22.2.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/22


Δημοσίευση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων

2012/C 52/11

Η παρούσα δημοσίευση παρέχει το δικαίωμα ένστασης κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου (1). Η δήλωση ένστασης υποβάλλεται στην Επιτροπή εντός εξαμήνου από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης.

ΕΝΙΑΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 510/2006 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

«CABRITO DO ALENTEJO»

Αριθ. ΕΚ: PT-PGI-0005-0791-08.10.2009

ΠΓΕ ( X ) ΠΟΠ ( )

1.   Ονομασία:

«Cabrito do Alentejo»

2.   Κράτος μέλος ή τρίτη χώρα:

Πορτογαλία

3.   Περιγραφή του γεωργικού προϊόντος ή του τροφίμου:

3.1.   Τύπος προϊόντων:

Κλάση 1.1.

Νωπά κρέατα (και βρώσιμα παραπροϊόντα σφαγείων)

3.2.   Περιγραφή του προϊόντος για το οποίο ισχύει η ονομασία υπό 1:

Η ονομασία «Cabrito do Alentejo» (κατσικάκι του Alentejo) καλύπτει τα σφάγια και το κρέας που προέρχονται από τη σφαγή εριφίων τα οποία, αφενός, είναι εγγεγραμμένα στο βιβλίο γεννήσεων και προέρχονται από γονείς εγγεγραμμένους στο ζωοτεχνικό μητρώο ή/και στο γενεαλογικό βιβλίο της φυλής «Caprina Serpentina», ή ακόμη προέρχονται από καταληκτικό ζευγάρωμα στο οποίο συμμετέχει μια πατρική γραμμή εγγεγραμμένη στο ζωοτεχνικό μητρώο ή/και στο γενεαλογικό βιβλίο της φυλής «Caprina Serpentina» και, αφετέρου, έχουν γεννηθεί, εκτραφεί και σφαγεί σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες.

Σύμφωνα με τις παραδοσιακές τοπικές πρακτικές εκτροφής των ζώων και των δύο φύλων, η σφαγή γίνεται σε ηλικία 30 έως 120 ημερών. Τα σφάγια, των οποίων το βάρος κυμαίνεται μεταξύ 3,5 kg και 7,5 kg, χαρακτηρίζονται από μικρή περιεκτικότητα σε λίπος και μεγάλη αναλογία σε μύες. Το κρέας έχει ανοιχτοκόκκινο χρώμα, είναι τρυφερό, χυμώδες και έχει ευχάριστο άρωμα.

3.3.   Πρώτες ύλες (μόνο για μεταποιημένα προϊόντα):

3.4.   Ζωοτροφές (μόνο για προϊόντα ζωικής προέλευσης):

Το προϊόν Cabrito do Alentejo τρέφεται κοντά στη μητέρα από τη γέννηση έως την ηλικία των 30 έως 120 ημερών.

Κατά την ηλικία των 15 ημερών, τα ερίφια λαμβάνουν μερικά ινώδη στοιχεία, γνωστά με το όνομα «roedores», προκειμένου να ευνοηθεί η ανάπτυξη του πεπτικού τους συστήματος ή απλώς για να «διασκεδάζουν» ικανοποιώντας την έμφυτη ανάγκη τους για μάσηση και να αποφεύγονται οι καταστάσεις άγχους. Πρόκειται για τρόφιμα αποτελούμενα κυρίως από: άχυρα καλής ποιότητας (εύγευστα και ευκολοχώνευτα)· φύλλα αριάς, φελλοδρυός και άλλων ειδών· σιτηρά· σύνθετα προϊόντα αποτελούμενα αποκλειστικά από σιτηρά (αραβόσιτο, σίτο, βρώμη, κριθή, σίκαλη, κλπ.)· πρωτεϊνούχα (μπιζέλια, κουκιά, λαθούρια, βίκος, κτηνοτροφικά ρεβύθια, κλπ.)· πίτες έκθλιψης αραβοσίτου, σόγιας, τεύτλων και άλλα· άλλα υποπροϊόντα γεωργίας, φυτοκομίας και οπωροκαλλιέργειας.

Τα τρόφιμα αυτά μπορούν επίσης να περιέχουν — σε μικρές ποσότητες — λίπη, ανθρακικά, διττανθρακικά, φωσφορικά και χλωριούχα, καθώς και ορό γάλακτος σε σκόνη και ανόργανα ή βιταμινούχα συμπληρώματα.

Όλα αυτά τα τρόφιμα προορίζονται αποκλειστικά για τη συμπλήρωση του μητρικού γάλακτος· καλύπτουν το 15 % κατά μέγιστο των διατροφικών αναγκών των εριφίων που βρίσκονται στη φάση του θηλασμού.

Απαγορεύεται η χορήγηση ενισχυτικών της ανάπτυξης όπως αναβολικά, ορμόνες και συναφή προϊόντα, φυσικά ή τεχνητά.

Οι χορηγήσεις νερού και τροφίμων είναι πάντοτε σύμφωνες με τους στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής και καλής διαβίωσης των ζώων.

3.5.   Συγκεκριμένα στάδια της παραγωγής που πρέπει να εκτελούνται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής:

Η παραγωγή εκτελείται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής· η σφαγή, ο τεμαχισμός και η συσκευασία μπορούν να εκτελούνται εκτός της γεωγραφικής περιοχής παραγωγής.

3.6.   Ειδικοί κανόνες για τον τεμαχισμό, το τρίψιμο, τη συσκευασία κ.λπ.:

Το προϊόν Cabrito do Alentejo μπορεί να διατίθεται στο εμπόριο υπό μορφή ακέραιων σφαγίων, ημισφαγίων συσκευασμένων ή μη, ή των ακόλουθων τεμαχίων σφαγίων: ωμοπλάτη, τράχηλος, στήθος και περιτόναιο, άνω πλευρές, μηρός και εντόσθια. Τα τεμάχια πρέπει υποχρεωτικά να συσκευάζονται σε σκαφίδια.

3.7.   Ειδικοί κανόνες για την επισήμανση:

Η επισήμανση πρέπει να περιλαμβάνει την ένδειξη «Cabrito do Alentejo — IGP», το λογότυπο του προϊόντος (σχήμα 1), το λογότυπο των ΠΓΕ, καθώς και το όνομα του οργανισμού πιστοποίησης.

Σχήμα 1

Image

Image

4.   Συνοπτική οριοθέτηση της γεωγραφικής περιοχής:

Η γεωγραφική περιοχή παραγωγής είναι προσδιορίζεται με φυσικό τρόπο, από διοικητική άποψη, καθώς καλύπτει τα διοικητικά διαμερίσματα των Portalegre, Évora και Beja (πλην του concelho του Sines και των freguesias των Vila Nova de Milfontes, Langueira, Almograve και Zambujeira do Mar, που υπάγονται στο «concelho» του Odemira)· τα concelhos της Grândola (πλην των freguesias των Carvalhal και Melides), του Alcácer do Sal (πλην των freguesias των Santa Maria do Castelo και Comporta), του Santiago do Cacém (πλην της freguesia του Santo André), του Alcoutim (πλην της freguesia του Vaqueiros) και των freguesias των Couço και Santana do Mato, που υπάγονται στο concelho de Coruche, του São Marcos da Serra, που υπάγεται στο concelho του Silves και του Ameixial, που υπάγεται στο concelho του Loulé.

5.   Δεσμός με τη γεωγραφική περιοχή:

5.1.   Ιδιαιτερότητα της γεωγραφικής περιοχής:

Η γεωγραφική παραγωγή γέννησης και εκτροφής των ζώων καλύπτει τα τμήματα του Alentejo και των όμορων κοινοτήτων που χαρακτηρίζονται από φτωχά εδάφη, αποτελούμενα ιδίως από σχιστόλιθους και προϊόντα διάβρωσής τους, καθώς και από μεγάλη αναλογία βοσκοτόπων σε έντονα επικλινείς περιοχές, καλυμμένες από πυκνή μακία, που δεν είναι προσβάσιμες στα γεωργικά μηχανήματα και όπου τα άλλα είδη συναντούν μεγάλες δυσκολίες για την επιβίωσή τους (λόγω τόσο της φύσης των βοσκοτόπων όσο και της δυσκολίας πρόσβασης στα εδάφη αυτά).

Οι επικρατούσες εκμεταλλεύσεις στην περιοχή είναι γεωργοδασοποιμενικού εκτατικού τύπου. Τα αιγοειδή αποτελούν αντικείμενο εκτροφής εκτατικού τύπου που συνίσταται υποχρεωτικά στην υπαίθρια εκτροφή. Η επικρατούσα χρήση των εδαφών έχει επομένως ως εξής: υπόροφος μεσογειακού δάσους (αριές και φελλοδρύες), περιοχές καλλιέργειας σιτηρών (ξηρή καλλιέργεια), περιοχές αρόσιμων καλλιεργειών (καλλιεργούμενες ζωοτροφές και φυσικοί ή βελτιωμένοι βοσκότοποι) και ακαλλιέργητες εκτάσεις.

Η εναλλαγή των ψυχρών και βροχερών χειμώνων με τα θερμά και ξηρά καλοκαίρια αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό της εν λόγω γεωγραφικής περιοχής, το οποίο καθορίζει όχι μόνον τη φύση της φυτοκάλυψης των σχετικών περιοχών αλλά επίσης τη σύνθεσή της, η οποία ποικίλλει κατά την διάρκεια του έτους. Η βλάστηση αποτελείται από αυτόχθονα είδη αγρωστωδών (Dactylis glomerata, Lolium ssp., Bromus ssp. et autres) και ψυχανθών (κυρίως, διάφορες ποικιλίες Trifolium και Mendicago, αλλά επίσης Ornithopus, Lotus, Scorpiurus, κλπ.), καθώς και από θαμνώδη φυτά (διάφορες ποικιλίες Cistes γνωστές τοπικά ως «estevas», «sargaços», «piorno» και «tojo») και είδη εξαιρετικά τυπικά του είδους Quercus (αριές και φελλοδρύες), που παρέχουν βελανίδια και φύλλα. Αυτός ο τύπος φυτοκάλυψης αποτελεί όχι μόνον τη διατροφική βάση των ενήλικων ζώων, αλλά και καθοριστικό παράγοντα δεδομένου ότι, αφενός, επηρεάζει καθοριστικά, μέσω της φυσικής επιλογής, τα χαρακτηριστικά των ζώων που είναι ανθεκτικά και καταφέρνουν να επιβιώσουν, να αναπαραχθούν και να θηλάσουν τα μικρά τους σε τόσο αντίξοες συνθήκες, όπως στην περίπτωση της φυλής «Serpentina» και των καταληκτικών διασταυρώσεών της και, αφετέρου, είναι καθοριστική για την μεταβολή των χαρακτηριστικών του γάλακτος αναλόγως της εποχής του έτους.

5.2.   Ιδιοτυπία του προϊόντος:

Από τα πορίσματα μελετών που διεξήχθηκαν στα σφάγια του Cabrito do Alentejo προκύπτει ότι αυτά παρουσιάζουν τις εξής ιδιαιτερότητες: ανοιχτό χρώμα λόγω της παρουσίας υποδόριου λίπους, επίσης ανοιχτόχρωμου· αναλογία μυών 60 έως 66 %, οι οποίοι είναι αρκετά τρυφεροί και χυμώδεις· μέση αναλογία οστών 25 %· ποσοστό λίπους κατώτερο από αυτό που διαπιστώνεται σε άλλους γενετικούς τύπους που έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελετών· επαρκής οικονομική απόδοση, δεδομένου ότι η ωμοπλάτη, οι πλευρές και οι μηροί αντιπροσωπεύουν συνολικά περίπου το 70 % του βάρους του σφαγίου. Το βρώσιμο τμήμα, το οποίο αποτελείται από μύες και ενδομυϊκό λίπος, έχει περιεκτικότητα σε λίπος 6 έως 8 %.

Τα κυριότερα λιπαρά οξέα που είναι παρόντα στο λίπος του Cabrito do Alentejo είναι το ελαϊκό οξύ, (C18:1 cis-9), το παλμιτικό οξύ (C16:0) και το στεαρικό οξύ (C18:0), που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 70 % του συνόλου.

Όσον αφορά τη συγκέντρωση του λινελαϊκού οξέος (CLA), αυτή ποικίλλει από 0,34 έως 0,66 % κατά τη διάρκεια του έτους.

5.3.   Αιτιώδης σχέση που συνδέει τη γεωγραφική περιοχή με την ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά του προϊόντος (για τις ΠΟΠ) ή με συγκεκριμένη ποιότητα, με τη φήμη ή άλλα χαρακτηριστικά του προϊόντος (για τις ΠΓΕ):

Τα φυτοεδαφοκλιματικά χαρακτηριστικά της γεωγραφικής περιοχής, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση από τον άνθρωπο, ορίζουν ένα οικοσύστημα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις τεχνικές εκτροφής που εφαρμόζονται ειδικά στην περιοχή του Alentejo και με τα χαρακτηριστικά της φυλής, συνέβαλε ώστε το κρέας των εριφίων των οποίων ο ένας ή και οι δύο γονείς ανήκουν στη φυλή «Serpentina» να εμφανίζεται στην αγορά ως ιδιαίτερο προϊόν προοριζόμενο για την κατανάλωση, ιδίως σε εποχές όπου η παράδοση και το κοινωνικό statut είχαν προεξάρχοντα ρόλο. Για το λόγο αυτό, το προϊόν Cabrito do Alentejo, εδώ και πολύ καιρό (οι γραπτές αναφορές σε συνταγές με βάση το Cabrito do Alentejo ανάγονται ήδη στον 16ο αιώνα) είναι φημισμένο μεταξύ των καταναλωτών, χάρη στην ιδιαιτερότητα των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του κρέατος και την αναγνωρισμένη γαστρονομική αξία του, ιδίως τις δύο εποχές του έτους κατά τις οποίες η κατανάλωσή του είναι αυξημένη, δηλαδή τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.

Σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές της περιοχής, τα ζώα σφάζονται πριν απογαλακτιστούν, δηλαδή στο προμηρυκαστικό στάδιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ποιότητα του μητρικού γάλακτος είναι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει την ποιότητα των σφαγίων των εριφίων. Δεδομένου ότι το διατροφικό καθεστώς της μητέρας εξαρτάται σημαντικά από τις φυτοεδαφοκλιματικές συνθήκες, οι οποίες ποικίλλουν καθόλη τη διάρκεια του έτους στην περιοχή παραγωγής, η συγκέντρωση λινελαϊκού οξέος στο γάλα ποικίλλει επίσης, γεγονός που έχει θετική επίδραση στις ποσότητες που είναι παρούσες στο ενδομυϊκό λίπος του longissimus dorsi των ζώων και επηρεάζει με τη σειρά του το χρώμα, τις οργανοληπτικές ιδιότητες και τη γευστικότητα του κρέατος. Εξάλλου, η συγκέντρωση λινελαϊκού οξέος και άλλων λιπαρών οξέων είναι πάντοτε υψηλότερη στο Cabrito do Alentejo σε σχέση με τις άλλες φυλές, γεγονός που αντανακλάται αισθητά στη μεταβαλλόμενη συγκέντρωση λιπαρών οξέων στο κρέας των εν λόγω εριφίων καθόλη τη διάρκεια του έτους. Αυτοί οι δύο παράγοντες εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την σημαντική ζήτηση για το Cabrito do Alentejo από τους καταναλωτές κατά τις δύο προαναφερόμενες εορταστικές περιόδους του έτους.

Παραπομπή στη δημοσίευση των προδιαγραφών:

[Άρθρο 5 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006]

http://www.gpp.pt/Valor/Cabrito_Alentejo_CE_MAIO2011.pdf


(1)  ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12.