EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52012DC0410

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ σχετικά με την πρόοδο που συντελείται στη Ρουμανία βάσει του Μηχανισμού Συνεργασίας και Ελέγχου

/* COM/2012/0410 final */

52012DC0410

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ σχετικά με την πρόοδο που συντελείται στη Ρουμανία βάσει του Μηχανισμού Συνεργασίας και Ελέγχου /* COM/2012/0410 final */


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

σχετικά με την πρόοδο που συντελείται στη Ρουμανία βάσει του Μηχανισμού Συνεργασίας και Ελέγχου

I. Μηχανισμός Συνεργασίας και Ελέγχου: Στήριξη των προσπαθειών της Ρουμανίας για τη δικαστική μεταρρύθμιση και την καταπολέμηση της διαφθοράς

Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την προσχώρηση της Ρουμανίας στην ΕΕ το 2007, συμφωνήθηκε ότι έπρεπε να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες σε τομείς πρωταρχικής σημασίας, με στόχο την αντιμετώπιση ορισμένων αδυναμιών όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Προς τον σκοπό αυτό, συγκροτήθηκε «Μηχανισμός συνεργασίας και ελέγχου» (στο εξής: «ΜΣΕ»)[1], ο οποίος αποτελεί ένα πλαίσιο για την παροχή στήριξης στη Ρουμανία και την παρακολούθηση της προόδου στους συγκεκριμένους τομείς. Προσδιορίστηκαν στόχοι αναφοράς σε τέσσερις τομείς: Δικαστική μεταρρύθμιση, ακεραιότητα, καταπολέμηση της διαφθοράς υψηλού επιπέδου, και πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα. Η απόφαση προέβλεπε επίσης την τακτική υποβολή εκθέσεων από την Επιτροπή και τη διατήρηση του ΜΣΕ σε λειτουργία μέχρι την επίτευξη των στόχων του και την ικανοποιητική υλοποίηση και των τεσσάρων στόχων αναφοράς[2].

Πέντε έτη μετά την προσχώρηση, είναι πλέον πρόσφορος ο χρόνος για να εξετασθεί κατά πόσον έχουν εκπληρωθεί οι στόχοι του ΜΣΕ. Στην τεχνική έκθεση που συνοδεύει την παρούσα αξιολόγηση συνοψίζονται οι κύριες εξελίξεις της τελευταίας πενταετίας. Στην παρούσα έκθεση καταγράφονται τα έως σήμερα επιτεύγματα, καθώς και οι προσπάθειες που πρέπει ακόμη να καταβληθούν. Η έκθεση καλύπτει τόσο τη νομοθεσία όσο και τους μηχανισμούς που έχουν θεσπισθεί, τα στοιχεία του νομικού πλαισίου που απομένουν προς ολοκλήρωση, ζητήματα εφαρμογής, καθώς επίσης το κατά πόσον ο ενστερνισμός του όλου εγχειρήματος έχει εδραιωθεί σε επαρκή βαθμό, ώστε να διατηρηθούν οι μεταρρυθμίσεις στη σωστή τροχιά. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη βιωσιμότητα και τη μη αντιστρεψιμότητα της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας ως καθοριστικές παραμέτρους στις οποίες στηρίζει την αξιολόγησή της.

Κατά τη διάρκεια της εν λόγω πενταετίας, υπήρξαν περίοδοι προόδου αλλά και απογοητεύσεων, διαστήματα κατά τα οποία η συνεργασία λειτούργησε ικανοποιητικά και διαστήματα κατά τα οποία ο μηχανισμός προσέκρουσε σε δυσαρέσκειες και πολεμήθηκε. Επομένως, η παρούσα έκθεση αναγνωρίζει τη συνολική πρόοδο που έχει συντελεσθεί μετά την προσχώρηση.

Εντούτοις, η παρούσα έκθεση εκδίδεται σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία διατυπώνονται σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με τον σεβασμό του κράτους δικαίου και την ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών στη Ρουμανία. Η συνολική πρόοδος πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα, αφενός, της ευρύτερης κοινωνικής αναγνώρισης ορισμένων αρχών καίριας σημασίας, όπως το κράτος δικαίου, και, αφετέρου, της ανεξαρτησίας του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, η οποία εντάσσεται στο πλέγμα ελέγχων και εξισορροπήσεων που χαρακτηρίζει μια εύρυθμα λειτουργούσα δημοκρατία. Ένα ανεξάρτητο σύστημα απονομής δικαιοσύνης το οποίο λειτουργεί εύρυθμα και ο σεβασμός των δημοκρατικών θεσμών αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για να υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών και των επενδυτών.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένες πρόσφατες ενέργειες της ρουμανικής κυβέρνησης προκαλούν σοβαρές επιφυλάξεις σε σχέση με τον σεβασμό των εν λόγω θεμελιωδών αρχών. Οι εν λόγω ενέργειες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ενός υπερβολικά πολωμένου πολιτικού συστήματος, όπου η δυσπιστία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και η εκτόξευση κατηγοριών αποτελούν σύνηθες φαινόμενο. Ωστόσο, το συγκεκριμένο πολιτικό περιβάλλον δεν είναι δυνατό να δικαιολογήσει τον συστηματικό χαρακτήρα ενός πλήθους ενεργειών. Μολονότι ορισμένες ενέργειες θα μπορούσαν να αποδοθούν εν μέρει στην πολιτική πόλωση, έχουν προκαλέσει σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με την προσήλωση στον σεβασμό του κράτους δικαίου και σχετικά με το πώς γίνεται αντιληπτή η έννοια του κράτους δικαίου σε ένα πλουραλιστικό δημοκρατικό σύστημα. Η αμφισβήτηση δικαστικών αποφάσεων από την πλευρά του πολιτικού κόσμου, η υπονόμευση του συνταγματικού δικαστηρίου, η ανατροπή παγιωμένων διαδικασιών και η κατάργηση καίριων ρυθμίσεων ελέγχου και εξισορρόπησης έχουν θέσει εν αμφιβόλω την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να σέβεται το κράτος δικαίου και την ανεξαρτησία του δικαστικού ελέγχου. Εξαιρετικά μεγάλο προβληματισμό δημιουργούν, ειδικότερα, στην Επιτροπή οι ενδείξεις για φαινόμενα χειραγώγησης και για πιέσεις που έχουν συνέπειες για τα θεσμικά όργανα και τα μέλη του δικαστικού σώματος και τα οποία, σε τελική ανάλυση, έχουν σοβαρές επιπτώσεις για το κοινωνικό σύνολο. Μολονότι η παρούσα έκθεση εξετάζει την τελευταία πενταετία συνολικά, οι τρέχουσες διχογνωμίες συνιστούν σοβαρή απειλή για την πρόοδο που έχει συντελεσθεί έως σήμερα και εγείρουν σοβαρά ερωτηματικά σε σχέση με το μέλλον των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη δρομολογηθεί. Επομένως, η παρούσα έκθεση περιλαμβάνει συγκεκριμένες συστάσεις για τη διευθέτηση της τρέχουσας κατάστασης και για τη διευκόλυνση της αποκατάστασης της συμμόρφωσης με αρχές οι οποίες αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.

Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό αλληλεξάρτησης. Το κράτος δικαίου είναι μία από τις θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ, και υφίσταται ένα ισχυρό κοινό συμφέρον γι’ αυτό, το οποίο αντανακλά το ενδιαφέρον της ρουμανικής κοινής γνώμης για τα συγκεκριμένα ζητήματα[3]. Έρευνα του Ευρωβαρόμετρου κατέδειξε ότι το 93% των Ρουμάνων θεωρεί ότι η διαφθορά αποτελεί σημαντικό ζήτημα για τη Ρουμανία, ενώ το 91% εκφράζει την ίδια άποψη για τις αδυναμίες του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Η ίδια σφυγμομέτρηση οδήγησε επίσης στο συμπέρασμα ότι το 76% των Ρουμάνων τάσσεται υπέρ της παροχής βοήθειας από την ΕΕ για την αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων[4].

Ο ΜΣΕ δεν αξιώνει από τη Ρουμανία να επιτύχει υψηλότερα πρότυπα από αυτά που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη. Σκοπό έχει να βοηθήσει τη Ρουμανία να επιτύχει πρότυπα συγκρίσιμα με αυτά που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη, και ο στόχος αυτός επικροτείται από το 72% των Ρουμάνων[5]. Προκειμένου να αποτιμηθούν με βάση τα προεκτεθέντα δεδομένα όσα έχουν επιτευχθεί από τη Ρουμανία από τότε που προσχώρησε στην ΕΕ, σημαντικό παράγοντα αποτελεί η κατάσταση σε άλλα κράτη μέλη. Στην παρούσα έκθεση, η Επιτροπή χρησιμοποιεί σημεία αναφοράς και συγκριτικούς δείκτες, οσάκις είναι διαθέσιμα[6]. Για να συγκριθεί η πρόοδος στη Ρουμανία με την κατάσταση που καταγράφεται σε άλλα κράτη μέλη, η Επιτροπή στηρίχτηκε επίσης στη συνεισφορά εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου, οι οποίοι εκπροσωπούν καίρια επαγγέλματα και ασχολούνται με τα υπό εξέταση θέματα[7].

Από το 2007 και μετά, ο προϋπολογισμός της ΕΕ στήριξε την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη δικαστική μεταρρύθμιση στη Ρουμανία με τη διάθεση 12 εκατ. ευρώ και πλέον μέσω των διαρθρωτικών ταμείων. Στο πλαίσιο αυτό χρηματοδοτήθηκαν σχέδια στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, των περιφερειακών υποθέσεων και της απονομής δικαιοσύνης, καθώς και σε σχέση με τη λειτουργία της Εθνικής Υπηρεσίας Ακεραιότητας. Πρόσθετη στήριξη χορηγήθηκε υπό τη μορφή προενταξιακών κονδυλίων. Συγχρόνως, τα κράτη μέλη παρείχαν στήριξη στη Ρουμανία μέσω διμερών σχεδίων σε όλους τους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς[8].

II. Ανάλυση της προόδου βάσει του ΜΣΕ 2007-2012

Η συνολική εκτίμηση από μέρους της Επιτροπής της προόδου που έχει συντελεσθεί από τότε που η Ρουμανία προσχώρησε στην ΕΕ καταδεικνύει ότι πολλά από τα αναγκαία δομικά στοιχεία έχουν ήδη συγκροτηθεί, αν και πρόσφατα γεγονότα δημιουργούν αμφιβολίες για τη μη αντιστρεψιμότητα της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας. Ο ΜΣΕ έχει συνεισφέρει τα μάλα στη διαδικασία μεταρρυθμίσεων στη Ρουμανία. Ως εκ τούτου, το κέντρο βάρους έχει πλέον μετατοπισθεί στη διασφάλιση της εφαρμογής των στοιχείων αυτών, ούτως ώστε να αποφέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, καθώς και στον ενστερνισμό του όλου εγχειρήματος προκειμένου να διατηρηθεί η δυναμική των μεταρρυθμίσεων, ακόμη και σε δύσκολες πολιτικές περιστάσεις.

Από το 2007 και μετά, η Ρουμανία έχει προβεί στη θέσπιση ή δρομολογήσει τη θέσπιση του βασικού νομικού πλαισίου που απαιτείται σε όλους τους τομείς τους οποίους καλύπτει ο ΜΣΕ. Η θέση σε ισχύ των νέων κωδίκων νομοθεσίας, όταν ολοκληρωθεί, εκτιμάται ότι θα συνιστά σημαντικής έκτασης εκσυγχρονισμό του νομικού συστήματος της χώρας. Επίσης ελήφθησαν ορισμένες ακόμη πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες παρέχουν ένα στιβαρό πλαίσιο, π.χ. η θέσπιση της εθνικής στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Στη στιβαρή αυτή βάση συνεισφέρουν επίσης πολλά σημαντικά θεσμικά όργανα, στα οποία συγκαταλέγονται η Εθνική Διεύθυνση για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (DNA) και η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας (ANI).

Το πλαίσιο αυτό έχει προωθηθεί με πολλούς τρόπους. Παραδείγματος χάρη, το ιστορικό πεπραγμένων των DNA και ANI, οι ενέργειες στις οποίες προέβη το Ανώτατο Δικαστήριο για την αντιμετώπιση ορισμένων καίριων υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου και ορισμένες περιπτώσεις κρατικών υπηρεσιών οι οποίες έλαβαν μέτρα για την πάταξη της διαφθοράς στους κόλπους τους αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Θετικά αξιολογείται το γεγονός ότι η ηγεσία του δικαστικού σώματος διατράνωσε την προσήλωση στην ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας μετά τα πρόσφατα γεγονότα. Πλην όμως, η εφαρμογή του συγκεκριμένου πλαισίου κανόνων από το δικαστικό σώμα και τη δημόσια διοίκηση εν γένει δεν ανταποκρίνεται ακόμη στους στόχους του ΜΣΕ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η εφαρμογή έχει μόλις αρχίσει, δεδομένου ότι οι σχετικές μεταρρυθμίσεις θεσπίστηκαν πριν από μικρό χρονικό διάστημα. Σε άλλες περιπτώσεις, η εφαρμογή έχει προσκρούσει σε δυσκολίες, οι οποίες σχετίζονται συχνά με τον βαθμό ενστερνισμού των μεταρρυθμίσεων από τις αρχές. Σήμερα, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι όλες οι υπηρεσίες του κράτους συνεργάζονται με τους ίδιους στόχους[9]. Εξακολουθούν να υπάρχουν εμπόδια για την επίτευξη προόδου όσον αφορά την καταπολέμηση της διαφθοράς, τις συγκρούσεις συμφερόντων και τις δημόσιες συμβάσεις. Ο ηγετικός ρόλος που έχει επιδειχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με την εκδίκαση υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου δεν έχει αποτυπωθεί ακόμη στο έργο των δικαστηρίων των υπόλοιπων βαθμίδων.

Είναι επίσης αληθές ότι, σε ορισμένους σημαντικούς τομείς, οι μεταβολές επήλθαν πρωτίστως ως αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων. Ο ίδιος ο ΜΣΕ έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, πράγμα το οποίο αναγνωρίζεται από τη ρουμανική κοινή γνώμη[10]. Ο ΜΣΕ έχει συντελέσει στο να παραμείνουν οι μεταρρυθμίσεις στη σωστή τροχιά σε περιόδους πιέσεων και στο να ενθαρρυνθούν αλλαγές οι οποίες απαιτούν θάρρος για την αντιπαραβολή με κατεστημένα συμφέροντα. Το γεγονός ότι είναι αναγκαία έξωθεν πίεση εγείρει ερωτηματικά σε σχέση με τη βιωσιμότητα και τη μη αντιστρεψιμότητα των μεταρρυθμίσεων, ζητήματα που οξύνθηκαν συνεπεία των πρόσφατων γεγονότων.

Η διαδικασία των αλλαγών με βάση τον οδικό χάρτη που προσδιορίζουν οι καταρτιζόμενες στο πλαίσιο του ΜΣΕ εκθέσεις υπήρξε ανομοιογενής. Οι διάφορες κυβερνήσεις και τα διάφορα κοινοβουλευτικά σώματα δεν έχουν αποδώσει την ίδια έμφαση στα εν λόγω ζητήματα. Πρόκειται για ζητήματα μεγάλης πολιτικής σημασίας, και ένας βαθμός συζήτησης και διαφορετικών απόψεων αποτελεί φυσιολογικό στοιχείο του πολιτικού γίγνεσθαι. Ορισμένα θεσμικά όργανα χρειάστηκαν πολύ σύντομο χρόνο για να αρχίσουν να λειτουργούν πλήρως· άλλα χρειάστηκαν αρκετό χρόνο για να αποκτήσουν τη σωστή δυναμική. Οι διεργασίες μέσω των οποίων έχουν εξελιχθεί οι αντιλήψεις τόσο στη δημόσια διοίκηση όσο και στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης έχουν ακανόνιστο ρυθμό και, συγχρόνως, είναι σταδιακές.

Κατά συνέπεια, ο ενστερνισμός και η εφαρμογή είναι στοιχεία πρωταρχικής σημασίας για την εκπλήρωση των στόχων αναφοράς του ΜΣΕ. Επικαθορίζουν τη βιωσιμότητα και τη μη αντιστρεψιμότητα των μεταρρυθμίσεων. Το μέγεθός τους καταδεικνύεται από τις ενέργειες, τα αποτελέσματα και τις αποφάσεις που λαμβάνουν εκείνοι που διαθέτουν την εξουσία για να επηρεάσουν την κατεύθυνση και την ταχύτητα των αλλαγών. Οι επερχόμενοι διορισμοί του νέου γενικού εισαγγελέα και του προϊσταμένου της DNA θα αποτελέσουν, επομένως, καθοριστικές ενδείξεις για τη βιωσιμότητα των μεταρρυθμίσεων. Η Επιτροπή καλεί επίσης μετ’ επιτάσεως την κυβέρνηση να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να αποκατασταθεί η βλάβη που επήλθε στις μεταρρυθμίσεις κατά τις τελευταίες εβδομάδες.

II.1 Δικαστική μεταρρύθμιση 2007-2012

Στόχος αναφοράς 1: Να διασφαλιστεί διαφανέστερη και αποτελεσματικότερη δικαστική διαδικασία ιδίως με την ενίσχυση της ικανότητας και της υποχρέωσης λογοδοσίας του Ανώτατου Διοικητικού Συμβουλίου του Δικαστικού Σώματος. Να αναφέρεται και να παρακολουθείται ο αντίκτυπος του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και Ποινικής Δικονομίας

Πρόσφατες εξελίξεις που αφορούν την ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών και το κράτος δικαίου

Η ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό ζήτημα για τη Ρουμανία. Από την προσχώρηση και μετά, οι δικαστικές αρχές μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν σταδιακά την ανεξαρτησία τους, ιδίως μέσω της επιτυχούς διερεύνησης, άσκησης ποινικής δίωξης και εκδίκασης αυξανόμενου αριθμού υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου. Τούτο οδήγησε σε σημαντικά επιτεύγματα, τόσο στο επίπεδο της εισαγγελίας όσο και, από το 2010 και μετά, στο επίπεδο των δικαστηρίων, όπως εξηγείται στο κεφάλαιο II.2 της παρούσας έκθεσης. Η τελεσίδικη καταδίκη σε μια εμβληματική υπόθεση διαφθοράς υψηλού επιπέδου τον Ιούνιο και οι ενέργειες του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, του Ανώτατου Συμβουλίου του Δικαστικού Σώματος[11] και του Συνταγματικού Δικαστηρίου με σκοπό την απόκρουση της αμφισβήτησης της δικαστικής ανεξαρτησίας από μέρους του πολιτικού κόσμου και την επιβεβαίωση της επαγγελματικής ακεραιότητας των δικαστικών λειτουργών την επαύριο της συγκεκριμένης ετυμηγορίας, σηματοδότησαν μια αλλαγή βηματισμού προς την κατεύθυνση αυτή.

Εντούτοις, στην Επιτροπή προκαλεί ανησυχία η πίεση που ασκήθηκε πρόσφατα από μέλη της ρουμανικής κυβέρνησης και υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα επί του Συνταγματικού Δικαστηρίου· πρόκειται για απαράδεκτες παρεμβάσεις εις βάρος ενός ανεξάρτητου δικαιοδοτικού θεσμού. Η κυβέρνηση και όλες οι βαθμίδες του πολιτικού κόσμου οφείλουν να σέβονται τη διάκριση των εξουσιών. Επίσης, πρέπει να σέβονται απολύτως την ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών.

Ειδικότερα, στην Επιτροπή προκαλεί προβληματισμό η πρόσφατη περιστολή των αρμοδιοτήτων του Συνταγματικού Δικαστηρίου όσον αφορά τις συζητήσεις που διεξάγονται στο κοινοβούλιο. Οι ρουμανικές αρχές οφείλουν να αποκαταστήσουν κατεπειγόντως τις αρμοδιότητες αυτές σύμφωνα με τις επιταγές του ρουμανικού Συντάγματος. Ο πρωθυπουργός της Ρουμανίας, με επιστολή του της 16ης Ιουλίου, ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η απαίτηση αυτή θα ικανοποιηθεί.

Η ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών και η διάκριση των εξουσιών συνιστούν θεμελιώδη δομικά στοιχεία μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Κατά τους επόμενους μήνες, όλες οι βαθμίδες του πολιτικού κόσμου στη Ρουμανία θα πρέπει να αποδείξουν εμπράκτως την προσήλωσή τους στις συγκεκριμένες αρχές, προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Η Επιτροπή θα παρακολουθήσει επισταμένως τις εξελίξεις σχετικά με αυτά τα θέματα.

Κύριες εξελίξεις 2007-2012

Το νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο υπόκειται το σύστημα απονομής δικαιοσύνης έχει αναμορφωθεί με στόχο τον εκσυγχρονισμό του και την αναδιάταξή του με γνώμονα τις προτεραιότητες του σήμερα. Αφ’ ης στιγμής τεθούν σε ισχύ όλοι οι νέοι κώδικες που έχουν θεσπισθεί, η Ρουμανία θα έχει επιτύχει την εκ βάθρων μεταρρύθμιση της ποινικής και αστικής της νομοθεσίας. Εν τω μεταξύ, ο «Νόμος περί ελασσόνων μεταρρυθμίσεων» υπήρξε παράδειγμα νομοθεσίας πρακτικού και ρεαλιστικού χαρακτήρα με στόχο την αντιμετώπιση ουσιαστικών αδυναμιών. Με ορισμένους άλλους νόμους πραγματοποιήθηκαν σημαντικά βήματα προκειμένου να διασφαλισθεί η αυξημένη λογοδοσία και ακεραιότητα του δικαστικού σώματος.

Το δικαστικό σώμα έχει εξελιχθεί από το 2007 και μετά. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις για το ότι οι δικαστές και οι εισαγγελείς έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη επαγγελματική αυτοπεποίθηση. Στην πλειονότητά τους, οι προαναφερθέντες επαγγελματικοί κλάδοι τάσσονται υπέρ της έννοιας της δικαστικής μεταρρύθμισης και αναγνωρίζουν τα οφέλη της. Η δέσμευση υπέρ των μεταρρυθμίσεων από την πλευρά επιμέρους δικαστικών λειτουργών, επαγγελματικών ενώσεων και της κοινωνίας των πολιτών έχει ενισχυθεί σημαντικά κατά τα τελευταία έτη. Υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα καλών επαγγελματικών πρακτικών, τα οποία θα άξιζαν να αξιοποιηθούν ως βέλτιστες πρακτικές αλλού.

Η ολοκλήρωση των βημάτων αυτών ούτως ώστε να αντληθούν όλα τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από αυτά θα απαιτήσει εντονότερες προσπάθειες από μέρους της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και από την πολιτική τάξη της χώρας. Η σημαντικότερη πρόοδος μέχρι τώρα έχει συντελεσθεί στο πεδίο της νομοθεσίας, όπου νομοθετήματα μείζονος σημασίας θεσπίστηκαν μόλις προσφάτως ή δεν έχουν ακόμη τεθεί σε ισχύ, ενώ ορισμένα άλλα εκκρεμούν ακόμη στο κοινοβούλιο, πράγμα που σημαίνει ότι θα απαιτηθεί μια αποφασιστική στρατηγική για την πραγμάτωση των ευκαιριών που προσφέρουν οι μεταρρυθμίσεις και για τη μεθόδευση των αλλαγών στην πράξη. Σύνηθες πρόβλημα εξακολουθούν να αποτελούν η ασυνέπεια της νομολογίας, οι δυσκολίες επιβολής του νόμου και οι αναποτελεσματικές δικαστικές διαδικασίες[12]. Η ανταπόκριση του δικαστικού σώματος στις προκλήσεις που σχετίζονται με την ακεραιότητα και τη λογοδοσία του δεν υπήρξε επαρκής για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών.

Υπάρχουν πλέον οι μηχανισμοί που είναι απαραίτητοι για την παγίωση των μεταρρυθμίσεων από την ηγεσία του δικαστικού σώματος και την εκτελεστική εξουσία. Για να επιτευχθεί αυτό, θα απαιτηθεί συνεκτικότερη προσπάθεια και καλύτερη διευθυντική εστίαση στους κόλπους του Ανώτατου Συμβουλίου του Δικαστικού Σώματος (στο εξής: «ΑΣΔΣ»), καθώς και ένα καινοφανές επίπεδο συνεργασίας μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, με την υποστήριξη του κοινοβουλίου και της κοινωνίας των πολιτών. Η κυβέρνηση και οι πολιτικοί πρέπει να παράσχουν ένα σαφές παράδειγμα: οποιαδήποτε πίεση ασκείται επί των δικαστηρίων δημιουργεί δυσπιστία μεταξύ των διαφόρων κλάδων της κυβέρνησης. Σε περίπτωση που το ΑΣΔΣ καταφέρει να προσφέρει καθοδήγηση προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων και να εξασφαλίσει την υποστήριξη της εκτελεστικής εξουσίας για την υλοποίηση αλλαγών, θα μπορούσαν να προκύψουν σχετικά γρήγορα άμεσα οφέλη σε τομείς όπως η οργάνωση των δικαστηρίων και η κατανομή του φόρτου εργασίας. Τα αποτελέσματα δύο υπό υλοποίηση σχεδίων της Παγκόσμιας Τράπεζας θα αποφέρουν σημαντικές μεθόδους και συστάσεις πολιτικής για τα επόμενα βήματα[13].

Το νομοθετικό πλαίσιο

Από την προσχώρησή της και μετά, η Ρουμανία έχει εφαρμόσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα θέσπισης νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτό, θεσπίστηκε νέος αστικός κώδικας και νέος ποινικός κώδικας, καθώς και οι συνοδευτικοί τους κώδικες πολιτικής και ποινικής δικονομίας, με διακηρυγμένο στόχο τον εκσυγχρονισμό των δικαστικών διαδικασιών. Για να υποστηριχθούν αυτές οι προσπάθειες, αξιοποιήθηκε σχετική διεθνής πείρα. Η θέσπιση των κωδίκων το 2009 και το 2010 συνιστά μείζον επίτευγμα από την πλευρά της κυβέρνησης, του κοινοβουλίου και των δικαστικών αρχών, παρά το γεγονός ότι η διαδικασία υλοποίησης υπήρξε χρονοβόρα. Έως τώρα, μόνον ο νέος αστικός κώδικας έχει τεθεί σε ισχύ. Ο νέος κώδικας πολιτικής δικονομίας θα τεθεί σε ισχύ φέτος το φθινόπωρο, ενώ ο νέος ποινικός κώδικας και ο νέος κώδικας ποινικής δικονομίας προβλέπεται τώρα να τεθούν σε ισχύ του χρόνου. Μολονότι έχουν εκφρασθεί επιφυλάξεις για το κατά πόσον έχουν συγκροτηθεί τα συστήματα που απαιτούνται για την αποτελεσματική υλοποίηση των αλλαγών, και παρά το γεγονός ότι τα μέτρα προετοιμασίας της υλοποίησης αυτής θα πρέπει να εντατικοποιηθούν, οι προαναφερθέντες κώδικες αντιπροσωπεύουν μείζον εγχείρημα εκσυγχρονισμού και, εφόσον τεθούν δεόντως σε εφαρμογή, θα μπορούσαν να προσπορίσουν σημαντικά οφέλη από την άποψη της αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας και της συνεκτικότητας των δικαστικών διαδικασιών.

Παράλληλα, το κοινοβούλιο υπερψήφισε επίσης μια σειρά άλλων σημαντικών νομοθετικών ρυθμίσεων. Ο «Νόμος περί ελασσόνων μεταρρυθμίσεων», που τέθηκε σε ισχύ το 2010, επέφερε απτές βελτιώσεις στη συνεκτικότητα και την αποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών. Επίσης, επήλθε τροποποίηση της νομοθεσίας προκειμένου να ενισχυθεί η λογοδοσία του δικαστικού σώματος και να αναμορφωθεί το σύστημα διορισμού των δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο. Τα μέτρα αυτού του είδους παρέχουν την ευκαιρία να διευθετηθούν οι προβληματισμοί των πολιτών σχετικά με την αντικειμενικότητα των διορισμών των δικαστικών λειτουργών και των πειθαρχικών διαδικασιών στο δικαστικό σώμα· για να αντιστραφεί η αρνητική κληρονομιά του παρελθόντος, θα χρειαστεί μια σειρά θετικών παραδειγμάτων.

Συνεκτικότητα των δικαστικών διαδικασιών

Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο φέρει την πρωταρχική ευθύνη για την ενότητα της νομολογίας. Από το 2007 και μετά, πραγματοποιήθηκαν ορισμένα σημαντικά βήματα. Με τον νόμο περί ελασσόνων μεταρρυθμίσεων τροποποιήθηκε η διαδικασία άσκησης έφεσης χάριν του νόμου, με στόχο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς της. Οι νέοι δικονομικοί κώδικες εισάγουν έναν μηχανισμό έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων ως νέο μέσο νομικής ενοποίησης, ενώ συγχρόνως προβλέπουν μεταρρύθμιση των περί δικαιοδοσίας διατάξεων προς διευκόλυνση της ενοποίησης αυτής[14]. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέλαβε επίσης πρωτοβουλία για τη διεξαγωγή διαρθρωμένων συζητήσεων με εφετεία σχετικά με ζητήματα νομολογίας και επεξεργάστηκε κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής για ορισμένα αδικήματα διαφθοράς. Η μη συμμόρφωση με δικαστική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στο πλαίσιο έφεσης χάριν του νόμου ή με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελεί πλέον δυνητικό λόγο κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας[15].

Εντούτοις, οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί δεν έχουν επιτρέψει ακόμη να αντιμετωπισθεί η έλλειψη συνεκτικότητας, η οποία αποτελεί μείζονα αδυναμία του δικαστικού συστήματος της Ρουμανίας[16]. Το πρόβλημα φαίνεται να έγκειται εν μέρει στην ανεπαρκή επίγνωση της σπουδαιότητας της νομικής ενοποίησης μεταξύ των δικαστικών λειτουργών, η οποία ενδεχομένως σχετίζεται με μια ακραία ερμηνεία της έννοιας της ανεξαρτησίας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν γίνεται πλήρως αντιληπτή η σπουδαιότητα της αρχής «ίδια ποινή για την ίδια αξιόποινη πράξη», ούτε η χρησιμότητά της για την αποθάρρυνση της εγκληματικότητας. Το ίδιο ισχύει για τη σημασία της εν λόγω αρχής όσον αφορά τη λογοδοσία και ακεραιότητα των δικαστικών λειτουργών. Το στοιχείο αυτό συμβάλλει ενδεχομένως στο να εξηγηθεί γιατί από σχετική ανάλυση εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι δικαστές δεν χρησιμοποιούν καταλλήλως τα μέτρα που αποσκοπούν στη νομική ενοποίηση[17]. Ταυτοχρόνως, η συνεκτικότητα της νομολογίας δεν έχει αναγορευθεί ακόμη σε προτεραιότητα του ΑΣΔΣ και των προέδρων των δικαστηρίων. Ακόμη και όταν οι δικαστές επιδιώκουν όντως να βελτιώσουν τη συνεκτικότητα, στερούνται τα μέσα που χρειάζονται για να έχουν πρόσβαση στη νομολογία άλλων δικαστηρίων. Δεν έχει συγκροτηθεί ακόμη σύστημα για την πλήρη ηλεκτρονική δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων, περιλαμβανομένων των αποφάσεων του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Τα εφετεία δημοσιεύουν ορισμένες αποφάσεις, αλλά δεν εφαρμόζουν ομοιόμορφα κριτήρια για τον σκοπό αυτό. Η βασική δικαστική βάση δεδομένων (ECRIS) περιορίζεται στην παροχή πρόσβασης στις αποφάσεις δικαστηρίων που βρίσκονται εντός της ίδιας περιοχής αρμοδιότητας εφετείου. Οι δικαστές δεν έχουν τη δυνατότητα να συγκρίνουν τις δικαστικές αποφάσεις σε εθνική κλίμακα[18]. Ένα εναλλακτικό σύστημα, με την ονομασία Jurindex, δεν αποτελεί αντικείμενο επικαιροποίησης.

Εμπειρογνώμονες συνιστούν την απόδοση μεγαλύτερης έμφασης στην άσκηση εφέσεων χάριν του νόμου και στην ενθάρρυνση της συνεκτικής πρακτικής από πλευράς δικαστών, μέσω της πλήρους δημοσίευσης των δικαστικών αποφάσεων περιλαμβανομένου του σκεπτικού τους, της τακτικής συζήτησης υποθέσεων σε όλα τα δικαστήρια και της ενεργού προώθησης της νομικής συνεκτικότητας από τους προέδρους δικαστηρίων και το ΑΣΔΣ. Η ηγεσία του δικαστικού σώματος θα μπορούσε επίσης να επιβραβεύει σε μεγαλύτερο βαθμό τη νομική συνεκτικότητα κατά τις προαγωγές και τους διορισμούς δικαστικών λειτουργών, να αναθέσει στη Δικαστική Επιθεώρηση καθήκοντα για την ανάλυση ασυνεπούς νομολογίας, να επεκτείνει τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής και να αξιοποιήσει το Εθνικό Ινστιτούτο του Δικαστικού Σώματος ως μέσο για την αναγόρευση της νομικής συνεκτικότητας σε μείζον θέμα της αρχικής και της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης.

Στην περαιτέρω προώθηση της συνεκτικότητας θα μπορούσε να συμβάλει επίσης η περαιτέρω αναμόρφωση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Σημαντική πρόοδος εν προκειμένω συντελέστηκε με τον νόμο περί ελασσόνων μεταρρυθμίσεων και με τη θέσπιση των νέων δικονομικών κωδίκων. Οι μεταρρυθμίσεις τις οποίες συνεπάγονται οι νέοι δικονομικοί κώδικες πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα κατακλυσθεί από καταχρηστικές προσφυγές και ότι θα κρίνονται παραδεκτές μόνον οι υποθέσεις που εγείρουν σοβαρά νομικά ζητήματα. Τούτο προϋποθέτει κατάλληλο φιλτράρισμα των προσφυγών προκειμένου για τις δεύτερες εφέσεις και τις αιτήσεις έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων. Υπάρχουν ενδεχομένως και άλλα καθήκοντα που θα μπορούν να μεταβιβασθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε άλλα δικαστήρια, όπως π.χ. η αρμοδιότητα για την εκδίκαση υποθέσεων σε πρώτο βαθμό και την κρίση επί μιας σειράς εσωτερικών δικαιοδοτικών ζητημάτων[19]. Τούτο θα επέτρεπε στο Ανώτατο Δικαστήριο να επικεντρωθεί στον πρωταρχικό του ρόλο, ο οποίος συνίσταται στη νομική ενοποίηση, όπως συμβαίνει στην πλειονότητα των κρατών μελών της ΕΕ. Εκτός αυτού, το Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει στη διάθεσή του επαρκείς κτιριακές εγκαταστάσεις και προσωπικό ώστε να μπορεί να φέρει σε πέρας την αποστολή του[20].

Οργάνωση και αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος

Η ρουμανική δημόσια διοίκηση αξιολογήθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα και βαθμολογήθηκε ως η λιγότερο αποτελεσματική σε ολόκληρη την ΕΕ[21]. Το δικαστικό σύστημα χαρακτηρίζεται από ορισμένες εκ των προαναφερόμενων αδυναμιών. Παρά ορισμένες βελτιώσεις, η συνολική εικόνα συνίσταται σε έλλειψη δυναμισμού για την αντιμετώπιση προβλημάτων τα οποία έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στην ικανότητα του δικαστικού συστήματος να απονέμει δικαιοσύνη, και μάλιστα κατά τρόπο ταχύ και συνεπή. Τα εν λόγω προβλήματα περιλαμβάνουν ανεπαρκές δυναμικό και πιεστικό φόρτο εργασίας για δικαστές και εισαγγελείς, τα οποία, σε μεγάλο βαθμό, είναι απόρροια ανισορροπιών κατά τη στελέχωση και της εντονότατης ανισοκατανομής του φόρτου εργασίας μεταξύ γεωγραφικών περιοχών και βαθμών δικαιοδοσίας. Άλλα συναφή προβλήματα περιλαμβάνουν τον αυξημένο αριθμό κενών θέσεων, την παροχή κατάρτισης κατά την ένταξη στο επάγγελμα, καθώς και αδυναμίες της διάρθρωσης και της εσωτερικής οργάνωσης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.

Έχουν καταβληθεί προσπάθειες για την αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών. Οι προσπάθειες αυτές περιλαμβάνουν την ανά τακτά χρονικά διαστήματα διεξαγωγή διαγωνισμών προσλήψεων, τον εξορθολογισμό ορισμένων διαδικασιών[22], καθώς και τη λήψη αποφάσεων για την ενίσχυση των ικανοτήτων αρχικής κατάρτισης του Εθνικού Ινστιτούτου του Δικαστικού Σώματος. Το 2011, πραγματοποιήθηκε ένα μικρό βήμα προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού, με την κατάργηση εννέα πλεοναζόντων δικαστηρίων και τριών δικαστηρίων με ελάχιστη δραστηριότητα, καθώς και των εισαγγελιών που αντιστοιχούσαν σε αυτά.

Εντούτοις, ο αντίκτυπος των προαναφερθέντων μέτρων παραμένει περιορισμένος. Βασικοί δείκτες αποτελεσματικότητας, όπως η ανισοκατανομή του φόρτου εργασίας και ο αριθμός κενών θέσεων, δεν έχουν παρουσιάσει βελτίωση από το 2007[23]. Η στενότητα πόρων και μια σύγκρουση μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας το 2009 επιβράδυναν τις μεταρρυθμίσεις και οδήγησαν σε μεγάλο αριθμό συνταξιοδοτήσεων σε μια εποχή κατά την οποία ο φόρτος εργασίας αυξανόταν σταθερά.

Το δικαστικό σύστημα δεν διαθέτει ούτε έχει επεξεργασθεί αποτελεσματικούς δείκτες επιδόσεων προκειμένου να είναι σε θέση να καταγράφει τις ανάγκες σε πόρους και τον τρόπο κατανομής των πόρων στο εσωτερικό του. Η Ρουμανία παραδέχτηκε πρόσφατα τις αδυναμίες αυτές και δήλωσε ότι αυτές τώρα θα αντιμετωπισθούν μέσω ενός σχεδίου το οποίο χρηματοδοτείται από την Παγκόσμια Τράπεζα και έχει ως σκοπό την κατάρτιση και δοκιμαστική εφαρμογή αναθεωρημένων δεικτών για τις υποθέσεις και τον φόρτο εργασίας έως τις αρχές του 2013.

Η συνεργασία με αντικείμενο την πολιτική ανθρώπινων πόρων για το δικαστικό σώμα μεταξύ του ΑΣΔΣ, της εκτελεστικής εξουσίας και της ηγεσίας της εισαγγελίας έχει προσκρούσει κατά το παρελθόν σε επανειλημμένες δυσχέρειες[24]. Εξακολουθεί να εκκρεμεί η θέσπιση νομοθεσίας για τη θέσπιση του αξιώματος του διευθυντή δικαστηρίου και τον επαναπροσδιορισμό των καθηκόντων των δικαστικών γραμματέων, μέτρο που θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στη μείωση του φόρτου εργασίας των δικαστικών λειτουργών. Ορισμένες βελτιώσεις των ικανοτήτων του Εθνικού Ινστιτούτου του Δικαστικού Σώματος και η θέσπιση ισότιμων προτύπων για τις προσλήψεις σε σχέση με διάφορες κατηγορίες υποψηφίων πραγματοποιήθηκαν μόλις προσφάτως, δηλαδή υπερβολικά αργά για να συμβάλουν στη σωστή προπαρασκευή της θέσης σε εφαρμογή των νέων κωδίκων. Επί του παρόντος, δεν έχει συμφωνηθεί ένα κοινό πρόγραμμα για τη θέση σε εφαρμογή των νέων κωδίκων[25].

Οι πιέσεις επί των δημόσιων οικονομικών είναι λογικό να έχουν οδηγήσει στη λήψη μέτρων με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας. Πλην όμως, τα αναμενόμενα οφέλη δεν έχουν εμφανισθεί ακόμη. Τούτο οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη κατεύθυνσης στο πλαίσιο του ΑΣΔΣ όσον αφορά τη διοίκηση του δικαστικού σώματος, καθώς και σε διαφωνίες μεταξύ της δικαστικής εξουσίας και της κυβέρνησης. Το ΑΣΔΣ δεν έχει καταφέρει να καταστρώσει στρατηγική ανθρώπινων πόρων, προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή δομών και συστημάτων, αλλά έχει εστιάσει, αντιθέτως, στο να ζητά περισσότερο προσωπικό και πόρους. Το κοινοβούλιο έχει επίσης συντελέσει σε αυτήν την απραξία, απονευρώνοντας προτάσεις για την αναδιάρθρωση του συστήματος δικαστηρίων[26]. Ορισμένες νεοθεσπισθείσες νομοθετικές διατάξεις έχουν επικριθεί με το σκεπτικό ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο να προκαλέσουν ένα κύμα νέων υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων.

Δικαστική πρακτική

Η δικαστική πρακτική εξακολουθεί να εμφανίζει σοβαρές αδυναμίες, οι οποίες καταδεικνύονται από την αξιολόγηση δικαστικών πρακτικών από δικαστήρια σε ορισμένες υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου. Μερικές από τις αδυναμίες αυτές έχουν διαρθρωτικό χαρακτήρα: το νομικό σύστημα της Ρουμανίας έχει ορισμένα γνωρίσματα που το καθιστούν ευάλωτο σε καταχρήσεις, όπως το γεγονός ότι οι προθεσμίες παραγραφής δεν παύουν ούτε αναστέλλονται κατά τον χρόνο απαγγελίας κατηγορίας για ποινικό αδίκημα. Το στοιχείο αυτό συχνά επιτείνεται από την ανεκτική εφαρμογή των δικονομικών κανόνων, η οποία φαίνεται να μεροληπτεί υπερβολικά προς όφελος των κατηγορουμένων[27]. Σύμφωνα με εμπειρογνώμονες, οι εν λόγω αδυναμίες στο πλαίσιο της διεξαγωγής δικών έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε σύγκριση με την πρακτική που ακολουθείται σε άλλα κράτη μέλη. Το δικαστικό σύστημα συνάντησε επίσης δυσχέρειες για την επιτυχή ολοκλήρωση περίπλοκων υποθέσεων οικονομικού αντικειμένου στα δικαστήρια. Τούτο ισχύει, ιδίως, για υποθέσεις που αφορούν δημόσιες συμβάσεις – οι υποθέσεις αυτής της κατηγορίας αποτελούν εξαίρεση στη γενική θετική τάση που καταγράφεται όσον αφορά την εκδίκαση υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου (βλ. κατωτέρω). Οι υποθέσεις αυτές απαιτούν ιδιαίτερες δεξιότητες από πλευράς εισαγγελέων και δικαστών, η απόκτηση των οποίων προάγεται με κατάρτιση, εξειδίκευση και εξωτερική εμπειρογνωσία. Εξάλλου, ο προϋπολογισμός για δικαστικούς εμπειρογνώμονες, καίτοι προβλέπεται από τη νομοθεσία, στην πράξη είναι διαθέσιμος σπανίως, με αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι να καταβάλλουν συχνά τα έξοδα για εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης τις οποίες παραγγέλλει το δικαστήριο, επιπλέον των εξόδων στα οποία υποβάλλονται για την αμοιβή του δικού τους εμπειρογνώμονα[28]. Το γεγονός αυτό εγείρει ζητήματα σχετικά με την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των εμπειρογνωμόνων που διορίζονται από το δικαστήριο και οι οποίοι υποτίθεται ότι είναι ανεξάρτητοι.

Ένα παράδειγμα του πώς η προδραστική καθοδήγηση μπορεί να αλλάξει την κατάσταση είναι η καταγραφείσα μεταβολή στάσης του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου από τότε που διορίστηκε η νέα του διοίκηση, το 2010[29]. Το εν λόγω δικαστήριο είναι πλέον σε θέση να παρέχει βέλτιστες πρακτικές σε άλλα δικαστήρια σε τομείς όπως η διαχείριση υποθέσεων, με συνεκτίμηση του κινδύνου συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής, στέλνοντας συγχρόνως το μήνυμα ότι το δικαστήριο δεν θα ανεχθεί ανεπιθύμητες μεθοδεύσεις για την καθυστέρηση των δικών. Η διατήρηση και επέκταση των εν λόγω επιτευγμάτων είναι σημαντικές παράμετροι για την πρόοδο της δικαστικής μεταρρύθμισης συνολικά.

Λογοδοσία

Στα τέλη του 2011, η Ρουμανία ενίσχυσε τη νομική βάση που διέπει τη λογοδοσία των δικαστικών αρχών. Το κοινοβούλιο ενέκρινε τροποποιήσεις με τις οποίες θεσπίζονται νέα πειθαρχικά παραπτώματα και ενισχύονται οι ισχύουσες κυρώσεις· εκτός αυτού, διευρύνεται ο ρόλος του υπουργού Δικαιοσύνης και του γενικού εισαγγελέα στο πλαίσιο πειθαρχικών διαδικασιών και ενισχύεται η ανεξαρτησία της Δικαστικής Επιθεώρησης[30]. Η Δικαστική Επιθεώρηση έχει πλέον τη δυνατότητα να επανεστιάσει το έργο της σε πιο στοχοθετημένες, ταχείες και προδραστικές πειθαρχικές έρευνες, και να αναπτύξει μεγαλύτερη ικανότητα παροχής συμβουλών στους κόλπους της Επιθεώρησης σε σχέση με αδυναμίες της οργάνωσης, των διαδικασιών και της πρακτικής του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Το ΑΣΔΣ θα πρέπει να αξιοποιήσει περαιτέρω τις δυνατότητες αυτές, παραγγέλλοντας στην Επιθεώρηση να προβαίνει στη συστηματική παρακολούθηση καίριων πτυχών της δικαστικής πρακτικής, σε νομική ενοποίηση, καθώς επίσης με την υιοθέτηση από τους προέδρους δικαστηρίων βέλτιστων πρακτικών στον τομέα της διοίκησης[31]. Θα είναι επίσης σημαντικό να ασκηθούν τα νέα δικαιώματα με πλήρη σεβασμό προς την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, προκειμένου να εξαλειφθούν οι φόβοι του δικαστικού σώματος ότι η νέα νομοθεσία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο καταχρήσεων.

Η πλέον σημαντική επίδραση της νομοθεσίας θα εκδηλωθεί εφόσον σχηματισθεί γι’ αυτήν η αντίληψη ότι χρησιμοποιείται για την επιβολή σαφών, συνεκτικών και αποτρεπτικών κυρώσεων. Η φήμη του δικαστικού σώματος και της ικανότητας του ΑΣΔΣ να το εποπτεύει έχει υποστεί βλάβη εξαιτίας μιας σειράς υποθέσεων παραβατικότητας στις οποίες η απόκριση της ηγεσίας του δικαστικού σώματος φάνηκε αδύναμη και άτολμη[32]. Σε πολλά κράτη μέλη, οι πολίτες αναμένουν ότι οι άνθρωποι που κατέχουν δημόσια αξιώματα αναγνωρίζουν ότι είναι υποχρεωμένοι να αποχωρούν από τη θέση τους εάν τούτο είναι αναγκαίο για να προστατευθεί η φήμη του εκάστοτε φορέα κρατικής εξουσίας. Το γεγονός ότι ορισμένοι δικαστές οι οποίοι έχουν δεχθεί δριμεία δημόσια κριτική έχουν εξακολουθήσει να ασκούν τα δικαστικά τους καθήκοντα ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή των σχετικών ερευνών έχει προκαλέσει βλάβη στη φήμη των δικαστηρίων. Είναι σκόπιμο να θεσπισθούν σαφείς κανόνες, π.χ. να προβλέπεται η άμεση αναστολή ενός δικαστικού λειτουργού για τον οποίον διεξάγεται έρευνα σε σχέση με σοβαρές αξιόποινες πράξεις, όπως η διαφθορά υψηλού επιπέδου, προκειμένου να προστατεύεται τόσο ο συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργός όσο και το δικαστικό σώμα συνολικά[33]. Η προβληματική αυτή θα μπορούσε να ενταχθεί στη στρατηγική του ΑΣΔΣ σχετικά με την ακεραιότητα.

Η Ρουμανία βελτίωσε επίσης τις διαδικασίες που ισχύουν για τους διορισμούς στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, στα τέλη του 2011, με την καθιέρωση πιο διαφανών και αντικειμενικών διαδικασιών, οι οποίες επιτρέπουν τη σφαιρικότερη και πιο αντικειμενική ανεξάρτητη αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημαντικό βήμα για τη βελτίωση της λογοδοσίας του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

II.2      Καταπολέμηση της διαφθοράς 2007-2012

Στόχος αναφοράς 2: Να συσταθεί, όπως προβλέπεται, οργανισμός ακεραιότητας με αρμοδιότητες όσον αφορά τον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων, την έλλειψη συμμόρφωσης και την ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων, καθώς και την έκδοση δεσμευτικών αποφάσεων βάσει των οποίων μπορούν να επιβληθούν αποτρεπτικές ποινές

Στόχος αναφοράς 3: Να ενισχυθεί η πραγματοποιηθείσα πρόοδος, να συνεχιστεί η διεξαγωγή επίσημων, αμερόληπτων ερευνών για καταγγελίες διαφθοράς υψηλού επιπέδου

Στόχος αναφοράς 4: Να λαμβάνονται περαιτέρω μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς, ιδίως στο πλαίσιο των τοπικών αρχών

Η καταπολέμηση της διαφθοράς και η προαγωγή της ακεραιότητας είναι ένα απαιτητικό έργο, το οποίο προϋποθέτει τη στράτευση όλων των δυνάμεων του κράτους και πρέπει να εκπορεύεται από τα ανώτατα κλιμάκια προς τα κάτω, έτσι ώστε να διατρέχει το σύνολο της κοινωνίας. Ένα καίριο σημείο εκκίνησης είναι η ικανότητα του δικαστικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης της Ρουμανίας να εφαρμόζουν την αρχή του κράτους δικαίου. Από την προσχώρησή της και μετά, η Ρουμανία έχει πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την άσκηση ποινικής δίωξης και την εκδίκαση υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου. Η Εθνική Διεύθυνση για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (DNA) έχει αποδειχθεί δραστήριος και αμερόληπτος παράγοντας για την παραπομπή τέτοιων υποθέσεων στην ποινική δικαιοσύνη. Η Ρουμανία μπόρεσε επίσης να συγκροτήσει σύστημα για την ανίχνευση και τον κολασμό περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων, ασυμβίβαστων και αδικαιολόγητης κατοχής περιουσιακών στοιχείων. Η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας (ANI) είναι ένα θεσμικό όργανο το οποίο είναι διατεθειμένο να φέρει σε πέρας την αποστολή του με αποφασιστικότητα. Ορισμένα μέτρα που ελήφθησαν προσφάτως με στόχο την ταχύτερη εκδίκαση υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου στο Ανώτατο Δικαστήριο έχουν αρχίσει να επιλύουν ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα τα οποία περιστέλλουν την αποτρεπτική δράση κατά της διαφθοράς. Θεσπίστηκε αυστηρότερη νομοθεσία για την προαγωγή της ακεραιότητας στους κόλπους του δικαστικού σώματος, καθώς και νόμος ο οποίος προβλέπει πιο εκτεταμένη δήμευση περιουσιακών στοιχείων τα οποία προέρχονται από την τέλεση αξιόποινων πράξεων. Η νέα εθνική στρατηγική για την καταπολέμηση της διαφθοράς παρέχει μια σημαντική δυνατότητα για τον προσανατολισμό των προσπαθειών κατά της διαφθοράς στην υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών. Τώρα πλέον, η στρατηγική αυτή πρέπει να εφαρμοσθεί με βάση τον σχεδιασμό της και να της παραχωρηθεί ικανός χρόνος, ώστε να αποδείξει την αποτελεσματικότητά της. Πρόκειται για σημαντικά βήματα ενόψει της επίτευξης των στόχων του ΜΣΕ. Εντούτοις, με γνώμονα τις τρέχουσες εξελίξεις, η κατοχύρωση της προόδου που έχει συντελεσθεί, η διατήρηση της σχετικής δυναμικής και η διασφάλιση της σταθερότητας των θεσμών αποτελούν τα πρώτα δομικά στοιχεία για να καταδειχθεί η βιωσιμότητα του όλου εγχειρήματος.

Τα βήματα αυτά πραγματοποιήθηκαν σε ένα κλίμα στο οποίο η συντριπτική πλειονότητα των Ρουμάνων θεωρεί ότι η διαφθορά συνιστά μείζον πρόβλημα[34]. Οι Ρουμάνοι δεν έχουν πεισθεί ακόμη ότι η κατάσταση βαίνει βελτιούμενη· αντιθέτως, οι περισσότεροι θεωρούν ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί[35]. Οι προβληματισμοί των πολιτών θα εξαλειφθούν μόνον εφόσον επιβληθούν αντικειμενικές και τελεσίδικες ποινές στις σημαντικότερες δίκες που διεξάγονται για υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου και όταν σχηματισθεί η αντίληψη ότι οι βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των ποινικών δικών αποτελούν πλέον τον κανόνα. Ο αριθμός περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων για τις οποίες ασκείται ποινική δίωξη είναι υπερβολικά μικρός, ιδίως στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, ενώ, ακόμη και όταν τέτοιου είδους υποθέσεις παραπέμπονται στα δικαστήρια, οι σχετικές κυρώσεις που προβλέπονται στη νομοθεσία δεν είναι ικανές να λειτουργήσουν αποτρεπτικά. Δεν έχει καταστεί δυνατό ένα πειστικό ιστορικό δήμευσης περιουσιακών στοιχείων τα οποία έχουν αποκτηθεί με παράνομα μέσα. Η μετεξέλιξη της νέας εθνικής στρατηγικής κατά της διαφθοράς σε ένα εργαλείο για την ενσωμάτωση των πρακτικών πάταξης της διαφθοράς στον τρόπο λειτουργίας όλων των θεσμικών οργάνων θα αποτελέσει σημαντικό κριτήριο για τον έλεγχο της υλοποίησης.

Εξάλλου, παρά τα αξιόλογα επιτεύγματα των θεσμικών οργάνων που είναι επιφορτισμένα με την πάταξη της διαφθοράς, η εξουσία τους έχει τεθεί εν αμφιβόλω. Από το 2007 και μετά, έχουν ασκηθεί επανειλημμένες προσφυγές κατά της νομικής βάσης στην οποία στηρίζεται το έργο της Εθνικής Διεύθυνσης για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (DNA), των εισαγγελικών αρχών και της Εθνικής Υπηρεσίας Ακεραιότητας (ANI)· μερικές από τις προσφυγές αυτές δεν έχουν εκδικασθεί ακόμη. Οι προσεχείς διορισμοί στις θέσεις του γενικού εισαγγελέα, του επικεφαλής εισαγγελέα της DNA και σε άλλα υψηλά αξιώματα στο πλαίσιο των εισαγγελικών αρχών αποτελούν ευκαιρία για να καταδειχθεί ότι η πολιτική και η δικαστική ηγεσία στηρίζουν πλήρως την αποφασιστική και ανεξάρτητη καταπολέμηση της διαφθοράς μέσω του ποινικού δικαίου. Τούτο προϋποθέτει διαφανείς και αντικειμενικές διαδικασίες διορισμών εντός του ισχύοντος νομικού πλαισίου, μέσω ανοικτών διαγωνισμών που να στηρίζονται στην εφαρμογή σαφών κριτηρίων και με τους οποίους θα επιδιώκεται η ισχυρότερη δυνατή ηγεσία και η αδιάλειπτη λειτουργία των υπόψη θεσμών. Η αποτελεσματική διεξαγωγή μιας σειράς δικών για υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου οι οποίες έχουν ήδη εισέλθει στο τελικό στάδιο ενόψει της έκδοσης απόφασης από το δικαστήριο θα αποτελέσει κριτήριο ως προς την ικανότητα του δικαστικού συστήματος της Ρουμανίας να εξακολουθεί να διατρανώνει την ανεξαρτησία του και να εφαρμόζει τις αρχές του κράτους δικαίου.

Διαφθορά υψηλού επιπέδου

Οι επιδόσεις της DNA όσον αφορά τη διερεύνηση και ποινική δίωξη υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου μπορούν να θεωρηθούν ένα από τα πλέον σημαντικά βήματα προόδου στη Ρουμανία μετά την προσχώρηση της χώρας στην ΕΕ. Η DNA έχει να επιδείξει έναν σταθερά αυξανόμενο αριθμό απαγγελιών κατηγορίας για ποινικά αδικήματα από το ένα έτος στο άλλο, με ταχεία και προδραστική διερεύνηση των σχετικών υποθέσεων. Από το 2007, η DNA έχει παραπέμψει στη Δικαιοσύνη υποθέσεις οι οποίες αφορούν τις υψηλότερες βαθμίδες του πολιτικού βίου ή στελέχη του δικαστικού σώματος, κατά προσώπων προερχόμενων από το σύνολο των βασικών πολιτικών κομμάτων[36].

Οι επιδόσεις της DNA είχε ως επακόλουθο την αύξηση των δικαστικών αποφάσεων και των καταδικών για υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου, ιδίως από το 2010 και μετά[37]. Πλην όμως, η αποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών και η συνεκτικότητα και αποτρεπτικότητα των δικαστικών αποφάσεων σε υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου δεν ήταν εφάμιλλες της προόδου που έχει συντελεσθεί στον τομέα της άσκησης ποινικής δίωξης. Από το 2007 και μετά, έχουν σημειωθεί σημαντικές καθυστερήσεις όσον αφορά την εκδίκαση υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου. Οι σχετικές αιτίες περιλαμβάνουν αδυναμίες της νομοθεσίας και ανεπάρκειες του δυναμικού. Οι αδυναμίες της δικαστικής πρακτικής οι οποίες εξηγούνται αναλυτικά στην προηγούμενη ενότητα της παρούσας έκθεσης υπήρξαν ιδιαιτέρως πρόδηλες στο πλαίσιο υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου· ειδικότερα, οι δικαστές αφήνουν υπερβολικά μεγάλα περιθώρια στις προσπάθειες των εναγομένων να παρελκύσουν και να ματαιώσουν την ολοκλήρωση της δίκης, περιλαμβανομένων υποθέσεων στις οποίες υπολείπεται λίγος χρόνος για την παραγραφή του αδικήματος[38].

Είναι γεγονός ότι ορισμένες αιτίες καθυστερήσεων έχουν εξαλειφθεί. Συγκεκριμένα, με τον «Νόμο περί ελασσόνων μεταρρυθμίσεων» και με ορισμένες τροποποιήσεις του «Νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου» επήλθαν σημαντικές αλλαγές με στόχο τη συντόμευση των δικών, μέσω της κατάργησης του ανασταλτικού αποτελέσματος της άσκησης από τον κατηγορούμενο ανακοπής για λόγους αντισυνταγματικότητας ή παράνομου χαρακτήρα. Ερμηνευτική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου έχει επίσης ως αποτέλεσμα το «σταμάτημα του ρολογιού» επί ορισμένα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία προηγουμένως η δίκη αναστέλλετο μέχρι την έκδοση απόφασης επί ασκηθείσας ανακοπής αντισυνταγματικότητας[39].

Παρόλα αυτά, ορισμένες υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου περατώθηκαν εν όλω ή εν μέρει λόγω επέλευσης της παραγραφής στις αρχές του 2011[40]. Περί τα μέσα του 2011, κατέστη σαφές ότι ορισμένες υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου, οι οποίες είχαν καθυστερήσει επί έτη για ποικίλους λόγους, έβαιναν κατά πάσα πιθανότητα προς συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής των αδικημάτων. Σε συμμόρφωση με τις συστάσεις της Επιτροπής[41], η νέα ηγεσία του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου προήγαγε τις βέλτιστες πρακτικές, μέσω της αποτελεσματικότερης και σχολαστικότερης διαχείρισης των δικών. Τα προαναφερθέντα μέτρα οδήγησαν στην έκδοση σειράς πρωτόδικων αποφάσεων επί σημαντικών υποθέσεων από τα τέλη του 2011 και μετά, καθώς και στις πρώτες τελεσίδικες καταδίκες σε ποινές φυλάκισης για διαφθορά εις βάρος ενός πρώην πρωθυπουργού, ενός πρώην υπουργού και ενός νυν βουλευτή[42].

Ένα επιπλέον ζήτημα το οποίο έχει επισημανθεί σε εκθέσεις της Επιτροπής αφορά τη συνεκτικότητα και αποτρεπτικότητα των ποινικών καταδικών σε υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου[43]. Σε κοινή μελέτη του δικαστικού σώματος και του Υπουργείου Δικαιοσύνης αναγνωριζόταν η ύπαρξη του συγκεκριμένου ζητήματος το 2009 και εξετάζονταν σχετικά διορθωτικά μέτρα, τα οποία οδήγησαν πράγματι σε ορισμένες βελτιώσεις. Με δεδομένη τη μη ανάληψη δράσης από την ηγεσία του δικαστικού σώματος, μια ομάδα δικαστών του Εφετείου του Βουκουρεστίου κατήρτισε κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής, με στόχο τη συνεκτικότερη εκδίκαση των υποθέσεων διαφθοράς, το 2010. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές χρησίμευσαν μεταγενέστερα ως πρότυπο στη νέα ηγεσία του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου για την επεξεργασία και τη θέσπιση των οικείων κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής για ορισμένα αδικήματα διαφθοράς, το 2011.

Τα προαναφερθέντα παραδείγματα καταδεικνύουν ότι οι δικαστικές αρχές της Ρουμανίας είναι σε θέση να τηρούν ρεαλιστική στάση έναντι αντικειμενικών αδυναμιών. Οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής, εφόσον εφαρμοσθούν και επεκταθούν και σε άλλα αδικήματα, παρέχουν μια βάση για την αύξηση της συνεκτικότητας και προβλεψιμότητας των ποινών που τα δικαστήρια επιβάλλουν σε υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου. Τα μέτρα που ελήφθησαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με τη διαχείριση των υποθέσεων και τη δικαστική πρακτική αντιπροσωπεύουν σημαντική αναγνώριση του ότι τα δικαστήρια έχουν καθήκον να μεριμνούν για τη σωστή απονομή δικαιοσύνης· εφόσον δε τα μέτρα αυτά παγιωθούν, είναι ικανά να οδηγήσουν, εντός του τρέχοντος έτους, στην έκδοση σειράς τελεσίδικων αποφάσεων σε υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα. Η πρώτη από τις αποφάσεις αυτές εκδόθηκε τον περασμένο μήνα, ενώ η έκδοση τελεσίδικης απόφασης σε δίκη με κατηγορούμενο έναν πρώην πρωθυπουργό αποτελεί απόδειξη για το ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αρχίζει πλέον να εκδίδει αποφάσεις ακόμη και εις βάρος κατηγορουμένων που κατέχουν τα πλέον υψηλά αξιώματα ή διαθέτουν υψηλή πολιτική επιρροή.

Ωστόσο, δεν έχει αναληφθεί ενεργός δράση για τη γενίκευση των προαναφερόμενων περιπτώσεων βέλτιστων πρακτικών, και είναι λιγοστές οι ενδείξεις για την υιοθέτησή τους από άλλα δικαστήρια. Παρά τις εμφανείς βελτιώσεις που έχουν επέλθει στο Ανώτατο Δικαστήριο, σε άλλα δικαστήρια υπάρχουν πολλές άλλες υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου στις οποίες εμπλέκονται τοπικοί αξιωματούχοι (π.χ. νομάρχες, πρόεδροι κομητειακών συμβουλίων και δήμαρχοι) και οι οποίες εξακολουθούν να μαστίζονται από ύποπτες καθυστερήσεις και διακοπές. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ιδιαίτερα βραδεία είναι η πρόοδος της εκδίκασης υποθέσεων οι οποίες αφορούν διαφθορά και απάτη σε σχέση με δημόσιες συμβάσεις. Θα απαιτηθεί προσπάθεια για την ανάλυση των λόγων στους οποίους οφείλονται οι σοβαρές αυτές καθυστερήσεις, καθώς και για τη βελτίωση της διαθεσιμότητας εμπειρογνωσίας και εξειδικευμένων γνώσεων από πλευράς δικαστών[44]. Οι πλείστες ποινές που έχουν επιβληθεί σε υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου εξακολουθούν να τελούν υπό αναστολή. Μέχρι σήμερα, έχουν επιβληθεί τελεσίδικα ελάχιστες ποινές φυλάκισης σε σημαντικές υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα[45]. Το στοιχείο αυτό επηρεάζει αρνητικά την αποτρεπτικότητα του όλου συστήματος.

Η αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς υψηλού επιπέδου προϋποθέτει τον σεβασμό των ενεργειών των δικαστικών αρχών και την αμέριστη υποστήριξη του πολιτικού κόσμου προς τη δικαστική διερεύνηση των σχετικών υποθέσεων. Η θέσπιση κώδικα δεοντολογίας, το 2011, από το τότε κυβερνών κόμμα μπορεί να θεωρηθεί ένα σημαντικό βήμα. Κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κώδικα, το ίδιο αυτό κόμμα απέκλεισε έναν πολιτικά ισχυρό δήμαρχο όταν απαγγέλθηκε εις βάρος του κατηγορία για διαφθορά υψηλού επιπέδου[46].

Δυνάμει του Συντάγματος της Ρουμανίας, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί με αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου, για τη σύλληψη και υποβολή σε έρευνα βουλευτή απαιτείται άδεια του κοινοβουλίου, ενώ το ίδιο ισχύει για την κίνηση ποινικής έρευνας κατά βουλευτή ο οποίος φέρει την ιδιότητα νυν ή πρώην υπουργού. Τυχόν άρνηση του κοινοβουλίου να επιτρέψει την κίνηση ποινικής έρευνας σε τέτοιες περιπτώσεις συνεπάγεται ντε φάκτο ασυλία από ποινική έρευνα και, κατ’ επέκταση, ματαιώνει την απονομή δικαιοσύνης. Από το 2007 και μετά, περισσότεροι βουλευτές, περιλαμβανομένου ενός πρώην πρωθυπουργού, κατάφεραν να αποφύγουν την διεξαγωγή ποινικής έρευνας εις βάρος τους λόγω της άρνησης του κοινοβουλίου να επιτρέψει την κίνηση τέτοιας έρευνας[47]. Το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο δεν αιτιολογεί τις αποφάσεις του με τις οποίες αρνείται να επιτρέψει την κίνηση ποινικής έρευνας δυσχεραίνει την εξακρίβωση της αντικειμενικότητας των αποφάσεων αυτών[48]. Εξάλλου, το γεγονός ότι βουλευτές μπορούν να εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους ενώ έχουν ήδη καταδικασθεί για σοβαρά αδικήματα, όπως το αδίκημα της διαφθοράς, βλάπτει τη φήμη του κοινοβουλίου· σε πολλά κοινοβουλευτικά συστήματα ισχύει η πρακτική της αναστολής της βουλευτικής ιδιότητας σε περίπτωση απαγγελίας κατηγορίας για τέτοιου είδους αδικήματα, ενώ τυχόν καταδίκη συνεπάγεται την απώλεια της ιδιότητας του βουλευτή[49].

Κατά την πρόσφατη ανάληψη της εξουσίας από τη νέα κυβέρνηση, υπήρξαν αντιφατικά μηνύματα. Η επιλογή και, κατά μείζονα λόγο, ο διορισμός σε υπουργικές θέσεις προσώπων κατά των οποίων έχουν ήδη εκδοθεί τελεσιδίκως ή εκκρεμούν δικαστικές αποφάσεις προκάλεσε εύλογες διχογνωμίες και αποτέλεσε ένδειξη της απροθυμίας αποδοχής και κατανόησης του γεγονότος ότι το κράτος δικαίου αποτελεί θεμελιώδη αρχή[50]. Η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει ότι πρέπει ακόμη να καταβληθούν προσπάθειες για τη θέσπιση αυστηρών προτύπων σε σχέση με τα ανώτερα αξιώματα.

Ακεραιότητα

Κατά την προσχώρησή της, η Ρουμανία συμφώνησε να συγκροτήσει ένα νομικό και θεσμικό πλαίσιο που να επιτρέπει την πρόληψη και τον κολασμό φαινομένων διαφθοράς, μέσω ρυθμίσεων σχετικά με τα ασυμβίβαστα, τις συγκρούσεις συμφερόντων και το «πόθεν έσχες». Η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας (ANI) διερευνά περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων και ασυμβιβάστων και ανιχνεύει πιθανές περιπτώσεις ύποπτης κατοχής περιουσιακών στοιχείων από κρατικούς λειτουργούς και εκλεγμένους πολιτικούς. Τα συμπεράσματα και οι παραπομπές στις οποίες προβαίνει η ANI είναι δυνατό να προσβληθούν ή να επιβεβαιωθούν από τα δικαστήρια ή να αποτελέσουν αντικείμενο ενεργειών άλλων δικαιοδοτικών ή διοικητικών οργάνων.

Η ANI, η οποία ιδρύθηκε το 2007, άρχισε να λειτουργεί πλήρως σε σύντομο χρονικό διάστημα και συγκρότησε αποτελεσματική μεθοδολογία διοίκησης και διερεύνησης υποθέσεων. Καθιέρωσε κεντρική, ηλεκτρονική πρόσβαση του κοινού στο σύνολο των δηλώσεων περιουσιακών στοιχείων και συμφερόντων, η οποία αποτελεί σημαντική συμβολή στην εξασφάλιση διαφάνειας. Χάρη σε χρηματοδότηση τόσο από τον εθνικό προϋπολογισμό όσο και από την ΕΕ, συγκρότησε ψηφιακό σύστημα διαχείρισης υποθέσεων και συνήψε συμφωνίες συνεργασίας με μια πλειάδα διοικητικών και δικαστικών αρχών. Σήμερα, η ANI έχει εξελιχθεί σε πρωταρχικής σημασίας συνιστώσα του θεσμικού πλαισίου για την καταπολέμηση της διαφθοράς και μπορεί να επιδείξει σημαντικά αποτελέσματα[51].

Ωστόσο, η πρόοδος της ANI έχει προσκρούσει σε μια σειρά προκλήσεων. Η νομική βάση που διέπει τη λειτουργία της κηρύχθηκε αντισυνταγματική το 2010, γεγονός που έθεσε εν αμφιβόλω τη βασική εξουσία της ANI να επιδιώκει τη δήμευση μη δικαιολογημένων περιουσιακών στοιχείων[52]. Οι συζητήσεις για το πώς έπρεπε να τροποποιηθεί η νομική βάση που διέπει την ANI αποκάλυψε τη ρηχότητα της πολιτικής βούλησης για την αποτελεσματική διευθέτηση του θέματος της ακεραιότητας και τη συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν κατά την προσχώρηση. Αντιπρόσωποι όλων των κύριων πολιτικών κομμάτων στο κοινοβούλιο άνοιξαν εκ νέου τη συζήτηση σχετικά με την ύπαρξη της ANI. Εκτός αυτού, το κοινοβούλιο έχει παραλείψει να εφαρμόσει αποφάσεις σχετικά με περιπτώσεις ασυμβίβαστων και σύγκρουσης συμφερόντων[53].

Η αποδυναμωμένη νομική βάση της ANI σημαίνει ότι είναι πιο δύσκολο για την υπηρεσία αυτή να λειτουργήσει αποδοτικά, ενώ για το θέμα εξακολουθεί να εκκρεμεί συνταγματική προσφυγή, αν και το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε δύο ανάλογες προσφυγές τον Ιούνιο[54]. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι νέες επιτροπές διερεύνησης της προέλευσης περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες δημιουργήθηκαν ως ένα επιπλέον στάδιο μεταξύ της ANI και των δικαστηρίων για τις περιπτώσεις στις οποίες η ANI εισηγείται τη δήμευση μη δικαιολογημένων περιουσιακών στοιχείων, έχουν καταστήσει δυσχερέστερη την πάταξη φαινομένων πλουτισμού με παράνομα μέσα. Οι επιτροπές αυτές προσθέτουν ένα πρόσθετο στρώμα δικαιοδοσίας, αλλά παρέχουν στα μέρη λιγότερη διαφάνεια και περιορισμένα δικαιώματα. Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη συμμετοχή των βασικών αρμόδιων για τα θέματα αυτά σε επιμορφωτικά σεμινάρια, οι διαδικασίες που ακολουθούνται δεν έχουν ενοποιηθεί πλήρως, και έχουν διαπιστωθεί αδυναμίες σε σχέση με τον χειρισμό των αποδεικτικών στοιχείων. Έως τώρα, δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση ούτε για μία από τις υποθέσεις με τις οποίες ασχολήθηκαν οι επιτροπές διερεύνησης της προέλευσης περιουσιακών στοιχείων από τότε που επανιδρύθηκαν, το 2010. Το νομικό πλαίσιο δυσχεραίνει επίσης τις ενέργειες για την αντιμετώπιση διοικητικών συγκρούσεων συμφερόντων. Απαιτούνται χωριστές νομικές διαδικασίες, αρχικά, για την εκδίκαση τυχόν προσφυγών κατά του συμπεράσματος της ANI σχετικά με την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων και, ακολούθως, για την ακύρωση νομικών πράξεων, π.χ. συμβάσεων κρατικών προμηθειών οι οποίες συνάφθηκαν υπό συνθήκες σύγκρουσης συμφερόντων[55].

Η αποτελεσματικότητα του συστήματος ακεραιότητας της Ρουμανίας επηρεάζεται επίσης δυσμενώς από τη βραδύτητα των δικαστικών διαδικασιών, την ασυνέπεια της νομολογίας και την ανεπάρκεια της συνεργασίας μεταξύ ορισμένων άλλων διοικητικών αρχών, των δικαστικών αρχών και της ANI. Ιδιαίτερα μεγάλη είναι η βραδύτητα των δικαστικών διαδικασιών για υποθέσεις οι οποίες υπάγονται και στις τρεις κατηγορίες καθηκόντων της ANI. Συνολικά, τα δικαστήρια έχουν έως τώρα επιβεβαιώσει τελεσίδικα μόνον τέσσερις περιπτώσεις μη δικαιολογημένων περιουσιακών στοιχείων, ενώ οι υποθέσεις αυτές στο σύνολό τους ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της θέσπισης του νέου νόμου (μία υπόθεση χρονολογείται από το 2005). Μερικές φορές, για απλές υποθέσεις ασυμβίβαστου απαιτούνται περισσότερα έτη για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης από τα δικαστήρια. Σε μερικές περιπτώσεις, η βραδύτητα αυτή είχε ως συνέπεια την αδυναμία εφαρμογής της επιβληθείσας κύρωσης, δεδομένου ότι η θητεία του εμπλεκόμενου προσώπου είχε ήδη λήξει. Η ασυνέπεια της νομολογίας έχει επίσης αποτελέσει πρόβλημα σε υποθέσεις τις οποίες έχει κινήσει η ANI, χωρίς την ταχεία λήψη κατασταλτικών μέτρων από τα δικαστήρια[56]. Μολονότι η ANI έχει συνάψει συμφωνίες συνεργασίας με μια σειρά άλλων διοικητικών οργάνων και με τις εισαγγελικές αρχές, η συνεργασία αυτή δεν έχει αποφέρει προς το παρόν αξιόλογα αποτελέσματα, με εξαίρεση την ανάπτυξη παραγωγικής συνεργασίας με την DNA. Η ANI έχει λάβει ελάχιστα μηνύματα από άλλα όργανα, ενώ η συνέχεια που δίδεται από άλλα όργανα στις παραπομπές της ANI υπήρξε ανεπαρκής, με αποτέλεσμα να υπάρξει μόνο μία απαγγελία κατηγορίας και μία συμπληρωματική εντολή καταβολής φόρου[57].

Παρόλα αυτά, από το 2010 και μετά, η ANI έχει επιδείξει αυξανόμενη ικανότητα εστίασης σε σημαντικές και περίπλοκες υποθέσεις. Μια διαδικασία εξακριβώσεων με στόχο τον εντοπισμό συγκρούσεων συμφερόντων στις τάξεις των εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης οδήγησε στην καταγραφή σημαντικού αριθμού πιθανών υποθέσεων, και ο βαθμός στον οποίον οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια θα δώσουν συνέχεια στις υποθέσεις αυτές θα αποτελεί σημαντική παράμετρο αξιολόγησης[58]. Παρεμφερής διαδικασία δρομολογήθηκε με αντικείμενο τις αρχές που διαχειρίζονται κονδύλια της ΕΕ. Οι προαναφερθείσες εξελίξεις είναι θετικές. Οι έρευνες της ANI θα πρέπει στο μέλλον να διεξάγονται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό με γνώμονα εκτιμήσεις κινδύνου και να επικεντρώνονται σε ευάλωτους τομείς. Τούτο ενδέχεται να απαιτήσει την αύξηση των ανθρώπινων πόρων της ANI[59].

Παρά τις αδυναμίες που παρατηρούνται όσον αφορά τη δικαστική παρακολούθηση των υποθέσεων, είναι γεγονός ότι σημαντικός αριθμός αποφάσεων με τις οποίες διαπιστωνόταν η ύπαρξη ασυμβίβαστου απέκτησε αμετάκλητο χαρακτήρα και οδήγησε σε παραιτήσεις και σε πειθαρχικές κυρώσεις[60]. Πιο απογοητευτικά είναι τα αποτελέσματα όσον αφορά τη συνέχεια που δίδεται σε υποθέσεις της ANI οι οποίες αφορούν τη δήμευση μη δικαιολογημένων περιουσιακών στοιχείων και συγκρούσεις συμφερόντων. Τυχόν βελτιώσεις στη νομική βάση της ANI θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διευθέτηση του συγκεκριμένου ζητήματος[61], πλην όμως το πολιτικό, δικαστικό και διοικητικό σύστημα στο σύνολό του πρέπει να αντιμετωπίζει την ANI ως ένα χρήσιμο εργαλείο, το οποίο χρήζει ενθάρρυνσης. Η αντιμετώπιση των υποθέσεων της ANI από τα δικαστήρια και η συνεργασία μεταξύ θεσμικών οργάνων επιβάλλεται να βελτιωθούν, προκειμένου να μπορέσει η ANI να εκπληρώσει την αποστολή της ως μοχλού για μια μεγάλης έκτασης αλλαγή στάσης έναντι του ζητήματος της ακεραιότητας στη Ρουμανία.

Πρόληψη και κολασμός της γενικής διαφθοράς στον δημόσιο τομέα

Εκτός από τη διασφάλιση της επιβολής κυρώσεων για εξακριβωμένες περιπτώσεις διαφθοράς, η μακροχρόνια μείωση της διαφθοράς προϋποθέτει τη λήψη μέτρων που να περιστέλλουν ευθύς εξ αρχής τα περιθώρια διαφθοράς. Πρωταρχικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή αποτελούν τα προληπτικού χαρακτήρα μέτρα που έχουν ως σκοπό τον περιορισμό των ευκαιριών και των κινδύνων διαφθοράς, όπως είναι η θέσπιση διαφανών διαδικασιών και η προβλέψιμη λήψη αποφάσεων από μέρους των θεσμικών οργάνων.

Η συνολική κατεύθυνση της δράσης οριοθετείται από την εθνική στρατηγική για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Οι επιδόσεις ως προς το συγκεκριμένο θέμα κατά την τελευταία πενταετία υπήρξαν ανάμεικτες. Η στρατηγική της περιόδου 2008-2010 δεν είχε τον επιδιωκόμενο αντίκτυπο. Ωστόσο, φέτος τον Μάρτιο, θεσπίστηκε μια σφαιρική νέα στρατηγική, η δε απόφαση της νέας κυβέρνησης να εγκρίνει εκ νέου τη στρατηγική χωρίς αλλαγές, σε συνδυασμό με την έγκριση του κοινοβουλίου, υποδηλώνει την ύπαρξη γενικής πολιτικής υποστήριξης. Η νέα στρατηγική έχει συμπεριλάβει πολλές συστάσεις οι οποίες προέκυψαν από εκτίμηση του αντικτύπου των προηγούμενων δύο στρατηγικών και συνιστά μια καλή βάση για τον συντονισμό και την εστίαση των δραστηριοτήτων διαφόρων κρατικών οργάνων. Εκτός αυτού, επιτρέπει την παρακολούθηση της προόδου σε συνάρτηση με μια σειρά δεικτών. Η θέσπιση από το κοινοβούλιο ήταν ένας χρήσιμος τρόπος για να υπογραμμισθεί ότι όλα τα ασκούντα επιρροή τμήματα της κοινωνίας φέρουν ένα μέρος της ευθύνης για την επιτυχία της στρατηγικής.

Οι επακόλουθες ενέργειες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ενέργειες όλων των υπηρεσιών που απαρτίζουν την κυβέρνηση. Η Γενική Διεύθυνση για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (στο εξής: «ΓΔΚΔ»), η οποία υπάγεται στο Υπουργείο Δημόσιας Διοίκησης και Εσωτερικών, είναι ένα εξειδικευμένο και καταλλήλως στελεχωμένο όργανο καταπολέμησης της διαφθοράς με καθήκοντα τόσο πρόληψης όσο και διερεύνησης και έχει συμβάλει σημαντικά στην πάταξη της διαφθοράς στους κόλπους της ρουμανικής αστυνομίας και των υπολοίπων υπηρεσιών του εν λόγω υπουργείου. Η ΓΔΚΔ αποτελεί προς το παρόν τη μοναδική υπηρεσία η οποία προβαίνει σε αναλυτικές εκτιμήσεις κινδύνου διαφθοράς και, επιπλέον, έχει διαβιβάσει στις εισαγγελικές αρχές σημαντικό αριθμό ενδείξεων σχετικά με περιπτώσεις διαφθοράς[62]. Για να αξιοποιήσει αυτά τα επιτεύγματα και να πραγματώσει τις δυνατότητές της, η ΓΔΚΔ θα πρέπει τώρα να επεκτείνει το ιστορικό διεκπεραίωσης υποθέσεων που έχει να επιδείξει σε πρόσθετους τομείς σοβαρής και περίπλοκης διαφθοράς, π.χ. σε σχέση με τις δημόσιες συμβάσεις και τις έρευνες για διαπλοκή διαφθοράς μεταξύ της αστυνομίας και του οργανωμένου εγκλήματος.

Ανάλογα αποτελέσματα δεν έχουν επιτευχθεί σε άλλους τομείς δραστηριότητας της δημόσιας διοίκησης. Τα κρούσματα διαφθοράς είναι πολυάριθμα σε τομείς όπως η φορολογική διοίκηση, η εκπαίδευση, η υγεία και οι επενδύσεις σε υποδομές. Παρόλα αυτά, η διενέργεια αναλύσεων κινδύνου στους τομείς αυτούς άρχισε όλως προσφάτως, και έχουν ληφθεί ελάχιστα μέτρα σε τομείς οι οποίοι είναι οι πλέον ευεπίφοροι σε διαφθορά και ευαίσθητοι από δημοσιονομική άποψη[63]. Στον τομέα της εκπαίδευσης έχουν τεθούν πειραματικά σε εφαρμογή ορισμένα χρήσιμα μέτρα πρόληψης, περιλαμβανομένων ορισμένων προτάσεων του Εθνικού Κέντρου Ακεραιότητας, π.χ. επιτήρηση με κάμερες στις εξετάσεις για το απολυτήριο του λυκείου· εξάλλου, ήδη καταστρώνεται στρατηγική για τον συγκεκριμένο τομέα στο πλαίσιο χρηματοδοτούμενου από την ΕΕ προγράμματος για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Άλλα πρωταρχικής σημασίας πεδία κινδύνου που πρέπει να καλυφθούν είναι οι επενδύσεις σε σχολικές υποδομές και η διαφθορά στο πλαίσιο των εξετάσεων στα σχολεία και της απονομής πανεπιστημιακών πτυχίων. Την εποχή αυτή ξεκινά η ανάληψη δράσης στον τομέα της υγείας, με την έναρξη της υλοποίησης ακόμη ενός σημαντικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από την ΕΕ[64]. Πρόκειται για ορισμένες χρήσιμες πιλοτικές δράσεις σε ευαίσθητους από τη σκοπιά της διαφθοράς τομείς με σοβαρό αντίκτυπο στον κρατικό προϋπολογισμό, οι οποίες όμως δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς, ώστε να αποτελέσουν συστηματική προσέγγιση. Λίγες δράσεις έχουν αναληφθεί σε τομείς όπως η φορολογία και τα τελωνεία, μολονότι οι ιδιαίτεροι κίνδυνοι που υφίστανται στους τομείς αυτούς θα δικαιολογούσαν τη σύσταση ισχυρών προληπτικών μονάδων με προδραστική εντολή[65]. Οι διοικητικές ελεγκτικές αρχές έχουν σημαντική αποστολή, αλλά σε γενικές γραμμές δεν προβαίνουν ακόμη σε εκτιμήσεις κινδύνου διαφθοράς με στόχο τον εντοπισμό ευάλωτων τομέων, ούτε συνεργάζονται κατά κανόνα με τις δικαστικές αρχές και την ANI. Εμπειρογνώμονες αναφέρουν την ανεπαρκή ανεξαρτησία και την πολιτική επιρροή ως σημαντικά βαθύτερα αίτια απραξίας[66].

Ο μικρός αριθμός των εικαζόμενων περιπτώσεων που δηλώνουν οι διοικητικές αρχές έχει επίσης συνέπειες για τον αριθμό των υποθέσεων που απασχολούν τις εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια. Εξαίρεση αποτελεί ο τομέας της αστυνομίας, όπου η ΓΔΚΔ έχει παραπέμψει σημαντικό αριθμό υποθέσεων. Ο γενικός εισαγγελέας έχει ζητήσει από τις τοπικές εισαγγελίες να καταστρώσουν τοπικές στρατηγικές για την καταπολέμηση της διαφθοράς· εκτός αυτού, εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές για τη διερεύνηση υποθέσεων διαφθοράς και συγκρότησε δίκτυο εξειδικευμένων εισαγγελέων. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν σε αύξηση του αριθμού υποθέσεων διαφθοράς για τις οποίες ασκείται ποινική δίωξη από τις τακτικές εισαγγελικές αρχές[67].

Η νέα εθνική στρατηγική για την καταπολέμηση της διαφθοράς παρέχει την ευκαιρία για μια ριζική αλλαγή της δέσμευσης όλων των κρατικών υπηρεσιών για την εφαρμογή προδραστικών πολιτικών με στόχο να καταστεί η διαφθορά δυσκολότερη και να εντοπίζονται τα προβλήματα οσάκις ανακύπτουν. Οι βέλτιστες πρακτικές που έχουν προκύψει από περιπτώσεις όπως αυτές του Υπουργείου Δημόσιας Διοίκησης και Εσωτερικών θα μπορούσαν να επεκταθούν σε όλους τους τομείς υψηλού κινδύνου οι οποίοι έχουν σοβαρό δημοσιονομικό αντίκτυπο. Η καθιέρωση ανεξάρτητης ειδικής τηλεφωνικής γραμμής για την καταγγελία αδικημάτων διαφθοράς στους κόλπους της δημόσιας διοίκησης θα διευκόλυνε ομοίως την ενθάρρυνση τέτοιων καταγγελιών. Πάνω από όλα, ωστόσο, οι ενέργειες για την καταπολέμηση της διαφθοράς πρέπει να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, πράγμα που θα απαιτήσει έναν ενάρετο κύκλο στο πλαίσιο του οποίου οι πολίτες είναι σε θέση να αντιληφθούν ότι η τεκμηριωμένη καταγγελία υποθέσεων οδηγεί στις συνέπειες που προβλέπει ο νόμος.

Διαμεσολαβητής

Ο Διαμεσολαβητής διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την καταπολέμηση της διαφθοράς στη Ρουμανία. Ο Διαμεσολαβητής διαθέτει την εξουσία να διεξάγει έρευνες σχετικά με εικαζόμενες παράνομες ενέργειες της διοίκησης. Είναι ανεξάρτητο όργανο και μπορεί να ενεργήσει κατόπιν καταγγελίας οποιουδήποτε προσώπου ή αυτεπαγγέλτως. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 26 παράγραφος 2 του νόμου 35/1997, ο Διαμεσολαβητής νομιμοποιείται να γνωστοποιεί στο κοινοβούλιο ή στον πρωθυπουργό «σοβαρές περιπτώσεις διαφθοράς» τις οποίες διαπιστώνει στο πλαίσιο των ερευνών του. Ο ρόλος του Διαμεσολαβητή έχει σημασία για τον ΜΣΕ, ιδίως αναφορικά με τον τέταρτο στόχο αναφοράς, ο οποίος αφορά την πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς. Πέραν αυτού, ο Διαμεσολαβητής είναι το μόνο θεσμικό όργανο που δύναται να προσβάλλει απευθείας κυβερνητικά διατάγματα ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στις 3 Ιουλίου 2012 το κοινοβούλιο έπαυσε πρόωρα τον Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του. Οι αρχές της Ρουμανίας επιβάλλεται να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία του Διαμεσολαβητή και να διορίσουν σε αυτό το αξίωμα ένα άτομο το οποίο να χαίρει διακομματικής υποστήριξης και να είναι σε θέση να ασκεί αποτελεσματικά τα νόμιμα καθήκοντά του υπό καθεστώς πλήρους ανεξαρτησίας.

Ανάκτηση των εσόδων που προέρχονται από αξιόποινες πράξεις

Η πείρα του παρελθόντος καταδεικνύει ότι η πάταξη της διαφθοράς είναι συχνά ταυτόσημη με την αποστέρηση των εσόδων που η διαφθορά αποφέρει. Κατά συνέπεια, η ανάκτηση των εσόδων που προέρχονται από αξιόποινες πράξεις και η αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αποτελούν καίρια στοιχεία οποιασδήποτε στρατηγικής καταπολέμησης της διαφθοράς. Το 2011, η Ρουμανία συγκρότησε ειδική υπηρεσία για την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων[68], ενώ το 2012 θεσπίστηκε νέος νόμος με τον οποίον διευρύνονται οι εξουσίες δήμευσης. Από το 2010 και μετά, οι εισαγγελικές αρχές και η αστυνομία εφαρμόζουν τυποποιημένη διαδικασία για την ανάκτηση των εσόδων που προέρχονται από αξιόποινες πράξεις, για την οποία απαιτείται κοινή διαταγή του γενικού εισαγγελέα και του υπουργού των Εσωτερικών. Η επαγγελματική κατάρτιση σχετικά με τα θέματα αυτά έχει καταστεί υποχρεωτική, και έχει συγκροτηθεί δίκτυο εξειδικευμένων εισαγγελέων.

Ωστόσο, οι ενέργειες αυτές δεν έχουν καρποφορήσει ακόμη. Η αστυνομία, οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια δεν έχουν εξοικειωθεί ακόμη με την έννοια των διευρυμένων εξουσιών δήμευσης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ορισμένες έννοιες, όπως η δήμευση εις χείρας τρίτου, προσβάλλονται με ευκολία στα δικαστήρια[69]. Παρά τη θετική νομολογία, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες εξακολουθεί να μη διώκεται ποινικά ως αυτοτελές αδίκημα[70]. Από εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων συνάγεται ότι η έκταση των δημεύσεων είναι απροσδόκητα μικρή[71]. Επιπλέον, η έλλειψη ολοκληρωμένων στατιστικών στοιχείων στον υπόψη τομέα καθιστά δυσχερή την παρακολούθηση της προόδου από μέρους των αρχών.

Δημόσιες συμβάσεις

Οι ανεπάρκειες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις αποτελούν σημαντική πηγή διαφθοράς και κατάχρησης κρατικών κονδυλίων. Εκτός αυτού, έχουν συνέπειες για την αποτελεσματική χρήση των κονδυλίων της ΕΕ και συνεπάγονται ποιοτική υποβάθμιση των δημόσιων αγαθών που παρέχονται στους πολίτες. Διαχειριστικοί έλεγχοι και αξιολογήσεις διαφόρων υπηρεσιών της Επιτροπής έχουν οδηγήσει επανειλημμένα στη διαπίστωση συστημικών κινδύνων και αδυναμιών στον συγκεκριμένο τομέα, με επακόλουθο, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη διακοπή της ροής ενωσιακής χρηματοδότησης. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται από καταγγελίες οι οποίες υποβάλλονται απευθείας στην Επιτροπή.

Από τον χρόνο της προσχώρησής της, η Ρουμανία έχει θεσπίσει ένα εκτεταμένο θεσμικό και νομικό πλαίσιο με στόχο την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ στον υπόψη τομέα. Πλην όμως, υπάρχουν ορισμένες συστηματικές αδυναμίες οι οποίες δεν έχουν αντιμετωπισθεί σε επαρκή βαθμό. Προκαλούνται ασυνέπειες από παράγοντες στους οποίους συγκαταλέγονται οι συχνές αλλαγές του νομικού πλαισίου[72] και το γεγονός ότι το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο στερείται επαρκούς ικανότητας, ενώ μια πρόσθετη αιτία αποτελεί η έλλειψη βασικών μηχανισμών για τη διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων, π.χ. ενός μητρώου στο οποίο να καταχωρείται το σύνολο των δημόσιων διαγωνισμών. Η προστασία των δημόσιων συμβάσεων από τις συγκρούσεις συμφερόντων έχει χαρακτηρισθεί ως ιδιαίτερα αδύναμο σημείο, τόσο από την Επιτροπή στο πλαίσιο διαχειριστικών ελέγχων που διενήργησε, όσο και από την Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας της Ρουμανίας[73]. Η Ρουμανία έχει δεσμευθεί να εφαρμόσει μέσω ενός σφαιρικού σχεδίου δράσης τα συμπεράσματα ολοκληρωμένης αξιολόγησης των δημόσιων συμβάσεων στην οποία προέβη η Επιτροπή το 2011. Θα απαιτηθεί αποφασιστική δράση για την αντιμετώπιση των αδυναμιών που έχουν διαπιστωθεί.

III. Επόμενα βήματα

Η αξιολόγηση της Επιτροπής καταδεικνύει την πρόοδο που έχει πραγματοποιήσει η Ρουμανία κατά την πενταετία που έχει παρέλθει από τότε που προσχώρησε στην ΕΕ. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τον θετικό ρόλο που έχει επιτελέσει ο ΜΣΕ. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, στο μέλλον, η Ρουμανία είναι ικανή να επιτύχει τους στόχους του ΜΣΕ, υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβει χωρίς χρονοτριβή μέτρα για την κατοχύρωση του κράτους δικαίου, δεν θα παρεκκλίνει από τη σωστή τροχιά και θα ενισχύσει τις προσπάθειες για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.

Ωστόσο, όπως εξηγείται στην εισαγωγή, πρόσφατα γεγονότα έχουν επιτείνει τις ανησυχίες σχετικά με τη μη αντιστρεψιμότητα και τη βιωσιμότητα των μεταρρυθμίσεων. Η Ρουμανία επιβάλλεται να διασφαλίσει τον σεβασμό του κράτους δικαίου, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας του δικαστικού ελέγχου. Η εμπιστοσύνη των εταίρων της Ρουμανίας στην ΕΕ θα ξανακερδηθεί μόνον εφόσον παρασχεθούν αποδείξεις για το ότι το κράτος δικαίου βρίσκεται υπεράνω των κομματικών συμφερόντων, ότι όλες οι πλευρές επιδεικνύουν πλήρη σεβασμό προς τον δικαστικό έλεγχο, περιλαμβανομένου του συνταγματικού επιπέδου, και ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι μη αντιστρέψιμες. Για να επιτευχθεί αυτό, θα απαιτηθούν νομικά βήματα, αλλά και πολιτική δέσμευση για τον σεβασμό του κράτους δικαίου, η οποία απουσίαζε από πρόσφατες αποφάσεις. Η κυβέρνηση της χώρας έχει πλέον δεσμευθεί να λάβει χωρίς χρονοτριβή μέτρα για να διασφαλίσει τον σεβασμό του κράτους δικαίου σε συμμόρφωση με τις συστάσεις που απαριθμούνται κατωτέρω (βλ. ενότητα IV 1)

Τα προαναφερθέντα ενισχύουν το συμπέρασμα ότι δεν έχει συντελεσθεί ακόμη η πρόοδος όσον αφορά την εφαρμογή των στόχων αναφοράς η οποία θα επέτρεπε στην Επιτροπή να αποφασίσει την κατάργηση του ΜΣΕ. Η ικανοποιητική εκπλήρωση των απαιτήσεων του ΜΣΕ προϋποθέτει ευρύτερο ενστερνισμό των μεταρρυθμίσεων από όλους τους κλάδους της κυβέρνησης, καθώς και στους κόλπους του δικαστικού σώματος, καθώς και πιο αποφασιστική προσήλωση στους στόχους της ακεραιότητας και της καταπολέμησης της διαφθοράς. Ειδικότερα, οι ρουμανικές αρχές οφείλουν να αποδείξουν ότι μια βιώσιμη και μη αντιστρέψιμη μεταρρυθμιστική διαδικασία έχει εδραιωθεί στη Ρουμανία και ότι δεν είναι πλέον απαραίτητη έξωθεν παρέμβαση υπό τη μορφή του ΜΣΕ. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ορισμένες πρόσφατες ενέργειες της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου προκαλούν ιδιαίτερες ανησυχίες.

Η πείρα της τελευταίας πενταετίας φανερώνει ότι, όταν αναλαμβάνεται πειστική δράση, είναι ικανή να αποφέρει αποτελέσματα. Η Ρουμανία είναι ήδη σε θέση να επιδείξει θετικές εξελίξεις όσον αφορά την πορεία της διαδικασίας μεταρρυθμίσεων, με παραδείγματα τις DNA και ANI και άλλα θεσμικά όργανα, καθώς και όσον αφορά την ανάληψη στοχοθετημένης δράσης, όπως η συντόμευση της εκδίκασης υποθέσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ορισμένα πρόσφατα γεγονότα είχαν ως αποτέλεσμα να υιοθετήσει το δικαστικό σώμα περισσότερο προδραστική στάση προς υπεράσπιση της ανεξαρτησίας των δικαστικών αρχών. Χωρίς αμφιβολία, η διαφύλαξη αυτής της προόδου και η διατήρηση της δυναμικής και της θεσμικής σταθερότητας σε τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν τα πρώτα δομικά στοιχεία, προκειμένου να καταδειχθεί η βιωσιμότητα. Η ταχεία μετάβαση από το επιτυχημένο στάδιο της θέσπισης νομοθεσίας σε ένα στάδιο αποφασιστικής εφαρμογής θα φέρει τη Ρουμανία πιο κοντά στη στιγμή της εκπλήρωσης των απαιτήσεων του ΜΣΕ. Όλα τα κράτη μέλη έχουν τόσο υποχρεώσεις όσο και ευκαιρίες μέσα σε έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, και η Επιτροπή προσβλέπει στην ολοκλήρωση από μέρους της Ρουμανίας των ιδιαίτερων διεργασιών που περιλαμβάνει ο ΜΣΕ και στη διευθέτηση των σχετικών ζητημάτων υπό όρους ίδιους με αυτούς που ισχύουν και για τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

Με βάση τους τρέχοντες παράγοντες αβεβαιότητας, η Επιτροπή θα εκδώσει μια περαιτέρω έκθεση στο πλαίσιο του ΜΣΕ για τη Ρουμανία εντός του 2012. Στην εν λόγω έκθεση, θα εξετάζεται κατά πόσον έχουν διευθετηθεί οι διατυπωθείσες ανησυχίες της Επιτροπής σε σχέση με το κράτος δικαίου και την ανεξαρτησία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και κατά πόσον έχουν αποκατασταθεί οι δημοκρατικές ρυθμίσεις ελέγχου και εξισορρόπησης. Η Επιτροπή θα παρακολουθήσει επισταμένως την πρόοδο που συντελείται, με την πραγματοποίηση τακτικών αποστολών, καθώς και με τη συχνή διεξαγωγή διαλόγου με τις ρουμανικές αρχές και με άλλα κράτη μέλη.

IV. Συστάσεις

Το πλέον σημαντικό επόμενο βήμα για την κυβέρνηση και τα κύρια θεσμικά όργανα της Ρουμανίας θα είναι να αποδείξουν την προσήλωσή τους στους απολύτως αναγκαίους ακρογωνιαίους λίθους του κράτους δικαίου και της ανεξαρτησίας του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Για να επιτευχθεί τούτο, η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο πρέπει να προβούν κατεπειγόντως σε μια σειρά ενεργειών. Μολονότι οι συστάσεις που απαριθμούνται κατωτέρω περιλαμβάνουν μια σειρά συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων οι οποίες απαιτούνται για τη διατήρηση της προόδου στο πλαίσιο του ΜΣΕ, οι τρέχουσες διχογνωμίες που περιγράφονται σε προηγούμενη ενότητα της παρούσας έκθεσης εγείρουν σοβαρές ανησυχίες για την πρόοδο που έχει συντελεσθεί έως τώρα και προκαλούν σοβαρά ερωτηματικά αναφορικά με τη βιωσιμότητα και τη μη αντιστρεψιμότητα των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη δρομολογηθεί. Με γνώμονα τον εξαιρετικό χαρακτήρα των εν λόγω πρόσφατων εξελίξεων, η παρούσα έκθεση περιλαμβάνει ειδικές κατεπείγουσες συστάσεις για τη διευθέτηση της τρέχουσας κατάστασης, ιδίως δε στο τμήμα 1: Σεβασμός του κράτους δικαίου και της ανεξαρτησίας των δικαστικών αρχών.

Η Επιτροπή κάλεσε τη Ρουμανία να λάβει πάραυτα μέτρα στους ακόλουθους τομείς προκειμένου να θέσει τέλος στις τρέχουσες διχογνωμίες:

1. Σεβασμός του κράτους δικαίου και της ανεξαρτησίας των δικαστικών αρχών

· Κατάργηση των διαταγμάτων επείγοντος χαρακτήρα αριθ. 38/2012 και αριθ. 41/2012 και διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου όσον αφορά την απαρτία που απαιτείται για τα δημοψηφίσματα και την έκταση των αρμοδιοτήτων του εν λόγω δικαστηρίου·

· Συμμόρφωση με τις συνταγματικές απαιτήσεις για την έκδοση διαταγμάτων επείγοντος χαρακτήρα στο μέλλον·

· Εκτέλεση του συνόλου των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου·

· Διασφάλιση της άμεσης δημοσίευσης όλων των νομικών πράξεων στην Επίσημη Εφημερίδα, περιλαμβανομένων των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου·

· Επιβολή στο σύνολο των πολιτικών κομμάτων και των δημόσιων αρχών της υποχρέωσης να σέβονται την ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών· η υποχρέωση αυτή περιλαμβάνει τη δέσμευση για πειθαρχική δίωξη οποιουδήποτε μέλους της κυβέρνησης ή μέλους κόμματος το οποίο υπονομεύει την αξιοπιστία δικαστών ή ασκεί πίεση επί δικαιοδοτικού οργάνου·

· Διορισμός Διαμεσολαβητή ο οποίος απολαύει διακομματικής υποστήριξης, μέσω διαφανούς και αντικειμενικής διαδικασίας, η οποία οδηγεί στην επιλογή προσωπικότητας αδιαμφισβήτητου κύρους, ακεραιότητας και ανεξαρτησίας·

· Καθιέρωση διαφανούς διαδικασίας για τον διορισμό του γενικού εισαγγελέα και του προϊσταμένου εισαγγελέα της Εθνικής Διεύθυνσης για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς. Η εν λόγω διαδικασία θα πρέπει να περιλαμβάνει ανοικτές αιτήσεις με βάση τα κριτήρια της επαγγελματικής εμπειρογνωσίας, της ακεραιότητας και του ιστορικού πεπραγμένων στον τομέα της καταπολέμησης της διαφθοράς. Κανένας διορισμός δεν θα πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της τρέχουσας Προεδρίας·

· Αποφυγή της απονομής οποιασδήποτε προεδρικής χάριτος κατά τη διάρκεια της τρέχουσας Προεδρίας·

· Μη διορισμός σε υπουργικό αξίωμα προσώπων κατά των οποίων έχουν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις για αδικήματα που άπτονται της ακεραιότητας· σε περίπτωση που ένα τέτοιο πρόσωπο κατέχει ήδη υπουργικό αξίωμα, θα πρέπει να παραιτηθεί·

· Θέσπιση σαφών διαδικασιών οι οποίες επιβάλλουν την παραίτηση βουλευτών σε περίπτωση τελεσίδικης απόφασης περί της ύπαρξης ασυμβίβαστου ή σύγκρουσης συμφερόντων ή τελεσίδικης καταδίκης τους για αδίκημα διαφθοράς υψηλού επιπέδου.

Ο πρωθυπουργός της Ρουμανίας, με τις επιστολές του της 16ης Ιουλίου και το επικαιροποιημένο παράρτημα της 17ης Ιουλίου, διαβεβαίωσε τον πρόεδρο της Επιτροπής ότι το σύνολο των προαναφερόμενων απαιτήσεων έχει ικανοποιηθεί ή πρόκειται να ικανοποιηθεί.

Η Ρουμανία καλείται επίσης να αναλάβει δράση στους ακόλουθους τομείς:

2. Μεταρρύθμιση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης:

· Θέσπιση και εφαρμογή κοινού ολοκληρωμένου σχεδίου για τη διασφάλιση της θέσης σε εφαρμογή και των τεσσάρων κωδίκων, περιλαμβανομένων όλων των συναφών θεμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν τη μεταρρύθμιση της δομής και των διαδικασιών, την προσαρμογή των ανθρώπινων πόρων και τις επενδύσεις σε δικαστικές υποδομές.

· Αναδιάρθρωση του οργανισμού των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, με επανεξισορρόπηση του προσωπικού και του φόρτου εργασίας, με γνώμονα, ιδίως, τη λειτουργική επανεξέταση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης της Ρουμανίας και το σχέδιο βελτιστοποίησης του φόρτου εργασίας των δικαστηρίων το οποίο υλοποιείται σήμερα με χρηματοδότηση από την Παγκόσμια Τράπεζα.

· Σύσταση ομάδας παρακολούθησης της δικαστικής μεταρρύθμισης, με συμμετοχή όλων των φορέων δημόσιας εξουσίας, επαγγελματικών ενώσεων και της κοινωνίας των πολιτών.

3. Λογοδοσία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης:

· Συμφωνία μεταξύ του ΑΣΔΣ και της κυβέρνησης επί κοινής πολιτικής για την προαγωγή της λογοδοσίας και ακεραιότητας στους κόλπους του δικαστικού σώματος, μέσω αξιόπιστης πειθαρχικής πρακτικής και νομολογίας και με ευκρινή ορόσημα υλοποίησης. Αξιοποίηση της εφαρμογής των νέων νόμων περί πειθαρχικής ευθύνης και προαγωγών προς το Ανώτατο Δικαστήριο ως παράδειγμα προς μίμηση για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στο σύνολό του.

· Διασφάλιση καλύτερου συντονισμού των νομικών, πειθαρχικών και διοικητικών μηχανισμών με σκοπό την προστασία της φήμης του δικαστικού σώματος σε σοβαρές υποθέσεις παραβατικότητας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων σχετικά με ατομικά δικαιώματα, π.χ. περί συντάξεων.

· Ενίσχυση των ικανοτήτων και των επιδόσεων της Δικαστικής Επιθεώρησης όσον αφορά τόσο την προώθηση της λογοδοσίας των δικαστικών αρχών μέσω της παρακολούθησης επιμέρους υποθέσεων όσο και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, συνεκτικότητας και ορθής πρακτικής του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, μέσω της τακτικής επανεξέτασης της πρακτικής σε όλες τις βαθμίδες του εν λόγω συστήματος.

4. Συνεκτικότητα και διαφάνεια των δικαστικών διαδικασιών

· Ανάπτυξη ολοκληρωμένης προσέγγισης για τη συγκρότηση των δομών, των διαδικασιών και των πρακτικών που απαιτούνται προκειμένου να επισπευσθεί η νομική ενοποίηση. Αναγόρευση της νομικής ενοποίησης σε εκτελεστική προτεραιότητα για τους προέδρους των δικαστηρίων, καθώς και της συνεκτικότητας σε σημαντική παράμετρο στο πλαίσιο του συστήματος αξιολόγησης και προαγωγών των δικαστών. Διασφάλιση της πλήρους, επιγραμμικής δημοσίευσης και διαρκούς επικαιροποίησης των δικαστικών αποφάσεων, περιλαμβανομένου του σκεπτικού τους.

· Περαιτέρω μεταρρύθμιση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ούτως ώστε να μπορεί να αποδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στη νομική ενοποίηση.

5. Αποτελεσματικότητα της δράσης των δικαστηρίων

· Καθιέρωση και εφαρμογή στο σύνολο του συστήματος δικαστηρίων σαφών κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την επιμέτρηση των ποινών, τη διαχείριση υποθέσεων και τη συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών δικών, με ιδιαίτερη έμφαση σε τομείς στους οποίους έχουν ήδη καταγραφεί αδυναμίες, όπως οι περίπλοκες δίκες που αφορούν οικονομικά αδικήματα και δημόσιες συμβάσεις.

· Θέσπιση μεταρρυθμίσεων με σκοπό τη δημοσίευση του σκεπτικού των δικαστικών αποφάσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την έκδοση του διατακτικού τους, την άμεση αναστολή των περιόδων παραγραφής σε περίπτωση έναρξης δικαστικής έρευνας και τη βελτίωση της ποιοτικής στάθμης και διαθεσιμότητας δικαστικών εμπειρογνωμόνων.

· Συνέχιση των μέτρων που έχουν ληφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο με στόχο τη συντόμευση των δικών που αφορούν υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου και την αποτροπή της συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής, καθώς επίσης θέσπιση παρόμοιων μέτρων στα υπόλοιπα δικαστήρια.

· Συνέχιση της βελτίωσης της συνεκτικότητας και αποτρεπτικότητας των κυρώσεων που επιβάλλονται από τα δικαστήρια σε υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου στο σύνολο της Ρουμανίας.

· Διασφάλιση της συνέχισης των επιτευγμάτων της Γενικής Εισαγγελίας υπό τη νέα της διοίκηση.

6. Ακεραιότητα

· Διασφάλιση αξιόπιστου ιστορικού επιβολής άμεσων και αποτρεπτικών κυρώσεων. Εξορθολογισμός του δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων της Εθνικής Υπηρεσίας Ακεραιότητας (ANI) μέσω, αφενός, βελτιώσεων των δικαστικών διαδικασιών και πρακτικών και, αφετέρου, της αναθεώρησης του νομικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία της ANI, με στόχο την ταχύτερη έκδοση τελικών αποφάσεων και τη βελτίωση της συνεκτικότητας και αποτρεπτικότητάς τους.

· Βελτίωση της συνεργασίας των δικαστικών και των λοιπών διοικητικών αρχών με την ANI, με στόχο να διασφαλισθεί η αποτελεσματική ανταλλαγή ειδοποιήσεων σχετικά με ύποπτες υποθέσεις και επιχειρησιακών πληροφοριών και στους τρεις τομείς δραστηριότητας της ANI. Η συνεργασία με την ANI θα πρέπει να αποτελεί σαφές κριτήριο για την αξιολόγηση των επιδόσεων της ηγεσίας άλλων διοικητικών αρχών.

7. Καταπολέμηση της διαφθοράς

· Διασφάλιση της συνέχισης των επιτευγμάτων της Εθνικής Διεύθυνσης για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (DNA) υπό τη νέα της διοίκηση.

· Εφαρμογή της νέας εθνικής στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς με βάση τον σχετικό σχεδιασμό και συγκρότηση ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης, ούτως ώστε όλες οι κρατικές υπηρεσίες να θέτουν στόχους και να υποβάλλουν εκθέσεις σε ετήσια βάση, ακολουθώντας κοινό και συγκρίσιμο μορφότυπο, σχετικά με την πρόληψη και τον κολασμό της διαφθοράς, της απάτης και της σύγκρουσης συμφερόντων. Σε σύμπλευση με την εν λόγω στρατηγική, καθιέρωση σαφών διαδικαστικών κανόνων και βέλτιστων πρακτικών για τις αποφάσεις του κοινοβουλίου σχετικά με τη διερεύνηση υποθέσεων, τη σύλληψη και την υποβολή σε έρευνα βουλευτών.

· Επίδειξη ιστορικού επιδόσεων στον τομέα της ποινικής δίωξης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ως αυτοτελούς αδικήματος και επίτευξη πειστικών αποτελεσμάτων σε σχέση με την ανάκτηση προϊόντων εγκλήματος, μέσω της ενίσχυσης της δικαστικής πρακτικής και της εφαρμογής του νέου νόμου περί διευρυμένων εξουσιών δήμευσης.

· Καθιέρωση σαφούς μηχανισμού συντονισμού και παρακολούθησης μεταξύ της αστυνομίας, των εισαγγελικών αρχών και των αρχών που διενεργούν διοικητικούς ελέγχους, με την ανάθεση ειδικής ευθύνης για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής συνεργασίας και επικοινωνίας για θέματα διαφθοράς.

· Βελτίωση των αποτελεσμάτων όσον αφορά την πρόληψη και τον κολασμό της διαφθοράς, της απάτης και της σύγκρουσης συμφερόντων σε σχέση με δημόσιες συμβάσεις σε όλους τους τομείς κρατικής δραστηριότητας. Σχετικά με το θέμα αυτό, η Ρουμανία καλείται να δώσει δέουσα συνέχεια στις συστάσεις οι οποίες προέκυψαν από εξωτερική αναθεώρηση του συστήματος ανάθεσης των δημόσιων συμβάσεων, η οποία διεξήχθη με πρωτοβουλία της Επιτροπής.

[1]               Συμπεράσματα του Συμβουλίου των Υπουργών, της 17ης Οκτωβρίου 2006 (13339/06)· απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς, 13 Δεκεμβρίου 2006 (C (2006) 6569 τελικό).

[2]               Επίσης προέβλεπε τη δυνατότητα θέσπισης μηχανισμού διασφάλισης, αλλά έως τώρα δεν χρειάστηκε να γίνει επίκληση της συγκεκριμένης διάταξης.

[3]               Τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 28ης και 29ης Ιουνίου, περιλαμβάνουν δέσμευση της ΕΕ, στο πλαίσιο του Συμφώνου για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση, να αντιμετωπίσει καθυστερήσεις οι οποίες παρατηρούνται σε σχέση με τα συστήματα απονομής δικαιοσύνης στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των δημόσιων διοικήσεων (Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2012, σ. 8).

[4]               Έρευνα του Έκτακτου Ευρωβαρόμετρου που διεξήχθη από την Επιτροπή στη Ρουμανία τον Μάιο του 2012 (Έκτακτο Ευρωβαρόμετρο 351 «Ο μηχανισμός συνεργασίας και ελέγχου για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία», βλ.: http://ec.europa.eu/public_opinion/index_en.htm ).

[5]               Έκτακτο Ευρωβαρόμετρο 351.

[6]               Τα σημεία αναφοράς περιλαμβάνουν τις εργασίες του Συμβουλίου της Ευρώπης, του ΟΟΣΑ και ειδικευμένων οργανισμών του ΟΗΕ.

[7]               Το 2012, στις σχετικές εργασίες συνεισέφεραν υψηλά ιστάμενοι επαγγελματίες από τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πολωνία και τη Σλοβενία.

[8]               Τεχνική έκθεση, σ. 48.

[9]               Παραδείγματος χάρη, το έργο της ANI θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό αν η υπηρεσία αυτή απολάμβανε πλήρους συνεργασίας από μέρους άλλων κρατικών υπηρεσιών και ενεργού παρακολούθησης των σχετικών υποθέσεων από τη δικαστική εξουσία.

[10]             Τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώνονται από τις αντιλήψεις των πολιτών. Το 65% των ερωτηθέντων στο πλαίσιο έρευνας του Έκτακτου Ευρωβαρόμετρου που διεξήχθη στη Ρουμανία θεωρεί ότι οι ενέργειες της ΕΕ μέσω του ΜΣΕ έχουν θετικό αντίκτυπο στην αντιμετώπιση των αδυναμιών του συστήματος απονομής δικαιοσύνης (το 59% συμφωνεί με την άποψη αυτή όσον αφορά τη διαφθορά). Συγχρόνως, η μεγάλη πλειονότητα πιστεύει ότι η κατάσταση σε αυτούς τους δύο τομείς έχει παραμείνει στάσιμη ή έχει χειροτερεύσει κατά την τελευταία πενταετία. (Έκτακτο Ευρωβαρόμετρο 351).

[11]             Τον Ιούνιο, η δημόσια τοποθέτηση του Ανώτατου Συμβουλίου του Δικαστικού Σώματος υπέρ της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας υπό το φως δημόσιων παρεμβάσεων σε σχέση με μία σημαντική υπόθεση διαφθοράς υψηλού επιπέδου έστειλε ένα βαρυσήμαντο μήνυμα.

[12]             Από στατιστικά δεδομένα του ΕΔΑΔ προκύπτει ότι στη Ρουμανία αντιστοιχεί, μεταξύ όλων των κρατών μελών της ΕΕ, ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός ανεκτέλεστων αποφάσεων του ΕΔΑΔ. Μεγάλος αριθμός των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων αφορά δυσχέρειες στον τομέα της αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει του αστικού δικαίου, την υπερβολική διάρκεια των αστικών δικών, καθώς και την έλλειψη αποτελεσματικών ένδικων μέσων και την αναποτελεσματικότητα των ποινικών ανακρίσεων. (Συμβούλιο της Ευρώπης: Εποπτεία της εκτέλεσης των αποφάσεων και διατάξεων του ΕΔΑΔ, Ετήσια έκθεση 2011, βλ.: http://www.coe.int/t/dghl/monitoring/execution/Source/Publications/CM_annreport2011_en.pdf

[13]             Η Παγκόσμια Τράπεζα διεξάγει επί του παρόντος «Λειτουργική επανεξέταση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης της Ρουμανίας» με χρηματοδότηση της ΕΕ. Ένα δεύτερο σχέδιο υλοποιείται επίσης σήμερα από συμβούλους, με χρηματοδότηση υπό μορφή δανείου της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στόχος του είναι η βελτίωση της ικανότητας συλλογής και επεξεργασίας δικαστικών δεδομένων και η κατάρτιση βέλτιστων δεικτών για τον φόρτο εργασίας στο σύνολο του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

[14]             Στόχος της νέας διαδικασίας έκδοσης προδικαστικής απόφασης ήταν η καθιέρωση μιας περισσότερο προδραστικής διαδικασίας σε σύγκριση με την τρέχουσα διαδικασία έφεσης χάριν του νόμου (βλ. τεχνική έκθεση, σσ. 6 – 7).

[15]             Η μη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και με τις κατ’ έφεση χάριν του νόμου αποφάσεις του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου είναι δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο πειθαρχικής έρευνας και επιβολής κυρώσεων έπειτα από τροποποιήσεις που επήλθαν στις διατάξεις της περί απονομής της δικαιοσύνης νομοθεσίας σχετικά με την πειθαρχική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών· οι τροποποιήσεις αυτές θεσπίστηκαν στα τέλη του 2011 και δημοσιεύτηκαν επίσημα στις αρχές του 2012.

[16]             Στη Ρουμανία, υπάρχουν συχνά αναφορές σε περιπτώσεις αντικρουόμενης νομολογίας, και το πρόβλημα αυτό επιβεβαιώνεται από τους ενδιαφερομένους, π.χ. από ξένους επενδυτές, εταιρείες δικηγόρων και επαγγελματικές ενώσεις δικαστικών λειτουργών. Εμπειρογνώμονες έχουν καταγράψει ορισμένες αντικρουόμενες αποφάσεις, ιδίως όσον αφορά ευαίσθητες υποθέσεις με υψηλά ιστάμενους κατηγορουμένους και υποθέσεις δημόσιων συμβάσεων.

[17]             Η στάση αυτή περιλαμβάνει αδιαφορία για τη νομολογία των ανώτερων δικαστηρίων και περιορισμένη χρήση της διαδικασίας άσκησης έφεσης χάριν του νόμου. Ο αριθμός των εφέσεων χάριν του νόμου μειώθηκε το 2011 σε σύγκριση με τα έτη της περιόδου 2007-2009.

[18]             Με εξαίρεση τους δικαστές του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, οι οποίοι διαθέτουν πρόσβαση στο σύνολο των δικαστικών αποφάσεων της βάσης δεδομένων.

[19]             Το Ανώτατο Δικαστήριο εκδικάζει σε πρώτο βαθμό πλήθος αδικημάτων, υπό την προϋπόθεση ότι ο κατηγορούμενος ως δράστης φέρει συγκεκριμένη ιδιότητα. Επίσης, αποφαίνεται επί εσωτερικών δικαιοδοτικών ζητημάτων, π.χ. επί των αιτήσεων των διαδίκων για την παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο ή επί συγκρούσεων μεταξύ δικαστικών αποφάσεων διαφορετικών δικαστηρίων.

[20]             Λόγοι που σχετίζονται με την υλικοτεχνική υποδομή έχουν προβληθεί προκειμένου να αιτιολογηθεί το γεγονός ότι οι διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας σχετικά με τις προδικαστικές αποφάσεις επί αστικών υποθέσεων προβλέπεται να τεθούν σε ισχύ τέσσερις μήνες μετά τις υπόλοιπες διατάξεις του κώδικα.

[21]             Δείκτες Διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας 2011.

[22]             Ο νόμος περί ελασσόνων μεταρρυθμίσεων, μεταξύ άλλων, παρέσχε στις εισαγγελικές αρχές τη δυνατότητα να υιοθετούν το σκεπτικό της αστυνομίας κατά τη λήψη απόφασης για τη μη κίνηση έρευνας σε ορισμένες απλές υποθέσεις, χορήγησε στις εισαγγελικές αρχές μεγαλύτερες δυνατότητες για την αρχειοθέτηση υποθέσεων όταν από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό προκύπτει ότι δεν δικαιολογείται περαιτέρω διερεύνηση και περιέστειλε τα ένδικα βοηθήματα για τις υποθέσεις ήσσονος σημασίας.

[23]             Η Ρουμανία καταδικάζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από το ΕΔΑΔ για παραβιάσεις των δικονομικών δικαιωμάτων λόγω της υπερβολικής διάρκειας των δικαστικών διαδικασιών. Οι καθυστερήσεις όσον αφορά τη δημοσίευση του σκεπτικού των δικαστικών αποφάσεων πέραν της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών είναι συχνές. Δεν είναι προς το παρόν διαθέσιμα αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με τις υποθέσεις που κρίνονται παραδεκτές, αλλά τα στοιχεία αυτά εκτιμάται ότι θα καταστούν διαθέσιμα στις αρχές του 2013 χάρη σε μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας.

[24]             Οι αρμοδιότητες για τη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων του δικαστικού σώματος ασκούνται με βάση την εξής κατανομή: Το Ανώτατο Συμβούλιο του Δικαστικού Σώματος φέρει τη διαχειριστική ευθύνη για τις προσλήψεις, την επαγγελματική ανέλιξη, την επαγγελματική κατάρτιση και τις πειθαρχικές διαδικασίες. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ασκεί τη δημοσιονομική ευθύνη και έχει δικαίωμα νομικής πρωτοβουλίας. Ο γενικός εισαγγελέας φέρει την ευθύνη για τα αποτελέσματα των ποινικών διώξεων, αλλά για όλα τα θέματα που επηρεάζουν τη σταδιοδρομία ενός εισαγγελέα αποφασίζει το Συμβούλιο.

[25]             Η τρέχουσα ικανότητα πραγματοποίησης προσλήψεων δεν επιτρέπει την έγκαιρη πρόσληψη ικανού αριθμού νέων λειτουργών με κατάλληλα προσόντα και βαθμό ετοιμότητας, έτσι ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες που έχουν εκτιμηθεί στο πλαίσιο μελέτης επιπτώσεων για τους νέους κώδικες.

[26]             Τούτο αφορά, μεταξύ άλλων, τις προτάσεις του υπουργού Δικαιοσύνης και του γενικού εισαγγελέα για την κατάργηση μικρών δικαστηρίων και εισαγγελιών και την ανακατανομή των σχετικών οργανικών θέσεων στις περιοχές με τις μεγαλύτερες ανάγκες.

[27]             Η ανάλυση των σημείων αυτών από την Επιτροπή παρατίθεται στις σσ. 13-14 της τεχνικής επικαιροποίησης SEC(2011)968, που δημοσιεύτηκε στις 20 Ιουλίου 2011. Περιλαμβάνει παραδείγματα επιείκειας κατά την εξέταση αιτήσεων αναβολής από μέρους κατηγορουμένων, αδυναμίες κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων και την εξέταση δικονομικών παρατυπιών, καθώς και οργανωτικά ζητήματα.

[28]             Τεχνική επικαιροποίηση SEC(2011)968, της 20ής Ιουλίου 2011, σ. 14. Από την έκδοση της τελευταίας ετήσιας έκθεσης της Επιτροπής, χορηγήθηκε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ειδικός προϋπολογισμός για δικαστικούς εμπειρογνώμονες.

[29]             Τα παραδείγματα σημαντικών καινοτομιών περιλαμβάνουν τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών για την επιμέτρηση της ποινής σε υποθέσεις διαφθοράς και μέτρα για την ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου. Παρόλα αυτά, οι βέλτιστες πρακτικές που εφαρμόζονται στους εν λόγω επιμέρους τομείς δεν έχουν ακόμη γενικευθεί.

[30]             Οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις της νομοθεσίας θα επιτρέπουν στον υπουργό Δικαιοσύνης και στον γενικό εισαγγελέα να κινούν πειθαρχικές διαδικασίας, μέσω της Δικαστικής Επιθεώρησης. Η Δικαστική Επιθεώρηση διαθέτει πλέον ισχυρότερη εντολή για τον έλεγχο της δικαστικής πρακτικής και, επιπλέον, δύναται να προσβάλλει τις πειθαρχικές κυρώσεις τις οποίες αποφασίζει το Ανώτατο Συμβούλιο του Δικαστικού Σώματος.

[31]             Η Δικαστική Επιθεώρηση εξέδωσε τρεις πρώτες εκθέσεις σχετικά με τα θέματα αυτά στα τέλη του 2011 και στις αρχές του 2012· πρόκειται, αφενός, για δύο θεματικές εκθέσεις σχετικά με σημαντικές καθυστερήσεις στην εκδίκαση υποθέσεων και την ταχύτητα της εκδίκασης υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου και, αφετέρου, για μια έκθεση σχετικά με τη διοικητική πρακτική του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

[32]             Η Επιτροπή υπέβαλε έκθεση για τέτοιου είδους υποθέσεις τον Φεβρουάριο του 2012 (COM(2012)56 τελικό, σ. 3).

[33]             Τον Φεβρουάριο του 2012, η Επιτροπή υπέβαλε έκθεση σχετικά με περιπτώσεις δικαστών του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου οι οποίοι εξακολουθούν να εκδικάζουν υποθέσεις τη στιγμή κατά την οποία αποτελούν αντικείμενο έρευνας για διαφθορά υψηλού επιπέδου. Κάποιοι άλλοι δικαστές απέφυγαν τις πειθαρχικές κυρώσεις μέσω της συνταξιοδότησής τους (COM(2012)56 τελικό, σ. 3). Ωστόσο, η πρόσφατη απόκριση του ΑΣΔΣ στην κίνηση έρευνας σχετικά με έναν λειτουργό που υπηρετεί στους κόλπους του κατέδειξε την υιοθέτηση περισσότερο προδραστικής προσέγγισης για την αντιμετώπιση των απειλών κατά της φήμης του δικαστικού σώματος.

[34]             Σύμφωνα με ειδική έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2012, το 96% των Ρουμάνων, ποσοστό ελαφρώς μεγαλύτερο από εκείνο του 2007, θεωρούσε τη διαφθορά ως μείζον πρόβλημα (ειδικό ευρωβαρόμετρο 374, βλ.: http://ec.europa.eu/public_opinion/index_en.htm). Σε σύγκριση με το 2007, η Ρουμανία έχει απολέσει 6 θέσεις στην κατάταξη για την υποκειμενική διαφθορά της Transparency International, λόγω της υποχώρησης του βαθμού αντίληψης των ρουμάνων πολιτών. Η θέση της με βάση την κατάταξη Freedom House παρέμεινε αμετάβλητη.

[35]             Σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου του Φεβρουαρίου 2012, το 67% των Ρουμάνων θεωρεί ότι η διαφθορά αυξήθηκε κατά την τελευταία τριετία.

[36]             Η DNA απήγγειλε κατηγορίες για 167 υποθέσεις κατά 415 κατηγορουμένων το 2007 και για 233 υποθέσεις κατά 1091 κατηγορουμένων το 2011. Το 60% περίπου του συνόλου των ερευνών ολοκληρώνεται εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου από 6 μήνες. Από το 2007, η DNA έχει απαγγείλει κατηγορία κατά ενός πρώην πρωθυπουργού, ενός πρώην αντιπροέδρου κυβέρνησης, διαφόρων πρώην υπουργών και βουλευτών, καθώς και κατά πολυάριθμων νομαρχών, δημάρχων, κομητειακών συμβούλων και διευθυνόντων συμβούλων επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας. Το 2011, η DNA απήγγειλε κατηγορία κατά δύο βουλευτών, ενός πολιτικά ισχυρού δημάρχου προερχόμενου από τον τότε κυβερνητικό συνασπισμό και ενός βουλευτή της τότε αντιπολίτευσης.

[37]             Μη τελεσίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά 199 κατηγορουμένων το 2007 και κατά 879 κατηγορουμένων το 2011· τελεσίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά 109 κατηγορουμένων το 2007 και κατά 158 κατηγορουμένων το 2011.

[38]             Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σε άλλες έννομες τάξεις, στη Ρουμανία η δυνατότητα παραγραφής δεν παύει με την έναρξη διερεύνησης της υπόθεσης ή διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου.

[39]             Τούτο επιτεύχθηκε με τον αποκλεισμό από τον χρόνο που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του χρόνου επέλευσης της παραγραφής των χρονικών διαστημάτων κατά τα οποία η δίκη αναστέλλεται εν αναμονή της έκδοσης απόφασης από το Συνταγματικό Δικαστήριο επί ασκηθείσας ανακοπής αντισυνταγματικότητας.

[40]             Βλ. τεχνική έκθεση, σ. 29.

[41]             Στην έκθεση της Επιτροπής COM(2011) 460 τελικό, της 20ής Ιουλίου 2011, διατυπωνόταν προς τη Ρουμανία η σύσταση «να λάβει επείγοντα μέτρα για τη βελτίωση της δικαστικής πρακτικής και της διαχείρισης υποθέσεων και να επιταχύνει την εκδίκαση σοβαρών υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου για να αποφευχθεί η παραγραφή τους». Στην ίδια έκθεση διατυπωνόταν η σύσταση προς τη Ρουμανία «να εξακολουθήσει τη μεταρρύθμιση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου για να ενισχύσει τον ακυρωτικό χαρακτήρα του και να αυξήσει την ικανότητά του να χειρίζεται υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου».

[42]             Βλ. τεχνική έκθεση, σ. 25.

[43]             Βλ., επί παραδείγματι, την αξιολόγηση της Επιτροπής στη σ. 15 της τεχνικής επικαιροποίησης SEC(2011)968, που δημοσιεύτηκε στις 20 Ιουλίου 2011.

[44]             Από το 2006, η DNA έχει καταχωρήσει 43 περιπτώσεις απαγγελίας κατηγορίας σε δικαστήρια, αλλά από αυτές μόνον δύο οδήγησαν στην έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων.

[45]             Τα στοιχεία από το 2007 και μετά φανερώνουν ότι το 60% περίπου των ποινών που επιβάλλονται από τα δικαστήρια αντιστοιχούν στην κατώτατη ποινή που προβλέπει ο νόμος ή είναι ακόμη ελαφρύτερες. Μολονότι η αναλογία των υπό αναστολή ποινών φυλάκισης μειώθηκε από 75% (2007-2009) σε 60% το 2011, οι ποινές που τελούν υπό αναστολή εξακολουθούν να πλειοψηφούν, ιδίως όσον αφορά τις σημαντικές υποθέσεις. Στην περίπτωση και των τριών νυν ή πρώην βουλευτών οι οποίοι καταδικάστηκαν τελεσίδικα το 2011, οι ποινές επιβλήθηκαν με αναστολή.

[46]             Η πρακτική αυτή εξακολουθεί να μην είναι πάγια. στις τοπικές εκλογές του Ιουνίου συμμετείχαν διάφοροι υποψήφιοι για θέσεις δημάρχου ή προέδρου κομητειακού συμβουλίου οι οποίοι τελούσαν υπό προσωρινή κράτηση, ποινική ανάκριση ή δίκη για διαφθορά, και μάλιστα αρκετοί από αυτούς εξελέγησαν.

[47]             Βλ. τεχνική έκθεση, σσ. 26 – 27.

[48]             Βλ. τεχνική έκθεση, σ. 27.

[49]             Τρεις βουλευτές οι οποίοι έχουν καταδικασθεί για διαφθορά υψηλού επιπέδου με τελεσίδικες αποφάσεις εξακολουθούν να ασκούν κανονικά τα βουλευτικά τους καθήκοντα.

[50]             Οι σχετικές αποφάσεις εκδόθηκαν μετά την άσκηση δικαστικής προσφυγής κατά αποφάσεων της ANI περί της ύπαρξης ασυμβίβαστου.

[51]             Βλ. τεχνική έκθεση, σσ. 18 – 19.

[52]             Η εξουσία της ANI να εισηγείται στα δικαστήρια την κατάσχεση μη δικαιολογημένων περιουσιακών στοιχείων κρίθηκε ως αντιβαίνουσα στις συνταγματικές αρχές της διάκρισης των εξουσιών και του τεκμηρίου νόμιμης απόκτησης και της απαγόρευσης δήμευσης περιουσιακών στοιχείων.

[53]             Η νομική επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων εισηγήθηκε τη μη λήψη μέτρων κατά δύο βουλευτών για τους οποίους είχε διαπιστωθεί οριστικά η ύπαρξη ασυμβίβαστου ή σύγκρουσης συμφερόντων. Εκκρεμεί η έκδοση τελικών αποφάσεων από το κοινοβούλιο σχετικά με τις συγκεκριμένες δύο υποθέσεις.

[54]             Ο τροποποιημένος νόμος ανάγκασε επίσης την ANI να εγκαταλείψει σημαντικό αριθμό υποθέσεων που τελούσαν υπό διερεύνηση τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, λόγω της θέσπισης προθεσμιών παραγραφής. Οι υποθέσεις αυτές, στη συντριπτική τους πλειονότητα, αφορούσαν εκλεγμένους πολιτικούς.

[55]             Έως σήμερα, η ύπαρξη διοικητικής σύγκρουσης συμφερόντων επιβεβαιώθηκε σε δύο μόνο περιπτώσεις· σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν ακυρώθηκε η σχετική συναφθείσα σύμβαση.

[56]             Αντικείμενο δημόσιων συζητήσεων αποτέλεσαν προσφάτως οι περιπτώσεις δύο βουλευτών οι οποίοι συγχρόνως είναι πρυτάνεις πανεπιστημίου. Στη μια υπόθεση, κρίθηκε ότι υπήρχε ασυμβίβαστο, ενώ στην έτερη υπόθεση το ίδιο δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι υπήρχε ασυμβίβαστο. Κάτι ανάλογο συνέβη σε άλλο εφετείο. Οι υποθέσεις αυτές εκκρεμούν πλέον, μετά την άσκηση αναίρεσης, ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

[57]             Συνολικά, μέχρι τον Μάρτιο του 2012, η ANI είχε διενεργήσει σχεδόν 4000 ελέγχους και εξέδωσε συμπεράσματα ή προέβη σε παραπομπή σε πάνω από 500 υποθέσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν: 250 αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη ασυμβίβαστου, 37 υποθέσεις (διοικητικής) σύγκρουσης συμφερόντων, 24 υποθέσεις εικαζόμενων μη δικαιολογημένων περιουσιακών στοιχείων και 239 παραπομπές πιθανών αξιόποινων πράξεων στις εισαγγελικές αρχές.

[58]             Η εν λόγω διαδικασία εξακριβώσεων έχει έως τώρα οδηγήσει σε 75 αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη ασυμβίβαστου, 9 αποφάσεις περί της ύπαρξης διοικητικής σύγκρουσης συμφερόντων και 50 παραπομπές εικαζόμενων αξιόποινων πράξεων στις εισαγγελικές αρχές.

[59]             Χρήσιμο βήμα συνιστά η στήριξη του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τη βελτίωση των μισθών του προσωπικού της ANI.

[60]             Μέχρι σήμερα, σε 118 υποθέσεις, οι αποφάσεις της ANI περί της ύπαρξης ασυμβίβαστου έχουν επιβεβαιωθεί πλήρως από τα δικαστήρια ή κατέστησαν αμετάκλητες λόγω της μη άσκησης ένδικων μέσων εντός των προθεσμιών που προβλέπει η νομοθεσία. Σε 53 από τις υποθέσεις αυτές, οι εμπλεκόμενοι λειτουργοί παραιτήθηκαν, σε 8 υποθέσεις οι αρμόδιες πειθαρχικές επιτροπές αποφάσισαν τον μέτρο της αποπομπής, ενώ σε 16 περαιτέρω υποθέσεις επιβλήθηκαν άλλου είδους κυρώσεις.

[61]             Κοινή ομάδα εργασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της ANI έχει ήδη υποβάλει προτάσεις, οι οποίες, ωστόσο, δεν έχουν αξιοποιηθεί επί του παρόντος.

[62]             Ειδικότερα, συνεργάστηκε με την DNA σε μια σειρά σημαντικών και περίπλοκων ερευνών που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, διαφθορά στο πλαίσιο της χορήγησης αδειών οδήγησης (2008) και στους κόλπους της μεθοριακής αστυνομίας (2010-11). Συνολικά, από το 2007, η ΓΔΚΔ έχει υποβάλει πάνω από 1000 υποθέσεις στην DNA, με επακόλουθο να έχει απαγγελθεί έως σήμερα κατηγορία σε 222 περιπτώσεις για διαφθορά υψηλού επιπέδου. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η ΓΔΚΔ υπέβαλε πάνω από 6300 ακόμη υποθέσεις διαφθοράς στις εισαγγελικές αρχές, με επακόλουθο να έχει απαγγελθεί έως σήμερα κατηγορία σε 836 περιπτώσεις.

[63]             Ολοκληρωμένη δράση για την πάταξη της διαφθοράς δεν έχει αναληφθεί ακόμη σε τομείς όπως η φορολογία και τα τελωνεία, αλλά ούτε και σε σχέση με τις οικοδομικές άδειες που χορηγούνται από την τοπική αυτοδιοίκηση.

[64]             Στόχος είναι η βελτίωση των μηχανισμών ανίχνευσης παρατυπιών στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων του τομέα της υγείας, ενώ έχει προταθεί ένα επιπλέον σημαντικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της ενημέρωσης σχετικά με τα δικαιώματα των ασθενών και την αντιμετώπιση της διαφθοράς στο σκέλος της προσφοράς στο πλαίσιο του συστήματος υγείας. Το Υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και Τουρισμού έχει επίσης δρομολογήσει ένα σχέδιο κατά της διαφθοράς με σκοπό, αφενός, την ανάλυση των παραγόντων που ευνοούν τη διαφθορά εντός των υπηρεσιών του υπουργείου και των υπηρεσιών που υπάγονται σε αυτό και, αφετέρου, την κατάστρωση λεπτομερούς στρατηγικής.

[65]             Κατά τον τρέχοντα μήνα, η κυβέρνηση ενέκρινε τη δημιουργία μονάδας ακεραιότητας στο πλαίσιο της Εθνικής Υπηρεσίας Φορολογικής Διοίκησης. Η δομή, οι εξουσίες και οι πόροι της εν λόγω μονάδας δεν έχουν προσδιορισθεί ακόμη.

[66]             Στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, η αρμόδια ελεγκτική αρχή ANRMAP παρέπεμψε μόνον πέντε εικαζόμενες περιπτώσεις στην DNA από το 2007. Το 2011, η ANRMAP παρέπεμψε μόνον τρεις εικαζόμενες περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων.

[67]             Βλ. τεχνική έκθεση, σσ. 34 – 35.

[68]             Η ίδρυση υπηρεσίας ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της απόφασης του Συμβουλίου 2007/845/ΔΕΥ.

[69]             Δεν υπάρχει ακόμη κοινή αντίληψη μεταξύ των επαγγελματιών του κλάδου όσον αφορά τη δήμευση εις χείρας τρίτου και την έλλειψη νομολογίας. Η διάταξη του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία ισχύει τεκμήριο για τη νόμιμη προέλευση ενός περιουσιακού στοιχείου συντελεί στην υιοθέτηση επιφυλακτικής προσέγγισης και στην ανομοιογένεια της πρακτικής που ακολουθείται στον συγκεκριμένο τομέα.

[70]             Η σχετική νομολογία συνίσταται σε μία υπόθεση, ενώ ο γενικός εισαγγελέας εξέδωσε σχετική νομική γνωμοδότηση.

[71]             Μεταξύ του 2007 και του 2011, εκδόθηκαν 42 καταδικαστικές αποφάσεις για αδικήματα που εμπίπτουν στην έννοια της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

[72]             Τεχνική έκθεση, σ. 40.

[73]             Βλ. υποσημείωση 56.

Top