EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C2018/065/07

Πρόσκληση υποβολής προτάσεων — Το Ινστιτούτο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων προσφέρει μια νέα χορηγία EIBURS στο πλαίσιο του Προγράμματος για τη Γνώση

OJ C 65, 21.2.2018, p. 21–25 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

21.2.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 65/21


Πρόσκληση υποβολής προτάσεων

Το Ινστιτούτο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων προσφέρει μια νέα χορηγία EIBURS στο πλαίσιο του Προγράμματος για τη Γνώση

(2018/C 65/07)

Το «Πρόγραμμα για τη Γνώση» του Ινστιτούτου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων χρησιμοποιεί ως δίαυλο των χορηγιών του για την έρευνα διάφορα προγράμματα, εκ των οποίων το ένα είναι:

το EIBURS, το πρόγραμμα χορηγιών της ΕΤΕπ για πανεπιστημιακή έρευνα (EIB University Research Sponsorship Programme)

Το EIBURS επιχορηγεί πανεπιστημιακά τμήματα ή ερευνητικά κέντρα συνδεόμενα με πανεπιστήμια στα κράτη μέλη της ΕΕ και στις υποψήφιες ή δυνητικά υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ χώρες τα οποία πραγματοποιούν έρευνα σε θέματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την Τράπεζα. Οι χορηγίες EIBURS, οι οποίες ανέρχονται σε ποσό μέχρι 100 000 ευρώ ετησίως και έχουν τριετή διάρκεια, απονέμονται κατόπιν διαγωνισμού σε ενδιαφερόμενα πανεπιστημιακά τμήματα ή ερευνητικά κέντρα τα οποία έχουν αναγνωρισμένη εξειδίκευση στον επιλεγέντα τομέα. Οι επιτυχόντες θα κληθούν να υποβάλουν ποικίλα παραδοτέα, τα οποία θα καθοριστούν σε σύμβαση με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Για το ακαδημαϊκό έτος 2018-2019, το πρόγραμμα EIBURS καλεί τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν προτάσεις σχετικά με ένα νέο ερευνητικό θέμα:

«Βελτίωση της μέτρησης των έμμεσων επιδράσεων των επενδυτικών έργων: προσδιορισμός και βαθμονόμηση των μεθόδων εκτίμησης των οικονομικών επιπτώσεων για τη μεγιστοποίηση της συμβατότητάς τους με την ανάλυση κόστους-ωφέλειας»

1.   Γενικό πλαίσιο του θέματος της έρευνας

Η ΕΤΕπ («η Τράπεζα») αξιολογεί την κοινωνικοοικονομική βιωσιμότητα των επενδυτικών έργων τα οποία χρηματοδοτεί, κυρίως μέσω της ανάλυσης κόστους-ωφέλειας (ΑΚΩ) (1). Η τεχνική αυτή μπορεί να περιγραφεί ως μια διεύρυνση του επιχειρησιακού σχεδίου (business plan) μιας επένδυσης. Το επιχειρησιακό σχέδιο επικεντρώνεται στις χρηματοοικονομικές ροές του επενδυτικού έργου. Εξετάζει τη χρηματοοικονομική, ή τρέχουσα, αξία των δαπανών (κόστος) και των εσόδων (ωφέλεια). Εάν τα έσοδα είναι επαρκώς υψηλότερα από τις δαπάνες, η επένδυση προσθέτει χρηματοοικονομική αξία και, ως εκ τούτου, θεωρείται επιθυμητή από χρηματοοικονομική άποψη.

Η ΑΚΩ επεκτείνει αυτή την προσέγγιση, διευρύνοντας τον ορισμό του κόστους και των ωφελειών του επενδυτικού έργου προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, λαμβάνει υπόψη όλα τα κόστη και τις ωφέλειες, είτε έχουν τη μορφή χρηματοοικονομικών ροών είτε όχι. Δεύτερον, λαμβάνει υπόψη τα κόστη που προκύπτουν για όλα τα μέλη της κοινωνίας και όχι μόνον εκείνα που αφορούν τον ιδιώτη επενδυτή.

Αυτό προϋποθέτει την εξέταση πολλών επιπρόσθετων στοιχείων, πέραν εκείνων που περιλαμβάνονται σε ένα επιχειρησιακό σχέδιο. Μεταξύ αυτών, το πιο γνωστό ίσως νέο στοιχείο είναι οι εξωτερικότητες (externalities). Πρόκειται για κόστη ή ωφέλειες που δεν αφορούν τους παραγωγούς ή τους χρήστες ενός έργου, αλλά κάποιον τρίτο. Οι εξωτερικότητες χαρακτηρίζονται ως θετικές ή αρνητικές, ανάλογα με το αν αντιπροσωπεύουν κόστος ή ωφέλεια για τον τρίτο. Ένα συνηθισμένο παράδειγμα θετικής εξωτερικότητας είναι οι επιδράσεις από τη διάχυση της γνώσης, όταν δηλαδή μια επένδυση σε έρευνα σε έναν τομέα της οικονομίας παράγει γνώση η οποία βελτιώνει την παραγωγικότητα και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρνητικής εξωτερικότητας είναι η ρύπανση του περιβάλλοντος. Συνεπώς, οι εξωτερικότητες είναι κόστη ή οφέλη που προκύπτουν για τρίτους, μη περιλαμβανόμενους στο επιχειρησιακό σχέδιο, και τα οποία γενικά δεν έχουν τη μορφή χρηματοοικονομικών ροών, παρότι μπορεί να έχουν χρηματοοικονομικές συνέπειες για τους τρίτους. Για παράδειγμα, μια θετική εξωτερικότητα της γνώσης μπορεί να μειώσει το λειτουργικό κόστος σε άλλους τομείς δραστηριότητας.

Άλλα στοιχεία που εξετάζονται στην ΑΚΩ, αλλά όχι στο επιχειρησιακό σχέδιο, είναι οι μεταβολές της αξίας που προσφέρεται στον καταναλωτή έναντι της δαπάνης του (value for money) (τυπικός δείκτης μέτρησης της οποίας είναι το πλεόνασμα του καταναλωτή). Το επιχειρησιακό σχέδιο μετρά τον παράγοντα δαπάνη, αλλά παραλείπει τον παράγοντα αξία. Εάν μια επένδυση βελτιώνει την ποιότητα ενός προϊόντος, αλλά αυτό πωλείται στους καταναλωτές στην ίδια τιμή με εκείνη που είχε προ της επένδυσης, το επιχειρησιακό σχέδιο αγνοεί την ωφέλεια που απορρέει από τη βελτιωμένη ποιότητα, και άρα την αυξημένη αξία, που προσφέρεται στον καταναλωτή. Η ΑΚΩ επιδιώκει να αποτυπώσει αυτή τη μεταβολή της αξίας. Εδώ πρόκειται για ωφέλεια που αφορά ένα από τα μέρη του επιχειρησιακού σχεδίου (τον πελάτη), αλλά δεν αποτυπώνεται στον δείκτη μέτρησης των ωφελειών που χρησιμοποιείται σε ένα επιχειρησιακό σχέδιο. Ένα συνηθισμένο παράδειγμα είναι η αξία που αποδίδουν οι ταξιδιώτες στην εξοικονόμηση χρόνου μετακίνησης η οποία απορρέει από έργα στον τομέα των μεταφορών.

Η υιοθέτηση μιας ευρύτερης οπτικής γωνίας, που λαμβάνει υπόψη όλα τα μέλη της κοινωνίας, συνεπάγεται μεταξύ άλλων ότι η ΑΚΩ πρέπει να εξετάζει ορισμένες χρηματοοικονομικές ροές με διαφορετικό τρόπο από ό,τι ένα επιχειρησιακό σχέδιο. Παραδείγματος χάριν, το επιχειρησιακό σχέδιο αντιμετωπίζει μια επιδότηση ως μια μορφή ωφέλειας – ως ταμειακή εισροή στο επενδυτικό έργο. Η ΑΚΩ αναγνωρίζει ότι αυτού του είδους η ωφέλεια για τον παραγωγό αποτελεί κόστος για τον φορολογούμενο και, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζει την επιδότηση ως μεταβίβαση από τον φορολογούμενο προς τον ιδιώτη επενδυτή, δηλαδή ούτε ως ωφέλεια ούτε ως κόστος. Παρομοίως, τα επιχειρησιακά σχέδια αντιμετωπίζουν τους καταβαλλόμενους φόρους ως ισοδύναμους με κόστος – ως ταμειακή εκροή από το έργο – ενώ η ΑΚΩ τους αντιμετωπίζει ως μεταβίβαση από τον ιδιωτικό τομέα προς το κράτος.

Οι επικριτές της ΑΚΩ αναφέρουν συχνά ότι η τεχνική αυτή δεν αποτυπώνει όλες τις ωφέλειες και τα κόστη ενός επενδυτικού έργου. Ειδικότερα, μια συνήθης κριτική είναι ότι παραλείπει τις «έμμεσες επιδράσεις» («indirect effects»), όπως αποκαλούνται στη σχετική με τη ΑΚΩ βιβλιογραφία. Πρόκειται για τα χρηματικά οφέλη και κόστη τα οποία προκαλεί το έργο σε άλλες αγορές σχετικές με το έργο – τις λεγόμενες «δευτερογενείς αγορές». Αυτές οι επιδράσεις μπορεί να περιγράφονται με διαφορετικούς όρους στη βιβλιογραφία των οικονομικών επιπτώσεων. Μάλιστα, το ζήτημα των διαφορών στην ορολογία περιλαμβάνεται στο πεδίο του προτεινόμενου ερευνητικού έργου.

Οι μέθοδοι ΑΚΩ διακρίνουν τις δευτερογενείς αγορές σε αγορές συμπληρωματικών και αγορές υποκατάστατων αγαθών. Ένα έργο που βελτιώνει την παραγωγικότητα της καλλιέργειας πορτοκαλιών, μειώνοντας έτσι την τιμή των πορτοκαλιών, μπορεί να ωφελήσει έναν συμπληρωματικό τομέα δραστηριότητας, π.χ. τον κλάδο παραγωγής συσκευασμένου χυμού πορτοκαλιού. Η ΑΚΩ δεν εξετάζει την αύξηση των πωλήσεων και των κερδών στην αγορά συσκευασμένου χυμού πορτοκαλιού και έτσι, όπως υποστηρίζεται, παραλείπει ένα μέρος των ωφελειών του έργου. Ταυτόχρονα, η πτώση της τιμής των πορτοκαλιών θα επηρεάσει δυσμενώς τις πωλήσεις μήλων, δηλαδή τον τομέα ενός υποκατάστατου προϊόντος. Η μείωση των κερδών των παραγωγών μήλων, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, δεν λαμβάνεται υπόψη στην ΑΚΩ.

Στην πραγματικότητα, η ΑΚΩ αποτυπώνει όλες αυτές τις επιδράσεις, εφόσον οι αγορές συμπληρωματικών και υποκατάστατων προϊόντων είναι απαλλαγμένες στρεβλώσεων (2). Η αλήθεια είναι όμως ότι οι αγορές χαρακτηρίζονται συχνά από στρεβλώσεις και, ως εκ τούτου, υπάρχει κίνδυνος η ΑΚΩ να αγνοεί ένα μέρος αυτών των επιδράσεων. Η πραγματιστική προσέγγιση την οποία εφαρμόζει στην πράξη η ΑΚΩ είναι διττή. Πρώτον, οι ωφέλειες και τα κόστη στις διάφορες αγορές συμπληρωματικών και υποκατάστατων αγαθών τείνουν συνολικά να αλληλοαντισταθμίζονται. Δεύτερον, ένα έργο του οποίου η κοινωνικοοικονομική βιωσιμότητα εξαρτάται από ωφέλειες στις δευτερογενείς αγορές, είναι συνήθως ένα αδύναμο έργο: εναλλακτικά έργα και πολιτικές είναι πιθανό να παραγάγουν αυτές τις ωφέλειες πιο αποτελεσματικά. Παρότι όμως αυτή η πραγματιστική προσέγγιση γενικώς θεωρείται εύλογη, υπάρχει ασφαλώς μια δυνητική ατέλεια στην ΑΚΩ όσον αφορά τις έμμεσες επιδράσεις.

Οι επικριτές της ΑΚΩ τονίζουν επίσης ότι οι δαπάνες που συνδέονται με ένα έργο θα προκαλέσουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα σε ολόκληρη την οικονομία, δημιουργώντας κέρδη, φορολογικά έσοδα και απασχόληση σε άλλους τομείς. Αυτή η επίδραση εκτείνεται πέρα από τις επιδράσεις που έχει το έργο στις αγορές υποκατάστατων και συμπληρωματικών αγαθών όπως περιγράφηκαν παραπάνω, και έχει σχέση με τις χρηματικές δαπάνες που όντως θα πραγματοποιηθούν σε συνάφεια με το έργο. Οι επικριτές της ΑΚΩ προτείνουν να συμπληρωθεί η ΑΚΩ ή και να αντικατασταθεί από την εκτίμηση οικονομικών επιπτώσεων (economic impact assessment – EIA). Αλλά η ασκούμενη κριτική βασίζεται σε ελλιπή κατανόηση της διαφορετικής φύσης και των διαφορετικών στόχων της ΑΚΩ, αφενός, και της εκτίμησης οικονομικών επιπτώσεων, αφετέρου. Η ΑΚΩ αποτελεί μια εφαρμογή των οικονομικών της ευημερίας στη λήψη αποφάσεων σε πρακτικό επίπεδο. Εξετάζει όλες τις ωφέλειες και τα κόστη και μετρά κατά πόσον μια επιλογή προσθέτει αξία σε σύγκριση με την εναλλακτική επιλογή και έτσι οδηγεί σε βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας. Η ΑΚΩ είναι προσανατολισμένη προς τη λήψη αποφάσεων και, ως εκ τούτου, πάντοτε συγκρίνει δύο εναλλακτικές επιλογές, ώστε να ενσωματώνει στην ανάλυση το κόστος ευκαιρίας. Η εκτίμηση οικονομικών επιπτώσεων μετρά μόνο μεταβλητές που αποτιμώνται σε χρήμα και δεν κάνει απαραίτητα αναφορά στο κόστος ευκαιρίας. Είναι πρωτίστως εργαλείο μέτρησης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη λήψη αποφάσεων, αλλά καλύπτει πιο περιορισμένο πεδίο από εκείνο που απαιτούν τα οικονομικά της ευημερίας.

Η EIA βασίζεται σε πίνακες εισροών/εκροών και υποδειγματοποιεί ολόκληρη την οικονομία μετρώντας πώς οι δαπάνες σε έναν τομέα της οικονομίας επηρεάζουν τις δαπάνες σε άλλους τομείς. Συνεπώς, η EIA φαίνεται να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τα ζητήματα τόσο των έμμεσων επιδράσεων όσο και των πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων. Όμως η EIA έχει τρία χαρακτηριστικά που την καθιστούν ακατάλληλη ως υποκατάστατο ή και ως συμπλήρωμα της ΑΚΩ. Αυτά τα τρία μειονεκτήματα αναλύονται παρακάτω.

Το πρώτο από τα τρία χαρακτηριστικά είναι ότι η EIA βασίζεται στην παραδοχή ότι οι επενδύσεις είναι εξωγενείς εισροές στην οικονομία. Η παραδοχή αυτή μπορεί να είναι αποδεκτή όταν εξετάζεται το πώς ένα έργο επηρεάζει την οικονομία ή το πώς οι σχετικές με το έργο δαπάνες μεταδίδονται στο σύνολο της οικονομίας. Δεν είναι όμως κατάλληλη για τη μέτρηση του κατά πόσον το έργο προσθέτει αξία, δηλαδή κατά πόσον συνιστά καλύτερη χρήση των πόρων σε σύγκριση με τη χρήση που θα γινόταν χωρίς το έργο. Τα επενδυτικά έργα κάθε άλλο παρά εξωγενή είναι: χρειάζεται να χρηματοδοτούνται με πόρους που διοχετεύονται από άλλους τομείς της οικονομίας.

Η αντιμετώπιση των επενδυτικών έργων ως ενδογενών οδηγεί σε τελείως διαφορετικά αποτελέσματα. Στην απλούστερη εκδοχή, τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα της επένδυσης στο παράδειγμα με τα πορτοκάλια είναι εις βάρος των πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων που θα προέκυπταν σε άλλους τομείς, στους οποίους οι δαπάνες χρειάζεται να μειωθούν για να διοχετευθούν πόροι προς την εν λόγω επένδυση.

Το δεύτερο από τα τρία χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την EIA από τη ΑΚΩ, είναι ότι η EIA βασίζεται στην παραδοχή ότι οι τιμές στην οικονομία δεν μεταβάλλονται και ότι η διαθεσιμότητα πόρων είναι ουσιαστικά απεριόριστη. Η EIA εκ κατασκευής θεωρεί ότι, όσο μεγάλο κι αν είναι ένα έργο σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας, θα υπάρχουν πάντοτε επαρκείς πόροι για την υλοποίησή του, χωρίς να προκαλείται μεταβολή των τιμών στην οικονομία. Στην πραγματικότητα, όμως, τα μεγάλα επενδυτικά έργα προκαλούν μεταβολές στις τιμές και η αύξηση των τιμών π.χ. των εισροών σημαίνει ότι η παραγωγή σε άλλους τομείς πρέπει να μειωθεί.

Για την αντιμετώπιση αυτών των δύο πρώτων μειονεκτημάτων της EIA, η ακαδημαϊκή κοινότητα ανέπτυξε υπολογιστικά υποδείγματα γενικής ισορροπίας (computable general equilibrium – CGE) ως πιο προηγμένη μέθοδο EIA. Η τεχνική αυτή είναι σχετικά πολύπλοκη και τελικά συνίσταται στην υποδειγματοποίηση ολόκληρης της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών όσον αφορά τους πόρους. Με τον τρόπο αυτόν, τα υποδείγματα CGE αντιμετωπίζουν τα δύο μειονεκτήματα της παραδοσιακής EIA που αναφέρονται ανωτέρω. Πρώτον, η μέθοδος CGE αναγνωρίζει ότι οι πόροι που διατίθενται σε ένα επενδυτικό έργο δεν είναι εξωγενείς, αλλά είναι εις βάρος μιας εναλλακτικής χρήσης των πόρων. Δεύτερον, λαμβάνει επίσης υπόψη τις μεταβολές των τιμών (3). Όπως είναι αναμενόμενο, ένα κοινό εύρημα των εμπειρικών μελετών που διεξάγονται με αυτά τα υποδείγματα είναι ότι τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα είναι πολύ μικρότερα από εκείνα που εκτιμά η EIA. Επιπλέον, οι μελέτες αυτές δείχνουν ότι, ανάλογα με την παραγωγικότητα των διαφόρων τομέων και τους περιορισμούς πόρων που αντιμετωπίζουν, η καθαρή επίδραση ενός επενδυτικού έργου μπορεί να είναι αρνητική για την οικονομία ως σύνολο.

Συνεπώς, η μέθοδος CGE μπορεί να θεωρηθεί ως βελτίωση της EIA. Φέρνει επίσης την εκτίμηση επιπτώσεων (impact analysis) πλησιέστερα στην ΑΚΩ. Ωστόσο, η μέθοδος CGE πάσχει και αυτή από το τρίτο μειονέκτημα της EIA έναντι της ΑΚΩ, δηλαδή επικεντρώνεται σε ροές που σχετίζονται με χρηματικές συναλλαγές – κέρδη, φόρους, μισθούς κ.λπ. – αγνοώντας πολλές από τις μεταβλητές που περιλαμβάνονται στην ΑΚΩ, και κυρίως τις εξωτερικότητες, τη σχέση αξίας προς δαπάνη (value for money) κ.λπ. Και τούτο διότι τα υπολογιστικά υποδείγματα γενικής ισορροπίας, όπως και η EIA, έχουν σχεδιαστεί ως σύνδεσμος ανάμεσα στην ανάλυση ενός επενδυτικού έργου ή μιας πολιτικής και τη μακροοικονομία, όπου ως βασικός δείκτης των μακροοικονομικών επιδόσεων χρησιμοποιείται το εθνικό εισόδημα ή το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ).

Οι αδυναμίες που περιγράφονται ανωτέρω δεν πρέπει να επισκιάζουν το γεγονός ότι, πρώτον, η μέθοδος CGE παρέχει πληρέστερη περιγραφή της οικονομίας στην οποία λειτουργεί το έργο και, δεύτερον, οι τεχνικές CGE έχουν εξελιχθεί. Τα δυναμικά στοχαστικά υποδείγματα γενικής ισορροπίας (dynamic stochastic general equilibrium – DSGE) λαμβάνουν υπόψη τη δυναμική συμπεριφορά της οικονομίας. Τα έργα που αξιολογούνται με την τεχνική της ΑΚΩ μπορούν να έχουν διάρκεια ζωής 20 ή και περισσότερων ετών, πράγμα που ενισχύει τη χρησιμότητα των πληροφοριών που παρέχουν τα δυναμικά υποδείγματα. Για παράδειγμα, τα τελικά αποτελέσματα των έργων που προκαλούν ένα τεχνολογικό σοκ σε μια οικονομία είναι πιθανό να μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα μέσω υποδειγμάτων DSGE, παρά μέσω στατικών υποδειγμάτων.

Σκοπός του προτεινόμενου ερευνητικού έργου στο πλαίσιο του προγράμματος EIBURS είναι να αντιμετωπίσει αυτό το τρίτο μειονέκτημα κατά τρόπο ώστε να καταστήσει τα αποτελέσματα των υποδειγμάτων επιπτώσεων (impact models) συμβατά με εκείνα της ΑΚΩ. Οι ερευνητές καλούνται να προκρίνουν, ανάμεσα στις μεθόδους εκτίμησης επιπτώσεων που χρησιμοποιούνται σήμερα σε εμπειρικές μελέτες, τη μέθοδο που παρουσιάζει τις περισσότερες δυνατότητες συμβατότητας με την ΑΚΩ και να επιδιώξουν να τεκμηριώσουν αυτή τη συμβατότητα. Αυτό θα βοηθήσει τους χρήστες της ΑΚΩ γενικά, και την ΕΤΕπ ειδικότερα, να διερευνήσουν κατά πόσον η ΑΚΩ παρέχει ένα ακριβές μέτρο για την αξιολόγηση της κοινωνικοοικονομικής σκοπιμότητας επενδυτικών έργων.

2.   Περιεχόμενο του ερευνητικού έργου

Το ερευνητικό πρόγραμμα θα περιλαμβάνει τέσσερα μέρη.

Μέρος 1

Οι ερευνητές θα εξετάσουν τις μεθόδους εκτίμησης επιπτώσεων που παρουσιάζουν τις περισσότερες δυνατότητες αξιοποιήσιμης συμβατότητας με την ΑΚΩ. Πρέπει να επιλεγεί μία μέθοδος, με βάση τα εξής κριτήρια:

1.

πρωτίστως, πρέπει να διαθέτει ένα ιστορικό αξιόπιστης και επαρκώς ανεπτυγμένης εμπειρικής εφαρμογής·

2.

πρέπει να παρουσιάζει επίκαιρο ενδιαφέρον για τη σχετική ακαδημαϊκή βιβλιογραφία·

3.

οι ερευνητές πρέπει να είναι πεπεισμένοι για τις δυνατότητες διασφάλισης της συμβατότητας με την ΑΚΩ εντός των περιορισμών χρόνου και πόρων που θέτει το ερευνητικό έργο.

Μέρος 2

Το δεύτερο μέρος θα συνίσταται στην ανάπτυξη δύο υποδειγμάτων επιπτώσεων τα οποία θα ενσωματώνουν όλες τις αναγκαίες συνθήκες για την επίτευξη συμβατότητας με τις μετρήσεις προστιθέμενης αξίας της ΑΚΩ. Το ένα από τα υποδείγματα θα αφορά μια σχετικά υψηλού εισοδήματος, αποτελεσματική και ανταγωνιστική περιφερειακή οικονομία στην ΕΕ. Το άλλο θα αφορά μια οικονομία στην ΕΕ μη ανταγωνιστική, με σχετικά χαμηλό εισόδημα και υψηλή ανεργία. Σκοπός της υποδειγματοποίησης δύο ριζικά διαφορετικών οικονομιών είναι να φανεί, μέσα από την ανάλυση, κατά πόσο μπορούν να αναμένονται διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες. Οι φτωχότερες περιφέρειες τείνουν να πληρούν περισσότερα κριτήρια επιλεξιμότητας όσον αφορά τις επενδύσεις του δημόσιου τομέα. Θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί κατά πόσον υπάρχουν ενδείξεις ότι στην αξιολόγηση έργων στις φτωχότερες περιοχές θα άξιζε να προστεθεί το επιπλέον κόστος μιας μελέτης επιπτώσεων.

Οι ερευνητές μπορούν είτε να σχεδιάσουν εξαρχής τα υποδείγματα επιπτώσεων είτε να προσαρμόσουν υπάρχοντα υποδείγματα. Είναι ελεύθεροι να επιλέξουν οποιαδήποτε από αυτές τις δύο προσεγγίσεις, εφόσον αυτή που θα επιλέξουν δεν θα αντιτίθεται στον κεντρικό στόχο του ερευνητικού προγράμματος, που είναι η συμβατότητα με την ΑΚΩ.

Για την προσαρμογή των υποδειγμάτων επιπτώσεων στις μετρήσεις της ΑΚΩ απαιτείται εργασία σε δύο επίπεδα ταυτόχρονα: την «πραγματική» πλευρά και τη «χρηματοοικονομική» πλευρά της οικονομίας. Πολλά από τα υπάρχοντα υποδείγματα επιπτώσεων δεν περιλαμβάνουν τον χρηματοοικονομικό τομέα. Λαμβανομένων υπόψη, γενικότερα, των παραδοχών που χρησιμοποιεί η ΑΚΩ όσον αφορά την προέλευση των πόρων που επενδύονται σε ένα έργο και, ειδικότερα, του γεγονότος ότι η ΕΤΕπ εκπληρώνει τον ρόλο της μέσω του χρηματοοικονομικού τομέα, τα υποδείγματα επιπτώσεων που θα αναπτυχθούν θα πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη χρηματοοικονομική πλευρά.

Όσον αφορά την «πραγματική» πλευρά της οικονομίας, τα υποδείγματα επιπτώσεων ήδη μετρούν μεταβλητές όπως το ΑΕΠ, η απασχόληση και το εμπορικό ισοζύγιο. Οι κύριες τροποποιήσεις που προβλέπονται συνίστανται στην προσθήκη στοιχείων που είναι αναγκαία για τον υπολογισμό του κοινωνικού οφέλους, όπως:

αποτύπωση των μεταβολών του πλεονάσματος του καταναλωτή στο σύνολο της οικονομίας και

ενσωμάτωση δεικτών μέτρησης των θετικών και αρνητικών εξωτερικοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων.

Όσον αφορά τη χρηματοοικονομική πλευρά, τα υποδείγματα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη εναλλακτικές πηγές άντλησης πόρων για τη χρηματοδότηση ενός έργου, όπως:

άμεση φορολογία,

έμμεση φορολογία,

αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης και

δανεισμός από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές [βλέπε, παραδείγματος χάριν (4)].

Απαραίτητο συστατικό του Μέρους 2 θα είναι η αποσαφήνιση των διαφορών ορολογίας μεταξύ των δύο μεθόδων. Παραδείγματος χάριν, η τεχνική CGE αναφέρεται σε «προκαλούμενες επιδράσεις» («induced effects»), πιθανόν επηρεασμένη από την ορολογία της EIA. Αυτές οι επιδράσεις δεν έχουν απαραίτητα ένα άμεσο ισοδύναμο στην ΑΚΩ, καθόσον ορισμένα στοιχεία των προκαλούμενων επιδράσεων που συνάγονται μέσω της CGE η ΑΚΩ μπορεί να τα αποτυπώνει ως έμμεσες επιδράσεις (indirect effects) και άλλα να τα αντιμετωπίζει ως πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και, ως εκ τούτου, να τα αγνοεί.

Μέρος 3

Οι ερευνητές καλούνται στη συνέχεια να προσομοιώσουν την επίδραση διαφόρων τύπων κεφαλαιακών επενδύσεων σε καθεμία από τις δύο οικονομίες. Ο αριθμός των επενδυτικών έργων που θα προσομοιωθούν θα αποφασιστεί κατά τη διάρκεια της έρευνας. Οι ερευνητές θα προτείνουν τους τομείς που θα προσομοιωθούν, οι οποίοι θα πρέπει να συμφωνηθούν με τον επιβλέποντα της ΕΤΕπ. Πιθανά παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι ένα έργο υποδομής, ένα μεγάλο βιομηχανικό έργο και ένα έργο στον τομέα των υπηρεσιών, σε έναν κλάδο όπως η παιδεία, η αναψυχή κ.λπ. Κάθε έργο θα προσομοιωθεί με βάση διάφορες εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.

Μέρος 4

Τέλος, οι ερευνητές θα πρέπει να εξετάσουν κατά πόσον τα αποτελέσματα της εκτίμησης επιπτώσεων (impact assessment) διαφέρουν από τα αποτελέσματα μιας «κλασικής» ΑΚΩ. Η κλασική ΑΚΩ επικεντρώνεται στην πρωτογενή αγορά και μόνο στις πιο σημαντικές δευτερογενείς αγορές. Οι ερευνητές θα εξαγάγουν συμπεράσματα και θα διατυπώσουν συστάσεις σχετικά με τα ακόλουθα:

(i)

τις περιστάσεις υπό τις οποίες η αξιολόγηση έργων που διενεργείται με χρήση μεθόδων εκτίμησης επιπτώσεων είναι πιθανό να οδηγήσει σε αποτελέσματα πολύ διαφορετικά από εκείνα στα οποία οδηγεί η ΑΚΩ· και

(ii)

τις περιστάσεις υπό τις οποίες η δαπάνη και ο χρόνος που θα απαιτούνταν για την εκπόνηση εκτίμησης επιπτώσεων θα αντιπροσώπευαν θετική σχέση αξίας προς δαπάνη (value for money) για την αξιολόγηση ενός έργου.

3.   Ενδιαφέρον της ΕΤΕπ για το ερευνητικό έργο

Το θέμα της έρευνας κατέχει κεντρική θέση στις χρηματοδοτικές δραστηριότητες της ΕΤΕπ. Το καταστατικό της ΕΤΕπ ορίζει ότι η ΕΤΕπ οφείλει να χρηματοδοτεί επενδύσεις που συντελούν στην αύξηση της οικονομικής παραγωγικότητας (άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β) (5). Η Τράπεζα χρησιμοποιεί την ΑΚΩ ως βασικό εργαλείο μέτρησης του κατά πόσο μια επένδυση αυξάνει την οικονομική παραγωγικότητα. Το ερευνητικό έργο θα επιτρέψει να ελεγχθεί η ακεραιότητα της ΑΚΩ και να εκτιμηθεί κατά πόσο υπάρχουν περιστάσεις υπό τις οποίες η ΑΚΩ θα ήταν σκόπιμο να συμπληρώνεται από τη μέθοδο CGE.

4.   Συμβολή του ερευνητικού έργου στην ακαδημαϊκή έρευνα

Τα υποδείγματα εκτίμησης επιπτώσεων που αναπτύσσονται σήμερα από ακαδημαϊκούς ερευνητές ή παραγγέλλονται από ερευνητικά ιδρύματα είναι βελτιωμένες εκδοχές παλαιότερων μεθόδων εκτίμησης επιπτώσεων. Ο σκοπός όμως αυτών των υποδειγμάτων παραμένει ο ίδιος: η μέτρηση της καθαρής επίδρασης ενός έργου ή μιας πολιτικής στο εθνικό εισόδημα, ή το ΑΕΠ. Το εθνικό εισόδημα αποτελεί ατελή δείκτη της παραγωγής μιας χώρας και, ως εκ τούτου, ατελές εργαλείο για τη μέτρηση της συνολικής οικονομικής παραγωγικότητας, μεταξύ άλλων από τη σκοπιά της κοινωνικής ευημερίας, με αποτέλεσμα τα υποδείγματα αυτά να μην είναι πλήρως συμβατά με την ΑΚΩ. Οι μετρήσεις του ΑΕΠ δεν λαμβάνουν υπόψη στοιχεία όπως οι βελτιώσεις στο πλεόνασμα του καταναλωτή (value for money) ή οι περιβαλλοντικές εξωτερικότητες. Με την προσαρμογή των μεθόδων εκτίμησης επιπτώσεων, ώστε να είναι συμβατές με την ΑΚΩ, τα αποτελέσματα των μεθόδων αυτών θα καταστούν καλύτερο μέτρο της συνολικής επίδρασης ενός επενδυτικού έργου στην παραγωγικότητα και την ευημερία μιας οικονομίας. Αυτές οι μέθοδοι εκτίμησης επιπτώσεων θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν και για την αξιολόγηση πολιτικών και όχι μόνο επενδυτικών έργων.

Εξ όσων γνωρίζει ο συντάκτης του παρόντος, τέτοιου είδους προσαρμογή των μεθόδων εκτίμησης επιπτώσεων προς την ΑΚΩ δεν είναι ακόμη διαθέσιμη. Ως εκ τούτου, αναμένεται από το ερευνητικό έργο να συμβάλει στην ανάπτυξη νέων εκδοχών οικονομικών υποδειγμάτων για την κοινωνικοοικονομική αξιολόγηση έργων και πολιτικών.

Οι προτάσεις πρέπει να υποβληθούν στην αγγλική γλώσσα το αργότερο μέχρι τις 15 Απριλίου 2018, ώρα 24:00 (ώρα Κεντρικής Ευρώπης). Οι προτάσεις που θα υποβληθούν μετά την ημερομηνία αυτή δεν θα ληφθούν υπόψη. Οι προτάσεις πρέπει να αποσταλούν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στη διεύθυνση:

Events.EIBInstitute@eib.org

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία επιλογής του προγράμματος EIBURS και το Ινστιτούτο της ΕΤΕπ είναι διαθέσιμες στη διεύθυνση: http://institute.eib.org/.


(1)  Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (2013), The Economic Appraisal of Transport Projects at the EIB. Λουξεμβούργο: Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. (Διατίθεται ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: http://www.eib.org/infocentre/publications/all/economic-appraisal-of-investment-projects.htm)

(2)  Just, R.E., Hueth, D.L. and Schmitz, A. (2004), The Welfare Economics of Public Policy: A Practical Approach to Project and Policy Evaluation. Cheltenham: Edward Edgard.

(3)  Hosoe, N., Gasawa, K. and Hashimoto, H. (2010), Textbook of Computable General Equilibrium Modelling: Programming and Simulations. Basingstoke: Palgrave Macmillan.

(4)  Godley, W., and Marc L. (2007), Monetary Economics: An Integrated Approach to Credit, Money, Income, Production and Wealth. New York: Palgrave MacMillan.

(5)  Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Πρωτόκολλο (αριθ. 5) περί του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΕ C 202 της 7.6.2016, σ. 251) (Διατίθεται ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=celex:12016E/PRO/05)


Top