EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Η πρόκληση της διεύρυνσης

Από την ευρωπαϊκή διάσκεψη κορυφής του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999, η ομάδα υποψήφιων χωρών περιλαμβάνει 13 χώρες:

  • 10 χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης (ΧΚΑΕ)
  • την Κύπρο, τη Μάλτα και την Τουρκία

Όλες οι χώρες εκτός από την Τουρκία άρχισαν τις διαπραγματεύσεις προσχώρησης από το 1998 (Κύπρος, Εσθονία, Πολωνία, Τσεχική Δημοκρατία, Ουγγαρία και Σλοβενία) ή το 2000 (Μάλτα, Λεττονία, Λιθουανία, Σλοβακία, Ρουμανία και Βουλγαρία) και η προσχώρηση εξαρτάται από την τήρηση των λεγόμενων «κριτηρίων της Κοπεγχάγης» (EN), τα οποία καθορίστηκαν το 1993. Εκτός από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, οι υποψήφιες χώρες ολοκλήρωσαν τις διαπραγματεύσεις προσχώρησης το Δεκέμβριο του 2002 κατά το ευρωπαϊκό συμβούλιο της Κοπεγχάγης. Τον Μάιο του 2004, η διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση θα περιλαμβάνει 25 κράτη μέλη. Τα νέα κράτη μέλη θα συμμετέχουν στις προσεχείς εκλογές του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου τον Ιούνιο του 2004.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διεύρυνση αποτελεί μείζον γεγονός για την οικοδόμηση της Ευρώπης, το οποίο θα έχει τεράστια επίπτωση στην πολιτική της ηπείρου κατά τις επόμενες δεκαετίες. Για να μην προκληθεί παράλυση από την αλλαγή αυτή, πρέπει να υπάρξει προηγούμενη μεταρρύθμιση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η Κοινότητα.

ΝΕΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ

Δυνατότητες

Η πρώτη ενδιάμεση έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τις επιπτώσεις της διεύρυνσης στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης συντάχθηκε το Δεκέμβριο του 1995 και παρότρυνε την Επιτροπή να εμβαθύνει την αξιολόγηση των συνεπειών της διεύρυνσης στις κοινοτικές πολιτικές, ιδίως όσον αφορά τη γεωργική πολιτική και τις διαρθρωτικές πολιτικές. Το Πρόγραμμα Δράσης 2000 (es de en fr) είναι μία πρώτη απάντηση στο αίτημα αυτό. Οι δημοσιονομικές προοπτικές που περιγράφει έχουν ως στόχο την αντιμετώπιση της πρώτης πρόκλησης στο θέμα της μεταρρύθμισης των κοινοτικών πολιτικών.

Η διεύρυνση αποτελεί μέγιστη πολιτική και οικονομική ευκαιρία για την Ένωση η οποία θα περιλαμβάνει περίπου 30 κράτη μέλη. Εάν λάβουμε υπόψη τις συνολικές οικονομικές επιπτώσεις της διεύρυνσης, η πρώτη συνέπεια θα είναι η επέκταση της ενιαίας αγοράς που θα διευρυνθεί από 370 σε περίπου 455 εκατομμύρια καταναλωτές. Επιπλέον, θα ενισχυθεί η θέση της Ένωσης στη διεθνή πολιτική σκηνή καθώς και στις διεθνείς αγορές.

Συγχρόνως, η ετερογένεια των συμφερόντων εντός της Ένωσης θα επιφέρει έντονες πιέσεις για τομεακές και περιφερειακές προσαρμογές. Υπάρχει, επομένως, ανάγκη λήψης των κατάλληλων μέτρων πριν από την προσχώρηση όπως:

  • μεταρρύθμιση της λειτουργίας των κύριων και επικουρικών ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων· η συνθήκη της Νίκαιας, που ισχύει από το Φεβρουάριο του 2003, καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας της διευρυμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης
  • αναγκαιότητα για τις υποψήφιες χώρες να υιοθετήσουν το κοινωνικό κεκτημένο και να προετοιμαστούν για τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

Σοβαρές ανάγκες

Όπως διαπιστώνεται στη δεύτερη έκθεση προόδου σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή (es de en fr) η μέση ευημερία των ΧΚΑΕ, εκφραζόμενη σε ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ), κινείται ακόμα πολύ κάτω από εκείνο των σημερινών κρατών μελών. Η έκταση και ο πληθυσμός της Ένωσης θα αυξηθούν κατά ένα τρίτο, ενώ το ΑΕγχΠ μόνο κατά 5%. Επί 105 εκατομμυρίων κατοίκων που διαβιούν στις εν λόγω χώρες, πάνω από 98 εκατομμύρια ευρίσκονται σε περιφέρειες με κατά κεφαλή ΑΕγχΠ κατώτερο από το 75% του μέσου κοινοτικού όρου της διευρυμένης Ένωσης.

Οι ανάγκες των χωρών αυτών είναι τεράστιες σε όλους τους οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς: βιομηχανίες, υπηρεσίες, μεταφορές, περιβάλλον, γεωργία, προσόντα ανθρώπινου δυναμικού. Πρέπει να καταβληθούν σοβαρές προσπάθειες για να αναπτυχθούν τα εθνικά δίκτυα μεταφοράς και να ενταχθούν στα διευρωπαϊκά δίκτυα. Όσον αφορά το περιβάλλον, τα οξύτερα προβλήματα αφορούν τη ρύπανση των υδάτων, τη διαχείριση των αποβλήτων και την ατμοσφαιρική ρύπανση. Όσον αφορά την απασχόληση, έχουν πραγματοποιηθεί ήδη σοβαρές αλλαγές με την προετοιμασία για την προσχώρηση, οι οποίες θα επιταχυνθούν. Υπάρχει, ιδίως, πολύ υψηλό ποσοστό απασχόλησης στο βιομηχανικό και γεωργικό τομέα, ο τομέας των υπηρεσιών παραμένει χαμηλός εκτός από τις μεγάλες πόλεις, η παραγωγικότητα εργασίας είναι κατώτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

ΠΟΙΕΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ;

Η προσχώρηση των υποψηφίων χωρών αποτελεί σημαντική πρόκληση για την πολιτική οικονομικής και κοινωνικής συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διεύρυνση θα δημιουργήσει πράγματι de facto μία νέα ομάδα εντός της Κοινότητας, αυτή των χωρών με εισόδημα κατώτερο από το 40% του κοινοτικού μέσου όρου. Δυνάμει της αρχής της αλληλεγγύης, οι ευρωπαϊκές διαρθρωτικές πολιτικές θα πρέπει να επικεντρωθούν στις αναπτυξιακά καθυστερημένες περιφέρειες αυτών των χωρών, δηλαδή περίπου στο σύνολο των εν λόγω εδαφών. Επιπλέον, οι σημερινές αποκλίσεις στην Ευρώπη των 15 κρατών μελών θα συνεχίσουν να υπάρχουν και η περιφερειακή πολιτική θα πρέπει να τις λαμβάνει πάντοτε υπόψη της.

Η εφαρμογή μιας πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης αποτελεί ένα νέο έργο για τις αρχές των υποψηφίων χωρών. Η διαχείριση των διαρθρωτικών ταμείων, από τα οποία εντός ολίγου θα μπορούν να ζητούν χρήματα, συνεπάγεται βαθιές προσαρμογές των διοικητικών τους δομών ώστε να συμμορφωθούν προς ένα νομικό κανονιστικό πλαίσιο που θα χρησιμεύσει ως βάση για τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις. Σημαντικές προσπάθειες καταβάλλονται στους ακόλουθους τομείς:

  • δημιουργία ενός κατάλληλου νομικού πλαισίου,
  • εφαρμογή διοικητικής οριοθέτησης του εδάφους τύπου NUTS (es de en fr),
  • καθορισμός ολοκληρωμένων και πολυετών περιφερειακών προγραμμάτων ανάπτυξης,
  • καθορισμός των αρμοδιοτήτων του συνόλου των ενδιαφερομένων μερών για την εφαρμογή της μελλοντικής περιφερειακής πολιτικής στις υποψήφιες χώρες,
  • τήρηση των γενικών αρχών των διαρθρωτικών παρεμβάσεων: προγραμματισμός, εταιρική σχέση, προσθετικότητα, διαχείριση, παρακολούθηση, αξιολόγηση, πληρωμές και δημοσιονομικοί έλεγχοι.

ΠΡΟΕΝΤΑΞΙΑΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Η προενταξιακή στρατηγική καθορίζει τις ειδικές προτεραιότητες που βασίζονται κυρίως στην υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου από τις υποψήφιες χώρες. Η υιοθέτηση αυτή πραγματοποιείται σταδιακά, βάσει της έναρξης και της ολοκλήρωσης των διμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ της Επιτροπής και της υποψήφιας χώρας για τα 31 κεφάλαια που αποτελούν τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μετά τη στρατηγική διεύρυνσης της Επιτροπής που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας το Δεκέμβριο του 2000, το κεφάλαιο 21 «Περιφερειακή πολιτική και συντονισμός των διαρθρωτικών μέσων» έχει χαρακτήρα προτεραιότητας λόγω των οικονομικών επιπτώσεων. Οι διαπραγματεύσεις έχουν λήξει προσωρινά από τον Απρίλιο του 2002 για την Κύπρο και την Τσεχική Δημοκρατία και από τον Ιούνιο του 2002 για την Εσθονία, τη Λεττονία και τη Λιθουανία. Στο τέλος του Ιουλίου 2002, η Μάλτα, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Ουγγαρία κατέληξαν επίσης σε συμφωνία με την Επιτροπή για το κεφάλαιο αυτό. Η Πολωνία είναι η τελευταία χώρα που στις αρχές Οκτωβρίου έφερε εις πέρας τις διαπραγματεύσεις σχετικά με αυτό το κεφάλαιο. Το Δεκέμβριο του 2003, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών χαιρέτισε εκ νέου τις προσπάθειες της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας ενθαρρύνοντας τις δύο αυτές χώρες να συνεχίσουν τις μεταρρυθμίσεις. Οι δύο αυτές χώρες θα ενταχθούν στην Ένωση το 2007.

Η στρατηγική της προσχώρησης συνεπάγεται επίσης την ενίσχυση της θεσμικής και διοικητικής ικανότητας των χωρών αυτών προκειμένου να εφαρμόσουν το κεκτημένο καθώς και τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων τους προς τους κοινοτικούς κανόνες. Η πρόοδος που πραγματοποιείται από τις υποψήφιες χώρες για την υιοθέτηση του κεκτημένου αποτελεί αντικείμενο τακτικών εκθέσεων στο Συμβούλιο. Για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της προενταξιακής στρατηγικής για τις υποψήφιες χώρες, η Επιτροπή καθιέρωσε μαζί τους την εταιρική σχέση για την προσχώρηση και τους παρείχε τη δυνατότητα συμμετοχής στα κοινοτικά προγράμματα. Από τον Ιανουάριο του 2000 διπλασίασε την ενίσχυση και εξακολουθεί να εποπτεύει την εφαρμογή των ευρωπαϊκών συμφωνιών.

Προενταξιακά μέσα

Οι ευρωπαϊκές συμφωνίες αποτελούν το βασικό νομικό μέσο που καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των υποψηφίων χωρών. Οι ευρωπαϊκές συμφωνίες αφορούν ζητήματα εμπορίου, πολιτικού διαλόγου και άλλων τομέων συνεργασίας. Επιτρέπουν την παρακολούθηση της προόδου των υποψηφίων χωρών όσον αφορά την υιοθέτηση και την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου καθώς και την τήρηση των προτεραιοτήτων της εταιρικής σχέσης για την προσχώρηση.

Η εταιρική σχέση για την προσχώρηση αποτελεί το βασικό άξονα της στρατηγικής που περιλαμβάνει όλες τις μορφές ενίσχυσης προς τις υποψήφιες χώρες μέσω ενός ενιαίου πλαισίου εφαρμογής των εθνικών προγραμμάτων προετοιμασίας για την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσω πολυετούς προγραμματισμού, το μέσο αυτό ορίζει βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προτεραιότητες για κάθε υποψήφια χώρα (κυρίως περί δημοκρατίας, μακροοικονομικής σταθερότητας, πυρηνικής ασφάλειας και υιοθέτησης του κεκτημένου) και παραθέτει τα διαθέσιμα μέσα για την προετοιμασία των υποψηφίων προς ένταξη κρατών.

Τα μελλοντικά κράτη μέλη συμμετέχουν σε κοινοτικά προγράμματα. Αυτά τα προγράμματα καλύπτουν την πλειονότητα των κοινοτικών πολιτικών (εκπαίδευση, κατάρτιση, περιβάλλον, μεταφορές, έρευνα, κλπ....) και αποτελούν μία χρήσιμη προετοιμασία για την προσχώρηση, εξοικειώνοντας τις συνδεδεμένες χώρες και τους πολίτες τους με τις πολιτικές και με τις μεθόδους εργασίας της Ένωσης.

Η προσέγγιση των νομοθεσιών αποτελεί κύριο στόχο. Το TAIEX (EN) (Γραφείο τεχνικής βοήθειας και ανταλλαγής πληροφοριών) παρέχει πληροφορίες για το σύνολο του κοινοτικού κεκτημένου. Παρεμβαίνει στις υποψήφιες χώρες, όχι μόνο στους δημόσιους οργανισμούς αλλά και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις μέσω, ιδίως, ειδικών σεμιναρίων ή επισκέψεων μελέτης.

18.Η προσέγγιση των νομοθεσιών δεν είναι αρκετή: είναι εξίσου σημαντικό να ενισχυθούν οι οργανισμοί που είναι αρμόδιοι για την υιοθέτηση και την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου. Ένα σημαντικό μέσο για την ενίσχυση των φορέων είναι η αδελφοποίηση (EN), που περιλαμβάνει την απόσπαση εμπειρογνωμόνων της Ένωσης στις υποψήφιες χώρες. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε με την απόσπαση «προενταξιακών συμβούλων» που μπορεί να είναι υπάλληλοι των κρατών μελών ή ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες. Με την πείρα τους, συμβάλλουν στην κατάρτιση των ομολόγων τους στις υποψήφιες χώρες για την υιοθέτηση, εφαρμογή και ενίσχυση των βασικών τομέων του κεκτημένου.

Χρηματοδοτικά μέσα

Η υλοποίηση των στόχων της προενταξιακής στρατηγικής προϋποθέτει επίσης την προσφυγή σε μέσα ενίσχυσης και χρηματοδοτικής βοήθειας. Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των υποψήφιων χωρών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Βερολίνου το 1999, αποφάσισε να διπλασιάσει την προενταξιακή ενίσχυση από το έτος 2000 και να δημιουργήσει δύο ειδικά μέσα:

  • το προενταξιακό διαρθρωτικό μέσο (ISPA), για το οποίο έχει διατεθεί ποσό 1.040 εκατ. ευρώ ετησίως από το 2000,
  • το προενταξιακό γεωργικό μέσο (SAPARD), για το οποίο έχει διατεθεί ποσό 520 εκατ. ευρώ ετησίως .

Τα δύο αυτά μέσα συμπληρώνουν τις παρεμβάσεις που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του προγράμματος Phare, το οποίο λειτουργεί από το 1989 και το οποίο παραμένει η πρώτη πηγή βοήθειας προς τις υποψήφιες χώρες.

Phare

Ο στόχος του προγράμματος Phare εξελίχθηκε με τα χρόνια μαζί με τις ανάγκες που προέκυψαν από τη διαδικασία υιοθέτησης του κεκτημένου. Εφεξής, το Phare επικεντρώνεται σε δύο βασικές προτεραιότητες :

22.Η ενίσχυση της διοικητικής και θεσμικής ικανότητας των υποψηφίων χωρών ή η «θεσμική στήριξη» ευνόησε τη δημιουργία σε όλα τα διοικητικά επίπεδα δομών που έχουν τις ικανότητες και τις αρμοδιότητες να καθορίσουν πολυετή περιφερειακά σχέδια ανάπτυξης.

Η χρηματοδότηση επενδύσεων ή η «ενίσχυση επενδύσεων» στηρίζει την προσαρμογή των επιχειρήσεων και των υποδομών στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Το 70% των 1.560 εκατ. ευρώ που αποτελούν τον προϋπολογισμό του Phare χορηγείται γι΄ αυτή την προσπάθεια.

Η ενίσχυση της προενταξιακής γεωργικής πολιτικής

Η ενίσχυση της προενταξιακής γεωργικής πολιτικής (SAPARD) ανέρχεται στο ποσό των 520 εκατ. ευρώ ετησίως, από το έτος 2000. Το ποσό αυτό θα διατεθεί στους τομείς προτεραιότητας, όπως η βελτίωση των δομών μεταποίησης, των κυκλωμάτων εμπορίας και του ελέγχου της ποιότητας των ειδών διατροφής. Αυτά τα μέτρα θα εφαρμοστούν βάσει εθνικών προγραμμάτων και θα παράσχουν, επίσης, τη δυνατότητα χρηματοδότησης στοχοθετημένων έργων ολοκληρωμένης ανάπτυξης με τη στήριξη πρωτοβουλιών σε τοπικό επίπεδο.

Η ενίσχυση της προενταξιακής διαρθρωτικής πολιτικής

Το προενταξιακό διαρθρωτικό μέσο (ISPA) διαθέτει προϋπολογισμό 1.040 εκατ. ευρώ ετησίως από το έτος 2000 και ενισχύει κυρίως τις επενδύσεις υποδομής στους τομείς του περιβάλλοντος και των μεταφορών.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΣΥΝΟΧΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ 2004 ΚΑΙ ΤΟΥ 2006

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις προσχώρησης, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την ένταξη των δέκα νέων κρατών μελών το Μάιο του 2004. Για την περίοδο 2004-2006 χορήγησε στα νέα κράτη μέλη συμπληρωματικούς πόρους ύψους 21,7 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό είναι κατώτερο από το ανώτατο όριο που ορίστηκε το 1999 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Βερολίνου στο πλαίσιο του Προγράμματος Δράσης 2000.

Τα μελλοντικά κράτη μέλη, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, ολοκλήρωσαν τα περιφερειακά προγράμματα 2004-2006 που τυγχάνουν της στήριξης των διαρθρωτικών ταμείων από τον Ιανουάριο του 2004. Συμμετέχουν επίσης σε δύο κοινοτικές πρωτοβουλίες , την INTERREG III και EQUAL.

Τα νέα κράτη μέλη θα λάβουν 5,76 δισ. ευρώ για την αγροτική ανάπτυξη κατά την περίοδο 2004-2006. Η Πολωνία, χώρα σε σημαντικό βαθμό αγροτική, θα λάβει περίπου το ήμισυ των ενισχύσεων αυτών. Τα χρήματα αυτά θα βοηθήσουν τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις των χωρών αυτών να εκσυγχρονιστούν, να αναδιαρθρωθούν και να συμμορφωθούν με τα κοινοτικά πρότυπα παραγωγής. Θα συμβάλουν επίσης στην βιώσιμη ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών, ιδίως μέσω των ακόλουθων μέτρων: στήριξη των μειονεκτικών περιοχών, ποιότητα των τροφίμων, γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα και συνθήκες καλής διαβίωσης των ζώων, αναδάσωση , δημιουργία ομάδων παραγωγών.

Στο πλαίσιο της συζήτησης για το μέλλον της περιφερειακής πολιτικής σε μια διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, η Επιτροπή επεξεργάζεται προτάσεις για μια πολιτική συνοχής μετά το 2006. Θα δημοσιεύσει στις αρχές του 2004 την τρίτη έκθεση για τη συνοχή. Εάν η διατήρηση της πολιτικής αυτής φαίνεται ότι έχει εξασφαλιστεί, παραμένει, ωστόσο, αναπάντητο το ερώτημα της συνολικής χρηματοδότησης της. Σύμφωνα με τις σημερινές προβλέψεις, οι κύριες γραμμές της μελλοντικής περιφερειακής πολιτικής είναι οι εξής:

  • Ένας νέος στόχος 1 θα συγκεντρώσει τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις για τις περιοχές που παρουσιάζουν καθυστέρηση. Αυτό αφορά τις σημερινές περιοχές της Ένωσης που δεν έχουν ολοκληρώσει την οικονομική τους σύγκλιση και σχεδόν όλες τις περιφέρειες των νέων κρατών μελών εκτός από την Κύπρο και τις περιοχές της Πράγας (Τσεχική Δημοκρατία) και της Μπρατισλάβα (Σλοβακία). Εφεξής θα δίδεται μεταβατική στήριξη στις σημερινές περιοχές της Ένωσης που, λόγω της διεύρυνσης δεν είναι επιλέξιμες για στατιστικούς λόγους. Ο στόχος 1 θα συγκεντρώσει το 75% των πιστώσεων που θα χορηγηθούν για τη μελλοντική περιφερειακή πολιτική.
  • Ένας ανανεωμένος στόχος 2 θα στηρίξει, με το 20% των πιστώσεων, έργα για την προώθηση της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης και της κατάρτισης στις περιοχές που δεν είναι επιλέξιμες από το στόχο 1. Κάθε κράτος μέλος θα λάβει εθνικά κονδύλια με την υποχρέωση τήρησης της θεματικής, χρηματοδοτικής και χρονικής επικέντρωσης.
  • Η διαπεριφερειακή συνεργασία θα πρέπει να συνεχιστεί με 5% των πιστώσεων και θα λαμβάνει χώρα σε επίπεδο εσωτερικών και εξωτερικών συνόρων της Ένωσης.

See also

Περισσότερες πληροφορίες για το Πρόγραμμα Δράσης 2000 και τη διεύρυνση:

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 21.01.2004

Top