EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Σοβαρές παραβάσεις που βλάπτουν το περιβάλλον

Στόχος του Συμβουλίου είναι η προστασία του περιβάλλοντος στο ποινικό επίπεδο και η καθιέρωση συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στον αστυνομικό, ποινικό και διοικητικό τομέα, για την καταπολέμηση των σοβαρών παραβάσεων που βλάπτουν το περιβάλλον.

ΠΡΑΞΗ

Απόφαση-πλαίσιο 2003/80/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος από το ποινικό δίκαιο.

ΣΥΝΟΨΗ

Έχοντας υπόψη το ανησυχητικό φαινόμενο των σοβαρών παραβάσεων που επιφέρουν βλάβες στο περιβάλλον, το Συμβούλιο επιθυμεί να το προστατεύσει στο ποινικό επίπεδο, να ενισχύσει τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και να καθιερώσει μια πραγματική συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών. Η απόφαση-πλαίσιο εμπνέεται από τη σύμβαση του 1998 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του περιβάλλοντος από το ποινικό δίκαιο.

Τον Μάρτιο 2001, η Επιτροπή είχε παρουσιάσει πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος από το ποινικό δίκαιο. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η περιβαλλοντική εγκληματικότητα υπάγεται στην κοινοτική αρμοδιότητα και ότι, ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να εκδοθεί απόφαση-πλαίσιο επί τη βάσει του Τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Συμβούλιο ενσωμάτωσε στην απόφαση-πλαίσιό του πολλές διατάξεις της πρότασης της Επιτροπής. Δεν ενσωματώθηκε όμως η τροποποιημένη πρόταση οδηγίας, η οποία είχε παρουσιαστεί τον Οκτώβριο του 2002.

Οι σοβαρές παραβάσεις κατά του περιβάλλοντος συνίστανται σε πράξεις που προξενούν ή ενδέχεται να προξενήσουν σημαντικές ζημίες στο περιβάλλον με:

  • τη ρύπανση του αέρα, του νερού, του εδάφους και του υπεδάφους
  • την αποθήκευση ή την καταστροφή αποβλήτων ή ανάλογων ουσιών.

Ως επιβαρυντικό περιστατικό εκλαμβάνεται το γεγονός ότι η πράξη δεν διαπράττεται στο πλαίσιο της συνήθους άσκησης νόμιμης δραστηριότητας καθώς και το ότι η παράβαση είναι μεγάλης εκτάσεως ή έχει ως αποτέλεσμα ή ως σκοπό την αποκόμιση οικονομικού πλεονεκτήματος.

Για την τίμηση της έκτασης της παράβασης λαμβάνεται υπόψη ο συστηματικός και ο εκ προμελέτης χαρακτήρα της ή αν πρόκειται για απόπειρα απόκρυψης περιστατικών με αποτέλεσμα την επιδείνωση των ζημιών.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το ποινικό τους δίκαιο να προβλέπει αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις για τις σοβαρές παραβάσεις που διαπράττονται κατά του περιβάλλοντος καθώς και τη δυνατότητα έκδοσης. Τα νομικά πρόσωπα πρέπει επίσης να υπέχουν ποινική ευθύνη γι' αυτόν τον τύπο παράβασης.

Πρέπει να είναι εφικτή η κατάσχεση και δήμευση των αντικειμένων του εγκλήματος και των προϊόντων των παραβάσεων αυτών. Γενικά, οι παραβάσεις καλύπτονται από τις αρχές που καθορίζονται στη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 8ης Νοεμβρίου 1990, σχετικά με το ξέπλυμα χρήματος, την ανίχνευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος.

Τα πρόσωπα που αναγνωρίζονται ένοχοι σοβαρής παράβασης κατά του περιβάλλοντος, στερούνται ή εκπίπτουν του δικαιώματος άσκησης δραστηριότητας για την οποία απαιτείται επίσημη άδεια εφόσον υπάρχει ο κίνδυνος να επωφεληθούν της καταστάσεως. Ομοίως, όταν είναι αναγκαίο, ο ένοχος μπορεί να εκπέσει του δικαιώματος άσκησης της δραστηριότητάς του ή ανάληψης ορισμένων ευθυνών (ιδρυτής, διευθυντής ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου εταιρείας ή ορισμένων οργανισμών). Τέλος, πρέπει να προβλεφθούν κανόνες όσον αφορά την αποκατάσταση των ζημιών.

Οι εθνικές αρχές διαθέτουν εξουσίες και μεθόδους για τη διεξαγωγή των ερευνών και την κίνηση των διώξεων σε περιπτώσεις παραβάσεων που διαπράττονται:

  • στην επικράτειά τους, συμπεριλαμβανομένων των πλοίων που έχουν νηολογηθεί με τη σημαία του κράτους τους
  • από υπήκοο ή μόνιμο κάτοικό τους
  • από νομικό πρόσωπο που έχει την έδρα του στο έδαφός τους.

Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει το συντονισμό των αρμόδιων εθνικών αρχών για την καταπολέμηση τέτοιου είδους παραβάσεων. Επίσης, συνεργάζεται με τα λοιπά κράτη μέλη κατά τη διεξαγωγή των ερευνών και των διώξεων. Η εξέταση των δικαστικών παραγγελιών πρέπει να είναι ταχεία γι' αυτό το είδος παραβάσεων και η δικαστική συνεργασία αποτελεσματική. Στο μέτρο του δυνατού, τα κράτη μέλη παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, διαβιβάζουν αυθόρμητα τις πληροφορίες που είναι χρήσιμες σε άλλο κράτος σε περίπτωση διώξεων ή ανακριτικών εργασιών καθώς και για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης ή πρόληψης.

Με στόχο τη διευκόλυνση του συντονισμού και των ανταλλαγών, σε κάθε κράτος μέλος καθορίζονται ένα ή περισσότερα σημεία επαφής. Επί του παρόντος, η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου έχει αναλάβει τη διαχείριση ενός καταλόγου των εν λόγω σημείων επαφής καθώς και ενός ευρετηρίου των δεξιοτήτων και των γνώσεων που είναι ειδικευμένες στον τομέα της καταπολέμησης των σοβαρών παραβάσεων κατά του περιβάλλοντος. Πάντως, η ευθύνη αυτή προβλέπεται να ανατεθεί στην Europol αν η υπηρεσία αυτή καταστεί αρμόδια για θέματα παραβάσεων κατά του περιβάλλοντος.

Αυτή η απόφαση ακυρώθηκε από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) με απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 (βλ. κάτωθι στο κεφάλαιο «Συνδεδεμένες πράξεις»).

Παραπομπες

Πράξη

Έναρξη ισχύος

Προθεσμία για μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών

Επίσημη Εφημερίδα

Απόφαση 2003/80/ΔΕΥ

05.02.2003

27.01.2005

ΕΕ L 29, 05.02.2003

ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως), της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Υπόθεση C-176/03. Με αυτή την απόφαση, το ΔΕΚ ακυρώνει την απόφαση 2003/80/ΔΕΥ με το σκεπτικό ότι η απόφαση αυτή θα έπρεπε να είχε ληφθεί επί τη βάσει της συνθήκης ΕΚ και όχι της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (συνθήκη ΕΕ). Επομένως, το Δικαστήριο δικαιώνει την Επιτροπή εξηγώντας ότι δύναται να λαμβάνει μέτρα σε σχέση με το ποινικό δίκαιο των κρατών μελών σε περίπτωση που η εκτέλεση ποινικών κυρώσεων αποτελεί μέτρο απαραίτητο για την καταπολέμηση των σοβαρών παραβάσεων που επιφέρουν βλάβες στο περιβάλλον.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 03.04.2006

Top