EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016PC0825

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005

COM/2016/0825 final - 2016/0413 (COD)

Βρυξέλλες, 21.12.2016

COM(2016) 825 final

2016/0413(COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005

{SWD(2016) 470 final}
{SWD(2016) 471 final}


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Η παρούσα πρόταση εναρμονίζει τον κανονισμό για τον έλεγχο των ρευστών διαθεσίμων (εφεξής «κανονισμός CCR») με τους διεθνείς κανόνες και τις βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η πρόταση καλύπτει τομείς στους οποίους υπάρχει περιθώριο βελτίωσης, όπως εντοπίστηκε στην αξιολόγηση του κανονισμού CCR, και θέτει σε εφαρμογή μια σειρά σημείων δράσης που καθορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας 1 .

Ο πρώτος κανονισμός για τον έλεγχο των ρευστών διαθεσίμων εκδόθηκε το 2005 2 . Ο εν λόγω κανονισμός συμπλήρωνε τις διατάξεις της οδηγίας κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (εφεξής «οδηγία AMLD») 3 θεσπίζοντας ένα σύστημα ελέγχων στους οποίους πρέπει να υποβάλλονται τα φυσικά πρόσωπα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και μεταφέρουν μετρητά ή διαπραγματεύσιμους τίτλους στον κομιστή, αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR. Με τον τρόπο αυτό, ο κανονισμός έθεσε σε εφαρμογή, σε επίπεδο ΕΕ, διεθνή πρότυπα στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και ιδίως τη σύσταση της ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης για το ξέπλυμα χρήματος (εφεξής «FATF») για τους ελέγχους των κινήσεων ρευστών διαθεσίμων.

Η Επιτροπή, έπειτα από αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο ο πρώτος κανονισμός CCR εκπλήρωσε τους στόχους του, από πληροφορίες που διαβίβασαν τα κράτη μέλη, καθώς και από την εξέλιξη των διεθνών προτύπων όσον αφορά τον έλεγχο των διασυνοριακών ροών ρευστών διαθεσίμων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρά τις συνολικά ικανοποιητικές επιδόσεις του κανονισμού, ορισμένοι τομείς είναι προβληματικοί και θα πρέπει να ενισχυθούν προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία του κανονισμού.

Συγκεκριμένα, με την παρούσα πρόταση επιδιώκεται η αντιμετώπιση των ακόλουθων ζητημάτων:

1.    Πλημμελής κάλυψη των διασυνοριακών κινήσεων ρευστών διαθεσίμων 

Σύμφωνα με τον ισχύοντα κανονισμό CCR, τα φυσικά πρόσωπα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την ΕΕ με ποσό αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR υποχρεούνται να υποβάλλουν σχετική δήλωση. Ωστόσο, δεν προβλέπονται διατάξεις για ρευστά διαθέσιμα που μεταφέρονται με αποστολές ταχυδρομείου, εμπορευμάτων ή ταχυμεταφορών. Δημόσιες αρχές έχουν επισημάνει ότι οι εγκληματίες καταφεύγουν στην αποστολή ή την παραλαβή ρευστών διαθεσίμων μέσω αποστολών αυτού του είδους, ούτως ώστε να παρακάμπτουν την υποχρέωση υποβολής δήλωσης δυνάμει του κανονισμού CCR.

2.    Δυσκολίες όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών

Ο ισχύων κανονισμός CCR επιβάλλει απλώς στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να «θέτουν» τα δεδομένα της δήλωσης «στη διάθεση» της μονάδας χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ) του κράτους μέλους στο οποίο συγκεντρώθηκαν. Αυτή η κάπως παθητική απαίτηση μπορεί να εκπληρωθεί απλώς με το να τίθενται τα συμπληρωμένα έντυπα της δήλωσης στη διάθεση της ΜΧΠ προς έλεγχο. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί, καθώς απαιτείται η ενεργητική διαβίβαση των πληροφοριών στη ΜΧΠ, ώστε αυτή να έχει τη δυνατότητα να τις αναλύει. Επίσης, η ανταλλαγή των δεδομένων της δήλωσης με αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον όταν υπάρχουν ενδείξεις παράνομης δραστηριότητας αλλά, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, είναι προαιρετική. Η κατάσταση αυτή είχε ως συνέπεια τη μη συνεκτική εφαρμογή και την περιορισμένη συστηματική ανταλλαγή δεδομένων.

3.    Αδυναμία των αρμόδιων αρχών να προβούν σε προσωρινή δέσμευση ποσών μικρότερων από το κατώτατο όριο

Ο ισχύων κανονισμός CCR δεν επιτρέπει στις αρχές να προβούν σε προσωρινή δέσμευση ρευστών διαθεσίμων σε περίπτωση που εντοπίζουν κινήσεις ποσών μικρότερων από το κατώτατο όριο για τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις παράνομης δραστηριότητας.

4.    Ατελής ορισμός των «ρευστών διαθεσίμων» 

Σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, ως ρευστά διαθέσιμα νοούνται «τα μετρητά που τίθενται σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής ή ως διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή». Ωστόσο, έχουν επισημανθεί περιπτώσεις στις οποίες εγκληματίες έχουν προβεί σε κινήσεις σημαντικών ποσοτήτων ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμων αγαθών, όπως ο χρυσός, για τη μεταφορά αξίας, ούτως ώστε να μην υπόκεινται στην υποχρέωση υποβολής δήλωσης. Το πρόβλημα αυτό δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς στο πλαίσιο της συνήθους τελωνειακής διασάφησης, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία, για παράδειγμα, σχετικά με την οικονομική προέλευση ή τον σκοπό των ρευστών διαθεσίμων, και δεν είναι πάντοτε υποχρεωτικού χαρακτήρα. Είναι επίσης αναγκαίο να ληφθούν υπόψη τα ταχέως μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά της εγκληματικότητας και η αύξηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος, της διαδικτυακής απάτης και των παράνομων διαδικτυακών αγορών, που διευκολύνονται από την ανάπτυξη της αγοράς ηλεκτρονικού χρήματος και των προϊόντων που προσφέρει, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα προπληρωμένα μέσα πληρωμών. Απαιτείται η επέκταση του ορισμού των ρευστών διαθεσίμων ώστε να συμπεριλαμβάνει τις εν λόγω μεθόδους πληρωμής και να καλυφθεί συνεπώς το σχετικό νομοθετικό κενό που έχει επισημανθεί και στοιχειοθετηθεί από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου 4 .

5.    Αποκλίνουσες κυρώσεις λόγω μη υποβολής δήλωσης στα κράτη μέλη

Οι κυρώσεις που επιβάλλονται λόγω μη υποβολής δήλωσης ρευστών διαθεσίμων παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Ορισμένα κράτη μέλη επιβάλλουν πολύ χαμηλές κυρώσεις, οι οποίες ενδέχεται να μην είναι αποτρεπτικές, ενώ η αυστηρότητα των κυρώσεων σε ορισμένα άλλα κράτη μέλη φαίνεται να παραπέμπει αυτομάτως στην παραδοχή ότι η μη υποβολή δήλωσης ρευστών διαθεσίμων είναι ενδεικτική υποκείμενου αδικήματος (που απομένει να στοιχειοθετηθεί και θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής έρευνας). Όταν τέθηκε σε ισχύ ο υφιστάμενος κανονισμός CCR, επέβαλλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις επιβαλλόμενες κυρώσεις, χωρίς ωστόσο να προβλέπει αντίστοιχη υποχρέωση για τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους.

6.    Διαφορετικά επίπεδα εφαρμογής μεταξύ των κρατών μελών

Δυνάμει του ισχύοντος κανονισμού CCR, τα περισσότερα κράτη μέλη χρησιμοποιούν σε εθελοντική βάση το ίδιο έντυπο δήλωσης, ωστόσο αυτό δεν είναι υποχρεωτικό. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν επίσης στην Επιτροπή στατιστικά δεδομένα, αλλά δεν είναι δυνατό να επιβληθεί ούτε η διαβίβαση ούτε το επίπεδο λεπτομέρειας των διαβιβαζόμενων δεδομένων, κάτι το οποίο ενδέχεται να δημιουργεί προβλήματα όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεκτικής εφαρμογής και της αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι πρέπει να ενισχυθεί η ευαισθητοποίηση των ταξιδιωτών όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται καλύτερα σε επίπεδο κρατών μελών, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων αναγκών και της κατάστασης που επικρατεί σε καθένα από αυτά. Η Επιτροπή θα εξετάσει τους βέλτιστους τρόπους επίτευξης του στόχου αυτού και θα έρθει σε επαφή με εθνικούς εμπειρογνώμονες των κρατών μελών για το συγκεκριμένο θέμα, ενώ είναι επίσης έτοιμη να συνδράμει τα κράτη μέλη για την ανάπτυξη κατάλληλου υλικού.

Συνοχή με ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Η παρούσα πρόταση θα πρέπει να εξεταστεί εντός του ενωσιακού και διεθνούς πλαισίου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Σε διεθνές επίπεδο, η FATF, στην οποία η Επιτροπή εκπροσωπεί την Ένωση, διατυπώνει συστάσεις προς τις διάφορες δικαιοδοσίες σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Παρότι οι εν λόγω συστάσεις δεν αποτελούν άμεσα εφαρμοστέες νομοθετικές πράξεις, δεν παύουν να είναι βαρύνουσας σημασίας: οι αξιολογήσεις της συμμόρφωσης των μελών της FATF που διενεργούνται εσωτερικά από τα ίδια τα μέλη υποβάλλονται σε αυστηρό έλεγχο και έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη φήμη τους. Η σύσταση 32 της FATF εξετάζει το ζήτημα των διασυνοριακών κινήσεων ρευστών διαθεσίμων.

Σε επίπεδο ΕΕ έχουν θεσπιστεί διάφορες νομοθετικές πράξεις προκειμένου να διαμορφωθεί ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας· μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι ακόλουθες:

   η τέταρτη οδηγία AMLD 5 , η οποία καλύπτει την πλειονότητα των συστάσεων της FATF·

   ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών 6 , ο οποίος θέτει σε εφαρμογή την ειδική σύσταση VΙΙ (SR VII) της FATF για τις ηλεκτρονικές μεταφορές χρηματικών ποσών·

   η οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά 7 (οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών), η οποία, σε συνδυασμό με την οδηγία AMLD, εφαρμόζει την ειδική σύσταση VI (SR VI) της FATF για τα εναλλακτικά συστήματα εμβασμάτων·

   ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας 8 , ο οποίος, σε συνδυασμό με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2002 9 για την εφαρμογή των κυρώσεων των Ηνωμένων Εθνών κατά του δικτύου της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν, εφαρμόζει τμήμα της ειδικής σύστασης ΙΙΙ (SR III) της FATF για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων τρομοκρατών.

Σε γενικές γραμμές, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας:

   η οδηγία AMLD θεσπίζει ένα πλαίσιο κανόνων σχετικά με τη λειτουργία του επίσημου χρηματοπιστωτικού τομέα· και

   ο κανονισμός CCR θεσπίζει ένα συμπληρωματικό πλαίσιο κανόνων για την προστασία της Ένωσης από τις μεταφορές ρευστών διαθεσίμων διαμέσου των εξωτερικών συνόρων από άτομα που επιδίδονται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και από τους χρηματοδότες της τρομοκρατίας που επιδιώκουν να παρακάμψουν τους ελέγχους του επίσημου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Συνοχή με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Η πρόταση συνάδει με άλλες πολιτικές της Ένωσης και συμβάλλει σε αυτές, ιδίως:

   στο ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την ασφάλεια 10 , το οποίο δίνει έμφαση στη σημασία της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ επισημαίνει επίσης τη σπουδαιότητα της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, και ειδικότερα των ΜΧΠ·

   στο σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, στο οποίο απαριθμούνται διάφορες πρωτοβουλίες πολιτικής και νομοθετικές πρωτοβουλίες (συμπεριλαμβανομένης της παρούσας πρότασης) που πρέπει να αναληφθούν στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης στον συγκεκριμένο τομέα· και

   στην πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας 11 , η οποία περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που πρέπει να επιβάλλονται σε πρόσωπα ή οντότητες που παρέχουν υλική υποστήριξη για τρομοκρατικούς σκοπούς.

-    Η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η οποία απαγορεύει την επιβολή περιορισμών σε πληρωμές και κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών, εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της λήψης μέτρων τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις και αιτιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας.

2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

Νομική βάση

Η παρούσα πρόταση έχει διττή νομική βάση στο πρωτογενές δίκαιο:

   το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ (εσωτερική αγορά) – διότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η προστασία των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης, πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να εμποδίζονται όσοι επιδίδονται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και οι χρηματοδότες της τρομοκρατίας να εκμεταλλεύονται τις αποκλίνουσες εθνικές προσεγγίσεις με σκοπό τη μεταφορά ρευστών διαθεσίμων. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι εναρμονισμένα για να είναι αποτελεσματικά· και

   το άρθρο 33 (τελωνειακή συνεργασία) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) – διότι οι έλεγχοι των ρευστών διαθεσίμων θα πρέπει να διεξάγονται στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, όπου οι τελωνειακές αρχές έχουν ευρεία παρουσία. Επίσης, οι εν λόγω υπηρεσίες διαθέτουν σημαντική εμπειρογνωσία σε θέματα ελέγχων της κυκλοφορίας επιβατών και της γενικής μεταφοράς εμπορευμάτων διαμέσου των εξωτερικών συνόρων.

Επικουρικότητα (σε περίπτωση μη αποκλειστικής αρμοδιότητας)

Η πρόταση αποτελεί μέρος του πλαισίου της ΕΕ κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες / κατά της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και εναρμονίζεται με την οδηγία AMLD όσον αφορά τις κινήσεις ρευστών διαθεσίμων διαμέσου των εξωτερικών συνόρων.

Η οργάνωση της εσωτερικής αγοράς με ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων προϋποθέτει τη λήψη εναρμονισμένων μέτρων σε όλα τα κράτη μέλη, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον, με σκοπό τη διατήρηση κατάλληλου και ίσου βαθμού προστασίας και ίσων όρων ανταγωνισμού.

Δεν θα ήταν δυνατή η επίτευξη του απαιτούμενου βαθμού εναρμόνισης με βάση μόνο την εθνική νομοθεσία. Όσοι επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες και οι χρηματοδότες της τρομοκρατίας θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τις αποκλίσεις και να επιχειρήσουν να μεταφέρουν τα ρευστά διαθέσιμά τους εντός ή εκτός της ΕΕ μέσω των κρατών μελών στα οποία τα μέτρα ελέγχου είναι ασθενέστερα. Δεδομένων των ποσών των δηλούμενων ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την ΕΕ κάθε έτος (κατά μέσο όρο μεταφέρονται από φυσικά πρόσωπα 60-70 δισ. ευρώ), η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να έχει στρεβλωτικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά.

Η παρούσα πρόταση κανονισμού δεν θα εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν εθνικά μέτρα ελέγχου των ρευστών διαθεσίμων που διακινούνται μεταξύ των εσωτερικών συνόρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κινήσεις είναι συμβατές με το άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 65 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

Ο παρών κανονισμός δεν αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται από την ΕΕ ή από τα κράτη μέλη και επιβάλλουν περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων σε περίπτωση σοβαρών δυσχερειών για τη λειτουργία της οικονομικής ή νομισματικής ένωσης (άρθρο 66 της ΣΛΕΕ) ή σε περίπτωση αιφνίδιας κρίσης του ισοζυγίου πληρωμών (άρθρα 143-144 της ΣΛΕΕ).

Αναλογικότητα

Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι προκρινόμενες επιλογές πολιτικής για την αντιμετώπιση των προαναφερόμενων ζητημάτων και για την επίτευξη των στόχων είναι και κατάλληλες και αναγκαίες.

Η επέκταση του πεδίου εφαρμογής των ελέγχων ώστε να περιλαμβάνονται τα μετρητά που μεταφέρονται με αποστολές ταχυδρομείου και εμπορευμάτων και να επιτρέπεται στις αρχές να δεσμεύουν ποσά μικρότερα από το κατώτατο όριο, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, αναμένεται να διασφαλίσει την πλήρη και ρητή συμμόρφωση με τους διεθνείς κανόνες και τα διεθνή πρότυπα βέλτιστων πρακτικών. Επιπλέον, θα βελτιωθούν οι εξουσίες ελέγχου των αρχών, ενώ παράλληλα θα περιοριστεί ο επιπρόσθετος διοικητικός φόρτος για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τις αρχές, κυρίως χάρη στη λειτουργία ενός συστήματος γνωστοποίησης των μετρητών που μεταφέρονται με αποστολές ταχυδρομείων και εμπορευμάτων το οποίο θα παρέχει στις εθνικές αρχές πλήρεις εξουσίες ελέγχου, χωρίς ωστόσο να επιβάλλει συστηματική επιβάρυνση για υποβολή δήλωσης στους νόμιμους φορείς.

Όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, η θέσπιση της ενεργητικής υποχρέωσης να θέτουν τα δεδομένα στη διάθεση της ΜΧΠ του οικείου κράτους μέλους θα εξασφαλίζει στην εν λόγω ΜΧΠ τη δυνατότητα απόκτησης όλων των δεδομένων που απαιτούνται για τη σχετική ανάλυση. Αυτός ο βαθμός εναρμόνισης κρίνεται αναγκαίος ώστε να αποφεύγονται περιπτώσεις στις οποίες τα δεδομένα «καθίστανται» μεν «διαθέσιμα», αλλά δεν πραγματοποιείται ενεργητική διαβίβασή τους στη ΜΧΠ. Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών θα καταστεί πλέον υποχρεωτική όσον αφορά τις παραβάσεις και τις κινήσεις ρευστών διαθεσίμων σε περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, ούτως ώστε να ενισχυθεί η ικανότητα των αρμόδιων αρχών στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ενώ θα διασφαλίζεται παράλληλα η αναλογικότητα.

Με την επέκταση του ορισμού των «ρευστών διαθεσίμων» ώστε να συμπεριλαμβάνεται ο χρυσός και με την επιλογή ενός μηχανισμού που θα καθιστά δυνατή την ευέλικτη τροποποίηση των στοιχείων που απαρτίζουν τον ορισμό με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, υπό το πρίσμα των εξελισσόμενων τάσεων και της τεχνολογίας, η πρόταση λαμβάνει υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις και καταδεικνύει τη δέσμευση της ΕΕ να αντιμετωπιστούν οι πιθανές οδοί διαφυγής που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον για τη μεταφορά αξίας. Οι προτεινόμενες κυρώσεις λόγω μη υποβολής δήλωσης παρέχουν στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη λήψη των μέτρων τα οποία κρίνουν αναγκαία για την επίτευξη των στόχων. Δεδομένων των χαρακτηριστικών τους, οι προπληρωμένες κάρτες χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά αξίας διαμέσου των εξωτερικών συνόρων με στόχο τη χρηματοδότηση παράνομων δραστηριοτήτων. Σύμφωνα με τις αρχές για τη βελτίωση της νομοθεσίας, πριν από την πιθανή προσθήκη ορισμένων προπληρωμένων καρτών με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη στο μέλλον, θα πρέπει να προηγηθεί αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων του εν λόγω κινδύνου, της δυνατότητας πρακτικής εφαρμογής και της αναλογικότητας, λαμβανομένης υπόψη της νόμιμης χρήσης των προπληρωμένων καρτών.

Επιλογή του νομικού μέσου

Το κατάλληλο νομικό μέσο για την επίτευξη του στόχου και του απαιτούμενου βαθμού εναρμόνισης είναι ο κανονισμός.

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Εκ των υστέρων αξιολογήσεις / έλεγχοι καταλληλότητας ισχύουσας νομοθεσίας

Στο πλαίσιο εκτενούς εκ των υστέρων αξιολόγησης του αρχικού κανονισμού CCR που διενεργήθηκε το 2015 12 προσδιορίστηκαν πολλοί τομείς που επιδέχονται ενδεχομένως βελτιώσεις:

ένταξη στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού των κινήσεων ρευστών διαθεσίμων που μεταφέρονται με αποστολές ταχυδρομείου και εμπορευμάτων στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ·

διεύρυνση και εναρμόνιση των δυνατοτήτων ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών με τους ακόλουθους τρόπους:

α.    ενσωμάτωση όλων των πληροφοριών σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων (μεταξύ των οποίων και οι οικειοθελείς δηλώσεις που δεν κινούν υποψίες)· και

β.    θέσπιση σαφών διαδικασιών και παροχή αποτελεσματικών εργαλείων για την ανταλλαγή πληροφοριών·

ρητή πρόβλεψη της δυνατότητας χρήσης των πληροφοριών που περιέχονται στις δηλώσεις ρευστών διαθεσίμων για φορολογικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής·

σύγκλιση των κυρώσεων που επιβάλλουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των ελέγχων ρευστών διαθεσίμων στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ·

εξορθολογισμός της διαδικασίας ανταλλαγής δηλώσεων ρευστών διαθεσίμων στον βαθμό που αφορά τις ΜΧΠ·

τροποποίηση του ορισμού των ρευστών διαθεσίμων ώστε να συμπεριλαμβάνει τον χρυσό και τους πολύτιμους λίθους· και

ανάπτυξη μηχανισμού για τη διασφάλιση επαρκούς και συνεκτικού επιπέδου εφαρμογής στα κράτη μέλη.

Οι τομείς αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο ανάλυσης στο πλαίσιο της εκτίμησης επιπτώσεων που ακολούθησε.

Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Πραγματοποιήθηκε δημόσια διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τις διάφορες επιλογές πολιτικής 13 , η οποία διεξήχθη στην ερευνητική πλατφόρμα της ΕΕ («EUSurvey platform»). Παρότι λήφθηκε περιορισμένος αριθμός απαντήσεων, οι επιλογές που προκρίθηκαν εν γένει είναι εκείνες που αξιολογήθηκαν θετικά από τους συμμετέχοντες, με εξαίρεση την επέκταση του ορισμού των «ρευστών διαθεσίμων», στην οποία εναντιώθηκε μικρή πλειονότητα των συμμετεχόντων. Ωστόσο, από στοχευμένη διαβούλευση που πραγματοποιήθηκε προέκυψε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλέπε κατωτέρω), το οποίο κρίθηκε από την Επιτροπή ως εξέχουσας σημασίας. Βάσει εκτιμήσεων όσον αφορά την επικουρικότητα, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν προτιμότερο τα μέτρα για την αύξηση της ευαισθητοποίησης να επαφίενται στα κράτη μέλη, με υποστήριξη από την Επιτροπή. Οι συμμετέχοντες τάχθηκαν υπέρ του να καταστεί δυνατή η τακτική ανταλλαγή δεδομένων δηλώσεων ρευστών διαθεσίμων για φορολογικούς σκοπούς, αλλά κατά τη διάρκεια της εκτίμησης επιπτώσεων διατυπώθηκαν επιφυλάξεις νομικού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη επιλογή δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στην παρούσα πρόταση.

Μεταξύ των τελωνειακών υπηρεσιών, των αστυνομικών αρχών και των ΜΧΠ σε όλα τα κράτη μέλη πραγματοποιήθηκε μια περισσότερο στοχευμένη διαβούλευση σχετικά με την πιθανότητα επέκτασης του ορισμού των ρευστών διαθεσίμων πέραν των μετρητών και των διαπραγματεύσιμων τίτλων στον κομιστή. Οι απαντήσεις (72 συνολικά από 27 κράτη μέλη) ήταν εν γένει θετικές και πρότειναν η προσέγγιση που θα υιοθετηθεί να επιτρέπει την εύκολη τροποποίηση του καταλόγου τέτοιου είδους μέσων αποθήκευσης αξίας. Η Επιτροπή προτείνει την ενσωμάτωση αυτών των συμβουλών και την επέκταση του ορισμού των «ρευστών διαθεσίμων» με την κατάρτιση καταλόγου των βασικών κατηγοριών ρευστών διαθεσίμων στην πρόταση και την παράθεση των στοιχείων που απαρτίζουν τα ρευστά διαθέσιμα σε παράρτημα, το οποίο μπορεί να τροποποιείται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τυχόν αλλαγές και να διασφαλίζεται η διαχρονικότητα του κανονισμού, ενώ παράλληλα θα καθίσταται δυνατή η εποπτεία εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Τέλος, από την έναρξη ισχύος του αρχικού κανονισμού CCR, η Επιτροπή διατηρεί τακτικές επαφές με εθνικούς εμπειρογνώμονες σε θέματα ελέγχων των ρευστών διαθεσίμων. Η συμβολή των εμπειρογνωμόνων αυτών με την πάροδο του χρόνου ήταν πολύτιμη και ελήφθη υπόψη για την κατάρτιση της παρούσας πρότασης.

Εκτίμηση των επιπτώσεων

Διενεργήθηκε εκτίμηση των επιπτώσεων 14 και η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου εξέδωσε θετική γνώμη 15 .

Οι επιλογές που προκρίθηκαν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν είναι συμβατές και θα μπορούσαν να επιφέρουν σημαντικές βελτιώσεις στη λειτουργία του ισχύοντος κανονισμού CCR χωρίς τη δημιουργία περιττού διοικητικού φόρτου. Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με τους ακόλουθους τρόπους:

ορθή εφαρμογή της σύστασης 32 της FATF για τους μεταφορείς ρευστών διαθεσίμων, μέσω της λήψης μέτρων που βασίζονται σε γνωστοποιήσεις για μετρητά που μεταφέρονται με αποστολές εμπορευμάτων και ταχυμεταφορών και τα οποία, σε συνδυασμό με τη διενέργεια επαρκών ελέγχων και αξιολογήσεων, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν πληροφόρηση και έλεγχο χωρίς την επιπρόσθετη επιβάρυνση της συστηματικής υποβολής δηλώσεων·

εξορθολογισμός και παροχή διευκρινίσεων σχετικά με την ανταλλαγή δεδομένων, με προσδιορισμό των φορέων και της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμόζεται·

ρητή πρόβλεψη της δυνατότητας δέσμευσης ποσών μικρότερων από το κατώτατο όριο βάσει της εθνικής νομοθεσίας, με τον καθορισμό αρκετά υψηλού κατώτατου ορίου για τη λήψη μέτρων·

νέος ορισμός των «ρευστών διαθεσίμων» βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ο οποίος ωστόσο θα έχει διαχρονικό χαρακτήρα με τη δυνατότητα ενσωμάτωσης νέων στοιχείων με κατ’ εξουσιοδότηση νομοθεσία, υπό την εποπτεία του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου·

ανάθεση της αρμοδιότητας επιβολής κυρώσεων στα κράτη μέλη, τα οποία οφείλουν να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις και τυχόν τροποποιήσεις τους· και

τυποποίηση διαφόρων άλλων υποστηρικτικών στοιχείων, όπως η παροχή στατιστικών στοιχείων, η χρήση εναρμονισμένου εντύπου δήλωσης και η υποβολή εκθέσεων σχετικά με τροποποιήσεις των επιβαλλόμενων κυρώσεων λόγω μη υποβολής δήλωσης, που ήταν μέχρι στιγμής κυρίως προαιρετικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να παρέχονται εγγυήσεις για την ποιότητα των μελλοντικών αξιολογήσεων και μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου για τους ενδιαφερομένους.

Όσον αφορά τον διοικητικό φόρτο και το κόστος, τα μέτρα αφορούν ποσά ρευστών διαθεσίμων αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR που μεταφέρονται διαμέσου των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, είτε από φυσικά πρόσωπα είτε ως αποστολές ταχυδρομείου/εμπορευμάτων, που αποτελούν έναν τρόπο μεταφοράς ο οποίος χρησιμοποιείται εξαιρετικά σπάνια από επιχειρήσεις. Επί του παρόντος, η δήλωση πρέπει να υποβληθεί από φυσικό πρόσωπο το οποίο συνοδεύει την αποστολή μετρητών. Η πείρα δείχνει ότι οι επαγγελματίες μεταφορείς ρευστών διαθεσίμων έχουν απόλυτη επίγνωση των υποχρεώσεών τους και σε μεγάλο βαθμό τις τηρούν. Σκοπός της νέας υποχρέωσης γνωστοποίησης για μετρητά που μεταφέρονται με αποστολές ταχυδρομείου/εμπορευμάτων είναι να επιτρέπεται στις αρχές να προβαίνουν σε ελέγχους και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να ζητούν έγγραφα τεκμηρίωσης. Δεν προβλέπεται συστηματική υποχρέωση υποβολής δήλωσης και οι αρχές κάνουν εν προκειμένω χρήση της διακριτικής τους ευχέρειας (π.χ. σε περιπτώσεις αποστολών μεταξύ τραπεζών). Αναμένεται ότι, λόγω της σχετικής σπάνιας χρήσης του συγκεκριμένου τρόπου μεταφοράς και της προτεινόμενης προσέγγισης, οι τυχόν επιπτώσεις στους επαγγελματίες μεταφορείς ρευστών διαθεσίμων θα είναι ελάχιστες. Δεν αναμένονται συγκεκριμένες επιπτώσεις ειδικά για τις ΜΜΕ ή τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Θεμελιώδη δικαιώματα

Τα προβλεπόμενα μέτρα θα έχουν πιθανότατα επιπτώσεις στα ακόλουθα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα κάτωθι άρθρα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (εφεξής «ΧΘΔ»):

   σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και της κατοικίας (άρθρο 7 του ΧΘΔ)·

   προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 8 του ΧΘΔ)·

   επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 16 του ΧΘΔ)· και

   δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρθρο 17 του ΧΘΔ).

Κάποια από τα μέτρα έχουν επιπτώσεις στα προαναφερθέντα δικαιώματα: οι πολίτες ενδέχεται να υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση και να παράσχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία θα καταγράφονται, θα τυγχάνουν επεξεργασίας και θα διαβιβάζονται σε άλλες αρχές· θα συλλέγονται περισσότερες πληροφορίες από ό,τι στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος· σε περίπτωση που υπάρχουν υπόνοιες εγκληματικής δραστηριότητας σε σχέση με τα μεταφερόμενα ποσά, οι αρχές δύνανται να αποφασίσουν να δεσμεύσουν προσωρινά τα ρευστά διαθέσιμα, ενέργεια που θίγει το δικαίωμα ιδιοκτησίας.

Στο άρθρο 52 του ΧΘΔ διευκρινίζεται ότι κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών, να ανταποκρίνεται σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση και να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.

Στην παρούσα πρόταση καθορίζεται νομική βάση και επιδιώκονται στόχοι γενικού ενδιαφέροντος. Παρέχεται σειρά διασφαλίσεων όσον αφορά τη χρήση των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης των αρμόδιων αρχών (που ενεργούν ως υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων) να διασφαλίζουν την ασφάλεια των δεδομένων και να τα χειρίζονται σύμφωνα με το επαγγελματικό απόρρητο, τον περιορισμό του σκοπού και την καθορισμένη χρονική περίοδο διατήρησης των δεδομένων.

Με τα μέτρα αυτά επιτυγχάνεται λεπτή ισορροπία μεταξύ των προαναφερόμενων δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων της κοινωνίας μέσω της υιοθέτησης μιας προσέγγισης που είναι μεν αποδοτική (επιτυγχάνει τον στόχο), αλλά θίγει όσο το δυνατόν λιγότερο τα δικαιώματα.

4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η πρόταση δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

Η Επιτροπή θα παρακολουθεί την εκτέλεση του κανονισμού και την εφαρμογή του σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη. Η διαρκής και συστηματική παρακολούθηση θα επιτρέπει να διαπιστώνεται αν ο κανονισμός εφαρμόζεται κατά τον αναμενόμενο τρόπο και να αντιμετωπίζονται εγκαίρως τυχόν προβλήματα. Θα συγκεντρώνονται πραγματικά στοιχεία για την παρακολούθηση των προτεινόμενων δεικτών (δηλαδή στατιστικές πληροφορίες σχετικά με καταχωρισμένες δηλώσεις που διαβιβάζονται στην Επιτροπή· έλεγχοι σε περιπτώσεις υποβολής δήλωσης· έλεγχοι σε περιπτώσεις μη υποβολής δήλωσης και τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών· στατιστικά στοιχεία σχετικά με την επιβολή κυρώσεων λόγω μη υποβολής δήλωσης), που παρέχουν και τη βάση για τη μελλοντική αξιολόγηση του κανονισμού.

Στην πρόταση προβλέπεται ότι η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση αξιολόγησης στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού και στη συνέχεια ανά πενταετία. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης θα αξιολογηθεί ο βαθμός στον οποίο έχουν επιτευχθεί οι στόχοι του κανονισμού.

Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

Στο άρθρο 1 καθορίζονται οι στόχοι της πρότασης και καθίσταται σαφής η πρόθεση παραλληλισμού με την οδηγία AMLD όσον αφορά τις κινήσεις ρευστών διαθεσίμων διαμέσου των εξωτερικών συνόρων.

   Στο άρθρο 2 παρέχονται διάφοροι ορισμοί, κυρίως σχετικά με την έννοια των «ρευστών διαθεσίμων». Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές στη συμπεριφορά εγκληματιών που επιδιώκουν να αποφύγουν την υποχρέωση δήλωσης, το άρθρο περιλαμβάνει τέσσερις γενικές κατηγορίες: τα μετρητά, τους διαπραγματεύσιμους τίτλους στον κομιστή, τα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας και τις προπληρωμένες κάρτες. Τα στοιχεία που απαρτίζουν τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη κατηγορία περιγράφονται σε παράρτημα, το οποίο μπορεί να τροποποιείται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη υπό την εποπτεία του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στο σκεπτικό ότι οι εγκληματίες που επιδιώκουν να αποφύγουν την υποβολή δήλωσης μετρητών ενίοτε μετατρέπουν τα μετρητά σε αγαθά μεγάλης αξίας, όπως χρυσά νομίσματα. Εάν, όπως προτείνεται, τα χρυσά νομίσματα και οι ράβδοι χρυσού υψηλής καθαρότητας υπόκεινται σε έλεγχο, οι εγκληματίες ενδέχεται να αναζητήσουν άλλους τρόπους παράκαμψης των ελέγχων αυτών με τη μορφή άλλων αγαθών. Επιβάλλεται η ταχεία λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους συμπεριφορών, εφόσον προκύψει αποδεδειγμένη ανάγκη. Κατά την εξέταση τροποποιήσεων του παραρτήματος, η Επιτροπή θα σταθμίζει την ανάγκη αυτή σε αντιδιαστολή αφενός με την ευχερή εφαρμογή στην πράξη, στις περιπτώσεις που οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαθέτουν τα τεχνικά μέσα για ταχύ προσδιορισμό της φύσης του αγαθού και της αξίας του, και αφετέρου με την αναλογικότητα του μέτρου από τη σκοπιά των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

   Το άρθρο 2 στοιχείο θ) ορίζει την έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας» με αναφορά στις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Επιπλέον, προτάθηκε ο ορισμός της «εγκληματικής δραστηριότητας» για τους σκοπούς της ποινικοποίησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (υποσημείωση πρόταση οδηγίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου COM (2016)826 final της 21ης Δεκεμβρίου 2016). Μετά την έγκριση από τους συννομοθέτες της πρότασης οδηγίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου, η Επιτροπή θα εκτιμήσει αν θα είναι αναγκαία η αναθεώρηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, με στόχο να ευθυγραμμιστεί ο ορισμός της «εγκληματικής δραστηριότητας», όπως αποτυπώνεται στην οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου. 

Το άρθρο 3 επιβάλλει στα φυσικά πρόσωπα την υποχρέωση να δηλώνουν ποσά αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR και καθορίζει τον τρόπο υποβολής της δήλωσης (γραπτώς ή ηλεκτρονικώς, με τη χρήση του εντύπου που προβλέπεται στο άρθρο 15 στοιχείο α)), καθώς και τα δεδομένα που θα πρέπει να περιλαμβάνει.

   Το άρθρο 4 επιβάλλει υποχρέωση γνωστοποίησης για τα ασυνόδευτα μετρητά (όπως μετρητά που μεταφέρονται με αποστολές εμπορευμάτων ή δεμάτων), η οποία θα επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές, σε περιπτώσεις αποστολής μετρητών αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR, να ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια και να απαιτούν από τον αποστολέα, τον τελικό αποδέκτη ή τον εκπρόσωπό τους να υποβάλλουν δήλωση. Με την προσέγγιση αυτή εξασφαλίζεται στις αρχές η δυνατότητα να λαμβάνουν πλήρη στοιχεία χωρίς να χρειάζεται να επιβάλλουν την συστηματική επιβάρυνση της δήλωσης, π.χ. σε αποστολές μεταξύ αναγνωρισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Όπως και στην περίπτωση των δηλώσεων δυνάμει του άρθρου 3, προτείνεται οι δηλώσεις γνωστοποίησης να υποβάλλονται γραπτώς ή ηλεκτρονικώς, με τη χρήση του εντύπου που προβλέπεται στο άρθρο 15 στοιχείο α).

Το άρθρο 5 αναθέτει εξουσίες ελέγχου στις αρμόδιες αρχές και ορίζει ότι, σε περίπτωση παράβασης, ήτοι μη υποβολής δήλωσης, θα εξουσιοδοτούνται να προβαίνουν σε αυτεπάγγελτες δηλώσεις.

Το άρθρο 6 παρέχει στις αρχές τη δυνατότητα καταχώρισης λεπτομερών στοιχείων για τις κινήσεις ποσών ρευστών διαθεσίμων μικρότερου ύψους από το κατώτατο όριο της δήλωσης ή της γνωστοποίησης. Δεδομένων των επιπτώσεων που έχει η συγκεκριμένη διάταξη στα θεμελιώδη δικαιώματα, και ειδικά σε σχέση με την προσωρινή δέσμευση ρευστών διαθεσίμων δυνάμει του άρθρου 7, τυχόν μέτρα λαμβάνονται με την επιφύλαξη της διασφάλισης αρκετά υψηλού κατώτατου ορίου και υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης ενδείξεων εγκληματικής δραστηριότητας. Θα ισχύει ο ορισμός της «εγκληματικής δραστηριότητας» που παρατίθεται στην οδηγία AMLD (νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή βασικά αδικήματα, όπως τα φορολογικά εγκλήματα).

Το άρθρο 7 παρέχει στις αρχές τη δυνατότητα προσωρινής δέσμευσης ρευστών διαθεσίμων είτε σε περίπτωση μη υποβολής της απαιτούμενης δήλωσης ή μη γνωστοποίησης είτε σε περίπτωση ύπαρξης ενδείξεων εγκληματικής δραστηριότητας, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού. Οι λεπτομερείς ρυθμίσεις για την εν λόγω δέσμευση πρέπει να καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία, αλλά είναι σημαντικό να τονιστεί ότι πρόκειται για αυστηρώς συντηρητικό διοικητικό μέτρο, με αποκλειστικό σκοπό να παράσχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα δέσμευσης ρευστών διαθεσίμων στο διάστημα μεταξύ της χρονικής στιγμής κατά την οποία εντοπίζουν κάποια ανωμαλία και της χρονικής στιγμής κατά την οποία άλλες αρχές, όπως η ΜΠΧ ή οι δικαστικές αρχές, αποφαίνονται αν συντρέχουν επαρκείς λόγοι για να κινήσουν έρευνα και να προχωρήσουν δικαστικά στην κατάσχεση ή αποδέσμευσή τους. Κάθε προσωρινή δέσμευση αυτού του είδους πρέπει να αιτιολογείται με αναφορά σε συγκεκριμένες περιστάσεις και υπόκειται σε πραγματική προσφυγή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Στις περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές δεν λαμβάνουν τη σχετική απόφαση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται για την περίοδο προσωρινής δέσμευσης ή σε περίπτωση που αποφανθούν ότι δεν συντρέχουν λόγοι για την περαιτέρω δέσμευση των ρευστών διαθεσίμων, τα ρευστά διαθέσιμα θα πρέπει να τίθενται αμέσως στη διάθεση του δηλούντος.

Το άρθρο 8 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να διαβιβάζουν οι ίδιες στη ΜΧΠ τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 3, 4, του άρθρου 5 παράγραφος 3 ή του άρθρου 6· δεν αρκεί οι εν λόγω πληροφορίες να τίθενται απλώς στη διάθεση της ΜΧΠ. Οι πληροφορίες θα πρέπει να διαβιβάζονται σύμφωνα με τους τεχνικούς κανόνες που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 15 στοιχείο γ).

Στο άρθρο 9 προβλέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, δηλαδή των τελωνειακών αρχών και άλλων αρχών που ορίζουν τα κράτη μέλη για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού (π.χ. συνοριοφύλακες, φορολογικές αρχές κ.λπ.). Δεδομένου του διακρατικού χαρακτήρα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και του γεγονότος ότι είναι δυνατό να εισέλθει ή να εξέλθει κανείς από την Ένωση μέσω ενός κράτους μέλους, και στη συνέχεια να κυκλοφορεί χωρίς να υποβληθεί σε πρόσθετους ελέγχους, είναι επιτακτική η ανάγκη, για τους σκοπούς της ανάλυσης και της πρόληψης των κινδύνων, οι πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις (μη υποβολή δήλωσης, αυτεπάγγελτες δηλώσεις ή ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας) να τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών άλλων κρατών μελών. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να θέτουν τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση άλλων αρχών οι οποίες είναι επιφορτισμένες με καθήκοντα διερεύνησης εγκληματικών δραστηριοτήτων, όπως καθορίζεται στην πρόταση, αλλά οι οποίες δεν έχουν οριστεί άμεσα ως «αρμόδιες αρχές», π.χ. οι αστυνομικές αρχές ή (για τους σκοπούς του εντοπισμού και της λήψης μέτρων κατά φορολογικών εγκλημάτων) οι φορολογικές αρχές. Η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνεται για τυχόν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας που θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Θα πρέπει επίσης να πραγματοποιείται ανταλλαγή ανωνυμοποιημένων πληροφοριών ανάλυσης κινδύνων καθώς και των αποτελεσμάτων της ανάλυσης κινδύνων μεταξύ των αρμόδιων αρχών, τόσο εντός του ίδιου κράτους μέλους όσο και σε άλλα κράτη μέλη, σε περίπτωση που οι αρχές αποφαίνονται ότι η συγκεκριμένη απειλή συνιστά υψηλό κίνδυνο σε άλλη περιοχή της Ένωσης. Η ανταλλαγή των πληροφοριών θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους τεχνικούς κανόνες που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 15 στοιχείο γ) και με τη χρήση του εντύπου που προβλέπεται βάσει του άρθρου 15 στοιχείο δ).

Το άρθρο 10 επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες, υπό την επιφύλαξη της σχετικής συμφωνίας των αρχών που συγκέντρωσαν αρχικά τις πληροφορίες και της συμμόρφωσης με όλες τις εθνικές και ενωσιακές διατάξεις για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες.

Το άρθρο 11 ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν δεδομένα βάσει του παρόντος κανονισμού ενεργούν ως υπεύθυνοι επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνουν και ότι όλες οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του κανονισμού καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και πρέπει να προστατεύονται επαρκώς. Η γνωστοποίηση πληροφοριών είναι δυνατή μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες το επιτρέπουν οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις, κυρίως σε σχέση με εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες.

Το άρθρο 12 περιορίζει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στους σκοπούς της πρόληψης και της καταπολέμησης της εγκληματικής δραστηριότητας. Στο άρθρο προβλέπεται επίσης η χρονική περίοδος διατήρησης των δεδομένων των δηλώσεων και ορίζεται στα πέντε έτη.

Στο άρθρο 13 προβλέπονται οι κυρώσεις που επιβάλλονται λόγω μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση δήλωσης. Νέο στοιχείο αποτελεί η υποχρέωση των κρατών μελών να τηρούν την Επιτροπή ενήμερη για τυχόν τροποποιήσεις των οικείων διατάξεων σχετικά με την επιβολή κυρώσεων μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τις κυρώσεις, ωστόσο οι όποιες κυρώσεις επιβάλλονται μόνο σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης δυνάμει του κανονισμού και θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ως προς το ζήτημα αυτό. Κατά την επιβολή κύρωσης λόγω μη υποβολής δήλωσης, οι αρχές δεν θα πρέπει να εικάζουν ή να λαμβάνουν υπόψη την απουσία ή την παρουσία υποκείμενων βασικών αδικημάτων σε σχέση με τα μη δηλωθέντα ρευστά διαθέσιμα. Η επιβολή κύρωσης δεν αποτρέπει την ανάγκη χωριστής διερεύνησης της πιθανότητας τέλεσης ποινικών αδικημάτων, διαδικασία που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Κατά τον καθορισμό των επιβαλλόμενων κυρώσεων λόγω μη υποβολής δήλωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Το άρθρο 14 αναθέτει στην Επιτροπή την εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, ώστε να είναι σε θέση να επιφέρει τροποποιήσεις στο παράρτημα, στο οποίο απαριθμούνται τα στοιχεία που απαρτίζουν τον ορισμό των «ρευστών διαθεσίμων». Η ευελιξία αυτή απαιτείται για να διασφαλιστεί ο διαχρονικός χαρακτήρας του κανονισμού και για να δοθεί στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής η δυνατότητα να ανταποκρίνονται άμεσα σε νέες εγκληματικές τάσεις και να λαμβάνουν υπόψη τα εξελισσόμενα διεθνή πρότυπα και τις αντίστοιχες βέλτιστες πρακτικές. Για να επέλθει οποιαδήποτε τροποποίηση απαιτείται να είναι αποδεδειγμένη η αναγκαιότητά της και μια αναλογική προσέγγιση που διασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές θα είναι σε θέση, στην πράξη, να επιβάλλουν τυχόν προσθήκες. Κάθε τροποποίηση υπόκειται στην εποπτεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που έχουν το δικαίωμα να αντιταχθούν στην έγκριση της εν λόγω πράξης μετά την κοινοποίησή της και δύνανται να ανακαλέσουν την εξουσιοδότηση της εξουσιοδοτημένης αρχής ανά πάσα στιγμή. Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή προβαίνει σε διαβούλευση με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες των κρατών μελών σε θέματα ελέγχων των ρευστών διαθεσίμων προκειμένου να λάβει τη συμβολή τους.

Το άρθρο 15 αναθέτει στην Επιτροπή εκτελεστικές εξουσίες για τη θέσπιση μέτρων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής των ελέγχων, με τη δημιουργία, μεταξύ άλλων, των υποδειγμάτων για τα έντυπα δήλωσης και γνωστοποίησης, καθώς και με την κατάρτιση των τεχνικών κανόνων για την ανταλλαγή πληροφοριών (που περιλαμβάνουν επίσης το ηλεκτρονικό σύστημα που πρέπει να χρησιμοποιείται) και των κανόνων και του μορφοτύπου για τη διαβίβαση από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή των ανώνυμων στατιστικών πληροφοριών σχετικά με τις δηλώσεις και τις παραβάσεις.

Το άρθρο 16 προβλέπει τη συγκρότηση επιτροπής ελέγχου των ρευστών διαθεσίμων, στην οποία θα συμμετέχουν εθνικοί εμπειρογνώμονες τους οποίους θα ορίσουν τα κράτη μέλη και η οποία θα επικουρεί την Επιτροπή στο έργο της κατά τη θέσπιση εκτελεστικών πράξεων.

Το άρθρο 17 αφορά την παροχή πληροφοριών στην Επιτροπή και διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή του κανονισμού για τον έλεγχο των ρευστών διαθεσίμων και την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να τηρούν ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις. Προβλέπεται επίσης η υποχρέωση διαβίβασης ανώνυμων στατιστικών δεδομένων στην Επιτροπή με συχνότητα που θα ορίζεται με εκτελεστικές διατάξεις, αλλά κατ’ ελάχιστον σε ετήσια βάση.

Το άρθρο 18 αφορά τα μέτρα αξιολόγησης και ορίζει ότι η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού και στη συνέχεια ανά πενταετία.

Το άρθρο 19 καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1889/2005.

Το άρθρο 20 ορίζει ότι ο κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την ημερομηνία έγκρισής του. Η έναρξη ισχύος του κανονισμού λαμβάνει χώρα όπως ορίζει ο νομοθέτης.

2016/0413 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 33 και 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 16 ,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών 17 ,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.Η προαγωγή της αρμονικής, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς ως χώρου στον οποίο παρέχεται η δυνατότητα ελεύθερης και ασφαλούς κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων αποτελεί μία από τις προτεραιότητες της Ένωσης.

2.Η επανεισαγωγή των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην οικονομία και η διοχέτευση χρημάτων για τη χρηματοδότηση παράνομων δραστηριοτήτων δημιουργούν στρεβλώσεις και αθέμιτα ανταγωνιστικά μειονεκτήματα σε βάρος των νομοταγών πολιτών και επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, συνιστούν απειλή για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, ευνοούν εγκληματικές και τρομοκρατικές δραστηριότητες που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η Ένωση έλαβε μέτρα για την προστασία της.

3.Ένας από τους κύριους πυλώνες των μέτρων αυτών ήταν η οδηγία 91/308/ΕΟΚ 18 του Συμβουλίου, η οποία προέβλεπε σειρά μέτρων και υποχρεώσεων για χρηματοδοτικούς οργανισμούς, νομικά πρόσωπα και ορισμένα επαγγέλματα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, διατάξεις για τη διαφάνεια, την τήρηση αρχείων και την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών («Γνωρίστε τον πελάτη σας»), καθώς και την υποχρέωση δήλωσης των ύποπτων συναλλαγών στις εθνικές μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών, οι οποίες λειτουργούν ως κέντρα αξιολόγησης των εν λόγω συναλλαγών, συνεργάζονται με τους αντίστοιχους φορείς άλλων χωρών και, εφόσον απαιτείται, επικοινωνούν με τις δικαστικές αρχές. Έκτοτε, η οδηγία τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από διαδοχικά μέτρα. Επί του παρόντος, οι διατάξεις για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 19 .

4.Ενόψει του κινδύνου η εφαρμογή της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ να οδηγήσει σε αύξηση των κινήσεων ρευστών διαθεσίμων για παράνομους σκοπούς, εξέλιξη που θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την εσωτερική αγορά, η εν λόγω οδηγία συμπληρώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1889/2005, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 20 . Σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι η πρόληψη και ο εντοπισμός περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με την καθιέρωση ενός συστήματος ελέγχων που εφαρμόζονται σε φυσικά πρόσωπα τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση μεταφέροντας ποσά ρευστών διαθεσίμων ή διαπραγματεύσιμους τίτλους στον κομιστή αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR ή του ισοδύναμού τους σε άλλα νομίσματα.

5.Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 τέθηκαν σε εφαρμογή εντός της Κοινότητας διεθνή πρότυπα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα οποία καταρτίστηκαν από την ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης (FATF).

6.Στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 προσδιορίζονται και περιγράφονται ορισμένες εγκληματικές δραστηριότητες των οποίων τα έσοδα ενδέχεται να επιχειρηθεί να νομιμοποιηθούν ή να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Συχνά, τα έσοδα από τις εν λόγω εγκληματικές δραστηριότητες μεταφέρονται διαμέσου των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης με σκοπό να νομιμοποιηθούν ή να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στον παρόντα κανονισμό, και θα πρέπει να θεσπιστεί ένα σύστημα κανόνων το οποίο, πέρα από αυτή καθαυτή τη συμβολή στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα διευκολύνει τον εντοπισμό και τη διερεύνηση των εγκληματικών δραστηριοτήτων που προσδιορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

7.Η FATF, η οποία συγκροτήθηκε από τη σύνοδο κορυφής της G7 στο Παρίσι το 1989, είναι ένας διακυβερνητικός φορέας που καθορίζει πρότυπα και προωθεί την αποτελεσματική εφαρμογή των νομικών, ρυθμιστικών και επιχειρησιακών μέτρων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλων συναφών απειλών κατά της ακεραιότητας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αρκετά κράτη μέλη είναι είτε μέλη της FATF είτε εκπροσωπούνται στη FATF μέσω περιφερειακών φορέων. Η Ένωση εκπροσωπείται στη FATF από την Επιτροπή και έχει αναλάβει τη δέσμευση να εφαρμόζει αποτελεσματικά τις συστάσεις της. Στο επίπεδο της FATF, στη σύσταση 32 για τους μεταφορείς ρευστών διαθεσίμων ορίζεται ότι θα πρέπει να θεσπίζονται κανόνες σχετικά με τη διενέργεια επαρκών ελέγχων στις διασυνοριακές κινήσεις ρευστών διαθεσίμων.

8.Ως αποτέλεσμα των εξελιγμένων γνώσεων όσον αφορά τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται για τη διασυνοριακή μεταφορά παράνομα αποκτηθείσας αξίας και των επακόλουθων τροποποιήσεων στις συστάσεις της FATF, των μεταβολών του νομικού πλαισίου που θεσπίστηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 και της ανάπτυξης νέων βέλτιστων πρακτικών, και με βάση την αξιολόγηση της υφιστάμενης νομοθεσίας, κρίνεται σκόπιμο οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 να απηχούν τις εξελίξεις αυτές. Λαμβανομένου υπόψη του εκτενούς χαρακτήρα των απαιτούμενων τροποποιήσεων, ο εν λόγω κανονισμός θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από νέο κανονισμό.

9.Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν τη διεξαγωγή πρόσθετων εθνικών ελέγχων στις κινήσεις ρευστών διαθεσίμων εντός της Ένωσης, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω έλεγχοι συνάδουν με τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Ένωσης, και ειδικότερα με τα άρθρα 63 και 65 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

10.Ο παρών κανονισμός δεν αφορά μέτρα που λαμβάνονται από την Ένωση ή από τα κράτη μέλη και επιβάλλουν περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων σε περίπτωση σοβαρών δυσχερειών για τη λειτουργία της οικονομικής ή νομισματικής ένωσης δυνάμει του άρθρου 66 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε περίπτωση αιφνίδιας κρίσης του ισοζυγίου πληρωμών δυνάμει των άρθρων 143 και 144 της ίδιας Συνθήκης.

11.Λαμβανομένης υπόψη της παρουσίας των τελωνειακών αρχών στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, της εμπειρογνωσίας τους όσον αφορά τη διενέργεια ελέγχων των επιβατών και των εμπορευμάτων που διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα, καθώς και της πείρας που έχουν αποκτήσει κατά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005, οι τελωνειακές αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να ενεργούν ως οι αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Παράλληλα, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξακολουθήσουν να είναι σε θέση να ορίζουν άλλες εθνικές αρχές που θα είναι παρούσες στα εξωτερικά σύνορα και θα ενεργούν ως αρμόδιες αρχές.

12.Μία από τις βασικές έννοιες που χρησιμοποιούνται στον παρόντα κανονισμό είναι η έννοια των «ρευστών διαθεσίμων», η οποία θα πρέπει να ορίζεται ότι περιλαμβάνει τέσσερις κατηγορίες: τα μετρητά, τους διαπραγματεύσιμους τίτλους στον κομιστή, τα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας και ορισμένους τύπους προπληρωμένων καρτών. Δεδομένων των χαρακτηριστικών τους, ορισμένοι διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή, τα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας, καθώς και οι προπληρωμένες κάρτες που δεν είναι συνδεδεμένες με τραπεζικό λογαριασμό είναι πιθανό να χρησιμοποιούνται αντί των μετρητών ως ανώνυμα μέσα για τη μεταφορά αξίας διαμέσου των εξωτερικών συνόρων, τα οποία δεν μπορούν να ανιχνευθούν από τις δημόσιες αρχές με τη χρήση του κλασικού συστήματος εποπτείας. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίζει τα ουσιώδη στοιχεία που απαρτίζουν τον ορισμό των «ρευστών διαθεσίμων», παρέχοντας ταυτόχρονα στην Επιτροπή τη δυνατότητα να τροποποιεί τα μη ουσιώδη στοιχεία προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες των εγκληματιών και των συνεργών τους να παρακάμψουν ένα μέτρο που ελέγχει ένα μόνο είδος ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμου μέσου αποθήκευσης αξίας μεταφέροντας διαμέσου των εξωτερικών συνόρων κάποιο άλλο είδος. Εφόσον εντοπιστούν στοιχεία που αποδεικνύουν τέτοιου είδους συμπεριφορά σε σημαντική κλίμακα, είναι αναγκαία η άμεση λήψη μέτρων για την επανόρθωση της κατάστασης.

13.Ως διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή νοούνται τα χρηματοοικονομικά μέσα που δίνουν στον φυσικό τους κάτοχο τη δυνατότητα αξίωσης πληρωμής χρηματικού ποσού χωρίς να είναι καταχωρισμένος ή να αναφέρεται ονομαστικά. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα για τη μεταφορά σημαντικών ποσών αξίας και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες με τα μετρητά από πλευράς κινδύνων κατάχρησης, ρευστότητας και ανωνυμίας.

14.Tα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας είναι αγαθά τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλό δείκτη αξίας προς όγκο και για τα οποία υπάρχει εύκολα προσβάσιμη διεθνής αγορά διαπραγμάτευσης που επιτρέπει τη μετατροπή τους σε μετρητά και μάλιστα με χαμηλό κόστος συναλλαγής. Τα εν λόγω αγαθά παρουσιάζονται συνήθως κατά τρόπο τυποποιημένο, που επιτρέπει την ταχεία εξακρίβωση της αξίας τους.

15.Οι προπληρωμένες κάρτες είναι μη ονομαστικές κάρτες στις οποίες αποθηκεύεται νομισματική αξία ή κεφάλαια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συναλλαγές πληρωμών, για αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ή για εξόφληση σε μετρητά, και οι οποίες δεν είναι συνδεδεμένες με τραπεζικό λογαριασμό. Τα εν λόγω αγαθά χρησιμοποιούνται ευρέως για διάφορους νόμιμους σκοπούς και ορισμένα από αυτά παρουσιάζουν πρόδηλο κοινωνικό ενδιαφέρον. Για τους λόγους αυτούς, οι προπληρωμένες κάρτες είναι εύκολα μεταβιβάσιμες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά σημαντικής αξίας διαμέσου των εξωτερικών συνόρων. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν οι προπληρωμένες κάρτες στον ορισμό των ρευστών διαθεσίμων. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατή η επέκταση των μέτρων σε ορισμένους τύπους προπληρωμένων καρτών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τα αποδεικτικά στοιχεία και λαμβανομένης υπόψη της αναλογικότητας και της δυνατότητας πρακτικής εφαρμογής.

16.Για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα φυσικά πρόσωπα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση θα πρέπει να υποχρεούνται σε δήλωση. Ωστόσο, για να μην περιορίζεται αδικαιολόγητα η ελεύθερη κυκλοφορία ή να μην επιβάλλεται υπερβολικός φόρτος στους πολίτες και στις αρχές λόγω των διοικητικών διατυπώσεων, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε κατώτατο όριο της τάξης των 10 000 EUR ή του ισοδυνάμου του σε αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμο μέσο αποθήκευσης αξίας, σε διαπραγματεύσιμους τίτλους στον κομιστή, σε αξία προπληρωμένων καρτών ή σε άλλα νομίσματα. Θα πρέπει δε να ισχύει για φυσικά πρόσωπα που μεταφέρουν τα εν λόγω ποσά μαζί τους, στις αποσκευές τους ή στο μεταφορικό μέσο με το οποίο διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα. Θα πρέπει να απαιτείται από τα πρόσωπα αυτά να θέτουν τα ρευστά διαθέσιμα στη διάθεση των αρμόδιων αρχών για τη διεξαγωγή ελέγχου.

17.Όσον αφορά τις κινήσεις ρευστών διαθεσίμων που δεν συνοδεύονται από τον κύριο, τον αποστολέα, τον τελικό αποδέκτη ή τον εκπρόσωπό τους, όπως στην περίπτωση των ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση με αποστολές ταχυδρομικών δεμάτων, ταχυμεταφορών, ασυνόδευτων αποσκευών ή εμπορευμάτων σε εμπορευματοκιβώτια, οι αρμόδιες αρχές στα εξωτερικά σύνορα θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από τον αποστολέα ή τον αποδέκτη ή τον εκπρόσωπό τους να υποβάλει δήλωση γνωστοποίησης. Η γνωστοποίηση αυτή θα πρέπει να καλύπτει διάφορα στοιχεία, όπως τη γεωγραφική προέλευση, τον προορισμό, την οικονομική προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση των κεφαλαίων, στοιχεία που δεν καλύπτονται από τα συνήθη δικαιολογητικά που υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές, όπως τα έγγραφα αποστολής εμπορευμάτων και οι τελωνειακές διασαφήσεις. Οι πληροφορίες αυτές θα επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διενεργούν ανάλυση κινδύνων και να επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στις αποστολές για τις οποίες κρίνουν ότι παρουσιάζουν τον υψηλότερο κίνδυνο, χωρίς να επιβάλλουν παράλληλα συστηματικές επιπρόσθετες διατυπώσεις. Η υποχρέωση γνωστοποίησης θα πρέπει να υπόκειται σε κατώτατο όριο πανομοιότυπο με το αντίστοιχο όριο που προβλέπεται για τα ρευστά διαθέσιμα τα οποία μεταφέρονται από φυσικά πρόσωπα.

18.Η επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού προϋποθέτει μια σειρά στοιχείων τυποποιημένων δεδομένων σχετικά με την κίνηση των ρευστών διαθεσίμων, όπως η καταγραφή των προσωπικών στοιχείων του κυρίου, του αποδέκτη, της οικονομικής προέλευσης και της σκοπούμενης χρήσης των ρευστών διαθεσίμων.

19.Όσον αφορά την υποχρέωση δήλωσης και την υποχρέωση γνωστοποίησης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την αρμοδιότητα να υποβάλλουν σε όλους τους απαιτούμενους ελέγχους τα πρόσωπα, τις αποσκευές τους, το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων, καθώς και τυχόν ασυνόδευτες αποστολές ή συσκευασίες μεταφοράς που διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα και ενδέχεται να περιέχουν ρευστά διαθέσιμα ή το μέσο μεταφοράς τους. Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προβαίνουν σε αυτεπάγγελτη δήλωση για την επακόλουθη κοινοποίηση των σχετικών πληροφοριών σε άλλες αρχές.

20.Σε περίπτωση που εντοπίζονται ποσά ρευστών διαθεσίμων που είναι μεν μικρότερα από το κατώτατο όριο, αλλά υπάρχουν ενδείξεις πιθανής σύνδεσης των ρευστών διαθεσίμων με εγκληματική δραστηριότητα, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να καταχωρίζουν βασικές πληροφορίες σχετικά με τα πρόσωπα που μεταφέρουν τα ρευστά διαθέσιμα, όπως τα στοιχεία ταυτότητας και την ιθαγένειά τους, καθώς και λεπτομερή στοιχεία σχετικά με το μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται, όπως το είδος του μεταφορικού μέσου και τα σημεία αναχώρησης και προορισμού του.

21.Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να διαβιβάζονται στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών του οικείου κράτους μέλους. Οι εν λόγω μονάδες έχουν οριστεί ως οι κεντρικοί φορείς για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας οι οποίοι λαμβάνουν και επεξεργάζονται πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και αναλύουν τις πληροφορίες αυτές προκειμένου να αποφανθούν αν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω διερεύνηση, οι οποίοι ενδέχεται να μην είναι προφανείς για τις αρμόδιες αρχές που συγκεντρώνουν τις δηλώσεις και διενεργούν ελέγχους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

22.Ο εντοπισμός ποσών μικρότερων από το κατώτατο όριο σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας είναι ιδιαίτερα σημαντικός σε αυτό το πλαίσιο. Ως εκ τούτου, αν υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, θα πρέπει επίσης να παρέχεται η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για ποσά μικρότερα από το κατώτατο όριο.

23.Λαμβανομένου υπόψη ότι οι κινήσεις ρευστών διαθεσίμων που υπόκεινται σε ελέγχους δυνάμει του παρόντος κανονισμού πραγματοποιούνται διαμέσου των εξωτερικών συνόρων, και δεδομένης της δυσκολίας λήψης μέτρων μετά την απομάκρυνση των ρευστών διαθεσίμων από το σημείο εισόδου ή εξόδου και του σχετικού κινδύνου σε περίπτωση παράνομης χρήσης ακόμη και μικρών ποσών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κατάσχουν και να δεσμεύουν προσωρινά τα ρευστά διαθέσιμα σε ορισμένες περιπτώσεις, υπό τον όρο της εφαρμογής ελέγχων και εξισορροπήσεων: κατά πρώτον, σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης δήλωσης ή γνωστοποίησης και, κατά δεύτερον, σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού ή από το αν τα ρευστά διαθέσιμα μεταφέρονται από φυσικό πρόσωπο ή είναι ασυνόδευτα. Λόγω της φύσης αυτής της προσωρινής κατάσχεσης και δέσμευσης και των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχει στην ελεύθερη κυκλοφορία και στο δικαίωμα ιδιοκτησίας, η περίοδος δέσμευσης θα πρέπει να περιορίζεται στον απολύτως ελάχιστο χρόνο που χρειάζονται οι υπόλοιπες αρμόδιες αρχές για να εξακριβώσουν αν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω επέμβαση, όπως έρευνα ή κατάσχεση των ρευστών διαθεσίμων βάσει άλλων νομικών μέσων. Η απόφαση για προσωρινή δέσμευση ρευστών διαθεσίμων δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνοδεύεται από αιτιολόγηση και να περιγράφει επαρκώς τους συγκεκριμένους παράγοντες που οδήγησαν στη λήψη μέτρων. Εάν κατά τη λήξη της σχετικής προθεσμίας δεν έχει ληφθεί απόφαση σχετικά με την περαιτέρω επέμβαση ή σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποφασίσει ότι δεν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω δέσμευση των ρευστών διαθεσίμων, τα εν λόγω ρευστά διαθέσιμα θα πρέπει να τίθενται αμέσως στη διάθεση του δηλούντος.

24.Είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές που συγκεντρώνουν πληροφορίες δυνάμει του παρόντος κανονισμού να τις διαβιβάζουν εγκαίρως στην εθνική μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών ώστε να είναι σε θέση να προβαίνει σε περαιτέρω ανάλυση και σύγκρισή τους με άλλα δεδομένα, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2015/849.

25.Εφόσον καταγραφεί μη υποβολή δήλωσης ή γνωστοποίησης ή σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές μέσω κατάλληλων διαύλων επικοινωνίας στις αρχές που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της συγκεκριμένης εγκληματικής δραστηριότητας. Αυτή η ανταλλαγή δεδομένων είναι αναλογική δεδομένου ότι οι παραβάτες της υποχρέωσης δήλωσης που έχουν συλληφθεί σε ένα κράτος μέλος θα επιλέξουν κατά πάσα πιθανότητα κάποιο άλλο κράτος μέλος εισόδου ή εξόδου στο οποίο οι αρμόδιες αρχές δεν θα γνωρίζουν τις προγενέστερες παραβάσεις τους. Η ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτική, ούτως ώστε να διασφαλίζεται συνεκτική εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη. Σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα η οποία θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να τίθενται επίσης στη διάθεση της Επιτροπής. Για την καλύτερη επίτευξη των προληπτικών και αποτρεπτικών στόχων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την παράκαμψη της υποχρέωσης δήλωσης, είναι σκόπιμο να καταστεί επίσης υποχρεωτική η ανταλλαγή των ανωνυμοποιημένων πληροφοριών κινδύνων και των αποτελεσμάτων της ανάλυσης κινδύνων μεταξύ των κρατών μελών και με την Επιτροπή.

26.Θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της αρμόδιας αρχής ενός κράτους μέλους ή της Επιτροπής και των αρχών τρίτων χωρών, υπό τον όρο ότι παρέχονται κατάλληλες διασφαλίσεις. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον υπό την προϋπόθεση της συμμόρφωσης με τις συναφείς εθνικές και ενωσιακές διατάξεις σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κατόπιν έγκρισης εκ μέρους των αρχών που έλαβαν τις πληροφορίες. Η Επιτροπή θα πρέπει να τηρείται ενήμερη για οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

27.Δεδομένης της φύσης των πληροφοριών που συλλέγονται και της εύλογης προσδοκίας των δηλούντων ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν και τα στοιχεία σχετικά με τα ποσά των ρευστών διαθεσίμων που έχουν εισαγάγει ή εξαγάγει από την Ένωση θα τηρούνται εμπιστευτικά, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν επαρκείς διασφαλίσεις όσον αφορά την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από τους υπαλλήλους που ζητούν πρόσβαση στις πληροφορίες, καθώς και επαρκές επίπεδο προστασίας των εν λόγω δεδομένων από τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, χρήση ή κοινοποίησή τους. Οι πληροφορίες δεν θα πρέπει να γνωστοποιούνται χωρίς την άδεια της αρχής που τις συγκέντρωσε, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον παρόντα κανονισμό ή από το εθνικό δίκαιο, ιδίως στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών. Κάθε συλλογή, γνωστοποίηση, διαβίβαση, κοινοποίηση και άλλη μορφή επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπόκειται στις απαιτήσεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 21 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 22 .

28.Για τους σκοπούς της ανάλυσης που διενεργούν οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών και προκειμένου οι αρχές άλλων κρατών μελών να είναι σε θέση να ελέγχουν και να επιβάλλουν την υποχρέωση δήλωσης, ιδίως όσον αφορά τους δηλούντες που έχουν διαπράξει κατά το παρελθόν παραβάσεις της εν λόγω υποχρέωσης, είναι απαραίτητο τα δεδομένα των δηλώσεων να αποθηκεύονται για αρκετά μακρά χρονική περίοδο ώστε να είναι δυνατή η αποτελεσματική διεξαγωγή ερευνών από τις αρμόδιες αρχές. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού εξυπηρετεί τους ίδιους σκοπούς με την επεξεργασία δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών διατηρούν για διάστημα πέντε ετών δεδομένα που τους παρέχουν οι «υπόχρεες οντότητες». Προκειμένου να διενεργούνται αποτελεσματικά ο έλεγχος και η επιβολή της υποχρέωσης δήλωσης, η περίοδος διατήρησης των δεδομένων των δηλώσεων θα πρέπει να εναρμονιστεί με εκείνη που προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

29.Για την ενθάρρυνση της συμμόρφωσης και την αποτροπή της καταστρατήγησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων υποβολής δήλωσης ή γνωστοποίησης. Οι κυρώσεις θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο σε περιπτώσεις μη υποβολής δήλωσης ή γνωστοποίησης δυνάμει του παρόντος κανονισμού και δεν θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την εγκληματική δραστηριότητα που συνδέεται ενδεχομένως με τα ρευστά διαθέσιμα, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω έρευνας και λήψης μέτρων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και να μην υπερβαίνουν τα απαιτούμενα όρια για την ενθάρρυνση της συμμόρφωσης.

30.Για τη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής των ελέγχων και για την αποτελεσματική επεξεργασία, διαβίβαση και ανάλυση των δηλώσεων από τις αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές εξουσίες για την κατάρτιση του υποδείγματος των εντύπων δήλωσης και γνωστοποίησης, για τον προσδιορισμό των κριτηρίων ενός κοινού πλαισίου διαχείρισης κινδύνων, για τον καθορισμό των τεχνικών κανόνων και ρυθμίσεων και του υποδείγματος των εντύπων που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τις δηλώσεις, για την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και για τον καθορισμό των κανόνων και του μορφοτύπου που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη διαβίβαση στατιστικών στοιχείων στην Επιτροπή. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται η δημιουργία κατάλληλων ηλεκτρονικών συστημάτων. Οι εξουσίες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 23 .

31. Για να είναι δυνατό να λαμβάνονται ταχέως υπόψη μελλοντικές τροποποιήσεις διεθνών προτύπων όπως καθορίζεται από την ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης ή για την αντιμετώπιση της καταστρατήγησης του παρόντος κανονισμού μέσω της χρήσης ρευστοποιήσιμων μέσων αποθήκευσης αξίας που δεν καλύπτονται από τον ορισμό των «ρευστών διαθεσίμων», θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τις τροποποιήσεις του εν λόγω ορισμού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργεί η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων, σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων και οι εν λόγω διαβουλεύσεις να διενεργούνται σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας της 13ης Απριλίου 2016 24 . Ειδικότερα, προκειμένου να εξασφαλιστεί ισότιμη συμμετοχή στην κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

32.Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, αλλά μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης λόγω των διεθνικών διαστάσεων που έχουν η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς και λόγω των ιδιαιτεροτήτων της εσωτερικής αγοράς και των θεμελιωδών ελευθεριών της, των οποίων η πλήρης άσκηση είναι δυνατή μόνον εφόσον διασφαλιστεί ότι δεν επιβάλλεται υπερβολικά διαφορετική μεταχείριση βάσει των εθνικών νομοθεσιών για τα ρευστά διαθέσιμα που διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

33.Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποτυπώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως στον τίτλο ΙΙ.

34.Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και εξέδωσε τη γνωμοδότησή του 25 ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1
Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός προβλέπει τη θέσπιση συστήματος ελέγχων όσον αφορά τα ρευστά διαθέσιμα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση, με σκοπό τη συμπλήρωση του νομικού πλαισίου για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

Άρθρο 2
Ορισμοί

1.    Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)    «ρευστά διαθέσιμα»:

μετρητά·

διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή οι οποίοι αναφέρονται στο παράρτημα Ι·

αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα Ι·

προπληρωμένες κάρτες οι οποίες αναφέρονται στο παράρτημα Ι·

β)    «που εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ένωση»: άφιξη από έδαφος εκτός του εδάφους που καλύπτεται από το άρθρο 355 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο έδαφος που καλύπτεται από το άρθρο 355 της εν λόγω Συνθήκης, ή αναχώρηση από έδαφος που καλύπτεται από το άρθρο 355 της εν λόγω Συνθήκης προς έδαφος εκτός του εδάφους που καλύπτεται από το άρθρο 355 της εν λόγω Συνθήκης·

γ)    «μετρητά»: χαρτονομίσματα και κέρματα που είναι σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής ή που ήταν σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής και μπορούν ακόμη να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής, μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή κεντρικών τραπεζών, έναντι χαρτονομισμάτων και κερμάτων που είναι σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής·

δ)    «διαπραγματεύσιμος τίτλος στον κομιστή»: μέσο εκτός των μετρητών που παρέχει στον κάτοχό του το δικαίωμα αξίωσης χρηματικού ποσού με την προσκόμιση του τίτλου, χωρίς ο κάτοχος να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την ταυτότητά του ή το δικαίωμα αξίωσης του ποσού αυτού·

ε)    «αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας»: αγαθά τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλό δείκτη αξίας προς όγκο και τα οποία μπορούν να μετατραπούν εύκολα σε μετρητά μέσω προσβάσιμων αγορών διαπραγμάτευσης, με χαμηλό κόστος συναλλαγής·

στ)    «προπληρωμένη κάρτα»: μη ονομαστική κάρτα στην οποία είναι δυνατή η αποθήκευση νομισματικής αξίας ή κεφαλαίων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συναλλαγές πληρωμών, για αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ή για εξόφληση σε μετρητά, και η οποία δεν είναι συνδεδεμένη με τραπεζικό λογαριασμό·

ζ)    «αρμόδιες αρχές»: οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών και οποιεσδήποτε άλλες αρχές που είναι επιφορτισμένες από τα κράτη μέλη με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

η)    «ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα»: ρευστά διαθέσιμα που αποτελούν μέρος αποστολής κατά την οποία ο κύριος, ο αποστολέας ή ο τελικός αποδέκτης των ρευστών διαθεσίμων δεν ταξιδεύει μαζί με την αποστολή·

θ)    «εγκληματική δραστηριότητα»: οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 3 σημείο 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·

ι)    «μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών»: η οντότητα που συγκροτείται στο κράτος μέλος για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 32 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

2.    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 14 με σκοπό την τροποποίηση του παραρτήματος Ι, ώστε να λαμβάνονται υπόψη νέες τάσεις στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 3, 4 και 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 ή βέλτιστες πρακτικές για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή να προλαμβάνεται η χρήση διαπραγματεύσιμων τίτλων στον κομιστή, αγαθών που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας ή προπληρωμένων καρτών από εγκληματίες για την παράκαμψη των υποχρεώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4.

Άρθρο 3
Υποχρέωση δήλωσης

1.    Κάθε φυσικό πρόσωπο που εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ένωση και μεταφέρει ρευστά διαθέσιμα αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR, είτε μαζί του είτε στις αποσκευές του είτε στο μέσο μεταφοράς του, δηλώνει τα εν λόγω ρευστά διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους μέσω του οποίου εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ένωση και τα καθιστά διαθέσιμα προς έλεγχο. Η υποχρέωση δήλωσης θεωρείται ότι δεν έχει εκπληρωθεί αν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ανακριβείς ή ελλιπείς ή αν τα ρευστά διαθέσιμα δεν καθίστανται διαθέσιμα προς έλεγχο.

2.    Η δήλωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει στοιχεία όσον αφορά:

α)    τον δηλούντα, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης και την ιθαγένεια·

β)    τον κύριο των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης και την ιθαγένεια·

γ)    τον τελικό αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης και την ιθαγένεια·

δ)    το ποσό και το είδος των ρευστών διαθεσίμων·

ε)    την προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων·

στ)    τη διαδρομή·

ζ)    το μεταφορικό μέσο.

3.    Οι πληροφορίες παρέχονται γραπτώς ή ηλεκτρονικώς, με τη χρήση του εντύπου που προβλέπεται δυνάμει του άρθρου 15 στοιχείο α). Επικυρωμένο αντίγραφο χορηγείται στον δηλούντα κατόπιν σχετικής αίτησης.

Άρθρο 4
Υποχρέωση γνωστοποίησης

1.    Σε περίπτωση που ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μέσω των οποίων εισέρχονται ή εξέρχονται τα ρευστά διαθέσιμα μπορούν να απαιτούν, κατόπιν ανάλυσης κινδύνων, από τον αποστολέα ή τον αποδέκτη ή τον εκπρόσωπό τους να υποβάλει δήλωση γνωστοποίησης. Η υποχρέωση δήλωσης θεωρείται ότι δεν έχει εκπληρωθεί αν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ανακριβείς ή ελλιπείς ή αν τα ρευστά διαθέσιμα δεν καθίστανται διαθέσιμα προς έλεγχο.

2.    Η δήλωση γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει στοιχεία όσον αφορά:

α)    τον δηλούντα, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης και την ιθαγένεια·

β)    τον κύριο των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης και την ιθαγένεια·

γ)    τον αποστολέα των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης και την ιθαγένεια·

δ)    τον αποδέκτη ή τον τελικό αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης και την ιθαγένεια·

ε)    το ποσό και το είδος των ρευστών διαθεσίμων·

στ)    την προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων.

3.    Οι πληροφορίες παρέχονται γραπτώς ή ηλεκτρονικώς, με τη χρήση του εντύπου που προβλέπεται δυνάμει του άρθρου 15 στοιχείο α). Επικυρωμένο αντίγραφο χορηγείται στον δηλούντα κατόπιν σχετικής αίτησης.

Άρθρο 5
Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.    Για την εξακρίβωση της τήρησης της υποχρέωσης που προβλέπεται στο άρθρο 3, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η εθνική νομοθεσία, να υποβάλλουν σε έλεγχο τα φυσικά πρόσωπα, τις αποσκευές τους και τα μεταφορικά τους μέσα.

2.    Για τους σκοπούς της εφαρμογής της υποχρέωσης γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 4, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η εθνική νομοθεσία, να υποβάλλουν σε έλεγχο κάθε αποστολή, συσκευασία ή μέσο μεταφοράς που ενδέχεται να περιέχει ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα.

3.    Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης του άρθρου 3 ή της υποχρέωσης γνωστοποίησης του άρθρου 4, οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν σε αυτεπάγγελτη δήλωση, γραπτώς ή σε ηλεκτρονική μορφή, η οποία περιλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, τα λεπτομερή στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 4 παράγραφος 2, ανάλογα με την περίπτωση.

4.    Οι έλεγχοι βασίζονται κατά κύριο λόγο στην ανάλυση κινδύνων, με σκοπό τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των κινδύνων και την ανάπτυξη των απαιτούμενων αντίμετρων, και διεξάγονται εντός κοινού πλαισίου διαχείρισης των κινδύνων σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται βάσει του άρθρου 15 στοιχείο β).

Άρθρο 6
Ποσά μικρότερα από το κατώτατο όριο

1.    Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές εντοπίσουν φυσικό πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ένωση και μεταφέρει ποσό ρευστών διαθεσίμων μικρότερο από το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 3 και διαπιστώσουν, κατόπιν ανάλυσης κινδύνου, ότι υπάρχουν ενδείξεις σύνδεσης των ρευστών διαθεσίμων με εγκληματική δραστηριότητα, καταχωρίζουν τις εν σχετικές πληροφορίες, το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης και την ιθαγένεια του εν λόγω προσώπου, καθώς και τις πληροφορίες σχετικά με το μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιήθηκε.

2.    Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές εντοπίσουν αποστολή ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων ποσού μικρότερου από το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 4, η οποία εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ένωση και διαπιστώσουν, κατόπιν ανάλυσης κινδύνου, ότι υπάρχουν ενδείξεις σύνδεσης των ρευστών διαθεσίμων με εγκληματική ενέργεια, καταχωρίζουν τις σχετικές πληροφορίες, το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης και την ιθαγένεια του αποστολέα, του τελικού αποδέκτη ή του εκπροσώπου τους, καθώς και τις πληροφορίες σχετικά με το μέσο αποστολής που χρησιμοποιήθηκε.

Άρθρο 7
Προσωρινή δέσμευση ρευστών διαθεσίμων από τις αρμόδιες αρχές

1.    Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να κατάσχουν και προσωρινά να δεσμεύουν ρευστά διαθέσιμα με διοικητική απόφαση, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της εθνικής νομοθεσίας, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)    μη τήρηση της υποχρέωσης του άρθρου 3 ή 4· ή

β)    ύπαρξη ενδείξεων σύνδεσης των ρευστών διαθεσίμων με εγκληματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα αν τα ρευστά διαθέσιμα μεταφέρονται από φυσικό πρόσωπο ή αν πρόκειται για ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα.

2.    Η διοικητική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συνοδεύεται από αιτιολόγηση, κοινοποιείται στον θιγόμενο κατά τον χρόνο έκδοσής της και υπόκειται σε πραγματική προσφυγή σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο.

3.    Η περίοδος προσωρινής δέσμευσης περιορίζεται αυστηρά στον χρόνο που απαιτείται ώστε οι αρμόδιες αρχές να προσδιορίσουν αν οι περιστάσεις της υπόθεσης αιτιολογούν περαιτέρω δέσμευση. Η μέγιστη περίοδος προσωρινής δέσμευσης καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο και δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 30 ημέρες. Αν εντός της εν λόγω περιόδου δεν ληφθεί απόφαση σχετικά με περαιτέρω δέσμευση των ρευστών διαθεσίμων ή αν αποφασιστεί ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν αιτιολογούν περαιτέρω δέσμευση, τα ρευστά διαθέσιμα τίθενται αμέσως στη διάθεση του δηλούντος.

Άρθρο 8
Παροχή πληροφοριών στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών

1.    Οι αρμόδιες αρχές καταχωρίζουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν δυνάμει των άρθρων 3 και 4, του άρθρου 5 παράγραφος 3 ή του άρθρου 6 και τις διαβιβάζουν στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών του κράτους μέλους στο οποίο λήφθηκαν, σύμφωνα με τους τεχνικούς κανόνες που προβλέπονται δυνάμει του άρθρου 15 στοιχείο γ).

2.    Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κοινοποιούνται το συντομότερο δυνατό, και το αργότερο έναν μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία συγκεντρώθηκαν.

Άρθρο 9
Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και με την Επιτροπή

1.    Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί, με ηλεκτρονικά μέσα, στις αρμόδιες αρχές όλων των υπολοίπων κρατών μελών τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)    τις αυτεπάγγελτες δηλώσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3·

β)    τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 6·

γ)    τις δηλώσεις που παραλαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 3 ή 4, σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα·

δ)    τις ανωνυμοποιημένες πληροφορίες κινδύνων και τα αποτελέσματα της ανάλυσης κινδύνων.

2.    Σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα η οποία θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαβιβάζονται επίσης στην Επιτροπή.

3.    Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 σύμφωνα με τους τεχνικούς κανόνες που καθορίζονται βάσει του άρθρου 15 στοιχείο γ) και χρησιμοποιώντας το έντυπο που προβλέπεται βάσει του άρθρου 15 στοιχείο δ).

4.    Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 κοινοποιούνται το συντομότερο δυνατό, και το αργότερο έναν μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία συγκεντρώθηκαν.

Άρθρο 10
Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

1.    Στο πλαίσιο της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής, τα κράτη μέλη ή η Επιτροπή δύνανται να κοινοποιούν σε τρίτες χώρες τις ακόλουθες πληροφορίες, κατόπιν έγκρισης από την αρμόδια αρχή που έλαβε τις εν λόγω πληροφορίες από τον δηλούντα ή εκπρόσωπό του και εφόσον η εν λόγω κοινοποίηση συμμορφώνεται με τις αντίστοιχες εθνικές και ενωσιακές διατάξεις σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες:

α)    τις αυτεπάγγελτες δηλώσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3·

β)    τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 6·

γ)    τις δηλώσεις που παραλαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 3 ή 4, σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2.    Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε κοινοποίηση πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 11
Επαγγελματικό απόρρητο και εμπιστευτικότητα και ασφάλεια των δεδομένων

1.    Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν την ασφάλεια των δεδομένων που έχουν λάβει σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 6.

2.    Όλες οι πληροφορίες που καταχωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

 

Άρθρο 12

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και περίοδοι διατήρησής τους

1.    Οι αρμόδιες αρχές ενεργούν ως υπεύθυνοι επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν λάβει σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 6.

2.    Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του παρόντος κανονισμού πραγματοποιείται μόνο για τους σκοπούς της πρόληψης και της καταπολέμησης εγκληματικών δραστηριοτήτων.

3.    Η πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 6 επιτρέπεται μόνο σε δεόντως εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους των αρμόδιων αρχών και προστατεύονται επαρκώς από τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση ή κοινοποίησή τους. Δεν επιτρέπεται η γνωστοποίηση ή κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών χωρίς τη ρητή έγκριση της αρμόδιας αρχής που τις έλαβε αρχικά, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στα άρθρα 8, 9 και 10. Ωστόσο, η έγκριση αυτή δεν είναι απαραίτητη σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν ή να κοινοποιήσουν τις εν λόγω πληροφορίες σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές διατάξεις στο οικείο κράτος μέλος, κυρίως στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών.

4.    Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 6 αποθηκεύονται από τις αρμόδιες αρχές και από τη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών για χρονική περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία συγκεντρώθηκαν. Όταν παρέλθει η περίοδος αυτή, τα δεδομένα είτε διαγράφονται είτε καθίστανται ανώνυμα.

Άρθρο 13
Κυρώσεις λόγω μη συμμόρφωσης

Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει κυρώσεις για τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης η οποία προβλέπεται στα άρθρα 3 και 4. Οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 14
Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2    Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις …. 26*.

3.    Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην απόφαση αυτή. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που είναι ήδη σε ισχύ.

4.    Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διαβουλεύεται με εμπειρογνώμονες οι οποίοι ορίζονται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας της 13ης Απριλίου 2016.

5.    Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.    Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 15
Ανάθεση εκτελεστικών εξουσιών

Η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, μέτρα για τη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής των ελέγχων από τις αρμόδιες αρχές, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα:

(a)το υπόδειγμα των εντύπων της δήλωσης και της γνωστοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 και στο άρθρο 4 παράγραφος 3·

(b)τα κριτήρια του κοινού πλαισίου διαχείρισης κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4·

γ)    οι τεχνικοί κανόνες για την ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει των άρθρων 8 και 9, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας κατάλληλου ηλεκτρονικού συστήματος·

δ)    το υπόδειγμα του εντύπου για την κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3·

ε)    οι κανόνες και ο μορφότυπος που πρέπει να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για τη διαβίβαση ανώνυμων στατιστικών στοιχείων στην Επιτροπή σχετικά με τις δηλώσεις και τις παραβάσεις σύμφωνα με το άρθρο 17.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2.

Άρθρο 16
Διαδικασία επιτροπής

1.    Η Επιτροπή επικουρείται στο έργο της από την επιτροπή ελέγχου των ρευστών διαθεσίμων. Η τελευταία είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.    Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 17
Κοινοποίηση πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού

1.    Το αργότερο έξι μήνες μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)    τον κατάλογο των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1·

β)    τα λεπτομερή στοιχεία των κυρώσεων που θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου 13·

γ)    ανωνυμοποιημένα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις δηλώσεις, τους ελέγχους και τις παραβάσεις, με τη χρήση του εντύπου που προβλέπεται βάσει του άρθρου 15 στοιχείο ε).

2.    Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με κάθε μεταγενέστερη αλλαγή που έχει επέλθει στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) το αργότερο έναν μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζουν να ισχύουν οι εν λόγω αλλαγές.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) υποβάλλονται στην Επιτροπή τουλάχιστον σε εξαμηνιαία βάση.

3.    Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση όλων των υπόλοιπων κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Άρθρο 18
Αξιολόγηση

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του και στη συνέχεια ανά πενταετία.

Άρθρο 19
Κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 καταργείται.

Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

Άρθρο 20
Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από 27*.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο    Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος    Ο Πρόεδρος

(1) COM(2016) 50 final.
(2) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 9).
(3) Να συμπεριληφθεί παραπομπή
(4) Βλέπε την έκθεση της Ευρωπόλ με τίτλο «Why cash is still king» («Γιατί ακόμα κυριαρχούν τα ρευστά διαθέσιμα»), η οποία είναι διαθέσιμη στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.europol.europa.eu/newsroom/news/cash-still-king-criminals-prefer-cash-for-money-laundering
(5) EE L 141 της 5.6.2015, σ. 73.
(6) ΕΕ L 345 της 8.12.2006, σ. 1.
(7) ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1.
(8) ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ. 70.
(9) ΕΕ L 139 της 29.5.2002, σ. 9.
(10) COM(2015) 185 final.
(11) COM(2015) 625 final.
(12) Να συμπεριληφθεί ο σχετικός σύνδεσμος προς την αξιολόγηση
(13) Για τη συνοπτική έκθεση της διαβούλευσης, βλέπε: να συμπεριληφθεί ο σχετικός σύνδεσμος
(14) Για τη συνοπτική παρουσίαση, βλέπε: να συμπεριληφθεί ο σχετικός σύνδεσμος για την πλήρη έκδοση, βλέπε: να συμπεριληφθεί ο σχετικός σύνδεσμος
(15) να συμπεριληφθεί ο σχετικός σύνδεσμος
(16) ΕΕ C της , σ. .
(17) ΕΕ C της , σ. .
(18) Οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 166 της 28.6.1991, σ. 77).
(19) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).
(20) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 9).
(21) Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).
(22) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).
(23) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
(24) [Παραπομπή στην ΕΕ [L 123/1].]
(25) ΕΕ C της , σ. .
(26) *Ημερομηνία έναρξης ισχύος της βασικής νομοθετικής πράξης ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ορίζει ο νομοθέτης.
(27) *Δύο έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της βασικής νομοθετικής πράξης ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ορίζει ο νομοθέτης.
Top

Βρυξέλλες, 21.12.2016

COM(2016) 825 final

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

στην

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005

{SWD(2016) 470 final}
{SWD(2016) 471 final}


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

στην

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή, αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας και προπληρωμένες κάρτες, τα οποία θεωρούνται ρευστά διαθέσιμα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημεία ii), iii) και iv)

1.    Οι ακόλουθοι διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή θεωρούνται ρευστά διαθέσιμα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii):

α)    οι ταξιδιωτικές επιταγές·

β)    οι επιταγές, τα γραμμάτια ή οι εντολές πληρωμής είτε εκδιδόμενοι στον κομιστή, υπογεγραμμένοι αλλά με παράλειψη του ονόματος του δικαιούχου, είτε οπισθογραφημένοι χωρίς περιορισμό, είτε εκδιδόμενοι σε διαταγή εικονικού δικαιούχου, είτε άλλως διαμορφωμένοι κατά τρόπον ώστε η κατοχή να συνεπάγεται κυριότητα.

2.    Τα ακόλουθα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας θεωρούνται ρευστά διαθέσιμα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iii):

α)    τα κέρματα με περιεκτικότητα σε χρυσό τουλάχιστον 90 %·

β)    οι ράβδοι χρυσού, όπως πλάκες, ψήγματα ή βώλοι με περιεκτικότητα σε χρυσό τουλάχιστον 99,5 %.

3.    Οι ακόλουθες προπληρωμένες κάρτες θεωρούνται ρευστά διαθέσιμα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv):



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο. 1

Άρθρο 2

Άρθρο. 2

Άρθρο 3

Άρθρο. 3

-

Άρθρο. 4

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο. 5

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο. 6

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο. 7

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο. 8

Άρθρο 6

Άρθρο. 9

Άρθρο 7

Άρθρο. 10

Άρθρο 8

Άρθρο. 11

-

Άρθρο. 12

Άρθρο 12

Άρθρο. 13

-

Άρθρο. 14

-

Άρθρο. 15

-

Άρθρο. 16

-

Άρθρο. 17

Άρθρο 10

Άρθρο. 18

-

Άρθρο. 19

Άρθρο 11

Άρθρο. 20

-

Παράρτημα I

-

Παράρτημα ΙI

Top