EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Η προσφυγή ακυρώσεως

Η προσφυγή ακυρώσεως συγκαταλέγεται μεταξύ των προσφυγών που μπορούν να ασκηθούν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσω αυτής της προσφυγής, ο προσφεύγων ζητά την ακύρωση μίας πράξης που έχει εγκριθεί από κάποιο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η προσφυγή ακυρώσεως είναι μία νομική διαδικασία που ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο). Αυτό το είδος προσφυγής επιτρέπει στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα των πράξεων που εγκρίνουν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, όργανα ή οργανισμοί. Έτσι, το Δικαστήριο αποφασίζει την ακύρωση της σχετικής πράξης, όταν αυτή κρίνεται αντίθετη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

Η προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκηθεί από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ή από ιδιώτες υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Φύση της προσφυγής

Η προσφυγή ακυρώσεως συνίσταται σε έλεγχο της νομιμότητας των ευρωπαϊκών πράξεων, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση μίας συγκεκριμένης πράξης. Η προσφυγή αυτή μπορεί να ασκηθεί κατά:

  • όλων των νομοθετικών πράξεων·
  • πράξεων που έχουν εγκριθεί από το Συμβούλιο, την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όταν οι εν λόγω πράξεις πρόκειται να παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων·
  • πράξεων που έχουν εγκρίνει ευρωπαϊκά όργανα ή οργανισμοί, όταν οι εν λόγω πράξεις πρόκειται να παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων·
  • πράξεων του συμβουλίου των διοικητών ή του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 271 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ.

Εξάλλου, το άρθρο 263 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ εξαιρεί από το πεδίο των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου τις συστάσεις και τις γνώμες.

Άλλωστε, από τη στιγμή άσκησης μίας προσφυγής ακυρώσεως, το Δικαστήριο εξετάζει τη συμμόρφωση της πράξης προς το δίκαιο της ΕΕ. Τότε, μπορεί να αποφασίσει την ακύρωση της πράξης βάσει τεσσάρων λόγων:

  • λόγω αναρμοδιότητας·
  • λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου·
  • λόγω παραβάσεως των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους·
  • λόγω κατάχρησης εξουσίας.

Προσφεύγοντες

Το άρθρο 263 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ κάνει το διαχωρισμό μεταξύ διάφορων κατηγοριών προσφευγόντων. Αρχικά, εξετάζει του προνομιούχους προσφεύγοντες. Πρόκειται για τα κράτη μέλη, την Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Οι προσφεύγοντες αυτοί ονομάζονται προνομιούχοι επειδή μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς να χρειάζεται να αποδείξουν την ύπαρξη έννομου συμφέροντος.

Οι ιδιώτες έχουν επίσης τη δυνατότητα να προσφύγουν στο Δικαστήριο. Αποτελούν την κατηγορία των μη-προνομιούχων προσφευγόντων. Αντίθετα προς τους προνομιούχους προσφεύγοντες, οι ιδιώτες πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον για να ζητήσουν την ακύρωση μίας ευρωπαϊκής πράξης. Έτσι, η αμφισβητούμενη πράξη πρέπει να απευθύνεται στον προσφεύγοντα ή να τον αφορά άμεσα και ατομικά.

Εξάλλου, ορισμένοι προσφεύγοντες μπορούν να ασκούν ειδικές προσφυγές. Έτσι, το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Επιτροπή των Περιφερειών έχουν τη δυνατότητα να ασκούν προσφυγές ακυρώσεως κατά των ευρωπαϊκών πράξεων που ενδέχεται να θίγουν προνόμια τους. Ομοίως, το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων μπορεί να προσβάλλει πράξεις του συμβουλίου των διοικητών της Τράπεζας. Τέλος, η συνθήκη της Λισσαβόνας δημιούργησε ένα νέο είδος προσφυγής: στο εξής, τα εθνικά κοινοβούλια και η Επιτροπή των Περιφερειών μπορούν να υποβάλλουν προσφυγές ακυρώσεως κατά των πράξεων που θεωρούν ότι αντιβαίνουν την αρχή της επικουρικότητας.

Εξάλλου, οι προσφεύγοντες διαθέτουν προθεσμία δύο μηνών για να ασκήσουν την προσφυγή ακυρώσεως. Η προθεσμία αυτή αρχίζει είτε από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμφισβητούμενης πράξης, είτε από την ημέρα κοινοποίησής της στον προσφεύγοντα, είτε την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση σχετικά.

Ακύρωση της πράξης

Εάν η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει την πράξη στο σύνολό της ή μόνο ορισμένες διατάξεις της. Η ακυρωθείσα πράξη ή οι διατάξεις δεν έχουν πια νομική ισχύ. Εξάλλου, το θεσμικό όργανο, το όργανο ή ο οργανισμός που είχε εγκρίνει την ακυρωθείσα πράξη οφείλει να καλύψει το νομικό κενό, σύμφωνα με την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο.

Κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για:

  • τις προσφυγές που ασκούν τα κράτη μέλη κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου·
  • τις προσφυγές που ασκούνται από ένα θεσμικό όργανο κατά ενός άλλου θεσμικού οργάνου.

Το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάζει, σε πρώτο βαθμό, όλα τα άλλα είδη προσφυγών και κυρίως τις προσφυγές που ασκούν οι ιδιώτες.

See also

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 29.10.2010

Top