31997Y1015(01)

Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών για την εξέταση των υποθέσεων που εμπίπτουν στα άρθρα 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 313 της 15/10/1997 σ. 0003 - 0011


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών για την εξέταση των υποθέσεων που εμπίπτουν στα άρθρα 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ (97/C 313/03)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

I. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1. Στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν διαφορετικά καθήκοντα. Ενώ η Κοινότητα δεν έχει αρμοδιότητα παρά για την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων, τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν μόνον την εθνική νομοθεσία, αλλά συμμετέχουν επίσης στην εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ.

2. Αυτή η συμμετοχή των κρατών μελών στην κοινοτική πολιτική ανταγωνισμού επιτρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις όσο το δυνατόν πιο κοντά στους πολίτες (συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, άρθρο Α). Η αποκεντρωμένη εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού οδηγεί επίσης σε καλύτερη κατανομή των αρμοδιοτήτων. Εάν, λόγω της έκτασης ή των αποτελεσμάτων τους, οι προβλεπόμενες ενέργειες μπορούν να γίνουν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, αρμοδιότητα να ενεργήσει έχει η Επιτροπή. Στις άλλες περιπτώσεις, αρμοδιότητα έχει η εθνική αρχή.

3. Το κοινοτικό δίκαιο εφαρμόζεται αφενός από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού και αφετέρου από τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα, σύμφωνα με τις αρχές που έχουν διατυπωθεί από τον κονοτικό νομοθέτη, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Αποστολή των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων είναι η διασφάλιση των δικαιωμάτων των ιδιωτών στις αμοιβαίες τους σχέσεις (1). Τα εν λόγω δικαιώματα απορρέουν από το άμεσο αποτέλεσμα των απαγορεύσεων του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 (2), καθώς και των κανονισμών απαλλαγή (3), όπως αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο. Οι σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 διευκρινίζονται στη σχετική ανακοίνωση της Επιτροπής του 1993, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εν λόγω οργάνων για την εφαρμογή των συγκεκριμένων άρθρων (4). Η παρούσα ανακοίνωση όσον αφορά τις σχέσεις με τις εθνικές αρχές αντιστοιχεί προς εκείνη του 1993, όσον αφορά τις σχέσεις με τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα.

4. Κοινό σημείο μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού, ως διοικητικών αρχών, είναι να ενεργούν υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, στο πλαίσιο της γενικής τους αποστολής εποπτείας και ελέγχου στον τομέα του ανταγωνισμού (5). Οι σχέσεις τους καθορίζονται καταρχάς από τον κοινό ρόλο που διαδραματίζουν τα εν λόγω θεσμικά όργανα προάσπισης του γενικού συμφέροντος. Για τους λόγους αυτούς, η παρούσα ανακοίνωση έστω και αν προσομοιάζει στην ανακοίνωση για τη συνεργασία με τα δικαιοδοτικά όργανα, λαμβάνει υπόψη αυτή την ιδιαιτερότητα.

5. Η ιδιαιτερότητα του ρόλου της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών χαρακτηρίζεται ιδίως από τις αρμοδιότητες που τους αναθέτουν οι κανονισμοί του Συμβουλίου που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 87 της συνθήκης. Έτσι, το άρθρο 9 του κανονισμού αριθ. 17 (6) ορίζει, στην πρώτη παράγραφο, ότι: «υπό την επιφύλαξη του ελέγχου της αποφάσεώς της από το Δικαστήριο (7), η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να κηρύσσει τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1, ανεφάρμοστες σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 3 της συνθήκης». Το εν λόγω άρθρο ορίζει επίσης, στην παράγραφο 3, ότι: «ενόσω η Επιτροπή δεν έχει κινήσει καμία διαδικασία κατ' εφαρμογή των άρθρων 2 (8), 3 (9) ή 6 (10), οι αρχές των κρατών μελών παραμένουν αρμόδιες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 σύμφωνα με το άρθρο 88 της συνθήκης».

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον έχουν τις αναγκαίες για το σκοπό αυτό εξουσίες βάσει του εθνικού τους δικαίου, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86. Αντίθετα, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3, οι εν λόγω αρχές δεν έχουν αρμοδιότητα να χορηγούν απαλλαγές σε μεμονωμένες υποθέσεις. Οι εν λόγω αρχές πρέπει να εφαρμόζουν τις αποφάσεις και τους κανονισμούς που εκδόθηκαν από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3. Επίσης μπορούν να λαμβάνουν υπόψη και άλλα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή στις περιπτώσεις αυτές και ιδίως διοικητικές επιστολές, ως πραγματικά στοιχεία.

6. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση του ρόλου των εθνικών αρχών ανταγωνισμού θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης και γενικώς θα ενισχύσει την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού στο σύνολο της Κοινότητας. Για τη διασφάλιση και την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή θεωρεί πράγματι ότι θα έπρεπε να γίνεται η ευρύτερη δυνατή εφαρμογή των εν λόγω κανόνων. Οι εθνικές αρχές είναι σε θέση, λόγω της εγγύτητάς τους προς τις ελεγχόμενες δραστηριότητες και επιχειρήσεις, να διασφαλίζουν αποτελεσματικότερα από ό,τι η Επιτροπή την προστασία του ανταγωνισμού.

7. Επίσης είναι σκόπιμο να οργανωθεί η συνεργασία της Επιτροπής και των αρχών αυτών. Για να μπορέσει να αποδώσει όλους τους καρπούς της, η εν λόγω συνεργασία προϋποθέτει στενή και μόνιμη επαφή μεταξύ τους.

8. Με την παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή προτίθεται να παρουσιάσει τις αρχές με βάση τις οποίες θα εξετάζει στο μέλλον τις υποθέσεις που περιγράφονται σ' αυτήν. Με την ανακοίνωση καλούνται επίσης οι επιχειρήσεις να απευθύνονται περισσότερο στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών.

9. Η παρούσα ανακοίνωση περιγράφει τις πρακτικές λεπτομέρειες της συνεργασίας που κρίνεται σκόπιμη μεταξύ των αρχών των κρατών μελών και της Επιτροπής. Δεν επηρεάζει την έκταση των αρμοδιοτήτων που παρέχει η κοινοτική νομοθεσία είτε στην Επιτροπή είτε στις εθνικές αρχές όσον αφορά το χειρισμό των ατομικών υποθέσεων.

10. Για τις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να αποφευχθούν οι πολλαπλοί έλεγχοι της τήρησης των εφαρμοστέων κανόνων ανταγωνισμού οι οποίοι είναι πολυδάπανοι για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, είναι σκόπιμο, στο μέτρο του δυνατού, ο έλεγχος να διενεργείται από μία μόνον αρχή, είτε από την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους, είτε από την Επιτροπή. Αυτός ο έλεγχος από μία και μόνο αρχή προσφέρει πλεονεκτήματα στις επιχειρήσεις.

Οι παράλληλες διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής, αφενός, και της αρχής ανταγωνισμού κράτους μέλους, αφετέρου, είναι πολυδάπανες για τις επιχειρήσεις των οποίων οι δραστηριότητες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τόσο του κοινοτικού δικαίου όσο και των εθνικών νομοθεσιών περί ανταγωνισμού. Οι εν λόγω διαδικασίες ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη διενέργεια πολλαπλών ελέγχων της ίδιας δραστηριότητας, εκ μέρους της Επιτροπής, αφενός, και εκ μέρους των ενδιαφερομένων αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών, αφετέρου.

Κατά συνέπεια, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού μπορούν να κρίνουν ευνοϊκότερο ότι είναι προτιμότερο ορισμένες υποθέσεις που υπάγονται στο εν λόγω δίκαιο να εξετάζονται μόνον από τις αρχές των κρατών μελών. Για να υπάρξει πλήρης αξιοποίηση του εν λόγω πλεονεκτήματος, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι σκόπιμο οι εθνικές αρχές να εφαρμόζουν οι ίδιες άμεσα το κοινοτικό δίκαιο ή, εφόσον αυτό δεν είναι δυνατόν, να επιτύχουν, κατ' εφαρμογή του εθνικού τους δικαίου, αντίστοιχο αποτέλεσμα με εκείνο που θα επιτυγχάνετο από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

11. Επίσης, πέραν τω πλεονεκτημάτων που απορρέουν για τις αρχές ανταγωνισμού όσον αφορά την κινητοποίηση των πόρων τους, η συνεργασία μεταξύ των αρχών μειώνει τον κίνδυνο αποκλινουσών αποφάσεων και ως εκ τούτου τις δυνατότητες αναζήτησης, από όσους μπουν στον πειρασμό να το πράξουν, της εθνικής αρχής την οποία θεωρούν πιθανότερο να τηρήσει ευνοϊκή στάση για τα συμφέροντά τους.

12. Οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών γνωρίζουν συχνά σε μεγαλύτερο βάθος και μεγαλύτερη ακρίβεια από την Επιτροπή τις σχετικές αγορές (κυρίως αυτές που παρουσιάζουν σημαντικές εθνικές ιδιαιτερότητες) και τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Πέραν των άλλων ενδέχεται να είναι καλύτερα σε θέση από την Επιτροπή να εντοπίσουν περιοριστικές πρακτικές, οι οποίες δεν έχουν κοινοποιηθεί ή καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης που παράγουν αποτελέσματα κυρίως στην επικράτειά τους.

13. Τέλος, σε πολλές από τις υποθέσεις που εξετάζουν οι εθνικές αρχές, προβάλλονται ισχυρισμοί που αντλούνται τόσο από το εθνικό όσο και από το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού. Για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, η Επιτροπή θεωρεί προτιμότερο οι εν λόγω αρχές να εφαρμόζουν άμεσα το κοινοτικό δίκαιο και όχι να υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις να απευθύνονται στην Επιτροπή για να εξετάσει τις πτυχές των υποθέσεών τους που εμπίπτουν στο εν λόγω δίκαιο.

14. Κατά τα λοιπά, ολοένα μεγαλύτερος αριθμός σημαντικών θεμάτων του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού έχει διασαφηνιστεί κατά τα τελευταία 30 έτη από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, καθώς και από αποφάσεις και κανονισμούς περί απαλλαγής της Επιτροπής, διευκολύνοντας κατά τον τρόπο αυτό την εφαρμογή του εν λόγω δικαίου από τις εθνικές αρχές.

15. Η Επιτροπή προτίθεται να προαγάγει την εν λόγω συνεργασία με τις αρχές ανταγωνισμού όλων των κρατών μελών. Ωστόσο, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, σε πολλά από τα κράτη αυτά, η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει επί του παρόντος διαδικαστικά μέσα για την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86. Στα κράτη αυτά, οι πρακτικές που αποτελούν το αντικείμενο των κοινοτικών αυτών διατάξεων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από τις εθνικές αρχές παρά μόνο βάσει του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού.

Επιθυμία της Επιτροπής είναι να εφαρμόζουν οι εθνικές αρχές τα άρθρα 85 και 86 της συνθήκης, ενδεχομένως σε συνδυασμό με τους εσωτερικούς τους κανόνες περί ανταγωνισμού, στις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων.

16. Όταν οι εθνικές αρχές δεν έχουν τη δυνατότητα αυτή και κατά συνέπεια δεν μπορούν να εφαρμόζουν στις εν λόγω υποθέσεις παρά μόνον το εθνικό τους δίκαιο, η εφαρμογή του δικαίου αυτού θα πρέπει να μην «θίγει την ομοιόμορφη εφαρμογή, σε όλη την κοινή αγορά, των κοινοτικών κανόνων και την πλήρη ενέργεια των πράξεων που εκδίδονται κατ' εφαρμογή αυτών των κανόνων» (11). Σε κάθε περίπτωση, η λύση που δίνουν σε μία υπόθεση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το τελευταίο, ενώ τα κράτη μέλη δεν μπορούν να λάβουν μέτρα τα οποία δύνανται να περιορίσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των άρθρων 85 και 86, σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής των κοινοτικών κανόνων έναντι των εθνικών κανόνων ανταγωνισμού (12) και «της αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της συνθήκης» (13).

17. Όταν η εθνική αρχή εφαρμόζει περισσότερο το εθνικό της δίκαιο από το κοινοτικό οι κίνδυνοι αποκλινουσών αποφάσεων είναι μεγαλύτεροι. Όταν μια αρμόδια επί του ανταγωνισμού αρχή ενός κράτους μέλους εφαρμόζει το κοινοτικό δίκαιο, οφείλει να εναρμονίζεται με τις αποφάσεις που λήφθηκαν προγενέστερα από την Επιτροπή επί της αυτής υποθέσεως. Υπενθυμίζεται ότι, για όσες υποθέσεις αποτέλεσαν αντικείμενο απλώς και μόνο διοικητικής επιστολής, σύμφωνα με το Δικαστήριο, παρότι ο τύπος αυτός της επιστολής δεν δεσμεύει τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα, η γνώμη που εξέφρασε η Επιτροπή αποτελεί στοιχείο το οποίο μπορούν να λάβουν υπόψη κατά την εξέταση του συμβιβάσιμου των εν λόγω συμφωνιών ή συμπεριφορών προς τις διατάξεις του άρθρου 85 (14). Η Επιτροπή θεωρεί ότι το ίδιο ισχύει και για τις εθνικές αρχές.

18. Όταν διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 85 ή 86 με απόφαση της Επιτροπής, η εν λόγω απόφαση ασφαλώς αποκλείει την εφαρμογή του εθνικού δικαίου βάσει του οποίου επιτρέπεται ό,τι απαγορεύτηκε από την Επιτροπή. Πράγματι, οι απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 αποσκοπούν στη διαφύλαξη της ενότητας της κοινής αγοράς και στη διατήρηση ανόθευτου ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά. Συνεπώς πρέπει να τηρούνται πλήρως ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η λειτουργία του κοινοτικού συστήματος (15).

19. Το νομικό ζήτημα, κατά πόσον οι εθνικές αρχές επιτρέπεται να εφαρμόζουν τις αυστηρότερες διατάξεις της εθνικής τους νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, εφόσον η περίπτωση που εξετάζουν αποτέλεσε προηγουμένως αντικείμενο ατομικής απόφασης περί απαλλαγής της Επιτροπής ή καλύπτεται από κανονισμό περί απαλλαγής κατά κατηγορίες, είναι πιο δυσχερές. Στην απόφαση Wilhelm το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η συνθήκη «επιτρέπει στις κοινοτικές αρχές να ασκούν κάποια θετική, αν και έμμεση, δραστηριότητα για να προαγάγουν την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας» (σκέψη 5, Συλλογή σ. 14). Στην υπόθεση C-266/93, Bundeskartellamt κατά Volkswagen AG και VAG Leasing GmbH (16), η Επιτροπή υποστήριξε ήδη τη θέση ότι οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να απαγορεύουν τις συμφωνίες που τυγχάνουν απαλλαγής. Πράγματι, η ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου θα ανατρεπόταν, αν κάθε φορά η χορηγηθείσα απαλλαγή δυνάμει του εν λόγω δικαίου εξαρτάται από τις σχετικές εθνικές διατάξεις. Συνεπώς, όχι μόνο η ίδια συμφωνία θα είχε διαφορετική αντιμετώπιση αναλόγως του ισχύοντος δικαίου σε κάθε κράτος μέλος, παρεκκλίνοντας έτσι από την ενιαία εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και δεν θα αναγνωριζόταν η πλήρης εφαρμογή μιας εκτελεστικής πράξης της συνθήκης, όπως είναι η απόφαση χορήγησης απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3. Πάντως, στην προαναφερθείσα υπόθεση, το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να αποφανθεί επί του θέματος αυτού.

20. Εάν η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής στείλει διοικητική επιστολή στην οποία διατυπώνεται η γνώμη ότι μία συμφωνία ή πρακτική είναι ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1, της συνθήκης, αλλά δηλώνει ότι, για λόγους εσωτερικών της προτεραιοτήτων, δεν θα προτείνει στην Επιτροπή να αποφανθεί σχετικά με την υπόθεση αυτή σύμφωνα με τις επίσημες διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό αριθ. 17, εννοείται ότι οι εθνικές αρχές στην επικράτεια των οποίων η συμφωνία ή η πρακτική παράγει αποτελέσματα μπορούν να παρέμβουν όσον αφορά αυτή τη συμφωνία ή πρακτική.

21. Στην περίπτωση διοικητικής επιστολής στην οποία η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού διατυπώνει τη γνώμη ότι η συμφωνία περιορίζει τον ανταγωνισμό δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1, αλλά πληροί τους όρους για τη χορήγηση απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3, οι εθνικές αρχές θα πρέπει να συμβουλευθούν την Επιτροπή, προτού αποφανθούν αν μπορούν να εκδώσουν οι ίδιες διαφορετική απόφαση βάσει του κοινοτικού ή του εθνικού δικαίου.

22. Όσον αφορά τις διοικητικές επιστολές στις οποίες η Επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη ότι δεν συντρέχει λόγος, κατά την άποψή της, με βάση τα στοιχεία τα οποία διαθέτει, να παρέμβει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1 ή του άρθρου 85 της συνθήκης, «το γεγονός αυτό από μόνο του δεν είναι δυνατόν να εμποδίσει τις εθνικές αρχές να εφαρμόσουν επί των συμφωνιών» ή πρακτικών «αυτών διατάξεις του εσωτερικού δικαίου του ανταγωνισμού αυστηρότερες ενδεχομένως από το αντίστοιχο κοινοτικό δίκαιο. Το γεγονός ότι η Επιτροπή έκρινε πως ορισμένη πρακτική δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 85 παράγραφοι 1 και 2» ή του άρθρου 86 «του οποίου το πεδίο εφαρμογής περιορίζεται στις συμφωνίες» ή τις δεσπόζουσες θέσεις «που είναι δυνατόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, δεν εμποδίζει σε καμία περίπτωση να εξεταστεί η πρακτική αυτή του ανταγωνισμού από τις εθνικές αρχές υπό το πρίσμα των περιοριστικών του ανταγωνισμού συνεπειών που μπορεί να έχει σε εθνικό επίπεδο» (17).

II. ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

23. Η συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού πραγματοποιείται τηρώντας το ισχύον νομικό πλαίσιο. Καταρχάς, πρέπει η εξεταζόμενη συμπεριφορά να μπορεί να επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών για να υπαχθεί και στο κοινοτικό δίκαιο, εκτός από το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού. Κατά δεύτερον, η Επιτροπή έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για να κηρύσσει τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 ανεφάρμοστες σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 3 της συνθήκης.

24. Επιπλέον, στην πράξη, οι αποφάσεις της εθνικής αρχής δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά παρά μόνο στους περιορισμούς του ανταγωνισμού τα αποτελέσματα των οποίων εκδηλώνονται κυρίως στο έδαφος του κράτους της εν λόγω αρχής. Αυτό ισχύει ειδικότερα για τους περιορισμούς που προβλέπονται από το άρθρο 4 παράγραφος 2 σημείο 1 του κανονισμού αριθ. 17, ήτοι τις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές στις οποίες συμμετέχουν μόνον επιχειρήσεις ενός κράτους μέλους και οι οποίες, αν και δεν αφορούν ούτε εισαγωγές ούτε εξαγωγές μεταξύ κρατών μελών, μπορούν να επηρεάσουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές (18). Η διενέργεια έρευνας από μία αρχή πέραν των εθνικών της συνόρων, κυρίως όταν απαιτείται επιτόπου διεξαγωγή ελέγχων στις επιχειρήσεις, καθώς και η εκτέλεση των αποφάσεων της εν λόγω αρχής εκτός της επικράτειάς της, προσκρούουν πράγματι σε μεγάλες δυσκολίες νομικής φύσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συνήθως υποχρεώνεται να εξετάζει η ίδια τις υποθέσεις όπου εμπλέκονται επιχειρήσεις των οποίων οι σχετικές δραστηριότητες ασκούνται σε πολλά κράτη μέλη.

25. Εξάλλου, μία εθνική αρχή που κατέχει το κατάλληλο και με την απαραίτητη εξουσία ανθρώπινο και υλικό δυναμικό, πρέπει να μπορεί να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις που εμπίπτουν στους κοινοτικούς κανόνες και τις οποίες προτίθεται να εξετάσει. Η αποτελεσματικότητα των ενεργειών της εθνικής αρχής κατά συνέπεια εξαρτάται από τις εξουσίες έρευνας που έχει, αλλά και από τα έννομα μέσα τα οποία διαθέτει προκειμένου να αποφανθεί σε μία υπόθεση, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να διατάσσει προσωρινά μέτρα σε περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης, καθώς και από την εξουσία της να επιβάλλει κυρώσεις έναντι επιχειρήσεων που κρίνονται υπεύθυνες για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού. Επιθυμία της Επιτροπής είναι οι διαφορές μεταξύ των κανόνων διαδικασίας που εφαρμόζονται στα διάφορα κράτη μέλη να μην μπορούν να οδηγήσουν σε λύσεις που διαφέρουν ως προς την αποτελεσματικότητά τους, ενώ οι υπό εξέταση υποθέσεις ομοιάζουν.

26. Για να αποφασίσει ποιές υποθέσεις θα εξετάσει η ίδια, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της σύμπραξης ή της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης και τη φύση της παράβασης.

Κατά κανόνα, οι εθνικές αρχές θα εξετάζουν τις υποθέσεις που παράγουν τα αποτελέσματά τους κυρίως στην επικράτειά τους και οι οποίες, μετά από προκαταρτική εξέταση, φαίνεται ότι δεν μπορούν να τύχουν απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3, Πάντως, η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να εξετάζει ορισμένες υποθέσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερο κοινοτικό ενδιαφέρον.

Επιπτώσεις εθνικού κυρίως χαρακτήρα

27. Καταρχάς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι μόνες υποθέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στην παρούσα ανακοίνωση είναι εκείνες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 85 και 86.

Κατόπιν αυτού, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα αποτελέσματα μιας σύμπραξης ή κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, τόσο τα υφιστάμενα όσο και τα αναμενόμενα, συνδέονται στενά με την εδαφική επικράτεια στην οποία εφαρμόζεται η συμφωνία ή η πρακτική, καθώς και με τη γεωγραφική αγορά αναφοράς για τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες.

28. Όταν η γεωγραφική αγορά αναφοράς είναι μία αγορά που περιορίζει στο έδαφος κράτους μέλους και η συμφωνία ή πρακτική εφαρμόζεται μόνον στο κράτος αυτό, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα αποτελέσματα της αφορούν κυρίως το εν λόγω κράτος μέλος ακόμη και εάν, θεωρητικά, η εν λόγω συμφωνία ή πρακτική δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

Η φύση της παράβασης: υποθέσεις στις οποίες δεν μπορεί να χορηγηθεί απαλλαγή

29. Τα ακόλουθα ισχύουν τόσο για τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται η Επιτροπή όσο και για τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται η αρμόδια για τον ανταγωνισμοό αρχή ενός κράτους μέλους, καθώς και τις υποθέσεις για τις οποίες ενδέχεται να έχουν αρμοδιότητα και οι δύο αρχές.

Θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των παραβάσεων του άρθρου 85 και των παραβάσεων του άρθρου 86 της συνθήκης.

30. Η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης να κηρύσσει τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1, ανεφάρμοστες. Συνεπώς, όλες οι κοινοποιηθείσες συμπράξεις, στις οποίες εκ πρώτης όψεως χορηγείται απαλλαγή, πρέπει να εξετάζονται από την Επιτροπή η οποία λαμβάνει υπόψη της τα κριτήρια που έχουν αναπτυχθεί στον τομέα αυτό από το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο, αλλά και σε δικές της προηγούμενες αποφάσεις και σχετικούς κανονισμούς.

31. Η Επιτροπή έχει επίσης των αποκλειστική ευθύνη της εξέτασης των καταγγελιών το αντικείμενο των οποίων εμπίπτει στο πεδίο των αποκλειστικών της αρμοδιοτήτων, όπως η ανάκληση μιας απαλλαγής που είχε προηγουμένως χορηγηθεί δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3 (19).

32. Αντίθετα, δεν υπάρχει αντίστοιχος περιορισμός όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 86 της συνθήκης. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη έχουν συντρέχουσα αρμοδιότητα για την εξέταση των καταγγελιών και την απαγόρευση των πρακτικών κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης.

Υποθέσεις που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Κοινότητα

33. Ορισμένες υποθέσεις που παρουσιάζουν, κατά την άποψη της Επιτροπής, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κοινότητα θα πρέπει να εξετάζονται συνήθως από την Επιτροπή ακόμη και αν πληρούν τους προαναφερθέντες όρους (σημεία 27, 28 και 29-32) που θα τους επέτρεπαν να εξεταστούν από εθνική αρχή.

34. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται υποθέσεις που θέτουν ένα νέο νομικό πρόβλημα, ήτοι οι οποίες δεν έχουν ακόμα αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως της Επιτροπής ή αποφάσεως του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου.

35. Η οικονομική σημασία μιας υπόθεσης δεν αρκεί από μόνη της για να δικαιολογήσει την εξέτασή της από την Επιτροπή. Η αντιμετώπισή της θα μπορούσε να είναι διαφορετική όταν η πρόσβαση επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών στην εν λόγω αγορά παρεμποδίζεται σημαντικά.

36. Ιδιαίτερη σημασία για την Κοινότητα μπορεί να έχουν και υποθέσεις που αφορούν την εικαζόμενη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά εκ μέρους δημόσιας επιχείρησης, επιχείρησης στην οποία ένα κράτος μέλος έχει χορηγήσει ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα δυνάμει του άρθρου 90 παράγραφος 1 της συνθήκης ή επιχείρησης επιφορτισμένης με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος ή η οποία έχει τον χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2 της συνθήκης.

III. ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΕΧΕΙ ΕΠΙΛΗΦΘΕΙ ΠΡΩΤΗ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ

37. Οι υποθέσεις που εξετάζονται από την Επιτροπή έχουν τρεις πιθανές προελεύσεις: τις αυτεπάγγελτες διαδικασίες, τις κοινοποιήσεις και τις καταγγελίες. Οι αυτεπάγγελτες διαδικασίες από τη φύση τους δεν προσφέρονται για αποκεντρωμένη εξέταση εκ μέρους των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.

38. Η αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ατομικές υποθέσεις αποκλείει την εξέταση από εθνική αρχή ανταγωνισμού με πρωτοβουλία της Επιτροπής των υποθέσεων που κοινοποίησαν στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17, μέρη που επιθυμούν να υπαχθούν σε εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω άρθρου της συνθήκης. Σύμφωνα με τη νομολογία του Πρωτοδικείου, πράγματι αυτή η αποκλειστική αρμοδιότητα παρέχει το δικαίωμα στον αιτούντα χορήγηση απαλλαγής να απαιτήσει από την Επιτροπή να αποφανθεί επί του βάσιμου της αιτήσεώς του (20).

39. Οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών μπορούν να εξετάζουν, εφόσον το ζητήσει η Επιτροπή, τις καταγγελίες που δεν συνεπάγονται εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3, δηλαδή τις καταγγελίες σχετικά με συμπράξεις που υπόκεινται σε κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 5 παράγραφος 1 καθώς και του άρθρου 25 του κανονισμού αριθ. 17, αλλά δεν έχουν κοινοποηθεί στην Επιτροπή και τις καταγγελίες που στηρίζονται σε εικαζόμενη παράβαση του άρθρου 86 της συνθήκης. Αντίθετα, οι καταγγελίες που αφορούν θέματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, όπως η ανάκληση απαλλαγής, δεν μπορούν να εξεταστούν από μία αρμόδια για τον ανταγωνισμό εθνική αρχή (21).

40. Τα κριτήρια που αναφέρονται ανωτέρω στα σημεία 23 έως 36 για την εξέταση μιας υποθέσεως εκ μέρους της Επιτροπής ή της εθνικής αρχής, ιδίως όσον αφορά την εδαφική έκταση των αποτελεσμάτων της σύμπραξης ή της δεσπόζουσας θέσης (σημεία 27, 28) πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη.

Δικαίωμα της Επιτροπής να απορρίψει καταγγελία

41. Από τη νομολογία του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει το δικαίωμα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να απορρίψει μία καταγγελία που δεν παρουσιάζει επαρκές κοινοτικό συμφέρον ώστε να δικαιολογεί τη συνέχιση της εξέτασής της (22).

42. Το δικαίωμα που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή εξηγείται με την συντρέχουσα αρμοδιότητα που έχουν η Επιτροπή, τα δικαιοδοτικά όργανα των κρατών μελών και - εφόσον έχουν σχετική εξουσία - οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές τους για την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 και με την προστασία που απορρέει από αυτή την αρμοδιότητα για τους καταγγέλλοντες ενώπιον των δικαστικών και διοικητικών αρχών. Όσον αφορά τη συντρέχουσα αυτή αρμοδιότητα, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο έκριναν, κατά πάγια νομολογία, ότι το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 17, που αποτελέι τη νομική βάση του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας ενώπιον της Επιτροπής για εικαζόμενη παράβαση των άρθρων 85 και 86, δεν παρέχει στους υποβάλλοντες αίτηση δυνάμει του ιδίου άρθρου το δικαίωμα να απαιτούν την έκδοση απόφασης από την Επιτροπή, κατά την έννοια του άρθρου 189 της συνθήκης, σχετικά με την ύπαρξη ή μη της εικαζόμενης παράβασης (23).

Προϋποθέσεις για την απόρριψη καταγγελίας

43. Η εξέταση μιας καταγγελίας εκ μέρους μιας εθνικής αρχής προϋποθέτει ότι πληρούνται οι ειδικές προϋποθέσεις που αναφέρονται παραπάνω, όπως απορρέουν από τη νομολογία του Πρωτοδικείου.

44. Η πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές είναι ότι, για να μπορέσει να εκτιμήσει σε κάθε περίπτωση την ύπαρξη ή μη κοινοτικού συμφέροντος για τη συνέχιση της εξέτασής της, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να προβεί σε προσεκτική εξέταση των πραγματικών και νομικών στοιχείων τα οποία περιέχει η καταγγελία (24). Βάσει της υποχρέωσης που επιβάλλει το άρθρο 190 της συνθήκης για αιτιολόγηση των αποφάσεών της, η Επιτροπή υποχρεούται να εκθέσει στον καταγγέλλονται τις νομικές και πραγματικές εκτιμήσεις που την οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε επαρκές κοινοτικό συμφέρον που να αιτιολογεί τη συνέχιση της εξέτασης της καταγγελίας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί σε αόριστη αναφορά στο κοινοτικό συμφέρον (25).

45. Για να εκτιμήσει κατά πόσον δύναται να απορρίψει μία καταγγελία λόγω έλλειψης κοινοτικού συμφέροντος, η Επιτροπή, πρέπει να σταθμίσει τη σημασία της εικαζόμενης παράβασης για τη λειτουργία της κοινής αγοράς, την πιθανότητα απόδειξης της ύπαρξής της και την έκταση των αναγκαίων μέτρων έρευνας για να εκπληρώσει, υπό τις καλύτερες συνθήκες, την αποστολή της του συνίσταται στο να διασφαλίζει την τήρηση των άρθρων 85 και 86 (26). Ειδικότερα, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο στην προαναφερθείσα υπόθεση BEMIM (27), όταν τα αποτελέσματα των διαλαμβανομένων σε μία καταγγελία παραβάσεων γίνονται ουσιωδώς αισθητά επί του εδάφους ενός μόνον κράτους μέλους και όταν τα δικαστήρια και οι αρμόδιες εθνικές αρχές αυτού του κράτους μέλους έχουν επιληφθεί της υποθέσεως, επί διαφορών μεταξύ των καταγγέλλοντος και του καθ'ού η καταγγελία προσώπου, η Επιτροπή δικαιούται να απορρίψει την καταγγελία λόγω ελλείψεως επαρκούς κοινοτικού συμφέροντος προς συνέχιση της εξέτασης της υπόθεσης, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι τα δικαιώματα του καταγγέλλοντος μπορούν να προστατευθούν κατά ικανοποιητικό τρόπο. Όσον αφορά τον κατά τόπο προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της περιοριστικής πρακτικής, αυτό ισχύει συγκεκριμένα για τις συμπράξεις στις οποίες συμμετέχουν μόνον επιχειρήσεις ενός κράτους μέλους και οι οποίες, αν και δεν αφορούν ούτε εισαγωγές ούτε εξαγωγές μεταξύ κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 σημείο 1 του κανονισμού αριθ. 17 (28), ενδέχεται να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Όσον αφορά τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του καταγγέλλοντος, η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφυγή στην εθνική αρχή πρέπει να τα προστατεύει με απόλυτα ικανοποιητικό τρόπο. Σχετικά με το σημείο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αποτελεσματικότητα της παρέμβασης της εθνικής αρχής εξαρτάται ιδίως από τη δυνατότητα να διατάσσει τη λήψη προσωρινών μέτρων, εάν το κρίνει απαραίτητο, με την επιφύλαξη της δυνατότητας, που προβλέπεται στο δίκαιο ορισμένων κρατών μελών, να απαιτείται δικαστική απόφαση για την αποτελεσματική λήψη τέτοιου είδους μέτρων.

Διαδικασία

46. Αν η Επιτροπή κρίνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, ζητά από την αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή του κράτους στο οποίο η συμφωνία ή η επίδικη πρακτική παράγει κυρίως τα αποτελέσματά της να την πληροφορήσει αν δέχεται να εξετάσει την καταγγελία και να αποφανθεί επ' αυτής. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, η Επιτροπή απορρίπτει την καταγγελία που της υποβάλλεται, λόγω έλλειψης επαρκούς κοινοτικού συμφέροντος, και η υπόθεση παραπέμπεται στην αρμόδια για τον ανταγωνισμό εθνική αρχή, αυτομάτως ή κατόπιν αιτήσεως των καταγγελλόντων. Η Επιτροπή θέτει όλα τα σχετικά έγγραφα που έχει στην κατοχή της στη διάθεση της εν λόγω αρχής (29).

47. Όσον αφορά την εξέταση της καταγγελίας, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση τη λεγόμενη των ισπανικών τραπεζών (30), οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών δεν έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν ως αποδεικτικά μέσα για την εφαρμογή των εθνικών και κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού, τις μη δημοσιευθείσες πληροφορίες που περιέχονται στις απαντήσεις των επιχειρήσεων από τις οποίες ζητήθηκαν κατ'εφαρμογή του άρθρου 11 του κανονισμού αριθ. 17, καθώς και τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν μετά από ελέγχους που διεξήχθησαν βάσει του άρθρου 14 του ιδίου κανονισμού. Πάντως, οι πληροφορίες αυτές συνιστούν ενδείξεις οι οποίες μπορούν ενδεχομένως να ληφθούν υπόψη για να αιτιολογήσουν την κίνηση εθνικής διαδικασίας (31).

IV. ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΕΧΕΙ ΕΠΙΛΗΦΘΕΙ ΠΡΩΤΗ ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΑΡΧΗ

Εισαγωγή

48. Πρόκειται για υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού και τις οποίες η αρμόδια για τον ανταγωνισμό εθνική αρχή εξετάζει με δική της πρωτοβουλία, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86, είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με την εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού είτε, αν αυτό δεν είναι εφικτό, μόνο την εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Έτσι καλύπτονται όλες οι υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού τις οποίες μία εθνική αρχή εξετάζει με δική της πρωτοβουλία πριν η Επιτροπή επιληφθεί ενδεχομένως της υποθέσεως ανεξάρτητα από τη διαδικαστική τους προέλευση (αυτεπάγγελτη διαδικασία, κοινοποίηση, καταγγελία . . .). Κατά συνέπεια, οι υποθέσεις αυτές είναι εκείνες που πληρούν τους όρους που αναλύονται στο μέρος II (κατευθυντήριες γραμμές για την κατανομή των υποθέσεων) της παρούσας ανακοίνωσης.

49. Οι εθνικές αρχές είναι σκόπιμο να ενημερώνουν συστηματικά την Επιτροπή για τις διαδικασίες που κίνησαν σε υποθέσεις τις οποίες εξετάζουν κατ' εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τις λοιπές εθνικές αρχές.

50. Η συνεργασία αυτή είναι απαραίτητη ειδικότερα για τις υποθέσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κοινότητα κατά την έννοια των προαναφερομένων σημείων 33-36. Οι υποθέσεις αυτές είναι όλες εκείνες που θέτουν ένα νέο νομικό πρόβλημα κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν αποφάσεις που βασίζονται στο εθνικό ή στο κοινοτικό δίκαιο, ασυμβίβαστες προς αυτό το τελευταίο 7 μεταξύ των υποθέσεων που έχουν μεγαλύτερη σημασία για την Κοινότητα από οικονομικής απόψεως, μόνο εκείνες όπου παρεμποδίζεται σημαντικά η πρόσβαση επιχειρήσεων από άλλα κράτη μέλη στη σχετική εθνική αγορά και ορισμένες υποθέσεις όπου μία δημόσια επιχείρηση ή εξομοιούμενη με δημόσια (σύμφωνα με το άρθρο 90 παράγραφοι 1 και 2 της συνθήκης) θεωρείται ύποπτη για άσκηση πρακτικών που αντιβαίνουν στον ανταγωνισμό. Κάθε εθνική αρχή εκτιμά, ενδεχομένως κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή, εάν η συγκεκριμένη υπόθεση εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες αυτές.

51. Οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές εξετάζουν τις υποθέσεις αυτές βάσει των διαδικασιών που προβλέπει η εθνική τους νομοθεσία, εφαρμόζοντας είτε το κοινοτικό δίκαιο είτε την εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού (32).

52. Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι, όπως και τα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται υποθέσεων ανταγωνισμού όπου τίθεται θέμα εφαρμογής των άρθρων 85 και 86, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού που εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές έχουν τη δυνατότητα, στο πλαίσιο του εφαρμοστέου δικονομικού δικαίου και με την επιφύλαξη του άρθρου 214 της συνθήκης, να ζητήσουν από την Επιτροπή να τις ενημερώσει σχετικά με την πορεία της διαδικασίας που έχει ενδεχομένως κινήσει, καθώς και σχετικά με την πιθανότητα να εκδώσει απόφαση, κατ'εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 17, επί των υποθέσεων τις οποίες οι εθνικές αυτές αρχές εξετάζουν με δική τους πρωτοβουλία. Οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών μπορούν, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, να έλθουν σε επαφή με την Επιτροπή, όταν η εφαρμογή του άρρου 85 παράγραφος 1 ή του άρθρου 86 σε μία συγκεκριμένη υπόθεση παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσχέρειες, προκειμένου να τους παρασχεθούν τα οικονομικά και νομικά στοιχεία που είναι σε θέση να τους διαθέσει (33).

53. Η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι χάρις στη στενή συνεργασία με τις αρχές ανταγωνισμού μπορούν να αποφευχθούν αντιφατικές αποφάσεις. Ωστόσο, αν «στο πλαίσιο μιας εθνικής διαδικασίας, φαίνεται πιθανόν η απόφαση με την οποία η Επιτροπή θα περατώσει μία εκκρεμή διαδικασία που αφορά την ίδια σύμπραξη μπορεί να αντιτίθεται στις συνέπειες της απόφασης των εθνικών αρχών, είναι έργο αυτών των τελευταίων να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα», προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή των πράξεων εκτέλεσης του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα αυτά θα πρέπει γενικώς να συνίστανται σε αναστολή της έκδοσης απόφασης των εθνικών αρχών μέχρις ότου περατωθεί η διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον της Επιτροπής. Όταν η εθνική αρχή εφαρμόζει το εθνικό της δίκαιο, η εν λόγω αναστολή δικαιολογείται στις αρχές της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου (34) και της ασφάλειας του δικαίου, ενώ όταν η εθνική αρχή εφαρμόζει το κοινοτικό δίκαιο, μόνον από την αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Από την πλευρά της, η Επιτροπή θα προσπαθεί να εξετάζει κατά προτεραιότητα τις υποθέσεις που αποτελούν αντικείμενο εθνικών διαδικασιών που έχουν ανασταλεί κατ'αυτόν τον τρόπο. Πάντως, μπορεί να προβλεφθεί μαι δεύτερη δυνατότητα, που συνίσταται σε διαβούλευση με την Επιτροπή πριν από την έκδοση της εθνικής απόφασης. Η εν λόγω διαβούλευση θα είχε ως αντικείμενο, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας απόφασης στην υπόθεση των ισπανικών τραπεζών, την ανταλλαγή προπαρασκευαστικών εγγράφων για τις σχεδιαζόμενες αποφάσεις, κατά τρόπο ώστε οι αρχές των κρατών μελών να δύνανται να λαμβάνουν υπόψη τη θέση της Επιτροπής στο πλαίσιο της δικής τους απόφασης, χωρίς αυτή η τελευταία να αναβάλλεται μέχρις ότου ληφθεί η απόφαση της Επιτροπής.

Διαδικασία

Καταγγελίες

54. Δεδομένου ότι οι καταγγέλλοντες δεν μπορούν να υποχρεώσουν την Επιτροπή να εκδώσει απόφαση όσον αφορά την ύπαρξη της παράβασης που επικαλούνται και ότι η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να απορρίψει μία καταγγελία λόγω έλλειψης επαρκούς κοινοτικού συμφέροντος, οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες για την εξέταση των καταγγελιών που υποβάλλονται πρώτα σ'αυτές και που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού.

Κοινοποιήσεις

55. Αν και αποτελούν πολύ μικρό ποσοστό σε σχέση με το συνολικό αριθμό των κοινοποιήσεων που υποβάλλονται στην Επιτροπή, πρέπει να ληφθούν ειδικά υπόψη οι κοινοποιήσεις συμπράξεων που εξετάζονται από εθνική αρχή και γίνονται προς την Επιτροπή για λόγους παρέλκυσης. Ως παρελκυστική κοινοποίηση νοείται η περίπτωση όπου μία επιχείρηση που απειλείται από απαγόρευση σύμπραξης κατόπιν διαδικασίας που κινήθηκε εκ μέρους εθνικής αρχής κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 1 ή του εθνικού δικαίου, κοινοποιεί την επίμαχη συμφωνία στην Επιτροπή ζητώντας χορήγηση απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης. Μια τέτοια κοινοποίηση πραγματοποιείται με σκοπό να κινήσει η Επιτροπή διαδικασία κατ'εφαρμογή των άρθρων 2, 3 ή 6 του κανονισμού αριθ. 17 και ως εκ τούτου, δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, να αφαιρέσει από τις αρχές των κρατών μελών την αρμοδιότητα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1. Μία κοινοποίηση χαρακτηρίζεται ως παρελκυστική εκ μέρους της Επιτροπής μόνον αφού έλθει σε επαφή με την αρμόδια εθνική αρχή και επαληθεύσει ότι η εν λόγω αρχή συμφωνεί με την εκτίμηση αυτή. Η Επιτροπή καλεί επίσης τις εθνικές αρχές να την ενημερώνουν αυτεπαγγέλτως για τις κοινοποιήσεις που τους γίνονται και οι οποίες, κατά τη γνώμη τους, έχουν τέτοιο παρελκυστικό χαρακτήρα.

56. Αντίστοιχη με την περίπτωση αυτή είναι εκείνη όπου η κοινοποίηση στην Επιτροπή πραγματοποιείται για να αποτρέψει την επικείμενη κίνηση μιας εθνικής διαδικασίας απαγόρευσης (35).

57. Οπωσδήποτε, η Επιτροπή δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο υποβάλλων αίτηση απαλλαγής έχει δικαίωμα να απαιτήσει την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της αίτησής του (βλέπε σημείο 43). Πάντως, αν η Επιτροπή κρίνει ότι βασικός στόχος της κοινοποίησης αυτής είναι να παρεμποδίσει την εθνική διαδικασία, δεδομένης της αποκλειστικής της αρμοδιότητας όσον αφορά τη χορήγηση απαλλαγής, έχει κάθε λόγο να μην την εξετάσει κατά προτεραιότητα.

58. Η εθνική αρχή που εξετάζει την υπόθεση και, ως εκ τούτου, έχει κινήσει τη διαδικασία σχετικά με αυτή, θα πρέπει κατά κανόνα να ζητά από την Επιτροπή να διατυπώσει προσωρινή γνώμη σχετικά με την πιθανότητα να χορηγήσει απαλλαγή στη συμφωνία που της έχει κοινοποιηθεί. Αυτή η αίτηση γνωμοδότησης θα είναι περιττή, όταν «λαμβανομένων υπόψη των ουσιαστικών κριτηρίων που έχουν αναπτυχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου καθώς και από την πρακτική των αποφάσεων της Επιτροπής», η εθνική αρχή «θα έχει την βεβαιότητα ότι η επίδικη σύμπραξη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής απαλλαγής» (36).

59. Η Επιτροπή διατυπώνει προσωρινή γνώμη σχετικά με την πιθανότητα χορήγησης απαλλαγής, μετά από προκαταρκτική εξέταση των νομικών και πραγματικών στοιχείων της συμφωνίας, το ταχύτερο δυνατόν μετά την πλήρη κοινοποίησή της. Αν από την εξέταση της κοινοποίησης προκύψει, αφενός, ότι η εν λόγω συμφωνία δεν μπορεί προφανώς να τύχει απαλλαγής βάσει του άρθρου 85 παράγραφος 3 και αφετέρου, ότι τα αποτελέσματα της συμφωνίας αυτής παράγονται κυρίως σε ένα κράτος μέλος διατυπώνεται η γνώμη ότι η εξέταση της κοινοποίησης αυτής δεν έχει προτεραιότητα για την Επιτροπή.

60. Η Επιτροπή ενημερώνει εγγράφως για τη γνώμη αυτή την εθνική αρχή που έχει επιληφθεί της ιδίας υποθέσεως, καθώς και τα κοινοποιούντα μέρη. Στην επιστολή της αναφέρει ότι είναι ελάχιστα πιθανό να λάβει απόφαση σχετικά με τη σύμπραξη που της κοινοποιήθηκε πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης από την εθνική αρχή που έχει επιληφθεί της ιδίας υποθέσεως.

61. Στην απάντησή της, η εθνική αρχή, αφού λάβει υπόψη της την προσωρινή γνώμη της Επιτροπής, θα πρέπει να αναλάβει τη δέσμευση να επικοινωνήσει μαζί της αμελλητί, αν κατά την εξέταση της υπόθεσης οδηγηθεί σε συμπέρασμα διαφορετικό από τη γνώμη που διατύπωσε η Επιτροπή. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που, μετά την εξέταση της υπόθεση, η εθνική αρχή συνάγει το συμπέρασμα ότι η υπό εξέταση συμφωνία δεν πρέπει να απαγορευθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 1 ή, αν η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί, κατ' εφαρμογή της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας. Τέλος, η αρχή αυτή θα πρέπει να αναλάβει τη δέσμευση να διαβιβάσει στην Επιτροπή αντίγραφο της ορστικής της απόφασης σχετικά με την υπόθεση. Αντίγραφα της αλληλογραφίας αυτής αποστέλλονται επίσης, για ενημέρωση, στις αρχές ανταγωνισμού των άλλων κρατών μελών.

62. Η Επιτροπή δεν κινεί η ίδια τη διαδικασία στην ίδια υπόθεση πριν από την περάτωση της διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον της εθνικής αρχής, κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 17, με συνέπεια να παύσει η εθνική αυτή αρχή να είναι αρμόδια, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες που η εθνική αρχή καταλήγει, απροσδόκητα, στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει παράβαση των άρθρων 85 ή 86 των διατάξεων του εθνικού τους δικαίου ανταγωνισμού, καθώς και εκείνες όπου η εθνική διαδικασία παρατείνεται αδικαιολόγητα.

63. Πριν από την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή συμβουλεύεται την εθνική αρχή, για να πληροφορηθεί τους πραγματικούς και νομικούς λόγους για τη λήψη ευνοϊκής απόφασης εκ μέρους της εν λόγω αρχής ή τους λόγους καθυστέρησης διαδικασίας.

V. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

64. Η παρούσα ανακοίνωση δεν επηρεάζει τις ερμηνείες που δίδονται εκ μέρους του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου.

65. Για την αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και για την απλότητα και ασφάλεια του δικαίου για τις επιχειρήσεις, η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη που δεν το έχουν πράξει ακόμη να θεσπίσουν νομοθεσία που θα επιτρέπει στην αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή τους να θέσει αποτελεσματικά σε εφαρμογή το άρθρο 85 παράγραφος 1 και το άρθρο 86.

66. Κατά την εφαρμογή της παρούσας ανακοίνωσης, η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό τους, τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού αριθ. 17.

67. Η παρούσα ανακοίνωση δεν εφαρμόζεται στους κανόνες ανταγωνισμού που διέπουν τον τομέα των μεταφορών, λόγω της σημαντικής ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν οι διαδικασίες εξέτασης των υποθέσεων του τομέα αυτού (37).

68. Η συγκεκριμένη εφαρμογή της παρούσας ανακοίνωσης, ιδίως υπό το πρίσμα των μέτρων που είναι σκόπιμο να ληφθούν για τη διευκόλυνση της εφαρμογής της, θα εξετάζεται σε ετήσια βάση από κοινού εκ μέρους των αρχών των κρατών μελών και της Επιτροπής.

69. Η παρούσα ανακοίνωση θα επεναξεταστεί το αργότερο μέχρι το τέλος του τετάρτου έτους από την έκδοσή της.

(1) Υπόθεση Πρωτοδικείου T-24/90, Automec κατά Επιτροπής, Automec II, σκέψη 85. Συλλογή 1992, σ. II-2923.

(2) Υπόθεση 127/73, BRT κατά SABAM, σκέψη 16, Συλλογή 1974, σ. 51.

(3) Υπόθεση 63/75, Fonderies de Roubaix, κατά Fonderies A. Roux, Συλλογή 1976, σ. 111.

(4) Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ C 39 της 13. 2. 1993, σ. 6).

(5) Βλέπε σχετικά υποσημείωση 1, σκέψη 85.

(6) Κανονισμός αριθ. 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 13 της 21. 2. 1962, σ. 204).

(7) Σήμερα, από το Πρωτοδικείο και εφόσον ασκηθεί αναίρεση, από το Δικαστήριο.

(8) Αρνητικές πιστοποιήσεις.

(9) Παύση των παραβάσεων - αποφάσεις απαγόρευσης.

(10) Αποφάσεις εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3.

(11) Υπόθεση 14/68, Wilhelm και λοιποί κατά Bundeskartellamt, σκέψη 4, Συλλογή 1969, σ. 1.

(12) Βλέπε υποσημείωση 11, σκέψη 6 και υπόθεση 66/86, και Ahmed Saeed Flugreisen και λοιποί κατά Zentrale zur Bekδmpfung unlauteren Wettbewerbs, σκέψη 48, Συλλογή 1983, σ. 803.

(13) Υπόθεση 165/91, Van Munster κατά Rijksdienst voor Pensioenen, σκέψη 32, Συλλογή 1994, σ. I-4661.

(14) Υπόθεση 99/79 Lancτme κατά Etos, Συλλογή 1980, σ. 2511, σκέψη 11, που αναφέρεται στην προαναφερθείσα ανακοίνωση σχετικά με την συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86.

(15) Τέταρτη έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού, 1974, σημείο 45.

(16) Συλλογή 1995, σ. I-3477 7 βλέπε επίσης τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα κ. Tesauro στην ίδια υπόθεση, σημείο 51.

(17) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 253/78 και 1 έως 3/79, Procureur de la Rιpublique κατά Bruno Giry και Guerlain, Συλλογή 1980, σ. 2327, σκέψη 18.

(18) Είναι δυνατόν μια συμφωνία έστω και αν «δεν αφορά ούτε εισαγωγές ούτε εξαγωγές μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού αριθ. 17, να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών», κατά την έννοια του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης. Υπόθεση 43/69, Bilger κατά Jehle, σκέψη 5, Συλλογή 1970, σ. 136.

(19) Βλέπε υποσημείωση 1, σκέψη 75.

(20) Υπόθεση Τ-23/90, Automobiles Peugeot SA και Peugeot SA κατά Επιτροπής, σκέψη 47, Συλλογή 1991, σ. II-653.

(21) Βλέπε υποσημείωση 1, σκέψη 75.

(22) Βλέπε υποσημείωση, σκέψη 85, η οποία υπενθυμίζεται στις υποθέσεις Τ-114/92, σκέψη 80, BENIM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-147 και Τ-77/95, SFEI και λοιποί κατά Επιτροπής, σκέψεις 29 και 55, Συλλογή 1997, σ. II-1.

(23) Ιδίως υπόθεση 125/78 GEMA κατά Επιτροπής, σκέψη 17, Συλλογή 1979, σ. 3173, υπόθεση Τ-16/91, Rendo και λοιποί κατά Επιτροπής, σκέψη 98, Συλλογή 1992, σ. II-2417.

(24) Βλέπε υποσημείωση 1, σκέψη 82.

(25) Βλέπε υποσημείωση 1, σκέψη 85.

(26) Βλέπε υποσημείωση 1, σκέψη 86 και υποσημείωση 22, BENIM κατά Επιτροπής, σκέψη 80.

(27) Βλέπε υποσημείωση 22, σκέψη 86.

(28) Βλέπε υποσημείωση 18.

(29) Ωστόσο, σε περίπτωση πληροφοριών που παρέχονται με το αίτημα να τηρηθούν απόρρητες προκειμένου να προστατευθεί η ανωνυμία του πληροφοριοδότη, το κοινοτικό όργανο που δέχεται να λάβει τις πληροφορίες υποχρεούται να τηρήσει τον όρο αυτό. Υπόθεση 145/83, Adams κατά Επιτροπής, σκέψη 34, Συλλογή 1985, σ. 3539. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν θα κοινοποιήσει στις εθνικές αρχές το όνομα των πληροφοριοδοτών της που ζητούν να μείνουν ανώνυμοι, παρά μόνον εφόσον αυτοί, μετά από αίτημα της Επιτροπής, ανακαλέσουν την απαίτηση ως προς την τήρηση της ανωνυμίας έναντι της εθνικής αρχής που ενδέχεται να εξετάσει την καταγγελία τους.

(30) Υπόθεση C-67/91, Asociaciσn Espaρola de Banca Privada και λοιποί, Συλλογή 1992, σ. 4785, διατακτικό της απόφασης.

(31) Βλέπε υποσημείωση 30, σκέψεις 39 και 43.

(32) Βλέπε υποσημείωση 30, σκέψη 32.

(33) Υπόθεση 234/89, Δελιμίτης κατά Henninger Brδu, σκέψη 53, Συλλογή 1991, σ. I-935.

(34) Βλέπε υποσημείωση 11, σκέψεις 8, 9 και 5.

(35) Όσον αφορά τις συμπράξεις που δεν υπόκεινται σε κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 2 σημείο 1 του κανονισμού αριθ. 17, τα σημεία 56 και 57 της παρούσας ανακοίνωσης ισχύουν mutatis mutandis και για τη ρητή αίτηση χορήγησης απαλλαγής.

(36) Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, σημεία 29 και 30.

(37) Κανονισμός αριθ. 141 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1962, περί εφαρμογής του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου στον τομέα των μεταφορών (ΕΕ 124 της 28. 11. 1962, σ. 2751/62), όπως τροποποιήθηκε από τους κανονισμούς αριθ. 165/65/ΕΟΚ (ΕΕ 210 της 11. 12. 1965, σ. 3141/65) και αριθ. 1002/67/ΕΟΚ (ΕΕ 306 της 16. 12. 1967, σ. 1) 7 κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1017/68 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1968, περί εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού στους τομείς των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών (ΕΕ L 175 της 23. 7. 1968, σ. 1) 7 κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές (ΕΕ L 378 της 31. 12. 1986, σ. 4) 7 κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3975/87 του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1987, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (ΕΕ L 374 της 31. 12. 1987, σ. 1) 7 κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 870/95 της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 1995, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ ναυτιλιακών εταιρείων τακτικών γραμμών (κοινοπραξίες) δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 479/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L 89 της 21. 4. 1995, σ. 7).