EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32013R0603

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 603/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα και σχετικά με αιτήσεις της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (αναδιατύπωση)

OJ L 180, 29.6.2013, p. 1–30 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
Special edition in Croatian: Chapter 19 Volume 015 P. 78 - 107

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2013/603/oj

29.6.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 180/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 603/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Ιουνίου 2013

σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα και σχετικά με αιτήσεις της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (αναδιατύπωση)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 78 σημείο 2) στοιχείο ε), το άρθρο 87 σημείο 2) στοιχείο α) και το άρθρο 88 σημείο 2) στοιχείο α),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι απαραίτητο να επέλθουν ορισμένες σημαντικές τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου (3), καθώς και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 407/2002 του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, που θεσπίζει ορισμένους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 σχετικά με τη θέσπιση του «Εurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου (4). Για λόγους σαφήνειας, οι εν λόγω κανονισμοί θα πρέπει να αναδιατυπωθούν.

(2)

Η κοινή πολιτική ασύλου, που περιλαμβάνει ένα ενιαίο ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ανοικτού σε εκείνους οι οποίοι, αναγκασμένοι από τις περιστάσεις, αναζητούν νομίμως διεθνή προστασία στην Ένωση.

(3)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στις 4 Νοεμβρίου 2004, ενέκρινε το πρόγραμμα της Χάγης, το οποίο καθόριζε τους στόχους προς υλοποίηση στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης κατά την περίοδο 2005-2010. Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 2008 έκανε έκκληση για την ολοκλήρωση της θέσπισης ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου με τη δημιουργία ενιαίας διαδικασίας που θα περιλαμβάνει κοινές εγγυήσεις και ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες και τα πρόσωπα που δικαιούνται επικουρική προστασία.

(4)

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (5), είναι απαραίτητο να διαπιστώνεται η ταυτότητα των αιτούντων διεθνή προστασία και των προσώπων που συλλαμβάνονται για παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης. Για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, και ιδίως του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ), είναι επίσης σκόπιμο να επιτρέπεται σε κάθε κράτος μέλος να ελέγχει εάν υπήκοος τρίτης χώρας ή άπατρις που διαμένει παράνομα στο έδαφός του έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος.

(5)

Τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτελούν σημαντικό στοιχείο προκειμένου να διαπιστώνεται με ακρίβεια η ταυτότητα των προσώπων αυτών. Είναι ανάγκη να δημιουργηθεί ένα σύστημα για την αντιπαραβολή των δεδομένων των δακτυλικών τους αποτυπωμάτων.

(6)

Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να θεσπισθεί ένα σύστημα, γνωστό ως «Eurodac», το οποίο θα αποτελείται από ένα κεντρικό σύστημα που θα περιλαμβάνει μηχανοργανωμένη κεντρική βάση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων, καθώς και ηλεκτρονικά μέσα διαβίβασης μεταξύ των κρατών μελών και του κεντρικού συστήματος, εφεξής «υποδομή επικοινωνίας».

(7)

Το πρόγραμμα της Χάγης έκανε έκκληση για τη βελτίωση της πρόσβασης στα υφιστάμενα συστήματα αρχειοθέτησης δεδομένων της Ένωσης. Επιπλέον, το πρόγραμμα της Στοκχόλμης απηύθυνε έκκληση για καλώς στοχοθετημένη συγκέντρωση δεδομένων και για ανάπτυξη ανταλλαγής πληροφοριών και των σχετικών μέσων με βάση τις ανάγκες επιβολής του νόμου.

(8)

Είναι σημαντικό για την καταπολέμηση των τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων να τίθενται στη διάθεση των αρχών επιβολής του νόμου όσο το δυνατόν πιο πλήρεις και επικαιροποιημένες πληροφορίες που διευκολύνουν την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο σύστημα Eurodac είναι απαραίτητες για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων, όπως αναφέρονται στην απόφαση-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (6), ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων, όπως αναφέρονται στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (7). Ως εκ τούτου, τα δεδομένα που αποθηκεύονται στο Eurodac θα πρέπει να είναι διαθέσιμα, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, για να μπορεί να γίνει αντιπαραβολή από τις εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών και από την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ).

(9)

Οι εξουσίες που παρέχονται στις αρχές επιβολής του νόμου σε σχέση με την πρόσβαση στο Eurodac δεν θα πρέπει να θίγουν το δικαίωμα των αιτούντων διεθνή προστασία για διεκπεραίωση της αίτησής τους εν ευθέτω χρόνω, σύμφωνα με τη συναφή νομοθεσία. Επιπλέον, οιαδήποτε συνέχεια δίδεται μετά τη λήψη «συμπτώσεων» από το Eurodac δεν θα πρέπει ομοίως να θίγει το δικαίωμα αυτό.

(10)

Η Επιτροπή τονίζει στην ανακοίνωσή της προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 24ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της λειτουργικότητας και των συνεργιών μεταξύ των ευρωπαϊκών βάσεων δεδομένων στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων ότι οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εσωτερική ασφάλεια θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στο Eurodac σε σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις, όταν υπάρχει βάσιμη υπόνοια ότι ο δράστης τρομοκρατικής ή άλλης σοβαρής εγκληματικής πράξης έχει υποβάλει αίτηση για να του χορηγηθεί διεθνής προστασία. Στην εν λόγω ανακοίνωση, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει την υποχρέωση να πραγματοποιούνται έρευνες με αναζήτηση στο Eurodac για τους σκοπούς αυτούς μόνο σε περίπτωση που αυτό απαιτείται από το ανώτερο συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, δηλαδή, σε περίπτωση που η εγκληματική ή τρομοκρατική αυτή πράξη είναι τόσο αξιόμεμπτη που δικαιολογεί την αναζήτηση σε βάση δεδομένων στην οποία καταχωρίζονται πρόσωπα με καθαρό ποινικό μητρώο και κατέληξε ότι το κατώφλι για την πραγματοποίηση έρευνας με αναζήτηση στο Eurodac εκ μέρους των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εσωτερική ασφάλεια πρέπει επομένως να είναι πάντοτε σημαντικά υψηλότερο από το κατώφλι που ισχύει για την έρευνα σε βάσεις δεδομένων που έχουν σχέση με την εγκληματικότητα.

(11)

Επιπλέον, η Ευρωπόλ διαδραματίζει βασικό ρόλο όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών στον τομέα της διασυνοριακής διερεύνησης εγκλημάτων, συμβάλλοντας στην πρόληψη, την ανάλυση και τη διερεύνηση της εγκληματικότητας σε επίπεδο Ένωσης. Κατά συνέπεια, η Ευρωπόλ θα πρέπει να έχει εξίσου πρόσβαση στο Eurodac στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων της και σύμφωνα με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 6ης Απριλίου 2009 για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) (8).

(12)

Οι αιτήσεις αντιπαραβολής στα δεδομένα του Eurodac από την Ευρωπόλ θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, υπό συγκεκριμένες συνθήκες και αυστηρές προϋποθέσεις.

(13)

Δεδομένου ότι το σύστημα Eurodac δημιουργήθηκε αρχικά για να διευκολύνει την εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου, η πρόσβαση στο Eurodac για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων αποτελεί αλλαγή του αρχικού σκοπού του Eurodac, που επηρεάζει το θεμελιώδες δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των ατόμων των οποίων τα προσωπικά δεδομένα αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας από το σύστημα Eurodac. Κάθε τέτοια παρέμβαση πρέπει να είναι σύννομη, πρέπει να διατυπώνεται με επαρκή σαφήνεια ώστε να επιτρέπει στα άτομα να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους, πρέπει να προστατεύει τους πολίτες από καταχρήσεις και τέλος πρέπει να προσδιορίζει με επαρκή σαφήνεια το πεδίο της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στις αρμόδιες αρχές και τον τρόπο άσκησής της. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, κάθε παρέμβαση πρέπει να είναι απαραίτητη για την προστασία έννομου και ανάλογου συμφέροντος και να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

(14)

Παρά το γεγονός ότι ο αρχικός σκοπός της θέσπισης του Eurodac δεν προέβλεπε τη δυνατότητα να ζητηθεί η αντιπαραβολή δεδομένων με τη βάση δεδομένων βάσει λανθάνοντος δακτυλικού αποτυπώματος, το οποίο αποτελεί ίχνος δακτυλικού αποτυπώματος που μπορεί να βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος, μια τέτοια δυνατότητα είναι θεμελιώδους σημασίας για την αστυνομική συνεργασία. Η δυνατότητα αντιπαραβολής ενός λανθάνοντος δακτυλικού αποτυπώματος με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων που αποθηκεύονται στο Eurodac σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν εύλογοι λόγοι να θεωρηθεί ότι ο δράστης ή το θύμα ενδέχεται να εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, θα αποτελέσει για τις εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών πολύτιμο εργαλείο για την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων όταν, για παράδειγμα, τα μόνα διαθέσιμα στον τόπο του εγκλήματος αποδεικτικά στοιχεία είναι λανθάνοντα δακτυλικά αποτυπώματα.

(15)

Ο παρών κανονισμός ορίζει επίσης τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα πρέπει να επιτρέπονται οι αιτήσεις αντιπαραβολής δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα Eurodac με σκοπό την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων, καθώς και τις απαραίτητες εγγυήσεις για να εξασφαλίσει την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, τα προσωπικά δεδομένα των οποίων αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στο Eurodac. Η αυστηρότητα των εν λόγω όρων αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η βάση δεδομένων Eurodac καταχωρίζει δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων προσώπων που δεν θεωρείται ότι έχουν διαπράξει τρομοκρατικό έγκλημα ή άλλη σοβαρή αξιόποινη πράξη.

(16)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των αιτούντων και δικαιούχων διεθνούς προστασίας, καθώς και η συνοχή με το ισχύον περί ασύλου κεκτημένο της Ένωσης, και ιδίως με την οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (9), καθώς και με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, είναι σκόπιμο να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού για να συμπεριληφθούν σ’ αυτό οι αιτούντες επικουρική προστασία και τα πρόσωπα τα οποία δικαιούνται επικουρική προστασία.

(17)

Είναι επίσης αναγκαίο να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν ταχέως τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων κάθε αιτούντος διεθνή προστασία και κάθε υπηκόου τρίτης χώρας ή απάτριδος που συλλαμβάνεται για παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους, εφόσον έχει ηλικία τουλάχιστον 14 ετών.

(18)

Είναι αναγκαίο να θεσπισθούν ακριβείς κανόνες σχετικά με τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων στο κεντρικό σύστημα, με την καταχώριση των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων και άλλων σχετικών δεδομένων στο κεντρικό σύστημα, με την αποθήκευση, την αντιπαραβολή τους προς άλλα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων, τη διαβίβαση των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής καθώς και με τη σήμανση και την απαλοιφή των καταχωρηθέντων δεδομένων. Οι κανόνες αυτοί μπορούν να διαφέρουν και θα πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με την κατάσταση των διαφόρων κατηγοριών υπηκόων τρίτων χωρών ή απατρίδων.

(19)

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη διαβίβαση των δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων σε μορφή κατάλληλη για την αντιπαραβολή μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Όλες οι αρχές που έχουν δικαίωμα πρόσβασης στο Eurodac θα πρέπει να επενδύουν στην κατάλληλη κατάρτιση του προσωπικού τους και στον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό. Οι αρχές που έχουν δικαίωμα πρόσβασης στο Eurodac θα πρέπει να ενημερώνουν τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) («Οργανισμός») για τις συγκεκριμένες δυσκολίες που εντοπίζουν όσον αφορά την ποιότητα των δεδομένων, προκειμένου να επιτευχθούν λύσεις.

(20)

Το γεγονός ότι η λήψη και/ή διαβίβαση δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι προσωρινά ή μόνιμα αδύνατη, για λόγους όπως η ανεπαρκής ποιότητα των δεδομένων για την κατάλληλη αντιπαραβολή, τεχνικά προβλήματα, λόγοι που άπτονται της προστασίας της υγείας ή λόγω ακαταλληλότητας ή αδυναμίας λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων, για λόγους που δεν τελούν υπό τον έλεγχό του, δεν θα πρέπει να επηρεάζουν αρνητικά την εξέταση ή την απόφαση σχετικά με την αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας που έχει υποβάλει το εν λόγω πρόσωπο.

(21)

Οι συμπτώσεις που λαμβάνονται μέσω του Eurodac θα πρέπει να επαληθεύονται από εκπαιδευμένο εμπειρογνώμονα δακτυλικών αποτυπωμάτων, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ο ακριβής προσδιορισμός της ευθύνης δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 και την ακριβή ταυτοποίηση του υπόπτου ή του θύματος ενός εγκλήματος, του οποίου τα δεδομένα είναι ενδεχομένως καταχωρισμένα στο Eurodac.

(22)

Οι υπήκοοι τρίτων χωρών ή οι απάτριδες που έχουν υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε ένα κράτος μέλος μπορούν να έχουν για πολλά έτη τη δυνατότητα να ζητήσουν διεθνή προστασία σε άλλο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, η μέγιστη περίοδος κατά την οποία θα πρέπει να διατηρούνται τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων στο κεντρικό σύστημα, θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι υπήκοοι τρίτων χωρών ή απάτριδες που παραμένουν στην Ένωση επί αρκετά έτη διευθετούν το καθεστώς τους ή ακόμα αποκτούν και την ιθαγένεια κράτους μέλους μετά το εν λόγω χρονικό διάστημα, δέκα έτη θα πρέπει να θεωρούνται εύλογη περίοδος για την αποθήκευση των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων.

(23)

Η περίοδος για την αποθήκευση θα πρέπει να συντέμνεται σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις όταν δεν υπάρχει ανάγκη να διατηρούνται τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων θα πρέπει να απαλείφονται αμέσως μόλις οι υπήκοοι τρίτων χωρών ή απάτριδες αποκτήσουν την ιθαγένεια κράτους μέλους.

(24)

Είναι σκόπιμο να αποθηκεύονται τα δεδομένα προσώπων των οποίων τα δακτυλικά αποτυπώματα καταχωρίστηκαν αρχικά στο Eurodac κατά την υποβολή των αιτήσεών τους διεθνούς προστασίας και στα οποία χορηγήθηκε η διεθνής αυτή προστασία από ένα κράτος μέλος, ούτως ώστε να επιτρέπεται η αντιπαραβολή των δεδομένων αυτών με τα δεδομένα που καταχωρίστηκαν τη στιγμή της υποβολής της αίτησης διεθνούς προστασίας.

(25)

Στον Οργανισμό έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα της Επιτροπής που συνδέονται με τη λειτουργική διαχείριση του Eurodac σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, καθώς και ορισμένα καθήκοντα σχετικά με την υποδομή επικοινωνίας, από την ημερομηνία κατά την οποία ο Οργανισμός ανέλαβε τα καθήκοντά του την 1η Δεκεμβρίου 2012. Ο Οργανισμός θα πρέπει να αναλάβει τα καθήκοντα που του ανατίθενται δυνάμει του παρόντα κανονισμού, και οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως. Επιπλέον, η Ευρωπόλ θα πρέπει να έχει καθεστώς παρατηρητή κατά τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά την εφαρμογή του παρόντα κανονισμού σχετικά με τη χορήγηση πρόσβασης στο Eurodac σε εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών καθώς και στην Ευρωπόλ, προς αναζήτηση δεδομένων για την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να διορίζει εκπρόσωπο στη συμβουλευτική ομάδα Eurodac του Οργανισμού.

(26)

Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων) και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης («καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού»), που καθορίζεται με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (11) (αποκαλούμενοι ομού «Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης») θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλο το προσωπικό του Οργανισμού για ζητήματα που αφορούν τον παρόντα κανονισμό.

(27)

Είναι αναγκαίο να ορισθούν επακριβώς οι αρμοδιότητες, αφενός, της Επιτροπής και του Οργανισμού, όσον αφορά το κεντρικό σύστημα και την υποδομή επικοινωνίας και, αφετέρου, των κρατών μελών όσον αφορά την επεξεργασία και την ασφάλεια των δεδομένων, την πρόσβαση και τη διόρθωση των καταχωρισμένων δεδομένων.

(28)

Είναι απαραίτητο να ορισθούν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καθώς και το εθνικό σημείο πρόσβασης μέσω των οποίων θα υποβάλλονται αιτήσεις για αντιπαραβολή με τα δεδομένα Eurodac και να τηρηθεί κατάλογος των επιχειρησιακών μονάδων στο εσωτερικό των διορισμένων αρχών που θα είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν αντιπαραβολή αυτού του είδους για τον ειδικό σκοπό της πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων.

(29)

Οι αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα που αποθηκεύονται στο κεντρικό σύστημα θα πρέπει να υποβάλλονται από τις επιχειρησιακές μονάδες που έχουν ορισθεί στο εσωτερικό των εντεταλμένων αρχών στο εθνικό σημείο πρόσβασης, μέσω της αρχής ελέγχου και να είναι αιτιολογημένες. Οι επιχειρησιακές μονάδες στο εσωτερικό των διορισμένων αρχών που θα είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν αντιπαραβολές με τα δεδομένα Eurodac δεν θα λειτουργούν ως αρχές ελέγχου. Οι αρχές ελέγχου θα πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα από τις εντεταλμένες αρχές και θα πρέπει να είναι υπεύθυνες, με ανεξάρτητο τρόπο, για την εξασφάλιση αυστηρής συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις πρόσβασης που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι αρχές ελέγχου θα πρέπει στη συνέχεια να προωθούν την αίτηση αντιπαραβολής, χωρίς διαβίβαση της αιτιολόγησής της, μέσω του εθνικού σημείου πρόσβασης στο κεντρικό σύστημα, αφού ελεγχθεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις πρόσβασης. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον είναι αναγκαία η ταχεία πρόσβαση στα δεδομένα προκειμένου να αντιμετωπιστεί συγκεκριμένη και πραγματική απειλή που έχει σχέση με τρομοκρατικά εγκλήματα ή άλλες σοβαρές αξιόποινες πράξεις, η αρχή ελέγχου θα πρέπει να διεκπεραιώνει αμέσως την αίτηση και μόνο στη συνέχεια να προβαίνει σε έλεγχο.

(30)

Η εντεταλμένη αρχή και η αρχή ελέγχου μπορούν να είναι μέλη του ιδίου οργανισμού εφόσον αυτό ορίζει η εθνική νομοθεσία αλλά, κατά την άσκηση των καθηκόντων που ορίζει ο παρών κανονισμός, η αρχή ελέγχου θα πρέπει να διαθέτει ανεξαρτησία.

(31)

Για τους σκοπούς της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, και ιδιαίτερα για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο μαζικών αντιπαραβολών που θα πρέπει να απαγορεύονται, η επεξεργασία των δεδομένων Eurodac θα πρέπει να λαμβάνει χώρα αποκλειστικά σε ειδικές περιπτώσεις και μόνον όταν αυτή είναι απαραίτητη για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης και διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων. Μια ιδιαίτερη περίπτωση υπάρχει ιδίως όταν η αίτηση αντιπαραβολής συνδέεται με ειδική και συγκεκριμένη κατάσταση ή με ειδικό και συγκεκριμένο κίνδυνο που έχει σχέση με τρομοκρατικό έγκλημα ή άλλη σοβαρή αξιόποινη πράξη, ή με συγκεκριμένα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι θα διαπράξουν ή έχουν διαπράξει μία τέτοια πράξη. Μια ιδιαίτερη περίπτωση υπάρχει επίσης όταν η αίτηση αντιπαραβολής συνδέεται με πρόσωπο το οποίο είναι θύμα τρομοκρατικού εγκλήματος ή άλλης σοβαρής αξιόποινης πράξης. Οι εντεταλμένες αρχές και η Ευρωπόλ θα πρέπει συνεπώς να ζητούν αντιπαραβολή με τα δεδομένα Eurodac μόνον όταν έχουν εύλογους λόγους να πιστεύουν ότι αυτή η αντιπαραβολή θα εξασφαλίσει πληροφορίες που θα βοηθήσουν ουσιαστικά στην πρόληψη, εξακρίβωση και διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων.

(32)

Επιπλέον, η πρόσβαση θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον υπό τον όρο ότι οι αντιπαραβολές με τις βάσεις δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων του κράτους μέλους και με τα αυτόματα συστήματα ταυτοποίησης δακτυλικών αποτυπωμάτων όλων των άλλων κρατών μελών σύμφωνα με την απόφαση 2008/615/ΔΕΥ Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2008 σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος (12) δεν οδήγησαν στη διαπίστωση της ταυτότητας του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα. Ο όρος αυτός προϋποθέτει ότι το αιτούν κράτος μέλος προβαίνει σε αντιπαραβολές με τα αυτόματα συστήματα ταυτοποίησης των δακτυλικών αποτυπωμάτων όλων των άλλων κρατών μελών, με βάση την απόφαση 2008/615/ΔΕΥ, που είναι τεχνικώς διαθέσιμες, εκτός αν το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να στοιχειοθετήσει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι δεν θα οδηγήσουν στη διαπίστωση της ταυτότητας του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα. Τέτοιου είδους βάσιμοι λόγοι υφίστανται ιδίως όταν μια συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει επιχειρησιακή ή ερευνητική σύνδεση με συγκεκριμένο κράτος μέλος. O όρος αυτός προϋποθέτει προηγουμένως να έχει εφαρμοσθεί νομικά και τεχνικά η απόφαση 2008/615/ΔΕΥ από το αιτούν κράτος μέλος στο πεδίο των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων, δεδομένου ότι δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η διενέργεια ελέγχου Eurodac για σκοπούς επιβολής του νόμου, εφόσον δεν έχουν προηγουμένως πραγματοποιηθεί τα προαναφερόμενα βήματα.

(33)

Προτού πραγματοποιήσουν αναζήτηση στο Eurodac, οι εντεταλμένες αρχές θα πρέπει επίσης, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι όροι για αντιπαραβολή, να πραγματοποιούν αναζήτηση στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις βάσει της απόφασης 2008/633/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) των εντεταλμένων αρχών των κρατών μελών καθώς και της Ευρωπόλ, προς αναζήτηση δεδομένων για την πρόληψη, εξακρίβωση και διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων (13).

(34)

Με σκοπό την αποτελεσματική σύγκριση και την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν πλήρως και να αξιοποιούν τις υφιστάμενες διεθνείς συμφωνίες, καθώς και την ήδη ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης όσον αφορά την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ιδίως την απόφαση 2008/615/ΔΕΥ.

(35)

Το μείζον συμφέρον του παιδιού θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχική μέριμνα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση που το αιτούν κράτος μέλος διαπιστώσει ότι δεδομένα Eurodac αφορούν ανήλικο, τα δεδομένα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για σκοπούς εφαρμογής του νόμου από το αιτούν κράτος μέλος σύμφωνα με την περί ανηλίκων νομοθεσία του εν λόγω κράτους και βάσει της υποχρέωσης να δίδεται πρωταρχική σημασία στο συμφέρον του παιδιού.

(36)

Παρότι η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης όσον αφορά τη λειτουργία του συστήματος Eurodac διέπεται από τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), είναι αναγκαίο να θεσπισθούν συγκεκριμένοι κανόνες σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη των κρατών μελών όσον αφορά τη λειτουργία του συστήματος.

(37)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι η δημιουργία συστήματος για την αντιπαραβολή των δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων προκειμένου να συμβάλει στην εφαρμογή της πολιτικής της Ένωσης για το άσυλο, δεν είναι δυνατόν, από τη φύση του, να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί ως εκ τούτου να επιτευχθεί επαρκέστερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να εγκρίνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(38)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (14) εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη που πραγματοποιείται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν η επεξεργασία αυτή διενεργείται από τις εντεταλμένες αρχές ή τις αρχές ελέγχου των κρατών μελών για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων.

(39)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρχές των κρατών μελών για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπόκειται σε ένα επίπεδο προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά το εθνικό τους δίκαιο, το οποίο θα πρέπει να είναι σύμφωνο με την απόφαση πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (15).

(40)

Οι αρχές που καθορίζονται με την οδηγία 95/46/ΕΚ σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ατόμων, κυρίως του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής, και αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει να συμπληρωθούν ή να διευκρινιστούν, ιδίως σχετικά με ορισμένους τομείς.

(41)

Οι διαβιβάσεις προσωπικών δεδομένων που λαμβάνονται από κράτος μέλος ή την Ευρωπόλ, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό από το κεντρικό σύστημα σε οιαδήποτε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό ή ιδιωτική οντότητα που είναι εγκαταστημένη εντός ή εκτός Ένωσης θα πρέπει να απαγορεύονται προκειμένου να εξασφαλιστεί το δικαίωμα στο άσυλο και να προστατευθούν οι αιτούντες διεθνή προστασία από την κοινοποίηση των δεδομένων τους σε οποιαδήποτε τρίτη χώρα. Αυτό συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να διαβιβάζουν πληροφορίες που λαμβάνονται από το κεντρικό σύστημα όσον αφορά: το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη προέλευσης, τον τόπο και την ημερομηνία της αίτησης διεθνούς προστασίας, τον αριθμό μητρώου που χρησιμοποίησε το κράτος μέλος προέλευσης, την ημερομηνία λήψεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία τα δεδομένα διαβιβάστηκαν από το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη στο Eurodac, τον αναγνωριστικό αριθμό του χειριστή και οιεσδήποτε πληροφορίες αφορούν κάθε μεταφορά των δεδομένων που υπάγονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013. Η εν λόγω απαγόρευση θα πρέπει να τελεί υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να διαβιβάζουν δεδομένα αυτού του είδους σε τρίτες χώρες στις οποίες εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013, ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να συνεργάζονται με τις τρίτες αυτές χώρες για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(42)

Οι εθνικές εποπτικές αρχές θα πρέπει να ελέγχουν τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη, και η εποπτική αρχή που δημιουργήθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ θα πρέπει να ελέγχει τη νομιμότητα των δραστηριοτήτων επεξεργασίας δεδομένων που εκτελούνται από την Ευρωπόλ.

(43)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (16) και ιδίως τα άρθρα 21 και 22 σχετικά με την εμπιστευτικότητα και την ασφάλεια της επεξεργασίας εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από τα θεσμικά όργανα και τα λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Εντούτοις, θα πρέπει να διευκρινιστούν ορισμένα σημεία όσον αφορά την ευθύνη της επεξεργασίας δεδομένων και την εποπτεία της προστασίας δεδομένων, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι η προστασία των δεδομένων συνιστά παράγοντα κλειδί στην επιτυχή λειτουργία του Eurodac και ότι η ασφάλεια των δεδομένων, η υψηλή τεχνική ποιότητα και η νομιμότητα της πρόσβασης είναι ουσιαστικής σημασίας για τη διασφάλιση της ομαλής και κατάλληλης λειτουργίας του Eurodac, καθώς και για τη διευκόλυνση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013·

(44)

Το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα θα πρέπει να ενημερώνεται σχετικά με τον σκοπό για τον οποίο θα γίνει επεξεργασία των δεδομένων του στο Eurodac, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των στόχων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 και τη χρήση που θα επιφυλάξουν οι αρχές επιβολής του νόμου στα δεδομένα του.

(45)

Είναι σκόπιμο οι εθνικές εποπτικές αρχές να ελέγχουν τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από τα κράτη μέλη, ενώ ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001, θα πρέπει να ελέγχει τις δραστηριότητες των θεσμικών οργάνων και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(46)

Τα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εθνικές και οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές είναι σε θέση να εποπτεύουν επαρκώς τη χρήση των δεδομένων Eurodac και την πρόσβαση σε αυτά.

(47)

Είναι σκόπιμο να παρακολουθούνται και να αξιολογούνται οι επιδόσεις του Eurodac κατά τακτά χρονικά διαστήματα, εξετάζοντας μεταξύ άλλων αν η πρόσβαση για σκοπούς επιβολής του νόμου έχει οδηγήσει σε στιγματισμό των αιτούντων διεθνή προστασία, όπως αναφέρεται στην αξιολόγηση που διενήργησε η Επιτροπή σχετικά με τη συμμόρφωση της πρότασης με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης»). Ο Οργανισμός θα πρέπει να υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες του κεντρικού συστήματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(48)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό σύστημα κυρώσεων για τις περιπτώσεις επεξεργασίας των καταγεγραμμένων στο κεντρικό σύστημα δεδομένων, κατά τρόπο που αντιβαίνει στους σκοπούς του Eurodac.

(49)

Τα κράτη μέλη είναι αναγκαίο να ενημερώνονται για το καθεστώς ιδιαίτερων διαδικασιών χορήγησης ασύλου, ούτως ώστε να διευκολύνεται η δέουσα εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.

(50)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και είναι επίσης σύμφωνος προς τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός αποβλέπει στη διασφάλιση πλήρους σεβασμού της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του δικαιώματος στην αναζήτηση διεθνούς προστασίας, καθώς επίσης και στην προαγωγή της εφαρμογής των άρθρων 8 και 18 του Χάρτη. O παρών κανονισμός θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται αντίστοιχα.

(51)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(52)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει γνωστοποιήσει την επιθυμία του να συμμετάσχει στη θέσπιση και εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(53)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 και το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(54)

Είναι σκόπιμο να περιοριστεί η εδαφική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ώστε να ευθυγραμμιστεί με την εδαφική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Σκοπός του «Eurodac»

1.   Θεσπίζεται σύστημα, γνωστό ως «Eurodac», το οποίο έχει σκοπό να συντελεί στον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, να εξετάσει την αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία έχει υποβληθεί σε ένα κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, και να διευκολύνει γενικότερα την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 υπό τους όρους που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Ο παρόν κανονισμός ορίζει επίσης τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών και η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) μπορούν να ζητούν την αντιπαραβολή δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα που αποθηκεύονται στο κεντρικό σύστημα για σκοπούς επιβολής του νόμου.

3.   Με την επιφύλαξη της επεξεργασίας δεδομένων που αποστέλλει στο Eurodac το κράτος μέλος προέλευσης, τα οποία είναι καταχωρημένα σε βάσεις δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί δυνάμει του εθνικού του δικαίου, τα δεδομένα των δακτυλικών αποτυπωμάτων και άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να υπόκεινται σε επεξεργασία από το Eurodac μόνο για τους σκοπούς που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και στο άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)   «αιτών διεθνή προστασία»: υπήκοος τρίτης χώρας ή άπατρις ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο η) της οδηγίας 2011/95/ΕΚ για την οποία δεν έχει ακόμα εκδοθεί τελική απόφαση,

β)   «κράτος μέλος προέλευσης»:

i)

σε σχέση με, πρόσωπο που καλύπτεται από το άρθρο 9 παράγραφος 1, το κράτος μέλος το οποίο διαβιβάζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο κεντρικό σύστημα και λαμβάνει τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής,

ii)

σε σχέση με πρόσωπο που καλύπτεται από το άρθρο 14 παράγραφος 1, το κράτος μέλος το οποίο διαβιβάζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο κεντρικό σύστημα,

iii)

σε σχέση με πρόσωπο που καλύπτεται από το άρθρο 17 παράγραφος 1, το κράτος μέλος το οποίο διαβιβάζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο κεντρικό σύστημα και λαμβάνει τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής,

γ)   «δικαιούχος διεθνούς προστασίας»: υπήκοος τρίτης χώρας ή άπατρις στον οποίο έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ,

δ)   «σύμπτωση»: ένα ή περισσότερα συμπίπτοντα στοιχεία, τα οποία καθορίζονται από το κεντρικό σύστημα μετά από αντιπαραβολή των δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων που έχουν καταχωρισθεί στην μηχανογραφημένη κεντρική βάση δεδομένων και εκείνων που διαβιβάζει το κράτος μέλος σχετικά με ένα πρόσωπο, με την επιφύλαξη της απαίτησης ότι τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής ελέγχονται πάραυτα από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 4,

ε)   «εθνικό σημείο πρόσβασης»: το καθορισμένο εθνικό σύστημα που επικοινωνεί με το κεντρικό σύστημα,

στ)   «Οργανισμός»: ο Οργανισμός που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011,

ζ)   «Ευρωπόλ»: η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία που δημιουργήθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ,

η)   «δεδομένα Eurodac»: νοούνται όλα τα δεδομένα που αποθηκεύονται στο κεντρικό σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 11 και το άρθρο 14 παράγραφος 2,

θ)   «επιβολή του νόμου»: νοείται η πρόληψη, η εξακρίβωση ή η διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων,

ι)   «τρομοκρατικά εγκλήματα»: τα εγκλήματα που σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αντιστοιχούν ή είναι ισοδύναμα με εκείνα που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 4 της απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου 2002/475/ΔΕΥ,

ια)   «σοβαρές αξιόποινες πράξεις»: οι μορφές εγκλήματος που αντιστοιχούν ή είναι ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, εφόσον τιμωρούνται κατά το εθνικό δίκαιο με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο,

ιβ)   «δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων»: τα δεδομένα τα σχετικά με τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων ή τουλάχιστον των δεικτών, και στην περίπτωση που λείπουν οι δείκτες, τα αποτυπώματα όλων των άλλων δακτύλων ενός προσώπου ή ένα λανθάνον δακτυλικό αποτύπωμα.

2.   Οι όροι του άρθρου 2 της οδηγίας 95/46/ΕΚ έχουν την ίδια έννοια και στον παρόντα κανονισμό, εφόσον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπόκεινται σε επεξεργασία από τις αρχές των κρατών μελών για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

3.   Ελλείψει αντίθετης διάταξης, οι όροι που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 έχουν την ίδια έννοια και στον παρόντα κανονισμό.

4.   Οι όροι του άρθρου 2 της οδηγίας-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ έχουν την ίδια έννοια και στον παρόντα κανονισμό, εφόσον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπόκεινται σε επεξεργασία από τις αρχές των κρατών μελών για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Αρχιτεκτονική του συστήματος και βασικές αρχές

1.   Το Eurodac αποτελείται από:

α)

ηλεκτρονική κεντρική βάση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων («κεντρικό σύστημα»), αποτελούμενη από:

i)

κεντρική μονάδα,

ii)

σχέδιο και σύστημα αδιάλειπτης λειτουργίας,

β)

υποδομή επικοινωνίας μεταξύ του κεντρικού συστήματος και των κρατών μελών, η οποία παρέχει κρυπτογραφημένο εικονικό δίκτυο αποκλειστικά για τα δεδομένα του Eurodac («επικοινωνιακή υποδομή»).

2.   Κάθε κράτος μέλος διαθέτει ένα ενιαίο εθνικό σημείο πρόσβασης.

3.   Η επεξεργασία των δεδομένων που αφορούν πρόσωπα που καλύπτονται από το άρθρο 9 παράγραφος 1, άρθρο 14 παράγραφος 1 και το άρθρο 17 παράγραφος 1 και η οποία πραγματοποιείται στο κεντρικό σύστημα, γίνεται για λογαριασμό του κράτους μέλους προέλευσης σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει ο παρών κανονισμός και τα εν λόγω δεδομένα διαχωρίζονται με τα κατάλληλα τεχνικά μέσα.

4.   Οι κανόνες που διέπουν το Eurodac εφαρμόζονται επίσης στις ενέργειες των κρατών μελών από τη διαβίβαση των δεδομένων στο κεντρικό σύστημα έως τη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής.

5.   Η μέθοδος λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων καθορίζεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με την εθνική πρακτική του εκάστοτε κράτους μέλους και με τις διασφαλίσεις που ορίζουν ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Άρθρο 4

Λειτουργική διαχείριση

1.   Ο Οργανισμός είναι υπεύθυνος για τη λειτουργική διαχείριση του Eurodac.

Η λειτουργική διαχείριση του Eurodac συνίσταται σε όλες τις εργασίες που απαιτούνται, ώστε να παραμένει το Eurodac σε λειτουργία επί εικοσιτετραώρου βάσεως, 7 ημέρες την εβδομάδα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό· τούτο ισχύει ιδίως για τις εργασίες συντήρησης και τις τεχνικές βελτιώσεις που απαιτούνται για να διασφαλίζεται ότι η επιχειρησιακή ποιοτική στάθμη της λειτουργίας του συστήματος είναι ικανοποιητική, ιδιαίτερα όσον αφορά τον χρόνο που απαιτείται για τις αναζητήσεις στο κεντρικό σύστημα. Εκπονείται σχέδιο και σύστημα αδιάλειπτης λειτουργίας λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες συντήρησης και τυχόν απρόβλεπτες διακοπές λειτουργίας του συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του αντικτύπου των μέτρων αδιάλειπτης λειτουργίας στην προστασία και την ασφάλεια των δεδομένων.

Ο Οργανισμός διασφαλίζει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, ότι χρησιμοποιούνται για το κεντρικό σύστημα ανά πάσα στιγμή οι καλύτερες διαθέσιμες και πλέον ασφαλείς τεχνολογίες και τεχνικές, με την επιφύλαξη ανάλυσης κόστους-ωφέλειας.

2.   O Οργανισμός φέρει την ευθύνη για τα ακόλουθα καθήκοντα σε σχέση με την επικοινωνιακή υποδομή:

α)

εποπτεία,

β)

ασφάλεια,

γ)

συντονισμό των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και του παρόχου.

3.   Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για όλα τα καθήκοντα που σχετίζονται με την επικοινωνιακή υποδομή, εκτός εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και συγκεκριμένα για:

α)

την εκτέλεση του προϋπολογισμού,

β)

τις αγορές και την ανανέωση,

γ)

τα συμβατικά θέματα.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 17 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο Οργανισμός εφαρμόζει τους δέοντες κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου ή άλλη ισοδύναμη υποχρέωση εχεμύθειας στο σύνολο του προσωπικού του που καλείται να ασχοληθεί με δεδομένα Eurodac. Η υποχρέωση αυτή εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και αφού το οικείο προσωπικό παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του ή να απασχολείται στη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή μετά τον τερματισμό των καθηκόντων του.

Άρθρο 5

Εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών για σκοπούς επιβολής του νόμου

1.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη διορίζουν τις αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν αντιπαραβολές με τα δεδομένα Eurodac σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Οι εντεταλμένες αρχές είναι οι αρχές των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την πρόληψη, την εξακρίβωση ή τη διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων. Στις εντεταλμένες αρχές δεν περιλαμβάνονται οργανισμοί ή μονάδες που είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για στοιχεία που συνδέονται με την εθνική ασφάλεια.

2.   Κάθε κράτος μέλος τηρεί κατάλογο των εντεταλμένων αρχών.

3.   Κάθε κράτος μέλος τηρεί κατάλογο των επιχειρησιακών μονάδων στο εσωτερικό των εντεταλμένων αρχών που είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν αντιπαραβολές με τα δεδομένα Eurodac μέσω του εθνικού σημείου πρόσβασης.

Άρθρο 6

Αρχές ελέγχου των κρατών μελών για σκοπούς επιβολής του νόμου

1.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, κάθε κράτος μέλος διορίζει μια ενιαία εθνική αρχή ή μια μονάδα στο πλαίσιο μιας τέτοιας αρχής που ενεργεί ως η δική του αρχή ελέγχου. Η αρχή ελέγχου είναι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους για την πρόληψη, την εξακρίβωση ή τη διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων.

Η εντεταλμένη αρχή και η αρχή ελέγχου μπορούν να είναι μέλη του ιδίου οργανισμού εφόσον αυτό ορίζει η εθνική νομοθεσία, αλλά η αρχή ελέγχου ενεργεί ανεξάρτητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της όπως αυτά ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η αρχή ελέγχου λειτουργεί χωριστά από τις επιχειρησιακές μονάδες που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 και δεν λαμβάνει οδηγίες από αυτές όσον αφορά το αποτέλεσμα του ελέγχου.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν περισσότερα του ενός κεντρικά σημεία πρόσβασης προκειμένου να ανταποκριθούν στην οργανωτική και διοικητική δομή τους σύμφωνα με τις συνταγματικές ή νομικές υποχρεώσεις τους.

2.   Η αρχή ελέγχου εξασφαλίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να υποβληθεί αίτηση αντιπαραβολής δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα Eurodac.

Μόνο το δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό της αρχής ελέγχου έχει πρόσβαση στο Eurodac, σύμφωνα με το άρθρο 19.

Μόνον η αρχή ελέγχου είναι εξουσιοδοτημένη να διαβιβάζει αιτήσεις για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων στο εθνικό σημείο πρόσβασης.

Άρθρο 7

Ευρωπόλ

1.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Ευρωπόλ διορίζει μία ειδική μονάδα με δεόντως εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της Ευρωπόλ για να ενεργεί ως η δική της αρχή ελέγχου, η οποία ενεργεί ανεξάρτητα από τις εντεταλμένες αρχές που αναφέροντα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της όπως αυτά ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και δεν λαμβάνει οδηγίες από αυτές όσον αφορά το αποτέλεσμα του ελέγχου. Η μονάδα εξασφαλίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να υποβληθεί αίτηση αντιπαραβολής δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα Eurodac. Η Ευρωπόλ διορίζει, σε συμφωνία με κάθε κράτος μέλος, το εθνικό σημείο πρόσβασης του συγκεκριμένου κράτους μέλους, το οποίο διαβιβάζει τις αιτήσεις του για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων στο κεντρικό σύστημα.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 1 παράγραφος 2, η Ευρωπόλ διορίζει μια επιχειρησιακή μονάδα που είναι εξουσιοδοτημένη να ζητεί αντιπαραβολές με τα δεδομένα Eurodac μέσω του εθνικού σημείου πρόσβασης. Η εντεταλμένη αρχή αποτελεί επιχειρησιακή μονάδα της Ευρωπόλ που είναι αρμόδια για τη συλλογή, αποθήκευση, ανάλυση και ανταλλαγή πληροφοριών, με σκοπό τη στήριξη και ενίσχυση των δράσεων των κρατών μελών για την πρόληψη, τον εντοπισμό ή τη διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ.

Άρθρο 8

Στατιστικές

1.   Ο Οργανισμός εκπονεί ανά τρίμηνο στατιστικές για τις εργασίες του κεντρικού συστήματος, στις οποίες αναφέρονται ιδίως:

α)

ο αριθμός των συνόλων δεδομένων που έχουν διαβιβαστεί σχετικά με τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, στο άρθρο 14 παράγραφος 1 και στο άρθρο 17 παράγραφος 1,

β)

ο αριθμός των συμπτώσεων για αιτούντες διεθνή προστασία που υπέβαλαν αίτηση διεθνούς προστασίας σε ένα άλλο κράτος μέλος,

γ)

ο αριθμός των συμπτώσεων για πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 1, τα οποία υπέβαλαν στη συνέχεια αίτηση διεθνούς προστασίας,

δ)

ο αριθμός των συμπτώσεων για πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1, τα οποία είχαν προηγουμένως υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε ένα άλλο κράτος μέλος,

ε)

ο αριθμός των δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων τα οποία το κεντρικό σύστημα αναγκάστηκε να ζητήσει πάνω από μία φορά από τα κράτη μέλη προέλευσης, διότι τα αρχικώς διαβιβασθέντα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν προσφέρονται για αντιπαραβολή με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού συστήματος αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων,

στ)

ο αριθμός των συνόλων δεδομένων τα οποία έχουν σημανθεί, τα οποία έχουν κλειδωθεί και τα οποία έχουν ξεκλειδωθεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 3,

ζ)

ο αριθμός των συμπτώσεων για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 για τα οποία έχει καταγραφεί σύμπτωση δυνάμει των στοιχείων β) και δ) του παρόντος άρθρου,

η)

ο αριθμός των αιτήσεων και των συμπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1,

θ)

ο αριθμός των αιτήσεων και των συμπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1.

2.   Στο τέλος κάθε έτους, καταρτίζονται στατιστικές υπό μορφήν ανασκόπησης των τριμηνιαίων στατιστικών το συγκεκριμένο έτος, συμπεριλαμβανομένης μνείας του αριθμού των προσώπων για τα οποία έχει καταγραφεί σύμπτωση όσον αφορά τα στοιχεία β), γ) και δ) της παραγράφου 1. Οι στατιστικές περιλαμβάνουν ανάλυση των δεδομένων για έκαστο των κρατών μελών. Τα αποτελέσματα δημοσιοποιούνται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Άρθρο 9

Συλλογή, διαβίβαση και αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων

1.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε αιτούντος διεθνή προστασία ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 72 ωρών από την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, και τα διαβιβάζει στο κεντρικό σύστημα μαζί με τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχεία β) έως ζ) του παρόντος κανονισμού.

Η μη συμμόρφωση με την προθεσμία των 72 ωρών δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να λάβουν και να διαβιβάσουν τα δακτυλικά αποτυπώματα στο κεντρικό σύστημα. Όταν η κατάσταση των άκρων των δακτύλων δεν επιτρέπει τη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων σε ποιότητα που διασφαλίζει την κατάλληλη αντιπαραβολή δυνάμει του άρθρου 25, το κράτος μέλος προέλευσης λαμβάνει εκ νέου τα δακτυλικά αποτυπώματα του αιτούντος και τα επαναδιαβιβάζει το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 48 ωρών αφού ληφθούν εκ νέου επιτυχώς.

2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, όταν δεν είναι δυνατό να ληφθούν τα δακτυλικά αποτυπώματα αιτούντος διεθνή προστασία λόγω μέτρων για τη διασφάλιση της υγείας του ή για την προστασία της δημόσιας υγείας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν και διαβιβάζουν τα εν λόγω δακτυλικά αποτυπώματα το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 48 ωρών αφότου εκλείψουν αυτοί οι λόγοι υγείας.

Σε περίπτωση σοβαρών τεχνικών προβλημάτων, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την προθεσμία των 72 ωρών που ορίζεται στην παράγραφο 1, έως και κατά 48 ώρες, προκειμένου να διεξάγουν τα εθνικά τους σχέδια αδιάλειπτης λειτουργίας.

3.   Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 11 στοιχείο α), που διαβιβάζονται από ένα κράτος μέλος, με εξαίρεση εκείνα που διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 στοιχείο β), αντιπαραβάλλονται αυτομάτως προς τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων τα οποία έχουν διαβιβαστεί από άλλα κράτη μέλη και έχουν ήδη αποθηκευτεί στο κεντρικό σύστημα.

4.   Το κεντρικό σύστημα εξασφαλίζει ότι, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, στην αντιπαραβολή που αναφέρεται στην παράγραφο 3, εκτός από τα δεδομένα που έχουν διαβιβαστεί από άλλα κράτη μέλη, εξετάζονται επίσης τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων που έχει διαβιβάσει κατά το παρελθόν το εν λόγω κράτος μέλος.

5.   Το κεντρικό σύστημα διαβιβάζει αυτομάτως τη σύμπτωση ή το αρνητικό αποτέλεσμα της αντιπαραβολής στο κράτος μέλος προέλευσης. Στην περίπτωση που υπάρχει σύμπτωση, διαβιβάζει για όλα τα σύνολα δεδομένων που αντιστοιχούν σε αυτήν, τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχεία α) έως ια) ενδεχομένως, μαζί με τη σήμανση που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1.

Άρθρο 10

Πληροφορίες για το καθεστώς του υποκειμένου των δεδομένων

Οι ακόλουθες πληροφορίες διαβιβάζονται στο κεντρικό σύστημα για να αποθηκευθούν σύμφωνα με το άρθρο 12 για τους σκοπούς της διαβίβασης που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 5:

α)

όταν ένας αιτών διεθνή προστασία ή άλλο πρόσωπο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 φθάνει στο υπεύθυνο κράτος μέλος έπειτα από μεταφορά που πραγματοποιείται σύμφωνα με απόφαση που κάνει δεκτό αίτημα εκ νέου ανάληψης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 25 αυτού, το υπεύθυνο κράτος μέλος ενημερώνει το σύνολο δεδομένων του που έχει καταχωρίσει σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού όσον αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, προσθέτοντας την ημερομηνία άφιξής του,

β)

όταν ένας αιτών διεθνή προστασία φθάνει στο υπεύθυνο κράτος μέλος έπειτα από μεταφορά που πραγματοποιείται σύμφωνα με απόφαση που κάνει δεκτό αίτημα αναδοχής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, το υπεύθυνο κράτος μέλος διαβιβάζει σύνολο δεδομένων που καταχωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού όσον αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προσθέτοντας την ημερομηνία άφιξής του,

γ)

μόλις το κράτος μέλος προέλευσης εξακριβώσει ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, του οποίου τα δεδομένα είχαν καταχωρισθεί στο Eurodac σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού, εγκατέλειψε το έδαφος των κρατών μελών, ενημερώνει το σύνολο δεδομένων του που έχουν καταχωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού όσον αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, προσθέτοντας την ημερομηνία αναχώρησης του προσώπου αυτού από το έδαφος, ώστε να διευκολύνει την εφαρμογή του άρθρου 19 παράγραφος 2 και του άρθρου 20 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013,

δ)

μόλις το κράτος μέλος προέλευσης διασφαλίσει ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, του οποίου τα δεδομένα είχαν καταχωρισθεί στο Eurodac σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού έχει εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών σύμφωνα με απόφαση επιστροφής ή διαταγή απομάκρυνσης που εξέδωσε μετά την ανάκληση ή την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, ενημερώνει το σύνολο των δεδομένων του που έχουν καταχωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού όσον αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, προσθέτοντας την ημερομηνία της απομάκρυνσής του ή την ημερομηνία κατά την οποία αυτός αναχώρησε από το έδαφος,

ε)

το κράτος μέλος που αναλαμβάνει ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 ενημερώνει το σύνολο των δεδομένων του σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τον συγκεκριμένο αιτούντα διεθνή προστασία, προσθέτοντας την ημερομηνία λήψεως της απόφασης εξέτασης της αίτησής του.

Άρθρο 11

Καταχώριση δεδομένων

Στο κεντρικό σύστημα καταχωρίζονται μόνο τα εξής δεδομένα:

α)

τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων,

β)

το κράτος μέλος προέλευσης, ο τόπος και η ημερομηνία της αίτησης διεθνούς προστασίας· στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10 στοιχείο β), η ημερομηνία αίτησης είναι η ημερομηνία που καταγράφει το κράτος μέλος που μετέφερε τον αιτούντα,

γ)

το φύλο,

δ)

τον αριθμό μητρώου που χρησιμοποίησε το κράτος μέλος προέλευσης,

ε)

την ημερομηνία λήψεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων,

στ)

την ημερομηνία διαβίβασης των δεδομένων στο κεντρικό σύστημα,

ζ)

τον αναγνωριστικό αριθμό του χειριστή,

η)

ενδεχομένως, την ημερομηνία άφιξης του ενδιαφερόμενου προσώπου μετά από επιτυχή μεταφορά, σύμφωνα με το άρθρο 10 στοιχείο α) ή στοιχείο β),

θ)

ενδεχομένως, σύμφωνα με το άρθρο 10 στοιχείο γ), την ημερομηνία κατά την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εγκατέλειψε το έδαφος των κρατών μελών,

ι)

ενδεχομένως, σύμφωνα με το άρθρο 10 στοιχείο δ), την ημερομηνία κατά την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο απομακρύνθηκε από το έδαφος των κρατών μελών,

ια)

ενδεχομένως, σύμφωνα με το άρθρο 10 στοιχείο ε), την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η απόφαση για την εξέταση της αίτησης.

Άρθρο 12

Αποθήκευση δεδομένων

1.   Κάθε σύνολο δεδομένων, όπως ορίζεται στο άρθρο 11, αποθηκεύεται στο κεντρικό σύστημα για δέκα έτη από την ημερομηνία λήψεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων.

2.   Μετά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το κεντρικό σύστημα απαλείφει αυτομάτως τα δεδομένα από το κεντρικό σύστημα.

Άρθρο 13

Πρόωρη απαλοιφή των δεδομένων

1.   Τα δεδομένα που αφορούν πρόσωπο το οποίο απέκτησε την ιθαγένεια οιουδήποτε κράτους μέλους πριν από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 απαλείφονται από το κεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 μόλις το κράτος μέλος προέλευσης λάβει γνώση ότι το πρόσωπο αυτό απέκτησε την προαναφερθείσα ιθαγένεια.

2.   Το κεντρικό σύστημα ενημερώνει, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 72 ωρών, όλα τα κράτη μέλη προέλευσης σχετικά με την απαλοιφή από άλλο κράτος μέλος προέλευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, των δεδομένων που οδήγησαν σε σύμπτωση με δεδομένα που είχαν διαβιβαστεί από τα κράτη αυτά σε σχέση με πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 14 παράγραφος 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΥΠΗΚΟΟΙ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ Ή ΑΠΑΤΡΙΔΕΣ ΠΟΥ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

Άρθρο 14

Συλλογή και διαβίβαση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων

1.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε υπηκόου τρίτης χώρας ή απάτριδος, ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών, που συλλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές ελέγχου κατά την παράνομη διάβαση δια ξηράς, θαλάσσης ή αέρος των συνόρων του εν λόγω κράτους μέλους, προερχόμενου από τρίτη χώρα, ο οποίος δεν επαναπροωθείται ή που παραμένει στο έδαφος των κρατών μελών και δεν τελεί υπό κράτηση, περιορισμό ή φυλάκιση καθ’ όλη την περίοδο που μεσολαβεί από τη σύλληψη μέχρι την απομάκρυνσή του βάσει της απόφασης επαναπροώθησης.

2.   Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 72 ωρών μετά την ημερομηνία σύλληψης, στο κεντρικό σύστημα τα ακόλουθα στοιχεία σχετικά με κάθε υπήκοο τρίτης χώρας ή απάτριδα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο οποίος δεν επαναπροωθείται:

α)

τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων,

β)

το κράτος μέλος προέλευσης, τον τόπο κι την ημερομηνία της σύλληψης,

γ)

το φύλο,

δ)

τον αριθμό μητρώου που χρησιμοποίησε το κράτος μέλος προέλευσης,

ε)

την ημερομηνία λήψεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων,

στ)

την ημερομηνία διαβίβασης των δεδομένων στο κεντρικό σύστημα,

ζ)

τον αναγνωριστικό αριθμό του χειριστή.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα δεδομένα που καθορίζονται στην παράγραφο 2 όσον αφορά τα πρόσωπα που συλλαμβάνονται όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1, τα οποία μένουν στο έδαφος των κρατών μελών αλλά τελούν υπό κράτηση, περιορισμό ή φυλάκιση από τη στιγμή της σύλληψής τους για περίοδο που υπερβαίνει τις 72 ώρες, διαβιβάζονται πριν από την αποφυλάκιση, την άρση του περιορισμού ή την απόλυσή τους.

4.   Η μη τήρηση της προθεσμίας των 72 ωρών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να λάβουν και να διαβιβάσουν τα δακτυλικά αποτυπώματα στο κεντρικό σύστημα. Όταν η κατάσταση των άκρων των δακτύλων δεν επιτρέπει τη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων των οποίων η ποιότητα διασφαλίζει την κατάλληλη αντιπαραβολή δυνάμει του άρθρου 25 του παρόντος κανονισμού, το κράτος μέλος προέλευσης λαμβάνει εκ νέου τα δακτυλικά αποτυπώματα των προσώπων που συλλαμβάνονται όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τα επαναδιαβιβάζει το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 48 ωρών αφού ληφθούν εκ νέου επιτυχώς.

5.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, όταν δεν είναι δυνατό να ληφθούν τα δακτυλικά αποτυπώματα συλληφθέντος λόγω μέτρων για τη διασφάλιση της υγείας του ή για την προστασία της δημόσιας υγείας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν και διαβιβάζουν τα εν λόγω δακτυλικά αποτυπώματα το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 48 ωρών αφότου εκλείψουν οι συγκεκριμένοι λόγοι υγείας.

Σε περίπτωση σοβαρών τεχνικών προβλημάτων, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την προθεσμία των 72 ωρών που ορίζεται στην παράγραφο 2, μέχρι και κατά 48 ώρες επί πλέον, προκειμένου να διεξάγουν τα εθνικά τους σχέδια αδιάλειπτης λειτουργίας.

Άρθρο 15

Καταχώριση δεδομένων

1.   Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 καταχωρίζονται στο κεντρικό σύστημα.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 8, τα δεδομένα που διαβιβάζονται στο κεντρικό σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 καταχωρίζονται αποκλειστικά για τους σκοπούς αντιπαραβολής με δεδομένα αιτούντων διεθνή προστασία τα οποία διαβιβάζονται μεταγενέστερα στο κεντρικό σύστημα και για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Το κεντρικό σύστημα δεν αντιπαραβάλλει δεδομένα που του διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 με δεδομένα που είχαν καταχωρισθεί παλαιότερα στο κεντρικό σύστημα, ούτε με δεδομένα τα οποία διαβιβάζονται μεταγενέστερα στο κεντρικό σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2.

2.   Όσον αφορά την αντιπαραβολή των δεδομένων των αιτούντων διεθνή προστασία που διαβιβάσθηκαν μεταγενέστερα στο κεντρικό σύστημα με τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 5 και στο άρθρο 25 παράγραφος 4.

Άρθρο 16

Αποθήκευση δεδομένων

1.   Κάθε σύνολο δεδομένων σχετικά με υπήκοο τρίτης χώρας ή απάτριδα ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 αποθηκεύεται στο κεντρικό σύστημα για 18 μήνες από την ημερομηνία λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων του υπηκόου τρίτης χώρας ή του απάτριδος. Μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου, το κεντρικό σύστημα απαλείφει αυτομάτως τα εν λόγω δεδομένα.

2.   Τα δεδομένα σχετικά με υπήκοο τρίτης χώρας ή απάτριδα ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1, απαλείφονται από το κεντρικό σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 3, αμέσως μόλις το κράτος μέλος προέλευσης λάβει γνώση ότι συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιστάσεις, πριν από τη λήξη της περιόδου των 18 μηνών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου:

α)

έχει εκδοθεί άδεια παραμονής για τον υπήκοο τρίτης χώρας ή τον απάτριδα·

β)

ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο άπατρις έχει εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών·

γ)

ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο άπατρις έχει αποκτήσει την ιθαγένεια οιουδήποτε κράτους μέλους.

3.   Το κεντρικό σύστημα ενημερώνει, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 72 ωρών, όλα τα κράτη μέλη προέλευσης σχετικά με την απαλοιφή από άλλο κράτος μέλος προέλευσης, για λόγο καθοριζόμενο στην παράγραφο 2 στοιχείο α) ή β) του παρόντος άρθρου, δεδομένων που οδήγησαν σε σύμπτωση με δεδομένα που διαβιβάστηκαν σε σχέση με πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 1.

4.   Το κεντρικό σύστημα ενημερώνει, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 72 ωρών, όλα τα κράτη μέλη προέλευσης σχετικά με την απαλοιφή από άλλο κράτος μέλος προέλευσης, για λόγο καθοριζόμενο στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, των δεδομένων που οδήγησαν σε σύμπτωση με δεδομένα που είχαν διαβιβαστεί από τα κράτη αυτά σε σχέση με πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 14 παράγραφος 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΥΠΗΚΟΟΙ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ Ή ΑΠΑΤΡΙΔΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΜΕΝΟΥΝ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ

Άρθρο 17

Αντιπαραβολή δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων

1.   Κάθε κράτος μέλος, προκειμένου να ελέγξει εάν ένας υπήκοος τρίτης χώρας ή άπατρις που διαμένει παράνομα στο έδαφός του έχει ήδη υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να διαβιβάζει στο κεντρικό σύστημα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων τα οποία ενδεχομένως έχει λάβει από υπήκοο τρίτης χώρας ή απάτριδα, ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών, καθώς και τον αριθμό μητρώου που χρησιμοποιήθηκε από το εν λόγω κράτος μέλος.

Κατά γενικό κανόνα, θεωρείται ότι υπάρχουν λόγοι να ελεγχθεί εάν ένας υπήκοος τρίτης χώρας ή ο άπατρις έχει προηγουμένως υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος όταν:

α)

ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο άπατρις δηλώνει ότι έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας αλλά δεν αναφέρει το κράτος μέλος στο οποίο υπέβαλε την αίτηση,

β)

ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο άπατρις δεν ζητεί διεθνή προστασία αλλά αρνείται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του ισχυριζόμενος ότι διατρέχει κίνδυνο ή

γ)

ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο άπατρις προσπαθεί να αποτρέψει την απομάκρυνσή του με άλλα μέσα, αρνούμενος να συνεργασθεί για να διαπιστωθεί η ταυτότητά του, ιδίως μη δείχνοντας έγγραφα ταυτότητας ή προσκομίζοντας πλαστά έγγραφα ταυτότητας.

2.   Στην περίπτωση που κράτη μέλη μετέχουν στη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, διαβιβάζουν στο κεντρικό σύστημα τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων όλων των δακτύλων, ή τουλάχιστον των δεικτών, και, στην περίπτωση που οι δείκτες λείπουν, τα αποτυπώματα όλων των άλλων δακτύλων, των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απατρίδων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων υπηκόου τρίτης χώρας ή απάτριδος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, διαβιβάζονται στο κεντρικό σύστημα με αποκλειστικό σκοπό την αντιπαραβολή με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων αιτούντων διεθνή προστασία που έχουν διαβιβασθεί από άλλα κράτη μέλη και έχουν ήδη καταχωρισθεί στο κεντρικό σύστημα.

Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας ή του απάτριδος δεν καταχωρίζονται στο κεντρικό σύστημα, ούτε αντιπαραβάλλονται με τα δεδομένα που έχουν διαβιβασθεί στο κεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2.

4.   Μόλις τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων διαβιβαστούν στο κράτος μέλος προέλευσης, το ιστορικό της έρευνας τηρείται στο κεντρικό σύστημα μόνο για τους σκοπούς του άρθρου 28. Τα κράτη μέλη ή το κεντρικό σύστημα δεν μπορούν να καταχωρίζουν κανένα άλλο στοιχείο της έρευνας για άλλους διαφορετικούς σκοπούς.

5.   Όσον αφορά την αντιπαραβολή των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων που διαβιβάζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων διεθνή προστασία που έχουν διαβιβάσει άλλα κράτη μέλη, τα οποία έχουν ήδη αποθηκευθεί στο κεντρικό σύστημα, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 5 και στο άρθρο 25 παράγραφος 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Άρθρο 18

Σήμανση δεδομένων

1.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, το κράτος μέλος προέλευσης που έχει χορηγήσει διεθνή προστασία σε αιτούντα διεθνή προστασία του οποίου τα δεδομένα καταχωρίσθηκαν προηγουμένως στο κεντρικό σύστημα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 επιθέτει σήμανση στα οικεία δεδομένα σύμφωνα με τις καθοριζόμενες από τον οργανισμό απαιτήσεις που διέπουν την ηλεκτρονική επικοινωνία με το κεντρικό σύστημα. Η εν λόγω σήμανση αποθηκεύεται στο κεντρικό σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 12 με σκοπό τη διαβίβαση βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5. Το κεντρικό σύστημα ενημερώνει όλα τα κράτη μέλη προέλευσης σχετικά με την απαλοιφή δεδομένων από άλλο κράτος μέλος προέλευσης τα οποία οδήγησαν σε σύμπτωση με δεδομένα που διαβιβάστηκαν από αυτό σε σχέση με πρόσωπα που εμπίπτουν στο άρθρο 9 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 14 παράγραφος 1. Τα εν λόγω κράτη μέλη προέλευσης επιθέτουν σήμανση επίσης στα αντίστοιχα σύνολα δεδομένων.

2.   Τα δεδομένα δικαιούχων διεθνούς προστασίας που καταχωρίζονται στο κεντρικό σύστημα και σημαίνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατίθενται προς αντιπαραβολή για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε διεθνής προστασία στο πρόσωπο το οποίο αφορούν τα δεδομένα.

Στην περίπτωση που υπάρχει σύμπτωση, το κεντρικό σύστημα διαβιβάζει για όλα τα σύνολα δεδομένων που αντιστοιχούν σε αυτήν, τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχεία α) έως ια). Το κεντρικό σύστημα δεν διαβιβάζει τα σεσημασμένα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Με τη λήξη της τριετούς περιόδου, το κεντρικό σύστημα κλειδώνει αυτομάτως τα δεδομένα αυτά μη επιτρέποντας τη διαβίβασή τους σε περίπτωση αίτησης προς αντιπαραβολή για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, επιτρέποντας την αντιπαραβολή των δεδομένων αυτών για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, μέχρι την απαλοιφή τους. Κλειδωμένα δεδομένα δεν διαβιβάζονται και το κεντρικό σύστημα απαντά αρνητικά σε αίτημα κράτους μέλους σε περίπτωση σύμπτωσης.

3.   Το κράτος μέλος προέλευσης αφαιρεί τη σήμανση από ή ξεκλειδώνει δεδομένα αναφερόμενα σε υπήκοο τρίτης χώρας ή απάτριδα του οποίου τα δεδομένα σημάνθηκαν ή κλειδώθηκαν προηγουμένως δυνάμει των παραγράφων 1 ή 2 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που το καθεστώς του εν λόγω προσώπου ανακληθεί ή τερματισθεί ή δεν γίνει δεκτή η ανανέωσή του σύμφωνα με το άρθρο 14 ή το άρθρο 19 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΣΚΟΠΟΥΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

Άρθρο 19

Διαδικασία αντιπαραβολής δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα Eurodac

1.   Για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, οι εντεταλμένες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και στο άρθρο 7 παράγραφος 2 μπορούν να υποβάλλουν αιτιολογημένη ηλεκτρονική αίτηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1, συνοδευόμενη από τον αριθμό αναφοράς που χρησιμοποιούν αυτές, στην αρχή ελέγχου, για τη διαβίβαση προς αντιπαραβολή δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων στο κεντρικό σύστημα μέσω του εθνικού σημείου πρόσβασης. Μετά την παραλαβή ενός τέτοιου αιτήματος, η αρχή ελέγχου ελέγχει κατά πόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να ζητηθεί η αντιπαραβολή που αναφέρεται στα άρθρα 20 ή 21.

2.   Σε περίπτωση που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να ζητηθεί η αντιπαραβολή που αναφέρεται στα άρθρα 20 ή 21, η αρχή ελέγχου διαβιβάζει την αίτηση αντιπαραβολής στο εθνικό σημείο πρόσβασης, το οποίο θα τη διαβιβάσει περαιτέρω στο κεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 5, με σκοπό την αντιπαραβολή με τα δεδομένα που διαβιβάζονται στο κεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 και το άρθρο 14 παράγραφος 2.

3.   Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις όπου είναι ανάγκη να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος που συνδέεται με τρομοκρατικά εγκλήματα ή άλλες σοβαρές αξιόποινες πράξεις, η αρχή ελέγχου μπορεί να διαβιβάσει τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων στο εθνικό σημείο πρόσβασης για άμεση αντιπαραβολή μετά από την παραλαβή αίτησης εκ μέρους εντεταλμένης αρχής και να ελέγξει μόνο εκ των υστέρων το κατά πόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να ζητηθεί η αντιπαραβολή που αναφέρεται στο άρθρο 20 ή στο άρθρο 21, καθώς και το κατά πόσον υπήρχε πράγματι εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση. Ο εκ των υστέρων έλεγχος πραγματοποιείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη διεκπεραίωση της αίτησης.

4.   Όταν ο εκ των υστέρων έλεγχος αποδεικνύει ότι η πρόσβαση στα δεδομένα Eurodac δεν ήταν δικαιολογημένη, όλες οι αρχές που είχαν πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα καταστρέφουν τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν από το Eurodac και ενημερώνουν την αρχή ελέγχου για την εν λόγω καταστροφή των πληροφοριών.

Άρθρο 20

Προϋποθέσεις πρόσβασης στο Eurodac από τις εντεταλμένες αρχές

1.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, οι εντεταλμένες αρχές μπορούν να υποβάλουν αιτιολογημένη ηλεκτρονική αίτηση για να ζητήσουν την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα που αποθηκεύονται στην κεντρική βάση εντός των ορίων των εξουσιών τους μόνον εφόσον οι αντιπαραβολές με τις κάτωθι βάσεις δεδομένων δεν οδήγησαν στη διαπίστωση της ταυτότητας του προσώπου το οποίο αφορούν τα δεδομένα:

εθνικές βάσεις δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων,

αυτόματα συστήματα ταυτοποίησης δακτυλικών αποτυπωμάτων όλων των άλλων κρατών μελών σύμφωνα με την απόφαση 2008/615/ΔΕΥ όπου οι αντιπαραβολές είναι τεχνικώς διαθέσιμες, εκτός και αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι η αντιπαραβολή με τέτοιου είδους συστήματα δεν θα οδηγήσει στη διαπίστωση της ταυτότητας του προσώπου το οποίο αφορούν τα δεδομένα. Οι εν λόγω βάσιμοι λόγοι περιλαμβάνονται στην αιτιολογημένη ηλεκτρονική αίτηση αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που απέστειλε η εντεταλμένη αρχή στην ελεγκτική αρχή, και

το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι που αναφέρονται στην απόφαση 2008/633/ΔΕΥ τηρούνται για την εν λόγω αντιπαραβολή,

και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η αντιπαραβολή είναι απαραίτητη για τον σκοπό της πρόληψης, της εξακρίβωσης ή της διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων, που σημαίνει ότι υπάρχει υπέρτερο συμφέρον δημόσιας ασφάλειας που καθιστά αναλογική την αναζήτηση της βάσης δεδομένων,

β)

η αντιπαραβολή είναι απαραίτητη σε συγκεκριμένη υπόθεση (π.χ., δεν πραγματοποιούνται συστηματικές αντιπαραβολές), και

γ)

υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι η αντιπαραβολή θα συμβάλει ουσιωδώς στην πρόληψη, την εξακρίβωση ή τη διερεύνηση κάθε εν λόγω σοβαρής αξιόποινης πράξης. Αυτοί οι βάσιμοι λόγοι υφίστανται ιδίως όταν υπάρχει βάσιμη υπόνοια ότι ο ύποπτος, ο δράστης ή το θύμα τρομοκρατικού εγκλήματος ή άλλης σοβαρής αξιόποινης πράξης εμπίπτει σε κατηγορία που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac περιορίζονται στα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Άρθρο 21

Προϋποθέσεις πρόσβασης της Ευρωπόλ στο Eurodac

1.   Για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 η εντεταλμένη αρχή της Ευρωπόλ μπορεί να υποβάλει αιτιολογημένο ηλεκτρονικό αίτημα για αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων με αυτά που είναι καταχωρισμένα στο κεντρικό σύστημα εντός των ορίων της εντολής της Ευρωπόλ και όταν αυτό είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων της Ευρωπόλ, μόνον εφόσον οι αντιπαραβολές των δακτυλικών αποτυπωμάτων που είναι καταχωρισμένα σε οιοδήποτε σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών που είναι τεχνικώς και νομικώς προσβάσιμο από την Ευρωπόλ δεν οδήγησαν στη διαπίστωση της ταυτότητας του προσώπου το οποίο αφορούν τα δεδομένα και όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η αντιπαραβολή είναι απαραίτητη για τη στήριξη και ενίσχυση της δράσης των κρατών μελών για την πρόληψη, την εξακρίβωση ή τη διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ, που σημαίνει ότι υπάρχει υπέρτερο ζήτημα δημόσιας ασφάλειας το οποίο καθιστά την αναζήτηση της βάσης δεδομένων αναλογική,

β)

η αντιπαραβολή είναι απαραίτητη σε συγκεκριμένη υπόθεση (π.χ., δεν πραγματοποιούνται συστηματικές αντιπαραβολές) και

γ)

υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι η αντιπαραβολή θα συμβάλει στην πρόληψη, την εξακρίβωση ή τη διερεύνηση κάθε εν λόγω αξιόποινης πράξης. Αυτοί οι βάσιμοι λόγοι υφίστανται ιδίως όταν υπάρχει βάσιμη υπόνοια ότι ο ύποπτος, ο δράστης ή το θύμα τρομοκρατικού εγκλήματος ή άλλης σοβαρής αξιόποινης πράξης εμπίπτει σε κατηγορία που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac περιορίζονται στις αντιπαραβολές δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων.

3.   Οι πληροφορίες που λαμβάνει η Ευρωπόλ μέσω της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο με την έγκριση του κράτους μέλους προέλευσης. Αυτή η έγκριση επιτυγχάνεται μέσω της εθνικής μονάδας Ευρωπόλ του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Άρθρο 22

Επικοινωνία μεταξύ των εντεταλμένων αρχών, των αρχών ελέγχου και των εθνικών σημείων πρόσβασης

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, κάθε επικοινωνία μεταξύ των εντεταλμένων αρχών, των αρχών ελέγχου και των εθνικών σημείων πρόσβασης είναι ασφαλής και πραγματοποιείται ηλεκτρονικά.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 1 παράγραφος 2, τα δακτυλικά αποτυπώματα υπόκεινται σε ψηφιακή επεξεργασία από το κράτος μέλος και διαβιβάζονται υπό τη μορφή δεδομένων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι για να εξασφαλιστεί ότι η αντιπαραβολή μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ, ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ

Άρθρο 23

Ευθύνη όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων

1.   Το κράτος μέλος προέλευσης είναι υπεύθυνο να εξασφαλίζει:

α)

τη νόμιμη καταγραφή των δακτυλικών αποτυπωμάτων,

β)

τη νόμιμη διαβίβαση στο κεντρικό σύστημα των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων και των λοιπών δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 11, στο άρθρο 14 παράγραφος 2 και στο άρθρο 17 παράγραφος 2,

γ)

την ακρίβεια και την ενημέρωση των δεδομένων κατά τη διαβίβασή τους στο κεντρικό σύστημα,

δ)

με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Οργανισμού, τη νόμιμη καταχώριση, αποθήκευση, διόρθωση και απαλοιφή των δεδομένων στο κεντρικό σύστημα,

ε)

τη νόμιμη επεξεργασία των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων που διαβιβάζονται από το κεντρικό σύστημα.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 34, το κράτος μέλος προέλευσης εξασφαλίζει την ασφάλεια των αναφερομένων στην παράγραφο 1 δεδομένων, πριν από και κατά τη διαβίβαση στο κεντρικό σύστημα, καθώς και την ασφάλεια των δεδομένων που λαμβάνει από το κεντρικό σύστημα.

3.   Το κράτος μέλος προέλευσης είναι υπεύθυνο για την τελική εξακρίβωση των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 4.

4.   Ο Οργανισμός εξασφαλίζει ότι το κεντρικό σύστημα λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, ο Οργανισμός:

α)

θεσπίζει μέτρα που εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που εργάζονται με το κεντρικό σύστημα επεξεργάζονται τα δεδομένα που είναι καταχωρισμένα σε αυτό, μόνον κατά τρόπο που συμβιβάζεται με τους σκοπούς του Eurodac, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 1,

β)

λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να κατοχυρώσει την ασφάλεια του κεντρικού συστήματος σύμφωνα με το άρθρο 34,

γ)

εξασφαλίζει ότι μόνο τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να εργάζονται με το κεντρικό σύστημα έχουν πρόσβαση σε αυτό, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Ο Οργανισμός ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, καθώς και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνει δυνάμει του πρώτου εδαφίου.

Άρθρο 24

Διαβίβαση

1.   Τα δακτυλικά αποτυπώματα υπόκεινται σε ψηφιακή επεξεργασία και διαβιβάζονται υπό τη μορφή δεδομένων που αναφέρεται στο παράρτημα Ι. Καθ’ όσον κρίνεται απαραίτητο για την αποτελεσματική λειτουργία του κεντρικού συστήματος, o Οργανισμός καθορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές για τη διαβίβαση της μορφής δεδομένων από τα κράτη μέλη προς το κεντρικό σύστημα και αντιστρόφως. Ο Οργανισμός διασφαλίζει ότι τα δεδομένα των δακτυλικών αποτυπωμάτων που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη, μπορούν να αντιπαραβάλλονται από το ηλεκτρονικό σύστημα αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων.

2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τα δεδομένα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, στο άρθρο 14 παράγραφος 2 και στο άρθρο 17 παράγραφος 2 με ηλεκτρονικό τρόπο. Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 και στο άρθρο 14 παράγραφος 2 καταχωρίζονται αυτομάτως στο κεντρικό σύστημα. Καθ’ όσον κρίνεται απαραίτητο για την αποτελεσματική λειτουργία του κεντρικού συστήματος, o Οργανισμός καθορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές ώστε να είναι δυνατή η ηλεκτρονική διαβίβαση των δεδομένων από τα κράτη μέλη προς το κεντρικό σύστημα και αντιστρόφως.

3.   Ο αριθμός μητρώου που αναφέρεται στο άρθρο 11 στοιχείο δ), στο άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο δ), στο άρθρο 17 παράγραφος 1 και στο άρθρο 19 παράγραφος 1, καθιστά δυνατό τον αναμφισβήτητο συσχετισμό των δεδομένων με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και με το κράτος μέλος το οποίο διαβιβάζει τα δεδομένα. Επιπλέον, με αυτόν τον αριθμό μητρώου μπορεί να διαπιστώνεται εάν πρόκειται περί προσώπου που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, στο άρθρο 14 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 17 παράγραφος 1.

4.   Ο αριθμός μητρώου αρχίζει με το κωδικό στοιχείο ή τα κωδικά στοιχεία με τα οποία χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με το πρότυπο που αναφέρεται στο παράρτημα Ι, το κράτος μέλος το οποίο διαβίβασε τα δεδομένα. Το κωδικό στοιχείο ή τα κωδικά στοιχεία ακολουθείται/ακολουθούνται από το αναγνωριστικό της κατηγορίας προσώπων ή αιτήσεων. Στα πλαίσια αυτά, τα δεδομένα των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 χαρακτηρίζονται με τον αριθμό «1», εκείνα των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 με τον αριθμό «2» και εκείνα των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 με τον αριθμό «3», των αιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 20 με τον αριθμό «4», των αιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 21 με τον αριθμό «5» και των αιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 29 με τον αριθμό «9».

5.   Ο Οργανισμός καθορίζει τις τεχνικές διαδικασίες που απαιτούνται ώστε τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι το κεντρικό σύστημα λαμβάνει ακριβή δεδομένα.

6   Το κεντρικό σύστημα πιστοποιεί την παραλαβή των διαβιβασθέντων δεδομένων, το ταχύτερο δυνατόν. Για τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός καθορίζει τις απαραίτητες τεχνικές προδιαγραφές, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν, εάν το ζητήσουν, τη βεβαίωση παραλαβής.

Άρθρο 25

Αντιπαραβολή και διαβίβαση των αποτελεσμάτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη διαβίβαση των δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων σε μορφή κατάλληλη για την αντιπαραβολή μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Καθ’ όσον κρίνεται αναγκαία η διασφάλιση υψηλού βαθμού ακρίβειας για τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής από το κεντρικό σύστημα, ο Οργανισμός καθορίζει την κατάλληλη μορφή των διαβιβαζόμενων δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Το κεντρικό σύστημα ελέγχει, το συντομότερο δυνατόν, την ποιότητα των διαβιβασθέντων δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Εάν τα δεδομένα των δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν είναι κατάλληλα για αντιπαραβολή μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων, το κεντρικό σύστημα ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος. Το εν λόγω κράτος μέλος διαβιβάζει δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων της ενδεδειγμένης ποιότητας, χρησιμοποιώντας τον ίδιο αριθμό αναφοράς όπως για το προηγούμενο σύνολο δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων.

2.   Το κεντρικό σύστημα διεξάγει τις αντιπαραβολές ακολουθώντας τη σειρά αφίξεως των αιτήσεων. Κάθε αίτηση διεκπεραιώνεται εντός 24ώρου. Ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητά, για λόγους που έχουν σχέση με το εθνικό δίκαιο, οι ιδιαίτερα επείγουσες αντιπαραβολές να γίνονται εντός μιας ώρας. Εάν, για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο Οργανισμός, οι προθεσμίες επεξεργασίας δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν, το κεντρικό σύστημα διεκπεραιώνει την αίτηση κατά προτεραιότητα μόλις παύσουν να ισχύουν οι λόγοι αυτοί. Στις περιπτώσεις αυτές, εφ’ όσον κρίνεται απαραίτητο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας του κεντρικού συστήματος, ο Οργανισμός καθορίζει κριτήρια ώστε να εξασφαλίζεται η κατά προτεραιότητα διεκπεραίωση των αιτήσεων.

3.   Καθ’ όσον κρίνεται απαραίτητο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας του κεντρικού συστήματος, ο Οργανισμός καθορίζει τις λειτουργικές διαδικασίες για την επεξεργασία των λαμβανόμενων δεδομένων και για τη διαβίβαση του αποτελέσματος της αντιπαραβολής.

4.   Το αποτέλεσμα της αντιπαραβολής ελέγχεται πάραυτα στο κράτος μέλος προέλευσης από εμπειρογνώμονα δακτυλικών αποτυπωμάτων που ορίζεται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, ειδικά εκπαιδευμένο στις κατηγορίες αντιπαραβολής δακτυλικών αποτυπωμάτων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό. Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, η τελική εξακρίβωση πραγματοποιείται από το κράτος μέλος προέλευσης, σε συνεργασία με τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από το κεντρικό σύστημα και αφορούν άλλα δεδομένα που αποδεικνύονται αναξιόπιστα, απαλείφονται μόλις διαπιστωθεί η αναξιοπιστία των δεδομένων.

5.   Οσάκις από την τελική εξακρίβωση βάσει της παραγράφου 4 προκύπτει ότι το αποτέλεσμα της αντιπαραβολής που προήλθε από το κεντρικό σύστημα δεν αντιστοιχεί στα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων που απεστάλησαν προς αντιπαραβολή, τα κράτη μέλη διαγράφουν πάραυτα το αποτέλεσμα της αντιπαραβολής και γνωστοποιούν το γεγονός αυτό το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός τριών εργασίμων ημερών στην Επιτροπή και στον Οργανισμό.

Άρθρο 26

Επικοινωνία μεταξύ κρατών μελών και του κεντρικού συστήματος

Τα δεδομένα που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη στο κεντρικό σύστημα και αντίστροφα χρησιμοποιούν την επικοινωνιακή υποδομή. Καθ’ όσον κρίνεται απαραίτητο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας του κεντρικού συστήματος, ο Οργανισμός καθορίζει τις τεχνικές διαδικασίες που απαιτούνται για τη χρήση της επικοινωνιακής υποδομής.

Άρθρο 27

Πρόσβαση σε δεδομένα που έχουν καταχωριστεί στο Eurodac και διόρθωση ή απαλοιφή τους

1.   Το κράτος μέλος προέλευσης έχει πρόσβαση στα δεδομένα τα οποία διαβίβασε και τα οποία έχουν καταχωριστεί στο κεντρικό σύστημα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Δεν επιτρέπεται σε κανένα κράτος μέλος να διενεργεί έρευνες στα δεδομένα που έχει διαβιβάσει άλλο κράτος μέλος, ούτε να λαμβάνει τέτοια δεδομένα, πλην εκείνων που προκύπτουν από την αντιπαραβολή που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 5.

2.   Οι αρχές των κρατών μελών οι οποίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που είναι καταχωρισμένα στο κεντρικό σύστημα, είναι εκείνες που διορίζει κάθε κράτος μέλος για τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1. Με τον εν λόγω διορισμό καθορίζεται η συγκεκριμένη μονάδα που είναι αρμόδια για την εκτέλεση των καθηκόντων που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει αμελλητί στην Επιτροπή και στον Οργανισμό κατάλογο των μονάδων αυτών και τις τυχόν τροποποιήσεις του. Ο Οργανισμός δημοσιεύει τον ενοποιημένο κατάλογο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε περίπτωση που επέρχονται τροποποιήσεις στον κατάλογο, ο Οργανισμός δημοσιεύει ετησίως επιγραμμικά επικαιροποιημένο ενοποιημένο κατάλογο.

3.   Μόνο το κράτος μέλος προέλευσης έχει δικαίωμα είτε να τροποποιεί τα δεδομένα που έχει διαβιβάσει στο κεντρικό σύστημα, διορθώνοντας ή συμπληρώνοντάς τα, είτε να τα απαλείφει, με την επιφύλαξη της απαλοιφής που πραγματοποιείται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 2 ή του άρθρου 16 παράγραφος 1.

4.   Εάν ένα κράτος μέλος ή ο Οργανισμός έχει ενδείξεις από τις οποίες προκύπτει ότι τα δεδομένα που έχουν καταχωριστεί στο κεντρικό σύστημα είναι προδήλως ανακριβή, ειδοποιεί, το συντομότερο δυνατό, το κράτος μέλος προέλευσης.

Εάν ένα κράτος μέλος έχει ενδείξεις από τις οποίες προκύπτει ότι τα δεδομένα που έχουν καταχωριστεί στο κεντρικό σύστημα αντιβαίνουν προς τον παρόντα κανονισμό, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τον Οργανισμό, την Επιτροπή και το κράτος μέλος προέλευσης. Το κράτος μέλος προέλευσης ελέγχει τα σχετικά δεδομένα και, εφόσον συντρέχει λόγος, τα τροποποιεί ή τα απαλείφει αμελλητί.

5.   Ο Οργανισμός δεν διαβιβάζει στις αρχές τρίτης χώρας ούτε θέτει στη διάθεσή τους δεδομένα καταχωρισμένα στο κεντρικό σύστημα. Η απαγόρευση αυτή δεν εφαρμόζεται για διαβιβάσεις τέτοιου είδους δεδομένων σε τρίτες χώρες στις οποίες εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013.

Άρθρο 28

Τήρηση αρχείων

1.   Ο Οργανισμός τηρεί αρχείο όλων των εργασιών επεξεργασίας δεδομένων στο πλαίσιο του κεντρικού συστήματος. Στα αρχεία αυτά φαίνονται ο σκοπός, η ημερομηνία και η ώρα της πρόσβασης, τα διαβιβασθέντα δεδομένα, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για έρευνα και τα ονόματα τόσο της μονάδας που κατέγραψε ή ανέκτησε τα δεδομένα όσο και των υπεύθυνων προσώπων.

2.   Τα αρχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνον για τον έλεγχο της νομότυπης επεξεργασίας δεδομένων που διενεργείται με σκοπό την προστασία δεδομένων, καθώς και για την κατοχύρωση της ασφάλειας δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 34. Τα αρχεία πρέπει να προστατεύονται με κατάλληλα μέτρα από κάθε αυθαίρετη πρόσβαση και να απαλείφονται μετά την παρέλευση ενός έτους από τη λήξη της περιόδου διατήρησης που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 και στο άρθρο 16 παράγραφος 1, εφόσον δεν είναι απαραίτητα για διαδικασίες ελέγχου που έχουν ήδη κινηθεί.

3.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου σε σχέση με το εθνικό του σύστημα. Επιπλέον, κάθε κράτος μέλος τηρεί μητρώο για το προσωπικό που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένο να καταγράφει ή να ανακτά δεδομένα.

Άρθρο 29

Δικαιώματα του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα

1.   Κάθε πρόσωπο που καλύπτεται από το άρθρο 9 παράγραφος 1, το άρθρο 14 παράγραφος 1 ή το άρθρο 17 παράγραφος 1 ενημερώνεται από το κράτος μέλος προέλευσης γραπτώς και, κατά περίπτωση, προφορικώς, σε γλώσσα την οποία ευλόγως τεκμαίρεται ότι κατανοεί, σχετικά με:

α)

την ταυτότητα του υπευθύνου της επεξεργασίας κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του αντιπροσώπου του, αν υπάρχει,

β)

όσον αφορά τον σκοπό για τον οποίο θα γίνει επεξεργασία δεδομένων του στο Eurodac, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής των στόχων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σύμφωνα με το άρθρο 4 αυτού, και εξήγησης με κατανοητό τρόπο και σε σαφή και απλή γλώσσα, του γεγονότος ότι μπορεί να υπάρξει πρόσβαση από πλευράς κρατών μελών και Ευρωπόλ στο Eurodac με σκοπό την επιβολή του νόμου,

γ)

τους αποδέκτες των δεδομένων,

δ)

αναφορικά με πρόσωπο καλυπτόμενο από το άρθρο 9 παράγραφος 1 ή το άρθρο 14 παράγραφος 1, την υποχρέωση λήψης των δακτυλικών του αποτυπωμάτων,

ε)

το δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα που έχουν σχέση με αυτό, καθώς και το δικαίωμα να ζητήσει τη διόρθωση ανακριβών δεδομένων που το αφορούν ή την απαλοιφή των δεδομένων που το αφορούν και τα οποία υπέστησαν παράνομη επεξεργασία, καθώς και του δικαιώματος να ενημερώνεται για τις διαδικασίες άσκησης αυτών των δικαιωμάτων και για τα στοιχεία επικοινωνίας με τον υπεύθυνο της επεξεργασίας και τις εθνικές εποπτικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1.

2.   Σε σχέση με πρόσωπο καλυπτόμενο από το άρθρο 9 παράγραφος 1 ή το άρθρο 14 παράγραφος 1, οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πληροφορίες παρέχονται κατά τη λήψη των δακτυλικών του αποτυπωμάτων.

Σε σχέση με πρόσωπο καλυπτόμενο από το άρθρο 17 παράγραφος 1, οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πληροφορίες παρέχονται το αργότερο όταν τα δεδομένα που αφορούν το εν λόγω πρόσωπο διαβιβάζονται στο κεντρικό σύστημα. Η υποχρέωση αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν η παροχή των πληροφοριών είναι αδύνατη ή θα απαιτούσε δυσανάλογη προσπάθεια.

Εάν το πρόσωπο που καλύπτεται από το άρθρο 9 παράγραφος 1, το άρθρο 14 παράγραφος 1 και το άρθρο 17 παράγραφος 1 είναι ανήλικος, τα κράτη μέλη παρέχουν τις πληροφορίες με τρόπο κατάλληλο για την ηλικία του.

3.   Σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 συντάσσεται κοινό φυλλάδιο, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού.

Το φυλλάδιο είναι σαφές και απλό και σε γλώσσα την οποία το οικείο πρόσωπο κατανοεί ή την οποία τεκμαίρεται ευλόγως ότι κατανοεί.

Το φυλλάδιο καταρτίζεται κατά τρόπο που επιτρέπει στα κράτη μέλη να το συμπληρώνουν με πρόσθετες πληροφορίες που αφορούν τα κράτη μέλη. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν επίσης τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, τη δυνατότητα συνδρομής από τις εθνικές εποπτικές αρχές, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας με τον υπεύθυνο της επεξεργασίας και τις εθνικές εποπτικές αρχές.

4.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, σε κάθε κράτος μέλος, οιοδήποτε υποκείμενο των δεδομένων μπορεί, σύμφωνα με τις νομοθετικές, και κανονιστικές διατάξεις και τις διαδικασίες του εν λόγω κράτους, να ασκεί τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 12 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης παροχής άλλων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 12 στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/ΕΚ, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει τη γνωστοποίηση των δεδομένων που το αφορούν τα οποία έχουν καταχωριστεί στο κεντρικό σύστημα και για το κράτος μέλος το οποίο διαβίβασε τα δεδομένα αυτά στο κεντρικό σύστημα. Η πρόσβαση στα δεδομένα μπορεί να χορηγείται μόνον από κράτος μέλος.

5.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, σε κάθε κράτος μέλος, οιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να ζητεί τη διόρθωση των προδήλως εσφαλμένων δεδομένων ή την απαλοιφή των δεδομένων που δεν έχουν καταχωριστεί νομίμως. Η διόρθωση και η απαλοιφή διενεργούνται χωρίς υπερβολική καθυστέρηση από το κράτος μέλος που διαβίβασε τα δεδομένα, σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και τις διαδικασίες του.

6.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, εάν τα δικαιώματα διόρθωσης και απαλοιφής ασκούνται σε κράτος μέλος, άλλο από εκείνο ή εκείνα που διαβίβασαν τα δεδομένα, οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους έρχονται σε επαφή με τις αρχές του σχετικού κράτους μέλους ή κρατών μελών που διαβίβασε τα δεδομένα, προκειμένου να εξακριβώσουν αν τα δεδομένα είναι ακριβή και έχουν νομίμως διαβιβασθεί και καταχωριστεί στο κεντρικό σύστημα.

7.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, εάν διαπιστωθεί ότι τα δεδομένα που έχουν καταχωριστεί στο κεντρικό σύστημα είναι προδήλως ανακριβή ή δεν έχουν καταχωριστεί νομίμως, το κράτος μέλος που τα διαβίβασε, διορθώνει ή απαλείφει τα δεδομένα, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3. Το εν λόγω κράτος μέλος επιβεβαιώνει γραπτώς στο υποκείμενο των δεδομένων, χωρίς υπερβολική καθυστέρηση, ότι ανέλαβε να διορθώσει ή να απαλείψει τα δεδομένα που το αφορούν.

8.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, εάν το κράτος μέλος το οποίο διαβίβασε τα δεδομένα δεν συμφωνεί ότι τα δεδομένα που έχουν καταχωριστεί στο κεντρικό σύστημα είναι προδήλως ανακριβή ή δεν έχουν καταχωριστεί νομίμως, εξηγεί γραπτώς στο υποκείμενο των δεδομένων, χωρίς υπερβολική καθυστέρηση, για ποιον λόγο δεν προτίθεται να διορθώσει ή να απαλείψει τα δεδομένα.

Το εν λόγω κράτος μέλος παρέχει επίσης στο υποκείμενο των δεδομένων πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις στις οποίες μπορεί να προβεί εάν δεν δέχεται τις προβαλλόμενες εξηγήσεις. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τον τρόπο άσκησης προσφυγής ή, ενδεχομένως, κατάθεσης μήνυσης ενώπιον των αρμοδίων αρχών ή δικαστηρίων του, καθώς και κάθε οικονομική ή άλλη αρωγή που μπορεί να παρασχεθεί σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και διαδικασίες του εν λόγω κράτους μέλους.

9.   Οποιοδήποτε αίτημα υποβάλλεται σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την άσκηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5 και διαγράφονται αμέσως μετά.

10.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται ενεργά για την ταχεία άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στις παραγράφους 5, 6 και 7.

11.   Οσάκις ένα πρόσωπο ζητεί να του κοινοποιηθούν δεδομένα που το αφορούν δυνάμει της παραγράφου 4, η αρμόδια αρχή τηρεί αρχείο στο οποίο καταχωρίζεται εγγράφως η υποβολή της αίτησης και η συνέχεια που δόθηκε και θέτει αμελλητί το σχετικό έγγραφο στη διάθεση των εθνικών εποπτικών αρχών.

12.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, σε κάθε κράτος μέλος, η εθνική εποπτική αρχή επικουρεί το υποκείμενο των δεδομένων, κατόπιν αιτήσεώς του, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 4 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του.

13.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, η εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους που διαβίβασε τα δεδομένα και η εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται το υποκείμενο των δεδομένων, του παρέχουν βοήθεια και, εφόσον τους ζητηθεί, συμβουλές σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος διόρθωσης ή απαλοιφής των δεδομένων. Οι δύο εθνικές εποπτικές αρχές συνεργάζονται για τον σκοπό αυτό. Τα αιτήματα συνδρομής μπορούν να υποβάλλονται στην εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται το υποκείμενο των δεδομένων, η οποία τα διαβιβάζει στην εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους που διαβίβασε τα δεδομένα.

14.   Σε κάθε κράτος μέλος, οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί, σύμφωνα με τις νομοθετικές, και κανονιστικές διατάξεις και διαδικασίες του εν λόγω κράτους, να ασκήσει προσφυγή ή, ανάλογα, να καταθέσει μήνυση ενώπιον των αρμοδίων αρχών ή των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους, εάν δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα πρόσβασης που προβλέπεται στην παράγραφο 4.

15.   Οιοδήποτε πρόσωπο μπορεί, σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και διαδικασίες του κράτους μέλους που διαβίβασε τα δεδομένα, να ασκήσει προσφυγή ή, ανάλογα, να καταθέσει μήνυση ενώπιον των αρμοδίων αρχών ή δικαστηρίων του εν λόγω κράτους σχετικά με δεδομένα που το αφορούν, τα οποία έχουν καταχωριστεί στο κεντρικό σύστημα, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του σύμφωνα με την παράγραφο 5. Η υποχρέωση των εθνικών εποπτικών αρχών να παρέχουν βοήθεια και, εφόσον τους ζητηθεί, συμβουλές στο υποκείμενο των δεδομένων, σύμφωνα με την παράγραφο 13, ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

Άρθρο 30

Άσκηση εποπτείας από τις εθνικές εποπτικές αρχές

1.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε η εθνική εποπτική αρχή ή αρχές που ορίζονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ να εποπτεύουν με πλήρη ανεξαρτησία, σύμφωνα με το σχετικό εθνικό του δίκαιο, τη νομιμότητα της επεξεργασίας, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασής τους στο κεντρικό σύστημα.

2.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η εθνική εποπτική αρχή του έχει πρόσβαση σε συμβουλές από πρόσωπα με επαρκείς γνώσεις στον τομέα των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Άρθρο 31

Άσκηση εποπτείας από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

1.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων διασφαλίζει ότι όλες οι δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του Eurodac, ιδίως από τον Οργανισμό, διεξάγονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων μεριμνά ώστε, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα ελέγχου, να διενεργείται τουλάχιστον ανά τριετία έλεγχος των δραστηριοτήτων του Οργανισμού όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η έκθεση ελέγχου διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τον Οργανισμό και τις εθνικές εποπτικές αρχές. Ο Οργανισμός δύναται να διατυπώσει παρατηρήσεις πριν από την έγκριση της αίτησης.

Άρθρο 32

Συνεργασία μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών και του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

1.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, έκαστος στο πεδίο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων του, συνεργάζονται ενεργά στο πλαίσιο των ευθυνών τους και διασφαλίζουν τη συντονισμένη εποπτεία του Eurodac.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε χρόνο διενεργείται έλεγχος της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 εκ μέρους ανεξάρτητης αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2, όπου περιλαμβάνεται και ανάλυση δείγματος αιτιολογημένων ηλεκτρονικών αιτήσεων.

Ο έλεγχος επισυνάπτεται στην ετήσια έκθεση των κρατών μελών που αναφέρεται στο άρθρο 40 παράγραφος 7.

3.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, έκαστος στο πεδίο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων του, ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες, αλληλοβοηθούνται κατά τη διενέργεια ελέγχων και επιθεωρήσεων, εξετάζουν τυχόν δυσκολίες όσον αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, μελετούν προβλήματα που μπορεί να ανακύψουν κατά τη διενέργεια ανεξάρτητης εποπτείας ή κατά την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, συντάσσουν εναρμονισμένες προτάσεις ώστε να εξευρεθούν κοινές λύσεις σε τυχόν προβλήματα και προάγουν κατά τον δέοντα τρόπο την ευαισθητοποίηση όσον αφορά τα δικαιώματα για την προστασία δεδομένων.

4.   Για τον σκοπό που καθορίζεται στην παράγραφο 3, οι εθνικές εποπτικές αρχές και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων συνεδριάζουν τουλάχιστον δις ετησίως. Τα έξοδα των συνεδριάσεων αυτών και η διοργάνωσή τους αναλαμβάνονται από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Κατά την πρώτη συνεδρίαση εγκρίνεται ο εσωτερικός κανονισμός. Αναλόγως των αναγκών, γίνεται από κοινού η επεξεργασία περαιτέρω μεθόδων εργασίας. Κοινή έκθεση δραστηριοτήτων διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τον Οργανισμό ανά διετία.

Άρθρο 33

Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς της επιβολής του νόμου

1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι οι διατάξεις που εγκρίνονται στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας κατ’ εφαρμογή της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ εφαρμόζονται επίσης και όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις εθνικές αρχές για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο έλεγχος της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό εκ μέρους του κράτους μέλους για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασής τους προς και από την Eurodac, διενεργείται από τις αρμόδιες εθνικές εντεταλμένες αρχές σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ.

3.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό πραγματοποιείται βάσει της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ. Τα άρθρα 30, 31 και 32 της εν λόγω απόφασης εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ο ανεξάρτητος εξωτερικός επόπτης προστασίας δεδομένων διασφαλίζει ότι δεν παραβιάζονται τα ατομικά δικαιώματα.

4.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκτώνται από το Eurodac για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 γίνεται μόνο για σκοπούς πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης της συγκεκριμένης υπόθεσης για την οποία ζητήθηκαν τα δεδομένα από κράτος μέλος ή από την Ευρωπόλ.

5.   Το ιστορικό της έρευνας τηρείται στο κεντρικό σύστημα του Eurodac, τις εντεταλμένες αρχές και αρχές ελέγχου και την Ευρωπόλ, με σκοπό να παρασχεθεί δυνατότητα στις εθνικές αρχές προστασίας δεδομένων και του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων να εποπτεύουν τη συμμόρφωση της διαδικασίας επεξεργασίας δεδομένων με τους κανόνες της Ένωσης όσον αφορά την προστασία των δεδομένων, όπου περιλαμβάνεται και η διατήρηση των ιστορικών για την κατάρτιση των εκθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 40 παράγραφος 7. Πέρα από τους ανωτέρω λόγους, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το ιστορικό της έρευνας, απαλείφονται τόσο από όλα τα εθνικά όσο και από τα αρχεία της Ευρωπόλ μετά την παρέλευση μηνός, σε περίπτωση που τα δεδομένα αυτά δεν είναι απαραίτητα για τη διεξαγωγή συνεχιζόμενης δικαστικής έρευνας για την οποία ζητήθηκαν τα δεδομένα από το συγκεκριμένο κράτος μέλος ή από την Ευρωπόλ.

Άρθρο 34

Ασφάλεια των δεδομένων

1.   Το κράτος μέλος προέλευσης κατοχυρώνει την ασφάλεια των δεδομένων πριν και κατά τη διάρκεια της διαβίβασής τους στο κεντρικό σύστημα.

2.   Κάθε κράτος μέλος, σε σχέση με όλα τα δεδομένα που επεξεργάζονται οι αρμόδιες αρχές του σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, συμπεριλαμβανομένου σχεδίου ασφαλείας, ώστε:

α)

να προβλέπει την υλική προστασία των δεδομένων, καθώς και σχέδια έκτακτης ανάγκης για την προστασία υποδομών ζωτικής σημασίας,

β)

να απαγορεύει την πρόσβαση μη εξουσιοδοτημένων προσώπων σε εθνικές εγκαταστάσεις στις οποίες το κράτος μέλος εκτελεί εργασίες σύμφωνα με τους σκοπούς του Eurodac (έλεγχοι στην είσοδο της εγκατάστασης),

γ)

να αποτρέπει την άνευ αδείας ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή απομάκρυνση των μέσων εγγραφής δεδομένων (έλεγχος μέσων εγγραφής δεδομένων),

δ)

να αποτρέπει την άνευ αδείας καταγραφή δεδομένων και την άνευ αδείας επιθεώρηση, τροποποίηση ή απαλοιφή αποθηκευμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (έλεγχος αποθήκευσης),

ε)

να αποτρέπει την άνευ αδείας επεξεργασία δεδομένων στο Eurodac καθώς και οποιαδήποτε άνευ αδείας τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων που έχουν υποστεί επεξεργασία στο Eurodac (έλεγχος καταγραφής δεδομένων),

στ)

να διασφαλίζει ότι τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στο Eurodac έχουν πρόσβαση μόνο σε δεδομένα που καλύπτονται από τις άδειες πρόσβασής τους, με ατομικούς και μοναδικούς αναγνωριστικούς αριθμούς και μόνο με εμπιστευτικούς κωδικούς πρόσβασης (έλεγχος πρόσβασης στα δεδομένα),

ζ)

να διασφαλίζει ότι όλες οι αρχές που έχουν δικαίωμα πρόσβασης στο Eurodac δημιουργούν προφίλ τα οποία περιγράφουν τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των προσώπων που έχουν άδεια πρόσβασης, καταγραφής, ενημέρωσης, απαλοιφής και αναζήτησης δεδομένων, και ότι θέτουν τα εν λόγω προφίλ και κάθε άλλη σχετική πληροφορία που ενδέχεται να ζητήσουν οι εν λόγω αρχές για τον σκοπό της διενέργειας της εποπτείας αμελλητί στη διάθεση των εθνικών εποπτικών αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 28 της οδηγίας 95/46/ΕΚ και στο άρθρο 25 της απόφασης-πλαίσιο2008/977/ΔΕΥ, εφόσον αυτές το ζητήσουν (προφίλ προσωπικού),

η)

να διασφαλίζει τη δυνατότητα ελέγχου και εξακρίβωσης των φορέων στους οποίους μπορούν να διαβιβάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μέσω εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων (έλεγχος διαβίβασης),

θ)

να μπορεί να ελέγχει και να εξακριβώνει ποια δεδομένα έχουν υποστεί επεξεργασία στο Eurodac, πότε, από ποιον και για ποιον σκοπό (έλεγχος της καταχώρισης δεδομένων),

ι)

να εμποδίζει την άνευ αδείας ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή απαλοιφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς ή από το Eurodac, ή κατά τη μεταφορά μέσων εγγραφής δεδομένων, κυρίως με κατάλληλες τεχνικές κρυπτογράφησης (έλεγχος μεταφοράς),

ια)

να παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα των μέτρων ασφάλειας της παρούσας παραγράφου και να λαμβάνει τα απαραίτητα οργανωτικά μέτρα εσωτερικού ελέγχου ώστε να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό (αυτοαξιολόγηση) και να εντοπίζει αυτομάτως εντός 24 ωρών κάθε σχετικό συμβάν που απορρέει από την εφαρμογή των μέτρων που καταγράφονται στα στοιχεία β) έως ια) που ενδέχεται να αναφέρεται σε συμβάν που αφορά την ασφάλεια.

3.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τον Οργανισμό για συμβάντα σχετικά με την ασφάλεια που εντοπίζουν στα συστήματά τους. Ο Οργανισμός ενημερώνει τα κράτη μέλη, την Ευρωπόλ και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σε περίπτωση συμβάντων σχετικών με την ασφάλεια. Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, ο Οργανισμός και η Ευρωπόλ συνεργάζονται κατά την διάρκεια συμβάντος που αφορά την ασφάλεια.

4.   Ο Οργανισμός λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε να επιτύχει τους στόχους της παραγράφου 2 όσον αφορά τη λειτουργία του Eurodac, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης σχεδίου ασφαλείας.

Άρθρο 35

Απαγόρευση της διαβίβασης δεδομένων σε τρίτες χώρες, διεθνείς οργανισμούς ή ιδιωτικές οντότητες

1.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνει ένα κράτος μέλος ή η Ευρωπόλ, δυνάμει της παρούσας απόφασης από την κεντρική βάση δεδομένων δεν διαβιβάζονται ούτε τίθενται στη διάθεση τρίτης χώρας, διεθνούς οργανισμού ή ιδιωτικής οντότητας εγκατεστημένης εντός ή εκτός της Ένωσης. Η συγκεκριμένη απαγόρευση εφαρμόζεται επίσης εάν τα εν λόγω δεδομένα υπόκεινται σε επεξεργασία σε εθνικό επίπεδο, ή μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο β) της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ.

2.   Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που προέρχονται από κράτος μέλος και ανταλλάσσονται μεταξύ κρατών μελών εν συνεχεία σύμπτωσης που ελήφθη για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 δεν διαβιβάζονται σε τρίτες χώρες εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος από τη διαβίβαση αυτή το υποκείμενο των δεδομένων να υποστεί βασανισμό, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ή οιαδήποτε άλλη παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του.

3.   Οι απαγορεύσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 τελούν υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να διαβιβάζουν δεδομένα αυτού του είδους σε τρίτες χώρες στις οποίες εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013.

Άρθρο 36

Καταχώριση και τεκμηρίωση

1.   Κάθε κράτος μέλος και η Ευρωπόλ διασφαλίζουν ότι όλες οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που απορρέουν από αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καταχωρίζονται ή τεκμηριώνονται προκειμένου να ελεγχθεί το παραδεκτό της αίτησης, η νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων και η ακεραιότητα και ασφάλεια των δεδομένων, καθώς και για σκοπούς αυτοελέγχου.

2.   Η καταχώριση ή τεκμηρίωση αναφέρει σε όλες τις περιπτώσεις:

α)

τον ακριβή σκοπό της αίτησης αντιπαραβολής, συμπεριλαμβανομένης της συγκεκριμένης μορφής τρομοκρατικού εγκλήματος ή άλλης σοβαρής αξιόποινης πράξης, και, όσον αφορά την Ευρωπόλ, τον ακριβή σκοπό της αίτησης αντιπαραβολής,

β)

εύλογες αιτιολογήσεις για τη μη διενέργεια αντιπαραβολής με άλλα κράτη μέλη, βάσει της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ, σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού,

γ)

τα στοιχεία του εθνικού φακέλου,

δ)

την ημερομηνία και την ακριβή ώρα της αίτησης αντιπαραβολής εκ μέρους του εθνικού σημείου πρόσβασης προς το κεντρικό σύστημα Eurodac,

ε)

το όνομα της αρχής που έχει ζητήσει πρόσβαση για αντιπαραβολή και του υπευθύνου που έχει υποβάλει την αίτηση και προβεί στην επεξεργασία των δεδομένων,

στ)

κατά περίπτωση, τη χρήση της διαδικασίας επείγοντος που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 και τη ληφθείσα απόφαση σε σχέση με τον εκ των υστέρων έλεγχο,

ζ)

τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για αντιπαραβολή,

η)

σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες ή την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ, τα στοιχεία ταυτότητας του υπαλλήλου που διενήργησε την έρευνα και του υπαλλήλου που διέταξε την έρευνα ή τη χορήγηση δεδομένων.

3.   Η καταχώριση και η τεκμηρίωση χρησιμοποιούνται μόνο για την παρακολούθηση της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων και για την κατοχύρωση της ακεραιότητας και ασφάλειας των δεδομένων. Μόνο καταχωρίσεις που περιλαμβάνουν μη προσωπικά δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο και την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 40. Οι αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τον έλεγχο του παραδεκτού της αίτησης και την παρακολούθηση της νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων και της ακεραιότητας και ασφάλειας των δεδομένων έχουν, εφόσον το ζητήσουν, πρόσβαση σε αυτές τις καταχωρίσεις για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων τους.

Άρθρο 37

Ευθύνη

1.   Κάθε πρόσωπο ή κράτος μέλος που υπέστη ζημία, ως αποτέλεσμα παράνομης επεξεργασίας ή οποιασδήποτε πράξης που δεν συμβιβάζεται με τον παρόντα κανονισμό, δικαιούται να λαμβάνει αποζημίωση από το κράτος μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο για τη ζημία που υπέστη. Αυτό το κράτος μέλος απαλλάσσεται, πλήρως ή εν μέρει, από την ευθύνη αυτή, εάν αποδείξει ότι δεν ευθύνεται για το ζημιογόνο γεγονός.

2.   Εάν η παράλειψη ενός κράτους μέλους να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του βάσει του παρόντος κανονισμού προκαλέσει ζημία στο κεντρικό σύστημα, το εν λόγω κράτος μέλος θεωρείται υπεύθυνο για την εν λόγω ζημία, εκτός εάν, και στο μέτρο που ο Οργανισμός ή κάποιο άλλο κράτος μέλος έχει παραλείψει να λάβει τα δέοντα μέτρα για να προλάβει την πρόκληση της ζημίας ή να περιορίσει τις συνέπειές της.

3.   Οι απαιτήσεις αποζημίωσης κατά κράτους μέλους για τις ζημίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, διέπονται από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους κατά του οποίου προβάλλονται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙΙΙ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) αριθ. 1077/2011

Άρθρο 38

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011

O κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Καθήκοντα σχετικά με το Eurodac

Σχετικά με το Eurodac, ο Οργανισμός εκτελεί:

α)

Τα καθήκοντα που του ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 603/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα και σχετικά με τις αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου (17) και

β)

καθήκοντα που αφορούν την κατάρτιση στην τεχνική χρήση του Eurodac.

2)

το άρθρο 12 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

τα στοιχεία κα) και κβ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«κα)

εγκρίνει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του κεντρικού συστήματος του Eurodac σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013,

κβ)

διατυπώνει παρατηρήσεις σχετικά με τις εκθέσεις του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων για τους λογιστικούς ελέγχους σύμφωνα με άρθρο 45 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006, το άρθρο 42 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 767/2008 και το άρθρο 31 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013 και διασφαλίζει ότι δίδεται η κατάλληλη συνέχεια στους εν λόγω ελέγχους,»,

β)

το στοιχείο κδ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«κδ)

συλλέγει στατιστικά στοιχεία για τη λειτουργία του κεντρικού συστήματος του Eurodac σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013,»,

γ)

το στοιχείο κστ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«κστ)

φροντίζει για την ετήσια έκδοση του καταλόγων των μονάδων σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013,»,

3)

το άρθρο 15 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Ευρωπόλ και η Eurojust μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητές, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά το SIS II σε σχέση με την εφαρμογή της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ. Επίσης, η Ευρωπόλ μπορεί να παρίσταται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητής, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά το VIS, σε σχέση με την εφαρμογή της απόφασης 2008/633/ΔΕΥ ή θέμα που αφορά το Eurodac, σε σχέση με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013.»,

4)

το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 5, το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ζ)

με την επιφύλαξη του άρθρου 17 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, θεσπίζει απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, όπως ορίζει το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006, το άρθρο 17 της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ, το άρθρο 26 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 767/2008 και το άρθρο 4 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013,»,

β)

στην παράγραφο 6, το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

εκθέσεις για την τεχνική λειτουργία κάθε συστήματος ΤΠ μεγάλης κλίμακας που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κ) και την ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του κεντρικού συστήματος του Eurodac που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κα), βάσει των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης και της αξιολόγησης.»,

5)

το άρθρο 19 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Ευρωπόλ και η Eurojust μπορούν να διορίζουν από έναν εκπρόσωπο στη συμβουλευτική ομάδα SIS II. Η Ευρωπόλ μπορεί επίσης να διορίζει έναν εκπρόσωπο στις συμβουλευτικές ομάδες VIS και Eurodac.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 39

Δαπάνες

1.   Οι δαπάνες που προκύπτουν από την εγκατάσταση και τη λειτουργία του κεντρικού συστήματος και της επικοινωνιακής υποδομής βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Οι δαπάνες που προκύπτουν από τα εθνικά σημεία πρόσβασης καθώς και τα έξοδα για τη σύνδεσή τους με το κεντρικό σύστημα βαρύνουν κάθε κράτος μέλος.

3.   Κάθε κράτος μέλος και η Ευρωπόλ δημιουργούν και συντηρούν με δικές τους δαπάνες την τεχνική υποδομή που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, και είναι υπεύθυνα για τις δαπάνες που απορρέουν από τις αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 40

Ετήσια έκθεση: παρακολούθηση και αξιολόγηση

1.   Ο Οργανισμός υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες του κεντρικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της τεχνικής λειτουργίας του και της ασφάλειάς του. Η ετήσια έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη διαχείριση και την απόδοση του Eurodac σε σύγκριση με προκαθορισμένους ποσοτικούς δείκτες για τους στόχους που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

2.   Ο Οργανισμός διασφαλίζει την ύπαρξη διαδικασιών για την παρακολούθηση της λειτουργίας του κεντρικού συστήματος σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους όσον αφορά την απόδοση, τη σχέση κόστους-αποτελέσματος και την ποιότητα των υπηρεσιών.

3.   Για τους σκοπούς της τεχνικής συντήρησης, της υποβολής εκθέσεων και της κατάρτισης στατιστικών, ο Οργανισμός έχει πρόσβαση στις αναγκαίες πληροφορίες οι οποίες σχετίζονται με διαδικασίες επεξεργασίας εκτελούμενες στο κεντρικό σύστημα.

4.   Έως 20ης Ιουλίου 2018 και κάθε τέσσερα έτη εφεξής, η Επιτροπή προβαίνει σε συνολική αξιολόγηση του Eurodac, εξετάζοντας τα επιτευχθέντα αποτελέσματα σε σχέση με τους τεθέντες στόχους και τον αντίκτυπο στα θεμελιώδη δικαιώματα, όπου περιλαμβάνεται και το κατά πόσον η πρόσβαση στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου οδήγησε σε έμμεσες διακρίσεις σε βάρος ατόμων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, και εκτιμώντας, αφενός, εάν εξακολουθεί να ισχύει η λογική θεμελίωση του συστήματος και, αφετέρου, τις τυχόν επιπτώσεις σε μελλοντικές ενέργειες, και διατυπώνει τις απαιτούμενες συστάσεις. Η Επιτροπή διαβιβάζει την έκθεση αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στον Οργανισμό και στην Επιτροπή τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπόνηση ετήσιας έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

6.   Ο Οργανισμός, τα κράτη μέλη και η Ευρωπόλ χορηγούν στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες για τη σύνταξη της συνολικής αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν θέτουν σε κίνδυνο μεθόδους εργασίας ούτε περιλαμβάνουν πληροφορίες που αποκαλύπτουν πηγές, μέλη του προσωπικού ή έρευνες των εντεταλμένων αρχών.

7.   Με σεβασμό στις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τη δημοσίευση ευαίσθητων πληροφοριών, κάθε κράτος μέλος και η Ευρωπόλ καταρτίζουν ετήσιες εκθέσεις για την αποτελεσματικότητα της αντιπαραβολής δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα Eurodac για τον σκοπό της επιβολής του νόμου, οι οποίες περιλαμβάνουν πληροφορίες και στατιστικές για:

τον ακριβή σκοπό της αντιπαραβολής, καθώς επίσης και το είδος τρομοκρατικού εγκλήματος ή άλλης σοβαρής αξιόποινης πράξης,

στοιχεία για εύλογες υπόνοιες,

τους βάσιμους λόγους για μη διενέργεια αντιπαραβολής με άλλα κράτη μέλη βάσει της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού,

τον αριθμό αιτήσεων αντιπαραβολής,

τον αριθμό και το είδος των υποθέσεων που έχουν καταλήξει σε επιτυχείς ταυτοποιήσεις και

την ανάγκη και τη χρήση του εξαιρετικά κατεπείγοντος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων τις υποθέσεων των οποίων ο επείγων χαρακτήρας δεν έγινε δεκτός από τον εκ των υστέρων έλεγχο στον οποίο προέβη η αρχή ελέγχου.

Οι εκθέσεις των κρατών μελών και της Ευρωπόλ διαβιβάζονται στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου του επόμενου έτους.

8.   Βάσει των ετήσιων εκθέσεων των κρατών μελών και της Ευρωπόλ που προβλέπονται στην παράγραφο 7 και συμπληρωματικά στη συνολική αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4, η Επιτροπή καταρτίζει ετήσια έκθεση σχετικά με την πρόσβαση στο Eurodac για σκοπούς επιβολής του νόμου και διαβιβάζει την αξιολόγηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 41

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι κάθε επεξεργασία δεδομένων που καταγράφονται στο κεντρικό σύστημα κατά τρόπο αντίθετο προς τον σκοπό του Eurodac, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 1, τιμωρείται με επιβολή κυρώσεων, περιλαμβανομένων διοικητικών και/ή ποινικών, που είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 42

Πεδίο εδαφικής εφαρμογής

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται σε κανένα έδαφος στο οποίο δεν εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013.

Άρθρο 43

Γνωστοποίηση των εντεταλμένων αρχών και των αρχών ελέγχου

1.   Έως 20 Οκτωβρίου 2013, κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Επιτροπή τις εντεταλμένες αρχές του, τις επιχειρησιακές μονάδες που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 και την οικεία αρχή ελέγχου και γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση οποιαδήποτε σχετική αλλαγή.

2.   Έως 20 Οκτωβρίου 2013, η Ευρωπόλ γνωστοποιεί στην Επιτροπή την εντεταλμένη αρχή της, την οικεία αρχή ελέγχου και το εθνικό σημείο πρόσβασης που έχει ορίσει και γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση οποιαδήποτε σχετική αλλαγή.

3.   Η Επιτροπή δημοσιεύει τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ετήσια βάση και μέσω ηλεκτρονικής δημοσίευσης που διατίθεται επιγραμμικά και ενημερώνεται σε τακτική βάση.

Άρθρο 44

Μεταβατική διάταξη

Τα δεδομένα που κλειδώνονται στο κεντρικό σύστημα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 ξεκλειδώνονται και επισημαίνονται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού στις 20 Ιουλίου 2015.

Άρθρο 45

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2725/2000 και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 407/2002 καταργούνται με ισχύ από 20 Ιουλίου 2015.

Οι παραπομπές στους καταργούμενους κανονισμούς νοούνται με βάση τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος III.

Άρθρο 46

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 20 Ιουλίου 2015.

Τα κράτη μέλη ειδοποιούν την Επιτροπή και τον Οργανισμό αμέσως μόλις προβούν στις αναγκαίες τεχνικές προσαρμογές για τη διαβίβαση δεδομένων στο κεντρικό σύστημα, και πάντως το αργότερο στις 20 Ιουλίου 2015.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 26 Ιουνίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. SHATTER


(1)  ΕΕ C 92 της 10.4.2010, σ. 1.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Ιουνίου 2013 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2013.

(3)  ΕΕ L 316 της 15.12.2000, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 62 της 5.3.2002, σ. 1.

(5)  Βλέπε σελίδα 31 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(6)  ΕΕ L 164 της 22.6.2002, σ. 3.

(7)  ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 121 της 15.5.2009, σ. 37.

(9)  ΕΕ L 337 της 20.12.2011, σ. 9.

(10)  ΕΕ L 286 της 1.11.2011, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 210 της 6.8.2008, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 129.

(14)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(15)  ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 60.

(16)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 180 της 29.6.2013, σ. 1.»,


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Μορφή δεδομένων και σχέδιο εντύπου δακτυλικών αποτυπωμάτων

Ορίζεται η ακόλουθη μορφή για την ανταλλαγή των δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων:

ANSI/NIST-ITL 1a-1997, Έκδ.3, Ιούνιος 2001 (INT-1) και κάθε μελλοντική περαιτέρω εξέλιξη αυτού του προτύπου.

Πρότυπο κωδικών στοιχείων των κρατών μελών

Ισχύει το εξής πρότυπο του ISO: ISO 3166 - κωδικός δύο στοιχείων.

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Καταργούμενοι κανονισμοί (που αναφέρονται στο άρθρο 45)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 316 της 15.12.2000, σ. 1.)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 407/2002 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 62 της 5.3.2002, σ. 1.)


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2725/2000

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β)

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία ε) έως ι)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως ε)

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε)

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως θ)

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 1 και άρθρο 3 παράγραφος 5

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 9 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 5

Άρθρο 9 παράγραφος 5

Άρθρο 4 παράγραφος 6

Άρθρο 25 παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως στ)

Άρθρο 11 στοιχεία α) έως στ)

Άρθρο 11 στοιχεία ζ) έως ια)

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) έως η)

Άρθρο 6

Άρθρο 12

Άρθρο 7

Άρθρο 13

Άρθρο 8

Άρθρο 14

Άρθρο 9

Άρθρο 15

Άρθρο 10

Άρθρο 16

Άρθρο 11 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 17 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 11 παράγραφος 4

Άρθρο 17 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 5

άρθρο 17 παράγραφος 4

Άρθρο 12

Άρθρο 18

Άρθρο 13

Άρθρο 23

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 27

Άρθρο 16

Άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 28 παράγραφος 3

Άρθρο 17

Άρθρο 37

Άρθρο 18

Άρθρο 29 παράγραφοι 1, 2, 4 έως 10 και 12 έως 15

Άρθρο 29 παράγραφοι 3 και 11

Άρθρο 19

Άρθρο 30

Άρθρα 31 έως 36

Άρθρο 20

Άρθρο 21

Άρθρο 39 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 22

Άρθρο 23

Άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 40 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 40 παράγραφοι 3 έως 8

Άρθρο 25

Άρθρο 41

Άρθρο 26

Άρθρο 42

Άρθρα 43 έως 45

Άρθρο 27

Άρθρο 46


Κανονισμός 407/2002/ΕΚ

Παρών κανονισμός

Άρθρο 2

Άρθρο 24

Άρθρο 3

Άρθρο 25 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 25 παράγραφοι 4 και 5

Άρθρο 4

Άρθρο 26

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Παράρτημα I

Παράρτημα I

Παράρτημα II


Top