EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004PC0509

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας κατά της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας

/* COM/2004/0509 τελικό - ACC 2004/0172 */

52004PC0509

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας κατά της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας /* COM/2004/0509 τελικό - ACC 2004/0172 */


Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας κατά της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΣΚΟΠΟΣ

Τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, τα οποία συνδέονται στενά με εκείνα των κρατών μελών, εκτίθενται σε διάφορες μορφές απάτης και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, οι οποίες παραβλάπτουν τα δημοσιονομικά έσοδα και δαπάνες της Κοινότητας [1]. Η καταπολέμηση της απάτης αποτελεί κοινό μέλημα και κοινή πρόκληση τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για την Επιτροπή. Περισσότερο παρά ποτέ αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην πολιτική ημερήσια διάταξη της Επιτροπής.

[1] Η απάτη και οι παρατυπίες που παραβλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας αναφέρονται εφεξής στην εισηγητική έκθεση ως «απάτη ΕΕ».

Η απάτη στην Κοινότητα συχνά βασίζεται σε οργανωμένες και διεθνικές δομές, οι οποίες χρησιμοποιούν επιτήδεια το χρηματοοικονομικό σύστημα για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και για την απόκρυψη των προϊόντων απάτης. Το οργανωμένο έγκλημα, επωφελούμενο από τις ελευθερίες της αγοράς που παρέχονται από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, συχνά διαχέει τις δραστηριότητές του σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα στους τομείς της διεθνικής απάτης ΦΠΑ, της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων εντός της Κοινότητας και της απάτης στο πλαίσιο των Διαρθρωτικών Ταμείων.

Οσάκις οι αρχές των κρατών μελών έχουν να αντιμετωπίσουν περίπλοκα συστήματα απάτης που συνδέονται με δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, έχει ουσιώδη σημασία η ταχεία και πολύπλευρη διοικητική συνεργασία σε κάθε αναγκαία έρευνα. Πρέπει να ανταλλάσσονται πληροφορίες μεταξύ των διαφόρων αρχών των κρατών μελών, καθώς και να δημιουργούνται επαφές μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων σε υποθέσεις απάτης και νομιμοποίησης παράνομων εσόδων στην ΕΕ, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ταχεία και συντονισμένη δράση.

Η αποτελεσματικότητα της πολυμερούς επιχειρησιακής συνεργασίας εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον συντονισμό και την υποστήριξη. Η συνεργασία σε υποθέσεις απάτης στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς, η οποία τώρα πλέον περιλαμβάνει 25 κράτη μέλη, θα είναι ολοένα και δυσκολότερη χωρίς υποστήριξη και συντονισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Έτσι, προκύπτει σαφής προστιθέμενη αξία από την ανάθεση στην Επιτροπή ρόλου υποστήριξης και συντονισμού, καθώς αυτή βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση για να έχει γενική εποπτεία των δραστηριοτήτων απάτης, αλλά και για να αντιμετωπίζει τα συμφέροντα όλων των κρατών μελών με την ίδια φροντίδα και προσοχή. Τούτο, με τη σειρά του, θα επιτρέψει την πιο εύστοχη και εκσυγχρονισμένη δράση των κρατών μελών.

Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο της διοικητικής συνεργασίας είναι, ωστόσο, ελλιπές ως προς την εξασφάλιση ενεργού ρόλου στην Επιτροπή όσον αφορά την υποστήριξη και τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των κρατών μελών, πράγμα που ισχύει ιδιαίτερα στον τομέα της απάτης ΦΠΑ και στις πληροφορίες για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων εντός της ΕΕ.

2. ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Το παρόν σχέδιο κανονισμού θα προσφέρει προστιθέμενη αξία στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, καθώς θα επιτρέψει στην Επιτροπή να διαδραματίζει αποτελεσματικότερα τον ρόλο της ως συντονιστή των δραστηριοτήτων των κρατών μελών κατά την καταπολέμηση της απάτης. Θα βελτιώσει την πολυμερή συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής, π.χ. μέσω συσκέψεων συντονισμού υπό την αιγίδα της Επιτροπής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αφενός, η προτεινόμενη πρωτοβουλία βασίζεται στην ισχύουσα νομοθεσία. Αφετέρου, αποσκοπεί στη συμπλήρωση των ήδη υφιστάμενων διατάξεων περί συνεργασίας σε κοινοτικό επίπεδο, αλλά και στην εκ μέρους της ΕΕ χρήση των χαρακτηριστικών τους και στην ανάπτυξή τους σε νέους τομείς συνεργασίας, επιτυγχάνοντας έτσι ισόρροπη και αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Προς τούτο, χρησιμοποιεί τα πρότυπα που έχουν ενσωματωθεί σε αυτές τις διατάξεις, και ιδιαίτερα στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 515/97 [2] και (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 [3] του Συμβουλίου.

[2] ΕΕ L 82, 22.3.1997, σ. 1.

[3] ΕΕ L 264, 15.10.2003, σ. 1.

Εν όψει της ανάγκης να εστιάσει τις υποστηρικτικές της προσπάθειες σε περιπτώσεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κοινότητα, η Επιτροπή προτείνει να συνδυασθεί η εφαρμογή του κανονισμού με συγκεκριμένα όρια, οπότε και θα αφορά ακριβέστερα τις περίπλοκες περιπτώσεις σοβαρής απάτης, οι οποίες χρήζουν ποινικής αντιμετώπισης.

Το παρόν σχέδιο κανονισμού περιορίζεται στην αμοιβαία διοικητική συνδρομή. Δεν παρέχει πρόσθετες εξουσίες έρευνας στην Επιτροπή, συμπεριλαμβανόμενης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF). Ενισχύει τους μηχανισμούς συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, παρέχοντας έτσι τη βάση και τα μέσα για διεπιστημονική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των διαφόρων κρατών μελών, καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής.

Για να καταστεί η συνεργασία κατά της απάτης αποδοτική και αποτελεσματική, οι ενέργειες όλων των εταίρων πρέπει να αποτελούν ενιαίο σύνολο. Βάσει της έννοιας του άρθρου 280 παράγραφος 3 της Συνθήκης ΕΚ, η στενή και τακτική συνεργασία ισχύει σε διεπιστημονική βάση για όλες τις αρχές που έχουν επιφορτισθεί από τα κράτη μέλη με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

Στο πλαίσιο του συντονιστικού ρόλου που της ανατίθεται με το άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή, συμπεριλαμβανόμενης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), μπορεί να υποστηρίζει τα κράτη μέλη κατά την καταπολέμηση της απάτης. Τούτο μπορεί να επιτυγχάνεται ιδίως με την ανταλλαγή πληροφοριών και με τη χρήση των μέσων και των εγκαταστάσεων της Επιτροπής (δίκτυα, βάσεις δεδομένων, μέσα διοικητικής συνεργασίας κ.λπ.), καθώς και με την υποστήριξη συνακόλουθων συναφών ενεργειών. Το τελευταίο σκέλος θα ενισχυθεί, καθώς οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται ή διαβιβάζονται από την Επιτροπή είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες .

Ο προτεινόμενος κανονισμός θα επιτρέψει στην Επιτροπή να παρέχει στα κράτη μέλη βελτιωμένες και αξιόπιστες πληροφορίες, συμπεριλαμβανόμενων λεπτομερών αναφορών, και ιδίως σαφέστερη εικόνα των νέων τάσεων απάτης και των ευάλωτων τομέων, αφού θα έχει πραγματοποιήσει τις αναλύσεις της. Ακόμη, θα συμβάλλει στον συσχετισμό των διαθέσιμων πληροφοριών με τα πρόσωπα πίσω από την οργανωμένη απάτη.

Τέλος, η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας απαιτεί και ενέργειες ως επακόλουθο των διεξαγόμενων ερευνών.

3. ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ ΤΟΜΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΑΝ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Πέραν των τομέων των τελωνείων και της γεωργίας (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου), η κοινοτική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει ακόμη κανόνες για την αμοιβαία διοικητική συνεργασία με την Επιτροπή.

3.1. Η νομοθεσία περί νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας

Η βασική ιδέα του άρθρου 280 της Συνθήκης ΕΚ αναφέρεται στην «απάτη ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας», συμπεριλαμβανόμενης της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που παραβλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας.

Στην περίπτωση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, εν γένει, οι πληροφορίες για ύποπτες οικονομικές συναλλαγές απαιτούνται για να αρχίσει μια έρευνα και για να εντοπισθεί η αρχική παράνομη δραστηριότητα. Ταυτόχρονα, η αποκάλυψη ακριβώς της απάτης επιτρέπει, κατά τη φάση των προσπαθειών ανάκτησης των κεφαλαίων, τον εντοπισμό των ενεργειών και των κυκλωμάτων νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων, οπότε η ανταλλαγή πληροφοριών, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με επίκεντρο τις παράνομες δραστηριότητες κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας θα συνεισφέρει σημαντική προστιθέμενη αξία.

3.2. Η αμοιβαία διοικητική συνδρομή στον τομέα της απάτης ΦΠΑ και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου, περί διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της απάτης ΦΠΑ

Το ισχύον σύστημα ΦΠΑ, βασιζόμενο την Έκτη Οδηγία [4], είναι ευάλωτο στην απάτη [5]. Οι επιζήμιες επιπτώσεις της απάτης ΦΠΑ στους προϋπολογισμούς των κρατών μελών και της Κοινότητας έχουν εκτιμηθεί από ορισμένα κράτη μέλη στο 10% και πλέον των καθαρών εσόδων ΦΠΑ.

[4] Έκτη οδηγία 77/388/EΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, ΕΕ L 145, 13.6.1977, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/15/EΚ (ΕΕ L 52, 21.2.2004, σ. 61).

[5] Πρβλ. έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σχετικά με τη χρήση των ρυθμίσεων διοικητικής συνεργασίας στην καταπολέμηση της απάτης, COM(2004) 260 τελικό.

Επειδή δε τα καθαρά έσοδα ΦΠΑ συμβάλλουν στον υπολογισμό των ιδίων πόρων ΦΠΑ προς καταβολή στον κοινοτικό προϋπολογισμό, οι οποίοι προκύπτουν από το ύψος των εθνικών συναλλαγών που υπόκεινται στον ΦΠΑ μετά την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή 0,5%, η ευρείας κλίμακας απάτη ΦΠΑ είναι δυνατόν να επηρεάσει αρνητικά τα έσοδα ΦΠΑ των κρατών μελών, οπότε και τη συνεισφορά τους στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Καθώς δε η πτυχή αυτή επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, η Επιτροπή έχει έντονο συμφέρον και πραγματική υποχρέωση να αναλάβει πρωτοβουλίες για την υποστήριξη των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων των κρατών μελών για την καταπολέμηση της σοβαρής απάτης ΦΠΑ.

Η διοικητική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, όπως αυτή προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003, περί διοικητικής συνεργασίας στον τομέα του ΦΠΑ [6] - και την οποία συμπληρώνει ο προτεινόμενος κανονισμός - αποτελεί πράγματι κατάλληλο και επαρκή τρόπο ανταλλαγής πληροφοριών, έτσι ώστε να ελέγχεται η ορθή διεξαγωγή των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, αποτελεί δε και κατάλληλο μέσο για την αντιμετώπιση των συνηθέστερων παραβάσεων ΦΠΑ [7]. Υπάρχει όμως και επείγουσα ανάγκη για πρόσθετη συνδρομή και συντονισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για να αντιμετωπίζονται οι πλέον σύνθετες και σοβαρές περιπτώσεις απάτης ΦΠΑ που διακλαδώνονται σε πλείονα κράτη μέλη.

[6] ΕΕ L 264, 15.10.2003, σ. 1.

[7] Πρβλ. έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σχετικά με τη χρήση των ρυθμίσεων διοικητικής συνεργασίας στην καταπολέμηση της απάτης, COM(2004) 260 τελικό, παράγραφοι 1, 4.4, 5.2.

3.3. Μέσα αμοιβαίας συνδρομής κατά της απάτης στους τομείς κοινοτικών δαπανών πέραν της γεωργίας

Οι κοινοτικές δαπάνες μπορούν να περιλαμβάνουν πληρωμές, αντισυμβαλλόμενους και υποκαταστήματα σε διάφορα κράτη μέλη, οπότε σε περίπτωση παρατυπιών χρειάζεται να διεξαχθούν έρευνες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν κατάλληλες νομοθετικές πράξεις που να περιλαμβάνουν κανόνες για οριζόντια ή κάθετη διοικητική συνδρομή και να επιτρέπουν έτσι την αντιμετώπιση των συστημάτων απάτης. Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις απάτης στους τομείς των άμεσων κοινοτικών δαπανών.

4. ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ

Η παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία ασχολείται με μια πολύ συγκεκριμένη περίπτωση διοικητικής συνεργασίας με σκοπό την καταπολέμηση και την πρόληψη της απάτης ΕΕ και της συναφούς νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, ενώ αποτελεί και μέρος ενός κανονιστικού πλαισίου που απαρτίζεται τόσο από διοικητικές όσο και από ποινικές νομοθετικές πράξεις που αποσκοπούν στην ενδυνάμωση της καταπολέμησης της απάτης, χωρίς όμως να παρεισφρέει στις πράξεις αυτές. Σκοπό έχει να συμπληρώσει τις ισχύουσες νομοθετικές πράξεις για την καταπολέμηση της απάτης, και ιδίως τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [8], και τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2185/96 [9].

[8] ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 1.

[9] Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες, ΕΕ L 292, 15.11.1996, σ. 2.

Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε πρώιμο στάδιο θα συμβάλλει ουσιωδώς στον εντοπισμό των παρατυπιών, ιδίως στον τομέα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων [10]. Ως εκ τούτου, οι κανόνες περί αμοιβαίας συνδρομής που τίθενται με τον προτεινόμενο κανονισμό συμπληρώνουν τις ποινικές νομοθετικές πράξεις που έχει εκδώσει το Συμβούλιο στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα.

[10] Πρβλ. την Επεξηγηματική Έκθεση (ΕΕ C 91, 31.3.1999, σ. 8), και ιδίως το τμήμα που αναφέρεται στο άρθρο 7 του Δευτέρου Πρωτοκόλλου. Πρβλ. επίσης υποσημείωση (6).

5. ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ

Τίτλος I - Γενικές διατάξεις: Άρθρα 1 - 4

Το άρθρο 1 προσδιορίζει τον σκοπό και το περιεχόμενο του κανονισμού, παρέχοντας τους κανόνες περί αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής μεταξύ των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας σε εκείνους τους τομείς κοινοτικής συνεργασίας όπου μέχρι τώρα δεν υπήρχαν τέτοιες διατάξεις.

Το άρθρο 2 περιγράφει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και αποσαφηνίζει τη σχέση του με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία, υπογραμμίζοντας τον συμπληρωματικό χαρακτήρα του. Η αρχή της επικουρικότητας τηρείται, με περιορισμό της εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού στις περιπτώσεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε κοινοτικό επίπεδο.

Το άρθρο 3 παρέχει συγκεκριμένους ορισμούς με σημασία για την εφαρμογή του κανονισμού. Ανταποκρινόμενες στον «οριζόντιο» χαρακτήρα του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού, οι έννοιες του αναφέρονται στους διάφορους τομείς του κοινοτικού προϋπολογισμού.

Η έννοια της «παρατυπίας» που χρησιμοποιείται στον κανονισμό καλύπτει τη συμπεριφορά που είναι επιζήμια για τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, συμπεριλαμβανόμενης της παράνομης συμπεριφοράς κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [11], χωρίς να περιορίζεται στην έννοια αυτή, έτσι ώστε να καλύπτει και τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων καθώς και την απάτη ΦΠΑ.

[11] ΕΕ L 312, 23.12.1995, σ 1.

Η περιορισμός στις περιπτώσεις με «ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε κοινοτικό επίπεδο» επιτρέπει στην Κοινότητα να εστιάζει την προσοχή της στις περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη μπορούν να συνεισφέρουν σημαντική προστιθέμενη αξία. Ακόμη, συμβάλλει και στην αποφυγή της υπερβολικής επιβάρυνσης των υπηρεσιών της Επιτροπής με πληροφορίες και αιτήματα που αναφέρονται σε περιπτώσεις ήσσονος σημασίας. Οι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις χρειάζεται να εξετάζονται σε συσχετισμό με πολλά κράτη μέλη. Για τις περιπτώσεις απάτης ΦΠΑ, το κατώτερο όριο θα είναι τα 500.000 ευρώ εικαζόμενης φορολογικής ζημίας στα κράτη μέλη. Στους άλλους τομείς που καλύπτονται από τον κανονισμό, το όριο της εικαζόμενης ζημίας καθορίζεται στα 100.000 ευρώ. Τα όρια αυτά θα μπορούσαν να αυξηθούν μέσω εκτελεστικών διατάξεων.

Το άρθρο 4, παράγραφος 1 προσδιορίζει τις «αρμόδιες αρχές». Σε αυτές εντάσσονται οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που ακολουθούν μια περιεκτική και διεπιστημονική προσέγγιση, καθώς και η Επιτροπή, η οποία λαμβάνει μέρος ή συντονίζει την αμοιβαία διοικητική συνδρομή και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών.

Το άρθρο 4, παράγραφος 2 αναφέρεται στο εθνικό καθεστώς των αρμόδιων αρχών, προβλέποντας ότι η συνεργασία τους δεν θα εμποδίζεται για λόγους αναγόμενους σε διαφορές των καθεστώτων τους δυνάμει της οικείας εθνικής νομοθεσίας.

Τίτλος II - Καθήκοντα συνεργασίας: Άρθρα 5 - 14

Ο τίτλος ΙΙ περιλαμβάνει διατάξεις για τη διοικητική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανόμενης της Επιτροπής.

Κεφάλαιο I - Αμοιβαία συνδρομή και ανταλλαγή πληροφοριών

Τμήμα 1 - Συνδρομή κατόπιν αιτήματος

Το άρθρο 5 θεσπίζει τη δυνατότητα να ζητείται συνδρομή και την υποχρέωση ανταπόκρισης σε ένα τέτοιο αίτημα. Το άρθρο αυτό αποσκοπεί στη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, καθορίζει δε τον τρόπο συγκέντρωσης και ανταλλαγής των πληροφοριών.

Το άρθρο 6 ακολουθεί το παράδειγμα του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, προβλέποντας τη διενέργεια ειδικής παρακολούθησης.

Το άρθρο 7 θέτει κανόνες για τη διεξαγωγή των διοικητικών ερευνών κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών, καθώς και για τη συμμετοχή υπαλλήλων της αιτούσας αρχής σε έρευνα.

Το άρθρο 8 επιτρέπει τη δραστηριοποίηση υπαλλήλου αρμόδιας αρχής σε άλλο κράτος μέλος, όσον αφορά την πρόσβαση σε έγγραφα στις εγκαταστάσεις της αρχής προς την οποία υποβάλλεται το σχετικό αίτημα - ακολουθώντας παρόμοιες διατάξεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 515/97 και (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου.

Το άρθρο 11, παράγραφος 1 προβλέπει την πρόσβαση της Επιτροπής στα αρχεία συναλλαγών που τηρούν τα κράτη μέλη, μέσω του συστήματος VIES (VAT Information Exchange System) [12]. Προσθέτει ένα σημαντικό στοιχείο πληροφόρησης στις συντονιστικές δυνατότητες της Επιτροπής.

[12] VIES = VAT Information Exchange System (σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών ΦΠΑ), το οποίο δημιουργήθηκε με τον κανονισμό 218/92 του Συμβουλίου και επεκτάθηκε με τον κανονισμό 1798/2003 του Συμβουλίου.

Τμήμα 2 - Αυτόβουλη συνδρομή

Το άρθρο 12 προβλέπει την παροχή πληροφοριών στην Επιτροπή σχετικά με τις πράξεις που αποτελούν ή φαίνεται να αποτελούν παρατυπία, δηλαδή για τις περιπτώσεις εκείνες όπου υπάρχουν βάσιμες υποψίες παρατυπίας. Οι πληροφορίες συγκεντρώνονται και αναλύονται από την Επιτροπή, με σκοπό την παροχή στα κράτη μέλη ενισχυμένης υποστήριξης και συντονισμού.

Το άρθρο 13 περιλαμβάνει κανόνες για τη διεξαγωγή συγκεκριμένης παρακολούθησης χωρίς να προηγείται αίτημα, για τους σκοπούς του προτεινόμενου κανονισμού και για την κοινοποίηση των αντίστοιχων πληροφοριών.

Το άρθρο 14 θέτει κανόνες για την κοινοποίηση των γενικών πληροφοριών από τα κράτη μέλη, έτσι ώστε να θεσπισθεί κοινοτική νομοθεσία θωρακισμένη έναντι της απάτης και να καταστεί εφικτή μια γενική κοινοτική πολιτική κατά της απάτης.

Κεφάλαιο II - Χρήση των πληροφοριών

Το άρθρο 15 περιέχει έναν κανόνα παρόμοιο με εκείνον του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, σχετικά με τη χρήση ως αποδεικτικών στοιχείων, σε διοικητική ή δικαστική διαδικασία, εγγράφων και υλικού που προκύπτουν βάσει του προτεινόμενου κανονισμού, με σκοπό την ενδυνάμωση των συνακόλουθων μέτρων μετά τις ερευνητικές δραστηριότητες των κρατών μελών.

Το άρθρο 16 διευκολύνει την ανταλλαγή των πληροφοριών που συγκεντρώνονται από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διεπιστημονικής συνεργασίας.

Το άρθρο 17 φροντίζει ώστε, από τη στιγμή που παρατυπίες έχουν αποτελέσει το αντικείμενο αμοιβαίας συνδρομής δυνάμει του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη να τηρούν την Επιτροπή ενήμερη για τα συνακόλουθα μέτρα.

Το άρθρο 18 προβλέπει ότι οι πληροφορίες είναι δυνατόν να ανταλλάσσονται και να χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς του προτεινόμενου κανονισμού, με γνώμονα τις ανάγκες πληροφόρησης. Η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να οργανώνεται σύμφωνα με τους κανόνες εμπιστευτικότητας, υπόκειται δε στις διατάξεις περί επαγγελματικού απορρήτου.

Το άρθρο 19 περιλαμβάνει την υποχρέωση - υπό ορισμένες προϋποθέσεις - να ανταλλάσσονται οι πληροφορίες που αποκτώνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού από τρίτη χώρα, με σκοπό την παροχή αποτελεσματικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

Το άρθρο 20 προβλέπει ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τα δικά της μέσα ανάλυσης κινδύνων, για να παρέχει στις αρχές των κρατών μελών εκθέσεις και πληροφορίες για τους κινδύνους, με σκοπό την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους στην καταπολέμηση της απάτης.

Το άρθρο 21 προβλέπει τα εκτελεστικά μέτρα του προτεινόμενου κανονισμού, τα οποία θεσπίζονται από την Επιτροπή βάσει της διαδικασίας κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στην απόφαση 1999/468/EΚ [13], περί επιτροπολογίας.

[13] ΕΕ L 187, 17.7.1999, σ. 23.

Το άρθρο 22 προσδιορίζει ότι η Επιτροπή επικουρείται από μια κανονιστική επιτροπή για τους σκοπούς της θέσπισης των εκτελεστικών μέτρων. Η επιτροπή αυτή ασκεί τα καθήκοντά της μαζί με την επιτροπή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων άλλων επιτροπών, και ιδίως της επιτροπής του κανονισμού αριθ. 1798/2003. Η ως άνω κανονιστική επιτροπή συντονίζεται με τις άλλες επιτροπές.

2004/0172 (COD)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας κατά της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 280, παράγραφος 4,

την πρόταση της Επιτροπής [14],

[14] ΕΕ C [...], [...], σ. [...].

τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου [15],

[15] ΕΕ C [...], [...], σ. [...].

Ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης [16],

[16] ΕΕ C [...], [...], σ. [...].

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη αποδίδουν μεγάλη σημασία στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και στην καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος αυτών των συμφερόντων.

(2) Το κοινοτικό πλαίσιο για την αμοιβαία συνδρομή δεν πρέπει να θίγουν τη στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής, έτσι ώστε να προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας σε όλους τους τομείς των κοινοτικών εσόδων και δαπανών.

(3) Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να διέπουν τη διεξαγωγή των ερευνών της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF), μέσω της άσκησης των ερευνητικών εξουσιών της και σύμφωνα με τις διασφαλίσεις που παρέχονται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης OLAF [17]. Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να περιορισθεί σε ορισμένες μορφές συνδρομής, ανταλλαγής πληροφοριών και συντονισμού, δραστηριότητες οι οποίες θα είναι δυνατόν να προηγούνται, να έπονται ή να συνοδεύουν τις ερευνητικές δραστηριότητες της OLAF.

[17] ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 1.

(4) Η θέσπιση νέων κοινοτικών μέτρων δεν θα πρέπει να επηρεάσει την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου και των κανόνων περί αμοιβαίας συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, ούτε την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη.

(5) Η καταπολέμηση της διεθνούς απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας απαιτεί ενισχυμένο συντονισμό σε κοινοτικό επίπεδο, καθώς και διεπιστημονική συνεργασία με τις αρχές των κρατών μελών στον τομέα της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, δραστηριότητες οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις συνδέονται με δομές της οργανωμένης εγκληματικότητας και παραβλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει και τη συνεργασία μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής.

(6) Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να επηρεάζουν την κοινοτική νομοθεσία που προβλέπει περισσότερο συγκεκριμένη ή εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής, όπως είναι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων [18], ή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2003, για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 218/92 [19].

[18] ΕΕ L 82, 22.3.1997, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122, 16.5.2003, σ. 36).

[19] ΕΕ L 264, 15.10.2003, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 885/2004 (ΕΕ L 168, 1.5.5004, σ. 1).

(7) Η ανταλλαγή πληροφοριών αποτελεί το βασικό στοιχείο για την καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Οι πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή για τον σχηματισμό μιας πλήρους εικόνας της απάτης και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και για τη γνωστοποίηση της εικόνας αυτής στα κράτη μέλη.

(8) Η απάτη και οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, ιδίως σε διεθνικές περιπτώσεις όπου συχνά εμπλέκονται οργανωμένα συστήματα διεθνούς απάτης σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, μπορούν να προληφθούν και να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικότερα εάν οι πληροφορίες επιχειρησιακού, στατιστικού ή/και γενικού χαρακτήρα μελετώνται και υποβάλλονται σε ανάλυση κινδύνων σε κοινοτικό επίπεδο, μέσω των δυνατοτήτων συλλογής πληροφοριών και ανάλυσης κινδύνων της Επιτροπής, εν γένει, και της OLAF ειδικότερα.

(9) Η καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας απαιτεί και τη λήψη συνεπών συνακόλουθων μέτρων Ως εκ τούτου, οι πληροφορίες που συλλέγονται ή διαβιβάζονται από την Επιτροπή θα πρέπει να είναι παραδεκτές ως αποδεικτικά στοιχεία σε διοικητικές ή ποινικές διαδικασίες.

(10) Για την επίτευξη αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και της Επιτροπής, η ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να οργανώνεται σύμφωνα με τους κανόνες της εχεμύθειας, οσάκις οι πληροφορίες υπόκεινται στις διατάξεις περί επαγγελματικού απορρήτου, ενώ κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δυνάμει των νέων διατάξεων θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την ενδεδειγμένη προστασία τους.

(11) Θα πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη οι κανόνες περί προστασίας δεδομένων που ισχύουν για τα κοινοτικά θεσμικά όργανα, όπως θεσπίζονται στο άρθρο 286 της Συνθήκης και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και οργανισμούς της Κοινότητας, και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [20], καθώς και οι κανόνες που ισχύουν για τα κράτη μέλη βάσει της οδηγίας 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [21].

[20] ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1.

[21] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284, 31.10.2003, σ. 1).

(12) Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [22].

[22] ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

(13) Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης, και συγκεκριμένα της καταπολέμησης της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, και δύνανται συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων της δράσης αυτής, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(14) Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αναγνωρισμένες αρχές, ιδίως εκείνες του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θέτει κανόνες για την αμοιβαία διοικητική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και των αρχών αυτών και της Επιτροπής, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται στα κράτη μέλη ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας έναντι απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε περιπτώσεις απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας που επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε κοινοτικό επίπεδο.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ανταλλάξουν πληροφορίες και να παράσχουν συνδρομή δυνάμει του παρόντος κανονισμού οσάκις θεωρούν ότι αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών και η συνδρομή σε κοινοτικό επίπεδο είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας που επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας.

2. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται στο μέτρο που η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει πλέον συγκεκριμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής, ή προβλέπει ευρύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες εκ μέρους της Επιτροπής.

Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97, ούτε τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003.

3. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

4. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή της εθνικής ποινικής νομοθεσίας, ούτε τους κανόνες περί αμοιβαίας συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις και την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη.

5. Η υποχρέωση παροχής της συνδρομής που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό δεν καλύπτει την παροχή πληροφοριών ή εγγράφων που περιέρχονται στην κατοχή των αρμόδιων αρχών μετά από σχετική άδεια ή αίτημα των δικαστικών αρχών.

Ωστόσο, σε περίπτωση αιτήματος συνδρομής αυτές οι πληροφορίες ή έγγραφα παρέχονται στον αιτούντα, εφόσον η οικεία δικαστική αρχή συγκατατεθεί προς τούτο.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1. Ως "παρατυπία" νοείται η απάτη και οποιασδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε κοινοτικό επίπεδο και επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, και ιδίως:

α) οποιαδήποτε παράβαση διάταξης της κοινοτικής νομοθεσίας συνεπεία πράξης ή παράλειψης οικονομικού παράγοντα, συμπεριλαμβανομένης της παραβίασης συμβατικών υποχρεώσεων που απορρέουν από διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, παράβαση η οποία έχει ή θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα ζημία για τον γενικό προϋπολογισμό της Κοινότητας, ή για προϋπολογισμούς υπό τη διαχείρισή της, και τούτο είτε με μείωση ή απώλεια εσόδων προερχόμενων από ιδίους πόρους οι οποίοι εισπράττονται άμεσα για λογαριασμό της Επιτροπής, είτε με αναιτιολόγητη δαπάνη.

β) οποιαδήποτε παράβαση νομοθεσίας περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), κατά την οδηγία 77/388/EΟΚ του Συμβουλίου [23], η οποία έχει ή θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, κατά τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 του Συμβουλίου [24].

[23] ΕΕ L 145, 13.6.1977, σ. 1.

[24] ΕΕ L 155, 7.6.1989, σ. 9.

γ) η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ) της οδηγίας 91/308/EΟΚ του Συμβουλίου [25], εφόσον αυτά προκύπτουν από παράβαση κατά τα στοιχεία α) ή β) του παρόντος σημείου.

[25] ΕΕ L 166, 28.6.1991, σ. 77.

2. Ως "παρατυπίες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε κοινοτικό επίπεδο" νοούνται οι παρατυπίες οι οποίες:

α) παρουσιάζουν ή είναι πιθανό να παρουσιάσουν διακλαδώσεις σε άλλα κράτη μέλη, ή οσάκις υπάρχουν απτές αποδείξεις για εμπλοκή σε πράξεις που πραγματοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη. και

β) εκτιμάται ότι προκαλούν στα αντίστοιχα κράτη μέλη συνολική δημοσιονομική ζημία υπερβαίνουσα τα 500.000 ευρώ στον τομέα του ΦΠΑ, ή ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας ανερχόμενη σε 100.000 ευρώ ή περισσότερα στις λοιπές περιπτώσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Εάν πρόκειται για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα κατώτατα όρια ισχύουν για το υποκείμενο αδίκημα.

3. Ως "νομοθεσία περί ΦΠΑ" νοούνται όλες οι κοινοτικές διατάξεις που διέπουν τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, καθώς και οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που εκδίδονται από τα κράτη μέλη με σκοπό τη συμμόρφωση με αυτές τις κοινοτικές διατάξεις.

4. Ως "αιτούσα αρχή" νοείται η αρμόδια αρχή που υποβάλλει αίτημα συνδρομής.

5. Ως "αρχή-αποδέκτης αιτήματος" νοείται η αρμόδια αρχή προς την οποία υποβάλλεται αίτημα συνδρομής.

6. Ως "διοικητική έρευνα" νοούνται όλοι οι έλεγχοι και λοιπές ενέργειες που αναλαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους με σκοπό την εξακρίβωση της διάπραξης παρατυπιών, εξαιρούμενων των ενεργειών που αναλαμβάνονται μετά από αίτημα ή με απευθείας ανάθεση από δικαστική αρχή.

7. Ως "οικονομικές πληροφορίες" νοούνται οι πληροφορίες για ύποπτες συναλλαγές οι οποίες λαμβάνονται από τις αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες επαφών δυνάμει της οδηγίας 91/308/EΟΚ, καθώς και οι λοιπές πληροφορίες που είναι κατάλληλες για τον εντοπισμό των χρηματοοικονομικών συναλλαγών που συνδέονται με τις παρατυπίες τις καλυπτόμενες από τον παρόντα κανονισμό.

8. Ως "αρμόδιες αρχές" νοούνται οι εθνικές ή κοινοτικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1.

Τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο σημείο 2), στοιχείο β) είναι δυνατόν να αυξηθούν σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 22, παράγραφος 2.

Άρθρο 4

Αρμόδιες αρχές

1. Η συνεργασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού περιλαμβάνει τις ακόλουθες αρμόδιες αρχές, οι οποίες ενεργούν στο πλαίσιο των οικείων εξουσιών:

α) τις αρχές των κρατών μελών οι οποίες:

(i) είναι άμεσα υπεύθυνες για τη διαχείριση των κεφαλαίων που προέρχονται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό και προσδιορίζονται ως τέτοια με σχετικές κοινοτικές ή εθνικές νομοθετικές διατάξεις. ή

(ii) είναι υπεύθυνες δυνάμει των εφαρμοστέων εθνικών διοικητικών διατάξεων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε παράνομης δραστηριότητας κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. ή

(iii) είναι οι αρμόδιες αρχές που απαριθμούνται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003, είναι οι αντίστοιχες κεντρικές υπηρεσίες διασύνδεσης και υπηρεσίες διασύνδεσης που ορίζονται δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, είναι άλλες αρχές φορολογικών ερευνών με αρμοδιότητα στην απάτη ΦΠΑ, είναι οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην οδηγία 92/12/EΟΚ του Συμβουλίου [26], στο μέτρο που οι συλλεγόμενες πληροφορίες είναι δυνατόν να στοιχειοθετούν απάτη ΦΠΑ. ή

[26] ΕΕ L 76, 23.3.1992, σ. 1.

(iv) συγκροτούνται από τα κράτη μέλη ως "μονάδες οικονομικών πληροφοριών", δυνάμει της απόφασης 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου [27], με σκοπό τη συγκέντρωση και ανάλυση των πληροφοριών που λαμβάνονται δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας 91/308/EΟΚ.

[27] ΕΕ L 271, 24.10.2000, σ. 4.

β) την Επιτροπή, συμπεριλαμβανόμενης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, ανεξάρτητα από τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται και το καθεστώς που τις διέπει σε εθνικό επίπεδο, καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

Κεφάλαιο 1

Αμοιβαία συνδρομή και ανταλλαγή πληροφοριών

ΤΜΗΜΑ 1 - ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 5

Συνδρομή κατόπιν αιτήματος

1. Οι αρμόδιες αρχές συνδράμουν η μία την άλλη κατ'αίτηση, με σκοπό την πρόληψη και τον εντοπισμό παρατυπιών. Κατόπιν αιτήματος της αιτούσας αρχής, η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος διαβιβάζει, ενόσω τούτο απαιτείται για την ικανοποίηση των σκοπών του αιτήματος και σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού, στην αιτούσα αρχή όλες τις πληροφορίες που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την πρόληψη και τον εντοπισμό των παρατυπιών. Τούτο περιλαμβάνει τις πληροφορίες για τις πράξεις που συνιστούν την παρατυπία, καθώς και τις οικονομικές πληροφορίες τόσο για τις υποκείμενες πράξεις όσο και για τα εμπλεκόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

2. Για να εξασφαλίζονται οι αναζητούμενες πληροφορίες, η αρχή-αποδέκτης αιτήματος ή η διοικητική αρχή προς την οποία αυτή προσφεύγει ενεργούν για ίδιον λογαριασμό ή κατ'αίτηση άλλης αρχής του ίδιου κράτους μέλους.

3. Η αρχή-αποδέκτης αιτήματος παρέχει κάθε πληροφορία που έχει στη διάθεσή της, ή που αυτή συλλέγει, σχετικά με πράξεις ή συναλλαγές, εντοπισθείσες ή σκοπούμενες, που συνιστούν ή φαίνεται να συνιστούν κατά την κρίση της αιτούσας αρχής παρατυπίες ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αφορούν ευρήματα ειδικής παρακολούθησης πραγματοποιηθείσας κατά το άρθρο 6.

Παρέχει στην αιτούσα αρχή κάθε βεβαίωση, έγγραφο ή επικυρωμένο αντίγραφο εγγράφου που έχει στη διάθεσή της ή έχει εξασφαλίσει. Ωστόσο, τα πρωτότυπα έγγραφα και στοιχεία παρέχονται μόνο οσάκις τούτο δεν αντιβαίνει στην κείμενη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος.

4. Τα αιτήματα συνδρομής και ανταλλαγής πληροφοριών συνοδεύονται από σύντομη δήλωση των πραγματικών περιστατικών που γνωρίζει η αιτούσα αρχή.

5. Οσάκις η αιτούσα αρχή απευθύνει το αίτημά της σε αρχή η οποία δεν είναι αρμόδια για τη ζητούμενη συνδρομή, αυτή προωθεί αμέσως το αίτημα στην αρμόδια αρχή.

Άρθρο 6

Ειδική παρακολούθηση

Κατόπιν αιτήματος της αιτούσας αρχής, η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος προβαίνει, κατά το δυνατόν, σε ειδική παρακολούθηση ή μεριμνά για ειδική παρακολούθηση, εντός του τομέα επιχειρησιακής ευθύνης της:

α) προσώπων, και ιδιαίτερα των κινήσεών τους, οσάκις υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι αυτά διαπράττουν παρατυπίες.

β) τόπων όπου αποθηκεύονται αγαθά κατά τρόπο που προκαλεί υποψίες ότι αυτά προορίζονται για πράξεις που συνιστούν παρατυπίες.

γ) κινήσεων αγαθών τα οποία υποδεικνύονται ως αντικείμενο δυνητικών παρατυπιών.

δ) μεταφορικών μέσων και χρηματοοικονομικών συναλλαγών, οσάκις υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι αυτά χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη παρατυπιών.

Άρθρο 7

Διοικητικές έρευνες κατόπιν αιτήματος

1. Κατόπιν αιτήματος αιτούσας αρχής, η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος διεξάγει διοικητικές έρευνες σχετικά με πράξεις που συνιστούν ή φαίνεται, κατά την κρίση της αιτούσας αρχής, να συνιστούν παρατυπία, ή μεριμνά για τη διεξαγωγή τέτοιων ερευνών.

Η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος, ή η διοικητική αρχή προς την οποία αυτή προσφεύγει, διεξάγει τις διοικητικές έρευνες ως για ίδιον λογαριασμό ή κατόπιν αιτήματος άλλης αρχής του ιδίου κράτους μέλους. Κοινοποιεί δε τα αποτελέσματα της έρευνας στην αιτούσα αρχή.

2. Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ αιτούσας αρχής και αρχής-αποδέκτη του αιτήματος, οι υπηρεσιακοί παράγοντες που ορίζονται από την αιτούσα αρχή είναι δυνατόν να παρίστανται στις διοικητικές έρευνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση η έρευνα διεξάγεται από το προσωπικό της αρχής-αποδέκτη του αιτήματος.

Το προσωπικό της αιτούσας αρχής δεν είναι δυνατόν να αναλαμβάνει, με δική του πρωτοβουλία, εξουσίες έρευνας που έχουν ανατεθεί σε υπαλλήλους της αρχής-αποδέκτη του αιτήματος. Ωστόσο, έχουν πρόσβαση στους ίδιους χώρους και στα ίδια έγγραφα όπως και οι δεύτεροι, με τη μεσολάβηση υπαλλήλων των κρατών μελών αποδεκτών του αιτήματος και μόνο για τους σκοπούς της διεξαγόμενης διοικητικής έρευνας.

3. Στο βαθμό που οι διατάξεις της εθνικής ποινικής δικονομίας αναθέτουν ορισμένες ενέργειες σε υπαλλήλους που ορίζονται ειδικά προς τούτο από την εθνική νομοθεσία, το προσωπικό της αιτούσας αρχής δεν μετέχει στις ενέργειες αυτές. Σε καμία περίπτωση δεν μετέχουν στις κατ'οίκον έρευνες ή στην επίσημη ανάκριση προσώπων δυνάμει του ποινικού δικαίου.

Άρθρο 8

Δραστηριότητες υπαλλήλων σε άλλο κράτος μέλος ή σε αποστολή σε άλλο κράτος μέλος

Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ αιτούσας αρχής και αρχής-αποδέκτη του αιτήματος, και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που προβλέπει η δεύτερη, είναι δυνατόν να επιτραπεί σε υπαλλήλους δεόντως εξουσιοδοτημένους από την αιτούσα αρχή να λάβουν από τους χώρους όπου ασκούν τα καθήκοντά τους οι διοικητικές υπηρεσίες του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος, πληροφορίες σχετικά με παρατυπίες.

Οι σχετικές πληροφορίες τις οποίες χρειάζεται η αιτούσα αρχή και οι οποίες προέρχονται από έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι υπάλληλοι των υπηρεσιών αυτών.

Στους υπαλλήλους της αιτούσας αρχής επιτρέπεται να λάβουν αντίγραφα των εγγράφων αυτών.

Άρθρο 9

Γραπτή εξουσιοδότηση υπηρεσιακών παραγόντων

Οι υπάλληλοι της αιτούσας αρχής που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος ή εκτελούν αποστολή σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8, πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να επιδείξουν γραπτή εξουσιοδότηση, στην οποία να αναφέρεται η ταυτότητά τους και τα επίσημα καθήκοντά τους.

Άρθρο 10

Προθεσμία για την παροχή συνδρομής και πληροφοριών

1. Η αρχή-αποδέκτης αιτήματος παρέχει τη συνδρομή και τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 7 το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή του αιτήματος. Ωστόσο, οσάκις η αρχή-αποδέκτης αιτήματος κατέχει ήδη τις ζητούμενες πληροφορίες, η προθεσμία συντέμνεται σε τέσσερις εβδομάδες.

2. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, είναι δυνατόν να συμφωνηθούν μεταξύ αιτούσας αρχής και αρχής-αποδέκτη αιτήματος προθεσμίες διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

3. Οσάκις η αρχή-αποδέκτης αιτήματος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο αίτημα εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή σχετικά με τους λόγους της αδυναμίας της και δηλώνει πότε θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο σχετικό αίτημα.

Άρθρο 11

Δεδομένα σχετικά με το φόρο προστιθέμενης αξίας

1. Με σκοπό την παροχή επιχειρησιακής και τεχνικής συνδρομής, και οσάκις είναι αναγκαίο να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους στον εντοπισμό και στη διερεύνηση παρατυπιών κατά την έννοια του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, σημείο 1), στοιχείο β), του παρόντος κανονισμού, χορηγείται στην Επιτροπή πρόσβαση στα αρχεία κράτους μέλους που είναι αποθηκευμένα σε εθνικές βάσεις δεδομένων κατά το άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003.

Οι λεπτομερείς κανόνες που διέπουν την πρόσβαση αυτή, συμπεριλαμβανόμενων των κανόνων περί εμπιστευτικότητας και προστασίας δεδομένων, καθώς και για τη χρήση των πληροφοριών που λαμβάνονται από τα αρχεία των κρατών μελών, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22, παράγραφος 2.

2. Στο μέτρο που από τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται δυνάμει της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ είναι δυνατόν να προκύπτουν αποδεικτικά στοιχεία για παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, σημείο 1, στοιχείο β), οι αρχές των κρατών μελών κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή.

ΤΜΗΜΑ II - ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Άρθρο 12

Παροχή πληροφοριών για πράξεις ή συναλλαγές

1. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Επιτροπή, και χωρίς να προηγείται σχετικό αίτημα, κάθε πληροφορία που παρουσιάζει ενδιαφέρον για πράξεις ή συναλλαγές που συνιστούν, ή φαίνεται να συνιστούν, παρατυπία.

2. Με τη βοήθεια των κατάλληλων τεχνολογικών μέσων, η Επιτροπή αναλύει τις παρεχόμενες πληροφορίες και παρέχει στα κράτη μέλη τα αντίστοιχα αποτελέσματα, με σκοπό να τα βοηθήσει, τεχνικά και επιχειρησιακά, στον εντοπισμό και στη διερεύνηση παρατυπιών. Οσάκις η Επιτροπή θεωρεί ότι έχουν διαπραχθεί παρατυπίες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, ενημερώνει σχετικά τα αντίστοιχα κράτη μέλη.

3. Η υποχρέωση ανταλλαγής οικονομικών πληροφοριών αυτεπαγγέλτως μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής ισχύει ανεξάρτητα από το αν η αντίστοιχη συναλλαγή εντάσσεται σε μία μόνο πράξη ή σε περισσότερες πράξεις που φαίνονται συναφείς.

4. Οι κανόνες περί εχεμύθειας και προστασίας δεδομένων θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22, παράγραφος 2.

Άρθρο 13

Ειδική παρακολούθηση χωρίς να προηγείται αίτημα

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, οσάκις το κρίνουν χρήσιμο για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας έναντι παρατυπιών:

α) διεξάγουν ή μεριμνούν για ειδική παρακολούθηση που αναφέρεται στο άρθρο 6.

β) κοινοποιούν στην Επιτροπή και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών μελών κάθε πληροφορία που κατέχουν, και ιδίως αναφορές και λοιπά έγγραφα, ή επικυρωμένα αντίγραφα ή αποσπάσματά τους, σχετικά με πράξεις που συνιστούν, ή οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι συνιστούν πράξεις επιζήμιες για τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας.

Άρθρο 14

Παροχή γενικών πληροφοριών

1. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κοινοποιούν στην Επιτροπή γενικές πληροφορίες, σχετικά με νέους τρόπους, μέσα, μεθόδους και πρακτικές διάπραξης παρατυπιών, καθώς και σχετικά με την πρόληψη και τον εντοπισμό παρατυπιών, οι οποίες είναι δυνατόν να συμβάλουν στη θωράκιση της οικείας νομοθεσίας έναντι της απάτης, ευθύς ως αποκτήσουν τέτοιες πληροφορίες.

2. Η Επιτροπή κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους πληροφορίες που θα μπορούσαν να τους επιτρέψουν την πρόληψη των παρατυπιών και την εφαρμογή της οικείας νομοθεσίας, ευθύς ως αποκτήσει τέτοιες πληροφορίες.

Κεφάλαιο 2

Χρήση των πληροφοριών

Άρθρο 15

Χρήση των αποδεικτικών στοιχείων

Τα ευρήματα, πιστοποιητικά, πληροφορίες, έγγραφα, επικυρωμένα αντίγραφα και κάθε στοιχείο που κοινοποιείται σε αρμόδια αρχή κατά τη διάρκεια συνδρομής παρεχόμενης κατά τα άρθρα 5, 6, 7 και 12 συνιστούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, ισοδύναμα με εκείνα που θα είχαν συλλεχθεί στο κράτος μέλος όπου διεξάγεται η εκάστοτε διαδικασία.

Άρθρο 16

Ανταλλαγή πληροφοριών

Οι πληροφορίες που συλλέγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, καθώς και δυνάμει άλλων κοινοτικών διατάξεων είναι δυνατόν να ανταλλάσσονται από την Επιτροπή με άλλες αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και για τους σκοπούς αυτού, στο μέτρο που η ανταλλαγή αυτή είναι συμβατή με τις κοινοτικές διατάξεις βάσει των οποίων συνελλέγησαν οι πληροφορίες αυτές.

Άρθρο 17

Αναπροσαρμογή στοιχείων

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε ενδιαφέρουσα αναπροσαρμογή των πληροφοριών που κοινοποιούνται και των διοικητικών ερευνών που διεξάγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ιδίως δε των θεσπιζόμενων διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών, ενόσω τούτο είναι συμβατό με την εθνική ποινική νομοθεσία.

Άρθρο 18

Κανόνες εχεμύθειας και προστασίας δεδομένων

1. Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται ή αποκτώνται, με οποιαδήποτε μορφή, δυνάμει του παρόντος κανονισμού καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και προστατεύονται με τον τρόπο που προστατεύονται παρόμοιες πληροφορίες από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που τις αποκτά, καθώς και από τις αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν για τα κοινοτικά θεσμικά και λοιπά όργανα.

Οι πληροφορίες αυτές δεν είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν σε πρόσωπα ή αρχές πέραν εκείνων, εντός των κοινοτικών θεσμικών και λοιπών οργάνων ή των κρατών μελών, οι οποίες, ως εκ των καθηκόντων τους, οφείλουν να τις γνωρίζουν, ούτε είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς πέραν της εξασφάλισης αποτελεσματικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

2. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, όταν επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα δυνάμει του παρόντος κανονισμού, μεριμνούν ώστε να τηρούνται οι κοινοτικές και εθνικές διατάξεις περί προστασίας δεδομένων, ιδίως εκείνες της οδηγίας 95/46/EΚ και - εφόσον συντρέχει περίπτωση - του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Πριν από την έκδοση των εκτελεστικών κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στο άρθρο 12, παράγραφος 4, και στο άρθρο 21, ζητείται η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 19

Σχέσεις με τρίτες χώρες

1. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από κράτος μέλος ή από την Επιτροπή και προέρχονται από τρίτη χώρα, στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους ή στην Επιτροπή εφόσον είναι πιθανό να τους επιτρέψουν την πρόληψη ή την καταπολέμηση παρατυπιών.

2. Υπό τον όρο ότι η εμπλεκόμενη τρίτη χώρα έχει αναλάβει νομική δέσμευση να παρέχει τη συνδρομή που απαιτείται για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων για τον παράτυπο χαρακτήρα των πράξεων που φαίνεται να συνιστούν παρατυπία, οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν σε αυτή την τρίτη χώρα στο πλαίσιο συντονισμένης ενέργειας, υπό την προϋπόθεση της συγκατάθεσης των αρμόδιων αρχών που παρέχουν τις πληροφορίες, σύμφωνα με τις εθνικές τους διατάξεις περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων, με τα άρθρα 25 και 26 της οδηγίας 95/46/EΚ και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 20

Ανάλυση κινδύνων από την Επιτροπή

Η Επιτροπή είναι δυνατόν να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε πληροφορία γενικού ή επιχειρησιακού χαρακτήρα που κοινοποιείται από κράτος μέλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού, με σκοπό την πραγματοποίηση στρατηγικών και τακτικών αναλύσεων κινδύνων και με τη βοήθεια των κατάλληλων τεχνολογικών μέσων, με αποτέλεσμα την εκπόνηση πληροφοριακών αναφορών και προειδοποιήσεων, έτσι ώστε να αποκτάται επίγνωση των εντοπιζόμενων απειλών και να αυξάνεται η αποτελεσματικότητα των κατάλληλων επιχειρησιακών απαντήσεων εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών και της Επιτροπής, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 21

Εκτελεστικοί κανόνες

Οι εκτελεστικοί κανόνες για την αμοιβαία συνδρομή και την ανταλλαγή πληροφοριών που προβλέπονται στο κεφάλαιο 1 του Τίτλου ΙΙ, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 22, παράγραφος 2.

Πέραν των όσων αναφέρονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 12, παράγραφος 4, οι κανόνες αυτοί είναι δυνατόν να καλύπτουν ιδίως:

α) παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, σημείο 1), στοιχείο β).

β) παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, σημείο 1), στοιχείο γ).

γ) παρατυπίες στον τομέα των Διαρθρωτικών Ταμείων.

Άρθρο 22

Επιτροπή

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή (εφεξής «η επιτροπή») που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 43 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97.

2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/EΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

3. Η κανονιστική επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 23

Έκθεση αξιολόγησης

Ανά τρία έτη μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή αναφέρεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 24

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, [...]

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

[...] [...]

LEGISLATIVE FINANCIAL STATEMENT

Policy area(s): Anti-fraud

Activities: Mutual administrative cooperation and exchange of information

Title of action: Proposal for a REGULATION OF THE EUROPEAN PARLIAMENT AND OF THE COUNCIL on mutual administrative assistance for the protection of the financial interests of the Community against fraud and any other illegal activities

1. BUDGET LINE(S) + HEADING(S)

24.0106 (fight against fraud)

2. OVERALL FIGURES:

2.1. Total allocation for action (Part B): EUR million for commitment: -

2.2. Period of application: From entering into force on.

2.3. Overall multi-annual estimate of expenditure

(a) Schedule of commitment appropriations/payment appropriations (financial intervention) (see point 6.1.1) - (not applicable see point 5.1.1)

EUR million (to three decimal places)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

(b) Technical and administrative assistance and support expenditure(see point 6.1.2)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

(c) Overall financial impact of human resources and other administrative expenditure

(see points 7.2 and 7.3)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

(The first two years include each an amount of EUR 100 000 for the development of information systems for internal use of the Commission, see point 7.3)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

2.4. Compatibility with financial programming and financial perspective

[X] Proposal is compatible with existing financial programming.

2.5. Financial impact on revenue:

[X] Proposal has no financial implications (involves technical aspects regarding implementation of a measure)

3. BUDGET CHARACTERISTICS

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

4. LEGAL BASIS

Article 280(4) of the EC Treaty.

5. DESCRIPTION AND GROUNDS

5.1. Need for Community intervention

5.1.1. Objectives pursued

The initiative for a regulation on the basis of article 280 of the EC Treaty concerns a framework dedicated to administrative mutual assistance necessary to strengthen the protection of the financial interests of the Community.

For the purpose of the protection of the financial interests of the Community the Member States and the Commission shall assist each other and exchange information in particular in the field of money laundering of the proceeds of EC fraud, of fraud on VAT and any other illegal activities detrimental to the Community's financial interests in particular those in the field of structural funds.

Background

Fraud and any other illegal activities affecting the financial interests of the Community warrant a more comprehensive framework for administrative cooperation between Member States authorities and with the Commission. This is reflected by the Commission's firm commitment to the fight against fraud in order to protect the Community's financial interests which is clearly demonstrated in its Communication, adopted on 28 June 2000, on an overall strategic approach for the protection of the Community's financial interests and the fight against fraud [28]. This approach underlines the importance of an overall anti-fraud legislative policy by following a horizontal and cross-pillar legislative approach. This legislative policy must be given concrete expression with the drawing up of specific rules, in particular for information exchanges, and close and regular cooperation between the Member States and between the latter and the Commission.

[28] Communication from the Commission, Protection of the Communities' financial interests, The fight against fraud - For an overall strategic approach, COM(2000) 358 final. See especially paragraph 1 and 1.2.2 of this communication. The Council (ECOFIN) adopted this communication on 17 July 2000 and the European Parliament, which approved the guidelines. The Parliament approved the guidelines presented in its Resolution of 13 December 2000.

On the basis of this legislative policy the Commission mentions in its working programme for 2003 the preparation of a proposal for a regulation of the European Parliament and of the Council establishing a cooperation mechanism between the competent authorities of the member States and the Commission in order to ensure the protection of the Community's financial interests against illegal activities including matters such as VAT fraud, money laundering and other financial transactions in relation to the proceeds of EC fraud as well as any other illegal activities detrimental to the Community's financial interests in particular concerning fraud concerning structural funds.

The Commission has reiterated in its Communication containing an Action Plan for 2001-2003 [29], the importance of reinforcing cooperation to prevent money laundering of proceeds from fraud and any other illegal activities detrimental to the Community's financial interests and VAT fraud in order to be able to realise an effective action against organised crime, particularly economic and financial crime (including fraud and money laundering). To combat this type of crime, the European Union should take co-ordinated action and have a strategy of cooperation and mutual information between all public partners in addition to existing programmes as Fiscalis in the sector of VAT.

[29] Adopted by the Commission on 23 May 2001, COM(2001) 254 final. See especially paragraph 2.2.1.

5.1.2. Measures taken in connection with ex ante evaluation NOT APPLICABLE

5.1.3. Measures taken following ex post evaluation NOT APPLICABLE

5.2. Action envisaged and budget intervention arrangements

NOT APPLICABLE: see point 5.1.1.

5.3. Methods of implementation

NOT APPLICABLE: see point 5.1.1.

6. FINANCIAL IMPACT

NOT APPLICABLE: see point 5.1.1.

6.1. Total financial impact on Part B - (over the entire programming period)

(The method of calculating the total amounts set out in the table below must be explained by the breakdown in Table 6.2.)

6.1.1. Financial intervention

Commitments (in EUR million to three decimal places)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

6.2. Calculation of costs by measure envisaged in Part B (over the entire programming period)

7. IMPACT ON STAFF AND ADMINISTRATIVE EXPENDITURE

7.1. Impact on human resources

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

7.2. Overall financial impact of human resources

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

The amounts are total expenditure for twelve months.

7.3. Other administrative expenditure deriving from the action

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

The amounts are total expenditure for twelve months.

1 Specify the type of committee and the group to which it belongs.

I. Annual total (7.2 + 7.3)

// EUR 1 851 340 (year 1 and 2)

EUR 1 751 340

(from year 3)

II. Duration of action // does not apply

III. Total cost of action (I x II) // does not apply

The needs for human and administrative resources shall be covered within the allocation granted to the managing DG in the framework of the annual allocation procedure.

8. FOLLOW-UP AND EVALUATION

8.1. Follow-up arrangements

The Committee shall adopt an implementing regulation following the comitology procedure in order to determine the relevant implementing modalities of mutual assistance and exchange of information in specific areas covered by the proposed regulation.

8.2. Arrangements and schedule for the planned evaluation

Every three years after the date of entry into force of the regulation, the Commission shall report to the European Parliament, the Court of Auditors and the Council on the application of the measures provided for in the regulation.

9. ANTI-FRAUD MEASURES

NOT APPLICABLE.

Top