Στην υπόθεση 251/83,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Amtsgericht Aachen προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το εν λόγω δικαστήριο ζητεί, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ

Eberhard Haug-Adrion, avenue de l'Hippodrome 242, Β-1970 Wezembeek-Oppem,

ενάγοντος,

και

Frankfurter Versicherungs-AG, εκπροσωπούμενης από το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο εκπροσωπείται από τον πρόεδρό του Prosper Graf Castell zu Castell, Taunusanlage 18, D-6000 Frankfurt 1,

εναγομένης,

την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που αφορούν την «έκπτωση λόγω καλής οδηγήσεως» στον τομέα της ασφαλίσεως των αυτοκινήτων,

TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Κ. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, U. Everling και Υ. Galinot, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C Ο. Lenz

γραμματέας: H.A. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν δυνάμει του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνοψίζονται ως εξής:

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.

Ο ενάγων στην κύρια δίκη, ο Haug-Adrion, έχει τη γερμανική ιθαγένεια. Είναι υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπηρετεί στην Επιτροπή και κατοικεί στις Βρυξέλλες. Το 1981 αγόρασε αυτοκίνητο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου το αυτοκίνητο αυτό έλαβε «πινακίδες ελεύθερης χρήσης», επειδή ο ενάγων σκόπευε να το εξαγάγει στο Βέλγιο. Την ασφάλιση ως προς την αστική ευθύνη, η οποία είναι υποχρεωτική για να λάβει το όχημα αριθμό κυκλοφορίας, πραγματοποίησε ο Haug-Adrion στην Frankfurter Vcrsicherungs-AG, η οποία για τα αυτοκίνητα με πινακίδα ελεύθερης χρήσης υπολογίζει τα ασφάλιστρα παρεκκλίνοντας από τα συνηθισμένα της ασφάλιστρα και χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη συμπεριφορά του ασφαλισμένου κατά τα προηγούμενα έτη. Η ασφαλιστική αυτή εταιρία δηλαδή εφαρμόζει για το είδος αυτό της ασφάλισης ως προς την αστική ευθύνη τιμές χωρίς «τις εκπτώσεις που ισχύουν για τους καλούς οδηγούς». Από τη δικογραφία όμως προκύπτει ότι ο Haug-Adrion οδηγούσε επί πολλά έτη χωρίς να προκαλέσει το παραμικρό δυστύχημα και επομένως δικαιούνταν τη μεγαλύτερη έκπτωση στην προηγούμενη κατηγορία της ασφαλιστικής σύμβασης. Τη μεταφορά της έκπτωσης ακριβώς αυτής στο νέο είδος σύμβασης (κυκλοφορία του αυτοκινήτου με πινακίδες ελεύθερης χρήσης) ζήτησε ο Haug-Adrion ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

2.

'Ετσι, στις 7 Φεβρουαρίου 1983 ο Haug-Adrion άσκησε αγωγή με την οποία ζητούσε την επιστροφή του μέρους του ασφαλίστρου που δεν θα είχε πληρώσει αν του είχε γίνει έκπτωση, δηλαδή ποσό 103,33 γερμανικών μάρκων.

Για να στηρίξει την αγωγή του, ο Haug-Adrion ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι οι όροι ασφάλισης της εταιρίας, σύμφωνα με τους οποίους δεν γίνεται έκπτωση στην περίπτωση της ασφάλισης οχημάτων που κυκλοφορούν με πινακίδες ελεύθερης χρήσης, παραβιάζουν την απαγόρευση των διακρίσεων που διακηρύσσεται με τα άρθρα 7 και 65 της Συνθήκης, αφού αποκλείουν τον ενάγοντα, λόγω της ιδιότητας του ως κατοίκου εξωτερικού, από τις εκπτώσεις ως προς τα ασφάλιστρα που συνδέονται με το πρόσωπο του ασφαλιζομένου.

3.

Το Amtsgericht του Άαχεν αποφάσισε καταρχάς, με Διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 1983 που περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Νοεμβρίου 1983, να ζητήσει από το Δικαστήριο να εκδώσει προδικαστική απόφαση ως προς το ακόλουθο ερώτημα, το οποίο είχε διατυπωθεί από τον ενάγοντα:

«Συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ΕΟΚ και τις άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου το γεγονός ότι οι όροι ασφαλίσεως για την υποχρεωτική ασφάλιση των αυτοκινήτων οχημάτων από άποψη αστικής ευθύνης σε δεδομένο κράτος μέλος, όροι που έχουν εγκριθεί από τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, αποκλείουν συστηματικά τους ασφαλιζομένους που κατοικούν στις άλλες χώρες της Κοινότητας από τις εκπτώσεις ως προς τα ασφάλιστρα οι οποίες χορηγούνται στους κατοίκους του κράτους αυτού και συνδέονται με το πρόσωπο του ασφαλιζομένου;»

Με Διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 1983, που περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Νοεμβρίου 1983, το ίδιο δικαστήριο συμπλήρωσε τη Διάταξη που είχε εκδώσει στις 26 Οκτωβρίου 1983 και διευκρίνισε το προδικαστικό ερώτημα αλλάζοντας τη διατύπωση του ως εξής:

«Συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ΕΟΚ και τις άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου το γεγονός ότι δεν χορηγείται έκπτωση λόγω καλής οδηγήσεως στους ασφαλιζόμενους που κατοικούν στις άλλες χώρες της Κοινότητας και είναι κάτοχοι αυτοκινήτου με πινακίδες ελεύθερης χρήσης;»

4.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις οι Frankfurter Versicherungs-Aktíen-gesellschaft, 6000 Φραγκφούρτη, εκπροσωπούμενη από τους Gleiss, Lutz, Hootz, Hirsch και συνεργάτες, δικηγόρους, η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους Martin Seidel και Ernst Roder, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Christoph Bail, μέλος της νομικής υπηρεσίας της. Ό ενάγων στην κύρια δίκη κατέθεσε παρατηρήσεις οι οποίες απορρίφθηκαν ως εκπρόθεσμες.

5.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε, με Διάταξη της 30ής Μαΐου 1984, να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 95 του κανονισμού διαδικασίας, στο τρίτο τμήμα και να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Το νομικό πλαίσιο: η ρύθμιση της ασφάλισης στη Γερμανία

1.

Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τα αυτοκίνητα, ανεξάρτητα από το αν συνήθως κυκλοφορούν εντός της χώρας, δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται στις δημόσιες οδούς και πλατείες, παρά μόνο εφόσον υπάρχει υπέρ του κυρίου, του οδηγού ή αυτού που το χρησιμοποιεί ασφάλιση από άποψη αστικής ευθύνης για την κάλυψη σωματικών βλαβών, υλικών και άλλων περιουσιακών ζημιών που θα ήταν δυνατόν να προκαλέσει η χρησιμοποίηση του οχήματος (άρθρο 1 του νόμου σχετικά με την ασφάλιση των αυτοκινήτων ως προς την αστική ευθύνη, της 5ης Απριλίου 1965, BGBl. Ι, σ. 213, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά από το νόμο της 29ης Μαρτίου 1983, BGBl. Ι, σ. 377, και άρθρο 1 του νόμου σχετικά με την ασφάλιση των αλλοδαπών αυτοκινήτων και ρυμουλκουμενων, της 24ης Ιουλίου 1956, BGBl. Ι, σ. 667, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά από το νόμο για την τροποποίηση της αρμοδιότητας, της 18ης Μαρτίου 1975, BGBl. Ι, σ. 705).

2.

Υποχρεωτική είναι επίσης η ασφάλιση των αυτοκινήτων των οποίων δεν επιτρέπεται ακόμη η κυκλοφορία και τα οποία εξάγονται στο εξωτερικό και εξέρχονται από τη χώρα κινούμενα αυτοδυνάμως και έχουν επομένως πινακίδες ελεύθερης χρήσης. Αυτές οι πινακίδες «ελεύθερης χρήσης» χορηγούνται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μόνο για τα οχήματα που χρησιμοποιούνται από πρόσωπα που δεν διαμένουν μόνιμα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ή για οχήματα που εξάγονται στο εξωτερικό και εξέρχονται από τη χώρα κινούμενα αυτοδυνάμως (άρθρα 1 και 7, παράγραφος 2, της απόφασης σχετικά με τη διεθνή κυκλοφορία των αυτοκινήτων, της 2ας Νοεμβρίου 1934, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά από την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1982, BGBl. 1, σ. 1533 μέχρι 1536).

3.

Όταν ο ασφαλιζόμενος είναι Γερμανός, η σύμβαση ασφάλισης συνάπτεται βάσει των γενικών όρων ασφαλίσεως και τιμών (ασφάλιστρα και διατάξεις σχετικά με τις τιμές), οι οποίοι εγκρίνονται από τις αρχές (άρθρο 4 της απόφασης σχετικά με τη διεθνή κυκλοφορία των αυτοκινήτων).

4.

Οι εταιρίες δεν μπορούν να καθορίσουν κατά βούληση τα ασφάλιστρά τους. Η απόφαση σχετικά με τα ασφάλιστρα των αυτοκινήτων (της 20ής Νοεμβρίου 1967, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά από την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1982, BAnz 228, της 8ης Δεκεμβρίου 1982) τους επιβάλλει την τήρηση των κανόνων της τεχνικής της ασφάλισης. Το άρθρο 6 της απόφασης αυτής διευκρινίζει ότι «οι κίνδυνοι που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ίδιας φύσης πρέπει να κατατάσσονται σε κατηγορίες κινδύνων που να μπορούν να οροθετηθούν σαφώς». Τέλος, το άρθρο 7 της απόφασης αυτής προβλέπει ως προς τα ασφάλιστρα τα εξής:

«(1)

Τα ασφάλιστρα των εταιριών κλιμακώνονται σύμφωνα με ορισμένα χαρακτηριστικά των κινδύνων που αφορούν το ασφαλιζόμενο αυτοκίνητο ή ρυμουλκούμενο όχημα και που προσδιορίζουν το είδος και τη σπουδαιότητα του ασφαλιστικού κινδύνου (αντικειμενικά χαρακτηριστικά του κινδύνου). Από την άποψη αυτή μπορούν να αναφερ9ούν ιδίως ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά του είδους της κατασκευής καθώς και της χρήσης του αυτοκινήτου ή του ρυμουλκουμένου, εφόσον τα χαρακτηριστικά αυτά είναι δυνατόν να αποδειχτούν με επίσημα έγγραφα.

(2)

Για τη διαμόρφωση των ασφαλίστρων των εταιριών, τα χαρακτηριστικά των κινδύνων που αναφέρονται στο πρόσωπο του ασφαλιζομένου και που καθορίζουν το είδος και τη σπουδαιότητα του ασφαλιστικού κινδύνου (υποκειμενικά χαρακτηριστικά του κινδύνου) μπορούν να λαμβάνονται υπόψη εφόσον μπορούν να προσδιοριστούν σαφώς, εφόσον η ομάδα αυτών των ασφαλιζομένων είναι αρκετά μεγάλη ώστε να υπάρχει αντιστάθμιση βάσει της τεχνικής των ασφαλίσεων και εφόσον το προβλεπόμενο κόστος για την ομάδα αυτή είναι σημαντικά διαφορετικό από το αντίστοιχο προβλεπόμενο κόστος για το σύνολο των ασφαλιζομένων, Από την άποψη αυτή μπορούν συγκεκριμένα να αναφερθούν η διάρκεια της περιόδου κατά την οποία δεν προκλήθηκε ατύχημα, ο αριθμός των ατυχημάτων καθώς και ο τόπος της κατοικίας του ασφαλιζομένου.

(3)

Τα χαρακτηριστικά ή οι χρήσεις του οχήματος ή του ρυμουλκουμενου που αυξάνουν ή μειώνουν τον ασφαλιστικό κίνδυνο μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο για τον καθορισμό των ασφαλίστρων των εταιριών. Αυτό ισχύει κυρίως για τα αυτοκίνητα ή τα ρυμουλκούμενα που έχουν επιπλέον εξοπλισμό για τη μεταφορά ορισμένων εμπορευμάτων.»

Κατά συνέπεια, δεν επιβάλλεται, αλλ' απλώς υπάρχει ευχέρεια τα ασφάλιστρα να καθορίζονται σύμφωνα με το σύστημα το λεγόμενο «bonus-malus».

5.

Τέλος, όσον αφορά τη ρύθμιση σχετικά με τις εκπτώσεις που χορηγούνται στους καλούς οδηγούς, το άρθρο 20, παράγραφος 3, της απόφασης σχετικά με τα ασφάλιστρα των αυτοκινήτων προβλέπει ότι, σε περίπτωση που ο ασφαλιζόμενος αλλάξει ασφαλιστική εταιρία, η νέα ασφαλιστική εταιρία λαμβάνει υπόψη της τη διάρκεια της περιόδου χωρίς ατύχημα της τελευταίας ασφαλιστικής σύμβασης, καθώς και τον αριθμό των ατυχημάτων που συνέβησαν πριν από την αλλαγή, εφόσον ο ασφαλιζόμενος είναι σε θέση να προσκομίσει σχετική βεβαίωση. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων κάλεσε με έγγραφο της 29ης Ιανουαρίου 1981 τους ασφαλιστές των κρατών μελών να λαμβάνουν υπόψη τους, στο μέτρο του δυνατού και σύμφωνα με την πρακτική τους, τις συμβάσεις ασφάλισης των νέων πελατών τους από τα άλλα κράτη μέλη, δηλαδή να λαμβάνουν υπόψη τους τον αριθμό των ατυχημάτων του οδηγού στη χώρα που είχε προηγουμένως την κατοικία του. Η «Verband der Haftpflichtversicherer, Unfallversicherer, Autoversicherer und Rechtsschutzversicherer e. V. ('Ενωση των ασφαλιστών αστικής ευθύνης, ασφαλιστών ατυχημάτων, ασφαλιστών αυτοκινήτων και ασφαλιστών νομικής προστασίας) συμβούλευε ήδη από το 1971 και 1972 τα μέλη της να λαμβάνουν επίσης υπό ορισμένες προϋποθέσεις υπόψη τους, κατά τον υπολογισμό της έκπτωσης, την έκπτωση που ίσχυε στο εξωτερικό και συνόψισε τη σύσταση αυτή σε ένα μεταγενέστερο έγγραφο της, της 31ης Οκτωβρίου 1977, ως εξής: «η έκπτωση που ίσχυε στο εξωτερικό λαμβάνεται υπόψη υπό τον όρο ότι έχει προσκομιστεί μια νομότυπη βεβαίωση ξένου ασφαλιστή». Κατά την Επιτροπή, οι ασφαλιστές ακολούθησαν τη σύσταση αυτή τόσο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όσο και στο Βέλγιο.

III — Σύνοψη των παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

1. Παρατηρήσεις ως προς την ίδια τη διατύπωση τον προδικαστικού ερωτήματος

α)

Η εναγομένη στην κύρια δίκη, δηλαδή η ασφαλιστική εταιρία, θεωρεί ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι «απαράδεκτο».

Η εναγομένη ισχυρίζεται δηλαδή ότι η διατύπωση του ερωτήματος αυτού είναι τόσο γενική, ώστε δεν είναι δυνατό να απαντήσει το Δικαστήριο ερμηνεύοντας τη Συνθήκη.

Το εθνικό δικαστήριο δεν ανέφερε καμία συγκεκριμένη νομική διάταξη του κοινοτικού δικαίου της οποίας να ζητεί την ερμηνεία και δεν εξήγησε κατά πόσο μια τέτοια διάταξη θα μπορούσε να έχει κάποια σημασία για την απόφαση του. Κατά συνέπεια, πρόκειται στην πραγματικότητα για αίτηση με την οποία ζητείται από το Δικαστήριο μια νομική γνωμοδότηση.

Η εναγομένη στην κύρια δίκη προσθέτει ότι δεν βλέπει ποιες εσωτερικές νομικές διατάξεις ή ποια συμπεριφορά κάποιας γερμανικής ασφαλιστικής εταιρίας πρέπει να εκτιμηθούν σύμφωνα με τους κανόνες της Συνθήκης.

β)

Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η δεύτερη Διάταξη, της 14ης Νοεμβρίου 1983, πρέπει να θεωρηθεί ως η πραγματική Διάταξη παραπομπής.

Η Επιτροπή, ενώ δέχεται ότι η διατύπωση αυτής της αίτησης έκδοσης προδικαστικής απόφασης είναι ασαφής, θεωρεί πάντως ότι από το ιστορικό της υπόθεσης και τα στοιχεία που παρέχει το Amtsgericht είναι δυνατός ο καθορισμός των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που θα μπορούσαν να έχουν σημασία και να χρειάζονται ερμηνεία. Κατά συνέπεια, το αντικείμενο της αίτησης μπορεί να προσδιοριστεί επαρκώς.

2. Παρατηρήσεις ως προς τη δικαιολογία του ότι δεν χορηγείται έκπτωση στις συμβάσεις ασφάλισης οχημάτων με πινακίδα ελεύθερης κυκλοφορίας, παρατηρήσεις που στηρίζονται σε σκέψεις σχετικά με την ίδια την τεχνική της ασφάλισης

α)

Οι παρατηρήσεις της εναγομένης στην κύρια δίκη και της Ομοσπονδιακής Αημο-κρατίας της Γερμανίας συμφωνούν στο σημείο αυτό.

Οι διατάξεις που εφαρμόζει η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία σχετικά με τα ασφάλιστρα προβλέπουν συγκεκριμένα ότι οι συμβάσεις ασφάλισης κατατάσσονται σε κατηγορίες, ανάλογα με τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία δεν έχει συμβεί κανένα ατύχημα. O συντελεστής του ασφαλίστρου που πληρώνει ο ασφαλιζόμενος μειώνεται ή αυξάνεται ανάλογα με την κατάταξη σε μια από αυτές τις κατηγορίες. Εντούτοις, δεν προβλέπεται κανένα σύστημα «έκπτωσης καλού οδηγού» για έντεκα κατηγορίες οχημάτων, μεταξύ των οποίων τα αγροτικά τρακτέρ, τα ηλεκτρικά οχήματα, τα ενοικιαζόμενα οχήματα, τα οχήματα κάμπινγκ και 6έ6αια και τα οχήματα που κυκλοφορούν με πινακίδα ελεύθερης χρήσης.

Οι πινακίδες ελεύθερης κυκλοφορίας χρησιμοποιούνται για τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν προσωρινά μόνο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Προσωρινή διαμονή είναι η διαμονή που είναι μικρότερη ή ίση με ένα έτος. Υποστηρίζεται ότι διάφοροι παράγοντες συνηγορούν υπέρ του να μη συμπεριληφθούν ρήτρες bonusmalus στις συμβάσεις αυτές: η πολύ περιορισμένη διάρκεια της ισχύος της σύμβασης ασφάλισης (ένας μήνας εν προκειμένω), ο πολύ περιορισμένος αριθμός των συμβάσεων ασφάλισης που συνάπτονται για τα οχήματα με πινακίδες ελεύθερης χρήσης (10000 περίπου συμβάσεις, δηλαδή 0,04 % του συνόλου των συμβάσεων ασφάλισης αυτοκινήτων που συνάπτονται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), ο μικρός αριθμός των κατόχων πινακίδων ελεύθερης κυκλοφορίας που ανταποκρίνονται βάσει των προηγούμενων συμβάσεων στις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της «έκπτωσης καλού οδηγού», το γεγονός ότι η έκπτωση δεν πρέπει να θεωρείται ως προσωπικό όφελος που συνδέεται με το πρόσωπο του ασφαλιζομένου, δεδομένου ότι αυτό που ασφαλίζεται στην πραγματικότητα είναι η χρήση ορισμένου οχήματος υπό ιδιαίτερες συνθήκες. Οι οδηγοί όμως οχημάτων που κυκλοφορούν με πινακίδες ελεύθερης χρήσης χρησιμοποιούν συχνά τα οχήματα αυτά σε ασυνήθιστα μέρη. Για όλους αυτούς τους λόγους υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να συναφθεί ασφάλιση βάσει περιπτώσεων που δεν ανήκουν σε ορισμένη κατηγορία και ότι για ορθολογιστικούς λόγους που ανάγονται στην ίδια την τεχνική της ασφάλισης πρέπει να γίνεται κατ' αποκοπή εκτίμηση, δηλαδή εν προκειμένω να αποκλείεται να ληφθεί υπόψη η έκπτωση καλού οδηγού για τέτοιες ειδικές χρήσεις των οχημάτων.

Πράγματι, η «καμπύλη των ατυχημάτων» που προκαλούνται από αυτοκίνητα που κυκλοφορούν με πινακίδες ελεύθερης κυκλοφορίας είναι διαφορετική από ό,τι των οχημάτων που έχουν κανονικό γερμανικό αριθμό κυκλοφορίας και για το λόγο αυτόν τα πρώτα οχήματα αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία, αφού ο μόνος παράγοντας που έχει σημασία είναι το αντικειμενικό στοιχείο των πινακίδων ελεύθερης χρήσης. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίο μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός ασφαλιστικών εταιριών δέχεται να περιλάβει ρήτρες bonus-malus σε συμβάσεις τόσο ειδικού τύπου.

6)

Η Επιτροπή δεν δέχεται την επιχειρηματολογία αυτή και θεωρεί αντίθετα ότι η έκπτωση καλού οδηγού πρέπει να θεωρείται ως προσωπική έκπτωση που πρέπει να μπορεί να αξιώσει ο ασφαλιζόμενος του οποίου έχουν εξακριβωθεί οι πιθανότητες προκλήσεως ατυχήματος βάσει μιας αρκετά μακράς περιόδου και για τον ίδιο τύπο οχήματος, ανεξάρτητα από τις συνθήκες της χρήσης του οχήματος αυτού.

3. Παρατηρήσεις ως προς το ζήτημα κατά πόσο συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο η άρνηση της χορήγησης έκπτωσης καλού οδηγού στο πλαίσιο σύμβασης ασφάλισης οχήματος που κυκλοφορεί με πινακίδα ελεύθερης χρήσης

Οι παρατηρήσεις συμφωνούν στο σημείο αυτό και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η άρνηση αυτή δεν παραβιάζει καμιά διάταξη του κοινοτικού δικαίου.

α)

Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και την Επιτροπή, η άρνηση αυτή δεν αποτελεί μέτρο αποτελέσματος ισοδύναμου με ποσοτικό περιορισμό κατά την εξαγωγή, το οποίο απαγορεύεται από το άρθρο 34 της Συνθήκης.

Πράγματι, ακόμη και αν, όπως πιστεύει η Επιτροπή, η ρήτρα αυτή έχει κανονιστικό χαρακτήρα, αφού αποτελεί μέρος συλλογικής ρύθμισης, η οποία καταρτίζεται από κοινού με τις κρατικές αρχές, εγκρίνεται και ελέγχεται από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ελέγχου των Ασφαλειών:

δεν αποτελεί μέτρο που έχει σκοπό τον ειδικό περιορισμό των εξαγωγών,

δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση ιδιαίτερου οφέλους για την εγχώρια παραγωγή ή για την εσωτερική αγορά του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους,

δεν επιβάλλεται αναγκαστικά στον αγοραστή ενός αυτοκινήτου ο οποίος κατοικεί στο εξωτερικό, ο οποίος έχει επίσης τη δυνατότητα να επιλέξει ασφαλιστική εταιρία που χορηγεί έκπτωση ακόμη και για τα οχήματα που κυκλοφορούν με πινακίδα ελεύθερης κυκλοφορίας, να ζητήσει την μεταφορά του οχήματος χωρίς αριθμό κυκλοφορίας στη χώρα στην οποία κατοικεί ή να αγοράσει την «κόκκινη πινακίδα» που προορίζεται για όσους διέρχονται απλώς από τη Γερμανία και επομένως να μην ασφαλίσει το όχημα παρά μόνο για τη διάρκεια της διόδου αυτής.

6)

Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και την Επιτροπή, η άρνηση αυτή δεν αποτελεί ούτε παράβαση των άρθρων 48 και επ. της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

Πράγματι, αφενός μεν δεν πρόκειται για διαφοροποιημένη μεταχείριση που εφαρμόζει το κράτος εγκατάστασης, αφετέρου δε η επίδικη ρύθμιση δεν αφορά ειδικά τους διακινούμενους εργαζομένους, αλλά όλους όσους αγοράζουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όχημα με πινακίδα διεθνούς ελεύθερης χρήσης, ακόμη και όταν δεν υπάρχει αλλαγή τόπου εργασίας ή κατοικίας.

γ)

Κατά την εναγομένη στην κύρια δίκη, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και την Επιτροπή, η άρνηση αυτή δεν είναι εξάλλου αντίθετη προς την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που στηρίζονται στην ιθαγένεια, αρχή που διακηρύσσεται με τα άρθρα 7 και 65 της Συνθήκης.

Σύμφωνα με την τελευταία αυτή άποψη, η άρνηση χορήγησης έκπτωσης εξαρτάται πράγματι εν προκειμένω από κριτήριο ανεξάρτητο από την ιθαγένεια και το μέτρο αυτό, έστω και αν αφορά κυρίως άτομα, που κατοικούν στο εξωτερικό, μπορεί επίσης να επηρεάσει και όλα τα άτομα ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, που οδηγούν όχημα με πινακίδα ελεύθερης, χρήσης, είτε έχουν την κατοικία τους στο εξωτερικό είτε αγόρασαν, ακόμη και αν είναι ημεδαποί, όχημα που προορίζεται για εξαγωγή.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το γεγονός ότι ένα μέτρο που λαμβάνει ένα κράτος μέλος μπορεί ενδεχομένως να θίξει τους υπηκόους άλλων κρατών μελών περισσότερο από τους υπηκόους του δεν σημαίνει ότι το μέτρο έχει το ίδιο αποτέλεσμα με διάκριση που βασίζεται στην ιθαγένεια.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η εναγομένη στην κύρια δίκη επέμειναν στο σημείο αυτό στο γεγονός ότι οι γενικοί όροι ασφάλισης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και οι ειδικοί όροι ασφάλισης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας δεν εξετάζουν καθόλου την ιθαγένεια του ασφαλιζομένου, αλλά ανάγονται στην ίδια την τεχνική και μόνο της ασφάλισης. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρχει οποιαδήποτε συγκαλυμμένη μορφή διάκρισης.

δ)

Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η μη χορήγηση της έκπτωσης καλού οδηγού στην περίπτωση οχήματος που κυκλοφορεί με πινακίδα ελεύθερης χρήσης δεν φαίνεται να αποτελεί ούτε παραβίαση της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρα 59, 60 και 65 της Συνθήκης) ούτε παραβίαση των κανόνων περί ανταγωνισμού των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης.

VI — Προφορική διαδικασία

O Haug-Adrion, εκπροσωπούμενος από το δικηγόρο Dieter Rogalla, η Frankfurter Ver-sicherungs-AG, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Christian Hootz, η γερμανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Roder, Regierungsdirektor im Bundeswirtschaftsministerium, και τον Norbert Walter, Regierungsrat ζ. Α., και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Christoph Bail, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους στη συνεδρίαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1984.

Στη συνέχεια της προφορικής διαδικασίας και σύμφωνα με σχετική απόφαση του προέδρου του τρίτου τμήματος, ο δικηγόρος Rogalla κατέθεσε στις 4 Οκτωβρίου 1984 το απόσπασμα από τον Bundesanzeiger που αφορά τη γερμανική ρύθμιση σχετικά με τα ασφάλιστρα αυτοκινήτων.

Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Νοεμβρίου 1984.

Σκεπτικό

1

Με Διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 1983, που περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Νοεμβρίου 1983, και με συμπληρωματική Διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 1983, που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Νοεμβρίου 1983, το Amtsgericht Aachen υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει κατά πόσον συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο το σύστημα ασφαλίσεως σύμφωνα με το οποίο δεν χορηγείται έκπτωση λόγω καλής οδηγήσεως στους ασφαλιζομένους που είναι κάτοχοι οχήματος με πινακίδες ελεύθερης χρήσης.

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Haug-Adrion, γερμανού υπηκόου, υπαλλήλου της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κατοίκου Βρυξελλών, και της ασφαλιστικής εταιρίας Frankfurter Versiche-rungs-AG με έδρα τη Φραγκφούρτη.

3

Το 1981 ο Haug-Adrion, ενάγων στην κύρια δίκη, αγόρασε αυτοκίνητο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου το αυτοκίνητο αυτό έλαβε «πινακίδες ελεύθερης χρήσης», δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος είχε την πρόθεση να το εξαγάγει στο Βέλγιο. Την ασφάλιση για την αστική ευθύνη, η οποία απαιτείται για να δοθεί άδεια κυκλοφορίας του οχήματος, πραγματοποίησε ο Haug-Adrion στη Frankfurter Versicherungs-AG, η οποία — παρεκκλίνοντας από τα συνηθισμένα της ασφάλιστρα — καθορίζει τα ασφάλιστρα των οχημάτων με πινακίδες ελεύθερης χρήσης χωρίς να λαμβάνει υπόψη την καλή ή κακή οδήγηση του ασφαλιζομένου κατά τα προηγούμενα έτη.

4

Από τη δικογραφία της κύριας δίκης προκύπτει ότι ο Haug-Adrion δικαιούνταν την ανώτατη έκπτωση λόγω καλής οδηγήσεως στην προηγούμενη κατηγορία της συμβάσεως του με τη Frankfurter Versicherungs-AG. Κατόπιν αυτού, ο Haug-Adrion ζήτησε να μεταφερθεί η έκπτωση λόγω καλής οδηγήσεως, την οποία δικαιούνταν βάσει της προηγούμενης ασφαλιστικής του συμβάσεως, στη νέα του σύμβαση για την άδεια κυκλοφορίας με πινακίδες ελεύθερης χρήσης.

5

Μετά τη σχετική άρνηση της ασφαλιστικής εταιρίας άσκησε αγωγή στο εθνικό δικαστήριο και ζήτησε την απόδοση του μέρους του ασφαλίστρου που δεν θα έπρεπε να πληρώσει αν είχε γίνει μεταφορά αυτής της εκπτώσεως, δηλαδή 100 περίπου γερμανικών μάρκων.

6

Το Amtsgericht Aachen αποφάσισε καταρχάς, με Διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 1983, να ζητήσει από το Δικαστήριο να εκδώσει προδικαστική απόφαση ως προς το ακόλουθο ερώτημα, όπως είχε διατυπωθεί από τον ενάγοντα της κύριας δίκης:

«Συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ΕΟΚ και τις άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου το γεγονός ότι οι όροι ασφαλίσεως για την υποχρεωτική ασφάλιση των αυτοκινήτων οχημάτων από άποψη αστικής ευθύνης σε δεδομένο κράτος μέλος, όροι που έχουν εγκριθεί από τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, αποκλείουν συστηματικά τους ασφαλιζομένους που κατοικούν στις άλλες χώρες της Κοινότητας από τις εκπτώσεις ως προς τα ασφάλιστρα οι οποίες χορηγούνται στους κατοίκους του κράτους αυτού και συνδέονται με το πρόσωπο του ασφαλιζομένου;»

7

Με δεύτερη Διάταξη, της 14ης Νοεμβρίου 1983, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι αντικατέστησε την προηγούμενη, το ίδιο δικαστήριο αναμόρφωσε ως εξής τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος:

«Συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ΕΟΚ και τις άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου το γεγονός ότι δεν χορηγείται έκπτωση λόγω καλής οδηγήσεως στους ασφαλιζομένους που κατοικούν σ' άλλη χώρα της Κοινότητας και είναι κάτοχοι αυτοκινήτου με πινακίδες ελεύθερης χρήσης;»

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

8

Κατά την άποψη της ασφαλιστικής εταιρίας, εναγομένης στην κύρια δίκη, το προδικαστικό ερώτημα είναι «απαράδεκτο», διότι η διατύπωση του είναι τόσο γενική ώστε δεν είναι δυνατό το Δικαστήριο να απαντήσει σ' αυτό ερμηνεύοντας τη Συνθήκη. Δεδομένου ότι το εθνικό δικαστήριο δεν ανέφερε καμία διάταξη κοινοτικού δικαίου της οποίας να ζητεί την ερμηνεία και δεν εξέθεσε κατά πόσον μια τέτοια διάταξη μπορεί να έχει κάποια σημασία για την απόφαση του, στην πραγματικότητα πρόκειται, επομένως, για αίτηση με την οποία ζητείται από το Δικαστήριο νομική γνωμάτευση.

9

Όπως έχει ήδη αποφανθεί πολλές φορές το Δικαστήριο, είναι μεν απαραίτητο τα εθνικά δικαστήρια να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι για να επιλυθεί η διαφορά της κύριας δίκης χρειάζεται οπωσδήποτε να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα τους και να καθορίζουν το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να δοθεί η αιτούμενη ερμηνεία, το Δικαστήριο όμως έχει κάθε δικαίωμα στην περίπτωση ερωτημάτων που δεν έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που παρέσχε το εθνικό δικαστήριο και από τη δικογραφία της κύριας δίκης τα στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που χρειάζονται ερμηνεία, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο της διαφοράς.

10

Εν προκειμένω, από τη δικογραφία της κύριας δίκης αναμφίβολα προκύπτει ότι ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι οι διατάξεις περί της χορηγήσεως της εκπτώσεως που προβλέπονται στους γενικούς όρους ασφαλίσεως της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας προσκρούουν στα άρθρα 7 και 65 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον οι διατάξεις αυτές τον αποκλείουν λόγω της ιδιότητάς του ως κατοίκου εξωτερικού, από τις εκπτώσεις ως προς τα ασφάλιστρα οι οποίες συνδέονται με το πρόσωπο του ασφαλιζομένου.

11

Από αυτά προκύπτει ότι το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος μπορεί να προσδιοριστεί επαρκώς και ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτές οι σχετικές αντιρρήσεις της εναγομένης στην κύρια δίκη.

Επί της απαντήσεως που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα

12

Με το ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, το εθνικό δικαστήριο επιδιώκει κατ' ουσία να μάθει αν η θεμελιώδης αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που διατυπώνεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ και συγκεκριμενοποιείται στον τομέα της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών με τα άρθρα 59 και 65 τα οποία απαγορεύουν κάθε περιορισμό που στηρίζεται στην ιθαγένεια ή στον τόπο διαμονής, πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι συμβατικές διατάξεις σαν αυτές που προβλέπονται από τους γενικούς όρους ασφαλίσεως της εναγομένης στην κύρια δίκη είναι ασυμβίβαστες με την αρχή αυτή.

13

Κατόπιν των παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, το ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου πρέπει να θεωρηθεί ότι θέτει επίσης το ζήτημα μήπως η άρνηση χορηγήσεως εκπτώσεως στον ενάγοντα στην κύρια δίκη προσκρούει αφενός στο άρθρο 48 της Συνθήκης, το οποίο απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας, και αφετέρου στα άρθρα 30 και 34 της Συνθήκης, τα οποία αναφέρονται στην κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

14

Προκειμένου, καταρχάς, τόσο για τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που διατυπώνεται στο άρθρο 7, όσο και για τους κανόνες που θέτουν τα άρθρα 48, 59 και 65, στα οποία και συγκεκριμενοποιείται η εν λόγω αρχή, πρέπει να τονιστεί ότι οι διατάξεις αυτές επιδιώκουν την εξάλειψη όλων των μέτρων βάσει των οποίων οι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους υφίστανται — στους τομείς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών — αυστηρότερη μεταχείριση ή καθίσταται μειονεκτική η νομική ή πραγματική τους κατάσταση σε σχέση με τους ημεδαπούς που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

15

Προς στήριξη του ισχυρισμού ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου τις οποίες επικαλέστηκε, ο ενάγων στην κύρια δίκη περιορίστηκε να υποστηρίξει ότι αποτελεί διάκριση το γεγονός ότι η άρνηση χορηγήσεως εκπτώσεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στους ασφαλιζομένους που είναι κάτοχοι οχήματος με πινακίδες ελεύθερης χρήσης αφορά κυρίως τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ή πρόσωπα που δεν κατοικούν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

16

Τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι δυνατό να γίνουν δεκτά στην περίπτωση γενικών όρων καθορισμού ασφαλίστρων σαν αυτούς που αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Πραγματικά, αυτοί οι όροι καθορισμού ασφαλίστρων σε καμία περίπτωση δεν λαμβάνουν υπόψη τους την ιθαγένεια ή τον τόπο κατοικίας του ασφαλιζομένου, αλλά στηρίζονται αποκλειστικά σε αντικειμενικά στοιχεία σχετικά με αυτή την ίδια την τεχνική της ασφάλισης και στο αντικειμενικό κριτήριο της άδειας κυκλοφορίας οχήματος με πινακίδες ελεύθερης χρήσης.

17

Ακόμη και αν μια τέτοια άδεια κυκλοφορίας αφορά, ενδεχομένως, κυρίως τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών και όχι του οικείου κράτους μέλους, η μη χορήγηση της εκπτώσεως για τα οχήματα που κυκλοφορούν με αυτόν τον τρόπο δεν εξαρτάται από λόγους που ανάγονται στην ιθαγένεια και αφορά τόσο τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους που κατοικούν εκεί και έχουν αποκτήσει όχημα προοριζόμενο να εξαχθεί, όσο και τους υπηκόους αυτού του κράτους μέλους που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος και επιθυμούν να εξαγάγουν στο κράτος μέλος όπου έχουν την κατοικία τους όχημα αγορασμένο στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοοι. Αυτή εξάλλου είναι η περίπτωση του ενάγοντος στην κυρία δίκη.

18

Από τα προηγούμενα συνάγεται, επομένως, ότι δεν αντίκειται στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, που καθιερώνουν τα άρθρα 7, 48, 59 και 65 της Συνθήκης ΕΟΚ, η εφαρμογή στις ασφαλιστικές συμβάσεις όρων καθορισμού ασφαλίστρων σαν αυτούς στους οποίους αναφέρεται η διαφορά της κύριας δίκης.

19

Όσον αφορά εξάλλου τις διατάξεις, των οποίων έχει γίνει επίκληση σχετικά με την ελεύ9ερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, εν προκειμένω το άρθρο 34 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο απαγορεύει τους ποσοτικούς περιορισμούς των εξαγωγών καθώς και κάθε μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος, ο ενάγων στην κύρια δίκη υποστηρίζει ότι αυτές οι διατάξεις δεν επιτρέπουν τη διαφορετική μεταχείριση των οχημάτων από άποψη ασφαλίσεως, ανάλογα με το αν αυτά τα τελευταία σταθμεύουν συνήθως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή σε άλλα κράτη μέλη.

20

Πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 34 αφορά μόνο τα εθνικά μέτρα που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να περιορίζουν ειδικά τη ροή των εξαγωγών και να καθιερώνουν με αυτό τον τρόπο διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά το εσωτερικό εμπόριο κράτους μέλους σε σχέση με το εξωτερικό του εμπόριο, ώστε να εξασφαλιστεί ιδιαίτερα προνομιακή μεταχείριση για την εθνική παραγωγή ή την εσωτερική αγορά του εν λόγω κράτους.

21

Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση εθνικής ρυθμίσεως σαν αυτή στην οποία αναφέρεται η διαφορά στην κύρια δίκη, η οποία επιτρέπει απλώς στις ασφαλιστικές εταιρίες να λαμβάνουν υπόψη τους στους όρους καθορισμού των ασφαλίστρων τους ειδικούς όρους χρησιμοποιήσεως των οχημάτων που αυξάνουν ή μειώνουν τον ασφαλιστικό κίνδυνο, όπως συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση χρησιμοποιήσεως οχημάτων που κυκλοφορούν με πινακίδες ελεύθερης χρήσης.

22

Πραγματικά, εκτός του ότι μια τέτοια ρύθμιση κράτους μέλους δεν απαγορεύει κατά κανένα τρόπο στους ασφαλιστές αυτού του κράτους μέλους να χορηγούν έκπτωση για τα οχήματα με πινακίδες ελεύθερης χρήσης, τίποτε δεν δικαιολογεί τη σκέψη ότι όροι καθορισμού ασφαλίστρων σαν αυτούς που αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς στην κύρια δίκη μπορούν, εντασσόμενοι σε ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο, να εξασφαλίσουν οποιοδήποτε προνόμιο για την εθνική παραγωγή ή την εσωτερική αγορά του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

23

Στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν απαγορεύει την άρνηση χορηγήσεως εκπτώσεως λόγω καλής οδηγήσεως στους ασφαλιζομένους που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος και είναι κάτοχοι οχήματος με πινακίδες ελεύθερης χρήσης, εφόσον η άρνηση αυτή βασίζεται σε αντικειμενικά μόνο κριτήρια που απορρέουν από αυτή την ίδια την τεχνική της ασφάλισης και εφαρμόζονται χωρίς διάκριση.

Επί των δικαστικών εξόδων

24

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Amtsgericht Aachen, με Διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 1983, αποφαίνεται:

 

Καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν απαγορεύει την άρνηση χορηγήσεως εκπτώσεως λόγω καλής οδηγήσεως στους ασφαλιζομένους που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος και είναι κάτοχοι οχήματος με πινακίδες ελεύθερης χρήσης, εφόσον η άρνηση αυτή βασίζεται σε αντικειμενικά μόνο κριτήρια που απορρέουν από αυτή την ίδια την τεχνική της ασφαλίσεως και εφαρμόζονται χωρίς διάκριση.

 

Κακούρης

Everling

Galmot

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 1984.

Ο γραμματέας κ.α.α.

J. Α. Pompe

Βοηθός γραμματέας

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

Κ. Κακούρης