31997D0607

97/607/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 18ης Ιουνίου 1997 σχετικά με τις πρόσθετες μεταβατικές περιόδους που ζήτησε η Ελλάδα για την εφαρμογή της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ σχετικά με το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό (Το κείμενο στην ελληνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 245 της 09/09/1997 σ. 0006 - 0019


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 18ης Ιουνίου 1997 σχετικά με τις πρόσθετες μεταβατικές περιόδους που ζήτησε η Ελλάδα για την εφαρμογή της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ σχετικά με το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό (Το κείμενο στην ελληνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (97/607/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

την οδηγία 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/19/ΕΚ (2), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 2,

αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη (3) να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ,

Εκτιμώντας:

Α. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ι. Η αίτηση της Ελλάδας

(1) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ, η Ελλάδα με επιστολή της 25ης Ιουνίου 1996 ζήτησε τις ακόλουθες πρόσθετες μεταβατικές περιόδους:

- μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2003 για την κατάργηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που έχουν χορηγηθεί στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας ΑΕ (ΟΤΕ) για την παροχή υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας και της σχετικής υποδομής δικτύου. Η διάταξη αυτή έπρεπε να εφαρμοστεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998 δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ,

- μέχρι την 1η Ιουλίου 2001, για την κατάργηση των περιορισμών στην παροχή των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών που έχουν ήδη ελευθερωθεί:

α) μέσω δικτύων που εγκαθιστά ο φορέας παροχής των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών 7

β) με τη χρήση υποδομής που παρέχουν τρίτοι 7

γ) με την από κοινού χρήση των δικτύων, των λοιπών εγκαταστάσεων και κτηρίων.

Οι διατάξεις αυτές έπρεπε να εφαμοστούν πριν από την 1η Ιουλίου 1996, βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ. Οι διατάξεις αυτές δεν αναφέρονται στην υποδομή για καλωδιακή τηλεόραση, που διέπεται από το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας.

Η εν λόγω αίτηση είναι σύμφωνη με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου 93/C 213/01 (4) και 94/C 379/03 (5).

(2) Η Ελλάδα πιστεύει ότι οι πρόσθετες αυτές μεταβατικές περίοδοι είναι απαραίτητες για τους εξής λόγους:

2.1. Η Ελλάδα βρίσκεται στο στάδιο της εφαρμογής ενός προγράμματος για την ψηφιοποίηση και το γενικό εκσυγχρονισμό της υποδομής του ΟΤΕ, που απαιτεί σημαντικές κεφαλαιουχικές επενδύσεις. Οι περιορισμοί όσον αφορά τους χρηματοδοτικούς πόρους της Ελλάδας, το υψηλό κόστος και το μέγεθος του προγράμματος εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ, σε συνδυασμό με τις υψηλές δαπάνες παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών σε ολόκληρη την Ελλάδα (δεδομένης της ιδιαίτερης μορφολογίας του εδάφους της), απαιτούν προοδευτικό εκσυγχρονισμό. Μολονότι εισάγονται προηγμένες υπηρεσίες στα ήδη υπάρχοντα ψηφιακά τμήματα του δικτύου, τα έσοδα του ΟΤΕ θα εξακολουθήσουν να εξαρτώνται για αρκετά ακόμη χρόνια και σε μεγάλο βαθμό από τη φωνητική τηλεφωνία.

2.2. Το σημαντικό επενδυτικό πρόγραμμα του ΟΤΕ (που υπερβαίνει τα 1,1 τρισεκατομμύρια δραχμές για τα έτη 1996-2003) για την ψηφιοποίηση και τον εκσυγχρονισμό θα τεθεί σε κίνδυνο εάν υπάρξει πλήρης ανταγωνισμός από το 1998. Κάτι τέτοιο θα στερήσει από τον ΟΤΕ έσοδα τα οποία χρειάζονται τόσο για τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού των τηλεπικοινωνιακών υποδομών της Ελλάδας όσο και για την παροχή καθολικής υπηρεσίας προς άτομα τα οποία είναι εγκατεστημένα σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας.

2.3. Η διαδικασία ψηφιοποίησης δεν είχε αρχίσει στην Ελλάδα μέχρι το 1990 λόγω έλλειψης των απαραίτητων χρηματοδοτικών πόρων. Ο ρυθμός εκσυγχρονισμού των υπηρεσιών του ΟΤΕ υπαγορεύεται από το μέγεθος της απαιτούμενης επένδυσης για ψηφιοποίηση του δικτύου. Από τις ανωτέρω αναφερθείσες συνολικές δαπάνες, το 29 % περίπου θα χρησιμοποιηθεί για τον εκσυγχρονισμό των αστικών δικτύων και το 14 % για την ψηφιοποίηση των κέντρων μεταγωγής.

2.4. Το 1993, η Ελλάδα άρχισε να εφαρμόζει μια πολιτική προσαρμογής των τιμολογίων προς το κόστος, που κατέληξε σε αυξήσεις των τιμών για τις τοπικές συνδιαλέξεις και μειώσεις (σε πραγματικούς όρους) των τιμών για τις υπεραστικές κλήσεις. Ωστόσο, παρά την επιτευχθείσα πρόοδο, η παρούσα τιμολογιακή διάρθρωση εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σημαντική διαφορά μεταξύ των τιμολογίων για τις τοπικές και τις υπεραστικές συνδιαλέξεις. Η περαιτέρω εξισορρόπηση των τιμολογίων κατά τη μεταβατική περίοδο είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα του ΟΤΕ και τα έσοδά του (στοιχεία απαραίτητα για την ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης και του εκσυγχρονισμού). Ο ρυθμός της προσαρμογής των τιμολογίων στο κόστος θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό των δικτύων του ΟΤΕ, την εισαγωγή συστημάτων αναλυτικής κοστολόγησης και την αποδοχή των τιμολογιακών αυξήσεων εκ μέρους των πελατών.

2.5. Οι διαρθρωτικές προσαρμογές διενεργούνται για να μετατραπεί ο ΟΤΕ σε έναν οργανισμό που θα λειτουργεί με εμπορικά κριτήρια, συμπεριλαμβανομένης της προσαρμογής του προσωπικού του στις ανάγκες της σύγχρονης τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας, στη φύση των παρεχομένων υπηρεσιών, καθώς και στις μεθόδους διαχείρισης και μάρκετιγκ.

2.6. Η ελευθέρωση της εναλλακτικής υποδομής δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα πολύ πριν από την ελευθέρωση της φωνητικής τηλεφωνίας και των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι φορείς παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω μιας τέτοιας υποδομής θα ήταν σε θέση να καταστρατηγήσουν την παρέκκλιση για τη φωνητική τηλεφωνία και συνεπώς να στερήσουν σημαντικά έσοδα από τον ΟΤΕ, τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για τον εκσυγχρονισμό των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και υπηρεσιών στην Ελλάδα.

(3) Οι ελληνικές αρχές περιέλαβαν στο παράρτημα της επιστολής της 25ης Ιουλίου 1996 λεπτομερή περιγραφή των κεφαλαιουχικών επενδύσεων που απαιτούνται για την ανάπτυξη του δικτύου, της σχεδιαζόμενης τιμολογιακής εξισορρόπησης καθώς και της αναδιάρθρωσης του ΟΤΕ.

(4) Οι ελληνικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι, εάν χορηγηθεί η παρέκκλιση αυτή, η Ελλάδα θα μεταφέρει οπωσδήποτε στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 90/388/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/19/ΕΚ, σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

- πρώτο εξάμηνο 1997: προτάσεις για την εισαγωγή της κατάλληλης νομοθεσίας με σκοπό την καθιέρωση του πλήρους ανταγωνισμού,

- δεύτερο εξάμηνο 1997: δημοσίευση των προτεινόμενων νομοθετικών αλλαγών για το άνοιγμα του τομέα στον πλήρη ανταγωνισμό και την κατάργηση όλων των περιορισμών στην παροχή φωνητικής τηλεφωνίας και δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και εναλλακτικής υποδομής μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2003 και την 1η Ιουλίου 2001 αντίστοιχα, διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη,

- 1999: στόχος για τη θέσπιση των νομοθετικών αλλαγών,

- δεύτερο εξάμηνο 1999: δημοσίευση των όρων για την έκδοση αδειών για όλες τις υπηρεσίες και των τελών διασύνδεσης σύμφωνα, και στις δύο περιπτώσεις, με τις σχετικές οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

- τέλος του 2000: στόχος για τη χορήγηση νέων αδειών και την τροποποίηση των υπαρχουσών αδειών ώστε να γίνει δυνατή η υλοποίηση πλήρους ανταγωνισμού για την παροχή υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας και για την εγκατάσταση τηλεπικοινωνιακών δικτύων.

Επιπλέον, οι αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας ανέφεραν ότι ως τα τέλη του 2000 η ψηφιοποίηση θα έχει φτάσει το 80,3 % και ως τα τέλη του 2003, περίπου το 100 % ενώ θα έχει ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό και η τιμολογιακή εξισορρόπηση.

Η αίτηση παρελήφθη από τις υπηρεσίες της Επιτροπής στις 25 Ιουνίου 1996.

ΙΙ. Οι υποβληθείσες παρατηρήσεις

(5) Μετά την ανακοίνωση που δημοσίευσε η Επιτροπή στις 4 Σεπτεμβρίου 1996, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους τρεις επιχειρήσεις.

(6) Σύμφωνα με τις εν λόγω παρατηρήσεις:

- οι ελληνικές αρχές υπερέβαλαν ως προς τη χρηματοδοτική επιβάρυνση που συνεπάγεται η εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής καθολικών υπηρεσιών (USO) λόγω της ιδιαίτερης μορφολογίας του εδάφους της Ελλάδας και του υψηλού κόστους για την εξυπηρέτηση ορισμένων πελατών. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις, οι ελληνικές αρχές δεν λαμβάνουν επίσης υπόψη τους τη δυνατότητα για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά να παρέχουν υπηρεσίες σε απομακρυσμένες/αγροτικές περιοχές χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, την ασύρματη τεχνολογία,

- αποδείχθηκε ιδιαίτερα δυσχερής η απόκτηση από τον ΟΤΕ μισθωμένων γραμμών ζωνικού εύρους υψηλής χωρητικότητας όπως το ISDN, παρά την ύπαρξη υποχρεώσεων βάσει της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας,

- οι καθυστερήσεις στην ενσωμάτωση των κοινοτικών οδηγιών σχετικά με τις τηλεπικοινωνίες (ειδικότερα της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ, της οδηγίας 94/46/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με τις δορυφορικές τηλεπικοινωνίες (6) και της οδηγίας 92/44/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 1992, για τις εφαρμογές παροχής ανοικτού δικτύου σε μισθωμένες γραμμές (7), δεν αποτελούν δικαιολογία για τη βραχυπρόθεσμη προστασία του ΟΤΕ, που οδηγεί σε περαιτέρω καθυστέρηση εισαγωγής κρίσιμων κανονιστικών μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις κάτι τέτοιο αποτελεί απειλή για την ανάπτυξη του τομέα των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα,

- οι ελληνικές αρχές δεν συμπεριέλαβαν στους υπολογισμούς τους ποσό 200,7 εκατομμυρίων Ecu από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (ΚΠΣ) βάσει του προγράμματος Crash υπέρ του εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ και της υποδομής του και για την αναθεώρηση του ελληνικού κανονιστικού πλαισίου,

- οποιαδήποτε πρόσθετη μεταβατική περίοδος θα οδηγήσει σε ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσης του ΟΤΕ στην τηλεπικοινωνιακή αγορά της Ελλάδας και θα αυξήσει τον κίνδυνο κατάχρησης της δεσπόζουσας αυτής θέσης,

- όλοι οι κυριότεροι υφιστάμενοι δυνητικοί φορείς παροχής εναλλακτικής υποδομής ελέγχονται από το ελληνικό δημόσιο, το οποίο διατηρεί την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου στον ΟΤΕ.

(7) Με επιστολή της 21ης Οκτωβρίου 1996, η Επιτροπή διαβίβασε στις ελληνικές αρχές τις παρατηρήσεις των τρίτων μερών, που παρελήφθησαν συνεπεία της δημοσίευσης της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 4ης Σεπτεμβρίου 1996. Η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές να σχολιάσουν τις παρατηρήσεις των τρίτων μερών.

ΙΙΙ. Απάντηση της Ελλάδας

(8) Σε απάντηση στις ανωτέρω παρατηρήσεις, οι ελληνικές αρχές, με επιστολή της 8ης Νοεμβρίου 1996, ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι:

- η δαπάνη για τον τομέα των τηλεπικοινωνιών βάσει του ευρωπαϊκού κοινοτικού προγράμματος Crash ανέρχεται σε 260,4 εκατομμύρια Ecu. Από αυτά 241,4 εκατομμύρια δαπανήθηκαν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995, το δε υπόλοιπο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί κατά το 1996. Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση επρόκειτο αρχικά να καλύψει μέχρι το 50 % της συνολικής δαπάνης, η πραγματική συμβολή της ανήλθε μόνο σε 27 % (71 εκατομμύρια Ecu) του επιλέξιμου κόστους μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1993. Η μείωση της συμβολής της Κοινότητας οφείλεται στην αδυναμία της Ελλάδας να ολοκληρώσει την εφαρμογή των προγραμματισθέντων μέτρων μέχρι το τέλος του 1993, όπως προβλεπόταν. Η καθυστέρηση στην εφαρμογή των μέτρων οφειλόταν σε διοικητικά εμπόδια που ανέκυψαν κατά την εναρκτήρια φάση. Η μείωση οφειλόταν επίσης και στην έλλειψη πόρων από τον προϋπολογισμό της Κοινότητας σχετικά με το ΚΠΣ για την υποστήριξη οποιασδήποτε δαπάνης μετά το 1993,

- η συνδρομή από το ΚΠΣ δεν θεωρήθηκε ποτέ αρκετή για να στηρίξει το μεγαλύτερο τμήμα του προγραμματιζόμενου εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ καθώς και του έργου ψηφιοποίησης. Στο νέο επιχειρησιακό πρόγραμμα για την Ελλάδα για την περίοδο 1994/99 αναφέρεται συνολικό ποσό 321,821 εκατομμυρίων Ecu, ενώ το κόστος των επενδύσεων του ΟΤΕ για την περίοδο 1996-2000 ανέρχεται περίπου 1,245 τρισεκατομμύρια δραχμές (δηλαδή 4,13 δισεκατομμύρια Ecu),

- όσον αφορά τις δυσκολίες απόκτησης μισθωμένων γραμμών στην Ελλάδα, η ζήτηση θα ικανοποιηθεί εφόσον ολοκληρωθεί η αναμενόμενη επέκταση του δικτύου ISDN, το οποίο βρίσκεται επί του παρόντος σε πειραματική φάση. Η επέκταση αυτή είναι απαραίτητη δεδομένου ότι δεν υπάρχει διαθέσιμη χωρητικότητα στο δίκτυο του ΟΤΕ,

- η σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίηση και λειτουργία βάσει εμπορικών κριτηρίων των δημοσίων εκείνων φορέων οι οποίοι ελέγχουν τα εναλλακτικά δίκτυα δημιουργούν την πιθανότητα οι φορείς αυτοί να είναι ανταγωνιστικοί μελλοντικά με τον ΟΤΕ, είτε από μόνοι τους είτε με τη σύναψη συμμαχιών με ιδιωτικούς εταίρους.

Στις 6 Δεκεμβρίου 1996, τα θέματα αυτά συζητήθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια μιας διμερούς συνάντησης μεταξύ του έλληνα υπουργού για τις τηλεπικοινωνίες και του αρμόδιου Επιτρόπου για θέματα ανταγωνισμού. Ο Επίτροπος εξέφρασε την άποψη ότι λόγω των καθυστερήσεων για την ενσωμάτωση της κοινοτικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, η κατάσταση της αγοράς είναι σημαντικά στρεβλωμένη προς όφελος του ΟΤΕ και συνεπώς δεν είναι βέβαιο ότι ο ΟΤΕ θα μπορούσε να επηρεαστεί στο βαθμό που υποστηρίζεται στην ελληνική αίτηση, στην περίπτωση της ταχείας ελευθέρωσης της φωνητικής τηλεφωνίας. Η κατάσταση στην ελληνική αγορά συζητήθηκε περαιτέρω κατά τη διάρκεια μιας διμερούς συνάντησης μεταξύ εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 24 Ιανουαρίου 1997. Με επιστολή του της 24ης Μαρτίου 1997, ο έλληνας υπουργός τηλεπικοινωνιών επιβεβαίωσε το χρονοδιάγραμμα για την πλήρη εφαρμογή των οδηγιών 90/388/ΕΟΚ, 92/44/ΕΟΚ και 94/46/ΕΚ και επανέλαβε το αίτημα για πρόσθετη μεταβατική περίοδο βάσει της οδηγίας 96/19/ΕΚ.

Στις 21 και 22 Απριλίου 1997, η Επιτροπή ενημερώθηκε για τις θέσεις του ΟΤΕ σχετικά με την κατάσταση του ελληνικού δικτύου και την ανάγκη για μεγαλύτερη μεταβατική περίοδο. Στις 29 Απριλίου 1997, πραγματοποιήθηκε τελική συνάντηση μεταξύ του έλληνα υπουργού τηλεπικοινωνιών και του αρμόδιου Επιτρόπου για τον ανταγωνισμό κατά την οποία συζητήθηκε το ελληνικό αίτημα και η προκαταρκτική αξιολόγηση της Επιτροπής κατά την ημερομηνία αυτή. Με επιστολή της 29ης Μαΐου 1997 οι ελληνικές αρχές συνόψισαν την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν προφορικά κατά τις συναντήσεις αυτές.

IV. Άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ

(9) Η εφαρμογή του άρθρου 90 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ στον τομέα των τηλεπικοινωνιών διευκρινίστηκε στην οδηγία 90/388/ΕΟΚ που προβλέπει την εισαγωγή του πλήρους ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνιακές αγορές το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1998. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ η Επιτροπή χορηγεί σε ορισμένα κράτη μέλη, ύστερα από αίτησή τους, πρόσθετη μεταβατική περίοδο που τους παρέχει το δικαίωμα i) να εξαιρεθούν από τις ημερομηνίες που θεσπίζει η οδηγία 90/388/ΕΟΚ και ii) να διατηρήσουν τις πρόσθετες χρονικές περιόδους τα αποκλειστικά δικαιώματα που έχουν χορηγηθεί σε επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί η εγκατάσταση δημόσιου δικτύου τηλεπικοινωνιών και η παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ώστε να μπορέσουν να εφαρμοστούν τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την υλοποίηση των σχετικών διαρθρωτικών προσαρμογών και μόνο στον απαιτούμενο βαθμό για τις προσαρμογές αυτές.

(10) Όσον αφορά την παροχή δημοσίων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και δικτύων, προκύπτει ότι στον ΟΤΕ έχει ανατεθεί η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος σύμφωνα με τα άρθρα 1, 3 και 12 του προεδρικού διατάγματος αριθ. 437/1995, που βασίζεται στο νόμο αριθ. 2257/94 για την οργάνωση και λειτουργία του ΟΤΕ. Το άρθρο 1 του διατάγματος αυτού προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι δραστηριότητες του κατόχου της άδειας εκμετάλλευσης, του ΟΤΕ, όχι μόνο συμβάλλουν στην περιφερειακή και βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας αλλά επίσης εξασφαλίζουν την παροχή τεχνικά αξιόπιστων και οικονομικά προσιτών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Βάσει του άρθρου 12 του διατάγματος, ο ΟΤΕ πρέπει να παρέχει υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας προς το κοινό, να διαχειρίζεται τους κερματοδέκτες, να παρέχει υπηρεσίες βοήθειας καθώς και υπηρεσίες κλήσης έκτακτης ανάγκης.

(11) Συνεπώς, βάσει της οδηγίας, το θέμα που χρήζει εξέτασης είναι ο βαθμός στον οποίο ο ζητούμενος προσωρινός αποκλεισμός κάθε ανταγωνισμού από άλλους οικονομικούς παράγοντες «δικαιολογείται από την ανάγκη να πραγματοποιηθούν οι σχετικές διαρθρωτικές προσαρμογές και μόνο στον απαιτούμενο βαθμό για τις προσαρμογές αυτές».

(12) Σημείο εκκίνησης μιας τέτοιας εξέτασης είναι το ότι η υποχρέωση μιας επιχείρησης η οποία έχει επιφορτισθεί με αποστολή γενικού οικονομικού συμφέροντος για να παρέχει τις υπηρεσίες της σε συνθήκες οικονομικής ισορροπίας προϋποθέτει ότι η επιχείρηση θα μπορεί να αντισταθμίζει τους λιγότερο κερδοφόρους τομείς με τους κερδοφόρους τομείς. Αυτό δικαιολογεί τον περιορισμό στον ανταγωνισμό από μεμονωμένες επιχειρήσεις σε οικονομικά κερδοφόρους τομείς. Πράγματι, εάν επιτραπεί σε ιδιωτικές επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν τον κάτοχο των αποκλειστικών δικαιωμάτων στον τομέα της φωνητικής τηλεφωνίας, αυτό θα τους δώσει τη δυνατότητα να συγκεντρωθούν στα οικονομικά προσοδοφόρα τμήματα της αγοράς και να προσφέρουν ευνοϊκότερα τιμολόγια από εκείνα που εφαρμόζει ο κάτοχος των αποκλειστικών δικαιωμάτων αφού, αντίθετα με αυτόν, δεν δεσμεύονται για οικονομικούς λόγους να αντισταθμίζουν τις ζημίες των μη προσοδοφόρων τμημάτων της αγοράς με τα κέρδη από τα πλέον προσοδοφόρα τμήματα.

(13) Ως εκ τούτου, η οδηγία 90/388/ΕΟΚ παρείχε δυνατότητα προσωρινής παρέκκλισης, βάσει του άρθρου 90 παράγραφος 2, για ειδικά και αποκλειστικά δικαιώματα σχετικά με την παροχή φωνητικής τηλεφωνίας. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι χρηματοδοτικοί πόροι για την ανάπτυξη των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και τη διατήρηση της παροχής καθολικής υπηρεσίας προέρχονταν κυρίως από τις υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας. Το άνοιγμα της αγοράς φωνητικής τηλεφωνίας στον ανταγωνισμό θα μπορούσε εκείνη την εποχή, να παρεμποδίσει την εκπλήρωση της αποστολής γενικού οικονομικού συμφέροντος και της ανάπτυξης των δικτύων, αποστολής που είχε ανατεθεί στους τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς. Οι περιορισμοί του ανταγωνισμού δικαιολογούνται μόνο σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες οι οποίες, από τη φύση τους και λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες προσφέρονται σε μια ανταγωνιστική αγορά, θα έθεταν σε κίνδυνο την οικονομική ισορροπία της παροχής υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος ή θα την επηρέαζαν με κάποιο άλλο τρόπο. Για το λόγο αυτό, οι περιορισμοί για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών μπορούν να επιτραπούν μόνον αν παρασχεθούν επαρκείς αποδείξεις για τις εν λόγω επιπτώσεις.

(14) Ορισμένες παρατηρήσεις αναφέρουν ότι στην πράξη, οι νεοεισερχόμενοι θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στην παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Η παρέκκλιση αποβλέπει πράγματι στην προστασία της εκπλήρωσης μιας αποστολής γενικού οικονομικού συμφέροντος και δεν προστατεύει κάποιες επιχειρήσεις. Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, ο ΟΤΕ θα συνεχίσει να αποτελεί τη μοναδική επιχείρηση που παρέχει καθολική τηλεφωνική υπηρεσία σε χρήστες αραιοκατοικημένων περιοχών. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή εξέτασε τις πρόσθετες μεταβατικές περιόδους που της ζητήθηκαν, ώστε να καθορίσει αν η χορήγησή τους είναι απαραίτητη για να μπορέσει ο ΟΤΕ να εκτελέσει την αποστολή γενικού οικονομικού συμφέροντος επωφελούμενος από οικονομικά αποδεκτούς όρους ενώ πραγματοποιούνται οι απαραίτητες διαρθρωτικές προσαρμογές.

Β. ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Ι. Αίτηση για πρόσθετη μεταβατική περίοδο όσον αφορά τη φωνητική τηλεφωνία και τη σχετική υποδομή δικτύου

Εκτίμηση των επιπτώσεων από την κατάργηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που κατέχει σήμερα ο ΟΤΕ

Επιχειρήματα της Ελλάδας

(15) Γενικά, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, ο ΟΤΕ αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες στην παροχή καθολικής υπηρεσίας λόγω των προβλημάτων που συνδέονται με την ανάπτυξη του δικτύου, λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων στοιχείων:

- της ιδιαίτερης μορφολογίας του ελληνικού εδάφους που χαρακτηρίζεται από πολυάριθμες αραιοκατοικημένες και απομακρυσμένες ορεινές περιοχές και νήσους,

- του χαμηλού κατά κεφαλή ΑΕΠ (περίπου 7 357,82 Ecu, κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ),

- του υψηλού κόστους εξυπηρέτησης ενός δυσανάλογα μεγάλου αριθμού πελατών. Αυτό οφείλεται στα κυμαινόμενα επίπεδα ζήτησης λόγω της υψηλής εποχικής ζήτησης σε πολλά απομακρυσμένα παραθεριστικά κέντρα και στους απομονωμένους μόνιμους συνδρομητές.

(16) Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι είναι απαραίτητη πρόσθετη μεταβατική περίοδος πέντε ετών για να ολοκληρώσει τις ακόλουθες τρεις διαρθρωτικές προσαρμογές.

α) Ψηφιοποίηση και εκσυγχρονισμός του δικτύου

(17) Η Ελλάδα δίνει έμφαση στο χαμηλό επίπεδο ψηφιοποίησης του δικτύου του ΟΤΕ, που ήταν της τάξης του 31 % στα τέλη του 1994 και αντιπροσώπευε το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα ποσοστά ψηφιοποίησης στη Γερμανία και την Ιταλία ήταν 45 % και 67 % αντίστοιχα. Συνεπώς, απαιτούνται σημαντικές κεφαλαιουχικές επενδύσεις για την αναβάθμιση του δικτύου του ΟΤΕ πριν την εισαγωγή του ανταγωνισμού.

(18) Οι ελληνικές αρχές έχουν προγραμματίσει συνολικές δαπάνες 946 δισεκατομμυρίων δραχμών, για την περίοδο 1996-2000 για την αναβάθμιση του εσωτερικού δικτύου του ΟΤΕ, εργασίες υποδομής, την τηλεματική, τα διεθνή δίκτυα και τις διεθνείς σχέσεις. Για την περίοδο 2001-2002 σχεδιάζονται πρόσθετες επενδύσεις ύψους 300 δισεκατομμυρίων δραχμών. Η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρει ότι ένα μέρος των επενδύσεων αυτών θα βελτιώσει το επίπεδο της ψηφιοποίησης σε σχεδόν 100 % ως το 2003.

(19) Οι ελληνικές αρχές υποστηρίζουν ότι λόγω των περιορισμών των εθνικών χρηματοδοτικών πόρων, του υψηλού κόστους και του μεγέθους του προγράμματος εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ και της πρόσθετης επιβάρυνσης παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στην ελληνική επικράτεια, η πλήρης ψηφιοποίηση έως το έτος 2003 μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο αν διασφαλίσει ο ΟΤΕ επαρκή έσοδα μέσω της παράτασης ως την ημερομηνία αυτή των σημερινών αποκλειστικών δικαιωμάτων του.

β) Βελτίωση της τηλεφωνικής πυκνότητας και της καθολικής υπηρεσίας

(20) Μολονότι το ακριβές κόστος της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας του ΟΤΕ δεν είναι γνωστό, γιατί ο ΟΤΕ δεν διαθέτει κατάλληλο σύστημα αναλυτικής κοστολόγησης που θα επέτρεπε αυτό τον υπολογισμό, η Ελλάδα αναφέρει, ότι το κόστος σύνδεσης πελατών που ζουν στους 14 000 μικρούς αγροτικούς οικισμούς στην Ελλάδα ανέρχεται κατά προσέγγιση σε 400 000 δραχμές ανά πελάτη έναντι 50 000 - 100 000 δραχμών για το μέσο πελάτη. Το πρόσθετο αυτό κόστος δεν μπορεί να χρεωθεί στους οικείους χρήστες λαμβανομένου υπόψη του μέσου εισοδήματος ανά νοικοκυριό στην Ελλάδα. Οι ελληνικές αρχές εκτιμούν ότι το κόστος των συνολικών επενδύσεων για τους αντιοικονομικούς αυτούς χρήστες ως το 2003 ανέρχεται σε 100 δισεκατομμύρια δραχμές.

γ) Περαιτέρω προσαρμογές της τιμολογιακής διάρθρωσης του ΟΤΕ

(21) Οι ελληνικές αρχές αναφέρουν ότι η σημερινή τιμολογιακή διάρθρωση του ΟΤΕ χαρακτηρίζεται από ένα σημαντικό χάσμα μεταξύ των τιμολογίων για τις τοπικές και υπεραστικές κλήσεις, σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Οι τιμές για τις αστικές κλήσεις δεν καλύπτουν, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, το κόστος και επιδοτούνται από τα έσοδα των υπεραστικών εθνικών και διεθνών κλήσεων. Η τιμολογιακή πολιτική του ΟΤΕ από την 1η Ιανουαρίου 1993 έχει ως στόχο την εξισορρόπηση των τιμολογίων και την προοδευτική προσαρμογή τους προς το κόστος, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη σύγκλιση των τιμολογίων για αστικές, υπεραστικές και διεθνείς κλήσεις. Η πολιτική αυτή υπόκειται ωστόσο στις διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου αριθ. 2257/94 που προβλέπει ένα ανώτατο όριο στις αυξήσεις των τιμολογίων του ΟΤΕ μέχρι το τέλος του 1997.

(22) Η προσπάθεια του ΟΤΕ για εξισορρόπηση των τιμολογίων έχει οδηγήσει σε αύξηση των αστικών τιμολογίων κατά 25 %, 28,5 % και 13,3 % το 1993, 1995 και 1996 αντίστοιχα, ξεκινώντας από πολύ χαμηλές τιμές. Τα τιμολόγια για τις εθνικές υπεραστικές κλήσεις ( > 160 km) αυξήθηκαν μόνο κατά 25 %, 7,1 % και 2 % αντίστοιχα στο ίδιο διάστημα. Κατά το 1993, τα διεθνή τιμολόγια μειώθηκαν κατά 2,3 %. Οι αυξήσεις των διεθνών τιμολογίων κατά 5 % και 1,5 % το 1995 και 1996 αντίστοιχα υπαγορεύθηκαν, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, από τη συνολική οικονομική στρατηγική του ΟΤΕ και την ανάγκη προσωρινής επιδότησης των αστικών τιμολογίων.

(23) Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, παρατηρήθηκε σημαντική κοινωνική και πολιτική αντίδραση στην αναπροσαρμογή των τιμολογίων. Η τιμολογιακή πολιτική που έχει ακολουθηθεί από το 1993 μέχρι σήμερα σχεδιάστηκε τόσο για να αποφευχθούν οι σοβαρές αρνητικές αντιδράσεις από τους συνδρομητές όσο και για να γίνουν σταδιακά βήματα προς την εξισορρόπηση και την αναπροσαρμογή των τιμολογίων στο κόστος. Το 1994, για παράδειγμα, τα τιμολόγια δεν αυξήθηκαν λόγω των αυξήσεων που είχαν σημειωθεί το 1993.

δ) Βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας του ΟΤΕ, συμπεριλαμβανομένων της κατάρτισης του προσωπικού και της μείωσης του αριθμού των εργαζομένων

(24) Οι αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας υποστηρίζουν ότι αν δεν συνεχιστεί, ως το 2003 το καθεστώς αποκλειστικών δικαιωμάτων του ΟΤΕ για τη φωνητική τηλεφωνία και τα δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, ο οργανισμός δεν είναι σε θέση να ολοκληρώσει την απαραίτητη αναδιάρθρωση του προσωπικού του ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον ανταγωνισμό. Η αναδιάρθρωση αυτή περιλαμβάνει την κατάρτιση και επανεκπαίδευση του προσωπικού του ΟΤΕ ώστε να είναι ικανό να ανταποκριθεί στη σύγχρονη τεχνολογία, στις απαιτήσεις της αγοράς και στην παροχή εξειδικευμένων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

(25) Οι ελληνικές αρχές υποστηρίζουν ότι σύμφωνα με το ισχύον σήμερα νομικό και κανονιστικό πλαίσιο, ο ΟΤΕ δεν δύναται να απολύσει προσωπικό (εκτός από τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης και εκούσιας αποχώρησης) και συνεπώς δεν θα είναι σε θέση να μειώσει έγκαιρα το προσωπικό του εν όψει του ανταγωνισμού από την 1η Ιανουαρίου 1998. Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές αναφέρουν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια μείωσης του προσωπικού θα προκαλούσε σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, ειδικά εάν γινόταν εσπευσμένα. Το προσωπικό του ΟΤΕ ανέρχεται σήμερα σε 24 500 άτομα. Για τα επόμενα πέντε έτη (1996-2000) συζητήθηκε με την ΟΜΕ-ΟΤΕ η εφαρμογή δέσμης μέτρων που αποσκοπούν στην εθελούσια αποχώρηση σημαντικού αριθμού εργαζομένων. Αναμένεται ότι μέχρι τα τέλη του 1999 το προσωπικό θα μειωθεί σε 21 000 άτομα.

Εκτίμηση της Επιτροπής

(26) Η Επιτροπή θα πρέπει να εκτιμήσει αν οι προσαρμογές αυτές καλύπτονται από το άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ και αν η υλοποίηση αυτών των προσαρμογών τίθεται σε κίνδυνο στην περίπτωση που εισέρχονται νέοι ανταγωνιστές στην αγορά όπου δραστηριοποιείται σήμερα αποκλειστικά ο ΟΤΕ.

(27) Οι ίδιες οι νομοθετικές τροποποιήσεις και οποιεσδήποτε πιθανές καθυστερήσεις στη διαδικασία αυτή δεν μπορούν να θεωρηθούν ως διαρθρωτικές μεταβολές με την έννοια της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ που θα δικαιολογούσαν πρόσθετη μεταβατική περίοδο. Η οδηγία αναφέρεται στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές στο βαθμό που είναι απαραίτητες για την προστασία της παροχής υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Μη υπαρχούσης της συγκεκριμένης αιτιολογίας η οποία αναφέρεται στην οδηγία, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν διατάξεις, τις ακολουθούμενες πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής τους έννομης τάξης για να δικαιολογήσουν πρόσθετη περίοδο για την μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις κοινοτικές οδηγίες (8).

(28) Βάσει της γενικής αρχής της αναλογικότητας, η διάρκεια οποιασδήποτε χορηγούμενης συμπληρωματικής μεταβατικής περιόδου πρέπει να είναι αυστηρά ανάλογη με την προσπάθεια που είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση των απαραίτητων διαρθρωτικών προσαρμογών, που ανέφεραν οι ελληνικές αρχές, ενόψει της εισαγωγής του πλήρους ανταγωνισμού, δηλαδή i) της ψηφιοποίησης, του εκσυγχρονισμού, και της πυκνότητας του δικτύου, ii) της περαιτέρω εξισορρόπησης των τιμολογίων του ΟΤΕ και iii) της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας του ΟΤΕ.

α) Ψηφιοποίηση, εκσυγχρονισμός και διείσδυση του δικτύου

(29) Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι στην Ελλάδα απαιτείται εκσυγχρονισμός, ψηφιοποίηση και βελτίωση της διείσδυσης του δικτύου κατά την περίοδο αναπροσαρμογής των τιμολογίων. Η Επιτροπή αναγνωρίζει επίσης ότι το κόστος του εκσυγχρονισμού αυτού (1.246 δισεκατομμύρια δραχμές) είναι ιδιαίτερα υψηλό στη συγκεκριμένη περίπτωση του σταθερού δικτύου του ΟΤΕ, και αυτό για δύο βασικούς λόγους: το ποσοστό ψηφιοποίησης είναι χαμηλό (38 %), ενώ τα άλλα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των κρατών μελών στα οποία χορηγήθηκε παρέκκλιση, έχουν ποσοστό ψηφιοποίησης πολύ υψηλότερο (80 % στην περίπτωση της Πορτογαλίας). Το κόστος βελτίωσης της διείσδυσης είναι επίσης υψηλό στην Ελλάδα, που χαρακτηρίζεται από τρεις αντιξοότητες που είναι η αραιοκατοικημένη χώρα, οι πολυάριθμες ορεινές περιοχές και τα πολυάριθμα νησιά.

(30) Μολονότι αναγνωρίζει ότι απαιτείται περαιτέρω ψηφιοποίηση και εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα, η Επιτροπή σημειώνει ότι η ίδια η ελληνική κυβέρνηση παραδέχεται ότι ένας από τους κύριους λόγους για την καθυστερημένη έναρξη διαδικασίας ψηφιοποίησης ήταν ότι η υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματος του ΟΤΕ προσέκρουσε σε εμπόδια πολιτικής και νομικής φύσεως. Ειδικότερα, προκλήθηκαν καθυστερήσεις από προσφυγές που άσκησαν οι αποκλεισθέντες υποψήφιοι σε διαγωνισμούς για δημόσιες συμβάσεις του ΟΤΕ. Η κατάργηση των ειδικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων του ΟΤΕ για τη διαχείριση της φωνητικής τηλεφωνίας και των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων θα επιτάχυνε συνεπώς το επενδυτικό πρόγραμμα δεδομένου ότι βάσει του άρθρου 8 της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ, οι κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις που καθορίζονται στην εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζονται από τη στιγμή που οι άλλοι φορείς είναι ελεύθεροι (9) να παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες στην ίδια γεωγραφική περιοχή και υπό τις ίδιες ουσιαστικά συνθήκες.

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των ελληνικών αρχών, στο παρελθόν καθυστέρησαν ηθελημένα οι επενδύσεις προς όφελος άλλων προτεραιοτήτων. Για παράδειγμα, χορηγήθηκαν σημαντικές επιδοτήσεις προς τα ταχυδρομεία από τα κέρδη του ΟΤΕ ως το 1992. Η έλλειψη επενδύσεων δεν οφείλεται συνεπώς σε έλλειψη πόρων.

(31) Ωστόσο, το θέμα είναι αν ο ΟΤΕ μπορεί, σε ανταγωνιστικό περιβάλλον, να αποκτήσει τα απαραίτητα μέσα ώστε να συνεχίσει τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του δικτύου του, που θα κοστίσει 946 δισεκατομμύρια δραχμές κατά την περίοδο 1996-2000 και περαιτέρω επενδύσεις 300 δισεκατομμυρίων δραχμών κατά τα έτη 2001-2002, δηλαδή λιγότερο από 190 δισεκατομμύρια το χρόνο, ή αν το άνοιγμα στον ανταγωνισμό θα μπορούσε να διακυβεύσει την οικονομική ισορροπία του ΟΤΕ και μαζί με αυτήν τη δυνατότητά του να παρέχει την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος που έχει ανατεθεί στον ΟΤΕ. Από αυτή την άποψη, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

(32) Το 1993 τα συνολικά έσοδα του ΟΤΕ ανέρχονταν σε 356,754 δισεκατομμύρια δραχμές από τα οποία 321,145 δισεκατομμύρια προήλθαν από τη φωνητική τηλεφωνία. Τα καθαρά κέρδη του ΟΤΕ ήταν 129 520 εκατομμύρια δραχμές (10). Η αγορά τηλεπικοινωνιών είναι μια αναπτυσσόμενη αγορά. Προβλέπεται ότι τα έσοδα της φωνητικής τηλεφωνίας στην Ελλάδα θα αυξηθούν από 1 135 εκατομμύρια Ecu το 1993 σε περίπου 1 818 το 1998 (δηλαδή ετήσια αύξηση περίπου 5 %) (11). Επιπλέον η Ελλάδα μετέφερε πρόσφατα την οδηγία 90/388/ΕΟΚ στο εσωτερικό της δίκαιο. Από τον Ιανουάριο του 1997 μπορούν να παρασχεθούν ελευθερωμένες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες στην Ελλάδα χωρίς περιορισμούς. Η ελευθέρωση αυτή θα αυξήσει την κίνηση στο δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο και θα δημιουργήσει νέα έσοδα. Ωστόσο, η αναμενόμενη αύξηση των εσόδων θα επηρεαστεί αρνητικά από διάφορους συντελεστές που συνδέονται με την εξαιρετικά περιορισμένη ψηφιοποίηση. Αυτό συνεπάγεται πράγματι, και θα εξακολουθήσει να συνεπάγεται μεσοπρόθεσμα, σοβαρά προβλήματα συμφόρησης στο σταθερό δίκτυο, πράγμα που επιβραδύνει σημαντικά το ποσοστό ανάπτυξης των υπηρεσιών τηλεφωνίας και εξηγεί γιατί η αύξηση των εσόδων τηλεφωνίας στην Ελλάδα είναι κατώτερη απ' ό,τι σε άλλα κράτη μέλη με ψηφιοποιημένο δίκτυο. Επιπλέον, και για τον ίδιο λόγο, ο ΟΤΕ δεν μπορεί να προσφέρει προηγμένες υπηρεσίες, οι οποίες δημιουργούν σημαντική αύξηση εσόδων για τους φορείς διαχείρισης του τηλεφωνικού δικτύου. Τελικά. ένα μέρος της επένδυσης θα μπορεί να καλυφθεί από τα κέρδη του ΟΤΕ.

(33) Επιπλέον, ο ΟΤΕ έχει μικρά χρέη σε σύγκριση με φορείς διαχείρισης δικτύου που έχουν πραγματοποιήσει μεγάλες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό του δικτύου τους: στα τέλη του οικονομικού έτους 1995/96 ο δείκτης συνολικού χρέους/ιδίων κεφαλαίων (δανειακή εξάρτηση - gearing) του ΟΤΕ ήταν 39,4 έναντι 139,9 για την Telecom Eireann, 124,3 για την Telefσnica de Espaρa και 65 για την Portugal Telecom. Τον Ιούνιο του 1996, τα μακροπρόθεσμα δάνεια ανέρχονταν σε 123 δισεκατομμύρια δραχμές έναντι συνολικών επενδύσεων των μετόχων ύψους 600 δισεκατομμυρίων δραχμών. Έτσι, ο ΟΤΕ διαθέτει σημαντική δανειοληπτική ικανότητα για τη χρηματοδότηση των απαραίτητων επενδύσεων.

(34) Σε τελική ανάλυση, ένα μέρος των αναγκαίων επενδύσεων πρόκειται να επιδοτηθεί από τα διαρθρωτικά ταμεία της Κοινότητας. Βάσει του νέου επιχειρηματικού προγράμματος (ΕΠ) για την Ελλάδα, για την περίοδο 1994-1999, το ΕΤΠΑ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης) θα πρέπει να χορηγήσει 173,243 εκατομμύρια Ecu, εκ των οποίων 112,377 εκατομμύρια Ecu προορίζονται για τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών του ΟΤΕ. Ωστόσο, το μέρος των αναγκαίων επενδύσεων (δηλαδή 4,13 δισεκατομμύρια Ecu), που πρόκειται να χρηματοδοτηθεί έτσι, παραμένει περιορισμένο, δεδομένου ότι περισσότερο από το 90 % του κόστους τους πρέπει να καλυφθεί από τον ΟΤΕ.

(35) Ωστόσο, όσο τα τιμολόγια του ΟΤΕ δεν είναι επαρκώς εξισορροπημένα, οι νεοεισερχόμενοι θα μπορούσαν να περικόψουν τα υψηλά τιμολόγια που εφαρμόζει ο ΟΤΕ για τις υπεραστικές και διεθνείς κλήσεις. Στην περίπτωση αυτή, ο ΟΤΕ είτε θα έχανε κίνηση είτε θα έπρεπε να αναπροσαρμόσει τα τιμολόγιά του ταχύτερα από την αύξηση της ζήτησης της αγοράς. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε, βραχυπρόθεσμα, να περιορίσει την αύξηση των εσόδων του δημόσιου φορέα και να περιορίσει έτσι τα περιθώρια χρηματοδότησης των επενδύσεών του.

Η κατάσταση αυτή δικαιολογεί μια πρόσθετη μεταβατική περίοδο ώστε να μπορέσει ο ΟΤΕ να συνεχίσει τη σταδιακή εξισορρόπηση των τιμολογίων του.

Μόλις εξισορροπηθούν επαρκώς τα τιμολόγια, τόσο οι μειώσεις των τιμών όσο και η εμφάνιση του ανταγωνισμού θα οδηγήσουν πράγματι σε αυξημένη χρήση του δικτύου του ΟΤΕ. Η πείρα σε άλλα κράτη μέλη έδειξε ότι η ανάπτυξη της αγοράς μπορεί να αντισταθμίσει την απώλεια του μεριδίου αγοράς.

β) Τηλεφωνική πυκνότητα και παροχή καθολικής υπηρεσίας

(36) Γενικά, η Επιτροπή δέχεται ότι σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη, το υπολογιζόμενο κόστος της παροχής καθολικής υπηρεσίας στην Ελλάδα είναι συγκριτικά υψηλό λόγω, ιδιαίτερα, δυσκολότερων γεωγραφικών συνθηκών που οδηγούν σε μεγαλύτερο κόστος των υποδομών. Αυτό σημαίνει ότι η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος μπορεί να είναι δυσχερέστερη στην Ελλάδα απ' ό,τι σε άλλα κράτη μέλη.

(37) Η τηλεφωνική διείσδυση στην Ελλάδα, έχει ήδη φθάσει σε επίπεδο συγκρίσιμο με εκείνο των κρατών μελών τα οποία δεν δικαιούνται πρόσθετες μεταβατικές περιόδους. Το 1994, αναλογούσαν 48 κύριες γραμμές ανά 100 κατοίκους στην Ελλάδα, σε σύγκριση με 55 στη Γαλλία, 48 στη Γερμανία, 43 στην Ιταλία. Η διείσδυση αυτή σε άλλα κράτη μέλη τα οποία είναι επιλέξιμα για τη χορήγηση πρόσθετων μεταβατικών περιόδων είναι σημαντικά χαμηλότερη απ' ό,τι στην Ελλάδα: 37 στην Ισπανία και 35 στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Κατά συνέπεια, η μη ικανοποιηθείσα ζήτηση για περαιτέρω τηλεφωνικές γραμμές από τα νοικοκυριά είναι λιγότερο σημαντική στην Ελλάδα σε σύγκριση με αυτά τα κράτη μέλη. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι τα στοιχεία αυτά δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματική κάλυψη του δικτύου. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της τηλεφωνικής πυκνότητας οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν πολλά παραθεριστικά κέντρα με σημαντική συγκέντρωση γραμμών που χρησιμοποιούνται μόνο εποχιακά, και στο ότι πολλοί συνδρομητές έχουν περισσότερα από ένα σπίτια. Οι ελληνικές αρχές υποστηρίζουν ότι το επίπεδο της τηλεφωνικής διείσδυσης θα πρέπει να αυξηθεί ώστε να ικανοποιηθεί η ζήτηση.

(38) Εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη των γεωγραφικών και δημογραφικών αντιξοοτήτων, το κόστος βελτίωσης του ποσοστού διείσδυσης θα είναι συγκριτικά υψηλό. Παράλληλα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι χαμηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ και χαμηλότερο από εκείνο των χωρών που είναι άμεσα συγκρίσιμες και ζήτησαν πρόσθετη μεταβατική περίοδο για την εφαρμογή της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ. Για τους δύο αυτούς λόγους, το υψηλότερο ποσοστό διείσδυσης συνδέεται με τον ρυθμό και το επίπεδο αναπροσαρμογής των τιμολογίων τόσο σχετικά με τη δυνατότητα χρηματοδότησης όσο και με την εξέλιξη της σχετικής ζήτησης.

(39) Η Επιτροπή έχει κατ' αρχήν, τη γνώμη ότι δεν υπάρχει λόγος καθυστέρησης του ανταγωνισμού μέχρις ότου επιτευχθεί υψηλό επίπεδο τηλεφωνικής διείσδυσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, επέτρεψε τον πλήρη ανταγωνισμό όταν το επίπεδο τηλεφωνικής διείσδυσης ήταν χαμηλότερο από εκείνο που είχε επιτύχει ο ΟΤΕ το 1994 έτσι ώστε να μπορέσουν οι νεοεισερχόμενοι να πετύχουν καλύτερη διείσδυση. Πάντως, η Επιτροπή δέχεται ότι η παροχή δυνατότητας στον ΟΤΕ -παράλληλα με την εξισορρόπηση των τιμολογίων του- να συνεχίσει τα δαπανηρά αναπτυξιακά προγράμματά του για την περαιτέρω βελτίωση της τηλεφωνικής διείσδυσης θα είναι προς όφελος του καταναλωτή γενικά. Η βελτίωση αυτή θα αποβεί προς όφελος και των νεοεισερχομένων σε κάποιο βαθμό, αφού όσο περισσότεροι χρήστες είναι συνδεδεμένοι με τα δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, τόσο περισσότερες κλήσεις θα πραγματοποιούνται για τον ΟΤΕ αλλά και για τους νεοεισερχόμενους. Μόλις εξισορροπηθούν επαρκώς τα τιμολόγια του ΟΤΕ, οι νεοεισερχόμενοι θα δημιουργήσουν πρόσθετες τηλεφωνικές κλήσεις αντί να παροχετεύουν τις τρέχουσες κλήσεις του ελληνικού οργανισμού.

Συνεπώς, η ανάγκη βελτίωσης της διείσδυσης μπορεί να δικαιολογήσει την παράταση των σημερινών αποκλειστικών δικαιωμάτων που έχουν χορηγηθεί στον ΟΤΕ, μόνο όμως για το χρονικό διάστημα που είναι απαραίτητο στον ΟΤΕ για να αναπροσαρμόσει τα τιμολόγιά του.

γ) Αναπροσαρμογή των τιμολογίων

(40) Η Επιτροπή σημειώνει ότι μολονότι οι αυξήσεις στα τιμολόγια για τις αστικές κλήσεις, ιδιαίτερα κατά τα έτη 1993 και 1995, φαίνονται σημαντικές, πρέπει να σημειωθεί ότι προηγουμένως ο ΟΤΕ δεν χρέωνε τις τοπικές κλήσεις. Στον ακόλουθο πίνακα, που βασίζεται σε πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή (12), συγκρίνονται ορισμένα τηλεφωνικά τέλη του ΟΤΕ με τα αντίστοιχα στοιχεία για ένα φορέα που έχει ήδη αναπροσαρμόσει τα τιμολόγιά του (British Telecom) (13) και ενός φορέα (Portugal Telecom) ενός κράτους μέλους, στον οποίο χορηγήθηκε πρόσθετη μεταβατική περίοδος με την απόφαση 97/310/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Φεβρουαρίου 1997 (14). Από τον πίνακα φαίνεται ότι ο ΟΤΕ θα πρέπει να απαπροσαρμόσει τα τιμολόγιά του στον ίδιο βαθμό περίπου, κατά μέσο όρο με την Portugal Telecom.

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

(41) Δεδομένου ότι λόγω της τεχνικής προόδου στο δίκτυο, το κόστος εξαρτάται ολοένα και λιγότερο από την απόσταση, η τιμολόγηση με βάση το κόστος σημαίνει γενικά ότι οι τιμές προσαρμόζονται ώστε τα έσοδα να εξισορροπούν το κόστος, δηλαδή:

- τα έσοδα από τη σύνδεση και τη συνδρομή καλύπτουν το σταθερό κόστος (συν ένα σταθερό περιθώριο),

- τα έσοδα από τις κλήσεις καλύπτουν το κόστος των κλήσεων (συν ένα σταθερό περιθώριο).

Κατά συνέπεια, οι τηλεπικοινωνιακοί οργανισμοί χρειάστηκε να αυξήσουν τη διμηνιαία συνδρομή και τις τιμές των τοπικών κλήσεων (ή τουλάχιστον να μη μειώσουν τα σχετικά τέλη) και να μειώσουν τις τιμές των υπεραστικών και διεθνών κλήσεων. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι χρειάζεται σημαντική αναπροσαρμογή των τελών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις τιμές των υπεραστικών κλήσεων.

Δεδομένης της ανάγκης να μην επηρεασθούν οι απαιτούμενοι πόροι για τον εκσυγχρονισμό του δικτύου τα επόμενα έτη, η συνέχιση της σταδιακής προσέγγισης που σχεδιάζει η Ελλάδα για περαιτέρω μείωση των τιμών των υπεραστικών και διεθνών κλήσεων φαίνεται δικαιολογημένη. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του μέσου ΑΕΠ στην Ελλάδα, μία προοδευτική προσέγγιση είναι δικαιολογημένη. Αυτό για να αποφευχθεί όπως οι πολύ σημαντικές και εσπευσμένες αυξήσεις στα πλαίσια της αναγκαίας αναπροσαρμογής αποτελέσουν τροχοπέδη της ζήτησης περιορίζοντας, κατά συνέπεια, την αύξηση των εσόδων και των κερδών του φορέα διαχείρισης, (κάτι που μπορεί να επηρεάσει τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού του δικτύου), ενδεχομένως επί ζημία της ικανότητάς του να εξασφαλίζει την παροχή της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος με την οποία είναι επιφορτισμένος.

Λαμβάνοντας υπόψη τον αναγκαία προοδευτικό ρυθμό αναπροσαρμογής και το σημαντικό οικονομικό βάρος που αντιπροσωπεύει ο εκσυγχρονισμός του δικτύου, τόσο στο επίπεδο της διείσδυσης όσο και της ψηφιοποίησης, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα τιμολόγια του ΟΤΕ μπορεί να έχουν αναδιαρθρωθεί επαρκώς ως τις 31 Δεκεμβρίου 2000. Ο ΟΤΕ θα μπορούσε να επιταχύνει τον ρυθμό εξισορρόπησης, αν εισήγαγε ελαστικές τιμολογιακές δομές αντί να εφαρμόζει γραμμικές τιμολογιακές προσαρμογές.

(42) Τα άλλα επιχειρήματα των ελληνικών αρχών για να δικαιολογήσουν την καθυστέρηση της αναπροσαρμογής των τιμολογίων του ΟΤΕ δεν μπορούν ωστόσο να γίνουν δεκτά, και ιδιαίτερα, το επιχείρημα ότι ο ΟΤΕ δεν χρησιμοποιεί σήμερα ένα σύγχρονο λογιστικό σύστημα αναλυτικής κοστολόγησης που να παρέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το κόστος ανά κατηγορία υπηρεσίας δεν δικαιολογεί πρόσθετη μεταβατική περίοδο. Η Ελλάδα όφειλε να εφαρμόσει σύστημα αναλυτικής κοστολόγησης ως τις 31 Δεκεμβρίου 1993 βάσει της οδηγίας 92/44/ΕΟΚ και ως τις 31 Δεκεμβρίου 1996 βάσει της οδηγίας 95/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου στη φωνητική τηλεφωνία (15). Το σχετικό κόστος τέτοιων υπηρεσιών δεν διαφέρει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και, μέχρι την καθιέρωση ενός λογιστικού συστήματος που να βασίζεται στο κόστος, ο ΟΤΕ μπορεί να χρησιμοποιήσει τα παραδείγματα εξισορρόπησης των τιμολογίων που εφαρμόστηκαν σε άλλα κράτη μέλη όπου εισήχθη ήδη ο ανταγωνισμός.

δ) Αναδιάρθρωση του ΟΤΕ

(43) Γενικά, η Επιτροπή δεν δέχεται τα επιχειρήματα της Ελλάδας σχετικά με την αναδιάρθρωση του ΟΤΕ, δεδομένου ότι τα αναφερόμενα προβλήματα δεν υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα ή σε χώρες με λιγότερο ανεπτυγμένα δίκτυα. Ειδικότερα, το αίτημα απορρίπτεται για τους ακόλουθους λόγους:

- μολονότι η παραγωγικότητα του ΟΤΕ μπορεί να βελτιωθεί, είναι ήδη μεγαλύτερη απ' ό,τι σε ορισμένα κράτη μέλη, που δεν δικαιούνται να ζητήσουν πρόσθετες μεταβατικές περιόδους. Ο ΟΤΕ λειτουργούσε 217 γραμμές ανά υπάλληλο το 1996 έναντι 183 στην Belgacom, 174 στην Deutsche Telecom, 162 στην Portugal Telecom και 99 γραμμών ανά υπάλληλο στην Ιρλανδία. Ωστόσο, τα έσοδα ανά υπάλληλο είναι σημαντικά υψηλότερα στο Βέλγιο και τη Γερμανία ενώ η τηλεφωνική διείσδυση είναι χαμηλότερη στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία,

- Η Ελλάδα θα λάβει στα πλαίσια του συμφωνηθέντος επιχειρησιακού προγράμματος (1994-1999), πάνω από 45 εκατομμύρια Ecu για την αναδιοργάνωση του ΟΤΕ και την εκπαίδευση του προσωπικού του (από τα οποία 30,5 εκατομμύρια Ecu θα χορηγηθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο). Στο πλαίσιο αυτό, ο ΟΤΕ ανέλαβε την υποχρέωση να φθάσει το επίπεδο παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας που θεωρεί η Επιτροπή ικανοποιητικό ώστε να λειτουργήσει ως ανταγωνιστική και σύγχρονη επιχείρηση ως τα τέλη του 1999.

Ανάπτυξη των συναλλαγών

(44) Ο στόχος στον οποίο αποβλέπει η αναβολή της ελευθέρωσης της φωνητικής τηλεφωνίας είναι να καθυστερήσει η είσοδος ανταγωνιστικών φορέων στην εν λόγω αγορά. Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει αναπόφευκτα τις συναλλαγές εφόσον θα παρεμποδίσει μεγάλους διεθνείς φορείς του τομέα να επενδύσουν και να παράσχουν τις υπηρεσίες τους στην Ελλάδα. Θα καθυστερήσει επίσης η εμφάνιση άλλων ελληνικών τηλεπικοινωνιακών φορέων, γεγονός που τελικά θα περιορίσει τις δυνατότητες επέκτασής τους εκτός Ελλάδας.

Η εγκατάσταση ενός νέου δημόσιου τηλεφωνικού φορέα απαιτεί προεργασία πολλών μηνών ή ακόμη και ετών εάν ο φορέας δεν δραστηριοποιείται ήδη σε γειτονική αγορά ελευθερωμένων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και δεν έχει ακόμη κατορθώσει να αποκτήσει πελατειακή βάση.

Εξετάζοντας το ελληνικό αίτημα για χορήγηση παρέκκλισης, η Επιτροπή σημείωσε ότι λόγω των καθυστερήσεων στην ενσωμάτωση της κοινοτικής νομοθεσίας δεν είχε ακόμη επιτραπεί ο ανταγωνισμός στις αγορές για υπηρεσίες δεδομένων και φωνητικής τηλεφωνίας για κλειστές ομάδες χρηστών. Επιπλέον, χορηγήθηκαν στον ΟΤΕ τα αποκλειστικά δικαιώματα δημιουργίας καλωδιακών τηλεοπτικών δικτύων. Στο πλαίσιο αυτό, η καθιέρωση του ανταγωνισμού στη φωνητική τηλεφωνία από την 1η Ιανουαρίου 1998 θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τον κύκλο εργασιών του ΟΤΕ.

Εξάλλου, φαίνεται από την ελληνική αίτηση ότι η προγραμματισμένη ψηφιοποίηση του δικτύου του ΟΤΕ αποβλέπει στην αύξηση των υπηρεσιών που μπορούν να παρασχεθούν στους τελικούς χρήστες. Ενώ οι παλιές αναλογικές γραμμές είχαν τη δυνατότητα παροχής μόνο φωνητικών υπηρεσιών, οι ελληνικές αρχές υποστηρίζουν ότι οι νέες ψηφιακές γραμμές θα παρέχουν επίσης και βελτιωμένες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες που έχουν ελευθερωθεί βάσει της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι σκοπός των συνεχιζόμενων επενδύσεων στο δίκτυο είναι να μπορέσει ο ΟΤΕ να διευρύνει τις υπηρεσίες του πέρα από την καθολική φωνητική τηλεφωνία.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η χορήγηση πρόσθετης μεταβατικής περιόδου θα μπορούσε να επηρεάσει την ανάπτυξη των συναλλαγών σε βαθμό μη συμβιβάσιμο με το συμφέρον της κοινής αγοράς, αφού θα επέτρεπε στον ΟΤΕ να επεκτείνει τη σημερινή δεσπόζουσα θέση του και σε νέες αγορές εκτός από την αγορά της φωνητικής τηλεφωνίας.

Ωστόσο, με επιστολή της 24ης Μαρτίου 1997 που διευκρινίστηκε προφορικά από τον Έλληνα υπουργό τηλεπικοινωνιών κατά τη διάρκεια διμερούς συνάντησης στις Βρυξέλλες στις 28 Απριλίου 1997, οι ελληνικές αρχές ανακοίνωσαν ότι:

1) Η οδηγία 94/46/ΕΚ για τις δορυφορικές επικοινωνίες θα ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με προεδρικό διάταγμα ως την 1η Αυγούστου 1997. Εν τω μεταξύ, η ελληνική εθνική κανονιστική αρχή, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (ΕΕΤ) θα δέχεται ήδη αιτήσεις για δορυφορικές επικοινωνίες. Οι αιτήσεις θα εξετασθούν χωρίς καθυστέρηση και θα χορηγηθούν στους ενδιαφερομένους οι σχετικές άδειες, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια που καθορίζονται στο διάταγμα, μόλις αυτό δημοσιευθεί.

2) Μέχρι τον Δεκέμβριο 1997 θα δημοσιευθεί και θα τεθεί σε ισχύ το προεδρικό διάταγμα για την εφαρμογή της οδηγίας 96/2/ΕΚ.

3) Ο νόμος 2328/95 θα τροποποιηθεί σε ό,τι αφορά τη δημιουργία υποδομής καλωδιακής τηλεόρασης πριν από την 1η Μαΐου 1998. Η τροποποίηση αυτή θα πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα με την ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας 95/51/ΕΚ.

4) Το προεδρικό διάταγμα για τη συμπλήρωση της μεταφοράς της οδηγίας 92/44/ΕΟΚ στο ελληνικό δίκαιο θα εκδοθεί και θα τεθεί σε ισχύ έως τα τέλη του 1997.

Εφόσον τα παραπάνω μέτρα που ανακοινώθηκαν ψηφιστούν και εφαρμοστούν έγκαιρα, μπορεί να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο χορήγησης πρόσθετης μεταβατικής περιόδου για την κατάργηση των αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων που διαθέτει ο ΟΤΕ σχετικά με την παροχή φωνητικής τηλεφωνίας και την εγκατάσταση δημοσίου τηλεπικοινωνιακού δικτύου ως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, δεδομένου ότι δεν θα απομόνωνε τελείως την τηλεπικοινωνιακή αγορά στην Ελλάδα. Πράγματι, οι αρνητικές επιπτώσεις μιας τέτοιας πρόσθετης μεταβατικής περιόδου στην ανάπτυξη του εμπορίου της Κοινότητας θα περιορίζονταν λόγω:

- του περιορισμένου μεγέθους της τηλεπικοινωνιακής αγοράς στην Ελλάδα σε σύγκριση με την κοινοτική αγορά. Αναμένεται ότι από την 1η Ιανουαρίου 1998, οι περισσότερες επενδύσεις θα πραγματοποιηθούν κυρίως σε κράτη μέλη με πιο ανεπτυγμένες αγορές όπου η απόδοση των επενδύσεων μπορεί να είναι υψηλότερη,

- της διάρκειας της μεταβατικής περιόδου που χορηγείται. Η ζημία που υφίστανται οι δυνητικοί επενδυτές λόγω της πρόσθετης μεταβατικής περιόδου 36 μηνών, θα περιοριστεί αν στο μεταξύ μπορούν ήδη να προχωρήσουν τον σχεδιασμό τους ώστε να είναι λειτουργικοί στις 31 Δεκεμβρίου 2000, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της κατάργησης των περιορισμών σχετικά με τη χρήση ιδιόκτητων και εναλλακτικών υποδομών από την 1η Οκτωβρίου 1997, όπως αναφέρεται στη συνέχεια,

- του γεγονότος ότι η πρόσθετη μεταβατική περίοδος θα ισχύει για τη φωνητική τηλεφωνία σύμφωνα με τη στενή ερμηνεία του άρθρου 1 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ, και όλες οι άλλες φωνητικές υπηρεσίες θα ελευθερωθούν πλήρως.

(45) Οι επιπτώσεις αυτές θα μειωθούν περαιτέρω και για τους ακόλουθους λόγους:

- ο ΟΤΕ επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε κράτη μέλη που έχουν ελευθερώσει τις αγορές τους. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η παρέκκλιση που θα επέτρεπε στον ΟΤΕ να διατηρεί υψηλότερες τιμές στην εγχώρια αγορά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για την πραγματοποίηση των απαραίτητων προσαρμογών αλλά και για την έμμεση επιδότηση δραστηριοτήτων σε ξένες αγορές. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε προφανή στρέβλωση του ανταγωνισμού εις βάρος των υφιστάμενων οργανισμών αλλά και άλλων νεοεισερχομένων στα εν λόγω κράτη μέλη και θα ήταν αντίθετο με το κοινοτικό συμφέρον,

- η κατάργηση των περιορισμών στη χρήση των ιδιόκτητων και εναλλακτικών υποδομών ισχύει από την 1η Οκτωβρίου 1997, όπως αναφέρεται στη συνέχεια. Το γεγονός αυτό θα επιτρέψει στους νεοεισερχόμενους να δραστηριοποιηθούν και να παράσχουν τις ήδη ελευθερωμένες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες στα δίκτυα αυτά από την εν λόγω ημερομηνία, προετοιμαζόμενοι για τον πλήρη ανταγωνισμό, και ιδιαίτερα να παράσχουν φωνητικές υπηρεσίες σε συγκροτήματα επιχειρήσεων ή/και κλειστές ομάδες χρηστών μέσω τέτοιων υποδομών,

- θα υπάρξει πλήρης εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ που δεν υπόκειται στην παρούσα παρέκκλιση και της οδηγίας 95/62/ΕΚ.

Συμπέρασμα

(46) Βάσει της παραπάνω εκτίμησης, η Επιτροπή θεωρεί ότι η χορήγηση πρόσθετης μεταβατικής περιόδου ως τις 31 Δεκεμβρίου 2000 το αργότερο σχετικά με την κατάργηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που διαθέτει σήμερα ο ΟΤΕ ως προς την παροχή φωνητικής τηλεφωνίας και υποδομής δημοσίου δικτύου αντί της 1ης Ιανουαρίου 1998, βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ, δεν επηρεάζει την ανάπτυξη των συναλλαγών σε βαθμό που αντίκειται στο συμφέρον της Κοινότητας, εφόσον τηρηθούν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις.

ΙΙ. Αίτηση για χορήγηση πρόσθετης μεταβατικής περιόδου όσον αφορά την κατάργηση των περιορισμών στην παροχή, μέσω ιδιόκτητης και εναλλακτικής υποδομής, τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών που έχουν ήδη ελευθερωθεί

Εκτίμηση των επιπτώσεων από την άμεση άρση των περιορισμών

Επιχειρήματα της Ελλάδας

(47) Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η ελευθέρωση των εναλλακτικών υποδομών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στη χώρα πολύ πριν από την ελευθέρωση της φωνητικής τηλεφωνίας και των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Εάν αυτό συμβεί, οι φορείς παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω υποδομών αυτού του είδους θα είναι σε θέση να καταστρατηγήσουν την παρέκκλιση για την φωνητική τηλεφωνία και συνεπώς να στερήσουν τον ΟΤΕ από ένα ουσιαστικό έσοδο το οποίο είναι καθοριστικής σημασίας για τον εκσυγχρονισμό των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και υπηρεσιών στην Ελλάδα.

(48) Δεύτερον, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η απώλεια εσόδων από τις μισθωμένες γραμμές (περίπου 3-4 % των προβλέψεων του ΟΤΕ για τον κύκλο εργασιών κατά τα έτη 1996-2000) θα αυξήσει περαιτέρω τον κίνδυνο μη ολοκλήρωσης των σχεδιαζόμενων διαρθρωτικών προσαρμογών.

Εκτίμηση της Επιτροπής

(49) Δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα ότι πρέπει να διατηρηθούν οι περιορισμοί που αφορούν την παροχή εναλλακτικής χωρητικότητας δικτύου για την παροχή εναλλακτικών υποδομών ώστε να αποτραπεί η καταστρατήγηση του μονοπωλίου φωνητικής τηλεφωνίας από τους φορείς παροχής ελευθερωμένων υπηρεσιών οι οποίοι διαθέτουν σχετική άδεια. Υπάρχουν λιγότερο περιοριστικά κανονιστικά μέσα για να προληφθεί η καταστρατήγηση του μονοπωλίου φωνητικής τηλεφωνίας ως τις 31 Δεκεμβρίου 2000. Σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο 2246/94, όπως τροποποιήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1997, η παροχή ελευθερωμένων υπηρεσιών σε μισθωμένες γραμμές υπόκειται σε καθεστώς προηγούμενης δήλωσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές αρχές μπορούν να ελέγξουν μήπως οι παρεχόμενες υπηρεσίες δεν είναι φωνητικής τηλεφωνίας όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, η υπηρεσία φωνητικής τηλεφωνίας για την οποία μπορούν να χορηγηθούν αποκλειστικά δικαιώματα, πρέπει να προσφέρεται στο κοινό.

Για τον λόγο αυτό, όπως ανέφερε η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της σχετικά με το καθεστώς και την εφαρμογή της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (16), μια τέτοιου είδους «ανεπίσημη» καταστρατήγηση δεν μπορεί να συμβεί σε μεγάλη έκταση χωρίς να γίνει αντιληπτή από το οικείο κράτος μέλος. Μία υπηρεσία που προσφέρεται στο ευρύ κοινό γίνεται αυτομάτως ευρύτερα γνωστή.

Λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι κάθε εμπορική προσφορά κατά κανόνα περιλαμβάνει και διαφήμιση (των διαθέσιμων υπηρεσιών) ή, τουλάχιστον, την έκδοση τιμοκαταλόγων, τη σύναψη συμβάσεων και την έκδοση τιμολογίων, η καταστρατήγηση αυτή θα ήταν εμφανής από τα αρχικά στάδια. Η διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων καταστρατήγησης της παρέκκλισης και εκείνων της νόμιμης παροχής υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας είναι δυνατή χάρη στις διαφορές που υφίστανται όσον αφορά τους αριθμούς κλήσης και τα τέλη σύνδεσης.

Σε γενικές γραμμές, οι νέοι τηλεπικοινωνιακοί φορείς έχουν αποδείξει ότι σέβονται το μονοπώλιο της φωνητικής τηλεφωνίας. Οι προμηθευτές υπηρεσιών δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν την ανάκληση της άδειάς τους και, έτσι, να μη μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι των πελατών τους. Για τον λόγο αυτό πολλοί προμηθευτές υπηρεσιών πριν αρχίσουν τις εργασίες τους ερευνούν το θέμα με τις εθνικές κανονιστικές αρχές ή με τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Στην επιστολή τους της 24ης Μαρτίου 1997, οι ελληνικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα βάσει του νόμου 2246/1994 ώστε να διασφαλιστεί η διοικητική και χρηματοδοτική ανεξαρτησία της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών (ΕΕΤ) και ότι το σχέδιο προεδρικού διατάγματος που καθορίζει τον οργανισμό υπηρεσιακής κατάστασης του εν λόγω φορέα θα εγκριθεί και θα τεθεί σε ισχύ ως την 1η Αυγούστου 1997. Η ελληνική εθνική κανονιστική αρχή θα είναι πλήρως λειτουργική ως τα τέλη Σεπτεμβρίου 1997 και σε θέση να ελέγξει ότι οι επιχειρήσεις που έχουν υποβάλει αίτηση για την παροχή ελευθερωμένων υπηρεσιών δεν θα παρέχουν υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας. Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να δικαιολογηθεί πρόσθετη μεταβατική περίοδος μετά την 1η Οκτωβρίου 1997. Πιθανές καθυστερήσεις ως προς το χρονοδιάγραμμα των ελληνικών αρχών δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή για την εξέταση του αιτήματος για πρόσθετη μεταβατική περίοδο δεδομένου ότι το εν λόγω χρονοδιάγραμμα φαίνεται λογικό και δεδομένου ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, να επικαλεσθούν διατάξεις, ακολουθούμενες πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής τους έννομης τάξης για να δικαιολογήσουν πρόσθετες μεταβατικές περιόδους ώστε να συμμορφωθούν με τις κοινοτικές οδηγίες.

(50) Η Επιτροπή δεν μπορεί επίσης να δεχθεί το επιχείρημα ότι η απώλεια εσόδων από τις μισθωμένες γραμμές θα αύξανε περαιτέρω τον κίνδυνο μη ολοκλήρωσης των σχεδιαζόμενων διαρθρωτικών προσαρμογών για τους ακόλουθους λόγους:

- βάσει της οδηγίας 92/44/ΕΟΚ, ο ΟΤΕ έπρεπε να προσφέρει μισθωμένες γραμμές με βάση το σχετικό κόστος. Σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/44/ΕΟΚ, η Ελλάδα είχε την υποχρέωση να διασφαλίσει ότι ο ΟΤΕ θα καθιέρωνε, έως τις 31 Δεκεμβρίου 1993, ένα σύστημα αναλυτικής κοστολόγησης για τις μισθωμένες γραμμές. Μολονότι προβλέπεται από την οδηγία 92/44/ΕΟΚ, η Ελλάδα δεν ζήτησε καμία αναβολή υπέρ του ΟΤΕ όσον αφορά την υποχρέωση αυτή. Η σημερινή μη συμμόρφωση της Ελληνικής Δημοκρατίας με αυτή την υποχρέωση έχει ήδη αναγνωρισθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με την απόφασή του της 6ης Ιουλίου 1995 (17). Δεδομένης της υποχρέωσης αυτής και λαμβανομένου υπόψη ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμμορφωθούν προς την εν λόγω υποχρέωση, η ελευθέρωση της εναλλακτικής προσφοράς δεν αναμένεται να μεταβάλει σημαντικά τη θέση των τηλεπικοινωνιακών οργανισμών στο τμήμα αυτό της αγοράς,

- όλοι οι σημαντικοί φορείς παροχής εναλλακτικών δικτύων ανήκουν σήμερα σε δημόσιους οργανισμούς (π.χ. εταιρείες σιδηροδρόμων, ύδρευσης κ.τ.λ.) και οι περισσότεροι εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ίδιου υπουργείου με τον ΟΤΕ. Συνεπώς, δεν φαίνεται πιθανό ότι θα μείωναν τις τιμές τους και θα ανταγωνίζονταν πραγματικά τον ΟΤΕ, που αποτελεί επίσης επιχείρηση του δημόσιου τομέα,

- ο ανταγωνισμός αυτός θα αποτελούσε κίνητρο για τον ΟΤΕ προκειμένου να επιταχύνει την ψηφιοποίηση και τον εκσυγχρονισμό του δικτύου του,

- τα έσοδα από την παροχή μισθωμένων γραμμών είναι αμελητέα σε σχέση με εκείνα που προέρχονται από την φωνητική τηλεφωνία,

- εάν χορηγηθεί άδεια εγκατάστασης υποδομής σε φορείς παροχής εναλλακτικών δικτύων, οι φορείς αυτοί θα εστιάσουν τη δραστηριότητά τους στα κυκλώματα μεγάλης χωρητικότητας (8,34 και 140 Mbs), τα οποία σήμερα δεν προσφέρει ο ΟΤΕ. Συνεπώς, η υπόθεση περί απώλειας, εκ μέρους του ΟΤΕ, εσόδων από μισθωμένες γραμμές δεν γίνεται πλήρως αποδεκτή,

- η επιχειρηματολογία των ελληνικών αρχών βασίζεται σε μία στατική προοπτική. Πράγματι, αν η Ελλάδα ενσωμάτωνε πλήρως την οδηγία 90/388/ΕΟΚ και επέτρεπε στους νεοεισερχόμενους να παρέχουν όλο το φάσμα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, πλην της φωνητικής τηλεφωνίας, χρησιμοποιώντας περισσότερο από 2 Χ 64 kbits, το γεγονός αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση της ζήτησης για μισθωμένα κυκλώματα. Η νέα αυτή ζήτηση θα υπεραντιστάθμιζε την πιθανή επίπτωση από την παροχή χωρητικότητας μέσω εναλλακτικών υποδομών στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται βέβαιο ότι πολλοί φορείς παροχής ελευθερωμένων υπηρεσιών μέσω εναλλακτικών δικτύων θα μισθώσουν παράλληλα γραμμές από τον ΟΤΕ προκειμένου να διασφαλίσουν επαρκή εφεδρική χωρητικότητα. Δεδομένης της αναμενόμενης ανάπτυξης της αγοράς μισθωμένων γραμμών, ο ΟΤΕ θα μπορούσε να διατηρήσει τα συνολικά του κέρδη από αυτό το τμήμα της αγοράς ακόμη και αν καθιερώσει εκπτώσεις βάσει του όγκου επί των ισχυόντων τιμολογίων του για μισθωμένες γραμμές, προκειμένου να τα προσαρμόσει περαιτέρω στο σχετικό κόστος.

Ανάπτυξη των συναλλαγών

(51) Λόγω του μονοπωλίου του σχετικά με την παροχή δημοσίων τηλεπικοινωνιακών υποδομών, ο ΟΤΕ είναι ο μοναδικός προμηθευτής μισθωμένων γραμμών και διασυνδέσεων σε επιχειρήσεις που παρέχουν ελευθερωμένες υπηρεσίες. Συνεπώς καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το κόστος των ανταγωνιστών του στον τομέα των ελευθερωμένων υπηρεσιών. Το γεγονός αυτό φαίνεται, μεταξύ άλλων, από το προαναφερθέν υψηλό σημερινό τιμολόγιο των μισθωμένων γραμμών, που καθιστά την παροχή ορισμένων ελευθερωμένων υπηρεσιών αντιοικονομική. Επιπλέον, η δυνατότητα του ΟΤΕ να γνωρίζει το κόστος των ανταγωνιστών του θα επηρεάσει ακόμη περισσότερο τις συναλλαγές, αφού ο ΟΤΕ είναι πιθανό να αναπτύξει ακόμη περισσότερο τη δική του προσφορά ελευθερωμένων υπηρεσιών, μολονότι η ανάπτυξη αυτή μπορεί να είναι βραδύτερη βραχυπρόθεσμα. Ενώ ο ΟΤΕ μπορεί να χρησιμοποιήσει την ιδιόκτητη υποδομή του για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, οι ανταγωνιστές που παρέχουν συνολικές ελευθερωμένες υπηρεσίες, όπως ιδεατού ιδιωτικού δικτύου (VPN) ή φωνητικές υπηρεσίες, σε κλειστές ομάδες χρηστών, θα είναι υποχρεωμένοι να βασίζονται μόνο σε κυκλώματα που θα μισθώνουν από τον ανταγωνιστή τους. Η κατάσταση αυτή θα επιδεινωνόταν από το γεγονός ότι ο ΟΤΕ δεν καταρτίζει επαρκώς διαφανείς λογιστικές καταστάσεις ώστε να μπορούν να διαχωριστούν οι δραστηριότητές του στον μονοπωλιακό τομέα από αυτές στον ελευθερωμένο τομέα. Επιπλέον, δεν υπάρχει διαρθρωτικός διαχωρισμός, που να απαγορεύει στο προσωπικό υποδομής του ΟΤΕ να διαβιβάζει πληροφορίες σε συναδέλφους που πωλούν ελευθερωμένες υπηρεσίες.

Συμπέρασμα

(52) Υπάρχουν λιγότερο περιοριστικά κανονιστικά μέσα για την πρόληψη της καταστρατήγησης του μονοπωλίου φωνητικής τηλεφωνίας ως την 1η Ιανουαρίου 2000 και τα μέσα αυτά θα μπορούσαν να εφαρμοστούν από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (ΕΕΤ) που συστάθηκε στην Ελλάδα, η οποία όμως δεν είναι ακόμα απόλυτα λειτουργική. Δεδομένου ότι το προεδρικό διάταγμα που θεσπίζει τον οργανισμό υπηρεσιακής κατάστασης της ΕΕΤ θα εκδοθεί και θα τεθεί σε ισχύ ως την 1η Αυγούστου 1997, επιτρέποντάς της να καταστεί πλήρως λειτουργική ως την 1η Οκτωβρίου 1997, δεν δικαιολογείται η χορήγηση πρόσθετης μεταβατικής περιόδου μετά την ημερομηνία αυτή.

(53) Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανάπτυξη του εμπορίου που θα ήταν αποτέλεσμα της χορήγησης στην Ελλάδα πρόσθετης μεταβατικής περιόδου σχετικά με την ελευθέρωση εναλλακτικών υποδομών δεν επηρεάζεται σε βαθμό που αντίκειται στα συμφέροντα της Κοινότητας, αν η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει την 1η Οκτωβρίου 1997,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η Ελλάδα δύναται να αναβάλει ως τις 31 Δεκεμβρίου 2000 την κατάργηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που έχουν χορηγηθεί στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος Α.Ε. για την παροχή υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας και την εγκατάσταση και παροχή δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων, εφόσον τηρηθούν οι ακόλουθες προϋποθέσεις σύμφωνα με το παρακάτω χρονοδιάγραμμα:

- το αργότερο την 1η Οκτωβρίου 1997 αντί της 1ης Ιουλίου 1996: κοινοποίηση στην Επιτροπή όλων των απαραίτητων μέτρων σχετικά με την άρση των περιορισμών για τις ήδη ελευθερωμένες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες που παρέχονται μέσω:

α) δικτύων εγκατεστημένων από το φορέα παροχής των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών 7

β) υποδομών που παρέχουν τρίτοι 7 και

γ) της από κοινού χρήσης δικτύων, λοιπών εγκαταστάσεων και κτιρίων,

- το αργότερο εννέα μήνες μετά την έγκριση αυτής της απόφασης αντί της 11ης Ιανουαρίου 1997: κοινοποίηση στην Επιτροπή των απαραίτητων νομοθετικών αλλαγών για το πλήρες άνοιγμα στον ανταγωνισμό ως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, περιλαμβανομένων και προτάσεων για τη χρηματοδότηση της παροχής καθολικής υπηρεσίας,

- το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1999 αντί της 1ης Ιανουαρίου 1997: κοινοποίηση στην Επιτροπή των σχεδίων χορήγησης αδειών για φωνητική τηλεφωνία ή/και για τους φορείς παροχής των σχετικών δικτύων,

- το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2000 αντί της 1ης Ιουλίου 1997: δημοσίευση των όρων σχετικά με τη χορήγηση αδειών για τη δημόσια φωνητική τηλεφωνία και των σχετικών τελών διασύνδεσης σύμφωνα, και στις δύο περιπτώσεις, με τις αντίστοιχες κοινοτικές οδηγίες,

- το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2000 αντί της 1ης Ιανουαρίου 1998: χορήγηση αδειών και τροποποίηση των υφιστάμενων αδειών ώστε να θεσπιστεί η ανταγωνιστική παροχή φωνητικής τηλεφωνίας.

Άρθρο 2

Η Ελλάδα δύναται να αναβάλει έως την 1η Οκτωβρίου 1997 την άρση των περιορισμών για τις ήδη ελευθερωμένες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες που παρέχονται μέσω:

α) δικτύων εγκατεστημένων από το φορέα παροχής των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών 7

β) υποδομών που παρέχουν τρίτοι 7 και

γ) της από κοινού χρήσης δικτύων, λοιπών εγκαταστάσεων και κτιρίων.

Η Ελλάδα κοινοποιεί στην Επιτροπή, το αργότερο έως την 1η Οκτωβρίου 1997 αντί της 1ης Ιουλίου 1997, τα μέτρα που ενέκρινε για την άρση αυτών των περιορισμών.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ελληνική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 18 Ιουνίου 1997.

Για την Επιτροπή

Karel VAN MIERT

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 192 της 24. 7. 1990, σ. 10.

(2) ΕΕ L 74 της 22. 3. 1996, σ. 13.

(3) ΕΕ C 257 της 4. 9. 1996, σ. 3.

(4) ΕΕ C 213 της 6. 8. 1993, σ. 1.

(5) ΕΕ C 379 της 31. 12. 1994, σ. 4.

(6) ΕΕ L 268 της 19. 10. 1994, σ. 15.

(7) ΕΕ L 165 της 19. 6. 1992, σ. 27.

(8) Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1987 στην υπόθεση 1/86, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1987, σ. 2797.

(9) Για να μπορεί ένας φορέας να επωφεληθεί από την παρέκκλιση θα πρέπει να υπάρχει de facto ικανοποιητικό επίπεδο ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 1996 στην υπόθεση C-392/93, British Telecom, Συλλογή 1996, I-1631).

(10) «Public Networks Services in Europe 1995», Έρευνα CIT σ. 88.

(11) ο.π. σ. 303.

(12) Τιμολογιακή μελέτη για την Επιτροπή - ΓΔ ΧΙΙΙ.

(13) Μια άμεση σύγκριση των τηλεφωνικών τελών του ΟΤΕ με τον κοινοτικό μέσο όρο (που δεν είναι σταθμισμένος) δεν θα ήταν ενδεδειγμένη δεδομένου ότι η διάρθρωση των τιμολογίων στους 15 κοινοτικούς τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς διαφέρει ακόμα σημαντικά και επιπλέον, οι περισσότεροι έχουν ξεκινήσει διαδικασία αναπροσαρμογής των τιμολογίων τους.

(14) ΕΕ L 133 της 24. 5. 1997, σ. 19.

(15) ΕΕ L 321 της 30. 12. 1995, σ. 6.

(16) ΕΕ C 275 της 20. 10. 1995, σ. 2.

(17) Υπόθεση C-259/94, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, Συλλογή 1995, Ι-1947.