9.11.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 291/16


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1315/2007 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Νοεμβρίου 2007

για την εποπτεία της ασφάλειας στη διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2096/2005

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 550/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2004, σχετικά με την παροχή υπηρεσιών αεροναυτιλίας στο πλαίσιο του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Ουρανού («κανονισμός για την παροχή υπηρεσιών») (1), και ιδίως το άρθρο 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 550/2004, η Επιτροπή πρέπει να προσδιορίσει και να υιοθετήσει τις σχετικές διατάξεις των απαιτήσεων κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας του Eurocontrol (εφεξής «οι ESARR»), λαμβανομένης υπόψη της κείμενης κοινοτικής νομοθεσίας. Η ESARR 1 προβλέπει ένα σύνολο απαιτήσεων κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας με σκοπό την υλοποίηση μιας αποτελεσματικής άσκησης καθηκόντων εποπτείας της ασφάλειας στη διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας (εφεξής «ATM»).

(2)

Ο ρόλος και η αποστολή των εθνικών εποπτικών αρχών έχουν καθορισθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 549/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2004, για τη χάραξη του πλαισίου για τη δημιουργία του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Ουρανού («κανονισμός πλαίσιο») (2), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 550/2004, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 552/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2004, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του ευρωπαϊκού δικτύου διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας («κανονισμός για τη διαλειτουργικότητα») (3), και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2096/2005 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2005, περί καθορισμού κοινών απαιτήσεων για την παροχή υπηρεσιών αεροναυτιλίας (4). Οι κανονισμοί αυτοί περιλαμβάνουν απαιτήσεις σχετικά με την ασφάλεια στην παροχή υπηρεσιών αεροναυτιλίας. Καίτοι την ασφαλή παροχή υπηρεσιών αναλαμβάνει ο πάροχος υπηρεσιών, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν αποτελεσματική εποπτεία μέσω των εθνικών εποπτικών αρχών τους.

(3)

Ο παρών κανονισμός δεν καλύπτει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και τη στρατιωτική εκπαίδευση, όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 549/2004.

(4)

Οι εθνικές εποπτικές αρχές οφείλουν να διεξάγουν ελέγχους της κανονιστικής ρύθμισης και επανεξετάσεις της ασφάλειας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι οποίοι εντάσσονται στις επιθεωρήσεις και εξετάσεις που πραγματοποιούν, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 550/2004.

(5)

Οι εθνικές εποπτικές αρχές χρησιμοποιούν κατά την κρίση τους την προσέγγιση του παρόντος κανονισμού για την εποπτεία της ασφάλειας και σε άλλα πεδία εποπτείας όπου το θεωρούν αυτό αναγκαίο, έτσι ώστε να διαμορφωθεί αποτελεσματική και διεξοδική επίβλεψη.

(6)

Με βάση το παράρτημα 11 τμήμα 2.26 της Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας, στην ESARR 1 προβλέπεται η παρακολούθηση και η εκτίμηση των επιτυγχανόμενων επιπέδων ασφάλειας σε σύγκριση με τα ανεκτά επίπεδα ασφαλείας που έχουν καθορισθεί για συγκεκριμένα τμήματα του εναερίου χώρου. Ωστόσο, τα εν λόγω ανεκτά επίπεδα ασφάλειας χρειάζεται να καθορισθούν ολοκληρωμένα σε κοινοτικό επίπεδο και, συνεπώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη στον παρόντα κανονισμό σε μεταγενέστερο στάδιο.

(7)

Σε όλες τις αεροναυτιλιακές υπηρεσίες, όπως και στη διαχείριση της ροής της εναέριας κυκλοφορίας και τη διαχείριση του εναερίου χώρου, χρησιμοποιούνται λειτουργικά συστήματα που επιτρέπουν τη διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας. Συνεπώς, οι όποιες αλλαγές στα λειτουργικά συστήματα θα πρέπει να υποβάλλονται σε εποπτεία της ασφάλειας.

(8)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 552/2004, οι εθνικές εποπτικές αρχές πρέπει να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση που ένα σύστημα ή ένα συστατικό στοιχείο συστήματος δεν είναι σύμφωνο με τις σχετικές απαιτήσεις. Με αυτό ως δεδομένο, και ιδίως όταν πρέπει να εκδοθεί οδηγία ασφάλειας, η εθνική εποπτική αρχή πρέπει να καθοδηγεί τους κοινοποιημένους οργανισμούς που εμπλέκονται στη διαδικασία έκδοσης δηλώσεων ΕΚ, ούτως ώστε να διεξάγουν ειδικές έρευνες αναφορικά με το συγκεκριμένο τεχνικό σύστημα.

(9)

Θα πρέπει να δίδεται αρκετό χρονικό περιθώριο στις εθνικές εποπτικές αρχές ώστε να προετοιμάζονται για τις αλλαγές στην εποπτεία της ασφάλειας, και ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό στόχων και προτύπων. Ο προσδιορισμός αυτός πρέπει να συνοδεύεται από κατάλληλες κοινοτικές προδιαγραφές και άλλο καθοδηγητικό υλικό.

(10)

Η ετήσια έκθεση των εθνικών εποπτικών αρχών για την εποπτεία της ασφάλειας πρέπει να συμβάλλει στη διαφάνεια και την ανάληψη ευθυνών στην εποπτεία της ασφάλειας. Οι εκθέσεις πρέπει να έχουν ως αποδέκτη το κράτος μέλος που διόρισε ή ίδρυσε την αρχή. Επίσης, πρέπει να χρησιμεύουν στην περιφερειακή συνεργασία και στη διεθνή παρακολούθηση της εποπτείας της ασφάλειας. Στα μέτρα που πρέπει να αναφέρονται στην έκθεση πρέπει να περιλαμβάνεται κάθε πληροφορία σχετική με την παρακολούθηση των επιδόσεων ασφάλειας, τη συμμόρφωση των εποπτευόμενων οργανισμών με τις ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας, το πρόγραμμα των ελέγχων της κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας, την επανεξέταση της επίδειξης ασφάλειας, τις αλλαγές των λειτουργικών συστημάτων που χρησιμοποιούν οι οργανισμοί σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχει αποδεχθεί η αρχή και με τις οδηγίες ασφαλείας που έχει εκδώσει η εθνική εποπτική αρχή.

(11)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 550/2004, οι εθνικές εποπτικές αρχές οφείλουν να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για τη μεταξύ τους στενή συνεργασία, προκειμένου να διασφαλίζουν επαρκή εποπτεία των παρόχων υπηρεσιών αεροναυτιλίας, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σε εναέριο χώρο υπαγόμενο στη δικαιοδοσία κράτους μέλους άλλου από αυτό που εξέδωσε το πιστοποιητικό. Οι αρχές οφείλουν να ανταλλάσσουν πληροφορίες ιδίως όσον αφορά την εποπτεία ασφάλειας των οργανισμών.

(12)

Πρέπει να γίνει η ανάλογη τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2096/2005, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνοχή στο πλαίσιο εφαρμογής του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Ουρανού.

(13)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής για τον ενιαίο ουρανό,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Με τον παρόντα κανονισμό καθιερώνονται καθήκοντα εποπτείας της ασφάλειας στην παροχή αεροναυτιλιακών υπηρεσιών, στη διαχείριση της ροής της εναέριας κυκλοφορίας (εφεξής «ATFM») και στη διαχείριση του εναερίου χώρου (εφεξής «ASM») για τη γενική εναέρια κυκλοφορία, με τον προσδιορισμό και την υιοθέτηση των οικείων υποχρεωτικών διατάξεων της απαίτησης κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας Eurocontrol (ESARR 1) στην ATM, που εκδόθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2004.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις δραστηριότητες των εθνικών εποπτικών αρχών και των αναγνωρισμένων οργανισμών που ενεργούν εξ ονόματός τους, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την εποπτεία της ασφάλειας των αεροναυτιλιακών υπηρεσιών, την ATFM και την ASM.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί που περιέχονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 549/2004.

Επιπλέον, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

ως «διορθωτικό μέτρο», νοείται κάθε μέτρο που αποβλέπει να εξαλειφθεί το αίτιο περίπτωσης μη συμμόρφωσης που διαπιστώθηκε·

2.

ως «λειτουργικό σύστημα», νοείται ο συνδυασμός συστημάτων, διαδικασιών και ανθρώπινων πόρων που έχουν οργανωθεί, έτσι ώστε να επιτελείται μια λειτουργία στο πλαίσιο της ΑΤΜ·

3.

ως «οργανισμός», νοείται είτε κάθε πάροχος αεροναυτιλιακών υπηρεσιών είτε μια οντότητα που παρέχει υπηρεσίες ATFM ή ASΜ·

4.

ως «διαδικασία», νοείται ένα σύνολο αλληλένδετων ή αλληλοεπηρεαζόμενων δραστηριοτήτων, το οποίο μετατρέπει εισαγόμενα στοιχεία σε συγκεκριμένα αποτελέσματα·

5.

ως «επίδειξη ασφαλείας», νοείται η απόδειξη και τα σχετικά στοιχεία ότι μια προτεινόμενη αλλαγή σε ένα λειτουργικό σύστημα μπορεί να εφαρμοσθεί στο πλαίσιο των καθορισμένων στόχων ή προτύπων μέσω του υπάρχοντος κανονιστικού πλαισίου και σε συνοχή με τις απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας·

6.

ως «οδηγία ασφαλείας», νοείται ένα έγγραφο εκδιδόμενο ή υιοθετούμενο από την εθνική εποπτική αρχή, το οποίο ορίζει ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν υποχρεωτικά σε ένα λειτουργικό σύστημα για να αποκατασταθεί η ασφάλεια, όταν τα στοιχεία δείχνουν ότι, ειδάλλως, ενδέχεται να διακυβευθεί η ασφάλεια της αεροπορίας·

7.

ως «στόχος ασφαλείας», νοείται η ποιοτική ή ποσοτική ανάλυση, η οποία ορίζει τη μέγιστη συχνότητα ή πιθανότητα με την οποία αναμένεται να εμφανιστεί ένας κίνδυνος·

8.

ως «έλεγχος της κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας», νοείται η συστηματική και ανεξάρτητη εξέταση που διεξάγεται από εθνική εποπτική αρχή, ή εξ ονόματός της, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον ολόκληρες ρυθμίσεις, ή μέρη τους, που αφορούν την ασφάλεια, οι οποίες σχετίζονται με τις διαδικασίες και τα αποτελέσματά τους, με προϊόντα και υπηρεσίες, συμβαδίζουν με τις απαιτούμενες ρυθμίσεις που αφορούν την ασφάλεια και κατά πόσον εφαρμόζονται αποτελεσματικά και είναι οι κατάλληλες για να επιτυγχάνονται τα προσδοκώμενα αποτελέσματα·

9.

ως «απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας», νοούνται οι απαιτήσεις που έχουν θεσπισθεί από κοινοτικούς ή εθνικούς κανονισμούς για την παροχή αεροναυτιλιακών υπηρεσιών ή την εκτέλεση καθηκόντων ATFM και ASM, όσον αφορά την τεχνική και επιχειρησιακή επάρκεια και καταλληλότητα για την παροχή και εκτέλεση των εν λόγω υπηρεσιών και καθηκόντων, τη διαχείριση της ασφάλειας, καθώς και των συστημάτων, των συστατικών τους στοιχείων και των συνδεόμενων με αυτά διαδικασιών·

10.

ως «απαίτηση ασφαλείας», νοείται ένα μέσο μετριασμού της επικινδυνότητας, το οποίο καθορίζεται από τη στρατηγική μετριασμού της επικινδυνότητας και επιτυγχάνει ένα συγκεκριμένο στόχο ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων των οργανωτικών, επιχειρησιακών, διαδικαστικών και λειτουργικών απαιτήσεων, των απαιτήσεων επιδόσεων και διαλειτουργικότητας ή των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών·

11.

ως «εξακρίβωση», νοείται η επιβεβαίωση, με την παροχή αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων, του ότι πληρούνται οι συγκεκριμένες απαιτήσεις.

Άρθρο 3

Καθήκοντα εποπτείας της ασφάλειας

1.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές ασκούν εποπτεία της ασφάλειας στο πλαίσιο της από πλευράς τους επίβλεψης των απαιτήσεων που ισχύουν για τις υπηρεσίες αεροναυτιλίας, ATFM και ASM, έτσι ώστε να παρακολουθούν την ασφαλή διεξαγωγή των δραστηριοτήτων αυτών και να εξακριβώνουν την τήρηση των απαιτήσεων κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας και των εκτελεστικών τους διευθετήσεων.

2.   Τα κράτη μέλη, όταν συνάπτουν συμφωνία εποπτείας των οργανισμών με δραστηριότητες σε λειτουργικά τμήματα του εναερίου χώρου, τα οποία εκτείνονται σε εναέριο χώρο υπαγόμενο στην αρμοδιότητα περισσοτέρων κρατών μελών, προσδιορίζουν και αναθέτουν τις αρμοδιότητες εποπτείας της ασφάλειας κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται ότι:

α)

υπάρχουν συγκεκριμένα κέντρα αρμοδιότητας για την εφαρμογή όλων των διατάξεων του παρόντος κανονισμού·

β)

τα κράτη μέλη έχουν την επίβλεψη των μηχανισμών εποπτείας της ασφάλειας και των αποτελεσμάτων τους.

Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν τακτικά τη συμφωνία και την εφαρμογή της στην πράξη, ιδίως με βάση τις επιδόσεις ασφαλείας που επιτυγχάνονται.

Άρθρο 4

Παρακολούθηση των επιδόσεων ασφαλείας

1.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές πραγματοποιούν τακτική παρακολούθηση και εκτίμηση των επιτυγχανόμενων επιπέδων ασφάλειας προκειμένου να προσδιορίζουν κατά πόσο συμμορφώνονται προς τις ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας στα τμήματα του εναερίου χώρου που τελούν υπό τη δικαιοδοσία τους.

2.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές χρησιμοποιούν τα αποτελέσματα από την παρακολούθηση της ασφάλειας ιδίως για να προσδιορίζουν πεδία, στα οποία είναι κατά προτεραιότητα αναγκαία η εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τις ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας.

Άρθρο 5

Εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας

1.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές καθιερώνουν διαδικασία για να εξακριβώνουν:

α)

τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας πριν από την έκδοση ή την ανανέωση πιστοποιητικού, αναγκαίου για την παροχή αεροναυτιλιακών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των συναφών με αυτό όρων ασφάλειας·

β)

τη συμμόρφωση προς κάθε σχετική με την ασφάλεια υποχρέωση στην πράξη ορισμού του παρόχου που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 550/2004·

γ)

τη διαρκή συμμόρφωση των οργανισμών προς τις ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφαλείας·

δ)

την εφαρμογή των στόχων ασφάλειας, των απαιτήσεων ασφάλειας και άλλων σχετικών με την ασφάλεια όρων που καθορίζονται:

i)

σε δηλώσεις ΕΚ ελέγχου συστημάτων, καθώς και σε κάθε σχετική δήλωση ΕΚ συμμόρφωσης ή καταλληλότητας χρήσης συστατικών στοιχείων συστημάτων·

ii)

σε διαδικασίες εκτίμησης και μετριασμού της επικινδυνότητας που υπαγορεύονται από ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας στις αεροναυτιλιακές υπηρεσίες, την ATFM και την ASΜ·

ε)

την εφαρμογή οδηγιών ασφάλειας.

2.   Η διαδικασία της παραγράφου 1:

α)

βασίζεται σε τεκμηριωμένες διαδικασίες·

β)

υποστηρίζεται από ειδική τεκμηρίωση απευθυνόμενη στα μέλη του προσωπικού εποπτείας της ασφάλειας, η οποία να περιέχει οδηγίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους·

γ)

παρέχει στον ενδιαφερόμενο οργανισμό τα αποτελέσματα της δραστηριότητας εποπτείας της ασφάλειας·

δ)

βασίζεται σε ελέγχους της κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας και σε επανεξετάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 6, 8 και 9·

ε)

παρέχει στην εθνική εποπτική αρχή τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη περαιτέρω δράσεων, περιλαμβανομένων των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 549/2004 και στο άρθρο 7 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 550/2004 σε περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει συμμόρφωση με τις απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας.

Άρθρο 6

Έλεγχοι της κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας

1.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές και οι εντεταλμένοι από αυτές αναγνωρισμένοι οργανισμοί διεξάγουν ελέγχους της κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας.

2.   Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 έλεγχοι της κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας:

α)

παρέχουν στις εθνικές εποπτικές αρχές τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία συμμόρφωσης προς τις ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας και τις εκτελεστικές τους διευθετήσεις, μέσω της αξιολόγησης της ανάγκης λήψης βελτιωτικού ή διορθωτικού μέτρου·

β)

είναι ανεξάρτητοι από τις δραστηριότητες εσωτερικού ελέγχου που διενεργεί ο αντίστοιχος οργανισμός στα συστήματα ασφάλειας ή τη διαχείριση της ποιότητας·

γ)

διενεργούνται από ειδικευμένους ελεγκτές σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 11·

δ)

ασκούνται σε πλήρεις εκτελεστικές διευθετήσεις, ή σε μέρη των διευθετήσεων αυτών, όπως και σε διαδικασίες, σε προϊόντα ή σε υπηρεσίες·

ε)

προσδιορίζουν κατά πόσον:

i)

οι εκτελεστικές διευθετήσεις συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας·

ii)

τα λαμβανόμενα μέτρα για τις εκτελεστικές ρυθμίσεις συμμορφώνονται προς τις εκτελεστικές διευθετήσεις·

iii)

τα ληφθέντα μέτρα αντιστοιχούν προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα των εκτελεστικών διευθετήσεων·

στ)

οδηγούν στην επανόρθωση όλων των εντοπιζόμενων περιπτώσεων μη συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 7.

3.   Στο πλαίσιο του προγράμματος επιθεώρησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2096/2005, οι εθνικές εποπτικές αρχές καταρτίζουν και επικαιροποιούν τουλάχιστον μια φορά ανά έτος πρόγραμμα ελέγχων κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας, προκειμένου:

α)

να καλύπτονται όλα τα πιθανά πεδία ασφάλειας που δημιουργούν ανησυχίες και κυρίως εκείνα στα οποία έχουν εντοπισθεί προβλήματα·

β)

να καλύπτονται όλοι οι οργανισμοί και οι υπηρεσίες που λειτουργούν υπό την εποπτεία της εθνικής εποπτικής αρχής·

γ)

να διασφαλίζουν ότι διεξάγονται έλεγχοι κατά τρόπο ανάλογο του επιπέδου επικινδυνότητας που θέτουν οι δραστηριότητες των οργανισμών·

δ)

να διασφαλίζουν ότι διεξάγονται επαρκείς έλεγχοι για μια διετία, ούτως ώστε να ελέγχεται η συμμόρφωση όλων αυτών των οργανισμών προς τις ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας σε όλα τα αντίστοιχα πεδία του λειτουργικού συστήματος·

ε)

να διασφαλίζεται η παρακολούθηση της εφαρμογής των διορθωτικών μέτρων.

4.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές μπορούν να αποφασίζουν τροποποιήσεις στην έκταση ήδη προγραμματισμένων ελέγχων, όπως επίσης να προβλέπουν πρόσθετους ελέγχους, οπουδήποτε προκύπτει τέτοια ανάγκη.

5.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές αποφασίζουν ποιες ρυθμίσεις, στοιχεία, υπηρεσίες, προϊόντα, εγκαταστάσεις και δραστηριότητες πρόκειται να ελεγχθούν μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

6.   Τεκμηριώνονται όλες οι παρατηρήσεις και οι εντοπιζόμενες περιπτώσεις μη συμμόρφωσης. Οι τελευταίες αυτές συνοδεύονται από αποδεικτικά στοιχεία και εντοπίζονται με βάση τις ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας και τις εκτελεστικές διευθετήσεις τους, σε σχέση με τις οποίες διενεργήθηκε ο έλεγχος.

Συντάσσεται έκθεση ελέγχου, η οποία περιέχει όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.

Άρθρο 7

Διορθωτικά μέτρα

1.   Η εθνική εποπτική αρχή κοινοποιεί τα πορίσματα του ελέγχου στον οργανισμό που υποβλήθηκε στον έλεγχο και ταυτόχρονα του ζητεί να λάβει διορθωτικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης που εντοπίσθηκαν, με την επιφύλαξη κάθε άλλου διορθωτικού μέτρου απαιτούμενου με βάση τις ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας.

2.   Ο οργανισμός που υποβάλλεται σε έλεγχο καθορίζει τα διορθωτικά μέτρα που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση μιας περίπτωσης μη συμμόρφωσης, όπως και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους.

3.   Η εθνική εποπτική αρχή εκτιμά τα διορθωτικά μέτρα και την εφαρμογή τους, όπως τα καθόρισε ο οργανισμός, και τα αποδέχεται εφόσον από την εκτίμηση αυτή συνάγεται ότι επαρκούν για την επανόρθωση των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης.

4.   Ο οργανισμός που υποβλήθηκε σε έλεγχο προβαίνει σε εφαρμογή των διορθωτικών μέτρων που αποδέχθηκε η εθνική εποπτική αρχή. Τα εν λόγω διορθωτικά μέτρα και η συνακόλουθη διαδικασία παρακολούθησης ολοκληρώνονται εντός της προθεσμίας που έχει αποδεχθεί η εθνική εποπτική αρχή.

Άρθρο 8

Εποπτεία της ασφάλειας στις αλλαγές σε λειτουργικά συστήματα

1.   Οι οργανισμοί χρησιμοποιούν μόνον διαδικασίες που έχει αποδεχθεί η εθνική εποπτική τους αρχή όταν αποφασίζουν κατά πόσον θα επιφέρουν στα λειτουργικά τους συστήματα αλλαγή συναφή με την ασφάλεια. Όταν πρόκειται για παρόχους υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίας και παρόχους υπηρεσιών επικοινωνιών, αεροναυτιλίας και επιτήρησης, η εθνική εποπτική αρχή αποδέχεται τις διαδικασίες αυτές στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2096/2005.

2.   Οι οργανισμοί κοινοποιούν στην εθνική εποπτική τους αρχή όλες τις προγραμματιζόμενες αλλαγές που αφορούν την ασφάλεια. Προς το σκοπό αυτό, οι εθνικές εποπτικές αρχές ορίζουν κατάλληλες διοικητικές διαδικασίες σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

3.   Οι οργανισμοί μπορούν να θέσουν σε εφαρμογή την αλλαγή που κοινοποίησαν με βάση τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εκτός περιπτώσεως εφαρμογής του άρθρου 9.

Άρθρο 9

Διαδικασία εξέτασης των σχεδιαζόμενων αλλαγών

1.   Η εθνική εποπτική αρχή εξετάζει τις σχετικές με την ασφάλεια επιδείξεις νέων λειτουργικών συστημάτων ή αλλαγών στα υπάρχοντα λειτουργικά συστήματα τις οποίες προτείνει ένας οργανισμός, όταν:

α)

μετά από αξιολόγηση της σοβαρότητας που διεξάχθηκε σύμφωνα με το παράρτημα II μέρος 3.2.4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2096/2005, προσδιορίστηκε βαθμός σοβαρότητας 1 ή βαθμός σοβαρότητας 2 για τα πιθανά αποτελέσματα των κινδύνων που εντοπίσθηκαν, ή

β)

η εφαρμογή των αλλαγών απαιτεί την εισαγωγή νέων αεροπορικών προτύπων.

Όταν η εθνική εποπτική αρχή ορίσει ότι χρειάζεται η διενέργεια εξέτασης σε περιπτώσεις άλλες από τις αναφερόμενες στα στοιχεία α) και β), ειδοποιεί τον οργανισμό ότι θα προβεί σε εξέταση ως προς την ασφάλεια των αλλαγών που της κοινοποιήθηκαν.

2.   Η εξέταση διεξάγεται κατά τρόπο ανάλογο του επιπέδου επικινδυνότητας που παρουσιάζει το νέο λειτουργικό σύστημα ή η αλλαγή σε υπάρχοντα λειτουργικά συστήματα.

Η εξέταση:

α)

χρησιμοποιεί τεκμηριωμένες διαδικασίες·

β)

στηρίζεται σε ειδική τεκμηρίωση προς χρήση του προσωπικού εποπτείας της ασφάλειας, στο οποίο παρέχει οδηγίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του·

γ)

λαμβάνει υπόψη της τους στόχους ασφάλειας, τις απαιτήσεις ασφάλειας και άλλους σχετικούς με την ασφάλεια όρους συνδεόμενους με την εξεταζόμενη αλλαγή, οι οποίοι έχουν προσδιορισθεί σε:

i)

δηλώσεις ΕΚ ελέγχου συστημάτων·

ii)

δηλώσεις ΕΚ συμμόρφωσης ή καταλληλότητας προς χρήση συστατικών στοιχείων συστημάτων· ή

iii)

τεκμηρίωση εκτίμησης επικινδυνότητας και μετριασμού της, η οποία να έχει εκπονηθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας·

δ)

επισημαίνει πρόσθετους όρους ασφάλειας για την εφαρμογή της αλλαγής, όπου χρειάζεται·

ε)

εκτιμά ότι η εκτιθέμενη επίδειξη είναι αποδεκτή, λαμβάνοντας υπόψη:

i)

την ταυτοποίηση των κινδύνων·

ii)

τη συνοχή της ταξινόμησης σε βαθμούς σοβαρότητας·

iii)

την εγκυρότητα των στόχων ασφάλειας·

iv)

την εγκυρότητα, την αποτελεσματικότητα και τη σκοπιμότητα των απαιτήσεων ασφαλείας και κάθε άλλου τεθέντος όρου σχετικού με την ασφάλεια·

v)

την απόδειξη ότι πληρούνται συνεχώς οι στόχοι ασφάλειας, οι απαιτήσεις ασφάλειας και οι λοιποί σχετικοί με την ασφάλεια όροι·

vi)

την απόδειξη ότι οι διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν για την προβολή των υπέρ της ασφάλειας επιχειρημάτων πληρούν τις ισχύουσες απαιτήσεις κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας·

στ)

ελέγχει τις διαδικασίες που χρησιμοποίησαν οι οργανισμοί για να προβάλουν τα υπέρ της ασφάλειας επιχειρήματα όσον αφορά το υπό εξέταση νέο λειτουργικό σύστημα ή τις αλλαγές σε υπάρχοντα λειτουργικά συστήματα·

ζ)

επισημαίνει την ενδεχόμενη ανάγκη να ελεγχθεί η εν εξελίξει συμμόρφωση·

η)

περιλαμβάνει κάθε αναγκαία συντονιστική διαδικασία με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την από άποψη ασφάλειας εποπτεία της αξιοπλοΐας και των πτητικών εργασιών·

θ)

γνωστοποιεί τη αποδοχή, κατά περίπτωση υπό όρους, ή την μη αποδοχή, με τους σχετικούς λόγους, της σχεδιαζόμενης αλλαγής.

3.   Η θέση σε εφαρμογή της αλλαγής που τέθηκε σε εξέταση τελεί υπό τον όρο της αποδοχής της από την εθνική εποπτική αρχή.

Άρθρο 10

Αναγνωρισμένοι οργανισμοί

1.   Όταν μια εθνική εποπτική αρχή αποφασίζει να αναθέσει σε αναγνωρισμένο οργανισμό τη διεξαγωγή ελέγχων της κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας ή εξετάσεων σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2, εξασφαλίζει ότι στα κριτήρια με βάση τα οποία επιλέγει έναν από τους αναγνωρισμένους οργανισμούς σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 550/2004 περιλαμβάνονται τα εξής:

α)

ο αναγνωρισμένος οργανισμός διαθέτει πείρα στην εκτίμηση της ασφάλειας των οντοτήτων αεροναυτιλίας·

β)

ο αναγνωρισμένος οργανισμός δεν είναι ταυτόχρονα αναμεμειγμένος σε εσωτερικές δραστηριότητες του ενδιαφερόμενου φορέα σχετικές με τα συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας ή της ποιότητας·

γ)

κάθε μέλος του προσωπικού που μετέχει στη διεξαγωγή ελέγχων της κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας ή εξετάσεων είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο και ειδικευμένο και πληροί τα κριτήρια του άρθρου 11 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο αναγνωρισμένος οργανισμός αποδέχεται το ενδεχόμενο να υποβληθεί σε έλεγχο από την εθνική εποπτική αρχή ή από οποιοδήποτε φορέα που ενεργεί εξ ονόματός της.

3.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές τηρούν αρχείο των αναγνωρισμένων οργανισμών τους οποίους έχουν επιφορτίσει με τη διεξαγωγή ελέγχων της κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας ή τη διεξαγωγή εξετάσεων εξ ονόματός τους. Τα αρχεία αυτά περιλαμβάνουν τεκμηρίωση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 1.

Άρθρο 11

Ικανότητες για την εποπτεία της ασφάλειας

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές διαθέτουν την αναγκαία ικανότητα να ασκούν εποπτεία της ασφάλειας όλων των οργανισμών που λειτουργούν υπό την επίβλεψή τους, όπως επίσης και τους αναγκαίους πόρους για να φέρουν σε πέρας τις δράσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές πραγματοποιούν και επικαιροποιούν, ανά διετία, εκτίμηση του ανθρώπινου δυναμικού που χρειάζεται για την άσκηση των λειτουργιών εποπτείας της ασφάλειας, με βάση ανάλυση των διαδικασιών που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό και την εφαρμογή τους.

3.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές εξασφαλίζουν ότι όλα τα πρόσωπα που μετέχουν σε δραστηριότητες εποπτείας της ασφάλειας είναι σε θέση να φέρουν σε πέρας τα απαιτούμενα καθήκοντα. Εν προκειμένω:

α)

καθορίζουν και τεκμηριώνουν την εκπαίδευση, την επιμόρφωση, τις τεχνικές και τις επιχειρησιακές γνώσεις, την πείρα και τα προσόντα που σχετίζονται με τα καθήκοντα κάθε θέσης εργασίας ενταγμένης σε δραστηριότητες εποπτείας της ασφάλειας στο εσωτερικό της οργανωτικής τους δομής·

β)

εξασφαλίζουν ειδική επιμόρφωση για όσους μετέχουν σε δραστηριότητες εποπτείας της ασφάλειας στο εσωτερικό της οργανωτικής τους δομής·

γ)

εξασφαλίζουν ότι το προσωπικό που έχει διορισθεί για να διεξάγει κανονιστικούς ελέγχους ασφαλείας, καθώς και το ελεγκτικό προσωπικό αναγνωρισμένων οργανισμών, πληροί τα ειδικά κριτήρια όσον αφορά τα προσόντα που έχει ορίσει η εθνική εποπτική αρχή. Τα κριτήρια αφορούν:

i)

τις γνώσεις και την κατανόηση των απαιτήσεων που αφορούν την παροχή υπηρεσιών αεροναυτιλίας, ATFM και ASM, σε σχέση με τις οποίες είναι δυνατόν να διεξάγονται οι κανονιστικοί έλεγχοι ασφαλείας·

ii)

τη χρήση των τεχνικών εκτίμησης·

iii)

τα προσόντα που απαιτούνται για τη διαχείριση ενός ελέγχου·

iv)

την απόδειξη της επαγγελματικής επάρκειας των ελεγκτών με αξιολόγηση ή με άλλο αποδεκτό μέσο.

Άρθρο 12

Οδηγίες ασφάλειας

1.   Η εθνική εποπτική αρχή εκδίδει οδηγία ασφάλειας, όταν διαπιστώσει ότι ορισμένο λειτουργικό σύστημα βρίσκεται σε κινδυνώδη κατάσταση, η οποία απαιτεί την άμεση ανάληψη δράσης.

2.   Στους ενδιαφερόμενους οργανισμούς διαβιβάζεται οδηγία ασφαλείας, η οποία περιέχει τις ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες:

α)

εντοπισμό της κινδυνώδους κατάστασης·

β)

ταυτοποίηση του προσβληθέντος λειτουργικού συστήματος·

γ)

απαιτούμενες ενέργειες και αιτιολόγησή τους·

δ)

προθεσμία συμμόρφωσης των απαιτούμενων ενεργειών προς την οδηγία ασφαλείας· και

ε)

ημερομηνία έναρξης της ισχύος της.

3.   Η εθνική εποπτική αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της οδηγίας ασφαλείας στις άλλες ενδιαφερόμενες εθνικές εποπτικές αρχές, και ιδίως σε εκείνες που μετέχουν στην εποπτεία ασφαλείας του λειτουργικού συστήματος, καθώς και, εφόσον χρειάζεται, στην Επιτροπή, στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασφάλειας της Αεροπορίας (EASA), και στον Eurocontrol.

4.   Η εθνική εποπτική αρχή ελέγχει τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες οδηγίες ασφάλειας.

Άρθρο 13

Αρχεία εποπτείας της ασφάλειας

Οι εθνικές εποπτικές αρχές τηρούν τα ενδεδειγμένα αρχεία διατηρώντας ανοικτή την πρόσβαση σε αυτά. Τα αρχεία αφορούν τις διαδικασίες που οι εν λόγω αρχές εφαρμόζουν για την εποπτεία της ασφάλειας, περιλαμβανομένων των εκθέσεων όλων των ελέγχων κανονιστικής ρύθμισης της ασφάλειας και άλλων σχετικών με την ασφάλεια εκθέσεων, που αφορούν πιστοποιητικά, διορισμούς, την εποπτεία της ασφάλειας αλλαγών, οδηγίες ασφάλειας και την προσφυγή σε αναγνωρισμένους οργανισμούς.

Άρθρο 14

Έκθεση αναφοράς για την εποπτεία της ασφάλειας

1.   Η εθνική εποπτική αρχή συντάσσει ετησίως έκθεση για την εποπτεία της ασφάλειας με θέμα τα μέτρα που έλαβε βάσει του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση περιέχει επίσης πληροφορίες για τα εξής:

α)

την οργανωτική δομή και τις διαδικασίες της εθνικής εποπτικής αρχής·

β)

τον εναέριο χώρο που εμπίπτει στη δικαιοδοσία των κρατών μελών που ίδρυσαν ή διόρισαν εθνική εποπτική αρχή και τους οργανισμούς που υπάγονται στην επίβλεψη της εθνικής εποπτικής αρχής·

γ)

τους αναγνωρισμένους οργανισμούς στους οποίους έχει ανατεθεί η διεξαγωγή των κανονιστικών ελέγχων ασφάλειας·

δ)

τους πόρους της αρχής·

ε)

οποιαδήποτε ζητήματα ασφάλειας διαπιστώθηκαν από τις διαδικασίες εποπτείας της ασφάλειας που εφαρμόζει η εθνική εποπτική αρχή.

2.   Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τις εκθέσεις των εθνικών εποπτικών αρχών τους για τη σύνταξη των ετήσιων εκθέσεών τους προς την Επιτροπή που προβλέπονται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 549/2004.

3.   Η ετήσια έκθεση για την εποπτεία της ασφάλειας είναι στη διάθεση των ενδιαφερομένων κρατών μελών, στην περίπτωση λειτουργικών τμημάτων εναερίου χώρου, και στη διάθεση προγραμμάτων ή δραστηριοτήτων διεξαγόμενων με βάση συμφωνημένες διεθνείς ρυθμίσεις για την παρακολούθηση ή τον έλεγχο της εφαρμογής της εποπτείας της ασφάλειας στην παροχή υπηρεσιών αεροναυτιλίας, ATFM και ASM.

Άρθρο 15

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών

Οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη μεταξύ τους στενή συνεργασία σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 550/2004 και ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία χρήσιμη για την εποπτεία της ασφάλειας όλων των οργανισμών που παρέχουν υπηρεσίες ή εκτελούν καθήκοντα διασυνοριακού χαρακτήρα.

Άρθρο 16

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2096/2005

Το άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2096/2005 διαγράφεται.

Άρθρο 17

Μεταβατική διάταξη

Τα κράτη μέλη δύνανται να μεταθέσουν την εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 3 μέχρι την 1η Νοεμβρίου 2008. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή περί αυτού.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Νοεμβρίου 2007.

Για την Επιτροπή

Jacques BARROT

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 96 της 31.3.2004, σ. 10.

(2)  ΕΕ L 96 της 31.3.2004, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 96 της 31.3.2004, σ. 26.

(4)  ΕΕ L 335 της 21.12.2005, σ. 13.