EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52000DC0746

Ανακοίνωση της Επιτροπής για τη δημιουργία της Eurojust

/* COM/2000/0746 τελικό */

52000DC0746

Ανακοίνωση της Επιτροπής για τη δημιουργία της Eurojust /* COM/2000/0746 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Για τη δημιουργία της Eurojust

1. Ιστορικο

Η ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις αποτελεί ουσιώδες μέρος του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Οι παραδοσιακοί τρόποι και τα μέσα της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής δεν επαρκούν πλέον για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση του διασυνοριακού εγκλήματος μέσα σε ένα χώρο ελεύθερης κυκλοφορίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε μερικά αρχικά μέτρα για να απλουστευθούν και να εντατικοποιηθούν οι ακόμα χρονοβόρες και επαχθείς διαδικασίες. Για παράδειγμα, δημιουργήθηκε δίκτυο για την ανταλλαγή δικαστών σύνδεσης, κατάλογος καλύτερων πρακτικών και Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο. Παράλληλα με τη συνέχιση αυτών των εργασιών πρέπει να διασφαλισθεί και ο απαραίτητος συντονισμός των εθνικών εισαγγελικών αρχών μέσω συγκεκριμένης κεντρικής δομής.

Για την επίτευξη του κεντρικού αυτού συντονισμού, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε συμφώνησε ότι, μέχρι το τέλος του 2001, πρέπει να δημιουργηθεί μια μονάδα (EUROJUST) που θα αποτελείται από εθνικούς εισαγγελείς, δικαστές ή αξιωματικούς της αστυνομίας που έχουν ανάλογες αρμοδιότητες, αποσπασμένους από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το νομοθετικό του σύστημα. Προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση του σοβαρού οργανωμένου εγκλήματος, η μονάδα αυτή θα έχει ως καθήκον να διευκολύνει το συντονισμό των εθνικών εισαγγελικών αρχών και να υποστηρίζει τις ποινικές έρευνες στις περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος, ιδίως βάσει των αναλύσεων που διεξάγει η Ευρωπόλ. Περαιτέρω, θα συνεργάζεται στενά με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, κυρίως για να απλουστευθεί η δικαστική συνδρομή.

Ορισμένα κράτη μέλη έκαναν χρήση του δικαιώματός τους να προωθήσουν μια πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 34 (2) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με αυτό το θέμα. Η Γερμανία πρότεινε σχέδιο απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου. Η προηγούμενη Προεδρία, η παρούσα Προεδρία καθώς και οι μελλοντικές Προεδρίες του Συμβουλίου (Πορτογαλία, Γαλλία, Σουηδία και Βέλγιο) πρότειναν να ακολουθηθεί μια προσέγγιση σε δύο στάδια με δύο διαδοχικές αποφάσεις του Συμβουλίου. Η Επιτροπή εκτιμά ότι πρέπει να υπάρξει προσέγγιση των πρωτοβουλιών αυτών. Προς το παρόν, η Επιτροπή προτιμά να λάβει θέση με ανακοίνωση βάσει των υφιστάμενων πρωτοβουλιών, αντί να προσθέσει τυπική πρόταση. Ωστόσο, δεν πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να υποβάλει η Επιτροπή ανάλογη πρόταση αργότερα, εάν χρειασθεί.

2. Πεδιο αρμοδιοτητας

Η Επιτροπή στηρίζει τις γενικές αρχές και των δύο πρωτοβουλιών, σύμφωνα με τις οποίες η Eurojust θα έχει αρκετά ευρύ πεδίο αρμοδιοτήτων, που θα υπερβαίνει «το σοβαρό οργανωμένο έγκλημα», όπως διατυπώθηκε στα συμπεράσματα του Τάμπερε. Αυτό είναι λογικό και συμβατό με την αρχή της επικουρικότητας, διότι η ανάγκη συντονισμού της ποινικής δίωξης σύμφωνα με το καθεστώς 15 εθνικών νομικών συστημάτων είναι γενικότερη και δεν περιορίζεται σε ειδικές μορφές εγκληματικότητας.

Η Επιτροπή στηρίζει μια προσέγγιση που θα επιτρέψει στην Eurojust να αντιμετωπίσει όλες τις «ιδιαιτέρως σοβαρές αξιόποινες πράξεις» σχετικά με τις οποίες μπορεί να απαιτείται δικαστική νομική συνδρομή [1]. Λόγω της οριζόντιας εντολής του Τάμπερε, δεν φαίνεται ούτε αναγκαίο ούτε δέον να αναφερθούν ρητά, στη συστατική πράξη, όλες οι μορφές εγκληματικότητας που θα αντιμετωπίζει η Eurojust. Διαφορετικά, η ένταξη πρόσθετων αξιόποινων πράξεων στο πεδίο αρμοδιότητας θα απαιτούσε νέα απόφαση του Συμβουλίου. Ωστόσο, εάν τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητη τη σύνταξη καταλόγου, αυτός πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον όλες τις μορφές εγκληματικότητας που αντιμετωπίζονται επί του παρόντος από την Ευρωπόλ καθώς και όλα τις αξιόποινες πράξεις που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της Σύμβασης Ευρωπόλ (π.χ. εγκλήματα στον τομέα της πληροφορικής, απομίμηση και πειρατεία προϊόντων, παράνομη εμπορία και καταστροφή του περιβάλλοντος, ρατσισμός και ξενοφοβία, κ.λ.π.).

[1] Βλέπε άρθρο 2 της πρωτοβουλίας της Γερμανίας, ΕΕ C 206 της 19.7.2000. Ωστόσο, θα ήταν ευκταίος ένας περισσότερο σαφής ορισμός του όρου «ιδιαιτέρως σοβαρές» αξιόποινες πράξεις, για να αποφευχθούν άκαρπες συζητήσεις σχετικά με το δικαίωμα της Eurojust να ασχολείται με ορισμένες υποθέσεις.

Παρόλα αυτά, η Eurojust θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερο βάρος στο διασυνοριακό έγκλημα, εφόσον υφίστανται συγκεκριμένες ενδείξεις για την ύπαρξη εγκληματικής δομής ή οργάνωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 (1) της Σύμβασης Ευρωπόλ. Παρά την ανάγκη για ευρύτερη εντολή, η ικανότητα και οι πόροι της Eurojust θα είναι περισσότερο χρήσιμοι στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος, όπως τονίσθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η Eurojust πρέπει να εντοπίσει, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια, τομείς όπου απαιτείται να δοθεί ιδιαίτερο βάρος. Ένας από αυτούς τους τομείς πρέπει να αφορά την καταπολέμηση της παραχάραξης του ευρώ.

Όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων, η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της, της 28ης Ιουνίου 2000, για τη σφαιρική στρατηγική προσέγγιση της καταπολέμησης της απάτης, δήλωσε ότι θα δημιουργηθεί στο επίπεδο της OLAF μια πλατφόρμα υπηρεσιών. Αυτή η πλατφόρμα υπηρεσιών θα στηρίζει και θα επικουρεί τις δικαστικές αρχές των κρατών μελών. Σε αυτή συμπεριλαμβάνεται και η δημιουργία στην OLAF μονάδας δικαστικής στήριξης η οποία θα αποτελείται από εμπειρογνώμονες που θα έχουν πείρα ως δικαστές ή εισαγγελείς. Οι αντίστοιχες ευθύνες της Επιτροπής αναφέρθηκαν ήδη στο άρθρο 7 του δεύτερου πρωτοκόλλου της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [2].

[2] ΕΕ C 221/11 της 19.7.1997. Βλέπε επίσης τη σχετική επεξηγηματική έκθεση, ΕΕ C 91 της 31.3.1999.

Με βάση αυτά τα δεδομένα και λαμβανομένης υπόψη της συμπληρωματικότητας των αντίστοιχων ρόλων τους, είναι αναγκαία η στενή συνεργασία μεταξύ της OLAF και της Eurojust στον εν λόγω τομέα, ώστε να διασφαλίζεται η συνεισφορά της προστιθεμένης αξίας και των δύο αυτών υπηρεσιών.

Ωστόσο, η Επιτροπή θα ήθελε επίσης να υπενθυμίσει τη γνώμη της προς τη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τη δημιουργία του θεσμού του «Ευρωπαίου Εισαγγελέα» στον ειδικό τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας [3]. Είναι σαφές ότι ο θεσμός αυτός θα αντιπροσώπευε μια καθοριστική ποιοτική εξέλιξη στην καταπολέμηση της απάτης.

[3] Συμπληρωματική εισήγηση της Επιτροπής στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις: Η ποινική προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων : Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, COM (2000) 608 τελικό.

3. Καθηκοντα και εξουσιες

3.1. Η μέχρι τώρα επιτευχθείσα συναίνεση

Μέχρι σήμερα, οι απόψεις όσον αφορά τα καθήκοντα και τις εξουσίες της Eurojust διέφεραν σε μεγάλο βαθμό. Φαίνεται ότι ο κοινός παρανομαστής των γνωμών των κρατών μελών περιλαμβάνει ως ελάχιστα στοιχεία δραστηριότητες όπως η παροχή πληροφοριών για το εθνικό δίκαιο, η δημιουργία βάσης τεκμηρίωσης, η ρύθμιση επαφών μεταξύ των ανακριτικών εθνικών σωμάτων, η μεταφορά πληροφοριών για το στάδιο των διαδικασιών ή για τις αποφάσεις, η ανταλλαγή εμπειριών και ως ένα βαθμό, η παροχή νομικών συμβουλών. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο [4] θα μπορούσε επίσης να επιφορτισθεί με αυτές τις δραστηριότητες.

[4] Το οποίο θεσπίστηκε από την Κοινή Δράση της 29ης Ιουνίου 1998, ΕΕ L 191/4.

Είναι σαφές από τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε ότι η Eurojust πρέπει να αποτελέσει ένα περαιτέρω βήμα για τη στενότερη δικαστική συνεργασία και να υπερβεί τις παρούσες και πιθανές εργασίες του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου. Επομένως, πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για να δημιουργηθεί ένας θεσμός που θα προσδώσει απτή προστιθέμενη αξία στα υφιστάμενα μέσα και όργανα.

Η δημιουργία κεντρικής στρογγυλής τραπέζης αξιωματούχων συνδέσμων ή δικαστών πιθανά να προσδώσει συγκεκριμένη προστιθέμενη αξία σε σύγκριση με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο στην παρούσα του μορφή. Θα είναι ευκολότερη η επικοινωνία μεταξύ μελών ομάδας που εργάζονται σε κοινό γραφείο παρά μεταξύ αποκεντρωμένων σημείων επαφής στα κράτη μέλη ακόμα και ενόψει των βελτιωμένων τεχνικών μέσων επικοινωνίας. Ένα κεντρικό γραφείο μπορεί να βελτιώσει επίσης τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας, να διευκολύνει την ταξινόμηση σχετικών εγγράφων και να εγγυηθεί ότι ειδικοί με πείρα στη δικαστική συνεργασία είναι θα διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή. Τα παραπάνω αποτελούν σημαντικά πλεονεκτήματα. Παρόλα αυτά, η προστιθέμενη αξία τους μοιάζει να είναι μάλλον περιορισμένη και μπορεί να μην επαρκεί για την αποτελεσματική καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος.

3.2. Καθήκοντα και εξουσίες της Eurojust ως συλλογικού σώματος

Η Eurojust θα μπορούσε να παράσχει συμβουλές για την πρακτική εκτέλεση των εφαρμοστέων μέσων της ΕΕ, για παράδειγμα, την εφαρμογή της Σύμβασης Αμοιβαίας Νομικής Συνδρομής της 29ης Μαΐου 2000. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Eurojust δεν πρόκειται να προκαταλάβει με κανένα τρόπο την ερμηνεία αναλόγων συμβάσεων από τα Δικαστήρια και ειδικότερα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Eurojust θα μπορούσε επίσης να παράσχει πληροφορίες για τις διεθνείς Συμβάσεις [5].

[5] Για παράδειγμα, η Eurojust θα μπορούσε να παράσχει πληροφορίες για την εθνική νομοθεσία που αφορά την εφαρμογή συμβάσεων, πρωτοκόλλων, επιφυλάξεων και για τη συναφή νομολογία, ίσως με τη δημιουργία βάσης δεδομένων.

Ωστόσο, κατά την άποψη της Επιτροπής η Eurojust θα πρέπει να αποτελέσει κάτι παραπάνω από απλό κέντρο τεκμηρίωσης και ενημέρωσης που θα παρέχει συμβουλές σε θεωρητικό επίπεδο. Η μονάδα αυτή πρέπει να συμμετέχει σε συγκεκριμένες ποινικές ανακρίσεις. Η νέα μονάδα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει ενεργά στην προώθηση του συντονισμού υποθέσεων, ειδικότερα όταν απαιτείται επείγουσα διασυνοριακή δράση ή/και όταν η δράση αυτή πρέπει να στηριχθεί νομικά, για παράδειγμα ενόψει της αποδεικτικής αξίας των αποτελεσμάτων των ανακρίσεων για την επίσημη απαγγελία κατηγορίας και τη δικαστική διαδικασία. Αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι η ίδια η Eurojust, ως συλλογικό σώμα, πρέπει να έχει την εξουσία να ξεκινά ή να διεξάγει έρευνες ή να δημιουργεί κοινές ανακριτικές ομάδες.

Μπορεί να επιτευχθεί προστιθέμενη αξία εάν η Eurojust συμμετέχει σε ατομικές διαδικασίες, όχι μόνο με τη συνεισφορά πραγματογνωμοσύνης αλλά αν χρειαστεί με την ανίχνευση και την αποκάλυψη πιθανού κρυφού συσχετισμού μεταξύ των υποθέσεων και των ανακρίσεων, που δεν μπορεί εύκολα να εντοπισθεί σε εθνικό επίπεδο. Η Eurojust για το σκοπό αυτό και προκειμένου να μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στο συντονισμό των εθνικών δραστηριοτήτων πρέπει να δύναται να μεσολαβεί ενεργά μεταξύ των εθνικών εισαγγελικών αρχών, είτε κατόπιν αιτήματος εθνικής αρχής είτε κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας [6].

[6] Βλέπε το έγγραφο της ιταλικής θέσης, έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 6412/00 CATS 15: «Προαπαιτούμενο της λειτουργίας συντονισμού αποτελεί η συλλογή γνωρισμάτων που υποδεικνύουν συνδέσμους ή επαφές μεταξύ των διαφόρων εθνικών ανακρίσεων.» Στο έγγραφο αυτό εξηγείται επίσης ότι θα απαιτείται από τις εθνικές ανακριτικές αρχές να ανακοινώνουν πληροφορίες και δεδομένα σχετικά με αξιόποινες πράξεις «σε τακτά και εύλογα χρονικά διαστήματα» στην Eurojust.

Η Eurojust πρέπει να αποτελεί πηγή πείρας και να διαθέτει άμεσες προσωπικές σχέσεις με τα σημεία επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου και εάν παραστεί ανάγκη και με τις αρμόδιες εθνικές εισαγγελικές αρχές. Οι υπάλληλοι της Eurojust πρέπει να μπορούν να ανακοινώνουν ιδέες, συμβουλές και ενδείξεις με δική τους πρωτοβουλία. Η Eurojust ως μονάδα θα πρέπει να μπορεί να απευθύνει κοινές γνώμες και επίσημες συστάσεις στις εθνικές αρχές. Αυτές οι συστάσεις πρέπει να καλύπτουν, ειδικότερα τη δημιουργία κοινών ανακριτικών ομάδων, θέματα δικαιοδοσίας, ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εθνικών αρχών συμπεριλαμβανομένης και της πρόσβασης σε αρχεία, το περιεχόμενο της δικαστικής συνδρομής ή την αντιμετώπισή της από το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται το σχετικό αίτημα καθώς και τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων ή την προστασία των μαρτύρων. Κάθε εθνική αρχή που δεν θα ακολουθεί τη σύσταση της Eurojust θα υποχρεούται να αιτιολογεί τη θέση της αυτή εντός εύλογου χρόνου. Περαιτέρω, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι η Eurojust ως μονάδα θα μπορεί να καταγγείλει μια υπόθεση ή να παράσχει πληροφορίες σε κάθε εθνική εισαγγελική αρχή εντός της επικράτειάς τους και ότι η αιτιολογημένη απάντηση θα αποσταλεί στην Eurojust, εάν η εισαγγελική αρχή δεν ξεκινήσει ποινικές ανακρίσεις για την υπόθεση αυτή.

Η Eurojust μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στον συντονισμό των εισαγγελικών δραστηριοτήτων, εάν είναι επαρκώς ενημερωμένη. Επομένως, πρέπει να μπορεί να εκδίδει δεσμευτικές αιτήσεις πληροφοριών στις εθνικές εισαγγελικές αρχές πιθανά μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου. Η Eurojust πρέπει να έχει πρόσβαση σε εθνικά μητρώα καταδικών και διαδικασιών. Τα κράτη μέλη πρέπει να εγγυώνται την πρόσβαση αυτή κατόπιν αίτησης όσο δεν υπάρχει μητρώο σε ευρωπαϊκό επίπεδο ή δεν υφίσταται άμεση πρόσβαση στα εθνικά μητρώα και πρέπει να μεριμνούν ώστε οι εθνικές εισαγγελικές αρχές να ενημερώνουν την Eurojust, και αντίστοιχα τον αντιπρόσωπό τους στην Eurojust, για την εξέλιξη σημαντικών διασυνοριακών διαδικασιών, χωρίς να υποβάλλεται σε αυτούς ρητό αίτημα. Περαιτέρω, η Eurojust πρέπει, όπου είναι αναγκαίο, να έχει πρόσβαση σε αρχεία (φακέλους) ποινικών υποθέσεων, που συνδέονται με δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.

Αυτές οι αρχές πρέπει επίσης να εφαρμόζονται και αναφορικά με την Ευρωπόλ [7]. H Eurojust θα μπορούσε να παράσχει νομικές συμβουλές σε αυτό το σώμα και επίσης να διαβιβάζει, εάν χρειάζεται, κοινές γνώμες και επίσημες συστάσεις. Περαιτέρω, η πείρα της Eurojust θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την παροχή συμβουλών στα όργανα της Ένωσης σχετικά με την πρακτική χρησιμότητα πιθανών περαιτέρω πρωτοβουλιών στη δικαστική συνεργασία, εάν της ζητηθεί κάτι τέτοιο. Για να αποφευχθούν οι πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων και να διασφαλιστεί ότι το δυναμικό και οι πόροι εστιάζονται στα καθήκοντα συντονισμού, η Eurojust θα πρέπει ωστόσο, να παραμείνει δικαστική μονάδα, που δεν θα συμμετέχει απευθείας στη διοικητική, πολιτική ή νομοθετική εργασία του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

[7] Βλέπε παρακάτω 4.6.

Τέλος, η Eurojust θα μπορούσε επίσης να αναπτύξει σχέσεις με τις εισαγγελικές αρχές στις υποψήφιες προς προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρες. Θα ήταν πολύ χρήσιμο εάν η Eurojust μπορούσε, σε συνδυασμό με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο και τα σημεία επαφής του, να ξεκινήσει ανταλλαγή απόψεων, πληροφοριών που αφορούν σημαντικές ανακρίσεις και διαδικασίες και νομικών εγγράφων (π.χ. δείγματα αιτήματος δικαστικής συνδρομής, κανονισμών, οδηγιών, κ.λ.π.) με αυτές τις χώρες και ίσως με άλλες τρίτες χώρες και σχετικούς διεθνείς οργανισμούς. Είναι πιθανό αυτές οι ανταλλαγές πληροφοριών να μπορούν σε ορισμένο βαθμό να πραγματοποιούνται μέσω κοινών συναντήσεων, συνεχών διόδων επικοινωνίας ή ανταλλαγής εμπειρογνωμόνων.

3.3. Ατομικά καθήκοντα και εξουσίες των εθνικών αντιπροσώπων

Οι υπάρχουσες πρωτοβουλίες προβλέπουν ότι η Eurojust πρέπει να αποτελείται από εθνικά μέλη, αντιπροσώπους ή αξιωματικούς συνδέσμους, που θα υπόκεινται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής τους. Επίσης, τα κράτη μέλη πρέπει να πληρώνουν τους μισθούς τους και να εποπτεύουν τους αντιπροσώπους τους. Ένα ουσιώδες πλεονέκτημα της ιδέας αυτής είναι ότι οι εθνικοί υπάλληλοι ή οι δικαστές μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το εθνικό τους ποινικό δίκαιο. Αυτό συνάδει πλήρως με τα συμπεράσματα του Τάμπερε, σύμφωνα με τα οποία η Eurojust θα πρέπει να αποτελείται από δικαστές ή υπαλλήλους, που θα αντιπροσωπεύουν τα κράτη μέλη.

Στο έγγραφο με τη θέση τους για την Eurojust [8], η προηγούμενη, η παρούσα και η μελλοντική Προεδρία του Συμβουλίου πρότειναν στα κράτη μέλη να αναθέσουν ανάλογες ατομικές εξουσίες στους εθνικούς αντιπροσώπους της Eurojust σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Κάθε κράτος μέλος θα είναι ελεύθερο να αποφασίσει εάν και σε ποια έκταση θα αναθέτει ατομικές εξουσίες στον αντιπρόσωπό του σχετικά με την επικράτειά του. Για παράδειγμα, οι αντιπρόσωποι της Eurojust θα μπορούσαν να προορίζονται να ενεργούν ως «αρχηγοί» κοινής ανακριτικής ομάδας [9]. Επίσης, θα έχουν το δικαίωμα να εκδίδουν αίτημα δικαστικής συνδρομής ή όπου αυτό δεν είναι δυνατό σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να παράσχουν πρόσθετες πληροφορίες για τη στήριξη του αιτήματος δικαστικής συνδρομής προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία. Επιπλέον, όπως άλλοι εθνικοί εισαγγελείς ή δικαστές, οι εθνικοί αντιπρόσωποι της Eurojust θα μπορούσαν να έχουν την αρμοδιότητα συλλογής αποδεικτικών στοιχείων ή διεκπεραίωσης άλλων διαβημάτων στο πλαίσιο των προκαταρκτικών διαδικασιών, εντός της επικράτειάς των κρατών τους. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμο σε επείγοντα ζητήματα που δεν επιδέχονται αναβολή.

[8] Έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 7384/00 CATS 21 EUROJUST 1.

[9] Βλέπε το άρθρο 13 της σύμβασης για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων της 29ης Μαΐου 2000, ΕΕ C 197/1.

Αυτές οι ατομικές εξουσίες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο πρέπει να διακρίνονται σαφώς από τις αρμοδιότητες της Eurojust ως συλλογικού σώματος. Η Επιτροπή στηρίζει αυτή την προσέγγιση, που θα μπορούσε να καταστήσει την Eurojust δυνατή και αποτελεσματική ενώ τα κράτη μέλη δεν θα χρειαστεί να αλλάξουν τις ιδιαιτερότητες του εθνικού ποινικού τους δικαίου και την κατανομή αρμοδιοτήτων και καθηκόντων. Εντούτοις, είναι ουσιώδες τα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν πλήρως αυτή τη δυνατότητα προκειμένου να επωφεληθούν από την Eurojust. Επίσης, είναι επιθυμητό τα κράτη μέλη να συμφωνούν τουλάχιστον σε ένα ελάχιστο κοινό παρανομαστή ισοδύναμων ατομικών εξουσιών των εθνικών τους αντιπροσώπων ενόψει πιθανής επιχειρησιακής σύμπραξης. Σε περίπτωση, για παράδειγμα που χρειάζεται επείγουσα δράση για δέσμευση κεφαλαίων, θα ήταν πολύ χρήσιμο εάν όλοι οι αντιπρόσωποι της Eurojust είχαν τουλάχιστο τη δυνατότητα από τα κράτος μέλος τους να δώσουν σχετική εντολή για το εν λόγω μέτρο ή να υποβάλλουν σχετικό αίτημα στον αρμόδιο εθνικό δικαστή, προκειμένου να καλυφθούν όλες οι σχετικές εθνικές επικράτειες. Επιπλέον, εάν οι εξουσίες των εθνικών αντιπροσώπων ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να υπάρξει αρνητική επίδραση ή τεχνητός επηρεασμός του τρόπου λειτουργίας του συντονισμού.

4. Δομη και καθεστως

4.1. Καθεστώς της Eurojust ως συλλογικό σώμα

Η οργανωτική και νομική δομή της Eurojust πρέπει να σχεδιασθεί σύμφωνα με τις αρμοδιότητες, τα καθήκοντα και τις εξουσίες της. Αφενός, η δομή και η διαδικασία λήψης αποφάσεων πρέπει να είναι όσο το δυνατόν σαφείς και απλές, εφόσον η Eurojust χρειάζεται να παράσχει ταχεία και αποτελεσματική στήριξη στις εισαγγελικές αρχές. Αφετέρου, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι υπάρχει ανάγκη για συγκεκριμένη διοικητική δομή.

Σύμφωνα με τον «κοινό παρανομαστή» που επιτεύχθηκε στις μέχρι τώρα συζητήσεις, η Eurojust θα έπρεπε τουλάχιστον να παράσχει νομικές συμβουλές και να εκδίδει γνώμες όσον αφορά τα καθήκοντα συντονισμού. Ακόμα και εάν ο εθνικός αντιπρόσωπος στο πλαίσιο της εθνικής αρμοδιότητάς του μπορεί να παράσχει νομικές συμβουλές σχετικά με το εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους, για θέματα που άπτονται του δικαίου περισσοτέρων του ενός κρατών ή/και του διεθνούς δικαίου πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της συλλογικότητας. Όσον αφορά τις γνώμες και τις δηλώσεις που βασίζονται στην αρχή της συλλογικότητας απαιτούνται ένας κοινός εκπρόσωπος και μια διοικητική δομή για να δημιουργηθούν αποτελεσματικές και σαφείς δίοδοι προς τον «έξω κόσμο».

Προκειμένου να υπάρξουν εγγυήσεις για ορισμένο βαθμό ανεξαρτησίας και αυτονομίας καθώς και να υπάρξουν σαφείς κανόνες για την αντιπροσώπευση, τις σχέσεις με άλλα όργανα και ευθύνη, είναι προτιμότερη η δημιουργία ενός οργάνου στο επίπεδο της Ένωσης. Πρέπει να δοθεί νομική προσωπικότητα σε αυτό το όργανο, όπως έχει ήδη γίνει με την Ευρωπόλ και άλλους κοινοτικούς οργανισμούς. Οι εναλλακτικές λύσεις, όπως απλή στρογγυλή τράπεζα ή όργανο του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, μπορεί να μην πληρώνουν τις πρακτικές προϋποθέσεις ούτε να εγγυώνται επαρκώς ελάχιστο βαθμό ανεξαρτησίας της Eurojust καθώς και τη νομική ασφάλεια των πράξεων της που απευθύνονται σε εξωτερικούς αποδέκτες. Για τους ίδιους λόγους η Eurojust θα έπρεπε να έχει συγκεκριμένο δημοσιονομικό πεδίο δράσης, ήτοι θα πρέπει να διαθέτει προϋπολογισμό, ο οποίος θα βασίζεται στις αρχές που θεσπίζονται στο άρθρο 41 (3) ΣΕΕ [10]. Θα πρέπει να εξετασθούν οι συνέπειες της δημιουργίας της Eurojust στον κοινοτικό προϋπολογισμό, σύμφωνα με τα καθήκοντα που τελικά θα ανατεθούν στη μονάδα.

[10] Βλέπε επίσης το άρθρο 21 της πρωτοβουλίας της Πορτογαλίας, της Γαλλίας, της Σουηδίας και του Βελγίου, ΕΕ C 243 της 24.8.2000.

Η κατάλληλη νομική βάση για τη σύσταση ανάλογου νομικού προσώπου θα είναι απόφαση του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 34(2) γ της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η απόφαση αυτή δεν θα συνεπάγεται άμεσο αποτέλεσμα. Επομένως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν κάποια μέτρα για την προσαρμογή του εθνικού τους δικαίου προκειμένου να εφαρμόσουν τις διατάξεις της απόφασης.

4.2. Οι εθνικοί αντιπρόσωποι και η διευθύνουσα επιτροπή

Όπως προτείνεται από τις υπάρχουσες πρωτοβουλίες, κάθε κράτος μέλος πρέπει να ορίσει ένα δικαστή, εισαγγελέα ή αξιωματικό στην Eurojust και να καθορίσει τις ατομικές του εξουσίες σύμφωνα με το εθνικό ποινικό δίκαιο (εθνικοί αντιπρόσωποι ή μέλη της Eurojust). Δεδομένου του γεγονότος ότι πολλά κράτη μέλη διαθέτουν μάλλον μεγάλο αριθμό σημείων επαφής εντός του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου και ενόψει του συνδέσμου που πρέπει να δημιουργηθεί με αυτά τα σημεία επαφής (βλέπε παρακάτω 4.5.) ο περιορισμός του αριθμού των αντιπροσώπων φαίνεται δικαιολογημένος. Η Επιτροπή γνωρίζει ότι σε πολλά κράτη μέλη, και ιδίως σε αυτά που έχουν ομοσπονδιακό σύνταγμα, τα δικαστικά καθήκοντα είναι αποκεντρωμένα. Ωστόσο, φαίνεται αναγκαίο να οργανωθούν οι δραστηριότητες στο επίπεδο της Ένωσης όσο το δυνατό αποδοτικότερα.

Πρέπει να υπάρχει πρόσβαση στους εθνικούς αντιπρόσωπους [11] όλων των κρατών μελών όλες τις εργάσιμες ημέρες, ήτοι σε περίπτωση απουσίας αντιπροσώπου πρέπει να τον αντικαθιστά αναπληρωτής. Οι εθνικοί αντιπρόσωποι, πρέπει να είναι τοποθετημένοι μόνιμα στα κεντρικά γραφεία της Eurojust, να έχουν πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων και την υποδομή της και να δεσμεύονται από τον εσωτερικό της κανονισμό. Επίσης, πρέπει να μπορούν να ασκούν εξουσίες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους τους και πρέπει να υπόκεινται σε αυτό το εθνικό δίκαιο, το οποίο θα μπορούσε να προβλέπει εποπτεία από εθνική αρχή ή δικαστήριο. Καθώς είναι ουσιώδες να μπορούν να επικεντρωθούν στην εργασία τους σε δικαστικό επίπεδο, πρέπει να απαλλάσσονται όσο το δυνατό περισσότερο από διοικητικά καθήκοντα [12].

[11] Σε ορισμένο βαθμό, το καθεστώς τους αφενός θα συγκρινόταν με τους αξιωματικούς συνδέσμους σύμφωνα με το άρθρο 5 της σύμβασης Ευρωπόλ (ΕΕ C 316/5 της 27.11.1995) και αφετέρου θα εκτελούσαν καθήκοντα που θα συγκρίνονταν με εκείνα των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπόλ (άρθρο 28 της σύμβασης Ευρωπόλ).

[12] Βλέπε παρακάτω 4.3.

Όσον αφορά αιτήσεις παροχής πληροφοριών από τις εθνικές αρχές ή τα σημεία επαφής, αυτές μπορούν βασικά να αντιμετωπισθούν σε δύο επίπεδα. Κατ' αρχήν, ως προς την παροχή συμβουλών για το εθνικό δίκαιο, οι εθνικοί αντιπρόσωποι πρέπει να εξουσιοδοτούνται να παράσχουν συμβουλές στο εθνικό ποινικό δίκαιο απευθείας στους αντιπροσώπους άλλων κρατών μελών, οι οποίοι με τη σειρά τους μπορούν να μεταφέρουν τις πληροφορίες αυτές στις εθνικές εισαγγελικές τους αρχές. Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με το εθνικό δίκαιο ορισμένου κράτους μέλους μπορούν να αντιμετωπισθούν σε «διμερή» βάση και δεν χρειάζεται η συμμετοχή όλων των αντιπροσώπων [13]. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου ενέχονται περισσότερα από δύο κράτη μέλη, οι αντιπρόσωποι τους μπορούν να αποφασίσουν να ανταλλάξουν πληροφορίες για το εθνικό δίκαιο χωρίς να επιζητήσουν την ψήφο όλων των αντιπροσώπων ή να διοργανώσουν επίσημη συνεδρίαση. Με αυτόν τον τρόπο θα υπάρχει εγγύηση ότι θα μπορεί να δοθεί απάντηση στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών όσο το δυνατό ταχύτερα. Δεύτερο, για την παροχή συμβουλών σχετικά με τα μέσα του διεθνούς δικαίου και του τρίτου πυλώνα είναι απαραίτητη η συμμετοχή όλων των αντιπροσώπων και η λήψη συλλογικής απόφασης.

[13] Ωστόσο, οι αντιπρόσωποι θα μπορούν να κάνουν χρήση της διοικητικής δομής της Eurojust για ανάλογα καθήκοντα. Πρέπει να εξετασθεί εάν οι αντιπρόσωποι πρέπει να διαθέτουν προσωπικούς βοηθούς και ποιο καθεστώς πρέπει να έχουν οι βοηθοί αυτοί (προσωπικό της Eurojust, εθνικοί αποσπασμένοι υπάλληλοι ή/και εθνικοί εμπειρογνώμονες).

Επίσης συλλογική απόφαση θα απαιτείται για κάθε δραστηριότητα συντονισμού διασυνοριακής δίωξης, τουλάχιστο σε περιπτώσεις που αφορούν μεγαλύτερο αριθμό κρατών μελών ή όπου δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί από την αρχή ποια κράτη μέλη ενέχονται [14]. Κάθε επίσημη σύσταση (για παράδειγμα για την έναρξη ανάκρισης) πρέπει να βασίζεται στην αρχή της συλλογικότητας. Επομένως, στο μέτρο που πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή της συλλογικότητας, οι αντιπρόσωποι πρέπει να συστήσουν μια Διευθύνουσα Επιτροπή (ή Συμβούλιο Στρατηγικής) που θα αποτελεί το κεντρικό όργανο της Eurojust. Αυτή η επιτροπή πρέπει να περιλαμβάνει ένα αντιπρόσωπο της Επιτροπής ως πλήρες μέλος, που θα εκπροσωπείται από αναπληρωτή, εάν παρίσταται ανάγκη σύμφωνα με το άρθρο 36(2) ΣΕΕ [15]. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής θα μπορεί να προσφέρει ειδικές νομικές και τεχνικές συμβουλές. Η Επιτροπή με βάση την τεχνική, στατιστική, νομική ή επιχειρησιακή πείρα και τεχνογνωσία της, και ειδικότερα με βάση την Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) εντός της σφαίρας των αρμοδιοτήτων της [16], θα μπορούσε επίσης να προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στην Eurojust στον τομέα του οικονομικού εγκλήματος, καθώς το οργανωμένο έγκλημα δεν κάνει διάκριση μεταξύ οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και άλλων συμφερόντων.

[14] Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις εμπορίας ναρκωτικών, τα δρομολόγια μεταφοράς ή οι δίοδοι επικοινωνίας μπορούν ταχέως να μεταφερθούν από το ένα κράτος στο άλλο.

[15] Το Συμβούλιο ΔΕΥ, στη συνεδρίασή του στις 28 Σεπτεμβρίου 2000 συμφώνησε να συνδεθεί πλήρως η Επιτροπή με τις εργασίες της προσωρινής μονάδας δικαστικής συνεργασίας (βλέπε άρθρο 1(5) του εγγράφου του Συμβουλίου αριθ. 11344/2/00 EUROJUST 12).

[16] Βλέπε την απόφαση της Επιτροπής της 28.4.1999, ΕΕ L 136/20 της 31.5.1999.

4.3. Ο Γενικός Διευθυντής, οι Αναπληρωτές Διευθυντές και το Προσωπικό

Η Eurojust θα χρειαστεί ορισμένη υποδομή για την τεκμηρίωση, την επεξεργασία δεδομένων και τη μετάφραση. Πρέπει να δημιουργηθεί η δέουσα διαχείριση για την εφαρμογή του εσωτερικού κανονισμού και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με θέματα διοίκησης, πόρων, προϋπολογισμού και πολιτικής για το προσωπικό. Όλα τα διοικητικά καθήκοντα, όπως η δημιουργία γραμματείας για την προετοιμασία των συνεδριάσεων και των αποφάσεων της διευθύνουσας επιτροπής, η εποπτεία του προσωπικού και η διαχείριση των δημοσιονομικών και άλλων πόρων, ήτοι η εκτέλεση του προϋπολογισμού [17] πρέπει να αναθέτονται σε διευθύνοντα σύμβουλο ή γενικό διευθυντή. Θα πρέπει να προβλεφθούν δύο αναπληρωτές του γενικού διευθυντή.

[17] Οι δημοσιονομικές διατάξεις θα μπορούσαν να είναι παράλληλες με αυτές του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας, βλέπε άρθρο 11 του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 302/93, ΕΕ L 36 της 12.2.1993.

Αυτά τα διοικητικά καθήκοντα δεν θα πρέπει να ανατεθούν σε ένα από τους εθνικούς αντιπροσώπους. Αυτό ισχύει επίσης για τη νομική αντιπροσώπευση της Eurojust και για την επιμέλεια και την επίσημη έκδοση όλων των συλλογικών δηλώσεων της Eurojust (σύσταση, νομική συμβουλή ή γνώμη εμπειρογνώμονα). Τα εν λόγω καθήκοντα βαρύνουν το γενικό διευθυντή. Οι συλλογικές πράξεις της Eurojust πρέπει να διακρίνονται σαφώς από κάθε ατομική πράξη ενός εθνικού αντιπροσώπου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών του σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποσαφηνίζεται εάν μια δήλωση γίνεται εκ μέρους της Eurojust ως συλλογικού σώματος ή εκ μέρους ενός αντιπροσώπου βάσει εθνικής εξουσίας. Στον ευαίσθητο χώρο των ποινικών υποθέσεων δεν πρέπει να πλανώνται αμφιβολίες, ήτοι το εθνικό και το κοινοτικό επίπεδο δεν πρέπει να συγχέονται. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει εγγύηση της ανυπαρξίας των εν λόγω αμφιβολιών εάν οι αντιπρόσωποι της Ένωσης έπρεπε να ασκούν κυρίαρχη εξουσία σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή εάν αντίθετα, οι εθνικοί υπάλληλοι έπρεπε να αντιπροσωπεύουν νομικό πρόσωπο στο επίπεδο της Ένωσης.

Για αυτούς τους λόγους, ο γενικός διευθυντής ή ο διευθύνων σύμβουλος πρέπει να υπόκειται μόνο σε ειδικούς κανόνες στο επίπεδο της Ένωσης. Πρέπει να δεσμεύεται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αυτά πρέπει επίσης να ισχύουν για τους αναπληρωτές του γενικού διευθυντή και για το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα άτομα αυτά δεν πρέπει ούτε να ασκούν εξουσία που απορρέει από την εθνική κυριαρχία ούτε να υπόκεινται ή να λογοδοτούν σε εθνική αρχή εποπτείας.

4.4. Εσωτερικός κανονισμός

Η διευθύνουσα επιτροπή θα πρέπει να συμφωνεί με κάθε κοινή θέση, γνώμη ή σύσταση, που θα συνιστά πράξη της Eurojust ως συλλογικού σώματος (σε αντίθεση με ατομικές πράξεις από τους αντιπροσώπους της Eurojust σύμφωνα με την ευθύνη τους βάσει του εθνικού δικαίου). Ο γενικός διευθυντής θα εκδίδει τότε ανάλογη πράξη και θα την αποστέλλει στον αποδέκτη, που συνήθως θα είναι η υπεύθυνη εθνική εισαγγελική αρχή ή σε ορισμένες περιπτώσεις εθνικό σημείο επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου.

Ως προς την ψηφοφορία εντός της επιτροπής αυτής θα εφαρμόζεται βασικά ο κανόνας της πλειοψηφίας. Αυτό δικαιολογείται στο μέτρο που η Eurojust θα διαβιβάζει μόνο συστάσεις αλλά δεν θα έχει επιχειρησιακές εξουσίες ή την εξουσία να εκδίδει εντολές στις εθνικές εισαγγελικές αρχές. Κατόπιν αίτησης ενός αντιπροσώπου η ψήφος της μειοψηφίας θα προσαρτάται σε μια γνώμη ή σύσταση. Η αποχή θα είναι δυνατή, ειδικότερα προκειμένου να αποφευχθεί η μη απαραίτητη εργασία ή η καθυστέρηση μέσω της συμμετοχής αντιπροσώπων από κράτη μέλη, που δεν ενέχονται ευθέως στην υπόθεση ή το νομικό ζήτημα. Οι λεπτομέρειες πρέπει να ρυθμίζονται στον εσωτερικό κανονισμό που θα εγκριθεί από κοινού από το γενικό διευθυντή και την επιτροπή. Προκειμένου να απαλλαχθούν οι αντιπρόσωποι από οργανωτικά καθήκοντα, θα μπορούσε επίσης να συζητηθεί, εάν ο ίδιος ο εσωτερικός κανονισμός θα μπορούσε να αναθέτει την κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης, τον καθορισμό εισηγητών ή/και την προεδρία των επισήμων συνεδριάσεων της επιτροπής στο γενικό διευθυντή ή εάν αυτά τα καθήκοντα μπορούν να ανατεθούν σε προεδρεύοντα αντιπρόσωπο.

Περαιτέρω, πρέπει να συνταχθεί μια δέσμη σαφών κανόνων και κανονισμών για την εξωτερική αντιπροσώπευση, την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων και την εμπιστευτικότητα [18] καθώς και για τη ευθύνη και τα όριά της. Σε μεγάλο βαθμό οι κανόνες αυτοί μπορούν να εμπνευσθούν από τους υπάρχοντες κανόνες άλλων οργανισμών της Ένωσης. Επίσης, περαιτέρω λεπτομέρειες μπορούν να θεσπιστούν στον εσωτερικό κανονισμό. Επιπλέον, ο εσωτερικός κανονισμός μπορεί να προσδιορίζει τη γενική διαδικασία για την αντιμετώπιση εισερχόμενων ερωτήσεων και αιτημάτων για δράση. Καθώς οι εθνικές εισαγγελικές αρχές πρέπει να έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πρόσβαση στην Eurojust, αυτές πρέπει να μπορούν να απευθύνουν ερωτήσεις απευθείας στους αντιπροσώπους, αλλά προκειμένου να αποφεύγεται η άσκοπη επανάληψη της εργασίας ή ο υπερβολικός φόρτος εργασίας για την Eurojust, οι ερωτήσεις θα είναι προτιμητέο να αποστέλλονται μέσω των εθνικών σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου.

[18] Οι πτυχές σχετικά με την προστασία δεδομένων που απορρέουν από τις προτεινόμενες δραστηριότητες της Eurojust (όπως η επεξεργασία δεδομένων, η ανταλλαγή δεδομένων, η συνεργασία με την Ευρωπόλ και η πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων της) θα πρέπει να μελετηθούν δεόντως.

Τέλος, ο εσωτερικός κανονισμός πρέπει να καλύπτει θέματα όπως η διάθεση προσωπικού και η χρήση πόρων. Εάν, για παράδειγμα, ένας αντιπρόσωπος της Eurojust εξουσιοδοτείται να ασκεί εθνικές εξουσίες για παράδειγμα ως μέλος κοινής ανακριτικής ομάδας, θα πρέπει να αποφασισθεί εάν και σε ποιο βαθμό, εντός του ορίου του προϋπολογισμού της Eurojust, θα μπορούσε να χρησιμοποιεί τους ανθρώπινους και δημοσιονομικούς πόρους της Eurojust για αυτό το σκοπό, ή εάν τα κράτη μέλη θα έπρεπε να παράσχουν πρόσθετη υποδομή για αυτή τη δραστηριότητα. Βασικά, η πρώτη λύση φαίνεται περισσότερο κατάλληλη.

4.5. Ενσωμάτωση του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου

Είναι σημαντικό για την αποτελεσματικότητα της δικαστικής συνεργασίας να υπάρχει άμεσος σύνδεσμος της ομάδας αντιπροσώπων με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο. Το Δικαστικό Δίκτυο και η Eurojust έχουν διαφορετικά καθήκοντα, χαρακτηριστικά και αρμοδιότητες [19]. Ωστόσο είναι συμπληρωματικά και πρέπει να λειτουργούν αρμονικά μαζί. Κάθε πιθανός «ανταγωνισμός» ή συγκρούσεις αρμοδιοτήτων ή άσκοπη επανάληψη της εργασίας πρέπει να αποφεύγονται κατά το δυνατόν. Πρέπει να διασφαλισθεί ότι και τα δύο θεσμικά όργανα οργανώνουν τους πόρους και τις δραστηριότητές τους και τους χρησιμοποιούν για να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Είναι σημαντικό να αποφευχθεί η γραφειοκρατία που μπορεί να προκύψει από τη δημιουργία πολλών θεσμικών οργάνων με καθήκοντα που αλληλοκαλύπτονται.

[19] Βλέπε το έγγραφο που παρουσιάστηκε από τη Βελγική αντιπροσωπεία σχετικά με το θέμα αυτό (έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 11209/00 EUROJUST 11).

Τα σημεία επαφής του δικαστικού δικτύου και η Eurojust ως κεντρική μονάδα πρέπει να είναι προσβάσιμα και διαφανή τόσο για τους εθνικούς δικαστές, εισαγγελείς ή/και αξιωματικούς της αστυνομία ή τελωνειακούς υπαλλήλους όσο και για την Ευρωπόλ και τα σχετικά όργανα της Ένωσης. Τα σημεία επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου εντός των κρατών μελών πρέπει να συνεχίσουν να αποτελούν τον κύριο αποδέκτη για τους εθνικούς δικαστές και εισαγγελείς, ενώ τα σημεία επαφής και οι σχετικοί φορείς και όργανα στο επίπεδο της Ένωσης (ιδίως η Ευρωπόλ ή η Επιτροπή για παράδειγμα μέσω της OLAF) θα διατηρούν απευθείας σχέση με την Eurojust. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως προαναφέρθηκε παραπάνω, θα είναι επίσης δυνατό για τους εθνικούς δικαστές ή τους δικαστικούς υπαλλήλους να έρχονται σε απευθείας επαφή με την Eurojust, κυρίως στις περιπτώσεις που αφορούν περισσότερα από δύο κράτη μέλη.

Για όλους αυτούς τους λόγους, τα δύο θεσμικά όργανα πρέπει να συνδυασθούν και να συνδεθούν όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία. Επίσης, η Eurojust και ειδικότερα η διευθύνουσα επιτροπή πρέπει να λειτουργούν ως ένα είδος κεντρικού αρχηγείου του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου. Η λέξη «αρχηγείο» δεν νοείται εδώ ως αρχή που εποπτεύει τα εθνικά σημεία επαφής, αλλά ως σημείο εστίασης ή κεντρική μονάδα που εργάζεται από κοινού με τα υπάρχοντα σημεία επαφής αυτού του δικτύου εντός των κρατών μελών. Η Eurojust θα μπορούσε να περιληφθεί στο δίκτυο τηλεπικοινωνιών που δημιουργήθηκε από το υπάρχον Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο ώστε τα εθνικά σημεία επαφής να διατηρούν στενή επαφή με τον εθνικό τους αντιπρόσωπο στην Eurojust.

Είναι λογικό η απόφαση για τη δημιουργία της Eurojust να συμπεριλαμβάνει διατάξεις για το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο ή να ορίζει ότι το μέσο για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου πρέπει να έχει τη μορφή απόφασης του Συμβουλίου καθώς και ότι τα κατάλληλα γραμματειακά και οικονομικά μέσα πρέπει να παράσχονται στο Δικαστικό Δίκτυο σε μονιμότερη βάση. Πρέπει να μελετηθεί πώς το προσωπικό της Eurojust θα μπορούσε να στηρίζει τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου καθώς και εάν ο προϋπολογισμός της Eurojust θα μπορούσε να καλύπτει τις ανάγκες του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου.

4.6. Σχέση με την Ευρωπόλ

Τέλος, πρέπει να διασφαλισθεί ότι η Eurojust συνεργάζεται στενά και αποτελεσματικά με την Ευρωπόλ. Σε ορισμένο βαθμό η Eurojust μπορεί να θεωρηθεί ως το δικαστικό ισοδύναμο της Ευρωπόλ. Σε αυτό το σημείο, η λέξη «ισοδύναμο» δεν αναφέρεται στη δικαστική εποπτεία επί της Ευρωπόλ αλλά στο γεγονός ότι οι δραστηριότητες της Ευρωπόλ πρέπει να στηριχθούν και να συμπληρωθούν με συντονισμό των διώξεων [20]. Η Ευρωπόλ δεν χρειάζεται μόνο νομικές συμβουλές σε ορισμένα δικαστικά θέματα, οι δραστηριότητές της επίσης πρέπει να στηρίζονται με το συντονισμό της σχετικής δραστηριότητας των εθνικών εισαγγελικών αρχών. Αφετέρου, η Eurojust προκειμένου να εκπληρώνει τα καθήκοντα συντονισμού θα πρέπει να χρησιμοποιεί τα δεδομένα που συλλέγει και παρέχει η Ευρωπόλ.

[20] Ωστόσο, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, το πεδίο δραστηριότητας της Eurojust δεν πρέπει να περιορίζεται στα είδη εγκλήματος με τα οποία ασχολείται επί του παρόντος η Ευρωπόλ.

Επομένως, και τα δύο θεσμικά όργανα πρέπει να συνεργασθούν στενά και να αναπτύξουν συνεχείς και άμεσες επαφές. Η Eurojust πρέπει να έχει πλήρη πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων της Ευρωπόλ, εντός του πλαισίου της προστασίας δεδομένων και των κανόνων εμπιστευτικότητας. Συνεπώς, σε ορισμένες περιπτώσεις η Eurojust μπορεί να αποφασίσει να παράσχει ορισμένα δεδομένα στην Ευρωπόλ. Μπορεί να γίνεται αμοιβαία ανταλλαγή συλλογών και απόψεων και των δύο οργάνων σχετικά με το εθνικό, διεθνές και υπερεθνικό δίκαιο. Επίσης, η ανταλλαγή αξιωματικών συνδέσμων στα πλαίσια της αμοιβαίας καθημερινής συνεργασίας μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για την Ευρωπόλ και την Eurojust. Οι αντιπρόσωποι της Ευρωπόλ πρέπει, όταν χρειάζεται, να καλούνται να συμμετάσχουν σε συνεδριάσεις της διευθύνουσας επιτροπής της Eurojust. Αυτό πρέπει να εφαρμόζεται και αντίστροφα στην παρουσία των αντιπροσώπων της Eurojust σε συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπόλ.

Top