EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Διεύρυνση του 2004: η επιτυχής ανταπόκριση στην πρόκληση μιας ΕΕ των 25

Την 1η Μαΐου 2004, δέκα νέες χώρες και σχεδόν 75 εκατομμύρια κάτοικοι προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η ΕΕ των 25 μελών αποτελεί σήμερα έναν πολιτικό και οικονομικό χώρο 450 εκατομμυρίων πολιτών, ο οποίος περιλαμβάνει πλέον τρεις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες (Εσθονία, Λεττονία, Λιθουανία), τέσσερις πρώην χώρες-δορυφόρους της ΕΣΣΔ (Πολωνία, Τσεχική Δημοκρατία, Ουγγαρία, Σλοβακία), μία πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία (Σλοβενία) και δύο μεσογειακές νήσους (Κύπρος και Μάλτα).

Η ιστορική αυτή διεύρυνση της Ένωσης από 15 σε 25 μέλη θέτει τέρμα σε μια μακρά διαδικασία προσχώρησης, η οποία επέτρεψε την επανένωση του ευρωπαϊκού λαού, μετά από διάσπαση μισού αιώνα λόγω του Σιδηρού Παραπετάσματος και του Ψυχρού Πολέμου. Ας θυμηθούμε λοιπόν για λίγο την προετοιμασία, τα διακυβεύματα και τις προοπτικές της 5ης αυτής διεύρυνσης της ΕΕ.

Η προετοιμασία της 5ης διεύρυνσης της ΕΕ

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου 1989, σήμανε την κατάρρευση του συνόλου του ανατολικού κομμουνιστικού μπλοκ. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αφετηρία της διαδικασίας επανένωσης της ευρωπαϊκής ηπείρου. Πράγματι, από τη στιγμή αυτή, η ΕΕ και οι υποψήφιες χώρες άρχισαν να προετοιμάζουν από κοινού τη διεύρυνση στο πλαίσιο διμερών εταιρικών σχέσεων προσχώρησης (ΕΕ-υποψήφιας χώρας), οι οποίες καθόριζαν, για κάθε χώρα, τις προσπάθειες που έπρεπε να καταβάλει κατά προτεραιότητα για να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις που συνδέονταν με την προσχώρησή της, εντός ακριβούς χρονοδιαγράμματος.

Από το 1987 έως το 1996, δεκατρείς χώρες υπέβαλαν αίτηση προσχώρησης στην ΕΕ: η Κύπρος, η Εσθονία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Σλοβενία, η Βουλγαρία, η Λεττονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Τουρκία. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνήλθε στο Λουξεμβούργο στις 12 και 13 Δεκεμβρίου 1997 ξεκίνησε τη διαδικασία διεύρυνσης της Ένωσης που θα διεξαγόταν «σε διαδοχικά στάδια, με ρυθμούς για κάθε υποψήφια χώρα ανάλογους με το βαθμό προετοιμασίας της».

Για να προετοιμαστούν να αποκτήσουν την ιδιότητα του μέλους της ΕΕ, οι υποψήφιες χώρες υπέγραψαν πρώτα ευρωπαϊκές συμφωνίες (χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης) ή συμφωνίες σύνδεσης (Τουρκία, Κύπρος και Μάλτα). Η ΕΕ υποστήριξε τις προσπάθειες των εν λόγω χωρών για την υιοθέτηση των κοινοτικών κανόνων μέσω μιας πραγματικής προενταξιακής στρατηγικής. Τους χορήγησε χρηματοδοτική βοήθεια για να αναπτύξουν τους θεσμούς, τις υποδομές και την οικονομία τους.

Χώρα

Υπογραφή της ευρωπαϊκής συμφωνίας ή της συμφωνίας σύνδεσης

Ημερομηνία υποβολής της αίτησης προσχώρησης

Συμφωνία σύνδεσηςΠαραπομπή ΕΕ

Βουλγαρία

01-03-1993

14-12-1995

ΕΕ L 358 της 31.12.1994

Κύπρος

19-12-1972

03-07-1990

ΕΕ L 133 της 21.5.1977

Εσθονία

12-06-1995

24-11-1995

ΕΕ L 68 της 9.3.1998

Ουγγαρία

16-12-1991

31-03-1994

ΕΕ L 347 της 31.12.1993

Λεττονία

12-06-1995

13-10-1995

ΕΕ L 26 της 2.2.1998

Λιθουανία

12-06-1995

08-12-1995

ΕΕ L 51 της 20.2.1998

Μάλτα

5-12-1970

03-07-1990

ΕΕ L 61 της 14.3.1971

Πολωνία

16-12-1991

05-04-1994

ΕΕ L 348 της 31.12.1993

Τσεχική Δημοκρατία

06-10-1993

17-01-1996

ΕΕ L 360 της 31.12.1994

Ρουμανία

08-02-1993

22-06-1995

ΕΕ L 357 της 31.12.1994

Σλοβακία

06-10-1993

27-06-1995

ΕΕ L 359 της 31.12.1994

Σλοβενία

10-06-1996

10-06-1996

ΕΕ L 51 της 26.2.1999

Τουρκία

12-09-1963

14-04-1987

ΕΕ L 217 της 29.12.1964

Οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης ξεκίνησαν στις 31 Μαρτίου 1998 με τις έξι καλύτερα προετοιμασμένες χώρες (Κύπρος, Εσθονία, Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχική Δημοκρατία και Σλοβενία) εκτός από την Τουρκία. Οι διαπραγματεύσεις βασίστηκαν στην αρχή της «διαφοροποίησης», πράγμα που σημαίνει ότι κάθε χώρα ακολούθησε τον δικό της ρυθμό, ανάλογα με το βαθμό προετοιμασίας της για την προσχώρηση. Συνεπώς, η διάρκεια των διαπραγματεύσεων διέφερε από τη μια χώρα στην άλλη και αποτελούσε συνάρτηση της προόδου που σημείωνε η κάθε χώρα.

Από το 1998, η Επιτροπή δημοσίευε κάθε έτος τακτικές εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο κάθε υποψήφιας χώρας. Επιπλέον, στις εταιρικές σχέσεις προσχώρησης, που εγκρίθηκαν το 1998 και αναθεωρήθηκαν το 1999 και το 2002, καθορίστηκαν προτεραιότητες ανά υποψήφια χώρα καθώς και η ιδιαίτερη απαιτούμενη στήριξη. Χάρη στο σύνολο των εγγράφων αυτών πραγματοποιήθηκε αναλυτική εξέταση ανά τομέα («Screening»), που συνέβαλε στην κατάρτιση για κάθε υποψήφια χώρα ενός «οδικού χάρτη» σχετικά με τις νομοθετικές πράξεις που έπρεπε να θεσπιστούν ή να τροποποιηθούν προκειμένου να τηρηθεί το κοινοτικό κεκτημένο.

Τον Δεκέμβριο του 2002, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης διαπίστωσε ότι δέκα από τις δεκατρείς υποψήφιες χώρες (Κύπρος, Εσθονία, Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχική Δημοκρατία, Σλοβενία, Λεττονία, Λιθουανία, Μάλτα, Σλοβακία) πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να προσχωρήσουν στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, υπέγραψαν τη Συνθήκη προσχώρησής τους στις 16 Απριλίου 2003 στην Αθήνα και εντάχθηκαν επισήμως στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004, μετά τις διαδικασίες κύρωσης.

Για να αποτελέσουν τμήμα της ΕΕ, οι δέκα υποψήφιες χώρες έπρεπε αρχικά να αναγνωριστούν ως ευρωπαϊκά κράτη (άρθρο 49 της συνθήκης για την ΕΕ) και, στη συνέχεια, να συμμορφωθούν με τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου (άρθρο 6 της συνθήκης για την ΕΕ). Οι εν λόγω χώρες όφειλαν επίσης να ικανοποιήσουν τις οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις που είναι γνωστές ως «κριτήρια της Κοπεγχάγης» σύμφωνα με τις οποίες κάθε υποψήφια χώρα οφείλει:

  • να έχει σταθερό δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και την προστασία των μειονοτήτων·
  • να διαθέτει λειτουργούσα οικονομία της αγοράς·
  • να υιοθετήσει τους κοινούς κανόνες, τα πρότυπα και τις πολιτικές που συνιστούν τη νομοθεσία της ΕΕ.

Τα διακυβεύματα της 5ης διεύρυνσης της ΕΕ

Η 5η διεύρυνση της ΕΕ πηγάζει από την επιθυμία εγκαθίδρυσης της ειρήνης, της σταθερότητας και της οικονομικής ευημερίας σε μια επανενωμένη ευρωπαϊκή ήπειρο. Η επιθυμία αυτή ανταποκρίνεται, ωστόσο, σε έναν απολογισμό κόστους/πλεονεκτημάτων που θα πρέπει να ποσοτικοποιηθεί.

Ειρήνη, σταθερότητα και οικονομική ευημερία στην Ευρώπη

Η ενοποίηση της Ευρώπης αποβλέπει στο να εξασφαλίσει:

  • την ειρήνη και την πολιτική σταθερότητα στο σύνολο της ηπείρου·
  • την αυξημένη ευημερία των Ευρωπαίων πολιτών, χάρη στην επέκταση του ευρωπαϊκού κοινωνικοοικονομικού μοντέλου και της ευρωζώνης, με ταυτόχρονο σεβασμό του περιβάλλοντος·
  • την πρόοδο της δημοκρατίας, μέσω του σεβασμού του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αρθρώνεται γύρω από τις αρχές της αξιοπρέπειας, της ισότητας, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης·
  • την ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της Ευρώπης, ιδίως στον εμπορικό τομέα·
  • τον πολιτιστικό εμπλουτισμό κ.λπ.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η διεύρυνση δεν θα πραγματοποιηθεί εις βάρος του οικονομικού και κοινωνικού οικοδομήματος που δημιουργήθηκε κατά τα σαράντα πρώτα έτη της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, η ΕΕ τόνισε, κατά τις διαπραγματεύσεις με τις υποψήφιες χώρες, ότι έχουν ιδιαίτερη σημασία τα εξής:

  • η ελευθέρωση των οικονομικών και γεωργικών τομέων·
  • η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης και της αστυνομίας, καθώς και η καταπολέμηση της διαφθοράς·
  • η εφαρμογή των κανόνων ασφάλειας των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων·
  • η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού εγκλήματος, της διακίνησης ναρκωτικών και του εμπορίου γυναικών, καθώς και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των παιδιών·
  • ο σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων·
  • η βελτίωση της προστασίας του περιβάλλοντος και κυρίως η διαχείριση των αποβλήτων, καθώς και η ασφάλεια των πυρηνικών σταθμών.

Το κόστος και τα πλεονεκτήματα της διεύρυνσης

Η αύξηση του αριθμού των κρατών με ποικίλες οικονομικές καταστάσεις και, ως εκ τούτου, του αριθμού των κατοίκων και των ομιλούμενων γλωσσών απαιτεί από τα κράτη μέλη ορισμένες προσπάθειες, κυρίως στον δημοσιονομικό τομέα.

Στο πλαίσιο της προενταξιακής πολιτικής της, η ΕΕ θέσπισε σειρά χρηματοδοτικών μέσων (Phare, ISPA και SAPARD) για να βοηθήσει τις υποψήφιες χώρες να αποκτήσουν την ιδιότητα του μέλους.

Για την περίοδο 2000-2003, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διέθεσε 13,2 δισ. ευρώ για τις προενταξιακές δαπάνες. Για την περίοδο 2004-2006, αποδεσμεύθηκαν περισσότερα από 41 δισ. ευρώ (40,8 δισ. για τα νέα κράτη μέλη: γεωργικές επιδοτήσεις, περιφερειακές ενισχύσεις και ενισχύσεις για υποδομές, πυρηνική ασφάλεια, δημόσια διοίκηση και προστασία των συνόρων· 540 εκατ. για όλα τα κράτη: έρευνα, πολιτισμός και εκπαίδευση).

Η προσχώρηση των δέκα νέων κρατών μελών, την 1η Μαΐου 2004, σήμανε το τέλος της προενταξιακής στρατηγικής. Εντούτοις, οι χώρες αυτές εξακολουθούν να επωφελούνται από προενταξιακά χρηματοδοτικά μέσα για όλα τα σχέδια που υποβλήθηκαν πριν από το 2005. Κατά τα λοιπά, είναι εφεξής επιλέξιμες για ενίσχυση από τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Συνοχής.

Ωστόσο, το κόστος αυτό δεν στερείται πλεονεκτημάτων εφόσον η διεύρυνση, από 15 σε 25, επέτρεψε να επεκταθεί ο χώρος σταθερότητας και ειρήνης σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, ώστε να αποτραπούν νέοι πόλεμοι, όπως ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία· να τονωθεί η οικονομική και εμπορική ανάπτυξη με τη μεγέθυνση της ενιαίας αγοράς από 378 σε 453 εκατομμύρια καταναλωτές το 2004 και σε περισσότερους από 480 εκατομμύρια έως το 2007· να ενισχυθεί η θέση της Ευρώπης στον κόσμο, ιδίως όσον αφορά τις εμπορικές διαπραγματεύσεις.

Επιπλέον, τα νέα κράτη μέλη κατέβαλαν 15 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Δεδομένου ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν πλήρως τα προβλεπόμενα κονδύλια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολόγισε ότι το καθαρό δημοσιονομικό κόστος της πέμπτης διεύρυνσης για το διάστημα μέχρι το 2006 δεν θα υπερβεί τα 10 δισ. ευρώ.

Οι προοπτικές της 5ης διεύρυνσης: προς μια ΕΕ 30 μελών

Μετά την επιτυχή διεύρυνση από 6 σε 25 μέλη, η ΕΕ προετοιμάζεται για την προσεχή διεύρυνσή της. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία υπέγραψαν τη Συνθήκη προσχώρησής τους στις 25 Απριλίου 2005. Αναμένεται να καταστούν μέλη της ΕΕ την 1η Ιανουαρίου 2007.

Η Τουρκία, αφού υπέβαλε αίτηση υποψηφιότητας στις 14 Απριλίου 1987, αναγνωρίστηκε επισήμως ως υποψήφια για ένταξη χώρα κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι, τον Δεκέμβριο του 1999. Στη σύστασή της με ημερομηνία 6 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή έκρινε ότι η Τουρκία πληρούσε σε ικανοποιητικό βαθμό τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης. Ως εκ τούτου, συνέστησε την υπό όρους έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την εν λόγω χώρα. Με βάση τις εξελίξεις αυτές, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2004 προγραμμάτισε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία για τον Οκτώβριο του 2005.

Η Κροατία υπέβαλε αίτηση ένταξης στην ΕΕ στις 21 Φεβρουαρίου 2003. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2004 αναγνώρισε επισήμως τη χώρα αυτή ως υποψήφια για προσχώρηση και η Επιτροπή συνέστησε , τον Νοέμβριο του 2004, την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Στη συνέχεια, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2004 διατύπωσε το συμπέρασμα ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Κροατία έπρεπε να αρχίσουν στις 17 Μαρτίου 2005, υπό τον όρο της πλήρους συνεργασίας της χώρας με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΔΠΔΓ), ιδίως όσον αφορά τη σύλληψη και τη μεταφορά στη Χάγη του στρατηγού Gotovina. Διαπιστώνοντας την έλλειψη συνεργασίας με το ΔΠΔΓ, το Συμβούλιο Υπουργών της 16ης Μαρτίου 2005 αποφάσισε να αναβάλει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κροατία, χωρίς να ορίσει ακριβή ημερομηνία. Ανήγγειλε ότι θα συγκαλέσει διμερή διακυβερνητική διάσκεψη μόλις διαπιστώσει ότι η Κροατία συνεργάζεται πλήρως με το ΔΠΔΓ.

Τέλος, η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας υπέβαλε αίτηση προσχώρησης στις 22 Μαρτίου 2004, αλλά δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη επισήμως ως υποψήφια χώρα.

Συνεπώς, η ΕΕ στρέφεται αποφασιστικά προς νέες διευρύνσεις στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων.

Θεωρεί ότι προορισμός των εν λόγω χωρών είναι να καταστούν μέλη της ΕΕ μόλις θα είναι έτοιμες.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 23.01.2007

Top