EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003PC0688

Πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών

/* COM/2003/0688 τελικό - CNS 2003/0270 */

52003PC0688

Πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών /* COM/2003/0688 τελικό - CNS 2003/0270 */


Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Η παρούσα πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου εφαρμόζει την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ένα ευρωπαϊκό ένταλμα που αποβλέπει στη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Αυτό το ευρωπαϊκό ένταλμα αναφέρεται στο εξής ως "ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων". Θα επιτρέψει την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη δικαστική συνεργασία στον ποινικό τομέα και θα αντικαταστήσει το ισχύον σύστημα αμοιβαίας συνδρομής στο συγκεκριμένο τομέα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε. Εισάγονται επίσης ελάχιστες εγγυήσεις για αυτό το είδος συνεργασίας.

2. Η πρόταση αφορά κυρίως τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που συγκεντρώνοντα κατ' εφαρμογή μέτρων δικονομικού δικαίου, όπως οι διαταγές προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων και οι διαταγές έρευνας και κατάσχεσης. Αφορά επίσης τις αιτήσεις αποσπασμάτων ποινικού μητρώου, αλλά δεν αφορά τη λήψη καταθέσεων (ανεξαρτήτως του τρόπου) από υπόπτους, κατηγορουμένους, μάρτυρες ή παθόντες. Δεν αφορά επίσης τα μέτρα προανάκρισης που συνεπάγονται τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε πραγματικό χρόνο, όπως η παρακολούθηση των επικοινωνιών και ο έλεγχος τραπεζικών λογαριασμών. Παρά το γεγονός ότι η παρούσα πρόταση δεν καλύπτει τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων αυτού του είδους, η Επιτροπή θεωρεί ότι αποτελεί ένα πρώτο στάδιο προς την αντικατάσταση του ισχύοντος συστήματος αμοιβαίας συνδρομής με την Ευρωπαϊκή Ένωση από ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νομοθετικό σύνολο βασισμένο στην αμοιβαία αναγνώριση και υποκείμενο σε ελάχιστες εγγυήσεις.

3. Το πλαίσιο εντός του οποίου εγγράφεται η παρούσα πρόταση αναλύεται κάτωθι.

1.1. Εθνικές μέθοδοι για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων

4. Τα νομικά συστήματα των κρατών μελών χρησιμοποιούν μια μεγάλη ποικιλία διαδικαστικών μέτρων για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Πρόκειται κυρίως για τα ακόλουθα μέτρα:

1.1.1. Εξουσίες διατήρησης

5. Στο διεθνές επίπεδο, η σύμβαση για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2001 [1] προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των αποφάσεων "διατήρησης" και των αποφάσεων "κατάσχεσης". Οι αποφάσεις διατήρησης εφαρμόζονται μόνο σε τρίτους και τους επιβάλλουν τη διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς όμως να τα διαβιβάζουν στις αρμόδιες για την έρευνα αρχές. Απαιτείται στη συνέχεια χωριστή απόφαση για τη γνωστοποίηση ή την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων.

[1] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 185 (βλ. http:// conventions.coe.int).

1.1.2. Εξουσίες κατάσχεσης

6. Η κατάσχεση βαίνει πέραν της απλής διατήρησης των αποδεικτικών στοιχείων, επειδή συνεπάγεται (εφόσον χρειάζεται) την προσωρινή κατοχή των αποδεικτικών στοιχείων από τις αρμόδιες για την έρευνα αρχές. Εφαρμόζεται σε αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται στα χέρια υπόπτων καθώς και τρίτων.

7. Η κατάσχεση αποτελεί μία γενικά αποδεκτή έννοια στο εθνικό και διεθνές ποινικό δίκαιο, ακόμα και αν η έκτασή της και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της μπορούν να διαφέρουν. Όλα τα κράτη μέλη έχουν εκχωρήσει στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές τους εξουσίες κατάσχεσης αποδεικτικών στοιχείων. Οι εξουσίες κατάσχεσης μπορούν να ασκούνται από τις δικαστικές αρχές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από τις αστυνομικές αρχές δυνάμει των εξουσιών που τους έχουν εκχωρηθεί.

1.1.3. Εξουσίες απαίτησης της προσκόμισης/ κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων

8. Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι δικαστικές αρχές διαθέτουν γενικές εξουσίες για να αξιώνουν την εκ μέρους τρίτων κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων. Αυτές οι εξουσίες συνεπάγονται τη συνεργασία τρίτων, ελλείψει της οποίας η δικαστική αρχή μπορεί να προσφύγει σε διαταγή έρευνας για την κατάσχεση των αποδεικτικών στοιχείων.

9. Άλλα κράτη μέλη διαθέτουν ειδική ανακριτική εξουσία επονομαζόμενη "διαταγή προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων" η οποία χρησιμεύει στη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων (κυρίως εγγράφων) εκ μέρους τρίτου. Αυτή η εξουσία μπορεί να περιορίζεται σε σοβαρά εγκλήματα και σε ιδιαίτερες κατηγορίες αποδεικτικών στοιχείων (για παράδειγμα, απόρρητα έγγραφα) ή να είναι γενικότερου χαρακτήρα. Οι "διαταγές προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων" είναι καταναγκαστικές, επειδή υποχρεώνουν τους τρίτους να κοινοποιούν τα αποδεικτικά στοιχεία. Οι κυρώσεις - συμπεριλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων - χρησιμοποιούνται για να εξασφαλίσουν τη συνεργασία των τρίτων. Παρά ταύτα, οι διαταγές προσκόμισης είναι λιγότερο οχληρές από την έρευνα και την κατάσχεση.

10. Οι διαταγές προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων αποδεικνύονται χρήσιμες όταν κάποιος τρίτος δέχεται να συνεργαστεί με τις αρχές, αλλά, για νομικούς λόγους όπως η αστική ευθύνη που συνδέεται με την παραβίαση του απορρήτου των πελατών του, προτιμά να υποχρεωθεί σε κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων παρά να συνεργαστεί με τη βούλησή του με την αρμόδια ανακριτική αρχή. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως αποδεικνύεται απαραίτητη η κατ'οίκον έρευνα τρίτου για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, κυρίως όταν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος καταστροφής των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του.

11. Όλες αυτές οι εξουσίες που αφορούν την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων εφαρμόζονται σε αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν ήδη. Χωριστές εξουσίες χρησιμοποιούνται για την κοινοποίηση πληροφοριών "σε πραγματικό χρόνο", όπως οι αποφάσεις παρακολούθησης επικοινωνιών ή ελέγχου των κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών.

1.1.4. Αποφάσεις έρευνας και κατάσχεσης

12. Η νομοθεσία των κρατών μελών για την είσοδο και τη διεξαγωγή κατ'οίκον έρευνας παρουσιάζει σημαντικές διαφορές. Σε ορισμένα κράτη μέλη, το μέτρο περιορίζεται στα σοβαρά αδικήματα, ενώ άλλα κράτη μέλη προβλέπουν πολύ ευρύτερη εξουσία έρευνας για όλα τα αδικήματα.

13. Η ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών προβλέπει έναν ελάχιστο κανόνα για τις εγγυήσεις που παρέχονται σε περίπτωση έρευνας και κατάσχεσης. Εντούτοις, ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο, οι εγγυήσεις που παρέχονται παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, κυρίως όσον αφορά το βαθμό βεβαιότητας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία βρίσκονται στους προς έρευνα χώρους, την ώρα κατά την οποία μπορούν να διεξαχθούν οι έρευνες, την ενημέρωση του προσώπου στους χώρους του οποίου διεξάγεται έρευνα, τους κανόνες που ισχύουν σε περίπτωση απουσίας του ιδιοκτήτη και την ανάγκη παρουσίας ανεξάρτητων τρίτων κατά την έρευνα.

1.2. Υφιστάμενοι μηχανισμοί διεθνούς συνεργασίας για την διεξαγωγή αποδείξεων

14. Η ευρωπαϊκή σύμβαση περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων του 1959 [2] ορίζει το γενικό πλαίσιο της συνεργασίας για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Προβλέπει ότι η εκτέλεση αιτήσεων αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση και προβλέπει ορισμένους λόγους άρνησης της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Για τη βελτίωση της συνεργασίας, η σύμβαση του 1959 συμπληρώθηκε από τα συμπληρωματικά της πρωτόκολλα του 1978 [3] και 2001 [4]. Στο εσωτερικό της ΕΕ, η σύμβαση του 1959 συμπληρώθηκε από τη σύμβαση Σένγκεν του 1990 [5], την ευρωπαϊκή σύμβαση του Μαΐου 2006 [6] και το πρωτόκολλό της του 2001 [7], οι οποίες δύο τελευταίες πράξεις δεν έχουν ακόμα τεθεί σε ισχύ.

[2] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 30.

[3] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 99.

[4] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 182.

[5] Σύμβαση της 19ης Ιουνίου 1990 εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19.

[6] Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

[7] Πράξη του Συμβουλίου, της 16ης Οκτωβρίου 2001, για την κατάρτιση, σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του πρωτοκόλλου σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 326 της 21.11.2001, σ. 1.

15. Παρά τις βελτιώσεις που εισήχθησαν μέσω αυτών των πράξεων, η συνεργασία για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων συνεχίζει να γίνεται σύμφωνα με τις παραδοσιακές μεθόδους αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Αυτή η διαδικασία όμως μπορεί να είναι βραδεία και αναποτελεσματική και, πέραν αυτού, οι διαφορές μεταξύ των εθνικών δικαίων (οι οποίες περιγράφονται στο τμήμα 1.1) δημιουργούν εμπόδια στη συνεργασία.

16. Οι διαφορές των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά την έρευνα και την κατάσχεση αντικατοπτρίζονται στο διαφορετικό βαθμό αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής που μπορούν να παράσχουν τα κράτη μέλη. Δυνάμει του άρθρου 5 της σύμβασης του 1959, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, με δήλωση, να επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα να εξαρτήσει την εκτέλεση των δικαστικών παραγγελιών που αποσκοπούν στην ενέργεια έρευνας ή στην κατάσχεση αντικειμένων από μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: το αδίκημα πρέπει να είναι αξιόποινο κατά το δίκαιο και των δύο μερών. το αδίκημα πρέπει να δικαιολογεί την έκδοση στη χώρα προς την οποία απευθύνεται η αίτηση. η εκτέλεση της δικαστικής παραγγελίας πρέπει να συμβιβάζεται με το δίκαιο της χώρας προς την οποία απευθύνεται η αίτηση.

17. Το άρθρο 51 της σύμβασης Σένγκεν του 1990 περιορίζει εντούτοις τη δυνατότητα των κρατών μελών να προσφεύγουν σε αυτές τις ρήτρες κατ' εφαρμογή της σύμβασης του 1959: σύμφωνα με το άρθρο 51, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτήσουν το παραδεκτό αιτήσεων δικαστικής συνδρομής για έρευνα ή κατάσχεση από όρους άλλους εκτός από τους ακόλουθους. Πρώτον, το αδίκημα πρέπει να τιμωρείται κατά το δίκαιο και των δύο συμβαλλομένων μερών με ποινή στερητική της ελευθερίας, το ανώτατο όριο της οποίας να είναι τουλάχιστον 6 μήνες, ή να τιμωρείται κατά το δίκαιο ενός των συμβαλλομένων μερών με ισοδύναμες κυρώσεις και κατά το δίκαιο του άλλου μέρους να τιμωρείται ως παράβαση τάξεως από διοικητική αρχή, η απόφαση της οποίας να δύναται να προσβληθεί ενώπιον ποινικού δικαστηρίου. Δεύτερον, η εκτέλεση της αιτήσεως δικαστικής συνδρομής πρέπει να συμβιβάζεται με το δίκαιο του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

18. Σύμφωνα με την παρούσα πρόταση, αυτές οι ισχύουσες διαδικασίες αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής θα αντικατασταθούν από ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων το οποίο θα στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Αυτό το ευρωπαϊκό ένταλμα παρουσιάζει τα ακόλουθα προτερήματα:

- Η υποβαλλόμενη με δικαστική απόφαση αίτηση άλλου κράτους μέλους θα αναγνωρίζεται απευθείας χωρίς να είναι απαραίτητο να μετατραπεί σε εθνική απόφαση (μέσω διαδικασίας exequatur) για να μπορεί να εκτελεστεί.

- Οι αιτήσεις τυποποιούνται μέσω ενιαίου εντύπου.

- Καθορίζονται προθεσμίες για την εκτέλεση των αιτήσεων.

- Θεσπίζονται ελάχιστες εγγυήσεις τόσο για την έκδοση της αίτησης όσο και για την εκτέλεσή της.

- Οι λόγοι άρνησης εκτέλεσης των αιτήσεων θα είναι περιορισμένοι. Ιδιαίτερα, το διττό αξιόποινο δεν θα μπορεί να αποτελεί λόγο άρνησης, εκτός από μία μεταβατική περίοδο για τα κράτη μέλη που έχουν ήδη εξαρτήσει την εκτέλεση αίτησης έρευνας και κατάσχεσης από την προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου.

1.3. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης

19. Κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε του Οκτωβρίου 1999, συμφωνήθηκε ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας τόσο σε αστικά όσο και σε ποινικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων των προδικαστικών διατάξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο ποινικών ερευνών.

20. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε επίσης από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να θεσπίσουν ως το Δεκέμβριο του 2000 ένα πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης [8]. Η πρώτη πράξη που θεσπίστηκε στον τομέα της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων που εκδίδονται σε ποινικές υποθέσεις είναι η απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ κρατών μελών [9].

[8] ΕΕ C 12 της 15.01.2001, σ. 10.

[9] ΕΕ L 190 της 18.07.2002, σ. 1.

21. Αυτό το πρόγραμμα μέτρων έδωσε τη μεγαλύτερη δυνατή προτεραιότητα (προτεραιότητα 1) στην ακόλουθη δράση :

"2.1.1. Αποφάσεις που αφορούν την αναζήτηση αποδείξεων

Στόχος: Να επιτραπεί το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων, να αποφευχθεί ο κίνδυνος απώλειάς τους και να διευκολυνθεί η εκτέλεση των αποφάσεων περί κατ' οίκον ερευνών και κατασχέσεων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία κτήση των αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών υποθέσεων (σημείο 36 των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε). Καλό είναι να έχουμε κατά νου το άρθρο 26 της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη διαβίβαση των ποινικών δικογραφιών της 15ης Μαΐου 1972 και το άρθρο 8 της σύμβασης της Ρώμης της 6ης Νοεμβρίου 1990 για τη διαβίβαση των ποινικών δικογραφιών.

Μέτρο αριθ. 5: Διερεύνηση των εφικτών λύσεων προκειμένου:

- να καταστούν μη αντιτάξιμες μεταξύ κρατών μελών οι επιφυλάξεις και οι δηλώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 της ευρωπαϊκής σύμβασης περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής του 1959 όπως συμπληρώθηκε από τα άρθρα 51 και 52 της σύμβασης για την εφαρμογή των συμφωνιών του Σένγκεν καθόσον αφορά τα αναγκαστικά μέτρα, ιδίως στον τομέα της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, της νομιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος και του οικονομικού εγκλήματος,

- να καταστούν μη αντιτάξιμοι μεταξύ των κρατών μελών οι λόγοι άρνησης της αμοιβαίας συνδρομής οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 2 της σύμβασης του 1959, όπως συμπληρώθηκε από το άρθρο 50 της σύμβασης για την εφαρμογή των συμφωνιών του Σένγκεν.

Μέτρο αριθ. 6: Εκπόνηση πράξης για την αναγνώριση των αποφάσεων περί δεσμεύσεως των αποδεικτικών στοιχείων, ώστε να αποτρέπεται η εξαφάνιση αποδεικτικών στοιχείων ευρισκομένων σε άλλο κράτος μέλος."

1.4. Απόφαση πλαίσιο της 22ας Ιουλίου 2003 σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

22. Το μέτρο αριθ. 6 του προγράμματος μέτρων υλοποιήθηκε με την απόφαση πλαίσιο σχετικά με την εκτέλεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων [10]. Αυτή η απόφαση επιβάλλει την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης αποδεικτικών στοιχείων με σκοπό τη μεταγενέστερη διαβίβασή τους στο κράτος έκδοσης και των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων με σκοπό τη μεταγενέστερη δήμευσή τους. Η απόφαση πλαίσιο εφαρμόζεται στις αποφάσεις που εκδίδονται από δικαστική αρχή, όπως ορίζεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας.

[10] ΕΕ L 196, 2.8.2003, σ. 45.

1.5. Η ανάγκη περαιτέρω δράσης όσον αφορά την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων για την συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων

23. Η απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων αφορά μόνον ένα μέρος του φάσματος των διαφόρων μορφών συνεργασίας όσον αφορά την διεξαγωγή αποδείξεων. Πράγματι, η απόφαση πλαίσιο περιορίζεται ρητά στα μέτρα που λαμβάνονται προκειμένου να "εμποδισθεί προσωρινά κάθε πράξη καταστροφής, μετατροπής, μετατόπισης, μεταφοράς ή διάθεσης ... αποδεικτικών στοιχείων". Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν θα είναι απαραίτητο ένα προσωρινό μέτρο αυτού του είδους πριν από τη διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων προς άλλο κράτος μέλος.

24. Υπάρχει επίσης ανάγκη να επιλυθούν σημαντικά προβλήματα συνεργασίας όσον αφορά την διεξαγωγή αποδείξεων που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης πλαισίου για τις αποφάσεις δέσμευσης. Τοιουτοτρόπως, η απόφαση πλαίσιο προβλέπει ρητά ότι κάθε επιπρόσθετο κατασταλτικό μέτρο το οποίο καθιστά αναγκαίο η απόφαση δέσμευσης λαμβάνεται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες του κράτους εκτέλεσης [11]. Αυτό αφήνει ανοικτή την πιθανότητα η συνεργασία να είναι ενδεχομένως αναποτελεσματική όταν, υπό τις συνθήκες συγκεκριμένης περίπτωσης, οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή έρευνας για την κατάσχεση αποδεικτικών στοιχείων.

[11] Άρθρο 5, παράγραφος 2.

25. Επιπλέον, η απόφαση πλαίσιο προβλέπει ότι η απόφαση δέσμευσης πρέπει να συνοδεύεται από αίτηση διαβίβασης των αποδεικτικών στοιχείων προς το κράτος έκδοσης (ή από δήλωση που να ορίζει ότι αυτή η αίτηση επίκειται). Οι συνήθεις κανόνες αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής εφαρμόζονται όσον αφορά αυτή τη διαβίβαση. Αυτό σημαίνει ότι, εξαιρουμένου του διττού αξιοποίνου, συνεχίζουν να εφαρμόζονται οι άλλοι λόγοι άρνησης της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Σαν αποτέλεσμα, θα υπάρχει σημαντική διαφορά - τουλάχιστον θεωρητικά - μεταξύ των κανόνων που εφαρμόζονται όσον αφορά τη δέσμευση αποδεικτικών στοιχείων (αρχές αμοιβαίας αναγνώρισης) και των κανόνων που εφαρμόζονται στη μεταγενέστερη διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων (αρχές αμοιβαίας συνδρομής).

26. Η τελική έκθεση για την πρώτη αξιολόγηση της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις [12] έκρινε αυτό το συμπληρωματικό στάδιο στη διαβίβαση αποδεικτικού υλικού που έχει σχέση με την εκτέλεση της αίτησης ως "περιττή αξίωση, η οποία δεν προσφέρει συμπληρωματικές εγγυήσεις και αποτελεί απλά πηγή καθυστερήσεων". Η σύσταση αριθ. 8 της τελικής έκθεσης κάλεσε κατά συνέπεια τα κράτη μέλη να "απλοποιήσουν τη διαδικασία διαβίβασης του αποδεικτικού υλικού στο αιτούν κράτος μέλος καταργώντας τους πολλαπλούς ελέγχους".

[12] ΕΕ C 216 της 1.8.2001, σ. 14.

27. Κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων σχετικά με την απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσμευσης, αναγνωρίστηκε ότι υπήρχε ανάγκη για δύο περαιτέρω πρωτοβουλίες μετά τη θέσπιση της απόφασης πλαισίου για τις αποφάσεις δέσμευσης:

(i) μία πρωτοβουλία για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δήμευσης. Η δανική προεδρία παρουσίασε πρωτοβουλία για την θέσπιση της απόφασης πλαισίου σχετικά με την εκτέλεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση των αποφάσεων δήμευσης [13]. Αυτή συμπληρώνει την απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσμευσης προβλέποντας την πλήρη αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δήμευσης περιουσιακών στοιχείων.

[13] ΕΕ C 184 της 2.8.2002, σ. 8.

(ii) μία πρωτοβουλία όσον αφορά την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Η Επιτροπή ανακοίνωσε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της απόφασης πλαισίου για τις αποφάσεις δέσμευσης ότι θα υπέβαλε πρόταση σχετικά με το θέμα. Αυτή η πρόταση συμπεριλαμβάνεται ως εκ τούτου στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής για το 2003 [14].

[14] 4 Διατίθεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://europa.eu.int/comm/off/ work_programme/index_en.htm

1.6. Οι στόχοι και το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης απόφασης πλαισίου

28. Η παρούσα πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου συμπληρώνει την απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσμευσης εφαρμόζοντας την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις που αφορούν ειδικά τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα εξασφαλίσει έναν ενιαίο, ταχύ και αποτελεσματικό μηχανισμό για τη συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων και τη διαβίβασή τους στο κράτος έκδοσης. Δεν θα είναι απαραίτητη η προηγούμενη έκδοση απόφασης δέσμευσης.

29. Η πρόταση απόφασης πλαισίου εφαρμόζεται στα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που συγκεντρώνονται σύμφωνα με διάφορες δικονομικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης της κατάσχεσης, της προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων ή της έρευνας. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν θα χρησιμοποιείται όμως για την εξέταση υπόπτων, για τη λήψη καταθέσεων ή για την ακρόαση μαρτύρων και παθόντων. Αυτά τα ζητήματα απαιτούν ειδική εξέταση. Ειδικότερα, η Επιτροπή θέσπισε τον Φεβρουάριο 2003 μία Πράσινη Βίβλο για τις δικονομικές εγγυήσεις υπέρ υπόπτων και κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση [15], και θα εξακολουθήσει τις εργασίες της κατά τη διάρκεια του 2003 για άλλα ζητήματα που έχουν σχέση με τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων από υπόπτους, κατηγορουμένους, θύματα και μάρτυρες. Η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων από το σώμα κάποιου προσώπου, ειδικότερα δειγμάτων DNA, αποκλείεται επίσης από το πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

[15] COM (2003) 75 τελικό, της 19.2.2003.

30. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν θα χρησιμοποιείται επίσης όσον αφορά τα μέτρα προανάκρισης που συνεπάγονται τη συλλογή αποδείξεων σε πραγματικό χρόνο, όπως η παρακολούθηση επικοινωνιών και ο έλεγχος τραπεζικών λογαριασμών. Αυτές οι ιδιαίτερες μορφές συνεργασίας αποτέλεσαν πρόσφατα το αντικείμενο ουσιαστικών συζητήσεων στο Συμβούλιο. Ένα ειδικό καθεστώς συνεργασίας στον τομέα της παρακολούθησης επικοινωνιών προβλέφθηκε στη σύμβαση της ΕΕ του 2000 [16], και ένα καθεστώς συνεργασίας όσον αφορά τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών προβλέφθηκε από το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου σε αυτή τη σύμβαση του 2001 [17]. Η σύμβαση και το πρωτόκολλό της εναπομένει ακόμα να τεθούν σε ισχύ. Εντούτοις, όσον αφορά τη συνδρομή σχετικά με τους τραπεζικούς λογαριασμούς, προτείνεται να χρησιμοποιείται το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τις αιτήσεις πληροφοριών σχετικά με πράξεις που γίνονται κατά τη διάρκεια δεδομένης περιόδου σε συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό. Αυτό το είδος συνδρομής προβλέπεται από τη σύμβαση του 1959 και αποσαφηνίστηκε από το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου του 2001.

[16] Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

[17] Πράξη του Συμβουλίου της 16ης Οκτωβρίου 2001 για την κατάρτιση, σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του πρωτοκόλλου σύμβασης σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 326 της 21.11.2001, σ. 1.

31. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν θα χρησιμοποιείται επίσης για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων τα οποία μπορούν να προκύψουν μόνο από συμπληρωματική έρευνα ή ανάλυση. Δεν θα μπορεί ως εκ τούτου να χρησιμοποιείται για να ζητείται η κατάρτιση έκθεσης από εμπειρογνώμονα. Δεν θα μπορεί εξίσου να χρησιμοποιείται για να αξιώνεται από κάποια αρχή εκτέλεσης η ηλεκτρονική αντιπαραβολή πληροφοριών (σύγκριση με τη βοήθεια υπολογιστή) για τον προσδιορισμό της ταυτότητας προσώπου. Αντιθέτως όμως, το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να χρησιμοποιείται όταν τα αποδεικτικά στοιχεία διατίθενται άμεσα στο κράτος εκτέλεσης, για παράδειγμα, λαμβάνοντας απόσπασμα των σχετικών πληροφοριών από κάποιο μητρώο (όπως τα ποινικά μητρώα). Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιείται για να ζητούνται πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη τραπεζικών λογαριασμών (όπως προβλέπεται επίσης από το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου 2001) όταν αυτά τα δεδομένα είναι διαθέσιμα στο κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

32. Εντούτοις, το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να χρησιμοποιείται με σκοπό τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων που υπάγονται στις εξαιρούμενες κατηγορίες υπό τον όρο ότι αυτά έχουν ήδη συγκεντρωθεί πριν από την έκδοση του εντάλματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα είναι δυνατό να λαμβάνονται υπάρχοντα αρχεία σχετικά με επικοινωνίες που έχουν αποτελέσει το αντικείμενο παρακολούθησης, με ελέγχους, με ανακρίσεις υπόπτων, με δηλώσεις μαρτύρων και με αποτελέσματα ελέγχων DΝΑ.

33. Δεδομένου ότι η παρούσα πρόταση απόφασης πλαισίου προορίζεται να αντικαταστήσει το ισχύον σύστημα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, το πεδίο εφαρμογής της θα πρέπει να είναι ταυτόσημο με αυτό της σύμβασης της ΕΕ του 2000. Αυτό σημαίνει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιείται:

(α) για κάθε ποινικό αδίκημα. και

(β) για όλες τις πράξεις οι οποίες είναι αξιόποινες δυνάμει του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους έκδοσης λόγω του ότι αποτελούν παραβάσεις κανόνων δικαίου, και εφόσον η απόφαση μπορεί να στηρίξει διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου το οποίο έχει δικαιοδοσία ιδιαίτερα σε ποινικά ζητήματα.

1.7. Πώς πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων

34. Η πρόταση της Επιτροπής σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων ακολουθεί την ίδια προσέγγιση όσον αφορά την αμοιβαία αναγνώριση με αυτή της απόφασης πλαισίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης [18]. Αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει πολλά προτερήματα σε σχέση με αυτή που είχε επιλεγεί για την απόφαση πλαίσιο σχετικά με τις αποφάσεις δέσμευσης.

[18] ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σελ. 1.

35. Πρώτον, έχει χαρακτήρα πιο πρακτικό. Ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα ταχύτερης και αποτελεσματικότερης συνεργασίας από ένα σύστημα αμοιβαίας αναγνώρισης που στηρίζεται στο συνδυασμό μιας εθνικής απόφασης και ενός ευρωπαϊκού πιστοποιητικού. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί ένα ενιαίο έγγραφο το οποίο μεταφράζεται από την αρχή έκδοσης στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτέλεσης. Δεν απαιτείται καμία μεταγενέστερη μετάφραση. Συγκριτικά, η απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσμευσης στηρίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση των εθνικών αποφάσεων, η οποία συμπληρώνεται από ένα τυποποιημένο ευρωπαϊκό πιστοποιητικό το οποίο προσαρτάται στην απόφαση πλαίσιο. Παρά το γεγονός ότι το κράτος έκδοσης είναι υποχρεωμένο να μεταφράζει μόνο το πιστοποιητικό στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτέλεσης, στην πράξη πολλά κράτη εκτέλεσης φαίνεται να θεωρούν εξίσου απαραίτητη τη μετάφραση της αρχικής εθνικής απόφασης. Αυτή η συμπληρωματική μετάφραση ενέχει τον κίνδυνο επιβράδυνσης της συνεργασίας.

36. Δεύτερον, όπως καταδεικνύει το σημείο 1.1, μία "απόφαση για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων" έχει πολλές διαφορετικές έννοιες στο δικονομικό δίκαιο των κρατών μελών. Αυτός ο όρος μπορεί να ορίζει το αίτημα του εισαγγελέα για αποκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων καθώς επίσης πιο αναγκαστικά μέτρα όπως δικαστική απόφαση που εκδίδεται με σκοπό την είσοδο σε ιδιωτικούς χώρους ενόψει έρευνας. Η αμοιβαία αναγνώριση ιδιαίτερων ειδών εθνικών αποφάσεων με σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων θα μπορούσε κατά συνέπεια να έχει σαν αποτέλεσμα να πρέπει το κράτος εκτέλεσης να πραγματοποιεί έρευνα για κατάσχεση σε περιπτώσεις κατά τις οποίες θα χρησιμοποιούσε κανονικά λιγότερο παρεμβατικούς μηχανισμούς όπως είναι οι γενικές εξουσίες ενός εισαγγελέα ή η απόφαση προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων.

37. Για το λόγο αυτό, η πρόταση ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων επιτρέπει στο κράτος έκδοσης να προσδιορίζει αποκλειστικά τον επιδιωκόμενο στόχο (π.χ. συγκέντρωση συγκεκριμένων στοιχείων), και αφήνει στο κράτος εκτέλεσης τη φροντίδα να συγκεντρώσει αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό του δίκαιο. Παρά το γεγονός ότι η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων είναι υποχρεωτική, επαφίεται στο κράτος εκτέλεσης να καθορίσει, υπό το φως των πληροφοριών που παρέχονται από το κράτος έκδοσης, τα πλέον ενδεδειγμένα, σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό δίκαιό του, μέσα για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων .

1.8. Αντικατάσταση της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής με την αμοιβαία αναγνώριση

38. Παρά τα προτερήματα που προσφέρει το προτεινόμενο ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, παραμένει η περίπτωση ότι τα νομικά επαγγέλματα χρειάζονται να στηρίζονται σε ευρύ φάσμα νομικών μέσων συνεργασίας για να συλλέξουν αποδεικτικά στοιχεία από άλλα κράτη μέλη. Πράγματι, το προτεινόμενο ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων είναι ενδεχομένως απρόσφορο για τα νομικά επαγγέλματα επειδή πρέπει να χρησιμοποιούν διάφορα είδη νομικών μέσων για διάφορες όψεις της ίδιας υπόθεσης (για παράδειγμα, ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τα αντικείμενα και τα έγγραφα, αλλά αίτηση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής για την ακρόαση μαρτύρων).

39. Πρέπει κατά συνέπεια να καταστεί σαφές ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων είναι, σύμφωνα με την Επιτροπή, το πρώτο βήμα προς ένα ενιαίο νομικό μέσο αμοιβαίας αναγνώρισης το οποίο αναμένεται να αντικαταστήσει το σύνολο του ισχύοντος συστήματος αμοιβαίας συνδρομής. Τα στάδια προς ένα ενιαίο νομικό μέσο είναι ενδεχομένως τα ακόλουθα.

- Το πρώτο στάδιο είναι το προτεινόμενο ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, το οποίο προβλέπει τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων που υπάρχουν ήδη και τα οποία είναι άμεσα διαθέσιμα.

- Το επόμενο στάδιο θα είναι να προβλεφθεί η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που αφορούν τη συγκέντρωση άλλων ειδών αποδεικτικών στοιχείων. Αυτά μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες.

- Πρώτον, τα αποδεικτικά στοιχεία που δεν υπάρχουν ήδη αλλά τα οποία είναι άμεσα διαθέσιμα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων μέσω ανακρίσεων υπόπτων, μαρτύρων ή εμπειρογνωμόνων ή με την παρακολούθηση τηλεφωνικών κλήσεων ή τραπεζικών λογαριασμών.

- Δεύτερον, τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ήδη, δεν είναι άμεσα διαθέσιμα χωρίς περαιτέρω έρευνα ή ανάλυση. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων από το σώμα κάποιου προσώπου (όπως δείγματα DΝΑ). Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει επίσης καταστάσεις κατά τις οποίες χρειάζεται να διεξαχθούν περαιτέρω έρευνες, κυρίως συγκεντρώνοντας ή αναλύοντας υφιστάμενα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα. Σαν παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η ανάθεση κατάρτισης έκθεσης σε εμπειρογνώμονα.

- Σε ένα τελικό στάδιο, αυτά τα χωριστά νομικά μέσα θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε ένα ενοποιημένο ενιαίο νομικό μέσο, το οποίο θα περιλαμβάνει ένα γενικό μέρος που θα προβλέπει διατάξεις εφαρμοστέες στο σύνολο της συνεργασίας.

40. Ένα τέτοιο ενοποιημένο νομικό μέσο θα αντικαθιστούσε στο εσωτερικό της ΕΕ την αμοιβαία νομική συνδρομή κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα αντικαταστήσει την έκδοση. Το υπάρχον μωσαϊκό διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων που διέπουν τη διασυνοριακή συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο εσωτερικό της ΕΕ θα μπορούσε κατά συνέπεια να αντικατασταθεί από ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νομοθετικό σύνολο. Η επίτευξη αυτού του τελικού στόχου απευθείας μέσω μιας ενιαίας νομικής πράξης θα ήταν εντούτοις ανώφελα πολύπλοκη. Η παρούσα πρόταση αποτελεί κατά συνέπεια ένα πρώτο στάδιο.

1.9. Ελάχιστες εγγυήσεις

41. Το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Επιπλέον, τον Δεκέμβριο 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνυπέγραψαν και διακήρυξαν πανηγυρικά τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Χάρτης καλύπτει όλο το φάσμα των αστικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών, κάνοντας τη σύνθεση των συνταγματικών παραδόσεων και των κοινών διεθνών υποχρεώσεων των κρατών μελών. Διακηρύσσει ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων θα αποτελέσει το έρεισμα όλης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.

42. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναγνώρισε τη σημασία της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, υποστηρίζοντας ότι η αρχή ne bis in idem που διακηρύσσεται στο άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν του 1990 προϋποθέτει κατ' ανάγκη ότι "υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης που εφαρμόζονται στα άλλα κράτη μέλη και ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται την εφαρμογή του ποινικού δικαίου που ισχύει στα άλλα κράτη μέλη, έστω και αν η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας του οδηγούσε σε διαφορετική λύση" [19]. Η αρχή ne bis in idem αποτελεί εγγύηση και το άρθρο 54 δεν εξαρτά την εφαρμογή της από την προσέγγιση των ποινικών νομοθεσιών των κρατών μελών. Εντούτοις, στον ιδιαίτερο τομέα της δικαστικής συνεργασίας, κυρίως όταν προβλέπονται αναγκαστικά μέτρα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης πρέπει να ενισχυθεί με ειδική δράση στο επίπεδο της Ένωσης για να επιτευχθεί ένα ελάχιστο επίπεδο εγγυήσεων.

[19] Απόφαση που εκδόθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2003 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-187/01 και C-385/01, Gφzόtok και Brόgge, παράγραφος 33.

43. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που υποβλήθηκε στις 26 Ιουλίου 2000 και αφορούσε την αμοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις [20] "πρέπει να κατοχυρωθεί ότι η μεταχείριση των υπόπτων και τα δικαιώματα υπεράσπισης δεν θα θιγούν από την εφαρμογή της αρχής, αλλά επιπλέον ότι οι εγγυήσεις θα ενισχυθούν καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας".

[20] COM (2000) 495 τελικό, της 26.7.2000.

44. Αυτή η άποψη υποστηρίχθηκε στο πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων [21], που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, το οποίο όρισε ότι "η αμοιβαία αναγνώριση εξαρτάται στενά από την ύπαρξη και το περιεχόμενο ορισμένων παραμέτρων που καθορίζουν την αποτελεσματικότητά της", μία εκ των οποίων είναι "ο καθορισμός των κοινών ελάχιστων κανόνων που είναι απαραίτητοι για να διευκολυνθεί η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης".

[21] ΕΕ C 12 της 15.1.2001, σ. 10.

45. Η Επιτροπή, για να συγκεκριμενοποιήσει αυτές τις δεσμεύσεις, θέσπισε τον Φεβρουάριο 2003 ένα Πράσινο Βιβλίο για τις δικονομικές εγγυήσεις που χορηγούνται σε υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών [22]. Το Πράσινο Βιβλίο τόνισε το γεγονός ότι όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν υπογράψει τη βασική συνθήκη που καθορίζει αυτούς τους κανόνες, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), όπως επίσης όλα τα μελλοντικά κράτη μέλη και οι υποψήφιες χώρες, γεγονός που συνεπάγεται ότι ο μηχανισμός της αμοιβαίας εμπιστοσύνης έχει ήδη εγκαθιδρυθεί. Εντούτοις, το Πράσινο Βιβλίο όρισε ότι η ύπαρξη διαφορετικών πρακτικών ενδέχεται να εμποδίσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη, γεγονός που δικαιολογεί τη λήψη μέτρων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των δικονομικών κανόνων κατ' εφαρμογή του άρθρου 31 της ΣΕΕ.

[22] COM (2003) 75 τελικό, της 19.2.2003.

46. Το Πράσινο Βιβλίο δεν εξετάζει το ζήτημα των δικονομικών κανόνων για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων χρησιμοποιώντας τις καταναγκαστικές εξουσίες που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση πλαίσιο. Εντούτοις, σύμφωνα με τη γενική προσέγγιση που περιγράφεται στο Πράσινο Βιβλίο, η παρούσα πρόταση περιλαμβάνει ειδικές εγγυήσεις για τα κράτη έκδοσης και εκτέλεσης για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα, η συνοχή και το ευανάγνωστο ορισμένων κανόνων που εφαρμόζονται για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στο επίπεδο της ΕΕ.

47. Στο κράτος έκδοσης, ο όρος "δικαστική αρχή έκδοσης" περιορίζεται αποκλειστικά στους δικαστές, ανακριτές και εισαγγελείς. Υπάρχει επίσης ανάγκη να εξασφαλιστεί ισοτιμία με την ποινική δικονομία του κράτους έκδοσης όταν πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώνονται σε άλλο κράτος μέλος. Για το λόγο αυτό, η δικαστική αρχή που εκδίδει ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να μπορεί να κατοχυρωθεί ότι θα είναι σε θέση να συλλέξει τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές που θα ίσχυαν εάν εβρίσκετο στην επικράτεια του δικού της κράτους μέλους. Αυτό αποτρέπει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιείται το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για να καταστρατηγούνται οι εθνικές εγγυήσεις που ισχύουν για τη διεξαγωγή αποδείξεων. Για παράδειγμα, αυτό θα αποτρέψει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιείται το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τη συλλογή αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων του κράτους εκτέλεσης, τα οποία θα ήταν αδύνατο να συλλεχθούν στο κράτος έκδοσης, επειδή προστατεύονται από νομικό, ιατρικό ή δημοσιογραφικό απόρρητο.

48. Στο κράτος εκτέλεσης, πρέπει να κατοχυρωθεί η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος σιωπής για την αποφυγή της χειροτέρευσης της θέσης καθώς επίσης η ανάγκη συμπληρωματικών εγγυήσεων όσον αφορά την έρευνα και κατάσχεση. Όταν χρησιμοποιούνται αναγκαστικά μέτρα για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, είναι θεμελιώδης η ύπαρξη αποτελεσματικών ενδίκων μέσων στο κράτος έκδοσης και στο κράτος εκτέλεσης. Συμπληρωματικές εγγυήσεις προβλέπονται για τους λόγους άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

1.10. Αντίγραφα/αποσπάσματα ποινικού μητρώου

49. Στην ανακοίνωσή της για την αμοιβαία αναγνώριση [23], η Επιτροπή προσδιόρισε την ανάγκη γνώσης των αποφάσεων που λαμβάνονται σε άλλα κράτη μέλη. Σε ένα πρώτο στάδιο η Επιτροπή πρότεινε "τη δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών πολύγλωσσων εντύπων τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιούνται για να ζητηθούν πληροφορίες για τα υπάρχοντα ποινικά μητρώα. Χρησιμοποιώντας αυτά τα έντυπα, οι ασκούντες συναφή με τη δικαιοσύνη επαγγέλματα θα μπορούν να αποστέλλουν αίτηση παροχής πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές (ει δυνατόν κεντρικές) όλων των άλλων κρατών μελών της ΕΕ προκειμένου να διαπιστώσουν το κατά πόσον κάποιο άτομο με το οποίο ασχολούνται διαθέτει ποινικό μητρώο".

[23] COM (2000) 495 τελικό, της 26.7.2000.

50. Αυτό το στοιχείο συμπεριλήφθηκε στη συνέχεια στο μέτρο 3 του προγράμματος μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων [24]:

[24] ΕΕ C 12 της 15.1.2001, σ. 10.

"Μέτρο αριθ. 3: Προς διευκόλυνση της αμοιβαίας ενημέρωσης καθιέρωση τυποποιημένου εγγράφου αίτησης αντιγράφων ποινικού μητρώου, μεταφρασμένο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει του προτύπου που εκπονήθηκε στα πλαίσια των οργάνων του Σένγκεν".

51. Η σύμβαση του 1959 [25] προβλέπει το βασικό πλαίσιο για την ανταλλαγή "ποινικών μητρώων" μεταξύ δικαστικών αρχών. Προβλέπει δύο είδη ανταλλαγής : τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται μετά από αίτηση (άρθρο 13) και την αυτόματη κοινοποίηση ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί για υπηκόους άλλων αντισυμβαλλομένων μερών (άρθρο 22). Το άρθρο 4 του πρόσθετου πρωτοκόλλου του 1978 [26] της ευρωπαϊκής σύμβασης αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις προσέθεσε μία παράγραφο 2 στο άρθρο 22, η οποία ορίζει ότι ανακοινώνονται πληροφορίες, εκ νέου κατόπιν αιτήσεως, μετά την αυτόματη κοινοποίηση δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 22.

[25] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 30.

[26] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 99.

52. Το άρθρο 13, παράγραφος 1 της σύμβασης του 1959 ορίζει ότι "το μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα ανακοινώνει, στο μέτρο που οι ειδικές του δικαστικές αρχές θα μπορούσαν να λάβουν αυτές τις πληροφορίες σε παρόμοιες περιπτώσεις, αντίγραφα ή αποσπάσματα του ποινικού μητρώου και κάθε άλλη σχετική πληροφορία, η οποία μπορεί να του ζητηθεί από τις δικαστικές αρχές αντισυμβαλλομένου μέρους για τις ανάγκες ποινικής υπόθεσης". Ο όρος "ποινικό μητρώο" αναφέρεται στα μητρώα των ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων.

53. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τη δυνατότητα χωριστής πρωτοβουλίας για ένα τυποποιημένο έντυπο σχετικά με τις αιτήσεις για τη χορήγηση ποινικών μητρώων, αποφάσισε ότι πρέπει να συνδυαστεί το τυποποιημένο έντυπο αίτησης ποινικών μητρώων με το τυποποιημένο έντυπο που προβλέπεται στην παρούσα αίτηση πλαίσιο για τη λήψη αντικειμένων, εγγράφων και άλλων δεδομένων. Προτείνεται ως εκ τούτου να χρησιμοποιηθεί η παρούσα απόφαση πλαίσιο για να τεθεί σε εφαρμογή το μέτρο αριθ. 3 του προγράμματος μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων.

54. Αυτό σημαίνει ότι το ισχύον σύστημα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής για τα αποσπάσματα ποινικού μητρώου θα αντικατασταθεί από ένα σύστημα το οποίο επιβάλλει στο κράτος εκτέλεσης την υποχρέωση χορήγησης αυτών των αποσπασμάτων. Η διαδικασία λήψης αυτών των αποσπασμάτων θα είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για τα γενικότερα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία δυνάμει του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Η παρούσα πρόταση προβλέπει κατά συνέπεια ότι τα ποινικά μητρώα που τηρούνται σε κάποιο κράτος μέλος πρέπει να τίθενται στη διάθεση δικαστικής αρχής άλλου κράτους μέλους σχετικά με οποιοδήποτε άτομο υπόκειται σε δίωξη και σε όλα τα στάδια αυτής της διαδικασίας (πριν από τη δίκη, κατά την έκδοση απόφασης και κατά τη μεταγενέστερη εκτέλεση της ποινής).

55. Προτείνεται να προβλεφθεί υποχρέωση όλων των κρατών μελών να δημιουργήσουν μία "κεντρική υπηρεσία ποινικού μητρώου", η οποία θα είναι αρμόδια να εξετάζει τα ευρωπαϊκά εντάλματα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που ζητούν τη χορήγηση αποσπασμάτων ποινικού μητρώου. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι μόνες αιτούμενες πληροφορίες αφορούν ένα ποινικό μητρώο, η αρχή έκδοσης θα αποστέλλει το έντυπο που επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση πλαίσιο απευθείας σε αυτή την κεντρική αρχή ποινικού μητρώου. Όμως, όταν η αρχή έκδοσης επιδιώκει τη λήψη σειράς αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ένα απόσπασμα ποινικού μητρώου, θα ήταν πιο ενδεδειγμένο να ανατεθεί η συγκέντρωση αυτών των πληροφοριών σε δικαστική αρχή στο κράτος εκτέλεσης, η οποία θα επιφορτίζεται με τη λήψη του αποσπάσματος ποινικού μητρώου από την κεντρική υπηρεσία. Απαιτείται ως εκ τούτου ευελιξία για να δοθεί η δυνατότητα στις αρχές έκδοσης και εκτέλεσης να καθορίσουν τον καλύτερο δυνατό τρόπο συνεργασίας σε παρόμοιες περιπτώσεις.

1.11. Αμοιβαία αποδοχή των αποδεικτικών στοιχείων

56. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε του 1999 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "τα αποδεικτικά στοιχεία που νομίμως συγκεντρώνονται από τις αρχές κράτους μέλους θα πρέπει να γίνονται δεκτά ενώπιον των δικαστηρίων των άλλων κρατών μελών, αφού ληφθούν υπόψη οι κανόνες και οι πρακτικές που ισχύουν σε αυτά".

57. Η Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής για τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής [27] εξέτασε το ζήτημα της αμοιβαίας αποδοχής των αποδεικτικών στοιχείων. Συνοπτικά, η Πράσινη Βίβλος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "απαραίτητη προϋπόθεση για την αμοιβαία αποδοχή αποδεικτικών στοιχείων είναι το γεγονός ότι αυτά συλλέγονται νομίμως στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται. Το δίκαιο που πρέπει να τηρείται για να αποφευχθεί ο αποκλεισμός των αποδεικτικών στοιχείων είναι καταρχήν το εθνικό δίκαιο του τόπου στον οποίο βρίσκονται τα αποδεικτικά στοιχεία". Ορισμένες παρατηρήσεις διατυπώθηκαν σε απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε στην Πράσινη Βίβλο για το ζήτημα του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων [28]. Αυτό το ζήτημα συζητήθηκε επίσης κατά τη δημόσια ακρόαση σχετικά με την ευρωπαϊκή εισαγγελία της 16ης και 17ης Σεπτεμβρίου 2002 και κατά τη διάρκεια μεταγενέστερων σεμιναρίων.

[27] COM (2001) 715 τελικό, της 11.12.2001.

[28] Έκθεση παρακολούθησης της Πράσινης Βίβλου για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελίας, COM (2003) 128 τελικό, 19.3.2003, σ.18.

58. Η παρούσα πρόταση απόφασης πλαισίου δεν αφορά άμεσα το ζήτημα της αμοιβαίας αποδοχής των αποδεικτικών στοιχείων.Πράγματι, η διαβούλευση με τους εμπειρογνώμονες έφερε στο φως την ανάγκη περαιτέρω προπαρασκευαστικών εργασιών. Η παρούσα πρόταση επιδιώκει εντούτοις να διευκολύνει την αποδοχή των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώνονται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.

59. Πρώτον, η αποδοχή των αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να διευκολυνθεί με την πρόβλεψη ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

60. Δεύτερον, η αποδοχή θα διευκολυνθεί υποστηρίζοντας και προσδιορίζοντας την προσέγγιση του άρθρου 4 της ευρωπαϊκής σύμβασης του 2000 [29]. Αυτό ορίζει μία νέα αρχή σύμφωνα με την οποία, όταν παρέχεται αμοιβαία δικαστική συνδρομή, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση συμμορφώνεται προς τις διατυπώσεις και διαδικασίες που υπέδειξε ρητά το αιτούν κράτος μέλος. Το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να αρνηθεί τη συμμόρφωση με αυτές τις αξιώσεις μόνον όταν αυτές αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του ή όταν προβλέπεται ρητά στη σύμβαση ότι η εκτέλεση πρέπει να διέπεται από το δίκαιο του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Αυτή η προσέγγιση συμπίπτει επίσης με την προσέγγιση του κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις [30]. Σε σχέση με τις τέσσερεις ιδιαίτερες διατυπώσεις (σημεία (α) εως (δ) του άρθρου 13) που μπορούν να αξιώνονται από την αρχή έκδοσης, η παρούσα απόφαση πλαίσιο βαίνει πέραν της σύμβασης της ΕΕ του 2000 καταργώντας τη δυνατότητα άρνησης συμμόρφωσης με αυτές τις διατυπώσεις.

[29] Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

[30] Βλέπε κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 174 της 27.6.2000, σ. 1.

61. Τρίτον, όπως περιγράφεται ανωτέρω, προτείνεται ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να εκδίδεται μόνον εφ'όσον η αρχή έκδοσης θεωρεί ότι θα είναι δυνατή η συγκέντρωση των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων υπό παρόμοιες συνθήκες σαν τα στοιχεία αυτά να ευρίσκοντο στην επικράτεια του δικού της κράτους μέλους. Αυτό θα διευκολύνει επίσης την μετέπειτα αποδοχή των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων ως αποδεικτικών στοιχείων σε διαδικασίες στο κράτος έκδοσης.

62. Τέταρτον, υπάρχει υποχρέωση άμεσης ενημέρωσης της αρχής έκδοσης εάν η αρχή εκτέλεσης θεωρεί ότι το ένταλμα εκτελέσθηκε κατά τρόπο αντίθετο προς το εθνικό της δίκαιο. Αυτό θα παγιώσει περαιτέρω τη βεβαιότητα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία συγκεντρώθηκαν νόμιμα και θα διευκολύνει τοιουτοτρόπως την αποδοχή τους από τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης.

1.12. Ζητήματα δικαιοδοσίας σε σχέση με ηλεκτρονικά δεδομένα

63. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα μπορεί να χρησιμοποιείται σε σχέση με ηλεκτρονικά έγγραφα και δεδομένα. Πράγματι, είναι εύλογο να υποτεθεί ότι σημαντικό ποσοστό υποθέσεων στις οποίες θα χρησιμοποιείται το ένταλμα θα αφορά ηλεκτρονικά δεδομένα.

64. Κατ'αρχήν, δεν πρέπει να γίνεται διαφοροποίηση μεταξύ ηλεκτρονικού και κανονικού εγγράφου. Υπάρχει εντούτοις μία διαφορά όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία. Για παράδειγμα, ορισμένες πολυεθνικές θα διατηρούν τα ηλεκτρονικά δεδομένα που διαθέτουν για τους πελάτες που έχουν σε κάποιο κράτος μέλος σε εξυπηρετητή βρισκόμενο σε άλλο κράτος μέλος. Το κράτος έκδοσης μπορεί να διαβιβάσει το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο πελάτης και όχι στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο εξυπηρετητής. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, η ύπαρξη νομικής σαφήνειας είναι σημαντική για να μπορεί να διεξαχθεί αποδεικτική διαδικασία χωρίς να χρειάζεται η συμφωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο εξυπηρετητής. Αυτό θα εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα των διασυνοριακών ερευνών και θα προσφέρει νομική σαφήνεια στις επιχειρήσεις.

65. Αυτά τα ζητήματα συζητήθηκαν (και, σε ορισμένο βαθμό, εξευρέθησαν λύσεις), στο πλαίσιο της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα πληροφορικής (2001) [31]. Ειδικότερα, το άρθρο 18 της σύμβασης θεσπίζει μία διαταγή προσκόμισης, με την οποία εξουσιοδοτούνται οι αρμόδιες αρχές να διατάσσουν κάποιο πρόσωπο να ανακοινώνει ειδικά ηλεκτρονικά δεδομένα που βρίσκονται "στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του" ή να διατάσσει πάροχο υπηρεσιών ο οποίος προσφέρει υπηρεσίες στην επικράτεια συμβαλλόμενου κράτους να ανακοινώνει τα δεδομένα που βρίσκονται "στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του" σε σχέση με υπηρεσίες αυτού του είδους. Σύμφωνα με την επεξηγηματική έκθεση όσον αφορά τη σύμβαση, αυτή η έκφραση αναφέρεται στις καταστάσεις κατά τις οποίες τα δεδομένα που πρέπει να προσκομιστούν δεν βρίσκονται στη φυσική κατοχή του ενδιαφερομένου αλλά αυτός μπορεί να ελέγχει ελεύθερα αυτά τα δεδομένα από την επικράτεια του συμβαλλόμενου κράτους που έχει διατάξει την ανακοίνωσή τους.

[31] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 185.

66. Η παρούσα απόφαση πλαίσιο επιδιώκει να μεταβεί πέραν της σύμβασης του 2001 για το έγκλημα πληροφορικής επιλύνοντας ορισμένα δικαιοδοτικά ζητήματα που τίθενται όσον αφορά τη συγκέντρωση ηλεκτρονικών δεδομένων που διατηρούνται σε εξυπηρετητές στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσδιορίζει ότι το κράτος εκτέλεσης μπορεί νόμιμα να συγκεντρώσει ηλεκτρονικά δεδομένα νομίμως προσιτά στην επικράτειά του και τα οποία αφορούν υπηρεσίες που παρέχονται στην επικράτειά του, παρά το γεγονός ότι αυτά είναι αποθηκευμένα στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους. Η απόφαση πλαίσιο δεν προδικάζει άλλα δικαιοδοτικά ζητήματα που έχουν σχέση με ηλεκτρονικά δεδομένα, κυρίως όταν συμμετέχουν τρίτες χώρες.

2. Νομική βάση

67. Η νομική βάση της παρούσας πρότασης είναι το άρθρο 31 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), όπως τροποποιήθηκε από τη συνθήκη της Νίκαιας, το οποίο αναφέρεται στην από κοινού δράση για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Η κοινή δράση στο συγκεκριμένο τομέα επιδιώκει "τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων και των δικαστικών αρχών ή αντίστοιχων αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας, όταν ενδείκνυται, μέσω της Eurojust, σε σχέση με τη διεξαγωγή δικών και την εκτέλεση αποφάσεων" (άρθρο 31, παράγραφος 1, σημείο α)). Προβλέπει επίσης "την εξασφάλιση της συμβατότητας των κανόνων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, για τη βελτίωση της εν λόγω συνεργασίας" (άρθρο 31, παράγραφος 1, σημείο γ)), κυρίως προβλέποντας κάποια προσέγγιση των βασικών δικονομικών κανόνων στα κράτη μέλη για να βελτιωθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Η παρούσα απόφαση πλαίσιο επιδιώκει επίσης να ενθαρρύνει τη συνεργασία με τη μεσολάβηση της Eurojust και του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 2, της ΣΕΕ.

68. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η παρούσα πρόταση αποτελεί ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν [32]. Στηρίζεται στο άρθρο 51 της σύμβασης του Σένγκεν [33] βελτιώνοντας τη συνεργασία όσον αφορά την έρευνα και την κατάσχεση. Περιλαμβάνει επίσης διατάξεις που βασίζονται στα άρθρα 3, 6 και 23 της ευρωπαϊκής σύμβασης του 2000 [34], τα οποία αποτελούν σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν.

[32] Με συνέπεια ότι είναι απαραίτητη η συμμετοχή της Ισλανδίας και της Νορβηγίας: συμφωνία που συνάφθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση αυτών των δύο κρατών στη θέση σε λειτουργία, στην εφαρμογή και στην ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, ΕΕ L 176, 10.7.1999, σ. 36. απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που συνάφθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση αυτών των δύο κρατών στη θέση σε λειτουργία, στην εφαρμογή και ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31.

[33] Σύμβαση της 19ης Ιουνίου 1990 για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19.

[34] Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

3. Δημοσιονομικό Δελτίο

69. Η εφαρμογή της παρούσας απόφασης πλαισίου δεν θα επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών ή τον προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με καμία συμπληρωματική λειτουργική δαπάνη.

4. Σχολιασμός των άρθρων

Τίτλος I - Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων

Άρθρο 1 - Ορισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων και υποχρέωση εκτέλεσής του

70. Αυτό το άρθρο υιοθετεί την ίδια προσέγγιση με αυτή του άρθρου 1 της απόφασης πλαισίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης [35]. Ορίζει το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων ως δικαστική απόφαση που εκδίδεται από κράτος μέλος με σκοπό τη λήψη αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων από άλλο κράτος μέλος για τους σκοπούς των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 4. Περιλαμβάνει υποχρέωση των κρατών μελών να εκτελούν το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στη βάση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.

[35] ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σελ. 1.

Άρθρο 2 - Ορισμοί

71. Αυτό το άρθρο ορίζει τους ακόλουθους όρους: κράτος έκδοσης, κράτος εκτέλεσης, αρχή έκδοσης και αρχή εκτέλεσης. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αρχή έκδοσης πρέπει να είναι δικαστής, ανακριτής ή εισαγγελέας. Οι άλλες αρμόδιες αρχές (συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών, τελωνειακών και διοικητικών αρχών) δεν είναι εξουσιοδοτημένες να εκδίδουν ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Αυτές οι αρχές πρέπει να ζητούν την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων από δικαστή, ανακριτή ή εισαγγελέα.

72. Για να δώσει τη δυνατότητα καλύτερης ερμηνείας στον τίτλο IV σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία για τη λήψη δεδομένων από ηλεκτρονικά δίκτυα επικοινωνιών, το συγκεκριμένο άρθρο περιλαμβάνει ορισμούς του "συστήματος πληροφοριών" και των "ηλεκτρονικών δεδομένων", οι οποίοι λαμβάνονται από το σχέδιο απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με επιθέσεις κατά των συστημάτων πληροφορικής [36]. Περιλαμβάνει επίσης έναν ορισμό του "δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών", παρόμοιο με αυτόν που θεσπίστηκε από την οδηγία 2002/21/ΕΚ σχετικά με ένα κοινό κανονιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών [37].

[36] Επιτεύχθηκε συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των ορισμών, σχετικά με το σχέδιο απόφασης πλαισίου κατά το Συμβούλιο "Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις" της 27ης και 28ης Φεβρουαρίου 2003.

[37] Οδηγία 2002/21/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 2002 σχετικά με ένα κοινό κανονιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο), ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33.

73. Τέλος, αυτό το άρθρο ορίζει το "αδίκημα" ως ποινικό αδίκημα ή αξιόποινη πράξη δυνάμει του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους έκδοσης λόγω του ότι συνιστά παράβαση των κανόνων δικαίου, υπό τον όρο ότι η απόφαση μπορεί να δικαιολογήσει διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου το οποίο έχει αρμοδιότητα ιδιαίτερα σε ποινικά θέματα. Αυτό σημαίνει ότι αυτά τα αδικήματα, τα οποία καλύπτονται από το ισχύον σύστημα του διττού αξιοποίνου στο άρθρο 51 της σύμβασης του Σένγκεν του 1990 [38], καλύπτονται επίσης από το σύστημα του διττού αξιοποίνου της παρούσας πρότασης (Άρθρα 16 και 24).

[38] Σύμβαση της 19ης Ιουνίου 1990 για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19.

Άρθρο 3 - Είδη καλυπτόμενων αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων

74. Αυτό το άρθρο ορίζει τα είδη αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων για τα οποία μπορεί να εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Αφορά κάθε αντικείμενο, έγγραφο ή δεδομένο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 4. Αυτό το άρθρο εμπνέεται από τον ορισμό του "αποδεικτικού στοιχείου" που περιλαμβάνεται στην απόφαση πλαίσιο σχετικά με τις αποφάσεις δέσμευσης.

75. Εντούτοις, το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να κινηθούν οι ακόλουθες διαδικασίες:

(α) η διεξαγωγή αποδείξεων υπό τη μορφή ανακρίσεων, δηλώσεων ή άλλων ειδών ακροάσεων (συμπεριλαμβανομένων των διασκέψεων που πραγματοποιούνται μέσω τηλεφώνου ή βίντεο) υπόπτων, μαρτύρων, εμπειρογνωμόνων ή οποιουδήποτε άλλου μέρους.

(β) η λήψη αποδεικτικών στοιχείων από το σώμα προσώπου, κυρίως λαμβάνοντας δείγματα DNA (από τα μαλλιά, το σάλιο ή το αίμα του προσώπου).

(γ) η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε πραγματικό χρόνο, για παράδειγμα, παρακολουθώντας τις επικοινωνίες, προβαίνοντας σε διακριτική παρακολούθηση ή ελέγχοντας τραπεζικούς λογαριασμούς. και

(δ) η απαίτηση νέων ερευνών, ειδικότερα η συγκέντρωση ή ανάλυση υφιστάμενων αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων.

76. Η συνεργασία όσον αφορά τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων αυτού του είδους διέπεται από τις ισχύουσες συμφωνίες αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, κυρίως από την ευρωπαϊκή σύμβαση του 2000 [39] και το πρωτόκολλό της του 2001 [40]. Μελλοντικά, θα χρειαστεί να αντικατασταθούν αυτές οι μορφές συνεργασίας από ένα σύστημα βασισμένο στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Δεν είναι όμως αυτός ο στόχος της παρούσας απόφασης πλαισίου.

[39] Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

[40] Πράξη του Συμβουλίου της 16ης Οκτωβρίου 2001 για τη θέσπιση, σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του πρωτοκόλλου της σύμβασης σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 326 της 21.11.2001, σ. 1.

77. Παρά ταύτα, το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να χρησιμοποιείται για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων που υπάγονται σε αυτές τις κατηγορίες, τα οποία έχουν συγκεντρωθεί πριν από την έκδοση του εντάλματος. Για παράδειγμα, μπορεί να ληφθεί δήλωση που έχει προηγουμένως γίνει από ύποπτο σε ανακριτική αρχή στο κράτος εκτέλεσης στο πλαίσιο προηγούμενης έρευνας που έχει διεξαχθεί από το συγκεκριμένο κράτος. Μπορεί επίσης να καλύπτει αρχεία παρακολούθησης επικοινωνιών, εποπτείας ή ελέγχου τραπεζικών λογαριασμών.

Άρθρο 4 - Είδη διαδικασιών για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων

78. Αυτό το άρθρο ορίζει το είδος διαδικασιών για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Μπορεί να χρησιμοποιείται για τις ποινικές διαδικασίες καθώς επίσης για διοικητικές παραβάσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε διαδικασίες ενώπιον ποινικού δικαστηρίου. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία η οποία αφορά αδικήματα ή παραβάσεις τα οποία συνεπάγονται την ευθύνη νομικού προσώπου στο κράτος έκδοσης.

79. Αυτό εξασφαλίζει ότι η παρούσα πρόταση έχει το ίδιο πεδίο εφαρμογής με τα νομικά μέσα για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως σαν αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής σύμβασης του 2000 [41].

[41] Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

Άρθρο 5 - Περιεχόμενο και μορφή του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων

80. Αυτό το άρθρο εξασφαλίζει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων εκδίδεται σύμφωνα με το τυποποιημένο έντυπο Α που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της απόφασης πλαισίου. Πρέπει να υπογράφεται και το περιεχόμενό του πρέπει να επικυρώνεται από την αρχή έκδοσης (δηλαδή από δικαστή, ανακριτή ή εισαγγελέα).

81. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να μεταφράζεται από το κράτος έκδοσης στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης. Το κράτος εκτέλεσης μπορεί να δεχθεί μεταφράσεις σε άλλες επίσημες γλώσσες της ΕΕ υποβάλλοντας δήλωση στη γενική γραμματεία του Συμβουλίου. Αυτή η λύση είναι παρόμοια με αυτή που έχει επιλεγεί για άλλα νομικά μέσα αμοιβαίας αναγνώρισης, συμπεριλαμβανομένου του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

Τίτλος II - Διαδικασίες και διασφαλίσεις για το κράτος έκδοσης

Άρθρο 6 - Προϋποθέσεις έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων

82. Αυτό το άρθρο ορίζει ορισμένες σημαντικές ελάχιστες εγγυήσεις για να συμβάλει στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

83. Κατοχυρώνει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων εκδίδεται μόνον όταν η αρχή έκδοσης θεωρεί ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα πρέπει να είναι αναγκαία και να αναλογούν στους σκοπούς της διαδικασίας για την οποία εκδόθηκε το ένταλμα. Στόχος είναι να αποφευχθούν ανώφελες παρεμβάσεις στον ιδιωτικό βίο καθώς και καταστάσεις κατά τις οποίες, για παράδειγμα, ζητείται δυσανάλογη ποσότητα εγγράφων για έρευνα που αφορά αδίκημα σχετικά μικρής σημασίας. Το έντυπο Α το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα της απόφασης, προβλέπει ότι η αρχή έκδοσης πρέπει να συμπεριλαμβάνει περιγραφή των αδικημάτων για τα οποία διεξάγεται η έρευνα, των λόγων που δικαιολογούν την έκδοση του εντάλματος και σύνοψη των πραγματικών περιστατικών, σύμφωνα με τις γνώσεις που διαθέτει.

(β) τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα πρέπει να μπορούν να συγκεντρωθούν δυνάμει του δικαίου του κράτους έκδοσης υπό παρόμοιες συνθήκες, εάν αυτά ευρίσκοντο στο έδαφος του κράτους έκδοσης. Κατ' αυτό τον τρόπο, το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν θα μπορεί να χρησιμοποιείται για να καταστρατηγούνται οι προστατευτικές διατάξεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης για τη συλλογή ορισμένων ειδών αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων, όπως τα αποδεικτικά στοιχεία που αποτελούν το αντικείμενο νόμιμου επαγγελματικού απορρήτου. Για το λόγο αυτό, το έντυπο Α περιλαμβάνει ένα ειδικό τμήμα στο οποίο πρέπει να αναφέρεται το κατά πόσον τα αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα μπορούν να καλύπτονται από προνόμια ή ασυλίες. Εντούτοις, αυτή η υποπαράγραφος δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν τα ίδια δικονομικά μέτρα στο κράτος έκδοσης και στο κράτος εκτέλεσης. Πράγματι, το κράτος έκδοσης μπορεί να χρειάζεται ειδική απόφαση για να προβεί σε κατ' οίκον έρευνα τρίτου προκειμένου να κατάσχει αποδεικτικά στοιχεία, ενώ το κράτος εκτέλεσης μπορεί ενδεχομένως να διαθέτει μία λιγότερο παρεμβατική διαδικασία σύμφωνα με την οποία μπορεί να αξιωθεί από τρίτο η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων χωρίς να χρειάζεται κατ' οίκον έρευνα.

(γ) τα αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα πρέπει να μπορούν να γίνουν δεκτά στη διαδικασία για την οποία ζητούνται. Κατ' αυτό τον τρόπο, το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να καταστρατηγούνται οι προστατευτικές διατάξεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης όσον αφορά το παραδεκτό αποδεικτικών στοιχείων, κυρίως εάν μελλοντικά ληφθούν συμπληρωματικά μέτρα όσον αφορά την αμοιβαία αποδοχή αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώνονται δυνάμει του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

84. Το έντυπο Α που προσαρτάται στο παράρτημα προβλέπει επίσης ότι η αρχή έκδοσης πρέπει να προσδιορίζει, στο μέτρο των γνώσεων που διαθέτει, την ταυτότητα των φυσικών ή νομικών προσώπων σε σχέση με τα οποία ζητούνται τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα, καθώς και των προσώπων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι κατέχουν τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα.

Άρθρο 7 - Διαβίβαση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων

85. Αυτό το άρθρο προβλέπει την άμεση διαβίβαση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ αρμόδιων δικαστικών αρχών. Αυτή η αρχή θεσπίστηκε από το άρθρο 6 της ευρωπαϊκής σύμβασης του 2000 [42].

[42] Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

86. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αρμόδια αρχή εκτέλεσης είναι άγνωστη, προβλέπεται η χρήση του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου. Αν η αρχή που παραλαμβάνει το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι αρμόδια να το αναγνωρίσει και να το εκτελέσει, οφείλει να το διαβιβάσει στην αρμόδια δικαστική αρχή με σκοπό την εκτέλεσή του και να ενημερώσει την αρχή έκδοσης.

Άρθρο 8 - Κεντρική αρχή ποινικού μητρώου

87. Αυτό το άρθρο προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο να δημιουργήσει μία κεντρική αρχή αρμόδια για τη χορήγηση αποσπασμάτων ποινικού μητρώου στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και για παρεπόμενα μέτρα σχετικά με νομικό ή φυσικό πρόσωπο. Στόχος είναι να εξασφαλιστεί ότι ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων το οποίο περιορίζεται στο αίτημα αποσπάσματος ποινικού μητρώου μπορεί να αποστέλλεται απευθείας σε αρχή η οποία ελέγχει το ποινικό μητρώο ή, τουλάχιστον, έχει πρόσβαση σε αυτό.

Άρθρο 9 - Ένταλμα για τη συγκέντρωση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων

88. Αυτό το άρθρο εξετάζει την ανάγκη αντιμετώπισης των καταστάσεων κατά τις οποίες υποβάλλονται για την ίδια έρευνα πολλαπλές αιτήσεις συγκέντρωσης αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων. Μια ανάλογη διάταξη προβλέπεται στο άρθρο 6 του πρωτοκόλλου του 2001 [43] που προσαρτάται στη σύμβαση της ΕΕ του 2000.

[43] Πράξη του Συμβουλίου της 16ης Οκτωβρίου 2001 για τη θέσπιση, σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του πρωτοκόλλου της σύμβασης σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 326 της 21.11.2001, σ. 1.

89. Για λόγους συντόμευσης, η αρχή έκδοσης μπορεί να χρησιμοποιεί το έντυπο Β, το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα, για να λάβει αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα πέραν αυτών που ήδη ζητούνται σε ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων το οποίο έχει προηγουμένως εκδοθεί για την ίδια διαδικασία. Δεν είναι απαραίτητο να εκδοθεί ένα νέο ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, στο βαθμό που το περιεχόμενο του αρχικού εντάλματος (κυρίως τα πραγματικά περιστατικά που γνωρίζει η αρχή έκδοσης και η ταυτότητα των προσώπων σχετικά με τα οποία ζητούνται τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα) παραμένει αμετάβλητο.

90. Το κράτος εκτέλεσης οφείλει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε τέτοιο ένταλμα για συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία κατά τον ίδιο τρόπο που οφείλει να συμμορφωθεί με το αρχικό ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

91. Αν η αρμόδια αρχή έκδοσης συμμετέχει στην εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων του κράτους εκτέλεσης, μπορεί να απευθύνει ένταλμα για συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία απευθείας στην αρχή εκτέλεσης κατά τη διάρκεια της παρουσίας της στο συγκεκριμένο κράτος.

Άρθρο 10 - Προϋποθέσεις όσον αφορά τη χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

92. Αυτό το άρθρο βασίζεται στο άρθρο 23 της σύμβασης της ΕΕ του 2000 [44]. Συμπληρώνει την προστασία που παρέχεται από τη σύμβαση για την προστασία προσώπων έναντι της αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που θεσπίστηκε το 1981 από το Συμβούλιο της Ευρώπης [45]. Η σύμβαση του 1981, η οποία επικυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη, προβλέπει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποτελούν το αντικείμενο αυτόματης επεξεργασίας μπορούν, μεταξύ άλλων, να αποθηκεύονται και να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εξειδικευμένους και έννομους λόγους, εκτός εάν αυτό αποτελεί μέτρο απαραίτητο για την προστασία της ασφάλειας του κράτους, της δημόσιας ασφάλειας ή της καταστολής ποινικών αδικημάτων σε μία δημοκρατική κοινωνία. Η οδηγία 95/43/ΕΚ σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα [46] δεν εφαρμόζεται στη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις.

[44] Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

[45] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 108.

[46] Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, ΕΕ L 281 της 25.11.95, σ. 31.

93. Ο περιορισμός που επιβάλλεται από το συγκεκριμένο άρθρο εμπνέεται από τη λύση που ακολουθείται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της σύμβασης της ΕΕ του 2000.

94. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, το κράτος εκτέλεσης μπορεί επίσης να απαιτήσει από το κράτος μέλος προς το οποίο έχουν διαβιβαστεί τα προσωπικά δεδομένα να χορηγήσει πληροφορίες σχετικά με τη χρήση αυτών των δεδομένων. Αυτή η υποχρέωση παροχής πληροφοριών για τη χρήση των δεδομένων είναι σύμφωνη με το άρθρο 23, παράγραφος 3, της σύμβασης της ΕΕ του 2000.

95. Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 6, της σύμβασης της ΕΕ του 2000, η παράγραφος 4 αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνονται από κράτος μέλος κατ' εφαρμογή της απόφασης πλαισίου και τα οποία προέρχονται από το εν λόγω κράτος μέλος.

Τίτλος III - Διαδικασίες και διασφαλίσεις για το κράτος εκτέλεσης

Άρθρο 11 - Αναγνώριση και εκτέλεση

96. Αυτό το άρθρο επιβάλλει την υποχρέωση στις αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης να αναγνωρίζουν ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων χωρίς να επιβάλλουν άλλες διατυπώσεις και να λαμβάνουν αμέσως όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεσή του. Η εκτέλεση του εντάλματος πρέπει να γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο με αυτόν που θα ακολουθείτο εάν τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα συγκεντρώνονταν από αρχή του κράτους εκτέλεσης.

Άρθρο 12 - Εγγυήσεις εκτέλεσης

97. Αυτό το άρθρο εξασφαλίζει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα εκτελεστεί σύμφωνα με τις ακόλουθες ελάχιστες προϋποθέσεις :

(α) θα πρέπει να χρησιμοποιούνται τα λιγότερο οχληρά μέτρα για τη συγκέντρωση των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων.

(β) τα φυσικά πρόσωπα δεν πρέπει να εξαναγκάζονται να προσκομίζουν αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που μπορούν να επιβαρύνουν τη θέση τους. και

(γ) η αρχή έκδοσης πρέπει να ενημερώνεται αμέσως εάν η αρχή εκτέλεσης διαπιστώσει ότι το ένταλμα εκτελέστηκε κατά παράβαση της νομοθεσίας του κράτους εκτέλεσης.

98. Οι ακόλουθες συμπληρωματικές εγγυήσεις προβλέπονται για τις έρευνες και κατασχέσεις :

(α) η κατ' οίκον έρευνα δεν πρέπει να αρχίζει κατά τη διάρκεια της νύχτας, εκτός εάν αυτό καθίσταται κατ' εξαίρεση αναγκαίο λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της υπόθεσης.

(β) το πρόσωπο στην οικία του οποίου πραγματοποιήθηκε έρευνα πρέπει να έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γραπτή κοινοποίηση της έρευνας. Αυτή πρέπει να αναφέρει, τουλάχιστον, τους λόγους της έρευνας, τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που κατασχέθηκαν και τα ένδικα μέσα που βρίσκονται στη διάθεση του προσώπου. και

(γ) σε περίπτωση απουσίας του προσώπου στην οικία του οποίου πραγματοποιήθηκε η έρευνα, η έρευνα πρέπει να κοινοποιείται στο συγκεκριμένο πρόσωπο αφήνοντας γνωστοποίηση στον τόπο της έρευνας ή με οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέσο.

Άρθρο 13 - Διατυπώσεις που πρέπει να τηρούνται στο κράτος εκτέλεσης

99. Αυτό το άρθρο επιτρέπει στην αρχή έκδοσης να αξιώνει από την αρχή εκτέλεσης την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων κατά την εκτέλεση του εντάλματος. Αναφέρονται τέσσερις συγκεκριμένες διατυπώσεις :

(α) εάν, κατά την άποψη της αρχής έκδοσης, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος παραποίησης, μετατόπισης ή καταστροφής των αναζητούμενων αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων, αυτή μπορεί να αξιώσει από την αρχή εκτέλεσης να χρησιμοποιήσει εξαναγκαστικά μέτρα για την εκτέλεση του εντάλματος. Αυτή η διάταξη έχει σαν στόχο να εξασφαλίσει ότι η αρχή εκτέλεσης συγκεντρώνει τα αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι αυτά δεν θα είναι παραποιημένα ή κατεστραμμένα μη παρέχοντας για παράδειγμα εμπιστοσύνη στην εθελοντική συνεργασία του προσώπου στην κατοχή του οποίου βρίσκονται τα αποδεικτικά στοιχεία. Οποιαδήποτε τέτοια αξίωση πρέπει να δικαιολογείται στο έντυπο Α που περιλαμβάνεται στο παράρτημα.

(β) το γεγονός ότι διεξάγεται έρευνα και το περιεχόμενό της πρέπει να παραμένουν απόρρητα πλην του μέτρου που είναι απαραίτητο για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Παρόμοιες υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας προβλέπονται στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου του 2001 [47] το οποίο προσαρτάται στη σύμβαση της ΕΕ του 2000 για την παρακολούθηση και ενημέρωση σχετικά με τις τραπεζικές συναλλαγές, και στο άρθρο 33 της ευρωπαϊκής σύμβασης του 1990 σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη διερεύνηση, την κατάσχεση και τη δήμευση προϊόντων εγκλήματος [48].

[47] Πράξη του Συμβουλίου της 16ης Οκτωβρίου 2001 για τη θέσπιση, σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του πρωτοκόλλου της σύμβασης σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 326 της 21.11.2001, σ. 1.

[48] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 141.

(γ) το κράτος εκτέλεσης πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, ή σε τρίτο ενδιαφερόμενο που διορίζεται από την αρχή έκδοσης, να παρευρίσκεται στην εκτέλεση του εντάλματος. Αυτή η διάταξη εμπνέεται από το άρθρο 4 της σύμβασης του 1959 [49]. Εντούτοις, αντίθετα με αυτό που προβλέπεται στην εν λόγω σύμβαση, προτείνεται ότι το κράτος εκτέλεσης δεν μπορεί να αντιταχθεί στην παρουσία αυτών των προσώπων. Επιπλέον, το κράτος εκτέλεσης πρέπει να χορηγεί στην αρχή του κράτους έκδοσης η οποία είναι παρούσα το ίδιο δικαίωμα πρόσβασης με την αρχή εκτέλεσης σε οποιοδήποτε αντικείμενο, έγγραφο ή δεδομένο λαμβάνεται κατ' εκτέλεση του εντάλματος. Αυτό έχει σαν στόχο να εξασφαλίσει ότι η παρουσία της αρχής έκδοσης έχει κάποια πρακτική αξία κυρίως με σκοπό την έκδοση εντάλματος για συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3.

[49] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 30.

(δ) η αρχή έκδοσης πρέπει να μπορεί να αξιώσει από την αρχή εκτέλεσης την καταγραφή των ονομάτων των προσώπων τα οποία είχαν στην κατοχή τους τα αποδεικτικά στοιχεία από την εκτέλεση του εντάλματος μέχρι τη διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων στο κράτος έκδοσης. Αυτό θα βοηθήσει στη γνώση του συνόλου της "αλυσίδας των αποδεικτικών στοιχείων".

100. Το σημείο ε) ακολουθεί την προσέγγιση του άρθρου 4 της σύμβασης της ΕΕ του 2000 [50]. Παρέχει τη δυνατότητα στην αρχή έκδοσης να αξιώνει από την αρχή εκτέλεσης την τήρηση άλλων ειδικών διατυπώσεων και διαδικασιών που ορίζονται ρητά από αυτή, εκτός εάν αυτές είναι αντίθετες προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους εκτέλεσης. Για παράδειγμα, μία αρχή έκδοσης που αιτείται την κατάσχεση και την παράδοση ηλεκτρονικών δεδομένων δεν πρέπει να παραλείπει να προσδιορίζει τις διατυπώσεις και τις διαδικασίες που κατοχυρώνουν την ασφάλεια και την αξιοπιστία των ηλεκτρονικών δεδομένων.

[50] Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

Άρθρο 14 - Υποχρέωση ενημέρωσης

101. Αυτό το άρθρο βασίζεται στο άρθρο 5 του πρωτοκόλλου του 2001 [51] που προσαρτάται στη σύμβαση της ΕΕ του 2000. Υποχρεώνει την αρχή εκτέλεσης, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, να ενημερώνει αμελητί την αρχή έκδοσης εάν κρίνει αναγκαίο να προβεί σε έρευνες που δεν είχαν αρχικά προβλεφθεί.

[51] Πράξη του Συμβουλίου της 16ης Οκτωβρίου 2001 για τη θέσπιση, σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του πρωτοκόλλου της σύμβασης σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 326 της 21.11.2001, σ. 1.

Άρθρο 15 - Λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης

102. Αυτό το άρθρο εξετάζει τους λόγους που δικαιολογούν την άρνηση αναγνώρισης και εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Οι μόνοι λόγοι άρνησης είναι εκείνοι που προβλέπονται στο παρόν άρθρο καθώς και, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου, η αρχή του διττού αξιοποίνου που προβλέπεται στα άρθρα 16 και 24. Η απόφαση μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης εκδίδεται αποκλειστικά από δικαστή, ανακριτή ή εισαγγελέα του κράτους εκτέλεσης. Αυτό αποτρέπει το ενδεχόμενο ακύρωσης δικαστικής απόφασης από αστυνομική ή διοικητική αρχή. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκτέλεση του εντάλματος ανατίθεται σε αστυνομική ή διοικητική αρχή, αυτή η αρχή οφείλει να ζητήσει την έκδοση απόφασης από δικαστή, ανακριτή ή εισαγγελέα για να αρνηθεί την αναγνώριση και εκτέλεση του εντάλματος.

103. Όσον αφορά την αρχή ne bis in idem, γίνεται διάκριση μεταξύ της περίπτωσης κατά την οποία η αρχή εφαρμόζεται σε κάποιο άλλο κράτος μέλος και εκείνης κατά την οποία η αρχή αυτή μπορεί να προκύψει σαν αποτέλεσμα διαδικασίας που έχει κινηθεί σε τρίτο κράτος. Όσον αφορά την αρχή ne bis in idem σε σχέση με κάποιο άλλο κράτος μέλος, η λύση θα εξαρτηθεί από την έκβαση των διεξαγόμενων συζητήσεων σχετικά με την πρωτοβουλία της Ελληνικής Δημοκρατίας για τη θέσπιση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή της αρχής "ne bis in idem" [52]. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η μη αναγνώριση και η μη εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να είναι υποχρεωτική. Όσον αφορά την αρχή ne bis in idem σαν αποτέλεσμα διαδικασιών σε τρίτο κράτος, η άρνηση αναγνώρισης και εκτέλεσης είναι προαιρετική. Αυτή η διάκριση είναι σύμφωνη με την προσέγγιση που υιοθετείται στην απόφαση πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης [53].

[52] ΕΕ C 100 της 26.4.2003, σ. 24.

[53] ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σελ. 1.

104. Η άρνηση επιτρέπεται επίσης όταν προνόμιο ή ασυλία σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης καθιστά αδύνατη την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Αυτή είναι η προσέγγιση που ακολουθείται στην απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσμευσης.

Άρθρο 16 - Διττό αξιόποινο

105. Η άρνηση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων λόγω του ότι η πράξη στην οποία αυτό βασίζεται δεν συνιστά αδίκημα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους εκτέλεσης (αρχή του διττού αξιόποινου) είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων. Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα άρνησης της εκτέλεσης για το συγκεκριμένο λόγο. Εντούτοις, για να διευκολυνθεί η μετάβαση μεταξύ των ισχυόντων κανόνων και του νέου συστήματος αμοιβαίας αναγνώρισης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, προτείνεται προσέγγιση σε δύο στάδια. Πρώτον, το παρόν άρθρο περιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκτέλεση μπορεί να εξαρτηθεί από το διττό αξιόποινο. Δεύτερον, το άρθρο 24 προβλέπει ότι το διττό αξιόποινο, υπό τον στενότερο ορισμό του που δίδεται στο άρθρο 16, μπορεί να τυγχάνει επίκλησης μόνο κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου.

106. Σύμφωνα με τη σύμβαση του 1959 [54], το διττό αξιόποινο μπορεί να επιβάλλεται ως προϋπόθεση συνεργασίας για τη διεξαγωγή αποδείξεων μόνο σε σχέση με τις εξουσίες έρευνας και κατάσχεσης. Αυτός ο κανόνας περιορίστηκε περαιτέρω από το άρθρο 51 της σύμβασης εφαρμογής του Σένγκεν του 1990 [55], το οποίο εξετάζει το ζήτημα διοικητικών διαδικασιών σε ποινικές υποθέσεις. Το διττό αξιόποινο δεν μπορεί να επιβληθεί ως προϋπόθεση εκτέλεσης όταν τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα βρίσκονται ήδη υπό τον έλεγχο της αρχής εκτέλεσης.

[54] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 30.

[55] Σύμβαση της 19ης Ιουνίου 1990 για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19.

107. Αυτό το άρθρο αναπτύσσει τη θέση που υποστηρίζεται στα υπάρχοντα νομικά μέσα, δηλαδή ότι το διττό αξιόποινο καταργείται εκτός από την περίπτωση όπου το κράτος εκτέλεσης κρίνει απαραίτητο να προβεί σε κατάσχεση ή έρευνα εγκαταστάσεων. Διευρύνει περαιτέρω τη θέση αυτή καταργώντας τη δυνατότητα άρνησης συνεργασίας λόγω του διττού αξιοποίνου όταν:

(α) δεν είναι απαραίτητο να διεξαχθεί έρευνα ιδιωτικών εγκαταστάσεων για την εκτέλεση του εντάλματος. Αυτό αντικατοπτρίζει την ιδιαίτερη ευαισθησία που υπάρχει όσον αφορά την έρευνα ιδιωτικών εγκαταστάσεων. ή

(β) το αδίκημα συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των αδικημάτων που απαριθμούνται στο παρόν άρθρο.

108. Ο κατάλογος αδικημάτων αυτού του άρθρου αντιγράφεται από τον κατάλογο αδικημάτων του άρθρου 2 του σχεδίου απόφασης πλαισίου για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης όσον αφορά τις χρηματικές κυρώσεις. Συμπληρώνει τον κατάλογο των αδικημάτων του άρθρου 2 της απόφασης πλαισίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης [56], το οποίο ενσωματώνεται επίσης στο άρθρο 3 της απόφασης πλαισίου για τις αποφάσεις δέσμευσης.

[56] ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σελ. 1.

109. Σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθετείται στο σχέδιο απόφασης πλαισίου σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις χρηματικές κυρώσεις, ο κατάλογος δεν αναφέρει ελάχιστες ή ανώτατες ποινές φυλάκισης ή άλλες ποινές στο κράτος έκδοσης.

110. Η παράγραφος 3 προβλέπει ότι ακόμα και όταν είναι απαραίτητη η διεξαγωγή κατ' οίκον έρευνας και το αδίκημα δεν συγκαταλέγεται στον κατάλογο, το διττό αξιόποινο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν λόγος άρνησης παρά μόνον υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 24.

Άρθρο 17 - Προθεσμίες και διαδικασίες αναγνώρισης, εκτέλεσης και διαβίβασης

111. Αυτό το άρθρο ορίζει τις προθεσμίες αναγνώρισης και εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Οι προθεσμίες είναι απαραίτητες για να εξασφαλιστεί ταχεία, αποτελεσματική και συνεκτική συνεργασία με σκοπό τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων για να χρησιμοποιηθούν σε ποινικές διαδικασίες σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

112. Η αρχή έκδοσης μπορεί να ορίσει στο έντυπο Α το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα ότι, λόγω διαδικαστικών προθεσμιών ή άλλων ιδιαίτερα επειγουσών περιστάσεων, είναι απαραίτητο να οριστεί συντομότερη προθεσμία από αυτή που προβλέπεται από το παρόν άρθρο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αρχή εκτέλεσης είναι υποχρεωμένη να τηρεί στο μέτρο του δυνατού αυτή τη συντομότερη προθεσμία. Αυτή είναι η προσέγγιση που έχει ήδη υιοθετηθεί στο άρθρο 4 της σύμβασης της ΕΕ του 2000 [57].

[57] Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

113. Η παρούσα πρόταση βαίνει πέραν αυτού αξιώνοντας ότι κάθε απόφαση μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης πρέπει να λαμβάνεται και να ανακοινώνεται το συντομότερο δυνατό και, εφόσον αυτό είναι δυνατό, εντός δέκα ημερών μετά την παραλαβή του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Αυτή είναι η ίδια προθεσμία που χρησιμοποιείται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της απόφασης πλαισίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για τα πρόσωπα που έχουν δεχθεί να παραδοθούν.

114. Η εκτέλεση του εντάλματος μπορεί να αναβληθεί για έναν από τους λόγους που απαρριθμούνται στο άρθρο 18. Αν αυτό δεν ισχύει, το ένταλμα πρέπει να εκτελεστεί αμέσως όταν τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα τα οποία αναζητούνται από την αρχή έκδοσης βρίσκονται ήδη υπό τον έλεγχο της αρχής εκτέλεσης ή όταν ζητείται απόσπασμα ποινικού μητρώου από την κεντρική αρχή ποινικού μητρώου. Σε άλλες περιπτώσεις, όταν για παράδειγμα απαιτούνται αναγκαστικά μέτρα, το ένταλμα πρέπει να εκτελείται, ει δυνατόν, εντός 60 ημερών από την παραλαβή του.

115. Η διαβίβαση των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στο κράτος έκδοσης πρέπει να γίνεται αμέσως όταν τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα βρίσκονται ήδη υπό τον έλεγχο της αρχής εκτέλεσης ή όταν ζητείται απόσπασμα ποινικού μητρώου από την κεντρική αρχή ποινικού μητρώου. Σε άλλες περιπτώσεις, η διαβίβαση πρέπει να γίνεται αμελλητί και, ει δυνατόν, εντός 30 ημερών από την εκτέλεση του εντάλματος. Η μόνη εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα είναι η περίπτωση κατά την οποία έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα στο κράτος εκτέλεσης, περίπτωση κατά την οποία ισχύουν οι διαδικασίες και οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 19.

116. Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της σύμβασης του 1959 [58], η αρχή εκτέλεσης μπορεί να αξιώσει την επιστροφή στο κράτος εκτέλεσης των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων μόλις αυτά δεν θα είναι πλέον απαραίτητα στο κράτος έκδοσης. Καμία άλλη προϋπόθεση δεν μπορεί να τεθεί στη διαβίβαση των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων στο κράτος έκδοσης.

[58] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 30.

117. Οποιαδήποτε άρνηση ή παράλειψη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να είναι δικαιολογημένη. Όταν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να τηρήσει τις προθεσμίες που ορίζονται από το παρόν άρθρο, είναι υποχρεωμένο να ενημερώσει τη Eurojust, προσδιορίζοντας τους λόγους της καθυστέρησης. Αυτή η ενημέρωση έχει σαν στόχο να βοηθήσει την Eurojust να βελτιώσει τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Αυτή η υποχρέωση βασίζεται στο άρθρο 17 της απόφασης πλαισίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης [59].

[59] ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σελ. 1.

Άρθρο 18 - Λόγοι αναβολής της εκτέλεσης

118. Αυτό το άρθρο ορίζει τους λόγους οι οποίοι δικαιολογούν την αναβολή της εκτέλεσης.

119. Η εκτέλεση μπορεί να αναβληθεί εάν το έντυπο είναι ελλιπές. εάν η εκτέλεση είναι ενδεχομένως επιζήμια για μία διεξαγόμενη ποινική έρευνα. ή εάν τα σχετικά αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα χρησιμοποιούνται ήδη στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης πλαισίου. Η σχετική αρμόδια αρχή στο κράτος έκδοσης πρέπει να ενημερώνεται για τους λόγους αναβολής και για την πιθανή διάρκειά της.

120. Μόλις παύσει να ισχύει ο λόγος αναβολής, η αρχή εκτέλεσης πρέπει να λάβει αμέσως τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων και να ενημερώσει την αρμόδια αρχή στο κράτος έκδοσης.

Άρθρο 19 - Ένδικα μέσα κατά αναγκαστικών μέτρων

121. Τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν ένδικα μέσα που να τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένων των ενδιαφερομένων τρίτων, για την προάσπιση των έννομων συμφερόντων τους σε καταστάσεις κατά τις οποίες η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων συνεπάγεται τη λήψη αναγκαστικών μέτρων. Τα κράτη μέλη δεν είναι ως εκ τούτου υποχρεωμένα να θεσπίσουν ένδικα μέσα όταν, για παράδειγμα, τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα βρίσκονται ήδη υπό τον έλεγχο δικαστικής αρχής στο κράτος εκτέλεσης και διαβιβάζονται απλά στην αρχή έκδοσης. Σε αυτή την περίπτωση, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να προστατεύσουν τα δικαιώματα των θιγομένων από τη διαδικασία προσώπων σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και τηρώντας τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

122. Αυτό το άρθρο βασίζεται στην προσέγγιση που υιοθετήθηκε στην απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσμευσης. Εντούτοις, στην παρούσα πρόταση, τα ένδικα μέσα μπορούν να έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα στη διαβίβαση των αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων στο κράτος έκδοσης, υπό την επιφύλαξη των κάτωθι οριζόμενων προθεσμιών.

123. Γενικά, τα ένδικα μέσα πρέπει να ασκούνται σε δικαστήριο του κράτους έκδοσης ή του κράτους εκτέλεσης σύμφωνα με το αντίστοιχο εθνικό τους δίκαιο. Δεν είναι εντούτοις δυνατό να προσβληθούν οι λόγοι ουσίας που οδήγησαν στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στο κράτος εκτέλεσης. Αυτοί οι λόγοι μπορούν να αμφισβητηθούν μόνο στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται ενώπιον δικαστηρίου του κράτους έκδοσης.

124. Το κράτος έκδοσης έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την τήρηση των προθεσμιών προσφυγής κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται στους ενδιαφερομένους η αποτελεσματικότητα της προσφυγής. Το κράτος έκδοσης και το κράτος εκτέλεσης οφείλουν να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διευκολύνουν την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής, κυρίως παρέχοντας στους ενδιαφερομένους ανάλογες και πλήρεις πληροφορίες.

125. Όπως προαναφέρθηκε, το κράτος εκτέλεσης μπορεί να αναστείλει τη διαβίβαση των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση για τα ένδικα μέσα. Εντούτοις, ακόμα και αν έχει ασκηθεί προσφυγή στο κράτος εκτέλεσης, η αρχή έκδοσης μπορεί να αξιώσει τη διαβίβαση των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων 60 ημέρες μετά την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Αυτός ο κανόνας επιδιώκει να κατοχυρώσει τη δέουσα ισορροπία μεταξύ της ανάγκης να αποφευχθεί η παράλυση της δικαστικής συνεργασίας λόγω προσφυγών που ασκούνται κατά της διαβίβασης αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων και της ανάγκης να χορηγηθούν τα κατάλληλα ένδικα μέσα στους ενδιαφερομένους στο κράτος εκτέλεσης πριν από τη διαβίβαση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εάν η απόφαση που εκδίδεται για τα ένδικα μέσα έχει σαν αποτέλεσμα την απαγόρευση της διαβίβασης, τα αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα πρέπει να επιστραφούν αμέσως στο κράτος εκτέλεσης.

Άρθρο 20 - Επιστροφή αποζημιώσεων

126. Αυτό το άρθρο ασχολείται με την επιστροφή από το κράτος έκδοσης στο κράτος εκτέλεσης όλων των ποσών που έχουν καταβληθεί ως αποζημιώσεις δυνάμει της ευθύνης του κράτους έκδοσης εκτός εάν, και στο βαθμό που, το σύνολο ή μέρος της ζημίας καταλογίζεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά του κράτους εκτέλεσης. Αυτή είναι ίδια προσέγγιση με αυτή που υιοθετήθηκε στην απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσμευσης.

Τίτλος IV - Διεθνής δικαιοδοσία στον τομέα των ηλεκτρονικών δικτύων επικοινωνιών

Άρθρο 21 - Διεθνής δικαιοδοσία για ηλεκτρονικά δεδομένα που είναι αποθηκευμένα σε σύστημα πληροφόρησης εγκατεστημένο στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους

127. Όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1.12, αυτό το άρθρο προσδιορίζει με σαφήνεια ότι είναι θεμιτό για το κράτος εκτέλεσης να συγκεντρώνει αποδεικτικά στοιχεία υπό τη μορφή ηλεκτρονικών δεδομένων στα οποία μπορεί νόμιμα να έχει πρόσβαση από το έδαφός του με τη βοήθεια ηλεκτρονικού δικτύου επικοινωνιών, υπό την προϋπόθεση ότι αφορά υπηρεσίες που παρέχονται στο έδαφός του, ακόμα και όταν είναι αποθηκευμένες στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους. Κάθε κράτος μέλος είναι επίσης υποχρεωμένο να επαληθεύει ότι, όσον αφορά τα δεδομένα που βρίσκονται στο έδαφός του, το εθνικό του δίκαιο δεν εμποδίζει άλλο κράτος μέλος να πραγματοποιήσει αυτές τις ενέργειες.

ΤΙΤΛΟΣ V - Τελικές διατάξεις

Άρθρο 22 - Έλεγχος της αποτελεσματικότητας της απόφασης πλαισίου

128. Είναι σημαντικό για την Επιτροπή να μπορεί να ελέγχει την αποτελεσματικότητα της παρούσας απόφασης πλαισίου, και κυρίως να συμβάλει στην μελλοντική ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής πολιτικής για τα μέσα βελτίωσης της αποτελεσματικότητας της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Με αυτό το πνεύμα, υπάρχει αξίωση ενημέρωσης της Επιτροπής σε περίπτωση επαναλαμβανόμενων προβλημάτων κατά την εκτέλεση των ευρωπαϊκών ενταλμάτων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Αυτή η αξίωση βασίζεται στο άρθρο 17 της απόφασης πλαισίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης [60], εκτός από το γεγονός ότι είναι η Επιτροπή, και όχι το Συμβούλιο, που πρέπει να ενημερώνεται για οποιαδήποτε επαναλαμβανόμενα προβλήματα έτσι ώστε να βοηθηθεί στην κατάρτιση της έκθεσής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης πλαισίου.

[60] ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σελ. 1.

129. Αυτό το άρθρο επιβάλλει επίσης σε κάθε κράτος μέλος να χορηγεί, το αργότερο στις 31 Μαρτίου κάθε έτους, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με το προηγούμενο ημερολογιακό έτος:

(α) τον αριθμό των ευρωπαϊκών ενταλμάτων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που εκδόθηκαν από τις αρχές του σε κάθε κράτος μέλος.

(β) το μέσο αριθμό ημερών που μεσολάβησαν για την παραλαβή των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων που εξειδικεύονται στο ένταλμα από κάθε κράτος μέλος. και

(γ) τον αριθμό ευρωπαϊκών ενταλμάτων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που εκδόθηκαν από τις αρχές του σε κάθε κράτος μέλος και των οποίων η αναγνώριση απερρίφθη ή η εκτέλεση δεν κατέστη δυνατή, και σύνοψη των επικαλεσθέντων λόγων.

130. Αυτές οι πληροφορίες συγκεντρώνονται κεντρικά από το κράτος έκδοσης. Μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι το κράτος έκδοσης θεωρεί σημαντικό να εξασφαλίσει ότι οι έρευνές του διευκολύνονται ταχέως και αποτελεσματικά από τα άλλα κράτη μέλη. Είναι ευνόητο βεβαίως ότι δεν απαγορεύεται στα κράτη μέλη να συγκεντρώνουν κεντρικά το καθένα από την πλευρά του πληροφορίες για την ορθή εκτέλεση από τις δικές τους δικαστικές αρχές των ευρωπαϊκών ενταλμάτων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που εκδίδονται από άλλα κράτη μέλη.

131. Επιπλέον, παρόμοιες πληροφορίες πρέπει να χορηγούνται κάθε έτος από τις κεντρικές αρχές ποινικού μητρώου όσον αφορά την εκτέλεση των ενταλμάτων τα οποία λαμβάνουν για τη χορήγηση αποσπασμάτων ποινικού μητρώου.

Άρθρο 23 - Σχέση με άλλα νομικά μέσα

132. Αυτό το άρθρο προσδιορίζει ότι η παρούσα απόφαση πλαίσιο αντικαθιστά τις διατάξεις που ισχύουν όσον αφορά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή στις σχετικές συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο μέτρο που πρόκειται για αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας νομικής πράξης. Παρόμοια προσέγγιση υιοθετήθηκε για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο θα αντικαταστήσει τις ισχύουσες πράξεις έκδοσης από την 1η Ιανουαρίου 2004.

133. Αυτό το άρθρο καταργεί επίσης το άρθρο 51 της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας Σένγκεν και το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου του 2001 που προσαρτάται στη σύμβαση της ΕΕ του 2000.

134. Η απόφαση πλαίσιο δεν επηρεάζει τις συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων στο μέτρο που αυτές οι συμβάσεις ή συμφωνίες εξασφαλίζουν πιο αποτελεσματική και ενεργή συνεργασία στον ποινικό τομέα. Μπορεί να πρόκειται για συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ των αστυνομικών υπηρεσιών σχετικά με αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα που βρίσκονται ήδη στην κατοχή τους, καθώς και για συμφωνίες συνεργασίας σχετικά με δημόσια έγγραφα που είναι εύκολα διαθέσιμα και δεν συνεπάγονται την άσκηση αναγκαστικών μέτρων. Η παρούσα απόφαση πλαίσιο δεν επιδιώκει να δημιουργήσει νέα εμπόδια σε αυτή τη συνεργασία. Συστήνεται εντούτοις η κοινοποίηση οποιασδήποτε νέας συμφωνίας ή σύμβασης στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 24 - Μεταβατικές συμφωνίες

135. Η παράγραφος 1 αυτού του άρθρου προσδιορίζει ότι οι αιτήσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής που λαμβάνονται πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005 συνεχίζουν να διέπονται από τα ισχύοντα νομικά μέσα που διοργανώνουν την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις. Μετά από αυτή την ημερομηνία, η απόφαση πλαίσιο θα διέπει τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις όσον αφορά τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

136. Οι παράγραφοι 2 και 3 αυτού του άρθρου προβλέπουν μία μεταβατική περίοδο 5 ετών κατά τη διάρκεια της οποίας το διττό αξιόποινο, στο μέτρο που δεν έχει καταργηθεί από το άρθρο 16, θα μπορεί να συνεχίσει να προτάσσεται ως λόγος άρνησης από τα κράτη μέλη τα οποία έχουν ήδη, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, εξαρτήσει την εκτέλεση μιας αίτησης έρευνας και κατάσχεσης από την προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου. Κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, αυτά τα κράτη μέλη θα μπορούν να επιτρέπουν σε δικαστική αρχή να αρνείται την αναγνώριση ή εκτέλεση λόγω του διττού αξιοποίνου όπως ορίζεται στο άρθρο 16. Όσον αφορά τους λόγους άρνησης που αναφέρονται στο άρθρο 15, η απόφαση μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης ανατίθεται αποκλειστικά σε δικαστές, ανακριτές και εισαγγελείς του κράτους εκτέλεσης. Το διττό αξιόποινο δεν μπορεί να προταχθεί για να δικαιολογηθεί η μη αναγνώριση ή η μη εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων παρά μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το παρόν άρθρο.

Άρθρο 25 - Εφαρμογή

137. Το παρόν άρθρο επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εφαρμόσουν τη συμφωνία πλαίσιο το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2005 και να αποστείλουν πριν από αυτή την ημερομηνία το κείμενο των διατάξεων μεταφοράς της στο εθνικό τους δίκαιο. Έξι μήνες μετά την εφαρμογή, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, με την οποία θα αξιολογεί το μέτρο στο οποίο τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση πλαίσιο, η οποία θα συνοδεύεται, εάν είναι απαραίτητο, από νομοθετικές προτάσεις.

Άρθρο 26 - Έναρξη ισχύος

138. Το παρόν άρθρο προβλέπει ότι η απόφαση πλαίσιο αρχίζει να ισχύει την 20ή ημέρα μετά την δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παράρτημα

Έντυπο A - ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων

139. Αυτό είναι το έντυπο που προτείνεται για το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Σχεδιάστηκε ειδικά για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης πλαισίου. Εντούτοις, βασίζεται επίσης στην προσέγγιση που υιοθετήθηκε στο παράρτημα της απόφασης πλαισίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης [61] και στο παράρτημα της απόφασης πλαισίου για τις αποφάσεις δέσμευσης.

[61] ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σελ. 1.

140. Το έντυπο Α περιλαμβάνει τα ακόλουθα τμήματα: (α) δικαστική αρχή η οποία εκδίδει το ένταλμα. (β) λόγοι έκδοσης του εντάλματος. (γ) πληροφορίες σχετικά με το πρόσωπο για το οποίο ζητούνται αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα. (δ) αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που ζητούνται με το ένταλμα. (ε) διατυπώσεις που πρέπει να τηρούνται για την εκτέλεση του εντάλματος. (στ) ένδικα μέσα κατά του εντάλματος που μπορούν να ασκούνται στο κράτος έκδοσης. και (ζ) τελικές διατάξεις και υπογραφή.

Έντυπο B - ένταλμα για τη συγκέντρωση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων

141. Αυτό είναι το έντυπο για την αίτηση συμπληρωματικών αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων, τα οποία χρειάζεται η αρχή έκδοσης στο πλαίσιο προηγούμενου ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Το αρχικό ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να προσαρτάται στο συγκεκριμένο έγγραφο.

142. Το έντυπο B περιλαμβάνει τα ακόλουθα τμήματα: (α) λεπτομέρειες του αρχικού ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. (β) αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που ζητούνται με τη βοήθεια του συμπληρωματικού εντάλματος. (γ) διατυπώσεις που πρέπει να τηρούνται για την εκτέλεση του συμπληρωματικού εντάλματος. και (δ) τελικές διατάξεις και υπογραφή.

2003/0270 (CNS)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη :

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως τα άρθρα 31 και 34, παράγραφος 2, στοιχείο β),

την πρόταση της Επιτροπής [62],

[62] ΕΕ C .....

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [63],

[63] ΕΕ C .....

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ορίσει ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, και ιδιαίτερα το σημείο 33, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να καταστεί ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις στο εσωτερικό της Ένωσης.

(2) Στις 29 Νοεμβρίου 2000, το Συμβούλιο θέσπισε, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Τάμπερε, ένα πρόγραμμα μέτρων για να θέσει σε εφαρμογή την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων [64]. Η παρούσα απόφαση πλαίσιο είναι απαραίτητη για να τεθούν σε εφαρμογή τα μέτρα αριθ. 5 και 6 του προγράμματος μέτρων, τα οποία αφορούν την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων για τη διεξαγωγή αποδείξεων, και το μέτρο 3 του προγράμματος μέτρων, το οποίο προτείνει την καθιέρωση μιας τυποποιημένης αίτησης αντιγράφων ποινικού μητρώου, μεταφρασμένη στις διάφορες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση το υπόδειγμα που έχει σχεδιαστεί από τα όργανα Σένγκεν.

[64] ΕΕ C 12 της 15.1.2001, σ. 10.

(3) Η απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και με τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ κρατών μελών [65] υπήρξε η πρώτη συγκεκριμενοποίηση, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.

[65] ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σελ. 1.

(4) Η απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 σχετικά με την εκτέλεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων [66] ανταποκρίνεται στην ανάγκη άμεσης αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων που επιδιώκουν να παρεμποδίσουν κάθε ενέργεια καταστροφής, παραποίησης, μετατόπισης, μεταφοράς ή αλλοίωσης αποδεικτικών στοιχείων. Παρά ταύτα, αυτή εξετάζει μόνον ένα μέρος του φάσματος της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων και η μεταγενέστερη διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων συνεχίζει να διέπεται από τις διαδικασίες αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής.

[66] ΕΕ L 196 της 02.08.2003, σελ. 45

(5) Είναι κατά συνέπεια απαραίτητο να βελτιωθεί περαιτέρω η δικαστική συνεργασία εφαρμόζοντας την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης σε μια δικαστική απόφαση, υπό τη μορφή ευρωπαϊκού εντάλματος, η οποία επιδιώκει τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Αυτό το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να αντικαταστήσει τους παραδοσιακούς διακανονισμούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σύμφωνα με τη σύμβαση του 1959 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις και με τις συναφείς πράξεις, στο μέτρο που αυτοί οι διακανονισμοί εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας πράξης. Θα πρέπει να διαβιβάζεται απευθείας στην αρμόδια αρχή με σκοπό την εκτέλεσή του.

(6) Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους κατά τη διάρκεια ποινικών διαδικασιών για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Αυτό συμπεριλαμβάνει αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα από τρίτο. από έρευνα εγκαταστάσεων συμπεριλαμβανομένης της κατ' οίκον έρευνας του υπόπτου. αρχεία για τη χρήση ηλεκτρονικών δικτύων επικοινωνιών. αρχεία για τη χρήση όλων των υπηρεσιών που συνεπάγονται οικονομικές συναλλαγές. αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν από εργαστηριακές εξετάσεις εκτός εάν αυτό συνεπάγεται τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων από το σώμα προσώπου. αρχεία δηλώσεων, ανακρίσεων και ακροάσεων. και άλλα αρχεία από αστυνομικούς και δικαστικούς φακέλους, συμπεριλαμβανομένων των αποσπασμάτων του ποινικού μητρώου και των αποτελεσμάτων ειδικών τεχνικών έρευνας.

(7) Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την κίνηση διαδικασιών συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων υπό τη μορφή ανακρίσεων, δηλώσεων ή άλλων ειδών ακροάσεων υπόπτων, μαρτύρων ή άλλων μερών. για την κίνηση διαδικασιών συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων από το σώμα υπόπτων, μαρτύρων ή άλλων μερών, συμπεριλαμβανομένων των δειγμάτων DΝΑ. για την κίνηση διαδικασιών συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων σε πραγματικό χρόνο, όπως για παράδειγμα μέσω της παρακολούθησης επικοινωνιών, της διακριτικής παρακολούθησης ή των ελέγχων των τραπεζικών λογαριασμών. ή για την κίνηση περαιτέρω ερευνών, ιδιαίτερα για τη συγκέντρωση ή ανάλυση υφιστάμενων αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων.

(8) Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης στηρίζεται σε υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Για να προωθηθεί αυτή η εμπιστοσύνη, η παρούσα απόφαση πλαίσιο πρέπει να περιλαμβάνει σημαντικές εγγυήσεις για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Θα πρέπει κατά συνέπεια να εκδίδεται μόνον από δικαστές, ανακριτές και εισαγγελείς και μόνον όταν πληρούνται ορισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις. Πρέπει κυρίως να ελέγχεται η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα. Πρέπει επίσης να εμποδίζεται το κράτος έκδοσης από την καταστρατήγηση του εθνικού του δικαίου συγκεντρώνοντας αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα τα οποία δεν θα ήταν σε θέση να συγκεντρώσει υπό ανάλογες συνθήκες εάν αυτά βρίσκονταν στο έδαφός του.

(9) Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει επίσης να υπόκειται σε διασφαλίσεις, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος σιωπής για την αποφυγή της χειροτέρευσης της θέσης και διασφαλίσεις για την έρευνα εγκαταστάσεων, καθώς και άλλες διασφαλίσεις που υπάρχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους εκτέλεσης.

(10) Για να κατοχυρωθεί η αποτελεσματικότητα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, οι δυνατότητες άρνησης της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και οι λόγοι αναβολής της εκτέλεσης, πρέπει να είναι περιορισμένοι. Ειδικότερα, η άρνηση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων λόγω του ότι η πράξη στην οποία βασίζεται δεν αποτελεί αδίκημα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους εκτέλεσης (διττό αξιόποινο) είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων και κατά συνέπεια δεν πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα άρνησης της εκτέλεσης για το συγκεκριμένο λόγο. Εντούτοις, για να διευκολυνθεί η μετάβαση προς το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, πρέπει να προβλεφθεί εξαίρεση για κάποια μεταβατική περίοδο για εκείνα τα κράτη μέλη τα οποία εξαρτούν σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες την εκτέλεση αίτησης έρευνας και κατάσχεσης από την προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου.

(11) Οι προθεσμίες είναι απαραίτητες για να εξασφαλιστεί η ταχεία, αποτελεσματική και συνεκτική συνεργασία για τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων που θα χρησιμοποιηθούν στις ποινικές διαδικασίες σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(12) Οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος, συμπεριλαμβανομένων των καλοπίστων τρίτων, πρέπει να μπορεί να διαθέτει ένδικα μέσα κατά ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που εκτελείται χρησιμοποιώντας αναγκαστικά μέτρα. Αυτά τα ένδικα μέσα μπορούν ενδεχομένως να έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά τη διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων, τουλάχιστον μέχρι την λήξη της ανώτατης προθεσμίας που ορίζεται στην παρούσα απόφαση πλαίσιο.

(13) Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι το κράτος εκτέλεσης μπορεί να συγκεντρώνει ηλεκτρονικά δεδομένα τα οποία είναι νομίμως προσιτά από το έδαφός του και αφορούν υπηρεσίες που παρέχονται στο έδαφός του, παρά το γεγονός ότι αυτά είναι αποθηκευμένα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Αυτό τελεί υπό την επιφύλαξη καταστάσεων στις οποίες εμπλέκονται τρίτες χώρες.

(14) Είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός που να επιτρέπει την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της παρούσας απόφασης πλαισίου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει κατά συνέπεια να συγκεντρώνουν και να καταχωρούν κεντρικά ένα ελάχιστο ποσό πληροφοριών με σκοπό τον έλεγχο της συνεργασίας που τους προσφέρεται από άλλα κράτη μέλη κατ' εφαρμογή της παρούσας απόφασης πλαισίου. Ανάλογες πληροφορίες πρέπει να συλλέγονται και να καταχωρούνται από τις κεντρικές αρχές ποινικού μητρώου των κρατών μελών.

(15) Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, η παρούσα απόφαση πλαίσιο συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν που εμπίπτει στον τομέα ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 1 της απόφαση 1999/437/EΚ του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν [67]. Οι διαδικασίες που ορίζονται στη συγκεκριμένη συμφωνία τηρήθηκαν όσον αφορά την παρούσα απόφαση πλαίσιο.

[67] ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31.

(16) Ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν πρέπει να εκτελείται εάν η εκτέλεσή του είναι αντίθετη προς την αρχή ne bis in idem κατ' εφαρμογή της απόφασης πλαισίου 2003/.../ΔΕΥ για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem [68].

[68] ΕΕ L ...

(17) Δεδομένου ότι ο στόχος της αντικατάστασης του συστήματος αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις με σκοπό τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων δεν μπορεί να υλοποιηθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη δρώντας μονομερώς και μπορεί κατά συνέπεια, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 5 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(18) Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία εξετάζονται στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας απόφασης πλαισίου θα προστατεύονται σύμφωνα με τις αρχές της σύμβασης της 28ης Ιανουαρίου 1981 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των προσώπων έναντι της αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και συμπληρωματικά από την παρούσα απόφαση πλαίσιο σύμφωνα με το άρθρο 23 της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 29ης Μαΐου 2000 [69].

[69] ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

(19) Η παρούσα απόφαση πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και αντικατοπτρίζονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟ:

Τίτλος I - Το Ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχειων

Άρθρο 1 Ορισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων και υποχρέωση εκτέλεσής του

1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων είναι δικαστική απόφαση εκδιδόμενη από αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων από άλλο κράτος μέλος για να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών που ορίζονται στο άρθρο 4.

2. Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στη βάση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης πλαισίου.

Άρθρο 2 Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης πλαισίου νοείται ως:

(α) "κράτος έκδοσης", το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

(β) "κράτος εκτέλεσης", το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι διαθέσιμα τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα.

(γ) "αρχή έκδοσης", ο δικαστής, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας, ο οποίος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο είναι αρμόδιος να εκδώσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

(δ) "αρχή εκτέλεσης", η αρχή η οποία σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο είναι αρμόδια να εκτελέσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

(ε) "σύστημα πληροφοριών", οποιαδήποτε συσκευή ή ομάδα διασυνδεδεμένων ή σχετικών μεταξύ τους συσκευών, εκ των οποίων μία ή περισσότερες εκτελούν, σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, την αυτόματη επεξεργασία ηλεκτρονικών δεδομένων, καθώς επίσης τα ηλεκτρονικά δεδομένα που αποθηκεύονται, αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, ανακτώνται ή διαβιβάζονται από τους υπολογιστές με σκοπό τη λειτουργία, τη χρήση, την προστασία και τη συντήρησή τους.

(στ) "ηλεκτρονικά δεδομένα", οποιαδήποτε παρουσίαση γεγονότων, πληροφοριών ή εννοιών δημιουργείται ή λαμβάνει μορφή που επιτρέπει την επεξεργασία από σύστημα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος που παρέχει τη δυνατότητα στο σύστημα πληροφοριών να εκτελέσει μία λειτουργία.

(ζ) "δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών", τα συστήματα μετάδοσης και, κατά περίπτωση, ο εξοπλισμός μεταγωγής και δρομολόγησης και οι λοιποί πόροι που επιτρέπουν τη μεταφορά σημάτων με χρήση καλωδίου, ραδιοκυμάτων, οπτικών ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των δορυφορικών δικτύων, των σταθερών (κυκλωμάτων μεταγωγής δεδομένων και πακετομεταγωγής) και κινητών επίγειων δικτύων, των συστημάτων ηλεκτρικών αγωγών, στο μέτρο που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση σημάτων, των δικτύων που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, καθώς και των δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης, ανεξάρτητα από το είδος των μεταδιδόμενων πληροφοριών.

(η) "αδίκημα", ποινικά αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης λόγω του ότι αποτελεί παράβαση των κανόνων δικαίου, υπό τον όρο ότι η απόφαση μπορεί να οδηγεί σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου το οποίο έχει ποινική δικαιοδοσία.

Άρθρο 3 Είδη καλυπτόμενων αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων

1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να εκδίδεται με σκοπό τη συγκέντρωση κάθε είδους αντικειμένου, εγγράφου ή δεδομένου το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 4.

2. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορεί να εκδοθεί με σκοπό :

(α) τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων υπό τη μορφή ανακρίσεων, δηλώσεων ή άλλων ειδών ακροάσεων υπόπτων, μαρτύρων, εμπειρογνωμόνων ή οποιουδήποτε άλλου μέρους.

(β) τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων από το σώμα προσώπου, συμπεριλαμβανομένων δειγμάτων DNA.

(γ) τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε πραγματικό χρόνο, όπως, για παράδειγμα, μέσω παρακολούθησης επικοινωνιών, διακριτικής παρακολούθησης ή ελέγχου τραπεζικών λογαριασμών. και

(δ) τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούν περαιτέρω έρευνες, ιδιαίτερα τη συγκέντρωση ή ανάλυση υφιστάμενων αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων.

3. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να εκδίδεται με σκοπό τη συγκέντρωση υφιστάμενων αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, όταν τα αποδεικτικά στοιχεία έχουν συγκεντρωθεί πριν από την έκδοση του εντάλματος.

Άρθρο 4 Είδος διαδικασιών για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων

Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να εκδοθεί σε σχέση με τις ακόλουθες διαδικασίες:

(α) Ποινικές διαδικασίες.

(β) διαδικασίες που κινούνται από διοικητικές αρχές όσον αφορά πράξεις που είναι αξιόποινες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης ως παραβάσεις των κανόνων δικαίου, και εφόσον η απόφαση μπορεί να δικαιολογήσει προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου το οποίο έχει δικαιοδοσία κυρίως σε ποινικές υποθέσεις. και

(γ) διαδικασίες που αναφέρονται στα σημεία (α) και (β) οι οποίες αφορούν αδικήματα τα οποία μπορούν να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη νομικού προσώπου στο κράτος έκδοσης.

Άρθρο 5 Περιεχόμενο και μορφή του ευρωπαϊκό εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων

1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ορίζονται στο έντυπο Α που επισυνάπτεται στο παράρτημα. Πρέπει να υπογράφεται και να επικυρώνεται από την αρχή έκδοσης.

2. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να μεταφράζεται από το κράτος έκδοσης στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης.

Οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί, κατά τη στιγμή της θέσπισης της παρούσας απόφασης πλαισίου ή μεταγενέστερα, να ορίσει, σε δήλωση κατατιθέμενη στη γενική γραμματεία του Συμβουλίου, ότι θα δεχθεί μετάφραση σε μία ή περισσότερες άλλες επίσημες γλώσσες των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Τίτλος II - Διαδικασίες και διασφαλίσεις για το κράτος έκδοσης

Άρθρο 6 Προϋποθέσεις έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων

Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων εκδίδεται μόνο όταν η αρχή έκδοσης θεωρεί ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) τα αιτούμενα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα είναι αναγκαία και ανάλογα για τους σκοπούς των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 4.

(β) τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα μπορούν να συγκεντρωθούν σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης υπό ανάλογες συνθήκες με αυτές που θα ίσχυαν εάν αυτά ήταν διαθέσιμα στο έδαφος του κράτους έκδοσης, ακόμα και στην περίπτωση που ενδεχομένως χρησιμοποιούνται διαφορετικά διαδικαστικά μέτρα.

(γ) τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα μπορούν να γίνουν δεκτά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για την οποία ζητούνται.

Άρθρο 7 Διαβίβαση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων

1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων διαβιβάζεται από την αρχή έκδοσης απευθείας στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης με οποιοδήποτε μέσο ικανό να χρησιμοποιηθεί ως γραπτή απόδειξη υπό προϋποθέσεις που να επιτρέπουν στο κράτος εκτέλεσης να θεμελιώσει τη γνησιότητα.

2. Εάν η αρμόδια αρχή για την εκτέλεση είναι άγνωστη, η αρχή έκδοσης προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες έρευνες, προσφεύγοντας εξίσου στα σημεία επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου, για να λάβει αυτή την πληροφορία από το κράτος εκτέλεσης.

3. Σε περίπτωση που η αρχή στο κράτος εκτέλεσης, η οποία λαμβάνει το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, δεν έχει δικαιοδοσία να το αναγνωρίσει και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεσή του, διαβιβάζει αυτοδικαίως το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στην αρμόδια αρχή προς εκτέλεση και ενημερώνει σχετικά την αρχή έκδοσης.

Άρθρο 8 Κεντρική αρχή ποινικού μητρώου

1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει, σε δήλωση κατατιθέμενη στη γενική γραμματεία του Συμβουλίου, μία κεντρική αρχή ποινικού μητρώου προς την οποία μπορεί να διαβιβαστεί το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για να ληφθεί αντίγραφο ή απόσπασμα ποινικού μητρώου στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, και επακόλουθα μέτρα, σε σχέση με φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

2. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι η κεντρική αρχή ποινικού μητρώου έχει πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες για να συμμορφωθεί με την παράγραφο 1.

Άρθρο 9 Ένταλμα για τη συγκέντρωση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων

1. Όταν η αρχή έκδοσης αξιώνει αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα τα οποία είναι συμπληρωματικά εκείνων που έχουν ζητηθεί σε προηγούμενο ευρωπαϊκό ένταλμα που έχει εκδοθεί για την ίδια διαδικασία, και εάν το περιεχόμενο του αρχικού ευρωπαϊκού εντάλματος παραμένει αμετάβλητο, δεν είναι υποχρεωμένη να εκδώσει νέο ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Σε αυτή την περίπτωση εκδίδει ένα ένταλμα συγκέντρωσης συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων το οποίο περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο έντυπο Β που προσαρτάται στο παράρτημα.

2. Το κράτος εκτέλεσης συμμορφώνεται με οποιοδήποτε συμπληρωματικό αίτημα σύμφωνα με την παράγραφο 1 κατά τον ίδιο τρόπο με αυτόν που ισχύει για το αρχικό ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

3. Εάν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, η αρμόδια αρχή που εξέδωσε ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων συμμετέχει στην εκτέλεσή του στο κράτος εκτέλεσης, μπορεί να απευθύνει το ένταλμα συγκέντρωσης συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων απευθείας στην αρχή εκτέλεσης κατά το διάστημα κατά το οποίο βρίσκεται στο έδαφος αυτού του κράτους.

Άρθρο 10 Προϋποθέσεις όσον αφορά τη χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1. Το κράτος έκδοσης μπορεί να χρησιμοποιεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συγκεντρώνονται δυνάμει της παρούσας απόφασης πλαισίου :

(α) για τους σκοπούς διαδικασιών για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

(β) για τους σκοπούς άλλων δικαστικών και διοικητικών διαδικασιών που συνδέονται άμεσα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο σημείο (α).

(γ) για να αποτρέψει άμεση και σοβαρή απειλή της δημόσιας ασφάλειας.

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συγκεντρώνονται δυνάμει της παρούσας απόφασης πλαισίου δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς πλην εκείνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο παρά μόνο με την προηγούμενη συναίνεση του κράτους εκτέλεσης, εκτός εάν το κράτος έκδοσης έχει κατοχυρώσει τη συναίνεση του ενδιαφερομένου προσώπου.

2. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συγκεντρώνονται δυνάμει της παρούσας απόφασης πλαισίου παραμένουν απόρρητα εκτός από τις περιπτώσεις που οι στόχοι που ορίζονται στην παράγραφο 1 ή άλλοι λόγοι που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο καθιστούν απαραίτητη τη γνωστοποίησή τους.

3. Ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, το κράτος εκτέλεσης μπορεί να ζητήσει από το κράτος μέλος στο οποίο διαβιβάστηκαν τα δεδομένα να παράσχει πληροφορίες για τη χρήση αυτών των δεδομένων.

4. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συγκεντρώνονται από κράτος μέλος σύμφωνα με την παρούσα απόφαση πλαίσιο και τα οποία προέρχονται από το εν λόγω κράτος μέλος.

Τίτλος III - Διαδικασίες και διασφαλίσεις για το κράτος εκτέλεσης

Άρθρο 11 Αναγνώριση και εκτέλεση

Εκτός αντίθετης διάταξης της παρούσας απόφασης πλαισίου, η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει το κύρος του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων το οποίο διαβιβάζεται σύμφωνα με το άρθρο 7, χωρίς άλλες περαιτέρω διατυπώσεις, και λαμβάνει αμέσως τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεσή του υπό τις ίδιες συνθήκες σαν τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα να επρόκειτο να συγκεντρωθούν από αρχή στο κράτος εκτέλεσης.

Άρθρο 12 Εγγυήσεις εκτέλεσης

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων να εκτελείται τηρώντας τις ακόλουθες ελάχιστες προϋποθέσεις :

(α) η αρχή εκτέλεσης χρησιμοποιεί τα λιγότερο οχληρά μέσα που είναι απαραίτητα για τη συγκέντρωση των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων.

(β) τα φυσικά πρόσωπα δεν είναι υποχρεωμένα να προσκομίζουν επιβαρυντικά για αυτά αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα. και

(γ) η αρχή έκδοσης ενημερώνεται αμέσως σε περίπτωση που η αρχή εκτέλεσης διαπιστώνει ότι το ένταλμα εκτελέστηκε κατά παράβαση της νομοθεσίας του κράτους εκτέλεσης.

2. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι, όταν κρίνεται απαραίτητη η έρευνα και κατάσχεση για τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων, οφείλουν να ισχύουν οι ακόλουθες ελάχιστες εγγυήσεις :

(α) η έρευνα εγκαταστάσεων δεν πρέπει να αρχίζει τη νύχτα, εκτός εάν αυτό επιβάλλεται κατ' εξαίρεση, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της υπόθεσης.

(β) το πρόσωπο στο οποίο διεξήχθη κατ' οίκον έρευνα έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γραπτή κοινοποίηση της έρευνας. Αυτή πρέπει να περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τους λόγους της έρευνας, τα κατασχεθέντα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα και τα διαθέσιμα ένδικα μέσα. και

(γ) σε περίπτωση απουσίας του προσώπου στο οποίο διεξήχθη η κατ' οίκον έρευνα, η κοινοποίηση που περιγράφεται στο σημείο (β) πρέπει να γίνεται αφήνοντας την κοινοποίηση στους χώρους στους οποίους διεξήχθη η έρευνα ή με οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέσο.

Άρθρο 13 Διατυπώσεις που πρέπει να τηρούνται στο κράτος εκτέλεσης

Η αρχή έκδοσης μπορεί να αξιώνει από την αρχή εκτέλεσης:

(α) να χρησιμοποιεί αναγκαστικά μέτρα για την εκτέλεση του εντάλματος εάν η αρχή έκδοσης θεωρεί ότι υπάρχει σημαντικός κίνδυνος τροποποίησης, μετατόπισης ή καταστροφής των αναζητούμενων αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων.

(β) να τηρεί την ύπαρξη της έρευνας και το περιεχόμενό της απόρρητα, εκτός από το βαθμό που είναι απαραίτητος για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

(γ) να επιτρέπει σε αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης ή σε ενδιαφερόμενο ο οποίος διορίζεται από την αρχή έκδοσης, να παρίσταται κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του εντάλματος και να έχει την ίδια πρόσβαση με την αρχή εκτέλεσης σε οποιοδήποτε αντικείμενο, έγγραφο ή δεδομένο συλλέγεται σαν αποτέλεσμα της εκτέλεσης του εντάλματος.

(δ) να τηρεί αρχεία για το πρόσωπο ή τα πρόσωπα τα οποία είχαν στην κατοχή τους τα αποδεικτικά στοιχεία από την εκτέλεση του εντάλματος μέχρι την παράδοση των αποδεικτικών στοιχείων στο κράτος έκδοσης. ή

(ε) να συμμορφώνεται με τις άλλες ειδικές διατυπώσεις και διαδικασίες που ρητά ορίζονται από την αρχή έκδοσης, εκτός εάν αυτές είναι αντίθετες προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους εκτέλεσης.

Άρθρο 14 Υποχρέωση ενημέρωσης

Εάν, κατά την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, η αρχή εκτέλεσης κρίνει ότι ενδείκνυται να διεξαχθούν έρευνες οι οποίες δεν είχαν προβλεφθεί αρχικά και δεν μπόρεσαν να αναφερθούν κατά τη στιγμή έκδοσης του εντάλματος, ενημερώνει αμέσως την αρχή έκδοσης για να της δώσει τη δυνατότητα να δράσει ανάλογα.

Άρθρο 15 Λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης

1. Ο δικαστής, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας του κράτους εκτέλεσης πρέπει να αντιτάσσεται στην αναγνώριση ή την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων εάν αυτό είναι αντίθετο προς την αρχή ne bis in idem δυνάμει της απόφασης πλαισίου 2003/.../ΔΕΥ σχετικά με την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem [70].

[70] ΕΕ L ...

2. Ο δικαστής, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας του κράτους εκτέλεσης μπορεί επιπλέον να αντιταχθεί στην αναγνώριση ή την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων εάν:

(α) η εκτέλεσή του είναι αντίθετη προς την αρχή ne bis in idem στο πλαίσιο διαδικασίας που έχει κινηθεί σε τρίτο κράτος. ή

(β) υπάρχει ασυλία ή προνόμιο σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης που καθιστά αδύνατη την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

Άρθρο 16 Διττό αξιόποινο

1. Η αναγνώριση ή η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν υπόκειται στον έλεγχο του διττού αξιοποίνου εφόσον εκπληρώνεται τουλάχιστον μία εκ των κάτωθι προϋποθέσεων:

(α) δεν είναι απαραίτητο να διεξαχθεί κατ' οίκον έρευνα για την εκτέλεση του εντάλματος. ή

(β) η αξιόποινη πράξη συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο της παραγράφου 2 κάτωθι.

2. Οι ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης, δεν υπόκεινται σε καμία περίπτωση σε έλεγχο του διττού αξιοποίνου:

- συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση,

- τρομοκρατία,

- εμπορία ανθρώπων,

- σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία,

- παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

- παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,

- δωροδοκία,

- καταδολίευση, συμπεριλαμβανομένης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την έννοια της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

- νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος,

- παραχάραξη, περιλαμβανομένης της κιβδηλείας του ευρώ,

- εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο,

- εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του παράνομου εμπορίου απειλούμενων ζωικών ειδών και του παράνομου εμπορίου απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,

- παροχή βοήθειας για την παράνομη είσοδο και διαμονή,

- ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη

- παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών

- απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και ομηρία

- ρατσισμός και ξενοφοβία.

- οργανωμένες ή ένοπλες ληστείες,

- παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,

- απάτη,

- εκβιασμός και απόσπαση χρημάτων,

- παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

- πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων και εμπορία πλαστών,

- παραχάραξη μέσων πληρωμής,

- λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

- λαθρεμπόριο πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών,

- εμπορία κλεμμένων οχημάτων,

- βιασμός,

- εμπρησμός με πρόθεση,

- εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου,

- αεροπειρατεία και πειρατεία,

- δολιοφθορά,

- οδήγηση η οποία παραβαίνει τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας, συμπεριλαμβανομένων των παραβάσεων των κανόνων που διέπουν το χρόνο οδήγησης και τις περιόδους ανάπαυσης και της νομοθεσίας για τα επικίνδυνα προϊόντα,

- λαθρεμπόριο,

- παραβιάσεις δικαιωμάτων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας,

- απειλές και πράξεις βίας κατά προσώπων, συμπεριλαμβανομένης της βίας κατά τη διάρκεια αθλητικών εκδηλώσεων,

- φθορά ξένης ιδιοκτησίας (βανδαλισμός),

- κλοπή,

- αξιόποινες πράξεις που στοιχειοθετούνται από το κράτος έκδοσης και καλύπτονται από τις υποχρεώσεις εκτέλεσης που απορρέουν από πράξεις που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή με τον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

3. Εάν δεν εκπληρώνεται καμία εκ των προϋποθέσεων της παραγράφου 1, η αναγνώριση ή η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τις μεταβατικές διατάξεις που ορίζονται στο άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3.

Άρθρο 17 Προθεσμίες αναγνώρισης, εκτέλεσης και διαβίβασης

1. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις προθεσμίες που ορίζονται στο παρόν άρθρο. Σε περίπτωση που η αρχή έκδοσης έχει ορίσει στο ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων ότι, λόγω διαδικαστικών προθεσμιών ή άλλων ιδιαίτερα επειγουσών συνθηκών, απαιτείται συντομότερη προθεσμία, η αρχή εκτέλεσης λαμβάνει υπόψη κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτή την απαίτηση.

2. Κάθε απόφαση άρνησης αναγνώρισης ή εκτέλεσης λαμβάνεται και κοινοποιείται το συντομότερο δυνατό στην σχετική αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με κάθε μέσο ικανό να χρησιμεύσει ως γραπτή απόδειξη. Αυτή η κοινοποίηση λαμβάνει χώρα το αργότερο δέκα ημέρες μετά την παραλαβή του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων από την αρμόδια αρχή εκτέλεσης.

3. Εκτός από την περίπτωση που δικαιολογείται λόγος αναβολής σύμφωνα με το άρθρο 18, η αρχή εκτέλεσης εκτελεί το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων:

(α) αμέσως όταν τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που ζητούνται από την αρχή έκδοσης βρίσκονται ήδη υπό τον έλεγχο της αρχής εκτέλεσης, ή όταν ζητείται αντίγραφο ή απόσπασμα ποινικού μητρώου από κεντρική αρχή ποινικού μητρώου.

ή, σε άλλες περιπτώσεις,

(β) αμελλητί και, εφόσον είναι δυνατό, εντός 60 ημερών από την παραλαβή του από την αρμόδια αρχή εκτέλεσης.

4. Σε περίπτωση απουσίας ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19, το κράτος εκτέλεσης διαβιβάζει στο κράτος έκδοσης τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων:

(α) αμέσως, όταν τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που ζητούνται από την αρχή έκδοσης βρίσκονται ήδη υπό τον έλεγχο της αρχής εκτέλεσης, ή όταν ζητείται αντίγραφο ή απόσπασμα ποινικού μητρώου από κεντρική αρχή ποινικού μητρώου.

ή, στις άλλες περιπτώσεις,

(β) αμελλητί και, εφόσον είναι δυνατό, εντός 30 ημερών από την εκτέλεσή του.

5. Η αρχή εκτέλεσης μπορεί να αξιώσει την επιστροφή των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων στο κράτος εκτέλεσης μόλις αυτά δεν είναι πλέον απαραίτητα στο κράτος έκδοσης.

6. Υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5, κανένας άλλος όρος δεν πρέπει να τίθεται στη διαβίβαση των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων.

7. Κάθε άρνηση, παράλειψη ή καθυστέρηση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων και της επακόλουθης διαβίβασης των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων πρέπει να είναι δικαιολογημένη.

8. Σε περίπτωση που είναι στην πράξη αδύνατη η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων επειδή τα αντικείμενα, τα έγγραφα ή τα δεδομένα έχουν εξαφανιστεί, καταστραφεί, δεν μπορούν να εξευρεθούν στον τόπο που ορίζεται στο ένταλμα ή ο τόπος των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων δεν έχει οριστεί κατά τρόπο επαρκώς ακριβή, ακόμα και μετά από διαβούλευση με το κράτος έκδοσης, η αρμόδια σχετική αρχή του κράτους έκδοσης ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση.

9. Όταν, σε εξαιρετικές περιστάσεις, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να τηρήσει τις προθεσμίες που ορίζονται από το παρόν άρθρο, είναι υποχρεωμένο να ενημερώσει τη Eurojust, προσδιορίζοντας τους λόγους της καθυστέρησης.

Άρθρο 18 Λόγοι αναβολής της εκτέλεσης

1. Η αρχή εκτέλεσης μπορεί να αναβάλει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων όταν :

(α) το έντυπο που προσαρτάται στο παράρτημα είναι ελλιπές.

(β) η εκτέλεσή του μπορεί να θίξει εκκρεμούσα ποινική έρευνα, για όσο χρονικό διάστημα αυτή κρίνει απαραίτητο. ή

(γ) τα σχετικά αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα χρησιμοποιούνται ήδη στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας που εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 4, μέχρις ότου αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι απαραίτητα προς το σκοπό αυτό.

2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1, σημείο α), η αρχή εκτέλεσης μπορεί :

(α) να αναβάλει την εκτέλεση μέχρις ότου συμπληρωθεί ή διορθωθεί το έντυπο, ή

(β) να απαλλάξει την αρχή έκδοσης από αυτή την υποχρέωση, εάν κρίνει ότι οι χορηγηθείσες πληροφορίες είναι επαρκείς για τη δίκαιη και νόμιμη εκτέλεση του εντάλματος.

3. Υποβάλλεται χωρίς καθυστέρηση έκθεση στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης σχετικά με την αναβολή της εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβάνοντας τους λόγους της αναβολής και, εάν είναι δυνατό, την προβλεπόμενη διάρκειά της, με κάθε μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γραπτή απόδειξη.

4. Μόλις παύσει να υπάρχει ο λόγος αναβολής, η αρχή εκτέλεσης λαμβάνει χωρίς καθυστέρηση τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων και ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, με κάθε μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως γραπτή απόδειξη.

Άρθρο 19 Ένδικα μέσα κατά αναγκαστικών μέτρων

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλες τις απαραίτητες διατάξεις για να κατοχυρώσουν ότι κάθε ενδιαφερόμενος, συμπεριλαμβανομένων των καλοπίστων τρίτων, διαθέτουν ένδικα μέσα κατά ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων το οποίο εκτελείται σύμφωνα με το άρθρο 11 με τη χρήση αναγκαστικών μέτρων, για να διαφυλάξουν τα έννομα συμφέροντά τους.

2. Η προσφυγή ασκείται ενώπιον δικαστηρίου στο κράτος έκδοσης ή στο κράτος εκτέλεσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο καθενός εξ αυτών των κρατών. Εντούτοις, οι λόγοι ουσίας οι οποίοι δικαιολογούν την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της μη τήρησης των όρων που απαριθμούνται στο άρθρο 6, μπορούν να αμφισβητηθούν μόνο με προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου του κράτους έκδοσης.

3. Το κράτος έκδοσης φροντίζει ώστε οι προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 να εφαρμόζονται κατά τρόπο που να κατοχυρώνει αποτελεσματικό δικαίωμα προσφυγής στα σχετικά πρόσωπα.

4. Εάν η προσφυγή ασκείται στο κράτος εκτέλεσης, η δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης ενημερώνεται για το γεγονός αυτό και για τους λόγους της προσφυγής, προκειμένου να μπορεί να υποβάλλει τα επιχειρήματα που αυτή κρίνει απαραίτητα. Ενημερώνεται για το αποτέλεσμα αυτής της προσφυγής.

5. Οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διευκολύνουν την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής που αναφέρεται στην παράγραφο 1, κυρίως χορηγώντας στα σχετικά πρόσωπα σχετικές και πλήρεις πληροφορίες.

6. Το κράτος εκτέλεσης μπορεί να αναστείλει τη διαβίβαση των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής. Εντούτοις, ακόμα και αν έχει ασκηθεί προσφυγή στο κράτος εκτέλεσης, η αρχή έκδοσης μπορεί να απαιτήσει από αυτή την τελευταία να διαβιβάσει τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα 60 ημέρες μετά την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εάν η απόφαση που εκδίδεται για την προσφυγή που ασκήθηκε στο κράτος εκτέλεσης δεν επιτρέπει τη διαβίβαση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων, αυτά επαναποστέλλονται αμέσως στο κράτος εκτέλεσης.

Άρθρο 20 Επιστροφή αποζημιώσεων

1. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 19, παράγραφος 2, όταν, στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το εθνικό του δίκαιο, το κράτος εκτέλεσης είναι υπεύθυνο για τη ζημία που προξενείται σε ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 19 λόγω της εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που του έχει διαβιβαστεί σύμφωνα με το άρθρο 7, το κράτος έκδοσης επιστρέφει στο κράτος εκτέλεσης όλα τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως αποζημίωση δυνάμει της εν λόγω ευθύνης στον ενδιαφερόμενο, εκτός από την περίπτωση και στο μέτρο που η ζημία, ή μέρος της ζημίας, οφείλεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά του κράτους εκτέλεσης.

2. Η παράγραφος 1 δεν επηρεάζει το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών σχετικά με τις αιτήσεις αποζημίωσης που υποβάλλονται από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

Τίτλος IV - Διεθνής δικαιοδοσία στον τομέα των ηλεκτρονικών δικτύων επικοινωνιών

Άρθρο 21 Διεθνής δικαιοδοσία για ηλεκτρονικά δεδομένα που είναι αποθηκευμένα σε σύστημα πληροφοριών εγκατεστημένο στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους

1. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να είναι σε θέση να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς άλλη διατύπωση, όταν:

(α) τα αναζητούμενα ηλεκτρονικά δεδομένα είναι αποθηκευμένα σε σύστημα πληροφοριών το οποίο βρίσκεται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους αλλά στα οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο ευρισκόμενο στην επικράτεια του κράτους εκτέλεσης μπορεί να έχει νόμιμα πρόσβαση μέσω ενός ηλεκτρονικού δικτύου επικοινωνιών. και

(β) τα ηλεκτρονικά δεδομένα συνδέονται με υπηρεσία που παρέχεται από αυτό το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην επικράτεια του κράτους εκτέλεσης σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στην επικράτεια του ίδιου κράτους.

2. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει επιπλέον τις απαραίτητες διατάξεις για να εξασφαλίσει ότι, όσον αφορά τα ηλεκτρονικά δεδομένα που ευρίσκονται στην επικράτειά του, το εθνικό του δίκαιο επιτρέπει σε άλλο κράτος μέλος να δρα σύμφωνα με την παράγραφο 1.

ΤΙΤΛΟΣ V - Τελικές διατάξεις

Άρθρο 22 Έλεγχος της αποτελεσματικότητας της απόφασης πλαισίου

1. Ένα κράτος μέλος το οποίο έχει αντιμετωπίσει επανειλημμένα προβλήματα εκ μέρους άλλου κράτους μέλους κατά την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, προκειμένου να αξιολογηθεί στο επίπεδο των κρατών μελών η εφαρμογή της παρούσας απόφασης πλαισίου.

2. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τις απαραίτητες διατάξεις για να είναι σε θέση να χορηγήσει, το αργότερο στις 31 Μαρτίου κάθε έτους, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με το προηγούμενο ημερολογιακό έτος:

(α) τον αριθμό ευρωπαϊκών ενταλμάτων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που εκδόθηκαν από τις αρχές του σε κάθε κράτος μέλος.

(β) τον μέσο αριθμό ημερών που χρειάστηκαν για να λάβει από κάθε κράτος μέλος τα αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα που αναφέρονται στο ένταλμα. και

(γ) τον αριθμό ευρωπαϊκών ενταλμάτων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που εκδόθηκαν από τις αρχές του σε κάθε κράτος μέλος και των οποίων η αναγνώριση απερρίφθη ή η εκτέλεση δεν στάθηκε δυνατή, με σύνοψη των λόγων που προτάχθηκαν.

3. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η δική του κεντρική αρχή ποινικού μητρώου είναι σε θέση να χορηγήσει, το αργότερο στις 31 Μαρτίου κάθε έτους, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με ευρωπαϊκά εντάλματα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων τα οποία έλαβε κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ημερολογιακού έτους :

(α) τον αριθμό ευρωπαϊκών ενταλμάτων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε από κάθε κράτος μέλος.

(β) τον μέσο αριθμό ημερών που χρειάστηκαν για τη διαβίβαση της απάντησης σε ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

(γ) τον μέσο αριθμό αρνήσεων εκτέλεσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, με σύνοψη των λόγων άρνησης ή παράλειψης απάντησης.

(δ) τον αριθμό ευρωπαϊκών ενταλμάτων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στα οποία δεν δόθηκε απάντηση εντός 10 ημερών, με σύνοψη των σχετικών λόγων.

4. Μετά από γραπτή αίτηση της Επιτροπής, τα κράτη μέλη της ανακοινώνουν τις πληροφορίες που περιγράφονται στις παραγράφους 2 και 3.

Άρθρο 23 Σχέση με άλλα νομικά μέσα

1. Υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής τους στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, η παρούσα απόφαση πλαίσιο αντικαθιστά, από την 1η Ιανουαρίου 2005, τις αντίστοιχες διατάξεις των ακόλουθων νομικών πράξεων στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, στο μέτρο που αυτά τα κείμενα αφορούν αιτήσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σχετικές με τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης πλαισίου:

(α) την ευρωπαϊκή σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις της 20ής Απριλίου 1959 [71], και τα συμπληρωματικά πρωτόκολλά της της 17ης Μαρτίου 1978 [72] και της 8ης Νοεμβρίου 2001 [73].

[71] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 30.

[72] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 99.

[73] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 182.

(β) Την ευρωπαϊκή σύμβαση σχετικά με τη νομιμοποίηση, τη διερεύνηση, την κατάσχεση και τη δήμευση προϊόντων εγκλήματος της 8ης Νοεμβρίου 1990 [74].

[74] Συμβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 141.

(γ) τη σύμβαση της 19ης Ιουνίου 1990 για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (στο εξής "σύμβαση εφαρμογής Σένγκεν").

(δ) τη σύμβαση σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Μαΐου 2000 [75] και το πρωτόκολλό της της 16ης Οκτωβρίου 2001 [76].

[75] ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

[76] ΕΕ C 326, 21.11.2001, σ. 1.

2. Οι ακόλουθες διατάξεις καταργούνται:

(α) Το άρθρο 51 της σύμβασης εφαρμογής Σένγκεν.

(β) Το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου της 16ης Οκτωβρίου 2001 στη σύμβαση σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Μαΐου 2000.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις συμβάσεις και διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που ισχύουν κατά τη στιγμή της θέσπισης της παρούσας απόφασης πλαισίου, στο μέτρο που αυτές οι συμβάσεις ή συμφωνίες επιτρέπουν την επέκταση ή διεύρυνση των στόχων της παρούσας απόφασης πλαισίου και συμβάλλουν στην απλούστευση ή περαιτέρω διευκόλυνση των διαδικασιών για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης πλαισίου.

4. Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις ή διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης πλαισίου, στο μέτρο που αυτές οι συμβάσεις και συμφωνίες επιτρέπουν την επέκταση ή διεύρυνση των στόχων της παρούσας απόφασης πλαισίου και συμβάλλουν στην απλούστευση ή περαιτέρω διευκόλυνση των διαδικασιών συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης πλαισίου.

5. Οι συμβάσεις και συμφωνίες που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επηρεάζουν τις σχέσεις με κράτη μέλη που δεν αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη σε αυτές.

6. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, εντός 3 μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης πλαισίου, τις ισχύουσες συμβάσεις και συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 τις οποίες επιθυμούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν.

7. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν επίσης στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, εντός 3 μηνών από την υπογραφή τους, τις νέες συμβάσεις ή συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

8. Όταν οι συμβάσεις ή συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται σε εδάφη των κρατών μελών ή σε εδάφη για τις εξωτερικές σχέσεις των οποίων είναι υπεύθυνο κράτος μέλος στο οποίο δεν εφαρμόζεται η παρούσα απόφαση πλαίσιο, αυτά τα νομικά μέσα συνεχίζουν να διέπουν τις υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ αυτών των εδαφών και των άλλων κρατών μελών.

Άρθρο 24 Μεταβατικές συμφωνίες

1. Οι αιτήσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής που λαμβάνονται πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005 συνεχίζουν να διέπονται από τα ισχύοντα νομικά μέσα που αφορούν την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις. Οι αιτήσεις που λαμβάνονται από αυτήν την ημερομηνία και πέρα και αφορούν αποδεικτικά στοιχεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης πλαισίου διέπονται από τους κανόνες που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα απόφαση πλαίσιο.

2. Τα κράτη μέλη τα οποία, δυνάμει ισχυόντων νομικών μέσων όσον αφορά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις, εξαρτούν την εκτέλεση μιας αίτησης έρευνας και κατάσχεσης από την προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου μπορούν, εάν δεν εκπληρώνεται καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 16, παράγραφος 1, και το αργότερο 5 ημέρες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης πλαισίου, να εξουσιοδοτήσουν δικαστή, ανακριτή ή εισαγγελέα να αντιταχθεί στην αναγνώριση ή εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων λόγω του ότι η πράξη στην οποία το ένταλμα βασίζεται δεν συνιστά αδίκημα από την άποψη του δικαίου του κράτους εκτέλεσης, ανεξάρτητα από την αντικειμενική υπόσταση ή τον χαρακτηρισμό του αδικήματος.

3. Όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις στον φορολογικό, τελωνειακό ή τραπεζικό τομέα, η αναγνώριση ή η εκτέλεση δεν μπορεί να απορριφθεί δυνάμει της παραγράφου 2 λόγω του ότι η νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης δεν επιβάλλει το ίδιο είδος φόρου ή δασμού ή δεν περιλαμβάνει το ίδιο είδος ρύθμισης με το δίκαιο του κράτους έκδοσης όσον αφορά φορολογικά, τελωνειακά ή τραπεζικά ζητήματα.

Άρθρο 25 Εφαρμογή

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης πλαισίου πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν, πριν από την ίδια ημερομηνία, στη γενική γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η παρούσα απόφαση πλαίσιο.

3. Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2005, έκθεση με την οποία αξιολογεί το βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει τις απαραίτητες διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση πλαίσιο, συνοδευόμενη, εφόσον χρειάζεται, από νομοθετικές προτάσεις.

4. Η γενική γραμματεία του Συμβουλίου ενημερώνει τα κράτη μέλη, την Επιτροπή και την Eurojust για τις δηλώσεις που γίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 8.

Άρθρο 26 Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση πλαίσιο αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, [...]

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

[...]

Παράρτημα

ΕΝΤΥΠΟ Α

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ [77]

[77] Αυτό το ένταλμα πρέπει να συντάσσεται ή να μεταφράζεται σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους εκτέλεσης ή σε κάθε άλλη γλώσσα που είναι δεκτή από το συγκεκριμένο κράτος.

Το παρόν ένταλμα εκδόθηκε από αρμόδια δικαστική αρχή. Αιτούμαι τη συγκέντρωση και τη διαβίβαση των κάτωθι αναφερομένων αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων.

Θεωρώ ότι:

(i) τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που ζητούνται μέσω του παρόντος εντάλματος είναι απαραίτητα και ανάλογα για τους σκοπούς των κάτωθι αναφερομένων διαδικασιών.

(ii) θα ήταν δυνατή η συγκέντρωση αυτών των αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων κατ' εφαρμογή του δικαίου του κράτους έκδοσης υπό ανάλογες συνθήκες σαν να ήταν διαθέσιμα στο έδαφος του κράτους έκδοσης, ακόμα και στην περίπτωση που ενδεχομένως χρησιμοποιούνται διαφορετικά διαδικαστικά μέτρα. και

(iii) τα αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα που ζητούνται μέσω του παρόντος εντάλματος μπορούν να γίνουν δεκτά στη διαδικασία για την οποία ζητούνται.

(A) Δικαστική αρχή η οποία εξέδωσε το ένταλμα

Επίσημη ονομασία:

................................................................................................................................................................

Όνομα του αντιπροσώπου της: .................................................................................

Αξίωμα (τίτλος/βαθμός): .......................................................................................................................

Σημειώστε το είδος δικαστικής αρχής που εξέδωσε το ένταλμα

| | δικαστής

| | ανακριτής

| | εισαγγελέας

Στοιχεία του φακέλου: ...........................................................................................................................

Διεύθυνση: .............................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

Αριθμός τηλεφώνου: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης) (...) ................................................

Αριθμός φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης) (...) ............................................................

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: ........................................................................................

Γλώσσες στις οποίες είναι δυνατή η επικοινωνία με την αρχή έκδοσης: ..............................................

Συμπληρωματικά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένων των γλωσσών στις οποίες είναι δυνατή η επικοινωνία με το/τα πρόσωπο/α που είναι αρμόδιο/α για τη χορήγηση συμπληρωματικών πληροφοριών που απαιτούνται για την εκτέλεση του εντάλματος ή για τη λήψη των απαραίτητων πρακτικών μέτρων για τη διαβίβαση των αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων) (εάν ισχύει):

................................................................................................................................................................

(B) Λόγοι έκδοσης του εντάλματος

1. Περιγραφή των λόγων που δικαιολογούν την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων και σύνοψη των πραγματικών περιστατικών που γνωρίζει η δικαστική αρχή έκδοσης:

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

2. Σημειώστε το είδος διαδικασίας για την οποία εκδίδεται το ένταλμα:

| | Ποινική διαδικασία. ή

| | διαδικασία που κινείται από διοικητικές αρχές σε σχέση με πράξεις που είναι αξιόποινες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης λόγω του ότι αποτελούν παραβάσεις των κανόνων δικαίου, και όταν η απόφαση μπορεί να δικαιολογήσει προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου που έχει κυρίως δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις.

3. Σημειώστε, ενδεχομένως, μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις τις οποίες αφορούν οι προαναφερόμενες διαδικασίες σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης:

| | νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος,

| | παραχάραξη, περιλαμβανομένης της κιβδηλείας του ευρώ,

| | εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο,

| | εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του παράνομου εμπορίου απειλούμενων ζωικών ειδών και του παράνομου εμπορίου απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,

| | παροχή βοήθειας για την παράνομη είσοδο και διαμονή,

| | ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη

| | παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών

| | απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και ομηρία

| | ρατσισμός και ξενοφοβία.

| | οργανωμένες ή ένοπλες ληστείες,

| | παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,

| | απάτη,

| | εκβιασμός και απόσπαση χρημάτων,

| | παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

| | πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων και εμπορία πλαστών,

| | παραχάραξη μέσων πληρωμής,

| | λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

| | λαθρεμπόριο πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών,

| | εμπορία κλεμμένων οχημάτων,

| | βιασμός,

| | εμπρησμός με πρόθεση,

| | εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου,

| | αεροπειρατεία και πειρατεία,

| | δολιοφθορά,

| | οδήγηση η οποία παραβαίνει τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας, συμπεριλαμβανομένων των παραβάσεων των κανόνων που διέπουν το χρόνο οδήγησης και τις περιόδους ανάπαυσης και της νομοθεσίας για τα επικίνδυνα προϊόντα,

| | λαθρεμπόριο,

| | παραβιάσεις δικαιωμάτων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας,

| | απειλές και πράξεις βίας κατά προσώπων, συμπεριλαμβανομένης της βίας κατά τη διάρκεια αθλητικών εκδηλώσεων,

| | φθορά ξένης ιδιοκτησίας (βανδαλισμός),

| | κλοπή,

| | αξιόποινες πράξεις που στοιχειοθετούνται από το κράτος έκδοσης και καλύπτονται από τις υποχρεώσεις εκτέλεσης που απορρέουν από πράξεις που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή με τον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

4. Πλήρης περιγραφή του χαρακτήρα και του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης ή των αξιόποινων πράξεων που δεν συμπεριλαμβάνονται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο σημείο 3 ανωτέρω και για την οποία (για τις οποίες) εκδόθηκε το ένταλμα:

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

(Γ) Ταυτότητα των σχετικών προσώπων

Πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του(των) (i) φυσικού(-ών) ή (ii) νομικού(-ών) προσώπου(-ων) σε σχέση με το οποίο/τα οποία ζητούνται τα αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα (εάν ισχύει):

(i) Φυσικά πρόσωπα

Επώνυμο: .................................................................................................................................

Όνομα (ονόματα) : ...................................................................................................................

Οικογενειακό όνομα, εάν υπάρχει: .........................................................................................

Ψευδώνυμα, εάν υπάρχουν:.....................................................................................................

Φύλλο: .....................................................................................................................................

Ιθαγένεια: ................................................................................................................................

Ημερομηνία γέννησης: ............................................................................................................

Τόπος γέννησης: ......................................................................................................................

Κατοικία και/ή γνωστή διεύθυνση (εάν είναι άγνωστη, αναφέρατε την τελευταία γνωστή διεύθυνση):

..................................................................................................................................................

Γλώσσα(-ες) την οποία(τις οποίες) αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο πρόσωπο (εάν είναι γνωστό):

..................................................................................................................................................

(ii) Νομικά πρόσωπα

Επωνυμία: ................................................................................................................................

Μορφή νομικού προσώπου: ....................................................................................................

Συντομευμένη επωνυμία, συνήθως χρησιμοποιούμενη επωνυμία ή εμπορική επωνυμία, κατά περίπτωση:

..................................................................................................................................................

Χώρα σύστασης του νομικού προσώπου: ...............................................................................

Μητρώο και αριθμός καταχώρησης: .......................................................................................

Διεύθυνση της εταιρικής έδρας: ..............................................................................................

(Δ) Αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα που ζητούνται μέσω του εντάλματος

1. Περιγραφή των στοιχείων που ζητούνται μέσω του εντάλματος (σημειώστε και συμπληρώστε κατά περίπτωση):

| | Αντικείμενα :

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | Απόσπασμα ποινικού μητρώου του προσώπου που ορίζεται στο σημείο Γ.

| | Πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα ποινικά ή αστυνομικά μητρώα που αφορούν το πρόσωπο που ορίζεται στο σημείο Γ (περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι):

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | Άλλα έγγραφα και δεδομένα (περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι):

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

2. Τα αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα καλύπτονται από ενδεχόμενα προνόμια ή ασυλίες (σε περίπτωση κατάφασης, προσδιορίστε) :

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

3. Εντοπισμός των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων (σύμφωνα με αυτά που γνωρίζετε ή πιστεύετε) :

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

4. Πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του(των) (i) φυσικού(-ών) ή (ii) νομικού(-ών) προσώπου(-ων) για το οποίο/τα οποία πιστεύεται ότι κατέχει(-ουν) τα αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα (όπου ισχύει):

(i) Φυσικά πρόσωπα

Επώνυμο: .................................................................................................................................

Όνομα (ονόματα) : ...................................................................................................................

Οικογενειακό όνομα, εάν υπάρχει: .........................................................................................

Ψευδώνυμα, εάν υπάρχουν:.....................................................................................................

Φύλλο: .....................................................................................................................................

Ιθαγένεια: ................................................................................................................................

Ημερομηνία γέννησης: ............................................................................................................

Τόπος γέννησης: ......................................................................................................................

Κατοικία και/ή γνωστή διεύθυνση (εάν είναι άγνωστη, αναφέρατε την τελευταία γνωστή διεύθυνση):

..................................................................................................................................................

Γλώσσα(-ες) την οποία(τις οποίες) αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο πρόσωπο :

..................................................................................................................................................

(ii) Νομικά πρόσωπα

Επωνυμία: ...............................................................................................................................

Μορφή νομικού προσώπου: ....................................................................................................

Συντομευμένη επωνυμία, συνήθως χρησιμοποιούμενη επωνυμία ή εμπορική επωνυμία, κατά περίπτωση:

..................................................................................................................................................

Χώρα σύστασης του νομικού προσώπου: ...............................................................................

Μητρώο και αριθμός καταχώρησης: .......................................................................................

Διεύθυνση της εταιρικής έδρας: ..............................................................................................

Άλλες διευθύνσεις στις οποίες διεξάγονται επιχειρήσεις:

..................................................................................................................................................

(E) Εκτέλεση Του εντάλματος

1. Οι προθεσμίες για την εκτέλεση του εντάλματος ορίζονται στην απόφαση πλαίσιο. Εντούτοις, σε περίπτωση επείγοντος, παρακαλείστε να ορίσετε συντομότερη προθεσμία και να αναφέρετε τους λόγους:

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

2. Σημειώστε και συμπληρώστε ό,τι ισχύει από τα ακόλουθα:

| | είναι απαραίτητη η χρήση αναγκαστικών μέτρων για τη συγκέντρωση των αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων προκειμένου να αποτραπεί η παραποίηση, μετατόπιση ή καταστροφή τους (αιτιολόγηση και περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι):

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί το απόρρητο της έρευνας ως προς τα πραγματικά περιστατικά και την ουσία (περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι):

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης - ή ενδιαφερόμενος που διορίζεται από την αρχή έκδοσης - χρειάζεται να παρίσταται κατά τη διάρκεια της έρευνας (περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι)

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | πρέπει να συνταχθούν πρακτικά για τα πρόσωπα στην κατοχή των οποίων περιήλθαν τα αποδεικτικά στοιχεία μέχρι τη διαβίβασή τους (περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι)

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | άλλες διατυπώσεις (οι οποίες δεν είναι αντίθετες προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους εκτέλεσης) οι οποίες είναι απαραίτητες όπως εξηγείται κάτωθι:

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

(ΣΤ) Ένδικα μέσα κατά των αναγκαστικών μέτρων που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή του εντάλματος

1. Περιγραφή των ενδίκων μέσων που τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένων των καλοπίστων τρίτων, στο κράτος έκδοσης, συμπεριλαμβανομένων των απαραίτητων διαβημάτων που πρέπει να γίνουν :

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

2. Δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να ασκηθεί η προσφυγή

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

3. Πληροφορίες για τα πρόσωπα που μπορούν να ασκήσουν την προσφυγή

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

4. Προθεσμία για την υποβολή της προσφυγής

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

5. Αρχή στο κράτος έκδοσης που μπορεί να χορηγήσει συμπληρωματικές πληροφορίες για τις διαδικασίες που απαιτούνται για την άσκηση προσφυγής στο κράτος έκδοσης και προσδιορίστε το κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα νομικής συνδρομής και υπηρεσιών διερμηνείας και μετάφρασης:

Όνομα: ...................................................................................................................................................

Αρμόδιο πρόσωπο (εάν υπάρχει): .........................................................................................................

Αριθμός τηλεφώνου: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης) .......................................................

Αριθμός φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης) ..................................................................

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: ........................................................................................

(Ζ) Τελικές διατάξεις και υπογραφή

1. Άλλα στοιχεία που αφορούν την υπόθεση (προαιρετικές πληροφορίες):

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

2. Τρόποι διαβίβασης των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων:

| | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

| | φαξ

| | αποστολή του πρωτοτύπου ταχυδρομικά

| | άλλοι τρόποι διαβίβασης (να εξειδικευτούν):

.................................................................................................................................................

3. Υπογραφή της δικαστικής αρχής έκδοσης και/ή του αντιπροσώπου της που επικυρώνει το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων :

...............................................................................................................................................................

Όνομα: ...................................................................................................................................................

Αξίωμα (τίτλος/βαθμός): .......................................................................................................................

Ημερομηνία: ..........................................................................................................................................

Επίσημη σφραγίδα (εάν υπάρχει):

Έντυπο B

Ένταλμα συγκέντρωσης συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων που αξιώνεται από το κράτος έκδοσης σαν συμπλήρωμα προηγούμενου ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων [78]

[78] Αυτό το ένταλμα πρέπει να συντάσσεται ή να μεταφράζεται σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους εκτέλεσης ή σε κάθε άλλη γλώσσα που είναι δεκτή από το συγκεκριμένο κράτος.

Το παρόν ένταλμα συγκέντρωσης συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων εκδίδεται από δικαστική αρχή η οποία έχει αρμοδιότητα να εκδίδει ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Επισυνάπτω αντίγραφο του αρχικού ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στο οποίο αναφέρεται το παρόν ένταλμα. Αιτούμαι τη συγκέντρωση και τη διαβίβαση των κάτωθι αναφερομένων αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων.

Θεωρώ ότι:

(i) το περιεχόμενο του αρχικού ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στο οποίο αναφέρεται το συγκεκριμένο αίτημα συνεχίζει να είναι ακριβές.

(ii) τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα που ζητούνται με το παρόν συμπληρωματικό ένταλμα είναι απαραίτητα και ανάλογα για τους σκοπούς των διαδικασιών που αναφέρονται στο αρχικό ένταλμα.

(iii) θα ήταν δυνατή η συγκέντρωση αυτών των αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων κατ' εφαρμογή του δικαίου του κράτους έκδοσης υπό ανάλογες συνθήκες σαν να ήταν διαθέσιμα στο έδαφος του κράτους έκδοσης, ακόμα και στην περίπτωση που ενδεχομένως χρησιμοποιούνται διαφορετικά διαδικαστικά μέτρα. και

(iv) τα αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα τα οποία αφορά το παρόν συμπληρωματικό ένταλμα μπορούν να γίνουν δεκτά στη διαδικασία για την οποία ζητούνται.

(A) Λεπτομέρειες σχετικά με το αρχικό ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων

Ημερομηνία έκδοσης: ............................................................................................................................

Στοιχεία του φακέλου σχετικά με το αρχικό ένταλμα: ..........................................................................

Στοιχεία ενδεχόμενης ανταλλαγής επιστολών μετά το αρχικό ένταλμα:

...............................................................................................................................................................

(B) Αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα που ζητούνται μέσω του εντάλματος

1. Περιγραφή των στοιχείων που ζητούνται μέσω του εντάλματος (σημειώστε και συμπληρώστε κατά περίπτωση):

| | Αντικείμενα :

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | Απόσπασμα ποινικού μητρώου του προσώπου που ορίζεται στο σημείο Γ του αρχικού εντάλματος.

| | Πληροφορίες που αναφέρονται στα δικαστικά ή αστυνομικά μητρώα που αφορούν το πρόσωπο που ορίζεται στο σημείο Γ του αρχικού εντάλματος (περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι):

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | Άλλα έγγραφα και δεδομένα (περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι):

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

2. Τα αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα καλύπτονται από ενδεχόμενα προνόμια και ασυλίες (σε περίπτωση κατάφασης, προσδιορίστε) :

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

3. Εντοπισμός των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων (σύμφωνα με αυτά που γνωρίζετε ή πιστεύετε) :

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

4. Πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του(των) (i) φυσικού(-ών) ή (ii) νομικού(-ών) προσώπου(-ων) για το οποίο/τα οποία πιστεύεται ότι κατέχει(-ουν) τα αντικείμενα, έγγραφα και δεδομένα (όπου ισχύει):

(i) Φυσικά πρόσωπα

Επώνυμο: .................................................................................................................................

Όνομα (ονόματα) : ...................................................................................................................

Οικογενειακό όνομα, εάν υπάρχει: .........................................................................................

Ψευδώνυμα, εάν υπάρχουν:.....................................................................................................

Φύλλο: .....................................................................................................................................

Ιθαγένεια: ................................................................................................................................

Ημερομηνία γέννησης: ............................................................................................................

Τόπος γέννησης: ......................................................................................................................

Κατοικία και/ή γνωστή διεύθυνση (εάν είναι άγνωστη, αναφέρατε την τελευταία γνωστή διεύθυνση):

..................................................................................................................................................

Γλώσσα(-ες) την οποία(τις οποίες) αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο πρόσωπο :

..................................................................................................................................................

(ii) Νομικά πρόσωπα

Επωνυμία: ...............................................................................................................................

Μορφή νομικού προσώπου: ....................................................................................................

Συντομευμένη επωνυμία, συνήθως χρησιμοποιούμενη επωνυμία ή εμπορική επωνυμία, κατά περίπτωση:

..................................................................................................................................................

Χώρα σύστασης του νομικού προσώπου: ...............................................................................

Μητρώο και αριθμός καταχώρησης: .......................................................................................

Διεύθυνση της εταιρικής έδρας: ..............................................................................................

Άλλες διευθύνσεις στις οποίες διεξάγονται επιχειρήσεις:

..................................................................................................................................................

(Γ) Εκτέλεση Του εντάλματος

1. Οι προθεσμίες για την εκτέλεση του εντάλματος ορίζονται στην απόφαση πλαίσιο. Εντούτοις, σε περίπτωση επείγοντος, παρακαλείστε να ορίσετε συντομότερη προθεσμία και να αναφέρετε τους λόγους:

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

2. Σημειώστε και συμπληρώστε ό,τι ισχύει από τα ακόλουθα:

| | είναι απαραίτητη η χρήση αναγκαστικών μέτρων για τη συγκέντρωση των αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων προκειμένου να αποτραπεί η παραποίηση, μετατόπιση ή καταστροφή τους (αιτιολόγηση και περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι):

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί το απόρρητο της έρευνας ως προς τα πραγματικά περιστατικά και την ουσία (περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι):

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης - ή ενδιαφερόμενος που διορίζεται από την αρχή έκδοσης - χρειάζεται να παρίσταται κατά τη διάρκεια της έρευνας (περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι)

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | πρέπει να συνταχθούν πρακτικά για τα πρόσωπα στην κατοχή των οποίων περιήλθαν τα αποδεικτικά στοιχεία μέχρι τη διαβίβασή τους (περαιτέρω λεπτομέρειες κάτωθι)

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

| | άλλες διατυπώσεις (οι οποίες δεν είναι αντίθετες προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους εκτέλεσης) οι οποίες είναι απαραίτητες όπως εξηγείται κάτωθι:

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

(Δ) Τελικές διατάξεις και υπογραφή

1. Άλλα στοιχεία που αφορούν την υπόθεση (προαιρετικές πληροφορίες):

...............................................................................................................................................................

................................................................................................................................................................

2. Τρόποι διαβίβασης των αντικειμένων, εγγράφων ή δεδομένων:

| | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

| | φαξ

| | αποστολή του πρωτοτύπου ταχυδρομικά

| | άλλοι τρόποι διαβίβασης (να εξειδικευτούν):

.................................................................................................................................................

3. Υπογραφή της δικαστικής αρχής έκδοσης και/ή του αντιπροσώπου της που επικυρώνει το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων :

...............................................................................................................................................................

Όνομα: ...................................................................................................................................................

Αξίωμα (τίτλος/βαθμός): .......................................................................................................................

Ημερομηνία: ..........................................................................................................................................

Επίσημη σφραγίδα (εάν υπάρχει):

Top