EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999CJ0003

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 12ης Οκτωßρίου 2000.
Cidrerie Ruwet SA κατά Cidre Stassen SA και HP Bulmer Ltd.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de commerce de Bruxelles - Βέλγιο.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Οδηγία 75/106/ΕΟΚ - Μερική εναρμόνιση - Προσυσκευασμένα υγρά - Προσυσκευασία κατ' όγκον - Μηλίτης οίνος - Απαγόρευση, από κράτος μέλος, ονομαστικών όγκων μη προßλεπομένων από την οδηγία.
Υπόθεση C-3/99.

European Court Reports 2000 I-08749

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2000:560

61999J0003

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 12ης Οκτωßρίου 2000. - Cidrerie Ruwet SA κατά Cidre Stassen SA και HP Bulmer Ltd. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de commerce de Bruxelles - Βέλγιο. - Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Οδηγία 75/106/ΕΟΚ - Μερική εναρμόνιση - Προσυσκευασμένα υγρά - Προσυσκευασία κατ' όγκον - Μηλίτης οίνος - Απαγόρευση, από κράτος μέλος, ονομαστικών όγκων μη προßλεπομένων από την οδηγία. - Υπόθεση C-3/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-08749


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. ροσέγγιση των νομοθεσιών ροσυσκευασμένα υγρά Τροποποιημένη οδηγία 75/106 Μερική εναρμόνιση Απαγόρευση από τα κράτη μέλη της εμπορίας κάθε προσυσκευασίας ονομαστικού όγκου μη προβλεπομένου στο παράρτημα ΙΙΙ, στήλη Ι, της οδηγίας Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 75/106 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676, παράρτημα ΙΙΙ, στήλη Ι)

2. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων οσοτικοί περιορισμοί Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος Εθνική νομοθεσία απαγορεύουσα την εμπορία προσυσκευασίας ονομαστικού όγκου μη περιλαμβανομένου στην κοινοτική σειρά ονομαστικών όγκων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676 Δεν επιτρέπεται Δικαιολογία ροστασία των καταναλωτών ροϋποθέσεις Εκτιμάται από το εθνικό δικαστήριο

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 30 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 28 ΕΚ)· οδηγία 75/106 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676, παράρτημα ΙΙΙ, στήλη Ι]

Περίληψη


1. Η οδηγία 75/106, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην προσυσκευασία κατ' όγκον ορισμένων προσυσκευασμένων υγρών, η οποία τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την εμπορία κάθε συσκευασίας με ονομαστικό όγκο μη προβλεπόμενο στη στήλη Ι του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας αυτής.

ράγματι, όπως είχε αρχικά, η οδηγία 75/106 προέβαινε σε πλήρη εναρμόνιση των σχετικών εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων, ενώ, αφότου τροποποιήθηκε με την οδηγία 79/1005, κατέστη οδηγία μερικής εναρμονίσεως.

( βλ. σκέψεις 42-43, 57 και διατακτ. )

2. Το άρθρο 30 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 28 ΕΚ) έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την εμπορία προσυσκευασίας με ονομαστικό όγκο μη περιλαμβανόμενο στην κοινοτική σειρά ονομαστικών όγκων που προβλέπει η οδηγία 75/106, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην προσυσκευασία κατ' όγκον ορισμένων προσυσκευασμένων υγρών, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676, η οποία νομίμως παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο εντός άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν η απαγόρευση αυτή υπαγορεύεται από επιτακτική ανάγκη αναγόμενη στην προστασία των καταναλωτών, εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα προϊόντα, είναι αναγκαία για την ικανοποίηση της ανάγκης αυτής και ανάλογη του επιδιωκομένου σκοπού και εφόσον ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα περιορίζοντα σε μικρότερο βαθμό το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

Το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον υφίσταται πράγματι κίνδυνος παραπλανήσεως του καταναλωτή από υπερβολικά παραπλήσιους ονομαστικούς όγκους του ιδίου υγρού, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα συναφή στοιχεία, λαμβάνοντας ως μέτρο αναφοράς τον μέσο καταναλωτή, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.

( βλ. σκέψεις 51-53, 57 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-3/99,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal de commerce de Bruxelles (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Cidrerie Ruwet SA

και

Cidre Stassen SA,

HP Bulmer Ltd,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 28 ΕΚ), καθώς και ως προς το κύρος και την ερμηνεία της οδηγίας 75/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην προσυσκευασία κατ' όγκον ορισμένων προσυσκευασμένων υγρών (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/003, σ. 32), η οποία τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/009, σ. 33), 85/10/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1984 (ΕΕ 1985, L 4, σ. 20), 88/316/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 1988 (ΕΕ L 143, σ. 26), και 89/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989 (ΕΕ L 398, σ. 18),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Gulmann (εισηγητή), πρόεδρο του έκτου τμήματος, J.-P. Puissochet και R. Schintgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Fennelly

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

οι Cidre Stassen SA και HP Bulmer Ltd, εκπροσωπούμενες από τους Ε. Deltour, A. Puts και P.-Μ. Louis, δικηγόρους Βρυξελλών,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Snoecx, σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας για την Ανάπτυξη,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους W.-D. Plessing, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, και C.-D. Quassowski, Regierungsdirektor στο ίδιο υπουργείο,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την Μ. Ewing, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από τον D. Bethlehem, barrister,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από την C. Giorgi, νομικό σύμβουλο, και τον F. Anton, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον H. van Lier, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Cidrerie Ruwet SA, εκπροσωπηθείσας από τον K. Carbonez, δικηγόρο Βρυξελλών, των Cidre Stassen SA και HP Bulmer Ltd, εκπροσωπηθεισών από τους A. Puts και P.-Μ. Louis, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπηθείσας από τον A. Robertson, barrister, του Συμβουλίου, εκπροσωπηθέντος από τον F. Anton, και της Επιτροπής, εκπροσωπηθείσας από τον H. van Lier, κατά τη συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 1998, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Ιανουαρίου 1999, το Tribunal de commerce de Bruxelles υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 28 ΕΚ), καθώς και ως προς το κύρος και την ερμηνεία της οδηγίας 75/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην προσυσκευασία κατ' όγκον ορισμένων προσυσκευασμένων υγρών (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/003, σ. 32), η οποία τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/009, σ. 33), 85/10/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1984 (ΕΕ 1985, L 4, σ. 20), 88/316/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 1988 (ΕΕ L 143, σ. 26), και 89/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989 (ΕΕ L 398, σ. 18).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Cidrerie Ruwet SA (στο εξής: Ruwet), με έδρα στο Βέλγιο, και, αφετέρου, της Cidre Stassen SA (στο εξής: Stassen), με έδρα επίσης στο Βέλγιο, και της HP Bulmer Ltd (στο εξής: HP Bulmer), με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, σχετικά με αίτημα της Ruwet να υποχρεωθεί η Stassen να παύσει κάθε εμπορία φιαλών μηλίτη οίνου ονομαστικού όγκου 0,33 l εντός του Βελγίου.

Το νομικό πλαίσιο

Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο

3 Το άρθρο 30 της Συνθήκης ορίζει τα εξής:

«Οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών, με την επιφύλαξη των ακολούθων διατάξεων.»

4 Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 1 της οδηγίας 75/106, όπως έχει τροποποιηθεί με τις οδηγίες 79/1005, 88/316 και 89/676, διευκρινίζει ότι η οδηγία 75/106 αφορά τις προσυσκευασίες που περιέχουν τα υγρά προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημά της ΙΙΙ, ήτοι, μεταξύ άλλων, οίνους, μηλίτες οίνους, μπίρες, αποστάγματα, ηδύποτα, ξύδια, εδώδιμα έλαια, γάλα, νερά, λεμονάδες και χυμούς φρούτων ή λαχανικών. Το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου προβλέπει ορισμένες εξαιρέσεις οι οποίες δεν αφορούν την υπό κρίση υπόθεση.

5 Η πρώτη και η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 75/106 αναφέρουν τα ακόλουθα:

«(...) στα περισσότερα των κρατών μελών, οι όροι παρουσιάσεως προς πώληση των υγρών σε συσκευασίες έτοιμες εκ των προτέρων και κλειστές αποτελούν αντικείμενο κανονιστικών διατάξεων αναγκαστικού χαρακτήρος που διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και εμποδίζουν ως εκ τούτου τις συναλλαγές των προσυσκευασιών αυτών, (...) πρέπει γι' αυτό το λόγο να γίνει η προσέγγιση των διατάξεων αυτών·

(...)

(...) είναι σκόπιμο να περιορισθούν όσο το δυνατόν περισσότερο για ένα δεδομένο προϊόν οι διάφορες χωρητικότητες που πλησιάζουν πολύ η μία την άλλη και είναι δυνατόν να παρασύρουν σε πλάνη τον καταναλωτή (...), όμως, λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικά υψηλών ποσοτήτων των αποθεμάτων προσυσκευασιών στην Κοινότητα, ο περιορισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο προοδευτικά».

6 Η οδηγία επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στα κράτη μέλη να επιτρέπουν την εμπορία, επί του εδάφους τους, προσυσκευασιών των ονομαστικών όγκων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας.

7 Συγκεκριμένα, το άρθρο 5, όπως είχε αρχικά, προέβλεπε τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να αρνηθούν, απαγορεύσουν ή περιορίσουν τη διάθεση στην αγορά προσυσκευασιών που πληρούν τις προδιαγραφές (...) της παρούσας οδηγίας, για λόγους που αφορούν τους όγκους τους, τον προσδιορισμό των τελευταίων αυτών (...)».

8 Η διάταξη αυτή, μετά την τροποποίησή της, μεταξύ άλλων, από τις οδηγίες 79/1005 και 85/10, έχει πλέον ως εξής:

«1. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αρνούνται, να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη διάθεση στην αγορά προσυσκευασιών που πληρούν τις προδιαγραφές της παρούσας οδηγίας, για λόγους που αφορούν είτε τον προσδιορισμό των όγκων τους (...) είτε τους ονομαστικούς όγκους στην περίπτωση που αυτοί αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ στήλη Ι.

(...)»

9 Εξάλλου, το άρθρο 4 της οδηγίας 75/106, όπως είχε αρχικά, απέκλειε όλες τις άλλες προσυσκευασίες πλην των αναφερομένων στο παράρτημα ΙΙΙ.

10 ράγματι, οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου αυτού όριζαν τα εξής:

«1. Όλες οι προσυσκευασίες, που προβλέπονται από το άρθρο 3, πρέπει να φέρουν την ένδειξη του όγκου του υγρού, ονομαζομένου ονομαστικού όγκου, που πρέπει να περιέχουν σύμφωνα με το παράρτημα Ι.

2. Για τις προσυσκευασίες αυτές, γίνονται δεκτοί μόνο οι ονομαστικοί όγκοι που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ.»

11 Η παράγραφος 2 τροποποιήθηκε με την οδηγία 79/1005 και εξαλείφθηκε ο περιορισμός που προέβλεπε, καθόσον η έκτη αιτιολογική σκέψη της τροποποιητικής οδηγίας υπογράμμιζε τα ακόλουθα:

«(...) για ορισμένα κράτη μέλη η μείωση αυτή του αριθμού των ονομαστικών όγκων [που επιχειρήθηκε με την οδηγία 75/106] παρουσιάζει δυσκολίες (...), πρέπει συνεπώς να προβλεφθεί γι' αυτά τα κράτη μέλη μία μεταβατική περίοδος που να μην εμποδίζει εν τούτοις το ενδοκοινοτικό εμπόριο των ανωτέρω προϊόντων και να μην παρεμποδίζει τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας αυτής στα άλλα κράτη μέλη.»

12 Εντούτοις, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 75/106, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/676, απαγόρευσε, εντός προθεσμιών οι οποίες έχουν πλέον λήξει, την εμπορία προσυσκευασιών περιεχουσών τα προϊόντα που απαριθμούνται στα σημεία 1, στοιχεία α_ και β_, 2, στοιχείο α_, και 4 του παραρτήματος ΙΙΙ (μεταξύ άλλων, οίνους, αποστάγματα, ηδύποτα και άλλα οινοπνευματώδη ποτά) με ονομαστικούς όγκους διαφορετικούς από αυτούς που απαριθμούνται στη στήλη Ι του εν λόγω παραρτήματος.

13 Η στήλη αυτή, η οποία, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676, καθορίζει τους ονομαστικούς όγκους που γίνονται οριστικά δεκτοί, δεν αναφέρει, όσον αφορά τον μηλίτη οίνο, τον όγκο 0,33 l. Για τον μη αφρώδη μηλίτη, προβλέπει, στο σημείο 1, στοιχείο γ_, εννέα ονομαστικούς όγκους: 0,10 l 0,25 l 0,375 l 0,50 l 0,75 l 1 l 1,5 l 2 l 5 l. Για τον αφρώδη μηλίτη, προβλέπει, στο σημείο 2, στοιχείο β_, επτά ονομαστικούς όγκους: 0,10 l 0,20 l 0,375 l 0,75 l 1 l 1,5 l 3 l.

Η βελγική νομοθεσία

14 Το βασιλικό διάταγμα της 16ης Φεβρουαρίου 1982, σχετικά με τις σειρές ονομαστικών ποσοτήτων και ονομαστικών χωρητικοτήτων που επιτρέπονται για ορισμένα προσυσκευασμένα προϊόντα (Moniteur belge της 12ης Μαρτίου 1982, στο εξής: βασιλικό διάταγμα), μεταφέρει στο βελγικό δίκαιο την οδηγία 75/106, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 79/1005. Το εν λόγω διάταγμα προβλέπει μόνον τους ονομαστικούς όγκους που επιτρέπει η οδηγία αυτή. Συνεπώς, όσον αφορά τον μηλίτη οίνο, δεν επιτρέπεται η εμπορία φιαλών 0,33 l στο Βέλγιο.

Η διαφορά της κύριας δίκης

15 Η Ruwet, η Stassen καθώς και η HP Bulmer παράγουν και εμπορεύονται διάφορα προϊόντα μηλίτη οίνου, τα οποία προορίζουν τόσο προς πώληση στις εγχώριες αγορές τους όσο και προς εξαγωγή.

16 αρά την απαγόρευση που προβλέπει το βασιλικό διάταγμα, η Stassen άρχισε να πωλεί, στη βελγική αγορά, φιάλες μηλίτη οίνου 0,33 l στους καταναλωτές.

17 Η Ruwet, με επιστολές της 29ης Μα_ου και της 16ης Ιουνίου 1998, της ζήτησε να παύσει την εμπορία αυτή.

18 Στις 12 και 19 Ιουνίου 1998, η Stassen απάντησε ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό. Υποστήριξε ότι η οδηγία 75/106, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 79/1005, δεν είχε μεταφερθεί προσηκόντως στο βελγικό δίκαιο, ότι η εν λόγω οδηγία δεν απαγόρευε την πώληση μηλίτη οίνου σε προσυσκευασίες διαφορετικών όγκων από εκείνους που ρητώς προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας, ότι το βασιλικό διάταγμα, απαγορεύοντας την εμπορία μηλίτη οίνου σε συσκευασίες των 0,33 l, παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας και ότι, αν η οδηγία 75/106, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 79/1005, όντως απαγόρευε την εμπορία αυτή, θα αντέβαινε στο άρθρο 30 της Συνθήκης.

19 Στις 26 Ιουνίου 1998, η Ruwet ενήγαγε τη Stassen ενώπιον του Tribunal de commerce de Bruxelles και ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία να παύσει την εμπορία των επιδίκων προϊόντων εντός του Βελγίου. Η HP Bulmer παρενέβη στη δίκη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου υπέρ της εναγομένης.

20 Στο πλαίσιο αυτό, το Tribunal de commerce de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Αντιβαίνει ή όχι στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ το γεγονός ότι η οδηγία 75/106/ΕΟΚ, της 19ης Δεκεμβρίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην προσυσκευασία κατ' όγκον ορισμένων προσυσκευασμένων υγρών, που τροποποιήθηκε με την οδηγία 79/1005/ΕΟΚ, της 23ης Νοεμβρίου 1979, και η οποία προβλέπει μεταβατική περίοδο, παρέχει ακόμα σήμερα, ήτοι μετά πάροδο είκοσι περίπου ετών και ενώ, στο χρονικό αυτό διάστημα, οι συνήθειες έχουν μεταβληθεί και η προσυσκευασία των 33 cl είναι πλέον παγκοσμίως δημοφιλής και διαδεδομένη, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιτρέπουν ή να μην επιτρέπουν, κατά το δοκούν, την εμπορία προσυσκευασιών διαφορετικών από εκείνες που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας, και τούτο λαμβανομένου υπόψη του ότι μπορούν εξ αυτού να προκύψουν, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, διαφορές μεταξύ των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών, με συνέπεια τα κράτη μέλη που περιορίζουν τη σειρά των επιτρεπτών προσυσκευασιών, όπως το Βέλγιο το οποίο περιορίζει τη σειρά των προσυσκευασιών για τον μηλίτη οίνο, να επιβάλλουν με τον τρόπο αυτό ένα μέτρο το οποίο έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων;

2) Ενόψει της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, επιτρέπει η οδηγία 75/106/ΕΟΚ, της 19ης Δεκεμβρίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην προσυσκευασία κατ' όγκον ορισμένων προσυσκευασμένων υγρών, που τροποποιήθηκε με την οδηγία 79/1005/ΕΟΚ, της 23ης Νοεμβρίου 1979, στα κράτη μέλη να τη μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη τους θεσπίζοντας εθνική νομοθεσία απαγορεύουσα την εμπορία προσυσκευασιών χωρητικότητας μη προβλεπομένης στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας, εν προκειμένω της προσυσκευασίας των 33 cl για την εμπορία μηλίτη οίνου;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

21 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει, κατ' ουσίαν, στο Δικαστήριο ερώτημα ως προς το κύρος, από πλευράς του άρθρου 30 της Συνθήκης, της οδηγίας 75/106, η οποία τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676, καθόσον παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να μην επιτρέπουν την εμπορία προσυσκευασιών διαφορετικών από εκείνες που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙΙ, στήλη Ι, της οδηγίας και να δημιουργούν έτσι εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

22 Με το δεύτερο ερώτημά του, ερωτά κατ' ουσίαν αν η ίδια οδηγία έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την εμπορία κάθε προσυσκευασίας ονομαστικού όγκου μη προβλεπομένου στο παράρτημα ΙΙΙ, στήλη Ι, της οδηγίας με εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως το βασιλικό διάταγμα.

23 Κατ' αρχάς πρέπει να εξεταστεί το δεύτερο αυτό ερώτημα, καθόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα ως προς το κύρος της επίδικης οδηγίας θα είναι αναγκαία μόνον αν η οδηγία αυτή όντως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν τέτοια απαγόρευση.

24 Σε περίπτωση που δοθεί αντίθετη ερμηνεία, θα πρέπει, ενόψει των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης, να εξεταστεί μήπως το άρθρο 30 της Συνθήκης δεν επιτρέπει απαγόρευση εμπορίας όπως η επίδικη στην κύρια δίκη.

25 Η Ruwet υποστηρίζει ότι η διαφορά της κύριας δίκης είναι καθαρώς εσωτερικής φύσεως, καθόσον αποτελεί διαφορά μεταξύ δύο επιχειρήσεων, της Stassen και της ίδιας, σχετικά με προϊόντα που παράγονται και διατίθενται στο εμπόριο εντός του Βελγίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος του συμβιβαστού του βασιλικού διατάγματος με το κοινοτικό δίκαιο.

26 Συναφώς, αρκεί η παρατήρηση ότι το αιτούν δικαστήριο ήδη, με την απόφασή του, απέρριψε το επιχείρημα αυτό διαπιστώνοντας ότι η διαφορά δεν αφορά μια καθαρώς εσωτερική κατάσταση, καθόσον η Stassen δεν πωλεί αποκλειστικά και μόνον τον μηλίτη που παράγει η ίδια, αλλά και μηλίτη τον οποίο εισάγει.

27 Η Ruwet υποστηρίζει, στη συνέχεια, ότι η οδηγία 75/106, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 79/1005, παρέσχε τελικά στα κράτη μέλη τη δυνατότητα είτε να επιτρέπουν την εμπορία προσυσκευασιών ονομαστικών όγκων διαφορετικών από τους προβλεπόμενους στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας, είτε να απαγορεύουν την εμπορία προϊόντων που δεν ανταποκρίνονται στις υποδείξεις του εν λόγω παραρτήματος. Η κατ' επιλογήν εναρμόνιση έχει ως αποτέλεσμα τη συνύπαρξη δύο χωριστών αγορών, ήτοι της αγοράς των προϊόντων που είναι σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία και για τα οποία ισχύει η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και της αγοράς των προϊόντων που δεν είναι σύμφωνα με την οδηγία και για τα οποία δεν ισχύει η ελεύθερη κυκλοφορία. Συνεπώς, το Βασίλειο του Βελγίου είχε το δικαίωμα να επιλέξει τη δεύτερη αυτή εναλλακτική λύση, ιδίως καθόσον η λύση αυτή εξασφαλίζει την προστασία των καταναλωτών, οι οποίοι, στην αντίθετη περίπτωση, θα είχαν να επιλέξουν μεταξύ ονομαστικών όγκων που θα πλησίαζαν ενδεχομένως πολύ ο ένας τον άλλον και θα μπορούσαν να παρασύρουν σε πλάνη τους καταναλωτές.

28 Η Βελγική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι, σε περίπτωση κατ' επιλογήν εναρμονίσεως, οι εισαγωγείς προϊόντων που δεν είναι σύμφωνα με τα πρότυπα της οδηγίας μπορούν, καταρχήν, να επικαλεστούν το άρθρο 30 της Συνθήκης προκειμένου να τα υπαγάγουν στο καθεστώς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Ωστόσο, σε περίπτωση που το κράτος μέλος εισαγωγής έχει καταστήσει υποχρεωτικές τις διατάξεις της οδηγίας και έχει καταργήσει τα δικά του εθνικά πρότυπα, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να δεχθεί τα προϊόντα που δεν είναι σύμφωνα με την οδηγία. Συγκεκριμένα, δεν θα ήταν σωστό οι παραγωγοί που υποβλήθηκαν στα αναγκαία έξοδα προκειμένου να προσαρμόσουν την παραγωγή τους στα εναρμονισμένα με κατ' επιλογήν εναρμόνιση πρότυπα να μην ανταμείβονται για τις προσπάθειές τους, ενώ οι παραγωγοί που δεν υποβάλλονται σε τέτοια έξοδα να μπορούν να συνεχίσουν να επικαλούνται την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων για προϊόντα που δεν είναι σύμφωνα με την οδηγία.

29 Κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, αν η ανάλυση αυτή δεν γίνει δεκτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το οφειλόμενο στο βασιλικό διάταγμα εμπόδιο για τις εισαγωγές δικαιολογείται από επιτακτική ανάγκη προστασίας των καταναλωτών.

30 Η Stassen και η HP Bulmer θεωρούν ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που εγκαινιάστηκε με την απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, 120/78, Rewe-Zentral, τη λεγομένη «απόφαση Cassis de Dijon» (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 321), η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την οποία αφορά το άρθρο 30 της Συνθήκης, ισχύει, δυνάμει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, για όλα τα προϊόντα που παράγονται νομίμως στο έδαφος κράτους μέλους. Κατά τις ως ανω εταιρίες, η οδηγία 75/106, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 79/1005, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει εθνικά μέτρα όπως η επίδικη στην κύρια δίκη απαγόρευση εμπορίας.

31 Η Stassen και η HP Bulmer υπογραμμίζουν ότι, στο μέτρο που η οδηγία αυτή δεν προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση, εξακολουθούν να ισχύουν τα άρθρα 30 επ. της Συνθήκης. Συναφώς, μέτρα αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό δικαιολογούνται για επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος μόνον εφόσον τηρούν την αρχή της αναλογικότητας. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης. Η απαγόρευση προσυσκευασιών ονομαστικού όγκου 0,33 l για τον μηλίτη, η οποία υπαγορεύεται από σκοπό προστασίας των καταναλωτών, εμποδίζει τις συγκρίσεις μεταξύ τιμής και ποσότητας με τα ποτά που ανταγωνίζονται άμεσα τον μηλίτη (μπίρα και μη οινοπνευματώδη ποτά). Επιπλέον, η προστασία των καταναλωτών όσον αφορά τις συγκρίσεις των τιμών μπορεί να εξασφαλιστεί με εναλλακτικό μέτρο τα αποτελέσματα του οποίου για το ενδοκοινοτικό εμπόριο να είναι πολύ λιγότερο περιοριστικά από μια απαγόρευση, ήτοι με την υποχρέωση αναγραφής της τιμής ανά μονάδα μετρήσεως (ανά λίτρο) στα ράφια των καταστημάτων όπου το προϊόν εκτίθεται προς πώληση. Συνεπώς, μια απαγόρευση εμπορίας όπως η επίδικη στην κύρια δίκη αντιβαίνει στο άρθρο 30 της Συνθήκης.

32 Η Γερμανική Κυβέρνηση παραπέμπει καταρχάς, όσον αφορά τα προϊόντα για τα οποία επιτρέπεται ακόμα στα κράτη μέλη να δέχονται ονομαστικούς όγκους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στη στήλη Ι του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας, στην απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1981, 130/80, Kelderman (Συλλογή 1981, σ. 527), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι μια εθνική ρύθμιση προσδιορίζουσα τα διάφορα μεγέθη και βάρη του άρτου και αποσκοπούσα στην αποφυγή της παραπλανήσεως του καταναλωτή σχετικά με την πραγματική ποσότητα άρτου που του προσφέρεται δεν εδικαιολογείτο για λόγους προστασίας των καταναλωτών, καθόσον η προσήκουσα πληροφόρηση του καταναλωτή μπορούσε να εξασφαλιστεί με την επικόλληση κατάλληλης ετικέτας, και, επομένως, αντέβαινε στο άρθρο 30 της Συνθήκης. Η ως άνω κυβέρνηση παρατηρεί, στη συνέχεια, ότι το κοινοτικό δίκαιο περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με την αναγραφή ενδείξεων όσον αφορά τις ποσότητες των τροφίμων και με την καταπολέμηση των παραπλανητικών προσυσκευασιών. Τέλος, υπογραμμίζει ότι η διαφάνεια της αγοράς θα βελτιωθεί ακόμα περισσότερο μετά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, το αργότερο στις 18 Μαρτίου 2000, της οδηγίας 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές (ΕΕ L 80, σ. 27). Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων απορρέοντες από την οδηγία 75/106 δεν μπορούν πλέον, μετά τη μεταφορά της οδηγίας 98/6 στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, να δικαιολογηθούν γενικώς από λόγους απτόμενους της προστασίας των καταναλωτών.

33 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι η οδηγία 75/106, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 79/1005, παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιτρέπουν την εμπορία προσυσκευασιών με ονομαστικούς όγκους διαφορετικούς από αυτούς που προβλέπει. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν την εμπορία των προϊόντων αυτών στο έδαφός τους παρά μόνον εφόσον τηρούν τη σχετική με το άρθρο 30 της Συνθήκης νομολογία του Δικαστηρίου.

34 Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη συγγενείς κοινοτικές διατάξεις και, ειδικότερα, οι διατάξεις της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμισή τους (ΕΕ ειδ. εκδ. 03/024, σ. 33), της οδηγίας 79/581/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1979, περί προστασίας των καταναλωτών στο θέμα των ενδείξεων των τιμών των τροφίμων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/025, σ. 163), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 88/315/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 1988 (ΕΕ L 142, σ. 23), καθώς και της οδηγίας 98/6. Η αναγκαιότητα του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων θα πρέπει να εκτιμάται υπό το φως αυτών των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και της νομολογίας του Δικαστηρίου, καθώς και ενόψει των συγκεκριμένων πραγματικών περιστάσεων.

35 Το Συμβούλιο δεν επιθυμεί να εκφραστεί ως προς κατά πόσον το Βασίλειο του Βελγίου μετέφερε ορθώς την οδηγία 75/106, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 79/1005, στο εσωτερικό δίκαιο. Θεωρεί, ωστόσο, ότι από το άρθρο 5 και το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι, δυνάμει της οδηγίας, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τη διάθεση στην αγορά μηλίτη οίνου σε προσυσκευασίες ονομαστικού όγκου 0,33 l. Κατά το Συμβούλιο, η οδηγία 98/6 επιβεβαιώνει ότι η τροποποιημένη οδηγία 75/106 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την κυκλοφορία φιαλών μηλίτη οίνου χωρητικότητας 0,33 l για λόγους προστασίας των καταναλωτών.

36 Η Επιτροπή εκτιμά ότι η τροποποιημένη οδηγία 75/106 παρέχει στα κράτη μέλη, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων του άρθρου 5 (βλ. σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως), τη δυνατότητα να επιτρέπουν άλλες προσυσκευασίες πλην αυτών που η ίδια προβλέπει και οι οποίες, ως εκ τούτου, συνυπάρχουν με τις πρώτες.

37 Κατά την Επιτροπή, οι άλλες αυτές προσυσκευασίες εξακολουθούν να εμπίπτουν στο άρθρο 30 της Συνθήκης, διάταξη η οποία δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προστατεύουν τους καταναλωτές τους από συσκευασίες ικανές να παραπλανήσουν τον αγοραστή.

38 Η Επιτροπή υποστηρίζει, εξάλλου, ότι ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται από το εθνικό δικαστήριο συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων κάθε περιπτώσεως (απόφαση της 17ης Μαρτίου 1983, 94/82, De Kikvorsch, Συλλογή 1983, σ. 947). Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη τις διαφορές μεταξύ των ονομαστικών όγκων των σειρών προσυσκευασιών που προβλέπει η οδηγία την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης. Οι διαφορές αυτές παρέχουν ενδείξεις χρήσιμες προκειμένου να προσδιοριστούν εκείνες που μπορούν να θεωρηθούν ως προστατεύουσες τους καταναλωτές από κάθε κίνδυνο συγχύσεως. Υπό το φως των ενδείξεων αυτών, η διαφορά που υφίσταται μεταξύ μιας προσυσκευασίας ονομαστικού όγκου 0,33 l και μιας προσυσκευασίας ονομαστικού όγκου 0,375 l δεν συνεπάγεται σημαντικό κίνδυνο συγχύσεως, καθόσον η ετικέτα παρέχει στον καταναλωτή την κατάλληλη πληροφόρηση ως προς τον όγκο του προσυσκευασμένου υγρού.

39 Το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε επίσης, κατά την Επιτροπή, να λάβει υπόψη του στοιχεία σχετικά με τη συσκευσία, όπως η φύση ή η ιδιαίτερη φύση της προσυσκευασίας, την ενδεχόμενη αναγραφή της τιμής ανά μονάδα μετρήσεως, σύμφωνα με τις οδηγίες 79/581 και 98/6, καθώς και τους ονομαστικούς όγκους που προβλέπει η οδηγία 75/106 για ανταγωνιστικά προϊόντα ή, γενικότερα, για τα περισσότερα άλλα υγρά τρόφιμα.

40 Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 75/106 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 100 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 94 ΕΚ), με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν άμεση επίπτωση στην εγκαθίδρυση ή τη λειτουργία της κοινής αγοράς.

41 Από την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προκύπτει ότι αποσκοπούσε στην εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία ορισμένων προσυσκευασιών υγρών τροφίμων, τα οποία οφείλονται στην ύπαρξη, στα περισσότερα κράτη μέλη, κανονιστικών διατάξεων αναγκαστικού χαρακτήρα που διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Εξάλλου, σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη, η οδηγία αυτή αποσκοπούσε στην προαγωγή της προστασίας των καταναλωτών από τους κινδύνους συγχύσεως.

42 Όπως είχε αρχικά, η οδηγία 75/106 προέβαινε σε πλήρη εναρμόνιση των σχετικών εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων, καθόσον το άρθρο 4, παράγραφος 2, απέκλειε την εμπορία προσυσκευασιών με ονομαστικούς όγκους διαφορετικούς από τους αναφερόμενους στο παράρτημα ΙΙΙ, το δε άρθρο 5 απαγόρευε στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, σχετικά με προσυσκευασίες που πληρούσαν τις προδιαγραφές της εν λόγω οδηγίας, μέτρα περιορίζοντα τη θέση τους στην αγορά, για λόγους αφορώντες τους όγκους τους ή τον προσδιορισμό των όγκων αυτών.

43 Μετά την κατάργηση του άρθρου 4, παράγραφος 2, με την οδηγία 79/1005, η οδηγία 75/106 κατέστη οδηγία μερικής εναρμονίσεως. ράγματι, παρασχέθηκε εκ νέου στα κράτη μέλη η δυνατότητα να επιτρέπουν την εμπορία προσυσκευασιών με ονομαστικούς όγκους διαφορετικούς από τους προβλεπόμενους στο παράρτημα ΙΙΙ, εκτός από τις συσκευασίες που περιέχουν ορισμένα προϊόντα τα οποία δεν αφορά η υπό κρίση υπόθεση (βλ. σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως).

44 Αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από τη Ruwet και τη Βελγική Κυβέρνηση, οι προσυσκευασίες ονομαστικών όγκων μη αναφερομένων στη στήλη Ι του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας 75/106, που τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676, αλλά επιτρεπομένων εντός άλλων κρατών μελών εφόσον τηρείται η εν λόγω οδηγία, δεν μπορούν να εξαιρεθούν από την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που εγγυάται το άρθρο 30 της Συνθήκης με μόνη αιτιολογία ότι, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ένα κράτος μέλος έχει καταστήσει υποχρεωτική την κοινοτική σειρά ονομαστικών όγκων.

45 ρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 30 της Συνθήκης έχει ως σκοπό να απαγορεύει κάθε νομοθεσία των κρατών μελών ικανή να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο (βλ. την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Dassonville, Συλλογή τόμος 1974, σ. 411, σκέψη 5).

46 Ελλείψει εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών, το άρθρο 30 απαγορεύει τα εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο που ανακύπτουν από την εφαρμογή επί των εμπορευμάτων προελεύσεως άλλων κρατών μελών, όπου αυτά νομίμως παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο, κανόνων σχετικών με τους όρους στους οποίους πρέπει να ανταποκρίνονται τα εμπορεύματα αυτά, όπως είναι οι κανόνες που αφορούν, για παράδειγμα, την παρουσίαση, την επισήμανση και τη συσκευασία τους, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται αδιακρίτως και επί των εγχωρίων και επί των εισαγομένων προϊόντων (απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, C-470/93, Mars, Συλλογή 1995, σ. Ι-1923, σκέψη 12).

47 Σε περίπτωση μερικής εναρμονίσεως, όπως η επίδικη, η απαγόρευση αυτή ισχύει για τις απαγορεύσεις εμπορίας των προσυσκευασιών που δεν αποτελούν το αντικείμενο αυτής της εναρμονίσεως. Στην περίπτωση αυτή, η αντίθετη ερμηνεία θα κατέληγε στο να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να στεγανοποιούν την εγχώρια αγορά από τα προϊόντα που δεν ρυθμίζουν οι κοινοτικοί κανόνες, σε αντίθεση προς τον σκοπό της ελεύθερης κυκλοφορίας τον οποίο επιδιώκει η Συνθήκη.

48 Καίτοι εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο επί του εγχωρίου όσο και επί του εισαγομένου μηλίτη, εθνικό μέτρο όπως το επίδικο, στον βαθμό που εφαρμόζεται στις προσυσκευασίες ονομαστικού όγκου 0,33 l οι οποίες νομίμως παράγονται και διατίθενται στην αγορά εντός άλλων κρατών μελών, είναι ικανό να εμποδίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. ράγματι, μπορεί να αναγκάσει τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες να διαμορφώνουν διαφορετικά την παρουσίαση του προϊόντος αναλόγως του τόπου εμπορίας και να υποβάλλονται, κατά συνέπεια, σε πρόσθετα έξοδα συσκευασίας. Μια τέτοια απαγόρευση εμπίπτει, επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης (βλ. υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Mars, σκέψεις 13 και 14).

49 Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίδικη στην κύρια δίκη απαγόρευση εμπορίας δικαιολογείται από επιτακτική ανάγκη προστασίας των καταναλωτών.

50 Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, τα εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο που ανακύπτουν από διαφορές των εθνικών διατάξεων πρέπει να γίνονται δεκτά στον βαθμό που οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αδιακρίτως επί των εγχωρίων και επί των εισαγομένων προϊόντων και μπορούν να δικαιολογηθούν ως αναγκαίες για την ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών αναγομένων, ιδίως, στην προστασία των καταναλωτών. άντως, για να μπορούν να γίνουν δεκτά τα ως άνω εμπόδια, πρέπει οι εν λόγω διατάξεις να είναι ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και ο σκοπός αυτός να μη μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα που περιορίζουν λιγότερο το ενδοκοινοτικό εμπόριο (βλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1996, C-313/94, Graffione, Συλλογή 1996, σ. Ι-6039, σκέψη 17, και την παρατιθέμενη στην απόφαση αυτή νομολογία).

51 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το Βασίλειο του Βελγίου επιδιώκει, στο πλαίσιο της επιτακτικής ανάγκης που επικαλείται, την αποτροπή της παραπλανήσεως του καταναλωτή από υπερβολικά παραπλήσιους ονομαστικούς όγκους.

52 Ενόψει εθνικού μέτρου όπως το αμφισβητούμενο στην κύρια δίκη, το εθνικό δικαστήριο του κράτους εισαγωγής οφείλει να εκτιμήσει, για κάθε προσυσκευασία με όγκο μη προβλεπόμενο στο παράρτημα ΙΙΙ, στήλη Ι, της οδηγίας 75/106, που τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676, αλλά νομίμως παραγόμενη και διατιθέμενη στο εμπόριο εντός του κράτους μέλους εξαγωγής, αν υφίσταται πράγματι κίνδυνος παραπλανήσεως του καταναλωτή.

53 ρος τούτο, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα συναφή στοιχεία, λαμβάνοντας ως μέτρο αναφοράς τον μέσο καταναλωτή, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2000, C-220/98, Estée Lauder, Συλλογή 2000, σ. Ι-117, σκέψη 30).

54 Μεταξύ άλλων, μπορεί να λάβει υπόψη του την υποχρέωση αναγραφής στην ετικέτα της καθαρής ποσότητας υγρού που περιέχει η συσκευασία, εκφραζόμενης σε μονάδες όγκου (λίτρα, εκατοστόλιτρα, χιλιοστόλιτρα, αναλόγως της περιπτώσεως). Η υποχρέωση αυτή προβλέπεται γενικώς για όλα τα υγρά τρόφιμα από τα άρθρα 3, παράγραφος 1, σημείο 4, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων (ΕΕ L 109, σ. 29), η οποία κωδικοποίησε και κατάργησε την οδηγία 79/112. ροβλέπεται επίσης, για τις προσυσκευασίες τις οποίες αφορά η οδηγία 75/106, που τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, του οποίου τη διατύπωση δεν άλλαξε η οδηγία 79/1005. Το εθνικό δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του τη συναφή πληροφόρηση, στο μέτρο που είναι ικανή να αποτρέψει, στον καταναλωτή αναφοράς, σύγχυση μεταξύ των δύο όγκων και να επιτρέψει στον εν λόγω καταναλωτή να λάβει υπόψη του τη διαφορά όγκου, την οποία έχει διαπιστώσει, στη σύγκριση των τιμών ενός και του αυτού υγρού συσκευασμένου σε δύο διαφορετικές συσκευασίες.

55 Το εθνικό δικαστήριο μπορεί ακόμα να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι η ίδια η οδηγία 75/106, που τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676, δέχεται, στη σειρά ονομαστικών όγκων την οποία προβλέπει στη στήλη Ι του παραρτήματος ΙΙΙ, για διάφορα υγρά (γάλα, νερά, λεμονάδες, χυμούς φρούτων ή λαχανικών), τη συνύπαρξη ονομαστικών όγκων (0,20 l και 0,25 l) που εμφανίζουν διαφορά μεταξύ τους μόνον 0,05 l, μόλις μεγαλύτερη από εκείνη που υφίσταται μεταξύ του όγκου 0,33 l, τον οποίο αφορά η υπόθεση στην κύρια δίκη, και του όγκου 0,375 l, που προβλέπεται στην κοινοτική σειρά ονομαστικών όγκων που επιτρέπονται για τον μηλίτη οίνο.

56 Τέλος, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του ότι:

το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/581, που προστέθηκε με την οδηγία 88/315, προέβλεπε υποχρέωση αναγραφής, στο στάδιο της πωλήσεως τροφίμων στον καταναλωτή, της τιμής πωλήσεως ανά μονάδα μετρήσεως (καταρχήν, λίτρο για τα υγρά), υποχρέωση η οποία ίσχυε, μεταξύ άλλων, για τους προσυσκευασμένους μηλίτες οίνους σε προσυσκευασίες ονομαστικών όγκων μη προβλεπομένων στη στήλη Ι του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας 75/106, που τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676·

η υποχρέωση αυτή γενικεύθηκε, πλην εξαιρέσεων, για όλα τα προϊόντα που προσφέρονται στους καταναλωτές, και ειδικότερα για τους μηλίτες οίνους, ανεξαρτήτως του ονομαστικού όγκου της προσυσκευασίας, με την οδηγία 98/6, οι εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οποίας στην εσωτερική έννομη τάξη έπρεπε να τεθούν σε ισχύ το αργότερο στις 18 Μαρτίου 2000, ήτοι πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο θα κρίνει επί του αιτήματος απαγορεύσεως της εμπορίας, και η οποία κατάργησε την οδηγία 79/581 από 18ης Μαρτίου 2000.

57 Συνεπώς, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η ακόλουθη απάντηση:

η οδηγία 75/106, που τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005, 85/10, 88/316 και 89/676, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν, με εθνική ρύθμιση όπως το βασιλικό διάταγμα, την εμπορία κάθε συσκευασίας με ονομαστικό όγκο μη προβλεπόμενο στη στήλη Ι του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας αυτής·

το άρθρο 30 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την εμπορία προσυσκευασίας με ονομαστικό όγκο μη περιλαμβανόμενο στην κοινοτική σειρά ονομαστικών όγκων, η οποία νομίμως παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο εντός άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν η απαγόρευση αυτή υπαγορεύεται από επιτακτική ανάγκη αναγόμενη στην προστασία των καταναλωτών, εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα προϊόντα, είναι αναγκαία για την ικανοποίηση της ανάγκης αυτής και ανάλογη του επιδιωκομένου σκοπού και εφόσον ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα περιορίζοντα σε μικρότερο βαθμό το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

58 Ενόψει της απαντήσεως αυτής, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

59 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Βελγική Κυβέρνηση, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 1998 το Tribunal de commerce de Bruxelles, αποφαίνεται:

Η οδηγία 75/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην προσυσκευασία κατ' όγκον ορισμένων προσυσκευασμένων υγρών, η οποία τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 79/1005/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1979, 85/10/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1984, 88/316/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 1988, και 89/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την εμπορία κάθε συσκευασίας με ονομαστικό όγκο μη προβλεπόμενο στη στήλη Ι του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας αυτής με εθνική ρύθμιση όπως το βελγικό βασιλικό διάταγμα της 16ης Φεβρουαρίου 1982, σχετικά με τις σειρές ονομαστικών ποσοτήτων και ονομαστικών χωρητικοτήτων που επιτρέπονται για ορισμένα προσυσκευασμένα προϊόντα.

Το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 28 ΕΚ) έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την εμπορία προσυσκευασίας με ονομαστικό όγκο μη περιλαμβανόμενο στην κοινοτική σειρά ονομαστικών όγκων, η οποία νομίμως παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο εντός άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν η απαγόρευση αυτή υπαγορεύεται από επιτακτική ανάγκη αναγόμενη στην προστασία των καταναλωτών, εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα προϊόντα, είναι αναγκαία για την ικανοποίηση της ανάγκης αυτής και ανάλογη του επιδιωκομένου σκοπού και εφόσον ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα περιορίζοντα σε μικρότερο βαθμό το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

Top