μηνών από τη σφαγή και ολοσχερή καταστροφή χωρίς καθυστέρηση υπό τον όρο ότι σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο όχι αργότερα από την ηλικία των τριών μηνών.

Έως ότου ολοκληρωθεί η θανάτωση και ολοσχερής καταστροφή για ανθρώπινη χρήση όλων των ζώων, τα μέτρα που ορίζονται στο σημείο 2.2.2 στοιχείο α) και στο σημείο 3.4 στοιχείο β) τρίτη και τέταρτη περίπτωση ισχύουν για την εκμετάλλευση για την οποία αποφασίστηκε η επιβολή της επιλογής 1.

Μετά τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή ή σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο όλων των ζώων οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 3 ισχύουν για την εκμετάλλευση όπου έχει αποφασιστεί η εφαρμογή της επιλογής 1.

γ) Επιλογή 2 – θανάτωση και ολοσχερής καταστροφή των επιρρεπών ζώων μόνο

Η γονοτυπική ανάλυση της πρωτεΐνης πριόν για όλα τα προβατοειδή που βρίσκονταν στην εκμετάλλευση μετά τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή, χωρίς καθυστέρηση, όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίζονται από την έρευνα που αναφέρεται στη δεύτερη και Τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο β), με εξαίρεση των:

 κριαριών αναπαραγωγής με γονότυπο ARR/ARR,

 προβατίνων αναπαραγωγής που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ και, σε περίπτωση που οι εν λόγω προβατίνες αναπαραγωγής κυοφορούν την εποχή της έρευνας, των αρνιών που θα γεννηθούν στη συνέχεια, εάν ο γονότυπός τους πληροί τις προϋποθέσεις της παρούσας περίπτωσης,

 προβατοειδών με τουλάχιστο ένα ARR αλληλόμορφο γονίδιο μόνον προκειμένου αργότερα να οδηγηθούν για σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

 εάν το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση αποφασίσει σχετικά, των αμνοεριφίων ηλικίας κάτω των τριών μηνών υπό τον όρο ότι σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο όχι αργότερα από την ηλικία των τριών μηνών. Τα εν λόγω αμνοερίφια εξαιρούνται από τη γονοτυπική ανάλυση.

Τα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών που θανατώνονται για καταστροφή υποβάλλονται σε δοκιμή για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα όπως προβλέπονται στο παράρτημα III κεφάλαιο Α μέρος II σημείο 5, που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Κατά παρέκκλιση από τις συνθήκες που ορίζονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν αντ’ αυτού να εφαρμόσουν τα μέτρα που παρατίθενται στα σημεία i), ii) και iii):

i) αντικατάσταση της θανάτωσης και της ολοσχερούς καταστροφής των ζώων που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2 από τη σφαγή τους για κατανάλωση από τον άνθρωπο, υπό τους όρους ότι:

 τα ζώα σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο εντός της επικράτειας του κράτους μέλους υπεύθυνου για την εκμετάλλευση,

 όλα τα ζώα άνω της ηλικίας των 18 μηνών που εσφάγησαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που αναφέρονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ τμήμα 3 σημείο 3.2.

ii) καθυστέρηση της γονοτυπικής ανάλυσης και μετέπειτα θανάτωσης και ολοσχερούς καταστροφής ή σφαγής για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2 για μία περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες σε περιπτώσεις όπου το κρούσμα-δείκτης έχει επιβεβαιωθεί σε χρόνο κοντά στην περίοδο τοκετού, υπό τον όρο ότι οι προβατίνες, οι αίγες, και τα νεογνά τους κρατούνται απομονωμένα από τα αιγοπρόβατα άλλων εκμεταλλεύσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου,

iii) καθυστέρηση της θανάτωσης και της ολοσχερούς καταστροφής ή της σφαγής για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2 για μια περίοδο τριών ετών κατ’ ανώτατο όριο από την ημερομηνία επιβεβαίωσης του κρούσματος-δείκτη, σε κοπάδια προβατοειδών και εκμεταλλεύσεις όπου τα αιγοπρόβατα συνυπάρχουν. Η εφαρμογή της παρέκκλισης που ορίζεται στην παρούσα παράγραφο περιορίζεται σε περιπτώσεις όπου το κράτος μέλος υπεύθυνο για την εκμετάλλευση θεωρεί ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί η επιδημιολογική κατάσταση χωρίς τη θανάτωση των σχετικών ζώων, χωρίς όμως αυτό να είναι δυνατόν να λάβει χώρα άμεσα λόγω του χαμηλού επιπέδου αντίστασης του πληθυσμού των προβατοειδών της εκμετάλλευσης και λοιπών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού. Τα κριάρια αναπαραγωγής με γονότυπο διαφορετικό του ARR/ARR θανατώνονται ή στειρώνονται χωρίς καθυστέρηση και εφαρμόζονται όλα τα πιθανά μέτρα για την ταχεία δημιουργία γενετικής αντίστασης στον πληθυσμό των προβατοειδών της εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της προγραμματισμένης αναπαραγωγής και θανάτωσης των προβατίνων με σκοπό την αύξηση του αλληλόμορφου ARR και την εξάλειψη του αλληλόμορφου VRQ. Το κράτος μέλος υπεύθυνο για την εκμετάλλευση εξασφαλίζει ότι ο αριθμός των ζώων που προορίζονται για θανάτωση στο τέλος της περιόδου καθυστέρησης δεν είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό αμέσως μετά την επιβεβαίωση του κρούσματος-δείκτη.

Έως ότου ολοκληρωθεί η θανάτωση και ολοσχερής καταστροφή ή σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2, ισχύουν τα ακόλουθα μέτρα για την εκμετάλλευση όπου έχει αποφασιστεί η εφαρμογή της επιλογής 2: σημείο 2.2.2 στοιχείο α), σημείο 3.1, σημείο 3.2 στοιχείο α) και β), σημείο 3,3 και σημείο 3.4 στοιχείο α) πρώτη και δεύτερη περίπτωση, στοιχείο β) πρώτη, τρίτη και τέταρτη περίπτωση, και στοιχείο γ). Ωστόσο, όταν το κράτος μέλος υπεύθυνο για την εκμετάλλευση αποφασίζει να καθυστερήσει τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή ή τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων σύμφωνα με το σημείο iii), αντ’ αυτού ισχύουν τα ακόλουθα μέτρα για την εκμετάλλευση: σημείο 2.2.2 στοιχείο α) και σημεία 4.1 έως 4.6.

Μετά τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή ή σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2, για την εκμετάλλευση όπου έχει αποφασιστεί η εφαρμογή της επιλογής 2 ισχύουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 3:

δ) Επιλογή 3 – ουδεμία υποχρεωτική θανάτωση και ολοσχερής καταστροφή των ζώων

Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην θανατώσει και καταστρέψει ολοσχερώς τα ζώα που εντοπίστηκαν από την έρευνα που αναφέρεται στη δεύτερη και τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο β) όπου πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται σε τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες τέσσερις περιπτώσεις:

 είναι δύσκολο να υπάρξει αντικατάσταση των προβάτων των γονοτύπων που επιτρέπονται σύμφωνα με τα σημεία 3.2 στοιχεία α) και β),

 η συχνότητα του αλληλομόρφου ARR στη φυλή ή την εκμετάλλευση είναι μικρή,

 όπου κριθεί αναγκαίο για να αποφευχθεί η αιμομικτική διασταύρωση,

 το κράτος μέλος το κρίνει αναγκαίο μετά από στάθμιση όλων των επιδημιολογικών παραγόντων.

Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν την προσφυγή στην επιλογή 3 για τη διαχείριση κρουσμάτων κλασικής τρομώδους νόσου κρατούν αρχεία των λόγων και κριτηρίων που δικαιολογούν κάθε μεμονωμένη απόφαση εφαρμογής.

Όταν εντοπιστούν επιπλέον κρούσματα κλασικής τρομώδους νόσου σε εκμετάλλευση όπου εφαρμόζεται η επιλογή 3, το κράτος μέλος αξιολογεί εκ νέου τη συνάφεια των λόγων και των κριτηρίων που δικαιολογούν την απόφαση εφαρμογής της επιλογής 3 στην εν λόγω εκμετάλλευση. Στην περίπτωση που συμπεραίνεται ότι η εφαρμογή της επιλογής 3 δεν διασφαλίζει τον ενδεδειγμένο έλεγχο των κρουσμάτων, το κράτος μέλος οφείλει να αλλάξει τη διαχείριση της εν λόγω εκμετάλλευσης από την επιλογή 3 είτε στην επιλογή 1 είτε στην επιλογή 2, όπως ορίζεται στα σημεία β) και γ).

Ο γονότυπος της πρωτεΐνης πριόν όλων των προβατοειδών, κατ’ ανώτατο όρθιο 50, καθορίζεται εντός περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία επιβεβαίωσης του κρούσματος-δείκτη κλασικής τρομώδους νόσου.

Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 2.2.2 στοιχείο α) και σημείο 4 ισχύουν αμέσως για εκμετάλλευση όπου έχει αποφασιστεί η εφαρμογή της επιλογής 3.

2.2.3. Σε περιπτώσεις όπου επιβεβαιώνεται η ύπαρξη άτυπης τρομώδους νόσου

Σε περίπτωση όπου το κρούσμα ΜΣΕ που έχει επιβεβαιωθεί σε εκμετάλλευση πρόκειται για κρούσμα άτυπης τρομώδους νόσου, η εκμετάλλευση υπόκειται στο ακόλουθο πρωτόκολλο εντατικής παρακολούθησης των ΜΣΕ για περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία ανίχνευσης του τελευταίου κρούσματος άτυπης τρομώδους νόσου: όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών που έχουν πεθάνει ή θανατωθεί στην εκμετάλλευση υποβάλλονται σε έλεγχο για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί κρούσμα ΜΣΕ εκτός της άτυπης τρομώδους νόσου κατά την περίοδο δύο ετών εντατικής επιτήρησης των ΜΣΕ που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο, η εκμετάλλευση υπόκειται στα μέτρα που αναφέρονται στα σημεία 2.2.1 ή 2.2.2.

2.3. Εάν έχει εισαχθεί από άλλη εκμετάλλευση ζώο μολυσμένο με ΜΣΕ:

α) το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει, βάσει του ιστορικού του μολυσμένου ζώου, την εφαρμογή μέτρων εξάλειψης στην εκμετάλλευση καταγωγής επιπλέον ή αντί της εφαρμογής μέτρων εξάλειψης στην εκμετάλλευση στην οποία επιβεβαιώθηκε η μόλυνση·

β) στην περίπτωση που χρησιμοποιείται γη ως κοινός βοσκότοπος πολλών κοπαδιών ή αγελών, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν την εφαρμογή των μέτρων εξάλειψης σε ένα μόνον κοπάδι ή αγέλη, αφού σταθμίσουν όλους τους επιδημιολογικούς παράγοντες·

γ) σε περίπτωση που διατηρούνται περισσότερα από ένα κοπάδια ή αγέλες σε μία εκμετάλλευση, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν την εφαρμογή των μέτρων εξάλειψης στο κοπάδι ή αγέλη όπου επιβεβαιώθηκε το κρούσμα ΜΣΕ, υπό τον όρο ότι έχει εξακριβωθεί ότι τα κοπάδια ή αγέλες ήταν απομονωμένα το ένα από το άλλο και η εξάπλωση της μόλυνσης μεταξύ των κοπαδιών ή αγελών μέσω άμεσης ή έμμεσης επαφής είναι απίθανη.

3. Μετά τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή ή σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο όλων των ζώων που εντοπίστηκαν σε εκμετάλλευση, σύμφωνα με το σημείο 2.2.1, το σημείο 2.2.2 στοιχείο β) ή το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ):

3.1. Η εκμετάλλευση υπόκειται σε πρωτόκολλο εντατικής επιτήρησης των ΜΣΕ, συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων για την παρουσία ΜΣΕ, σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2 για όλα τα ακόλουθα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών, εκτός από προβατοειδή γονότυπου ARR/ARR:

α) ζώα που παρέμεναν σε εκμετάλλευση κατά την περίοδο που επιβεβαιώθηκε το κρούσμα ΜΣΕ, σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ), και τα οποία σφαγιάστηκαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο,

β) ζώα που πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση, τα οποία δεν θανατώθηκαν όμως στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης νόσου.

3.2. Μόνο τα ακόλουθα ζώα εισάγονται στην εκμετάλλευση:

α) αρσενικά προβατοειδή με γονότυπο ARR/ARR·

β) θηλυκά προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστο ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ·

γ) αίγες, υπό τον όρο ότι πραγματοποιήθηκε διεξοδικός καθαρισμός και απολύμανση όλων των χώρων στέγασης των ζώων της εκμετάλλευσης ύστερα από τη μείωση του ζωικού πληθυσμού.

3.3. Μόνον τα ακόλουθα κριάρια αναπαραγωγής και αναπαραγωγικό υλικό προβάτων μπορούν να χρησιμοποιούνται στην εκμετάλλευση:

α) αρσενικά προβατοειδή με γονότυπο ARR/ARR·

β) σπέρμα κριαριών με γονότυπο ARR/ARR·

γ) έμβρυα με τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ.

3.4. Οι μετακινήσεις των ζώων από την εκμετάλλευση επιτρέπονται είτε για σκοπούς καταστροφής, είτε υπόκεινται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) τα ακόλουθα ζώα μπορούν να μετακινηθούν από την εκμετάλλευση για κάθε σκοπό, συμπεριλαμβανομένης της αναπαραγωγής:

 προβατοειδή ARR/ARR,

 προβατίνες με ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ υπό τον όρο ότι μετακινούνται σε άλλες εκμεταλλεύσεις που υπόκεινται σε περιορισμούς ύστερα από την εφαρμογή μέτρων σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) ή το σημείο 2.2.2 στοιχείο δ),

 προβατοειδή, υπό τον όρο ότι μετακινούνται σε άλλες εκμεταλλεύσεις που υπόκεινται σε περιορισμούς ύστερα από την εφαρμογή μέτρων σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) ή το σημείο 2.2.2 στοιχείο δ),

β) τα ακόλουθα ζώα μπορούν να μετακινηθούν από την εκμετάλλευση για απευθείας σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο:

 προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR,

 αιγοειδή,

 εάν το κράτος μέλος αποφασίσει σχετικά, τα αμνοερίφια ηλικίας κάτω των τριών μηνών κατά την ημερομηνία σφαγής,

 όλα τα ζώα όταν το κράτος μέλος αποφασίσει την εφαρμογή των παρεκκλίσεων που ορίζονται στο σημείο 2.2.2 στοιχείο β) περίπτωση i) και στο σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) περίπτωση i),

γ) εάν το κράτος μέλος αποφασίσει σχετικά, τα αμνοερίφια μπορούν να μετακινηθούν σε άλλη εκμετάλλευση που βρίσκεται εντός της επικράτειάς του με μοναδικό σκοπό την πάχυνση πριν από τη σφαγή εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 η εκμετάλλευση προορισμού δεν περιέχει άλλα αιγοπρόβατα από εκείνα που παχύνονται πριν από τη σφαγή,

 στο τέλος της περιόδου πάχυνσης τα αμνοερίφια που προέρχονται από εκμεταλλεύσεις που υπόκεινται στα μέτρα εξάλειψης μεταφέρονται άμεσα σε σφαγείο που βρίσκεται εντός της επικράτειας του ίδιου κράτους μέλους για σφαγή όχι αργότερα από την ηλικία των δώδεκα μηνών.

3.5. Οι περιορισμοί που ορίζονται στα σημεία 3.1 έως 3.4 συνεχίζουν να ισχύουν για την εκμετάλλευση:

α) έως την ημερομηνία που όλα τα προβατοειδή της εκμετάλλευσης έχουν φθάσει σε καθεστώς ARR/ARR, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν αιγοειδή στην εκμετάλλευση, ή

β) για μια περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία που όλα τα μέτρα που αναφέρονται στο σημείο 2.2.1, το σημείο 2.2.2 στοιχείο β) ή το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) έχουν ολοκληρωθεί, υπό τον όρο ότι δεν έχει εντοπιστεί άλλο κρούσμα ΜΣΕ εκτός από άτυπη τρομώδη νόσο κατά την εν λόγω διετή περίοδο. Εάν επιβεβαιωθεί κρούσμα άτυπης τρομώδους νόσου κατά τη διάρκεια της εν λόγω διετούς περιόδου, η εκμετάλλευση υπόκειται και στα μέτρα που αναφέρονται στο σημείο 2.2.3.

4. Εν συνεχεία της απόφασης εφαρμογής της επιλογής 3 που ορίζεται στο σημείο 2.2.2 δ) ή της παρέκκλισης σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) περίπτωση iii), τα ακόλουθα μέτρα ισχύουν άμεσα για την εκμετάλλευση:

4.1. Η εκμετάλλευση υπόκειται σε πρωτόκολλο εντατικής επιτήρησης των ΜΣΕ, συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων για την παρουσία ΜΣΕ, σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2 για όλα τα ακόλουθα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών, εκτός από προβατοειδή γονότυπου ARR/ARR:

α) ζώα που έχουν σφαγιαστεί για κατανάλωση από τον άνθρωπο,

β) ζώα που πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση, τα οποία δεν θανατώθηκαν όμως στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης νόσου.

4.2. Μόνο τα ακόλουθα προβατοειδή εισάγονται στην εκμετάλλευση:

α) αρσενικά προβατοειδή με γονότυπο ARR/ARR·

β) θηλυκά προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστο ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ.

Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από τα σημεία α) και β), ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει την εισαγωγή στην εκμετάλλευση των ζώων που αναφέρονται στα σημεία γ) και δ) όπου η φυλή που εκτρέφεται στην εκμετάλλευση έχει κατηγοριοποιηθεί από το κράτος μέλος ως τοπική φυλή με κίνδυνο απώλειας για τη γεωργία σύμφωνα με το παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1974/2006 ( 32 ) της Επιτροπής, και όπου η συχνότητα του αλληλόμορφου ARR εντός της φυλής είναι χαμηλή:

γ) αρσενικά προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστο ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ·

δ) θηλυκά προβατοειδή που δεν φέρουν κανένα αλληλόμορφο VRQ.

4.3. Μόνον τα ακόλουθα κριάρια αναπαραγωγής και αναπαραγωγικό υλικό προβάτων μπορούν να χρησιμοποιούνται στην εκμετάλλευση:

α) αρσενικά προβατοειδή με γονότυπο ARR/ARR·

β) σπέρμα κριαριών με γονότυπο ARR/ARR·

γ) έμβρυα με τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ.

Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από τα σημεία α), β) και γ), ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει τη χρήση στην εκμετάλλευση των κριαριών αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού προβάτων που αναφέρονται στα σημεία δ), ε) και στ) όπου η φυλή που εκτρέφεται στην εκμετάλλευση έχει κατηγοριοποιηθεί από το κράτος μέλος ως τοπική φυλή με κίνδυνο απώλειας για τη γεωργία σύμφωνα με το παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1974/2006 της Επιτροπής, και όπου η συχνότητα του αλληλόμορφου ARR εντός της φυλής είναι χαμηλή:

δ) αρσενικά προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστο ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ·

ε) σπέρμα από αρσενικά προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστο ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ·

στ) έμβρυα που δεν φέρουν κανένα αλληλόμορφο VRQ.

4.4. Οι μετακινήσεις των ζώων από την εκμετάλλευση επιτρέπονται για σκοπούς καταστροφής, αλλιώς υπόκεινται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) τα κριάρια και οι προβατίνες με γονότυπο ARR/ARR μπορούν να μετακινηθούν από την εκμετάλλευση για κάθε σκοπό, συμπεριλαμβανομένης της αναπαραγωγής, υπό τον όρο ότι μετακινούνται σε άλλη εκμετάλλευση η οποία υπόκειται στην εφαρμογή των μέτρων σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) ή το σημείο 2.2.2 στοιχείο δ),

β) τα ακόλουθα ζώα μπορούν να μετακινηθούν από την εκμετάλλευση για απευθείας σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο:

 είτε προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και, εάν το κράτος μέλος αποφασίσει σχετικά, αμνοερίφια ηλικίας κάτω των τριών μηνών κατά την ημερομηνία σφαγής,

 ή όλα τα ζώα όταν το κράτος μέλος αποφασίσει την εφαρμογή της παρέκκλισης από την επιλογή 2 σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) περίπτωση iii) ή την επιλογή 3 σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο δ).

γ) εάν το κράτος μέλος αποφασίσει σχετικά, τα αμνοερίφια μπορούν να μετακινηθούν σε άλλη εκμετάλλευση που βρίσκεται εντός της επικράτειάς του με μοναδικό σκοπό την πάχυνση πριν από τη σφαγή εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 η εκμετάλλευση προορισμού δεν περιέχει άλλα αιγοπρόβατα από εκείνα που παχύνονται πριν από τη σφαγή,

 στο τέλος της περιόδου πάχυνσης τα αμνοερίφια που προέρχονται από εκμεταλλεύσεις που υπόκεινται στα μέτρα εξάλειψης μεταφέρονται άμεσα σε σφαγείο που βρίσκεται εντός της επικράτειας του ίδιου κράτους μέλους για σφαγή όχι αργότερα από την ηλικία των δώδεκα μηνών.

4.5. Η μετακίνηση του αναπαραγωγικού υλικού από την εκμετάλλευση υπόκειται στους ακόλουθους όρους: το κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι δεν πραγματοποιείται αποστολή σπέρματος, εμβρύου και ωαρίων εκτός της εκμετάλλευσης.

4.6. Η κοινή βοσκή όλων των αιγοπροβάτων στην εκμετάλλευση με αιγοπρόβατα άλλων εκμεταλλεύσεων απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της περιόδου τοκετού.

Εκτός της περιόδου τοκετού, η κοινή βοσκή υπόκειται στους περιορισμούς που καθορίζονται από το κράτος μέλος, έπειτα από στάθμιση όλων των επιδημιολογικών παραγόντων.

4.7. Οι περιορισμοί που ορίζονται στο σημείο 2.2.2 στοιχείο α) και σημεία 4.1 έως 4.6 συνεχίζουν να ισχύουν για μια περίοδο δύο ετών έπειτα από την ανίχνευση του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ εκτός τηα άτυπης τρομώδους νόσου στις εκμεταλλεύσεις όπου έχει εφαρμοστεί η επιλογή 3 σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο δ). Εάν επιβεβαιωθεί κρούσμα άτυπης τρομώδους νόσου κατά τη διάρκεια της εν λόγω διετούς περιόδου, η εκμετάλλευση υπόκειται και στα μέτρα που αναφέρονται στο σημείο 2.2.3.

Σε εκμεταλλεύσεις όπου έχει εφαρμοστεί η παρέκκλιση από την επιλογή 2 σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) περίπτωση iii), ισχύουν οι περιορισμοί που ορίζονται στο σημείο 2.2.2 α) και στα σημεία 4.1 έως 4.6 έως την ολοσχερή καταστροφή ή σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων που επισημάνθηκαν για θανάτωση σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ). Μετά τη θανάτωση ισχύουν οι περιορισμοί που ορίζονται στο σημείο 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Ελάχιστες απαιτήσεις για ενα πρόγραμμα αναπαραγωγής προβατοειδών ανθεκτικών στισ μσε σύμφωνα με το άρθρο 6Α

ΜΕΡΟΣ 1

Γενικές απαιτήσεις

1. Το πρόγραμμα αναπαραγωγής επικεντρώνεται στα κοπάδια με υψηλή γενετική αξία, όπως ορίζεται στο σημείο 3 του παραρτήματος I της απόφασης 2002/1003/ΕΚ της Επιτροπής.

Τα κράτη μέλη, ωστόσο, τα οποία εφαρμόζουν ήδη πρόγραμμα αναπαραγωγής, μπορούν να επιτρέψουν τη δειγματοληψία και τη γονοτυπική ανάλυση κριαριών αναπαραγωγής μόνο σε κοπάδια που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής.

2. Δημιουργείται βάση δεδομένων που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α) την ταυτότητα, τη φυλή και τον αριθμό των ζώων όλων των κοπαδιών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής·

β) την ταυτοποίηση των μεμονωμένων ζώων από τα οποία έγινε δειγματοληψία στο πλαίσιο του προγράμματος αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των κριαριών αναπαραγωγής από τα οποία έγινε δειγματοληψία σε κοπάδια που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής·

γ) τα αποτελέσματα όλων των γονοτυπικών δοκιμών.

3. Καθιερώνεται σύστημα ενιαίας πιστοποίησης σύμφωνα με το οποίο ο γονότυπος κάθε ζώου από το οποίο έγινε δειγματοληψία στο πλαίσιο του προγράμματος αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των κριαριών αναπαραγωγής από τα οποία έγινε δειγματοληψία σε κοπάδια που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής, πιστοποιείται με αναφορά στον μοναδικό αριθμό ταυτοποίησής του.

4. Καθιερώνεται σύστημα ταυτοποίησης των ζώων και των δειγμάτων, της επεξεργασίας των δειγμάτων και της παράδοσης των αποτελεσμάτων με το οποίο ελαχιστοποιείται η πιθανότητα ανθρώπινου λάθους. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος αυτού υπόκειται σε τακτικό τυχαίο έλεγχο.

5. Η γονοτυπική ανάλυση του αίματος ή λοιπών ιστών που συλλέγονται για σκοπούς του προγράμματος αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των κριαριών αναπαραγωγής από τα οποία ελήφθησαν δείγματα σε κοπάδια που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής, λαμβάνει χώρα σε εργαστήρια εγκεκριμένα στο πλαίσιο του προγράμματος αναπαραγωγής.

6. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους μπορεί να συνδράμει τις ενώσεις εκτροφέων με σκοπό τη δημιουργία γενετικών τραπεζών σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων αντιπροσωπευτικών γονοτύπων της πρωτεΐνης πριόν που κινδυνεύουν να εκλείψουν εξαιτίας του προγράμματος αναπαραγωγής.

7. Για κάθε φυλή δημιουργούνται προγράμματα αναπαραγωγής, λαμβανομένων υπόψη:

α) των συχνοτήτων των διαφόρων αλληλομόρφων εντός της φυλής·

β) της σπανιότητας της φυλής·

γ) της αποφυγής της αιμομιξίας ή της γενετικής παρέκκλισης.

ΜΕΡΟΣ 2

Ειδικοί κανόνες για τα κοπάδια που συμμετέχουν στο πρόγραμμα

1. Το πρόγραμμα αναπαραγωγής αποσκοπεί στην αύξηση της συχνότητας του αλληλομόρφου ARR μέσα στο κοπάδι και ταυτόχρονα στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης εκείνων των αλληλομόρφων που έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλουν στην ευπάθεια του κοπαδιού ως προς τις ΜΣΕ.

2. Οι ελάχιστες απαιτήσεις για τη συμμετοχή των κοπαδιών είναι οι εξής:

α) όλα τα ζώα του κοπαδιού για τα οποία πρόκειται να καθοριστεί ο γονότυπος ταυτοποιούνται καθένα ξεχωριστά με ασφαλή τρόπο·

β) είναι υποχρεωτικό να καθορίζεται ο γονότυπος όλων των κριαριών που προορίζονται για αναπαραγωγή εντός του κοπαδιού, προτού αυτά χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτό·

γ) είναι υποχρεωτικό να σφάζεται ή να ευνουχίζεται, εντός έξι μηνών από τον προσδιορισμό του γονοτύπου του, κάθε αρσενικό ζώο που φέρει το αλληλόμορφο VRQ· το ζώο δεν μπορεί να εγκαταλείψει την εκμετάλλευση εκτός εάν προορίζεται για σφαγή·

δ) τα θηλυκά ζώα για τα οποία είναι γνωστό ότι φέρουν αλληλόμορφο VRQ απαγορεύεται να απομακρυνθούν από την εκμετάλλευση, εκτός εάν προορίζονται για σφαγή·

ε) απαγορεύεται η χρησιμοποίηση αρσενικών ζώων, συμπεριλαμβανομένων των δωρητών σπέρματος για τεχνητή γονιμοποίηση, για την αναπαραγωγή του κοπαδιού, εκτός από αυτά που έχουν πιστοποιηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να χορηγήσουν παρεκκλίσεις από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο σημείο 2 στοιχεία γ) και δ) για σκοπούς προστασίας των φυλών και των χαρακτηριστικών παραγωγής.

4. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με οποιαδήποτε παρέκκλιση που χορηγήθηκε δυνάμει του σημείου 3 καθώς και σχετικά με τα κριτήρια που εφαρμόσθηκαν για το σκοπό αυτό.

ΜΕΡΟΣ 3

Ειδικοί κανόνες για τα κριάρια αναπαραγωγής από τα οποία λαμβάνονται δείγματα σε κοπάδια που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής

1. Τα κριάρια από τα οποία πρόκειται να ληφθούν δείγματα ταυτοποιούνται καθένα ξεχωριστά με ασφαλή τρόπο.

2. Οποιοδήποτε κριάρι αποδειχθεί φορέας του αλληλομόρφου VRQ δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την εκμετάλλευση παρά μόνο για σφαγή.

ΜΕΡΟΣ 4

Πλαίσιο για την αναγνώριση του καθεστώτος κοπαδιών προβατοειδών ανθεκτικών στις ΜΣΕ

1. Το πλαίσιο για την αναγνώριση του καθεστώτος κοπαδιών προβατοειδών ανθεκτικών στις ΜΣΕ αναγνωρίζει το καθεστώς κοπαδιών προβατοειδών ανθεκτικών στις ΜΣΕ τα οποία, ως αποτέλεσμα της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 6α, πληρούν τα απαιτούμενα κριτήρια του προγράμματος.

Η εν λόγω αναγνώριση χορηγείται σε δύο τουλάχιστον επίπεδα:

α) τα κοπάδια του επιπέδου Ι είναι τα κοπάδια που αποτελούνται αποκλειστικά από προβατοειδή με γονότυπο ARR/ARR·

β) τα κοπάδια του επιπέδου ΙΙ είναι κοπάδια των οποίων οι απόγονοι προέρχονται αποκλειστικά από κριάρια με γονότυπο ARR/ARR.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να χορηγήσουν αναγνώριση σε περισσότερα επίπεδα για τη συμμόρφωση με εθνικές απαιτήσεις.

2. Η τακτική τυχαία δειγματοληψία προβατοειδών από κοπάδια που είναι ανθεκτικά στις ΜΣΕ διεξάγεται:

α) στην εκμετάλλευση ή στο σφαγείο για την επαλήθευση του γονοτύπου·

β) στην περίπτωση κοπαδιών του επιπέδου Ι, στα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών στο σφαγείο, για δοκιμές ΜΣΕ, σύμφωνα με το παράρτημα III.

ΜΕΡΟΣ 5

Εκθέσεις που υποβάλλουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή

Τα κράτη μέλη που καταρτίζουν προγράμματα αναπαραγωγής προβατοειδών ανθεκτικών στις ΜΣΕ:

1. ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις απαιτήσεις τέτοιων προγραμμάτων·

2. υποβάλλουν στην Επιτροπή ετήσια έκθεση προόδου.

Η έκθεση για κάθε ημερολογιακό έτος υποβάλλεται το αργότερο στις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙΙΙ

ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΗ

▼M50

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Προϋποθέσεις για το ενδοενωσιακό εμπόριο ζώντων ζώων, σπέρματος και εμβρύων

ΤΜΗΜΑ A

Όροι που ισχύουν για τα αιγοπρόβατα, το σπέρμα και τα έμβρυά τους

1.   Εκμεταλλεύσεις με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου και ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου:

1.1. Τα κράτη μέλη μπορούν να καταρτίσουν ή να επιβλέπουν επίσημα μέτρα για την αναγνώριση των εκμεταλλεύσεων με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου και εκμεταλλεύσεων με ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου.

Σε αυτή την περίπτωση, διατηρούν κατάλογο με τις εκμεταλλεύσεις αιγοπροβάτων με αμελητέο κίνδυνο και τις εκμεταλλεύσεις με ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου.

1.2. Εκμετάλλευση προβατοειδών με καθεστώς ανθεκτικότητας στις ΜΣΕ επιπέδου Ι, σύμφωνα με το παράρτημα VII κεφάλαιο Γ μέρος 4 σημείο 1 στοιχείο α), και όπου δεν έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου για τουλάχιστον επτά έτη, μπορεί να αναγνωριστεί ως εκμετάλλευση με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου.

Εκμετάλλευση προβατοειδών, αιγών ή αιγοπροβάτων μπορεί επίσης να αναγνωριστούν ως εκμετάλλευση με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου υπό τον όρο ότι συμμορφώνεται με τις ακόλουθες προϋποθέσεις για τουλάχιστον επτά έτη:

α) τα αιγοπρόβατα είναι μονίμως αναγνωρίσιμα και κρατούνται αρχεία προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους·

β) κρατούνται αρχεία των μετακινήσεων αιγοπροβάτων εντός και εκτός της εκμετάλλευσης·

γ) επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο των ακόλουθων αιγοπροβάτων:

i) αιγοπρόβατα από εκμεταλλεύσεις με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου·

ii) αιγοπρόβατα από εκμεταλλεύσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα σημεία από α) έως η) για τουλάχιστον επτά έτη ή για τουλάχιστον την ίδια χρονική περίοδο με την εκμετάλλευση όπου πρόκειται να εισαχθούν·

iii) προβατοειδή με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR.

δ) Οι έλεγχοι πρέπει να λαμβάνουν χώρα τουλάχιστον ετησίως από την 1η Ιανουαρίου 2014·

ε) δεν έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου·

στ) όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας 18 μηνών και άνω που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ελέγχονται από επίσημο κτηνίατρο και όλα όσα εμφανίζουν σημάδια εξασθένησης, νευρολογικά σημάδια ή έχουν σταλεί για επείγουσα σφαγή υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2013, όλα τα αιγοπρόβατα που αναφέρονται στο παράρτημα III κεφάλαιο Α μέρος II σημείο 3 ηλικίας άνω των 18 μηνών και τα οποία έχουν πεθάνει ή θανατωθεί για λόγους άλλους από τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Από την 1η Ιανουαρίου 2014, όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών τα οποία έχουν πεθάνει ή θανατωθεί για λόγους άλλους από τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Κατά παρέκκλιση από τους όρους της δεύτερης και τρίτης παραγράφου του σημείου στ), τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν την εφαρμογή των όρων της πρώτης παραγράφου του σημείου στ) σε αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών χωρίς εμπορική αξία που θανατώνονται στο τέλος της παραγωγικής τους ζωής αντί να σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

Επιπλέον των όρων που καθορίζονται στα σημεία α) έως στ), πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση με τους ακόλουθους όρους από την 1η Ιανουαρίου 2014:

▼M51

ζ) επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο των ακόλουθων εμβρύων/ωαρίων αιγοπροβάτων:

i) έμβρυα/ωάρια από ζώα-δότες τα οποία παραμένουν από τη γέννησή τους σε κράτος μέλος με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου ή σε εκμετάλλευση με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή τα οποία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

 είναι μονίμως αναγνωρίσιμα προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους·

 παραμένουν από τη γέννησή τους σε εκμεταλλεύσεις όπου δεν έχουν επιβεβαιωθεί κρούσματα κλασικής τρομώδους νόσου κατά την παραμονή τους·

 δεν εμφανίζουν κανένα κλινικό σημείο κλασικής τρομώδους νόσου κατά τον χρόνο συλλογής εμβρύων/ωαρίων·

ii) έμβρυα/ωάρια προβατοειδών που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR.

▼M50

η) επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο του ακόλουθου σπέρματος αιγοπροβάτων:

i) σπέρμα από ζώα-δότες τα οποία παραμένουν από τη γέννησή τους σε κράτος μέλος με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή σε εκμετάλλευση με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή τα οποία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

 είναι μονίμως αναγνωρίσιμα προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους·

 δεν εμφανίζουν κανένα κλινικό σημείο κλασικής τρομώδους νόσου κατά τον χρόνο συλλογής σπέρματος·

ii) σπέρμα αιγών από κριάρι με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR·

(a) τα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση δεν έχουν ουδεμία άμεση ή έμμεση επαφή, συμπεριλαμβανομένων των κοινών βοσκοτόπων, με αιγοπρόβατα εκμετάλλευσης κατώτερου υγειονομικού χαρακτηρισμού.

1.3. Μια εκμετάλλευση αιγών ή/και προβατοειδών αναγνωρίζεται ως ελεγχόμενου κινδύνου κλασικής τρομώδους νόσου υπό τον όρο ότι συμμορφώνεται με τους ακόλουθους όρους για μία περίοδο τουλάχιστον τριών ετών:

α) τα αιγοπρόβατα είναι μονίμως αναγνωρίσιμα και κρατούνται αρχεία προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους·

β) κρατούνται αρχεία των μετακινήσεων αιγοπροβάτων εντός και εκτός της εκμετάλλευσης·

γ) επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο των ακόλουθων αιγοπροβάτων:

i) αιγοπρόβατα από εκμεταλλεύσεις με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου·

ii) αιγοπρόβατα από εκμεταλλεύσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα σημεία από α) έως η) για τουλάχιστον τρία έτη ή για τουλάχιστον την ίδια χρονική περίοδο με την εκμετάλλευση όπου πρόκειται να εισαχθούν·

iii) προβατοειδή με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR.

δ) η εκμετάλλευση υπόκειται σε τακτικούς ελέγχους από επίσημο κτηνίατρο ή από κτηνίατρο εξουσιοδοτημένο για τον σκοπό αυτόν από την αρμόδια αρχή προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τους όρους που ορίζονται στα σημεία α) έως η). Οι έλεγχοι πρέπει να λαμβάνουν χώρα τουλάχιστον ετησίως από την 1η Ιανουαρίου 2014·

ε) δεν έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου·

στ) όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας 18 μηνών και άνω που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ελέγχονται από επίσημο κτηνίατρο και όλα όσα εμφανίζουν σημάδια εξασθένησης, νευρολογικά σημάδια ή έχουν σταλεί για επείγουσα σφαγή υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2013, όλα τα αιγοπρόβατα που αναφέρονται στο παράρτημα III κεφάλαιο Α μέρος II σημείο 3 ηλικίας άνω των 18 μηνών και τα οποία έχουν πεθάνει ή θανατωθεί για λόγους άλλους από τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Από την 1η Ιανουαρίου 2014, όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών τα οποία έχουν πεθάνει ή θανατωθεί για λόγους άλλους από τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Κατά παρέκκλιση από τους όρους της δεύτερης και τρίτης παραγράφου του σημείου στ), τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν την εφαρμογή των όρων της πρώτης παραγράφου του σημείου στ) σε αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών χωρίς εμπορική αξία που θανατώνονται στο τέλος της παραγωγικής τους ζωής αντί να σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

Επιπλέον των όρων που καθορίζονται στα σημεία α) έως στ), πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση με τους ακόλουθους όρους από την 1η Ιανουαρίου 2014:

▼M51

ζ) επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο των ακόλουθων εμβρύων/ωαρίων αιγοπροβάτων:

i) έμβρυα/ωάρια από ζώα-δότες τα οποία παραμένουν από τη γέννησή τους σε κράτος μέλος με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου ή σε εκμετάλλευση με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή τα οποία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

 είναι μονίμως αναγνωρίσιμα προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους,

 παραμένουν από τη γέννησή τους σε εκμεταλλεύσεις όπου δεν έχουν επιβεβαιωθεί κρούσματα κλασικής τρομώδους νόσου κατά την παραμονή τους,

 δεν εμφανίζουν κανένα κλινικό σημείο κλασικής τρομώδους νόσου κατά τον χρόνο συλλογής εμβρύων/ωαρίων·

ii) έμβρυα/ωάρια προβατοειδών που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR.

▼M50

η) επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο του ακόλουθου σπέρματος αιγοπροβάτων:

i) σπέρμα από ζώα-δότες τα οποία παραμένουν από τη γέννησή τους σε κράτος μέλος με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή σε εκμετάλλευση με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή τα οποία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

 είναι μονίμως αναγνωρίσιμα προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους·

 δεν εμφανίζουν κανένα κλινικό σημείο κλασικής τρομώδους νόσου κατά τον χρόνο συλλογής σπέρματος·

ii) σπέρμα αιγών από κριάρι με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR·

θ) τα αιγοπρόβατα της εκμετάλλευσης δεν έχουν ουδεμία άμεση ή έμμεση επαφή, συμπεριλαμβανομένων των κοινών βοσκοτόπων, με αιγοπρόβατα εκμετάλλευσης κατώτερου υγειονομικού χαρακτηρισμού.

1.4. Εάν επιβεβαιωθεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου σε εκμετάλλευση αμελητέου ή ελεγχόμενου κινδύνου κλασικής τρομώδους νόσου, ή σε εκμετάλλευση για την οποία έχει τεκμηριωθεί επιδημιολογική σύνδεση με εκμετάλλευση αμελητέου ή ελεγχόμενου κινδύνου κλασικής τρομώδους νόσου ως αποτέλεσμα έρευνας που αναφέρεται στο μέρος 1 του κεφαλαίου Β του παραρτήματος VII, η εκμετάλλευση αμελητέου ή ελεγχόμενου κινδύνου κλασικής τρομώδους νόσου διαγράφεται αμέσως από τον κατάλογο που αναφέρεται στο σημείο 1.1.

Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως τα λοιπά κράτη μέλη τα οποία έχουν εισάγει αιγοπρόβατα από ή σπέρμα ή έμβρυα που συνελέγησαν από αιγοπρόβατα τα οποία παρέμεναν στην εν λόγω εκμετάλλευση κατά τα τελευταία επτά έτη σε περίπτωση εκμετάλλευσης αμελητέου κινδύνου ή κατά τα τελευταία τρία έτη σε περίπτωση εκμετάλλευσης ελεγχόμενου κινδύνου.

2.   Κράτη μέλη ή ζώνες κρατών μελών με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου

2.1. Σε περιπτώσεις όπου ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι η επικράτειά του ή τμήμα αυτής συνιστά αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, υποβάλλει στην Επιτροπή τη δέουσα τεκμηρίωση, διευκρινίζοντας κυρίως ότι:

α) έχει λάβει χώρα αξιολόγηση κινδύνου και κατέδειξε ότι έχουν ληφθεί και ισχύουν επί επαρκές χρονικό διάστημα τα δέοντα μέτρα για τη διαχείριση κάθε ενδεχομένως εντοπιζόμενου κινδύνου. Η εν λόγω αξιολόγηση κινδύνου εντοπίζει όλους τους δυνητικούς παράγοντες εκδήλωσης της κλασικής τρομώδους νόσου καθώς και την ιστορική τους προοπτική, ιδίως:

i) την εισαγωγή ή την είσοδο αιγοπροβάτων ή του σπέρματός τους και των εμβρύων τους που είναι δυνητικά μολυσμένα με την κλασική τρομώδη νόσο·

ii) την έκταση των γνώσεων για τη δομή του πληθυσμού και τις κτηνοτροφικές πρακτικές των αιγοπροβάτων·

iii) τις πρακτικές σίτισης, συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης κρεαταλεύρων και οστεαλεύρων ή ινωδών καταλοίπων ξιγκιών μηρυκαστικών·

iv) εισαγωγή γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων αιγοπροβάτων με σκοπό τη χρήση στη διατροφή αιγοπροβάτων·

β) για μία περίοδο τουλάχιστον επτά ετών, έχουν ελεγχθεί τα αιγοπρόβατα που εμφανίζουν κλινικά σημεία αντίστοιχα της κλασικής τρομώδους νόσου,

γ) για περίοδο τουλάχιστον επτά ετών, ικανός αριθμός αιγοπροβάτων ηλικίας άνω των 18 μηνών, αντιπροσωπευτικός των ζώων που θανατώθηκαν ή βρέθηκαν νεκρά στην εκμετάλλευση, υπόκεινται σε ετήσιο έλεγχο προκειμένου να παρασχεθεί ποσοστό εμπιστοσύνης 95 τοις εκατό όσον αφορά τον εντοπισμό της κλασικής τρομώδους νόσου εάν εμφανιστεί στον εν λόγω πληθυσμό σε ποσοστό εμφάνισης που υπερβαίνει το 0,1 τοις εκατό, και δεν έχει αναφερθεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου κατά την εν λόγω περίοδο·

δ) έχει απαγορευτεί και επιβληθεί η απαγόρευση σε ολόκληρο το κράτος μέλος για περίοδο επτά ετών τουλάχιστον η σίτιση αιγοπροβάτων με κρεατάλευρα και οστεάλευρα και ινώδη κατάλοιπα ξιγκιών από μηρυκαστικά·

ε) οι εισαγωγές αιγοπροβάτων, του σπέρματός τους και των εμβρύων τους από άλλα κράτη μέλη λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με το σημείο 4.1 στοιχείο β) ή το σημείο 4.2·

στ) οι εισαγωγές αιγοπροβάτων του σπέρματός τους και των εμβρύων τους από τρίτες χώρες λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με το κεφάλαιο Ε ή το κεφάλαιο Η του παραρτήματος IX.

2.2. Ο χαρακτηρισμός ως αμελητέου κινδύνου κλασικής τρομώδους νόσου για το κράτος μέλος ή για ζώνη του κράτους μέλους εγκρίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Το κράτος μέλος οφείλει να ενημερώσει την Επιτροπή για οποιαδήποτε αλλαγή στις πληροφορίες που υποβάλλει σύμφωνα με το σημείο 2.1 σχετικά με τη νόσο.

Βάσει των κοινοποιούμενων πληροφοριών, ο χαρακτηρισμός ως αμελητέου κινδύνου σύμφωνα με το σημείο 2.2 μπορεί να αποσυρθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

▼M51

2.3. Τα κράτη μέλη ή ζώνες κρατών μελών με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου είναι τα εξής:

 Αυστρία.

▼M50

3.   Εθνικό πρόγραμμα ελέγχου για την κλασική τρομώδη νόσο:

3.1. ένα κράτος μέλος το οποίο διαθέτει πρόγραμμα ελέγχου για την κλασική τρομώδη νόσο που καλύπτει όλη του την επικράτεια:

α) μπορεί να το υποβάλει στην Επιτροπή, αναφέροντας ιδίως:

 την κατάσταση σχετικά με την κλασική τρομώδη νόσο στο κράτος μέλος·

 την αιτιολόγηση του εθνικού προγράμματος ελέγχου, ανάλογα με τη διάδοση της νόσου και τον λόγο κόστους/οφέλους·

 τους διαφόρους χαρακτηρισμούς που ισχύουν για τις εκμεταλλεύσεις και τα πρότυπα που πρέπει να επιτυγχάνονται για κάθε κατηγορία,

 τις διαδικασίες που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τις δοκιμές,

 τις διαδικασίες παρακολούθησης του εθνικού προγράμματος ελέγχου·

 τις συνέπειες της απώλειας του χαρακτηρισμού της εκμετάλλευσης, για οιονδήποτε λόγο,

 τα ληπτέα μέτρα σε περίπτωση θετικών αποτελεσμάτων κατά τους ελέγχους που διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού προγράμματος ελέγχου·

β) το πρόγραμμα που αναφέρεται στο σημείο α) μπορεί να εγκρίνεται εφόσον συμμορφώνεται με τα κριτήρια που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο και με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2· τροποποιήσεις ή προσθήκες στα προγράμματα που υποβάλλουν τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

▼M51

3.2. Εγκρίνονται τα εθνικά προγράμματα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου των ακόλουθων κρατών μελών:

 Δανία,

 Φινλανδία,

 Σουηδία.

▼M50

4.   Ενδοενωσιακό εμπόριο αιγοπροβάτων, του σπέρματός τους και των εμβρύων τους

Ισχύουν οι ακόλουθοι όροι:

4.1. στην περίπτωση των αιγοπροβάτων:

α) τα αιγοπρόβατα αναπαραγωγής που προορίζονται για κράτη μέλη άλλα εκτός αυτών με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου ή με εγκεκριμένο εθνικό πρόγραμμα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου πρέπει:

i) να προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου· ωστόσο, τα αιγοπρόβατα αναπαραγωγής που προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο σημείο 1.3 έως στ) για περίοδο τουλάχιστον τριών ετών μπορούν να διατίθενται στο ενδοενωσιακό εμπόριο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, ή

ii) να προέρχονται από κράτος μέλος ή ζώνη κράτους μέλους με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή

iii) στην περίπτωση προβατοειδών, να διαθέτουν τον γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR, υπό τον όρο ότι δεν προέρχονται από εκμετάλλευση που υπόκειται στους περιορισμούς που ορίζονται στο παράρτημα VII κεφάλαιο Β σημεία 3 και 4.

β) αιγοπρόβατα για κάθε χρήση εκτός από άμεση σφαγή που προορίζονται για τα κράτη μέλη με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου ή με εγκεκριμένο εθνικό πρόγραμμα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου πρέπει:

i) να προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου· ωστόσο, τα αιγοπρόβατα που προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που έχουν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο σημείο 1.2 έως θ) για περίοδο τουλάχιστον επτά ετών μπορούν να διατίθενται στο ενδοενωσιακό εμπόριο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, ή

ii) να προέρχονται από κράτος μέλος ή ζώνη κράτους μέλους με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή

iii) στην περίπτωση προβατοειδών, να διαθέτουν τον γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR, υπό τον όρο ότι δεν προέρχονται από εκμετάλλευση που υπόκειται στους περιορισμούς που ορίζονται στο παράρτημα VII κεφάλαιο Β σημεία 3 και 4.

4.2. Το σπέρμα και τα έμβρυα αιγοπροβάτων πρέπει:

α) να συλλέγεται από ζώα τα οποία παρέμειναν συνεχώς από τη γέννησή τους σε εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή

β) να συλλέγονται από ζώα τα οποία παρέμεναν συνεχώς για τα τελευταία τρία έτη πριν τη συλλογή σε εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που συμμορφώνονταν με όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο τμήμα 1, σημείο 1.3 έως στ) για τρία έτη, ή

γ) να συλλέγεται από ζώα τα οποία παρέμειναν συνεχώς από τη γέννησή τους σε χώρα ή ζώνη χώρας με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή ή

δ) στην περίπτωση σπέρματος προβατοειδών, να συλλέγεται από αρσενικά ζώα με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR, ή

▼M51

ε) στην περίπτωση εμβρύων προβατοειδών, να φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR.

▼M50

ΤΜΗΜΑ B

Όροι που ισχύουν για τα βοοειδή

Το Ηνωμένο Βασίλειο εξασφαλίζει ότι τα βοοειδή που έχουν γεννηθεί ή εκτραφεί στο έδαφός του πριν από την 1η Αυγούστου 1996 δεν αποστέλλονται από το έδαφός του σε άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες.

▼B

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Προϋποθέσεις για τους απογόνους ζώων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ή επιβεβαιωμένη μόλυνση με ΜΣΕ, κατά το άρθρο 15 παράγραφος 2

Απαγορεύεται να διατίθενται στην αγορά τα ζώα τα οποία γεννήθηκαν τελευταία από θηλυκά βοοειδή προσβεβλημένα από ΜΣΕ ή από αιγοπρόβατα και χοιροειδή στα οποία έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα ΜΣΕ κατά τα δύο έτη που προηγούνται ή κατά την περίοδο που ακολουθεί την εμφάνιση των πρώτων κλινικών σημείων της νόσου.

▼M31

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Προϋποθέσεις για το ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων προϊόντων ζωικής προέλευσης

ΤΜΗΜΑ Α

Προϊόντα

Τα κατωτέρω προϊόντα ζωικής προέλευσης εξαιρούνται από την απαγόρευση του άρθρου 16 παράγραφος 3, εφόσον προέρχονται από βοοειδή και αιγοπρόβατα που πληρούν τις απαιτήσεις του τμήματος Β:

 νωπό κρέας

 κιμάς

 παρασκευάσματα κρέατος

 προϊόντα με βάση το κρέας.

ΤΜΗΜΑ Β

Απαιτήσεις

Οι υπηρεσίες που αναφέρονται στο κεφάλαιο Α πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχονται τα προϊόντα ζωικής προέλευσης δεν έχουν καταναλώσει κρεατάλευρα και οστεάλευρα ούτε ινώδη κατάλοιπα ξιγγιών προερχόμενων από μηρυκαστικά και έχουν υποβληθεί σε έλεγχο προ σφαγής και μετά τη σφαγή·

β) τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχονται τα προϊόντα ζωικής προέλευσης δεν εσφάγησαν ύστερα από αναισθητοποίηση με έγχυση αερίου στην κρανιακή κοιλότητα ούτε έχουν θανατωθεί με την ίδια μέθοδο ούτε έχουν σφαγεί με τεμαχισμό ύστερα από αναισθητοποίηση του κεντρικού νευρικού ιστού διά της εισαγωγής επιμήκους ραβδοειδούς οργάνου στην κρανιακή κοιλότητα·

γ) τα προϊόντα ζωικής προέλευσης από βοοειδή και αιγοπρόβατα δεν προέρχονται από:

i) ειδικά υλικά κινδύνου, όπως ορίζονται στο παράρτημα V,

ii) νευρικούς και λεμφικούς ιστούς που ήταν εκτεθειμένοι στη διάρκεια της διαδικασίας αποστέωσης, και

iii) μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας που έχει παραχθεί από οστά βοοειδών ή αιγοπροβάτων.

▼B

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

Προϋποθέσεις για τις εξαγωγές

Τα ζώντα βοοειδή και τα εξ αυτών προερχόμενα προϊόντα ζωικής προέλευσης υπόκεινται —για τις εξαγωγές τους προς τρίτες χώρες— στους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό για το ενδοκοινοτικό εμπόριο.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΧ

ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΖΩΝΤΩΝ ΖΩΩΝ, ΕΜΒΡΥΩΝ, ΩΑΡΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΖΩΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

▼M31 —————

▼M31

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Εισαγωγές βοοειδών

ΤΜΗΜΑ Α

Εισαγωγές από μια χώρα ή μια περιοχή με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ

Οι εισαγωγές βοοειδών από χώρα ή περιοχή με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ εξαρτώνται από την προσκόμιση πιστοποιητικού υγείας των ζώων με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

α) τα ζώα γεννήθηκαν και εκτράφηκαν αποκλειστικά σε μια χώρα ή περιοχή που έχει ταξινομηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, ως χώρα ή περιοχή με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ·

β) τα ζώα αναγνωρίζονται μέσω συστήματος μόνιμης αναγνώρισης το οποίο επιτρέπει τον καθορισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους και δεν πρόκειται για εκτεθειμένα σε κίνδυνο βοοειδή σύμφωνα με το κεφάλαιο Γ μέρος Ι σημείο 4 στοιχείο β) iv) του παραρτήματος ΙΙ, και

γ) εάν στη συγκεκριμένη χώρα υπήρξαν αυτόχθονα κρούσματα ΣΕΒ, τα ζώα έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόστηκε στην πράξη η απαγόρευση χορήγησης κρεαταλεύρων, οστεαλεύρων και ινωδών καταλοίπων ξιγγιών προερχομένων από μηρυκαστικά, ή έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία γέννησης του τελευταίου αυτόχθονου κρούσματος ΣΕΒ εάν γεννήθηκαν μετά την ημερομηνία πρακτικής εφαρμογής της απαγόρευσης.

ΤΜΗΜΑ Β

Εισαγωγές από μια χώρα ή μια περιοχή με ελεγχόμενο κίνδυνο ΣΕΒ

Οι εισαγωγές βοοειδών από χώρα ή περιοχή με ελεγχόμενο κίνδυνο ΣΕΒ εξαρτώνται από την προσκόμιση πιστοποιητικού υγείας των ζώων με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

α) η χώρα ή η περιοχή έχει ταξινομηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, ως χώρα ή περιοχή με ελεγχόμενο κίνδυνο ΣΕΒ·

β) τα ζώα αναγνωρίζονται μέσω συστήματος μόνιμης αναγνώρισης το οποίο επιτρέπει τον καθορισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους και δεν πρόκειται για εκτεθειμένα σε κίνδυνο βοοειδή σύμφωνα με το κεφάλαιο Γ μέρος ΙΙ σημείο 4 στοιχείο β) iv) του παραρτήματος ΙΙ·

γ) τα ζώα έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόστηκε στην πράξη η απαγόρευση χορήγησης κρεαταλεύρων, οστεαλεύρων και ινωδών καταλοίπων ξιγγιών προερχομένων από μηρυκαστικά, ή έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία γέννησης του τελευταίου αυτόχθονου κρούσματος ΣΕΒ εάν γεννήθηκαν μετά την ημερομηνία πρακτικής εφαρμογής της απαγόρευσης.

ΤΜΗΜΑ Γ

Εισαγωγές από μια χώρα ή μια περιοχή με απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ

Οι εισαγωγές βοοειδών από χώρα ή περιοχή με απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ εξαρτώνται από την προσκόμιση πιστοποιητικού υγείας των ζώων με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

α) η χώρα ή η περιοχή δεν έχει ταξινομηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, ή έχει ταξινομηθεί ως χώρα ή περιοχή με απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ·

β) τα ζώα αναγνωρίζονται μέσω συστήματος μόνιμης αναγνώρισης το οποίο επιτρέπει τον καθορισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους και δεν πρόκειται για εκτεθειμένα σε κίνδυνο βοοειδή σύμφωνα με το κεφάλαιο Γ μέρος ΙΙ σημείο 4 στοιχείο β) iv) του παραρτήματος ΙΙ·

γ) τα ζώα έχουν γεννηθεί τουλάχιστον δύο έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόστηκε στην πράξη η απαγόρευση χορήγησης κρεαταλεύρων, οστεαλεύρων και ινωδών καταλοίπων ξιγγιών προερχομένων από μηρυκαστικά, ή έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία γέννησης του τελευταίου αυτόχθονου κρούσματος ΣΕΒ εάν γεννήθηκαν μετά την ημερομηνία πρακτικής εφαρμογής της απαγόρευσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Εισαγωγές προϊόντων ζωικής προέλευσης από βοοειδή ή αιγοπρόβατα

▼M50

ΤΜΗΜΑ Α

Προϊόντα

Τα ακόλουθα προϊόντα προέλευσης βοοειδών και αιγοπροβάτων, όπως ορίζονται στα σημεία 1.10, 1.13, 1.15, 7.1, 7.5, 7.6, 7.7, 7.8 και 7.9 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου υπόκεινται στους όρους των τμημάτων Β, Γ ή Δ του παρόντος κεφαλαίου ανάλογα με την κατηγορία κινδύνου για ΣΕΒ της χώρας καταγωγής:

 νωπό κρέας,

 κιμάς,

 παρασκευάσματα κρέατος,

 προϊόντα με βάση το κρέας,

 τετηγμένο ζωικό λίπος,

 ξίγκια,

 ζελατίνη και κολλαγόνο από υλικά εκτός των δερμάτων,

 επεξεργασμένα εντόσθια.

▼M31

ΤΜΗΜΑ Β

Εισαγωγές από μια χώρα ή μια περιοχή με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ

Οι εισαγωγές βοοειδών και αιγοπροβάτων που αναφέρονται στο τμήμα Α από μια χώρα ή μια περιφέρεια με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ εξαρτώνται από την προσκόμιση πιστοποιητικού υγείας των ζώων με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

α) η χώρα ή η περιοχή έχει ταξινομηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, ως χώρα ή περιοχή με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ·

β) τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχονται τα προϊόντα ζωικής προέλευσης έχουν γεννηθεί, εκτραφεί συνεχώς και σφαγεί στη χώρα με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ και έχουν υποβληθεί σε έλεγχο προ σφαγής και μετά τη σφαγή·

γ) εάν στη χώρα ή στην περιοχή έχουν σημειωθεί αυτόχθονα κρούσματα ΣΕΒ:

i) τα ζώα έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόστηκε στην πράξη η απαγόρευση χορήγησης στα μηρυκαστικά κρεαταλεύρων, οστεαλεύρων και ινωδών καταλοίπων ξιγγιών προερχομένων από μηρυκαστικά, ή

ii) τα προϊόντα ζωικής προέλευσης από βοοειδή και αιγοπρόβατα δεν περιέχουν ούτε προέρχονται από ειδικά υλικά κινδύνου, όπως αυτά ορίζονται στο παράρτημα V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, ή μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας που προέρχεται από οστά βοοειδών ή αιγοπροβάτων·

ΤΜΗΜΑ Γ

Εισαγωγές από μια χώρα ή μια περιοχή με ελεγχόμενο κίνδυνο ΣΕΒ

1. Οι εισαγωγές βοοειδών και αιγοπροβάτων που αναφέρονται στο τμήμα Α από μια χώρα ή μια περιφέρεια με ελεγχόμενο κίνδυνο ΣΕΒ εξαρτώνται από την προσκόμιση πιστοποιητικού υγείας των ζώων με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

α) η χώρα ή η περιοχή έχει ταξινομηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, ως χώρα ή περιοχή με ελεγχόμενο κίνδυνο ΣΕΒ·

β) τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχονται τα προϊόντα ζωικής προέλευσης έχουν υποβληθεί σε έλεγχο προ σφαγής και μετά τη σφαγή·

γ) τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχονται τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για εξαγωγές δεν εσφάγησαν ύστερα από αναισθητοποίηση με έγχυση αερίου στην κρανιακή κοιλότητα ούτε έχουν θανατωθεί με την ίδια μέθοδο ούτε έχουν σφαγεί με τεμαχισμό ύστερα από αναισθητοποίηση του κεντρικού νευρικού ιστού διά της εισαγωγής επιμήκους ραβδοειδούς οργάνου στην κρανιακή κοιλότητα·

δ) τα προϊόντα ζωικής προέλευσης από βοοειδή και αιγοπρόβατα δεν περιέχουν ούτε προέρχονται από ειδικά υλικά κινδύνου, όπως αυτά ορίζονται στο παράρτημα V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, ή μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας που προέρχεται από οστά βοοειδών ή αιγοπροβάτων.

2. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1 στοιχείο δ), σφάγια, ημιμόρια σφαγίων ή ημιμόρια σφαγίων που τεμαχίζονται σε όχι περισσότερα από τρία τεμάχια, και τεταρτημόρια που δεν περιλαμβάνουν άλλα ειδικά υλικά κινδύνου εκτός από τη σπονδυλική στήλη, συμπεριλαμβανομένων και των γαγγλίων της ραχιαίας ρίζας, μπορούν να εισάγονται.

3. Όταν δεν απαιτείται η αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης, τα σφάγια ή τα κομμάτια σφαγίων των βοοειδών που περιέχουν μέρος της σπονδυλικής στήλης, επισημαίνονται με μια γαλάζια ταινία στην ετικέτα όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000.

4. Στην περίπτωση εισαγωγών, στο έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 136/2004 της Επιτροπής, προστίθεται ο αριθμός των σφαγίων βοοειδών ή των τεμαχίων σφαγίων από τα οποία απαιτείται αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης και ο αριθμός εκείνων από τα οποία δεν απαιτείται αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης.

▼M33

5. Στην περίπτωση εντέρων που προέρχονται αρχικά από χώρα ή περιοχή με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ, οι εισαγωγές επεξεργασμένων εντέρων εξαρτώνται από την προσκόμιση πιστοποιητικού υγείας των ζώων με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

α) η χώρα ή η περιοχή έχει ταξινομηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, ως χώρα ή περιοχή με ελεγχόμενο κίνδυνο ΣΕΒ·

β) τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχονται τα προϊόντα ζωικής προέλευσης έχουν γεννηθεί, εκτραφεί συνεχώς και σφαγεί στη χώρα με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ και έχουν υποβληθεί σε έλεγχο προ σφαγής και μετά τη σφαγή·

γ) εάν τα έντερα προέρχονται από χώρα ή περιοχή όπου έχουν σημειωθεί αυτόχθονα κρούσματα ΣΕΒ:

i) τα ζώα έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόστηκε στην πράξη η απαγόρευση χορήγησης στα μηρυκαστικά κρεαταλεύρων, οσταλεύρων και ινωδών καταλοίπων ξιγγιών προερχομένων από μηρυκαστικά· ή

ii) τα προϊόντα ζωικής προέλευσης από βοοειδή και αιγοπρόβατα δεν περιέχουν ή δεν προήλθαν από ειδικό υλικό κινδύνου όπως ορίζεται στο παράρτημα V.

▼M31

ΤΜΗΜΑ Δ

Εισαγωγές από μια χώρα ή μια περιοχή με απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ

1. Οι εισαγωγές βοοειδών και αιγοπροβάτων που αναφέρονται στο τμήμα Α από μια χώρα ή μια περιοχή με απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ εξαρτώνται από την προσκόμιση πιστοποιητικού υγείας των ζώων με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

α) τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχονται τα προϊόντα ζωικής προέλευσης δεν έχουν καταναλώσει κρεατάλευρα και οστεάλευρα ούτε ινώδη κατάλοιπα ξιγγιών προερχόμενων από μηρυκαστικά και έχουν υποβληθεί σε έλεγχο προ σφαγής και μετά τη σφαγή·

β) τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχονται τα προϊόντα ζωικής προέλευσης δεν εσφάγησαν ύστερα από αναισθητοποίηση με έγχυση αερίου στην κρανιακή κοιλότητα ούτε έχουν θανατωθεί με την ίδια μέθοδο ούτε έχουν σφαγεί με τεμαχισμό ύστερα από αναισθητοποίηση του κεντρικού νευρικού ιστού διά της εισαγωγής επιμήκους ραβδοειδούς οργάνου στην κρανιακή κοιλότητα·

γ) τα προϊόντα ζωικής προέλευσης από βοοειδή και αιγοπρόβατα δεν προέρχονται από:

i) ειδικά υλικά κινδύνου, όπως ορίζονται στο παράρτημα V,

ii) νευρικούς και λεμφικούς ιστούς που ήταν εκτεθειμένοι στη διάρκεια της διαδικασίας αποστέωσης,

iii) μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας που έχει παραχθεί από οστά βοοειδών ή αιγοπροβάτων.

2. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1 στοιχείο γ), σφάγια, ημιμόρια σφαγίων ή ημιμόρια σφαγίων που τεμαχίζονται σε όχι περισσότερα από τρία τεμάχια, και τεταρτημόρια που δεν περιλαμβάνουν άλλα ειδικά υλικά κινδύνου εκτός από τη σπονδυλική στήλη, συμπεριλαμβανομένων και των γαγγλίων της ραχιαίας ρίζας, μπορούν να εισάγονται.

3. Όταν δεν απαιτείται η αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης, τα σφάγια ή τα κομμάτια σφαγίων των βοοειδών που περιέχουν μέρος της σπονδυλικής στήλης, επισημαίνονται με μια γαλάζια λωρίδα τοποθετημένη εμφανώς στην ετικέτα όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000.

4. Στην περίπτωση εισαγωγών, στο έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 136/2004, προστίθενται ειδικές πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των σφαγίων βοοειδών ή των τεμαχίων σφαγίων από τα οποία απαιτείται αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης και εκείνων από τα οποία δεν απαιτείται αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης.

▼M33

5. Στην περίπτωση εντέρων που προέρχονται αρχικά από χώρα ή περιοχή με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ, οι εισαγωγές επεξεργασμένων εντέρων εξαρτώνται από την προσκόμιση πιστοποιητικού υγείας των ζώων με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

α) η χώρα ή η περιοχή έχει ταξινομηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 ως χώρα ή περιοχή με απροσδιόριστο κίνδυνο ΣΕΒ·

β) τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχονται τα προϊόντα ζωικής προέλευσης έχουν γεννηθεί, εκτραφεί συνεχώς και σφαγεί σε χώρα με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ και έχουν υποβληθεί σε έλεγχο προ σφαγής και μετά τη σφαγή·

γ) εάν τα έντερα προέρχονται από χώρα ή περιοχή όπου έχουν σημειωθεί αυτόχθονα κρούσματα ΣΕΒ:

i) τα ζώα έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόστηκε στην πράξη η απαγόρευση χορήγησης στα μηρυκαστικά κρεαταλεύρων, οστεαλεύρων και ινωδών καταλοίπων ξιγγιών προερχομένων από μηρυκαστικά· ή

ii) τα προϊόντα ζωικής προέλευσης από βοοειδή και αιγοπρόβατα δεν περιέχουν ή δεν προήλθαν από ειδικό υλικό κινδύνου όπως ορίζεται στο παράρτημα V.

▼M50

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

Εισαγωγές ζωικών υποπροϊόντων προέλευσης βοοειδών και αιγοπροβάτων

ΤΜΗΜΑ A

Ζωικά υποπροϊόντα

Το παρόν κεφάλαιο ισχύει για τα ακόλουθα ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα, όπως ορίζονται στα σημεία 1) και 2) του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω προϊόντα είναι προέλευσης βοοειδών και αιγοπροβάτων:

α) τετηγμένα λίπη που προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 2, τα οποία προορίζονται για χρήση ως οργανικά λιπάσματα ή βελτιωτικά εδάφους, όπως ορίζεται στο σημείο 22 του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, ή τα υλικά εκκίνησης ή τα ενδιάμεσα προϊόντα τους·

β) οστά και προϊόντα οστών που προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 2·

γ) τετηγμένα λίπη που προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 3, τα οποία προορίζονται για χρήση ως οργανικά λιπάσματα ή βελτιωτικά εδάφους ή ως ζωοτροφές, όπως ορίζεται στα σημεία 22 και 25 του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, ή τα υλικά εκκίνησης ή τα ενδιάμεσα προϊόντα τους·

δ) τροφές για ζώα συντροφιάς, συμπεριλαμβανομένων των δερμάτινων κοκάλων για σκύλους·

ε) προϊόντα αίματος·

στ) Μεταποιημένες ζωικές πρωτεϊνες:

ζ) οστά και προϊόντα οστών που προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 3·

η) ζελατίνη και κολλαγόνο που προέρχονται από υλικά εκτός των δερμάτων,

θ) υλικά της κατηγορίας 3 και παράγωγα προϊόντα πλην εκείνων που αναφέρονται στα στοιχεία γ) έως η), με εξαίρεση τα εξής:

i) νωπά δέρματα, κατεργασμένα δέρματα·

ii) ζελατίνη και κολλαγόνο από δορές και δέρματα,

iii) παράγωγα λίπους.

ΤΜΗΜΑ B

Απαιτήσεις υγειονομικού πιστοποιητικού

Οι εισαγωγές των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων που προέρχονται από βοοειδή και αιγοπρόβατα και αναφέρονται στο τμήμα Α εξαρτώνται από την προσκόμιση ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού το οποίο συμπληρώνεται με την ακόλουθη βεβαίωση:

α) Το ζωικό υποπροϊόν ή το παράγωγο προϊόν δεν περιέχει και δεν προέρχεται από υλικό συγκεκριμένης επικινδυνότητας ή από μηχανικά διαχωρισμένο κρέας που προέρχεται από οστά βοοειδών ή αιγοπροβάτων και, εκτός από τα ζώα που έχουν γεννηθεί, εκτραφεί συνεχώς και σφαγεί σε χώρα ή περιοχή που έχει ταξινομηθεί ως χώρα ή περιοχή με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, τα ζώα από τα οποία προέρχεται το εν λόγω ζωικό υποπροϊόν ή το παράγωγο προϊόν δεν εσφάγησαν ύστερα από αναισθητοποίηση με έγχυση αερίου στην κρανιακή κοιλότητα ούτε θανατώθηκαν με την ίδια μέθοδο ούτε εσφάγησαν με τεμαχισμό του κεντρικού νευρικού ιστού διά της εισαγωγής ραβδοειδούς οργάνου στην κρανιακή κοιλότητα, ή

β) το ζωικό υποπροϊόν ή το παράγωγο προϊόν δεν περιέχει και δεν προέρχεται από υλικά βοοειδών και αιγοπροβάτων πλην εκείνων που προέρχονται από ζώα τα οποία έχουν γεννηθεί, εκτραφεί συνεχώς και σφαγεί σε χώρα ή περιοχή που έχει ταξινομηθεί, με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, ως χώρα ή περιοχή με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ.

Πέραν των διατάξεων των στοιχείων α) και β), οι εισαγωγές των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων που αναφέρονται στο τμήμα Α και τα οποία περιέχουν γάλα ή γαλακτοκομικά προϊόντα προέλευσης αιγοπροβάτων και προορίζονται για διατροφή, συνοδεύονται από υγειονομικό πιστοποιητικό το οποίο συμπληρώνεται με την ακόλουθη βεβαίωση:

γ) τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχονται τα εν λόγω προϊόντα παρέμειναν συνεχώς από τη γέννησή τους σε χώρα η οποία πληρούσε τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) η κλασική τρομώδης νόσος υπόκειται σε υποχρεωτική κοινοποίηση·

ii) υφίσταται σύστημα προειδοποίησης, επιτήρησης και παρακολούθησης·

iii) ισχύουν επίσημοι περιορισμοί σε εκμεταλλεύσεις αιγών ή προβάτων σε περίπτωση υπόνοιας παρουσίας ΜΣΕ ή επιβεβαίωσης κρούσματος κλασικής τρομώδους νόσου·

iv) τα προσβεβλημένα από την κλασική τρομώδη νόσο αιγοπρόβατα θανατώνονται και καταστρέφονται ολοσχερώς·

v) έχει απαγορευτεί και επιβληθεί η απαγόρευση σε ολόκληρη τη χώρα για περίοδο επτά ετών τουλάχιστον η σίτιση αιγοπροβάτων με κρεατάλευρα και οστεάλευρα και ινώδη κατάλοιπα ξιγκιών από μηρυκαστικά·

δ) το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα αιγών ή προβάτων που προέρχονται από εκμεταλλεύσεις όπου δεν έχει επιβληθεί επίσημος περιορισμός λόγω υπόνοιας παρουσίας ΜΣΕ·

ε) το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα αιγών ή προβάτων που προέρχονται από εκμεταλλεύσεις όπου δεν έχει διαγνωστεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου κατά τα τελευταία επτά έτη ή, μετά από την επιβεβαίωση κρούσματος κλασικής τρομώδους νόσου:

i) όλα τα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση έχουν θανατωθεί και καταστραφεί ή σφαγεί, εκτός από τα κριάρια αναπαραγωγής γονότυπου ARR/ARR, τις προβατίνες αναπαραγωγής που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR κι κανένα αλληλόμορφο VRQ και άλλα προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR, ή

ii) όλα τα ζώα στα οποία έχει επιβεβαιωθεί η παρουσία κλασικής τρομώδους νόσου έχουν θανατωθεί και καταστραφεί, και η εκμετάλλευση έχει αποτελέσει αντικείμενο εντατικής παρακολούθησης για ΜΣΕ για τουλάχιστον δύο έτη από την επιβεβαίωση κρούσματος κλασικής τρομώδους νόσου, συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών για την παρουσία ΜΣΕ με αρνητικά αποτελέσματα σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 για όλα τα ακόλουθα ζώα άνω των 18 μηνών, εκτός από προβατοειδή με γενότυπο ARR/ARR:

 ζώα που έχουν σφαγιαστεί για κατανάλωση από τον άνθρωπο, και

 ζώα που πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση, τα οποία δεν θανατώθηκαν όμως στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης νόσου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

Εισαγωγές αιγοπροβάτων

Αιγοπρόβατα που εισάγονται στην Ένωση εξαρτώνται από την προσκόμιση ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι κρατούνται από τη γέννησή τους συνεχώς σε χώρα η οποία πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

1. η κλασική τρομώδης νόσος υπόκειται σε υποχρεωτική κοινοποίηση·

2. υφίσταται σύστημα προειδοποίησης, επιτήρησης και παρακολούθησης·

3. τα προσβεβλημένα από την κλασική τρομώδη νόσο αιγοπρόβατα θανατώνονται και καταστρέφονται ολοσχερώς·

4. έχει απαγορευτεί και επιβληθεί η απαγόρευση σε ολόκληρη τη χώρα για περίοδο επτά ετών τουλάχιστον η σίτιση αιγοπροβάτων με κρεατάλευρα και οστεάλευρα και ινώδη κατάλοιπα ξιγκιών από μηρυκαστικά·

Επιπλέον των προϋποθέσεων που ορίζονται στα σημεία 1 έως 4, το ζωοϋγειονομικό πιστοποιητικό βεβαιώνει ότι:

5. Για τα αιγοπρόβατα αναπαραγωγής που εισάγονται στην Ένωση και προορίζονται για κράτη μέλη εκτός αυτών με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου ή εκείνων με εγκεκριμένο πρόγραμμα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου που αναφέρεται στο σημείο 3.2 του μέρους Α του παραρτήματος VIII, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 τα εισαγόμενα αιγοπρόβατα προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που συμμορφώνονται με τους όρους του σημείου 1.3 του μέρους Α του κεφαλαίου Α του παραρτήματος VIII, ή

 πρόκειται για προβατοειδή με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR και προέρχονται από εκμετάλλευση όπου δεν έχει επιβληθεί επίσημος περιορισμός μετακινήσεων λόγω ΣΕΒ ή κλασική τρομώδους νόσου κατά τα δύο τελευταία έτη.

6. Για τα αιγοπρόβατα κάθε χρήσης εκτός από άμεση σφαγή που εισάγονται στην Ένωση και προορίζονται για κράτος μέλος με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου ή με εγκεκριμένο πρόγραμμα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου που αναφέρεται στο σημείο 3.2 του μέρους Α του παραρτήματος VIII, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που συμμορφώνονται με τους όρους του σημείου 1.2 του τμήματος Α του κεφαλαίου Α του παραρτήματος VIII, ή

 πρόκειται για προβατοειδή με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR και προέρχονται από εκμετάλλευση όπου δεν έχει επιβληθεί επίσημος περιορισμός μετακινήσεων λόγω ΣΕΒ ή κλασική τρομώδους νόσου κατά τα δύο τελευταία έτη.

▼M31

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΣΤ

Εισαγωγές προϊόντων ζωικής προέλευσης από εκτρεφόμενες και άγριες ελαφίδες

1. Κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα από τον Καναδά ή τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής νωπού κρέατος, κιμά, παρασκευασμάτων κρέατος και προϊόντων με βάση το κρέας που προέρχεται από εκτρεφόμενες ελαφίδες, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, τα υγειονομικά πιστοποιητικά συνοδεύονται από την ακόλουθη δήλωση που υπογράφεται από την αρμόδια αρχή της χώρας παραγωγής:

«Αυτό το προϊόν περιέχει ή προέρχεται αποκλειστικά από κρέας εκτρεφόμενων ελαφίδων, εξαιρουμένων των εντοσθίων και του νωτιαίου μυελού, που έχουν εξεταστεί για χρόνια εξασθενητική νόσο με ιστοπαθολογική, ανοσοϊστοχημική ή άλλη διαγνωστική μέθοδο αναγνωρισμένη από την αρμόδια αρχή με αρνητικά αποτελέσματα, και δεν προέρχεται από ζώα αγέλης που έχει προσβληθεί ή για την οποία υπάρχει επίσημη υπόνοια προσβολής από χρόνια εξασθενητική νόσο.».

2. Κατά την εισαγωγή από τον Καναδά ή τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στην Κοινότητα νωπού κρέατος, κιμά, παρασκευασμάτων κρέατος και προϊόντων με βάση το κρέας που προέρχεται από άγριες ελαφίδες όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 853/2004, το υγειονομικό πιστοποιητικό συνοδεύεται από την ακόλουθη δήλωση που υπογράφεται από την αρμόδια αρχή της χώρας παραγωγής:

«Αυτό το προϊόν περιέχει ή προέρχεται αποκλειστικά από κρέας άγριων ελαφίδων, εξαιρουμένων των εντοσθίων και του νωτιαίου μυελού, που έχουν εξεταστεί για χρόνια εξασθενητική νόσο με ιστοπαθολογική, ανοσοϊστοχημική ή άλλη διαγνωστική μέθοδο αναγνωρισμένη από την αρμόδια αρχή με αρνητικά αποτελέσματα, και δεν προέρχεται από ζώα περιοχής που έχει προσβληθεί κατά τα τελευταία τρία έτη ή για την οποία υπάρχει επίσημη υπόνοια προσβολής από χρόνια εξασθενητική νόσο.».

▼M31 —————

▼M50

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η

Εισαγωγές σπέρματος και εμβρύων αιγοπροβάτων

Η εισαγωγή στην Ένωση σπέρματος και εμβρύων αιγοπροβάτων εξαρτάται από την προσκόμιση ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι τα ζώα-δότες:

1. κρατούνται συνεχώς από τη γέννησή τους σε χώρα η οποία πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) η κλασική τρομώδης νόσος υπόκειται σε υποχρεωτική κοινοποίηση·

ii) υφίσταται σύστημα προειδοποίησης, επιτήρησης και παρακολούθησης·

iii) τα προσβεβλημένα από την κλασική τρομώδη νόσο αιγοπρόβατα θανατώνονται και καταστρέφονται ολοσχερώς·

iv) έχει απαγορευτεί και επιβληθεί η απαγόρευση σε ολόκληρη τη χώρα για περίοδο επτά ετών τουλάχιστον η σίτιση αιγοπροβάτων με κρεατάλευρα και οστεάλευρα και ινώδη κατάλοιπα ξιγκιών από μηρυκαστικά·

2. κρατούνται συνεχώς για τα τελευταία τρία έτη πριν τη συλλογή του προς εξαγωγή σπέρματος ή εμβρύων σε εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που πληρούν τουλάχιστον για τα τρία τελευταία έτη τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 1.3. σημεία α) έως στ) του τμήματος Α του κεφαλαίου Α του παραρτήματος VIII, ή:

i) στην περίπτωση σπέρματος προβατοειδών, το σπέρμα συλλέγεται από αρσενικά ζώα με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR·

▼M51

ii) στην περίπτωση εμβρύων προβατοειδών, τα έμβρυα διαθέτουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ, ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Εθνικά εργαστήρια αναφοράς

1. Το οριζόμενο εθνικό εργαστήριο αναφοράς:

α) διαθέτει εγκαταστάσεις και ειδικευμένο προσωπικό που του επιτρέπουν να προσδιορίζει ανά πάσα στιγμή, και ιδίως κατά τις πρώτες εκδηλώσεις της νόσου, τον τύπο και το στέλεχος του παθογόνου παράγοντα των ΜΣΕ και επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα των επίσημων διαγνωστικών εργαστηρίων. Εάν αδυνατεί να αναγνωρίσει το στέλεχος του παθογόνου παράγοντα, καθορίζει διαδικασία που εξασφαλίζει ότι η αναγνώριση του στελέχους ανατίθεται στο εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ,

β) ελέγχει τις διαγνωστικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται στα επίσημα διαγνωστικά εργαστήρια,

γ) είναι υπεύθυνο για τον συντονισμό των κανόνων και των μεθόδων διάγνωσης στο κράτος μέλος. Για τον σκοπό αυτό:

 μπορεί να προμηθεύει διαγνωστικά αντιδραστήρια στα επίσημα διαγνωστικά εργαστήρια,

 ελέγχει την ποιότητα όλων των διαγνωστικών αντιδραστηρίων που χρησιμοποιούνται στο κράτος μέλος,

 διενεργεί περιοδικούς συγκριτικούς ελέγχους,

 διατηρεί απομονώματα των παθογόνων παραγόντων της εν λόγω νόσου ή αντίστοιχους ιστούς που τους περιέχουν, που προέρχονται από επιβεβαιωμένα κρούσματα στο κράτος μέλος,

 εξασφαλίζει την επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων που εξάγονται στα διαγνωστικά εργαστήρια,

δ) συνεργάζεται με το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ, πράγμα που συνεπάγεται τη συμμετοχή σε περιοδικές συγκριτικές δοκιμές οι οποίες οργανώνονται από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ. Σε περίπτωση που ένα εθνικό εργαστήριο αναφοράς αποτύχει σε μια συγκριτική δοκιμή η οποία οργανώθηκε από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ, λαμβάνει αμέσως όλα τα διορθωτικά μέτρα για να αποκατασταθεί το πρόβλημα και περνά με επιτυχία την επαναληπτική συγκριτική δοκιμή ή την επόμενη συγκριτική δοκιμή η οποία οργανώνεται από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ.

2. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από το σημείο 1, τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν εθνικό εργαστήριο αναφοράς προσφεύγουν στις υπηρεσίες του εργαστηρίου αναφοράς της ΕΕ ή των εθνικών εργαστηρίων αναφοράς που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη ή σε μέλη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ).

3. Τα εθνικά εργαστήρια αναφοράς είναι:



Αυστρία:

Agentur für Gesundheit und Ernährungssicherheit GmbH (AGES) Institut für veterinärmedizinische UntersuchungenRobert Koch Gasse 17A-2340 Mödling

Βέλγιο:

CERVA-CODA-VARCentre d'Étude et de Recherches Vétérinaires et Agrochimiques, Centrum voor Onderzoek in Diergeneeskunde en Agrochemie, Veterinary and Agrochemical Research CentreGroeselenberg 99B-1180 Bruxelles

Βουλγαρία:

Национален диагностичен научноизследователски ветеринарномедицински институт «Проф. Д-р Георги Павлов»Национална референтна лаборатория «Tрансмисивни спонгиформни енцефалопатии»Бул. «Пенчо Славейков» 15София 1606

(National Diagnostic Veterinary Research Institute «Prof. Dr. Georgi Pavlov», National Reference Laboratory for Transmissible Spongiform Encephalopathies, 15 Pencho Slaveykov Blvd., 1606 Sofia)

Κροατία:

Hrvatski veterinarski institut,Savska Cesta 14310000 Zagreb

Κύπρος:

Κρατικά Κτηνιατρικά ΕργαστήριαΚτηνιατρικές Υπηρεσίες1417 ΑθαλάσσαΛευκωσία

Τσεχική Δημοκρατία:

Státní veterinární ústav Jihlava (State Veterinary Institute Jihlava)National Reference Laboratory for BSE and Animal TSEsRantířovská 93586 05 Jihlava

Δανία:

VeterinærinstituttetDanmarks Tekniske UniversitetBülowsvej 27DK-1870 Frederiksberg C

(National Veterinary Institute, Technical University of Denmark, 27, Bülowsvej, DK — 1870 Frederiksberg C)

Εσθονία:

Veterinaar- ja Toidulaboratoorium (Estonian Veterinary and Food Laboratory)Kreutzwaldi 30Tartu 51006

Φινλανδία:

Finnish Food Safety Authority EviraResearch and Laboratory DepartmentVeterinary Virology Research Unit- TSEsMustialankatu 3FI-00790 Helsinki

Γαλλία:

ANSES-Lyon, Unité MND31, avenue Tony Garnier69 364 LYON CEDEX 07

Γερμανία:

Friedrich-Loeffler-InstitutInstitute for Novel and Emerging Infectious Diseases at the Friederich-Loeffler-InstitutFederal Research Institute for Animal HealthSuedufer 10D-17493 Greifswald Insel Riems

Ελλάδα:

Υπουργείο Γεωργίας — Κτηνιατρικό Εργαστήριο Λάρισας6ο km της εθνικής οδού Λάρισας — Τρικάλων41110 Λάρισα

Ουγγαρία:

Veterinary Diagnostic Directorate, National Food Chain Safety Office (VDD NFCSO)Tábornok u. 21143 Budapest

Ιρλανδία:

Central Veterinary Research Laboratory

Department of Agriculture, Food and the Marine

Backweston Campus

Celbridge

Co. Kildare

Ιταλία:

Istituto Zooprofilattico Sperimentale del Piemonte, Liguria e Valle d'Aosta — CEAVia Bologna, 148I-10154 Torino

Λετονία:

Institute of Food Safety, Animal Health and Environment (BIOR)Lejupes Str. 3Riga LV 1076

Λιθουανία:

National Food and Veterinary Risk Assessment InstituteJ. Kairiūkščio str. 10LT-08409 Vilnius,

Λουξεμβούργο:

CERVA-CODA-VARCentre d'Étude et de Recherches Vétérinaires et Agrochimiques, Centrum voor Onderzoek in Diergeneeskunde en Agrochemie, Veterinary and Agrochemical Research CentreGroeselenberg 99B-1180 Bruxelles

Μάλτα:

Veterinary Diagnostic LaboratoryDepartment of Food Health and DiagnosticsVeterinary Affairs and Fisheries DivisionMinistry for Rural Affairs and the EnvironmentAlbert Town Marsa

Κάτω Χώρες:

Κεντρικό Κτηνιατρικό Ινστιτούτο Wageningen UREdelhertweg 158219 PH LelystadP.O. Box 2004NL-8203 AA Lelystad

Πολωνία:

Państwowy Instytut Weterynaryjny (PIWet)24-100 Puławyal. Partyzantów 57

Πορτογαλία:

Setor diagnóstico EETLaboratório de PatologiaUnidade Estratégica de Investigação e Serviços de Produção e Saúde AnimalInstituto Nacional de Investigação Agrária e Veterinária Rua General Morais Sarmento1500-311 Lisboa

Ρουμανία:

Institutul de Diagnostic și Sănătate Animală (Institute for Diagnosis and Animal Health)Department of MorphologyStrada Dr. Staicovici nr. 63, 5București 050557

Σλοβακία:

State Veterinary Institute ZvolenPod dráhami 918SK-960 86, Zvolen

Σλοβενία:

University of Ljubljana, Veterinary facultyNational Veterinary InstituteGerbičeva 60SI-1000 Ljubljana

Ισπανία:

Laboratorio Central de Veterinaria (Algete)Ctra. M-106 pk 1,428110 Algete (Madrid)

Σουηδία:

National Veterinary InstituteSV-751 89 Uppsala

Ηνωμένο Βασίλειο:

Animal Health and Veterinary Laboratories AgencyWoodham LaneNew Haw, Addlestone, Surrey KT15 3NB

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ

1. Το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ για τις ΜΣΕ είναι το εξής:

Animal Health and Veterinary Laboratories Agency

Woodham Lane

New Haw

Addlestone

Surrey KT15 3NB

Ηνωμένο Βασίλειο

2. Οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του ενωσιακού εργαστηρίου αναφοράς είναι τα εξής:

α) ο συντονισμός, σε συνεννόηση με την Επιτροπή, των μεθόδων που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη για τη διάγνωση των ΜΣΕ και τον καθορισμό του γονοτύπου της πρωτεΐνης πριόν σε προβατοειδή, ιδίως:

 διατηρώντας και προμηθεύοντας τους αντίστοιχους ιστούς που περιέχουν τους παθογόνους παράγοντες των ΜΣΕ, για την εκπόνηση ή την παραγωγή των σχετικών διαγνωστικών δοκιμασιών ή για την ταξινόμηση των στελεχών των παθογόνων παραγόντων των ΜΣΕ,

 προμηθεύοντας στα εθνικά εργαστήρια αναφοράς πρότυπους ορούς και άλλα αντιδραστήρια αναφοράς, για την τυποποίηση των δοκιμασιών και των αντιδραστηρίων που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη,

 δημιουργώντας και διατηρώντας συλλογή των αντίστοιχων ιστών που περιέχουν τους παθογόνους παράγοντες και τα στελέχη των ΜΣΕ,

 οργανώνοντας περιοδικές συγκριτικές δοκιμές για τις διαδικασίες για τη διάγνωση των ΜΣΕ και για τον καθορισμό του γονοτύπου της πρωτεΐνης πριόν σε προβατοειδή σε επίπεδο ΕΕ,

 συλλέγοντας στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τις χρησιμοποιούμενες διαγνωστικές μεθόδους και τα αποτελέσματα των δοκιμών που διενεργούνται στην ΕΕ·

 χαρακτηρίζοντας απομονώματα του παθογόνου παράγοντα των ΜΣΕ βάσει των πλέον προηγμένων μεθόδων για πληρέστερη κατανόηση της επιδημιολογίας της νόσου,

 παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις στην επιτήρηση, την επιδημιολογία και την πρόληψη των ΜΣΕ,

 λειτουργώντας ως παρακαταθήκη εμπειρογνωμοσύνης επί των νόσων που οφείλονται σε πριόν για ταχεία διαφορική διάγνωση,

 αποκτώντας βαθιά γνώση της παρασκευής και της χρήσης των διαγνωστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση και την εκρίζωση των ΜΣΕ,

β) η ενεργή συμμετοχή στον εντοπισμό των εστιών ΜΣΕ που εκδηλώνονται στα κράτη μέλη, μελετώντας δείγματα ζώων προσβεβλημένων από ΜΣΕ που του αποστέλλονται προς επιβεβαίωση της διάγνωσης, χαρακτηρισμό και επιδημιολογικές μελέτες,

γ) η διευκόλυνση της κατάρτισης ή της επανακατάρτισης εμπειρογνωμόνων στο πεδίο της εργαστηριακής διάγνωσης με σκοπό την εναρμόνιση των διαγνωστικών τεχνικών σε ολόκληρη την ΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Δειγματοληψία και εργαστηριακές δοκιμές

1.    Δειγματοληψία

Τα δείγματα που προορίζονται για εξέταση όσον αφορά την ύπαρξη ΜΣΕ συλλέγονται σύμφωνα με τις μεθόδους και τα πρωτόκολλα που καθορίζονται στην τελευταία έκδοση του Εγχειριδίου για τις δοκιμές διάγνωσης και τα εμβόλια χερσαίων ζώων του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων (ΟΙΕ) (εφεξής «Εγχειρίδιο»). Εκτός από τις μεθόδους και τα πρωτόκολλα του ΟΙΕ ή ελλείψει αυτών και για να εξασφαλιστεί ότι διατίθεται επαρκές υλικό, η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει τη χρήση μεθόδων δειγματοληψίας και πρωτοκόλλων σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες που εξέδωσε το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ.

Ειδικότερα, η αρμόδια αρχή συλλέγει τους κατάλληλους ιστούς, σύμφωνα με τις διαθέσιμες επιστημονικές υποδείξεις και κατευθυντήριες οδηγίες του εργαστηρίου αναφοράς της ΕΕ, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ανίχνευση όλων των γνωστών στελεχών ΜΣΕ σε μικρά μηρυκαστικά και διατηρεί τουλάχιστον τους μισούς από τους συλλεγόμενους ιστούς νωπούς αλλά όχι κατεψυγμένους, έως να εμφανιστεί αρνητικό το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής. Στις περιπτώσεις που το αποτέλεσμα είναι θετικό ή ασαφές, οι εναπομείναντες ιστοί πρέπει να υποβάλλονται σε επιβεβαιωτικές δοκιμές και στη συνέχεια σε επεξεργασίες σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του εργαστηρίου αναφοράς της ΕΕ για τις δοκιμές διάκρισης και την ταξινόμηση — «Χαρακτηρισμός στελέχους ΜΣΕ σε μικρά μηρυκαστικά: Τεχνικό εγχειρίδιο για τα εθνικά εργαστήρια αναφοράς στην ΕΕ».

Τα δείγματα επισημαίνονται ορθώς, όσον αφορά την ταυτότητα των ζώων που χρησιμοποιήθηκαν στη δειγματοληψία.

2.    Εργαστήρια

Κάθε εργαστηριακή εξέταση για ΜΣΕ πραγματοποιείται σε επίσημα διαγνωστικά εργαστήρια που έχουν οριστεί για τον σκοπό αυτόν από την αρμόδια αρχή.

3.    Μέθοδοι και πρωτόκολλα

3.1.    Εργαστηριακές δοκιμές για την ύπαρξη ΣΕΒ σε βοοειδή

α)    Ύποπτα κρούσματα

Δείγματα βοοειδών που αποστέλλονται για εργαστηριακές δοκιμές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 2 υποβάλλονται αμέσως σε εξετάσεις επιβεβαίωσης με τη χρήση τουλάχιστον μιας από τις ακόλουθες μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στην τελευταία έκδοση του Εγχειριδίου:

i) την ανοσοϊστοχημική (IHC) μέθοδο·

ii) την ανοσοαποτύπωση Western·

iii) την ανίχνευση χαρακτηριστικών ινιδίων με ηλεκτρονική μικροσκοπία·

iv) την ιστοπαθολογική εξέταση·

v) τον συνδυασμό ταχειών δοκιμών όπως ορίζονται στο τρίτο εδάφιο.

Αν η ιστοπαθολογική εξέταση είναι ασαφής ή αρνητική, οι ιστοί υποβάλλονται σε περαιτέρω εξέταση με μία από τις άλλες μεθόδους και πρωτόκολλα επιβεβαίωσης.

Ταχείες δοκιμές μπορούν να χρησιμοποιούνται τόσο για προκαταρκτικό έλεγχο ύποπτων κρουσμάτων όσο και, σε περίπτωση ασαφών ή θετικών αποτελεσμάτων, για μεταγενέστερη επιβεβαίωση, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ — «κανόνες του ΟΙΕ για την επίσημη επιβεβαίωση της ΣΕΒ στα βοοειδή (με βάση ένα αρχικό αντιδραστικό αποτέλεσμα σε εγκεκριμένη ταχεία δοκιμή) χρησιμοποιώντας μια δεύτερη ταχεία δοκιμή», και εφόσον:

i) η επιβεβαίωση διενεργείται σε εθνικό εργαστήριο αναφοράς για ΜΣΕ· και

ii) μία από τις δύο ταχείες δοκιμές είναι ανοσοαποτύπωση Western· και

iii) η δεύτερη ταχεία δοκιμή που χρησιμοποιείται:

 περιλαμβάνει αρνητικό μάρτυρα ιστού και ένα δείγμα ΣΕΒ βοοειδών ως θετικό μάρτυρα ιστού,

 είναι διαφορετικού τύπου απ' ό,τι η δοκιμή που εφαρμόζεται για τον προκαταρκτικό έλεγχο· και

iv) εάν η ταχεία ανοσοαποτύπωση Western χρησιμοποιείται ως πρώτη δοκιμή, το αποτέλεσμα αυτής της δοκιμής πρέπει να είναι τεκμηριωμένο και η εικόνα αποτύπωσης να υποβάλλεται στο εθνικό εργαστήριο αναφοράς για τις ΜΣΕ· και

v) όταν το αποτέλεσμα του προκαταρκτικού ελέγχου δεν επιβεβαιώνεται από τη μετέπειτα ταχεία δοκιμή, το δείγμα πρέπει να υποβάλλεται σε εξέταση με μία από τις άλλες μεθόδους επιβεβαίωσης· σε περίπτωση που η ιστοπαθολογική εξέταση χρησιμοποιείται γι' αυτόν τον σκοπό αλλά αποδεικνύεται ασαφής ή αρνητική, οι ιστοί πρέπει να υποβάλλονται σε περαιτέρω εξέταση με μία από τις άλλες μεθόδους και πρωτόκολλα επιβεβαίωσης.

Εάν το αποτέλεσμα μιας από τις εξετάσεις επιβεβαίωσης που αναφέρονται στα σημεία i) έως v) του πρώτου εδαφίου είναι θετικό, το ζώο θεωρείται θετικό κρούσμα ΣΕΒ.

β)    Επιτήρηση ΣΕΒ

Τα δείγματα βοοειδών που αποστέλλονται για εργαστηριακές δοκιμές σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος III κεφάλαιο Α μέρος I εξετάζονται με ταχεία δοκιμή.

Όταν το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής είναι ασαφές ή θετικό, το δείγμα υποβάλλεται αμέσως σε εξετάσεις επιβεβαίωσης με τη χρήση μιας από τις ακόλουθες μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στην τελευταία έκδοση του Εγχειριδίου:

i) την ανοσοϊστοχημική (IHC) μέθοδο·

ii) την ανοσοαποτύπωση Western·

iii) την ανίχνευση χαρακτηριστικών ινιδίων με ηλεκτρονική μικροσκοπία·

iv) την ιστοπαθολογική εξέταση·

v) τον συνδυασμό ταχειών δοκιμών όπως ορίζονται στο τέταρτο εδάφιο.

Αν η ιστοπαθολογική εξέταση είναι ασαφής ή αρνητική, οι ιστοί υποβάλλονται σε περαιτέρω εξέταση με μία από τις άλλες μεθόδους και πρωτόκολλα επιβεβαίωσης.

Ταχείες δοκιμές μπορούν να χρησιμοποιούνται τόσο για προκαταρκτικό έλεγχο όσο και, σε περίπτωση ασαφών ή θετικών αποτελεσμάτων, για μεταγενέστερη επιβεβαίωση, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ — «κανόνες του ΟΙΕ για την επίσημη επιβεβαίωση της ΣΕΒ στα βοοειδή (με βάση ένα αρχικό αντιδραστικό αποτέλεσμα σε εγκεκριμένη ταχεία δοκιμή) χρησιμοποιώντας μια δεύτερη ταχεία δοκιμή», και εφόσον:

i) η επιβεβαίωση διενεργείται σε εθνικό εργαστήριο αναφοράς για ΜΣΕ· και

ii) μία από τις δύο ταχείες δοκιμές είναι ανοσοαποτύπωση Western· και

iii) η δεύτερη ταχεία δοκιμή που χρησιμοποιείται:

 περιλαμβάνει αρνητικό μάρτυρα ιστού και ένα δείγμα ΣΕΒ βοοειδών ως θετικό μάρτυρα ιστού,

 είναι διαφορετικού τύπου απ' ό,τι η δοκιμή που εφαρμόζεται για τον προκαταρκτικό έλεγχο· και

iv) εάν η ταχεία ανοσοαποτύπωση Western χρησιμοποιείται ως πρώτη δοκιμή, το αποτέλεσμα αυτής της δοκιμής πρέπει να είναι τεκμηριωμένο και η εικόνα αποτύπωσης να υποβάλλεται στο εθνικό εργαστήριο αναφοράς για τις ΜΣΕ· και

v) όταν το αποτέλεσμα του προκαταρκτικού ελέγχου δεν επιβεβαιώνεται από τη μετέπειτα ταχεία δοκιμή, το δείγμα πρέπει να υποβάλλεται σε εξέταση με μία από τις άλλες μεθόδους επιβεβαίωσης· σε περίπτωση που η ιστοπαθολογική εξέταση χρησιμοποιείται γι' αυτόν τον σκοπό αλλά αποδεικνύεται ασαφής ή αρνητική, οι ιστοί πρέπει να υποβάλλονται σε περαιτέρω εξέταση με μία από τις άλλες μεθόδους και πρωτόκολλα επιβεβαίωσης.

Ένα ζώο θεωρείται θετικό κρούσμα ΣΕΒ, εάν το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής είναι ασαφές ή θετικό και τουλάχιστον μία από τις εξετάσεις επιβεβαίωσης που αναφέρονται στα σημεία i) έως v) του δεύτερου εδαφίου είναι θετική.

γ)    Περαιτέρω εξέταση θετικών κρουσμάτων ΣΕΒ

Δείγματα από όλα τα θετικά κρούσματα ΣΕΒ διαβιβάζονται σε εργαστήριο ορισμένο από την αρμόδια αρχή, το οποίο έχει επιτυχώς συμμετάσχει στην τελευταία δοκιμασία επάρκειας που οργανώνει το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ για δοκιμές διάκρισης επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ΣΕΒ, όπου θα ελεγχθούν περαιτέρω σύμφωνα με τις μεθόδους και τα πρωτόκολλα που ορίζονται στη μέθοδο του εργαστηρίου αναφοράς της ΕΕ για την ταξινόμηση των απομονωμάτων ΜΣΕ στα βοοειδή (μια μέθοδος δύο αποτυπώσεων για την προσωρινή ταξινόμηση των απομονωμάτων ΜΣΕ στα βοοειδή).

3.2.    Εργαστηριακή δοκιμή για την ύπαρξη ΜΣΕ σε αιγοπρόβατα

α)    Ύποπτα κρούσματα

Τα δείγματα από αιγοπρόβατα που αποστέλλονται για εργαστηριακές δοκιμές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 2 υποβάλλονται αμέσως σε εξετάσεις επιβεβαίωσης με τη χρήση τουλάχιστον μιας από τις ακόλουθες μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στην τελευταία έκδοση του Εγχειριδίου:

i) την ανοσοϊστοχημική (IHC) μέθοδο·

ii) την ανοσοαποτύπωση Western·

iii) την ανίχνευση χαρακτηριστικών ινιδίων με ηλεκτρονική μικροσκοπία·

iv) την ιστοπαθολογική εξέταση.

Σε περίπτωση που η ιστοπαθολογική εξέταση είναι ασαφής ή αρνητική, οι ιστοί υποβάλλονται σε περαιτέρω εξέταση με μία από τις άλλες μεθόδους και πρωτόκολλα επιβεβαίωσης.

Ταχείες δοκιμές μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον προκαταρκτικό έλεγχο ύποπτων κρουσμάτων. Αυτές οι δοκιμές δεν μπορεί να χρησιμοποιούνται για μεταγενέστερη επιβεβαίωση.

Εάν το αποτέλεσμα της ταχείας εξέτασης που χρησιμοποιείται για τον προκαταρκτικό έλεγχο ύποπτων κρουσμάτων είναι θετικό ή ασαφές, το δείγμα υποβάλλεται σε μία από τις εξετάσεις επιβεβαίωσης που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv) του πρώτου εδαφίου. Σε περίπτωση που η ιστοπαθολογική εξέταση χρησιμοποιείται γι' αυτόν το σκοπό αλλά αποδεικνύεται ασαφής ή αρνητική, οι ιστοί υποβάλλονται σε περαιτέρω εξέταση με μία από τις άλλες μεθόδους και πρωτόκολλα επιβεβαίωσης.

Εάν το αποτέλεσμα μιας από τις εξετάσεις επιβεβαίωσης που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv) του πρώτου εδαφίου είναι θετικό, το ζώο θεωρείται θετικό κρούσμα ΜΣΕ και πραγματοποιείται περαιτέρω εξέταση όπως αναφέρεται στο στοιχείο γ).

β)    Επιτήρηση ΜΣΕ

Τα δείγματα από αιγοπρόβατα που αποστέλλονται για εργαστηριακές δοκιμές σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος III κεφάλαιο Α μέρος II (επιτήρηση αιγοπροβάτων) εξετάζονται με ταχεία δοκιμή, ώστε να εξασφαλιστεί η ανίχνευση όλων των γνωστών στελεχών ΜΣΕ.

Αν το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής είναι ασαφές ή θετικό, τα δείγματα ιστών αποστέλλονται αμέσως σε επίσημο εργαστήριο για εξετάσεις επιβεβαίωσης με ιστοπαθολογία, ανοσοϊστοχημεία, ανοσοαποτύπωση Western ή ανίχνευση χαρακτηριστικών ινιδίων με ηλεκτρονική μικροσκοπία, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α). Αν το αποτέλεσμα της εξέτασης επιβεβαίωσης είναι αρνητικό ή ασαφές, οι ιστοί υποβάλλονται σε περαιτέρω εξέταση με ανοσοϊστοχημεία ή ανοσοαποτύπωση Western.

Εάν το αποτέλεσμα μιας από τις εξετάσεις επιβεβαίωσης είναι θετικό, το ζώο θεωρείται θετικό κρούσμα ΜΣΕ και εκτελείται περαιτέρω εξέταση, όπως αναφέρεται στο στοιχείο γ).

γ)    Περαιτέρω εξέταση θετικών κρουσμάτων ΜΣΕ

i)   Κύριες μοριακές δοκιμές με μέθοδο διάκρισης ανοσοαποτύπωσης Western

Δείγματα από κλινικώς ύποπτα κρούσματα και από ζώα που έχουν υποβληθεί σε δοκιμή σύμφωνα με το παράρτημα III κεφάλαιο A μέρος II, σημεία 2 και 3 και που θεωρούνται θετικά κρούσματα ΜΣΕ, αλλά δεν είναι άτυπα κρούσματα τρομώδους νόσου μετά τις εξετάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β) ή που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που κρίνονται από το εργαστήριο δοκιμών ότι δικαιολογούν έρευνα εξετάζονται με μέθοδο διάκρισης ανοσοαποτύπωσης Western που αναγράφεται στις κατευθυντήριες οδηγίες του εργαστηρίου αναφοράς της ΕΕ από επίσημο διαγνωστικό εργαστήριο το οποίο έχει ορίσει η αρμόδια αρχή και το οποίο έχει συμμετάσχει επιτυχώς στην τελευταία δοκιμή επάρκειας που έχει οργανώσει το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ για τη χρήση αυτής της μεθόδου.

ii)   Δευτερεύουσες μοριακές δοκιμές με συμπληρωματικές μεθόδους μοριακών δοκιμών

Κρούσματα ΜΣΕ όπου δεν μπορεί να αποκλειστεί η παρουσία ΣΕΒ σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες που εκδίδονται από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ από τις κύριες μοριακές δοκιμές που αναφέρονται στο σημείο i) υποβάλλονται αμέσως στο εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ, με όλες τις σχετικές διαθέσιμες πληροφορίες. Τα δείγματα υποβάλλονται σε περαιτέρω έρευνα και επιβεβαίωση από τουλάχιστον μία εναλλακτική μέθοδο, διαφορετική ανοσοχημικά από την αρχική κύρια μοριακή μέθοδο, ανάλογα με τον όγκο και τη φύση του υλικού αναφοράς, όπως περιγράφεται στις κατευθυντήριες οδηγίες του εργαστηρίου αναφοράς της ΕΕ. Αυτές οι πρόσθετες δοκιμές διεξάγονται στα ακόλουθα εργαστήρια που έχουν εγκριθεί για τη σχετική μέθοδο:

Agence Nationale de Sécurité Sanitaire de l'alimentation, de l'environnement et du travail

31, avenue Tony Garnier

BP 7033

F-69342 Lyon Cedex

Commissariat à l'Energie Atomique

18, route du Panorama

BP 6

F-92265 Fontenay-aux-Roses Cedex

Animal Health and Veterinary Laboratories Agency

Woodham Lane

New Haw

Addlestone

Surrey KT15 3NB

Ηνωμένο Βασίλειο

Τα αποτελέσματα ερμηνεύονται από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ με τη συνδρομή επιτροπής εμπειρογνωμόνων που αναφέρεται ως ομάδα εμπειρογνωμόνων προσδιορισμού των στελεχών (Strain Typing Expert Group — STEG), στην οποία συμμετέχει εκπρόσωπος του αντίστοιχου εθνικού εργαστηρίου αναφοράς. Η Επιτροπή ενημερώνεται αμέσως για το αποτέλεσμα αυτής της ερμηνείας.

iii)   Βιολογική δοκιμασία σε ποντίκια

Τα δείγματα για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις για ΣΕΒ ή είναι ασαφή για ΣΕΒ, ύστερα από δευτερεύουσες μοριακές δοκιμές, αναλύονται περαιτέρω με βιολογική δοκιμασία σε ποντίκια για τελική επιβεβαίωση. Η φύση ή η ποσότητα του διαθέσιμου υλικού μπορεί να επηρεάσει τον σχεδιασμό της βιολογικής δοκιμασίας, η οποία θα εγκριθεί από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ με τη βοήθεια της STEG κατά περίπτωση. Οι βιολογικές δοκιμασίες πραγματοποιούνται από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ ή από εργαστήρια που έχουν οριστεί από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ.

Τα αποτελέσματα ερμηνεύονται από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ με τη βοήθεια της STEG. Η Επιτροπή ενημερώνεται αμέσως για το αποτέλεσμα αυτής της ερμηνείας.

3.3.    Εργαστηριακές δοκιμές για την παρουσία άλλων ΜΣΕ πλην αυτών που αναφέρονται στα σημεία 3.1 και 3.2

Οι μέθοδοι και τα πρωτόκολλα που έχουν θεσπιστεί για δοκιμές οι οποίες πραγματοποιούνται για την επιβεβαίωση της υπόνοιας παρουσίας ΜΣΕ σε άλλα είδη εκτός από βοοειδή και αιγοπρόβατα περιλαμβάνουν τουλάχιστον μια ιστοπαθολογική εξέταση εγκεφαλικού ιστού. Η αρμόδια αρχή δύναται επίσης να απαιτήσει εργαστηριακές δοκιμές, όπως η ανοσοϊστοχημεία, η ανοσοαποτύπωση Western, η ανίχνευση χαρακτηριστικών ινιδίων με ηλεκτρονική μικροσκοπία ή άλλες μέθοδοι που αποβλέπουν στην ανίχνευση της σχετιζόμενης με τη νόσο μορφής της πρωτεΐνης πριόν. Σε κάθε περίπτωση πραγματοποιείται τουλάχιστον άλλη μία εργαστηριακή εξέταση, αν η αρχική ιστοπαθολογική εξέταση είναι αρνητική ή ασαφής. Πραγματοποιούνται τουλάχιστον τρεις διαφορετικές εξετάσεις με θετικά αποτελέσματα στην περίπτωση της πρώτης εκδήλωσης της νόσου.

Ειδικότερα, όταν υπάρχουν υπόνοιες για ΣΕΒ σε άλλο είδος πλην των βοοειδών, τα κρούσματα θα αναφέρονται στο εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ με τη συνδρομή της STEG για περαιτέρω χαρακτηρισμό.

4.    Ταχείες δοκιμές

Για τη διενέργεια των ταχειών δοκιμών σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 1, χρησιμοποιούνται ως ταχείες δοκιμές για την επιτήρηση της ΣΕΒ στα βοοειδή μόνον οι ακόλουθες μέθοδοι:

 δοκιμή ανοσοαποτύπωσης, με βάση τη διαδικασία ανοσοαποτύπωσης Western για την ανίχνευση του ανθεκτικού στην πρωτεϊνάση K τμήματος PrPRes (δοκιμή Prionics Check Western),

 ανοσοδοκιμή τύπου «sandwich» για την ανίχνευση PrPRes (βραχύ πρωτόκολλο δοκιμής), η οποία διενεργείται ύστερα από μετουσίωση και συμπύκνωση (ταχεία δοκιμή Bio-Rad TeSeE SAP),

 ανοσοδοκιμή (ELISA) με μικροπλάκες, η οποία ανιχνεύει το ανθεκτικό στην πρωτεϊνάση Κ PrPRes με μονοκλωνικά αντισώματα (δοκιμή Prionics-Check LIA),

 ανοσοδοκιμή με τη χρήση χημικού πολυμερούς για την επιλεκτική δέσμευση του PrPSc και μονοκλωνικού αντισώματος ανίχνευσης που κατευθύνεται εναντίον διατηρημένων περιοχών του μορίου του PrP [IDEXX HerdChek BSE Antigen Test Kit, EIA & HerdChek BSE-Scrapie Antigen (IDEXX Laboratories)],

 ανοσοδοκιμή πλευρικής ροής με τη χρήση δύο διαφορετικών μονοκλωνικών αντισωμάτων για την ανίχνευση ανθεκτικών στην πρωτεϊνάση Κ τμημάτων PrP (Prionics Check PrioSTRIP),

 αμφίπλευρη ανοσοδοκιμή με τη χρήση δύο διαφορετικών μονοκλωνικών αντισωμάτων που κατευθύνονται εναντίον δύο επιτόπων που υπάρχουν σε PrPSc βοοειδών ευρισκόμενο σε ιδιαίτερα ξεδιπλωμένη διάταξη (Roboscreen Beta Prion BSE EIA Test Kit).

Για τη διενέργεια των ταχειών δοκιμών σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 1, χρησιμοποιούνται ως ταχείες δοκιμές για την επιτήρηση των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα μόνον οι ακόλουθες μέθοδοι:

 ανοσοδοκιμή τύπου «sandwich» για την ανίχνευση PrPRes (βραχύ πρωτόκολλο δοκιμής), η οποία διενεργείται ύστερα από μετουσίωση και συμπύκνωση (ταχεία δοκιμή Bio-Rad TeSeE SAP),

 ανοσοδοκιμή τύπου «sandwich» για την ανίχνευση PrPRes με το κιτ ανίχνευσης TeSeE Sheep/Goat, η οποία διενεργείται ύστερα από μετουσίωση και συμπύκνωση με το κιτ καθαρισμού TeSeE Sheep/Goat (ταχεία δοκιμή Bio-Rad TeSeE Sheep/Goat),

 ανοσοδοκιμή με τη χρήση χημικού πολυμερούς για την επιλεκτική δέσμευση του PrPSc και ενός μονοκλωνικού αντισώματος ανίχνευσης που κατευθύνεται εναντίον διατηρημένων περιοχών του μορίου του PrP [HerdChek BSE-Scrapie Antigen (IDEXX Laboratories)],

 ανοσοδοκιμή πλευρικής ροής με τη χρήση δύο διαφορετικών μονοκλωνικών αντισωμάτων για την ανίχνευση ανθεκτικών στην πρωτεϊνάση Κ τμημάτων PrP (Prionics Check — PrioSTRIP SR, πρωτόκολλο οπτικής ανάγνωσης).

Σε όλες τις ταχείες δοκιμές, τα δείγματα ιστών στα οποία θα πραγματοποιηθούν οι δοκιμές πρέπει να συμμορφώνονται με τις οδηγίες χρήσης του κατασκευαστή.

Οι παραγωγοί ταχειών δοκιμών πρέπει να εφαρμόζουν σύστημα διασφάλισης ποιότητας εγκεκριμένο από το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ και το οποίο εξασφαλίζει ότι η απόδοση της δοκιμής δεν μεταβάλλεται. Οι παραγωγοί πρέπει να υποβάλουν τα πρωτόκολλα δοκιμής στο εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ.

Τροποποιήσεις των ταχειών δοκιμών και των πρωτοκόλλων της δοκιμής μπορούν να γίνουν μόνον αφού αυτές κοινοποιηθούν προηγουμένως στο εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ και υπό τον όρο ότι το εργαστήριο αναφοράς της ΕΕ κρίνει ότι η τροποποίηση αυτή δεν μεταβάλλει την ευαισθησία, την ειδικότητα ή την αξιοπιστία της ταχείας δοκιμής. Το πόρισμα αυτό κοινοποιείται στην Επιτροπή και στα εθνικά εργαστήρια αναφοράς.

5.    Εναλλακτικές δοκιμές

(Θα καθοριστούν αργότερα)

▼M31 —————



( 1 ) ΕΕ C 45 της 19.2.1999, σ. 2 και

ΕΕ C 120 Ε της 24.4.2001, σ. 89.

( 2 ) ΕΕ C 258 της 10.9.1999, σ. 19.

( 3 ) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Μαΐου 2000 (ΕΕ C 59 της 23.2.2001, σ. 93), κοινή θέση του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2001 (ΕΕ C 88 της 19.3.2001, σ. 1) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Μαΐου 2001.

( 4 ) ΕΕ L 273, 10.10.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 208/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 36, 8.2.2006, σ. 25).

( 5 ) ΕΕ C 174 E, 14.7.2005, σ. 178.

( 6 ) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

( 7 ) Οδηγία 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 13)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 62 της 15.3.1993, σ. 49).

( 8 ) Οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς και ζωοτεχνικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 29)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

( 9 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου (ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1).

( 10 ) Οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών (ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 1977/64)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 163 της 4.7.2000, σ. 35).

( 11 ) Οδηγία 91/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 1991, σχετικά με το καθεστώς υγειονομικού ελέγχου που διέπει το ενδοκοινοτικό εμπόριο αιγοπροβάτων (ΕΕ L 46 της 19.2.1991, σ. 19)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 94/953/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 371 της 31.12.1994, σ. 14).

( 12 ) Οδηγία 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προέλευσης τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα και περί τροποποίησης των οδηγιών 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ και 90/675/ΕΟΚ (EE L 268 της 24.9.1991, σ. 56)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/43/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 162 της 1.7.1996, σ. 1).

( 13 ) Οδηγία 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για καθορισμό των αρχών οργάνωσης των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες (ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 9).

( 14 ) Οδηγία 82/894/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1982, για την κοινοποίηση των ασθενειών των ζώων μέσα στην Κοινότητα (ΕΕ L 378 της 31.12.82, σ. 58)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2000/556/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 235 της 19.9.2000, σ. 27).

( 15 ) ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1.

( 16 ) ΕΕ L 54 της 26.2.2011, σ. 1.

( 17 ) ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.

( 18 ) ΕΕ L 229 της 1.9.2009, σ. 1

( 19 ) ΕΕ L 328 της 24.11.2006, σ. 14.

( 20 ) http://vla.defra.gov.uk/science/docs/sci_tse_rl_handbookv4jan10.pdf

( 21 ) ΕΕ L 349 της 24.12.2002, σ. 105.

( 22 ) http://vla.defra.gov.uk/science/docs/sci_tse_rl_2blot.pdf

( 23 ) ΕΕ L 5 της 9.1.2004, σ. 8.

( 24 ) Ο ονομαστικός επιπολασμός χρησιμοποιείται για να καθοριστεί το μέγεθος μιας έρευνας με βάση τιμές-στόχους. Αν ο πραγματικός επιπολασμός είναι μεγαλύτερος από τον ονομαστικό επιπολασμό του, η έρευνα είναι πολύ πιθανό να ανιχνεύσει τη νόσο.

( 25 ) [ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55.]

( 26 ) ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 206.

( 27 ) ΕΕ L 99 της 20.4.1996, σ. 14.

( 28 ) ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1.

( 29 ) ΕΕ L 54 της 26.2.2009, σ. 1.

( 30 ) ΕΕ L 21 της 28.1.2004, σ. 11.

( 31 ) ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1.

( 32 ) ΕΕ L 368 της 23.12.2006, σ. 15.