61995A0025

Απόφαση του Πρωτοδικείου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 15ης Μαρτίου 2000. - Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Ανταγωνισμός - Άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) - Αγορά του τσιμέντου - Δικαιώματα άμυνας - Πρόσßαση στον φάκελο - Ενιαία και διαρκής παράßαση - Γενική συμφωνία και εφαρμογή της - Καταλογισμός παραßάσεως - Απόδειξη της συμμετοχής στη γενική συμφωνία και στην εφαρμογή της - Αντικειμενική και υποκειμενική σχέση μεταξύ της γενικής συμφωνίας και των περιπτώσεων εφαρμογής της - Πρόστιμο - Καθορισμός του ποσού. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-25/95, T-26/95, T-30/95, T-31/95, T-32/95, T-34/95, T-35/95, T-36/95, T-37/95, T-38/95, T-39/95, T-42/95, T-43/95, T-44/95, T-45/95, T-46/95, T-48/95, T-50/95, T-51/95, T-52/95, T-53/95, T-54/95, T-55/95, T-56/95, T-57/95, T-58/95, T-59/95, T-60/95, T-61/95, T-62/95, T-63/95, T-64/95, T-65/95, T-68/95, T-69/95, T-70/95, T-71/95, T-87/95, T-88/95, T-103/95 και T-104/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα II-00491


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης

Λέξεις κλειδιά


1 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας - Πρόσβαση στον φάκελο - Σκοπός - Έγγραφα χρήσιμα για την άμυνα - Εκτίμηση από την Επιτροπή και μόνον - Δεν επιτρέπεται - Υποχρέωση να παρασχεθεί πρόσβαση σε ολόκληρο τον φάκελο - Περιεχόμενο όσον αφορά τα εμπιστευτικά έγγραφα

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 19 §§ 1 και 2· κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρο 2)

2 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας - Έγγραφα τα οποία μπορεί να περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία - Μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο - Επίπτωση επί της νομιμότητας της αποφάσεως - Εκτίμηση από το Πρωτοδικείο

3 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Πρόσβαση στον φάκελο - Άρνηση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει απαλλακτικά έγγραφα τα οποία κατέχει ο προσφεύγων - Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας - Δεν υπάρχει

4 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας - Πρόσβαση στον φάκελο - Επιβαρυντικό έγγραφο - Έννοια

5 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση - Αποκλεισμός αποδεικτικών στοιχείων μη γνωστοποιηθέντων στους διαδίκους - Συνέπειες - Αδυναμία αποδείξεως της αντίστοιχης αιτιάσεως βάσει των εγγράφων αυτών

6 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Πρόσβαση στον φάκελο - Έγγραφα μη περιεχόμενα στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, τα οποία η Επιτροπή δεν έχει την πρόθεση να χρησιμοποιήσει ως επιβαρυντικά στοιχεία - Έγγραφα δυνάμενα να χρησιμεύσουν για την άμυνα των διαδίκων - Υποχρέωση της Επιτροπής να παράσχει στους διαδίκους με δική της πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα αυτά - Δεν υπάρχει - Υποχρέωση των διαδίκων να ζητήσουν να τους γνωστοποιηθούν τα έγγραφα αυτά

7 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Πρόσβαση στον φάκελο - Υποχρέωση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει εσωτερικά έγγραφα - Δεν υπάρχει - Γνωστοποίηση την οποία διατάσσει ο κοινοτικός δικαστής - Προϋποθέσεις

8 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Ανακοίνωση αιτιάσεων - Αναγκαίο περιεχόμενο

9 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Ανακοίνωση αιτιάσεων - Αναγκαίο περιεχόμενο - Πληροφόρηση των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων σχετικά με την πρόθεση της Επιτροπής να τους επιβάλει πρόστιμα

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

10 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Γλωσσικό καθεστώς - Παραρτήματα της ανακοινώσεως αιτιάσεων - Επί λέξει παραθέσεις εκ μέρους της Επιτροπής εγγράφων καταρτισθέντων από τις επιχειρήσεις - Πρακτικά ακροάσεως - Διάθεση στους διαδίκους στη γλώσσα του πρωτοτύπου - Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας - Δεν υπάρχει

(Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 3· κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρο 9 § 4)

11 Ευρωπαϋκές Κοινότητες - Γλωσσικό καθεστώς - Παρανομία την οποία διέπραξε ένα κοινοτικό όργανο - Αποτέλεσμα - Διαδικαστική πλημμέλεια σε περίπτωση ζημίας

(Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

12 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων - Προσδιορισμός του περιεχομένου του φακέλου που πρέπει να γνωστοποιηθεί στη συμβουλευτική επιτροπή - Στοιχεία σχετικά με τα πρόστιμα

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 10 §§ 3 έως 6)

13 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Απαγόρευση - Εφαρμογή στις ενώσεις επιχειρήσεων - Προϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

14 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συμφωνίες μεταξύ ενώσεων επιχειρήσεων και επιχειρήσεων - Περιλαμβάνονται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

15 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συμμετοχή σε συνεδριάσεις που έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό - Γεγονός από το οποίο, ελλείψει αποστασιοποιήσεως από τις ληφθείσες αποφάσεις, συνάγεται συμμετοχή στην επακολουθήσασα σύμπραξη

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

16 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων - Προσβολή του ανταγωνισμού - Κριτήρια εκτιμήσεως - Αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό - Αρκεί αυτή η διαπίστωση

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

17 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Απόδειξη - Ένα και μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο - Επιτρέπεται - Προϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

18 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Προϋπόθεση να υπάρχουν επαφές χαρακτηριζόμενες από αμοιβαιότητα

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

19 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Έννοια - Δήλωση περί των προθέσεων η οποία εξαλείφει ή μειώνει σημαντικά την αβεβαιότητα ως προς τη συμπεριφορά του επιχειρηματία στην αγορά - Το στοιχείο αυτό επαρκεί

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

20 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Έννοια - Ανάγκη υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της διαβουλεύσεως και της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων στην αγορά - Τεκμήριο υπάρξεως αυτού του αιτιώδους συνδέσμου

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

21 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Παραβάσεις - Δικαιολογητικοί λόγοι - Συμπεριφορά άλλων επιχειρηματιών που τυγχάνουν κρατικών ενισχύσεων - Παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής των υποχρεώσεών της - Δεν επιτρέπεται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 § 1 και 155 (νυν άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 211 ΕΚ)]

22 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Έννοια - Συντονισμός και συνεργασία που δεν συμβιβάζονται με την υποχρέωση κάθε επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

23 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Αγορές κατόπιν συνεννοήσεως των προϋόντων ενός παραγωγού ώστε αυτός να παύσει ή να μειώσει τις απευθείας πωλήσεις του στις ευρωπαϋκές αγορές - Απόδειξη της συμμετοχής του παραγωγού στη σύμπραξη - Γνώση εκ μέρους του παραγωγού του σκοπού των αγορών αυτών - Δεν επαρκεί

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

24 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων στις αγορές εξαγωγής προς τις τρίτες χώρες - Απαγόρευση - Προϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

25 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Έννοια - Αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό - Έλλειψη αντιθέτου προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματος στην αγορά - Δεν ασκεί επιρροή - Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου - Κριτήρια εκτιμήσεως

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

26 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Διμερείς ή πολυμερείς συμπράξεις θεωρούμενες ως συστατικά στοιχεία μιας ενιαίας θίγουσας τον ανταγωνισμό συμφωνίας - Προϋποθέσεις - Συνολικό σχέδιο με το οποίο επιδιώκεται κοινός στόχος - Επιχειρήσεις στις οποίες μπορεί να προσαφθεί η συμμετοχή στην ενιαία συμφωνία - Προϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

27 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων - Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διαρκείας της

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

28 Πράξεις των οργάνων - Αιτιολόγηση - Υποχρέωση - Περιεχόμενο - Απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού - Ευκταία η ανακοίνωση του τρόπου υπολογισμού του προστίμου

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ) και άρθρο 190 (νυν άρθρο 253 ΕΚ)· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15]

29 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Προϋποθέσεις επιβολής προστίμων από την Επιτροπή - Όφελος το οποίο άντλησε η επιχείρηση από την παράβαση - Δεν περιλαμβάνεται - Συνεκτίμηση του παρανόμου κέρδους για τον υπολογισμό του προστίμου - Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

30 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Καθορισμός - Κριτήρια - Εφαρμογή στο πλαίσιο παραβάσεως την οποία διέπραξαν πλείονες επιχειρήσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

31 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Καθορισμός - Ποιος κύκλος εργασιών λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ανωτάτου ύψους του προστίμου - Ποιος κύκλος εργασιών λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου - Διάκριση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

32 Aνταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Καθορισμός - Ποιος κύκλος εργασιών λαμβάνεται υπόψη - Κύκλος εργασιών του συνόλου του ομίλου επιχειρήσεων - Ενσωμάτωση του κύκλου εργασιών των θυγατρικών τις οποίες δεν αφορά η προσβαλλομένη απόφαση στον κύκλο εργασιών της μητρικής εταιρίας για τον υπολογισμό του προστίμου που οφείλει η εταιρία αυτή - Επιβολή κατά τον τρόπο αυτό προστίμου στις εν λόγω θυγατρικές - Δεν υπάρχει

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

33 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Μέθοδοι υπολογισμού - Μετατροπή σε ECU του κύκλου εργασιών του έτους αναφοράς των επιχειρήσεων βάσει της μέσης τιμής συναλλάγματος του ίδιου έτους - Επιτρέπεται

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

34 Διαδικασία - Δικαστικά έξοδα - Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν - Έννοια - Δαπάνες για τη σύσταση και τη διατήρηση τραπεζικής εγγυήσεως - Έξοδα προκληθέντα κατά τη διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού - Δεν περιλαμβάνονται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 91, στοιχείο ββ)

Περίληψη


1 Στις υποθέσεις ανταγωνισμού, σκοπός της προσβάσεως στον φάκελο είναι να παρέχεται στους αποδέκτες ανακοινώσεως αιτιάσεων η δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή, ώστε να μπορέσουν να λάβουν λυσιτελώς θέση επί των συμπερασμάτων στα οποία έχει καταλήξει η Επιτροπή βάσει των στοιχείων αυτών. Η πρόσβαση στον φάκελο εντάσσεται, επομένως, στις διαδικαστικές εγγυήσεις που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας και στην εξασφάλιση, ειδικότερα, της αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως, το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17, και 2 του κανονισμού 99/63. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, η οποία πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν πρόκειται για διοικητική διαδικασία.

Έτσι, στο πλαίσιο της κατ' αντιδικία διαδικασίας που οργανώνει ο κανονισμός 17 και λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής της ισότητας των όπλων, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή και μόνο να αποφασίζει ποια είναι τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα των εμπλεκομένων μερών και το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να επιδοκιμάσει το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει μόνη αυτή αν θα χρησιμοποιήσει ή όχι ορισμένα έγγραφα κατά των μερών αυτών, ενώ τα εμπλεκόμενα μέρη δεν είχαν πρόσβαση στα έγγραφα αυτά και δεν μπορούσαν επομένως να αποφασίσουν, αντιστοίχως, αν θα τα χρησιμοποιήσουν ή όχι για την άμυνά τους.

Επομένως, η Επιτροπή, προκειμένου να παράσχει στα εν λόγω μέρη τη δυνατότητα να αμυνθούν αποτελεσματικά, υποχρεούται να τους καταστήσει προσιτό ολόκληρο τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, εξαιρουμένων των εγγράφων που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής. Αν η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένα έγγραφα περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία, πρέπει να καταρτίσει ή να ζητήσει από τα εμπλεκόμενα μέρη από τα οποία προέρχονται τα έγγραφα αυτά να καταρτίσουν μη εμπιστευτικά κείμενα των εν λόγω εγγράφων. Αν η κατάρτιση μη εμπιστευτικών κειμένων όλων των εγγράφων αποδειχθεί δυσχερής, η Επιτροπή οφείλει να διαβιβάσει στους ενδιαφερομένους έναν αρκούντως ακριβή κατάλογο των εγγράφων που δημιουργούν πρόβλημα, ώστε να τους παράσχει τη δυνατότητα να καθορίσουν, έχοντας επίγνωση της καταστάσεως, αν τα περιγραφόμενα έγγραφα μπορούν να είναι ουσιώδη για την άμυνά τους. Συναφώς, δεν είναι αρκούντως ακριβής ένας κατάλογος εγγράφων ο οποίος δεν περιέχει καμία περιγραφή των καταχωρισμένων σ' αυτόν εγγράφων και δεν παρέχει, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να εκτιμήσουν κατά πόσον είναι σκόπιμο να ζητήσουν πρόσβαση σε συγκεκριμένα έγγραφα.

(Βλ. σκέψεις 142 έως 144, 147 και 148)

2 Η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε στους προσφεύγοντες προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως κατά τη διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού δεν μπορεί από μόνη της να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η πρόσβαση στον φάκελο δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά σκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας. Έτσι, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων της άμυνας και εξαρτάται από αυτή.

Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση μπορεί να ακυρωθεί εν όλω ή εν μέρει μόνον αφού διαπιστωθεί ότι η μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο εμπόδισε τους προσφεύγοντες να λάβουν γνώση εγγράφων που μπορούσαν να φανούν χρήσιμα για την άμυνά τους και αποτέλεσε έτσι προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας. Η έκταση του τμήματος του φακέλου έρευνας της υποθέσεως στο οποίο δεν είχαν πρόσβαση οι προσφεύγοντες κατά τη διοικητική διαδικασία δεν αρκεί από μόνη της για τη στήριξη μιας τέτοιας διαπιστώσεως.

Οσάκις ένας προσφεύγων βάλλει, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως μιας τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να ανακοινώσει ένα ή περισσότερα στοιχεία του φακέλου, είναι έργο του Πρωτοδικείου να ζητήσει να του κοινοποιηθούν τα στοιχεία αυτά και να τα ερευνήσει. Στην περίπτωση αυτή, χωρίς το Πρωτοδικείο να είναι σε θέση να υποκαταστήσει την Επιτροπή, η εξέταση αυτή πρέπει να αφορά κατ' αρχάς το ζήτημα αν τα έγγραφα στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία έχουν αντικειμενική σχέση με αιτίαση η οποία έγινε δεκτή εις βάρος του προσφεύγοντος τον οποίο αφορά η προσβαλλομένη απόφαση. Αν δεν υπάρχει τέτοια σχέση, τα εν λόγω έγγραφα δεν έχουν καμία χρησιμότητα για την άμυνα του προσφεύγοντος που τα επικαλείται. Αν, αντιθέτως, τα έγγραφα αυτά έχουν τέτοια σχέση, τότε πρέπει να εξετασθεί αν η μη γνωστοποίησή τους έθιξε την άμυνα του διαδίκου αυτού κατά τη διοικητική διαδικασία. Συναφώς, θα πρέπει να εξετασθούν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής και να εκτιμηθεί αν τα μη γνωστοποιηθέντα έγγραφα μπορούσαν να έχουν, από πλευράς των στοιχείων αυτών, σπουδαιότητα η οποία δεν έπρεπε να παραβλεφθεί. Θα συντρέχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας αν υπήρχε μια πιθανότητα - έστω και περιορισμένη - να μπορούσε η διοικητική διαδικασία να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να επικαλεσθεί το έγγραφο κατά την εν λόγω διοικητική διαδικασία.

(Βλ. σκέψεις 156, 240 και 241)

3 Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, δεν μπορούν να προσβληθούν τα δικαιώματα άμυνας ενός προσφεύγοντος λόγω του ότι η Επιτροπή δεν του γνωστοποίησε έγγραφο το οποίο μπορούσε να περιέχει απαλλακτικά υπέρ αυτού στοιχεία, αν το έγγραφο αυτό προέρχεται από τον προσφεύγοντα αυτόν ή αν το εν λόγω έγγραφο βρισκόταν προδήλως στην κατοχή του ως άνω προσφεύγοντος κατά τη διοικητική διαδικασία. Πράγματι, αν έγγραφο το οποίο κατέχει ένας αποδέκτης της ανακοινώσεως αιτιάσεων περιέχει απαλλακτικά υπέρ αυτού στοιχεία, τίποτε δεν τον εμποδίζει να επικαλεσθεί το έγγραφο αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία. Για την οργάνωση της άμυνάς του, ένας διάδικος δεν περιορίζεται μόνο στα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής στα οποία έχει πρόσβαση. Έχει την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει κάθε έγγραφο που κρίνει χρήσιμο για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής.

(Βλ. σκέψη 248)

4 Ένα έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί επιβαρυντικό έναντι μιας επιχειρήσεως εμπλεκομένης σε διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού παρά μόνον αν η Επιτροπή το χρησιμοποιήσει προς στήριξη της διαπιστώσεως μιας παραβάσεως στην οποία μετέσχε η επιχείρηση αυτή. Προς απόδειξη της υπάρξεως προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς της, δεν αρκεί να αποδείξει η επιχείρηση αυτή ότι δεν μπόρεσε να λάβει θέση κατά τη διοικητική διαδικασία επί εγγράφου χρησιμοποιηθέντος σε οποιοδήποτε σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρέπει να αποδείξει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε, στην προσβαλλομένη απόφαση, ένα νέο αποδεικτικό στοιχείο για να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως στην οποία μετέσχε η εν λόγω επιχείρηση.

Εξάλλου, όλα τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση στο πλαίσιο παραβάσεως προσαπτομένης σε μια επιχείρηση δεν αποτελούν κατ' ανάγκη επιβαρυντικά έγγραφα ληφθέντα υπόψη εις βάρος της, επί των οποίων έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να λάβει θέση κατά τη διοικητική διαδικασία. Πράγματι, δεν μπορεί να τίθεται θέμα προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς της αν ένα έγγραφο στο οποίο δεν είχε πρόσβαση χρησιμοποιήθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση αποκλειστικώς και μόνο για να στηρίξει τη συμμετοχή μιας άλλης επιχειρήσεως στην ίδια παράβαση ή αν χρησιμοποιήθηκε για την αντίκρουση ενός συγκεκριμένου ισχυρισμού τον οποίο προέβαλε η εν λόγω άλλη επιχείρηση κατά τη διοικητική διαδικασία.

(Βλ. σκέψεις 284 και 318)

5 Πρέπει να αποκλεισθεί η χρησιμοποίηση, ως μέσων για την απόδειξη παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, των εγγράφων τα οποία ελήφθησαν υπόψη εις βάρος των προσφευγόντων με την προσβαλλομένη απόφαση, χωρίς οι διάδικοι αυτοί να έχουν στη διάθεσή τους τα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία ή χωρίς να μπορούν ευλόγως να προβλέψουν τα συμπεράσματα που θα αντλούσε εντεύθεν η Επιτροπή.

Ο αποκλεισμός αυτός, όχι μόνο δεν συνεπάγεται την ολική ακύρωση της αποφάσεως, αλλά επιπλέον έχει σημασία μόνο στο μέτρο που η αντίστοιχη αιτίαση της Επιτροπής μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με τα έγγραφα αυτά.

(Βλ. σκέψεις 323 και 364)

6 Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παράσχει πρόσβαση, με δική της πρωτοβουλία, σε έγγραφα τα οποία δεν υπάρχουν στον φάκελό της έρευνας της υποθέσεως και τα οποία δεν έχει την πρόθεση να χρησιμοποιήσει στην οριστική απόφαση εις βάρος των εμπλεκομένων μερών. Επομένως, η επιχείρηση, η οποία μαθαίνει κατά τη διοικητική διαδικασία ότι η Επιτροπή διαθέτει έγγραφα δυνάμενα να χρησιμεύσουν για την άμυνά της και η οποία επιθυμεί να λάβει γνώση των εγγράφων αυτών, υποχρεούται να υποβάλει στο κοινοτικό όργανο ρητή αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα αυτά. Η παράλειψη του προσφεύγοντος να ενεργήσει κατά τον τρόπο αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία συνεπάγεται συναφώς απώλεια του δικαιώματος όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως που θα ασκηθεί ενδεχομένως κατά της οριστικής αποφάσεως.

Σε περίπτωση που η Επιτροπή απορρίψει κατά τη διοικητική διαδικασία την αίτηση ενός προσφεύγοντος να του παρασχεθεί πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία δεν υπάρχουν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι η διοικητική διαδικασία μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ο προσφεύγων είχε πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής.

(Βλ. σκέψη 383)

7 Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παράσχει πρόσβαση σε εσωτερικά έγγραφα κατά τη διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού. Εξάλλου, κατά τη διαδικασία ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, τα έγγραφα αυτά δεν γνωστοποιούνται στους προσφεύγοντες, εκτός αν το απαιτούν οι εξαιρετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, βάσει σοβαρών ενδείξεων τις οποίες αυτοί οφείλουν να προσκομίσουν. Αυτός ο περιορισμός της προσβάσεως στα εσωτερικά έγγραφα δικαιολογείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της εύρυθμης λειτουργίας του οικείου οργάνου στον τομέα της πατάξεως των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης.

(Βλ. σκέψη 420)

8 Η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να εκθέτει τις αιτιάσεις κατά τρόπο αρκούντως σαφή, έστω και συνοπτικό, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν για ποιες ενέργειες τους επέκρινε η Επιτροπή. Πράγματι, υπ' αυτήν και μόνον την προϋπόθεση μπορεί η ανακοίνωση αιτιάσεων να επιτελέσει τη λειτουργία την οποία της προσδίδουν οι κοινοτικοί κανονισμοί και η οποία συνίσταται στην παροχή όλων των αναγκαίων στοιχείων στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, ώστε να μπορέσουν να αμυνθούν προσηκόντως πριν εκδώσει η Επιτροπή οριστική απόφαση.

(Βλ. σκέψη 476)

9 Η Επιτροπή δεν δικαιούται να επιβάλει πρόστιμο σε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων χωρίς να έχει προηγουμένως πληροφορήσει την ενδιαφερόμενη, κατά τη διοικητική διαδικασία, για την προς τούτο πρόθεσή της. Έτσι, η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να παρέχει στον αποδέκτη της ενδείξεις ως προς την εσκεμμένη ή εξ αμελείας τέλεση της διαπραχθείσας παραβάσεως και ως προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής, με σκοπό τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, ώστε να του παράσχει τη δυνατότητα να προβλέψει ότι θα μπορούσε να του επιβληθεί πρόστιμο. Πράγματι, η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να παρέχει στην εμπλεκόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων τη δυνατότητα να αμυνθεί όχι μόνον κατά της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και κατά της επιβολής προστίμου.

Συγκεκριμένα, αν για ειδικούς λόγους η Επιτροπή σκοπεύει να επιβάλει πρόστιμα για την ίδια παράβαση τόσο σε ένωση επιχειρήσεων όσο και στις επιχειρήσεις μέλη της ενώσεως αυτής, υποχρεούται να αναφέρει σαφώς την πρόθεση αυτή στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή σε συμπλήρωμα αυτής. Δεν εκφράζει την πρόθεση αυτή η ανακοίνωση αιτιάσεων της οποίας η μία και μοναδική παράγραφος επί των προστίμων δεν διαλαμβάνει καμία άλλη μνεία αυτών των ενώσεων επιχειρήσεων πλην μιας σχεδόν λέξη προς λέξη παραθέσεως του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, κατά το οποίο η Επιτροπή δύναται να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, και στην οποία ανακοίνωση αιτιάσεων η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις της επί των κατ' αρχήν προϋποθέσεων για την επιβολή προστίμου και επί του καθορισμού του ύψους του προστίμου, δεν εξέφρασε την πρόθεσή της να επιβάλει πρόστιμα και στις ενώσεις επιχειρήσεων.

(Βλ. σκέψεις 480 και 481, 483 έως 485)

10 Η Επιτροπή δεν υποχρεούται, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, να χορηγήσει στις επιχειρήσεις μετάφραση των παραρτημάτων της ανακοινώσεως αιτιάσεων, δεδομένου ότι δεν πρόκειται περί «εγγράφων» υπό την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητος. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά δεν προέρχονται από την Επιτροπή, αλλά αποτελούν πειστήρια στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή.

Τα προερχόμενα από τις επιχειρήσεις ή επαγγελματικές ενώσεις έγγραφα, τα οποία παραθέτει επί λέξει η Επιτροπή στην ανακοίνωση αιτιάσεων προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών, κατά μείζονα λόγο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως προερχόμενα από το θεσμικό όργανο αυτό, μολονότι η ανακοίνωση αιτιάσεων αποτελεί «έγγραφο» της Επιτροπής υπό την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Επομένως, το γεγονός ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων παραθέτει διάφορα μη μεταφρασμένα αποσπάσματα τέτοιων εγγράφων ομοίως δεν μπορεί να θεωρηθεί παράβαση του άρθρου 3 του κανονισμού 1.

Τα πρακτικά των ακροάσεων τα οποία προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 99/63 έχουν ως αποκλειστικό σκοπό να αναπαράγουν γραπτώς τις προφορικές παρεμβάσεις των διαφόρων ενδιαφερομένων στη γλώσσα που χρησιμοποίησαν, ώστε αυτοί να μπορούν να ελέγξουν αν οι δικές τους δηλώσεις καταγράφηκαν ορθώς. Δεν αποτελούν έγγραφα προερχόμενα από την Επιτροπή υπό την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1 και, συνεπώς, δεν χρειάζεται να μεταφρασθούν.

Εξάλλου, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέσθηκε η Επιτροπή προς στήριξη της ανακοινώσεώς της αιτιάσεων και, επομένως, για την προετοιμασία άμυνας, επιβάλλεται να υπάρχει πρόσβαση μάλλον στα αποδεικτικά στοιχεία καθαυτά παρά σε μια ανεπίσημη μετάφρασή τους. Συνεπώς, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει να μπορούν οι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων να έχουν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία στα πρωτότυπα όλων των επιβαρυντικών εγγράφων. Ωστόσο, η αρχή αυτή περί των δικαιωμάτων άμυνας δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να μεταφράζει στη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι οι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων τα έγγραφα που παρατίθενται στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή χρησιμοποιούνται προς στήριξή της. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των προσφευγόντων ο οποίος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας, λόγω του ότι η Επιτροπή παρέλειψε να τους χορηγήσει μετάφραση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων που παραθέτει στην ανακοίνωση αιτιάσεων και που χρησιμοποίησε προς στήριξη της ανακοινώσεως αυτής.

(Βλ. σκέψεις 631, 633 έως 636)

11 Οσάκις ένα θεσμικό όργανο απευθύνει σε ένα πρόσωπο το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους έγγραφο μη καταρτισθέν στη γλώσσα του κράτους αυτού, η διαπραχθείσα παρανομία, όσο αξιόμεμπτη και αν είναι, καθιστά πλημμελή τη διαδικασία μόνον αν απορρέουν από αυτήν επιζήμιες συνέπειες για το εν λόγω πρόσωπο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

(Βλ. σκέψη 643)

12 Η λήψη της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής, την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφοι 3 έως 6, του κανονισμού 17, αποτελεί ουσιώδη τύπο, η παράβαση του οποίου θίγει τη νομιμότητα της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, αν αποδειχθεί ότι το γεγονός ότι δεν διαβιβάσθηκαν ορισμένα ουσιώδη στοιχεία εμπόδισε τη συμβουλευτική επιτροπή να εκφέρει τη γνώμη της έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων, δηλαδή χωρίς να παραπλανηθεί ως προς ουσιώδες ζήτημα από ανακρίβειες ή παραλείψεις.

Δεν αποτελεί παράβαση του τύπου αυτού το ότι η Επιτροπή δεν γνωστοποιεί στη συμβουλευτική επιτροπή τα ακριβή ποσά των προτεινομένων προστίμων, αλλά της αναφέρει ένα συνολικό κατά προσέγγιση ποσό σε ECU, το οποίο αντιπροσωπεύει το σύνολο των προστίμων, και την πληροφορεί ότι θα επιβάλει πρόστιμο ποσοστού 5 % επί του κύκλου εργασιών σε ορισμένες κατονομαζόμενες στην απόφαση επιχειρήσεις που φέρουν βαριά ευθύνη και ποσοστού 3,5 % σε άλλες επίσης κατονομαζόμενες στην απόφαση επιχειρήσεις που φέρουν λιγότερο βαριά ευθύνη. Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έχει διαβιβάσει στη συμβουλευτική επιτροπή το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων που ήσαν αναγκαία για να διαμορφώσει γνώμη επί των προστίμων.

(Βλ. σκέψεις 742, 744, 748)

13 Δεν είναι απαραίτητο οι επαγγελματικές ενώσεις να έχουν ιδία εμπορική ή παραγωγική δραστηριότητα προκειμένου να τύχουν της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ). Πράγματι, το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης έχει εφαρμογή στις ενώσεις κατά το μέτρο που η δραστηριότητά τους ή η δραστηριότητα των επιχειρήσεων που μετέχουν σ' αυτές σκοπεί στην παραγωγή αποτελεσμάτων τα οποία επιδιώκει να καταστείλει το άρθρο αυτό. Κάθε άλλη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια να καταστήσει το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης κενό περιεχομένου.

(Βλ. σκέψη 1320)

14 Το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) δεν αποκλείει τις συμφωνίες μεταξύ ενώσεων επιχειρήσεων και επιχειρήσεων από το πεδίο εφαρμογής των απαγορεύσεων που θεσπίζει. Για να δεχθεί σωρευτικώς τη συμμετοχή μιας ενώσεως και των μελών της στην ίδια παράβαση, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι η ένωση είχε αυτοτελή συμπεριφορά σε σχέση με αυτή των μελών της.

(Βλ. σκέψη 1325)

15 Άπαξ μια επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων μετέσχε, ακόμη και χωρίς να έχει ενεργό ρόλο, σε μία ή περισσότερες συνεδριάσεις κατά τις οποίες εκδηλώθηκε ή επιβεβαιώθηκε εκ νέου η σύμπτωση βουλήσεων επί της αρχής περί θίγουσας τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς και με την παρουσία της συναίνεσε ή, τουλάχιστον, έδωσε στους λοιπούς μετασχόντες την εντύπωση ότι συναινούσε στο περιεχόμενο της θίγουσας τον ανταγωνισμό συμφωνίας η οποία συνήφθη και κατόπιν επιβεβαιώθηκε κατά τις συνεδριάσεις αυτές, πρέπει να θεωρείται ότι μετέσχε στην εν λόγω συμφωνία, εκτός αν αποδείξει ότι αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από την παράνομη συνεννόηση ή ότι πληροφόρησε τους λοιπούς μετέχοντες ότι σκόπευε να μετάσχει στις συνεδριάσεις αυτές έχοντας διαφορετικές προθέσεις από τις δικές τους.

Εφόσον δεν αποδεικνύει την αποστασιοποίηση αυτή, το γεγονός ότι αυτή η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων δεν συμμορφώνεται προς τα αποτελέσματα των συνεδριάσεων αυτών ουδόλως μειώνει την πλήρη ευθύνη της για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη.

(Βλ. σκέψεις 1353, 1389, 3199)

16 Για την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας παρέλκει όταν προκύπτει ότι αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Στην περίπτωση αυτή, η έλλειψη, στην προσβαλλομένη απόφαση, οποιασδήποτε αναλύσεως των αποτελεσμάτων της συμφωνίας επί του ανταγωνισμού δεν συνιστά, επομένως, πλημμέλεια της αποφάσεως που μπορεί να επιφέρει την ακύρωσή της. Έτσι, άπαξ η Επιτροπή αποδείξει ότι το αντικείμενο της συμφωνίας αυτής αντιβαίνει προς τον ανταγωνισμό, δεν οφείλει να αποδείξει επιπλέον ότι η συμφωνία αυτή παρήγαγε περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα εντός της κοινής αγοράς.

(Βλ. σκέψη 1531)

17 Kαμία αρχή του κοινοτικού δικαίου δεν κωλύει την Επιτροπή να στηρίζεται σε ένα και μόνον έγγραφο για να καταλήξει στην ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), υπό την προϋπόθεση ότι η αποδεικτική αξία του εγγράφου αυτού είναι αναμφίβολη και ότι το εν λόγω έγγραφο αποδεικνύει από μόνο του με βεβαιότητα την ύπαρξη της ως άνω παραβάσεως. Συναφώς, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου πρέπει προπάντων να ελέγχεται η ακρίβεια της περιεχόμενης σ' αυτό πληροφορίας. Πρέπει επομένως να λαμβάνεται υπόψη η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε, ο αποδέκτης του και αν, σύμφωνα με το περιεχόμενό του, το έγγραφο φαίνεται λογικό και αξιόπιστο.

(Βλ. σκέψη 1838)

18 Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει την ύπαρξη επαφών χαρακτηριζομένων από αμοιβαιότητα. Αυτή η προϋπόθεση της αμοιβαιότητας πληρούται οσάκις η εκ μέρους ενός ανταγωνιστή αποκάλυψη σε άλλον ανταγωνιστή των μελλοντικών του προθέσεων ή της μελλοντικής του συμπεριφοράς στην αγορά ζητήθηκε ή, τουλάχιστον, έγινε δεκτή από τον δεύτερο. Τούτο συμβαίνει οσάκις η συνομιλία κατά την οποία ένας επιχειρηματίας πληροφορήθηκε από τον ανταγωνιστή του τις προθέσεις ή τη μελλοντική συμπεριφορά του ανταγωνιστή αυτού προκλήθηκε από τον εν λόγω επιχειρηματία και οσάκις από τα πρακτικά της συνομιλίας τα οποία κατάρτισε o ως άνω επιχειρηματίας προκύπτει ότι αυτός δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη ή αντίρρηση όταν ο ανταγωνιστής του του γνωστοποίησε τις προθέσεις του. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο επιχειρηματίας αυτός είχε απλώς κατά την εν λόγω συνομιλία τον εντελώς παθητικό ρόλο του αποδέκτη των πληροφοριών τις οποίες ο ανταγωνιστής του αποφάσισε μονομερώς να του γνωστοποιήσει, χωρίς ο ίδιος να του ζητήσει οτιδήποτε.

(Βλ. σκέψη 1849)

19 Συνιστά εναρμονισμένη πρακτική απαγορευόμενη από το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ επιχειρηματιών ικανή να αποκαλύψει σε ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που οι ίδιοι έχουν αποφασίσει ή έχουν κατά νου να τηρήσουν στην αγορά, οσάκις η επαφή αυτή έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν αντιστοιχούν στις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Συνεπώς, για να στοιχειοθετηθεί εναρμονισμένη πρακτική δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι ένας επιχειρηματίας ανέλαβε επισήμως δέσμευση, έναντι ενός ή περισσοτέρων άλλων, να υιοθετήσει την τάδε ή τη δείνα συμπεριφορά ή ότι οι ανταγωνιστές καθόρισαν από κοινού τη μελλοντική συμπεριφορά τους στην αγορά. Αρκεί ο επιχειρηματίας, μέσω της δηλώσεώς του περί των προθέσεών του, να έχει εξαλείψει ή, τουλάχιστον, να έχει μειώσει σημαντικώς την αβεβαιότητα ως προς την αναμενόμενη εκ μέρους του συμπεριφορά στην αγορά.

(Βλ. σκέψη 1852)

20 Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής ενέχει πράγματι, πέραν από τη διαβούλευση μεταξύ επιχειρήσεων, και συμπεριφορά στην αγορά συνακόλουθη προς αυτή τη διαβούλευση και σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Πρέπει να τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου που βαρύνει τους ενδιαφερόμενους, ότι η επίμαχη διαβούλευση με την οποία οι ενδιαφερόμενοι αυτοί σκοπούσαν να κατανείμουν μεταξύ τους την αγορά επηρέασε τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή.

(Βλ. σκέψεις 1855, 1865)

21 Oι επιχειρήσεις δεν μπορούν να δικαιολογούν την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού με το πρόσχημα ότι τις εξώθησε στην παράβαση αυτή η συμπεριφορά άλλων επιχειρηματιών. Το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες αυτοί έτυχαν κρατικών ενισχύσεων δεν μπορεί ούτε να καταστήσει νόμιμη την ανάληψη ιδιωτικών πρωτοβουλιών που θίγουν τον ανταγωνισμό, ακόμη και αν οι εν λόγω ενισχύσεις ήσαν παράνομες. Μολονότι οι επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα όχι μόνο να επισημαίνουν στις αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένης και της ίδιας της Επιτροπής, τις ενδεχόμενες παραβιάσεις των εθνικών ή κοινοτικών διατάξεων, αλλά επίσης να προβαίνουν σε συλλογικές εκδηλώσεις για τον σκοπό αυτό, πράγμα το οποίο προϋποθέτει κατ' ανάγκη τη δυνατότητα διεξαγωγής προπαρασκευαστικών συζητήσεων μεταξύ τους, αντιθέτως, δεν μπορούν να παίρνουν το δίκαιο στα χέρια τους υποκαθιστώντας τις αρμόδιες αρχές στην πάταξη ενδεχομένων παραβιάσεων του εθνικού και/ή του κοινοτικού δικαίου και εμποδίζοντας, με μέτρα ληφθέντα με δική τους πρωτοβουλία, την κυκλοφορία των προϋόντων στην εσωτερική αγορά.

Το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορεί να επέδειξε ελαστικότητα ως προς τον φάκελο των προαναφερθεισών κρατικών ενισχύσεων και έτσι να παρέβη ορισμένες από τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 155 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 211 ΕΚ) δεν μπορεί να δικαιολογήσει τυχόν παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου.

(Βλ. σκέψεις 2557 έως 2559)

22 Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που, χωρίς να φθάνει μέχρι την κατά κυριολεξία σύναψη συμβάσεως, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών. Τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας τα οποία ορίζουν την έννοια αυτή νοούνται υπό το πρίσμα της αντιλήψεως που είναι συνυφασμένη με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης, κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά. Aυτή η απαίτηση αυτονομίας αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ επιχειρηματιών, η οποία έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν αντιστοιχούν προς τις κανονικές συνθήκες της αγοράς.

(Βλ. σκέψη 3150)

23 Το γεγονός και μόνον ότι ένας παραγωγός κράτους μέλους γνώριζε ότι οι αγορές στις οποίες προέβαιναν από αυτόν οι λοιποί Ευρωπαίοι παραγωγοί αποσκοπούσαν στην παύση ή, τουλάχιστον, στη μείωση των απευθείας πωλήσεων του στις ευρωπαϋκές αγορές δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι μετέσχε σε σύμπραξη αντιβαίνουσα στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ). Η γνώση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει συμπεριφορά συνιστώσα παράβαση, παρά μόνον αν αποδειχθεί ότι συνοδεύεται από προσχώρηση του παραγωγού αυτού στον σκοπό που επιδίωκαν οι ανωτέρω παραγωγοί με τις ως άνω αγοραπωλησίες. Κατά το μέτρο που ο σκοπός αυτός αντιβαίνει στα συμφέροντα του εν λόγω παραγωγού, μόνον η απόδειξη δεσμεύσεως του παραγωγού αυτού να παύσει ή να μειώσει τις απευθείας πωλήσεις του στις ευρωπαϋκές αγορές, ως αντάλλαγμα για τις υπό εξέταση αγοραπωλησίες, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά εκ μέρους του προσχώρηση στον σκοπό αυτό.

(Βλ. σκέψεις 3443 και 3444)

24 Η συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων στις αγορές εξαγωγών προς τις τρίτες χώρες δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), παρά μόνον εφόσον η συνεργασία αυτή έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας και εφόσον δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τούτο συμβαίνει σε περίπτωση συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων με σκοπό την αποτροπή των διεισδύσεων των ανταγωνιστών στις αντίστοιχες εθνικές αγορές των επιχειρήσεων αυτών εντός της Κοινότητας.

(Βλ. σκέψεις 3868 και 3869)

25 Από το κείμενο του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ) προκύπτει ότι οι εναρμονισμένες πρακτικές απαγορεύονται, ασχέτως αποτελέσματος, άπαξ έχουν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο. Ναι μεν η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει συμπεριφορά στην αγορά, δεν συνεπάγεται όμως κατ' ανάγκην ότι η συμπεριφορά αυτή επιφέρει συγκεκριμένα το αποτέλεσμα να περιορίζει, να καταργεί ή να νοθεύει τον ανταγωνισμό.

Εξάλλου, απαγορεύοντας τις συμπράξεις που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού και οι οποίες είναι ικανές να θίξουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν επιβάλλει να αποδεικνύεται ότι η εν λόγω σύμπραξη έχει πράγματι θίξει αισθητά το εν λόγω εμπόριο, γεγονός άλλωστε το οποίο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δυσχερώς μπορεί να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο, αλλά ζητεί να αποδεικνύεται ότι η σύμπραξη αυτή ήταν ικανή να έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Έτσι, η προϋπόθεση ότι πρέπει να θίγεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο πληρούται όταν, βάσει συνόλου νομικών και πραγματικών στοιχείων, η διαπιστούμενη σύμπραξη επιτρέπει να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι μπορεί να ασκήσει άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική επίδραση στα ρεύματα του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου.

Έτσι, ορθώς η Επιτροπή χαρακτήρισε ως εναρμονισμένη πρακτική υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης μια συνεργασία στο πλαίσιο επιτροπής επιχειρηματιών σκοπούσα στην αποτροπή των διεισδύσεων των ανταγωνιστών στις αντίστοιχες εθνικές αγορές της Κοινότητας. Πράγματι, στο πλαίσιο αυτό, τα μέλη της επιτροπής αυτής, ή τουλάχιστον ορισμένα από αυτά, υποκατέστησαν στους κινδύνους του ανταγωνισμού μια πρακτική συνεργασία μεταξύ τους που έχει αντικείμενο σαφώς αντίθετο προς τον ανταγωνισμό και είναι ικανή, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της επιτροπής και της οικονομικής σημασίας των μελών της, να θίξει ουσιωδώς το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

(Βλ. σκέψεις 3921, 3924, 3927 και 3928, 3930, 3932)

26 Οι διμερείς ή πολυμερείς συμπράξεις μπορούν να θεωρηθούν συστατικά στοιχεία ενιαίας συμφωνίας θίγουσας των ανταγωνισμό μόνον αν αποδειχθεί ότι εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο με το οποίο επιδιώκεται κοινός στόχος.

Ωστόσο, η ταυτότητα αντικειμένου μεταξύ τέτοιων συμπράξεων και μιας τέτοιας θίγουσας τον ανταγωνισμό συμφωνίας δεν αρκεί για να καταλογισθεί σε μια επιχείρηση η συμμετοχή στη συμφωνία αυτή.

Πράγματι, μόνον αν η επιχείρηση, όταν μετέσχε σ' αυτές τις συμπράξεις, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, διά της συμμετοχής της αυτής, εντασσόταν στην ενιαία συμφωνία, μπορεί η συμμετοχή της στις εν λόγω συμπράξεις να αποτελεί την έκφραση της προσχωρήσεώς της στη συμφωνία αυτή.

(Βλ. σκέψεις 4027, 4109, 4112)

27 H Επιτροπή υποχρεούται να αποδεικνύει όχι μόνον την ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό συμφωνίας, αλλά και τη διάρκειά της.

Λαμβανομένου υπόψη του συστήματος αποδείξεως της παραβάσεως το οποίο χρησιμοποιείται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατά το οποίο, αφενός, η συμμετοχή ενός εμπλεκομένου μέρους σε μέτρο εφαρμογής της συμφωνίας αποτελούσε την απόδειξη της συμμετοχής του στη συμφωνία αυτή και, αφετέρου, η Επιτροπή επέλεξε να στηριχτεί αποκλειστικώς σε άμεσες έγγραφες αποδείξεις προκειμένου να θεμελιώσει τη συμφωνία και τα μέτρα εφαρμογής της καθώς και τη συμμετοχή εκάστου συμβαλλομένου σ' αυτή, η Επιτροπή δεν μπορούσε, ελλείψει τέτοιων άμεσων εγγράφων αποδείξεων, να θεωρήσει ότι συνεχίζεται η συμμετοχή ενός συμβαλλομένου στη συμφωνία μετά την τελευταία αποδειχθείσα συμμετοχή του σε μέτρο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής.

(Βλ. σκέψεις 4270, 4281 έως 4283)

28 Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης (νυν άρθρο 253 ΕΚ) αιτιολογία, η οποία συνιστά ουσιώδη τύπο υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης αυτής (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλομένη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του.

Προκειμένου για απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις ή ενώσεις για παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει ιδίως να εκτιμάται με γνώμονα το ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του ύψους κάθε προστίμου, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποχρεούται να εφαρμόσει προς τούτο ένα συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο.

Ευκταίον είναι να μπορούν οι επιχειρήσεις - προκειμένου να καθορίζουν τη θέση τους με πλήρη επίγνωση - να γνωρίζουν λεπτομερώς, σύμφωνα με όποιο σύστημα κρίνει σκόπιμο η Επιτροπή, τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που τους έχει επιβληθεί, χωρίς να είναι υποχρεωμένες προς τούτο να ασκήσουν ένδικη προσφυγή κατά της αποφάσεως. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η Επιτροπή χρησιμοποιεί λεπτομερείς μαθηματικούς τύπους για να υπολογίσει τα πρόστιμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι ευκταίο να παρέχεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και, ενδεχομένως, στο Πρωτοδικείο η δυνατότητα να ελέγχουν αν η μέθοδος που χρησιμοποίησε και τα στάδια που ακολούθησε η Επιτροπή δεν παρουσιάζουν σφάλματα και συνάδουν με τις διατάξεις και τις αρχές που εφαρμόζονται στον τομέα των προστίμων, ιδίως δε με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Συναφώς, στο Πρωτοδικείο εναπόκειται να ζητήσει από την Επιτροπή, αν το κρίνει απαραίτητο για την εξέταση των λόγων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες, συγκεκριμένες διευκρινίσεις επί των διαφόρων κριτηρίων που έλαβε η Επιτροπή υπόψη της και εξέθεσε στην προσβαλλομένη απόφαση. Πάντως, αυτές οι εξηγήσεις δεν αποτελούν πρόσθετη και εκ των υστέρων παρεχόμενη αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά την αριθμητική έκφραση των κριτηρίων που διατυπώνονται στην προσβαλλομένη απόφαση, όταν αυτά είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικώς.

(Βλ. σκέψεις 4725 και 4726, 4734 έως 4737)

29 Tο γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν αποκόμισε κέρδος από παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού δεν μπορεί να συνιστά εμπόδιο στην επιβολή προστίμου, άλλως αυτό θα έχανε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του. Επομένως, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, προκειμένου να καθορίσει τα πρόστιμα, να αποδείξει ότι η παράβαση προσπόρισε παράνομο όφελος στις οικείες επιχειρήσεις, ούτε να λάβει υπόψη, ενδεχομένως, την έλλειψη κέρδους από την παράβαση. Η εκτίμηση του παρανόμου κέρδους που αντλήθηκε από την παράβαση μπορεί, βεβαίως, να έχει σημασία αν η Επιτροπή στηρίζεται ακριβώς στο κέρδος αυτό για να αξιολογήσει τη σοβαρότητα της εν λόγω παραβάσεως και/ή να υπολογίσει τα πρόστιμα.

Συναφώς, τα αναγραφόμενα στην ΞΞΙ η Έκθεση περί της πολιτικής του ανταγωνισμού της Επιτροπής, κατά τα οποία: «Για να καθορίσει το ύψος του προστίμου, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία που ασκούν επιρροή. Το οικονομικό όφελος που άντλησαν από την παράβασή τους οι επιχειρήσεις που παρέβησαν τους κανόνες του ανταγωνισμού θα καταστεί ένα στοιχείο όλο και περισσότερο καθοριστικό. Κάθε φορά που η Επιτροπή θα μπορέσει να αξιολογήσει το εν λόγω παράνομο κέρδος, έστω κατά προσέγγιση, θα το λάβει υπόψη για να υπολογίσει το πρόστιμο», δεν σημαίνουν ότι η Επιτροπή ανέλαβε εφεξής την υποχρέωση να αποδείξει σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να καθορίσει το πρόστιμο, το οικονομικό όφελος που συνδέεται με τη διαπιστωθείσα παράβαση. Εκφράζουν απλώς τη βούλησή της να λάβει περισσότερο υπόψη το στοιχείο αυτό και να το θεωρήσει ως βάση του υπολογισμού των προστίμων, καθόσον ήταν σε θέση να το αξιολογήσει, έστω και κατά προσέγγιση.

(Βλ. σκέψεις 4881 και 4882, 4884 και 4885)

30 Στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή πρέπει, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων, όπως, μεταξύ άλλων, ο ρόλος που διαδραμάτισε εκάστη των προσφευγουσών στις παραβάσεις αυτές και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις της μορφής αυτής για τους στόχους της Κοινότητας. Άπαξ μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής εκάστης αυτών.

(Βλ. σκέψεις 4949, 4994)

31 Στον τομέα του καθορισμού των προστίμων στις υποθέσεις ανταγωνισμού, «ο κύκλος εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο», μνεία του οποίου γίνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, αναφέρεται στον ολικό κύκλο εργασιών καθεμίας από τις οικείες επιχειρήσεις, ο οποίος πραγματοποιήθηκε κατά την τελευταία πλήρη διαχειριστική περίοδο εκάστης των επιχειρήσεων αυτών κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι αναφορές στον εν λόγω κύκλο εργασιών και στην εν λόγω διαχειριστική περίοδο αφορούν μόνον το ανώτατο ύψος, 10 %, του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί.

Εξάλλου, η προμνημονευθείσα διάταξη του κανονισμού 17 δεν περιέχει κανένα εδαφικό όριο όσον αφορά τον κύκλο εργασιών τον οποίο μπορεί να λάβει υπόψη της η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του προστίμου.

Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει το πρόστιμο βάσει του κύκλου εργασιών της επιλογής της, όσον αφορά τη γεωγραφική ζώνη και τα οικεία προϋόντα, ενδεχομένως αφορώντος προγενέστερη διαχειριστική περίοδο, υπό την προϋπόθεση ότι το πρόστιμο που υπολογίζεται επί των βάσεων αυτών δεν υπερβαίνει το προμνημονευθέν όριο.

(Βλ. σκέψεις 5009, 5022 και 5023)

32 Οσάκις μια επιχείρηση η οποία είναι ο δράστης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού βρίσκεται επικεφαλής ομίλου ο οποίος συνιστά οικονομική ενότητα, ο κύκλος εργασιών που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου της είναι ο κύκλος εργασιών του συνόλου του ομίλου αυτού. Ο τελευταίος αυτός κύκλος εργασιών συνιστά, πράγματι, την καλύτερη ένδειξη της οικονομικής σημασίας της στην αγορά.

Μια τέτοια επιχείρηση δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι στις θυγατρικές της, τις οποίες δεν αφορά η προσβαλλομένη απόφαση, επιβλήθηκε πρόστιμο λόγω της ενσωματώσεως του κύκλου εργασιών τους στον κύκλο εργασιών της μητρικής εταιρίας για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στην τελευταία αυτή εταιρία. Πράγματι, εφόσον το πρόστιμο επιβάλλεται στην επιχείρηση ιδίω ονόματι και η επιχείρηση αυτή είναι αποδέκτης ιδίω ονόματι της προσβαλλομένης αποφάσεως, μόνον αυτή οφείλει το προαναφερθέν πρόστιμο. Το γεγονός ότι η επιβάρυνση του προστίμου μπορεί να κατανεμηθεί εντός του ομίλου επικεφαλής του οποίου βρίσκεται η επιχείρηση αυτή συνιστά περιστατικό που δεν ασκεί επιρροή σε σχέση με τους κανόνες που αφορούν τον καθορισμό των προστίμων.

(Βλ. σκέψεις 5040, 5049)

33 Η Επιτροπή έχει δικαίωμα, σε απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμο στον τομέα του ανταγωνισμού, να εκφράζει το ύψος του προστίμου σε ECU, νομισματική μονάδα μετατρέψιμη σε εθνικό νόμισμα.

Εφόσον η Επιτροπή επιλέξει να υπολογίσει το πρόστιμο βάσει του κύκλου εργασιών ενός συγκεκριμένου έτους αναφοράς, εκφρασθέντος σε εθνικό νόμισμα, βασίμως μετατρέπει τον εν λόγω κύκλο εργασιών σε ECU, βάσει της μέσης τιμής συναλλάγματος του εν λόγω έτους αναφοράς και όχι βάσει της τιμής συναλλάγματος που ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως ή κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Καίτοι η λύση αυτή ενδέχεται να σημαίνει ότι μια επιχείρηση πρέπει να καταβάλει ποσό ονομαστικώς υψηλότερο ή χαμηλότερο αυτού που θα έπρεπε να καταβληθεί στην περίπτωση εφαρμογής της τιμής συναλλάγματος που ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως ή κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, τούτο αποτελεί τη λογική συνέπεια των διακυμάνσεων των πραγματικών αξιών των διαφόρων εθνικών νομισμάτων.

(Βλ. σκέψεις 5054, 5056)

34 Tα έξοδα στα οποία υποβάλλεται μια επιχείρηση για τη σύσταση και τη διατήρηση τραπεζικής εγγυήσεως που σκοπεί στην αποφυγή της αναγκαστικής εκτελέσεως μιας αποφάσεως της Επιτροπής που την αφορά δεν αποτελούν έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο ββ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα μιας επιχειρήσεως να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει το ισόποσο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα αυτή κατά τη διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού. Πράγματι, μολονότι, κατά το άρθρο 91 του Κανονισμού Διαδικασίας, «θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν (...) τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης», η διάταξη αυτή εννοεί με τον όρο «δίκη» μόνον τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, αποκλειομένης της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

(Βλ. σκέψεις 5133 και 5134)

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-25/95, T-26/95, T-30/95, T-31/95, T-32/95, T-34/95, T-35/95, T-36/95, T-37/95, T-38/95, T-39/95, T-42/95, T-43/95, T-44/95, T-45/95, T-46/95, T-48/95, T-50/95, T-51/95, T-52/95, T-53/95, T-54/95, T-55/95, T-56/95, T-57/95, T-58/95, T-59/95, T-60/95, T-61/95, T-62/95, T-63/95, T-64/95, T-65/95, T-68/95, T-69/95, T-70/95, T-71/95, T-87/95, T-88/95, T-103/95 και T-104/95,

T-25/95

Cimenteries CBR SA, εταιρία βελγικού δικαίου, με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη από τους Michel Waelbroeck, Alexandre Vandencasteele και Denis Waelbroeck, αρχικώς δε επίσης από τον Olivier Speltdoorn, δικηγόρους Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ernest Arendt, 8-10, rue Mathias Hardt,

T-26/95

Cembureau - Association europιenne du ciment, ένωση βελγικού δικαίου, με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη από τους Julian Ellison, solicitor, και Mark Clough, barrister, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

T-30/95

Fιdιration de l'industrie cimentiθre belge ASBL, ένωση βελγικού δικαίου, με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη από τους Onno Willem Brouwer, δικηγόρο Άμστερνταμ, και Frιdιric P. Louis, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Marc Loesch, 11, rue Goethe,

T-31/95

Eerste Nederlandse Cementindustrie NV (ENCI), εταιρία ολλανδικού δικαίου, με έδρα το 's-Hertogenbosch (Κάτω Ξώρες), εκπροσωπούμενη από τους Mark B. W. Biesheuvel, δικηγόρο Ξάγης, και T. Martijn Snoep, δικηγόρο Ρότερνταμ, με αντικλήτους στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Alex Bonn και Alex Schmitt, 7, Val Sainte-Croix,

T-32/95

Vereniging Nederlandse Cementindustrie (VNC), ένωση ολλανδικού δικαίου, με έδρα το 's-Hertogenbosch (Κάτω Ξώρες), εκπροσωπούμενη από τους Piet A. Wackie Eysten, δικηγόρο Ξάγης, και T. Martijn Snoep, δικηγόρο Ρότερνταμ, με αντικλήτους στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Alex Bonn και Alex Schmitt, 7, Val Sainte-Croix,

T-34/95

Ciments luxembourgeois SA, εταιρία λουξεμβουργιανού δικαίου, με έδρα το Esch-sur-Alzette (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τον Jochim Sedemund, δικηγόρο Κολωνίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

T-35/95

Dyckerhoff AG, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Wiesbaden (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους Claus Tessin και Frank Montag, δικηγόρους Κολωνίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

T-36/95

Syndicat national de l'industrie cimentiθre (SFIC), ένωση γαλλικού δικαίου, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη από τους Ιdouard Didier και Jean-Claude Rivalland, δικηγόρους Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τη δικηγόρο Katia Manhaeve, 56-58, rue Charles Martel,

T-37/95

Vicat SA, εταιρία γαλλικού δικαίου, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη από τους Ιdouard Didier και Jean-Claude Rivalland, δικηγόρους Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τη δικηγόρο Katia Manhaeve, 56-58, rue Charles Martel,

T-38/95

Groupe Origny SA, εταιρία γαλλικού δικαίου, με έδρα το Παρίσι, διάδοχος της Cedest SA, εκπροσωπούμενη από τους Xavier de Roux και Marie-Pia Hutin, δικηγόρους Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Jacques Loesch, 11, rue Goethe,

T-39/95

Ciments franηais SA, εταιρία γαλλικού δικαίου, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη από τον Antoine Winckler, δικηγόρο Παρισιού, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Elvinger, Hoss et Prussen, 2, place Winston Churchill,

T-42/95

Heideberger Zement AG, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα τη Ξαϋδελβέργη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους Rainer Bechtold, δικηγόρο Στουτγάρδης, και Hans-Jφrg Niemeyer, δικηγόρο Στουτγάρδης και Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Loesch et Wolter, 11, rue Goethe,

T-43/95

Lafarge Coppιe SA, εταιρία γαλλικού δικαίου, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη από τον Henry Lesguillons, δικηγόρο Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Marc Loesch, 11, rue Goethe,

T-44/95

Aalborg Portland A/S, εταιρία δανικού δικαίου, με έδρα το Aalborg (Δανία), εκπροσωπούμενη από την Karen Dyekjζr-Hansen και την Katja Hoegh, δικηγόρους Κοπεγχάγης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

T-45/95

Alsen AG, πρώην Alsen-Breitenburg Zement- und Kalkwerke GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους Karlheinz Moosecker και Martin Klusmann, δικηγόρους Ντύσσελντορφ, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alex Bonn, 7, Val Sainte-Croix,

T-46/95

Alsen AG, πρώην Nordcement AG, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους Karlheinz Moosecker και Martin Klusmann, δικηγόρους Ντύσσελντορφ, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alex Bonn, 7, Val Sainte-Croix,

T-48/95

Bundesverband der Deutschen Zementindustrie eV, ένωση γερμανικού δικαίου, με έδρα την Κολωνία (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον Jochen Burrichter, δικηγόρο Ντύσσελντορφ, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

T-50/95

Unicem SpA, εταιρία ιταλικού δικαίου, με έδρα το Τορίνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους Franzo Grande Stevens και Andrea Gandini, δικηγόρους Τορίνου, GianDomenico Magrone και Cristoforo Osti, δικηγόρους Ρώμης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Marc Loesch, 11, rue Goethe,

T-51/95

Fratelli Buzzi SpA, εταιρία ιταλικού δικαίου, με έδρα το Casale Monferrato (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους Guido Brosio, Carlo Pavesio και Nicola Ceraolo, δικηγόρους Τορίνου, Claudia Crescenzi και Silvia D'Alberti, δικηγόρους Ρώμης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Renι Faltz, 6, rue Heinrich Heine,

T-52/95

Compaρia Valenciana de Cementos Portland SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα τη Μαδρίτη, εκπροσωπούμενη από τους Santiago Martνnez Lage και Jaime Pιrez-Bustamante Kφster, δικηγόρους Μαδρίτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

T-53/95

The Rugby Group plc, εταιρία αγγλικού δικαίου, με έδρα το Rugby (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από την Lynda Martin Alegi, solicitor Λονδίνου, και τον Jacques Bourgeois, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Marc Loesch, 11, rue Goethe,

T-54/95

British Cement Association, ένωση αγγλικού δικαίου, με έδρα το Berkshire (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους Kenneth Parker, QC, Robert Tudway και Dorcas Rogers, solicitors Λονδίνου, στη συνέχεια δε αποκλειστικώς από τους Kenneth Parker και Robert Tudway, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Arendt et Medernach, 8-10, rue Mathias Hardt,

T-55/95

Asland SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους Antonio Creus Carreras και Xavier Ruiz Calzado, δικηγόρους Βαρκελώνης, και τον Antonio Hierro Hernαndez Mora, δικηγόρο Μαδρίτης, στη συνέχεια δε από τους Antonio Creus Carreras, Antonio Hierro Hernαndez Mora και Marta Ventura Arasanz, δικηγόρο Βαρκελώνης, του δικηγορικού γραφείου Cuatrecasas, 78, avenue d'Auderghem, Βρυξέλλες,

T-56/95

Castle Cement Ltd, εταιρία αγγλικού δικαίου, με έδρα το Birmingham (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους Nicholas Forwood, QC, John Cook, Geert Goeteyn και Trevor Soames, solicitors, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ernest Arendt, 8-10, rue Mathias Hardt,

T-57/95

Ανώνυμος Γενική Εταιρία Τσιμέντων Ηρακλής, εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα την Αθήνα, εκπροσωπούμενη από τους Kώστα Λουκόπουλο, Σωτήριο Φέλιο και Ειρήνη Γκορτσίλα, δικηγόρους Αθηνών, και τους Sebastian Farr και Ciaran Walker, solicitors, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Jos Stoffel, 8, rue Willy Goergen,

T-58/95

Corporaciσn Uniland SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους Luis de Carlos Bertrαn και Edurne Navarro Varona, δικηγόρους Βαρκελώνης, με αντικλήτους στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Alex Bonn και Alex Schmitt, 7, Val Sainte-Croix,

T-59/95

Agrupaciσn de Fabricantes de Cemento de Espaρa (Oficemen), ένωση ισπανικού δικαίου, με έδρα τη Μαδρίτη, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους Jaime Folguera Crespo και Ramσn Vidal Puig, δικηγόρους Μαδρίτης, στη συνέχεια δε αποκλειστικώς από τον Jaime Folguera Crespo, με αντικλήτους στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Alex Bonn και Alex Schmitt, 7, Val Sainte-Croix,

T-60/95

Irish Cement Ltd, εταιρία ιρλανδικού δικαίου, με έδρα το Δουβλίνο, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον John D. Cooke, SC, στη συνέχεια δε από τον Paul Sreenan, SC, εντολοδόχους του δικηγορικού γραφείου Gerrard, Scallan και O'Brien, solicitors Δουβλίνου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Faltz et associιs, 6, rue Heinrich Heine,

T-61/95

Cimpor - Cimentos de Portugal SA, εταιρία πορτογαλικού δικαίου, με έδρα τη Λισαβόνα, εκπροσωπούμενη από τους Carlos Botelho Moniz, Teresa Mendes, Amadeu Brandγo Colaηo και Adelino Duarte, δικηγόρους Λισαβόνας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

T-62/95

Secil - Companhia Geral de Cal e Cimento SA, εταιρία πορτογαλικού δικαίου, με έδρα το Outγo, Setϊbal (Πορτογαλία), εκπροσωπούμενη από τον Nuno Mimoso Ruiz, δικηγόρο Λισαβόνας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

T-63/95

Associaηγo Tιcnica da Indϊstria de Cimento (ATIC), ένωση πορτογαλικού δικαίου, με έδρα τη Λισαβόνα, εκπροσωπούμενη από τον Mαrio Joγo Marques Mendes, δικηγόρο Λισαβόνας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

T-64/95

Ανώνυμος Εταιρία Τσιμέντων Τιτάν, εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα την Αθήνα, εκπροσωπούμενη από τους Ian S. Forrester, QC, του δικηγορικού συλλόγου Σκωτίας, και Αριστοτέλη N. Kαπλανίδη, δικηγόρο Θεσσαλονίκης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Tom Loesch, 11, rue Goethe,

T-65/95

Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA, εταιρία ιταλικού δικαίου, με έδρα το Bergamo (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους Andrι Faures, δικηγόρο Βρυξελλών, Cesare Lanciani, δικηγόρο Μιλάνου, Alberto Predieri, δικηγόρο Φλωρεντίας, Mario Siragusa, δικηγόρο Ρώμης, Francesca Maria Moretti, δικηγόρο Μπολώνιας, και Giulio Cesare Rizza, δικηγόρο Συρακουσών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Elvinger, Hoss et Prussen, 2, place Winston Churchill,

T-68/95

Holderbank Financiθre Glarus AG, εταιρία ελβετικού δικαίου, με έδρα την Jona (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τους Cornelis Canenbley και Michael Esser-Welliι, δικηγόρους Ντύσσελντορφ, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alex Bonn, 7, Val Sainte-Croix,

T-69/95

Hornos Ibιricos Alba SA (Hisalba), εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα τη Μαδρίτη, εκπροσωπούμενη από τους Michael Schόtte, δικηγόρο Βερολίνου, Luis Suarιz de Lezo Mantilla, δικηγόρο Μαδρίτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alex Bonn, 7, Val Sainte-Croix,

T-70/95

Aker RGI ASA, εταιρία νορβηγικού δικαίου, με έδρα το Όσλο, εκπροσωπούμενη από τους Nicholas Forwood, QC, John Cook, Geert Goeteyn και Trevor Soames, solicitors, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Arendt et Medernach, 8-10, rue Mathias Hardt,

T-71/95

Scancem (publ) AB, πρώην Euroc AB, εταιρία σουηδικού δικαίου, με έδρα το Malmφ (Σουηδία), εκπροσωπούμενη από τους Nicholas Forwood, QC, John Cook, Geert Goeteyn και Trevor Soames, solicitors, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Arendt et Medernach, 8-10, rue Mathias Hardt,

T-87/95

Cementir - Cementerie del Tirreno SpA, εταιρία ιταλικού δικαίου, με έδρα τη Ρώμη, εκπροσωπούμενη από τους Gian Michele Roberti και Antonio Tizzano, δικηγόρους Νεαπόλεως, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alain Lorang, 51, rue Albert 1er,

T-88/95

Blue Circle Industries plc, εταιρία αγγλικού δικαίου, με έδρα το Λονδίνο, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους Jeremy Lever, QC, Nicholas Green και Jessica Simor, barristers, Laura Carstensen και Sarah Vaughan, solicitors, στη συνέχεια δε από τους Nicholas Green, Jessica Simor και Laura Carstensen και από τον Marc Israel, solicitor, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Elvinger, Hoss et Prussen, 2, place Winston Churchill,

T-103/95

Ένωση Τσιμεντοβιομηχανιών Ελλάδος, ένωση ελληνικού δικαίου, με έδρα την Αθήνα, εκπροσωπούμενη από τους Iωάννη Γεωργακάκη και Μαρία Γκολφινοπούλου, δικηγόρους Αθηνών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Tom Loesch, 11, rue Goethe,

και

T-104/95

Τσιμέντα Ξαλκίδος AE, εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα την Αθήνα, εκπροσωπούμενη από τον Παναγιώτη Μαρίνου Μπερνίτσα, δικηγόρο Αθηνών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Philippe Dupont, 8-10, rue Mathias Hardt,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους Richard Lyal (σε όλες τις υποθέσεις), Julian Currall (στην υπόθεση T-26/95), Wouter Wils (στις υποθέσεις T-31/95 και T-32/95), Norbert Lorenz (αρχικώς, στις υποθέσεις T-34/95, T-35/95, T-42/95, T-45/95, T-46/95, T-48/95 και T-68/95), Hans Peter Hartvig (στην υπόθεση T-44/95), Klaus Wiedner (αντικαταστάτη του Norbert Lorenz στις υποθέσεις T-34/95, T-35/95, T-42/95, T-45/95, T-46/95, T-48/95 και T-68/95), Francisco Enrique Gonzαlez-Dνaz (αρχικώς, στις υποθέσεις T-52/95, T-55/95, T-58/95, T-59/95 και T-69/95), Francisco de Sousa Fialho (στις υποθέσεις T-61/95, T-62/95 και T-63/95), Θεοφάνη Ξριστοφόρου (στις υποθέσεις T-103/95 και T-104/95), μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, και Rosemary Caudwell (στις υποθέσεις T-53/95 και T-60/95), δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένη στην Επιτροπή, επικουρουμένους από τους Marc van der Woude και Jean-Jo Evrard, δικηγόρους Βρυξελλών (στις υποθέσεις T-25/95 και T-30/95), Bertrand Wδgenbaur, δικηγόρο Κολωνίας και Βρυξελλών (στην υπόθεση T-34/95), Alexander Bφhlke, δικηγόρο Φρανκφούρτης επί του Μάιν και Βρυξελλών (στις υποθέσεις T-35/95 και T-42/95), Nicole Coutrelis, δικηγόρο Παρισιού (στις υποθέσεις T-36/95, T-37/95, T-38/95, T-39/95 και T-43/95), Alberto Dal Ferro, δικηγόρο Vicenza (στις υποθέσεις T-50/95, T-51/95, T-65/95 και T-87/95), Renzo Maria Morresi, δικηγόρο Μπολώνιας (στις υποθέσεις T-50/95, T-51/95, T-65/95 και T-87/95), Josι Rivas Andrιs, δικηγόρο Μαδρίτης (στις υποθέσεις T-52/95, T-55/95, T-58/95, T-59/95 και T-69/95), David Lloyd Jones, barrister (στις υποθέσεις T-54/95 και T-88/95), Scott Crosby, solicitor (στις υποθέσεις T-56/95, T-70/95 και T-71/95), και Leonard Hawkes, solicitor (στις υποθέσεις T-57/95 και T-64/95), Victor Refega Fernandes, δικηγόρο Λισαβόνας (στις υποθέσεις T-61/95, T-62/95 και T-63/95), Rainer M. Bierwagen, δικηγόρο Βρυξελλών (στην υπόθεση T-68/95), Mark Brealey, barrister (στην υπόθεση T-88/95), και Αλκιβιάδη Οικονόμου, δικηγόρο Αθηνών (στις υποθέσεις T-103/95 και T-104/95), με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

"που έχει ως αντικείμενο προσφυγές με αίτημα την πλήρη ή μερική ακύρωση της αποφάσεως 94/815/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση IV/33.126 και 33.322 - Τσιμέντο) (ΕΕ L 343, σ. 1),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑ$ΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από την P. Lindh, Πρόεδρο, τους R. Garcνa-Valdecasas, K. Lenaerts, J. Azizi και M. Jaeger, δικαστές,

γραμματέας: I. Maselis, εισηγητής σε γραφείο δικαστή,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν των προφορικών διαδικασιών της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 (στις υποθέσεις T-26/95, T-36/95, T-37/95 και T-38/95), της 18ης Σεπτεμβρίου 1998 (στις υποθέσεις T-39/95, T-43/95, T-70/95 και T-71/95), της 23ης Σεπτεμβρίου 1998 (στις υποθέσεις T-53/95, T-54/95, T-56/95 και T-88/95), της 25ης Σεπτεμβρίου 1998 (στις υποθέσεις Τ-57/95, T-64/95, T-103/95 και T-104/95), της 30ής Σεπτεμβρίου 1998 (στις υποθέσεις T-50/95, T-51/95, T-65/95 και T-87/95), της 2ας Οκτωβρίου 1998 (στις υποθέσεις T-61/95, T-62/95 και T-63/95), της 7ης Οκτωβρίου 1998 (στις υποθέσεις T-55/95, T-58/95 και T-59/95), της 9ης Οκτωβρίου 1998 (στις υποθέσεις T-31/95, T-32/95, T-52/95 και T-69/95), της 14ης Οκτωβρίου 1998 (στις υποθέσεις T-25/95, T-30/95, T-44/95 και T-60/95), της 16ης Οκτωβρίου 1998 (στις υποθέσεις T-35/95, T-45/95, T-46/95 και T-48/95) και της 21ης Οκτωβρίου 1998 (στις υποθέσεις T-34/95, T-42/95 και T-68/95),

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


Ιστορικό της διαφοράς

1 Οι υπό κρίση υποθέσεις αφορούν την απόφαση 94/815/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση IV/33.126 και 33.322 - Τσιμέντο) (ΕΕ L 343, σ. 1, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), με την οποία επιβλήθηκαν πρόστιμα σε 42 επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του γκρίζου (κοινού) τσιμέντου και του λευκού τσιμέντου, λόγω παραβάσεως της παραγράφου 1 του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81 ΕΚ).

2 Aπό τον Απρίλιο του 1989 έως τον Ιούλιο του 1990 η Επιτροπή διενήργησε ορισμένους ελέγχους σε ευρωπαϋκές επιχειρήσεις παραγωγής τσιμέντου και σε επαγγελματικές ενώσεις του οικείου τομέα, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25, στο εξής: κανονισμός 17). Τους απηύθυνε επίσης αιτήσεις παροχής πληροφοριών, δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού αυτού. Τέλος, διαβίβασε στη Cembureau - Association europιenne du ciment (στο εξής: Cembureau) ανακοίνωση αιτιάσεων σχετική με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 17.

3 Στις 12 Νοεμβρίου 1991 η Επιτροπή κίνησε τη διοικητική διαδικασία και διατύπωσε τις αιτιάσεις, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17. Στις 25 Νοεμβρίου 1991 απηύθυνε στις 76 επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων την ανακοίνωση αιτιάσεων (στο εξής: ΑΑ) την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 37, στο εξής: κανονισμός 99/63). Αυτή η ανακοίνωση αιτιάσεων διακρίνει κυρίως μεταξύ δύο κατηγοριών αιτιάσεων, δηλαδή μεταξύ των δραστηριοτήτων σε διεθνές επίπεδο (μέρος Ι, κεφάλαια 1 και 2· μέρος ΙΙ, τμήμα Α, κεφάλαια 10, 11 και 12, και τμήματα Β και Γ) και των δραστηριοτήτων σε εθνικό επίπεδο (μέρος Ι, κεφάλαια 3 έως 9· μέρος ΙΙ, τμήμα Α, κεφάλαια 13 έως 19).

4 Το κείμενο της ΑΑ, το οποίο περιλαμβανόταν σε ένα μόνον έγγραφο, δεν απεστάλη ολόκληρο σε καθεμία από τις εμπλεκόμενες στη διαδικασία επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων. Τα κεφάλαια που αφορούσαν τις δραστηριότητες σε διεθνές επίπεδο κοινοποιήθηκαν σε 61 από αυτές, ενώ 15 ιταλικές επιχειρήσεις δεν έλαβαν αυτό το μέρος της ΑΑ, με την αιτιολογία ότι δεν μετείχαν σε κανένα διεθνή οργανισμό. Τα κεφάλαια που αφορούσαν τις δραστηριότητες σε εθνικό επίπεδο απεστάλησαν μόνο στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που ήσαν εγκατεστημένες στο αντίστοιχο κράτος μέλος.

5 Κάθε αποδέκτης της ΑΑ έλαβε τον πλήρη πίνακα περιεχομένων της ΑΑ και κατάλογο όλων των εγγράφων τα οποία ήσαν καταχωρισμένα υπό τους αριθμούς φακέλων IV/33.126, IV/33.322 και IV/27.997, επί του οποίου αναγράφονταν τα έγγραφα στα οποία ο αποδέκτης αυτός είχε δικαίωμα προσβάσεως (στο εξής: κατάλογος). Οι αποδέκτες είχαν τη δυνατότητα να συμβουλευθούν, εντός των γραφείων της Επιτροπής, τα έγγραφα των τριών προαναφερθέντων φακέλων στα οποία είχαν δικαίωμα προσβάσεως σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στον κατάλογο αυτόν. Εξάλλου, η Επιτροπή τούς διαβίβασε σειρά αντιγράφων εγγράφων προερχομένων από τους φακέλους αυτούς. Στις 9 Ιουλίου 1992 η Επιτροπή κοινοποίησε σε όλες τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, προς τις οποίες είχε απευθύνει το σχετικό με τις διεθνείς συμπράξεις μέρος της ΑΑ, τα πρακτικά της συνεδριάσεως της European Task Force της 19ης Αυγούστου 1986 (μνεία των οποίων γίνεται στην παράγραφο 25, σημείο 14, της προσβαλλομένης αποφάσεως), των οποίων είχε λάβει γνώση μέσω της απαντήσεως στην ΑΑ που έδωσαν η Aker RGI ASA (πρώην Aker A/S, καλούμενη επίσης Aker στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Aker) και η Scancem (publ) AB (πρώην Euroc AB, καλούμενη επίσης Euroc στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Euroc), και κάλεσε όλους αυτούς τους αποδέκτες να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το έγγραφο αυτό.

6 Αφού έλαβαν την AA και αφού συμβουλεύθηκαν τους φακέλους της Επιτροπής, ορισμένες από αυτές τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων ζήτησαν από την Επιτροπή να τους κοινοποιήσει τα κεφάλαια που έλειπαν από το κείμενο της ΑΑ που τους είχε αποσταλεί και να τους παράσχει πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων των φακέλων, εξαιρουμένων των εσωτερικών και των εμπιστευτικών εγγράφων. Η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα αυτό.

7 Στις 12 Φεβρουαρίου 1992, οι Cimenteries CBR SA (καλούμενη επίσης CBR στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: CBR), Blue Circle Industries plc (στο εξής: Blue Circle), Syndicat national de l'industrie cimentiθre (SFIC) (πρώην Syndicat national des fabricants de ciments et de chaux, καλούμενη επίσης Syndicat franηais de l'industrie cimentiθre ή SFIC στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: SFIC), Eerste Nederlandse Cementindustrie NV (ENCI) (καλούμενη επίσης ENCI στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: ENCI), Vereniging Nederlandse Cementindustrie (VNC) (καλούμενη επίσης VNC στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: VNC) και Fιdιration de l'industrie cimentiθre belge ASBL (καλούμενη επίσης Fιdιration de l'industrie cimentiθre ή FIC στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: FIC) άσκησαν, αφενός, προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί αρνήσεως γνωστοποιήσεως των ζητηθέντων εγγράφων (υποθέσεις T-10/92, T-11/92, T-12/92, T-14/92 και T-15/92) και, αφετέρου, ζήτησαν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων τη λήψη προσωρινών μέτρων για την αναστολή της διαδικασίας που κίνησε κατ' αυτών η Επιτροπή (υποθέσεις T-10/92 R, T-11/92 R, T-12/92 R, T-14/92 R και T-15/92 R).

8 Με διάταξη της 23ης Μαρτίου 1992, T-10/92 R, T-11/92 R, T-12/92 R, T-14/92 R και T-15/92 R, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-1571), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε τις αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων και παρέτεινε μέχρι τις 27 και τις 31 Μαρτίου 1992 αντιστοίχως την προθεσμία απαντήσεως στην ΑΑ που τάχθηκε στις αιτούσες των διαδικασιών ασφαλιστικών μέτρων.

9 Όλες οι προσφεύγουσες των παρουσών δικών υπέβαλαν, μέχρι τις 31 Μαρτίου 1992 το αργότερο, τις παρατηρήσεις τους επί της ΑΑ που τους απηύθυνε η Επιτροπή.

10 Με διάταξη της 11ης Σεπτεμβρίου 1992 (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), η υπόθεση T-14/92, ENCI και Vereniging Nederlandse Cementindustrie κατά Επιτροπής, διεγράφη από το πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου κατόπιν παραιτήσεως των προσφευγουσών. Εν αναμονή της εκδόσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου επί των λοιπών προσφυγών που εξακολουθούσαν να εκκρεμούν, η Επιτροπή ανέστειλε την ακρόαση που έπρεπε να ακολουθήσει τις απαντήσεις στην ΑΑ.

11 Με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1992, T-10/92, T-11/92, T-12/92 και T-15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-2667), το Πρωτοδικείο κήρυξε απαράδεκτες τις προσφυγές αυτές.

12 Στις 5 Φεβρουαρίου 1993 ο σύμβουλος επί των ακροάσεων κάλεσε τις αποδέκτριες της ΑΑ επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να μετάσχουν στις ακροάσεις, οι οποίες διεξήχθησαν από την 1η Μαρτίου έως την 1η Απριλίου 1993. Οι ακροάσεις οργανώθηκαν σε τρεις σειρές συνεδριάσεων: μια σειρά συνεδριάσεων με θέμα την αγορά του τσιμέντου, στις οποίες είχαν τη δυνατότητα να μετάσχουν όλες οι επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, μια σειρά συνεδριάσεων με θέμα το σχετικό με τις διεθνείς συμπράξεις μέρος της ΑΑ, στις οποίες είχαν τη δυνατότητα να μετάσχουν μόνον οι επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που είχαν λάβει το μέρος αυτό της ΑΑ, και μια σειρά συνεδριάσεων με θέμα τα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις μέρη, στις οποίες είχαν τη δυνατότητα να μετάσχουν, για κάθε μέρος χωριστά, οι επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων του αντιστοίχου κράτους μέλους. Με την επιστολή προσκλήσεως στις ακροάσεις, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, εφόσον μια επιχείρηση επιθυμούσε να αναπτύξει τις απόψεις της κατ' ιδίαν, έπρεπε να επισημάνει επακριβώς τα σχετικά τμήματα της AA, καθώς και τα σχετικά επαγγελματικά απόρρητα, υπό την έννοια των άρθρων 19 έως 21 του κανονισμού 17.

13 Κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου του 1993, ορισμένες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων η Blue Circle και η Groupe Origny SA (διάδοχος της Cedest SA από την 1η Ιανουαρίου 1994, καλούμενη επίσης Cedest στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Cedest) ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι δεν σκόπευαν να κάνουν χρήση της δυνατότητας να αναπτύξουν προφορικά τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων που τους προσάπτονταν.

14 Στις 23 Σεπτεμβρίου 1993, κατόπιν εξετάσεως των γραπτών απαντήσεων στην AA και των προφορικών εξηγήσεων που δόθηκαν κατά τη διάρκεια των ακροάσεων του Μαρτίου του 1993, η Επιτροπή αποφάσισε να αποσύρει τις σχετικές με τις διεθνείς συμπράξεις αιτιάσεις της ΑΑ (μέρος Ι, κεφάλαια 1 και 2· μέρος ΙΙ, τμήμα Α, κεφάλαια 10, 11 και 12, και τμήματα Β και Γ) κατά δώδεκα γερμανικών και έξι ισπανικών επιχειρήσεων οι οποίες κατονομάσθηκαν ρητώς και, κατά συνέπεια, να περατώσει την κινηθείσα στις 12 Νοεμβρίου 1991 διαδικασία κατ' αυτών. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να αποσύρει ως προς τους λοιπούς αποδέκτες της ΑΑ τις σχετικές με τις εθνικές συμπράξεις αιτιάσεις (ΑΑ, μέρος Ι, κεφάλαια 3 έως 9· μέρος ΙΙ, τμήμα Α, κεφάλαια 13 έως 19) και, κατά συνέπεια, να περατώσει την κινηθείσα στις 12 Νοεμβρίου 1991 διαδικασία, όσον αφορά τις εν λόγω αιτιάσεις.

15 Στις 27 Σεπτεμβρίου 1993 η Επιτροπή ενημέρωσε όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων για την απόφασή της να αποσύρει τις σχετικές με τις εθνικές συμπράξεις αιτιάσεις. Ως εκ τούτου, τους διευκρίνισε τα εξής: «(...) τα διαλαμβανόμενα στο τμήμα Γ του μέρους II (δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17) στο σημείο 93, στοιχείο ββ, σχετικά με "το γεγονός ότι είναι αδύνατον να διαχωριστούν οι εθνικές από τις ευρωπαϋκές συμφωνίες, διότι και οι δύο αποτελούν [αδιάσπαστο] σύνολο", καθίστανται επίσης άνευ αντικειμένου και δεν θα ληφθούν πλέον υπόψη κατά τη διαδικασία, η οποία συνεχίζεται κατά τον συνήθη τρόπο για όλα τα άλλα κεφάλαια των αιτιάσεων τα οποία σας απεστάλησαν».

16 Στις 5 Οκτωβρίου 1994 η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων (στο εξής: συμβουλευτική επιτροπή). Ζήτησε εκ νέου τη γνώμη της επιτροπής αυτής στις 23 Νοεμβρίου 1994.

17 Στις 30 Νοεμβρίου 1994 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, με την οποία διακρίνει μεταξύ δύο αγορών, της αγοράς του γκρίζου (κοινού) τσιμέντου και της αγοράς του λευκού τσιμέντου. Τα σχετικά με την αγορά του γκρίζου τσιμέντου χωρία της αποφάσεως αυτής (παράγραφοι 6, 8 έως 37, 42 έως 60, 64 και 65, και άρθρα 1 έως 6, 8 και 9) αφορούν και τις 42 επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που ήσαν αποδέκτριες της αποφάσεως. Έξι μόνον επιχειρήσεις αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως εμπίπτουν ωσαύτως στα σχετικά με την αγορά του λευκού τσιμέντου χωρία της αποφάσεως αυτής (παράγραφοι 7, 38 έως 41, 42, 43, 61 έως 63 και 65, και άρθρα 7, 8 και 10).

18 Όσον αφορά την αγορά του γκρίζου τσιμέντου, η προσβαλλομένη απόφαση διαπιστώνει την ύπαρξη μιας γενικής συμφωνίας με αντικείμενο τον σεβασμό των εγχωρίων αγορών και τη ρύθμιση των μεταφορών τσιμέντου από τη μια χώρα στην άλλη. Η συμφωνία αυτή συνήφθη, κατά την απόφαση, στο Παρίσι στις 14 Ιανουαρίου 1983, κατά τη διάρκεια μιας συνεδριάσεως των εκπροσώπων των Ευρωπαίων παραγωγών τσιμέντου μελών της Cembureau. Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώνει την ύπαρξη της εν λόγω συμφωνίας (στο εξής: συμφωνία Cembureau) και τη συμμετοχή στη συμφωνία αυτή όλων των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων αποδεκτριών της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά παράβαση της απαγορεύσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Κατά την απόφαση, η συμφωνία Cembureau είναι ενιαία και διαρκής (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 46), καθόσον εφαρμόσθηκε στο πλαίσιο διμερών ή πολυμερών συμπράξεων. Η ύπαρξη των συμπράξεων αυτών και η συμμετοχή των διαφόρων επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων σ' αυτές διαπιστώνονται στα άρθρα 2 έως 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

19 Έτσι, η προσβαλλομένη απόφαση επισημαίνει την ύπαρξη συμπράξεων μεταξύ της Cembureau και των μελών της με αντικείμενο ανταλλαγές πληροφοριών με σκοπό τη διευκόλυνση της εκτελέσεως της συμφωνίας Cembureau (παράγραφοι 16, 17 και 47, και άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2). Διαπιστώνει επίσης την ύπαρξη ειδικών διασυνοριακών συμπράξεων, οι οποίες αφορούσαν, αντιστοίχως, τις γαλλο-ιταλικές σχέσεις (παράγραφοι 20 και 48, και άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αα, ββ και γγ), τις ισπανο-πορτογαλικές σχέσεις (παράγραφοι 21 και 49, και άρθρο 3, παράγραφος 2) και τις γαλλο-γερμανικές σχέσεις (παράγραφοι 22 και 50, και άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχεία αα και ββ). Η απόφαση αποκαλύπτει τη συμφωνία που συνήφθη μεταξύ πλειόνων Ευρωπαίων παραγωγών τσιμέντου ως αντίδραση στις εισαγωγές ελληνικού τσιμέντου και clinker στα κράτη μέλη της Κοινότητας στα μέσα της δεκαετίας του '80, συμφωνία η οποία κατέληξε στη συγκρότηση μιας ομάδας καλούμενης European Task Force (στο εξής: ETF), στη σύσταση μιας κοινής εταιρίας αγοράς και πωλήσεως (στο εξής: Joint Trading Company ή Interciment), στη λήψη μέτρων άμυνας της ιταλικής αγοράς και στη λήψη μέτρων με σκοπό την αγορά των ποσοτήτων τσιμέντου ή clinker που μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν την αγορά (στο εξής: προτρεπτικά μέτρα ή carrot actions) (παράγραφοι 24 έως 29 και 53 έως 57, και άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2, 3, στοιχεία αακαι ββ, και 4, στοιχεία αα έως ηη). Τέλος, προσάπτει σε πολλές επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων ότι μετέσχαν σε εναρμονισμένες πρακτικές που αντιβαίνουν στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, στο πλαίσιο δύο επιτροπών συσταθεισών από τον επαγγελματικό κλάδο με σκοπό τη συζήτηση των προβλημάτων που αφορούν την εξαγωγή, της European Cement Export Committee (στο εξής: ECEC) και της European Export Policy Committee (στο εξής: EPC) (παράγραφοι 30 έως 37 και 58 έως 60, και άρθρα 5 και 6).

20 Το άρθρο 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλει πρόστιμο σε καθεμία από τις 42 επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που ήσαν αποδέκτριες της αποφάσεως αυτής, λόγω της συμμετοχής τους στην παράβαση που διαπιστώνει το άρθρο 1, η οποία υλοποιήθηκε με τις δραστηριότητες που αποτελούν το αντικείμενο των άρθρων 2 έως 6. Τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν κατά τον τρόπο αυτό κυμαίνονται μεταξύ 40 000 και 32 492 000 ECU, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 242 420 000 ECU.

21 Όσον αφορά την αγορά του λευκού τσιμέντου, η προσβαλλομένη απόφαση διαπιστώνει τη συμμετοχή έξι επιχειρήσεων σε διάφορες παραβάσεις στο πλαίσιο μιας επιτροπής περιλαμβάνουσας τους Ευρωπαίους παραγωγούς λευκού τσιμέντου οι οποίοι εξάγουν τα προϋόντα τους, της White Cement Committee (στο εξής: WCC) (παράγραφοι 38 έως 41 και 61 έως 63, και άρθρο 7). Το άρθρο 10 της αποφάσεως επιβάλλει στις έξι επιχειρήσεις πρόστιμα τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 554 000 και 1 088 000 ECU και ανέρχονται συνολικώς σε 5 546 000 ECU.

22 Η προσβαλλομένη απόφαση προβλέπει τα εξής:

«Άρθρο 1

Oι Cembureau - Association europιenne du ciment, Fιdιration de l'industrie cimentiθre, SA Cimenteries CBR, Aalborg Portland A/S, Syndicat franηais de l'industrie cimentiθre, Lafarge Coppιe SA, Sociιtι des ciments franηais SA, Vicat SA, Cedest SA, Bundesverband der Deutschen Zementindustrie, Heidelberger Zement AG, Dyckerhoff AG, Alsen-Breitenburg Zement- und Kalkwerke GmbH, Nordcement AG, Ένωση Ελληνικής Τσιμεντοβιομηχανίας, ΑΕ Τσιμέντων Τιτάν, ΑΓΕΤ Ηρακλής, Τσιμέντα Ξαλκίδος ΑΕ, Irish Cement Ltd, Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA, Unicem SpA, Cementir - Cementerie del Tirreno SpA, SA des Ciments luxembourgeois, Vereniging Nederlandse Cementindustrie, Eerste Nederlandse Cementindustrie NV, British Cement Association, Blue Circle Industries plc, The Rugby Group plc και Castle Cement Ltd από [τις] 14 Ιανουαρίου 1983, η F.lli Buzzi SpA από τις 11 Μαου 1983, οι ATIC - Associaηγo Tιcnica da Indϊstria [de] Cimento, Cimpor - Cimentos de Portugal SA, Secil - Companhia Geral de Cal e Cimento SA, Agrupaciσn de Fabricantes de Cementos de Espaρa - Oficemen, Asland SA, Corporaciσn Uniland SA, Hispacement SA, Hornos Ibιricos Alba SA και Compaρia Valenciana de Cementos Portland SA από την 1η Ιανουαρίου 1986, η Holderbank Financiθre Glar[u]s SA από τις 28 Μαου 1986 και οι Aker A/S και Euroc AB από τις 9 Ιουνίου 1986 έχουν παραβιάσει τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϋκής Κοινότητας συμμετέχοντας σε συμφωνία που έχει ως αντικείμενο τον σεβασμό των εγχώριων αγορών και τη ρύθμιση των μεταφορών τσιμέντου από τη μία χώρα στην άλλη.

Άρθρο 2

1. Oι Cembureau - Association europιenne du ciment, Fιdιration de l'industrie cimentiθre, Aalborg Portland A/S, Syndicat franηais de l'industrie cimentiθre, Bundesverband der Deutschen Zementindustrie, Ένωση Ελληνικής Τσιμεντοβιομηχανίας, Irish Cement Ltd, Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA, Unicem SpA, Cementir - Cementerie del Tirreno SpA, SA des Ciments luxembourgeois, Vereniging Nederlandse Cementindustrie και British Cement Association, από τις 14 Ιανουαρίου 1983 έως τις 14 Απριλίου 1986, και οι ATIC - Associaηγo Tιcnica da Indϊstria [de] Cimento και Agrupaciσn de Fabricantes de Cementos de Espaρa - Oficemen, από την 1η Ιανουαρίου 1986 έως τις 14 Απριλίου 1986, έχουν παραβιάσει τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε συμφωνίες όσον αφορά ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, με σκοπό τη διευκόλυνση της εκτέλεσης της συμφωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 1 καθώς και στις συνεδριάσεις των επικεφαλής αντιπροσωπείας και της εκτελεστικής επιτροπής της Cembureau.

2. Oι Cembureau - Association europιenne du ciment, Fιdιration de l'industrie cimentiθre, Aalborg Portland A/S, Syndicat franηais de l'industrie cimentiθre, Bundesverband der Deutschen Zementindustrie, Ένωση Ελληνικής Τσιμεντοβιομηχανίας, Irish Cement Ltd, Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA, Unicem SpA, Cementir - Cementerie del Tirreno SpA, SA des Ciments luxembourgeois, Vereniging Nederlandse Cementindustrie, British Cement Association, από την 1η Ιανουαρίου 1984 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1988, και οι ATIC - Associaηγo Tιcnica da Indϊstria [de] Cimento και Agrupaciσn de Fabricantes de Cementos de Espaρa - Oficemen, από την 1η Ιανουαρίου 1986 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1988, έχουν παραβιάσει τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε εναρμονισμένες πρακτικές με σκοπό τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 1, οι οποίες αφορούν:

α) τη διάδοση πληροφοριών σχετικά με τις κατώτατες τιμές για τις παραδόσεις τσιμέντου με φορτηγό αυτοκίνητο των Βέλγων και Ολλανδών παραγωγών καθώς και σχετικά με τις τιμές, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων, του παραγωγού από το Λουξεμβούργο,

β) τη διάδοση πληροφοριών σχετικά με τις ατομικές κλίμακες τιμών των Δανών και Ιρλανδών παραγωγών, τις κλίμακες τιμών του κλάδου που ισχύουν στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία, καθώς και σχετικά με τις μέσες τιμές που εφαρμόζονται στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ισπανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Άρθρο 3

1. α) Η Lafarge Coppιe SA και η F.lli Buzzi SpA έχουν παραβιάσει, από τις 26 Νοεμβρίου 1988 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1988, τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με την κατανομή της αγοράς στη νότια Γαλλία και τον περιορισμό της αυτονομίας συμπεριφοράς όσον αφορά τις πηγές της παραγωγής.

β) Η Sociιtι des ciments franηais SA και η F.lli Buzzi SpA έχουν παραβιάσει, από τις 17 Μαρτίου 1988 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1988, τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με τις ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις ισχύουσες τιμές και την πρόβλεψη αύξησης αυτών, με στόχο τον περιορισμό της αυτονομίας τους συμπεριφοράς.

γ) Η Vicat SA και η F.lli Buzzi SpA έχουν παραβιάσει, από τις 11 Μαου 1983 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1988, τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με τις ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, με στόχο τον περιορισμό της αυτονομίας τους συμπεριφοράς όσον αφορά τις παραδόσεις τσιμέντου στη νότια Γαλλία.

2. Oι Agrupaciσn de Fabricantes de Cementos de Espaρa - Oficemen, Cimpor - Cimentos de Portugal SA και Secil - Companhia Geral de Cal e Cimento SA έχουν παραβιάσει, από την 1η Ιανουαρίου 1986 έως τις 24 Απριλίου 1989, τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε συμφωνία όσον αφορά τον έλεγχο των ροών τσιμέντου μεταξύ της Ισπανίας και της Πορτογαλίας καθώς και το σεβασμό των αντίστοιχων εγχώριων αγορών.

3. α) Oι Syndicat franηais de l'industrie cimentiθre, Lafarge Coppιe SA, Sociιtι des ciments franηais SA, Cedest SA, Bundesverband der Deutschen Zementindustrie, Dyckerhoff AG, Heidelberger Zement AG έχουν παραβιάσει, από τις 23 Ιουνίου 1982 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1989 τουλάχιστον, τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές όσον αφορά τη ρύθμιση των παραδόσεων τσιμέντου από τη Γαλλία προς τη Γερμανία και αντιστρόφως.

β) Oι Syndicat franηais de l'industrie cimentiθre και Bundesverband der Deutschen Zementindustrie έχουν παραβιάσει, από την 1η Ιανουαρίου 1985 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1989, τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε εναρμονισμένη πρακτική όσον αφορά την ανταλλαγή στοιχείων με σκοπό τον έλεγχο της τήρησης των ποσοτικών περιορισμών των εξαγωγών μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας καθώς και των προορισμών τους στα διάφορα γερμανικά ομόσπονδα κράτη.

Άρθρο 4

1. Η Cembureau - Association europιenne du ciment, ο όμιλος Holderbank Financiθre Glar[u]s SA και οι Blue Circle Industries plc, Agrupaciσn de Fabricantes de Cementos de Espaρa - Oficemen, Asland SA, Corporaciσn Uniland SA, Hispacement SA, Syndicat franηais de l'industrie cimentiθre, Lafarge Coppιe SA, Sociιtι des ciments franηais SA, Bundesverband der Deutschen Zementindustrie, Dyckerhoff AG, Heidelberger Zement AG, SA Cimenteries CBR, Aker A/S et Euroc AB, Aalborg Portland A/S, Irish Cement Ltd, Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA, Unicem SpA και Cementir - Cementerie del Tirreno SpA έχουν παραβιάσει, από τις 28 Μαου 1986, τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε συμφωνία όσον αφορά τη σύσταση της Cembureau Task Force ή European Task Force.

2. O όμιλος Holderbank Financiθre Glar[u]s SA και οι Blue Circle Industries plc, Agrupaciσn de Fabricantes de Cementos de Espaρa - Oficemen, Asland SA, Corporaciσn Uniland SA, Hispacement SA, Syndicat franηais de l'industrie cimentiθre, Lafarge Coppιe SA, Sociιtι des ciments franηais SA, Bundesverband der Deutschen Zementindustrie, Dyckerhoff AG, Heidelberger Zement AG, Aker A/S et Euroc AB, SA Cimenteries CBR, Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA, Unicem SpA και Cementir - Cementerie del Tirreno SpA έχουν παραβιάσει, από τις 9 Ιουνίου 1986 έως τις 26 Μαρτίου 1993, τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε συμφωνία όσον αφορά τη σύσταση της Joint Trading Company, Interciment SA, με σκοπό την εφαρμογή των προτρεπτικών και αποτρεπτικών μέτρων έναντι των απειλούντων τη σταθερότητα των αγορών των χωρών μελών.

3. α) Η Cembureau - Association europιenne du ciment, ο όμιλος Holderbank Financiθre Glar[u]s SA και οι Blue Circle Industries plc, Agrupaciσn de Fabricantes de Cementos de Espaρa - Oficemen, Asland SA, Corporaciσn Uniland SA, Hispacement SA, Syndicat franηais de l'industrie cimentiθre, Lafarge Coppιe SA, Sociιtι des ciments franηais SA, Bundesverband der Deutschen Zementindustrie, Dyckerhoff AG, Heidelberger Zement AG, SA Cimenteries CBR, Aker A/S et Euroc AB, Aalborg Portland A/S, Irish Cement Ltd, Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA, Unicem SpA και Cementir - Cementerie del Tirreno SpA έχουν παραβιάσει, από τις 17 Ιουνίου 1986 έως τις 15 Μαρτίου 1987, τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε εναρμονισμένες πρακτικές με σκοπό να παύσει η Calcestruzzi να είναι πελάτης των Ελλήνων παραγωγών και ιδιαίτερα του Τιτάνα.

β) Η Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA, η Unicem SpA και η Cementir - Cementerie del Tirreno SpA έχουν παραβιάσει, από τις 3 Απριλίου 1987 έως τις 3 Απριλίου 1992, τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε συμφωνία όσον αφορά τις συμβάσεις και τις συμφωνίες που υπεγράφησαν στις 3 και στις 15 Απριλίου 1987 και αποσκοπούσαν στην αποτροπή των εισαγωγών ελληνικού τσιμέντου εκ μέρους της Calcestruzzi.

4. Oι ακόλουθες επιχειρήσεις έχουν παραβιάσει τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας σε συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές με σκοπό την εκτροπή των πλεονασμάτων της ελληνικής παραγωγής και την αναχαίτιση των εισαγωγών ελληνικού τσιμέντου στις χώρες της Κοινότητας. Συγκεκριμένα:

α) η Blue Circle Industries plc, η Castle Cement Ltd και η Rugby Group plc, από τις 16 Ιουνίου 1986 έως τις 5 Σεπτεμβρίου 1986, συμμετέχοντας σε εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό την παρεμπόδιση ή/και τη μείωση των εισαγωγών ελληνικού τσιμέντου στο Ηνωμένο Βασίλειο,

β) η Blue Circle Industries plc και η ΑΕ Τσιμέντων Τιτάν, από τις 4 Ιουλίου 1986 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1989, συμμετέχοντας σε συμφωνία με σκοπό την εκτροπή των ποσοτήτων τσιμέντου και clinker που παρήγαγε ο Τιτάν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νιγηρία καθώς και την αποτροπή των άμεσων πωλήσεων αυτών των προϋόντων εκ μέρους του Τιτάνα προς τις ευρωπαϋκές αγορές,

γ) ο όμιλος Holderbank Financiθre Glar[u]s SA και η ΑΕ Τσιμέντων Τιτάν, από τις 19 Ιουνίου 1986 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1990, συμμετέχοντας σε συμφωνία με σκοπό την εκτροπή των ποσοτήτων τσιμέντου και clinker που παρήγαγε ο Τιτάν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αφρική καθώς και την αποτροπή των άμεσων πωλήσεων των προϋόντων εκ μέρους του Τιτάνα προς τις ευρωπαϋκές αγορές,

δ) ο όμιλος Holderbank Financiθre Glar[u]s SA και η ΑΓΕΤ Ηρακλής, από τις 9 Μαου 1986 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1990, συμμετέχοντας σε συμφωνία με σκοπό την αποτροπή των άμεσων πωλήσεων τσιμέντου και clinker εκ μέρους του Ηρακλή προς τις ευρωπαϋκές αγορές καθώς και την εκτροπή προς άλλες αγορές των ποσοτήτων τσιμέντου και clinker που παρήγαγε ο Ηρακλής,

ε) η Lafarge Coppιe SA και η ΑΕ Τσιμέντων Τιτάν, από τις 22 Ιουλίου 1986 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1991, συμμετέχοντας σε συμφωνία με σκοπό την εκτροπή των ποσοτήτων clinker που παρήγαγε ο Τιτάν προς τον Καναδά καθώς και την αποτροπή των άμεσων πωλήσεων του Τιτάνα στις ευρωπαϋκές αγορές,

στ) η Lafarge Coppιe SA και η ΑΓΕΤ Ηρακλής, από την 1η Ιουνίου 1988 έως τις 15 Ιουνίου 1991, συμμετέχοντας σε συμφωνία με σκοπό την εκτροπή των ποσοτήτων τσιμέντου και clinker που παρήγαγε ο Ηρακλής εκτός Ευρώπης καθώς και την αποτροπή των άμεσων πωλήσεων αυτών των προϋόντων εκ μέρους του Ηρακλή προς τις ευρωπαϋκές αγορές,

ζ) η SA Cimenteries CBR, η ΑΓΕΤ Ηρακλής και η ΑΕ Τσιμέντων Τιτάν, από τις 4 Μαου 1988 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1990, συμμετέχοντας σε εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με τις παραδόσεις, μέσω της UMAR, clinker προοριζόμενου για τις εταιρίες CBR και ENCI στο Βέλγιο και στις Κάτω Ξώρες, με σκοπό την αποτροπή των άμεσων πωλήσεων των δύο Ελλήνων παραγωγών προς τις ευρωπαϋκές αγορές,

η) [οι] Aker A/S και Euroc AB και η ΑΕ Τσιμέντων Τιτάν, από τις 28 Ιανουαρίου 1987 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1990, συμμετέχοντας σε συμφωνία με σκοπό την εκτροπή των ποσοτήτων τσιμέντου και clinker που παρήγαγε ο Τιτάν προς την Αφρική, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις Μπαχάμες, καθώς και την αποτροπή των άμεσων πωλήσεων αυτών των προϋόντων εκ μέρους του Τιτάνα προς τις ευρωπαϋκές αγορές.

Άρθρο 5

Oι Fιdιration de l'industrie cimentiθre, Aalborg Portland A/S, Syndicat franηais de l'industrie cimentiθre, Dyckerhoff AG, Alsen-Breitenburg Zement- und Kalkwerke GmbH, Nordcement AG, Ένωση Ελληνικής Τσιμεντοβιομηχανίας, Irish Cement Ltd, Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA, Unicem SpA, Cementir - Cementerie del Tirreno SpA, Eerste Nederlandse Cementindustrie NV, από τις 14 Μαρτίου 1984 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 1989, και οι Castle Cement Ltd, ATIC - Associaηγo Tιcnica da Indϊstria [de] Cimento και Agrupaciσn de Fabricantes de Cementos de Espaρa - Oficemen, από την 1η Ιανουαρίου 1986 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 1989, έχουν παραβιάσει τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας, στο πλαίσιο της ECEC, σε εναρμονισμένες πρακτικές όσον αφορά την ανταλλαγή στοιχείων σχετικά με την κατάσταση της προσφοράς και της ζήτησης σε τρίτες χώρες εισαγωγείς, τις τιμές που εφαρμόζονται στις εξαγωγές, την κατάσταση των εισαγωγών στις χώρες μέλη και την κατάσταση της προσφοράς και της ζήτησης των εσωτερικών αγορών, με σκοπό την αποτροπή των διεισδύσεων των ανταγωνιστών στις αντίστοιχες εθνικές αγορές της Κοινότητας.

Άρθρο 6

Oι Lafarge Coppιe SΑ, ΑΕ Τσιμέντων Τιτάν, ΑΓΕΤ Ηρακλής και Τσιμέντα Ξαλκίδος ΑΕ, από την 1η Ιουλίου 1981 έως τις 19 Μαου 1989, η Sociιtι des ciments franηais SA, από την 1η Ιουλίου 1981 έως τις 17 Φεβρουαρίου 1989, η Blue Circle Industries plc, από την 1η Ιουλίου 1981 έως τις 12 Oκτωβρίου 1987, οι Hispacement SA, Hornos Ibιricos Alba SA, Compaρia Valenciana de Cementos Portland SA και η θυγατρική της Cementos del Mar SA, από την 1η Ιανουαρίου 1986 έως τις 19 Μαου 1989, έχουν παραβιάσει τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας, στο πλαίσιο της EPC, σε διαρκή εναρμονισμένη πρακτική όσον αφορά την ανάλυση της κατάστασης των κοινοτικών αγορών, την κατανομή των αγορών των τρίτων χωρών, τον καθορισμό των τιμών για τα προϋόντα που προορίζονται για εξαγωγές προς τρίτες χώρες, την ανταλλαγή εξατομικευμένων στοιχείων σχετικά με τις διαθέσιμες ποσότητες για εξαγωγή και τις πραγματοποιούμενες εξαγωγές προς τρίτες χώρες, με σκοπό την αποτροπή των διεισδύσεων των ανταγωνιστών στις αντίστοιχες εθνικές αγορές της Κοινότητας.

Άρθρο 7

Oι Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA, Dyckerhoff AG, Lafarge Coppιe SA, Sociιtι des ciments franηais SA και SA Cimenteries CBR, από τις 6 Μαου 1982 έως τις 26 Μαου 1988, και η Compaρia Valenciana de Cementos Portland SA, από την 1 Ιανουαρίου 1986 έως τις 26 Μαου 1988, παραβίασαν τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμμετέχοντας, στο πλαίσιο της WCC, στην εναρμονισμένη πρακτική και στη συμφωνία όσον αφορά το σεβασμό των εγχώριων αγορών, στη διαρκή εναρμονισμένη πρακτική όσον αφορά τη διοχέτευση προς τις εξαγωγές σε τρίτες χώρες των πλεονασμάτων της παραγωγής καθώς και σε διαρκή εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με τις ανταλλαγές εξατομικευμένων πληροφοριών ανά επιχείρηση ως προς την παραγωγική ικανότητα, την παραγωγή, τις εσωτερικές πωλήσεις και τις εξαγωγές, τις εσωτερικές τιμές για το λευκό και το κοινό τσιμέντο καθώς και τις τιμές εξαγωγής.

Άρθρο 8

Oι επιχειρήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 7 τερματίζουν αμέσως τις παραβάσεις που αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα (εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει) και απέχουν μελλοντικά, στο πλαίσιο των αγορών κοινού και λευκού τσιμέντου, από κάθε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική που ενδέχεται να έχει ταυτόσημο ή παρόμοιο αντικείμενο, συμπεριλαμβανομένης κάθε ανταλλαγής εμπιστευτικών εμπορικών πληροφοριών με σκοπό τον έλεγχο της εφαρμογής οποιαδήποτε ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής που αφορά την κατανομή των αγορών στην Κοινότητα.

Άρθρο 9

Τα ακόλουθα πρόστιμα επιβάλλονται στις ενεχόμενες επιχειρήσεις λόγω των [παραβάσεων] που διαπιστώνονται στο άρθρο 1, τις οποίες διέπραξαν ακολουθώντας τη συμπεριφορά που περιγράφεται στα άρθρα 2 έως 6:

1. Cembureau - Association europιenne du ciment,

πρόστιμο ύψους100 000 ECU

2. Holderbank Financiθre Glar[u]s SA,

πρόστιμο ύψους5 331 000 ECU

3. Aker A/S, πρόστιμο ύψους40 000 ECU

4. Euroc AB, πρόστιμο ύψους40 000 ECU

5. Bundesverband der Deutschen Zementindustrie,

πρόστιμο ύψους100 000 ECU

6. Alsen-Breitenburg Zement- und Kalkwerke GmbH,

πρόστιμο ύψους3 841 000 ECU

7. Dyckerhoff AG, πρόστιμο ύψους12 296 000 ECU

8. Heidelberger Zement AG, πρόστιμο ύψους15 652 000 ECU

9. Nordcement AG, πρόστιμο ύψους1 850 000 ECU

10. Fιdιration de l'industrie cimentiθre,

πρόστιμο ύψους100 000 ECU

11. SA Cimenteries CBR, πρόστιμο ύψους7 196 000 ECU

12. Aalborg Portland A/S, πρόστιμο ύψους4 008 000 ECU

13. Agrupaciσn de Fabricantes de Cementos de

Espaρa - Oficemen, πρόστιμο ύψους70 000 ECU

14. Asland SA, πρόστιμο ύψους5 337 000 ECU

15. Hispacement SA, πρόστιμο ύψους102 000 ECU

16. Hornos Ibιricos Alba SA, πρόστιμο ύψους1 784 000 ECU

17. Corporaciσn Uniland SA, πρόστιμο ύψους1 971 000 ECU

18. Compaρia Valenciana de Cementos Portland SA,

πρόστιμο ύψους1 312 000 ECU

19. Syndicat franηais de l'industrie cimentiθre,

πρόστιμο ύψους100 000 ECU

20. Cedest SA, πρόστιμο ύψους2 522 000 ECU

21. Sociιtι des ciments franηais SA,

πρόστιμο ύψους24 716 000 ECU

22. Lafarge Coppιe SA, πρόστιμο ύψους22 872 000 ECU

23. Vicat SA, πρόστιμο ύψους8 272 000 ECU

24. Ένωση Ελληνικής Τσιμεντοβιομηχανίας,

πρόστιμο ύψους100 000 ECU

25. Τσιμέντα Ξαλκίδος ΑΕ, πρόστιμο ύψους1 856 000 ECU

26. ΑΓΕΤ Ηρακλής, πρόστιμο ύψους5 748 000 ECU

27. Ανώνυμος Εταιρία Τσιμέντων Τιτάν,

πρόστιμο ύψους5 625 000 ECU

28. Irish Cement Ltd, πρόστιμο ύψους3 524 000 ECU

29. F.lli Buzzi SpA, πρόστιμο ύψους3 652 000 ECU

30. Cementir - Cementerie del Tirreno SpA,

πρόστιμο ύψους8 248 000 ECU

31. Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA,

πρόστιμο ύψους32 492 000 ECU

32. Unicem SpA, πρόστιμο ύψους11 652 000 ECU

33. SA des Ciments luxembourgeois,

πρόστιμο ύψους1 052 000 ECU

34. Vereniging Nederlandse Cementindustrie,

πρόστιμο ύψους100 000 ECU

35. Eerste Nederlandse Cementindustrie NV,

πρόστιμο ύψους7 316 000 ECU

36. ATIC - Associaηγo Tιcnica da Indϊstria [de]

Cimento, πρόστιμο ύψους70 000 ECU

37. Cimpor - Cimentos de Portugal SA,

πρόστιμο ύψους9 324 000 ECU

38. Secil - Companhia Geral de Cal e Cimento SA,

πρόστιμο ύψους3 017 000 ECU

39. British Cement Association, πρόστιμο ύψους100 000 ECU

40. Blue Circle Industries plc, πρόστιμο ύψους15 824 000 ECU

41. Castle Cement Ltd, πρόστιμο ύψους7 964 000 ECU

42. The Rugby Group plc, πρόστιμο ύψους5 144 000 ECU

Άρθρο 10

Τα ακόλουθα πρόστιμα επιβάλλονται στις ενεχόμενες επιχειρήσεις για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7:

1. Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA,

πρόστιμο ύψους1 088 000 ECU

2. Dyckerhoff AG, πρόστιμο ύψους988 000 ECU

3. Lafarge Coppιe SA, πρόστιμο ύψους1 028 000 ECU

4. Sociιtι des ciments franηais SA,

πρόστιμο ύψους1 052 000 ECU

5. SA Cimenteries CBR, πρόστιμο ύψους836 000 ECU

6. Compaρia Valenciana de Cementos Portland SA,

πρόστιμο ύψους554 000 ECU

Άρθρο 11

Τα πρόστιμα που επιβάλλονται στα άρθρα 9 και 10 καταβάλλονται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης στον τραπεζικό λογαριασμό (...).

Μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, καταβάλλονται αυτόματα τόκοι υπερημερίας με επιτόκιο το οποίο χρεώνεται από το Ευρωπαϋκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας για τις πράξεις του σε ECU κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός κατά τον οποίο εκδόθηκε η παρούσα απόφαση, συν 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι 9,25 %.

Άρθρο 12

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στις ακόλουθες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων: (...).»

Διαδικασία

23 Στις 13 Ιανουαρίου 1995 η Ciments franηais SA (καλούμενη επίσης Sociιtι des ciments franηais SA ή Ciments franηais ή SCF στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Ciments franηais) ειδοποίησε την Επιτροπή για την ύπαρξη σφάλματος κατά τον υπολογισμό του προστίμου που της επιβλήθηκε στο πλαίσιο της αγοράς του λευκού τσιμέντου. Στις 6 Φεβρουαρίου 1995 η Ciments franηais εξέφρασε την ανησυχία της για τη διατήρηση του σφάλματος αυτού στη δεύτερη κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στις 17 Φεβρουαρίου 1995 η Επιτροπή τής γνωστοποίησε την από 13 Φεβρουαρίου 1995 απόφασή της περί απορρίψεως της αιτήσεώς της για τη διόρθωση του ποσού του προστίμου.

24 Στις 6 Φεβρουαρίου 1995 η Castle Cement Ltd (στο εξής: Castle), η Aker και η Euroc ρώτησαν το αρμόδιο για την πολιτική ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής αν, σε περίπτωση πλήρους ή μερικής ακυρώσεως του προστίμου, η Επιτροπή θα κατέβαλλε τόκο επί των ποσών που είχαν ήδη καταβληθεί εν αναμονή του αποτελέσματος της προσφυγής. Αφού έλαβαν τη δεύτερη κοινοποίηση τον Φεβρουάριο του 1995, οι εταιρίες αυτές ζήτησαν από την Επιτροπή στις 13 Φεβρουαρίου 1995 να επιβεβαιώσει ποιες θα ήσαν οι συνέπειες της δεύτερης αυτής κοινοποιήσεως ως προς την πληρωμή του προστίμου ή την παροχή τραπεζικής εγγυήσεως. Δεν έλαβαν καμία απάντηση επί των ερωτήσεών τους σχετικά με την καταβολή τόκων.

25 Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου μεταξύ της 14ης Φεβρουαρίου 1995 και της 12ης Απριλίου 1995, οι CBR (T-25/95), Cembureau (T-26/95), FIC (T-30/95), ENCI (T-31/95), VNC (T-32/95), Ciments luxembourgeois SA (καλούμενη επίσης SA des Ciments luxembourgeois ή Ciments luxembourgeois στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Ciments luxembourgeois) (T-34/95), Dyckerhoff AG (πρώην Dyckerhoff Zement GmbH, στο εξής: Dyckerhoff) (T-35/95), SFIC (T-36/95), Vicat SA (στο εξής: Vicat) (T-37/95), Cedest (T-38/95), Ciments franηais (T-39/95), Heidelberger Zement AG (στο εξής: Heidelberger) (T-42/95), Lafarge Coppιe (καλούμενη επίσης Lafarge Coppιe SA ή Lafarge στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Lafarge) (T-43/95), Aalborg Portland A/S (στο εξής: Aalborg) (T-44/95), Alsen AG (πρώην Alsen-Breitenburg Zement- und Kalkwerke GmbH, καλούμενη επίσης Alsen-Breitenburg στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Alsen-Breitenburg) (T-45/95), Alsen AG (πρώην Nordcement AG, καλούμενη επίσης Nordcement στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Nordcement) (T-46/95), Bundesverband der Deutschen Zementindustrie eV (καλούμενη επίσης Bundesverband ή BDZ στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: BDZ) (T-48/95), Unicem SpA (στο εξής: Unicem) (T-50/95), Fratelli Buzzi SpA (στο εξής: Buzzi) (T-51/95), Compaρia Valenciana de Cementos Portland SA (στο εξής: Valenciana) (T-52/95), The Rugby Group plc (καλούμενη επίσης Rugby στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Rugby) (T-53/95), British Cement Association (στο εξής: BCA) (T-54/95), Asland SA (στο εξής: Asland) (T-55/95), Castle (T-56/95), Ανώνυμος Γενική Εταιρία Τσιμέντων Ηρακλής (καλούμενη επίσης ΑΓΕΤ Ηρακλής ή απλώς Ηρακλής στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Ηρακλής) (T-57/95), Corporaciσn Uniland SA (στο εξής: Uniland) (T-58/95), Agrupaciσn de Fabricantes de Cemento de Espaρa (Oficemen) (καλούμενη επίσης Oficemen στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Oficemen) (T-59/95), Irish Cement Ltd (στο εξής: Irish Cement) (T-60/95), Cimpor - Cimentos de Protugal SA (στο εξής: Cimpor) (T-61/95), Secil - Companhia Geral de Cal e Cimento SA (στο εξής: Secil) (T-62/95), ATIC - Associaηγo Tιcnica da Indϊstria de Cimento (στο εξής: ATIC) (T-63/95), Ανώνυμος Εταιρία Τσιμέντων Τιτάν (καλούμενη επίσης Τιτάν στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Τιτάν) (T-64/95), Italcementi - Fabbriche Riunite Cemento SpA (στο εξής: Italcementi) (T-65/95), Holderbank Financiθre Glarus AG (καλούμενη επίσης Holderbank Financiθre Glaris SA στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Holderbank) (T-68/95), Hornos Ibιricos Alba SA (Hisalba) (καλούμενη επίσης Hornos Ibιricos ή Hisalba στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Hornos Ibιricos) (T-69/95), Aker (T-70/95), Euroc (T-71/95), Cementir - Cementerie del Tirreno SpA (στο εξής: Cementir) (T-87/95), Blue Circle (T-88/95), Ένωση Τσιμεντοβιομηχανιών Ελλάδος (πρώην Ένωση Ελληνικής Τσιμεντοβιομηχανίας, όπως καλείται στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: ΕΤΕ) (T-103/95) και Τσιμέντα Ξαλκίδος AE (καλούμενη επίσης Ξαλκίς στην προσβαλλομένη απόφαση, στο εξής: Ξαλκίς) (T-104/95) άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

26 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Μαου 1995, η Ξαλκίς υπέβαλε, δυνάμει των άρθρων 185 και 186 της Συνθήκης EK (νυν άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ), αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον της επιβάλλει την καταβολή προστίμου. Με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Αυγούστου 1995, T-104/95 R, Τσιμέντα Ξαλκίδος κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2235), η αίτηση αυτή απορρίφθηκε.

27 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Μαου 1995, η Cementir άσκησε δεύτερη προσφυγή με αίτημα να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση ειδικώς καθόσον καθορίζει με το άρθρο 9 το ύψος του επιβληθέντος σ' αυτή προστίμου (υπόθεση T-116/95). Με διάταξη της 10ης Ιουνίου 1998, το Πρωτοδικείο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) κήρυξε την προσφυγή απαράδεκτη (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2261).

28 Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στις προφορικές διαδικασίες όλων των υπό κρίση υποθέσεων χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Εντούτοις, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα και να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν με τις προσκλήσεις αυτές.

29 Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τις δημόσιες συνεδριάσεις που διεξήχθησαν στις 16, 18 23, 25, 30 Σεπτεμβρίου 1998 και στις 2, 7, 9, 14, 16 και 21 Οκτωβρίου 1998.

Αιτήματα των διαδίκων

30 Η CBR (T-25/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει τα άρθρα 1, 4, 7, 8, 9 και 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31 Η Cembureau (T-26/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον την αφορά,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα,

- να διατάξει τη διεξαγωγή των αναγκαίων αποδείξεων.

32 Η FIC (T-30/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2, 5, 8 και 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον την αφορούν,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33 Η ENCI (T-31/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση, τουλάχιστον καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και να την υποχρεώσει να καταβάλει τόκους επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου.

34 Η VNC (T-32/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση, τουλάχιστον καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και να την υποχρεώσει να καταβάλει τόκους επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου.

35 H Ciments luxembourgeois (T-34/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2, παράγραφοι 1 και 2, και 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον την αφορούν,

- επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

36 H Dyckerhoff (T-35/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει τα άρθρα 1, 3, παράγραφος 3, στοιχείο αα, 4, παράγραφοι 1, 2 και 3, στοιχείο αα, 5, 7, 8, 9 και 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον την αφορούν,

- επικουρικώς, να μειώσει τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37 Η SFIC (T-36/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να θέσει ερώτηση στην Επιτροπή και, ενδεχομένως, στη συμβουλευτική επιτροπή σχετικά με τη φύση και την έκταση των πληροφοριακών στοιχείων στα οποία είχαν πρόσβαση τα μέλη της επιτροπής αυτής και τα οποία τους παρασχέθηκαν, ιδίως όσον αφορά το ύψος των μελετωμένων προστίμων,

- να θέσει ερώτηση στην Επιτροπή ως προς το πόσο τακτικά συσκεπτόταν το σώμα των μελών της, ιδίως δε ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες τα μέλη αυτά είχαν πρόσβαση στους αμυντικούς ισχυρισμούς που προέβαλαν η προσφεύγουσα και οι λοιποί αποδέκτες της ΑΑ ή πληροφορούνταν τους ισχυρισμούς αυτούς,

- να διαπιστώσει ότι δεν παρασχέθηκε στη συμβουλευτική επιτροπή η δυνατότητα να αποφανθεί έχοντας πλήρη επίγνωση της καταστάσεως,

- να διαπιστώσει ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της συλλογικότητας στο πλαίσιο της Επιτροπής,

- να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 1, 2, 3, παράγραφος 3, 4, παράγραφοι 1 και 2, 5 και 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον τα εν λόγω άρθρα την αφορούν,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

38 H Vicat (T-37/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 1, 3, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, και 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον τα εν λόγω άρθρα την αφορούν,

- επικουρικώς, να άρει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

39 Η Cedest (T-38/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 1, 3, παράγραφος 3, στοιχείο αα, και 9, σημείο 20, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον την αφορούν,

- επικουρικώς, να άρει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

40 Η Ciments franηais (T-39/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση,

- επικουρικώς, να μειώσει τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

41 Η Heidelberger (T-42/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42 Η Lafarge (T-43/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση ή, τουλάχιστον, τα άρθρα 1, 3, παράγραφος 1, στοιχείο αα, 3, παράγραφος 3, στοιχείο αα, 4, παράγραφοι 1, 2 και 3, στοιχείο αα, 4, παράγραφος 4, στοιχεία εε και σττ, 6 και 7 της αποφάσεως αυτής,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή τουλάχιστον να μειώσει τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν,

- να λάβει κάθε προσήκον μέτρο,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

43 Η Aalborg (T-44/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2, 4, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο αα, 5, 8, και 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον την αφορούν,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

44 Η Alsen-Breitenburg (T-45/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

45 Η Nordcement (T-46/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

46 Η BDZ (T-48/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2, 3, παράγραφος 3, 4, παράγραφοι 1, 2 και 3, στοιχείο αα, και το άρθρο 9, σημείο 5, της προσβαλλομένης αποφάσεως,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

47 Η Unicem (T-50/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση, τουλάχιστον καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να άρει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και να την υποχρεώσει να καταβάλει στην προσφεύγουσα το ισόποσο των δαπανών και των τόκων που κατέβαλε για τη σύσταση της εγγυήσεως, εν όλω ή για το μέρος κατά το οποίο θα μειωθεί ενδεχομένως το πρόστιμο.

48 Η Buzzi (T-51/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση, καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα,

- να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην προσφεύγουσα το ισόποσο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία,

- να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην προσφεύγουσα το ισόποσο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε για τη σύσταση εγγυήσεως για την καταβολή του επιβληθέντος προστίμου,

- να επιτρέψει στην προσφεύγουσα να κλητεύσει ενώπιον του Πρωτοδικείου τον διευθύνοντα σύμβουλό της Franco Buzzi.

49 Η Valenciana (T-52/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση, καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να μειώσει τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

50 Η Rugby (T-53/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2, 4, 8 και 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον την αφορούν,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

51 Η BCA (T-54/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον την αφορά,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

52 Η Asland (T-55/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και να την υποχρεώσει να καταβάλει τις δαπάνες και τους τόκους που συνεπάγεται η σύσταση ασφαλείας ή η ενδεχόμενη καταβολή ολοκλήρου ή μέρους του προστίμου.

53 H Castle (T-56/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση, καθόσον την αφορά,

- να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

54 Η Ηρακλής (T-57/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει όλα τα σημειώματα, όλα τα υπομνήματα και όλα τα σχέδια εσωτερικών εγγράφων που κατάρτισαν τα μέλη της Επιτροπής ή οι υπάλληλοι της Επιτροπής, τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής και τις γνωμοδοτήσεις της συμβουλευτικής επιτροπής, συνεδριάσεων που αφορούν:

- τη διάδοση των αμυντικών ισχυρισμών της προσφεύγουσας, όπως εκτίθενται στην απάντησή της προς την ΑΑ και στα πρακτικά της ακροάσεως ενώπιον της Επιτροπής και της συμβουλευτικής επιτροπής, σε άλλες γλώσσες εκτός του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου,

- τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου που της επιβλήθηκε, ειδικότερα δε το σχέδιο αποφάσεως της Επιτροπής που υποβλήθηκε στη συμβουλευτική επιτροπή, το οποίο περιέχει, σύμφωνα με πληροφορίες που διαθέτει η προσφεύγουσα χωρίς ωστόσο να μπορεί να το αποδείξει, την ακόλουθη παράγραφο (η οποία δεν περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση): «Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός των Ελλήνων παραγωγών ότι αυτοί εξαναγκάστηκαν λόγω των περιστάσεων να υπογράψουν τις συμβάσεις με ορισμένους Ευρωπαίους παραγωγούς για την πώληση τσιμέντου και clinker. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στην Τιτάν και στην Ηρακλής σε σχέση με τις αφορώσες την αγοραπωλησία τσιμέντου και clinker συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές τις οποίες διαλαμβάνει το σημείο 56»,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

55 Η Uniland (T-58/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση, καθόσον την αφορά, ή τουλάχιστον τα άρθρα 1, 4, παράγραφοι 1, 2 και 3, στοιχείο αα, και 9 της αποφάσεως αυτής,

- επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και να την υποχρεώσει να καταβάλει τις δαπάνες που συνεπάγεται η σύσταση και η διατήρηση της εγγυήσεως για την καταβολή του προστίμου.

56 Η Oficemen (T-59/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2, 3, παράγραφος 2, 4, παράγραφοι 1, 2 και 3, στοιχείο αα, 5 και 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον την αφορούν,

- ομοίως επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και να την υποχρεώσει να καταβάλει τις δαπάνες που συνεπάγεται η σύσταση και η διατήρηση της εγγυήσεως για την καταβολή του προστίμου.

57 Επιπλέον, η Oficemen (T-59/95), με το υπόμνημά της απαντήσεως, ζητεί από το Πρωτοδικείο να καλέσει την Επιτροπή να διαβιβάσει το σύνολο των ανταλλαγέντων εγγράφων και τις εκθέσεις που κατατέθηκαν στον σχετικό με την υπόθεση φάκελο που κατάρτισε, προκειμένου να εξακριβωθεί αν πράγματι τηρήθηκε η υποχρεωτική διατύπωση η οποία συνίσταται στη λήψη της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής και την οποία επιβάλλει ο κανονισμός 17.

58 H Irish Cement (T-60/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση,

- να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

59 Η Cimpor (T-61/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον την αφορά και να ακυρώσει κατά συνέπεια το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο αυτό,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα,

- να διατάξει τη διεξαγωγή των αναγκαίων αποδείξεων.

60 Η Secil (T-62/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον την αφορά και να ακυρώσει κατά συνέπεια το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο αυτό,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα,

- να διατάξει τη διεξαγωγή των αναγκαίων αποδείξεων και, ειδικότερα, να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταθέσει στη δικογραφία αντίγραφο των κεφαλαίων της ΑΑ που δεν της κοινοποιήθηκαν και όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τον έλεγχο της νομιμότητας του άρθρου 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

61 Η ATIC (T-63/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον την αφορά και ειδικότερα τα άρθρα 1, 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο ββ, και 5,

- επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

62 Η Τιτάν (T-64/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει ή να τροποποιήσει την προσβαλλομένη απόφαση, καθόσον την αφορά, ακυρώνοντας ή μειώνοντας το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα,

- να διατάξει κάθε άλλο ή συμπληρωματικό μέτρο απαιτείται κατά νόμο.

63 Η Italcementi (T-65/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση, καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν,

- να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 23ης Σεπτεμβρίου 1993, καθόσον προβλέπει την περάτωση του σχετικού με τις διεθνείς συμπράξεις μέρους της διαδικασίας εις βάρος των δώδεκα γερμανικών επιχειρήσεων και των έξι ισπανικών επιχειρήσεων τις οποίες κατονομάζει,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

64 Η Holderbank (T-68/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

65 Η Hornos Ibιricos (T-69/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον την αφορά,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα,

- να καλέσει την Επιτροπή να προσκομίσει τον πλήρη φάκελο και όλα τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε για δικαιολογήσει την προσβαλλομένη απόφαση και, ειδικότερα, κάθε ανάλυση της καταστάσεως της παγκόσμιας αγοράς τσιμέντου και κάθε μελέτη της Επιτροπής σχετική με τους οικονομικούς λόγους που ώθησαν την προσφεύγουσα να μετάσχει στην EPC,

- να επιτρέψει στην προσφεύγουσα να εξετάσει τα έγγραφα αυτά, καθόσον δεν περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα άλλων διαδίκων ούτε αναφέρονται σε εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής.

66 Η Aker (T-70/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση, καθόσον την αφορά,

- να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

67 Η Euroc (T-71/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση, καθόσον την αφορά,

- να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

68 Η Cementir (T-87/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- κυρίως, να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση,

- επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

69 Η Blue Circle (T-88/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση,

- επικουρικώς, να την ακυρώσει εν μέρει και να μειώσει κατά συνέπεια το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

70 Η ΕΤΕ (T-103/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την προσβαλλομένη απόφαση, τουλάχιστον καθόσον την αφορά, ώστε να άρει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα,

- να διατάξει κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο.

71 Η Ξαλκίς (T-104/95) ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να εκδικάσει την παρούσα προσφυγή χωριστά από κάθε άλλη συναφή προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ενέχουσα τον κίνδυνο να συσκοτίσει τα πραγματικά στοιχεία και τη νομική εκτίμηση των λόγων της προσφυγής της,

- να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση ή, τουλάχιστον, να τη μεταρρυθμίσει,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

72 Στις υποθέσεις T-25/95 και T-30/95, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη καθόσον αφορά τους κανόνες θεμιτού ανταγωνισμού,

- να την απορρίψει κατά τα λοιπά,

- να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

73 Στις υποθέσεις T-26/95, T-31/95, T-32/95, T-34/95, T-35/95, T-36/95, T-37/95, T-38/95, T-39/95, T-42/95, T-43/95, T-44/95, T-45/95, T-46/95, T-48/95, T-50/95, T-51/95, T-52/95, T-53/95, T-54/95, T-55/95, T-56/95, T-57/95, T-58/95, T-59/95, T-60/95, T-61/95, T-62/95, T-63/95, T-64/95, T-68/95, T-69/95, T-70/95, T-71/95, T-87/95, T-88/95, T-103/95 και T-104/95, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

- να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

74 Στην υπόθεση T-65/95, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο τα εξής:

- να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη καθόσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής της 23ης Σεπτεμβρίου 1993,

- να την απρρίψει ως αβάσιμη καθόσον αφορά την προσβαλλομένη απόφαση,

- να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

75 Αφού άκουσε τους διαδίκους επί του ζητήματος αυτού, το Πρωτοδικείο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) κρίνει ότι οι υπό κρίση υποθέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

76 Όλες οι προσφυγές σκοπούν στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Μία μόνον προσφεύγουσα, η Italcementi, ζητεί επίσης την ακύρωση της αποφάσεως της 23ης Σεπτεμβρίου 1993, με την οποία η Επιτροπή περάτωσε το σχετικό με τις διεθνείς συμπράξεις μέρος της διαδικασίας κατά δώδεκα γερμανικών και έξι ισπανικών επιχειρήσεων. Πρέπει να εξετασθεί πρώτα το αίτημα της Italcementi που στρέφεται κατά της δεύτερης αυτής αποφάσεως.

Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 23ης Σεπτεμβρίου 1993, καθόσον αυτή συνεπάγεται την περάτωση του σχετικού με τις διεθνείς συμπράξεις μέρους της διαδικασίας κατά δώδεκα γερμανικών και έξι ισπανικών επιχειρήσεων

77 Στις 23 Σεπτεμβρίου 1993 η Επιτροπή αποφάσισε να αποσύρει τις αιτιάσεις κατά δώδεκα γερμανικών και έξι ισπανικών επιχειρήσεων που αφορούσαν το σχετικό με τις διεθνείς συμπράξεις μέρος της ΑΑ. Αποφάσισε επίσης να αποσύρει τις σχετικές με τις εθνικές συμπράξεις αιτιάσεις της ΑΑ κατά όλων των αποδεκτών της ΑΑ. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1993 η Επιτροπή πληροφόρησε όλους τους αποδέκτες της ΑΑ ότι αποφάσισε να αποσύρει τις σχετικές με τις εθνικές συμπράξεις αιτιάσεις (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 14 και 15).

78 Η Italcementi (T-65/95) προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν της διεβίβασε την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1993 περί περατώσεως της διαδικασίας κατά δώδεκα γερμανικών και έξι ισπανικών επιχειρήσεων. Η Italcementi έλαβε γνώση της αποφάσεως αυτής κατά την ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι το έγγραφο της Επιτροπής της 27ης Σεπτεμβρίου 1993 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 4, σημείο 2) ουδόλως την ανέφερε. Η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιελάμβανε ούτε αιτιολογία δικαιολογούσα την επιλογή αυτή. Η Italcementi ισχυρίζεται ότι στερήθηκε το δικαίωμα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της και να ασκήσει προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως. Η απόφαση αυτή όμως αποτελούσε προπαρασκευαστική πράξη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ελλείψει της οποίας η δεύτερη θα ήταν διαφορετική, τόσο τυπικώς όσο και ουσιαστικώς. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η προσφυγή της είναι παραδεκτή, καθόσον στρέφεται κατά της αποφάσεως της 23ης Σεπτεμβρίου 1993. Αφενός, άσκησε την προσφυγή αυτή εντός της προθεσμίας του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), η οποία άρχισε να τρέχει αφότου ήταν σε θέση να λάβει γνώση της αποφάσεως αυτής. Αφετέρου, έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως, διότι αυτή αντιφάσκει προς τον συλλογικό χαρακτήρα της ευθύνης που καταλογίζει η Επιτροπή σε όλες τις ευρωπαϋκές εταιρίες παραγωγής τσιμέντου και συνιστά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Η προσφεύγουσα ζητεί επίσης να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προσκομίσει το κείμενο της από 23 Σεπτεμβρίου 1993 αποφάσεώς της. Καταλήγει ότι, αν γίνει δεκτό το αίτημά της περί ακυρώσεως της από 23 Σεπτεμβρίου 1993 αποφάσεως, θα πρέπει να ακυρωθεί και η προσβαλλομένη απόφαση.

79 Είναι αληθές ότι το έγγραφο της Επιτροπής της 27ης Σεπτεμβρίου 1993 ουδόλως αναφέρει την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1993 περί αποσύρσεως των σχετικών με τις διεθνείς συμπράξεις αιτιάσεων κατά δώδεκα γερμανικών και έξι ισπανικών επιχειρήσεων, όπως εξάλλου ομολόγησε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση επί της υποθέσεως T-65/95.

80 Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι, κατά παγία νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως, υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης, τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα του ασκούντος προσφυγή διαδίκου, μεταβάλλοντας ιδιαζόντως τη νομική του κατάσταση (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 11, σκέψη 28).

81 Εν προκειμένω όμως, η απόφαση της Επιτροπής περί αποσύρσεως των σχετικών με τις διεθνείς συμπράξεις αιτιάσεων κατά δώδεκα γερμανικών και έξι ισπανικών επιχειρήσεων δεν παράγει τέτοια αποτελέσματα έναντι της Italcementi.

82 Συνεπώς, η απόφαση αυτή δεν αποτελεί για την Italcementi πράξη δεκτική προσφυγής, υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης. Επομένως, το αίτημα ακυρώσεως που στρέφεται κατά της αποφάσεως αυτής είναι απαράδεκτο.

83 Εν πάση περιπτώσει, κατά το μέτρο που οι επικρίσεις της Italcementi έχουν ως σκοπό να καταγγείλουν πλημμέλειες μιας προπαρασκευαστικής πράξεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, πλημμέλειες οι οποίες κατ' αυτήν έθιξαν τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, οι εν λόγω επικρίσεις πρέπει να εξετασθούν στο πλαίσιο του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., κατωτέρω, σκέψεις 461 έως 471). Πράγματι, κατά παγία νομολογία, μπορεί να γίνεται επίκληση των ενδεχομένων πλημμελειών μιας προπαρασκευαστικής πράξεως, η οποία καθαυτή δεν είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως, προς στήριξη της προσφυγής που ασκείται κατά της τελικής πράξεως, δηλαδή, εν προκειμένω, της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1993 αποτελεί ένα στάδιο κατά την κατάρτισή της (απόφαση IBM κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 80, σκέψη 12· απόφαση του Πρωτοδικείου Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 11, σκέψη 47, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Φεβρουαρίου 1994, T-39/92 και T-40/92, CB και Europay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II-49, σκέψεις 46 έως 62).

84 Δεδομένου ότι το εξετασθέν αίτημα είναι απαράδεκτο, δεν πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της Italcementi να της διαβιβασθεί η απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1993.

Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

Ι - Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από διάφορες παραβάσεις ουσιώδους τύπου κατά τη διοικητική διαδικασία

85 Όλες οι προσφεύγουσες, εκτός από τη Ξαλκίς, προβάλλουν λόγους ακυρώσεως αντλούμενους από παραβάσεις ουσιώδους τύπου κατά τη διοικητική διαδικασία. Ωστόσο, δεν γίνεται επίκληση όλων των λόγων αυτών, 22 συνολικά, από εκάστη των προσφευγουσών. Κατά την εξέταση εκάστου λόγου, θα διευκρινίζεται ποιες προσφεύγουσες τον προβάλλουν.

86 Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον κατά τη διοικητική διαδικασία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση σε ολόκληρη την ΑΑ και σε όλα τα σχετικά με αυτήν έγγραφα. Μία προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μερική κοινοποίηση των αιτιάσεων αποτελεί επίσης παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αντλούνται, αντιστοίχως, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και από παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 235 ΕΚ), λόγω της εκ μέρους της Επιτροπής αποσύρσεως των αιτιάσεων που αφορούν τις εθνικές συμπράξεις και, ως προς ορισμένες επιχειρήσεις, των αιτιάσεων που αφορούν τις διεθνείς συμπράξεις (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 14 και 15). O πέμπτος λόγος αντλείται από τη διαδικαστική πλημμέλεια στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή αποσύροντας ορισμένες αιτιάσεις αφορώσες τις διεθνείς συμπράξεις. Ο έκτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, απορρέουσα από τον ασαφή και ελλιπή χαρακτήρα της ΑΑ. Ο έβδομος λόγος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από παράβαση του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14, στο εξής: κανονισμός 1), οι οποίες απορρέουν από την παράλειψη μεταφράσεως ορισμένων εγγράφων τα οποία γνωστοποιήθηκαν στις προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία. Ο όγδοος λόγος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας απορρέουσα από την ανακριβή μετάφραση και ανακριβή παράθεση ορισμένων εγγράφων. Ο ένατος λόγος ακυρώσεως αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 99/63, οι οποίες απορρέουν από τη φερόμενη ως ανεπαρκή προθεσμία απαντήσεως στην ΑΑ. Ο δέκατος λόγος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 και των άρθρων 7, παράγραφος 1, 8, παράγραφος 1, και 9 του κανονισμού 99/63, οι οποίες απορρέουν από την πλημμελή οργάνωση των ακροάσεων. Ο ενδέκατος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αυτεπάγγελτης έρευνας. Ο δωδέκατος λόγος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας υπήρξε υπερβολική. Ο δέκατος τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϋκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, της 4ης Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΑΔ). Ο δέκατος τέταρτος λόγος αντλείται από την εκ μέρους της Επιτροπής παράλειψη εφαρμογής της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και ο δέκατος πέμπτος από προσβολή του δικαιώματος των διαδίκων να μην καταθέσουν ως μάρτυρες κατά εαυτών. Ο δέκατος έκτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 10 του κανονισμού 17, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε πλημμέλειες κατά τη διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή. Ο δέκατος έβδομος, ο δέκατος όγδοος, ο δέκατος ένατος και ο εικοστός λόγος αντλούνται από παραβίαση, αντιστοίχως, των αρχών της επικουρικότητας, της χρηστής διοικήσεως, της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά τη διοικητική διαδικασία. Ο εικοστός πρώτος λόγος αντλείται από την εκ μέρους της Επιτροπής παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τέλος, ο εικοστός δεύτερος λόγος αντλείται από την πλημμελή κύρωση και κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον κατά τη διοικητική διαδικασία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση σε ολόκληρη την ΑΑ και σε όλα τα σχετικά με αυτήν έγγραφα

87 Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, προσάπτεται κατ' αρχάς στην Επιτροπή ότι δεν διασφάλισε στις προσφεύγουσες την πρόσβαση σε ολόκληρη την ΑΑ (Β). Της προσάπτεται περαιτέρω ότι, μη παρέχοντας στις προσφεύγουσες πρόσβαση σε ορισμένα τμήματα της ΑΑ και σε πολυάριθμα έγγραφα του φακέλου, τις εμπόδισε να ωφεληθούν από απαλλακτικά στοιχεία (Γ). Της προσάπτεται επίσης ότι χρησιμοποίησε στην προσβαλλομένη απόφαση επιβαρυντικά έγγραφα μη γνωστοποιηθέντα στις προσφεύγουσες ή μη απαριθμούμενα στην ΑΑ (Δ). Τέλος, της προσάπτεται ότι δεν γνωστοποίησε έγγραφα τα οποία, μολονότι δεν υπήρχαν στον φάκελο, ωστόσο θα ήσαν χρήσιμα για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας (Ε). Πριν εξετασθούν οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί, πρέπει να γίνουν ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις (Α).

Α - Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

88 Υπενθυμίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο κοινοποιήθηκαν οι αιτιάσεις κατά τη διοικητική διαδικασία και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αποδέκτες της ΑΑ είχαν πρόσβαση στον φάκελο κατά τη διαδικασία αυτή.

89 Βάσει των εγγράφων και των πληροφοριακών στοιχείων που συνέλεξαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής κατά τη διάρκεια ελέγχων που διενεργήθηκαν σε Ευρωπαίους παραγωγούς τσιμέντου και σε επαγγελματικές ενώσεις των παραγωγών αυτών μεταξύ Απριλίου του 1989 και Ιουλίου του 1990 και βάσει των απαντήσεων στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών τις οποίες απηύθυνε δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 και σε μία ανακοίνωση αιτιάσεων την οποία απηύθυνε δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (βλ., ανωτέρω, σκέψη 2), η Επιτροπή πιθανολόγησε την ύπαρξη συστήματος συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών, τόσο σε ευρωπαϋκό επίπεδο όσο και στο επίπεδο διαφόρων κρατών μελών, μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών τσιμέντου.

90 Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει διαδικασίες διαπιστώσεως παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης κατά μιας ομάδας 76 επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων τσιμεντοβιομηχανίας. Στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, η Επιτροπή απηύθυνε, κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου του 1991, την προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 99/63 ΑΑ σε όλες τις εν λόγω επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων.

91 Στην πρώτη σελίδα της ΑΑ αναγράφονται τρεις αριθμοί υποθέσεων: 27.997, 33.126 και 33.322. Οι υποθέσεις 33.126 και 33.322 ονομάζονται υποθέσεις «τσιμέντο». Η υπόθεση 27.997 αφορά τις «Common Price and Marketing Arrangements» (στο εξής: CPMA). Πρόκειται για συμφωνίες περί τιμών και όρων πωλήσεως συναφθείσες στο πλαίσιο της βρετανικής ενώσεως Cement Makers' Federation (στο εξής: CMF) και κοινοποιηθείσες από την ένωση αυτή στην Επιτροπή τον Ιούνιο του 1973.

92 Η ΑΑ διακρίνει δύο κατηγορίες αιτιάσεων: τις αφορώσες τις δραστηριότητες σε διεθνές επίπεδο (στο εξής: διεθνείς συμπράξεις) και τις αφορώσες τις δραστηριότητες σε εθνικό επίπεδο (στο εξής: εθνικές συμπράξεις). Η ΑΑ υποδιαιρείται σε δύο μεγάλα μέρη: ένα μέρος που αφορά τα «πραγματικά περιστατικά» (μέρος Ι) και ένα μέρος που αφορά τη «νομική αξιολόγηση» (μέρος ΙΙ). Το μέρος που αφορά τα «πραγματικά περιστατικά» περιλαμβάνει εννέα κεφάλαια. Το κεφάλαιο 1 πραγματεύεται την αγορά του τσιμέντου. Το κεφάλαιο 2 αφορά τις διεθνείς συμπράξεις. Τα κεφάλαια 3 έως 9 αναφέρονται στις διάφορες εθνικές συμπράξεις: Ιταλία (κεφάλαιο 3), Ηνωμένο Βασίλειο (κεφάλαιο 4), Γαλλία (κεφάλαιο 5), Γερμανία (κεφάλαιο 6), Ελλάδα (κεφάλαιο 7), Ισπανία (κεφάλαιο 8) και Πορτογαλία (κεφάλαιο 9). Το μέρος της ΑΑ που αφορά τη «νομική αξιολόγηση» υποδιαιρείται σε τρία σημεία (Α, Β και Γ). Το σημείο Α φέρει τον τίτλο «Άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ» και περιλαμβάνει τα κεφάλαια 10 έως 19 της ΑΑ. Τα κεφάλαια 10 έως 12 αφορούν τις διεθνείς συμπράξεις και τα κεφάλαια 13 έως 19 αφορούν τις διάφορες εθνικές συμπράξεις: Ιταλία (κεφάλαιο 13), Ηνωμένο Βασίλειο (κεφάλαιο 14), Γαλλία (κεφάλαιο 15), Γερμανία (κεφάλαιο 16), Ελλάδα (κεφάλαιο 17), Ισπανία (κεφάλαιο 18) και Πορτογαλία (κεφάλαιο 19). Το σημείο Β αφορά τη μη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και το σημείο Γ τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

93 Οι CPMA (φάκελος 27.997), οι οποίες εμπίπτουν στις αιτιάσεις που αφορούν τις εθνικές συμπράξεις, εξετάζονται στα σχετικά με το Ηνωμένο Βασίλειο κεφάλαια (κεφάλαια 4 και 14).

94 Τα κεφάλαια που αφορούν τις διεθνείς συμπράξεις (κεφάλαια 2, 10, 11 και 12) και ο πλήρης πίνακας περιεχομένων της ΑΑ κοινοποιήθηκαν σε εκάστη των προσφευγουσών. Τα κεφάλαια που αφορούν τις εθνικές συμπράξεις (κεφάλαια 3 έως 9 και 13 έως 19) κοινοποιήθηκαν μόνο στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που ήσαν εγκατεστημένες στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους. Έτσι, στους αποδέκτες της ΑΑ που ήσαν εγκατεστημένοι στο έδαφος κράτους μέλους στο οποίο υπήρχε, κατά την ΑΑ, εθνική σύμπραξη μεταξύ των παραγωγών τσιμέντου της χώρας αυτής κοινοποιήθηκαν τα κεφάλαια της ΑΑ που αφορούσαν τις διεθνείς συμπράξεις και τα κεφάλαια της ΑΑ που αφορούσαν αυτή την εθνική σύμπραξη, αλλά όχι τα κεφάλαια που αφορούσαν τις άλλες εθνικές συμπράξεις. Σε έναν αποδέκτη της ΑΑ, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος σε κράτος μέλος που δεν εξεταζόταν ειδικώς στην ΑΑ, κοινοποιήθηκαν μόνον τα κεφάλαια της ΑΑ που αφορούσαν τις διεθνείς συμπράξεις.

95 Η Επιτροπή δεν επισύναψε στην ΑΑ τα έγγραφα επί των οποίων στήριξε τα συμπεράσματά της ούτε τα λοιπά έγγραφα τα οποία θεωρούσε ουσιώδη. Δεδομένου ότι ο αριθμός των εν λόγω εγγράφων ήταν μεγάλος, ετοίμασε ένα κιβώτιο εγγράφων το οποίο τέθηκε στη διάθεση εκάστου αποδέκτη της ΑΑ κατά τον χρόνο μελέτης του φακέλου στο τέλος του 1991 (στο εξής: κιβώτιο). Το αργότερο μέχρι το χρονικό αυτό σημείο οι αποδέκτες της ΑΑ έλαβαν τον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5). H Rugby (T-53/95) ισχυρίζεται ωστόσο ότι ο κατάλογος (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) της κοινοποιήθηκε μόνο με έγγραφο της Επιτροπής της 4ης Ιουνίου 1992.

96 Ο κατάλογος (βλ. ανωτέρω σκέψη 5), ο οποίος αναφερόταν στους τρεις αριθμούς υποθέσεων (27.997, 33.126 και 33.322), περιείχε τις εξής ενδείξεις: μια συνεχή αρίθμηση των εγγράφων (από 1 έως 3147 για τον φάκελο 33.322, από 1 έως 20845 για τον φάκελο 33.126 και από 1 έως 40 για τον φάκελο 27.997), έναν κωδικό αναγνωρίσεως των εγγράφων (από 1 έως 12) και έναν κωδικό δυνατότητας προσβάσεως στα έγγραφα [«Α» (accessible, δηλαδή επιτρεπόμενη πρόσβαση), «PA» (partiellement accessible, δηλαδή εν μέρει επιτρεπόμενη πρόσβαση) και «ΝΑ» (non accessible, δηλαδή μη επιτρεπόμενη πρόσβαση)], μνεία των ενδιαφερομένων οι οποίοι είχαν πρόσβαση και αυτών οι οποίοι δεν είχαν πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα και αναγραφή του ντοσιέ στο οποίο είχαν καταχωρισθεί τα εν λόγω έγγραφα.

97 Από τον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) προκύπτει ότι οι φάκελοι των υποθέσεων «τσιμέντο» (33.126 και 33.322) περιείχαν τα ακόλουθα έγγραφα: αιτιάσεις και έγγραφα παρατιθέμενα προς στήριξη αυτών (κωδικός αναγνωρίσεως 1), αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 και απαντήσεις στις αιτήσεις αυτές (κωδικοί αναγνωρίσεως 4.1 και 4.2), αλληλογραφία με ορισμένες επιχειρήσεις, μη εμπίπτουσα στο πλαίσιο του άρθρου 11 του κανονισμού 17 (κωδικός αναγνωρίσεως 5.1), εκθέσεις ελέγχου και έγγραφα προσαρτημένα στις εκθέσεις αυτές (κωδικός αναγνωρίσεως 6.1), δημοσιευθέντα έγγραφα (κωδικός αναγνωρίσεως 9) και εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής (κωδικός αναγνωρίσεως 10). Ο φάκελος της υποθέσεως CPMA (IV/27.997) περιελάμβανε μια κοινοποίηση (κωδικός αναγνωρίσεως 2), εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής (κωδικός αναγνωρίσεως 10) και τη γνωμοδότηση της συμβουλευτικής επιτροπής (κωδικός αναγνωρίσεως 11).

98 Το σύνολο των περιλαμβανομένων στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) εγγράφων θα ονομάζεται «φάκελος έρευνας της υποθέσεως».

99 Όσον αφορά την πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως κατά τη διοικητική διαδικασία, κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων είχε πρόσβαση στα έγγραφα τα οποία η Επιτροπή είχε συλλέξει από την εν λόγω επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων και τα έγγραφα που αφορούσαν τα κεφάλαια της ΑΑ που της είχαν κοινοποιηθεί. Δεδομένου ότι τα σχετικά με τις διεθνείς συμπράξεις κεφάλαια κοινοποιήθηκαν σε όλες τις προσφεύγουσες στις υπό κρίση υποθέσεις (ΑΑ, κεφάλαια 2 και 10 έως 12), είχαν όλες πρόσβαση στα έγγραφα στα οποία επιτρεπόταν η πρόσβαση σύμφωνα με τον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) και τα οποία αφορούσαν τα κεφάλαια αυτά της ΑΑ.

100 Το κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95) δεν περιείχε όλα τα αναφερόμενα στις δεθνείς συμπράξεις έγγραφα στα οποία, σύμφωνα με τον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5), επιτρεπόταν η πρόσβαση σε όλους τους αποδέκτες («A» ή «Α: άπαντες» ή «Α: Ευρωπαίοι παραγωγοί»). Κατά την Επιτροπή, το κιβώτιο περιείχε τα σημαντικότερα έγγραφα τα οποία αφορούσαν τις διεθνείς συμπράξεις.

101 Όσον αφορά την πρόσβαση στα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις έγγραφα κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή κατάρτισε έναν εθνικό φάκελο για κάθε χώρα την οποία αφορούσαν τα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις κεφάλαια της ΑΑ, δηλαδή για την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση μόνο στον εθνικό φάκελο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ήσαν εγκατεστημένες.

102 Κάθε αίτηση προκειμένου να επιτραπεί επιπλέον πρόσβαση στα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις κεφάλαια της ΑΑ και/ή στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως απορρίφθηκε από την Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία. Η στάση αυτή της Επιτροπής προκάλεσε την άσκηση διαφόρων προσφυγών ενώπιον του Πρωτοδικείου τον Φεβρουάριο του 1992 (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 6 και 7).

103 Με απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1993, η Επιτροπή απέσυρε τις σχετικές με τις εθνικές συμπράξεις αιτιάσεις της ΑΑ και περάτωσε τη σχετική με τα εν λόγω κεφάλαια της ΑΑ διαδικασία. Αυτός ο διαχωρισμός των αιτιάσεων είχε ως αποτέλεσμα την περάτωση της υποθέσεως CPMA (27.997), δεδομένου ότι η σχετική με τις CPMA αιτίαση αφορούσε τις εθνικές συμπράξεις και περιεχόταν στα σχετικά με το Ηνωμένο Βασίλειο κεφάλαια της ΑΑ (κεφάλαια 4 και 14). Για τον λόγο αυτό, η προσβαλλομένη απόφαση αφορά αποκλειστικά την υπόθεση «33.126 και 33.322 - Τσιμέντο».

Β - Επί της μερικής κοινοποιήσεως της ΑΑ

104 Οι ακόλουθες 30 προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν κοινοποίησε ολόκληρη την ΑΑ: CBR (T-25/95), Cembureau (T-26/95), FIC (T-30/95), ENCI (T-31/95), VNC (T-32/95), Ciments luxembourgeois (T-34/95), Dyckerhoff (T-35/95), Ciments franηais (T-39/95), Heidelberger (T-42/95), Lafarge (T-43/95), Aalborg (T-44/95), Alsen-Breitenburg (T-45/95), Nordcement (T-46/95), BDZ (T-48/95), Buzzi (T-51/95), Valenciana (T-52/95), Asland (T-55/95), Castle (T-56/95), Ηρακλής (T-57/95), Uniland (T-58/95), Oficemen (T-59/95), Irish Cement (T-60/95), Cimpor (T-61/95), Secil (T-62/95), ATIC (T-63/95), Italcementi (T-65/95), Aker (T-70/95), Euroc (T-71/95), Blue Circle (T-88/95) και ΕΤΕ (T-103/95). Πρώτον, φρονούν ότι, εφόσον η ΑΑ είχε τη μορφή ενιαίου εγγράφου, έπρεπε να τους απευθυνθεί ολόκληρη. Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι η ίδια η ΑΑ αναφέρει ότι οι εθνικές και οι διεθνείς συμπράξεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και, επομένως, έπρεπε να έχουν κοινοποιηθεί στους αποδέκτες της ΑΑ όλα τα περί εθνικών συμπράξεων κεφάλαια αυτής. Τέλος, η Cembureau φρονεί ότι η παράλειψη κοινοποιήσεως ολόκληρης της ΑΑ αποτελεί παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

1. Επί του ενιαίου χαρακτήρα της ΑΑ και του δικαιώματος των προσφευγουσών να έχουν πρόσβαση σε ολόκληρη την ΑΑ

105 Οι προσφεύγουσες που προέβαλαν τον ισχυρισμό αυτόν υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 99/63 και με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, έπρεπε να τους διαβιβασθούν, κατά τη διοικητική διαδικασία, όλα τα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις κεφάλαια της ΑΑ. Συγκεκριμένα, οσάκις η Επιτροπή εκδίδει μία μόνον και ενιαία ΑΑ, όλοι οι αποδέκτες της πρέπει να μπορούν να λάβουν γνώση του συνόλου των αιτιάσεων.

106 Διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις στις οποίες αναφέρονται οι προσφεύγουσες και οι οποίες προβλέπουν την υποχρέωση της Επιτροπής να ανακοινώνει γραπτώς στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων τις αιτιάσεις που τους προσάπτονται καθιερώνουν τη θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου κατά την οποία τα δικαιώματα άμυνας πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων. Η ουσιαστική τήρηση της γενικής αυτής αρχής απαιτεί να παρέχεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων η δυνατότητα, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσουν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους ως πρoς το υποστατό και την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών, αιτιάσεων και συνθηκών που επικαλείται η Επιτροπή (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 215, σκέψη 11· απόφαση του Πρωτοδικείου Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 11, σκέψη 39, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1775, στο εξής: απόφαση T-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 59, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1847, στο εξής: απόφαση T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 69). Έτσι, η ΑΑ πρέπει να παρέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, ώστε να μπορούν να αμυνθούν προσηκόντως πριν η Επιτροπή εκδώσει οριστική απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1993, C-89/85, C-104/85, C-114/85, C-116/85, C-117/85, και C-125/85 έως C-129/85, Ahlstrφm Osakeyhtiφ κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1307, σκέψη 42, στο εξής: απόφαση «χαρτοπολτός ΙΙ»· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαου 1998, Τ-352/94, Mo och Domsjφ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1989, σκέψη 63).

107 Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν περιέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση τις αιτιάσεις της ΑΑ που αφορούν τις εθνικές συμπράξεις. Πράγματι, από τις 23 Σεπτεμβρίου 1993 είχε αποφασίσει να αποσύρει τις σχετικές με τις συμπράξεις αυτές αιτιάσεις και να περατώσει τη σχετική με τα αντίστοιχα κεφάλαια της ΑΑ διαδικασία (βλ., ανωτέρω, σκέψη 14).

108 Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αντλούν επιχείρημα από τον ενιαίο χαρακτήρα της ΑΑ για να αποδείξουν ότι η μη κοινοποίηση των σχετικών με τις εθνικές συμπράξεις κεφαλαίων, πλην αυτών που αφορούσαν το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ήταν εγκατεστημένος ο αποδέκτης της ΑΑ, συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας. Πράγματι, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διοικητική διαδικασία εκτιμάται υπό το πρίσμα των αιτιάσεων τις οποίες δέχθηκε η Επιτροπή με την ΑΑ και με την προσβαλλομένη απόφαση (βλ., στο πνεύμα αυτό, τις προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 60, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 70).

109 Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να κοινοποιήσει όλες τις αιτιάσεις στους αποδέκτες της ΑΑ, λόγω του ενιαίου χαρακτήρα της ΑΑ, πρέπει να απορριφθεί.

2. Επί της υπάρξεως αρρήκτου συνδέσμου μεταξύ εθνικών και διεθνών συμπράξεων και επί του δικαιώματος των προσφευγουσών να έχουν πρόσβαση σε ολόκληρη την ΑΑ

110 Οι κατονομαζόμενες ανωτέρω στη σκέψη 104 προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η παράλειψη κοινοποιήσεως των σχετικών με τις εθνικές συμπράξεις κεφαλαίων της ΑΑ, πλην αυτών που αφορούσαν το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ήταν εγκατεστημένος ο αποδέκτης της ΑΑ, συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας, κατά το μέτρο που η Επιτροπή συνήγαγε την ύπαρξη διεθνών συμπράξεων - της συμφωνίας Cembureau και των μέτρων εφαρμογής της - από στοιχεία που περιέχονταν στα περί εθνικών συμπράξεων κεφάλαια της ΑΑ. Εξάλλου, υπό το πρίσμα της ΑΑ, η ύπαρξη και η λειτουργία των διεθνών συμπράξεων εξαρτώνταν από την ύπαρξη εθνικών συμπράξεων που έθεταν τη συμφωνία αυτή σε εφαρμογή. Οι εθνικές και οι διεθνείς συμπράξεις αποτελούσαν μάλιστα, κατά την ΑΑ, ενιαία συμφωνία. Ο άρρηκτος σύνδεσμος μεταξύ εθνικών και διεθνών συμπράξεων προκύπτει από τη διατύπωση της ΑΑ. Έτσι, στην παράγραφο 93, στοιχείο ββ, αυτής υπογραμμίζεται ότι «[ήταν] αδύνατον να διαχωρισθούν οι εθνικές από τις ευρωπαϋκές συμφωνίες, διότι και οι δύο αποτελούν αναπόσπαστο σύνολο». Εξάλλου, οι παράγραφοι 58 και 59 της ΑΑ τονίζουν (βλ., κατωτέρω, σκέψη 119) τον άρρηκτο σύνδεσμο μεταξύ των διαφόρων παραβάσεων. Η απόφαση της Επιτροπής της 23ης Σεπτεμβρίου 1993 περί αποσύρσεως των αιτιάσεων που αφορούν τις εθνικές συμπράξεις και περί περατώσεως της διαδικασίας που αφορά τα κεφάλαια αυτά της ΑΑ δεν θεράπευσε την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, δεδομένου ότι υπάρχει αναμφισβήτητος σύνδεσμος μεταξύ των αιτιάσεων που αφορούν τις εθνικές συμπράξεις και των αιτιάσεων που αφορούν τις διεθνείς συμπράξεις.

111 Επισημαίνεται ότι τα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις κεφάλαια της ΑΑ παρουσιάστηκαν ως αυτοτελή κεφάλαια (κεφάλαια 3 έως 9 και 13 έως 19), πράγμα που παρέσχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να κοινοποιήσει τις «τμηματικές ΑΑ» στους διαφόρους αποδέκτες της ΑΑ.

112 Παρά ταύτα, όλα τα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις κεφάλαια περιέχουν στοιχεία αφορώντα τις διεθνείς συμπράξεις. Έτσι, στο σχετικό με τη Γαλλία κεφάλαιο του μέρους της ΑΑ που αφορά τα «πραγματικά περιστατικά» (κεφάλαιο 5, παράγραφος 44, στοιχείο f), επισημαίνεται ότι οι εξαγωγές τσιμέντου προελεύσεως Ελλάδος συζητήθηκαν στο πλαίσιο του προεδρείου της Syndicat national des fabricants de ciment et de chaux (στο εξής: SNFCC) και ότι «οι ημερομηνίες συνεδριάσεως του προεδρείου (...) πρέπει να συσχετισθούν με τις ημερομηνίες των δραστηριοτήτων της "Cembureau Task Force or European Task Force" τις οποίες αναφέρει το τμήμα 2 [του κεφαλαίου 2 της ΑΑ που αφορά τις διεθνείς συμπράξεις]». Ομοίως, το σχετικό με το Ηνωμένο Βασίλειο κεφάλαιο του μέρους της ΑΑ που αφορά τα «πραγματικά περιστατικά» περιλαμβάνει μία παράγραφο που αφορά «τις αποφάσεις που έλαβε η CMF και τις CPMA κατά των εισαγωγών ελληνικού τσιμέντου» (ΑΑ, κεφάλαιο 4, παράγραφος 39). Το σχετικό με το Ηνωμένο Βασίλειο κεφάλαιο του μέρους της ΑΑ που αφορά τη «νομική αξιολόγηση» ορίζει τα εξής: «Όλα τα μέτρα που έλαβαν οι Βρετανοί παραγωγοί στο πλαίσιο της CMF και των CPMA, όπως περιγράφονται στις παραγράφους 20 και 39 και εξετάζονται στην παράγραφο 61, στοιχείο ηη, αποτελούσαν συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1» (ΑΑ, κεφάλαιο 14, παράγραφος 75). Διευκρινίζεται ότι οι παράγραφοι 20 και 61, στοιχείο ηη, της ΑΑ, στις οποίες αναφέρεται το χωρίο αυτό, αποτελούν παραγράφους των σχετικών με τις διεθνείς συμπράξεις κεφαλαίων 2 και 10 της ΑΑ και τιτλοφορούνται «Οι "carrot actions" που υιοθετήθηκαν από τη Cembureau Task Force: "Absorption of destabilizer's tonnage"» και «"Cembureau Task Force or European Task Force"».

113 Το σχετικό με τη Γερμανία κεφάλαιο του μέρους της ΑΑ που αφορά τα «πραγματικά περιστατικά» περιλαμβάνει ένα τμήμα σχετικό με τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ της SFIC και της BDZ (κεφάλαιο 6, παράγραφος 49, στοιχείο a, σημείο iii) και ένα τμήμα σχετικό με τη σύμπραξη μεταξύ Γάλλων και Γερμανών παραγωγών (κεφάλαιο 6, παράγραφος 49, στοιχείο b, σημείο iv). Τα σημεία αυτά επαναλαμβάνονται στο σχετικό με τη Γερμανία κεφάλαιο του μέρους της ΑΑ που αφορά τη «νομική αξιολόγηση» (κεφάλαιο 16, παράγραφος 84). Τα κεφάλαια της ΑΑ που αφορούν την Ιταλία πραγματεύονται λεπτομερώς τη συμφωνία μεταξύ των Ιταλών παραγωγών και της Calcestruzzi με σκοπό την προστασία της ιταλικής βιομηχανίας από τις εισαγωγές τσιμέντου προελεύσεως Ελλάδος (ΑΑ, κεφάλαιο 3, παράγραφος 35· κεφάλαιο 13, παράγραφος 70, στοιχείο b). Το σχετικό με την Ελλάδα κεφάλαιο του μέρους της ΑΑ που αφορά τα «πραγματικά περιστατικά» εξετάζει το πρόβλημα των εξαγωγών από την Ελλάδα (ΑΑ, κεφάλαιο 7, παράγραφος 53). Τέλος, τα κεφάλαια που αφορούν την Ισπανία και την Πορτογαλία περιέχουν ένα τμήμα σχετικό με τη σύμπραξη μεταξύ των παραγωγών της Ιβηρικής χερσονήσου (ΑΑ, κεφάλαιο 8, παράγραφος 55, στοιχείο c· κεφάλαιο 9, παράγραφος 56, στοιχείο b· κεφάλαιο 18, παράγραφος 87· κεφάλαιο 19, παράγραφος 90).

114 Ωστόσο, οι παραπομπές στις διεθνείς συμπράξεις και οι σχετικές μ' αυτές εξηγήσεις που εκτέθηκαν στα περί εθνικών συμπράξεων κεφάλαια της ΑΑ δεν σημαίνουν ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να κοινοποιήσει στις προσφεύγουσες τα περί εθνικών συμπράξεων κεφάλαια πριν εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση, με την οποία διαπιστώνονται παραβάσεις αποκλειστικώς όσον αφορά τις διεθνείς συμπράξεις. Πράγματι, η εξέταση των σχετικών με τις εθνικές συμπράξεις κεφαλαίων στα οποία δεν είχαν πρόσβαση οι προσφεύγουσες δεν ήταν αναγκαία για την προετοιμασία της άμυνας των προσφευγουσών κατά των αιτιάσεων που αφορούσαν τις διεθνείς συμπράξεις, δεδομένου ότι τα περί εθνικών συμπράξεων κεφάλαια δεν περιείχαν κανένα επιβαρυντικό στοιχείο αναφερόμενο στις διεθνείς συμπράξεις, το οποίο να μην έχει επίσης περιληφθεί στα σχετικά με τις διεθνείς συμπράξεις κεφάλαια της ΑΑ. Θα ελεγχθεί στη συνέχεια αν τα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις κεφάλαια της ΑΑ περιείχαν ενδεχομένως απαλλακτικά στοιχεία υπέρ των ως άνω προσφευγουσών.

115 Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, στην ΑΑ, στήριξε στις εθνικές συμπράξεις την ύπαρξη της συμφωνίας Cembureau και των μέτρων εφαρμογής της. Αντιθέτως, η συμφωνία Cembureau και τα μέτρα εφαρμογής της σε διεθνές επίπεδο θεωρήθηκαν στην ΑΑ ως αυτοτελείς παραβάσεις βάσει των εγγράφων των οποίων γίνεται μνεία στα σχετικά με τις διεθνείς συμπράξεις κεφάλαια της ΑΑ (κεφάλαια 2 και 10 έως 12). Υπογραμμίζεται συναφώς ότι στα περί διεθνών συμπράξεων κεφάλαια της ΑΑ (κεφάλαια 2 και 10 έως 12) ουδόλως γίνεται μνεία των εθνικών συμπράξεων.

116 Εντούτοις, από τα περί εθνικών συμπράξεων κεφάλαια, ειδικότερα δε από το κεφάλαιο που αφορά τη Γερμανία, προκύπτει ότι, για την εύρυθμη λειτουργία τους, οι εθνικές συμπράξεις εξαρτώνταν από την ύπαρξη συμπράξεως σε διεθνές επίπεδο.

117 Έτσι, στο σχετικό με τη Γερμανία κεφάλαιο του μέρους που αφορά τη «νομική αξιολόγηση», η Επιτροπή εξήγησε τα εξής (ΑΑ, κεφάλαιο 16, παράγραφος 84): «Οι Γερμανοί παραγωγοί τσιμέντου ενδιαφέρονταν ιδιαιτέρως να αποφύγουν τις εξαγωγές προς άλλες χώρες της Κοινότητας των οποίων οι παραγωγοί ήσαν μέλη της Cembureau, δεδομένου ότι οι εξαγωγές αυτές θα αντέβαιναν στην "αρχή" Cembureau η οποία συζητήθηκε στο πρώτο τμήμα της παρούσας ανακοινώσεως αιτιάσεων. Σημειώνεται ότι μια τόσο σημαντική συμφωνία [μεταξύ Γερμανών παραγωγών] περί κατανομής των αγορών δεν θα μπορούσε ποτέ να τεθεί σε εφαρμογή με τέτοια αυστηρότητα και σταθερότητα κατά τα 30 τελευταία έτη, αν η εν λόγω "αρχή" δεν είχε παράσχει τη δυνατότητα απομονώσεως της γερμανικής αγοράς εισαγωγών τσιμέντου. Η εν λόγω "αρχή", εξαλείφοντας ή περιορίζοντας τα διασυνοριακά ρεύματα, αποτελούσε την αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση περιοριστικών συμφωνιών και πρακτικών εντός των κρατών μελών των οποίων οι παραγωγοί ήσαν μέλη της Cembureau. Η ανταλλαγή σημαντικών πληροφοριών μεταξύ των γαλλικών και των γερμανικών οργανώσεων και ο συντονισμός των εξαγωγών προς τις χώρες της Benelux αποτελούν ορισμένους από τους παράγοντες που βοήθησαν τους Γερμανούς πρωτοστατούντες στον τομέα του τσιμέντου να διατηρήσουν αυστηρό έλεγχο στην αγορά τους επί όλα αυτά τα έτη και συγχρόνως έθιξαν το μεταξύ κρατών εμπόριο τσιμέντου. (...) Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι συμφωνίες [μεταξύ Γερμανών παραγωγών] περί ανταλλαγής πληροφοριών σχετικών με την αγορά και η κατανομή των τοπικών αγορών και των πελατών είχαν αισθητά αποτελέσματα στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, τόσο από μόνες τους όσο και ως συνέπεια ή συμπλήρωμα, σε τοπική ή περιφερειακή βάση, της "αρχής Cembureau περί σεβασμού των ευρωπαϋκών εγχωρίων αγορών", παγιώνοντας τη δημιουργία στεγανών σε εθνικό επίπεδο, τα οποία εμποδίζουν την οικονομική αμοιβαία διείσδυση στην οποία σκοπεί η Συνθήκη».

118 Ανεξαρτήτως του ζητήματος αν ο άρρηκτος σύνδεσμος μεταξύ εθνικών και διεθνών συμπράξεων, τον οποίο διαπιστώνει η παράγραφος 93, στοιχείο ββ, της ΑΑ, αφορά μόνον, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, διαπιστώνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, ο σύνδεσμος αυτός υπάρχει μόνον προς μία κατεύθυνση. Πράγματι, οι εθνικές συμπράξεις, ως «συνέπεια ή συμπλήρωμα, σε τοπική ή περιφερειακή βάση», της συμφωνίας Cembureau, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη συμφωνία αυτή, ενώ η συμφωνία Cembureau κα τα μέτρα εφαρμογής της σε διεθνές επίπεδο ουδόλως εξαρτώνται από την ύπαρξη των εθνικών συμπράξεων.

119 Τέλος, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αντλούν επιχείρημα από τις παραγράφους 58 και 59 της ΑΑ. Η παράγραφος 58, η οποία αποτελεί την εισαγωγή της νομικής αξιολογήσεως της ΑΑ, διευκρινίζει ότι «οι ανωτέρω συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, και οι εν λόγω επιχειρήσεις είναι επιχειρήσεις υπό την έννοια του άρθρου αυτού, εφόσον ασκούν οικονομικές δραστηριότητες στους κλάδους της παραγωγής και της εμπορίας τσιμέντου». Βεβαίως, η παράγραφος αυτή πρέπει να αφορά όλες τις αιτιάσεις της ΑΑ, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Εντούτοις, το περιεχόμενό της δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη οποιουδήποτε συνδέσμου μεταξύ όλων αυτών των αιτιάσεων. Αφορά απλώς την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης σε όλες αυτές τις αιτιάσεις και τον ορισμό της εννοίας της επιχειρήσεως κατά τη διάταξη αυτή. Η παράγραφος 59 της ΑΑ, η οποία είναι η πρώτη παράγραφος της νομικής αξιολογήσεως που αφορά τις περιγραφόμενες στο κεφάλαιο 2, τμήματα 1 και 2, διεθνείς συμπράξεις (δηλαδή τη συμφωνία Cembureau και την ETF), εκθέτει τα εξής: «Στο πλαίσιο του Cembureau και μέσω της ένωσης αυτής, οι Ευρωπαίοι παραγωγοί τσιμέντου συμφώνησαν πάνω σε προγράμματα, μηχανισμούς και μέτρα, τα οποία θεσπίστηκαν βάσει της θεσμικής διάρθρωσης του Cembureau και στο πλαίσιο ενός συστήματος διμερών και πολυμερών τακτικών συνεδριάσεων και επαφών υπό την αιγίδα των οργάνων του Cembureau, με σκοπό τη διαφύλαξη των αντιστοίχων εθνικών αγορών, την κατανομή των αγορών βάσει ποσοστώσεων ή επιδιωκόμενων όγκων παραγωγής ή προσωρινών μέτρων για τη ρύθμιση και τον έλεγχο του όγκου των πωλήσεων, την ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τις τιμές και τις εξαγωγές και εισαγωγές για τον καλύτερο συντονισμό της δράσης τους. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το σύνολο των πραγματοποιηθεισών ρυθμίσεων στο πλαίσιο του Cembureau και των διμερών και πολυμερών συνεδριάσεων και επαφών αποτελεί ενιαία και συνεχή "συμφωνία", αρχής γενομένης από τις κατωτέρω αναφερόμενες ημερομηνίες, υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1.» Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή η παράγραφος 59 ουδόλως αναφέρεται στις αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στα περί εθνικών συμπράξεων κεφάλαια της ΑΑ. Πράγματι, η «ενιαία συμφωνία» την οποία αναφέρει αφορά μόνον τις διεθνείς συμπράξεις. Συνεπώς, το γεγονός ότι οι διεθνείς συμπράξεις χαρακτηρίσθηκαν ως «ενιαία συμφωνία» δεν αποδεικνύει τον φερόμενο άρρηκτο σύνδεσμο μεταξύ διεθνών και εθνικών συμπράξεων.

120 Επομένως, στην ΑΑ, η ύπαρξη της συμφωνίας Cembureau και των μέτρων εφαρμογής της ουδόλως στηρίζεται στην ύπαρξη των εθνικών συμπράξεων. Συνεπώς, ο άρρηκτος σύνδεσμος μεταξύ διεθνών και εθνικών συμπράξεων, όπως προβλήθηκε από ορισμένες προσφεύγουσες (βλ., ανωτέρω, σκέψη 110), δεν αποδείχθηκε.

121 Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εν λόγω προσφευγουσών ότι ο σύνδεσμος αυτός επέβαλλε να λάβουν γνώση των σχετικών με τις εθνικές συμπράξεις κεφαλαίων της ΑΑ για να προετοιμάσουν την άμυνά τους έναντι των αιτιάσεων που αφορούν τις διεθνείς συμπράξεις πρέπει ωσαύτως να απορριφθεί.

3. Επί της προβαλλομένης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

122 H Cembureau (T-26/95) φρονεί ότι παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όλων των μερών κατά των οποίων βάλλει η ΑΑ, διότι η ΑΑ δεν κοινοποιήθηκε ολόκληρη σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

123 Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί. Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύει την εφαρμογή διαφορετικών κανόνων επί παρεμφερών καταστάσεων ή την εφαρμογή του ιδίου κανόνα επί διαφορετικών καταστάσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker, Συλλογή 1995, σ. I-225, σκέψη 30, και της 27ης Ιουνίου 1996, C-107/94, Asscher, Συλλογή 1996, σ. I-3089, σκέψη 40). Εν προκειμένω, όμως, όλοι οι αποδέκτες της ΑΑ δεν ευρίσκονταν στην ίδια κατάσταση: ενώ ορισμένοι, όπως η Cembureau, καταλαμβάνονται μόνον από τις αιτιάσεις που αφορούν τις διεθνείς συμπράξεις, άλλοι υποτίθεται ότι μετέσχαν επίσης σε εθνική σύμπραξη εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεώς τους. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή απηύθυνε στη δεύτερη αυτή κατηγορία αποδεκτών, εκτός των σχετικών με τις διεθνείς συμπράξεις κεφαλαίων της ΑΑ, τα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις κεφάλαια που αφορούν το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ήσαν εγκατεστημένοι.

Γ - Επί της ελλείψεως δυνατότητας προσβάσεως σε ορισμένα μέρη της ΑΑ και σε ορισμένα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως που μπορούσαν να περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία

124 Οι ακόλουθες 39 προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους παρέσχε πρόσβαση σε μέρη της ΑΑ και σε έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως που μπορούσαν να περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία: CBR (T-25/95), Cembureau (T-26/95), FIC (T-30/95), ENCI (T-31/95), VNC (T-32/95), Ciments luxembourgeois (T-34/95), Dyckerhoff (T-35/95), SFIC (T-36/95), Vicat (T-37/95), Cedest (T-38/95), Ciments franηais (T-39/95), Heidelberger (T-42/95), Lafarge (T-43/95), Aalborg (T-44/95), Alsen-Breitenburg (T-45/95), Nordcement (T-46/95), BDZ (T-48/95), Unicem (T-50/95), Buzzi (T-51/95), Valenciana (T-52/95), Rugby (T-53/95), Asland (T-55/95), Castle (T-56/95), Ηρακλής (T-57/95), Uniland (T-58/95), Oficemen (T-59/95), Irish Cement (T-60/95), Cimpor (T-61/95), Secil (T-62/95), ATIC (T-63/95), Τιτάν (T-64/95), Italcementi (T-65/95), Holderbank (T-68/95), Hornos Ibιricos (T-69/95), Aker (T-70/95), Euroc (T-71/95), Cementir (T-87/95), Blue Circle (T-88/95) και ΕΤΕ (T-103/95).

125 Οι ως άνω προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να τους παράσχει πρόσβαση στα στοιχεία αυτά, προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας.

126 Υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες, υπό την επιφύλαξη του ζητήματος αν στερήθηκαν την πρόσβαση σε απαλλακτικά στοιχεία περιεχόμενα σε κεφάλαιο της ΑΑ, δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας παραλείποντας να τους κοινοποιήσει, κατά τη διοικητική διαδικασία, τα κεφάλαια της ΑΑ που αφορούσαν κράτη μέλη διαφορετικά από αυτό στο έδαφος του οποίου ήταν εγκατεστημένος ο αποδέκτης της ΑΑ (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 104 έως 123). Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει κατ' αρχάς να ελεγχθεί αν η πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως διασφαλίστηκε προσηκόντως κατά τη διοικητική διαδικασία (1). Στη συνέχεια, θα υπομνησθούν τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας τα οποία έλαβε το Πρωτοδικείο σχετικά με τους υπό εξέταση ισχυρισμούς (2). Κατόπιν, θα εκτεθεί η ανάλυση της εκτιμήσεως ενός ισχυρισμού που αντλείται από την έλλειψη δυνατότητας προσβάσεως σε υποτιθέμενο απαλλακτικό στοιχείο κατά τη διοικητική διαδικασία (3). Η ανάλυση αυτή θα καλύψει τόσο τα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως στα οποία δεν υπήρχε δυνατότητα προσβάσεως όσο και τα μη κοινοποιηθέντα μέρη της ΑΑ. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες που προέβαλαν τον ισχυρισμό αυτό φρονούν ότι τόσο τα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως όσο και τα μέρη της ΑΑ που παρέμειναν απόρρητα κατά τη διοικητική διαδικασία μπορούσαν να περιέχουν απαλλακτικά υπέρ αυτών στοιχεία. Αφού διατυπωθούν οι αρχές της αναλύσεως, θα εφαρμοσθούν στην υπό κρίση περίπτωση (4). Τέλος, θα εξετασθούν οι γενικοί ισχυρισμοί που αφορούν την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διοικητική διαδικασία, ισχυρισμοί των οποίων έγινε επίκληση με τα υπομνήματα που κατατέθηκαν κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (5).

1. Επί της οργανώσεως της προσβάσεως στον φάκελο κατά τη διοικητική διαδικασία

127 Ορισμένες προσφεύγουσες διατυπώνουν επικρίσεις αφορώσες την κατάρτιση και τη μελέτη του φακέλου στον οποίο είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία. Η οργάνωση της προσβάσεως στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως ενείχε πλημμέλειες ακόμη και όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία επιτρεπόταν η πρόσβαση (1.1). Εξάλλου, οι 39 προσφεύγουσες που κατονομάζονται ανωτέρω στο σημείο 124 υποστηρίζουν ότι η οργάνωση της προσβάσεως στον φάκελο κατά τη διοικητική διαδικασία ενείχε πλημμέλειες λόγω του ότι δεν είχαν δυνατότητα προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα (1.2).

1.1. Επί των φερομένων πλημμελειών της οργανώσεως της προσβάσεως στον φάκελο κατά τη διοικητική διαδικασία όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία επιτρεπόταν η πρόσβαση

128 Οι ENCI, VNC, Dyckerhoff, Uniland, Oficemen, Cimpor, Holderbank, Aker και Euroc ισχυρίζονται ότι, ακόμη και όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία μπορούσαν να έχουν πρόσβαση, η οργάνωση της προσβάσεως αυτής ενείχε πλημμέλειες. Τα διάφορα ελαττώματα τα οποία επισημαίνουν αποδεικνύουν, κατ' αυτές, ότι τα δικαιώματά τους άμυνας προσβλήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία και ότι, επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

129 Η ENCI και η VNC προσάπτουν κατ' αρχάς στην Επιτροπή ότι δεν ενσωμάτωσε στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως τα έγγραφα που συνέλεξε από αυτές κατά τη διοικητική διαδικασία, ενώ επρόκειτο περί απαλλακτικών εγγράφων.

130 Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ENCI και η VNC δεν αποδεικνύουν την αλήθεια των ισχυρισμών τους. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ευσταθούν, ουδόλως θα είχαν προσβληθεί τα δικαιώματά τους άμυνας, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, μπορούσαν να έχουν επικαλεσθεί κατά τη διοικητική διαδικασία απαλλακτικά έγγραφα τα οποία συνέλεξε από αυτές η Επιτροπή. Επομένως, ο ισχυρισμός τους πρέπει να απορριφθεί.

131 Η Holderbank ισχυρίζεται ότι δεν είχε επαρκή πρόσβαση στον φάκελο λόγω του ότι ήταν δυσανάγνωστη η αρίθμηση των σελίδων ορισμένων αντιγράφων εγγράφων τα οποία είχε τη δυνατότητα να συμβουλευθεί. Δεδομένου ότι τα παρατιθέμενα στην ΑΑ έγγραφα διακρίνονταν βάσει της αριθμήσεώς τους στον φάκελο της Επιτροπής, ήταν εντελώς αδύνατο για την προσφεύγουσα αυτή να καθορίσει ποια αποδεικτικά στοιχεία χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών και, επομένως, να προετοιμάσει προσηκόντως την άμυνά της.

132 Επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το ευανάγνωστο του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία είχε πρόσβαση, αλλά αποκλειστικά το ευανάγνωστο της αριθμήσεως των σελίδων τους. Στα μέρη όμως της ΑΑ που αφορούν τη συμφωνία Cembureau και την ETF, τα οποία είναι τα μόνα μέρη που αναφέρονται σε αιτιάσεις κατά της Holderbank τις οποίες δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση (άρθρα 1 και 4), τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία δεν διακρίνονται με την αναφορά σε κάποια αρίθμηση σελίδων αλλά με τη μνεία της φύσεώς τους (πρακτικά συνεδριάσεως, εσωτερικό σημείωμα, έγγραφο, τηλετύπημα κ.λπ.), της ημερομηνίας τους και/ή της προελεύσεώς τους. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι τα έγγραφα που υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95) ακολουθούσαν τη σειρά της ΑΑ. Επομένως, το ενδεχομένως δυσανάγνωστο της αριθμήσεως των σελίδων ορισμένων εγγράφων δεν μπορεί να εμπόδισε την προσφεύγουσα αυτή να συσχετίσει τα έγγραφα αυτά με το χωρίο της ΑΑ το οποίο τα ανέφερε. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός της Holderbank πρέπει να απορριφθεί.

133 Η Uniland και η Oficemen υποστηρίζουν ότι στην ΑΑ τα έγγραφα δεν διακρίνονταν με την αρίθμηση που τους δόθηκε στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως. Έτσι, ο συσχετισμός των εγγράφων που υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95) με τα σχετικά χωρία της ΑΑ υπήρξε εξαιρετικά δυσχερής. Την τελευταία αυτή επίκριση διατυπώνουν είσης οι Holderbank, Hornos Ibιricos, Aker και Euroc.

134 Δεν αμφισβητείται ότι τα έγγραφα που υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95) ακολουθούσαν τη σειρά της ΑΑ. Εξάλλου, στην ΑΑ τα έγγραφα διακρίνονταν βάσει της φύσεώς τους, της ημερομηνίας τους και/ή της προελεύσεώς τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο συσχετισμός των εγγράφων που υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95) με τα σχετικά χωρία της ΑΑ δεν μπορεί να παρουσίασε ιδιαίτερα προβλήματα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

135 Η ENCI, η VNC και η Uniland παρατηρούν ακόμη ότι ορισμένα έγγραφα που υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95) ήσαν δυσανάγνωστα. Η Dyckerhoff παραπονείται επίσης για το δυσανάγνωστο ορισμένων εγγράφων. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι, ενώ ζήτησε από την Επιτροπή, με έγγραφα της 24ης και της 31ης Ιανουαρίου 1992, να της αποσταλεί ευανάγνωστο αντίγραφο των επιμάχων εγγράφων, τα νέα αντίγραφα που απέστειλε η Επιτροπή στις 11 Φεβρουαρίου 1992 ήσαν εξίσου δυσανάγνωστα με τα προηγούμενα.

136 Ωστόσο, παρατηρείται ότι τίποτε δεν εμπόδιζε την ENCI, την VNC και την Uniland να ζητήσουν από την Επιτροπή να τους αποστείλει νέο αντίγραφο των εγγράφων που δυσκολεύονταν να διαβάσουν. Δεδομένου ότι παρέλειψαν να κάνουν χρήση της ευχέρειας αυτής κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν μπορούν τώρα να επικαλούνται προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας. Όσον αφορά το φερόμενο δυσανάγνωστο των εγγράφων στα οποία είχε πρόσβαση η Dyckerhoff κατά τη διοικητική διαδικασία, διαπιστώνεται ότι, όπως αναγνωρίζει η προσφεύγουσα αυτή, η Επιτροπή της απέστειλε, με έγγραφο της 11ης Φεβρουαρίου 1992, νέο αντίγραφο των εγγράφων για το δυσανάγνωστο των οποίων παραπονέθηκε με τα από 24 και 31 Ιανουαρίου 1992 έγγραφά της. Αν προέκυψε ότι και τα νέα αυτά αντίγραφα ήσαν δυσανάγνωστα, τούτο οφείλεται στην κακή ποιότητα των πρωτοτύπων, για την οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη η Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, το ενδεχομένως δυσανάγνωστο των πρωτοτύπων ουδόλως συνεπαγόταν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, δεδομένου ότι τη δυσχέρεια αυτή αντιμετώπισαν τόσον οι προσφεύγουσες όσο και η Επιτροπή. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν απέκτησε, από τα έγγραφα των οποίων η ανάγνωση ήταν αδύνατη ή δυσχερής, γνώση διαφορετική από αυτή που ήσαν σε θέση να αποκτήσουν οι προσφεύγουσες συμβουλευόμενές τα. Επομένως, οι ισχυρισμοί των ENCI, VNC, Dyckerhoff και Uniland πρέπει να απορριφθούν.

137 Τέλος, η Cimpor ισχυρίζεται ότι ο κατάλογος (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) περιέχει σφάλματα. Επί παραδείγματι, ισχυρίζεται ότι είχε μερική μόνον πρόσβαση στο σημείωμα επί της συνεδριάσεως της 23ης Ιανουαρίου 1987 μεταξύ των Πορτογάλων παραγωγών και της ισπανικής ενώσεως (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 21, σημείο 4· έγγραφα αριθ. 33.322/1406 έως 1408), μολονότι, κατά τον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5), το έγγραφο αυτό συγκαταλεγόταν στα έγγραφα τα οποία μπορούσε να συμβουλευθεί ολόκληρα.

138 Επισημαίνεται ότι τα έγγραφα αριθ. 33.322/1406 έως 1408 συγκαταλέγονται πράγματι, κατά τον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5), στα έγγραφα στα οποία κρίθηκε ότι μπορούσε να έχει πρόσβαση η Cimpor. Ωστόσο, η Cimpor δεν αποδεικνύει ότι είχε μερική μόνον πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα. Επομένως, ο ισχυρισμός της είναι ουσία αβάσιμος και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί. Ως εκ περισσού, υπογραμμίζεται ότι η Cimpor, στην οποία επετράπη η πρόσβαση στα πρωτότυπα των εγγράφων αυτών κατόπιν των από 18 και 19 Ιουνίου 1997 μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και η οποία μπορούσε, επί τη ευκαιρία, να εξηγήσει κατά πόσον είχε μερική πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα και υπό ποιες συνθήκες προσεβλήθησαν τα δικαιώματά της άμυνας, δεν προέβαλε πλέον τον ισχυρισμό αυτό.

139 Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η οργάνωση της προσβάσεως στον φάκελο ενείχε πλημμέλειες όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία επιτρεπόταν η πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία.

1.2. Επί των πλημμελειών της οργανώσεως της προσβάσεως στον φάκελο κατά τη διοικητική διαδικασία, που αντλούνται από το ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα

140 Οι 39 προσφεύγουσες οι οποίες απαριθμούνται ανωτέρω στη σκέψη 124 προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους παρέσχε πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα. Αναφερόμενες στην απόφαση του Πρωτοδικείoυ της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T-7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. II-1711, σκέψη 54), επισημαίνουν ότι δεν είχαν πρόσβαση, κατά τη διοικητική διαδικασία, σε όλα τα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως εξαιρουμένων των εσωτερικών σημειωμάτων της Επιτροπής και των εγγράφων που περιείχαν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία. Εξάλλου, κατά παραβίαση των αρχών που διατυπώθηκαν στις αποφάσεις «ανθρακικό νάτριο», ιδίως δε στις προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής (σκέψεις 93 και 94), και Τ-36/91, ICI κατά Επιτροπής (σκέψεις 103 και 104), η Επιτροπή δεν τους γνωστοποίησε το μη εμπιστευτικό κείμενο των εγγράφων τα οποία, κατ' αυτήν, περιείχαν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία, ούτε κατάρτισε κατάλογο παρέχοντα στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων τη δυνατότητα να εκτιμήσουν το κατά πόσον ήταν σκόπιμο να ζητήσουν πρόσβαση σε συγκεκριμένα έγγραφα. Δεδομένου ότι τα έγγραφα στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση μπορούσαν να περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία, τα ελαττώματα αυτά έπρεπε να έχουν ως συνέπεια τη διαπίστωση υπάρξεως προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι CBR, FIC, ENCI, VNC, Dyckerhoff, SFIC, Heidelberger, Asland, Secil, ATIC και Hornos Ibιricos αναφέρονται επίσης στην αρχή της ισότητας των όπλων (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις T-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 83, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 93).

141 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι καθεμία από τις προσφεύγουσες δεν είχε πρόσβαση, κατά τη διοικητική διαδικασία, στη μεγάλη πλειονότητα των εγγράφων του φακέλου έρευνας της υποθέσεως. Οι προσφεύγουσες δεν είχαν δυνατότητα προσβάσεως περίπου στα τρία τέταρτα του συνόλου των καταχωρισθέντων στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) εγγράφων.

142 Στις υποθέσεις ανταγωνισμού, σκοπός της προσβάσεως στον φάκελο είναι να παρέχεται στους αποδέκτες ΑΑ η δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή, ώστε να μπορέσουν να λάβουν λυσιτελώς θέση επί των συμπερασμάτων στα οποία έχει καταλήξει η Επιτροπή με την ΑΑ βάσει των στοιχείων αυτών (βλ., ως πλέον πρόσφατη, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C-51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 75). Η πρόσβαση στον φάκελο εντάσσεται, επομένως, στις διαδικαστικές εγγυήσεις που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας και στην εξασφάλιση, ειδικότερα, της αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως, το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 και 2 του κανονισμού 99/63. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν πρόκειται για διοικητική διαδικασία (απόφαση του Πρωτοδικείου Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 11, σκέψεις 38 και 39, απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Απριλίου 1993, T-65/89, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-389, σκέψη 30, αποφάσεις του Πρωτοδικείου T-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψη 59, T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψη 69, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T-37/91, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1901, στο εξής: απόφαση T-37/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 49).

143 Στο πλαίσιο της κατ' αντιδικία διαδικασίας που οργανώνει ο κανονισμός 17, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή και μόνο να αποφασίζει ποια είναι τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα των μερών τα οποία εμπλέκονται σε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 81, και Τ-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 91). Ενόψει της γενικής αρχής της ισότητας των όπλων, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να επιδοκιμάσει το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει μόνη αυτή αν θα χρησιμοποιήσει ή όχι ορισμένα έγγραφα κατά των προσφευγουσών, ενώ οι προσφεύγουσες δεν είχαν πρόσβαση σ' αυτά και δεν μπορούσαν επομένως να αποφασίσουν, αντιστοίχως, αν θα τα χρησιμοποιήσουν ή όχι για την άμυνά τους (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 83, και Τ-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 93).

144 Επομένως, η Επιτροπή, προκειμένου να παράσχει στις εν λόγω επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων τη δυνατότητα να αμυνθούν αποτελεσματικά κατά των αιτιάσεων που διατυπώνονται κατ' αυτών στην ΑΑ, υποχρεούται να τους καταστήσει προσιτό ολόκληρο τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, εξαιρουμένων των εγγράφων που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1991, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 140, σκέψη 54· απόφαση BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 142, σκέψη 29· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Lιger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 1995, C-310/93 P, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-865, I-867, σημείο 116, και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-8417, Ι-8422, σημείο 150).

145 Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών, πρέπει να ελεγχθεί αν η Επιτροπή παρέσχε προσηκόντως πρόσβαση στον φάκελό της έρευνας της υποθέσεως κατά τη διοικητική διαδικασία.

146 Όπως επισημαίνουν η CBR και η Ηρακλής, η Επιτροπή προφανώς στήριξε την άρνησή της να παράσχει πρόσβαση στο σύνολο του φακέλου έρευνας της υποθέσεως σε λόγους σχετικούς με το απόρρητο των εν λόγω εγγράφων. Έτσι, προφανώς η Επιτροπή θεώρησε κατά τη διοικητική διαδικασία ότι οι τρίτοι δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που περιήλθαν στην κατοχή της κατά την άσκηση των εξουσιών που της απονέμει ο κανονισμός 17, παρά μόνον οσάκις τα είχε λάβει υπόψη της εις βάρος τους στην ΑΑ (βλ. διάταξη Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 8, σκέψη 42, και απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 11, σκέψη 30).

147 Υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων για προστασία των επαγγελματικών τους απορρήτων πρέπει να σταθμίζεται σε συνάρτηση με την κατοχύρωση του δικαιώματος προσβάσεως σε ολόκληρο τον φάκελο (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 88, και Τ-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 98). Επομένως, αν η Επιτροπή θεωρούσε ότι ορισμένα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως περιείχαν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία, έπρεπε να καταρτίσει ή να ζητήσει από τις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων από τις οποίες προέρχονταν τα έγγραφα αυτά να καταρτίσουν μη εμπιστευτικά κείμενα των εν λόγω εγγράφων (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 92, και Τ-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 102). Αν η κατάρτιση μη εμπιστευτικών κειμένων όλων των εγγράφων αποδεικνυόταν δυσχερής, η Επιτροπή όφειλε να διαβιβάσει στους ενδιαφερομένους έναν αρκούντως ακριβή κατάλογο των εγγράφων που δημιουργούσαν πρόβλημα, ώστε να παράσχει στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων τη δυνατότητα να καθορίσουν, έχοντας επίγνωση της καταστάσεως, αν τα περιγραφόμενα έγγραφα μπορούσαν να είναι ουσιώδη για την άμυνά τους (βλ. προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψεις 93 και 94, και Τ-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψεις 103 και 104).

148 Διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν ενήργησε κατά τον τρόπο αυτό. Αφενός, δεν έθεσε στη διάθεση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων μη εμπιστευτικά κείμενα των εγγράφων τα οποία, κατ' αυτήν, περιείχαν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία. Αφετέρου, όπως ορθώς υπογραμμίζουν οι Cembureau, ENCI, VNC, Dyckerhoff, Ciments franηais, Valenciana, Asland, Uniland, Oficemen, Irish Cement, ATIC, Holderbank, Hornos Ibιricos και ΕΤΕ, ο κατάλογος των εγγράφων τον οποίο διαβίβασε η Επιτροπή στους αποδέκτες της ΑΑ δεν ήταν αρκούντως σαφής. Πράγματι, δεδομένου ότι ο κατάλογος δεν περιείχε καμία περιγραφή του περιεχομένου των εγγράφων που είχαν καταχωρισθεί σ' αυτόν (βλ. ανωτέρω, σκέψη 96), δεν παρείχε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων τη δυνατότητα να εκτιμήσουν το κατά πόσον ήταν σκόπιμο να ζητήσουν πρόσβαση σε συγκεκριμένα έγγραφα.

149 Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να ισχυρίζεται, όπως πράττει στις διαφορές μεταξύ αυτής και των Dyckerhoff, Heidelberger, Valenciana, Asland, Holderbank και Hornos Ibιricos, ότι, εν προκειμένω, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα μη προσήκουσας δυνατότητας προσβάσεως στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, δεδομένου ότι οι αποδέκτες της ΑΑ μπορούσαν, βάσει του καταλόγου στον οποίο είχαν καταχωρισθεί όλα τα έγγραφα του φακέλου της, να ζητήσουν πιο εκτεταμένη πρόσβαση στον φάκελο. Εν πάση περιπτώσει, στις περιπτώσεις που επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων ζήτησαν συμπληρωματική πρόσβαση στα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως, η Επιτροπή δεν δέχθηκε τα αιτήματα αυτά, πράγμα το οποίο ανάγκασε ορισμένες επιχειρήσεις να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου (βλ. απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 11). Επομένως, στις υπό κρίση υποθέσεις, το γεγονός ότι ορισμένες από τις προσφεύγουσες δεν ζήτησαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, να τους παράσχει η Επιτροπή πιο εκτεταμένη πρόσβαση στον φάκελο της υποθέσεως ή να τους διαβιβάσει συγκεκριμένα έγγραφα δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του δικαιώματος επικλήσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου της προσβολής, ως προς το ζήτημα αυτό, των δικαιωμάτων τους άμυνας, ενόψει του ότι το διάβημα αυτό ήταν προδήλως αλυσιτελές κατά τον χρόνο εκείνο (απόφαση Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψη 96).

150 Στο πλαίσιο των παρουσών διαδικασιών, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, παρέσχε στους αποδέκτες της ΑΑ πρόσβαση σε όλα τα ουσιώδη έγγραφα, δηλαδή σε όλα τα έγγραφα που έχουν σχέση με τις κατηγορίες που τους προσάπτονται, είτε ήσαν επιβαρυντικά είτε απαλλακτικά (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J.-P. Warner στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980, 30/78, Distillers Company κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 465, 504 και 505, και απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψεις 5 έως 10), εξαιρουμένων των εσωτερικών σημειωμάτων της Επιτροπής και των εγγράφων που περιείχαν επιχειρηματικά απόρρητα και άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία.

151 Επομένως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, για την εκτίμηση της δυνατότητας προσβάσεως στα διάφορα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως στηρίχθηκε στο κριτήριο του ουσιώδους των εν λόγω εγγράφων. Επομένως, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, προέβη σε διαλογή των εγγράφων του φακέλου έρευνας της υποθέσεως τα οποία, κατ' αυτήν, ήσαν χρήσιμα για την άμυνα των ως άνω επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.

152 Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν παρέσχε στις προσφεύγουσες προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν αρνήθηκε να παράσχει πρόσβαση στα έγγραφα τα οποία παρέμειναν απρόσιτα βασιζόμενη στο κριτήριο περί του επουσιώδους τους ή στο κριτήριο περί του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους ή σε συνδυασμό των δύο αυτών κριτηρίων.

153 Εξάλλου, πρέπει να γίνει μνεία του ότι, κατά τις επ' ακροατηρίου συζητήσεις των υποθέσεων T-25/95, T-45/95, T-46/95 και T-60/95, η Επιτροπή ομολόγησε ότι η οργάνωση της προσβάσεως στον φάκελο κατά τη διοικητική διαδικασία στις υπό κρίση υποθέσεις δεν ανταποκρινόταν στο επίπεδο διαφανείας που έπρεπε να χαρακτηρίζει την έρευνα επί συμπράξεως μεταξύ επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή προέβη στη δήλωση αυτή επ' ευκαιρία ενός σχολίου επί της ενδεχόμενης χρησιμότητας του εσωτερικού σημειώματος της Cimpor της 17ης Φεβρουαρίου 1983, το οποίο κατάρτισε ο J. Toscano Jr (έγγραφα αριθ. 33.322/314 έως 344) για την άμυνα των προσφευγουσών (βλ., κατωτέρω, σκέψη 1123). Ομολόγησε ότι έπρεπε να έχει επιτραπεί στις προσφεύγουσες η πρόσβαση στο σημείωμα αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία, κατά το μέτρο που αυτό αναφερόταν στη συνεδρίαση των επικεφαλής αντιπροσωπείας της 14ης Ιανουαρίου 1983, την οποία αφορά η παράγραφος 19, στοιχείο αα, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τις επ' ακροατηρίου συζητήσεις των υποθέσεων T-31/95, T-32/95, T-38/95, T-52/95, T-53/95 και T-56/95, η Επιτροπή ομολόγησε επίσης ότι υπέπεσε σε σφάλματα κατά την οργάνωση της προσβάσεως στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως κατά τη διοικητική διαδικασία.

154 Η FIC και η Italcementi, με υπομνήματα με ημερομηνία, της μεν πρώτης, 10 Νοεμβρίου 1998, της δε δεύτερης, 6 Νοεμβρίου 1998, ζήτησαν να ληφθούν υπόψη και στις δικές τους υποθέσεις οι δηλώσεις σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο στις οποίες προέβη η Επιτροπή, αντιστοίχως, κατά τις επ' ακροατηρίου συζητήσεις των υποθέσεων T-25/95, T-45/95, T-46/95 και T-60/95 και των υποθέσεων T-25/95, T-31/95, T-32/95, T-52/95 και T-60/95. Η SFIC και η Vicat ζήτησαν από το Πρωτοδικείο, με έγγραφα, αντιστοίχως, της 27ης Οκτωβρίου 1998 και της 9ης Φεβρουαρίου 1999, να λάβει υπόψη στην υπόθεσή τους τις δηλώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή όσον αφορά το εσωτερικό σημείωμα της Cimpor της 17ης Φεβρουαρίου 1983, το οποίο κατάρτισε ο J. Toscano Jr (έγγραφα αριθ. 33.322/314 έως 344), κατά τις επ' ακροατηρίου συζητήσεις των άλλων υποθέσεων. Η Lafarge και η Blue Circle υπέβαλαν παρεμφερές αίτημα όσον αφορά τις δικές τους υποθέσεις, με έγγραφα, αντιστοίχως, της 16ης Νοεμβρίου 1998 και της 2ας Δεκεμβρίου 1998. Η Cimpor και η Secil ζήτησαν από το Πρωτοδικείο, με έγγραφα, αντιστοίχως, της 11ης Νοεμβρίου 1998 και της 17ης Νοεμβρίου 1998, να λάβει υπόψη στις υποθέσεις τους τις δηλώσεις που έγιναν στις υποθέσεις T-25/95, T-30/95 και T-60/95. Με έγγραφο της 20ής Νοεμβρίου 1998, η Cementir ζήτησε από το Πρωτοδικείο να λάβει υπόψη του στην υπόθεσή της τις σχετικές με την πρόσβαση στον φάκελο δηλώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή κατά τις επ' ακροατηρίου συζητήσεις των υποθέσεων T-25/95 και T-60/95. Η Ciments franηais υπέβαλε παρεμφερές αίτημα όσον αφορά την υπόθεσή της με έγγραφο της 4ης Νοεμβρίου 1998. Εξάλλου, η Italcementi ζήτησε, με το από 6 Νοεμβρίου 1998 υπόμνημά της, την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας κατ' εφαρμογήν του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η Cembureau και η Cementir ζήτησαν επίσης την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας με έγγραφα που απέστειλαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, αντιστοίχως, την 1η Δεκεμβρίου 1998 και στις 20 Νοεμβρίου 1998. Οι διάφορες δηλώσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις T-25/95, T-31/95, T-32/95, T-52/95 και T-60/95 αποτελούν, κατά την Cembureau, την Italcementi και την Cementir, νέο πραγματικό περιστατικό.

155 Επισημαίνεται ότι οι δηλώσεις της Επιτροπής κατά τις οποίες η πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως δεν διασφαλίστηκε προσηκόντως κατά τη διοικητική διαδικασία συμφωνούν με τη διαπίστωση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο αποκλειστικώς βάσει των ισχυρισμών που προέβαλαν, κατά την έγγραφη και την προφορική διαδικασία, οι προσφεύγουσες που απαριθμούνται στην προηγούμενη σκέψη (βλ., ανωτέρω, σκέψη 152). Υπό τις συνθήκες αυτές, τα αιτήματα των εν λόγω προσφευγουσών να λάβει το Πρωτοδικείο υπόψη του τις δηλώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων «τσιμέντο» καθίστανται άνευ αντικειμένου. Όσον αφορά τα αιτήματα περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας, υπογραμμίζεται ότι η Επιτροπή ουδόλως ομολόγησε σε κάποια από τις υπό κρίση υποθέσεις «τσιμέντο», ούτε με τα υπομνήματά της ούτε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών κατά τη διοικητική διαδικασία μη παρέχοντας πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως (βλ., κατωτέρω, σκέψεις 237 επ.). Για τον λόγο αυτό, οι δηλώσεις της δεν αποτελούν νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει επιρροή στην έκβαση της δίκης (βλ., στο πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 53, και της 8ης Ιουλίου 1999, C-199/92 P, Hόls κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 127 και 128, C-200/92 P, ICI κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση C-200/92 P, ICI κατά Επιτροπής, σκέψεις 60 και 61, C-227/92 P, Hoechst κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 104 και 105, και C-234/92 P, Shell κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 63 και 64). Επομένως, δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθεί η προφορική διαδικασία στις υποθέσεις T-26/95, T-65/95 και T-87/95, ούτε, κατά συνέπεια, να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της Italcementi τα οποία αφορούν, με σκοπό την οργάνωση νέας προφορικής διαδικασίας, την καταχώριση στη δικογραφία της υποθέσεως T-65/95 των πρακτικών των επ' ακροατηρίου συζητήσεων των υποθέσεων T-25/95, T-31/95, T-32/95, T-52/95 και T-60/95 και την πλήρη απομαγνητοφώνηση των ανταλλαγών ισχυρισμών κατά τη διάρκεια αυτών των επ' ακροατηρίου συζητήσεων.

156 Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε στις προσφεύγουσες προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως κατά τη διοικητική διαδικασία δεν μπορεί από μόνη της να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως έναντι των 39 προσφευγουσών που προέβαλαν τους αντίστοιχους ισχυρισμούς. Συγκεκριμένα, η πρόσβαση στον φάκελο δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά σκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας. Έτσι, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων της άμυνας και εξαρτάται από αυτή (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Lιger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσες στη σκέψη 144, σημεία 97 και 98).

157 Συνεπώς, πρέπει εν προκειμένω να εξετασθεί αν η άμυνα των προσφευγουσών εθίγη από το γεγονός ότι δεν είχαν προσήκουσα πρόσβαση στα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως κατά τη διοικητική διαδικασία.

2. Επί των διαφόρων μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που διέταξε το Πρωτοδικείο

2.1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

158 Έχει ήδη διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε στις προσφεύγουσες προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., ανωτέρω, σκέψη 152). Εξάλλου, και χωρίς να έχει διαπιστωθεί πλημμέλεια συναφώς (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 104 έως 123), δεν αμφισβητείται ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν πρόσβαση στα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις κεφάλαια της ΑΑ πλην αυτών που αφορούν την εθνική σύμπραξη που λειτούργησε στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο ήσαν εγκατεστημένες (βλ., ανωτέρω, σκέψη 94).

159 Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν τα δικαιώματα άμυνας των εν λόγω 39 προσφευγουσών προσβλήθηκαν λόγω του ότι δεν είχαν πρόσβαση σε ορισμένα χωρία της ΑΑ και σε έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως που μπορούσαν να περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία.

160 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι όντως προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας είναι καθαρώς θεωρητικώς. Αναφερόμενη στην απόφαση της 1ης Απριλίου 1993, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 142 (σκέψη 35), η Επιτροπή φρονεί ότι ο αβέβαιος και υποθετικός ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι θα πρέπει να υπήρχαν απαλλακτικά στοιχεία στα κεφάλαια της ΑΑ και στα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως στα οποία δεν είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία πρέπει να απορριφθεί.

161 Ο προκαταρκτικός αυτός ισχυρισμός της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Δεν μπορεί να απαιτείται από τις προσφεύγουσες που προέβαλαν λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από την προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας να αναπτύσσουν, στο δικόγραφο της προσφυγής τους, διεξοδική επιχειρηματολογία ή να εκθέτουν λεπτομερώς δέσμη ενδείξεων για να αποδείξουν ότι η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν είχαν πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία τα οποία όντως ουδέποτε τους γνωστοποιήθηκαν. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή ισοδυναμεί κατ' ουσίαν με το να εξαναγκάζονται σε probatio diabolica (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Lιger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσες στη σκέψη 144, σημείο 119).

162 Ακριβώς για να παρασχεθεί στις 39 προσφεύγουσες η δυνατότητα να επισημάνουν τα ενδεχόμενα απαλλακτικά στοιχεία στα οποία δεν τους παρασχέθηκε πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία, το Πρωτοδικείο διέταξε κατά τις παρούσες δίκες διάφορα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.

2.2. Διάφορα διαταχθέντα μέτρα

163 Με απόφαση κοινοποιηθείσα στους διαδίκους εκάστης των υποθέσεων μεταξύ της 19ης Ιανουαρίου και της 2ας Φεβρουαρίου 1996 (στο εξής: μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας από τις 19 Ιανουαρίου μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου 1996), το Πρωτοδικείο κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει διάφορα έγγραφα. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1996. Σε καθεμία από τις υποθέσεις κατέθεσε την ΑΑ, όπως κοινοποιήθηκε στην οικεία προσφεύγουσα, τα πρακτικά της ακροάσεως αυτής, τον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5), το κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95) και τα έγγραφα που ανταλλάχθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία μεταξύ του κοινοτικού οργάνου και της οικείας προσφεύγουσας. Δεδομένου ότι οι υποθέσεις δεν συνεκδικάσθηκαν κατά την έγγραφη και την προφορική διαδικασία, καμία από τις προσφεύγουσες δεν μπορούσε να λάβει γνώση των εγγράφων που κατέθεσε η Επιτροπή στο πλαίσιο των λοιπών υποθέσεων. Επομένως, το διαταχθέν μέτρο δεν παρέσχε στις 39 προσφεύγουσες που επικαλούνται προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας (βλ., ανωτέρω, σκέψη 124) τη δυνατότητα να διευκρινίσουν την επιχειρηματολογία τους συναφώς.

164 Υπό τις συνθήκες αυτές, με απόφαση που κοινοποιήθηκε στους διαδίκους των 39 υποθέσεων (βλ., ανωτέρω, σκέψη 124) στις 2 Οκτωβρίου 1996 (στο εξής: μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996), το Πρωτοδικείο κάλεσε την Επιτροπή να επιτρέψει στις εν λόγω προσφεύγουσες να συμβουλευθούν, στα γραφεία της, τα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις κεφάλαια της ΑΑ και, για κάθε εθνική σύμπραξη, να τους παράσχει την ίδια πρόσβαση στον οικείο φάκελο με την πρόσβαση της οποίας έτυχαν οι εγκατεστημένοι στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους αποδέκτες της ΑΑ κατά τη διοικητική διαδικασία. Οι προσφεύγουσες κλήθηκαν να επισημάνουν τα χωρία της ΑΑ και τα ουσιώδη έγγραφα που δεν τους είχαν κοινοποιηθεί κατά τη διοικητική διαδικασία και να εξηγήσουν ως προς τι θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα η διοικητική διαδικασία αν τους είχε δοθεί πρόσβαση στα στοιχεία αυτά κατά την εν λόγω διαδικασία. Κλήθηκαν να επισυνάψουν στο ενδεχόμενο υπόμνημά τους το αντίγραφο εκάστου σχολιαζομένου εγγράφου. Η Επιτροπή κλήθηκε να καταθέσει υπόμνημα απαντήσεως σε καθεμία από τις εν λόγω υποθέσεις.

165 Έτσι, προέκυψε ότι όλα τα έγγραφα που υπήρχαν στους σχετικούς με τις εθνικές συμπράξεις φακέλους περιέχονταν στους φακέλους 27.997, 33.126 και 33.322, όπως έχουν καταχωρισθεί στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5). Επρόκειτο περί υποομάδων εγγράφων προερχομένων από τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως της Επιτροπής.

166 Με απόφαση που κοινοποιήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1997, το Πρωτοδικείο κάλεσε την Επιτροπή να διευκρινίσει σε ποια ακριβώς έγγραφα είχαν πρόσβαση οι προσφεύγουσες κατόπιν του μέτρου της 2ας Οκτωβρίου 1996, επισημαίνοντάς τα στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5). Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό με έγγραφα της 8ης και της 17ης Απριλίου 1997.

167 Μολονότι το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 παρέσχε στις 39 προσφεύγουσες τη δυνατότητα να λάβουν γνώση ολόκληρης της ΑΑ και του φακέλου 27.997, ο οποίος αναφέρεται σε σχετική με εθνική σύμπραξη αιτίαση αφορώσα τις CPMA (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 91 και 93), ωστόσο τους παρέσχε πρόσβαση μόλις στο ένα τέταρτο περίπου του συνόλου των φακέλων 33.126 και 33.322.

168 Κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής, το Πρωτοδικείο διέταξε νέο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας συνιστάμενο στη γνωστοποίηση του υπολοίπου του φακέλου έρευνας της υποθέσεως. Έτσι, με απόφαση που κοινοποιήθηκε στους διαδίκους των 39 υποθέσεων (βλ., ανωτέρω, σκέψη 124), στις 18 και 19 Ιουνίου 1997 (στο εξής: μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997), κάλεσε την Επιτροπή να καταθέσει στη Γραμματεία, το αργότερο μέχρι και τις 30 Σεπτεμβρίου 1997, τα πρωτότυπα όλων των καταχωρισθέντων στον κατάλογο εγγράφων που υπήρχαν στους φακέλους 33.126 και 33.322, εξαιρουμένων των εγγράφων που περιείχαν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής. Η Επιτροπή κλήθηκε να διευκρινίσει τη φύση κάθε εσωτερικού εγγράφου που υπήρχε στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5). Κλήθηκε επίσης να καταθέσει στη δικογραφία, αντί των εμπιστευτικών εγγράφων, μη εμπιστευτικά κείμενα ή μη εμπιστευτικές επιτομές των εγγράφων αυτών (βλ., κατωτέρω, σκέψη 186).

169 Οι 39 ως άνω προσφεύγουσες κλήθηκαν να συμβουλευθούν, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, το πρωτότυπο και μη εμπιστευτικό κείμενο των εγγράφων που κατέθεσε η Επιτροπή. Τους επετράπη να καταθέσουν υπόμνημα, περιοριζόμενες στην ακριβή επισήμανση κάθε εγγράφου στο οποίο δεν τους παρασχέθηκε πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία και το οποίο μπορούσε να επηρεάσει την άμυνά τους και στην εν συντομία εξήγηση των λόγων για τους οποίους η εν λόγω διοικητική διαδικασία μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν τους είχε επιτραπεί η πρόσβαση στο ως άνω έγγραφο. Κλήθηκαν να επισυνάψουν στο ενδεχόμενο υπόμνημά τους το αντίγραφο εκάστου σχολιαζομένου εγγράφου. Η Επιτροπή κλήθηκε να καταθέσει υπόμνημα απαντήσεως σε καθεμία από τις εν λόγω υποθέσεις.

170 Όλες οι προσφεύγουσες τις οποίες αφορούσαν τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997 κατέθεσαν παρατηρήσεις αφού συμβουλεύθηκαν τον φάκελο της Επιτροπής, πλην της Ciments luxembourgeois. Η Επιτροπή απάντησε καταθέτοντας παρατηρήσεις σε καθεμία από τις αντίστοιχες υποθέσεις.

171 Πριν εξετασθούν οι ισχυρισμοί που ανέπτυξαν οι προσφεύγουσες στα υπομνήματά τους, επισημαίνεται ότι, εξ αυτών, οι Dyckerhoff, Vicat, Heidelberger, Lafarge, Unicem, Blue Circle και ΕΤΕ διατύπωσαν ορισμένα σχόλια άσχετα προς τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σε έγγραφο του φακέλου έρευνας της υποθέσεως. Τα σχόλια αυτά δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη. Συγκεκριμένα, οι παρατηρήσεις που κατατίθενται ως απάντηση στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας δεν μπορούν να καταλήγουν σε παράταση ολόκληρης της έγγραφης διαδικασίας. Για τους ίδιους λόγους, δεν μπορούν να ανταλλάσσονται ισχυρισμοί επί εγγράφων μη προερχομένων από τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως. Έτσι, δεν θα ληφθούν, υπόψη, αφενός, τα έγγραφα που αποτελούν τα παραρτήματα IV, V και VI των παρατηρήσεων της Lafarge της 10ης Φεβρουαρίου 1997, οι οποίες κατατέθηκαν κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996, και, αφετέρου, τα έγγραφα που αποτελούν τα παραρτήματα 87 και 88 των παρατηρήσεων της Lafarge της 28ης Ιανουαρίου 1998, οι οποίες κατατέθηκαν κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997. Εξάλλου, πρέπει να προστεθεί ότι τα έγγραφα αυτά δεν φέρουν παραπομπή στην αρίθμηση των φακέλων 33.126 και 33.322, η οποία αναγράφεται στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5). Η Lafarge δεν μπορεί επίσης να ισχυρίζεται, όπως πράττει με τις από 28 Ιανουαρίου 1998 παρατηρήσεις της, ότι τα έγγραφα που επισυνάπτει ως παραρτήματα IV, V και VI των από 10 Φεβρουαρίου 1997 παρατηρήσεών της αντιστοιχούν στα έγγραφα αριθ. 33.126/16473 και 16474 που επισύναψε ως παράρτημα 41 στις από 28 Ιανουαρίου 1998 παρατηρήσεις της. Πράγματι, η προβαλλόμενη αντιστοιχία δεν προκύπτει από την ανάγνωση των εν λόγω εγγράφων.

172 Ομοίως, απλώς και μόνον η μνεία ενός εγγράφου του φακέλου έρευνας της υποθέσεως, χωρίς συγκεκριμένο σχόλιο ως προς την επίπτωση που είχε η μη γνωστοποίησή του στην άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, δεν πληροί τους τεθέντες με τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας όρους. Επομένως, δεδομένου ότι δεν μπορούν να εκτιμηθούν από το Πρωτοδικείο κατόπιν των εν λόγω μέτρων, τα έγγραφα αριθ. 33.126/20386 έως 20394 (παρατηρήσεις επί του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996, σ. 65) και τα έγγραφα αριθ. 33.126/767 έως 7886, 16316 έως 16765 και 33.322/1 έως 3147, στα οποία παραπέμπει η Lafarge και τα οποία απαριθμούνται όλα μαζί, χωρίς ιδιαίτερα σχόλια (παρατηρήσεις επί του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, σ. 18 έως 30), δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη.

2.3. Επί των συνθηκών της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

173 Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού των διαταχθέντων μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή τήρησε τους όρους τους.

2.3.1. Μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας από τις 19 Ιανουαρίου μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου 1996

174 Με τα υπομνήματα που κατέθεσαν, αντιστοίχως, στις 7 Φεβρουαρίου 1997 και στις 13 Φεβρουαρίου 1997, η Rugby, αφενός, και η Castle, η Aker και η Euroc, αφετέρου, ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή δεν απάντησε ορθώς στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου (βλ., ανωτέρω, σκέψη 163). Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε ούτε τους σχετικούς με τις εθνικές συμπράξεις φακέλους ούτε ολόκληρο τον σχετικό με τις διεθνείς συμπράξεις φάκελο. Επιπλέον, δεν γνωστοποίησε ορισμένα έγγραφα από την αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ των προσφευγουσών και των υπηρεσιών της.

175 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πρώτη επίκριση κατέστη άνευ αντικειμένου κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996, της 18ης και 19ης Ιουνίου 1996. Όσον αφορά τη δεύτερη επίκριση, οι προσφεύγουσες που την προέβαλαν δεν επισημαίνουν ως προς τι μπορούσε να προσβάλει τα δικαιώματά τους άμυνας η μη γνωστοποίηση του συνόλου της αλληλογραφίας που αντάλλαξαν οι ίδιες με την Επιτροπή. Συνεπώς, και οι δύο επικρίσεις πρέπει να απορριφθούν.

2.3.2. Μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996

176 Κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996, οι 39 ως άνω προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση ολόκληρης της ΑΑ και του φακέλου 27.997, ο οποίος αναφέρεται στις CPMA, τις οποίες αφορούν τα σχετικά με το Ηνωμένο Βασίλειο κεφάλαια της ΑΑ (κεφάλαια 4 και 14). Συνεπώς, ο ισχυρισμός που διατύπωσαν η Uniland και η Oficemen στα υπομνήματα που κατέθεσαν κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, κατά τον οποίο οι προσφεύγουσες αυτές δεν είχαν πρόσβαση στα έγγραφα του φακέλου 27.997, πρέπει ήδη να απορριφθεί.

177 Οι 39 προσφεύγουσες είχαν επίσης πρόσβαση, κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996, στα έγγραφα των φακέλων 33.126 και 33.322 που αφορούσαν τις εθνικές συμπράξεις (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 164 έως 167).

178 Στις παρατηρήσεις τους, οι Cembureau, ENCI, VNC, Dyckerhoff, SFIC, Vicat, Ciments franηais, Heidelberger, Lafarge, BDZ, Unicem, Valenciana, Rugby, Castle, Cimpor, Secil, ATIC, Τιτάν, Italcementi, Holderbank, Hornos Ibιricos, Aker, Euroc, Cementir και Blue Circle υποστηρίζουν κατ' ουσίαν ότι η Επιτροπή δεν τους παρέσχε επαρκή πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως στο πλαίσιο του επιμάχου μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας.

179 Ωστόσο, οι παρατηρήσεις αυτές κατέστησαν άνευ αντικειμένου. Πράγματι, κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, οι εν λόγω προσφεύγουσες είχαν, όπως θα διαπιστωθεί κατωτέρω στις σκέψεις 210 και 211, πλήρη πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως (φάκελοι 27.997, 33.126 και 33.322), εξαιρουμένων των εγγράφων που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα και άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία καθώς και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής.

180 Οι Cembureau, Rugby, Castle, ATIC, Aker και Euroc φρονούν ότι, κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996, η Επιτροπή όφειλε να παράσχει στις εν λόγω προσφεύγουσες πρόσβαση στις παρατηρήσεις που είχαν διατυπώσει οι αποδέκτες της ΑΑ με τα υπομνήματά τους απαντήσεως στην ΑΑ. Κατά τις SFIC, Castle, Irish Ciment, Cimpor, Secil, ATIC, Aker και Euroc, το ίδιο ισχύει όσον αφορά τα πρακτικά των σχετικών με τις εθνικές συμπράξεις ακροάσεων.

181 Εντούτοις, το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 δεν μπορεί να έχει την ως άνω προβαλλομένη έννοια. Υπογραμμίζεται ότι τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997 περιορίστηκαν στα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεςι κεφάλαια της ΑΑ και στα έγγραφα που υπήρχαν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, όπως είχαν καταχωρισθεί στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5). Πράγματι, με τα μέτρα αυτά το Πρωτοδικείο θέλησε να ελέγξει αν τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών προσβλήθηκαν κατά τον χρόνο καταρτίσεως της απαντήσεώς τους στην ΑΑ. Οι ισχυρισμοί των προσφευγουσών περί προσβολής των δικαιωμάτων τους άμυνας, λόγω του ότι δεν είχαν πρόσβαση, κατά τη διοικητική διαδικασία, σε μη καταχωρισθέντα στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) έγγραφα, θα εξετασθούν αργότερα (βλ., κατωτέρω, σκέψεις 380 έως 435).

182 Οι Vicat, Unicem, Asland και Hornos Ibιricos επικρίνουν επίσης το ότι η Επιτροπή αντέταξε το απόρρητο ορισμένων εγγράφων κατά την πρόσβαση στους εθνικούς φακέλους που οργανώθηκε κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996. Σημαντικά τμήματα ορισμένων εγγράφων αφαιρέθηκαν λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους. Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους διαβίβασε ένα μη εμπιστευτικό κείμενο των εγγράφων στα οποία δεν είχαν πρόσβαση. Η Unicem προσάπτει ειδικότερα στο θεσμικό όργανο ότι απαγόρευσε την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα τα οποία αφορούσαν γεγονότα χρονολογούμενα από πενταετίας ή έως και από δεκαετίας και, επομένως, δεν περιείχαν την παραμικρή αξιόπιστη ένδειξη σε εμπορικό επίπεδο. Η Asland προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν φρόντισε να πληροφορηθεί από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και/ή ενώσεις επιχειρήσεων ποιο είναι το καθεστώς εγγράφων τα οποία χαρακτηρίσθηκαν εμπιστευτικά το 1990 ή το 1991. Συναφώς, αναφέρει ως παράδειγμα τα έγγραφα αριθ. 33.322/2897 έως 2902, στα οποία της παρασχέθηκε μερική πρόσβαση κατά τη μελέτη του φακέλου στα γραφεία της Επιτροπής στις 12 Νοεμβρίου 1996, ενώ η επιχείρηση την οποία αφορούσαν τα έγγραφα αυτά, δηλαδή η Hispacement, είχε άρει πριν από τρία έτη και περισσότερο την επιφύλαξή της λόγω εμπιστευτικότητας. Η Vicat και η Hornos Ibιricos αναφέρονται στα ίδια έγγραφα της Hispacement και υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έκανε αυθαίρετη χρήση της επιφυλάξεως λόγω απορρήτου.

183 Υπενθυμίζεται ότι το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 είχε σκοπό να παράσχει στις 39 ως άνω προσφεύγουσες (βλ., ανωτέρω, σκέψη 124), για κάθε εθνική σύμπραξη, την ίδια πρόσβαση στον εθνικό φάκελο με την πρόσβαση που είχαν οι εγκατεστημένοι στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους αποδέκτες της ΑΑ κατά τη διοικητική διαδικασία. Συνεπώς, στο πλαίσιο του μέτρου αυτού, η Επιτροπή δεν χρειαζόταν να πληροφορηθεί από τις οικείες επιχειρήσεις αν ήταν σκόπιμο ή όχι να διατηρήσει το απόρρητο ορισμένων εγγράφων το οποίο είχε προβληθεί κατά τη διοικητική διαδικασία.

184 Ωστόσο, στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, το Πρωτοδικείο ζήτησε από την Επιτροπή να καλέσει τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων από τις οποίες είχαν συλλεγεί τα κατατεθέντα στον φάκελο έγγραφα να «ανανεώσουν» την εκτίμησή τους ως προς τη σκοπιμότητα διατηρήσεως του απορρήτου που είχε τότε προβληθεί για ορισμένα έγγραφα. Συνεπώς, κατά την εκ μέρους τους μελέτη του φακέλου στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, οι Vicat, Unicem, Asland και Hornos Ibιricos είχαν δυνατότητα προσβάσεως σε όλα τα έγγραφα για τα οποία ανακλήθηκε η αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως από τις οικείες επιχειρήσεις και/ή ενώσεις επιχειρήσεων κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, ακόμη δε και νωρίτερα (επί παραδείγματι, για τα έγγραφα της Hispacement: έγγραφα αριθ. 33.322/2897 έως 2902), και ήσαν σε θέση να προβάλουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους βάσει των εγγράφων αυτών. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί των τεσσάρων αυτών προσφευγουσών (βλ., ανωτέρω, σκέψη 182) κατέστησαν άνευ αντικειμένου.

2.3.3. Μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997

185 Το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997 αφορούσε το σύνολο των φακέλων 33.126 και 33.322, εξαιρουμένων των εγγράφων που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής (απόφαση της 1ης Απριλίου 1993, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 142, σκέψη 29).

186 Όσον αφορά τα έγγραφα ή τις κατηγορίες εγγράφων που χαρακτηρίστηκαν εσωτερικά στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) (κωδικός αναγνωρίσεως 10), η Επιτροπή κλήθηκε να διευκρινίσει τη φύση εκάστου από τα έγγραφα αυτά και να καταχωρίσει τις διευκρινίσεις αυτές στη θέση που θα κατείχαν τα έγγραφα τα οποία αυτές αφορούσαν στα ντοσιέ που έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με την αρίθμηση του καταλόγου (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5). Όσον αφορά τα έγγραφα που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες, το Πρωτοδικείο κάλεσε την Επιτροπή να έλθει σε επαφή με τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων από τις οποίες είχαν συλλεγεί τα έγγραφα που περιελάμβανε ο φάκελος έρευνας της υποθέσεως και να τους ζητήσει να διευκρινίσουν τα ενδεχόμενα στοιχεία που δεν έπρεπε να αποκαλυφθούν σε τρίτους, αιτιολογώντας κάθε φορά την αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως και καταρτίζοντας ένα μη εμπιστευτικό κείμενο ή μια μη εμπιστευτική επιτομή των εγγράφων που περιέχουν τα στοιχεία αυτά. Ζητήθηκε από την Επιτροπή να καταχωρίσει στον φάκελο τα μη εμπιστευτικά κείμενα ή τις μη εμπιστευτικές επιτομές που προσκομίσθηκαν κατά τα άνω, μέσα στα ντοσιέ που έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με την αρίθμηση του καταλόγου (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5), στη θέση των εγγράφων που περιέχουν τα εν λόγω εμπιστευτικά στοιχεία.

187 Αφού του διαβιβάσθηκαν οι φάκελοι 33.126 και 33.322, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, όπως υπογράμμισαν στις παρατηρήσεις τους οι Dyckerhoff, Ciments franηais, Lafarge, Unicem, ATIC και Italcementi, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε τη φύση των εγγράφων αριθ. 33.126/19057 έως 19156, τα οποία είχαν ταξινομηθεί στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) ως εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής, μεταξύ ενός συνόλου εγγράφων με αριθμούς 33.126/19026 έως 19156. Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή εξήγησε ότι επρόκειτο περί σφάλματος αριθμήσεως της γραμματείας της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού (ΓΔ IV) κατά τον χρόνο της καταγραφής όλων των εγγράφων του φακέλου έρευνας της υποθέσεως και ότι τα έγγραφα αριθ. 33.126/19057 έως 19156 δεν υπάρχουν.

188 Συναφώς, πρέπει να γίνουν δεκτές οι εξηγήσεις της Επιτροπής. Πράγματι, η περίληψη και η αρίθμηση των σελίδων του ντοσιέ αριθ. 49 του φακέλου έρευνας της Επιτροπής τις οποίες κατάρτισε η γραμματεία της ΓΔ IV αφορούν τις σελίδες 33.126/18612 έως 19056, ενώ η περίληψη και η αρίθμηση των σελίδων του ντοσιέ αριθ. 50 αφορούν τις σελίδες 33.126/19157 έως 19433. Συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ότι παρεισέφρησε σφάλμα αριθμήσεως κατά τη σύσταση του ντοσιέ αριθ. 50.

189 Πλείονες προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή εξακολουθεί να μην τους έχει παράσχει πρόσβαση στο σύνολο του φακέλου έρευνας της υποθέσεως.

190 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός των προσφευγουσών στηρίζεται σε πλάνη περί τα πράγματα, δεδομένου ότι οι διάδικοι αυτοί ισχυρίζονται ότι δεν είχαν πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, ενώ τα έγγραφα αυτά όντως υπάρχουν στον διαβιβασθέντα στο Πρωτοδικείο φάκελο έρευνας της υποθέσεως. Τούτο ισχύει για το έγγραφο αριθ. 33.126/19865 το οποίο επικαλείται η Ciments franηais, για τα έγγραφα αριθ. 33.126/5236 και 12012, 33.322/56, 57, 1881, 1882 και 2463 τα οποία επικαλείται η Lafarge, για τα έγγραφα αριθ. 33.126/4595, 4621, 4633, 4650, 4713 και 4796, 33.322/30 έως 32, 207 έως 209, 237, 1090, 1091 και 1184 τα οποία επικαλούνται η Uniland και η Oficemen, για το έγγραφο αριθ. 33.126/166 το οποίο επικαλείται η Oficemen, καθώς και για τα έγγραφα αριθ. 33.126/11248, 11249, 17568 έως 17576, 17994, 18007 και 19865, και 33.322/1760 έως 1769 τα οποία επικαλείται η Italcementi.

191 Οι Ciments franηais, Lafarge, Unicem και Italcementi ισχυρίζονται επίσης ότι η Επιτροπή παρέλειψε να διαβιβάσει στο Πρωτοδικείο τα έγγραφα αριθ. 33.126/895 έως 911. Εξάλλου, επισημαίνουν ότι εξακολούθησαν να μην έχουν πρόσβαση στο έγγραφο αριθ. 33.126/3434 του φακέλου έρευνας της υποθέσεως. Κατά την Ciments franηais και την Italcementi, ο διαβιβασθείς στο Πρωτοδικείο φάκελος δεν περιελάμβανε ούτε τα έγγραφα αριθ. 33.126/10241 έως 10243. Τέλος, η Unicem καταγγέλλει την απουσία των εγγράφων 33.126/19422 και 19423.

192 Κατόπιν σχετικής γραπτής ερωτήσεως του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι διαβίβασε όλα αυτά τα έγγραφα στο Πρωτοδικείο. Υποθέτει ότι, αν οι σελίδες αυτές δεν υπάρχουν πλέον στο σημείο που έπρεπε να βρίσκονται, τούτο οφείλεται στο ότι μετακινήθηκαν κατά τη μελέτη του φακέλου.

193 Η εξήγηση αυτή μπορεί να γίνει δεκτή, κατά μείζονα λόγο διότι η Επιτροπή, πριν από τις επ' ακροατηρίου συζητήσεις, διεβίβασε εκ νέου αντίγραφο των εν λόγω σελίδων, οι οποίες αποτελούσαν έτσι τμήμα εκάστου φακέλου στις 39 σχετικές υποθέσεις.

194 Η Lafarge επισημαίνει επίσης τον κατ' αυτήν ελλιπή χαρακτήρα των εγγράφων αριθ. 33.126/1691 και 33.322/3. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι κανένα τμήμα των εγγράφων αυτών δεν έχει αφαιρεθεί. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας είναι ουσία αβάσιμος.

195 Η Lafarge, η Uniland και η Oficemen υποστηρίζουν ότι δεν είχαν πρόσβαση στα έγγραφα αριθ. 33.126/1 έως 165 και 11494 έως 11517. Η Uniland και η Oficemen διατυπώνουν την ίδια επίκριση όσον αφορά τα έγγραφα αριθ. 33.322/1092 έως 1183 και 1185 έως 1194 και η Unicem όσον αφορά τα έγγραφα αριθ. 33.126/19056.

196 Ωστόσο, παρατηρείται ότι όλα αυτά τα έγγραφα είναι εσωτερικά σημειώματα της Επιτροπής, η φύση των οποίων διευκρινίσθηκε στον διαβιβασθέντα στο Πρωτοδικείο φάκελο. Επομένως, ως εσωτερικά σημειώματα, τα έγγραφα αυτά μπορούσαν νομίμως να εξαιρεθούν από τη μελέτη που επετράπη κατ' εφαρμογή του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας (αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1991, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 140, σκέψεις 53 και 54, και της 6ης Απριλίου 1995, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 144, σκέψη 22· διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Δεκεμβρίου 1997, T-134/94, T-136/94, T-137/94, T-138/94, T-141/94, T-145/94, T-147/94, T-148/94, T-151/94, T-156/94 και T-157/94, NMH Stahlwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-2293, σκέψη 35).

197 Πλείονες προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι δεν είχαν δυνατότητα προσβάσεως στα ακόλουθα έγγραφα, ως προς τα οποία οι εταιρίες στα γραφεία των οποίων αυτά κατασχέθηκαν ενέμειναν, κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, στην αίτησή τους περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως: έγγραφα αριθ. 33.126/682 έως 684 και 711 έως 716 τα οποία επικαλέσθηκαν οι Lafarge, Uniland, Oficemen και Italcementi, έγγραφα αριθ. 33.322/58 έως 70 τα οποία επικαλέσθηκε η Lafarge, έγγραφα αριθ. 33.126/4596 έως 4620, 4634 έως 4649, 4659 έως 4712 και 4719 έως 4795 τα οποία επικαλέσθηκαν οι Uniland, Oficemen και Italcementi, και έγγραφα αριθ. 33.322/33 έως 55 και 210 έως 236 τα οποία επικαλέσθηκαν η Lafarge, η Uniland και η Oficemen.

198 Παρατηρείται ότι τα έγγραφα αριθ. 33.126/682 έως 684 και 711 έως 716 περιλαμβάνουν, αντιστοίχως, μια επιτομή του «business plan της Inter-Bιton», κοινής επιχειρήσεως της CBR και της Obourg για την παρασκευή και τη διανομή σκυροδέματος, και τη σύμβαση διαχειρίσεως της Inter-Bιton. Τα έγγραφα αριθ. 33.322/58 έως 70 περιλαμβάνουν ένα «στρατηγικό σχέδιο για τη Cimpor». Τα έγγραφα αριθ. 33.126/4596 έως 4620, 4634 έως 4649, 4659 έως 4712 και 4719 έως 4795 αποτελούν έγγραφα τα οποία, κατά τη Lafarge, εξακολουθούν να καλύπτονται από την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων [πολυετής προϋπολογισμός 1989-1991, καταρτισθείς από τον Gilbert Liduena, της Lafarge, 18 Οκτωβρίου 1988 (έγγραφα αριθ. 33.126/4642 έως 4649 και 4659 έως 4712)· υποθετικές περιπτώσεις αδιεξόδου - τρεις δυνατές περιπτώσεις (έγγραφα αριθ. 33.126/4596 έως 4620)· στρατηγική έναντι της ελληνικής βιομηχανίας τσιμέντου, Lafarge, DEP, 12 Απριλίου 1988 (έγγραφα αριθ. 33.126/4634 έως 4641)· μελέτη νοτιοανατολικών περιοχών/κοιλάδας του Σηκουάνα, εισαγωγή - μεθοδολογία, έγγραφο εργασίας, Lafarge, DEP, F. Phιlip, 21 Απριλίου 1989 (έγγραφα αριθ. 33.126/4719 έως 4724)· έγγραφο εργασίας της μελέτης νοτιοανατολικών περιοχών/κοιλάδας του Σηκουάνα, διεύθυνση μελετών και σχεδιασμού, F. Phιlip, Lafarge, 21 Απριλίου 1989 (έγγραφα αριθ. 33.126/4725 έως 4730)· κοιλάδα του Σηκουάνα, DEP Lafarge, M. Morel, 21 Απριλίου 1989 (έγγραφα αριθ. 33.126/4731 έως 4766)· νοτιοανατολικές περιοχές, DEP Lafarge, M. Morel, 21 Απριλίου 1989 (έγγραφα αριθ. 33.126/4767 έως 4795)]. Τα έγγραφα αριθ. 33.322/33 έως 55 και 210 έως 236 είναι εσωτερικές μελέτες της Cimpor, οι οποίες εμφαίνουν την εμπορική στρατηγική της εταιρίας αυτής και εκφράζουν βασικές επιλογές όσον αφορά την τοποθέτηση της εταιρίας αυτής στην αγορά.

199 Κατά τη μελέτη του φακέλου στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, οι 39 ως άνω προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση σε μη εμπιστευτικό κείμενο ή σε μη εμπιστευτική επιτομή των προεκτεθέντων εγγράφων. Συνεπώς, είχαν τη δυνατότητα, μέσω των μη εμπιστευτικών κειμένων ή των επιτομών αυτών, να σχηματίσουν επαρκή αντίληψη του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων ώστε να εκτιμήσουν κατά πόσον αυτά ήσαν ουσιώδη για την άσκηση των δικαιωμάτων τους άμυνας κατά τη διοικητική διαδικασία. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεχόταν πάντοτε τις διάφορες αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως και ουδέποτε εξέτασε το βάσιμο των αιτήσεων αυτών, πράγμα το οποίο υπογραμμίστηκε από την Uniland και την Oficemen, στερείται παντελώς επιρροής, καθόσον οι Lafarge, Uniland, Oficemen και Italcementi δεν προσκομίζουν καμία ένδειξη ικανή να αποδείξει ότι τα έγγραφα μπορούσαν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την άμυνά τους. Συνεπώς, η αιτίαση που αντλείται από την έλλειψη δυνατότητας προσβάσεως στα έγγραφα αυτά κατά τη μελέτη του φακέλου πρέπει να απορριφθεί.

200 Ομοίως, αλλά κατά γενικό τρόπο, η Ciments franηais ισχυρίζεται ότι οι επιστολές δικηγόρου, με τις οποίες γίνεται επίκληση του απορρήτου ορισμένων εγγράφων που δεν υπάρχουν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, δεν αναφέρουν τους αριθμούς των ελλειπόντων εγγράφων. Ωστόσο, η Ciments franηais δεν προσκομίζει την παραμικρή ένδειξη προς απόδειξη του ότι τα έγγραφα τα οποία αφορά η επίκρισή της, χωρίς καν να διευκρινίζεται ποια είναι αυτά, μπορούσαν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την άμυνά της κατά τη διοικητική διαδικασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ισχυρισμός της πρέπει να απορριφθεί λόγω ελλείψεως σαφηνείας.

201 Η ATIC ισχυρίζεται ότι, όσον αφορά τα εμπιστευτικά έγγραφα, σπανίζουν αυτά που αντικαταστάθηκαν από επιτομές. Ομοίως, η Cimpor και η Secil παρατηρούν ότι, από το σύνολο των εγγράφων στα οποία επιτράπηκε η πρόσβαση κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, ικανός αριθμός αντικαταστάθηκε από φύλλα στα οποία αναγράφονταν αποκλειστικώς ο αριθμός και η φύση του εγγράφου. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος δεν ενισχύεται από καμία συγκεκριμένη αναφορά σε έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως, πρέπει ωσαύτως να απορριφθεί λόγω ελλείψεως σαφηνείας.

202 Εντός του ιδίου πλαισίου, η Italcementi αναφέρεται στα έγγραφα αριθ. 33.126/436 έως 439, 4491 έως 4592, 11215 έως 11218, 11224 έως 11241, 11250 έως 11252, 17476 έως 17483, 17995 έως 18006, 18102 έως 18109, στις σελίδες 12 έως 19 του εγγράφου αριθ. 33.126/4982, καθώς και στα έγγραφα αριθ. 33.322/1636, 1638 έως 1755, 1757, 1759, 1770 έως 1789 και 1792 έως 1796. Κατόπιν αναγνώσεως των επιστολών δικηγόρων που έχουν περιληφθεί στον φάκελο, λαμβάνει υπόψη της το ότι η απουσία ορισμένων από τα έγγραφα αυτά εξηγείται από την επιφύλαξη λόγω απορρήτου την οποία επανέλαβαν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ενόψει της μελέτης του φακέλου που οργανώθηκε με το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997. Ωστόσο, η Italcementi φρονεί ότι οι επιστολές δικηγόρων, οι οποίες δεν παραπέμπουν στην αρίθμηση που έδωσε η Επιτροπή στα έγγραφα που συνθέτουν τον φάκελό της, δεν καθιστούν γνωστό αν όλα τα ελλείποντα έγγραφα καλύπτονται από τη σφραγίδα του απορρήτου. Υπογραμμίζει ότι, ενώ το Πρωτοδικείο, με το μέτρο του οργανώσεως της διαδικασίας, έδωσε ακριβέστατες οδηγίες στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων για τη μεταχείριση των εμπιστευτικών εγγράφων, ορισμένες επιστολές δικηγόρων όχι μόνο δεν συνοδεύονται από το μη εμπιστευτικό κείμενο των εγγράφων για τα οποία ζήτησαν τη διατήρηση της επιφυλάξεως λόγω απορρήτου, αλλά επιπλέον αποδεικνύονται τόσο αόριστες ώστε ουδόλως παρέχουν τη δυνατότητα προσδιορισμού, έστω και συνοπτικού, του περιεχομένου των εγγράφων αυτών. Η Italcementi αναφέρει ως παράδειγμα την επιστολή της 5ης Αυγούστου 1997 την οποία απέστειλαν οι δικηγόροι της Valenciana στην Επιτροπή ώστε η Επιτροπή να μην παράσχει σε τρίτους πρόσβαση στα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης αυτής εταιρίας, επιστολή η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αφαίρεση των εγγράφων αριθ. 33.322/1825 έως 1880 από τον φάκελο, χωρίς να υπάρχουν στον φάκελο στον οποίο έχει πρόσβαση η Italcementi η ημερήσια διάταξη αυτών των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου ή το αντικείμενο των αποφάσεων που ελήφθησαν κατά τις συνεδριάσεις αυτές.

203 Η Lafarge καταγγέλλει επίσης την εμπιστευτική μεταχείριση των εγγράφων αριθ. 33.322/1825 έως 1880, καθώς και των εγγράφων αριθ. 33.322/911 έως 918.

204 Διαπιστώνεται ότι τα έγγραφα αριθ. 33.322/1792 έως 1796 δεν υπάρχουν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως στον οποίο παρέσχε πρόσβαση η Επιτροπή και ότι στο σημείο που έπρεπε να βρίσκονται δεν υπάρχει καμία ένδειξη ούτε εξήγηση για το ότι δεν παρασχέθηκε πρόσβαση σ' αυτά. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, με το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, το Πρωτοδικείο κάλεσε επίσης την Επιτροπή να του διαβιβάσει όλα τα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως για τα οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν ζητήσει εμπιστευτική μεταχείριση. Κατόπιν ελέγχου των κατά τα άνω διαβιβασθέντων από την Επιτροπή ντοσιέ που περιέχουν τα εμπιστευτικά έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως, διαπιστώνεται ότι η εμπιστευτική μεταχείριση ζητήθηκε από την Asland για τα έγγραφα αριθ. 33.322/1792 έως 1796. Πρόκειται περί ενός εγγράφου με τον τίτλο «details of balance sheet of Zemland Investment AG», το οποίο δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε αιτίαση έχει γίνει δεκτή κατά της Italcementi με την προσβαλλομένη απόφαση και το οποίο επομένως προδήλως δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε χρησιμότητα για την άμυνα της επιχειρήσεως αυτής κατά τη διοικητική διαδικασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Italcementi δεν μπορεί να αντλεί κανέναν ισχυρισμό από την ατελή εφαρμογή του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας όσον αφορά το έγγραφο αυτό.

205 Όσον αφορά τα έγγραφα αριθ. 33.322/1825 έως 1880 τα οποία επικαλέστηκαν η Lafarge και η Italcementi, είναι αληθές ότι, αντιθέτως προς τις οδηγίες που έδωσε το Πρωτοδικείο τον Ιούνιο του 1997, η επιστολή της 5ης Αυγούστου 1997 των δικηγόρων της Valenciana, με την οποία ζητήθηκε η διατήρηση της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των εν λόγω εγγράφων, δεν συνοδεύεται ούτε από μη εμπιστευτικό κείμενο ούτε από μη εμπιστευτική επιτομή των εγγράφων αυτών και δεν περιέχει εξάλλου καμία ένδειξη ως προς την ημερήσια διάταξη ή το αντικείμενο των συνεδριάσεων τις οποίες αφορούν. Ομοίως, όσον αφορά τα έγγραφα αριθ. 33.322/911 έως 918, διευκρινίστηκε μόνον ότι πρόκειται περί συμφωνίας-πλαισίου για τη συνεργασία μεταξύ της Cimpor και της Ciments franηais. Ωστόσο, η Lafarge και η Italcementi δεν παρέχουν το παραμικρό στοιχείο που να εξηγεί το ενδιαφέρον που μπορούσαν να έχουν τα έγγραφα αυτά για την άμυνά τους κατά τη διοικητική διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, κατόπιν ελέγχου των ντοσιέ που περιέχουν τα εμπιστευτικά έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως, διαπιστώνεται ότι το περιεχόμενο των εγγράφων αριθ. 33.322/1825 έως 1880 και 33.322/911 έως 918 δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε αιτίαση έχει γίνει δεκτή κατά της Lafarge και της Italcementi με την προσβαλλομένη απόφαση. Επομένως, τα έγγραφα αυτά δεν μπορούσαν να έχουν χρησιμότητα για την άμυνα της Lafarge και της Italcementi κατά τη διοικητική διαδικασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Italcementi και η Lafarge δεν μπορούν να αντλούν ισχυρισμό από την ατελή εφαρμογή του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας όσον αφορά τα έγγραφα αυτά.

206 Όσον αφορά όλα τα λοιπά έγγραφα, τα οποία παρατίθενται ανωτέρω στη σκέψη 202, ζητήθηκε η εμπιστευτική μεταχείρισή τους και η Italcementi είχε πρόσβαση, κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, σε μη εμπιστευτικό κείμενο ή σε μη εμπιστευτική επιτομή των εγγράφων αυτών. Στο σημείο του φακέλου έρευνας της υποθέσεως όπου έπρεπε να βρίσκονται τα έγγραφα αριθ. 33.126/436 έως 439 υπάρχει επιστολή των δικηγόρων της Obourg της 28ης Αυγούστου 1997, η οποία απαριθμεί πέντε έγγραφα χαρακτηριζόμενα από την επιχείρηση αυτή ως επιχειρηματικά απόρρητα [σύμβαση διαχειρίσεως Inter-Bιton της 10ης Οκτωβρίου 1967 μεταξύ της Obourg και της CBR· σύμβαση μεταξύ των μελλόντων μετόχων της NCGCP (Nouvelle Gralex) της 2ας Ιουλίου 1985 και τροποποίησή της υπ' αριθ. 1 της 12ης Ιουλίου 1985· σύμβαση μεταξύ της Obourg και της CBR για την από κοινού διαχείριση της Nouvelle Gralex· business plan της Inter-Bιton, της Gralex και της Obourg-Calcaire· υπολογισμοί των τιμών κόστους για το clinker και το τσιμέντο που πώλησε η Obourg τον Νοέμβριο του 1988] και η οποία συνοδεύεται από σύντομη μη εμπιστευτική επιτομή του περιχομένου των πέντε αυτών εγγράφων. Στα σημεία του φακέλου όπου έπρεπε να βρίσκονται τα έγγραφα αριθ. 33.126/4491 έως 4592, καθώς και οι σελίδες 12 έως 19 του εγγράφου αριθ. 33.126/4982, υπάρχει κάθε φορά μια επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 1997 των δικηγόρων της Lafarge, η οποία απαριθμεί διάφορα έγγραφα τα οποία η εταιρία αυτή θεωρεί ότι εξακολουθούν να καλύπτονται από την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων [προετοιμασία του ομίλου Lafarge για το μέλλον, δραστηριότητες παραγωγής τσιμέντου και συναφείς δραστηριότητες, σύνοψη των σημειωμάτων που κατάρτισαν τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής κατά το πρώτο τρίμηνο του 1986, Philippe Agid, 25 Απριλίου 1986 (έγγραφα αριθ. 33.126/4491 έως 4509)· υποθετική περίπτωση αποσταθεροποιήσεως του ανταγωνισμού στην Ευρώπη - στοιχεία-κλειδιά - κίνδυνος αδιεξόδου - διαγνώσεις, Lafarge, Μάρτιος 1988 (έγγραφα αριθ. 33.126/4510 έως 4592)· απόσπασμα του πολυετούς προϋπολογισμού 1989-1991, καταρτισθέντος από τον Gilbert Liduena της Lafarge, 18 Οκτωβρίου 1988 (έγγραφα αριθ. 33.126/4982, σ. 12 έως 19)] και η οποία συνοδεύεται από μη εμπιστευτική επιτομή των εν λόγω εγγράφων. Τα έγγραφα αριθ. 33.126/11215 έως 11218, 11224 έως 11241 και 11250 έως 11252 (αφορώντα την εμπορική πολιτική της Blue Circle) αντικαταστάσθηκαν στον φάκελο από ένα μη εμπιστευτικό κείμενο. Στο σημείο του φακέλου όπου έπρεπε να βρίσκονται τα έγγραφα αριθ. 33.126/17476 έως 17483 και 17995 έως 18006 βρίσκονται, αντιστοίχως, οκτώ και δώδεκα σελίδες που φέρουν στην άνω δεξιά γωνία τη μνεία «non-confidential version». Στο σημείο του φακέλου όπου έπρεπε να βρίσκονται τα έγγραφα αριθ. 33.126/18102 έως 18109 υπάρχει μια επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 1997, με την οποία οι δικηγόροι της CBR υπογράμμισαν ότι ο υπάλληλος της Επιτροπής προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή τους είχε «επισημάνει ότι η εταιρία Obourg SA είχε ζητήσει το απόρρητο για τη σύμβαση διαχειρίσεως Inter-Bιton την οποία είχε συνάψει με την CBR στις 10 Οκτωβρίου 1967». Θεώρησαν «αναγκαίο, για λόγους συνοχής και σεβασμού έναντι αυτής της αντισυμβαλλομένης, να επεκταθεί το απόρρητο στις δύο τροποποιήσεις της συμβάσεως, δηλαδή στο "πρώτο εμπιστευτικό συμπλήρωμα της συμβάσεως διαχειρίσεως της Inter-Bιton της 10ης Οκτωβρίου 1967 (δέσμευση τίτλων)" και στο "δεύτερο εμπιστευτικό συμπλήρωμα της συμβάσεως διαχειρίσεως της Inter-Bιton", [δεδομένου ότι] οι δύο [αυτές] τροποποιήσεις διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή από την CBR με το παράρτημα 5 Α της απαντήσεώς της στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 19ης Μαρτίου 1990». Θεωρούσαν «κατά μείζονα λόγο εύλογο να χαρακτηρισθούν εμπιστευτικές οι δύο αυτές τροποποιήσεις διότι αυτές αφορ[ούσαν] ζητήματα στερούμενα κάθε επιρροής στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως». Στα σημεία του φακέλου όπου έπρεπε να βρίσκονται τα έγγραφα αριθ. 33.322/1636, 1638 έως 1755, 1757, 1759, 1770 έως 1789 και 1792 έως 1796, υπάρχει κάθε φορά μια επιστολή της 28ης Ιουλίου 1997 των δικηγόρων της Asland η οποία επισημαίνει, μεταξύ των εγγράφων που αντιστοιχούν στις σελίδες 1508 έως 1810 του φακέλου 33.322, αυτά των οποίων το απόρρητο επιθυμεί να διατηρήσει η εταιρία αυτή, διότι «αναφέρονται σε δραστηριότητες εσωτερικής αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεως, δεν έχουν καμία σχέση με τις καταγγελθείσες παραβάσεις, δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον για την επίλυση της παρούσας διαφοράς και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της στρατηγικής και της εσωτερικής πολιτικής τις οποίες υιοθέτησε η Asland κατά την περίοδο αναφοράς», και αυτά για τα οποία η Asland δεν έχει καμία αντίρρηση να επιτραπεί έκτοτε η πρόσβαση στους τρίτους.

207 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η Italcementi δεν προσκόμισε την παραμικρή ένδειξη προς απόδειξη του ότι τα απαριθμούμενα ανωτέρω στη σκέψη 202 έγγραφα, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο εμπιστευτικής μεταχειρίσεως τηρουμένων των οδηγιών του Πρωτοδικείου, μπορούσαν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την άμυνά της κατά τη διοικητική διαδικασία, η αιτίαση την οποία επιχειρεί να αντλήσει από την έλλειψη δυνατότητας προσβάσεως στα έγγραφα αυτά, κατά τη μελέτη του φακέλου κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, πρέπει να απορριφθεί. Προστίθεται ότι οι διάφορες επιστολές δικηγόρων των οποίων γίνεται μνεία στην προηγούμενη σκέψη απαριθμούσαν κάθε φορά με ακρίβεια τα έγγραφα τα οποία αφορούσε η επιφύλαξη λόγω απορρήτου, συγκεκριμενοποιώντας τα συστηματικά με τον τίτλο τους. Συνεπώς, ελλείψει αποδείξεως περί του αντιθέτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή ανταποκρίθηκε προσηκόντως στις αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, εξαιρώντας από την εκ μέρους των διαδίκων μελέτη μόνον τα έγραφα που αφορούσαν οι αιτήσεις αυτές.

208 Τέλος, η Holderbank ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή έθιξε την προστασία των επιχειρηματικών της απορρήτων κατά την εφαρμογή του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997. Έτσι, η Holderbank υποστηρίζει ότι, μολονότι η θυγατρική της, Obourg, και η ίδια γνώρισαν στην Επιτροπή ότι η σύμβαση περί συστάσεως της εταιρίας Inter-Bιton, η οποία βρισκόταν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, δεν έπρεπε να καταστεί γνωστή στους τρίτους διότι περιείχε επιχειρηματικά απόρρητα (βλ. επιστολές της 3ης Σεπτεμβρίου 1997 της προσφεύγουσας προς την Επιτροπή και της 28ης Αυγούστου 1997 της θυγατρικής της, Obourg, προς την Επιτροπή, επισυναφθείσες ως παράρτημα 7 των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 8ης Δεκεμβρίου 1997), η Επιτροπή παρέσχε σε όλους πρόσβαση στο έγγραφο αυτό. Η Holderbank υπογραμμίζει ότι, παρά το γεγονός ότι χάρη στο διάβημά της κατά την εκ μέρους της μελέτη του φακέλου στις 29 Οκτωβρίου 1997 αποφεύχθηκε η μετέπειτα μελέτη του από τις άλλες προσφεύγουσες, γεγονός παραμένει ότι οι ανταγωνιστές της και οι ανταγωνιστές της θυγατρικής της, Obourg, οι οποίοι συμβουλεύθηκαν τον φάκελο πριν από τις 29 Οκτωβρίου 1997, είδαν τη σύμβαση αυτή και, επομένως, η εκ των υστέρων απόσυρσή της από τον φάκελο δεν θεράπευσε την προσβολή της προστασίας των επιχειρηματικών της απορρήτων. Θεωρεί το συμβάν αυτό ακατανόητο, κατά μείζονα δε λόγο διότι η Επιτροπή απέσυρε από τον φάκελο πριν από την έναρξη της μελέτης τα άλλα έγγραφα τα οποία η θυγατρική της και η ίδια είχαν χαρακτηρίσει ως επιχειρηματικά απόρρητα.

209 Συναφώς, γίνεται δεκτό ότι είναι λυπηρό ότι η Επιτροπή επέτρεψε προσωρινά τη μελέτη του εμπιστευτικού αυτού εγγράφου από τρίτους. Ωστόσο, ο ισχυρισμός της Holderbank δεν ασκεί καμία επιρροή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του βασίμου της προσφυγής της. Πράγματι, η συμπεριφορά αυτή της Επιτροπής ουδόλως είναι ικανή να θίξει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

2.3.4. Προσωρινά συμπεράσματα

210 Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι 39 προσφεύγουσες τις οποίες αφορούν οι εξετασθέντες ισχυρισμοί (βλ., ανωτέρω, σκέψη 124) είχαν κατά την έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου πλήρη πρόσβαση στην ΑΑ και την ίδια πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως με εκείνη που έπρεπε να είχαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Είχαν πρόσβαση σε ολόκληρο τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως εξαιρουμένων των εγγράφων που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής. Εξάλλου, η Επιτροπή διευκρίνισε τη φύση των εσωτερικών εγγράφων του φακέλου έρευνας της υποθέσεως και παρέσχε πρόσβαση, όσον αφορά τα έγγραφα για τα οποία είχε ζητηθεί εμπιστευτική μεταχείριση, σε μη εμπιστευτικό κείμενο ή σε μη εμπιστευτική επιτομή. Οι σπάνιες ανωμαλίες κατά την εφαρμογή του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας οι οποίες εντοπίσθηκαν ανωτέρω με τις σκέψεις 204 και 205 αφορούν έγγραφα τα οποία, προδήλως, δεν θα ήσαν χρήσιμα για την άμυνα των προσφευγουσών κατά τη διοικητική διαδικασία.

211 Συνεπώς, το Πρωτοδικείο καταλήγει ότι, κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, οι 39 ως άνω προσφεύγουσες είχαν στη διάθεσή τους όλα τα αναγκαία στοιχεία για να εξηγήσουν τους ισχυρισμούς τους ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας λόγω του ότι τα κεφάλαια της ΑΑ και τα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως στα οποία δεν τους παρασχέθηκε πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία περιείχαν απαλλακτικά υπέρ αυτών στοιχεία. Εξάλλου, με τα μέτρα αυτά οργανώσεως της διαδικασίας έγιναν δεκτές οι αιτήσεις των Dyckerhoff, Aalborg, Rugby, Castle, Ηρακλής, Aker, Euroc και Italcementi με τις οποίες ζητήθηκε από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει τα έγγραφα που βρίσκονταν στους φακέλους 27.997, 33.126 και 33.322. Τέλος, η αιτίαση της Hornos Ibιricos κατά της Επιτροπής ότι στις 6 Ιανουαρίου 1995 της αρνήθηκε την πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως κατέστη άνευ αντικειμένου.

2.3.5. Ιδιάζουσες περιστάσεις που έθιξαν την πρακτική αποτελεσματικότητα των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997

212 Ορισμένες προσφεύγουσες επικαλούνται, στα υπομνήματα που κατέθεσαν κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, ιδιάζουσες περιστάσεις που έθιξαν την πρακτική αποτελεσματικότητα των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

213 Πρώτον, η Blue Circle εκφράζει τη λύπη της διότι της παρασχέθηκε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα για να αναλύσει τα έγγραφα στα οποία επιτράπηκε η πρόσβαση κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996. Η Unicem, η Τιτάν και η Blue Circle διατυπώνουν την ίδια επίκριση όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία επιτράπηκε η πρόσβαση κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, υπογραμμίζοντας ότι δεν είχαν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους ώστε να συνδυάσουν την εξέταση όλων αυτών των εγγράφων με την εξέταση των εγγράφων στα οποία είχαν προηγουμένως πρόσβαση. Η Blue Circle προσθέτει ότι δεν ήταν σε θέση, προκειμένου να καταρτίσει το υπόμνημά της κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, να παράσχει στους συμβούλους της την παραμικρή βοήθεια για την ανάλυση του συνόλου των εμπορικών εγγράφων, δεδομένου ότι κανένας από τους συμβούλους της δεν ήταν διαθέσιμος κατά το χρονικό εκείνο διάστημα.

214 Διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996, η Blue Circle είχε τη δυνατότητα να συμβουλευθεί τους φακέλους που αφορούσαν τις αιτιάσεις περί των εθνικών συμπράξεων στις 27 Νοεμβρίου 1997. Συνεπώς, η προσφεύγουσα αυτή, η οποία κατέθεσε τις παρατηρήσεις της ως προς τη λυσιτέλεια των περιεχομένων στον φάκελο αυτόν εγγράφων στις 10 Φεβρουαρίου 1997 είχε στη διάθεσή της προθεσμία δυόμισι μηνών για την κατάρτιση των παρατηρήσεων αυτών. Στη συνέχεια, η Unicem, η Τιτάν και η Blue Circle είχαν στη διάθεσή τους έξι εβδομάδες μετά τη μελέτη του φακέλου έρευνας της υποθέσεως για να καταρτίσουν το υπόμνημά τους στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997.

215 Έτσι, οι προσφεύγουσες αυτές είχαν στη διάθεσή τους εύλογες προθεσμίες, συγκρινόμενες με τη δίμηνη προθεσμία την οποία προβλέπει το άρθρο 173 της Συνθήκης για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως. Υπογραμμίζεται ότι το αντικείμενο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ήταν περιορισμένο. Οι προθεσμίες αυτές είχαν σκοπό να παράσχουν στις 39 ενδιαφερόμενες προσφεύγουσες τη δυνατότητα να επισημάνουν με ακρίβεια τα απαλλακτικά στοιχεία στα έγγραφα στα οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία και να εξηγήσουν πώς η διαδικασία αυτή μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν είχαν πρόσβαση στα στοιχεία αυτά κατά τη διάρκειά της. H κατάρτιση των υπομνημάτων κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας δεν απαιτούσε προσεκτική εξέταση εκάστου εγγράφου στο οποίο επιτράπηκε η πρόσβαση. Πράγματι, από μια απλή ανάγνωση ενός και μόνον τίτλου πολλών από τα έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως προκύπτει ότι δεν έχουν καμία σχέση με τις αιτιάσεις που έγιναν δεκτές εις βάρος της Unicem, της Τιτάν ή της Blue Circle με την προσβαλλομένη απόφαση.

216 Όσον αφορά τον ισχυρισμό που αντλείται από τη φυσική αδυναμία της Blue Circle να επικουρήσει τους συμβούλους της κατά την εφαρμογή του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, επισημαίνεται ότι, πλην της περιπτώσεως ανωτέρας βίας, η οποία δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω, ένας διάδικος δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς τις δυσχέρειες και τα απρόοπτα που αφορούν την εσωτερική του οργάνωση, εφόσον του χορηγήθηκε εύλογη προθεσμία για την άσκηση των δικαιωμάτων του άμυνας. Εν πάση περιπτώσει, η Blue Circle δεν μπορεί ευλόγως να υποστηρίζει εν προκειμένω ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που της χορηγήθηκε για να καταθέσει παρατηρήσεις μετά την εκ μέρους των συμβούλων της μελέτη του φακέλου στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, κανένας από τους υπαλλήλους της δεν υπήρξε σε θέση να αφιερώσει έστω και ελάχιστο χρόνο για να βοηθήσει τους συμβούλους αυτούς στην ανάλυση των εγγράφων που είχαν επιλέξει.

217 Επομένως, οι ισχυρισμοί της Unicem, της Τιτάν και της Blue Circle, οι οποίοι αντλούνται από το ότι δεν τους τάχθηκε επαρκής προθεσμία για την κατάρτιση υπομνήματος κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, πρέπει να απορριφθούν.

218 Δεύτερον, οι Dyckerhoff, BDZ, Asland, Uniland, Oficemen, Holderbank, Hornos Ibιricos και Blue Circle προβάλλουν την επίκριση ότι ορισμένα έγγραφα στα οποία είχαν πρόσβαση κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 ήσαν δυσανάγνωστα. Η Asland παραθέτει ως παράδειγμα τα έγγραφα αριθ. 33.322/1012 επ. Οι BDZ, Castle, Holderbank και Hornos Ibιricos καταγγέλλουν επίσης το γεγονός ότι τα έγγραφα τα οποία συμβουλεύθηκαν ήσαν αντίγραφα και όχι τα πρωτότυπα. Η Holderbank επικρίνει ειδικότερα τη ρητή άρνηση της Επιτροπής να παράσχει πρόσβαση στα πρωτότυπα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Holderbank είχε πρόσβαση στα πρωτότυπα, η προσφεύγουσα αυτή, με το από 27 Μαου 1997 έγγραφό της, ζητεί από το Πρωτοδικείο να ακούσει τον εμπλεκόμενο υπάλληλο της Επιτροπής. Εξηγεί ότι ορισμένα έγγραφα υπέστησαν σμίκρυνση όταν φωτοτυπήθηκαν, πριν επιτραπεί η πρόσβαση σ' αυτά κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996. Εξάλλου, είναι αδύνατο να ελεγχθεί αν τα αντίγραφα που τέθηκαν στη διάθεση των προσφευγουσών ήσαν όλα πλήρη, μάλιστα δε συντρέχει λόγος να υποτεθεί ότι ορισμένα από αυτά δεν ήσαν πλήρη. Η Holderbank αναφέρεται ειδικότερα στο έγγραφο 33.126/14929.

219 Η Uniland, η Oficemen και η Italcementi προβάλλουν την επίκριση ότι ήταν αδύνατη η ανάγνωση ορισμένων εγγράφων στα οποία επιτράπηκε η πρόσβαση κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997. Συναφώς, η Uniland και η Oficemen παραθέτουν τα έγγραφα αριθ. 33.126/879, 11411 έως 1144 (sic), 5803, 5804, 5885, 5886, 6499, 7157 έως 7163, 14762, 14789, 15124, 15125, 15319, 15320, 15356, 15357, 15391 έως 15393, 19554, 19555, 20026 έως 20032 και 20168 έως 20171.

220 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν παραπονούνται ότι ήσαν δυσανάγνωστα τα έγγραφα που υπήρχαν στον φάκελο 22.997, στον οποίο επιτράπηκε η πρόσβαση κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996. Όσον αφορά τα έγγραφα των φακέλων 33.126 και 33.322, οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση στα πρωτότυπά τους κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997 (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 168 και 169). Επομένως, οι παρατηρήσεις ως προς το δυσανάγνωστο των αντιγράφων τα οποία είχαν τη δυνατότητα να συμβουλευθούν οι προσφεύγουσες κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 κατέστησαν άνευ αντικειμένου. Συνεπώς, δεν συντρέχει ωσαύτως λόγος να διαταχθεί η διεξαγωγή αποδείξεων την οποία ζήτησε η Holderbank. Όσον αφορά το ενδεχομένως δυσανάγνωστο των πρωτοτύπων των εγγράφων τα οποία είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία, τούτο δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή και δεν έθιξε την πραγματοποίηση των στόχων που προοριζόταν να εξυπηρετήσει η πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως η οποία παρασχέθηκε στις προσφεύγουσες με τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997. Πράγματι, αυτή η αδυναμία αναγνώσεως αφορούσε τόσον τις προσφεύγουσες όσον και την Επιτροπή. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν απέκτησε από τα δυσανάγνωστα έγγραφα γνώση διαφορετική από αυτή που ήσαν σε θέση να αποκτήσουν οι προσφεύγουσες συμβουλευόμενες αυτά.

221 Συνεπώς, οι ισχυρισμοί των Dyckerhoff, BDZ, Asland, Uniland, Oficemen, Italcementi, Holderbank, Hornos Ibιricos και Blue Circle, κατά τους οποίους ορισμένα έγγραφα στα οποία είχαν πρόσβαση κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997 ήσαν δυσανάγνωστα, δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.

222 Τρίτον, η Unicem, η Τιτάν και η Blue Circle προβάλλουν την επίκριση ότι δεν τους χορηγήθηκε καμία μετάφραση των εγγράφων στα οποία είχαν πρόσβαση κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, παρόλον ότι τα έγγραφα αυτά έχουν καταρτισθεί σε πολλές γλώσσες. Το γεγονός αυτό περιέπλεξε την κατάρτιση των παρατηρήσεών τους εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Ομοίως η Valenciana καταγγέλλει το γεγονός ότι δεν έλαβε μετάφραση των σχετικών με τις εθνικές συμπράξεις κεφαλαίων της ΑΑ, πλην των κεφαλαίων που αφορούσαν την Ισπανία, ούτε των εγγράφων στα οποία παραπέμπουν τα κεφάλαια αυτά, ούτε, άλλωστε, των λοιπών εγγράφων του φακέλου.

223 Υπενθυμίζεται ότι το γλωσσικό καθεστώς που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 1 έχει εφαρμογή αποκλειστικώς στα έγγραφα που απευθύνουν τα θεσμικά όργανα σε συγκεκριμένους αποδέκτες (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T-148/89, Trιfilunion κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1063, σκέψη 21). Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να χορηγήσει στις προσφεύγουσες μετάφραση των διαφόρων εγγράφων που συνέλεξε κατά τη διοικητική έρευνα. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά δεν αποτελούν κοινοποιήσεις της Επιτροπής προς τις προσφεύγουσες, ακόμη και αν η Επιτροπή υποχρεώθηκε να τους παράσχει πρόσβαση σ' αυτά κατά την εκκρεμή ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκη. Ωσαύτως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να χορηγήσει στη Valenciana μετάφραση των σχετικών με τις εθνικές συμπράξεις κεφαλαίων της ΑΑ πλην αυτών που αφορούν την Ισπανία (κεφάλαια 8 και 18), δεδομένου ότι η επιχείρηση αυτή δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των αποδεκτών των άλλων αυτών κεφαλαίων περί των εθνικών συμπράξεων. Συνεπώς, η αιτίαση των Unicem, Valenciana, Τιτάν και Blue Circle πρέπει να απορριφθεί.

224 Τέταρτον, οι Valenciana, Asland, Uniland, Oficemen και Hornos Ibιricos καταγγέλλουν την έλλειψη ενός καταλόγου εμφαίνοντος το περιεχόμενο των εγγράφων που αποτελούν τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως.

225 Υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν στη διάθεσή τους ούτε κατά τη διοικητική ούτε κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία κατάλογο εμφαίνοντα το περιεχόμενο των εγγράφων που απαρτίζουν τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως. Ο μόνος κατάλογος που είχαν στη διάθεσή τους ήταν αυτός που διαβιβάσθηκε στους αποδέκτες της ΑΑ κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5).

226 Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν έθιξε τα δικαιώματά τους άμυνας κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία. Πράγματι, κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων του φακέλου έρευνας της υποθέσεως, εξαιρουμένων των εγγράφων που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία καθώς και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής. Εξάλλου, είχαν πρόσβαση σε μη εμπιστευτικά κείμενα ή σε μη εμπιστευτικές επιτομές των εγγράφων που θεωρήθηκαν εμπιστευτικά και η Επιτροπή εξέθεσε τη φύση των περιεχομένων στους φακέλους της εσωτερικών εγγράφων. Η έλλειψη καταλόγου περιγράφοντος το περιεχόμενο εκάστου εγγράφου δεν τις εμπόδισε να εντοπίσουν, κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, μεταξύ των εγγράφων του φακέλου έρευνας της υποθέσεως, αυτά που μπορούσαν να έχουν χρησιμεύσει για την άμυνά τους κατά τη διοικητική διαδικασία και, επομένως, να αποδείξουν ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας κατά τη διοικητική διαδικασία.

227 Επομένως, καθόσον με τον ισχυρισμό τον οποίο προβάλλουν οι προσφεύγουσες καταγγέλλεται η κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία έλλειψη ενός καταλόγου αναγράφοντος το περιεχόμενο των εγγράφων που αποτελούν τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί. Καθόσον ο ισχυρισμός αφορά την έλλειψη λεπτομερούς καταλόγου κατά τη διοικητική διαδικασία, θα εξετασθεί στη συνέχεια (βλ., κατωτέρω, σκέψεις 272 έως 275).

228 Πέμπτον, οι Dyckerhoff, Vicat, Ciments franηais, Heidelberger, Lafarge, Aalborg, Asland, Uniland, Oficemen και Blue Circle επισημαίνουν πλείονα σφάλματα αρχειοθετήσεως ή ταξινομήσεως, τα οποία επιδείνωσαν τις δυσχέρειες που αντιμετώπισαν κατά την κατάρτιση των υπομνημάτων τους κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας. Οι Dyckerhoff, Vicat, Ciments franηais, Heidelberger, Lafarge, Aalborg και Asland επικρίνουν τον τρόπο κατά τον οποίο συγκροτήθηκαν οι σχετικοί με τις εθνικές συμπράξεις φάκελοι. Η Ciments franηais τονίζει ιδίως την αυθαίρετη ταξινόμηση των εγγράφων σύμφωνα με την υποτιθέμενη σχέση τους με τις εθνικές ή με τις διεθνείς συμπράξεις (έγγραφα αριθ. 33.126/10827, 10828, 17157 έως 17159, 17166 έως 17170, 17178, 17179 και 19881 έως 19887). Κατά την Aalborg δεν υπάρχει λογική διάκριση μεταξύ των υποτιθεμένων εθνικών και των υποτιθεμένων διεθνών συμπράξεων. Επί παραδείγματι, παραθέτει τα έγγραφα αριθ. 33.126/19201 και 19202, τα οποία βρήκε μέσα στον σχετικό με την Ελλάδα φάκελο, ενώ αφορούν έναν ελληνοϋσπανικό οργανισμό συνεργασίας για την εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων. Επίσης, η Ciments franηais καταγγέλλει το ότι πολυάριθμα έγγραφα φέρουν αρίθμηση μόνο στην πρώτη σελίδα, ιδίως στον σχετικό με την Ισπανία φάκελο. Η Ciments franηais και η Lafarge επικρίνουν επίσης γενικώς την πλήρη έλλειψη διαφανείας ως προς τη σύνθεση των φακέλων 33.126 και 33.322. Η Heidelberger υποστηρίζει ότι η αρίθμηση του φακέλου έρευνας της υποθέσεως είναι εξαιρετικά αδιαφανής. Συναφώς, αναφέρει την έλλειψη αριθμήσεως ορισμένων εγγράφων που υπάρχουν στο ντοσιέ L του φακέλου που κατέθεσε η Επιτροπή στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου σε συμμόρφωση προς το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997. Οι ισχυρισμοί της αφορούν το έγγραφο αριθ. 33.126/9571, το οποίο απαρτίζεται από 32 σελίδες, το έγγραφο αριθ. 33.126/4982, το οποίο περιέχει πολλές αριθμημένες υποδιαιρέσεις, και το ντοσιέ XLI του φακέλου. Οι Dyckerhoff, Unicem, Castle, Holderbank, Hornos Ibιricos και Cementir ισχυρίζονται ότι είναι δυσανάγνωστη η αρίθμηση των εγγράφων. Η Cementir προσθέτει ότι, λόγω της δυσανάγνωστης αριθμήσεως σειράς εγγράφων στα οποία είχε πρόσβαση κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996, υποχρεώθηκε να προβεί σε λεπτομερή εξέταση για να εντοπίσει τα «νέα» έγγραφα στα οποία της επιτράπηκε η πρόσβαση κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997. Η BDZ επικρίνει την ύπαρξη διαφορετικών αριθμήσεων στα έγγραφα που συμβουλεύθηκε. Η Asland παρατηρεί ότι ορισμένα έγγραφα υπήρχαν δύο ή τρεις φορές στους σχετικούς με τις εθνικές συμπράξεις φακέλους, με διαφορετική αρίθμηση σελίδων αλλά με τον ίδιο αριθμό αναφοράς στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5). Επί παραδείγματι, παραπέμπει στις σελίδες 64 έως 70, 105 έως 111 και 182 έως 188 του σχετικού με την Πορτογαλία φακέλου, οι οποίες φέρουν τους αριθ. 33.322/2897 επ. Η Hornos Ibιricos υποστηρίζει επίσης ότι ο τεθείς στη διάθεσή της φάκελος έχει προφανώς υποστεί αλλοιώσεις. Έτσι, πλείονα έγγραφα του φακέλου περιέχουν σημειώσεις προστεθείσες από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Συναφώς, η εταιρία αυτή παραπέμπει στα έγγραφα αριθ. 33.322/170, 172 και 489 και στα έγγραφα αριθ. 33.126/11988, 17359, 17441, 17578, 17579, 17582, 17586, 17658, 17936 και 17996.

229 Η Italcementi διατυπώνει παρεμφερείς παρατηρήσεις αφορώσες τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως που είχε τη δυνατότητα να συμβουλευθεί κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997. Κατά τη μελέτη του φακέλου αυτού, η Italcementi διαπίστωσε την παρουσία μη αριθμημένων εγγράφων (έτσι, στο ντοσιέ XVIII, το έγγραφο αριθ. 33.126/6857 bis περιλαμβάνει, στο παράρτημα 5, μη αριθμημένες σελίδες· στο ντοσιέ XX υπάρχουν, μετά το έγγραφο αριθ. 33.126/6891, επτά μη αριθμημένες σελίδες· στο ντοσιέ XXII υπάρχουν, μετά το έγγραφο αριθ. 33.126/8384 bis, τέσσερις μη αριθμημένες σελίδες· στο ντοσιέ XXIV, το έγγραφο αριθ. 33.126/9416 ακολουθούν επτά μη αριθμημένες σελίδες και το έγγραφο αριθ. 33.126/9571 ακολουθούν 33 μη αριθμημένες σελίδες· στο ντοσιέ XXVII, το έγγραφο αριθ. 33.126/10743 ακολουθούν 17 μη αριθμημένες σελίδες και το έγγραφο αριθ. 33.126/10745 δύο μη αριθμημένες σελίδες· στο ντοσιέ XXVIII υπάρχουν, μετά το έγγραφο αριθ. 33.126/11206, δύο μη αριθμημένες σελίδες· στο ντοσιέ XXX, τα έγγραφα αριθ. 33.126/11912 και 12230 ακολουθεί κάθε φορά μία μη αριθμημένη σελίδα· στο ντοσιέ XXXVI, τα έγγραφα 33.126/14411 και 14502 ακολουθεί μία μη αριθμημένη σελίδα· στο ντοσιέ XLII, το έγγραφο αριθ. 33.126/16934 ακολουθούν τρεις μη αριθμημένες σελίδες· στο ντοσιέ XLIII, το έγγραφο αριθ. 33.126/16971 ακολουθούν πέντε μη αριθμημένες σελίδες· στο ντοσιέ XLVII, το έγγραφο αριθ. 33.126/18099 ακολουθεί μία μη αριθμημένη σελίδα). Εξάλλου, η προσφεύγουσα αυτή διαπίστωσε ότι, σε περιπτώσεις πολυσέλιδων εγγράφων, όπως είναι τα ενημερωτικά φυλλάδια, οι ισολογισμοί εταιριών, οι συμβάσεις ή οι κατάλογοι πωλήσεων ή τιμών, η Επιτροπή περιορίστηκε στην αρίθμηση της πρώτης σελίδας του εν λόγω εγγράφου ή στην εναλλασσόμενη ή μη συνεχόμενη αρίθμηση [επί παραδείγματι, ντοσιέ XXXVII, όπου ορισμένα έγγραφα τυπωμένα τόσο στην εμπρόσθια όσο και στην οπίσθια όψη φέρουν, στην οπίσθια όψη, αριθμούς υψηλότερους κατά πολλές μονάδες σε σχέση με τους αριθμούς που είναι τυπωμένοι στην εμπρόσθια όψη (επί παραδείγματι, εμπρόσθια όψη 33.126/14982 - οπίσθια όψη 33.126/14991, εμπρόσθια όψη 33.126/14983 - οπίσθια όψη 33.126/14990, εμπρόσθια όψη 33.126/14984 - οπίσθια όψη 33.126/14989)· ντοσιέ LI όπου ορισμένες συμβάσεις φέρουν αρίθμηση μόνο στο εξώφυλλο (επί παραδείγματι, 33.126/19556), ενώ άλλες είναι αριθμημένες ανά σελίδα (επί παραδείγματι, 33.126/19561 έως 19577)]. Στο ντοσιέ VIII του φακέλου 33.322 επικρατεί τέτοια ακαταστασία ώστε είναι αδύνατο να ελεγχθεί με ακρίβεια αν είναι πλήρες.

230 Η Blue Circle υπογραμμίζει την ακαταστασία του φακέλου, την απουσία ορισμένων σελίδων και τη διπλή αρίθμηση ορισμένων εγγράφων. Η Uniland και η Oficemen ισχυρίζονται ότι το ντοσιέ LI, το οποίο αφορά την υπόθεση 33.126, δεν περιλαμβάνεται στον καταρτισθέντα από την Επιτροπή κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) εγγράφων. Ομοίως, από τη μελέτη του καταλόγου αυτού δημιουργείται η εντύπωση ότι, στο ντοσιέ XXXVII, μόνον τα έγγραφα αριθ. 33.126/14740 έως 14742 αφορούν την SIPAC, ενώ την αφορούν τα έγγραφα από τον αριθμό 33.126/14739 και μετά. Συμβουλευόμενες τον φάκελο στις 17 Δεκεμβρίου 1997, η Uniland και η Oficemen ανακάλυψαν έγγραφα αφορώντα την υπόθεση 33.126 μέσα σε ντοσιέ αφορώντα την υπόθεση 33.322. Έτσι, τα έγγραφα αριθ. 2448 έως 2477 της υποθέσεως 33.126, που έπρεπε να βρίσκονται στο ντοσιέ VII της υποθέσεως αυτής, βρίσκονται μέσα στα ντοσιέ I και II της υποθέσεως 33.322. Η άτακτη αρίθμηση των εγγράφων που υπάρχουν στα ντοσιέ IV και V της υποθέσεως 33.322 κατέστησε δυσχερή την εξέτασή τους. Συγκεκριμένα, η Uniland και η Oficemen εξηγούν ότι το έγγραφο αριθ. 1018 ακολουθείται αμέσως από το έγγραφο αριθ. 1039, κατόπιν, κατωτέρω, το έγγραφο αριθ. 1050 ακολουθείται από το έγγραφο αριθ. 1069, κατόπιν, λίγο πιο κάτω, το έγγραφο αριθ. 1072 ακολουθείται από το έγγραφο αριθ. 1012, το οποίο ακολουθείται αμέσως από το έγγραφο αριθ. 1038 και από μια φθίνουσα αρίθμηση μέχρι το έγγραφο αριθ. 1019, το οποίο πάλι ακολουθείται από έξι μη αριθμημένες σελίδες, οι οποίες είναι αδύνατο να ταξινομηθούν. Ορισμένες σελίδες των ντοσιέ αυτών είναι, εξάλλου, αδύνατο να ταξινομηθούν. Τα έγγραφα αριθ. 33.126/11123 έως 11127, τα οποία σύμφωνα με τον καταρτισθέντα από την Επιτροπή κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) έπρεπε να περιληφθούν στο ντοσιέ XXVIII, υπάρχουν στο ντοσιέ XXVII. Το ντοσιέ XXIX της υποθέσεως 33.126 περιέχει σφάλματα στην αρίθμηση, δεδομένου ότι οι αριθμοί 11694 έως 11699 χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν δύο διαφορετικές σειρές εγγράφων.

231 Οι επικρίσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή για την εκτίμηση των υπό εξέταση ισχυρισμών. Πράγματι, οι προσφεύγουσες ουδόλως εξήγησαν ως προς τι έθιξε εν προκειμένω τα δικαιώματά τους άμυνας ο τρόπος συστάσεως των φακέλων. Όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με την αρίθμηση και με τις «αλλοιώσεις» των εγγράφων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ισχυρισμοί των προσφευγουσών έχουν αποδειχθεί, η έλλειψη αριθμήσεως ή η ελλιπής ή άτακτη αρίθμηση του τάδε ή του δείνα εγγράφου ή η εκ μέρους της Επιτροπής προσθήκη σημειώσεως στο τάδε ή στο δείνα έγγραφο του φακέλου έρευνας της υποθέσεως δεν έθιξαν την πραγματοποίηση των στόχων που προοριζόταν να εξυπηρετήσει η πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως η οποία παρασχέθηκε στις προσφεύγουσες με τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες μπορούσαν να επικαλεσθούν τα έγγραφα του φακέλου των οποίων η αρίθμηση ήταν δυσανάγνωστη ή τα οποία έφεραν «σημειώσεις» της Επιτροπής, επισυνάπτοντάς τα στις παρατηρήσεις τους, και να εξηγήσουν ως προς τι τα έγγραφα αυτά ήσαν ουσιώδη για την άμυνά τους κατά τη διοικητική διαδικασία. Το ίδιο ισχύει για την ακαταστασία που διαπιστώθηκε σε ορισμένα συγκεκριμένα σημεία του φακέλου έρευνας της υποθέσεως.

232 Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δήθεν χρησιμοποίησε την ίδια αρίθμηση (33.126/11694 έως 11699) σε δύο αυτοτελείς σειρές εγγράφων, τούτο οφείλεται σε χειρόγραφη αλλοίωση, σε ορισμένα από τα αντίγραφα τα οποία αναπαρήγαγαν η Uniland και η Oficemen, της αριθμήσεως των πρωτοτύπων εγγράφων του φακέλου της Επιτροπής. Πράγματι, κατόπιν ελέγχου στον αρχικό φάκελο της Επιτροπής, προκύπτει σαφώς ότι τα έγγραφα που φέρουν τους αριθμούς από 33.126/11694 έως 11699 στον φάκελο αυτό αντιστοιχούν αποκλειστικώς σε αποσπάσματα χειρογράφων σημειώσεων που ελήφθησαν (κατά πάσα πιθανότητα από τη Cembureau) κατά τη συνεδρίαση των επικεφαλής αντιπροσωπείας της 30ής Μαου 1983 στη Κέρκυρα (έγγραφα αριθ. 33.126/11694 έως 11696), σε μια επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 1984 του J. Bailly (προέδρου της Cembureau) προς τον M. Bertran (πρόεδρο της Asland) (έγγραφο αριθ. 33.126/11697), στα καταρτισθέντα στις 13 Μαρτίου 1984 από τον «PD» (κατά πάσα πιθανότητα, από τον Philippe Dutron της Cembureau) πρακτικά μιας τηλεφωνικής συνομιλίας με τον A. d'Agostino (Italcementi) σχετικής με τις εξαγωγές τσιμέντου από την Ιταλία προς την Ελβετία (έγγραφο αριθ. 33.126/11698), και στην κατάσταση των μετεχόντων στη συνεδρίαση των επικεφαλής αντιπροσωπείας της 19ης Μαρτίου 1985 στο Noordwijk (έγγραφο αριθ. 33.126/11699). Η άλλη σειρά εγγράφων, ως προς την οποία η Uniland και η Oficemen υποστηρίζουν ότι καλύπτεται επίσης από την αρίθμηση από το 33.126/11694 έως το 11699 και η οποία αντιστοιχεί σε άλλα αποσπάσματα των χειρογράφων σημειώσεων που ελήφθησαν κατά τη συνεδρίαση των επικεφαλής αντιπροσωπείας της 30ής Μαου 1983 στη Κέρκυρα, φέρει την αρίθμηση 33.126/11689 έως 11693. Τέλος, όπως επισημαίνουν η Uniland και η Oficemen, ο κατάλογος (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) δεν αναφέρει κανένα ντοσιέ LI. Ωστόσο, αναφέρει δύο ντοσιέ L και, επομένως, το δεύτερο ντοσιέ L το οποίο αναφέρει ο κατάλογος (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) είναι στην πραγματικότητα το ντοσιέ LI.

233 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το σύνολο των ισχυρισμών που εκτίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 228 έως 230 πρέπει να απορριφθεί.

234 Τέλος, έκτον, η Blue Circle υπογραμμίζει ότι επιχείρησε να αποφύγει να επικαλεσθεί, στις παρατηρήσεις που κατέθεσε κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, έγγραφα τα οποία είχαν δικαιολογημένα χαρακτηρισθεί ως εμπιστευτικά κατά τη διοικητική διαδικασία. Συναφώς, προσάπτει στην Επιτροπή ότι αρνήθηκε να της χορηγήσει κατάλογο των εγγράφων αυτών. Επισυνάπτει στις παρατηρήσεις που κατέθεσε κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997 (παράρτημα 3) τα ανταλλαγέντα σχετικώς έγγραφα, με τα οποία προέβαλε ως δικαιολογία για το αίτημα αυτό τη μέριμνά της να διακρίνει, ενόψει της σύντομης προθεσμίας που της είχε ταχθεί για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της κατόπιν της μελέτης του υπολοίπου του φακέλου, μεταξύ των εγγράφων στα οποία της είχε απαγορευθεί η πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία, λόγω της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υποβλήθηκε ως προς αυτά από τον ενδιαφερόμενο ή τους ενδιαφερομένους, και των εγγράφων στα οποία δεν είχε πρόσβαση διότι η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν ασκούσαν επιρροή για την άμυνά της.

235 Επισημαίνεται ότι, μολονότι η Επιτροπή δεν έθεσε στη διάθεση της Blue Circle τον κατάλογο που ζητούσε, ωστόσο της παρέσχε, με έγγραφο της 13ης Νοεμβρίου 1997 (παράρτημα 3 των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας που κατατέθηκαν κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997), τα κριτήρια που της δίνουν τη δυνατότητα να καθορίσει ποια έγγραφα καλύπτονταν από επιφύλαξη λόγω απορρήτου κατά τη διοικητική διαδικασία. Πιο συγκεκριμένος εντοπισμός των εγγράφων που χαρακτηρίσθηκαν εμπιστευτικά κατά την εν λόγω διαδικασία θα εστερείτο παντελώς ενδιαφέροντος, καθόσον, στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων κλήθηκαν να «ανανεώσουν» την εκτίμησή τους ως προς τη σκοπιμότητα διατηρήσεως του απορρήτου που είχε προβληθεί τότε για ορισμένα έγγραφα. Ως εκ τούτου, κατά τη μελέτη του φακέλου έρευνας της υποθέσεως στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, επιτράπηκε στις προσφεύγουσες η πρόσβαση σε πολυάριθμα έγγραφα που είχαν χαρακτηρισθεί εμπιστευτικά κατά τη διοικητική διαδικασία. Αν η Επιτροπή έθετε στη διάθεση της Blue Circle τον κατάλογο των χαρακτηρισθέντων ως εμπιστευτικών εγγράφων κατά τη διοικητική διαδικασία, η Blue Circle βεβαίως δεν θα αποφάσιζε να στερηθεί τη δυνατότητα να επικαλεσθεί το τάδε ή το δείνα από τα περιλαμβανόμενα στον κατάλογο αυτό έγγραφα, του οποίου όμως το απόρρητο ήρθη έκτοτε. Εξάλλου, από την εξέταση των εγγράφων που επισυνάπτει η προσφεύγουσα ως παράρτημα των παρατηρήσεών της προκύπτει ότι δεν δίστασε - αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται με τις παρατηρήσεις της - να επικαλεσθεί έγγραφα που είχαν χαρακτηρισθεί εμπιστευτικά κατά τη διοικητική διαδικασία, για τα οποία όμως οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και/ή ενώσεις επιχειρήσεων είχαν συναινέσει να παρασχεθεί πρόσβαση στους τρίτους στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997. Επί παραδείγματι, το Πρωτοδικείο αναφέρεται στα έγγραφα αριθ. 33.126/16936 έως 16938, τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα 5-10 των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας και φέρουν τη μνεία «εμπιστευτικό». Συνεπώς, ο ισχυρισμός της Blue Circle πρέπει να απορριφθεί.

236 Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι καμία από τις ιδιάζουσες περιστάσεις που επικαλέστηκαν οι διάφορες προσφεύγουσες δεν έθιξε την πραγματοποίηση των στόχων που προοριζόταν να εξυπηρετήσει η πρόσβαση σε ολόκληρη την ΑΑ και στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως η οποία τους παρασχέθηκε με τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997.

3. Aνάλυση της εκτιμήσεως ενός ισχυρισμού που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω της ελλείψεως δυνατότητας προσβάσεως σε υποτιθέμενο απαλλακτικό στοιχείο κατά τη διοικητική διαδικασία

237 Με τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, οι 39 προσφεύγουσες τις οποίες αφορά ο υπό εξέταση ισχυρισμός (βλ., ανωτέρω, σκέψη 124) κλήθηκαν να διευκρινίσουν λεπτομερώς τους ισχυρισμούς τους ότι τα μέρη της ΑΑ και του φακέλου έρευνας της υποθέσεως στα οποία δεν είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία θα ήσαν χρήσιμα για την άμυνά τους.

238 Πριν από τη συγκεκριμένη εξέταση των διαφόρων ισχυρισμών που ανέπτυξαν οι προσφεύγουσες αυτές, πρέπει να εκτεθούν γενικώς οι συνθήκες υπό τις οποίες η ελλιπής πρόσβαση στην ΑΑ και/ή στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως κατά τη διοικητική διαδικασία θα καταλήξει στη διαπίστωση προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

239 Οι 39 ως άνω προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως η οποία τους παρασχέθηκε πρέπει κατ' ανάγκη να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, αναφέρονται στις προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής. Υπενθυμίζουν ότι, στις δύο αυτές αποφάσεις (στις σκέψεις 84 και 94, αντιστοίχως), το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή «προσέβαλε (...) τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, καθόσον δεν συμπεριέλαβε στη διαδικασία έγγραφα τα οποία είχε στην κατοχή της και τα οποία μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμεύσουν για την άμυνα της προσφεύγουσας». Υπογραμμίζουν ότι, με καθεμία από τις αποφάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την προσβαλλομένη απόφαση αφού έκρινε (αντιστοίχως στις σκέψεις 98 και 108 των αποφάσεων) ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας δεν μπορούσε να θεραπευθεί κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία.

240 Υπενθυμίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση μπορεί να ακυρωθεί εν όλω ή εν μέρει μόνον αφού διαπιστωθεί ότι η μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως που παρασχέθηκε στις προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία τις εμπόδισε να λάβουν γνώση εγγράφων που μπορούσαν να φανούν χρήσιμα για την άμυνά τους και αποτέλεσε έτσι προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψεις 80, 81, 84, 98 και 100, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψεις 90, 91, 94, 108, 110 και 115). Η έκταση του τμήματος του φακέλου έρευνας της υποθέσεως στο οποίο δεν είχαν πρόσβαση οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία δεν αρκεί από μόνη της για τη στήριξη μιας τέτοιας διαπιστώσεως.

241 Οσάκις ένας προσφεύγων βάλλει, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως μιας τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να ανακοινώσει ένα ή περισσότερα στοιχεία του φακέλου, είναι έργο του Πρωτοδικείου να ζητήσει να του κοινοποιηθούν τα στοιχεία αυτά και να τα ερευνήσει (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Lιger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσες στη σκέψη 144, σημείο 121). Στην περίπτωση αυτή, χωρίς το Πρωτοδικείο να είναι σε θέση να υποκαταστήσει την Επιτροπή (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 98, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 113), η εξέταση αυτή πρέπει να αφορά κατ' αρχάς το ζήτημα αν τα έγγραφα στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία έχουν αντικειμενική σχέση με αιτίαση η οποία έγινε δεκτή εις βάρος του προσφεύγοντος τον οποίο αφορά η προσβαλλομένη απόφαση. Αν δεν υπάρχει τέτοια σχέση, τα εν λόγω έγγραφα δεν έχουν καμία χρησιμότητα για την άμυνα του προσφεύγοντος που τα επικαλείται. Αν, αντιθέτως, τα έγγραφα έχουν τέτοια σχέση, τότε πρέπει να εξετασθεί αν η μη γνωστοποίησή τους έθιξε την άμυνα του διαδίκου αυτού κατά τη διοικητική διαδικασία. Συναφώς, θα πρέπει να εξετασθούν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής (αποφάσεις T-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψεις 61 έως 65, T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψεις 71 έως 75, και T-37/91, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 142, σκέψεις 51 έως 56) και να εκτιμηθεί αν τα μη γνωστοποιηθέντα έγγραφα μπορούσαν να έχουν - από πλευράς των προβληθέντων από την Επιτροπή αποδεικτικών στοιχείων - σπουδαιότητα η οποία δεν έπρεπε να παραβλεφθεί (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 68, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 78). Θα συντρέχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας αν υπήρχε μια πιθανότητα - έστω και περιορισμένη - να μπορούσε η διοικητική διαδικασία να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να επικαλεσθεί το έγγραφο κατά την εν λόγω διοικητική διαδικασία (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1991, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 140, σκέψη 56· αποφάσεις T-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψη 68, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψη 78· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Lιger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσες στη σκέψη 144, σημείο 120).

242 Συνεπώς, η εξέταση του ζητήματος αν ένα έγγραφο στο οποίο δεν παρασχέθηκε πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία μπορούσε να φανεί χρήσιμο για την άμυνα ενός προσφεύγοντος απαιτεί, εξαιρουμένων των περιπτώσεων στις οποίες το έγγραφο ουδεμία αντικειμενική σχέση έχει με αιτίαση η οποία έγινε δεκτή εις βάρος του προσφεύγοντος, προσωρινή εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή προς στήριξη της διαπιστώσεως παραβάσεως με την προσβαλλομένη απόφαση.

243 Υπογραμμίζεται ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε προσωρινή εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή στην απόφασή της και με τις αποφάσεις του επί των υποθέσεων «ανθρακικό νάτριo» (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, T-31/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1821, στο εξής: απόφαση T-31/91, Solvay κατά Επιτροπής, T-32/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1825, στο εξής: απόφαση T-32/91, Solvay κατά Επιτροπής, T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, και T-37/91, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 142), έστω και αν οι προσφεύγουσες φρονούν ότι μπορούν να συναγάγουν από την ανάγνωση μεμονωμένων αποσπασμάτων των αποφάσεων αυτών (ιδίως προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 98, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 108) ότι η μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως συνεπάγεται κατ' ανάγκη την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Υπενθυμίζεται ότι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις T-32/91, Solvay κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, και T-37/91, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 142, η Επιτροπή, με δύο αυτοτελείς αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 1990, διαπίστωσε, εις βάρος της Solvay και της ICI, παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 82 ΕΚ) στην αγορά του ανθρακικού νατρίου. Προσήψε στη Solvay ότι εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε στη σχετική αγορά εντός της αγοράς της δυτικής Ευρώπης, και στην ICI ότι υπέπεσε στην ίδια παράβαση εντός της αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου. Εξάλλου, η Επιτροπή διαπίστωσε, με μια τρίτη απόφαση της ίδιας ημερομηνίας, την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής, αντιβαίνουσας στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, μεταξύ της Solvay και της ICI. Η Επιτροπή δέχθηκε ότι η πρακτική αυτή λειτούργησε από την 1η Ιανουαρίου 1973 μέχρι την αρχή του 1989 και αφορούσε την κατανομή της αγοράς ανθρακικού νατρίου της δυτικής Ευρώπης. Στο πλαίσιο της εν λόγω πρακτικής, η αγορά της δυτικής ηπειρωτικής Ευρώπης παραχωρήθηκε στη Solvay και το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία στην ICI. Επί της τρίτης αυτής αποφάσεως της Επιτροπής εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής.

244 Με τις αποφάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο έπρεπε να εξετάσει ένα λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον οι διάδικοι δεν είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία στον φάκελο που αφορούσε τη φερόμενη καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως του έτερου διαδίκου. Οι προσφεύγουσες φρονούσαν ότι οι φάκελοι αυτοί μπορούσαν να περιέχουν απαλλακτικά υπέρ αυτών στοιχεία. Προκειμένου να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς, το Πρωτοδικείο εξέτασε κατ' αρχάς τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή. Η Επιτροπή είχε διαπιστώσει κατ' αρχάς ότι η ICI και η Solvay είχαν συνάψει συμφωνία κατανομής της αγοράς το 1949. Μολονότι η συμφωνία αυτή λύθηκε τυπικώς το 1972, η Επιτροπή είχε κρίνει με την απόφασή της ότι υφίσταντο άφθονες αποδείξεις για την ύπαρξη συμπαιγνίας, απσ τις οποίες μπορούσε να συναχθεί ότι η αρχική σύμπραξη του 1949 εξακολούθησε να εφαρμόζεται με τη μορφή εναρμονισμένης πρακτικής μετά το 1972 (βλ. προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 61, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 71). Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της εναρμονισμένης πρακτικής, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε τέσσερα στοιχεία, δηλαδή, πρώτον, στη μη εμπορία ανθρακικού νατρίου εκ μέρους της ICI και της Solvay πέραν της Μάγχης καθ' όλο το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, δεύτερον, στην ακριβή σύμπτωση αυτής της ελλείψεως ανταγωνισμού με τους όρους της συναφθείσας το 1949 συμφωνίας, τρίτον, στη σύναψη και θέση σε εφαρμογή συμφωνιών αγοράς προς μεταπώληση συνισταμένων στην παράδοση ανθρακικού νατρίου από τη Solvay στην ICI κατά το χρονικό διάστημα από το 1983 έως το 1989, και, τέταρτον, στις συχνές επαφές μεταξύ της Solvay και της ICI με σκοπό τον συντονισμό της στρατηγικής τους στον τομέα του ανθρακικού νατρίου (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 65, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 75).

245 Στη συνέχεια, στις υποθέσεις αυτές, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η μόνη άμεση έγγραφη απόδειξη της διαπιστωθείσας παραβάσεως, για το χρονικό διάστημα από το 1973 μέχρι το 1982, ήταν η συμφωνία του 1949. Πράγματι, οι συμβάσεις αγοράς προς μεταπώληση χρονολογούνταν από το χρονικό διάστημα από το 1983 μέχρι το 1989. Εξάλλου, για το ίδιο αυτό πρώτο χρονικό διάστημα, δεν υπήρχαν έγγραφα σχετικά με συνεδριάσεις (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 74, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 84). Το Πρωτοδικείο εξέτασε την αποδεικτική αξία της συμφωνίας του 1949. Διαπίστωσε (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 73, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 83) ότι η συμφωνία αυτή είχε λυθεί τυπικώς το 1972 και ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να παραβλέψει το ενδεχόμενο να θέλησαν οι δύο επιχειρήσεις να συμμορφωθούν προς τη Συνθήκη με τη λύση αυτή. Συνεπώς, η συμφωνία του 1949 αποτελούσε, κατά το Πρωτοδικείο, πενιχρό αποδεικτικό στοιχείο για να αναγνωριστεί από την 1η Ιανουαρίου 1973 η ύπαρξη της παραβάσεως που προσήφθη στην ICI και στη Solvay. Η μόνη άλλη ένδειξη περί της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής, τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα από το 1973 μέχρι το 1982, προέκυπτε από τη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά, δηλαδή από τη μη εμπορία ανθρακικού νατρίου εκ μέρους της ICI και της Solvay πέραν της Μάγχης. Εντούτοις, ενόψει της πενιχρότητας των εγγράφων αποδείξεων που αφορούσαν, ιδίως, το έτος 1973 και τα αμέσως επόμενα έτη, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή, προκειμένου να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον την εναρμονισμένη πρακτική που προσήπτε στην ICI και στη Solvay, όφειλε να έχει προβεί, ήδη από το στάδιο της AA, σε συνολική και εμπεριστατωμένη οικονομική εκτίμηση, ιδίως της σχετικής αγοράς, καθώς και του μεγέθους και της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων που δρούσαν στην αγορά αυτή. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, για να είναι η εκτίμηση αυτή πλήρης, αντικειμενική και ισόρροπη, έπρεπε τουλάχιστον να λαμβάνει υπόψη, αφενός, τις ισχυρές θέσεις που κατείχαν η Solvay και η ICI στις αντίστοιχες γεωγραφικές τους αγορές και, αφετέρου, τις πρακτικές εξασφαλίσεως της πίστεως των πελατών οι οποίες τους καταλογίστηκαν στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινήθηκαν δυνάμει του άρθρου 86 της Συνθήκης (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 76, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 86). Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα έγγραφα που αφορούσαν την παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε η ICI θα ήσαν χρήσιμα για την άμυνα της Solvay προκειμένου να ανασκευάσει τον ισχυρισμό περί υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ της Solvay και της ICI. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά θα μπορούσαν να εξηγήσουν ότι η προσαπτόμενη στη Solvay παθητική συμπεριφορά στηριζόταν σε αυτόνομες αποφάσεις της ιδίας, αιτιολογούμενες από τη δυσκολία διεισδύσεως σε μια αγορά στην οποία η πρόσβαση εμποδιζόταν από μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση (απόφαση Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψη 77). Για τους ίδιους λόγους, τα έγγραφα που αφορούσαν την παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε η Solvay, θα ήσαν χρήσιμα για την άμυνα της ICI (απόφαση T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψη 87). Δεδομένου ότι υπήρχε μια πιθανότητα ότι, αν η ICI και η Solvay είχαν πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα κατά τη διοικητική διαδικασία, θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, τουλάχιστον όσον αφορά την αποδεικτική αξία της παράλληλης και παθητικής συμπεριφοράς που τους προσαπτόταν για την έναρξη και επομένως για τη διάρκεια της παραβάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε την ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και ακύρωσε την εν λόγω απόφαση (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψεις 98 και 99, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψεις 108 και 109).

246 Αντιθέτως, με την απόφαση T-37/91, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 142, η οποία αφορούσε την απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η ICI είχε υποπέσει σε παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που αντλούνταν από την ανεπαρκή πρόσβαση στον φάκελο. Έκρινε (σκέψη 61) ότι η διαπίστωση της δεσπόζουσας θέσεως στην προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής έγινε βάσει του μεριδίου της ICI στην αγορά και ότι η καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσεως αυτής προέκυπτε από άμεσες έγγραφες αποδείξεις, όπως είναι τα συστήματα εκπτώσεων που εφάρμοζε η ICI και οι ρήτρες αποκλειστικής προμήθειας τις οποίες επέβαλλε στους πελάτες της. Αφού εκτίμησε την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισε η Επιτροπή, το Πρωτοδικείο έκρινε (σκέψη 63) ότι η άμυνα της ICI δεν εθίγη από το ότι η ICI δεν είχε πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία στα έγγραφα που προέρχονταν από τους παραγωγούς της ηπειρωτικής Ευρώπης. Πράγματι, καμία ένδειξη δεν επέτρεπε να υποτεθεί ότι τα έγγραφα αυτά μπορούσαν να αποδυναμώσουν τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την απόφασή της, με την οποία δέχθηκε ότι η ICI εκμεταλλεύθηκε καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση της.

247 Συνεπώς, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, οσάκις ένας προσφεύγων ισχυρίζεται, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά του άμυνας λόγω του ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν είχε πρόσβαση σε έγγραφο του φακέλου έρευνας της υποθέσεως το οποίο, κατ' αυτόν, θα μπορούσε να χρησιμεύσει για την άμυνά του, το Πρωτοδικείο πρέπει να ζητήσει να του διαβιβασθεί το επισημανθέν έγγραφο. Στη συνέχεια, πρέπει να συσχετίσει το έγγραφο με τις αιτιάσεις που έγιναν δεκτές με την προσβαλλομένη απόφαση εις βάρος του προσφεύγοντος. Αν το εν λόγω έγγραφο δεν έχει καμία αντικειμενική σχέση με αιτίαση η οποία έγινε δεκτή με την προσβαλλομένη απόφαση, η διοικητική διαδικασία δεν θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τον προσφεύγοντα, αν αυτός είχε πρόσβαση στο έγγραφο αυτό κατά την εν λόγω διαδικασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος ακυρώσεως του οικείου προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί. Αν, αντιθέτως, το έγγραφο του οποίου έγινε επίκληση έχει αντικειμενική σχέση με μια από τις αιτιάσεις που έγιναν δεκτές με την προσβαλλομένη απόφαση εις βάρος του προσφεύγοντος, το Πρωτοδικείο πρέπει να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει η Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεων τις οποίες αφορά η προσβαλλομένη απόφαση, αν θα υπήρχε κάποια πιθανότητα - έστω και περιορισμένη - να έχει το έγγραφο ως συνέπεια να καταλήξει η διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να το επικαλεσθεί κατά τη διάρκεια αυτής της διοικητικής διαδικασίας. Αν, υπό το πρίσμα των συλλεγέντων αποδεικτικών στοιχείων, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι υπήρχε τέτοια πιθανότητα να έχει το έγγραφο ως συνέπεια να καταλήξει η διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα, θα συναγάγει την ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας (βλ., κατωτέρω, σκέψεις 2205 έως 2212, 2224, 2225, 2284 έως 2290, 2384, 2385, 2469, 3406 έως 3435 και 3996 έως 4005).

248 Τέλος, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα δικαιώματα άμυνας ενός προσφεύγοντος προσβλήθηκαν λόγω του ότι η Επιτροπή δεν του γνωστοποίησε έγγραφο το οποίο μπορούσε να περιέχει απαλλακτικά υπέρ αυτού στοιχεία, αν το έγγραφο αυτό προέρχεται από τον προσφεύγοντα αυτόν ή αν το εν λόγω έγγραφο βρισκόταν προδήλως στην κατοχή του ως άνω προσφεύγοντος κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., κατ' αναλογίαν, απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 144, σκέψη 25, και απόφαση T-37/91, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 142, σκέψη 64). Πράγματι, αν έγγραφο το οποίο κατέχει ένας αποδέκτης της ΑΑ περιέχει απαλλακτικά υπέρ αυτού στοιχεία, τίποτε δεν τον εμποδίζει να επικαλεσθεί το έγγραφο αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία. Για την οργάνωση της άμυνάς του, ένας διάδικος δεν περιορίζεται μόνο στα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής στα οποία έχει πρόσβαση. Έχει την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει κάθε έγγραφο που κρίνει χρήσιμο για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής.

4. Εφαρμογή των αρχών στην υπό κρίση περίπτωση

249 Διαπιστώνεται, πρώτον, ότι πολλά έγγραφα στα οποία αναφέρονται οι προσφεύγουσες με τα υπομνήματα που κατέθεσαν κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997 είναι έγγραφα στα οποία είχαν ήδη πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία. Πρόκειται περί εγγράφων που έχουν χαρακτηρισθεί στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) ως «Α» («Α: άπαντες» ή «Α: Ευρωπαίοι παραγωγοί»). Ακόμη και αν, συχνά, τα έγγραφα αυτά δεν βρίσκονταν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95), οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση σ' αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία και μπορούσαν να βασιστούν σ' αυτά για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς που ανέπτυξαν με τα υπομνήματά τους απαντήσεως στην ΑΑ. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τα έγγραφα αυτά για να επικαλεσθούν την προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας κατά τη διοικητική διαδικασία.

250 Έτσι, οι κατωτέρω κατονομαζόμενες προσφεύγουσες, παρέπεμψαν με τα υπομνήματά τους στα ακόλουθα έγγραφα, στα οποία είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία: η FIC στα έγγραφα αριθ. 33.126/4858 έως 4861, 4911 έως 4913, 19205 και 19218· η ENCI στα έγγραφα αριθ. 33.126/12519, 12627, 12642, 12648 έως 12654 και στο έγγραφο αριθ. 33.126/4470, το οποίο είναι το ίδιο με το έγγραφο αριθ. 33.126/12627, το οποίο έχει χαρακτηρισθεί στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) ως «Α: Ευρωπαίοι παραγωγοί»· η Dyckerhoff στα έγγραφα αριθ. 33.126/18959, 18960, 19195 και 19196 καθώς και στα έγγραφα αριθ. 33.126/16509, 16515 και 16516, τα οποία συμπίπτουν με τα έγγραφα αριθ. 33.126/18857, 18821 και 18822, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) ως «A: Ευρωπαίοι παραγωγοί»· η Heidelberger στα έγγραφα αριθ. 33.126/14809, 14826, 19202, 19218, 19220 έως 19233, 19250 και 19264 έως 19279· η Aalborg στα έγγραφα αριθ. 33.126/15134, 15135, 15170 και 15201· η Buzzi στα έγγραφα αριθ. 33.126/4982, 14809, 14812, 14813, 14815, 14817, 14820, 14822, 14824, 14898 και 15174· η Valenciana στα έγγραφα αριθ. 33.126/4911 έως 4913· η Asland στα έγγραφα αριθ. 33.126/19202, 19205 και 19218· η Ηρακλής στα έγγραφα αριθ. 33.126/18755 έως 18763· η Uniland και η Oficemen στα έγγραφα αριθ. 33.126/11026, 11027, 11080 έως 11084, 19195, 19196, 19754, 19762, 19770, 19776, 19817, 19819, 19827, 20011, 20019, 20065, 20071 και 20072· η Rugby και η Castle στα έγγραφα αριθ. 33.126/14331 έως 14333· η Τιτάν στα έγγραφα αριθ. 33.126/4858, 4859, 10982, 10985, 18755 έως 18763, 18771 έως 18779, 18842, 18843 και 18848 καθώς και στα έγγραφα αριθ. 33.126/13119 και 16155, τα οποία συμπίπτουν, αντιστοίχως, με τα έγγραφα αριθ. 33.126/18862 και 19007, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) ως «A: Ευρωπαίοι παραγωγοί»· η Holderbank στα έγγραφα αριθ. 33.126/10959, 19195 και 19196, και, τέλος, η Blue Circle στα έγγραφα αριθ. 33.126/19220 έως 19347 και 19875 έως 19877 καθώς και στα έγγραφα αριθ. 33.322/1503 έως 1505 τα οποία συμπίπτουν με τα έγγραφα αριθ. 33.126/16786 έως 16789, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) ως «Α».

251 Δεύτερον, πολλές προσφεύγουσες επικαλούνται χωρία της ΑΑ και έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τις αιτιάσεις που έγιναν δεκτές κατ' αυτών με την προσβαλλομένη απόφαση. Συνεπώς, πρόκειται περί στοιχείων που δεν θα είχαν καμία χρησιμότητα για την άμυνά τους (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 241 και 247).

252 Έτσι, ορισμένες προσφεύγουσες αναφέρονται σε έγγραφα τα οποία αφορούν τους «κανόνες θεμιτού ανταγωνισμού» (ΑΑ, κεφάλαιο 10, παράγραφος 60). Στο πλαίσιο αυτό, η SFIC αναφέρει τα έγγραφα αριθ. 33.126/2412 έως 2415 και η Aalborg το έγγραφο αριθ. 33.126/14806. Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι οι συζητήσεις για τον «θεμιτό ή υγιή ή ορθό» ανταγωνισμό, μνεία των οποίων γίνεται στην παράγραφο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής αιτιάσεως στο διατακτικό της αποφάσεως αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα σχόλια που μπορούσαν να έχουν διατυπώσει οι προαναφερθείσες προσφεύγουσες βάσει των ως άνω εγγράφων, αν είχαν πρόσβαση σ' αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν θα είχαν ως συνέπεια να καταλήξει η διαδικασία αυτή σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

253 Η Heidelberger αναφέρεται σε έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν κατ' αυτήν ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι υπήρξε σύμπραξη μεταξύ των Γερμανών, Βέλγων και Ολλανδών παραγωγών για τη μεταξύ τους κατανομή της αγοράς των Κάτω Ξωρών (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 23) δεν είναι βάσιμος. Έτσι, παραθέτει τα έγγραφα αριθ. 33.126/832, 3720, 8165, 8728, 8729 και 8915. Εντούτοις, όπως διευκρινίζεται στην παράγραφο 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν έλαβε θέση με την απόφαση αυτή επί των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην παράγραφο 23 η οποία αφορά τη σύμπραξη Βελγίου-Γερμανίας-Κάτω Ξωρών. Δεδομένου ότι δεν της προσήφθη καμία αιτίαση επί της βάσεως αυτής, η Heidelberger δεν μπορεί να ισχυρίζεται εν προκειμένω ότι υπέστη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της λόγω του ότι δεν είχε πρόσβαση στα προπαρατεθέντα έγγραφα κατά τη διοικητική διαδικασία.

254 Εξάλλου, πλείονες προσφεύγουσες επικαλούνται έγγραφα τα οποία αφορούν παράβαση την οποία εξέτασε η προσβαλλομένη απόφαση, στην οποία όμως, κατά την απόφαση αυτή, οι εν λόγω προσφεύγουσες δεν μετέσχαν.

255 Η Vicat παραπέμπει στα έγγραφα αριθ. 33.126/2088 έως 2096, 6590, 6591, 6608, 6690, 6691, 7640, 10811 έως 10813, 10827, 10828, 11052, 11053, 11066, 11073 έως 11075, 11077, 11078, 13111, 15342 έως 15347, 15386, 15387, 16445, 16446 έως 16449, 16460 και 16461, για να αποδείξει ότι δεν μετέσχε ούτε άμεσα ούτε έμμεσα στην ETF. Εντούτοις, δεδομένου ότι η Επιτροπή ουδόλως της προσήψε με την προσβαλλομένη απόφαση συμμετοχή στις δραστηριότητες της ETF, τα εν λόγω έγγραφα ουδόλως είναι ουσιώδη για την άμυνά της.

256 Η Hornos Ibιricos και η Blue Circle παραπέμπουν σε πολλά έγγραφα τα οποία αφορούν άμεσα τη σύμπραξη μεταξύ παραγωγών της Ιβηρικής χερσονήσου την οποία διαπιστώνει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Hornos Ibιricos επικαλείται τα έγγραφα αριθ. 33.322/124 έως 133, 170, 905, 966 έως 973, 1019, 1020, 1027, 1080 έως 1089, 1319 έως 1322, 1395, 1396 και 1409, καθώς και το κεφάλαιο 9 «Πορτογαλία» της ΑΑ. Η Blue Circle παραπέμπει στα έγγραφα αριθ. 33.322/2898 έως 2903. Η ως άνω παράγραφος, όμως, δεν αφορά την Hornos Ibιricos και την Blue Circle. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα έγγραφα στα οποία αναφέρονται η Hornos Ibιricos και η Blue Circle θα τους παρείχαν τη δυνατότητα να αποδείξουν, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι η σύμπραξη μεταξύ των παραγωγών της Ιβηρικής χερσονήσου δεν υπήρχε, η διαδικασία αυτή δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό γι' αυτές αποτέλεσμα.

257 Οι Rugby, Castle, Aker και Euroc ισχυρίζονται ότι από τα σχετικά με τις εθνικές συμπράξεις κεφάλαια της ΑΑ και από τα έγγραφα αριθ. 33.126/3213 έως 3222 προκύπτει ότι η οργανωθείσα στο πλαίσιο της Cembureau ανταλλαγή πληροφοριών δεν μπορούσε να έχει αισθητό αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού και δεν χρησίμευε στη διευκόλυνση της λειτουργίας της συμφωνίας Cembureau. Η Τιτάν υποστηρίζει ότι από τα έγγραφα αριθ. 33.126/3332 έως 3334, 4919, 11121 έως 11123 και 17881 έως 17886 προκύπτει ότι οι πληροφορίες επί των τιμών οι οποίες ανταλλάχθηκαν μέσω της Cembureau δεν είχαν καμία εμπορική αξία. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ισχυρισμός των Rugby, Castle, Τιτάν, Aker και Euroc ευσταθεί, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν πρόσβαση στα στοιχεία αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία δεν έθιξε την άμυνά τους, δεδομένου ότι δεν τις αφορούσε το άρθρο 2 της προσβαλομένης αποφάσεως, το οποίο βάλλει κατά των ανταλλαγών πληροφοριών επί των τιμών που έγιναν στο πλαίσιο της Cembureau.

258 Η Uniland και η Oficemen παραπέμπουν στα έγγραφα αριθ. 33.126/11080 έως 11084, 13104 έως 13106, 13108, 13109, 19817 έως 19832 και 20065 έως 20071, τα οποία έχουν όλα άμεση σχέση με τις carrot actions, τις οποίες αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εντούτοις, δεδομένου ότι η παράβαση αυτή δεν τους προσάπτεται, τα έγγραφα αυτά ουδόλως είναι ουσιώδη για την άμυνά τους.

259 Η Aker και η Euroc υποστηρίζουν ότι η παράγραφος 46 του σχετικού με τα «πραγματικά περιστατικά» κεφαλαίου της ΑΑ, η οποία αφορά τη σύμπραξη μεταξύ Γάλλων παραγωγών (κεφάλαιο 5) είναι ικανή να αποδείξει ότι η ECEC δεν αποτελούσε όργανο στην υπηρεσία της εμπορικής πολιτικής εξαγωγής κάθε παραγωγού τσιμέντου της Κοινότητας, επινοηθέν για την τήρηση του κανόνα του σεβασμού των εγχωρίων αγορών. Ωστόσο, το άρθρο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αναφέρεται στις εναρμονισμένες πρακτικές στο πλαίσιο της ECEC, δεν αφορά τις εταιρίες αυτές. Συνεπώς, είναι πρόδηλον ότι το χωρίο της ΑΑ το οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες αυτές ουδόλως είναι ουσιώδες για την άμυνά τους.

260 Τρίτον, όσον αφορά τα έγγραφα που έχουν σχέση με παραβάσεις οι οποίες προσήφθησαν στην προσφεύγουσα που τα επικαλείται, υπογραμμίζεται ότι, αντιθέτως προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, η Επιτροπή εν προκειμένω, τόσο στην ΑΑ όσο και στην προσβαλλομένη απόφαση, στηρίχθηκε αποκλειστικά σε άμεσες έγγραφες αποδείξεις για να θεμελιώσει την ύπαρξη των διαφόρων παραβάσεων και τη συμμετοχή των διαφόρων αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως σε μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις αυτές. Για την εκτίμηση του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω του ότι οι προσφεύγουσες, όπως ισχυρίζονται, δεν είχαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, επαρκή πρόσβαση στην ΑΑ και στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, πρέπει να εκτιμηθεί κατ' αρχάς η αποδεικτική αξία αυτών των στοιχείων αποδείξεως και, στη συνέχεια, να εξετασθεί αν τα στοιχεία στα οποία οι προσφεύγουσες δεν είχαν πρόσβαση μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την έκδοση διαφορετικής αποφάσεως αν αυτές ήσαν σε θέση να επικαλεσθούν τα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 241 και 247 και, κατωτέρω, σκέψη 263).

261 Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την ουσία της υποθέσεως, καλείται, εν πάση περιπτώσει, να αποφανθεί επί των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει η Επιτροπή για να αποδείξει τις διάφορες παραβάσεις τις οποίες διαπιστώνει η προσβαλλομένη απόφαση, πρέπει, για λόγους οικονομίας της δίκης, να εκτιμήσει, στο πλαίσιο της εξετάσεως των σχετικών με την ουσία λόγων ακυρώσεως που αφορούν τις διαπιστωθείσες παραβάσεις, το βάσιμο των ισχυρισμών που ανέπτυξαν οι προσφεύγουσες βάσει εγγράφων που αφορούν άμεσα τις παραβάσεις αυτές. Εντούτοις, δεν θα γίνει εκτίμηση των τυπικών λόγων ακυρώσεως μαζί με την εκτίμηση των σχετικών με την ουσία λόγων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες. Στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, το Πρωτοδικείο θα προβεί στην εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή αποκλειστικώς και μόνο για να εκτιμήσει αν, υπό το πρίσμα των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία σε ορισμένο έγγραφο, το οποίο διατείνονται ότι ήταν απαλλακτικό υπέρ αυτών, έθιξε την άμυνά τους.

262 Συνεπώς, το Πρωτοδικείο επιφυλάσσεται ως προς την εξέταση των ισχυρισμών των προσφευγουσών σχετικά με τα έγγραφα τα οποία αφορούν άμεσα παραβάσεις διαπιστωθείσες κατ' αυτών με την προσβαλλομένη απόφαση.

263 Ωστόσο, επισημαίνεται ήδη ότι, σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή, τόσο στην ΑΑ όσο και στην προσβαλλομένη απόφαση, έχει στηριχθεί αποκλειστικώς σε άμεσες έγγραφες αποδείξεις των διαφόρων παραβάσεων και της συμμετοχής των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως σε μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες πρέπει να αποδείξουν ότι τα στοιχεία στα οποία δεν είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία αντικρούουν το περιεχόμενο των αποδείξεων αυτών ή, τουλάχιστον, τους προσδίδουν διαφορετική έννοια (βλ., στο πνεύμα αυτό, απόφαση T-37/91, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 142, σκέψη 63). Πράγματι, αποκλειστικώς και μόνον υπό τις συνθήκες αυτές θα μπορούσαν τα έγγραφα στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία να επηρεάσουν τις εκτιμήσεις της Επιτροπής ως προς τις έγγραφες αποδείξεις τις οποίες έλαβε υπόψη της στην προσβαλλομένη απόφαση.

264 Από τα ανωτέρω συνάγεται ήδη ότι, δεδομένου ότι οι παραβάσεις στοιχειοθετήθηκαν στην ΑΑ και στην προσβαλλομένη απόφαση βάσει εγγράφων αποδείξεων και όχι βάσει μιας παράλληλης συμπεριφοράς διαπιστωθείσας στην αγορά, ο ισχυρισμός που προέβαλαν ορισμένες προσφεύγουσες (CBR, Cembureau, FIC, Dyckerhoff, SFIC, Vicat, Aalborg, Unicem, Castle, Ηρακλής, Oficemen, Irish Cement, Τιτάν, Italcementi, Holderbank, Hornos Ibιricos, Aker, Euroc, Cementir και Blue Circle), κατά τον οποίο μπορούσαν να έχουν εκθέσει κατά τη διοικητική διαδικασία μια εναλλακτική, οικονομικής φύσεως εξήγηση της συμπεριφοράς των παραγωγών τσιμέντου στην αγορά βάσει εγγράφων στα οποία δεν είχαν πρόσβαση, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Πράγματι, υπό το πρίσμα του συστήματος αποδείξεων που ελήφθη υπόψη στην ΑΑ και στην προσβαλλομένη απόφαση, ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε καμία πιθανότητα να οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

265 Τέταρτον, πλείονες προσφεύγουσες παραπέμπουν σε έγγραφα που κατάρτισαν οι ίδιες ή έγγραφα των οποίων είχαν προδήλως γνώση κατά τη διοικητική διαδικασία. Για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω στη σκέψη 248, όλοι οι ισχυρισμοί που αναπτύσσουν οι προσφεύγουσες βάσει τέτοιων εγγράφων πρέπει να απορριφθούν.

266 Έτσι, η ENCI επικαλείται απόσπασμα ενός υποτιθεμένου σχεδίου πρακτικών συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της CBR (έγγραφο αριθ. 33.126/723) και ένα υποτιθέμενο επιχειρησιακό σχέδιο της CBR για τα έτη 1989-1991 (έγγραφα αριθ. 33.126/732 και 733). Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, το έγγραφο 33.126/723 είναι απόσπασμα του σχεδίου πρακτικών συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ENCI, το οποίο συνεδρίασε στις 22 Φεβρουαρίου 1989 στα γραφεία της CBR, εταιρίας ελέγχουσας την ENCI. Το παρατιθέμενο απόσπασμα περιλαμβάνει έκθεση του M. Platschorre, διευθύνοντος της ENCI. Εξάλλου, το συνημμένο στα πρακτικά επιχειρησιακό σχέδιο (έγγραφα αριθ. 33.126/732 και 733) αφορά τον όμιλο ENCI και δεν μπορεί να θεωρηθεί επιχειρησιακό σχέδιο της CBR. Συνεπώς, η ENCI είχε ήδη στη διάθεσή της τα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία και μπορούσε να αντλήσει ισχυρισμούς από αυτά αν φρονούσε ότι περιείχαν απαλλακτικά υπέρ αυτής στοιχεία. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς της. Για τους ίδιους λόγους, κάθε ισχυρισμός στηριζόμενος στην αλληλογραφία μεταξύ της Vicat και του P. Schuhmacher, προέδρου της Heidelberger (έγγραφα αριθ. 33.126/3594 έως 3597), τον οποίο επικαλέστηκε η Vicat πρέπει να απορριφθεί. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το έγγραφο του προέδρου της BDZ της 20ής Δεκεμβρίου 1985 (έγγραφο αριθ. 33.126/14762), το οποίο επικαλέστηκε η BDZ. H Ciments franηais αναφέρεται σε ένα έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 1983 απευθυνθέν από την BDZ στην τότε γαλλική ένωση, την SNFCC (έγγραφο αριθ. 33.126/14762). Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα έγγραφο αυτό απεστάλη στον πρόεδρο της SNFCC, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον R. Poitrat, πρόεδρο της Ciments franηais κατά τον χρόνο εκείνο. Εξάλλου, το έγγραφο εστάλη στην έδρα της Ciments franηais («p.a. Sociιtι des Ciments franηais»). Επιπλέον, ο πρόεδρος της Ciments franηais απάντησε στο έγγραφο αυτό (έγγραφο αριθ. 33.126/14763). Δεδομένου ότι το εν λόγω έγγραφο εστάλη στον πρόεδρο της Ciments franηais, η εταιρία αυτή δεν μπορεί να το επικαλείται σήμερα προς στήριξη ισχυρισμού περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς της κατά τη διοικητική διαδικασία, έστω και για την ενίσχυση επιχειρήματος το οποίο η Ciments franηais ισχυρίζεται ότι αντλεί από το περιεχόμενο άλλων εγγράφων. Όσον αφορά τα έγγραφα της 31ης Αυγούστου και της 1ης Σεπτεμβρίου 1987 που αντάλλαξαν η Secil και η Cimpor και την τηλεομοιοτυπία του Σεπτεμβρίου 1987 που απέστειλε η Cimpor στη Secil (έγγραφα αριθ. 33.233/1018 έως 1020 και 1031), τα οποία επικαλέστηκε η Secil, παρατηρείται ότι η εν λόγω προσφεύγουσα, η οποία είχε ήδη στη διάθεσή της τα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία, ωσαύτως δεν μπορεί να στηρίζεται στα έγγραφα αυτά προς επίκληση προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς της.

5. Γενικοί ισχυρισμοί που αφορούν την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διοικητική διαδικασία

267 Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο επιφυλάχθηκε ως προς την εκτίμηση των ισχυρισμών σχετικά με τα έγγραφα τα οποία αφορούν άμεσα διαπιστωθείσες παραβάσεις, πρέπει να εξετασθούν πρώτα οι λοιποί, γενικής φύσεως, ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν στα κατατεθέντα υπομνήματα.

268 Πρώτον, οι Cembureau, SFIC, Unicem, Valenciana, Asland, Τιτάν, Cementir και Blue Circle ισχυρίζονται ότι τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας δεν είναι ικανά να θεραπεύσουν το τυπικό ελάττωμα από το οποίο πάσχει η προσβαλλομένη απόφαση. Συγκεκριμένα, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας δεν μπορεί να θεραπευθεί κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 98, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 108). Οι Valenciana, Rugby, Asland, Cementir και Blue Circle προσθέτουν ότι, κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν, μεταξύ των εγγράφων στα οποία είχαν πρόσβαση κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, τα έγγραφα που μπορούσαν να αντικρούσουν τις εις βάρος τους κατηγορίες, πράγμα το οποίο προκάλεσε αναστροφή του βάρους αποδείξεως. H Asland παρατηρεί επίσης ότι, αν το Πρωτοδικείο δεν ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση, παρά το ουσιώδες τυπικό ελάττωμα από το οποίο πάσχει, θα επιτρέψει εμμέσως στην Επιτροπή να προσβάλει ατιμωρητί τα θεμελιώδη δικαιώματα που καθιερώνει το άρθρο 6 της ΕΣΑΔ.

269 Υπογραμμίζεται ότι τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997 ουδόλως σκοπούσαν στη θεραπεία ελαττώματος από το οποίο πάσχει η διοικητική διαδικασία. Σκοπός τους ήταν να παράσχουν στις 39 προσφεύγουσες που κατονομάζονται ανωτέρω στη σκέψη 124 τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι η διοικητική διαδικασία έπασχε τυπικό ελάττωμα, συνιστάμενο σε προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας λόγω του ότι δεν είχαν πρόσβαση, κατά τη διαδικασία αυτή, σε χωρία της ΑΑ και σε έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως περιέχοντα κατ' αυτές απαλλακτικά υπέρ αυτών στοιχεία. Εντούτοις, ο εντοπισμός των στοιχείων αυτών συνεπαγόταν οπωσδήποτε ότι οι ενδιαφερόμενες προσφεύγουσες έπρεπε να είναι σε θέση να λάβουν γνώση, κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, των χωρίων της ΑΑ και των εγγράφων του φακέλου έρευνας της υποθέσεως στα οποία δεν είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία.

270 Εξάλλου, δεν μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι υπήρξε αναστροφή του βάρους αποδείξεως. Πράγματι, σύμφωνα με τις νομολογιακώς συναχθείσες αρχές (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1994, T-43/92, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II-441, σκέψη 79, και της 14ης Μαου 1998, T-337/94, Enso-Gutzeit Oy κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1571, σκέψεις 87 και 151 έως 153· αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C-49/92 P, Επιτροπή κατά Anic, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 86, Hόls κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 155, σκέψη 154, και C-235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 179), η Επιτροπή θεμελίωσε στην ΑΑ και στην προσβαλλομένη απόφαση, βάσει αμέσων εγγράφων αποδείξεων - η αποδεικτική αξία των οποίων θα πρέπει να εξετασθεί αργότερα -, τις διάφορες παραβάσεις τις οποίες διαπιστώνει η προσβαλλομένη απόφαση και τη συμμετοχή των προσφευγουσών σε μία ή περισότερες από αυτές. Τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας όχι μόνο δεν ανέστρεψαν το βάρος αποδείξεως, αλλά παρέσχαν στις ενδιαφερόμενες προσφεύγουσες τη δυνατότητα να επικαλεσθούν χωρία της ΑΑ και έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως στα οποία δεν είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία και τα οποία θα μπορούσαν να αντικρούσουν ή να προσδώσουν διαφορετική έννοια (βλ., ανωτέρω, σκέψη 263) στις άμεσες έγγραφες αποδείξεις στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή για να διαπιστώσει τις προπαρατεθείσες παραβάσεις και/ή για να αποδείξει τη συμμετοχή των προσφευγουσών σε μία ή περισσότερες από αυτές, προκειμένου να αποδείξουν ότι υπήρχε μία πιθανότητα - έστω και περιορισμένη - να καταλήξει η διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση στα στοιχεία αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία.

271 Δεύτερον, οι Valenciana, Asland, Uniland, Oficemen και Hornos Ibιricos καταγγέλλουν την έλλειψη ενός καταλόγου εμφαίνοντος το περιεχόμενο των εγγράφων που απαρτίζουν τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως. Ισχυρίζονται ότι η έλλειψη του καταλόγου αυτού τις εμπόδισε να εντοπίσουν, με κάποια στοιχειώδη βεβαιότητα, το περιεχόμενο των εγγράφων που τίθενται στη διάθεσή τους και, κατά συνέπεια, να εξετάσουν εμπεριστατωμένα τα έγγραφα που μπορούσαν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την άμυνά τους. Οι προσφεύγουσες αυτές υπογραμμίζουν ότι η στάση της Επιτροπής διαφοροποιείται αισθητώς ως προς το ζήτημα αυτό, σε σχέση με τη στάση των αρμόδιων για θέματα ανταγωνισμού ισπανικών αρχών.

272 Υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν στη διάθεσή τους ούτε κατά τη διοικητική ούτε κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία κατάλογο εμφαίνοντα το περιεχόμενο των εγγράφων που απαρτίζουν τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως. Ο μόνος κατάλογος που είχαν στη διάθεσή τους είναι αυτός που διαβιβάσθηκε στους αποδέκτες της ΑΑ που συμβουλεύθηκαν τον φάκελο κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5).

273 Κατά τη διοικητική διαδικασία, ένας κατάλογος στον οποίο επισημαίνεται το περιεχόμενο των εγγράφων του φακέλου αποτελεί, για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, μέσο για τον καθορισμό του ποια από τα έγγραφα η πρόσβαση στα οποία χαρακτηρίστηκε ως μη επιτρεπόμενη μπορούσαν να είναι ουσιώδη για την άμυνά τους (προπαρατεθείσες στη σκέψη 106 αποφάσεις Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, σκέψεις 93 και 94, και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής, σκέψεις 103 και 104). Επομένως, σκοπός ενός τέτοιου καταλόγου είναι να παράσχει στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε διαδικασία προς διαπίστωση παραβάσεως τη δυνατότητα να εκτιμήσουν αν συντρέχει λόγος να αξιώσουν πρόσβαση σε έγγραφα η πρόσβαση στα οποία χαρακτηρίστηκε ως μη επιτρεπόμενη, παρά τον χαρακτηρισμό αυτό.

274 Επομένως, το γεγονός καθαυτό ότι η Επιτροπή δεν κατάρτισε κατάλογο περιγράφοντα κάθε έγγραφο του φακέλου δεν μπορεί να αποτελέσει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Πράγματι, μόνον τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται ο κατάλογος (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5), και όχι ο ίδιος ο κατάλογος, μπορούν να περιέχουν στοιχεία χρήσιμα για την άμυνα μιας επιχειρήσεως ή μιας ενώσεως επιχειρήσεων.

275 Συνεπώς, ο ισχυρισμός των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί, καθόσον αφορά τη διοικητική διαδικασία. Καθόσον ο ισχυρισμός αυτός βάλλει κατά της ελλείψεως ενός καταλόγου κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, εξετάσθηκε ήδη ανωτέρω στις σκέψεις 225 έως 227.

276 Τρίτον, οι Rugby, Castle, Aker και Euroc διαπιστώνουν ότι ορισμένα έγγραφα, η πρόσβαση στα οποία είχε χαρακτηρισθεί ως επιτρεπόμενη στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5), δεν υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95).

277 Εντούτοις, οι εν λόγω προσφεύγουσες ήσαν σε θέση να διαπιστώσουν, συγκρίνοντας τους αριθμούς των εγγράφων που υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95) με τους αριθμούς των εγγράφων στα οποία, σύμφωνα με τον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5), επιτρεπόταν η πρόσβαση, ότι ορισμένα έγγραφα στα οποία επιτρεπόταν η πρόσβαση δεν υπήρχαν στο εν λόγω κιβώτιο. Οι προσφεύγουσες μπορούσαν να προβούν στη διαπίστωση αυτή ωσαύτως βάσει της συγκρίσεως του όγκου των εγγράφων στα οποία, σύμφωνα με τον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5), επιτρεπόταν η πρόσβαση και των περιεχομένων στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95). Τίποτε δεν εμπόδιζε τις προσφεύγουσες, κατά το χρονικό σημείο εκείνο, να ζητήσουν πρόσβαση στα μη περιεχόμενα στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95) έγγραφα στα οποία επιτρεπόταν η πρόσβαση. Επομένως, το γεγονός ότι ορισμένα έγγραφα η πρόσβαση στα οποία χαρακτηρίσθηκε ως επιτρεπόμενη στον κατάλογο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 5) δεν υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95) δεν μπορούσε να θίξει την άμυνα των προσφευγουσών.

278 Τέταρτον, οι Vicat, Ciments franηais, Lafarge, Rugby, Castle, Aker, Euroc και Cementir επικρίνουν το ότι η Επιτροπή αντέταξε το απόρρητο ορισμένων εγγράφων κατά την πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Η Ciments franηais εξηγεί ότι η Επιτροπή αντέταξε καταχρηστικώς το απόρρητο αυτό για να της απαγορεύσει την πρόσβαση σε έγγραφα το περιεχόμενο των οποίων αφορούσε θέματα που είχαν εξετασθεί με την ΑΑ ή προφανώς ήταν γνωστό. Η Vicat, η Ciments franηais και η Lafarge επισημαίνουν ότι η πρόσβαση στα ίδια έγγραφα χαρακτηρίσθηκε ως μη επιτρεπόμενη, όταν τα έγγραφα αυτά έφεραν τους αριθμούς 33.126/11040 έως 11045, και επιτρεπόμενη, όταν τα έγγραφα αυτά έφεραν τους αριθμούς 33.126/18857 έως 18862. Η Ciments franηais προσθέτει ότι η πρόσβαση στα ίδια αυτά έγγραφα χαρακτηρίσθηκε και πάλι ως μη επιτρεπόμενη, όταν αυτά έφεραν τους αριθμούς 33.126/16150 έως 16155 και 16509 έως 16514, και ότι τα έγγραφα η πρόσβαση στα οποία χαρακτηρίσθηκε ως μη επιτρεπόμενη, όταν έφεραν τους αριθμούς 33.126/14361 και 14362, χαρακτηρίσθηκε ως επιτρεπόμενη, όταν έφεραν τους αριθμούς 33.126/10997 έως 10998. Η Lafarge παραπέμπει επίσης στα έγγραφα αριθ. 33.126/2720, 2721, 2850, 2851 και 3245 έως 3248. Οι Rugby, Castle, Aker, Euroc και Cementir βάλλουν επίσης κατά της ασυνέπειας της μεθόδου της Επιτροπής, η οποία χαρακτήρισε την πρόσβαση στο ίδιο έγγραφο τη μια φορά ως «μη επιτρεπόμενη» και την άλλη φορά ως «επιτρεπόμενη».

279 Παρατηρείται ότι οι επικρίσεις αυτές είναι λυσιτελείς μόνον κατά το μέτρο που επιτρέπουν να αποδειχθεί ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας. Ο ισχυρισμός της Ciments franηais ότι η Επιτροπή αντέταξε καταχρηστικώς το απόρρητο για να της απαγορεύσει την πρόσβαση σε διάφορα έγγραφα αποδεικνύει αποκλειστικώς και μόνον ότι η πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως δεν ήταν η προσήκουσα, διαπίστωση στην οποία έχει ήδη προβεί το Πρωτοδικείο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 152). Ωστόσο, η Ciments franηais δεν εξηγεί ως προς τι το γεγονός αυτό έθιξε τα δικαιώματα άμυνάς της κατά τη διοικητική διαδικασία. Εξάλλου, ενώ το Πρωτοδικείο παρέσχε στις ενδιαφερόμενες προσφεύγουσες τη δυνατότητα να συμβουλευθούν το σύνολο των εγγράφων του φακέλου έρευνας της υποθέσεως κατόπιν των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996 και της 18ης και 19ης Ιουνίου 1997, οι προσφεύγουσες δεν εξήγησαν ως προς τι έθιξε τα δικαιώματά τους άμυνας εν προκειμένω ο διπλός χαρακτηρισμός των εγγράφων για τα οποία γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη. Κατά συνέπεια, οι επικρίσεις ως προς την υποτιθέμενη κατάχρηση του απορρήτου κατά τη διοικητική διαδικασία πρέπει να θεωρηθούν αλυσιτελείς.

6. Συμπεράσματα

280 Το Πρωτοδικείο έχει επιφυλαχθεί ως προς την εξέταση των ισχυρισμών των 39 προσφευγουσών που κατονομάζονται ανωτέρω στη σκέψη 124 σχετικά με τα έγγραφα τα οποία αφορούν άμεσα παραβάσεις διαπιστωθείσες κατ' αυτών με την προσβαλλομένη απόφαση. Τα λοιπά επιχειρήματα που επικαλούνται οι προσφεύγουσες αυτές προς στήριξη του ισχυρισμού τους περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε να τους παράσχει πρόσβαση σε έγγραφα του φακέλου έρευνας της υποθέσεως και σε μέρη της ΑΑ τα οποία κατ' αυτές περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία, πρέπει να απορριφθούν.

Δ - Επί της χρήσεως, στην προσβαλλομένη απόφαση, επιβαρυντικών εγγράφων μη γνωστοποιηθέντων στις προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία ή μη επισημανθέντων στην ΑΑ

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

281 Η Hornos Ibιricos (T-69/95) υποστηρίζει ότι δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει τα νέα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση. Δεν μπόρεσε να λάβει θέση επί αυτών των αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διοικητική διαδικασία, κατά το μέτρο που η Επιτροπή τροποποίησε, στην προσβαλλομένη απόφαση, τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο αναφοράς στα αποδεικτικά στοιχεία.

282 Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, στα μέρη της ΑΑ που αφορούν τη συμφωνία Cembureau και την EPC (κεφάλαια 1, 2, 10 και 12), τα οποία είναι τα μόνα μέρη της ΑΑ που αναφέρονται σε αιτιάσεις κατά της Hornos Ibιricos τις οποίες δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση (άρθρα 1 και 6), τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία διακρίνονται με τη μνεία της φύσεως των εγγράφων (πρακτικά συνεδριάσεως, εσωτερικό σημείωμα, επιστολή, τηλετύπημα κ.λπ.), της ημερομηνίας τους και/ή της προελεύσεώς τους. Στην προσβαλλομένη απόφαση, τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για τη στοιχειοθέτηση των διαφόρων παραβάσεων διακρίνονται κατά τον ίδιο τρόπο. Η μόνη τροποποίηση σε σχέση με την ΑΑ αφορά το ότι η προσβαλλομένη απόφαση αναφέρει επιπλέον, για κάθε έγγραφο, έναν αριθμό που αντιστοιχεί στην αρίθμηση των σελίδων που λαμβάνει το έγγραφο αυτό στους φακέλους 33.126 και 33.322. Η απλή προσθήκη ενός αριθμού σε κάθε έγγραφο το οποίο αναφέρει η προσβαλλομένη απόφαση δεν μπορεί να εμπόδισε την Hornos Ibιricos να εντοπίσει τα ενδεχόμενα νέα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων δεν είχε ίσως τη δυνατότητα να λάβει θέση κατά τη διοικητική διαδικασία. Αντιθέτως, δεδομένου ότι όλα τα έγγραφα που υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95), τα οποία ακολουθούσαν τη σειρά της ΑΑ, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο στο οποίο είχε πρόσβαση η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, έφεραν έναν αριθμό ο οποίος αντιστοιχούσε στην αρίθμηση των σελίδων τους στους φακέλους 33.126 ή 33.322, η προσθήκη της αριθμήσεως αυτής για κάθε έγγραφο χρησιμοποιηθέν στην προσβαλλομένη απόφαση διευκόλυνε οπωσδήποτε το έργο της προσφεύγουσας αυτής κατά τον χρόνο καταρτίσεως του δικογράφου της προσφυγής, οσάκις επρόκειτο για τον εντοπισμό των ενδεχομένων νέων αποδεικτικών στοιχείων.

283 Οι VNC (T-32/95), SFIC (T-36/95), Ciments franηais (T-39/95), Heidelberger (T-42/95), Lafarge (T-43/95), Aalborg (T-44/95), Unicem (T-50/95), Castle (T-56/95), Uniland (T-58/95), Oficemen (T-59/95), Cimpor (T-61/95), Secil (T-62/95), Italcementi (T-65/95), Holderbank (T-68/95), Aker (T-70/95), Euroc (T-71/95) και Blue Circle (T-88/95) θεωρούν ότι κατά τη διοικητική διαδικασία δεν είχαν πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, τα οποία προσδιορίζουν με τα δικόγραφα των προσφυγών τους και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν εις βάρος τους στην προσβαλλομένη απόφαση. Φρονούν ότι, για τον λόγο αυτό, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί ως προς αυτές.

284 Επί του ζητήματος αυτού, υπογραμμίζεται ότι ένα έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί επιβαρυντικό έναντι ενός προσφεύγοντος παρά μόνον αν η Επιτροπή το χρησιμοποίησε προς στήριξη της διαπιστώσεως μιας παραβάσεως στην οποία μετέσχε ο προσφεύγων. Δεν αρκεί να αποδείξει ο προσφεύγων ότι δεν μπόρεσε να λάβει θέση κατά τη διοικητική διαδικασία επί εγγράφου χρησιμοποιηθέντος σε οποιοδήποτε σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Για να γίνει δεκτός ο υπό εξέταση ισχυρισμός, πρέπει, συγκεκριμένα, να αποδείξει η προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε, στην προσβαλλομένη απόφαση, ένα νέο αποδεικτικό στοιχείο για να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως στην οποία μετέσχε η προσφεύγουσα.

285 Για τους σκοπούς της παρούσας αναλύσεως και πριν αντληθούν τα συμπεράσματά της (6), θα διακριθούν τέσσερις κατηγορίες εγγράφων: έγγραφα τα οποία δεν παραθέτει ούτε αναφέρει η προσβαλλομένη απόφαση (2)· έγγραφα τα οποία, μολονότι τα αναφέρει η προσβαλλομένη απόφαση για την περιγραφή ενός γεγονότος ή μιας συμπεριφοράς, δεν χρησίμευσαν για τη διαπίστωση παραβάσεως με την προσβαλλομένη απόφαση (3)· έγγραφα τα οποία, μολονότι στηρίζουν τη διαπίστωση μιας παραβάσεως με την προσβαλλομένη απόφαση, δεν αφορούν παραβάσεις καταλογιζόμενες στις προσφεύγουσες που επικαλούνται τα εν λόγω έγγραφα (4)· έγγραφα χρησιμοποιηθέντα στην προσβαλλομένη απόφαση στο πλαίσιο παραβάσεως προσαπτομένης στην προσφεύγουσα που τα επικαλείται (5).

2. Έγγραφα τα οποία δεν παραθέτει ούτε αναφέρει η προσβαλλομένη απόφαση

286 Η Oficemen καταγγέλλει το γεγονός ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα έγγραφα αριθ. 33.322/1582 έως 1588 ως νέα αποδεικτικά στοιχεία. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν παραθέτει ούτε αναφέρει τα έγγραφα αυτά. Το ίδιο ισχύει για τα έγγραφα αριθ. 33.322/59, 71 έως 78, 80 έως 83, 86, 87, 91, 94, 169, 171, 178 έως 180, 1226 έως 1234, 1312, 1313, 1315, 1523 έως 1527, 1531, 1636 έως 1796, 1819 και 2952 έως 2956 και τα έγγραφα αριθ. 33.126/11507 έως 11516, 11494 έως 11504, 13077 έως 13129, 13132 έως 13177, 19393 έως 19401 και 19878 έως 19901, στα οποία παραπέμπουν η Cimpor και η Secil, και για το έγγραφο αριθ. 33.126/18951, το οποίο επικαλέσθηκε η Italcementi. Ωσαύτως, η προσβαλλομένη απόφαση δεν αναφέρει το οργανόγραμμα της Cembureau, ενώ η Unicem ισχυρίζεται ότι το αναφέρει η παράγραφος 15, σημείο 4, της αποφάσεως αυτής.

287 Διαπιστώνεται ότι κανένα από τα προεκτεθέντα στοιχεία δεν χρησιμοποιήθηκε ως επιβαρυντικό στοιχείο στην προσβαλλομένη απόφαση. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

3. Έγγραφα τα οποία αναφέρει η προσβαλλομένη απόφαση για την περιγραφή ενός γεγονότος ή μιας συμπεριφοράς, αλλά τα οποία δεν χρησίμευσαν για τη διαπίστωση παραβάσεως

288 Οι SFIC, Lafarge, Aalborg, Uniland, Oficemen, Italcementi, Holderbank και Blue Circle επικαλούνται, με το δικόγραφο της προσφυγής τους, έγγραφα τα οποία ανέφερε η προσβαλλομένη απόφαση για την περιγραφή ενός γεγονότος ή μιας συμπεριφοράς, αλλά τα οποία δεν χρησίμευσαν για τη διαπίστωση παραβάσεως. Ωστόσο, τα έγγραφα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιβαρυντικά στοιχεία.

289 Η Blue Circle προσάπτει στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε, στην παράγραφο 9, σημείο 6, της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε συγκριτικό πίνακα των τιμών του τσιμέντου σε διάφορα κράτη, ο οποίος δεν της γνωστοποιήθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία. Η Επιτροπή έλαβε προφανώς γνώση του πίνακα αυτού από την ιταλική βιομηχανία τσιμέντου κατά την ακρόαση της 2ας Μαρτίου 1993, στην οποία δεν θέλησε να μετάσχει η Blue Circle (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 3, σημείο 2). Η Επιτροπή επικαλείται τον πίνακα αυτό, στην παράγραφο 9, σημείο 6, της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποκλειστικώς και μόνον ως παράδειγμα των διαφορών στο κόστος παραγωγής και, επομένως, στις τιμές μεταξύ των διαφόρων χωρών μελών της Cembureau. Συνεπώς, ο εν λόγω πίνακας δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο το οποίο επικαλέσθηκε η Επιτροπή για να αποδείξει κάποια από τις παραβάσεις που διαπιστώνει με την προσβαλλομένη απόφαση.

290 Εξάλλου, η Blue Circle προσάπτει στην Επιτροπή ότι στην ΑΑ δεν ανέφερε τα έγγραφα αριθ. 33.126/6042 και 6043 (εσωτερικό σημείωμα της Vicat της 1ης Σεπτεμβρίου 1982· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 11, σημείο 4). Η Italcementi παραπέμπει σε όλα τα έγγραφα τα οποία αναφέρει η παράγραφος 11, σημείο 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, παρατηρείται ότι τα έγγραφα που παρατίθενται στο σημείο εκείνο της προσβαλλομένης αποφάσεως αποδεικνύουν ότι ορισμένοι Ευρωπαίοι παραγωγοί τσιμέντου ήσαν σε θέση να πωλήσουν τσιμέντο σε απόσταση άνω των 200 χιλιομέτρων από την εγκατάστασή τους. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε τα έγγραφα αυτά για να διαπιστώσει κάποια παράβαση την οποία αφορά το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.

291 H Aalborg και η Blue Circle παραπέμπουν στα έγγραφα αριθ. 33.126/296 έως 298, 2388 έως 2405, 9434 έως 9450 και 11725 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 23, σκέψεις 3 και 5), τα οποία αφορούν τη σύμπραξη μεταξύ Βέλγων, Ολλανδών και Γερμανών παραγωγών. Ωστόσο, η προσβαλλομένη απόφαση δεν επιβάλλει εν τέλει κύρωση για τη σύμπραξη αυτή. Όσον αφορά τη συμφωνία μεταξύ Ελληνικής Κυβερνήσεως και Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, την οποία αναφέρει το έγγραφο αριθ. 33.126/2907 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 13), την οποία επίσης επικαλέστηκαν η Aalborg και η Blue Circle, ούτε αυτή αποτελεί αιτίαση για την οποία επιβάλλει κυρώσεις η προσβαλλομένη απόφαση.

292 Εξάλλου, η Blue Circle προσάπτει στην Επιτροπή ότι στην ΑΑ δεν αναφέρει τα έγγραφα αριθ. 33.126/11617 έως 11633 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 17, σημείο 3), στα οποία στηρίχθηκε ωστόσο στο πλαίσιο της παραγράφου 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία φέρει τον τίτλο «Οι συζητήσεις για τον "θεμιτό ή υγιή ή ορθό" ανταγωνισμό». Ωστόσο, δεδομένου ότι οι συζητήσεις για τον «θεμιτό ή υγιή ή ορθό» ανταγωνισμό δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής αιτιάσεως στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα έγγραφα των οποίων γίνεται επίκληση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιβαρυντικά στοιχεία, έναντι των οποίων οι προσφεύγουσες έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να αμυνθούν κατά τη διοικητική διαδικασία.

293 Η Blue Circle αναφέρει επίσης τα έγγραφα αριθ. 33.126/11523 και 11524. Πρόκειται για μια αίτηση προσκομίσεως εγγράφων την οποία απηύθυνε η Επιτροπή στην Cembureau (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 18, σημείο 4). Ωστόσο, μια τέτοια αίτηση προφανώς δεν αποτελεί στοιχείο εις βάρος οποιουδήποτε προσφεύγοντος. Μόνον η απάντηση στην αίτηση αυτή, δηλαδή το έγγραφο αριθ. 33.126/11525, αξιοποιήθηκε ως επιβαρυντικό στοιχείο στην προσβαλλομένη απόφαση (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 18, σημείο 4).

294 Τα έγγραφα αριθ. 33.126/19210 έως 19217 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 27, σημείο 2), τα οποία επίσης επικαλέστηκε η Blue Circle και τα οποία αντιστοιχούν στη σύμβαση που συνήφθη στις 30 Απριλίου 1986 μεταξύ της Calcestruzzi και της Τιτάν, δεν αξιοποιήθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση προς στήριξη οποιασδήποτε παραβάσεως.

295 Το ίδιο ισχύει για το έγγραφο 33.126/4365 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 35, σημείο 5), το οποίο επικαλείται και πάλι η Blue Circle και το οποίο αντιστοιχεί σε έναν κατάλογο για την επαλήθευση των εγγράφων που βρέθηκαν στο γραφείο του εμπορικού διευθυντή της Ciments franηais.

296 H Lafarge καταγγέλλει τη χρησιμοποίηση, προς στήριξη της διαπιστώσεως μιας «παραβάσεως», εγγράφων του φακέλου του γερμανικού Bundeskartellamt σχετικά με μια απόφαση της υπηρεσίας αυτής της 12ης Σεπτεμβρίου 1988. Συναφώς, παραπέμπει στα έγγραφα αριθ. 33.126/20384 έως 20394, 20416, 20417, 20418 έως 20443, 20481, 20492 έως 20495 και 20497 έως 20499. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, η Lafarge διευκρίνισε ότι η εν λόγω παράβαση ήταν η σύμπραξη στην αγορά τσιμέντου της νοτιοδυτικής Γερμανίας, την οποία αφορούν τα κεφάλαια της ΑΑ που ασχολούνται με τη γερμανική αγορά (κεφάλαια 6 και 16). Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας αυτής πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, η προσβαλλομένη απόφαση δεν αφορά την αγορά του τσιμέντου της νοτιοδυτικής Γερμανίας και η Επιτροπή ουδέποτε προσήψε στη Lafarge ότι μετέσχε στη σύμπραξη αυτή. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι επικρίσεις της Lafarge αφορούν την εκ μέρους της Επιτροπής χρησιμοποίηση των εγγράφων του φακέλου του γερμανικού Bundeskartellamt σχετικά με μια απόφαση της υπηρεσίας αυτής της 12ης Σεπτεμβρίου 1988, στο πλαίσιο της στοιχειοθετήσεως της παραβάσεως την οποία διαπιστώνει το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αα, της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή της συμπράξεως μεταξύ Γάλλων και Γερμανών παραγωγών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση του Bundeskartellamt της 12ης Σεπτεμβρίου 1988 και τα έγγραφα που αφορούν την απόφαση αυτή δεν χρησιμοποιήθηκαν στην ΑΑ και στην προσβαλλομένη απόφαση προς απόδειξη της υπάρξεως της γαλλογερμανικής συμπράξεως και/ή της συμμετοχής της Lafarge σ' αυτήν. Η Επιτροπή παραθέτει τα έγγραφα αυτά αποκλειστικώς και μόνο για να αποδείξει ότι η Lafarge ενδιαφερόταν για την αγορά του τσιμέντου της νοτιοδυτικής Γερμανίας λόγω της ιδιαίτερης θέσεως της θυγατρικής της Wφssingen στην αγορά αυτή (ΑΑ, κεφάλαιο 2, παράγραφος 12· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 22, σημείο 11· βλ., κατωτέρω, σκέψη 2380). Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν τίθεται θέμα προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της Lafarge.

297 Τέλος, η SFIC καταγγέλλει τη χρησιμοποίηση στην προσβαλλομένη απόφαση δηλώσεων της Ciments franηais κατά την ακρόαση (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 22, σημείο 15) ως νέων αποδεικτικών μέσων. Πρόκειται περί εξηγήσεως την οποία προέβαλε η Ciments franηais κατά τη διάρκεια των ακροάσεων, εξήγηση κατά την οποία η εξέλιξη της διαφοράς των παραδόσεων μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας μετά το 1986 δεν μπορούσε να συσχετισθεί με την ύπαρξη μιας υποτιθέμενης συμπράξεως μεταξύ Γάλλων και Γερμανών παραγωγών. Ωστόσο, η Επιτροπή απέρριψε την εξήγηση αυτή με την προσβαλλομένη απόφαση (παράγραφος 22, σημείο 15) και, ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ της δέσμης εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων στα οποία βασίστηκε η Επιτροπή, στην παράγραφο 22, σημεία 1 έως 12, για τη στοιχειοθέτηση της υπάρξεως των διαφόρων παραβάσεων που απορρέουν από τη γαλλογερμανική σύμπραξη. Επομένως, οι δηλώσεις της Ciments franηais που εκτίθενται στην παράγραφο 22, σημείο 15, της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία.

298 Οι Aalborg, Uniland, Oficemen, Italcementi, Holderbank και Blue Circle επικαλούνται τα έγγραφα αριθ. 33.126/19009 και 19010 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 25, σημείο 43). Πρόκειται περί των πρακτικών της συναντήσεως της 6ης Νοεμβρίου 1986 μεταξύ των εκπροσώπων της ευρωπαϋκής βιομηχανίας τσιμέντου και του P. Sutherland, του αρμόδιου για την πολιτική ανταγωνισμού μέλους της Επιτροπής, με θέμα το «ελληνικό πρόβλημα». Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι το έγγραφο αυτό αφορά τα τότε μέτρα ασκήσεως πιέσεων ως προς το ζήτημα αυτό, τα οποία όμως ουδόλως επέκρινε η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση (βλ. υποσημείωση 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, το εν λόγω έγγραφο δεν αποτέλεσε επιβαρυντικό στοιχείο. Ομοίως, δεν αποτέλεσαν επιβαρυντικά στοιχεία τα έγγραφα αριθ. 33.126/18844 και 18845 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 25, σημείο 19), τα οποία επίσης επικαλέστηκε η Blue Circle, δεδομένου ότι αφορούν επίσης τα μέτρα ασκήσεως πιέσεων ως προς το «ελληνικό πρόβλημα».

299 Η Aalborg και η Blue Circle αναφέρονται επίσης στο έγγραφο αριθ. 33.126/22289 a, το οποίο παρατίθεται με τον αριθμό 33126/22289 bis στην παράγραφο 30, σημείο 6, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρόκειται για έγγραφο της 31ης Δεκεμβρίου 1992, με το οποίο ο Α. Gac πληροφόρησε την Επιτροπή για την διάλυση της European Cement Manufacturers Export Committee (στο εξής: ECMEC) από την 1η Ιανουαρίου 1993. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε το έγγραφο αυτό προς στήριξη καμιάς από τις παραβάσεις για τις οποίες επιβάλλει κύρωση η προσβαλλομένη απόφαση.

300 Οι ίδιες προσφεύγουσες επικαλούνται στη συνέχεια το τηλετύπημα της Holderbank της 13ης Αυγούστου 1986, μνεία του οποίου γίνεται στην παράγραφο 25, σημείο 20, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το τηλετύπημα αναφέρει τη μελέτη της Blue Circle σχετικά με τη δυνατότητα επενδύσεως στην επιχείρηση Ξαλκίς (έγγραφο αριθ. 33.126/18846). Η Επιτροπή όμως δεν χρησιμοποίησε ούτε το έγγραφο αυτό προς στήριξη της υπάρξεως οποιασδήποτε από τις παραβάσεις για τις οποίες επιβάλλει κυρώσεις η προσβαλλομένη απόφαση. Συνεπώς, δεν αποτελεί επιβαρυντικό στοιχείο.

301 Η Oficemen παραπονείται ότι δεν είχε πρόσβαση στα έγγραφα αριθ. 33.126/11260 έως 11267, 11269 και 11270 κατά τη διοικητική διαδικασία. Διαπιστώνεται ότι τα έγγραφα αυτά αντιστοιχούν στο μισθωτήριο μεταξύ της Blue Circle και της ECMEC, στο οποίο αναφέρεται η προσβαλλομένη απόφαση για να εξηγήσει ένα μη αμφισβητούμενο πραγματικό περιστατικό, δηλαδή ότι έδρα της ECMEC υπήρξαν τα γραφεία της Blue Circle (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 30, σημείο 4). Πάντως, η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε τα εν λόγω έγγραφα ως επιβαρυντικό στοιχείο στην προσβαλλομένη απόφαση. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά δεν ελήφθησαν υπόψη για να χαρακτηρισθούν ως παραβάσεις η συμπεριφορά στο πλαίσιο της ECEC και η συμπεριφορά στο πλαίσιο της EPC (άρθρα 5 και 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

302 Τέλος, η Blue Circle παραπέμπει σε έγγραφα που αφορούν τις δραστηριότητες της EPC τις οποίες αναφέρουν οι υποσημειώσεις 183 και 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά στα οποία δεν στηρίχθηκε η Επιτροπή για τη διαπίστωση της παραβάσεως την οποία διαλαμβάνει το άρθρο 6, ούτε για τη διαπίστωση της συμμετοχής της Blue Circle ή οποιασδήποτε άλλης προσφεύγουσας στην παράβαση αυτή. Πρόκειται για τα έγγραφα αριθ. 33.126/11421 έως 11430, 12762 έως 12770, 12788 έως 12799, 12805 έως 12807, 12815, 12817 έως 12832, 12967 έως 13050, 14062 έως 14085, 14094 έως 14097, 14148 έως 14154, 18169 έως 18172, 18179, 18180 και 18188 έως 18191, τα οποία αναφέρει η υποσημείωση 183 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 37, σημείο 5), και για τα έγγραφα αριθ. 33.126/12732 έως 12734, 12761, 12808 έως 12814, 12864 έως 12874, 12876 έως 12904, 12915 έως 12966, 13854 έως 14021, 14027 έως 14029, 14043 έως 14061, 14086 έως 14092, 14098 έως 14147, 14155 έως 14169, 14175 έως 14180, 14186 έως 14229, 14237 έως 14243 και 14270 έως 14284, τα οποία παρατίθενται στην υποσημείωση 184 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 37, σημείο 6). Συνεπώς, ούτε τα έγγραφα αυτά αποτελούν επιβαρυντικά έγγραφα τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση.

303 Απ' όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι κανένα από τα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στο παρόν κεφάλαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβαρυντικό έγγραφο το οποίο χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση. Συνεπώς, οι SFIC, Lafarge, Aalborg, Uniland, Oficemen, Italcementi, Holderbank και Blue Circle δεν μπορούν να αναφέρονται στο τάδε ή στο δείνα από τα έγγραφα αυτά για να αποδείξουν ότι η Επιτροπή δεν τους παρέσχε τη δυνατότητα, κατά τη διοικητική διαδικασία, να εκφέρουν γνώμη επί ορισμένων επιβαρυντικών εγγράφων τα οποία λαμβάνει υπόψη η προσβαλλομένη απόφαση.

4. Έγγραφα τα οποία στηρίζουν τη διαπίστωση μιας παραβάσεως με την προσβαλλομένη απόφαση, αλλά δεν αφορούν παραβάσεις προσαπτόμενες στις προσφεύγουσες που επικαλούνται τα εν λόγω έγγραφα

304 Οι SFIC, Ciments franηais, Aalborg, Uniland, Oficemen, Holderbank, Aker, Euroc και Blue Circle αναφέρονται, με τα δικόγραφα των προσφυγών τους, σε έγγραφα τα οποία, μολονότι στηρίζουν τη διαπίστωση μιας παραβάσεως με την προσβαλλομένη απόφαση, δεν αφορούν παραβάσεις προσαπτόμενες στις προσφεύγουσες που επικαλούνται τα εν λόγω έγγραφα. Δεδομένου ότι πρόκειται περί εγγράφων τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση εις βάρος των ενδιαφερομένων προσφευγουσών, οι προσφεύγουσες αυτές δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας λόγω του ότι δεν μπόρεσαν να λάβουν θέση επί των εγγράφων αυτών κατά τη διοικητική διαδικασία.

305 Έτσι, η Aker και η Euroc ισχυρίζονται ότι δεν είχαν πρόσβαση σε σειρά εγγράφων σχετικών με τις ανταλλαγές πληροφοριών επί των τιμών, ειδικότερα δε στα έγγραφα αριθ. 33.126/15065 έως 15305 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 16, σημεία 8 έως 22). Η Blue Circle προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν ανέφερε στην ΑΑ το έγγραφο αριθ. 33.126/11592 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 16, σημείο 3), το οποίο αφορά τις μεμονωμένες ανταλλαγές πληροφοριών, και τα έγγραφα αριθ. 33.126/15066, 15099 έως 15102, 15104 έως 15107, 15109, 15111, 15112, 15115 έως 15122, 15126, 15127, 15129 έως 15167 και 15170 έως 15305 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 16, σημεία 8 έως 21), τα οποία αφορούν τις περιοδικές ανταλλαγές πληροφοριών. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι οι παραβάσεις που συνίστανται στις ανταλλαγές πληροφοριών επί των τιμών (προσβαλλομένη απόφαση, άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2) δεν προσήφθησαν στις προσφεύγουσες αυτές. Επομένως, τα σχετικά με τις εν λόγω αιτιάσεις έγγραφα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επιβαρυντικά στοιχεία καθόσον τις αφορά.

306 Ομοίως, τα έγγραφα αριθ. 33.322/1410 έως 1412 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 21, σημείο 5), τα οποία επικαλέστηκε η Ciments franηais, τα έγγραφα αριθ. 33.322/1311, 1314, 1397 έως 1399, 1406 έως 1408, 1410 έως 1412 και 2901 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 21, σημεία 2 έως 6), τα οποία επικαλέστηκαν η Aalborg και η Blue Circle, και τα έγγραφα αριθ. 33.322/79, 84, 85, 88 έως 90, 158 έως 162, 170, 172, 177, 181, 252, 270 έως 276, 485, 486, 493 έως 495, 512, 513, 530 έως 532, 537, 538, 549, 550, 566 και 567 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 21, σημεία 5 έως 8), τα οποία επικαλέστηκε η Blue Circle, αναφέρονται στη συμφωνία μεταξύ παραγωγών της Ιβηρικής χερσονήσου, την οποία διαπιστώνει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμπραξη η οποία δεν προσήφθη στις προσφεύγουσες αυτές και στην οποία, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Aalborg, δεν στηρίχθηκε η Επιτροπή, όπως δεν στηρίχθηκε ούτε στα λοιπά προβαλλόμενα μέτρα εφαρμογής της συμφωνίας Cembureau, για να αποδείξει αυτή καθαυτή την ύπαρξη της εν λόγω συμφωνίας. Πράγματι, η Επιτροπή συνήγαγε την ύπαρξη της συμφωνίας Cembureau αποκλειστικώς από τη δέσμη αμέσων εγγράφων αποδείξεων τις οποίες αναφέρουν οι παράγραφοι 18, 19 και 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

307 Τα έγγραφα αριθ. 33.126/818 και 819 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 22, σημείο 11), τα οποία επικαλείται η Aalborg, και τα έγγραφα αριθ. 33.126/3573 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 22, σημείο 10), 33.1216/16556 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 22, σημείο 11), και 33.126/15161 έως 15163 και 15168 έως 15170 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 22, σημείο 15), τα οποία επικαλείται η Blue Circle, αφορούν όλα τη σύμπραξη μεταξύ Γάλλων και Γερμανών παραγωγών την οποία διαπιστώνει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμπραξη η οποία ωσαύτως δεν προσήφθη στις προσφεύγουσες αυτές. Συνεπώς, τα έγγραφα που αφορούν τη γαλλογερμανική σύμπραξη δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επιβαρυντικά στοιχεία εις βάρος της Aalborg και της Blue Circle.

308 Η Ciments franηais αναφέρεται στις στατιστικές της BDZ που παρατίθενται στην παράγραφο 22, σημείο 18, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, οι στατιστικές αυτές δεν χρησιμοποιήθηκαν ως επιβαρυντικά στοιχεία εις βάρος της. Πρέπει να συσχετισθούν με την παράβαση την οποία αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία, κατά το εδάφιο αυτό, μετέσχαν αποκλειστικώς η SFIC και η BDZ.

309 Η Aalborg αναφέρεται επίσης στην απάντηση της Holderbank στην ερώτηση 7/ε της Επιτροπής σχετικά με τα έγγραφα της Holderbank της 22ας Σεπτεμβρίου 1986, τα οποία αφορούν την εξόφληση συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της Interciment (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 26, σημείο 9), και στην επιστολή του δικηγόρου της Holderbank της 3ης Μαου 1993, αφορώσα τη λύση της Interciment (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 26, σημείο 16). Τα έγγραφα αυτά αφορούν την παράβαση σχετικά με τη συμφωνία συστάσεως της Interciment, την οποία διαπιστώνει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, παράβαση η οποία δεν προσήφθη στην Aalborg.

310 Ωστόσο, η Aalborg υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στην επιστολή του δικηγόρου της Holderbank της 3ης Μαου 1993 για τον καθορισμό της ημερομηνίας παύσεως των φερομένων παραβάσεων (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 65, σημείο 4). Συνεπώς, πρόκειται περί στοιχείου που χρησιμοποιήθηκε κατ' αυτής στην προσβαλλομένη απόφαση. Η SFIC, την οποία αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, φρονεί επίσης ότι η επιστολή αποτελεί νέο επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο, στο οποίο έπρεπε να έχει πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία και το οποίο έπρεπε να έχει αναφέρει η ΑΑ.

311 Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να απορριφθούν. Συγκεκριμένα, η επιστολή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβαρυντικό έγγραφο. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο σκεπτικό που αναπτύσσει σχετικά με τον καθορισμό των προστίμων, η Επιτροπή υπογραμμίζει, στην παράγραφο 65, σημείο 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής: «Μονολότι η Επιτροπή είναι σε θέση να προσδιορίσει την ημερομηνία έναρξης της παράβασης που συνεπάγεται η συμφωνία ή αρχή Cembureau, δεν είναι βέβαιη ότι η παράβαση αυτή πράγματι τερματίστηκε και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσδιορίσει την ημερομηνία τερματισμού της παράβασης. Ωστόσο, δεδομένου ότι η τελευταία εμφανής και γνωστή στην Επιτροπή εκδήλωση της συμφωνίας έχει επέλθει με τη διάλυση, στις 26 Μαρτίου 1993, της Interciment SA, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την εν λόγω ημερομηνία για τον προσδιορισμό της περιόδου αναφοράς του προστίμου.» Από το απόσπασμα αυτό προκύπτει με σαφήνεια ότι, αν η Επιτροπή δεν διέθετε τις ενδείξεις που της παρέσχε η επιστολή της 3ης Μαου 1993, θα εκτιμούσε, για τον καθορισμό των προστίμων, ότι η παράβαση που συνίσταται στη συμφωνία Cembureau συνεχιζόταν ακόμη κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως είχε κρίνει στην ΑΑ (παράγραφος 93). Συνεπώς, η εν λόγω επιστολή ώθησε την Επιτροπή να μειώσει την περίοδο αναφοράς που έλαβε υπόψη της για τον καθορισμό των προστίμων, προς όφελος όλων των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ των οποίων η SFIC και η Aalborg, οι οποίες, επομένως, ουδόλως έχουν συμφέρον να επιδιώξουν να μη ληφθεί υπόψη το έγγραφο αυτό κατά τη συζήτηση της υποθέσεως.

312 Στη συνέχεια, οι Ciments franηais, Aalborg, Uniland και Oficemen αναφέρονται στα έγγραφα αριθ. 33.126/12145 έως 12159 και 12161 έως 12342 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 27, σημείο 6). Τα έγγραφα αυτά αφορούν τις συμφωνίες που συνήψε η Calcestruzzi με τις τρεις ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής τσιμέντου, την Italcementi, την Unicem και την Cementir. Από την παράγραφο 55, σημείο 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στα έγγραφα αυτά για να αποδείξει την παράβαση την οποία διαπιστώνει το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή τη συμφωνία μεταξύ των Ιταλών παραγωγών τσιμέντου προκειμένου να αποφευχθούν οι εκ μέρους της Calcestruzzi εισαγωγές τσιμέντου από την Ελλάδα. Δεδομένου ότι η εν λόγω παράβαση δεν προσήφθη στις Ciments franηais, Aalborg, Uniland και Oficemen, αυτές δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας λόγω του ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους επί των προεκτεθέντων εγγράφων.

313 Η Uniland, η Oficemen και η Blue Circle στηρίζονται επίσης στο έγγραφο αριθ. 33.126/19208 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 27, σημείο 10). Η Blue Circle επικαλείται επίσης τα έγγραφα αριθ. 33.126/19203 και 19204 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 27, σημεία 8 και 9). Στην πραγματικότητα, το έγγραφο αριθ. 33.126/19208 δεν αντιστοιχεί, όπως εκθέτει η προσβαλλομένη απόφαση, στο τηλετύπημα της 2ας Ιουνίου 1987, με το οποίο η Calcestruzzi επανέλαβε στην Τιτάν το αίτημά της για συνάντηση με τους Ιταλούς παραγωγούς τσιμέντου ώστε να εξευρεθεί λύση στο πρόβλημα που αφορούσε τη μη εκτέλεση της συμβάσεως αγοραπωλησίας τσιμέντου προελεύσεως Ελλάδος, αλλά σε ένα τηλετύπημα της 29ης Ιανουαρίου 1987 από την Τιτάν στην Calcestruzzi, του οποίου δεν γίνεται μνεία στην προσβαλλομένη απόφαση. Το τηλετύπημα της 2ας Ιουνίου 1987 από την Calcestruzzi στην Τιτάν, μεγάλο απόσπασμα του οποίου παρατίθεται στην παράγραφο 27, σημείο 10, της προσβαλλομένης αποφάσεως, αντιστοιχεί στην πραγματικότητα στο έγγραφο αριθ. 33.126/19218, το οποίο υπήρχε στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95). Το τηλετύπημα αυτό στηρίζει την εκ μέρους της Επιτροπής απόδειξη της παραβάσεως την οποία διαπιστώνει το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, δηλαδή της συμφωνίας μεταξύ των Ιταλών παραγωγών τσιμέντου προκειμένου να αποφευχθούν οι εκ μέρους της Calcestruzzi εισαγωγές τσιμέντου προελεύσεως Ελλάδος. Το ίδιο ισχύει για τα έγγραφα αριθ. 33.126/19203 [τηλετύπημα της Τιτάν προς την Calcestruzzi της 20ής Μαου 1987 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 27, σημείο 9)] και 33.126/19204 [τηλετύπημα της Italcementi προς την Τιτάν της 13ης Μαου 1987 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 27, σημείο 8)], τα οποία αναφέρει η Blue Circle. Δεδομένου ότι η παράβαση την οποία διαπιστώνει το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, δεν προσήφθη στην Uniland, στην Oficemen και στην Blue Circle, τα προαναφερθέντα έγγραφα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος τους στην προσβαλλομένη απόφαση.

314 Εξάλλου, η Aalborg αναφέρεται στα έγγραφα αριθ. 33.126/10926 έως 10941, 14446 έως 14453 και 20057 έως 20064 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημεία 15, 17 και 19), τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, τις παραβάσεις τις οποίες διαπιστώνει το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχεία ββ, δδ και σττ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραβάσεις οι οποίες ουδόλως προσάπτονται στην προσφεύγουσα. Ομοίως, η Uniland επικαλείται τα έγγραφα αριθ. 33.126/10908 έως 10913, 10927 έως 10935, 10937 έως 10940, 10897 έως 10901, 10903 έως 10905, 19562 έως 19574 και 19576 έως 19579 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 15), 19501, 19502, 19504 έως 19510, 19482, 19483, 19485 έως 19487, 19489, 19814 έως 19816, 19818, 19820 έως 19826 και 19828 έως 19843 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 16), 20058, 20060, 20061, 20064 και 20066 έως 20070 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 17), 19708, 19711 έως 19716, 19718 έως 19721 και 14407 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 18), 14455 έως 14465, 14467 έως 14469 και 14446 έως 14453 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 19), 18118 έως 18121 και 18125 έως 18127 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 20), 7631 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 21), 19622 έως 19627, 19629, 19586, 19588 έως 19590, 19592 έως 19595, 19598 έως 19600, 19602, 19604, 19606, 19608, 19618 έως 19620, 19631, 19633, 19634, 19636 έως 19644, 19646 έως 19650, 19652 και 19654 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 22), τα οποία αφορούν όλα συμβάσεις ή αγοραπωλησίες τσιμέντου προελεύσεως Ελλάδος, τις οποίες επικρίνει η Επιτροπή, ως carrot actions, στο άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχεία ββ έως ηη, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, καμία από τις παραβάσεις αυτές δεν προσήφθη στην Uniland. Συνεπώς, η Aalborg και η Uniland δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας λόγω του ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους επί των προεκτεθέντων εγγράφων.

315 Η Blue Cicle αναφέρεται επίσης στα έγγραφα αριθ. 33.126/19482 έως 19489, 19501 έως 19511 και 19814 έως 19843 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 16), τα οποία αφορούν τη συμφωνία που προσάπτει το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο γγ, της προσβαλλομένης αποφάσεως στην Τιτάν και στην Holderbank, στα έγγραφα αριθ. 33.126/20057 έως 20071 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 17), τα οποία αφορούν τη συμφωνία που προσάπτει το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο δδ, της προσβαλλομένης αποφάσεως στην Ηρακλής και στην Holderbank, στα έγγραφα αριθ. 33.126/14407 και 14417 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 18), τα οποία αφορούν τη συμφωνία που προσάπτει το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο εε, της προσβαλλομένης αποφάσεως στην Lafarge και στην Τιτάν, στα έγγραφα αριθ. 33.126/14446 έως 14453, 18179 και 18180 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 19), τα οποία αφορούν τη συμφωνία που προσάπτει το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο σττ, της προσβαλλομένης αποφάσεως στη Lafarge και στην Ηρακλής, στα έγγραφα αριθ. 33.126/7629 έως 7631, 18117 έως 18121 και 18125 έως 18127 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημεία 20 και 21), τα οποία αφορούν την εναρμονισμένη πρακτική που προσάπτει το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο ζζ, της προσβαλλομένης αποφάσεως στη CBR, στην Ηρακλής και στην Τιτάν, στα έγγραφα αριθ. 33.126/19585 έως 19620, 19621 έως 19629 και 19631 έως 19656 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 28, σημείο 22), τα οποία αφορούν τη συμφωνία που προσάπτει το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο ηη, της προσβαλλομένης αποφάσεως στην Τιτάν, στην Aker και στην Euroc. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση προς στήριξη της διαπιστώσεως παραβάσεων που δεν προσήφθησαν στην Blue Circle δεν μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχεία ληφθέντα υπόψη εις βάρος της.

316 Τέλος, η Blue Circle προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν ανέφερε στην ΑΑ διάφορα έγγραφα αφορώντα την ECEC. Πρόκειται για τα έγγραφα αριθ. 33.126/12524 έως 12534, 18201 έως 18204 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 31, σημείο 3) και για τα έγγραφα αριθ. 33.126/3410 έως 3412, 3422 έως 3433, 6139 έως 6142, 12544 έως 12674, 12706 έως 12709, 12721 έως 12728, 14027 έως 14029, 14245 έως 14249, 14257 έως 14262, 14289 έως 14298, 14300, 14301, 14303 έως 14309, 14311 έως 14316, 16766 και 16790 έως 16824 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 33, σημεία 1 έως 5). Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν της προσήφθη ότι μετέσχε στις εναρμονισμένες πρακτικές στο πλαίσιο της ECEC, τις οποίες αφορά το άρθρο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα έγγραφα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιβαρυντικά στοιχεία χρησιμοποιηθέντα εις βάρος της. Το ίδιο ισχύει και για άλλα έγγραφα που επικαλείται η Blue Circle (έγγραφα αριθ. 33.126/3418 έως 3421, 12607 έως 12610, 12614 έως 12616, 12627 έως 12634, 12667 έως 12674, 14184, 14257 έως 14262, 14266, 14267, 14303 έως 14315, 18218 και 18219· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 32, σημεία 1 έως 3), τα οποία αφορούν τη σχέση μεταξύ της EPC, στην οποία μετέσχε η Blue Circle, και της ECEC, δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ των δύο αυτών επιτροπών εξαγωγής αξιοποιήθηκε μόνο για να χαρακτηρισθούν ως παραβάσεις οι δραστηριότητες της ECEC (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 58, σημείο 3, στοιχείο ββ).

317 Συνεπώς, κανένα από τα έγγραφα που επισημαίνουν ανωτέρω οι SFIC, Ciments franηais, Aalborg, Uniland, Oficemen, Holderbank, Aker, Euroc και Blue Circle δεν χρησιμοποιήθηκε ως επιβαρυντικό έγγραφο κατ' αυτών. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες αυτές δεν μπορούν να αναφέρονται στο τάδε ή στο δείνα από τα έγγραφα αυτά για να αποδείξουν ότι η Επιτροπή δεν τους παρέσχε τη δυνατότητα, κατά τη διοικητική διαδικασία, να εκφέρουν γνώμη επί ορισμένων επιβαρυντικών εγγράφων τα οποία λαμβάνει υπόψη η προσβαλλομένη απόφαση.

5. Έγγραφα χρησιμοποιηθέντα στην προσβαλλομένη απόφαση στο πλαίσιο παραβάσεως προσαπτομένης στην προσφεύγουσα που τα επικαλείται

318 Πρώτον, επισημαίνεται ότι όλα τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση στο πλαίσιο παραβάσεως προσαπτομένης σε μια προσφεύγουσα δεν αποτελούν κατ' ανάγκη επιβαρυντικά έγγραφα ληφθέντα υπόψη εις βάρος της, επί των οποίων έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να λάβει θέση κατά τη διοικητική διαδικασία. Πράγματι, δεν μπορεί να τίθεται θέμα προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς της αν ένα έγγραφο στο οποίο δεν είχε πρόσβαση χρησιμοποιήθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση αποκλειστικώς και μόνο για να στηρίξει τη συμμετοχή μιας άλλης προσφεύγουσας στην ίδια παράβαση ή αν χρησιμοποιήθηκε για την αντίκρουση ενός συγκεκριμένου ισχυρισμού τον οποίο προέβαλε η εν λόγω προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία.

319 Έτσι, το έγγραφο αριθ. 33.126/15983 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 25, σημείο 9) το οποίο επικαλούνται η Uniland, η Holderbank και η Blue Circle χρησιμοποιήθηκε μόνο για να αποδειχθεί η συμμετοχή της Italcementi στη συνεδρίαση της Στοκχόλμης της 9ης Ιουνίου 1986. Πρόκειται για ένα έγγραφο της Italcementi της 21ης Μαρτίου 1990 που αποτελεί την απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, στο οποίο η ιταλική επιχείρηση δηλώνει τα εξής: «O κ. Pesenti [της Italcementi] ενθυμείται ότι είχε συμμετάσχει στη Στοκχόλμη, στο παρασκήνιο μιας συνεδρίασης της Cembureau, σε συνεδρίαση εκπροσώπων άλλων Eυρωπαίων παραγωγών.» Το έγγραφο αυτό δεν περιέχει καμία ενοχοποιητική ένδειξη κατά της Uniland, της Holderbank ή της Blue Circle. Συνεπώς, δεν πρόκειται περί επιβαρυντικού στοιχείου το οποίο ελήφθη υπόψη κατ' αυτών. Κατά το μέτρο που τα έγγραφα αριθ. 33.126/18771 και 18755 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 25, σημείο 9), τα οποία επίσης επικαλείται η Blue Circle, επιβεβαιώνουν την παρουσία των επικεφαλής της ισπανικής και της ελβετικής αντιπροσωπείας κατά τη συνεδρίαση της Στοκχόλμης της 9ης Ιουνίου 1986, ωσαύτως δεν αποτελούν στοιχεία ληφθέντα υπόψη κατά της Blue Circle.

320 Η Uniland και η Blue Circle αναφέρονται επίσης στα έγγραφα αριθ. 33.126/14828 έως 14860, μνεία των οποίων γίνεται στην παράγραφο 29, σημείο 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρόκειται περί εγγράφων της SFIC στα οποία βασίζεται η Επιτροπή, στο σημείο αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως, για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της ενώσεως αυτής ότι δεν μετέσχε σε καμία συνεδρίαση της ETF και αγνοούσε πλήρως τις δραστηριότητές της. Συνεπώς, δεν πρόκειται περί επιβαρυντικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά της Uniland και της Blue Circle στην προσβαλλομένη απόφαση.

321 Στο ίδιο πλαίσιο, η Blue Circle προσάπτει στην Επιτροπή ότι στην ΑΑ δεν ανέφερε τα έγγραφα αριθ. 33.126/12808 έως 12814, 12915 έως 12966, 12967 έως 12970, 12987 έως 12998 και 13004 έως 13011, τα οποία αναφέρει στην παράγραφο 35, σημείο 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι η Valenciana μετέσχε στις συνεδριάσεις της EPC μετά την 1η Ιανουαρίου 1986. Ωστόσο, τα επίμαχα έγγραφα προφανώς δεν αξιοποιήθηκαν εις βάρος της Blue Circle στην προσβαλλομένη απόφαση. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τα έγγραφα αριθ. 33.126/2035 έως 2043, 2063 έως 2069 και 2436 έως 2447, τα οποία επίσης επικαλείται η Blue Circle, μνεία των οποίων έγινε (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 44, σημείο 3) προκειμένου να αντικρουσθεί ένας συγκεκριμένος ισχυρισμός τον οποίο προέβαλε η FIC κατά την ακρόαση.

322 Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πλείονες προσφεύγουσες επισήμαναν με το δικόγραφο της προσφυγής τους έγγραφα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατ' αυτών στην προσβαλλομένη απόφαση, αλλά στα οποία δεν είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία ή τα οποία δεν προσδιορίστηκαν αρκούντως στην ΑΑ.

323 Υπενθυμίζεται ότι, κατ' αρχήν, μόνον τα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στην ΑΑ αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1991, C-62/86, AKZO κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-3359, σκέψη 21· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, Τ-11/89, Shell κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-757, σκέψη 55, και T-13/89, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1021, στο εξής: απόφαση T-13/89, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 34). Ωστόσο, τα έγγραφα που είναι συνημμένα στην ΑΑ, χωρίς να γίνεται μνεία τους σ' αυτήν, μπορούν να ληφθούν υπόψη στην απόφαση κατά της προσφεύγουσας μόνον αν αυτή μπορούσε ευλόγως να συναγάγει από την ΑΑ τα συμπεράσματα που ήθελε να αντλήσει η Επιτροπή (απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, Shell κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 56, και απόφαση Τ-13/89, ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 35).

324 Εν προκειμένω, η ΑΑ δεν είχε συνημμένα. Η Επιτροπή, κατά τον χρόνο της προσβάσεως στον φάκελο, έθεσε στη διάθεση κάθε αποδέκτη, μέσω του κιβωτίου (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95), ένα σύνολο εγγράφων τα οποία στηρίζουν την ΑΑ. Τα γνωστοποιηθέντα κατά τον τρόπο αυτό έγγραφα μπορούσαν να εξομοιωθούν με συνημμένα στην ΑΑ. Συνεπώς, αποτελούν αποδεικτικά μέσα τα οποία μπορούν να προβληθούν κατά των προσφευγουσών, κατά το μέτρο που αυτές μπορούσαν ευλόγως να συναγάγουν από την ΑΑ τα συμπεράσματα που ήθελε να αντλήσει η Επιτροπή (προπαρατεθείσες στη σκέψη 323 αποφάσεις AKZO κατά Επιτροπής, σκέψη 21, και T-13/89, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 34).

325 Η SFIC ισχυρίζεται κατ' αρχάς ότι, μολονότι η ΑΑ στηρίζεται σε διάφορα έγγραφα τα οποία επισημαίνονται σ' αυτήν, η Επιτροπή όφειλε να διευκρινίσει κατά ποιων αποδεκτών γινόταν επίκληση των εγγράφων αυτών. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, εφόσον μια αιτίαση που διατυπώθηκε στην ΑΑ αφορούσε ειδικώς έναν αποδέκτη της ΑΑ αυτής, αυτός όφειλε να αντιληφθεί ότι τα παρατιθέμενα προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής έγγραφα τον αφορούσαν.

326 Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν προς στήριξη της διαπιστώσεως της παραβάσεως την οποία διαλαμβάνει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Blue Circle προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν ανέφερε στην ΑΑ τη δήλωση του Ν. Καλογερόπουλου κατά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Ηρακλής της 25ης Ιουνίου 1986 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 18, σημείο 5· έγγραφα αριθ. 33.126/19875 έως 19877· βλ., κατωτέρω, σκέψη 816). Διαπιστώνεται όμως ότι το χωρίο της δηλώσεως αυτής, το οποίο παρατίθεται στην παράγραφο 18, σημείο 5, της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρατέθηκε επί λέξει στην παράγραφο 9 της ΑΑ. Εξάλλου, τα εν λόγω έγγραφα υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95). Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθούν ως αποδεικτικό στοιχείο δυνάμενο να προβληθεί κατά της Blue Circle όπως και κατά των λοιπών αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως.

327 Οι Lafarge, Unicem, Cimpor και Italcementi αναφέρονται στα έγγραφα αριθ. 33.126/11332 έως 11337, τα οποία αντιστοιχούν σε δύο εσωτερικά σημειώματα της Blue Circle, των οποίων το περιεχόμενο εκτίθεται στην παράγραφο 18, σημεία 2 και 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο χωρίο του σχετικού με τα «πραγματικά περιστατικά» μέρους που αφορά τη συμφωνία Cembureau. Τα σημειώματα αυτά υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95). Εξάλλου, τα σημειώματα τα οποία αναφέρουν την ύπαρξη μιας αρχής Cembureau περί σεβασμού των εγχωρίων αγορών (έγγραφα αριθ. 33.126/11332 έως 11334 και 11335 έως 11337) παρατέθηκαν στην παράγραφο 9 της ΑΑ, η οποία φέρει τον τίτλο «The Cembureau agreement or Cembureau principle of not transhipping to internal European markets». Υπό τις συνθήκες αυτές, τα προπαρατεθέντα σημειώματα της Blue Circle αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να προβληθούν κατά όλων των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως.

328 Η Unicem, η Irish Cement και η Blue Circle προβάλλουν επίσης ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν είχαν τη δυνατότητα να απαντήσουν στις παρατηρήσεις της Cembureau επί των ιδίων αυτών σημειωμάτων. Στην παράγραφο 9 της ΑΑ γινόταν ρητή μνεία των παρατηρήσεων αυτών, τις οποίες περιέχουν τα έγγραφα αριθ. 33.126/11525 και 13568 έως 13573 (προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 18, σημείο 4). Εξάλλου, οι εν λόγω παρατηρήσεις υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95). Συνεπώς, η Unicem, η Irish Cement και η Blue Circle δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι κατά τη διοικητική διαδικασία στερήθηκαν τη δυνατότητα να προβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των εγγράφων αυτών.

329 Η Italcementi και η Blue Circle προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ότι δεν επικαλέσθηκε στην ΑΑ πλείονα έγγραφα σχετικά με τις συνεδριάσεις των επικεφαλής αντιπροσωπείας. Αναφέρουν, όσον αφορά τη συνεδρίαση των επικεφαλής αντιπροσωπείας της 14ης Ιανουαρίου 1983, το έγγραφο αριθ. 33.126/11581 (κατάσταση των μετεχόντων στη συνεδρίαση της 14ης Ιανουαρίου 1983· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 4) και τα έγγραφα αριθ. 33.126/11578 και 11579 (υπόμνημα για τη διεξαγωγή της συνεδριάσεως· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 6). Η Blue Circle αναφέρεται επίσης σε διάφορα έγγραφα αφορώντα την τροποποίηση της αρχικής ημερησίας διατάξεως της συνεδριάσεως της 14ης Ιανουαρίου 1983, δηλαδή στα έγγραφα αριθ. 33.126/11580 (σχέδιο ημερησίας διατάξεως της συνεδριάσεως αυτής· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 3), 33.126/11559 (τηλετύπημα της Cembureau προς τον J. Van Hove της 17ης Νοεμβρίου 1982· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 3), 33.126/11558 (τηλετύπημα του J. Van Hove προς τη Cembureau της 17ης Νοεμβρίου 1982· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 3) και αριθ. 33.126/11565 (πρακτικά της συνεδριάσεως της εκτελεστικής επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 1982· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 3). Όσον αφορά τη συνεδρίαση των επικεφαλής αντιπροσωπείας της 19ης Μαρτίου 1984, η Italcementi και η Blue Circle αναφέρονται στα ακόλουθα έγγραφα: έγγραφο αριθ. 33.126/11715 (πίνακας συνημμένος στην επιστολή προσκλήσεως στη συνεδρίαση· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 7) και έγγραφα αριθ. 33.126/11699 και 11700 (κατάσταση των μετεχόντων στην οικεία συνεδρίαση, προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 8). Η Blue Circle αναφέρει επίσης τα έγγραφα αριθ. 33.126/11714 και 11730 (επιστολή προσκλήσεως στη συνεδρίαση των επικεφαλής αντιπροσωπείας της 19ης Μαρτίου 1984· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 7) και η Italcementi τα έγγραφα αριθ. 33.126/11717 έως 11727 (έγγραφα συνημμένα στην πρόσκληση στη συνεδρίαση της 19ης Μαρτίου 1984· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 7). Όσον αφορά τη συνεδρίαση της 7ης Νοεμβρίου 1984, η Italcementi και η Blue Circle αναφέρονται στα έγγραφα 33.126/11748 (επιστολή προσκλήσεως στη συνεδρίαση· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 12) και 33.126/11751, (σχέδιο προοιμίου για τη συνεδρίαση, προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 12). Η Italcementi αναφέρεται επίσης στο έγγραφο αριθ. 33.126/11749 (ημερησία διάταξη της συνεδριάσεως της 7ης Νοεμβρίου 1984· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 12) και η Blue Circle στο έγγραφο αριθ. 33.126/11752 (κατάσταση των μετεχόντων στη συνεδρίαση της 7ης Νοεμβρίου 1984· προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 19, σημείο 13).

330 Όλα αυτά τα έγγραφα υπήρχαν στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95). Στην ΑΑ (κεφάλαιο 2, παράγραφος 9), η Επιτροπή υπογράμμισε τα εξής: «Σε πολλά έγγραφα της Cembureau σχετικά με τις συνεδριάσεις του οργάνου της με την ονομασία "Head Delegates" αναφέρεται το γεγονός ότι η "Cembureau Agreement or Principle" αναπτύχθηκε και εφαρμόσθηκε στο πλαίσιο αυτής της ευρωπαϋκής ένωσης τσιμέντου.» Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρθηκε ρητώς (ίδια παράγραφος) στις συνεδριάσεις των επικεφαλής αντιπροσωπείας της 14ης Ιανουαρίου 1983, της 19ης Μαρτίου 1984 και της 7ης Νοεμβρίου 1984. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να αντιληφθούν ότι όλα τα υπάρχοντα στο κιβώτιο (βλ., ανωτέρω, σκέψη 95) έγγραφα που αφορούσαν την παρουσία τους στις συνεδριάσεις αυτές και/ή αποκάλυπταν το περιεχόμενο συζητήσεων που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων αυτών μπορούσαν να ληφθούν υπόψη εις βάρος τους στην απόφαση της Επιτροπής. Επομένως, τα έγγραφα τα οποία αφορά η προηγούμενη σκέψη αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να προβληθούν κατά όλων των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως.

331 Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για τη διαπίστωση της παραβάσεως την οποία διαλαμβάνει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή της συμπράξεως μεταξύ παραγωγών της Ιβηρικής χερσονήσου, η Cimpor υποστηρίζει κατ' αρχάς ότι, στ