EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003DC0286

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Ενίσχυση του υποχρεωτικού λογιστικού ελέγχου των επιχειρήσεων στην ΕΕ

/* COM/2003/0286 τελικό */

OJ C 236, 2.10.2003, p. 2–13 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52003DC0286

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Ενίσχυση του υποχρεωτικού λογιστικού ελέγχου των επιχειρήσεων στην ΕΕ /* COM/2003/0286 τελικό */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 236 της 02/10/2003 σ. 0002 - 0013


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ - Ενίσχυση του υποχρεωτικού λογιστικού ελέγχου των επιχειρήσεων στην ΕΕ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Ιστορικό και εισαγωγή

2. Ένα σύγχρονο κανονιστικό πλαίσιο

2.1. Εκσυγχρονισμένη και βασιζόμενη σε αρχές 8η οδηγία

2.2. Σύσταση Κανονιστικής Επιτροπής Ελεγκτικών Θεμάτων

3. Ενίσχυση του ρόλου του ορκωτού ελεγκτή

3.1. Η εφαρμογή Διεθνών Ελεγκτικών Προτύπων -ΔΕΠ (International Standards on Auditing - ISA) σε όλους τους υποχρεωτικούς ελέγχους στην ΕΕ από το 2005 και μετά

1.2. Δημόσια εποπτεία του κλάδου των ορκωτών ελεγκτών

1.3. Εταιρική διακυβέρνηση σε σχέση με τον υποχρεωτικό έλεγχο - ελεγκτικές επιτροπές και εσωτερικός έλεγχος

1.4. Κώδικας δεοντολογίας

1.5. Ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών

1.6. Διασφάλιση της ποιότητας

1.7. Εκπαίδευση και κατάρτιση

1.8. Συστήματα πειθαρχικών κυρώσεων

1.9. Διαφάνεια των ελεγκτικών εταιρειών και των δικτύων τους

1.10. Ευθύνη των ελεγκτών

1.11. Διεθνείς πτυχές της στρατηγικής της Επιτροπής - νόμος Sarbanes-Oxley και αμοιβαία αναγνώριση

4. Εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς ελεγκτικών υπηρεσιών

4.1. Σύσταση ελεγκτικών εταιρειών στην ΕΕ

4.2. Η διασυνοριακή παροχή ελεγκτικών υπηρεσιών

4.3. Διάρθρωση της αγοράς και πρόσβαση στην αγορά παροχής ελεγκτικών υπηρεσιών της ΕΕ

Πρόγραμμα δράσης 10 σημείων όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο επιχειρήσεων

Κατάλογος συντομογραφιών

1. ΙΣΤΟΡΙΚΌ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΉ

Η κατάρρευση της εταιρείας Enron και τα σκάνδαλα στον τομέα της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης που ακολούθησαν έδωσαν αφορμή για τη διατύπωση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αιτημάτων για περαιτέρω εξέταση της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, του υποχρεωτικού ελέγχου των επιχειρήσεων, της εταιρικής διακυβέρνησης και των αγορών κινητών αξιών. Κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις κεφαλαιαγορές διαβρώθηκε παγκοσμίως και η δημόσια αξιοπιστία του κλάδου των ορκωτών ελεγκτών κλονίστηκε. Τα επακόλουθα του σκανδάλου Enron και η απάντηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο ζήτημα της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των επενδυτών, ο νόμος Sarbanes-Oxley Act (SOA), σε συνδυασμό με ορισμένα πρόσφατα προβλήματα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης στην ΕΕ επιβάλλουν την επανεξέταση των προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο των επιχειρήσεων ως μέρος των πρωτοβουλιών της Επιτροπής για την τόνωση της εταιρικής διακυβέρνησης. Η Επιτροπή, παράλληλα με την παρούσα ανακοίνωση για τις ελεγκτικές προτεραιότητες, θα εκδώσει και την ανακοίνωση "Εκσυγχρονισμός του Εταιρικού Δικαίου και Ενίσχυση της Εταιρικής Διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση".

Η έλλειψη εναρμονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο των επιχειρήσεων στην ΕΕ αποτέλεσε τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή, το 1996, οργάνωσε διάλογο σε ευρεία βάση όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την ανάγκη περαιτέρω δράσεων σε επίπεδο ΕΕ σχετικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο των επιχειρήσεων. Ο διάλογος αυτός ξεκίνησε με την έκδοση του Πράσινου Βιβλίου της Επιτροπής, το 1996, με τον τίτλο "Ο ρόλος, η θέση και η ευθύνη του ορκωτού ελεγκτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση" [1]. Οι αντιδράσεις στο Πράσινο Βιβλίο κατέστησαν σαφές ότι υπήρχε ανάγκη περαιτέρω δράσης σε επίπεδο ΕΕ, πέραν των διατάξεων της οδηγίας του Συμβουλίου 84/253/EΟΚ [2] γνωστής ως "η 8η οδηγία" που διέπουν εν γένει την έγκριση των ορκωτών ελεγκτών στην ΕΕ. Τα συμπεράσματα πολιτικής που συνήγαγε η Επιτροπή από τις ενέργειες αυτές περιλήφθηκαν στην ανακοίνωση της Επιτροπής του 1998 με τίτλο "Ο υποχρεωτικός έλεγχος στην ΕΕ και οι μελλοντικές προοπτικές του" [3].

[1] ΕΕ αριθ. C 321, της 28.10.1996, σ. 1

[2] ΕΕ αριθ. L 126, της 12.5.84, σ. 20

[3] ΕΕ αριθ. C 143, της 8.5.1998, σ. 12

Η ανακοίνωση του 1998 πρότεινε τη σύσταση μιας Επιτροπής Ελεγκτικών Θεμάτων της ΕΕ η οποία θα ανέπτυσσε περαιτέρω δράσεις σε στενή συνεργασία με τον κλάδο των λογιστών και τα κράτη μέλη. Πρωταρχικός στόχος της επιτροπής αυτής ήταν η βελτίωση της ποιότητας του υποχρεωτικού ελέγχου των επιχειρήσεων. Βασικά σημεία του θεματολογίου της ήταν η εξωτερική διασφάλιση της ποιότητας, τα ελεγκτικά πρότυπα και η ανεξαρτησία των ελεγκτών.

Βάσει των εργασιών της εν λόγω επιτροπής, η Επιτροπή εξέδωσε σύσταση με τίτλο «Η Διασφάλιση της Ποιότητας του Υποχρεωτικού Ελέγχου στην ΕΕ» [4] τον Νοέμβριο του 2000, καθώς και σύσταση με τίτλο «Η ανεξαρτησία του ορκωτού ελεγκτή στην ΕΕ» τον Μάιο του 2002 [5]. Αμφότερες οι συστάσεις έχουν τεθεί σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη. Εκτός αυτού πραγματοποιήθηκαν προπαρασκευαστικές εργασίες όσον αφορά την εφαρμογή διεθνών ελεγκτικών προτύπων (International Standards on Auditing - ISA).

[4] ΕΕ αριθ. L 091, της 31.3.01, σ. 91

[5] ΕΕ αριθ. L 191, της 19.07.02, σ. 22

Παρά τα επιτεύγματα αυτά η Επιτροπή πιστεύει ότι η παρούσα κατάσταση απαιτεί περαιτέρω πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις κεφαλαιαγορές και την τόνωση της εμπιστοσύνης του κοινού στο ρόλο του ορκωτού ελεγκτή στην ΕΕ. Έχουν γίνει εκκλήσεις να αποφευχθούν οι απερίσκεπτες κανονιστικές αντιδράσεις και, αντ' αυτού, να υπάρξει σταδιακή πρόοδος με γνώμονα τον γενικότερο στόχο της δημιουργίας μίας αποτελεσματικής κεφαλαιαγοράς στην ΕΕ μέχρι το 2005 που αποτελεί και στόχο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η Επιτροπή έχει συναίσθηση του κινδύνου της "κατά τύχη θέσπισης νομοθεσίας" και είναι αποφασισμένη να δώσει μία ισχυρή, αποτελεσματική και ταυτόχρονα διεξοδική, ισορροπημένη και αναλογική απάντηση στα θέματα αυτά αφού προηγηθούν διαβουλεύσεις σε ευρεία βάση.

Μολονότι ο έλεγχος έχει μεγάλη σημασία για την εξασφάλιση ορθής χρηματοοικονομικής πληροφόρησης δεν αποτελεί το μόνο στοιχείο που πρέπει να εξετασθεί μετά τα πρόσφατα σκάνδαλα στον τομέα της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Ο έλεγχος εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύστημα που περιλαμβάνει συντελεστές και κανονιστικούς φορείς που συμμετέχουν στην παροχή διαφανούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης στην κεφαλαιαγορά της ΕΕ. Οι προτεινόμενες κανονιστικές πρωτοβουλίες όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο των επιχειρήσεων πρέπει ως εκ τούτου να ανταποκρίνονται στο ευρύτερο πλαίσιο του προγράμματος δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες της Επιτροπής καθώς και στην απάντηση της Επιτροπής στην κατάρρευση της εταιρείας Enron [6] ("Μια πρώτη αντίδραση της ΕΕ σε θέματα πολιτικής που σχετίζονται με την Enron") - που έγινε ευρέως αποδεκτή στην ανεπίσημη σύνοδο του Συμβουλίου ECOFIN στο Oviedo, τον Απρίλιο του 2002. Συμπληρώνει, εξάλλου, την Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά το εταιρικό δίκαιο και την εταιρική διακυβέρνηση η οποία αποτελεί την απάντησή της στην έκθεση Winter. Ο έλεγχος αποτελεί σημαντικό μέρος της καλής εταιρικής διακυβέρνησης.

[6] Δημοσιεύθηκε online από τη ΓΔ Markt με δελτίο Τύπου (IP/02/584). Δικτυακός τόπος: http://europa.eu.int/comm/internal_market/en/company/company/news/ecofin_2004_04_enron_en.pdf

Η κεφαλαιαγορά της ΕΕ λειτουργεί μέσα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από διασυνοριακούς επενδυτές, εταιρείες εισηγμένες σε περισσότερα χρηματιστήρια και εγγραφές αλλοδαπών επιχειρήσεων. Από την άποψη αυτή, η κεφαλαιαγορά της ΕΕ πρέπει να είναι ελκυστική τόσο σε εκδότες τίτλων όσο και σε επενδυτές και να εξασφαλίζει ένα παγκοσμίως κατανοητό υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών. Η ΕΕ επιδιώκει την επίτευξη των στόχων αυτών προωθώντας και απαιτώντας τη χρήση υψηλού επιπέδου και διεθνώς αποδεκτών προτύπων όσον αφορά τη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς της ΕΕ, μέσω μιας υποδομής που εξασφαλίζει τη σωστή εφαρμογή των εν λόγω προτύπων.

Η αξιοπιστία της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης που παρέχουν οι ορκωτοί ελεγκτές έχει θεμελιώδη σημασία για ένα ευρύτερο φάσμα νομικών προσώπων και όχι μόνον για τις εισηγμένες εταιρείες. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στην τρέχουσα κοινοτική νομοθεσία η οποία καθορίζει τις ελεγκτικές απαιτήσεις για όλες τις ανώνυμες εταιρείες, όλες τις τράπεζες και όλες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις [7]. Ως εκ τούτου το σημείο εκκίνησης για μία συνεκτική και συνεπή πολιτική της ΕΕ όσον αφορά τον έλεγχο των επιχειρήσεων συνεχίζει να καλύπτει όλους τους υποχρεωτικούς ελέγχους που διεξάγονται στην ΕΕ (πάνω από 1 εκατομμύριο), αριθμός πολύ μεγαλύτερος των 7.000 εισηγμένων επιχειρήσεων της ΕΕ. Στο μέτρο του αναγκαίου, οι πολιτικές και τα μέτρα πρέπει να διαφοροποιούνται βάσει του δημοσίου συμφέροντος ("οικονομικές μονάδες με χαρακτήρα δημοσίου συμφέροντος") λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ).

[7] Η 4η (78/660/EΟΚ) και η 7η (83/349/EΟΚ) οδηγία για το εταιρικό δίκαιο και οι οδηγίες για τις τράπεζες (86/635/EΟΚ) και τη λογιστική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (91/674/EΟΚ) περιλαμβάνουν ελεγκτικές απαιτήσεις. Σύμφωνα με την 4η και την 7η οδηγία, τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρέσουν μικρές εταιρείες από την απαίτηση ελέγχου.

Μετά την πρώτη απάντηση της ΕΕ στο έγγραφο της Επιτροπής σχετικά με την εταιρεία Enron, οι υπηρεσίες της Επιτροπής συμβουλεύθηκαν τα Μέλη της Επιτροπής Ελεγκτικών Θεμάτων της ΕΕ όσον αφορά τις μελλοντικές προτεραιότητες.

Το κεφάλαιο 2 της παρούσας Ανακοίνωσης περιγράφει το όραμα της Επιτροπής όσον αφορά τη δημιουργία ενός σύγχρονου κανονιστικού πλαισίου για τον υποχρεωτικό έλεγχο των επιχειρήσεων στην ΕΕ ενώ στα κεφάλαια 3 και 4 περιγράφονται οι προγραμματιζόμενες πρωτοβουλίες στο θέμα αυτό. Οι προτάσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις εν λόγω πρωτοβουλίες θα καταρτιστούν σε στενή συνεργασία με την Κοινοτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων στο πλαίσιο κατάλληλης διαδικασίας χαρακτηριζόμενης από διαφάνεια.

2. ΈΝΑ ΣΎΓΧΡΟΝΟ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΌ ΠΛΑΊΣΙΟ

2.1. Εκσυγχρονισμένη και βασιζόμενη σε αρχές 8η οδηγία

Η Ανακοίνωση του 1998 όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο οδήγησε στην έκδοση των συστάσεων της Επιτροπής όσον αφορά την εξωτερική διασφάλιση της ποιότητας το 2000 και την ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών το 2002. Τα κράτη μέλη έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή τις συστάσεις αυτές και ο βαθμός εναρμόνισης θα εξεταστεί από την Επιτροπή τρία έτη μετά την έκδοση των συστάσεων αυτών. Ωστόσο, δεν πρέπει να βασίζεται κανείς σε μη δεσμευτικά μέσα για την επίτευξη του απαιτούμενου βαθμού αυστηρής εφαρμογής που απαιτεί η τρέχουσα κατάσταση μετά τα γεγονότα σχετικά με την εταιρία Enron.

Προς τούτο η Επιτροπή προτείνει τον εκσυγχρονισμό της 8ης οδηγίας ούτως ώστε να δημιουργηθεί μία ολοκληρωμένη νομική βάση για όλους τους υποχρεωτικούς λογιστικούς ελέγχους που πραγματοποιούνται εντός της ΕΕ. Στο μέτρο που είναι σκόπιμο, οι αρχές αυτές πρέπει να ισχύουν και για μη κοινοτικές ελεγκτικές εταιρείες που διεξάγουν ελέγχους σε σχέση με εταιρείες εισηγμένες στις κεφαλαιαγορές της ΕΕ. Η 8η οδηγία, η οποία εκδόθηκε το 1984 και η οποία έκτοτε δεν τροποποιήθηκε ποτέ, πραγματεύεται κυρίως την έγκριση (φυσικών και νομικών) προσώπων στα οποία επιτρέπεται να διεξάγουν υποχρεωτικούς ελέγχους. Περιλαμβάνει επίσης μεγάλο αριθμό διατάξεων περί ενσωμάτωσης της οδηγίας στις εθνικές νομοθεσίες οι οποίες κατέστησαν, στο σύνολό τους, παρωχημένες από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η ισχύουσα 8η οδηγία δεν περιλαμβάνει μία ολοκληρωμένη σειρά στοιχείων που θα εξασφάλιζαν μία κατάλληλη ελεγκτική υποδομή (π.χ. δημόσια εποπτεία, πειθαρχικά συστήματα και συστήματα εξασφάλισης της ποιότητας) ούτε αναφέρεται στη χρήση ελεγκτικών προτύπων, σε προϋποθέσεις ανεξαρτησίας και σε κώδικες δεοντολογίας. Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις είναι πλέον καιρός να εκσυγχρονιστεί η 8η οδηγία και να μετατραπεί σε ένα συνoπτικότερο αλλά περιεκτικότερο ευρωπαϊκό νομοθέτημα στηριζόμενο σε επαρκώς σαφείς αρχές οι οποίες θα διέπουν όλους τους υποχρεωτικούς ελέγχους που θα διεξάγονται εντός της ΕΕ.

Η ευρωπαϊκή προσέγγιση όσον αφορά την πολιτική στον τομέα του ελέγχου των επιχειρήσεων (και της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης) βασίζεται κατ' ουσίαν σε συγκεκριμένες αρχές και οι μελλοντικές δράσεις πρέπει να αντικατοπτρίζουν το γεγονός αυτό. Ωστόσο, η ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή βασικών αρχών ενδέχεται να απαιτήσει πρόσθετες διευκρινίσεις π.χ. λεπτομερή καθοδήγηση, συστάσεις βέλτιστης πρακτικής κλπ. Η προσέγγιση αυτή τηρήθηκε στη σύσταση για την ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών. Η θέσπιση σαφών αρχών στη νομοθεσία της ΕΕ σε συνδυασμό με μέτρα εφαρμογής αποτελεί προσέγγιση η οποία συνάδει με την προσέγγιση Lamfalussy στη ρύθμιση των αγορών κινητών αξιών της οποίας η εφαρμογή μελετάται και στον τραπεζικό και τον ασφαλιστικό τομέα.

Δεδομένου ότι η κεφαλαιαγορά της Ευρώπης λειτουργεί μέσα στο παγκόσμιο πλαίσιο η εφαρμογή των αρχών αυτών και σε μη κοινοτικές ελεγκτικές εταιρείες οι οποίες διεξάγουν ελέγχους σε σχέση με την κεφαλαιαγορά της ΕΕ, θα καταστήσει δυνατή την αναγνώριση ισοδύναμων λύσεων από άλλα κανονιστικά συστήματα.

2.2. Σύσταση Κανονιστικής Επιτροπής Ελεγκτικών Θεμάτων

Η προσέγγιση όσον αφορά την πολιτική στον τομέα των υποχρεωτικών λογιστικών ελέγχων στην ΕΕ την οποία θεσπίζει η Ανακοίνωση του 1998 αποτελεί στην ουσία "παρακολουθούμενη αυτορύθμιση". Ο κλάδος των ορκωτών ελεγκτών της ΕΕ καλείται να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις του όσον αφορά τα ελεγκτικά θέματα στο πλαίσιο της αυτορύθμισης. Ακολουθώντας την προσέγγιση αυτή, η Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων της ΕΕ περιλαμβάνει εκπροσώπους του κλάδου των ορκωτών ελεγκτών. Μέχρι στιγμής η τακτική αυτή αποδείχθηκε καρποφόρα. Οι εκπρόσωποι του κλάδου συνεισέφεραν σημαντικά στο έργο της Επιτροπής Ελεγκτικών Θεμάτων ενώ η άμεση ανταλλαγή απόψεων με τους κανονιστικούς φορείς των κρατών μελών βελτιώνει την αμοιβαία κατανόηση των βασικών θεμάτων πολιτικής.

Ωστόσο, όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, επιβάλλεται μια μεταβολή στην ισορροπία μεταξύ εκπροσώπων του δημόσιου τομέα και εκπροσώπων του κλάδου των ορκωτών ελεγκτών ούτως ώστε να εξασφαλιστεί επαρκώς η ανεξαρτησία της κοινοτικής πολιτικής. Η μεταβολή αυτή δεν συνεπάγεται ότι η πολιτική σε επίπεδο ΕΕ δεν θα περιλαμβάνει ούτε θα βασίζεται πλέον στους πόρους και τις γνώσεις του κλάδου των ορκωτών ελεγκτών. Αντίθετα, θα εξασφαλίσει ότι τόσο επί της ουσίας όσο και φαινομενικά, το δημόσιο συμφέρον είναι και θα παραμείνει ο βασικός γνώμονας στην κατάστρωση της ελεγκτικής πολιτικής της ΕΕ. Η νέα αυτή ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί με τη σύσταση μίας Κανονιστικής Επιτροπής Ελεγκτικών Θεμάτων. Η τρέχουσα Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων της ΕΕ η οποία θα μετονομαστεί σε Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων, θα διατηρήσει τον ρόλο της ως φορέας προπαρασκευαστικών συζητήσεων μεταξύ κανονιστικών φορέων και του κλάδου των ορκωτών ελεγκτών. Η νέα Κανονιστική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων που θα συσταθεί θα αποτελεί χωριστή κανονιστική επιτροπή αποτελούμενη μόνον από εκπροσώπους των κρατών μελών, προεδρευόμενη από την Επιτροπή. Η Επιτροπή θα εκδίδει κατάλληλα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διαδικασίες επιτροπολογίας. Η νέα κανονιστική επιτροπή θα συσταθεί με τροποποίηση της 8ης οδηγίας και θα λειτουργεί σύμφωνα με τους υφιστάμενους διοργανικούς διακανονισμούς επιτροπολογίας. Κατά συνέπεια, οι πρωτοβουλίες όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο θα παύσουν να διεκπεραιώνονται μέσω της επιτροπής επαφών των λογιστικών οδηγιών η οποία θα συνεχίσει να ασχολείται με θέματα λογιστικής.

Συνοπτική περιγραφή των δράσεων όσον αφορά τη δημιουργία ενός σύγχρονου κανονιστικού πλαισίου

1) Επιτροπή: Πρόταση εκσυγχρονισμού της 8ης οδηγίας για το εταιρικό δίκαιο με σκοπό τη θέσπιση μιας περιεκτικής οδηγίας βασιζόμενης σε αρχές, η οποία θα ισχύει για όλους τους υποχρεωτικούς ελέγχους που πραγματοποιούνται στην ΕΕ, μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2004. Η εκσυγχρονισμένη οδηγία θα διευκρινίζει τον ρόλο και τη θέση του ορκωτού ελεγκτή και θα προσδιορίζει τις απαιτήσεις για την ελεγκτική υποδομή ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η υψηλή ποιότητα των ελέγχων. Η οδηγία θα περιλαμβάνει διατάξεις όσον αφορά : την εκπαίδευση (βλ. σημείο 3.7), τη δημόσια εποπτεία (βλ. σημείο 3.2), τη διασφάλιση της ποιότητας (βλ. σημείο 3.6), τις πειθαρχικές κυρώσεις (βλ. σημείο 3.8), τα ελεγκτικά πρότυπα (βλ. σημείο 3.1) και τον κώδικα δεοντολογίας για την ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών (βλ. σημεία 3.4 και 3.5).

2) Επιτροπή: Συμπερίληψη της σύστασης Κανονιστικής Επιτροπής Ελεγκτικών Θεμάτων στην εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία.

3. ΕΝΊΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΡΌΛΟΥ ΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΎ ΕΛΕΓΚΤΉ

Μετά την κατάρρευση της Enron, η Επιτροπή εξέδωσε έγγραφο με τίτλο "Μια πρώτη αντίδραση της ΕΕ σε θέματα που σχετίζονται με την Enron" που περιλαμβάνει μία περιεκτική επισκόπηση των δράσεων πολιτικής σε πέντε βασικούς τομείς μεταξύ των οποίων και ο υποχρεωτικός έλεγχος. Οι υπουργοί οικονομικών της ΕΕ συμφώνησαν με τα συμπεράσματα της Επιτροπής στο έγγραφο αυτό κατά την ανεπίσημη σύνοδο του Oviedo τον Απρίλιο του 2002. Το μεγαλύτερο μέρος των προτεινόμενων πρωτοβουλιών (σημεία 3.1 έως 3.7, παρακάτω) αποτελεί άμεση απόρροια των συμπερασμάτων αυτών. Συζητήθηκαν επίσης και με τα μέλη της επιτροπής ελεγκτικών θεμάτων της ΕΕ.

3.1. Η εφαρμογή Διεθνών Ελεγκτικών Προτύπων -ΔΕΠ (International Standards on Auditing - ISA) σε όλους τους υποχρεωτικούς ελέγχους στην ΕΕ από το 2005 και μετά

Βασικό στοιχείο για την επίτευξη ενός ομοιόμορφου υψηλού επιπέδου ποιότητας στους ελέγχους σε ολόκληρη την ΕΕ είναι η εφαρμογή κοινών ελεγκτικών προτύπων. Η επιτροπή ελεγκτικών θεμάτων της ΕΕ διεξήγαγε, από το 1999, προκαταρκτικές εργασίες όσον αφορά την εφαρμογή των ΔΕΠ στην ΕΕ, αξιολογώντας τα έναντι των ελεγκτικών απαιτήσεων των κρατών μελών. Η αξιολόγηση αυτή έδειξε ότι ήδη υφίσταται υψηλός βαθμός σύγκλισης με τα ΔΕΠ. Η ίδια αξιολόγηση έδειξε, επίσης, ότι είναι ανάγκη να βελτιωθούν τα ΔΕΠ σε συγκεκριμένα θέματα όπως η ανάπτυξη ενός προτύπου για τον έλεγχο διεθνών ομίλων, η επικαιροποίηση του ελεγκτικού μοντέλου κινδύνου στα ΔΕΠ και η ανάπτυξη ελεγκτικής καθοδήγησης σε σχέση με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Η Επιτροπή Διεθνών Ελεγκτικών και Ασφαλιστικών Προτύπων (International Auditing and Assurance Standards Board -IAASB) ασχολείται σήμερα με τη βελτίωση των ισχυόντων ΔΕΠ. Η Επιτροπή ενθαρρύνει την IAASB να συνεχίσει το έργο της ούτως ώστε να αναπτυχθούν ύψιστης ποιότητας ελεγκτικά πρότυπα.

Η Επιτροπή προγραμματίζει την υποχρεωτική χρήση των ΔΕΠ για όλους τους υποχρεωτικούς ελέγχους στην ΕΕ από το 2005 και μετά. Ωστόσο, η επιτυχής εφαρμογή της υποχρεωτικής εφαρμογής των ΔΕΠ στην ΕΕ από το 2005 και μετά προϋποθέτει την ολοκλήρωση ορισμένων προκαταρκτικών δράσεων: επικαιροποίηση και ολοκλήρωση της ανάλυσης των διαφορών μεταξύ ΔΕΠ και εθνικών ελεγκτικών απαιτήσεων, ανάπτυξη μιας σειράς βασικών αρχών ("πλαίσιο") για την αξιολόγηση των ΔΕΠ, αξιολόγηση των δυνατών συστημάτων έγκρισης, ανάπτυξη μιας κοινής έκθεσης ελέγχου και υψηλού επιπέδου μεταφράσεις σε όλες τις κοινοτικές γλώσσες. Όσον αφορά την ελεγκτική πληροφόρηση, η Επιτροπή σκοπεύει να χρησιμοποιήσει την επόμενη αναθεώρηση του ΔΕΠ 700 (έκθεση ελέγχου) ως σημείο εκκίνησης για την ανάλυση των διαφορών μεταξύ των εθνικών εκθέσεων ελέγχου από κοινοτικούς επαγγελματικούς φορείς της ΕΕ, με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής ομοσπονδίας λογιστών (Fιdιration des Experts Comptables Europιens - FEE).

Η IAASB είναι μία από τις μόνιμες τεχνικές επιτροπές της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών (International Federation of Accountants - IFAC). Η Επιτροπή πιστεύει ότι στην μετά την Enron εποχή, πρέπει να εξεταστεί σοβαρά το θέμα του διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων της IAASB από την IFAC όσον αφορά τον καθορισμό προτύπων. Επί του παρόντος, οι εργασίες κατάρτισης ελεγκτικών προτύπων στο πλαίσιο της IAASB διεξάγονται κατά βάση από και για λογαριασμό του κλάδου των ορκωτών ελεγκτών. Παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις όσον αφορά τη διαφάνεια της διαδικασίας και την καλύτερη αντιπροσώπευση του δημόσιου συμφέροντος με τη συμπερίληψη ενός περιορισμένου αριθμού μη επαγγελματιών στην IAASB, η εξάρτηση από την υπερκείμενη δομή της IFAC συνεπάγεται έλεγχο από το διεθνή κλάδο των λογιστών. Ένας φορέας θέσπισης προτύπων ανεξάρτητος από την IFAC, ο οποίος θα λειτουργούσε κατά κύριο λόγο με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον στο πλαίσιο μιας διάρθρωσης στην οποία θα υπερτερούσαν διεθνείς (μη επαγγελματικοί) φορείς, θα ήταν περισσότερο αξιόπιστος από πλευράς δημοσίου συμφέροντος και θα αναγνωριζόταν ευκολότερα από την ΕΕ.

Συνοπτική περιγραφή δράσεων όσον αφορά τα ΔΕΠ

1. Επιτροπή : Εξαγγελία, μέσω της παρούσας ανακοίνωσης, του στόχου της ΕΕ να επιβληθεί η χρήση ΔΕΠ για όλους τους υποχρεωτικούς ελέγχους που θα διεξάγονται στην ΕΕ από το 2005 και μετά.

2. Επιτροπή/Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων : Προκαταρκτικές ενέργειες για την επιτυχή εφαρμογή των ΔΕΠ από το 2005 και μετά. Μεταξύ αυτών: ανάλυση των ελεγκτικών απαιτήσεων σε επίπεδο ΕΕ και κρατών μελών οι οποίες δεν καλύπτονται από ΔΕΠ, κοινή έκθεση ελέγχου και υψηλού επιπέδου μεταφράσεις, περαιτέρω βελτιώσεις στη διαδικασία θέσπισης ελεγκτικών προτύπων της IFAC/IAASB, κυρίως με την εξασφάλιση της κατάλληλης προστασίας του δημόσιου συμφέροντος.

3. Η Επιτροπή, εφόσον τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής ανάλυσης είναι ικανοποιητικά, σκοπεύει να προτείνει τη θέσπιση δεσμευτικού νομοθετικού μέσου που θα απαιτεί τη χρήση ΔΕΠ από το 2005 και μετά.

3.2. Δημόσια εποπτεία του κλάδου των ορκωτών ελεγκτών

Η δημόσια εποπτεία έχει μεγάλη σημασία για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στο ρόλο των ορκωτών ελεγκτών. Η σημερινή διάβρωση της εμπιστοσύνης οφείλεται εν μέρει στην εντύπωση του κοινού ότι οποιοδήποτε αυτορυθμιζόμενο επάγγελμα κινδυνεύει να έχει συγκρούσεις συμφερόντων όταν προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις του.

Σε επίπεδο ΕΕ, η δημόσια εποπτεία αποτελούσε, μέχρι στιγμής, αντικείμενο μόνο της σύστασης της Επιτροπής για την εξασφάλιση της ποιότητας. Απαιτούνται και άλλες πρωτοβουλίες οι οποίες θα συνεχίσουν στη βάση όσων έχουν ήδη συμφωνηθεί όπως π.χ. η απαίτηση ο σχετικός εποπτικός φορέας να περιλαμβάνει κατά πλειοψηφία μη επαγγελματίες.

Η τρέχουσα οργάνωση της δημόσιας εποπτείας για τη διασφάλιση της ποιότητας των ελέγχων διαφέρει από κράτος μέλος σε κράτος μέλος ανάλογα με τις υφιστάμενες διαρθρώσεις εποπτείας του κλάδου των ορκωτών ελεγκτών και τη σημασία της κανονιστικής επιτήρησης της ποιότητας των ελέγχων για κάθε τομέα. Οι κανονιστικοί φορείς του τομέα των κινητών αξιών ή οι κανονιστικοί φορείς άλλων τομέων μπορούν να λειτουργήσουν ως εκπρόσωποι του δημόσιου συμφέροντος. Αλλά οποιαδήποτε πρωτοβουλία όσον αφορά τη δημόσια εποπτεία πρέπει να λάβει υπόψη και το δυνητικό ρόλο άλλων παραγόντων της οικονομίας. Κανένας μεμονωμένος εποπτικός φορέας ή άλλος ενδιαφερόμενος δεν διαθέτει αρκετά ευρύ πεδίο αρμοδιοτήτων ούτως ώστε να μπορεί να καλύψει με τον κατάλληλο τρόπο τα ποικίλα αυτά συμφέροντα κατά την εποπτεία των ορκωτών ελεγκτών οι οποίοι πραγματοποιούν περισσότερους από ένα εκατομμύριο υποχρεωτικούς ελέγχους στην ΕΕ.

Για την υποστήριξη της εναρμόνισης της δημόσιας εποπτείας απαιτείται καταρχήν η ανάλυση των διαφορών και των ομοιοτήτων μεταξύ των συστημάτων δημόσιας εποπτείας που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη. Η επιτροπή ελεγκτικών θεμάτων της ΕΕ έχει ήδη αρχίσει την ανάλυση των υφιστάμενων συστημάτων δημόσιας εποπτείας και τη συζήτηση των ελάχιστων απαιτήσεων (αρχών) που επιβάλλουν τα εθνικά συστήματα για μία ομοιόμορφη δημόσια εποπτεία σε ολόκληρη την ΕΕ. Πρέπει να δοθούν απαντήσεις ως προς τα εξής σε σχέση με τη δημόσια εποπτεία:

- εποπτικό πεδίο (π.χ. εκπαίδευση, άδειες, καθορισμός προτύπων, διασφάλιση ποιότητας, πειθαρχικά συστήματα),

- εποπτικές αρμοδιότητες (π.χ. ερευνητικές και πειθαρχικές εξουσίες),

- σύνθεση των εποπτικών επιτροπών (π.χ. κατά πλειοψηφία μη επαγγελματίες, κατάλληλες διαδικασίες διορισμού),

- διαφάνεια της εποπτείας (π.χ. δημοσίευση ετήσιων προγραμμάτων εργασίας και εκθέσεων δραστηριότητας),

- χρηματοδότηση (π.χ. όχι αποκλειστικά από τον κλάδο των ορκωτών ελεγκτών).

Ενόψει της αναδυόμενης κεφαλαιαγοράς της ΕΕ απαιτείται ένας κοινοτικός συντονιστικός μηχανισμός με τον οποίο τα εθνικά συστήματα θα συνδεθούν σε ένα συνεκτικό και αποτελεσματικό πανευρωπαϊκό δίκτυο. Είναι σημαντικό τα άτομα τα οποία θα αναλάβουν τη δημόσια εποπτεία να έχουν τη δυνατότητα να συναντώνται τακτικά προκειμένου να συζητήσουν τα θέματα που τους απασχολούν, να ανταλλάξουν απόψεις και να αναπτύξουν βέλτιστες πρακτικές. Όσον αφορά την αρχή της επικουρικότητας, η Επιτροπή πιστεύει ότι η εφαρμογή της δημόσιας εποπτείας στην πράξη πρέπει να παραμείνει αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η Επιτροπή κρίνει ότι ο ρόλος της περιορίζεται στην ενθάρρυνση της σύγκλισης βασικών αρχών και πρακτικών στο πλαίσιο της επιτροπής στην οποία θα προεδρεύει. Κατόπιν, στο πλαίσιο ενός αποτελεσματικού συντονιστικού μηχανισμού σε επίπεδο ΕΕ θα εξεταστεί η ανάγκη υποχρεωτικής εγγραφής και εποπτείας εξωκοινοτικών ελεγκτικών εταιρειών οι οποίες πραγματοποιούν ελέγχους για εταιρείες των οποίων οι τίτλοι αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένες κεφαλαιαγορές της ΕΕ. Ανεξάρτητα με το ποια πρωτοβουλία θα κριθεί καταλληλότερη στο σημαντικό θέμα της δημόσιας εποπτείας, θα πρέπει οπωσδήποτε να βασίζεται στην εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία.

Συνοπτική παρουσίαση των δράσεων για τη δημόσια εποπτεία

1) Επιτροπή/Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων : Ανάλυση των υφιστάμενων συστημάτων δημόσιας εποπτείας.

2) Επιτροπή: Προσδιορισμός ελάχιστων απαιτήσεων (αρχές) δημόσιας εποπτείας οι οποίες θα θεσπιστούν με την 8η οδηγία.

3) Επιτροπή: Προσδιορισμός του συντονιστικού μηχανισμού σε επίπεδο ΕΕ για τη σύνδεση των εθνικών συστημάτων δημόσιας εποπτείας σε ένα αποτελεσματικό κοινοτικό δίκτυο.

3.3. Εταιρική διακυβέρνηση σε σχέση με τον υποχρεωτικό έλεγχο - ελεγκτικές επιτροπές και εσωτερικός έλεγχος

Όσον αφορά το ρόλο του ορκωτού ελεγκτή στο πλαίσιο της εταιρικής διακυβέρνησης μιας επιχείρησης, ένας από τους βασικούς στόχους είναι να διατηρήσουν οι ορκωτοί ελεγκτές τον κατάλληλο βαθμό ανεξαρτησίας από τα διευθύνοντα στελέχη. Είναι σαφές ότι ο ορκωτός ελεγκτής δεν πρέπει να αναπτύξει υπερβολική οικειότητα ούτε να εξαρτάται υπερβολικά από τα διευθύνοντα στελέχη που καταρτίζουν τις οικονομικές καταστάσεις τις οποίες ο ίδιος υποτίθεται ότι πρέπει να εξετάσει αντικειμενικά και με κριτικό πνεύμα με σκοπό την καλύτερη δυνατή προστασία των συμφερόντων των μετόχων και άλλων ενδιαφερομένων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα εξετάσει την ανάπτυξη βασικών αρχών, στην εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία, όσον αφορά τον διορισμό, την παύση και την αμοιβή των ορκωτών ελεγκτών, οι οποίες θα εγγυώνται μία θεμελιώδη "ανεξαρτησία" από τα διευθύνοντα στελέχη των επιχειρήσεων. Εξίσου σημαντικά θέματα είναι η επικοινωνία του ορκωτού ελεγκτή με το όργανο διακυβέρνησης [8], οι αρχές που θα διέπουν την ανεξαρτησία και τις αρμοδιότητες των μελών του οργάνου διακυβέρνησης και οι εφαρμοστέες διαδικασίες.

[8] Όργανο διακυβέρνησης: Ένα σώμα ή μία ομάδα ατόμων ενσωματωμένη στη διάρθρωση εταιρικής διακυβέρνησης η οποία ασκεί εποπτεία επί της διοικήσεώς της κατ' εντολή των επενδυτών και, εφόσον το απαιτεί η εθνική νομοθεσία, άλλων ενδιαφερομένων παραγόντων όπως το προσωπικό, που αποτελείται ή τουλάχιστον περιλαμβάνει άτομα πλην της διοίκησης, όπως ένα εποπτικό συμβούλιο, μία επιτροπή ελέγχου, ή μία ομάδα μη διευθυνόντων στελεχών ή εξωτερικών μελών του διοικητικού συμβουλίου.

Συγκεκριμένα, οι ελεγκτικές επιτροπές μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση μίας επιχείρησης βοηθώντας τους ορκωτούς ελεγκτές να τηρήσουν τις αποστάσεις τους από τη διοίκηση της εταιρείας. Οι ελεγκτικές επιτροπές συμβάλλουν στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και υποχρεωτικού ελέγχου καθώς και στην καλή και αποτελεσματική λειτουργία του εσωτερικού ελέγχου περιλαμβανομένων των πρακτικών εσωτερικού ελέγχου.

Όλα τα μέλη της επιτροπής ελεγκτικών θεμάτων της ΕΕ τόνισαν την ανάγκη διευκρίνισης του ρόλου των ορκωτών ελεγκτών και των ελεγκτικών επιτροπών και της σχέσεώς τους με το σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης των επιχειρήσεων. Ωστόσο, η απαίτηση όσον αφορά τη σύσταση και τη σύνθεση ελεγκτικών επιτροπών αποτελεί επίσης θέμα εταιρικής διακυβέρνησης. Ως εκ τούτου, οι ελεγκτικές επιτροπές αποτελούν αντικείμενο της παράλληλης Ανακοίνωσης της Επιτροπής με τίτλο «Εκσυγχρονισμός του Εταιρικού Δικαίου και Ενίσχυση της Εταιρικής Διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Άλλο σημαντικό θέμα εταιρικής διακυβέρνησης είναι η ευθύνη για τη διαμόρφωση ενός συστήματος εσωτερικού ελέγχου της επιχείρησης καθώς και η ποιότητά του, περιλαμβανομένης και της λειτουργίας του εσωτερικού ελέγχου. Διάφοροι κώδικες εταιρικής διακυβέρνησης που ισχύουν στην ΕΕ και η νομοθεσία ορισμένων κρατών μελών απαιτούν από τον ορκωτό ελεγκτή να αναφέρεται συγκεκριμένα στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου της επιχείρησης. Η Επιτροπή προτείνει να εξεταστεί η τρέχουσα κατάσταση στην ΕΕ όσον αφορά τη συμμετοχή του ορκωτού ελεγκτή στην αξιολόγηση των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και την παροχή σχετικών πληροφοριών ώστε, ενδεχομένως, να διαμορφωθούν προτάσεις ως προς το θέμα αυτό.

Συνοπτική περιγραφή των δράσεων όσον αφορά την εταιρική διακυβέρνηση/τις ελεγκτικές επιτροπές

1) Επιτροπή: Προσδιορισμός των αρχών που θα διέπουν την εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία όσον αφορά το διορισμό, την πάυση και την αμοιβή ορκωτών ελεγκτών, καθώς και την επικοινωνία με τον ορκωτό ελεγκτή.

2) Επιτροπή: Πρόταση εξέτασης της τρέχουσας κατάστασης στην ΕΕ όσον αφορά τη συμμετοχή του ορκωτού ελεγκτή στην αξιολόγηση των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και της κατάρτισης εκθέσεων ως προς αυτά.

3.4. Κώδικας δεοντολογίας

Τα πρόσφατα σκάνδαλα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης δημιούργησαν την εντύπωση στο κοινό ότι ορισμένοι ορκωτοί ελεγκτές συμπεριφέρονται αντιδεοντολογικά, κάτι το οποίο τονίζει τη σημασία της ύπαρξης δεοντολογικών κανόνων για τους ορκωτούς ελεγκτές (και την ανάγκη να εφαρμόζονται στην πράξη). Ως σημείο εκκίνησης η Επιτροπή προτείνει να προβεί σε ανάλυση των υφιστάμενων εθνικών κωδίκων δεοντολογίας και του διεθνούς Κώδικα Δεοντολογίας της IFAC, από κοινού με τη Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων. Η ανάλυση αυτή θα μπορούσε επίσης να χρησιμεύσει για να διαπιστωθεί αν υφίσταται ανάγκη για έναν εναρμονισμένο κώδικα δεοντολογίας στην ΕΕ. Η 8η οδηγία μπορεί να περιλάβει τις βασικές αρχές δεδομένου ότι ήδη περιλαμβάνει ορισμένες αρχές δεοντολογίας όπως την αρχή της επαγγελματικής ακεραιότητας.

Συνοπτική περιγραφή των δράσεων όσον αφορά τον κώδικα δεοντολογίας

Επιτροπή/Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων: Ανάλυση των υφιστάμενων εθνικών κωδίκων και του κώδικα δεοντολογίας της IFAC προκειμένου να εξεταστεί αν απαιτείται περαιτέρω δράση.

3.5. Ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών

Η Σύσταση της Επιτροπής για την ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών εκδόθηκε στις 16 Μαΐου 2002 (2002/590/EΟΚ). Η Σύσταση αυτή ακολουθεί μία καινοτόμο και βασιζόμενη σε αρχές προσέγγιση η οποία παρέχει στον ορκωτό ελεγκτή ένα σταθερό πλαίσιο βάσει του οποίου δύναται να αξιολογήσει τους κινδύνους που απειλούν την ανεξαρτησία του. Ο βασικός στόχος της προσέγγισης της ΕΕ είναι απλός: ο ορκωτός ελεγκτής οφείλει να μην διεξάγει έλεγχο εφόσον διατηρεί με τον πελάτη του οικονομικές, επιχειρηματικές, εργασιακές ή άλλες σχέσεις (περιλαμβανομένης και της παροχής άλλων υπηρεσιών πλην του ελέγχου) από τις οποίες ένα ενημερωμένο τρίτο μέρος θα μπορούσε να συνάγει λογικά το συμπέρασμα ότι καταστρατηγείται η ανεξαρτησία του ορκωτού ελεγκτή. Η βάσει αρχών προσέγγιση σε συνδυασμό με επαρκή καθοδήγηση ως προς τον τρόπο εφαρμογής των αρχών αυτών, αποτελεί ενδεχομένως έναν από τους ασφαλέστερους τρόπους περιφρούρησης της ανεξαρτησίας του ορκωτού ελεγκτή στον κόσμο, δεδομένου ότι επιτρέπει στους ελεγκτές να αντιμετωπίζουν όλες τις καταστάσεις στις οποίες ενδέχεται να τίθεται σε κίνδυνο η ανεξαρτησία τους.

Η Σύσταση αποτελεί ένα μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της εναρμόνισης σε ένα θέμα τόσο επίμαχο όσο και δύσκολο στην διευθέτησή του. Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία εφαρμογής της Σύστασης και η Επιτροπή, μέσω της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ελεγκτικών Θεμάτων, θα παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τις προσπάθειες αυτές. Τα πρόσφατα σκάνδαλα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης υπογράμμισαν το γεγονός ότι ένα από τα κυριότερα θέματα που επηρεάζουν αρνητικά την εμπιστοσύνη των επενδυτών είναι η (κατά τα φαινόμενα) έλλειψη ανεξαρτησίας των ορκωτών ελεγκτών. Η Επιτροπή προτείνει να ενσωματωθούν οι βασικές αρχές της Σύστασης στην εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένα ισχυρότερο νομικό πλαίσιο για την ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών στην ΕΕ. Με αφορμή τα πρόσφατα σκάνδαλα, ορισμένοι ζητούν την επιβολή αυστηρότερων περιορισμών στους ορκωτούς ελεγκτές. Επίσης, είναι πιθανό σε περίπτωση που υπάρξουν και άλλα σκάνδαλα να αμφισβητηθεί επί της ουσίας η προσέγγιση της Επιτροπής και να διατυπωθούν αιτήματα για αυστηρότερα μέτρα. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή προτείνει τη διεξαγωγή μελέτης ως προς τον αντίκτυπο μιας περιοριστικότερης προσέγγισης όσον αφορά την παροχή πρόσθετων υπηρεσιών στην ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών και γενικότερα τον κλάδο προκειμένου να αποφευχθούν οι δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων.

Συνοπτική περιγραφή των δράσεων όσον αφορά την ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών

1) Επιτροπή: Συμπερίληψη των αρχών που θα διέπουν την ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών στην εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία ούτως ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών σύμφωνα με την υφιστάμενη Σύσταση της Επιτροπής για την ανεξαρτησία του ορκωτού ελεγκτή.

2) Επιτροπή: Μελέτη του αντίκτυπου μιας περιοριστικότερης προσέγγισης όσον αφορά την παροχή πρόσθετων υπηρεσιών στους πελάτες των ορκωτών ελεγκτών.

3.6. Διασφάλιση της ποιότητας

Τον Νοέμβριο του 2000, η Επιτροπή εξέδωσε Σύσταση σχετικά με τη "Διασφάλιση της Ποιότητας του υποχρεωτικού ελέγχου στην ΕΕ". Βάσει της σύστασης αυτής θα δημιουργηθεί μέχρι το 2003 ένα κατάλληλο σύστημα εξωτερικής διασφάλισης της ποιότητας με δημόσια εποπτεία στο οποίο θα υπάγονται όλοι οι ορκωτοί ελεγκτές της ΕΕ. Η Επιτροπή θα εξετάσει τα αποτελέσματα της εφαρμογής του συστήματος αυτού το 2003.

Όλα τα κράτη μέλη ανέφεραν ότι μέχρι τα τέλη του 2003 θα συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της Σύστασης. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιήσει τη μέθοδο της παρακολούθησης με αυτοαξιολόγηση βάσει ενός τυποποιημένου ερωτηματολογίου προκειμένου να επαληθεύσει την ορθή εφαρμογή συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας σε όλα τα κράτη μέλη.

Επιπλέον, στην 8η οδηγία θα περιληφθεί η υποχρέωση εφαρμογής συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στη Σύσταση.

Συνοπτική περιγραφή των δράσεων όσον αφορά τη διασφάλιση της ποιότητας

1) Επιτροπή: Ανασκόπηση κατά το 2003 της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας της Σύστασης για τη διασφάλιση της ποιότητας από τα κράτη μέλη.

2) Επιτροπή: Συμπερίληψη της υποχρέωσης εφαρμογής συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας στην εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία.

3.7. Εκπαίδευση και κατάρτιση

Για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις οι ορκωτοί ελεγκτές πρέπει να αποκτήσουν ένα ευρύ φάσμα γνώσεων, να αναπτύξουν ικανότητες και να κατανοήσουν τις αξίες του επαγγέλματος. Συνεπώς, η κατάλληλη εκπαίδευση και κατάρτιση είναι απολύτως απαραίτητες. Στο πλαίσιο αυτό και για να επιτευχθεί η εναρμόνιση, η 8η οδηγία περιλαμβάνει τα μαθήματα τα οποία πρέπει να καλύπτονται στο πρόγραμμα σπουδών των ορκωτών ελεγκτών.

Για να εξασφαλιστεί η επικαιρότητα και συνάφεια των εκπαιδευτικών απαιτήσεων, το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των σχετικών εξελίξεων στις επιχειρηματικές πρακτικές και στη χρηματοοικονομική πληροφόρηση (π.χ. κανονισμός για τα ΔΛΠ), λαμβάνοντας υπόψη την έρευνα και τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να βασισθεί σε διεθνείς εκπαιδευτικές κατευθυντήριες γραμμές όπως τα διεθνή εκπαιδευτικά πρότυπα για λογιστές (International Education Standards for Professional Accountants) της IFAC.

Οι αναθεωρημένες απαιτήσεις θα πρέπει να ενσωματωθούν κατά το δυνατόν στις αρχές, ούτως ώστε να υπάρχει η απαιτούμενη ευελιξία για τη στενότερη παρακολούθηση των βέλτιστων πρακτικών. Η προσέγγιση αυτή δεν πρέπει να μειώσει την εναρμόνιση του ισχύοντος προγράμματος σπουδών που υπήρξε ιδιαίτερα χρήσιμη στο πλαίσιο της διεύρυνσης της ΕΕ.

Η 8η οδηγία πρέπει επίσης να περιλαμβάνει συγκεκριμένα την αρχή της συνεχούς επιμόρφωσης.

Συνοπτική περιγραφή των δράσεων όσον αφορά την εκπαίδευση και κατάρτιση

1) Επιτροπή/Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων: Εξέταση της συνάφειας των τρεχουσών απαιτήσεων όσον αφορά το πρόγραμμα σπουδών στην ΕΕ, βάσει των νέων εξελίξεων.

2) Επιτροπή: Εξέταση του ενδεχομένου να συμπεριληφθεί η αρχή της συνεχούς εκπαίδευσης στην εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία.

3.8. Συστήματα πειθαρχικών κυρώσεων

Τα συστήματα πειθαρχικών κυρώσεων αποτελούν ένα σημαντικό μέσο διόρθωσης και πρόληψης της ανεπαρκούς ποιότητας των ελέγχων. Ταυτόχρονα αποτελούν επίσης μέσο απόδειξης της αξιοπιστίας του επαγγέλματος των ορκωτών ελεγκτών έναντι του κοινού. Η 8η οδηγία ήδη απαιτεί την επιβολή κατάλληλων κυρώσεων. Πέραν αυτού, η σύσταση της Επιτροπής για τη διασφάλιση της ποιότητας απαιτεί τη συστηματική σύνδεση μεταξύ αρνητικών αποτελεσμάτων στους ελέγχους ποιότητας και κυρώσεων βάσει του πειθαρχικού συστήματος.

Μολονότι μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη η εναρμόνιση των κυρώσεων εξαιτίας των διαφορών που υφίστανται μεταξύ δικαστικών και νομικών συστημάτων, η Επιτροπή θα εξετάσει τη λήψη περαιτέρω μέτρων προς την κατεύθυνση της σύγκλισης των πειθαρχικών διαδικασιών ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια και τη δημοσιότητα. Στην οδηγία θα περιληφθεί μία υποχρέωση συνεργασίας σε διασυνοριακές περιπτώσεις, κατά το πρότυπο της οδηγίας για την καταχρηστική συμπεριφορά στην αγορά. Συγκεκριμένα, τα συστήματα πειθαρχικών κυρώσεων πρέπει να υπόκεινται σε εξωτερική δημόσια εποπτεία (βλ. μέρος 3.3.). Η υφιστάμενη απαίτηση επιβολής κατάλληλων κυρώσεων στην 8η οδηγία θα ενισχυθεί με την απαίτηση όλα τα κράτη μέλη να διαθέτουν ένα κατάλληλο και αποτελεσματικό σύστημα επιβολής κυρώσεων.

Συνοπτική περιγραφή των δράσεων όσον αφορά τις πειθαρχικές κυρώσεις

1) Επιτροπή/Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων: Αξιολόγηση των εθνικών συστημάτων επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων για τον προσδιορισμό των κοινών σημείων και την εισαγωγή της υποχρέωσης συνεργασίας σε διασυνοριακές περιπτώσεις.

2) Επιτροπή: Προσδιορισμός της αρχής που επιβάλλει την ύπαρξη κατάλληλων και αποτελεσματικών συστημάτων επιβολής κυρώσεων στην εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία.

3.9. Διαφάνεια των ελεγκτικών εταιρειών και των δικτύων τους

Εκφράζονται ανησυχίες ότι υφίσταται σημαντική απόκλιση μεταξύ της εικόνας των δικτύων ελεγκτικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο και του επιπέδου του ελέγχου που ασκείται στις μεμονωμένες εταιρείες που συμμετέχουν στο εκάστοτε διεθνές δίκτυο. Τα διεθνή δίκτυα βασίζονται συχνά σε σχετικά χαλαρές συμφωνίες μεταξύ διακριτών και ανεξάρτητων μεταξύ τους νομικών προσώπων οι οποίες δεν επιτρέπουν την άσκηση ουσιαστικού ελέγχου (και την ανάληψη ευθυνών) όσον αφορά τα εξής: τις διαδικασίες με τις οποίες οι εταιρείες μέλη δέχονται πελάτες και συμβάλλονται με αυτούς, τις διαδικασίες ελέγχου, τον τρόπο λήψης αποφάσεων των εταίρων κλπ. Η πρόσφατη κατάρρευση ενός διεθνούς δικτύου ελεγκτικών εταιρειών κατέστησε σαφή τον επιφανειακό χαρακτήρα των διακανονισμών δικτύωσης.

Εξαιτίας αυτού, υφίσταται ο κίνδυνος ενός «κενού προσδοκίας» ότι ένα όνομα συνεπάγεται επίσης ένα εξίσου υψηλό επίπεδο ποιότητας ελέγχου σε όλα τα μέρη του κόσμου. Προκειμένου να διευκρινιστεί η κατάσταση αυτή απαιτείται ένα ελάχιστο επίπεδο διαφάνειας όσον αφορά τις ελεγκτικές εταιρείες, τα δίκτυα που διαμορφώνουν και τη σχέση τους με τα δίκτυα αυτά. Έμφαση πρέπει να δοθεί ιδιαίτερα στις πληροφορίες που αφορούν τα εσωτερικά συστήματα διασφάλισης της ποιότητας των δικτύων, σκοπός των οποίων είναι η εξασφάλιση ισοδύναμης ποιότητας ελέγχων σε όλες τις εταιρείες-μέλη. Η Επιτροπή θα προσδιορίσει τις συνθήκες υπό τις οποίες απαιτείται δημοσιότητα καθώς και τις ελάχιστες απαιτήσεις δημοσιότητας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η διαφάνεια αποτελεί φυσιολογική απαίτηση έναντι των ελεγκτικών εταιρειών, βασική αποστολή των οποίων είναι να εξασφαλίζουν διαφάνεια στη χρηματοοικονομική πληροφόρηση των επιχειρήσεων τις οποίες ελέγχουν.

Η Επιτροπή θα παρακολουθήσει επίσης εκ του σύνεγγυς το έργο του διεθνούς φόρουμ ελεγκτικών εταιρειών [9].

[9] Το φόρουμ ελεγκτικών εταιρειών (Forum of Firms - FOF) ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2001 και αποτελεί μια οργάνωση διεθνών ελεγκτικών εταιρειών οι οποίες ελέγχουν οικονομικές καταστάσεις που χρησιμοποιούνται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν πέραν των εθνικών συνόρων. Τα μέλη του φόρουμ συμφωνούν εθελοντικά να ανταποκριθούν σε ορισμένες απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται η συγκατάθεσή τους να υποβάλλονται σε παγκόσμια ανεξάρτητη επιθεώρηση της ποιότητάς τους. Δικτυακός τόπος : http://www.ifac.org/Forum_of_Firms/

Συνοπτική περιγραφή των δράσεων όσον αφορά τη διαφάνεια των ελεγκτικών εταιρειών και των δικτύων τους

Επιτροπή: Ανάπτυξη απαιτήσεων δημοσιότητας για τις ελεγκτικές εταιρείες και τα δίκτυά τους οι οποίες θα μπορούσαν να περιληφθούν στην 8η οδηγία.

3.10. Ευθύνη των ελεγκτών

Στην ανακοίνωσή της σχετικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο την οποία εξέδωσε το 1998, η Επιτροπή σημείωσε ότι η πλειονότητα των όσων απάντησαν στο Πράσινο Βιβλίο της είχε εκφράσει την άποψη ότι η εναρμόνιση της επαγγελματικής ευθύνης είναι αδύνατη και περιττή αλλά ότι είχε λάβει επιτακτικό αίτημα από τον κλάδο των ορκωτών ελεγκτών να αναλάβει πρωτοβουλία στον τομέα αυτό.

Ανταποκρινόμενη στο αίτημα αυτό η Επιτροπή προέβη σε μελέτη των συστημάτων αστικής ευθύνης η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2001 [10]. Ένα από τα συμπεράσματα της εν λόγω μελέτης ήταν ότι η ευθύνη του ορκωτού ελεγκτή εντάσσεται γενικότερα στα εθνικά συστήματα αστικής ευθύνης και ότι οι διαφορές στην αστική ευθύνη των ορκωτών ελεγκτών απορρέουν από τα βασικά χαρακτηριστικά των εθνικών νομικών καθεστώτων. Συνεπώς η εναρμόνιση της επαγγελματικής ευθύνης είναι πολύ δυσχερής.

[10] "A study on systems of civil liability of statutory auditors in the context of a Single Market for auditing services in the European Union" (Έρευνα για τα συστήματα αστικής ευθύνης των ορκωτών ελεγκτών στο πλαίσιο μιας ενιαίας αγοράς παροχής ελεγκτικών υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση) http://europa.eu.int/comm/internal_market/en/company/audit/docs/auditliability.pdf

Κατά τη συζήτηση της μελέτης στους κόλπους της επιτροπής ελεγκτικών θεμάτων της ΕΕ συμφωνήθηκε ότι οι ορκωτοί ελεγκτές πρέπει να φέρουν την ευθύνη των αποτυχιών τους. Ωστόσο, ο κλάδος των ορκωτών ελεγκτών προβληματίζεται όσον αφορά την έννοια της αλληλέγγυας και απεριόριστης ευθύνης η οποία συνεπάγεται ότι οι ενάγοντες μπορούν να απαιτήσουν ολοσχερή αποζημίωση από ένα μέρος, ανεξαρτήτως του στοιχείου της αναλογικότητας.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ευθύνη των ορκωτών ελεγκτών λειτουργεί, πρωτίστως, ως κίνητρο για την ποιότητα των ελέγχων και θεωρεί ότι η εναρμόνιση ή ο περιορισμός της ευθύνης των ελεγκτών δεν είναι απαραίτητα. Ωστόσο, ενδέχεται να χρειαστεί να εξεταστεί ο ευρύτερος οικονομικός αντίκτυπος των καθεστώτων ευθύνης που ισχύουν σήμερα.

Συνοπτική περιγραφή των δράσεων όσον αφορά την ευθύνη των ορκωτών ελεγκτών

Επιτροπή: Ανάλυση του οικονομικού αντίκτυπου των καθεστώτων ευθύνης των ορκωτών ελεγκτών

3.11. Διεθνείς πτυχές της στρατηγικής της Επιτροπής - νόμος Sarbanes-Oxley και αμοιβαία αναγνώριση

Η παρούσα ανακοίνωση ενισχύει την υφιστάμενη πολιτική της ΕΕ στον τομέα του υποχρεωτικού ελέγχου των επιχειρήσεων και οι προτεινόμενες δράσεις και οι συνέπειές τους πρέπει να εξεταστούν επίσης βάσει του ευρύτερου διεθνούς πλαισίου της παγκόσμιας κεφαλαιαγοράς. Από την άποψη αυτή, ο νόμος Sarbanes-Oxley (SOA) και τα επακόλουθα μέτρα εφαρμογής της SEC (Securities and Exchange Commission) και του PCAOB (Public Company Accounting Oversight Board) των ΗΠΑ παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έχουν μεγάλη σημασία.

Από την εποχή της τελικής νομοθετικής φάσης της έκδοσης του νόμου SOA, στα μέσα Ιουλίου 2002, η Επιτροπή εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τα προταθέντα μέτρα. Συγκεκριμένα, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν οι περιττές επιπτώσεις του νόμου SOA για τις εταιρείες και τους ορκωτούς ελεγκτές της ΕΕ. Μολονότι η Επιτροπή συμμερίζεται τους στόχους του SOA και υποστηρίζει πολλά από τα μέτρα που περιλαμβάνει, οι διαφορές στο πολιτισμικό και νομικό περιβάλλον της ΕΕ απαιτούν την αμοιβαία αναγνώριση από μέρους των ΗΠΑ εξίσου αποτελεσματικών ευρωπαϊκών λύσεων. Μία διατλαντική (και παγκόσμια) κεφαλαιαγορά δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνον όταν οι ΕΕ και ΗΠΑ αναγνωρίσουν αμοιβαία την ισοδυναμία κανονιστικών συστημάτων υψηλής ποιότητας.

Η Επιτροπή, σε συντονισμό με τα κράτη μέλη, προσδιόρισε 7 κύριους τομείς ενδιαφέροντος που διαιρούνται γενικά σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης και σε θέματα ελέγχου. Οι εν λόγω επτά τομείς είναι: η πιστοποίηση των οικονομικών καταστάσεων και των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, η εγγραφή ελεγκτικών εταιρειών της ΕΕ στις ΗΠΑ, η άμεση πρόσβαση των ΗΠΑ σε ελεγκτικά έγγραφα εργασίας της ΕΕ, η ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών, τα δάνεια προς τις διοικήσεις των τραπεζών και οι ελεγκτικές επιτροπές. Βάσει της ανάλυσης αυτής η Επιτροπή διεξήγαγε κανονιστικές διαβουλεύσεις, κυρίως με την SEC αλλά και με τους αρμόδιους για τη λήψη αποφάσεων στο κογκρέσο των ΗΠΑ και συμμετείχε σε διεθνείς συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης όσο αφορά την ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών και την εγγραφή ξένων ελεγκτικών εταιρειών στις ΗΠΑ μέσω του PCAOB. Βασικός στόχος των διαβουλεύσεων αυτών ήταν η αναγνώριση της ισοδυναμίας των κανονιστικών προσεγγίσεων της ΕΕ όσον αφορά την προστασία των επενδυτών και των άλλων ενδιαφερομένων μερών, με τους κανόνες των ΗΠΑ.

Τα αποτελέσματα των ενεργειών αυτών είναι ανάμικτα. Η SEC και το PCAOB δεν αναγνώρισαν την έννοια της ισοδυναμίας ως βάση για τη χορήγηση γενικών απαλλαγών που θα καλύπτουν ολόκληρη την ΕΕ, κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Οι υποχωρήσεις που έκαναν οι ΗΠΑ στους κανόνες που θέσπισαν μέχρις στιγμής, αποσκοπούν κυρίως στην επίλυση ορισμένων νομικών συγκρούσεων.

Την Επιτροπή απασχολεί ιδιαίτερα η υποχρεωτική εγγραφή ελεγκτικών εταιρειών της ΕΕ στις ΗΠΑ μέσω του PCAOB, μέχρι τον Απρίλιο του 2004. Η Επιτροπή συνεχίζει να αντιτίθεται στην ιδέα της εγγραφής των ελεγκτικών εταιρειών της ΕΕ για τους κάτωθι λόγους :

- ισοδύναμα συστήματα εγγραφής και εποπτείας έχουν ήδη δημιουργηθεί στα κράτη μέλη (και μάλιστα από τα τέλη της δεκαετίας του 1980),

- οι δράσεις που προτείνονται στην παρούσα Ανακοίνωση δείχνουν ότι η πολιτική της ΕΕ επιβεβαιώνει γενικά την κανονιστική ισοδυναμία,

- το σύστημα εποπτείας του PCAOB δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πλήρως με αποτέλεσμα να μην είναι ακόμη σαφές ποιες θα είναι οι συνέπειες της εγγραφής ξένων εταιρειών τώρα ή μελλοντικά,

- υπάρχουν σημαντικές συγκρούσεις δικαίου τόσο με την ευρωπαϊκή όσο και με την εκάστοτε εθνική νομοθεσία όσον αφορά την προστασία των δεδομένων και το επαγγελματικό απόρρητο.

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή εμμένει στην πρότασή της για μια ανάπαυλα που θα επιτρέψει να συζητηθούν και να επιλυθούν τα θέματα εγγραφής με σκοπό την αποτελεσματική επιτήρηση των ελεγκτικών εταιρειών της ΕΕ βάσει της αρχής του ελέγχου από τη χώρα καταγωγής και της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Τη θέση αυτή, μάλιστα, υποστήριξαν οι υπουργοί οικονομικών της ΕΕ στην ανεπίσημη σύνοδο του Συμβουλίου ECOFIN που πραγματοποιήθηκε στις 5 Απριλίου. Λαμβάνοντας υπόψη την μη ικανοποιητική απόφαση του PCAOB, η Επιτροπή ζητά επιτακτικά από την SEC η οποία δεν έχει ακόμη εγκρίνει τον κανόνα του PCAOB (η έγκριση αναμένεται στα μέσα Ιουνίου) να απαλλάξει τις ελεγκτικές εταιρείες της ΕΕ από την υποχρέωση εγγραφής βάσει του μέρους 106 c του νόμου SOA. Το θέμα αυτό θα μπορούσε να συζητηθεί περαιτέρω στο πλαίσιο του κανονιστικού διαλόγου μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή σε ένα ευρύτερο διεθνές πλαίσιο.

Σε περίπτωση που οι προσπάθειες αυτές αποτύχουν, η ΕΕ θα χρειαστεί να εξετάσει παράλληλες λύσεις π.χ. να απαιτήσει την εγγραφή ελεγκτικών εταιρειών των ΗΠΑ στην ΕΕ, μέτρο το οποίο ωστόσο δεν θα συμβάλλει στη δημιουργία μιας αποτελεσματικής και αποδοτικής όσον αφορά το κόστος παγκόσμιας αγοράς. Οι ΗΠΑ πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν είναι αποδεκτό για την ΕΕ να υποχρεώνονται οι ελεγκτικές εταιρείες της να υπόκεινται στις κανονιστικές ρυθμίσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ΕΕ οφείλει να προσπαθήσει να διαπραγματευθεί με τις ΗΠΑ για την εξεύρεση μιας ικανοποιητικής λύσης πολύ πριν τον Απρίλιο του 2004, που αποτελεί την τελευταία προθεσμία εγγραφής αλλοδαπών ελεγκτικών εταιρειών στις ΗΠΑ.

Δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά λειτουργεί μέσα σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο, η επέκταση της εφαρμογής των αρχών που θα συμπεριληφθούν στη νομοθεσία της ΕΕ και σε εξωκοινοτικές ελεγκτικές εταιρείες που διεξάγουν ελέγχους σε σχέση με την κεφαλαιαγορά της ΕΕ, πρέπει να συμβάλλει στην πρόοδο στο θέμα της αναγνώρισης ισοδύναμων λύσεων σε άλλα κανονιστικά συστήματα.

Οι κάτωθι δράσεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα ανακοίνωση παρουσιάζουν ενδιαφέρον από διεθνή άποψη:

Ελεγκτικά πρότυπα (βλ. 3.1)

Η υποχρεωτική χρησιμοποίηση υψηλής ποιότητας ΔΕΠ στην ΕΕ όχι μόνο θα συμβάλλει στη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς ελεγκτικών υπηρεσιών αλλά θα παράσχει μία σταθερή βάση για την αμοιβαία αναγνώριση σε διεθνές επίπεδο των ελέγχων που πραγματοποιούνται σε τρίτες χώρες από ορκωτούς ελεγκτές τρίτων χωρών. Η ομάδα συζήτησης για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα (Financial Stability Forum - FSF) [11] χαρακτήρισε τα ΔΕΠ ως ένα από τα 12 βασικά πρότυπα που απαιτούνται για υγιή χρηματοπιστωτικά συστήματα. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή σημειώνει με λύπη ότι η προσέγγιση των ΗΠΑ έναντι των ελεγκτικών προτύπων, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο νόμο SOA, καθώς και η πρόσφατη απόφαση του PCAOB σχετικά με τη θέσπιση ελεγκτικών προτύπων στις ΗΠΑ, δεν κινούνται προς την κατεύθυνση της αμοιβαίας αποδοχής ενός περιεκτικού συνόλου διεθνώς αποδεκτών και υψηλής ποιότητας ελεγκτικών προτύπων. Τέλος, η εφαρμογή μίας πειστικής στρατηγικής από μέρους της ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική χρήση ΔΕΠ για όλους τους υποχρεωτικούς ελέγχους που θα πραγματοποιούνται στην ΕΕ από το 2005 και μετά, θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τα τεκταινόμενα σε άλλες χώρες. Μία τέτοια τακτική θα μπορούσε να δώσει το έναυσμα για μία παγκόσμια σύγκλιση παρόμοια με εκείνη για την οποία ενήργησε ως καταλύτης η έκδοση του κανονισμού της ΕΕ σχετικά με την υιοθέτηση των ΔΛΠ (IAS), την οποία ακολούθησαν η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία.

[11] Με πρωτοβουλία των υπουργών οικονομικών και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών των χωρών της G7 το FSF συγκεντρώνει ανώτατα στελέχη των εθνικών χρηματοοικονομικών αρχών, διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κανονιστικών και εποπτικών οργανώσεων και κεντρικών τραπεζών.

Δημόσια εποπτεία (βλ. 3.2)

Η ύπαρξη ενός μηχανισμού συντονισμού των εθνικών συστημάτων δημόσιας εποπτείας σε επίπεδο ΕΕ θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει μία σημαντική πλατφόρμα κανονιστικού διαλόγου για θέματα ελεγκτικής πολιτικής με κανονιστικούς φορείς τρίτων χωρών περιλαμβανομένου του PCAOB και/ή της SEC.

Ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών (βλ. 3.5)

Ο νόμος Sarbanes-Oxley και ο επακόλουθος κανόνας εφαρμογής της SEC περί ανεξαρτησίας των ορκωτών ελεγκτών εισήγαγε στις ΗΠΑ μια περιοριστικότερη και βασιζόμενη σε κανόνες προσέγγιση. Η προσέγγιση αυτή, αφενός, δεν ανταποκρίνεται στην προσέγγιση της ΕΕ που βασίζεται στη θέσπιση βασικών αρχών και μέτρων ασφαλείας κατά των κινδύνων ενώ, αφετέρου, δεν ανταποκρίνεται στον κώδικα δεοντολογίας της IFAC που σε γενικές γραμμές πλησιάζει την προσέγγιση της ΕΕ (την οποία μάλιστα συνιστά η IOSCO (International Organisation for Securities Commissions)). Παρότι η τελική απόφαση της SEC, στις 22 Ιανουαρίου 2003, επέλυσε διάφορα προβλήματα, η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι η SEC δεν έλαβε υπόψη την πρόταση της Επιτροπής για πλήρη απαλλαγή. Η Επιτροπή θα συνεχίσει τον κανονιστικό διάλογο με την SEC και το PCAOB όσον αφορά την ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών και άλλα ελεγκτικά θέματα με σκοπό την επίτευξη κατάλληλων λύσεων που θα προστατεύουν αποτελεσματικά και ουσιαστικά τα συμφέροντα των επενδυτών και άλλων ενδιαφερομένων μερών.

Διασφάλιση της ποιότητας (βλ. 3.6)

Ο νόμος SOA άλλαξε δραστικά το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας όσον αφορά τις ελεγκτικές εταιρείες των ΗΠΑ (και ενδεχομένως όσον αφορά τις αλλοδαπές ελεγκτικές εταιρείες) αναθέτοντας την αρμοδιότητα της πραγματοποίησης επιθεωρήσεων στο PCAOB. Κατ' ουσίαν, η σύσταση της Επιτροπής για τη διασφάλιση της ποιότητας βαίνει πέραν της προσέγγισης που ακολουθείται στο νόμο SOA όσον αφορά τη διασφάλιση της ποιότητας. Η Επιτροπή, ως εκ τούτου, θα παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στις ΗΠΑ προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίσει την ισοδυναμία της (μελλοντικής) διασφάλισης της ποιότητας των ΗΠΑ για τις αμερικανικές ελεγκτικές εταιρείες που πραγματοποιούν ελέγχους σε σχέση με την κεφαλαιαγορά της ΕΕ.

4. ΕΜΒΆΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΉΣ ΑΓΟΡΆΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΏΝ ΥΠΗΡΕΣΙΏΝ

4.1. Σύσταση ελεγκτικών εταιρειών στην ΕΕ

Η Επιτροπή προτείνει την άρση όλων των περιττών περιορισμών που θα μπορούσαν να εμποδίσουν τη διαχείριση και ιδιοκτησία ελεγκτικών εταιρειών στο εσωτερικό της ΕΕ. Οι ισχύουσες διατάξεις της 8ης οδηγίας και η μεταφορά τους στη νομοθεσία των κρατών μελών δεν οδήγησαν στην ισότιμη μεταχείριση ενώ θα μπορούσαν, επίσης, να εμποδίσουν στην πράξη τη δημιουργία εντελώς ολοκληρωμένων ελεγκτικών εταιρειών στην ΕΕ. Πέραν αυτού, οι απαιτήσεις ιδιοκτησίας και διαχείρισης θα πρέπει να επανεξεταστούν βάσει των τροποποιήσεων που επήλθαν στη Συνθήκη και της νομολογίας που εκδόθηκε μετά την έκδοση της 8ης οδηγίας το 1984. Τέλος, η Επιτροπή τάσσεται υπέρ της δυνατότητας σύστασης ελεγκτικών εταιρειών υπό οποιαδήποτε νομική μορφή. Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η πρόσβαση ελεγκτικών εταιρειών στην αγορά θα πρέπει να διευκολυνθεί με την ελαχιστοποίηση των απαιτήσεων ιδιοκτησίας εντός των ορίων της εξασφάλισης της ανεξαρτησίας των ορκωτών ελεγκτών.

4.2. Η διασυνοριακή παροχή ελεγκτικών υπηρεσιών

Οι προσπάθειες της ΕΕ για περαιτέρω εναρμόνιση σε συγκεκριμένα θέματα όπως η εκπαίδευση, τα ελεγκτικά πρότυπα και η ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών αποτελούν σημαντικά θεμέλια για την καλύτερη ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ελεγκτικών υπηρεσιών. Μολονότι η 8η οδηγία αναφέρει συγκεκριμένα στο προοίμιό της ότι δεν αποτελεί οδηγία περί αμοιβαίας αναγνώρισης, είναι σαφές ότι ορισμένες από τις διατάξεις της αφορούν την αμοιβαία αναγνώριση. Οι διατάξεις αυτές θα επανεξεταστούν σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην πρόσφατη πρόταση οδηγίας σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων [12], πράγμα το οποίο θα επιτρέψει την παροχή υπηρεσιών με βάση εγχώρια προσόντα.

[12] Βρυξέλλες, 07.03.2002 COM(2002)119 τελικό 2002/0061 (COD)

Στο σημείο αυτό η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι η προσέγγιση της ρύθμισης με βάση τη νομοθεσία του οικείου κράτους είναι κατάλληλη στην περίπτωση των ορκωτών ελεγκτών. Οι υποχρεωτικοί έλεγχοι απαιτούν τη βαθιά γνώση της νομοθεσίας του κράτους υποδοχής όσον αφορά τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση, τη φορολογία, το εταιρικό δίκαιο και την κοινωνική ασφάλιση. Έως ότου αποκτήσουν οι σχετικές νομοθεσίες αρκετά κοινά σημεία μεταξύ τους, είναι απαραίτητο να λαμβάνονται ειδικές προφυλάξεις όσον αφορά την αμοιβαία αναγνώριση των ορκωτών ελεγκτών. Από την άποψη αυτή, όλα τα μέλη της επιτροπής ελεγκτικών θεμάτων της ΕΕ τάχθηκαν υπέρ της διατήρησης της τρέχουσας διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών να επιλέγουν την καταλληλότερη μέθοδο προκειμένου να εξακριβώνουν αν οι μετανάστες διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις. Η προσέγγιση αυτή αιτιολογείται αν ληφθούν ως βάση οι συγκεκριμένες απαιτήσεις περί γενικού οικονομικού συμφέροντος που προστατεύονται σε επίπεδο ΕΕ με ανάλογη οδηγία.

4.3. Διάρθρωση της αγοράς και πρόσβαση στην αγορά παροχής ελεγκτικών υπηρεσιών της ΕΕ

Τα πρόσφατα σκάνδαλα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης στις ΗΠΑ είχαν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση ενός από τα πέντε μεγαλύτερα διεθνή δίκτυα λογιστικών εταιρειών. Η συνέπεια είναι ότι έχουν απομείνει μόνον τέσσερα μεγάλα δίκτυα ελεγκτικών εταιρειών. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργήσει ανησυχίες ως προς τον ανταγωνισμό σε ορισμένα τμήματα της αγοράς παροχής ελεγκτικών υπηρεσιών όπως εκείνο που περιλαμβάνει τις εισηγμένες επιχειρήσεις. Ένας υψηλός βαθμός συγκέντρωσης θα καταστούσε ολοένα και δυσκολότερη την πρόσβαση ελεγκτικών εταιρειών στην αγορά της ΕΕ. Ο αντίκτυπος της απώλειας ενός από τα μεγαλύτερα διεθνή δίκτυα στην αγορά ελεγκτικών υπηρεσιών εξετάζεται από την αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής σε μεμονωμένη βάση για κάθε χώρα. Πέραν αυτού, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τέθηκαν ερωτήματα ως προς τη συγκέντρωση που παρουσιάζει η αγορά ελεγκτικών υπηρεσιών της ΕΕ. Στις ΗΠΑ, ο νόμος SOA επιβάλλει στον γενικό ελεγκτή των ΗΠΑ (Comptroller General) να πραγματοποιήσει μελέτη όσον αφορά την ενοποίηση λογιστικών εταιρειών από το 1989 και μετά καθώς και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις του περιορισμού του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή προτείνει τη διεξαγωγή μελέτης όσον αφορά την τρέχουσα διάρθρωση της αγοράς ελεγκτικών υπηρεσιών της ΕΕ.

Συνοπτική περιγραφή των δράσεων όσον αφορά την εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς παροχής ελεγκτικών υπηρεσιών

1) Επιτροπή: Διευκόλυνση της σύστασης ελεγκτικών εταιρειών με άρση των περιορισμών όσον αφορά την ιδιοκτησία και τη διαχείριση τους οποίους θέτει το άρθρο 2 της 8ης οδηγίας.

2) Επιτροπή: Εξαίρεση της παροχής ελεγκτικών υπηρεσιών από την πρόταση για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων με τροποποίηση της 8ης οδηγίας ούτως ώστε να απαιτείται μία δοκιμασία ικανοτήτων ως προϋπόθεση για την αμοιβαία αναγνώριση.

3) Επιτροπή: Διεξαγωγή μελέτης όσον αφορά τη διάρθρωση της αγοράς ελεγκτικών υπηρεσιών και την πρόσβαση στην αγορά αυτή στην ΕΕ.

Πρόγραμμα δράσης 10 σημείων όσον αφορά τον υποχρεωτικό λογιστικό έλεγχο των επιχειρήσεων

Βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες για την περίοδο 2003-2004

Δράση // Περιγραφή

Εκσυγχρονισμός της 8ης οδηγίας // Η Επιτροπή θα υποβάλει πρόταση εκσυγχρονισμού της 8ης οδηγίας για το εταιρικό δίκαιο ούτως ώστε να διασφαλιστεί η έκδοση μίας περιεκτικής και βασιζόμενης σε αρχές οδηγίας η οποία θα ισχύει για όλους τους υποχρεωτικούς ελέγχους που θα πραγματοποιούνται στην ΕΕ. Η εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία θα περιλαμβάνει επαρκώς σαφείς αρχές όσον αφορά τα εξής: δημόσια εποπτεία, εξωτερική διασφάλιση της ποιότητας, ανεξαρτησία ορκωτών ελεγκτών, κώδικας δεοντολογίας, ελεγκτικά πρότυπα, πειθαρχικές κυρώσεις και διορισμός και παύση ορκωτών ελεγκτών.

Ενίσχυση της κανονιστικής υποδομής της ΕΕ // Οι προτάσεις για μία εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία θα περιλαμβάνουν επίσης τη σύσταση μίας κανονιστικής επιτροπής ελεγκτικών θεμάτων, Η Επιτροπή (μέσω διαδικασιών επιτροπολογίας) θα αποφασίζει τη λήψη μέτρων εφαρμογής απαραίτητων για την υποστήριξη των αρχών που θα περιλαμβάνει η εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία. Η τωρινή Επιτροπή ελεγκτικών θεμάτων της ΕΕ που αποτελείται από εκπροσώπους των κρατών μελών και του επαγγελματικού κλάδου, θα μετονομασθεί σε Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων και θα συνεχίσει το συμβουλευτικό της έργο.

Ενίσχυση της δημόσιας εποπτείας της ΕΕ στον κλάδο των ορκωτών ελεγκτών // Η Επιτροπή, από κοινού με τη Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων, θα αναλύσει τα υφιστάμενα συστήματα δημόσιας εποπτείας. Η Επιτροπή θα αναπτύξει ελάχιστες απαιτήσεις (αρχές) όσον αφορά τη δημόσια εποπτεία που θα περιληφθούν στην 8η οδηγία. Η Επιτροπή θα δημιουργήσει επίσης έναν συντονιστικό μηχανισμό σε επίπεδο ΕΕ με τον οποίο θα συνδεθούν μεταξύ τους τα εθνικά συστήματα δημόσιας εποπτείας για να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό δίκτυο σε επίπεδο ΕΕ.

Επιβολή των ΔΕΠ (Διεθνών Ελεγκτικών Προτύπων) για όλους τους υποχρεωτικούς ελέγχους που θα πραγματο-ποιούνται στην ΕΕ από το 2005 και μετά. // Η Επιτροπή και η συμβουλευτική επιτροπή ελεγκτικών θεμάτων θα συνεργαστούν για την εκπόνηση δράσεων με τις οποίες θα διασφαλιστεί η επιτυχής εφαρμογή ΔΕΠ από το 2005 και έπειτα. Οι δράσεις αυτές περιλαμβάνουν: την ανάλυση των ελεγκτικών υποχρεώσεων σε επίπεδο ΕΕ και επίπεδο κρατών μελών που δεν καλύπτονται από ΔΕΠ, την ανάπτυξη μίας διαδικασίας έγκρισης προτύπων, την κατάρτιση μίας κοινής έκθεσης ελέγχου καθώς και την ύπαρξη υψηλής ποιότητας μεταφράσεων. Η Επιτροπή θα καταβάλει προσπάθειες για την περαιτέρω βελτίωση της διαδικασίας θέσπισης ελεγκτικών προτύπων της IFAC/IAASB εξασφαλίζοντας, συγκεκριμένα, ότι θα ληφθεί πλήρως υπόψη το δημόσιο συμφέρον. Η αρχή της συμμόρφωσης με τα ΔΕΠ θα περιληφθεί στην 8η οδηγία. Εφόσον τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά, η Επιτροπή θα προτείνει ένα δεσμευτικό μέσο που θα απαιτεί τη χρήση ΔΕΠ από το 2005 και έπειτα.

Μεσοπρόθεσμες προτεραιότητες για την περίοδο 2004-2006

Δράση // Περιγραφή

Βελτίωση των συστημάτων επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων // Η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων θα αξιολογήσουν τα εθνικά συστήματα επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων προκειμένου να διαπιστωθούν τα κοινά σημεία και να θεσπιστεί μία δέσμευση συνεργασίας σε διασυνοριακές περιπτώσεις. Η Επιτροπή θα ενισχύσει τις υφιστάμενες απαιτήσεις με τη θέσπιση της αρχής των κατάλληλων και αποτελεσματικών συστημάτων επιβολής κυρώσεων στην εκσυγχρονισμένη 8η οδηγία.

Επιβολή διαφάνειας στις ελεγκτικές εταιρείες και τα δίκτυά τους // Η Επιτροπή θα αναπτύξει υποχρεώσεις δημοσιότητας για τις ελεγκτικές εταιρείες οι οποίες θα καλύπτουν μεταξύ άλλων τις σχέσεις τους με διεθνή δίκτυα ελεγκτικών εταιρειών.

Εταιρική διακυβέρνηση, ενίσχυση των ελεγκτικών επιτροπών και του εσωτερικού ελέγχου // Η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων θα ασχοληθούν με το διορισμό, την παύση και την αμοιβή των ορκωτών ελεγκτών, καθώς και με την επικοινωνία με τον ορκωτό ελεγκτή. Η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων θα εξετάσουν την τρέχουσα κατάσταση στην ΕΕ όσον αφορά την εμπλοκή του ορκωτού ελεγκτή στην αξιολόγηση των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και την κατάρτιση εκθέσεων ως προς αυτά προκειμένου να εντοπιστούν οι ανάγκες για περαιτέρω πρωτοβουλίες.

Ενίσχυση της ανεξαρτησίας του ορκωτού ελεγκτή και κώδικας δεοντολογίας // Η Επιτροπή θα διεξάγει μελέτη γιά τον αντίκτυπο μίας περιοριστικότερης προσέγγισης όσον αφορά την παροχή πρόσθετων υπηρεσιών από τις ελεγκτικές εταιρείες στους πελάτες τους. Η Επιτροπή θα συνεχίσει τον κανονιστικό διάλογο μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ όσον αφορά την ανεξαρτησία των ορκωτών ελεγκτών με την SEC και/ή το PCAOB με στόχο την αναγνώριση της ισοδυναμίας της προσέγγισης της ΕΕ. Η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή Ελεγκτικών Θεμάτων θα αναλύσουν τους υφιστάμενους εθνικούς κώδικες δεοντολογίας και τον κώδικα δεοντολογίας της IFAC προκειμένου να κριθεί αν απαιτούνται περαιτέρω δράσεις.

Εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς παροχής ελεγκτικών υπηρεσιών // Η Επιτροπή θα εξετάσει το θέμα της διευκόλυνσης της σύστασης ελεγκτικών εταιρειών προτείνοντας την άρση των περιορισμών που περιλαμβάνονται στην παρούσα 8η οδηγία όσον αφορά την ιδιοκτησία και τη διαχείριση ελεγκτικών εταιρειών. Η Επιτροπή θα απαλλάξει την παροχή ελεγκτικών υπηρεσιών από την πρότασή της για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων με την τροποποίηση της 8ης οδηγίας ώστε να περιλάβει μία αρχή αμοιβαίας αναγνώρισης. Η Επιτροπή θα πραγματοποιήσει μελέτη όσον αφορά τη διάρθρωση της αγοράς ελεγκτικών υπηρεσιών της ΕΕ και την πρόσβαση σε αυτήν.

Εξέταση της ευθύνης των ορκωτών ελεγκτών // Η Επιτροπή θα προβεί σε ανάλυση του οικονομικού αντίκτυπου των καθεστώτων περί ευθύνης των ορκωτών ελεγκτών.

Κατάλογος συντομογραφιών

FEE: Fιdιration des Experts Comptables Europιens

FSF: Financial Stability Forum

IAASB International Auditing and Assurance Standards Board

IAS: International Accounting Standards

IFAC: International Federation of Accountants

IOSCO: International Organisation for Securities Commission

ISA: International Standards on Auditing

PCAOB: Public Company Accounting Oversight Board

SEC: Securities and Exchange Commission

SME: Small and Medium Sized Enterprises

SOA: Sarbanes-Oxley Act

ΔΕΠ: Διεθνή ελεγκτικά πρότυπα

ΔΛΠ: Διεθνή λογιστικά πρότυπα

Top