EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016IR0008

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών με θέμα «Απλούστευση των ΕΔΕΤ από τη σκοπιά της τοπικής αυτοδιοίκησης»

OJ C 88, 21.3.2017, p. 12–21 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

21.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 88/12


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών με θέμα «Απλούστευση των ΕΔΕΤ από τη σκοπιά της τοπικής αυτοδιοίκησης»

(2017/C 088/04)

Εισηγητής:

ο κ. Petr Osvald (CZ/PES), δημοτικός σύμβουλος του Πλζεν

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ,

1.

τονίζει ότι τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία (ΕΔΕΤ) συνιστούν ένα από τα σπάνια εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που έχουν άμεσο, συγκεκριμένο και απτό αντίκτυπο στην ποιότητα διαβίωσης των πολιτών μέσω των εκατοντάδων χιλιάδων έργων που υλοποιούνται σε όλη την Ευρώπη και μπορούν, επομένως, να επηρεάσουν θετικά τη γενική στάση των πολιτών απέναντι στην ΕΕ, σε μια συγκυρία όπου η δημοτικότητα της ΕΕ ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Ως εκ τούτου, το μέσο αυτό πρέπει να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί περαιτέρω σύμφωνα με τους βασικούς του στόχους και αρχές. Αντιθέτως, τα ΕΔΕΤ, και όλως ιδιαιτέρως η πολιτική συνοχής, θα πρέπει να υποβληθούν σε μια διαδικασία ανάλυσης και βελτίωσης που θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητα και την προστιθέμενη αξία τους, τόσο για την υλοποίηση των στόχων της ΕΕ και της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», όσο και σε άλλους τομείς σημαντικούς για τη ζωή των πολιτών, πράγμα που θα βελτιώσει την αντίληψή τους για την ΕΕ. Προς τούτο, ένα από τα πλέον ενδεδειγμένα και σημαντικά μέσα είναι να απλουστευτεί ολόκληρο το σύστημα εφαρμογής των ΕΔΕΤ και να γίνει πιο ευέλικτο·

2.

εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι οι διαδικασίες χρήσης των ΕΔΕΤ περιπλέκονται ολοένα περισσότερο, όχι μόνο από τη μια περίοδο προγραμματισμού στην άλλη, αλλά ουσιαστικά από τη μία χρονιά στην άλλη· χαιρετίζει, λοιπόν, θερμά το γεγονός ότι, με πρωτοβουλία της αρμόδιας για την περιφερειακή πολιτική επιτρόπου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άρχισε να μελετά σοβαρά την απλούστευση των Ταμείων αυτών και συγκρότησε ομάδα υψηλού επιπέδου, προσκάλεσε δε και άλλους εταίρους να συμμετάσχουν στον προβληματισμό. Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών (ΕτΠ) παρατηρεί ότι η διαδικασία επανεξέτασης με στόχο την απλούστευση θα έπρεπε να αφορά όχι μόνο τα ΕΔΕΤ, αλλά το σύνολο των χρηματοδοτικών προγραμμάτων και των πολιτικών της ΕΕ·

3.

επιδοκιμάζει τη στενή συνεργασία με την ολλανδική και τη σλοβακική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ στην από κοινού εξέταση πρακτικών μέτρων για την απλούστευση της εφαρμογής των ΕΔΕΤ και προτείνει να συνεχιστούν αυτές οι εργασίες με τις επικείμενες προεδρίες του Συμβουλίου, ενόψει και της συζήτησης με θέμα το μέλλον της πολιτικής συνοχής·

4.

επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας απλούστευσης, πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να υλοποιηθεί στην πράξη ο κύριος λόγος ύπαρξης και το πνεύμα της ίδιας της πολιτικής για τη συνοχή, δηλαδή η περιφερειακή πολιτική· τονίζει ότι, υπό την παρούσα μορφή της, η πολιτική συνοχής αποστασιοποιείται βαθμιαία από την περιφερειακή πολιτική και τείνει όλο και περισσότερο να διαχειρίζεται τα προβλήματα σε εθνικό επίπεδο· αυτό γίνεται φανερό, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι οι διάφορες «συμφωνίες σύμπραξης» στηρίζονται σε «εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων». Επιπλέον, η πολιτική συνοχής προσκρούει στην επιβολή διαφόρων εθνικών προϋποθέσεων, η τήρηση των οποίων ξεφεύγει εντελώς από την επιρροή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και των λοιπών δικαιούχων. Η πολιτική συνοχής καθίσταται όλο και πιο σύνθετη και περίπλοκη, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των διαφόρων πολιτικών και διοικητικών επιπέδων. Η περιπλοκότητα αυτή συμβάλλει, κατ’ επέκταση, στην αύξηση των ανισοτήτων στην ανάπτυξη των περιφερειών·

5.

υπογραμμίζει ότι η ΕτΠ εκπροσωπεί τις τοπικές και περιφερειακές αρχές, που μπορούν να παρεμβαίνουν στα διάφορα στάδια της αλυσίδας διαχείρισης της διαδικασίας εφαρμογής των ΕΔΕΤ και κυρίως ως τελικοί δικαιούχοι, διαχειριστικές αρχές ή ενδιαφερόμενα μέρη. Δεδομένου ότι οι τοπικές και περιφερειακές βρίσκονται σε αυτήν τη θέση, οι απόψεις και οι προτάσεις τους θα πρέπει να αποτελέσουν το βασικό αντικείμενο της απλοποίησης·

6.

υπογραμμίζει ότι μια πραγματικά αποτελεσματική διαδικασία απλούστευσης απαιτεί την ενεργό συμμετοχή όχι μόνο όλων των γενικών διευθύνσεων (ΓΔ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που συμμετέχουν στον προγραμματισμό και την παρακολούθηση των ΕΔΕΤ —μεταξύ των οποίων η ΓΔ Περιφερειακής Πολιτικής και Αστικής Ανάπτυξης (REGIO), η ΓΔ Απασχόλησης, Κοινωνικών Υποθέσεων και Ένταξης (EMPL), η ΓΔ Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης (AGRI), η ΓΔ Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας (MARE) και η ΓΔ Ανταγωνισμού (COMP)—, αλλά και άλλων ευρωπαϊκών θεσμικών και λοιπών οργάνων (όπως οι ελεγκτικές αρχές κ.λπ.). Το σύστημα πρέπει να απλουστευτεί τόσο για τους δικαιούχους όσο και για τις διοικητικές αρχές·

7.

συνιστά η διαδικασία απλούστευσης να αφορά συγκεκριμένα τη μείωση του διοικητικού φόρτου για τους φορείς υλοποίησης και τη μείωση της πολυπλοκότητας του κυκλώματος λογιστικού ελέγχου, υποβολής εκθέσεων και πιστοποίησης δαπανών. Η νομοθεσία θα πρέπει να προσαρμόζεται κατ’ αναλογία με την εμβέλεια του εκάστοτε έργου και με την αποτελεσματικότητα του συστήματος υλοποίησης·

8.

συνιστά συστηματική προσέγγιση κατά τη διαδικασία απλούστευσης και, κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα αυτό, εκτιμά ότι ενδείκνυται ο καθορισμός μεθόδου καθώς και δεικτών υλοποίησης και επιτυχίας· πρέπει, λοιπόν, να διακρίνονται δύο ειδών συμπεράσματα: αφενός, εκείνα που αφορούν γνώσεις και λύσεις που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν άμεσα και, αφετέρου, εκείνα που θα χρησιμεύσουν κατά την επόμενη περίοδο προγραμματισμού. Για την τρέχουσα περίοδο προγραμματισμού, και δεδομένης της συνεχιζόμενης εφαρμογής των επιχειρησιακών προγραμμάτων, οι μεγάλης εμβέλειας νομοθετικές αλλαγές δεν είναι ρεαλιστική λύση για λόγους ασφάλειας δικαίου. Ωστόσο, πρέπει να προβλεφθούν άμεσες δράσεις μέσω τροποποιημένων εφαρμοστικών πρακτικών και μη νομικών απαιτήσεων, καλύτερης συνεργασίας, αποτελεσματικότερης καθοδήγησης καθώς και μέσω περιορισμένων προσαρμογών του νομοθετικού πλαισίου της πολιτικής για τη συνοχή και της συναφούς νομοθεσίας. Θα πρέπει, ακόμη, η διαδικασία απλούστευσης να διαρθρωθεί σε συνάρτηση με τις θεματικές (μεταφορές, περιβάλλον κ.λπ.), με τα ταμεία και την κατανομή αρμοδιοτήτων τους (Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης — ΕΤΠΑ, Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο —ΕΚΤ κ.λπ.), με το επίπεδο διοίκησης (εθνικό, περιφερειακό, αστικό, τοπικό, κοινότητας), με τον φορέα (δημόσιο, ιδιωτικό, μη κυβερνητική οργάνωση — ΜΚΟ κ.λπ.). Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, πρέπει να προβληθούν οι δεσμοί και οι αλληλεπιδράσεις, τόσο εντός της ίδιας της διάρθρωσης όσο και εκτός αυτής, ενώ θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην απλούστευση των διοργανικών σχέσεων μεταξύ των διαφόρων επιπέδων που συμμετέχουν στην υλοποίηση·

9.

προτείνει τη βελτίωση του συντονισμού των διαφόρων ταμείων και προγραμμάτων σε εθνικό επίπεδο. Αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί επίσης μέσω του στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κατά τη διάρκεια της περιόδου προγραμματισμού, με έμφαση στις γενικές στρατηγικές εργασίες·

Κύρια ζητήματα και παράμετροι που καθορίζουν τις κατευθύνσεις της απλούστευσης:

10.

τονίζει ότι, για την εξασφάλιση της επιτυχίας της όλης διαδικασίας απλούστευσης, είναι σημαντικό να απαντηθούν τα παρακάτω θεμελιώδη ερωτήματα:

Ποιοι θα ωφεληθούν από την απλούστευση;

Η ΕτΠ εκτιμά ότι η ομάδα στόχος είναι, πρώτα απ’ όλους, οι τελικοί δικαιούχοι και κατόπιν τα λοιπά όργανα που συμμετέχουν στην εφαρμογή των ΕΔΕΤ, με ανοδική σειρά, αρχής γενομένης από όσες τοπικές αρχές είναι αρμόδιες για να λειτουργούν ως φορείς υλοποίησης και/ή ως μεσάζοντες των επιχειρησιακών προγραμμάτων.

Γιατί απλοποιούμε; Ποιος είναι ο σκοπός;

Η ΕτΠ φρονεί ότι ο κύριος στόχος της απλούστευσης είναι η δρομολόγηση και υλοποίηση δημιουργικών έργων που θα συμβάλουν στη χωροταξική ανάπτυξη, στο αίσθημα του ανήκειν στην ΕΕ, στην ανταγωνιστικότητα και στην ποιότητα ζωής, και που θα οδηγήσουν, τελικά, στην ανάπτυξη του συνόλου της Ένωσης και στην υλοποίηση της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Στόχος της απλούστευσης δεν είναι να δαπανώνται πιο μαζικά ή πιο εύκολα οι πόροι των ΕΔΕΤ· είναι να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και η δημιουργικότητα των έργων, να γίνει πιο ευχερής η κατάρτιση και η υλοποίησή τους και να μειωθούν οι κίνδυνοι για τους δικαιούχους.

Γιατί το σύστημα έγινε τόσο πολύπλοκο;

Η ΕτΠ πιστεύει ότι ο κύριος παράγοντας που αύξησε την περιπλοκότητα του μηχανισμού υπήρξε η τάση να ενσωματώνονται ειδικά συμπεράσματα και γνώσεις σε γενικές κατευθυντήριες γραμμές και πρότυπα, μέσα σε μια προσπάθεια αύξησης της ομοιογένειας του συστήματος. Η απόδειξη της καταπολέμησης της διαφθοράς και η εξασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας πάση θυσία αποτελούν άλλον ένα παράγοντα περιπλοκότητας. Η ΕτΠ φρονεί ότι δεν δίνεται επαρκής έμφαση στην εξέταση των δυσμενών επιπτώσεων που ενδέχεται να έχουν τα διάφορα μέτρα και παρεμβάσεις που γίνονται σε επίπεδο συστήματος (παρά τις αξιέπαινες προθέσεις), επί άλλων μέτρων. Γιατί, βέβαια, η μεταφορά και η γενίκευση των διδαγμάτων που αντλούνται από μια συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδίδουν κατ’ ανάγκη όταν εφαρμόζονται σε άλλες περιπτώσεις·

11.

δεν πιστεύει ότι μπορούν να χαρακτηριστούν ως απλούστευση τα εξής:

Η μείωση αφεαυτής του αριθμού σελίδων των κανονισμών και των κατευθυντήριων γραμμών.

Η διατύπωση των εγγράφων αυτών πρέπει να είναι σαφής, ώστε να είναι κατανοητά και να αίρεται οποιαδήποτε αμφισημία ως προς την ερμηνεία τους.

Συρρίκνωση των εξουσιών της Επιτροπής και ειδικότερα της ΓΔ REGIO.

Σε πολλές περιπτώσεις, για λόγους ενιαίας προσέγγισης και ερμηνείας σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι σκόπιμο η αρμόδια για το εκάστοτε Ταμείο ΓΔ της Επιτροπής να διαθέτει συνολική αρμοδιότητα σε θέματα ρύθμισης, ώστε να αποτρέπεται το ενδεχόμενο υιοθέτησης αποκλινουσών και μη συντονισμένων ερμηνειών και προσεγγίσεων από τα άλλα επίπεδα εφαρμογής. Ορισμένες δυσχέρειες προκύπτουν ακριβώς από την έλλειψη συντονισμού μεταξύ των διαφόρων ΓΔ και των λοιπών θεσμικών οργάνων της ΕΕ (ΓΔ COMP, ελεγκτικές αρχές κ.λπ.).

Η κατάρτιση άλλων εγγράφων και προτύπων με στόχο την ενοποίηση.

Πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον οι πρωτοβουλίες που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια στον τομέα αυτόν συνέβαλαν πράγματι στην αύξηση της αποτελεσματικότητας, και να διενεργηθεί αξιολόγηση των πρωτοβουλιών αυτών. Εάν επιθυμούμε απλούστευση, θα χρειαστεί να διαγράψουμε και να καταργήσουμε τις γενικές κατευθύνσεις και σχήματα που δεν αποφέρουν κανένα όφελος σε επίπεδο αποτελεσματικότητας, και να απελευθερώσουμε τη διαδικασία υλοποίησης αντί να την παρακωλύουμε·

12.

εκτιμά ότι ως απλούστευση μπορούν να θεωρηθούν τα εξής:

Η θέσπιση κανόνων που να επιτρέπουν την υιοθέτηση πιο ποικίλων και δημιουργικών προσεγγίσεων και έργων προς επίτευξη ενός γενικού στόχου.

Η καθιέρωση και η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των διαφόρων παραγόντων που συμμετέχουν στην υλοποίηση, με τον σχεδιασμό ενός πραγματικού συμβολαίου εμπιστοσύνης μεταξύ της Επιτροπής, των κρατών μελών και των περιφερειών τους, για τη διαχείριση και τον έλεγχο των διαρθρωτικών ταμείων και την καταπολέμηση της απάτης.

Η αποκατάσταση μεγαλύτερης ευελιξίας για τους δικαιούχους και μεγαλύτερων περιθωρίων υλοποίησης σε περιφερειακό επίπεδο, με δυνατότητα ύπαρξης άμεσων επαγγελματικών δεσμών και μεγαλύτερης επικοινωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του δικαιούχου όταν η κατάσταση δεν μπορεί να επιλυθεί σε εθνικό επίπεδο.

Η μεγαλύτερη ελαστικότητα των σχέσεων των διαχειριστικών αρχών (εθνικών ή περιφερειακών) με τις αντίστοιχες τοπικές (δικαιούχους ή φορείς υλοποίησης), καθώς και η απλούστευση των κανόνων λογιστικού ελέγχου και του κυκλώματος για τον έλεγχο, την υποβολή εκθέσεων και την πιστοποίηση των δαπανών.

Η προώθηση της αρχής της αναλογικότητας, ούτως ώστε στον όγκο του διοικητικού βάρους να συνυπολογίζεται, κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο, όχι μόνο η εμβέλεια του συνολικού έργου, αλλά κυρίως το ύψος της χορηγούμενης ενίσχυσης.

Ο περιορισμός του αριθμού των προγραμμάτων, για παράδειγμα με περιορισμό του αριθμού των θεματικών επιχειρησιακών προγραμμάτων και αντικατάστασή τους από ένα ενιαίο επιχειρησιακό πρόγραμμα.

Η έννοια του ενιαίου μεθοδολογικού πλαισίου: ο ορισμός κοινών κανόνων για το σύνολο του συστήματος· η περαιτέρω ανάπτυξη τεχνικών μέσων για τις εργασίες στρατηγικής, όπως λόγου χάρη η βάση δεδομένων των στρατηγικών, που είναι ένα σύστημα πληροφοριών, το οποίο περιέχει τα σχετικά έγγραφα, τους στόχους, τις αρμοδιότητες και τους δείκτες.

Η διεύρυνση της λειτουργίας του συστήματος ελέγχου με στόχο τη διοικητική απλοποίηση για τους υποψήφιους ανάληψης έργων.

Η ανάπτυξη και η έναρξη χρήσης άλλων μέσων για την ανάπτυξη των εργασιών στρατηγικής (για παράδειγμα αξιολόγηση της ποιότητας των στρατηγικών και της ποιότητας της υλοποίησής τους, ιεράρχηση των στρατηγικών, ανάπτυξη ικανοτήτων όσον αφορά τις εργασίες στρατηγικής στη δημόσια διοίκηση).

Η ανάπτυξη και εφαρμογή της ενιαίας ορολογίας για τα ταμεία·

13.

τονίζει ότι η απλούστευση αποτελεί διαρκή διεργασία, η οποία δεν περιορίζεται στην εφαρμογή μερικών μέτρων και την έκδοση μιας έκθεσης και μιας γνωμοδότησης·

14.

προειδοποιεί ότι πολλοί δικαιούχοι θεωρούν σήμερα την προσφυγή στα ΕΔΕΤ ριψοκίνδυνη, γιατί δεν έχουν τη βεβαιότητα ότι δεν θα καταλήξουν θύματα «ανωτέρας βίας», δηλαδή ότι δεν θα σταματήσει ή καθυστερήσει η χρηματοδότηση του έργου τους λόγω τυχόν διαφοράς μεταξύ της χώρας τους με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οφειλόμενης για παράδειγμα σε μη τήρηση προϋποθέσεων, σε διαπίστωση ύπαρξης σφαλμάτων στον μηχανισμό υλοποίησης κ.λπ. Ακόμη κι εάν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι του έργου και τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, η ενίσχυση που χορηγείται στον δικαιούχο μπορεί να μειωθεί ή να καθυστερήσει λόγω διαφόρων μικροσφαλμάτων ή επειδή, για αντικειμενικούς λόγους, επήλθε μια τροποποίηση κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του έργου. Αντιμετωπίζουν επίσης τον κίνδυνο, μεταξύ πολλών άλλων, τα ευρήματα της ελεγκτικής αρχής για κάποιο άλλο έργο να εφαρμοστούν αναδρομικά στο δικό τους. Όλα αυτά τα δεδομένα υπονομεύουν την επιθυμία αποτελεσματικής χρήσης των ΕΔΕΤ. Είναι απαραίτητο να επανέλθουν τα έργα και οι υπεύθυνοι υλοποίησης στο επίκεντρο της πολιτικής συνοχής μέσω της δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών για τους δικαιούχους, κυρίως μειώνοντας τα διοικητικά τέλη και περιορίζοντας τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων των υπεύθυνων υλοποίησης στα δεδομένα υλοποίησης του έργου· γενικεύοντας το απλουστευμένο κόστος και επιβάλλοντας κυρώσεις για τη μη αμφισβήτησή του από τον έλεγχο· υποδεικνύοντας στους υπεύθυνους υλοποίησης τα υποχρεωτικά έγγραφα που πρέπει να διατηρούνται σε έντυπη μορφή, ορίζοντας προθεσμία αρχειοθέτησης·

15.

φρονεί ότι θα αποτελούσε σημαντική απλούστευση εάν εφαρμόζονταν για όλα τα ταμεία της ΕΕ οι ίδιοι κανόνες επιλεξιμότητας. Ωστόσο, η αρμοδιότητα για τον καθορισμό των επιλέξιμων δαπανών θα πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνει σε εθνικό επίπεδο και τούτο είναι κάτι που πρέπει να εναρμονιστεί σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ·

16.

προτείνει να ανατεθούν σε ένα από τα υφιστάμενα θεσμικά ή άλλα όργανα αρμοδιότητες και ρόλος διαμεσολαβητή για τα ΕΔΕΤ, και να μπορεί να απευθυνθεί σε αυτό, σε τελευταίο βαθμό, οποιοσδήποτε δικαιούχος. Λόγω της περιπλοκότητας του συστήματος, πολλοί δικαιούχοι, παρότι καταβάλλουν προσπάθειες για να ολοκληρώσουν το έργο με τρόπο που να έχει το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα, βρίσκονται σε παράδοξες και προβληματικές καταστάσεις που όχι μόνο είναι καταστροφικές για τους συγκεκριμένους δικαιούχους σε οικονομικό και σε μη υλικό επίπεδο, αλλά και συντελούν σημαντικά στην αρνητική αντίληψη της κοινής γνώμης για τα ΕΔΕΤ και για την ίδια την ΕΕ. Το εν λόγω όργανο δεν πρέπει να αποσκοπεί αποκλειστικά στην εξασφάλιση της επικοινωνίας με τη ΓΔ REGIO, αλλά, μεταξύ άλλων, να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των ΕΔΕΤ σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα άλλα όργανα της ΕΕ. Ένα τέτοιο όργανο δεν υπάρχει σε επίπεδο ΕΕ, ενώ μια σειρά άλλες ΓΔ και άλλα όργανα της ΕΕ συμμετέχουν σε αυτή την προβληματική των ΕΔΕΤ. Ενδείκνυται επίσης να καθιερωθούν παρόμοια όργανα στα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν ήδη·

17.

επαναλαμβάνει ότι είναι σημαντικό να αποφεύγεται η αναδρομική ισχύς των συμπερασμάτων. Οι μεταγενέστερες αποφάσεις και οι αλλαγές διαδικασιών ή κατευθυντήριων γραμμών δεν πρέπει να μπορούν να εφαρμόζονται αναδρομικά σε άλλα έργα, ούτε ακόμη και σε έργα που δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί εάν η υλοποίησή τους βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο. Η πρόληψη της αναδρομικής ισχύος είναι μέτρο που μπορεί να εφαρμοστεί ταχέως και που θα ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου για τους δικαιούχους·

18.

συνιστά, κατά τη διαδικασία απλούστευσης, να εισαχθούν μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέπουν μεγαλύτερη ευελιξία, καθώς, λόγω της αυξανόμενης περιπλοκότητας των διαδικασιών, οι διάφορες συγκεκριμένες αποφάσεις που αφορούν συγκεκριμένα έργα καταλήγουν σε γενικές κατευθύνσεις και οδηγίες· συνιστά, προς τούτο, να συσταθεί ομάδα εργασίας απαρτιζόμενη από ειδικούς στην πρακτική εφαρμογή των ΕΔΕΤ, στην οποία θα ανατεθεί να υποβάλει προτάσεις τροποποίησης και να συζητήσει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα λοιπά θεσμικά όργανα·

19.

εφιστά την προσοχή στις συχνές περιπτώσεις ασυμφωνίας μεταξύ του νομικού πλαισίου της ΕΕ που διέπει τα ΕΔΕΤ και των εθνικών νομοθεσιών που διέπουν τομείς οι οποίοι, εκ πρώτης όψεως, δεν είναι συναφείς —όπως λόγου χάρη οι νόμοι περί δημοσιονομικού ελέγχου ή περί δημόσιων συμβάσεων—, με αποτέλεσμα να προκαλείται κατακερματισμός και διαφοροποίηση των προσεγγίσεων μεταξύ κρατών μελών. Ως εκ τούτου, συνιστά —όταν πρόκειται για τα ΕΔΕΤ, εφόσον κινητοποιούν ευρωπαϊκές πιστώσεις και όχι εθνικές— να προέχει η νομοθεσία και οι κατευθύνσεις της ΕΕ περί ΕΔΕΤ επί της εθνικής ή ακόμη και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, σε περίπτωση ασυμβατότητας, και τούτο παρότι υπάρχει συγχρηματοδότηση από εθνικούς ή υποεθνικούς πόρους, ώστε να αποτρέπεται ο κανονιστικός υπερθεματισμός·

20.

προτείνει να διαδοθούν οι ορθές πρακτικές των κρατών και των προγραμμάτων που στο παρελθόν παρουσίασαν ένα χαμηλό ή αμελητέο ποσοστό σφάλματος. Ταυτόχρονα, είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι όλα τα κράτη απολαμβάνουν τις ίδιες συνθήκες (και αυτό παρά το γεγονός ότι οι εθνικές νομοθεσίες διαφέρουν). Οι διάφορες εδαφικές ενότητες έχουν επί του παρόντος μια εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση. Πράγματι, υπάρχουν καταστάσεις που, στην περίπτωση ενός συγκεκριμένου κράτους θεωρούνται ως συνήθης και σωστή διαδικασία και, στην περίπτωση άλλου κράτους ως σοβαρή παρατυπία. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι για τον διοικητικό φόρτο δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εμβέλεια των έργων, το ύψος της ενίσχυσης και η ποιότητα του φορέα υλοποίησης·

21.

τονίζει ότι η επιτυχία της διαδικασίας απλούστευσης απαιτεί επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ, αφενός, των μέτρων που λαμβάνονται στα πλαίσια της καταπολέμησης της διαφθοράς και για τη μείωση του ποσοστού σφαλμάτων και, αφετέρου, της απλούστευσης και της ελάφρυνσης του διοικητικού βάρους που συνδέεται με τα ΕΔΕΤ. Πρέπει να επανεξεταστούν οι διατυπώσεις υλοποίησης και διαχείρισης που θέτουν στην ίδια μοίρα την απάτη και το μη ηθελημένο σφάλμα, προξενώντας κλίμα δυσπιστίας μεταξύ των παραγόντων και δυσανάλογο διοικητικό βάρος για τον υπεύθυνο υλοποίησης του έργου. Τα διάφορα μέτρα που έχουν βαθμιαία θεσπιστεί για την εξασφάλιση της διαφάνειας και την καταπολέμηση της διαφθοράς και της απάτης περιπλέκουν αισθητά το όλο σύστημα. Μεταξύ των μέτρων αυτών, θα ήταν σκόπιμο να εξακριβωθεί εκ των υστέρων ποια είναι πραγματικά αποτελεσματικά και ποια περιπλέκουν απλώς τη διαδικασία και αντιμετωπίζουν έντιμους δικαιούχους ως «εγκληματίες» για ασήμαντα παραπτώματα. Η καταπολέμηση της διαφθοράς δεν θα πρέπει να καταλήγει σε εκ των προτέρων καχυποψία απέναντι σε κάθε δικαιούχο. Θα έπρεπε να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, τη συνεργασία και τη σαφή ανάληψη ευθυνών. Πρέπει να θεμελιώνεται στις βασικές ηθικές αρχές και στην ευθύνη του δικαιούχου ως προς τους στόχους που δεσμεύτηκε να εκπληρώσει και όχι στην κατάρτιση, με βάση διαπιστωθέντα σφάλματα, «άκαμπτων» προτύπων που στερούν την ελευθερία κινήσεων σε άλλους δικαιούχους, κατά τρόπο συχνά αναποτελεσματικό. Εάν όλη η προσοχή επικεντρώνεται αποκλειστικά στην εφαρμογή υποδειγμάτων και προτύπων, αυτό μπορεί, αντιθέτως, να δώσει ευκαιρία, σε ορισμένες περιπτώσεις, για κακόβουλη ή εσφαλμένη χρήση των χρηματοδοτήσεων —και μάλιστα ατιμωρητί·

Τι περιλαμβάνει το ζήτημα:

22.

μετά τη διεξαγωγή συζητήσεων στους κόλπους της και με άλλους εταίρους, επισημαίνει τους ακόλουθους κύριους τομείς της προς επίλυση προβληματικής·

Δημόσιες συμβάσεις:

23.

όπως απεδείχθη στα εργαστήρια που αφορούσαν το ζήτημα της απλούστευσης, παρότι σε ορισμένα κράτη μέλη η σύναψη δημοσίων συμβάσεων δεν γεννά μείζονα προβλήματα, οι εκπρόσωποι πολλών χωρών εκτιμούν ότι η ανάθεση ακριβώς των δημοσίων συμβάσεων είναι ένα από τα κύρια προβλήματα ως προς την εφαρμογή. Ως εκ τούτου, εκτιμούμε ότι θα έπρεπε να υπάρχουν σαφείς κανόνες σε ολόκληρη την Ευρώπη σε θέματα σύναψης δημοσίων συμβάσεων με στόχο την υλοποίηση έργων με χρηματοδότηση των ΕΔΕΤ· οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να υπερισχύουν της εθνικής νομοθεσίας στον τομέα αυτόν. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για πόρους της ΕΕ και όχι των κρατών μελών και, συνεπώς, η σύναψη συμβάσεων θα έπρεπε να διέπεται από κανόνες που ισχύουν για ολόκληρη την Ένωση και όχι από τους εθνικούς κανόνες. Επιπλέον, οι διατυπώσεις που διέπουν τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων θα έπρεπε να συμβάλλουν στην επίτευξη όσο το δυνατόν καλύτερων αποτελεσμάτων και να προβλέπουν προς τούτο έναν βαθμό ευελιξίας για τα διάφορα είδη αγορών, αντί να περιορίζουν τυπολατρικά την αναθέτουσα αρχή και τον προσφέροντα μέσα σε ένα άκαμπτο και εξαναγκαστικό πλαίσιο διατυπώσεων και διαδικασιών. Θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να αυξηθούν τα ποσά των κατωτάτων ορίων που απαιτούνται για τη δημοσίευση στη δικτυακή πύλη δημοσίων συμβάσεων και στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ·

24.

όπως απεδείχθη στα εργαστήρια που αφορούσαν το ζήτημα της απλούστευσης, παρότι σε ορισμένα κράτη μέλη η σύναψη δημοσίων συμβάσεων δεν γεννά μείζονα προβλήματα, οι εκπρόσωποι πολλών χωρών εφιστούν την προσοχή στο γεγονός ότι, για μια αναθέτουσα αρχή μικρού μεγέθους, το ισχύον σύστημα είναι τόσο περίπλοκο και επικίνδυνο που δεν μπορεί η ίδια να συντάξει την πρόσκληση υποβολής προσφορών και αναγκάζεται να προσφύγει στις υπηρεσίες εξειδικευμένων εξωτερικών εταιρειών, χωρίς όμως η πρακτική αυτή να την απαλλάσσει από την ευθύνη της για τυχόν σφάλματα. Έτσι, δημιουργήθηκε ένας ολόκληρος νέος κλάδος επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το παράδοξο είναι ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, χρειάζεται να διοργανωθεί διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών για να οριστεί η επιχείρηση που θα αναλάβει να καταρτίσει την πρόσκληση υποβολής προσφορών·

25.

όπως απεδείχθη στα εργαστήρια που αφορούσαν το ζήτημα της απλούστευσης, παρότι σε ορισμένα κράτη μέλη η σύναψη δημοσίων συμβάσεων δεν γεννά μείζονα προβλήματα, οι εκπρόσωποι πολλών χωρών εφιστούν την προσοχή στο γεγονός ότι τα περισσότερα σφάλματα που διαπράττονται κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων είναι στην ουσία σφάλματα που οφείλονται στην περιπλοκότητα των κανόνων. Ως αποτέλεσμα, οι διαχειριστές έργων αναπτύσσουν έντονα αισθήματα απογοήτευσης, λόγω εκ των υστέρων ελέγχων που διενεργούνται σε προχωρημένη φάση της διαδικασίας, όταν δεν είναι πλέον δυνατό να διορθωθούν τα λάθη, και δεν έχουν πλέον ούτε τη δυνατότητα να ζητήσουν δεσμευτική εκ των προτέρων αξιολόγηση. Γι’ αυτό, η ΕτΠ προτείνει οι γνώμες δημοσιονομικού ελέγχου και οι λοιπές διαδικασίες ελέγχου της σύναψης δημοσίων συμβάσεων να διενεργούνται κυρίως εκ των προτέρων, ώστε να προλαμβάνονται τα σφάλματα —που, ειδικά σε αυτόν τον τομέα, είναι πολύ συνήθη— και να μειωθεί, κατ’ επέκταση, το ύψος των δημοσιονομικών διορθώσεων·

26.

αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι η νομοθεσία περί διαδικασιών σύναψης συμβάσεων επικεντρώνεται στην αναθέτουσα αρχή, η οποία υφίσταται κυρώσεις και διώξεις για το παραμικρό λάθος, ενώ πολλές από τις δόλιες παραποιήσεις των αποτελεσμάτων των δημοσίων συμβάσεων γίνονται βάσει συμφωνιών μεταξύ των προσφερόντων. Όσον αφορά τους κλάδους και τα τμήματα της αγοράς όπου επικρατούν μονοπώλια, το ισχύον σύστημα σύναψης δημοσίων συμβάσεων συχνά δεν επιτελεί τον ρόλο του, ενίοτε μάλιστα ενδέχεται να καταλήξει στα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Θα ήταν, λοιπόν, σκόπιμο να ελεγχθεί το σύστημα στο σύνολό του και να εξεταστεί το ενδεχόμενο εκ βάθρων αναθεώρησης της φιλοσοφίας που το διέπει. Αυτό ισχύει δε όλως ιδιαιτέρως για τις μικρές χώρες, όπου παρατηρούνται πολύ πιο έντονες τάσεις μονοπώλησης της αγοράς·

27.

είναι σημαντικό να υποβληθούν σε επείγουσα αναθεώρηση οι κατευθυντήριες γραμμές για τις δημόσιες συμβάσεις στο πλαίσιο των ΕΔΕΤ που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα («Δημόσια σύμβαση — κατευθυντήριες γραμμές»), δεδομένου ότι αναφέρονται σε παλαιές οδηγίες και όχι για τις νέες οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις που εγκρίθηκαν το 2014 και τέθηκαν σε ισχύ στις αρχές του τρέχοντος έτους. Σχετικά, είναι σημαντικό οι νέες κατευθυντήριες γραμμές να επανεξεταστούν με γνώμονα μια κατάλληλη αξιολόγηση εδαφικού αντίκτυπου που να επιτρέπει την άμεση συμβολή τοπικών και περιφερειακών εμπειρογνωμόνων. Τούτο προβλέπεται στη δέσμη μέτρων για τη βελτίωση της νομοθεσίας, στην οποία αναγνωρίζεται ο ρόλος της ΕτΠ ως βασικού εταίρου στην καλύτερη διερεύνηση των τοπικών και περιφερειακών επιπτώσεων των προτάσεων της ΕΕ·

Εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις:

28.

με την πάροδο του χρόνου, η κατάσταση στον τομέα των δημοσίων ενισχύσεων έχει επιδεινωθεί σοβαρά, και μολονότι γνώρισε πρόσφατα μια μερική βελτίωση σε ορισμένα προγράμματα, παραμένει πάντα πολύ δύσκολη για τους δικαιούχους και τις διαχειριστικές αρχές. Σήμερα, δεν υπάρχει σαφής και κατανοητή ερμηνεία της έννοιας των δημοσίων ενισχύσεων και τα πάντα καθορίζονται με βάση την υποβολή προσφορών και τις πραγματογνωμοσύνες. Οι αρμόδιες για την ερμηνεία εθνικές αρχές συχνά έχουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις και σπανίως είναι πρόθυμες να εκδώσουν ξεκάθαρες και δεσμευτικές γνωμοδοτήσεις. Σε ορισμένες χώρες, αυτές οι αρχές δεν συμμετέχουν στο σύστημα εφαρμογής των ΕΔΕΤ και οι γνωμοδοτήσεις τους δεν έχουν σαφή λογοδοσία. Κρίνεται λοιπόν ευκταίο οι εν λόγω εθνικές αρχές να ενταχθούν στο σύστημα εφαρμογής, σε όσες χώρες δεν συμμετέχουν ήδη, και να υποχρεωθούν να διατυπώνουν σαφείς απόψεις. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ιδιωτικοί φορείς βρίσκονται παραδόξως σε πιο ευνοϊκή θέση από τους δημόσιους (καθώς δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με αμέτρητες εντολές, κανονισμούς και μέτρα). Παρότι οι δημόσιοι φορείς έχουν πιο σπάνια τον ρόλο ανταγωνιστικού οικονομικού παράγοντα και παρότι οι δραστηριότητές τους δεν είναι κερδοσκοπικές, υπόκεινται ωστόσο στις ίδιες διαδικασίες με τους ιδιωτικούς φορείς·

29.

εξάλλου, υπάρχει και άλλη μία αξιοσημείωτη ασυνέπεια σε σχέση με την εφαρμογή των κανόνων περί δημοσίων ενισχύσεων. Ενώ οι διαδικασίες περί δημοσίων ενισχύσεων δεν είναι εφαρμοστέες στα προγράμματα που διαχειρίζεται κεντρικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (όπως π.χ. το «Ορίζοντας 2020», ο μηχανισμός «Συνδέοντας την Ευρώπη», το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων), είναι ωστόσο εφαρμοστέες στα έργα που χρηματοδοτούνται βάσει της πολιτικής για τη συνοχή. Στην πράξη λοιπόν, σε θέματα δημοσίων ενισχύσεων, τα έργα κρίνονται όχι ανάλογα με τη φύση τους, αλλά ανάλογα με το εάν η εκάστοτε ενίσχυση χορηγείται από την Επιτροπή ή από το κράτος μέλος και ανάλογα με την πηγή χρηματοδότησής τους·

30.

υπό αυτές τις συνθήκες, η ΕτΠ επιθυμεί να υπενθυμίσει ότι το κύριο νόημα της πολιτικής για τη συνοχή είναι να εξασφαλίζει ισότιμους όρους στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες, χάρη στη χορήγηση εκ μέρους της ΕΕ μεγαλύτερου όγκου χρηματοδοτικών πόρων και με μεγαλύτερο ποσοστό συγχρηματοδότησης. Επομένως, η πολιτική συνοχής θα μπορούσε ακόμη και να θεωρηθεί ως ηθελημένη στρέβλωση της αγοράς. Γι’ αυτό, η ΕτΠ πιστεύει ότι οι σχετικές με τις δημόσιες ενισχύσεις διαδικασίες δεν θα έπρεπε να εφαρμόζονται καθόλου στα ΕΔΕΤ·

31.

ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην προσφυγή σε δημόσιες ενισχύσεις για προγράμματα ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας (ΕΕΣ). Κατά γενικό κανόνα, οι αναγκαίες προσπάθειες για την τήρηση των κανόνων περί δημοσίων ενισχύσεων είναι δυσανάλογες σε σχέση με τον κίνδυνο στρέβλωσης του ανταγωνισμού. Επιπλέον, οι δημόσιες ενισχύσεις υπόκεινται συχνά σε ποικίλες ερμηνείες εκ μέρους των διαφόρων κρατών μελών, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η εφαρμογή των κανόνων αυτών με την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου, γεγονός που συχνά εμποδίζει εντελώς την υλοποίηση ποιοτικών έργων. Ένα από τα μέτρα που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν ταχέως για να απλουστευθούν τα ΕΔΕΤ θα ήταν να εξαιρεθεί και η ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί δημοσίων ενισχύσεων, όπως ισχύει λόγου χάρη για το πρόγραμμα «Ορίζoντας 2020»·

32.

υπάρχει επίσης το ζήτημα της σαφήνειας και της αναλογικότητας. Λόγω του μικρού μεγέθους ορισμένων έργων, ιδίως σε τοπικό επίπεδο, είναι σημαντικό να διασαφηνιστεί το πλαίσιο των εξαιρέσεων από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Επί του παρόντος, υπάρχει συχνά σύγχυση σχετικά με το πότε και το πώς λειτουργεί η νομοθεσία για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας, για τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, για την απαλλαγή κατά κατηγορία και οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών ζητά να αναπτυχθεί μια καλύτερη, πιο εύχρηστη και ενοποιημένη καθοδήγηση ήδη κατά την τρέχουσα περίοδο προγραμματισμού, και ζητεί η προσεχής αναθεώρηση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις να επιτύχει τη βελτίωση και την απλούστευση του υφιστάμενου πλαισίου·

33.

λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης όσον αφορά τον ορισμό μιας επιχείρησης, είναι επίσης αναγκαίο, προκειμένου να υποστηριχθεί η απασχόληση, η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα στις περιφέρειες, να αυξηθεί το ανώτατο όριο της ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας·

Παρακολούθηση και λογιστικοί έλεγχοι:

34.

η έλλειψη συνέπειας στις μεθοδολογίες λογιστικού ελέγχου σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση για τη διαδικασία εφαρμογής των ΕΔΕΤ. Οι διαχειριστικές αρχές και τα διάφορα ευρωπαϊκά και εθνικά όργανα ελέγχου συχνά καταλήγουν σε αποκλίνουσες ερμηνείες των ίδιων κανόνων, ενώ δεν έχουν καμία ευθύνη για τους ελέγχους που διενεργούνται. Για τα έργα που εξαρτώνται από τα ΕΔΕΤ, θα ήταν σκόπιμο να θεσπιστεί ένα σύστημα ενιαίου ελέγχου (ενιαίο σημείο ελέγχου σε επίπεδο του κράτους μέλους και της ΕΕ), με έκδοση δεσμευτικής γνώμης για την οποία και θα είναι υπόλογο, συμπεριλαμβανομένης και της σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Ο τελικός δικαιούχος θα έπρεπε επίσης να δικαιούται να ζητήσει τη διενέργεια ελέγχου, ώστε να βεβαιωθεί ότι η υλοποίηση έγινε σύμφωνα με τους κανόνες και ότι δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο στο μέλλον ή για να μπορέσει, ενδεχομένως, να προβεί σε διορθωτικές δράσεις. Προς τούτο απαιτείται πιο ευέλικτη προσέγγιση ως προς την ανταλλαγή δεδομένων και τις ολοκληρωμένες λύσεις ΤΠΕ, όπως τα ηλεκτρονικά έντυπα και οι βάσεις δεδομένων, δεδομένου ότι αποτελούν προϋπόθεση για την ανάπτυξη σταθμού ενιαίας εξυπηρέτησης που θα μειώσει την επιβάρυνση που συνεπάγεται για τους δικαιούχους και τις διαχειριστικές αρχές η συμπλήρωση εντύπων. Η γενίκευση μιας «φιλικής προς τον χρήστη» αποϋλοποίησης θα συντελέσει στην ελαχιστοποίηση των εγγράφων προς σάρωση και τηλεφόρτωση. Πρέπει, λοιπόν, να δοθεί προτεραιότητα σε εφαρμογές πληροφορικής που καθιστούν δυνατή την άμεση αναζήτηση στην πηγή των διοικητικών στοιχείων του δικαιούχου (συνολικό προσωπικό, κύκλος εργασιών, τήρηση φορολογικών και κοινωνικών υποχρεώσεων κ.λπ.). Ωστόσο, αυτό απαιτεί την εκ των προτέρων εκτίμηση των κινδύνων όσον αφορά το ποια δεδομένα μπορούν να ανταλλαγούν, καθώς και την εξαρχής συμμετοχή της Επιτροπής, των εθνικών και περιφερειακών ελεγκτικών οργάνων καθώς και του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενδεχομένως και την ανάπτυξη ενός κοινού εγχειριδίου ελέγχου, για την αποφυγή προβλημάτων λογιστικού ελέγχου στο μέλλον. Σήμερα, ο έλεγχος εκλαμβάνεται ως κατασταλτικό και εξαναγκαστικό μέτρο. Κατά γενικό κανόνα, οι δημοσιονομικοί έλεγχοι αφορούν αποκλειστικά τη διαχείριση του έργου και την τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών, η παραμικρή δε παρέκκλιση επιφέρει αμείλικτες κυρώσεις, ακόμη κι εάν απέβλεπε στην αύξηση της αποτελεσματικότητας του έργου ή στην πραγματοποίηση οικονομιών ή εάν οφειλόταν σε απρόβλεπτες καταστάσεις. Ως εκ τούτου, η ΕτΠ προτείνει οι ελεγκτές να ενδιαφέρονται για την πραγματική αποτελεσματικότητα των βαρών και να λαμβάνουν υπόψη τον βαθμό σοβαρότητας των σφαλμάτων από δημοσιονομική άποψη και την εκάστοτε συγκεκριμένη περίσταση (περισσότερη αναλογικότητα στους λογιστικούς και άλλους ελέγχους). Η αναλογικότητα θα πρέπει να προστεθεί στους κανόνες επιθεώρησης και συμμόρφωσης, και θα πρέπει να προβλέπονται υψηλότερα επίπεδα ανοχής για ελάσσονες παραβάσεις. Θα πρέπει να υπάρξει στροφή προς μια αναλογικότερη προσέγγιση (με λιγότερους επιτόπιους ελέγχους για προγράμματα ή φορείς με τις καλύτερες επιδόσεις) και μια προσέγγιση με βάση το αποτέλεσμα των επιθεωρήσεων (έτσι ώστε επιθεωρήσεις περισσότερων τύπων να μπορούν να διενεργούνται σε μία και μόνη επίσκεψη, πράγμα που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα προγράμματα και τις λειτουργίες που ενέχουν παρεμβάσεις από περισσότερα από ένα ταμεία), καθώς και ένας πιο αναλογικός λογιστικός έλεγχος που να εστιάζει λιγότερο στις ποινές και περισσότερο στη βελτίωση και στην εξασφάλιση ευρύτερων αποτελεσμάτων της πολιτικής για τη συνοχή. Ο ελεγκτής θα έπρεπε να θεωρείται ως εταίρος για την επίλυση των προβλημάτων και την αναζήτηση του αποτελεσματικότερου τρόπου εντοπισμού και διόρθωσης των σφαλμάτων. Για τον σκοπό αυτό, χρειάζεται αλλαγή στη στάση των ελεγκτών·

35.

οι διοικητικές και οι ελεγκτικές αρχές πρέπει να συνεργάζονται στενά από το στάδιο του προγραμματισμού έως αυτό της ολοκλήρωσης των προγραμμάτων, καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αποτραπεί το ενδεχόμενο να υπάρξουν διαφορετικές ερμηνείες των ίδιων κανόνων. Το επιδιωκόμενο κοινό σύστημα ελέγχου ή μια κοινή κατανόηση του συστήματος θα πρέπει να μην επιτρέπουν η ίδια πράξη να αποτελεί αντικείμενο ελέγχου περισσότερες της μιας φορές, διότι διαφορετικές αρχές ελέγχου θα πρέπει, κατά κανόνα, να οικοδομούν πάνω τις γνώμες των άλλων και να τις συμπληρώνουν. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕτΠ προτείνει τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του αναλογικού ελέγχου που ορίζεται στο άρθρο 148 του γενικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, εφαρμόζοντάς το πέρα από την αρμόδια για τον λογιστικό έλεγχο αρχή και την Επιτροπή σε όλους τους τύπους ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με τους οποίους είναι επιφορτισμένες οι αρχές διαχείρισης και πιστοποίησης και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Γενικότερα, πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη επικουρικότητα στο πλαίσιο του λογιστικού ελέγχου. Ο κοινοτικός λογιστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται μόνο στην τήρηση των κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικά με τα ΕΔΕΤ. Όσον αφορά τα κράτη μέλη και τις διαχειριστικές αρχές των κρατών μελών, πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη επαλήθευσης της τήρησης των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων (συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή νομοθεσία). Η εν λόγω επικουρικότητα στις δραστηριότητες λογιστικού ελέγχου πρέπει να εξαρτάται από τη σύναψη ενός συμβολαίου εμπιστοσύνης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και κάθε κράτους μέλους·

36.

εισηγείται επίσης να αυξηθούν κατά 50 % τα κατώτατα όρια κάτω από τα οποία μια επιχείρηση δεν αποτελεί αντικείμενο περισσότερων του ενός λογιστικών ελέγχων πριν από την υποβολή των τελικών δαπανών·

37.

όταν σε ένα έργο συμμετέχουν αρκετοί εταίροι, είναι απαράδεκτο —λόγω παρατυπιών που διαπιστώθηκαν σε σχέση με έναν από τους εταίρους— να υποστεί ως κύρωση το σύνολο της εταιρικής σχέσης ή, σε ακραίες περιπτώσεις, το σύνολο του προγράμματος δημοσιονομική διόρθωση·

38.

υπάρχουν κράτη μέλη όπου τα συστήματα προσφυγής λειτουργούν χωρίς μείζονα προβλήματα· σε άλλα κράτη, όμως, τα συστήματα αυτά, που θεσπίστηκαν με βάση το άρθρο 74 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, είναι πολύ ανόμοια και δεν ανταποκρίνονται πάντοτε στον ρόλο τους από την οπτική γωνία του δικαιούχου. Θα πρέπει λοιπόν να θεσπιστεί, τόσο σε επίπεδο κρατών μελών (εκεί όπου υφίσταται ακόμη) όσο και σε επίπεδο ΕΕ, ένα ενιαίο, ευνόητο και γρήγορο σύστημα προσφυγής. Το σύστημα αυτό θα πρέπει να εφαρμόζεται όχι μόνο ενάντια στα συμπεράσματα του δημοσιονομικού ελέγχου, αλλά και ενάντια στις αποφάσεις που λαμβάνονται σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς (όπως οι δημόσιες ενισχύσεις κ.ά.)·

Επιβάρυνση του κανονιστικού φόρτου («κανονιστικός υπερθεματισμός»):

39.

η διαδικασία που συνίσταται στην υπέρβαση των ελάχιστων απαιτήσεων που προβλέπει η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διαδικασία μεταφοράς της εν λόγω νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους, φαίνεται να αποτελεί πρόβλημα των κρατών μελών και όχι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο, η αυτό είναι εφικτό στο μέτρο που το επιτρέπουν οι κανονισμοί και οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για την εφαρμογή της νομοθεσίας. Αν θέλουμε να μειώσουμε την εν λόγω πρακτική στο ελάχιστο δυνατό, η Επιτροπή πρέπει να αποκτήσει ισχυρότερο ρόλο επί του θέματος. Η Επιτροπή πρέπει να προβλέπει ξεκάθαρα στους κανονισμούς και τις κατευθυντήριες γραμμές εφαρμογής της σαφείς απόλυτες απαιτήσεις που δεν μπορούν ούτε να αυστηροποιηθούν ούτε να χαλαρώσουν. Αυτό αφορά, μεταξύ άλλων, τις δημόσιες συμβάσεις και το λογιστικό έλεγχο. Οι πόροι των ΕΔΕΤ είναι πόροι της ΕΕ, άρα τους κανόνες θα πρέπει να τους θέτει η ΕΕ και όχι τα κράτη μέλη·

40.

επιβάρυνση του κανονιστικού φόρτου προκύπτει επίσης επειδή, σε πολλές περιπτώσεις, οι κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή καταρτίζονται σε επίπεδο ΕΕ αφού έχει ήδη ξεκινήσει η υλοποίηση των προγραμμάτων. Τα κράτη μέλη και οι διαχειριστικές αρχές υποχρεώνονται, επομένως, να καταρτίσουν δικές τους κατευθυντήριες γραμμές, που διαφέρουν από αυτές που η Επιτροπή εκδίδει εκ των υστέρων. Κατά συνέπεια, οι κανονισμοί για τα ΕΔΕΤ πρέπει να καταρτίζονται παράλληλα με τις κατευθυντήριες γραμμές και όχι εκ των υστέρων, ώστε να δίνουν μια ιδέα και να ερμηνεύουν τον τρόπο υλοποίησης του κάθε άρθρου των κανονισμών αυτών. Η προσέγγιση αυτή έχει συχνά ως αποτέλεσμα τα λειτουργικά προγράμματα να σημειώνουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του έτους και να χρειάζονται πρόσθετες αναθεωρήσεις που, και αυτές, επηρεάζουν αρνητικά το επίπεδο απορρόφησης των ΕΔΕΤ. Πρέπει να περιοριστεί δραστικά ο αριθμός και ο όγκος των κατευθυντήριων γραμμών και των μεθόδων. Με την ευκαιρία αυτή, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη σαφήνεια και την αποτελεσματικότητα μάλλον παρά στον όγκο τους, ώστε να μην καθιστούν πιο περίπλοκο και αναποτελεσματικό το σύστημα. Θα πρέπει να είναι σαφείς και να μην έχουν υποστεί τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια της υλοποίησης. Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ισχύουν αναδρομικά·

Προγραμματική και θεματική συγκέντρωση:

41.

ένα αποτελεσματικό μέτρο θα ήταν επίσης να εξετάζεται ποιο επίπεδο είναι το καταλληλότερο να αποφασίσει για τον προγραμματισμό και τις θεματικές. Σήμερα, ο προγραμματισμός φθάνει έως και το πιο χαμηλό επίπεδο εφαρμογής. Στο πλαίσιο της θεματικής συγκέντρωσης, θα ήταν σκόπιμο να καθορίζονται συνολικοί (γενικοί) στόχοι και ένας βασικός δείκτης υλοποίησης για τον καθένα από τους στόχους αυτούς. Οι διαχειριστικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν αρκετά περιθώρια ώστε να προσδιορίζουν τις δραστηριότητες που θα τους επιτρέψουν την επίτευξη του εν λόγω στόχου στις διάφορες περιφέρειες, και να μπορούν επομένως να συνεκτιμήσουν καλύτερα τις ανάγκες των περιφερειών σε συνάρτηση με τις ιδιαιτερότητές τους και με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Εάν ο στόχος είναι η αύξηση της απασχόλησης, θα πρέπει να υπάρχει ευελιξία ως προς την επιλογή των μέσων για την επίτευξή του. Σε ορισμένες περιφέρειες, ανάλογα με το επίπεδό τους, οι δραστηριότητες που θα συμβάλουν στην επίτευξη του στόχου αυτού τοποθετούνται στον τομέα της έρευνας, ενώ σε άλλες θα είναι, για παράδειγμα, δραστηριότητες στον τουριστικό κλάδο. Ειδικά η προώθηση της διασυνοριακής συνεργασίας, στόχος της οποίας είναι η ενσωμάτωση των περιφερειών πέραν των συνόρων, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες της συγκεκριμένης παραμεθόριας περιοχής και, έτσι, να συμβάλει στην υποστήριξη σημαντικών δραστηριοτήτων πέραν του πλαισίου των θεματικών στόχων που απορρέουν από τη στρατηγική «Ευρώπη 2020». Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται το παράδειγμα των «Ταμείων Μικρών Έργων» που υποστηρίζουν τις διαπροσωπικές πρωτοβουλίες, την ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων ή μη υφιστάμενων μεταφορικών συνδέσεων. Γενικά, πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν η ΕΕΣ θα πρέπει να υπόκειται σε όλους τους όρους που ισχύουν για τα ΕΔΕΤ. Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι δε θα υπάρξει μείωση των διαθέσιμων πιστώσεων·

42.

θα πρέπει να επιτρέπεται μια ευελιξία στα προγράμματα, ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν για να ανταποκριθούν σε νέες καταστάσεις και στην ταχεία εξέλιξη των τεχνικών. Ωστόσο, η ευελιξία αυτή πρέπει να είναι πραγματική, δηλαδή πρέπει να περιοριστεί και να απλουστευθεί εξολοκλήρου η διαδικασία τροποποίησης ενός προγράμματος. Για παράδειγμα, η ανάγκη διεξαγωγής νέας στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματική ευελιξία ενός προγράμματος. Στην προαναφερθείσα περίπτωση, για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να απαιτείται η διεξαγωγή νέας στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, εκτός εάν η διάθεση εντάσσεται στα πλαίσια του επαναπρογραμματισμού, και προβλέπονται ειδικοί στόχοι με σημαντική περιβαλλοντική επίδραση, η οποία έχει διαπιστωθεί εκ των προτέρων·

43.

ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 εισήγαγε δύο εργαλεία —τις «ολοκληρωμένες χωρικές επενδύσεις» και τα «κοινά σχέδια δράσης» (ΚΣΔ)— στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης εδαφικής προσέγγισης, τα οποία θα μπορούσαν να καταστήσουν δυνατή την ολοκληρωμένη ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης περιοχής ή περιφέρειας. Τα κράτη μέλη, εντούτοις, ελάχιστα ενθαρρύνθηκαν από την Επιτροπή να κάνουν χρήση αυτών των εργαλείων, κυρίως, μεταξύ άλλων, διότι ο ορισμός τους από την Επιτροπή στις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις της ήταν ασαφής και περίπλοκος. Εάν γινόταν μεγαλύτερη χρήση αυτών των δύο εργαλείων, αυτό θα οδηγούσε σε:

μια εταιρική προσέγγιση της διαμόρφωσης της αναπτυξιακής πολιτικής ως προς μεμονωμένες περιοχές,

ουσιαστική εφαρμογή των μέτρων σύμφωνα με την αρχή «από τη βάση προς την κορυφή», καθώς και σε συνέργειες που επιτυγχάνονται ευκολότερα σε πιο περιορισμένη υποεθνική κλίμακα,

μια πρόσθετη βάση για την άμεση έγκριση ενός ολοκληρωμένου έργου και άμεση διάθεση των κονδυλίων, χάρη στον σαφέστερο προσδιορισμό του στόχου και του σκεπτικού στα οποία βασίζονται τα επιμέρους στοιχεία της ολοκληρωμένης προσέγγισης, και

αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη επίτευξη των στόχων της πολιτικής συνοχής·

44.

στην περίπτωση των ολοκληρωμένων εδαφικών επενδύσεων (ΟΕΕ), απαιτείται η σύσταση διαχειριστικών δομών που είναι εντελώς ασύμβατες με το ύψος των χρηματοδοτικών μέσων που παρέχει ο μηχανισμός αυτός. Ομοίως, όπως επισήμανε η ΕτΠ στη γνωμοδότησή της με θέμα «Τοπική ανάπτυξη με πρωτοβουλία των τοπικών κοινοτήτων (CLLD)», ο αριθμός των χωριστών κανόνων που απαιτούνται για τη συμμόρφωση σε κάθε Ταμείο, τα οποία συχνά διοικούνται από χωριστές διαχειριστικές αρχές, λειτουργεί ως αντικίνητρο για την ανάπτυξη μεθόδων CLLD πέραν του ΕΓΤΑΑ. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα ότι αυτά τα πολύ καινοτόμα εργαλεία ολοκληρωμένης τοπικής ανάπτυξης έχουν περιορισμένη ανάπτυξη επιτόπου. Η ανάγκη σύστασης των δομών αυτών όχι απλώς ανεβάζει δυσανάλογα το κόστος διαχείρισης του μηχανισμού και επιβαρύνει σημαντικά τους ενδιαφερόμενους παράγοντες, αλλά επιπλέον περιπλέκει σημαντικά τα έργα και επιβραδύνει την υλοποίησή τους·

45.

επισημαίνει ότι το γεγονός ότι οι κανόνες που διέπουν την πολιτική συνοχής αλλάζουν κάθε επτά έτη ή και συχνότερα, δεν βοήθησε στην απλοποίηση της πολιτικής συνοχής, παρά είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Ωστόσο, ένα νομικό πλαίσιο που θα καλύπτει το σύνολο της περιόδου στήριξης προϋποθέτει καταρχάς μια ριζική απλούστευση. Μικρές, ωφέλιμες αλλαγές στο σύστημα εφαρμογής της πολιτικής συνοχής είναι πάντοτε εφικτές και επιθυμητές, ωστόσο πιο ουσιαστικές αλλαγές θα πρέπει να εισάγονται σπανιότερα και να προετοιμάζονται αρκετό καιρό πριν. Θα πρέπει να αναλύονται εκ των προτέρων οι συνέπειες των εν λόγω τροποποιήσεων και, σύμφωνα με την αρχή της εταιρικής σχέσης, θα πρέπει να συζητούνται εκ των προτέρων με τους ενδιαφερόμενους εταίρους που είναι όχι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά και οι τοπικές και περιφερειακές αρχές, που εκπροσωπούνται από την Επιτροπή των Περιφερειών·

Χρηματοδοτικά μέσα:

46.

θεωρεί τη χρήση των χρηματοδοτικών μέσων σημαντικό στοιχείο για τον πολλαπλασιασμό της επίδρασης των προγραμμάτων ΕΔΕΤ, καθώς και για τον συνδυασμό της χρηματοδότησης υπό τα ΕΔΕΤ και το ΕΤΣΕ. Ωστόσο, προβάλλει επείγουσα η ανάγκη απλούστευσης της δομής, των απαιτήσεων ως προς την υποβολή εκθέσεων και τους κανόνες για τους έλεγχους όσον αφορά τα χρηματοδοτικά στο πλαίσιο των ΕΔΕΤ, όπως επισημάνθηκε πρόσφατα στο σχετικό εργαστήριο με τη συμμετοχή εκπροσώπων της σλοβακικής προεδρίας και του Συμβουλίου (1)·

47.

προτείνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξετάσει τους λόγους για τους οποίους τα έτοιμα προς χρήση χρηματοδοτικά μέσα δεν χρησιμοποιούνται έως τώρα στα περισσότερα κράτη μέλη·

48.

επίσης, η ΕτΠ έχει λάβει υπόψη της την έκθεση που δημοσίευσε πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο με θέμα «Εκτέλεση του προϋπολογισμού της ΕΕ διά χρηματοοικονομικών μέσων: διδάγματα από την περίοδο προγραμματισμού 2007-2013» και καλεί το Ελεγκτικό Συνέδριο να αξιολογήσει επίσης την εφαρμογή των χρηματοδοτικών μέσων κατά την τρέχουσα περίοδο χρηματοδότησης·

Τελικές συστάσεις:

49.

σημειώνει την πρόσφατη δημοσίευση του κανονισμού «omnibus» (2), ο οποίος επιφέρει και τροποποιήσεις στους κανονισμούς για τα ΕΔΕΤ, ιδίως με στόχο την απλούστευση της χρήσης των χρηματοδοτικών μηχανισμών, καθώς και απλουστευμένες επιλογές κόστους στα προγράμματα των ΕΔΕΤ,

επισημαίνει ότι στην παρούσα γνωμοδότηση δεν μπορεί να παρουσιαστεί πλήρης αξιολόγηση των τροποποιήσεων που προτείνονται στον κανονισμό «omnibus» και της θετικής επίδρασης που αναμένεται να έχουν για τους δικαιούχους και για τους ΟΤΑ που υλοποιούν τα ΕΔΕΤ,

τονίζει την ανάγκη να μελετηθεί η εν λόγω επίδραση και να εξασφαλιστεί ότι οι τελικοί δικαιούχοι και οι δημόσιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την υλοποίηση των ταμείων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο θα επωφεληθούν από πραγματική απλούστευση και δεν θα υποστούν επιπρόσθετες περιπλοκές σε σύγκριση με την υφιστάμενη κατάσταση,

διευκρινίζει ότι ο κανονισμός «omnibus» δεν μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα: πρέπει να αναλυθεί και να αξιολογηθεί όσον αφορά την επίδρασή του σε συνάρτηση με άλλες πολιτικές της ΕΕ και εθνικές νομοθεσίες, που ενδέχεται να επηρεάζουν ουσιαστικά την επιτυχία και την πραγματική επίδραση που θα έχει η εφαρμογή του στην πράξη· τάσσεται υπέρ μιας ταχείας διαδικασίας υιοθέτησης των τροποποιήσεων που προτείνονται στα πλαίσια του κανονισμού «omnibus», ώστε να εξασφαλιστεί άμεση επίδραση εντός της τρέχουσας περιόδου χρηματοδότησης, με στόχο την καλύτερη εφαρμογή των προγραμμάτων που υπάγονται στα ΕΔΕΤ·

50.

προτείνει, για λόγους απλούστευσης, στην Επιτροπή να συλλέγει και να ελέγχει τα έργα που περιέχουν «άστοχες πρακτικές». Με τον τρόπο αυτόν θα αναδεικνύεται η ανάγκη απλούστευσης και τροποποίησης της προσέγγισης και παράλληλα θα συμπληρώνονται οι ανταλλαγές βέλτιστων πρακτικών ως προς την εφαρμογή των ΕΔΕΤ. Δεδομένης της πρακτικής πείρας των μελών της, η ΕτΠ πρέπει να έχει καθοριστικό ρόλο στην εν λόγω διαδικασία·

51.

τα βασικά έγγραφα που αφορούν τα επιμέρους ταμεία για την περίοδο στήριξης 2014-2020 δημοσιεύτηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μάλλον καθυστερημένα και δεν κατέστη έτσι δυνατόν να συμπέσει η έναρξη της εφαρμογής με την έναρξη της περιόδου στήριξης. Προέκυψαν μεγάλες καθυστερήσεις και δυσκολίες κατά την ψηφοφορία των επιμέρους επιχειρησιακών προγραμμάτων. Στο μέλλον, η δημοσίευση των εγγράφων θα πρέπει να είναι έγκαιρη και να συμπίπτει χρονικά με την έναρξη του προγράμματος·

52.

υπενθυμίζει τα ενδεχόμενα συγκεκριμένα μέσα τα οποία μπορούν να βοηθήσουν ώστε να γίνει πράξη η απλούστευση της διαχείρισης των ΕΔΕΤ. Η ομογενοποίηση των διαδικασιών, η γενικευμένη χρήση εργαλείων πληροφορικής και η ηλεκτρονική δημόσια διοίκηση αποτελούν βασικά στοιχεία που θα μπορούσαν να εφαρμόζονται γενικά σε όλα τα ΕΔΕΤ. Επιπλέον, είναι σημαντικό, μεταξύ άλλων, να προωθηθεί περαιτέρω η χρήση τυποποιημένων μοντέλων κόστους, τα οποία συμβάλλουν στην εξάλειψη διοικητικού φόρτου, καθώς και η απλούστευση εκθέσεων και ελέγχων, για την αποφυγή πρόσθετου γραφειοκρατικού φόρτου για τους δικαιούχους και τις διάφορες αρχές που συμμετέχουν στη διαχείριση των εν λόγω πόρων·

53.

παρατηρεί ότι η συχνότερη —και κυρίως η πραγματική— εφαρμογή της αρχής της σύμπραξης με τους ΟΤΑ κατά την κατάρτιση των ΕΔΕΤ και καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτέλεσής τους θα προσέφερε στην ΕΕ την ευκαιρία να λαμβάνει πληροφόρηση από τους ενδιαφερόμενους, πράγμα που θα συνέβαλε αποφασιστικά στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών εφαρμογής και την απλούστευσή τους.

Βρυξέλλες, 11 Οκτωβρίου 2016.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών

Markku MARKKULA


(1)  Κατόπιν της δημοσίευσης των συμπερασμάτων του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της 18ης Νοεμβρίου 2015, η ΕτΠ διοργάνωσε μαζί με την Ολλανδική και τη Σλοβακική Προεδρία τρία εργαστήρια με θέμα την απλοποίηση της πολιτικής συνοχής. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να ανατρέξετε εδώ: http://cor.europa.eu/el/takepart/Pages/simplification-documents.aspx

(2)  Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, COM(2016) 605 final — 2016/0282 (COD).


Top