20.5.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 148/4


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 523/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 12ης Μαρτίου 2014

για συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό τού τι συνιστά στενή αντιστοιχία μεταξύ της αξίας των καλυμμένων ομολόγων και της αξίας των στοιχείων ενεργητικού ενός πιστωτικού ιδρύματος

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 33 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Κέρδη ή ζημίες από τις υποχρεώσεις ιδρύματος που προκύπτουν από αλλαγές στον ίδιο πιστωτικό κίνδυνο του ιδρύματος δεν πρέπει, καταρχήν, να συμπεριλαμβάνονται ως στοιχείο ίδιων κεφαλαίων. Ωστόσο, σε επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται αυστηρά στη συμπληρωματική χρηματοδότηση ή στην αρχή της ισορροπίας, ο ανωτέρω κανόνας δεν ισχύει με βάση την παραδοχή ότι μείωση ή αύξηση της αξίας μιας υποχρέωσης αντισταθμίζεται πλήρως με αντίστοιχη μείωση ή αύξηση της αξίας του στοιχείου ενεργητικού, μεταξύ του οποίου και της εν λόγω υποχρέωσης υφίσταται πλήρης αντιστοιχία.

(2)

Είναι σημαντικό να καθοριστούν οι απαιτήσεις για τον προσδιορισμό του κατά πόσον υφίσταται στενή αντιστοιχία μεταξύ των υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που αποτελούνται από καλυμμένο ομόλογο όπως αναφέρεται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) και της αξίας των υποκείμενων στα καλυμμένα ομόλογα στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος.

(3)

Η στενή αντιστοιχία θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στη λογιστική μεταχείριση των εν λόγω ομολόγων και των υποκείμενων ενυπόθηκων δανείων, χωρίς τα οποία δεν θα ήταν φρόνιμο να συμπεριλαμβάνονται κέρδη και ζημίες που προκύπτουν από αλλαγές του ίδιου πιστωτικού κινδύνου.

(4)

Το δικαίωμα παράδοσης επιτρέπει στον δανειολήπτη να επαναγοράσει το ειδικό καλυμμένο ομόλογο που χρηματοδοτεί το ενυπόθηκο δάνειο στην αγορά και να παραδώσει το καλυμμένο ομόλογο στην τράπεζα ως πρόωρη προεξόφληση του ενυπόθηκου δανείου. Ως συνέπεια της διαθεσιμότητας του εν λόγω δικαιώματος για τον δανειολήπτη, η εύλογη αξία των ενυπόθηκων δανείων θα πρέπει πάντοτε να ισούται με την εύλογη αξία των καλυμμένων ομολόγων που χρηματοδοτούν τα εν λόγω ενυπόθηκα δάνεια. Αυτό σημαίνει ότι ο υπολογισμός της εύλογης αξίας των ενυπόθηκων δανείων θα πρέπει να περιλαμβάνει την εύλογη αποτίμηση του ενσωματωμένου δικαιώματος παράδοσης σύμφωνα με τις καθιερωμένες πρακτικές της αγοράς.

(5)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών στην Επιτροπή.

(6)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

Ως «καλυμμένο ομόλογο» νοείται ομόλογο όπως ορίζεται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ.

2)

Ως «δικαίωμα παράδοσης» νοείται η δυνατότητα εξόφλησης του ενυπόθηκου δανείου επαναγοράζοντας το καλυμμένο ομόλογο είτε στην αγοραία αξία του είτε στην ονομαστική του αξία σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 2

Στενή αντιστοιχία

1.   Θεωρείται ότι υφίσταται στενή αντιστοιχία μεταξύ της αξίας ενός καλυμμένου ομολόγου και της αξίας των στοιχείων ενεργητικού ενός ιδρύματος εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οποιαδήποτε αλλαγή στην εύλογη αξία των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται από το ίδρυμα οδηγεί ανά πάσα στιγμή σε ανάλογες αλλαγές στην εύλογη αξία των υποκείμενων στα καλυμμένα ομόλογα στοιχείων ενεργητικού. Η εύλογη αξία καθορίζεται σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πλαίσιο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

τα υποκείμενα ενυπόθηκα δάνεια, στα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται από το ίδρυμα για τη χρηματοδότηση των δανείων μπορούν ανά πάσα στιγμή να εξοφληθούν με επαναγορά των καλυμμένων ομολόγων στην αγοραία ή στην ονομαστική τους αξία μέσω της άσκησης του δικαιώματος παράδοσης·

γ)

υφίσταται διαφανής μηχανισμός για τον προσδιορισμό της εύλογης αξίας των ενυπόθηκων δανείων και των καλυμμένων ομολόγων. Ο προσδιορισμός της αξίας των ενυπόθηκων δανείων περιλαμβάνει υπολογισμό της εύλογης αξίας του δικαιώματος παράδοσης.

2.   Δεν θεωρείται ότι υφίσταται στενή αντιστοιχία όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθαρό κέρδος ή ζημία προκύπτει από μεταβολές στην αξία των καλυμμένων ομολόγων ή των υποκείμενων ενυπόθηκων δανείων με το ενσωματωμένο δικαίωμα παράδοσης.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 12 Μαρτίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(2)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).