EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32017R0565

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/565 της Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ )

C/2016/2398

OJ L 87, 31.3.2017, p. 1–83 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 02/08/2022

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2017/565/oj

31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/1


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/565 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 25ης Απριλίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 3, το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 16 παράγραφος 12, το άρθρο 23 παράγραφος 4, το άρθρο 24 παράγραφος 13, το άρθρο 25 παράγραφος 8, το άρθρο 27 παράγραφος 9, το άρθρο 28 παράγραφος 3, το άρθρο 30 παράγραφος 5, το άρθρο 31 παράγραφος 4, το άρθρο 32 παράγραφος 4, το άρθρο 33 παράγραφος 8, το άρθρο 52 παράγραφος 4, το άρθρο 54 παράγραφος 4, το άρθρο 58 παράγραφος 6, το άρθρο 64 παράγραφος 7, το άρθρο 65 παράγραφος 7 και το άρθρο 79 παράγραφος 8,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ θεσπίζει το πλαίσιο του κανονιστικού καθεστώτος για τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ένωσης, το οποίο διέπει τους όρους λειτουργίας όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων και, κατά περίπτωση, την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων· τις οργανωτικές απαιτήσεις για επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες και ασκούν δραστηριότητες του τύπου αυτού, για ρυθμιζόμενες αγορές και παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων· απαιτήσεις γνωστοποίησης για συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα· όρια θέσεων και ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων· απαιτήσεις διαφάνειας για συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα.

(2)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εκδώσει έναν αριθμό κατ' εξουσιοδότηση πράξεων. Είναι σημαντικό αυτοί οι λεπτομερείς συμπληρωματικοί κανόνες σχετικά με την χορήγηση άδειας λειτουργίας, τη διαρκή λειτουργία, τη διαφάνεια και την ακεραιότητα της αγοράς να αρχίσουν να εφαρμόζονται ταυτόχρονα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, έτσι ώστε να μπορέσουν να τεθούν σε εφαρμογή αποτελεσματικά οι νέες απαιτήσεις, δεδομένου ότι οι εν λόγω παράγοντες είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την έναρξη και τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Για την εξασφάλιση της συνοχής και για τη διευκόλυνση των προσώπων που υπόκεινται στις εν λόγω υποχρεώσεις, καθώς και των επενδυτών, ώστε να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση, κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθούν όλες οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με τους ανωτέρω κανόνες στον παρόντα κανονισμό.

(3)

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν περαιτέρω τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία ορίζεται υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ενεργειακών προϊόντων χονδρικής πώλησης οφείλουν να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση για τους σκοπούς του περιορισμού του πεδίου εφαρμογής όπως αναφέρεται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω εξαίρεσης περιορίζεται στην αποφυγή ύπαρξης κενών, είναι απαραίτητο οι εν λόγω συμβάσεις να απαιτούν από τον αγοραστή και τον πωλητή να θέτουν σε εφαρμογή αναλογικές ρυθμίσεις για την παράδοση ή την παραλαβή του υποκείμενου εμπορεύματος με την εκπνοή της σύμβασης. Για να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ύπαρξης κενών σε περίπτωση συμφωνιών εξισορρόπησης με τον διαχειριστή συστήματος μεταφοράς στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, οι εν λόγω ρυθμίσεις εξισορρόπησης θα θεωρούνται αναλογική ρύθμιση μόνο εφόσον τα μέρη τους έχουν την υποχρέωση φυσικής παράδοσης ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου. Επιπλέον, τα συμβόλαια θα πρέπει να ορίζουν σαφείς υποχρεώσεις σχετικά με τη φυσική παράδοση χωρίς δυνατότητα αντιστάθμισης, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζεται ότι οι μορφές λειτουργικού συμψηφισμού όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) ή από την εθνική νομοθεσία, δεν θεωρούνται αντιστάθμιση. Στα συμβόλαια που εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση, η παράδοση του υποκειμένου μπορεί να διεξάγεται με διάφορους τρόπους. Ωστόσο, όλοι οι τρόποι οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν μια μορφή μεταφοράς δικαιώματος ιδιοκτησίας του υποκείμενου εμπορεύματος ή της σχετικής ποσότητάς του.

(4)

Προκειμένου να αποσαφηνιστεί ο χρόνος κατά τον οποίο μια σύμβαση που σχετίζεται με ένα ενεργειακό προϊόν χονδρικής οφείλει να εκκαθαρίζεται με φυσική παράδοση, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί πότε υφίστανται περιστάσεις όπως ανωτέρα βία ή καλή τη πίστει αδυναμία εκκαθάρισης, οι οποίες δεν θα πρέπει να οδηγούν σε μεταβολή του χαρακτηρισμού των συμβολαίων ως συμβάσεις που «πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση». Είναι σημαντικό να διασαφηνιστούν οι συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων πετρελαίου και άνθρακα, για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συμβάσεις που σχετίζονται με το πετρέλαιο σχιστολίθου δεν θεωρούνται συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων άνθρακα.

(5)

Μια σύμβαση παραγώγου πρέπει να θεωρείται χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ μόνον εφόσον αφορά εμπόρευμα και πληροί τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται εάν μια σύμβαση έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς. Συμπεριλαμβάνονται συμβάσεις που είναι τυποποιημένες και αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε τόπους διαπραγμάτευσης, ή ισοδύναμες συμβάσεις που όλοι οι όροι τους ισοδυναμούν με συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε τόπους διαπραγμάτευσης. Σε αυτήν την περίπτωση, θεωρείται ότι οι όροι των εν λόγω συμβάσεων συμπεριλαμβάνουν επίσης διατάξεις που σχετίζονται, για παράδειγμα, με την ποιότητα του προϊόντος ή τον τόπο παράδοσης.

(6)

Με σκοπό την αποσαφήνιση των ορισμών των συμβάσεων που σχετίζονται με υποκείμενες μεταβλητές, όπως αναφέρονται στην ενότητα Γ παράγραφος 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θα πρέπει να οριστούν κριτήρια σχετικά με τους όρους και τις υποκείμενες μεταβλητές των εν λόγω συμβάσεων. Η συμπερίληψη αναλογιστικών στατιστικών δεδομένων στη λίστα των υποκειμένων δεν πρέπει να θεωρείται ότι επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω συμβάσεων, ώστε να συμπεριλαμβάνει τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(7)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ ορίζει το γενικό πλαίσιο ενός ρυθμιστικού καθεστώτος των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ένωσης, ενώ παρέχει έναν κατάλογο των καλυπτόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι. Το παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ συμπεριλαμβάνει χρηματοπιστωτικά μέσα σχετιζόμενα με νομίσματα, τα οποία, συνεπώς, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

(8)

Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ είναι απαραίτητο να διασαφηνιστούν οι ορισμοί που παρέχονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τις άλλες συμβάσεις παραγώγων σχετιζόμενες με νομίσματα, και να διευκρινιστεί ότι οι συμβάσεις άμεσης παράδοσης σχετιζόμενες με νομίσματα δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των παραγώγων μέσων για τους σκοπούς του παραρτήματος I τμήμα Γ σημείο 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(9)

Όπως είναι αποδεκτό για τα περισσότερα κύρια νομίσματα, η περίοδος εκκαθάρισης σύμβασης άμεσης παράδοσης πραγματοποιείται γενικά το αργότερο εντός 2 ημερών. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου αυτό δεν αποτελεί εμπορική πρακτική είναι απαραίτητο να γίνει πρόβλεψη για την εκκαθάριση σύμφωνα με τις συνήθεις εμπορικές πρακτικές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η φυσική εκκαθάριση δεν απαιτεί τη χρήση χαρτονομισμάτων, ενώ η εκκαθάριση μπορεί να γίνει και ηλεκτρονικά.

(10)

Οι συμβάσεις τιμών συναλλάγματος μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την διενέργεια πληρωμών, ενώ οι εν λόγω συμβάσεις δεν πρέπει να θεωρούνται χρηματοπιστωτικά μέσα, δεδομένου ότι δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να οριστούν ως συμβάσεις άμεσης παράδοσης οι συμβάσεις τιμών συναλλάγματος που χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση πληρωμών σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα, όπου η περίοδος εκκαθάρισης των εν λόγω συμβάσεων είναι μεγαλύτερη των 2 ημερών διαπραγμάτευσης και μικρότερη των 5 ημερών διαπραγμάτευσης. Πρέπει επίσης να θεωρούνται μέσα πληρωμής οι συμβάσεις τιμών συναλλάγματος που συνάπτονται προκειμένου να επιτευχθεί βεβαιότητα σχετικά με το ύψος των πληρωμών για αγαθά, υπηρεσίες και παραγωγικές επενδύσεις. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να αποκλειστούν από τον ορισμό των χρηματοπιστωτικών μέσων οι συμβάσεις τιμών συναλλάγματος που συνάπτονται από μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις οι οποίες δέχονται πληρωμές σε συνάλλαγμα για εξαγωγές προσδιορίσιμων αγαθών ή υπηρεσιών και μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις οι οποίες πραγματοποιούν πληρωμές σε συνάλλαγμα με σκοπό να εισάγουν συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες.

(11)

Ο συμψηφισμός των πληρωμών είναι απαραίτητος για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των συστημάτων διακανονισμού νομισμάτων και, συνεπώς, η ταξινόμηση μιας σύμβασης τιμών συναλλάγματος ως συναλλαγή άμεσης παράδοσης δεν απαιτεί την ξεχωριστή εκκαθάριση της κάθε σύμβασης τιμών συναλλάγματος άμεσης παράδοσης.

(12)

Οι μη παραδοτέες προθεσμιακές συμβάσεις είναι συμβάσεις που σχετίζονται με τη διαφορά μεταξύ της προσυμφωνηθείσας συναλλαγματικής ισοτιμίας και της άμεσης ισοτιμίας κατά την ημερομηνία λήξης και, συνεπώς, δεν πρέπει να θεωρούνται συμβάσεις άμεσης παράδοσης, ανεξάρτητα από την περίοδο εκκαθάρισής τους.

(13)

Μια σύμβαση ανταλλαγής νομίσματος έναντι ενός άλλου θα πρέπει να νοείται ότι σχετίζεται με μια άμεση και άνευ όρων ανταλλαγή των εν λόγω νομισμάτων. Στην περίπτωση συμβάσεων με πολλαπλές συναλλαγματικές ισοτιμίες, η καθεμία από αυτές εξετάζεται χωριστά. Ωστόσο, ένα συμβόλαιο δικαιώματος προαίρεσης ή μια σύμβαση ανταλλαγής (swap) νομίσματος δεν θα πρέπει να νοείται ως σύμβαση πώλησης ή ανταλλαγής νομίσματος και, συνεπώς, δεν αποτελεί σύμβαση άμεσης παράδοσης ή μέσο πληρωμής, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της σύμβασης ανταλλαγής (swap) ή του συμβολαίου δικαιώματος προαίρεσης και ανεξάρτητα από το κατά πόσον αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης ή όχι.

(14)

Συμβουλές σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό δεν πρέπει να θεωρούνται προσωπική σύσταση για τους σκοπούς του ορισμού των «επενδυτικών συμβουλών» στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ενόψει του αυξανόμενου αριθμού διαμεσολαβητών που παρέχουν προσωπικές συστάσεις χρησιμοποιώντας συστήματα διανομής, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι όταν μια σύσταση εκδίδεται, ακόμη και αποκλειστικά, μέσω συστημάτων διανομής όπως το διαδίκτυο, θα μπορούσε να θεωρηθεί προσωπική σύσταση. Συνεπώς, σε περιπτώσεις όπου, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται επικοινωνία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την παροχή προσωπικών συστάσεων σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο αντί η πληροφορία να απευθύνεται γενικά στο ευρύ κοινό, μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχονται επενδυτικές συμβουλές.

(15)

Γενικές συμβουλές σχετικά με ένα είδος χρηματοπιστωτικού μέσου δεν θεωρούνται επενδυτικές συμβουλές για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ωστόσο, εάν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει γενικές συμβουλές σε πελάτη για ένα είδος χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο αυτή παρουσιάζει ως κατάλληλο για αυτόν ή ως συμβατό με τα δεδομένα του πελάτη, ενώ στην πραγματικότητα η συμβουλή δεν είναι κατάλληλη για τον πελάτη ούτε είναι συμβατή με τα δεδομένα του, είναι πιθανό η επιχείρηση να ενεργεί κατά παράβαση του άρθρου 24 παράγραφος 1 ή 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ειδικότερα, μια επιχείρηση που παρέχει σε πελάτη τέτοιες συμβουλές είναι πιθανό ότι παραβαίνει την απαίτηση του άρθρου 24 παράγραφος 1 να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών της. Ομοίως, ή εναλλακτικά, είναι πιθανό ότι συμβουλές του είδους αυτού παραβαίνουν την απαίτηση του άρθρου 24 παράγραφος 3 να είναι οι πληροφορίες που η επιχείρηση επενδύσεων απευθύνει σε πελάτες ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές.

(16)

Οι προπαρασκευαστικές ενέργειες που πραγματοποιεί επιχείρηση επενδύσεων για την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας ή την άσκηση επενδυτικής δραστηριότητας πρέπει να θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής της υπηρεσίες ή δραστηριότητας. Περιλαμβάνουν για παράδειγμα την παροχή από την επιχείρηση επενδύσεων γενικών συμβουλών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες πριν από ή κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών ή οποιασδήποτε άλλης επενδυτικής υπηρεσίας ή την άσκηση άλλης δραστηριότητας.

(17)

Η παροχή γενικής σύστασης σχετικά με συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή σε κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου συνιστά παροχή παρεπόμενης υπηρεσίας κατά την έννοια του παραρτήματος Ι τμήμα Β σημείο 5 της οδηγίας 2014/65/EΕ και ως εκ τούτου υπάγεται στις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας και στην προστασία την οποία αυτή παρέχει.

(18)

Για να διασφαλιστεί η αντικειμενική και αποτελεσματική εφαρμογή του ορισμού των συστηματικών εσωτερικοποιητών στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 εδάφιο 20 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, απαιτούνται περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τα ισχύοντα προκαθορισμένα όρια για τους σκοπούς του ορισμού της συχνής, συστηματικής και σε σημαντικό βαθμό διαπραγμάτευσης εξ χρηματιστηριακών παραγώγων (OTC). Θα πρέπει να οριστούν προκαθορισμένα όρια στο κατάλληλο επίπεδο, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι η διαπραγμάτευση εξ χρηματιστηριακών παραγώγων (OTC) τέτοιου εύρους που θα μπορούσε να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο για τον καθορισμό των τιμών παραμένει εντός του πεδίου εφαρμογής, ενώ ταυτόχρονα εξαιρείται η διαπραγμάτευση εξ χρηματιστηριακών παραγώγων (OTC) τόσο μικρής κλίμακας ώστε θα ήταν δυσανάλογο να απαιτείται συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές.

(19)

Σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να αντιστοιχίζει συμφέροντα τρίτων για αγοραπωλησίες με τον ίδιο από λειτουργική άποψη τρόπο με εκείνον του τόπου διαπραγμάτευσης. Ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν θα πρέπει να αποτελείται από εσωτερικό σύστημα ταύτισης το οποίο εκτελεί εντολές πελατών σε πολυμερή βάση, καθώς πρόκειται για δραστηριότητα που απαιτεί να έχει αδειοδοτηθεί ως πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ). Σε αυτό το πλαίσιο, ένα εσωτερικό σύστημα ταύτισης είναι ένα σύστημα ταύτισης εντολών πελατών, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα η επιχείρηση επενδύσεων να εκτελεί εντολές βάσει αντιστοιχιζόμενων συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σε συστηματική και όχι περιστασιακή βάση.

(20)

Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου και για τη διασφάλιση ομοιόμορφης εφαρμογής, είναι απαραίτητο να οριστούν συμπληρωματικές διατάξεις σχετικά με τους ορισμούς των αλγοριθμικών συναλλαγών, των τεχνικών αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας και της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης. Στις αυτοματοποιημένες συναλλαγές χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές ρυθμίσεις. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο θα κατηγοριοποιηθούν οι εν λόγω ρυθμίσεις σε σχέση με τους ορισμούς των αλγοριθμικών συναλλαγών και της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης. Οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης που βασίζονται στην άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση δεν αλληλοαναιρούνται σε σχέση με τις διαδικασίες αλγοριθμικών συναλλαγών ή την υποκατηγορία τους, την τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας. Η διαπραγμάτευση ενός προσώπου με άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση ενδέχεται επίσης να εμπίπτει στον ορισμό των αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης της τεχνικής αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας.

(21)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι αλγοριθμικές συναλλαγές θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν ρυθμίσεις όπου το σύστημα λαμβάνει αποφάσεις, πέρα από τον απλό καθορισμό του τόπου ή των τόπων διαπραγμάτευσης, επί των οποίων υποβάλλεται η εντολή, σε οποιοδήποτε στάδιο των διαδικασιών διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου δημιουργίας, έναρξης, δρομολόγησης και η εκτέλεσης εντολών. Συνεπώς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι αλγοριθμικές συναλλαγές, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τις διαπραγματεύσεις με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση, θα πρέπει να αναφέρονται όχι μόνο στην αυτόματη δημιουργία εντολών αλλά και στη βελτιστοποίηση των διαδικασιών εκτέλεσης εντολών με αυτοματοποιημένα μέσα.

(22)

Οι αλγοριθμικές συναλλαγές θα πρέπει να περιλαμβάνουν έξυπνους δρομολογητές διαταγών (SORs), εφόσον οι εν λόγω συσκευές χρησιμοποιούν αλγορίθμους για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών εκτέλεσης εντολών που ορίζουν παραμέτρους της διαταγής πέρα από τον τόπο ή τους τόπους όπου πρέπει να υποβληθεί η διαταγή. Οι αλγοριθμικές συναλλαγές δεν πρέπει να περιλαμβάνουν δρομολογητές αυτόματων εντολών (AOR) εφόσον, παρότι χρησιμοποιούν αλγόριθμους, οι εν λόγω συσκευές καθορίζουν μόνο τον τόπο ή τους τόπους συναλλαγής όπου πρέπει να υποβληθεί η διαταγή, χωρίς να αλλάζουν κάποια παράμετρο της διαταγής.

(23)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, η οποία αποτελεί ένα υποσύνολο των αλγοριθμικών συναλλαγών, θα πρέπει να διασαφηνιστεί περαιτέρω μέσω του καθορισμού κριτηρίων για τον ορισμό των υψηλών ημερήσιων επιπέδων μηνυμάτων, τα οποία αποτελούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις. Η χρήση απόλυτων ποσοτικών ορίων επί τη βάση των επιπέδων μηνυμάτων παρέχει ασφάλεια δικαίου, επιτρέποντας στις εταιρείες και τις αρμόδιες αρχές να αξιολογούν τη μεμονωμένη συναλλακτική δραστηριότητα των εταιρειών. Το επίπεδο και το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κατώτατων ορίων θα πρέπει να είναι αρκετά ευρύ ώστε να καλύπτει τις διαπραγματεύσεις που εμπίπτουν στην τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται τόσο με ένα όσο και με πολλαπλά μέσα.

(24)

Εφόσον η χρήση της τεχνικής αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στην περίπτωση των ευχερώς ρευστοποιήσιμων τίτλων, ο υπολογισμός του υψηλού ημερήσιου επιπέδου μηνυμάτων θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει μόνο τα μέσα για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά. Επιπλέον, δεδομένου ότι η τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας αποτελεί υποσύνολο των αλγοριθμικών συναλλαγών, τα μηνύματα που εισάγονται για σκοπούς διαπραγμάτευσης και πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό των ημερήσιων επιπέδων μηνυμάτων. Με στόχο να αποφευχθεί η αποτύπωση συναλλακτικής δραστηριότητας πέραν των τεχνικών αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, έχοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των εν λόγω συναλλαγών όπως ορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 61 της οδηγίας 2014/65/EΕ, ειδικότερα ότι οι αλγοριθμικές συναλλαγές υψηλής συχνότητας πραγματοποιούνται κατά κανόνα από τους διαπραγματευτές χρησιμοποιώντας δικά τους κεφάλαια για την εφαρμογή πιο παραδοσιακών στρατηγικών διαπραγμάτευσης, όπως η ειδική διαπραγμάτευση ή η διαμεσολάβηση (αρμπιτράζ) χρησιμοποιώντας υψηλή τεχνολογία, μόνο τα μηνύματα που εισάγονται με σκοπό τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, και όχι εκείνα που εισάγονται για τον σκοπό λήψης και διαβίβασης εντολών ή εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό των υψηλών ενδοημερήσιων επιπέδων μηνυμάτων. Ωστόσο, μηνύματα που εισάγονται με τεχνικές άλλες από εκείνες που βασίζονται στη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό των υψηλών ημερήσιων επιπέδων μηνυμάτων, θεωρούμενα στο σύνολό τους και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συνθήκες, η εκτέλεση της τεχνικής δομείται με τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εκτέλεση για ίδιο λογαριασμό, όπως για παράδειγμα μέσω της διαβίβασης εντολών μεταξύ οντοτήτων εντός του ίδιου ομίλου. Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη, κατά τον καθορισμό του τι συνιστά υψηλά ενδοημερήσια επίπεδα μηνυμάτων, η ταυτότητα του πελάτη που βρίσκεται εν τέλει πίσω από τη δραστηριότητα, μηνύματα που προέρχονται από πελάτες παρόχων άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης θα πρέπει να εξαιρούνται από τον υπολογισμό των υψηλών ενδοημερήσιων επιπέδων μηνυμάτων σε σχέση με τους εν λόγω παρόχους.

(25)

Ο ορισμός της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης πρέπει να προσδιοριστεί περαιτέρω. Ο ορισμός της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης δεν πρέπει να περιλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα πέραν της παροχής άμεσης και απευθείας πρόσβασης στην αγορά. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις όπου διεξάγεται διαμεσολάβηση των εντολών πελατών με ηλεκτρονικά μέσα εκ μέρους των μελών ή των συμμετεχόντων ενός τόπου διαπραγμάτευσης, όπως στην περίπτωση της διαδικτυακής μεσιτείας, θα πρέπει να διακρίνονται από τις ρυθμίσεις όπου οι πελάτες έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης.

(26)

Σε περίπτωση διαμεσολάβησης διαταγής, τα πρόσωπα που υποβάλουν τις εντολές δεν έχουν επαρκή έλεγχο επί των παραμέτρων της ρύθμισης για την πρόσβαση στην αγορά και, συνεπώς, δεν θα πρέπει να εμπίπτουν εντός του πεδίου του ορισμού της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις που επιτρέπουν στους πελάτες να διαβιβάζουν εντολές σε μια επιχείρηση επενδύσεων σε ηλεκτρονική μορφή, όπως στην περίπτωση της διαδικτυακής μεσιτείας, δεν εμπίπτουν στον ορισμό της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης, εφόσον οι πελάτες δεν έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν το κλάσμα δευτερολέπτου της καταχώρησης της εντολής και τη διάρκεια ζωής των εντολών, μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο.

(27)

Ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες ο πελάτης ενός μέλους ή συμμετέχοντος σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένων των πελατών άμεσου πελάτη Μηχανισμών Οργανωμένης Διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ), υποβάλουν τις εντολές τους μέσω ρυθμίσεων για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών εκτέλεσης εντολών που καθορίζουν παραμέτρους της εντολής πέραν του τόπου ή των τόπων όπου θα πρέπει να υποβληθεί η εντολή μέσω έξυπνων δρομολογητών διαταγών (SORs), οι οποίοι είναι ενσωματωμένοι στην υποδομή του παρόχου και όχι στην υποδομή του πελάτη, θα πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο του ορισμού της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης, δεδομένου ότι ο πελάτης του παρόχου δεν ασκεί έλεγχο επί του χρόνου υποβολής της διαταγής και της διάρκειας ζωής της. Ο χαρακτηρισμός της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης κατά τη χρήση έξυπνων δρομολογητών διαταγών εξαρτάται, συνεπώς, από το κατά πόσον ο έξυπνος δρομολογητής διαταγών βρίσκεται ενσωματωμένος στο σύστημα των πελατών και όχι του παρόχου.

(28)

Οι κανόνες εφαρμογής του καθεστώτος που διέπει τις οργανωτικές απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και, κατά περίπτωση, παρεπόμενες υπηρεσίες και ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες σε επαγγελματική βάση, για τις ρυθμιζόμενες αγορές και τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πρέπει να συνάδουν με τον στόχο της οδηγίας 2014/65/EΕ. Πρέπει να σχεδιαστούν έτσι ώστε να διασφαλίζονται υψηλά επίπεδα ακεραιότητας, επάρκειας και ευρωστίας των επιχειρήσεων επενδύσεων και των οντοτήτων που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα.

(29)

Είναι ανάγκη να καθορισθούν συγκεκριμένες οργανωτικές απαιτήσεις και διαδικασίες για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες ή δραστηριότητες. Ειδικότερα, πρέπει να θεσπισθούν αυστηρές διαδικασίες όσον αφορά θέματα όπως η συμμόρφωση, η διαχείριση κινδύνων, η αντιμετώπιση καταγγελιών, οι προσωπικές συναλλαγές, η εξωτερική ανάθεση και ο εντοπισμός, η διαχείριση και η γνωστοποίηση συγκρούσεων συμφερόντων.

(30)

Οι οργανωτικές απαιτήσεις και οι προϋποθέσεις αδειοδότησης επιχειρήσεων επενδύσεων πρέπει να λάβουν τη μορφή ενός συνόλου κανόνων που θα διασφαλίζει την ομοιόμορφη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν ισότιμη πρόσβαση υπό ισότιμους όρους σε όλες τις αγορές της Ένωσης και να εξαλειφθούν τα συνδεόμενα με διαδικασίες αδειοδότησης εμπόδια στις διασυνοριακές δραστηριότητες στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών.

(31)

Οι κανόνες εφαρμογής του καθεστώτος που διέπει τους όρους λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων πρέπει να ανταποκρίνονται στον σκοπό που υπηρετεί το καθεστώς αυτό. Πρέπει να σχεδιαστούν έτσι ώστε να διασφαλίζεται υψηλό και ομοιόμορφα εφαρμοζόμενο επίπεδο προστασίας των επενδυτών με τη θέσπιση σαφών προτύπων και απαιτήσεων όσον αφορά τη σχέση της επιχείρησης επενδύσεων με τον πελάτη της. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την προστασία των επενδυτών, και ιδίως τις πληροφορίες που παρέχονται στους επενδυτές ή ζητούνται από αυτούς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση του υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία επενδυτή.

(32)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των διαφόρων σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2014/65/EΕ, είναι απαραίτητο να θεσπιστεί ένα εναρμονισμένο σύνολο οργανωτικών απαιτήσεων και όρων λειτουργίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(33)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους από άποψη μεγέθους, διάρθρωσης και φύσης των δραστηριοτήτων τους. Το κανονιστικό καθεστώς πρέπει να προσαρμόζεται στην ποικιλομορφία αυτή και ταυτόχρονα να επιβάλλει ορισμένες θεμελιώδεις κανονιστικές απαιτήσεις, κατάλληλες για όλες τις επιχειρήσεις. Οι ρυθμιζόμενες οντότητες πρέπει να συμμορφώνονται με αυτές τις υψηλού επιπέδου υποχρεώσεις και να σχεδιάζουν και να λαμβάνουν τα μέτρα που ανταποκρίνονται με τον καλύτερο τρόπο στις ιδιαιτερότητές τους και στις περιστάσεις.

(34)

Είναι σκόπιμο να καθοριστούν κοινά κριτήρια για την αξιολόγηση του κατά πόσον μια επενδυτική υπηρεσία παρέχεται από κάποιο πρόσωπο περιστασιακά στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ώστε να διασφαλιστεί η εναρμονισμένη και αυστηρή εφαρμογή της εξαίρεσης που προβλέπεται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Η εξαίρεση θα πρέπει να ισχύει μόνο εφόσον η επενδυτική υπηρεσία έχει εγγενή συνάφεια με τον βασικό τομέα της επαγγελματικής δραστηριότητας και εξαρτάται από αυτόν.

(35)

Οι οργανωτικές απαιτήσεις που επιβάλλονται βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ δεν θα πρέπει να θίγουν τα συστήματα που θεσπίζονται από την εθνική νομοθεσία για την εγγραφή σε μητρώο ή την παρακολούθηση από τις αρμόδιες αρχές ή επιχειρήσεις των προσώπων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις επενδύσεων.

(36)

Για τους σκοπούς που απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να θεσπίζει, να εφαρμόζει και να διατηρεί κατάλληλη πολιτική διαχείρισης κινδύνων, στους κινδύνους που σχετίζονται με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τα συστήματα της επιχείρησης πρέπει να περιλαμβάνονται οι κίνδυνοι που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση ουσιωδών ή σημαντικών λειτουργιών. Οι κίνδυνοι αυτοί πρέπει να περιλαμβάνουν τους κινδύνους που απορρέουν από τη σχέση της επιχείρησης με τον πάροχο υπηρεσιών, καθώς και τους δυνητικούς κινδύνους σε περιπτώσεις στις οποίες εξωτερικά ανατεθειμένες λειτουργίες περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων ή άλλων ρυθμιζόμενων οντοτήτων συγκεντρώνονται σε περιορισμένο αριθμό παρόχων υπηρεσιών.

(37)

Το γεγονός ότι οι λειτουργίες διαχείρισης κινδύνων και συμμόρφωσης εκτελούνται από το ίδιο πρόσωπο δεν θίγει κατ' ανάγκη την ανεξάρτητη άσκηση καθεμίας από τις δύο αυτές λειτουργίες. Οι απαιτήσεις για μη ανάμιξη των προσώπων που ασχολούνται με τη λειτουργία συμμόρφωσης στην άσκηση των λειτουργιών τις οποίες ελέγχουν και για τον προσδιορισμό της αμοιβής των προσώπων αυτών με μέθοδο που δεν θέτει σε κίνδυνο την αντικειμενικότητά τους, ενδέχεται να μην είναι σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας σε περίπτωση πολύ μικρών επιχειρήσεων επενδύσεων. Ωστόσο, για μεγάλες επιχειρήσεις οι απαιτήσεις αυτές θα ήταν μη αναλογικές μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

(38)

Οι πελάτες ή δυνητικοί πελάτες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχονται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, με στόχο την προστασία του επενδυτή και την ενίσχυση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις υποχρεώσεις τους. Οι καταγγελίες πελατών ή δυνητικών πελατών θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και με ανεξάρτητο τρόπο, από μια λειτουργία διαχείρισης καταγγελιών. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η εν λόγω λειτουργία οφείλει να διεξάγεται από την λειτουργία συμμόρφωσης.

(39)

Απαιτείται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να συγκεντρώνουν και να διατηρούν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τους πελάτες και τις παρασχεθείσες σε αυτούς υπηρεσίες. Σε περιπτώσεις όπου οι εν λόγω απαιτήσεις συνεπάγονται τη συλλογή και την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, θα πρέπει να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπόκειται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(40)

Θα πρέπει να οριστεί η έννοια της αμοιβής με στόχο τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των απαιτήσεων σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων και τους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς όσον αφορά στην αμοιβή, συμπεριλαμβανομένων όλων των μορφών χρηματικών ή μη χρηματικών ωφελημάτων ή πληρωμών που καταβάλλονται άμεσα ή έμμεσα από τις επιχειρήσεις στα εμπλεκόμενα πρόσωπα κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες, όπως μετρητά, μετοχές, προαιρετικά δικαιώματα, ακύρωση δανείων προς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα κατά την απόλυση, συνταξιοδοτικές εισφορές, αμοιβή από τρίτους, για παράδειγμα μέσω μεθόδων συμμετοχής επί της δημιουργίας υπεραξίας, αύξησης μισθού ή προαγωγής, ασφάλειας υγείας, εκπτώσεων ή ειδικών επιδομάτων, γενναιόδωρων οδοιπορικών εξόδων ή σεμιναρίων σε εξωτικούς προορισμούς.

(41)

Για να διασφαλιστεί η προστασία των συμφερόντων των πελατών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν πολιτικές αμοιβής προς όλα τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη παρεχόμενη υπηρεσία ή την εταιρική συμπεριφορά της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που εργάζονται ως προσωπικό συναλλαγών με το κοινό, προσωπικό πώλησης και άλλα μέλη του προσωπικού που εμπλέκονται έμμεσα στην παροχή των επενδυτικών ή των παρεπόμενων υπηρεσιών. Τα άτομα που επιβλέπουν το προσωπικό πώλησης, όπως οι άμεσοι προϊστάμενοι, στους οποίους ενδεχομένως να δίνονται κίνητρα για την πίεση του προσωπικού πώλησης, ή οι οικονομικοί αναλυτές τα κείμενα των οποίων ενδέχεται να χρησιμοποιούνται από το προσωπικό πωλήσεων με σκοπό την παρακίνηση των πελατών για τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων, ή τα άτομα που εμπλέκονται στη διαχείριση καταγγελιών ή στο σχεδιασμό και την ανάπτυξη προϊόντων, εμπίπτουν επίσης στον ορισμό των προσώπων τα οποία αφορούν οι κανόνες περί αμοιβής. Σε αυτά τα πρόσωπα συμπεριλαμβάνονται και οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι. Κατά τον καθορισμό της αμοιβής των συνδεδεμένων αντιπροσώπων, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το ειδικό καθεστώς των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και τις αντίστοιχες εθνικές ιδιαιτερότητες. Ωστόσο, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πολιτικές και πρακτικές αμοιβών των επιχειρήσεων θα πρέπει και πάλι να ορίζουν τα κατάλληλα κριτήρια για την αξιολόγηση της απόδοσης αυτών των προσώπων, συμπεριλαμβανομένων ποιοτικών κριτηρίων, τα οποία παρακινούν τα άτομα αυτά ώστε να ενεργούν προς όφελος του πελάτη.

(42)

Σε περίπτωση εκτέλεσης διαδοχικών προσωπικών συναλλαγών για λογαριασμό ενός προσώπου σύμφωνα με προηγούμενες οδηγίες του, οι υποχρεώσεις όσον αφορά προσωπικές συναλλαγές δεν πρέπει να ισχύουν για κάθε διαδοχική συναλλαγή χωριστά εφόσον οι σχετικές οδηγίες παραμένουν σε ισχύ αμετάβλητες. Ομοίως, οι υποχρεώσεις αυτές δεν εφαρμόζονται κατά τον τερματισμό της ισχύος ή την ανάκληση των εν λόγω οδηγιών εφόσον τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τυχόν αποκτήθηκαν προηγουμένως βάσει αυτών των οδηγιών δεν πωλούνται ταυτόχρονα με τη λήξη ισχύος ή την ανάκληση των οδηγιών. Ωστόσο, εάν οι οδηγίες μεταβληθούν ή αντικατασταθούν με νέες, οι υποχρεώσεις αυτές εφαρμόζονται σε μια προσωπική συναλλαγή ή κατά την έναρξη σειράς διαδοχικών προσωπικών συναλλαγών για λογαριασμό του ιδίου προσώπου.

(43)

Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να εξαρτούν τη χορήγηση άδειας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από μια γενική απαγόρευση εξωτερικής ανάθεσης μιας ή περισσότερων ουσιωδών ή σημαντικών λειτουργιών. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα εξωτερικής ανάθεσης παρόμοιων λειτουργιών εφόσον οι ρυθμίσεις της επιχείρησης επενδύσεων για την εξωτερική ανάθεση πληρούν ορισμένους όρους.

(44)

Η εξωτερική ανάθεση επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων ή ουσιωδών ή σημαντικών λειτουργιών δύναται να συνιστά ουσιώδη μεταβολή των όρων χορήγησης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/EΕ. Εάν παρόμοιες συμφωνίες εξωτερικής ανάθεσης συναφθούν αφού η επιχείρηση επενδύσεων λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το κεφαλαίο Ι του τίτλου ΙΙ της οδηγίας 2014/65/EΕ, πρέπει να κοινοποιηθούν στις αρμόδιες αρχές εφόσον αυτό απαιτείται από το άρθρο 21 παράγραφος 2 της οδηγίας.

(45)

Οι περιστάσεις που πρέπει να θεωρούνται ότι οδηγούν σε σύγκρουση συμφερόντων πρέπει να περιλαμβάνουν περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων της επιχείρησης ή ορισμένων προσώπων συνδεόμενων με αυτήν ή με τον όμιλο στον οποίο αυτή ανήκει και των υποχρεώσεων της επιχείρησης έναντι ενός πελάτη της, ή μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων δύο ή περισσότερων πελατών της έναντι εκάστου εκ των οποίων η επιχείρηση υπέχει κάποια υποχρέωση. Δεν αρκεί να μπορεί να επωφελείται η επιχείρηση εάν δεν υπάρχει επίσης ενδεχόμενο δυνατής ζημίας σε έναν πελάτη, ή να μπορεί να επωφελείται ένας πελάτης έναντι του οποίου η επιχείρηση υπέχει κάποια υποχρέωση εάν δεν υπάρχει συγχρόνως ενδεχόμενο δυνατής ζημίας σε άλλο παρόμοιο πελάτη.

(46)

Οι συγκρούσεις συμφερόντων πρέπει να ρυθμίζονται μόνον εφόσον παρέχεται επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία από επιχείρηση επενδύσεων. Η κατηγορία στην οποία ανήκει ο πελάτης στον οποίο παρέχεται η υπηρεσία –ιδιώτης, επαγγελματίας ή επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος– δεν έχει σημασία για το σκοπό αυτό.

(47)

Η επιχείρηση επενδύσεων, κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσής της να καταρτίσει πολιτική για τις συγκρούσεις συμφερόντων βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η οποία προσδιορίζει τις περιστάσεις που συνιστούν ή οδηγούν σε σύγκρουση συμφερόντων, πρέπει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε δραστηριότητες όπως η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και η παροχή συμβουλών, η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η διαχείριση χαρτοφυλακίου και οι δραστηριότητες εταιρικής χρηματοδότησης και ιδίως η αναδοχή ή πώληση τίτλων στο πλαίσιο προσφοράς τίτλων και η παροχή συμβουλών για συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων. Ειδικότερα, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όταν η επιχείρηση ή πρόσωπο συνδεόμενο άμεσα ή έμμεσα με αυτήν με σχέση ελέγχου ασκεί συνδυασμό δύο ή περισσότερων από αυτές τις δραστηριότητες.

(48)

Στόχος των επιχειρήσεων επενδύσεων πρέπει να είναι ο εντοπισμός και η πρόληψη ή η διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν σε σχέση με τις διάφορες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ομίλου στον οποίο ανήκουν, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων. Παρότι σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ απαιτείται η γνωστοποίηση περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων, η εν λόγω γνωστοποίηση θα πρέπει να αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης μόνο όταν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν καθοριστεί από την επιχείρηση επενδύσεων για την πρόληψη ή τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ δεν επαρκούν ώστε να διασφαλίσουν, με εύλογη βεβαιότητα, την αποφυγή κινδύνου βλάβης των συμφερόντων του πελάτη. Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η υπέρ το δέον χρήση της γνωστοποίησης, χωρίς επαρκή συνεκτίμηση των μεθόδων για την κατάλληλη πρόληψη ή διαχείριση των συγκρούσεων. Η γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων από την επιχείρηση επενδύσεων δεν πρέπει να την απαλλάσσει από τη υποχρέωση να διατηρεί και να εφαρμόζει τις αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που απαιτούνται από το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(49)

Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να συμμορφώνονται πάντα με τους κανόνες αντιπαροχών υπό το άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών τοποθέτησης. Συγκεκριμένα, τα τέλη που λαμβάνονται από επιχειρήσεις επενδύσεων που τοποθετούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εκδίδονται προς τους επενδυτικούς τους πελάτες, οφείλουν να συμμορφώνονται με αυτές τις διατάξεις, ενώ η τεχνητή άνοδος της τιμής των μετοχών (laddering) και ο περιορισμένος κύκλος πελατών (spinning) θεωρούνται καταχρηστικές πρακτικές.

(50)

Η επενδυτική έρευνα πρέπει να αποτελεί υποκατηγορία του είδους των πληροφοριών που ορίζονται ως σύσταση στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) (κατάχρηση αγοράς).

(51)

Τα μέτρα και οι ρυθμίσεις που θεσπίζονται από την επιχείρηση επενδύσεων για τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων που μπορεί να προκύψουν από την παραγωγή και τη διάδοση υλικού που παρουσιάζεται ως έρευνα στον τομέα των επενδύσεων πρέπει να είναι κατάλληλα για την προστασία της αντικειμενικότητας και της ανεξαρτησίας των χρηματοοικονομικών αναλυτών και της επενδυτικής τους έρευνας. Τα εν λόγω μέτρα και ρυθμίσεις πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές διαθέτουν επαρκή βαθμό ανεξαρτησίας από τα συμφέροντα των προσώπων των οποίων οι ευθύνες ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορούν δικαιολογημένα να θεωρηθούν ότι συγκρούονται με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων.

(52)

Στα πρόσωπα των οποίων οι ευθύνες ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορούν εύλογα να θεωρηθούν ότι έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων πρέπει να περιλαμβάνονται το προσωπικό στον τομέα της χρηματοδότησης εταιρειών και τα πρόσωπα που ασχολούνται με τις πωλήσεις και τη διαπραγμάτευση για λογαριασμό των πελατών ή της επιχείρησης.

(53)

Στις εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες χρηματοοικονομικοί αναλυτές και άλλα πρόσωπα συνδεόμενα με την επιχείρηση επενδύσεων που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δύνανται, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια, να διενεργούν προσωπικές συναλλαγές σε μέσα τα οποία αφορά η έρευνα, πρέπει να περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις στις οποίες, για προσωπικούς λόγους συνδεόμενους με οικονομικές δυσχέρειες, ο αναλυτής ή άλλο πρόσωπο υποχρεούται να προβεί στη ρευστοποίηση μιας θέσης.

(54)

Τέλη, προμήθειες, χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που λαμβάνονται από την επιχείρηση παροχής επενδυτικών ερευνών εκ μέρους οποιουδήποτε τρίτου μέρους γίνονται αποδεκτά μόνο εφόσον παρέχονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του άρθρου 13 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593 (7).

(55)

Η έννοια της διάδοσης της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων σε πελάτες ή στο κοινό δεν πρέπει να περιλαμβάνει τη διάδοση αποκλειστικά σε πρόσωπα που ανήκουν στον όμιλο της επιχείρησης επενδύσεων. Ως ισχύουσες συστάσεις πρέπει να θεωρούνται οι περιλαμβανόμενες σε έρευνα στον τομέα των επενδύσεων συστάσεις που δεν έχουν αποσυρθεί και δεν έχουν λήξει. Οι απαιτήσεις που ισχύουν για την παραγωγή έρευνας πρέπει να εφαρμόζονται και σε περίπτωση ουσιώδους τροποποίησης έρευνας στον τομέα των επενδύσεων που παράγεται από τρίτο.

(56)

Ο χρηματοοικονομικός αναλυτής δεν πρέπει να συμμετέχει σε δραστηριότητες άλλες από την προπαρασκευή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, εφόσον η συμμετοχή σε αυτές τις δραστηριότητες δεν είναι συμβατή με τη διατήρηση της ανεξαρτησίας του σχετικού προσώπου. Αυτά συμπεριλαμβάνουν τη συμμετοχή σε δραστηριότητες επενδυτικής τραπεζικής όπως χρηματοδότηση εταιρειών και αναδοχή, συμμετοχή σε παρουσιάσεις νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή άλλες διαφημιστικές εκδηλώσεις για νέες εκδόσεις χρηματοπιστωτικών μέσων ή συμμετοχή με άλλο τρόπο στην προετοιμασία του μάρκετινγκ από τον εκδότη.

(57)

Δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων των υπηρεσιών αναδοχής και τοποθέτησης και της πιθανότητας εμφάνισης συγκρούσεων συμφερόντων σε σχέση με τις εν λόγω υπηρεσίες, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίσει πιο λεπτομερείς και συγκεκριμένες απαιτήσεις. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η διαχείριση της διαδικασίας αναδοχής και τοποθέτησης διεξάγεται με σεβασμό στα συμφέροντα των διαφόρων συμμετεχόντων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα συμφέροντά τους ή τα συμφέροντα των πελατών τους δεν επηρεάζουν αθέμιτα την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στον πελάτη-εκδότη. Οι εν λόγω ρυθμίσεις θα πρέπει να επεξηγούνται στον πελάτη, μαζί με άλλες σχετικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία προσφορών, πριν η επιχείρηση αποδεχθεί την ανάληψη της προσφοράς.

(58)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών αναδοχής και τοποθέτησης οφείλουν να υιοθετούν κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζουν πως η διαδικασία τιμολόγησης, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας του βιβλίου προσφορών (book building), δεν βλάπτει τα συμφέροντα του εκδότη.

(59)

Η διαδικασία τοποθέτησης ενέχει την άσκηση κρίσης από την πλευρά της επιχείρησης επενδύσεων σχετικά με τον επιμερισμό μιας έκδοσης τίτλων, και βασίζεται στα συγκεκριμένα γεγονότα και συνθήκες των ρυθμίσεων, με αποτέλεσμα να εγείρονται προβληματισμοί σύγκρουσης συμφερόντων. Η επιχείρηση οφείλει να εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές απαιτήσεις, ώστε να διασφαλίζει ότι οι επιμερισμοί που διεξάγονται ως μέρος της διαδικασίας τοποθέτησης δεν οδηγούν στην τοποθέτηση του συμφέροντος της επιχείρησης πάνω από το συμφέρον του εκδότη-πελάτη, ή στην τοποθέτηση των συμφερόντων ενός επενδυτή πελάτη επάνω από τα συμφέροντα ενός άλλου επενδυτή πελάτη. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις οφείλουν να ορίζουν ξεκάθαρα τη διαδικασία ανάπτυξης συστάσεων επιμερισμού στο πλαίσιο μιας πολιτικής επιμερισμού.

(60)

Οι απαιτήσεις που επιβάλλει ο παρών κανονισμός, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις προσωπικές συναλλαγές, την πραγματοποίηση συναλλαγών έχοντας γνώση των ερευνών στον τομέα των επενδύσεων και την παραγωγή ή διάδοση ερευνών στον τομέα των επενδύσεων ισχύουν με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της οδηγίας 2014/65/EΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και των αντίστοιχων μέτρων εφαρμογής.

(61)

Ο παρών κανονισμός ορίζει τις απαιτήσεις που σχετίζονται με τις πληροφορίες που απευθύνονται σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες αυτές είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(62)

Καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να εγκρίνουν το περιεχόμενο και τη μορφή των διαφημιστικών ανακοινώσεων. Ούτε όμως τις εμποδίζει να το πράξουν, στο μέτρο που αυτή η προέγκριση βασίζεται μόνο στη συμμόρφωση με την υποχρέωση που επιβάλλει η οδηγία 2014/65/EΕ να είναι οι πληροφορίες που απευθύνονται σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές.

(63)

Είναι σκόπιμο να καθοριστούν απαιτήσεις πληροφόρησης που λαμβάνουν υπόψη το καθεστώς των πελατών ως ιδιωτών, επαγγελματιών πελατών ή επιλέξιμων αντισυμβαλλόμενων. Ένας από τους στόχους της οδηγίας 2014/65/EΕ είναι να διασφαλισθεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της προστασίας των επενδυτών και των υποχρεώσεων γνωστοποίησης που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων. Για το σκοπό αυτό, είναι σκόπιμο να οριστούν ειδικές απαιτήσεις πληροφόρησης για τους επαγγελματίες πελάτες, λιγότερο αυστηρές από ό, τι για τους ιδιώτες πελάτες.

(64)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες τους τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τη φύση των χρηματοπιστωτικών μέσων και τους κινδύνους που σχετίζονται με την επένδυση σε αυτά, έτσι ώστε οι πελάτες να έχουν σωστή πληροφόρηση. Ο βαθμός λεπτομέρειας αυτών των πληροφοριών μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το κατά πόσο ο πελάτης είναι ιδιώτης πελάτης ή επαγγελματίας πελάτης καθώς και με τη φύση και το προφίλ κινδύνου των προσφερόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, αλλά θα πρέπει πάντα να συμπεριλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία. Τα κράτη μέλη μπορούν να διευκρινίζουν τους συγκεκριμένους όρους, ή το περιεχόμενο της περιγραφής των κινδύνων που απαιτείται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις πληροφόρησης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(65)

Οι όροι που πρέπει να πληρούν οι πληροφορίες που απευθύνουν επιχειρήσεις επενδύσεων σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες, ώστε να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές, πρέπει να εφαρμόζονται με κατάλληλο και αναλογικό τρόπο στις ανακοινώσεις που απευθύνονται σε ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη, για παράδειγμα, το μέσο ανακοίνωσης και τις πληροφορίες που επιχειρεί να μεταδώσει η ανακοίνωση στους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες. Ειδικότερα, δεν θα ήταν σκόπιμο να εφαρμόζονται τέτοιοι όροι σε διαφημιστικές ανακοινώσεις που συνίστανται μόνο σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: επωνυμία επιχείρησης, λογότυπο ή άλλη εικόνα που συνδέεται με την επιχείρηση, σημείο επικοινωνίας, μνεία των ειδικών επενδυτικών υπηρεσιών που παρέχονται από την επιχείρηση.

(66)

Για τη βελτίωση της συνοχής των παρεχόμενων πληροφοριών προς τους επενδυτές, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να διασφαλίσουν τη συνεκτική παρουσίαση των πληροφοριών που παρέχονται σε κάθε πελάτη στην ίδια γλώσσα για κάθε πληροφορία ή διαφημιστικό υλικό που του παρέχεται. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις οφείλουν να μεταφράζουν τα ενημερωτικά δελτία που παρέχονται στους πελάτες, τα οποία έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) ή την οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(67)

Για τη δίκαιη και ισορροπημένη παρουσίαση του οφέλους και των κινδύνων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να παρέχουν πάντοτε μια σαφή και εμφανή ένδειξη για κάθε σχετικό κίνδυνο, καθώς και τα μειονεκτήματα και τις αδυναμίες, όταν αναφέρονται στα δυνητικά οφέλη μιας υπηρεσίας ή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.

(68)

Οι πληροφορίες θεωρούνται παραπλανητικές εάν τείνουν να οδηγούν σε πλάνη το πρόσωπο ή τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται ή τα οποία ενδέχεται να τις λάβουν, ανεξαρτήτως εάν το πρόσωπο που τις παρέχει τις θεωρεί ή τις προορίζει να είναι παραπλανητικές.

(69)

Στις περιπτώσεις στις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες στον πελάτη πριν από την παροχή μιας υπηρεσίας, δεν πρέπει να θεωρείται ότι κάθε συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικά μέσα του ίδιου τύπου αποτελεί παροχή νέας ή διαφορετικής υπηρεσίας.

(70)

Η λεπτομερής πληροφόρηση για το κατά πόσο οι επενδυτικές συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση, σχετικά με την ευρεία ή περιορισμένη ανάλυση των διαφορετικών τύπων μέσων, καθώς και τη διαδικασία επιλογής που ακολουθείται, θα πρέπει να βοηθά τους πελάτες στην αξιολόγηση των παρεχόμενων συμβουλών. Θα πρέπει, επίσης, να παρέχονται επαρκή στοιχεία στους πελάτες σχετικά με τον αριθμό των χρηματοπιστωτικών μέσων που αναλύουν οι επιχειρήσεις. Ο αριθμός και η ποικιλομορφία των χρηματοπιστωτικών μέσων προς εκτίμηση, εκτός από εκείνα που παρέχονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή κοντινές στην ίδια οντότητες, θα πρέπει να είναι ανάλογα προς στο εύρος των παρεχόμενων συμβουλών, καθώς και τις προτιμήσεις και ανάγκες των πελατών. Ωστόσο, ανεξαρτήτως των παρεχόμενων υπηρεσιών, κάθε αξιολόγηση θα πρέπει να βασίζεται σε επαρκή αριθμό χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία είναι διαθέσιμα στην αγορά, ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι εναλλακτικές λύσεις της αγοράς.

(71)

Κάθε συμβουλή που παρέχεται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε ανεξάρτητη βάση ενδέχεται να κυμαίνεται από ευρεία και γενική έως εξειδικευμένη και ειδική. Για να διασφαλιστεί ότι το εύρος των συμβουλών επιτρέπει τη δίκαιη και πρόσφορη σύγκριση μεταξύ διαφορετικών χρηματοπιστωτικών μέσων, θα πρέπει οι σύμβουλοι επενδύσεων που ειδικεύονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων και επικεντρώνονται σε κριτήρια τα οποία δεν βασίζονται στην τεχνική δομή των ίδιων των μέσων, όπως «πράσινες» ή «δεοντολογικές» επενδύσεις, να συμμορφώνονται προς ορισμένες προϋποθέσεις στην περίπτωση που παρουσιάζονται ως ανεξάρτητοι σύμβουλοι.

(72)

Η δυνατότητα ενός συμβούλου να παρέχει ταυτόχρονα ανεξάρτητες και μη ανεξάρτητες συμβουλές θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση στον πελάτη. Θα πρέπει επίσης να καθοριστούν ορισμένες οργανωτικές απαιτήσεις, ώστε να κατανοήσει ο πελάτης τη φύση και τη βάση των παρεχόμενων επενδυτικών συμβουλών.

(73)

Η παροχή σε πελάτη της επιχείρησης επενδύσεων αντιγράφου ενημερωτικού δελτίου που καταρτίσθηκε και δημοσιεύθηκε σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ δεν πρέπει να θεωρείται ότι ισοδυναμεί με παροχή πληροφοριών στον πελάτη από την επιχείρηση για τους σκοπούς των προβλεπόμενων από την οδηγία 2014/65/ΕΕ όρων λειτουργίας όσον αφορά την ποιότητα και το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών, εάν η επιχείρηση δεν φέρει βάσει της οδηγίας αυτής την ευθύνη για τις πληροφορίες που περιέχει το ενημερωτικό δελτίο.

(74)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ ενισχύει την υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων να γνωστοποιούν πληροφορίες για το σύνολο των δαπανών και επιβαρύνσεων, ενώ παράλληλα επεκτείνει τις υποχρεώσεις αυτές σε σχέσεις με επαγγελματίες πελάτες και επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους. Για να διασφαλιστεί ότι όλες οι κατηγορίες πελατών ωφελούνται από την αυξημένη αυτή διαφάνεια σε θέματα δαπανών και επιβαρύνσεων, θα πρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε επαγγελματίες πελάτες ή επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, ο περιορισμός των λεπτομερών απαιτήσεων που ορίζει ο παρών κανονισμός, σε από κοινού συμφωνία με τους εν λόγω πελάτες. Αυτό, ωστόσο, δεν θα πρέπει επ' ουδενί να οδηγήσει στη μη εφαρμογή των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Υπό αυτό το πρίσμα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να ενημερώνουν τους επαγγελματίες πελάτες σε ό,τι αφορά το σύνολο των δαπανών και επιβαρύνσεων, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, κατά την παροχή υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή στην περίπτωση όπου τα χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν παράγωγα, ανεξαρτήτως της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει επίσης να ενημερώνουν τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους σχετικά με το σύνολο των δαπανών και επιβαρύνσεων, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, όταν, ανεξαρτήτως των παρεχόμενων επενδυτικών υπηρεσιών, το εκάστοτε χρηματοπιστωτικό μέσο ενσωματώνει παράγωγα και προορίζεται για διανομή στους πελάτες τους. Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε επαγγελματίες πελάτες ή επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να συμφωνήσουν, για παράδειγμα, κατόπιν αιτήματος του εκάστοτε πελάτη, να μην απεικονίζουν τα σωρευτικά αποτελέσματα των εξόδων επιστροφής ή ένδειξη του σχετικού νομίσματος και ισχύουσες ισοτιμίες και κόστη μετατροπής, όπου οποιοδήποτε μέρος του συνολικού κόστους και επιβαρύνσεων εκφράζεται σε ξένο νόμισμα.

(75)

Λαμβάνοντας υπόψη την πρωταρχική υποχρέωση να ενεργούν προς το συμφέρον των πελατών καθώς και τη σημασία της εκ των προτέρων πληροφόρησής τους σχετικά με τις δαπάνες και επιβαρύνσεις, θα πρέπει η αναφορά στα χρηματοπιστωτικά μέσα που προτείνονται ή διατίθενται να περιλαμβάνει ιδίως επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, επιχειρήσεις που παρέχουν γενικές συστάσεις σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή που προωθούν ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα στην παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων που έχουν συνάψει συμφωνίες διανομής ή διάθεσης με κάποιον κατασκευαστή προϊόντων ή εκδότη.

(76)

Σύμφωνα με την πρωταρχική υποχρέωσή τους να ενεργούν σύμφωνα με το συμφέρον των πελατών και λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη νομοθεσία της Ένωσης που ρυθμίζει ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα (ειδικότερα, μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και δέσμες ασφαλιστικών επενδυτικών προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές — PRIIPs), οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να γνωστοποιούν και να συγκεντρώνουν όλες τις δαπάνες και επιβαρύνσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού μέσου, σε κάθε περίπτωση όπου οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποχρεούνται να παρέχουν στον πελάτη πληροφορίες σχετικά με το κόστος ενός χρηματοοικονομικού μέσου, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης.

(77)

Στην περίπτωση όπου οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν έχουν διαθέσει ή συστήσει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή δεν υποχρεούνται βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης να ενημερώσουν τους πελάτες σχετικά με το κόστος ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενδέχεται να μην είναι σε θέση να λάβουν υπόψη όλα τα έξοδα που συνδέονται με το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο. Ακόμη και σε αυτές τις υπόλοιπες περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να ενημερώνουν τους πελάτες εκ των προτέρων για όλες τις δαπάνες και επιβαρύνσεις που σχετίζονται με την επενδυτική υπηρεσία και την τιμή απόκτησης του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να συμμορφώνονται με κάθε άλλη υποχρέωση για την παροχή των κατάλληλων πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού μέσου, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 4, στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή να ενημερώνουν εκ των υστέρων στους πελάτες επαρκώς σχετικά με τις υπηρεσίες που τους παρέχουν, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 6, της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων του κόστους.

(78)

Για να εξασφαλίσουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων την ενημέρωση των πελατών σχετικά με τις δαπάνες και επιβαρύνσεις, καθώς και την αξιολόγηση τέτοιου είδους πληροφοριών και τη σύγκριση με άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα ή επενδυτικές υπηρεσίες, οφείλουν να διαθέτουν σαφείς και κατανοητές πληροφορίες στους πελάτες σχετικά με όλες τις δαπάνες και επιβαρύνσεις σε εύθετο χρόνο, πριν από την παροχή των υπηρεσιών. Δύναται να παρέχεται πληροφόρηση εκ των προτέρων σχετικά με τα έξοδα που σχετίζονται με το έκαστο χρηματοπιστωτικό μέσο ή παρεπόμενη υπηρεσία βάσει του ποσού της επένδυσης. Ωστόσο, οι δαπάνες και επιβαρύνσεις που γνωστοποιούνται θα πρέπει να αντιστοιχούν στα πραγματικά έξοδα του πελάτη, βάσει του συγκεκριμένου ποσού επένδυσης. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που μια επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει μια σειρά από συνεχείς υπηρεσίες με διαφορετικές χρεώσεις για την κάθε υπηρεσία, η επιχείρηση οφείλει να γνωστοποιήσει τα έξοδα που σχετίζονται με την υπηρεσία στην οποία έχει εγγραφεί ο πελάτης. Σε ό,τι αφορά τις γνωστοποιήσεις που γίνονται εκ των υστέρων, οι πληροφορίες που σχετίζονται με τις δαπάνες και επιβαρύνσεις πρέπει να ανταποκρίνονται στο πραγματικό ποσό επένδυσης του πελάτη την στιγμή που αυτές γνωστοποιούνται.

(79)

Για να εξασφαλιστεί η ενημέρωση των επενδυτών σχετικά με το σύνολο των δαπανών και επιβαρύνσεων, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο υποκείμενος κίνδυνος της αγοράς αναφέρεται μόνο σε διακυμάνσεις της αξίας του επενδυθέντος κεφαλαίου που προκαλούνται άμεσα από μεταβολές στην αξία των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων. Επομένως, το κόστος των συναλλαγών και τρεχουσών επιβαρύνσεων στα χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνεται στον απαιτούμενο συνυπολογισμό των δαπανών και επιβαρύνσεων, καθώς και να εκτιμάται βάσει λογικών υποθέσεων, συνοδευόμενο από μια εξήγηση για το ότι οι υπολογισμοί αυτοί βασίζονται σε υποθέσεις και ενδέχεται να αποκλίνουν από τις πραγματικές δαπάνες και επιβαρύνσεις που θα προκύψουν. Κατά την ίδια λογική της πλήρους διαφάνειας, οι πρακτικές για τις οποίες υπάρχει συμψηφισμός κόστους δεν θα πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση ενημέρωσης επί των δαπανών και επιβαρύνσεων. Η γνωστοποίηση των δαπανών και επιβαρύνσεων διέπεται από την αρχή κατά την οποία θα πρέπει να γνωστοποιείται οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της τιμής μιας θέσης για την επιχείρηση και η αντίστοιχη τιμή για τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων και μειώσεων.

(80)

Ενώ οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να συνυπολογίζουν όλες τις δαπάνες και επιβαρύνσεις σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και να ενημερώνουν τους πελάτες για το συνολικό κόστος το οποίο εκφράζεται και ως χρηματικό ποσό και ως ποσοστό, θα πρέπει, επιπροσθέτως, να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παράσχουν στον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη χωριστά αριθμητικά στοιχεία που θα περιλαμβάνουν το σύνολο του αρχικού κόστους, των τρεχουσών δαπανών και επιβαρύνσεων καθώς και του συνολικού κόστους απόσυρσης.

(81)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διανέμουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, σε σχέση με τα οποία οι πληροφορίες σχετικά με τις δαπάνες και επιβαρύνσεις είναι ελλιπείς, θα πρέπει επιπλέον να ενημερώνουν τους πελάτες τους για τις δαπάνες αυτές καθώς και για κάθε άλλο κόστος και σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις που αφορούν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε σχέση με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμα των πελατών να ενημερώνονται πλήρως για τα στοιχεία των δαπανών και επιβαρύνσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διανέμουν μερίδια σε εταιρείες συλλογικών επενδύσεων για τα οποία δεν έχουν χορηγηθεί στοιχεία για το κόστος συναλλαγών, για παράδειγμα από μερίδια στην εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να έρχονται σε επαφή με τις εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ για να ενημερωθούν σχετικά.

(82)

Προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια για τους πελάτες σχετικά με τις παρεπόμενες επιβαρύνσεις των επενδύσεών τους και την απόδοση των τελευταίων έναντι του σχετικού κόστους με την πάροδο του χρόνου, είναι σκόπιμο να παρέχεται τακτική εκ των υστέρων ενημέρωση όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν ή είχαν μια σταθερή σχέση με τον πελάτη στη διάρκεια του έτους. Η εκ των υστέρων ενημέρωση για όλες τις σχετικές δαπάνες και επιβαρύνσεις θα πρέπει να παρέχεται σε εξατομικευμένη βάση. Η εκ των υστέρων περιοδική ενημέρωση μπορεί να επιτευχθεί με βάση τις υφιστάμενες υποχρεώσεις υποβολής αναφορών, όπως είναι οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που παρέχουν εκτέλεση εντολών εκτός της διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή την κατοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων του πελάτη.

(83)

Στις πληροφορίες τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων υποχρεούται να διαβιβάσει στους πελάτες όσον αφορά το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις περιλαμβάνονται πληροφορίες ως προς τους όρους πληρωμής ή εκτέλεσης της συμφωνίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας σχετικά με το προσφερόμενο χρηματοπιστωτικό μέσο. Στο πλαίσιο αυτό, οι πληροφορίες για τους όρους πληρωμής είναι κατάλληλες εάν η σύμβαση του χρηματοπιστωτικού μέσου τερματίζεται με χρηματικό διακανονισμό. Οι πληροφορίες για τις ρυθμίσεις εκτέλεσης είναι γενικά κατάλληλες εάν η σύμβαση χρηματοπιστωτικού μέσου απαιτεί κατά τον τερματισμό της, την παράδοση μετοχών, ομολόγων, τίτλου επιλογής, χρυσού ή άλλου μέσου ή βασικού εμπορεύματος.

(84)

Είναι απαραίτητο να καθοριστούν διαφορετικές απαιτήσεις για την εφαρμογή αξιολόγησης καταλληλότητας βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και την εφαρμογή αξιολόγησης συμβατότητας βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας. Τα κριτήρια αυτά έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής ως προς τις επενδυτικές υπηρεσίες στις οποίες αναφέρονται και διαφορετικές λειτουργίες και χαρακτηριστικά.

(85)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν την έκθεση καταλληλότητας και να εφιστούν την προσοχή των πελατών στις πληροφορίες σχετικά με το εάν ενδέχεται οι προτεινόμενες υπηρεσίες ή τα μέσα να απαιτούν από τον ιδιώτη πελάτη να αναζητήσει μια περιοδική επανεξέταση των ρυθμίσεών τους. Αυτό περιλαμβάνει περιπτώσεις όπου ο πελάτης ενδέχεται να χρειαστεί να αναζητήσει συμβουλές ώστε το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων να είναι σύμφωνο με την αρχική συνιστώμενη κατανομή, στις περιπτώσεις όπου ενδεχομένως το χαρτοφυλάκιο αποκλίνει από τη σκοπούμενη κατανομή των περιουσιακών στοιχείων.

(86)

Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις της αγοράς και να διασφαλιστεί το ίδιο επίπεδο προστασίας των επενδυτών, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να διατηρήσουν την αρμοδιότητα για τη διενέργεια αξιολογήσεων καταλληλότητας εφόσον παρέχονται υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, συνολικά ή εν μέρει, μέσω ενός αυτοματοποιημένου ή ημι-αυτοματοποιημένου συστήματος.

(87)

Σύμφωνα με την απαίτηση για την αξιολόγηση καταλληλότητας του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να προβαίνουν σε αξιολόγηση της καταλληλότητας όχι μόνο σε σχέση με τις συστάσεις για την αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου, αλλά και για όλες τις αποφάσεις διαπραγμάτευσης, όπως κατά πόσον πρέπει ή όχι να αγοράσουν, να κατέχουν ή να πουλήσουν μια επένδυση.

(88)

Για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια συναλλαγή μπορεί να είναι ακατάλληλη για τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη εξαιτίας των κινδύνων που ενέχουν τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, του είδους της συναλλαγής, των χαρακτηριστικών της εντολής ή της συχνότητας διαπραγμάτευσης. Μια σειρά συναλλαγών που μεμονωμένα είναι κατάλληλες, ενδέχεται να είναι ακατάλληλες εάν η σύσταση ή οι αποφάσεις διαπραγμάτευσης πραγματοποιούνται με συχνότητα που δεν είναι προς το συμφέρον του πελάτη. Σε περίπτωση διαχείρισης χαρτοφυλακίου, μια συναλλαγή μπορεί να αποδειχθεί επίσης ακατάλληλη εάν έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ακατάλληλου χαρτοφυλακίου.

(89)

Κάθε σύσταση, αίτηση ή συμβουλή από διαχειριστή χαρτοφυλακίου σε πελάτη του να δώσει ή να μεταβάλει εξουσιοδότηση στο διαχειριστή χαρτοφυλακίου η οποία ορίζει τα όρια διακριτικής ευχέρειας του διαχειριστή πρέπει να θεωρηθεί ως σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(90)

Προκειμένου να παρέχεται ασφάλεια δικαίου και να είναι σε θέση οι πελάτες να κατανοήσουν καλύτερα τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες θα πρέπει να συνάπτουν γραπτή βασική συμφωνία με τον πελάτη, η οποία θα προσδιορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης και του πελάτη.

(91)

Ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να εγκρίνουν το περιεχόμενο της βασικής συμφωνίας μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων και των πελατών της. Ωστόσο, δεν θα πρέπει ούτε να τις εμποδίζει να το πράττουν, στο μέτρο που η έγκριση αυτή βασίζεται μόνο στη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών της και να καταρτίσει αρχείο που να ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πελατών τους, καθώς και τους λοιπούς όρους υπό τους οποίους οι επιχειρήσεις θα παρέχουν υπηρεσίες στους πελάτες τους.

(92)

Τα αρχεία που υποχρεούται να τηρήσει η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να προσαρμοστούν ανάλογα με το είδος της επιχείρησης και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που εκτελούνται, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι υποχρεώσεις τήρησης αρχείων που ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014, την οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) και τον παρόντα κανονισμό, καθώς και ότι οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στο εποπτικό τους έργο και να λαμβάνει μέτρα εφαρμογής με σκοπό τη διασφάλιση τόσο της προστασίας των επενδυτών όσο και της ακεραιότητας της αγοράς.

(93)

Δεδομένης της σημασίας των εκθέσεων και της περιοδικής ενημέρωσης όλων των πελατών, καθώς και την επέκταση του άρθρου 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τη σχέση με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό πρέπει να εφαρμόζονται για όλες τις κατηγορίες πελατών. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της αλληλεπίδρασης με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, θα πρέπει να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων να συνάπτουν συμφωνίες που θα ορίζουν το ακριβές περιεχόμενο και χρονικό προσδιορισμό των εκθέσεων, άλλες από εκείνες που ισχύουν για τους ιδιώτες και επαγγελματίες πελάτες.

(94)

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου υποχρεούται να παρέχει σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες πληροφορίες σχετικά με τα είδη των χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιό τους και τα επιτρεπόμενα είδη συναλλαγών στα μέσα αυτά, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να διευκρινίζουν χωριστά εάν η επιχείρηση επενδύσεων θα εξουσιοδοτείται να επενδύει σε χρηματοπιστωτικά μέσα μη εισηγμένα για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, σε παραγωγικά μέσα, σε μη ρευστά ή υψηλής μεταβλητότητας μέσα ή να πραγματοποιεί ανοικτές πωλήσεις (short sales), αγορές με δανειακά κεφάλαια, συναλλαγές που συνεπάγονται σύσταση περιθωρίου ασφάλισης, κατάθεση εξασφαλίσεων ή συναλλαγματικό κίνδυνο.

(95)

Οι πελάτες θα πρέπει να ενημερώνονται για την απόδοση του χαρτοφυλακίου τους και την απόσβεση της αρχικής τους επένδυσης. Στην περίπτωση της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, θα πρέπει να καθοριστεί αρχικά απόσβεση της τάξης του 10 %, και στη συνέχεια σε πολλαπλάσια του 10 %, της συνολικής αξίας του συνολικού χαρτοφυλακίου και δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε μεμονωμένες εκμεταλλεύσεις.

(96)

Για τους σκοπούς των απαιτήσεων γνωστοποίησης σχετικά με τη διαχείριση χαρτοφυλακίου, ως συναλλαγή που μπορεί να δημιουργήσει ενδεχόμενη υποχρέωση νοείται μια συναλλαγή που συνεπάγεται για τον πελάτη οποιαδήποτε πραγματική ή δυνητική υποχρέωση που υπερβαίνει το κόστος απόκτησης του μέσου.

(97)

Για τους σκοπούς των διατάξεων που διέπουν τις γνωστοποιήσεις προς πελάτες, μια αναφορά στο είδος της εντολής πρέπει να εννοείται ως αναφορά στο καθεστώς της ως οριακής εντολής, ελεύθερης εντολής ή άλλου δεδομένου είδους εντολής.

(98)

Για τους σκοπούς των διατάξεων που διέπουν τις γνωστοποιήσεις προς πελάτες, μια αναφορά στη φύση της εντολής πρέπει να εννοείται ως αναφορά σε εντολές για εγγραφή μετοχών, εντολές για την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης ή παρόμοιες Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών

(99)

Κατά τη θέσπιση της πολιτικής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να προσδιορίσει την σχετική σημασία των παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της ίδιας οδηγίας ή, τουλάχιστον, να καθορίσει τη διαδικασία με την οποία προσδιορίζει την σχετική σημασία τους, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα στους πελάτες της. Για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να επιλέξει τους τόπους εκτέλεσης που της επιτρέπουν να επιτυγχάνει σε συνεχή βάση τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα όσον αφορά την εκτέλεση των εντολών των πελατών της. Προκειμένου να συμμορφώνονται με τη νομική υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης, οι επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την εφαρμογή των κριτηρίων βέλτιστης εκτέλεσης για επαγγελματίες πελάτες, δεν θα χρησιμοποιούν κατά κανόνα τους ίδιους τόπους εκτέλεσης για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ) και άλλες συναλλαγές. Αυτό οφείλεται στο ότι οι ΣΧΤ χρησιμοποιούνται ως πηγή χρηματοδότησης που αποτελεί αντικείμενο δέσμευσης ότι ο δανειολήπτης θα επιστρέψει αντίστοιχης αξίας τίτλους σε κάποια μελλοντική ημερομηνία και οι όροι των ΣΧΤ ορίζονται συνήθως διμερώς μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων πριν από την εκτέλεση. Συνεπώς, η επιλογή των τόπων εκτέλεσης για ΣΧΤ είναι πιο περιορισμένη σε σχέση με άλλες συναλλαγές, δεδομένου ότι εξαρτάται από τους ειδικούς όρους που ορίζονται εκ των προτέρων μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων και από αν υπάρχει αυτούς τους τόπους εκτέλεσης συγκεκριμένη ζήτηση για τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα. Συνεπώς, η πολιτική εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζεται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των ΣΧΤ και θα πρέπει να παραθέτει ξεχωριστά τους τόπους εκτέλεσης που χρησιμοποιούνται για ΣΧΤ. Η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να εφαρμόζει την πολιτική εκτέλεσης σε κάθε εντολή πελάτη που εκτελεί και να έχει ως στόχο τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για τον πελάτη σύμφωνα με την πολιτική αυτή.

(100)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαβιβάζουν ή αποστέλλουν εντολές πελατών προς εκτέλεση σε άλλες οντότητες ενεργούν προς το συμφέρον των πελατών τους, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 4 της οδηγίας 2014/65/EΕ για την παροχή κατάλληλης ενημέρωσης των πελατών σχετικά με την επιχείρηση και τις υπηρεσίες που προσφέρει, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να παρέχουν στους πελάτες κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τις πέντε κορυφαίες οντότητες για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων στις οποίες διαβιβάζουν ή αποστέλλουν τις εντολές των πελατών και να ενημερώνουν τους πελάτες σχετικά με την ποιότητα εκτέλεσης, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των αντίστοιχων μέτρων εφαρμογής. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαβιβάζουν ή τοποθετούν εντολές προς εκτέλεση σε άλλες οντότητες δύνανται να επιλέξουν μία οντότητα για την εκτέλεση μόνο εφόσον είναι σε θέση να αποδείξουν ότι αυτό τους επιτρέπει να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες τους σε σταθερή βάση και εφόσον μπορούν ευλόγως να αναμένουν ότι η επιλεγείσα οντότητα θα τους δώσει τη δυνατότητα να επιτύχουν αποτελέσματα για τους πελάτες τους που είναι τουλάχιστον εφάμιλλα εκείνων που θα μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν από την χρήση εναλλακτικών οντοτήτων για την εκτέλεση των εντολών. Αυτή η εύλογη προσδοκία θα πρέπει να στηρίζεται σε συναφή δεδομένα που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή σε εσωτερική ανάλυση που διενεργείται από τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων.

(101)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη κατά την εκτέλεση εντολής ιδιώτη πελάτη που δεν έχει δώσει ειδικές οδηγίες εκτέλεσης, η επιχείρηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες που θα της επιτρέψουν να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα από την άποψη του συνολικού τιμήματος που καταβάλλει ο πελάτης, το οποίο αποτελείται από την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου συν το κόστος εκτέλεσης. Η ταχύτητα και η πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, το μέγεθος και η φύση της εντολής, ο αντίκτυπος στην αγορά και κάθε άλλο έμμεσο κόστος συναλλαγής μπορούν να υπερισχύουν έναντι της άμεσης τιμής και του κόστους εκτέλεσης μόνο στο μέτρο που συμβάλλουν καθοριστικά στην επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος από την άποψη του συνολικού τιμήματος που καταβάλλει ο ιδιώτης πελάτης.

(102)

Όταν η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί μια εντολή ακολουθώντας ειδικές οδηγίες του πελάτη, πρέπει να θεωρείται ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης τις οποίες υπέχει μόνο για το μέρος ή την πτυχή της εντολής που αφορούν οι οδηγίες του πελάτη. Το γεγονός ότι ο πελάτης έχει δώσει ειδικές οδηγίες που καλύπτουν ένα μέρος ή μια πτυχή της εντολής δεν πρέπει να θεωρείται ότι απαλλάσσει την επιχείρηση επενδύσεων από τις υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης τις οποίες υπέχει σε σχέση με άλλα μέρη ή πτυχές της εντολής του πελάτη που δεν καλύπτονται από τις οδηγίες του. Η επιχείρηση επενδύσεων δεν πρέπει να ενθαρρύνει έναν πελάτη να της δώσει οδηγίες να εκτελέσει μια εντολή με ιδιαίτερο τρόπο, αναφέροντας ρητά ή υποδηλώνοντας έμμεσα το περιεχόμενο των οδηγιών αυτών στον πελάτη, όταν η επιχείρηση θα έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι μια τέτοια οδηγία θα την εμπόδιζε να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για αυτόν τον πελάτη. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να εμποδίζει την επιχείρηση να ζητά από τον πελάτη να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συγκεκριμένων τόπων εκτέλεσης, υπό τον όρο ότι αυτοί οι τόποι εκτέλεσης είναι συνεπείς με την πολιτική εκτέλεσης της επιχείρησης.

(103)

Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό με πελάτες από μια επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να θεωρείται ότι ισοδυναμεί με την εκτέλεση εντολών πελατών και υπόκειται συνεπώς στις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του παρόντος κανονισμού, και ιδίως στις απαιτήσεις βέλτιστης εκτέλεσης. Ωστόσο, εάν η επιχείρηση επενδύσεων ανακοινώνει στον πελάτη μια τιμή που θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εάν η επιχείρηση πραγματοποιούσε τη συναλλαγή με την τιμή αυτή κατά το χρόνο που αυτή ανακοινώθηκε, η επιχείρηση θα πρέπει να εκπληρώνει τις εν λόγω υποχρεώσεις εάν πραγματοποιεί τη συναλλαγή με την τιμή αυτή μετά την αποδοχή της από τον πελάτη εφόσον, λαμβανομένων υπόψη των μεταβαλλόμενων συνθηκών της αγοράς και του χρονικού διαστήματος από την ανακοίνωση της τιμής έως την αποδοχή της, η τιμή αυτή δεν είναι εμφανώς παρωχημένη.

(104)

Η υποχρέωση επίτευξης του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος κατά την εκτέλεση εντολών πελατών ισχύει για όλα τα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων. Λαμβανομένων ωστόσο υπόψη των διαφορών στις δομές των αγορών και στη διάρθρωση των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να είναι δύσκολη η διαμόρφωση και εφαρμογή ενιαίου προτύπου και ενιαίας διαδικασίας βέλτιστης εκτέλεσης με τρόπο έγκυρο και αποτελεσματικό για όλες τις κατηγορίες μέσων. Οι υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης πρέπει συνεπώς να εφαρμόζονται έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικές περιστάσεις υπό τις οποίες εκτελούνται εντολές που αφορούν δεδομένα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων. Για παράδειγμα, οι συναλλαγές σε ένα εξατομικευμένο εξωχρηματιστηριακό χρηματοπιστωτικό μέσο που συνεπάγεται μια μοναδική συμβατική σχέση προσαρμοσμένη στις περιστάσεις του πελάτη και της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί να μην είναι συγκρίσιμες, για τους σκοπούς της βέλτιστης εκτέλεσης, με συναλλαγές που αφορούν τη διαπραγμάτευση μετοχών σε κεντρικούς τόπους εκτέλεσης. Καθώς οι υποχρεώσεις για τη βέλτιστη εκτέλεση ισχύουν για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, ανεξαρτήτως του αν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να συγκεντρώνουν τα σχετικά δεδομένα της αγοράς, προκειμένου να ελέγχουν κατά πόσον η τιμή που προσφέρεται εξωχρηματιστηριακά για έναν πελάτη είναι δίκαιη και ανταποκρίνεται στην υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης.

(105)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την πολιτική εκτέλεσης εντολών δεν θα πρέπει να θίγουν τη γενική υποχρέωση που υπέχει η επιχείρηση επενδύσεων βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/EΕ να παρακολουθεί σε τακτική βάση την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών εκτέλεσης εντολών και πολιτικής και να αξιολογεί τους τόπους εκτέλεσης που λαμβάνονται υπόψη στην πολιτική εκτέλεσης την οποία εφαρμόζει.

(106)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να απαιτεί αλληλεπικάλυψη προσπαθειών όσον αφορά τη βέλτιστη εκτέλεση, αφενός από την επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει την υπηρεσία λήψης και διαβίβασης εντολών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου και αφετέρου από την επιχείρηση επενδύσεων στην οποία η πρώτη διαβιβάζει τις εντολές προς εκτέλεση.

(107)

Η υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ απαιτεί από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιτυγχάνουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες τους. Η ποιότητα της εκτέλεσης, η οποία περιλαμβάνει πτυχές όπως η ταχύτητα και η πιθανότητα εκτέλεσης (fill rate), καθώς και η διαθεσιμότητα και η συχνότητα καλύτερων τιμών, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επίτευξη βέλτιστης εκτέλεσης. Η διαθεσιμότητα, η συγκρισιμότητα και η ενοποίηση δεδομένων σχετικών με την ποιότητα εκτέλεσης που παρέχουν οι διάφοροι τόποι εκτέλεσης είναι καθοριστικοί παράγοντες που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στους επενδυτές να εντοπίζουν τους τόπους που παρέχουν την καλύτερη ποιότητα εκτέλεσης για τους πελάτες τους. Προκειμένου να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα εκτέλεσης για έναν πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να συγκρίνουν και να αναλύουν τα σχετικά δεδομένα συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των αντίστοιχων μέτρων εφαρμογής.

(108)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολές θα πρέπει να είναι σε θέση να συμπεριλαμβάνουν ένα μόνο τόπο εκτέλεσης στο πλαίσιο της πολιτικής τους, μόνον εφόσον είναι σε θέση να αποδείξουν ότι κάτι τέτοιο τους επιτρέπει να εξασφαλίζουν τη βέλτιστη εκτέλεση για τους πελάτες τους σε σταθερή βάση. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να επιλέγουν ένα μόνο τόπο εκτέλεσης, μονάχα εφόσον μπορούν ευλόγως να αναμένουν ότι ο επιλεγμένος αυτός τόπος εκτέλεσης θα τους επιτρέψει να εξασφαλίσουν αποτελέσματα για τους πελάτες που θα είναι τουλάχιστον εξίσου ικανοποιητικά με τα αποτελέσματα που ευλόγως θα μπορούσαν να αναμένουν από τη χρήση εναλλακτικών τόπων εκτέλεσης. Αυτή η εύλογη προσδοκία πρέπει να υποστηρίζεται από τα σχετικά στοιχεία που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή από άλλες εσωτερικές αναλύσεις που πραγματοποιούνται από τις επιχειρήσεις.

(109)

Ο επανεπιμερισμός συναλλαγών πρέπει να θεωρείται επιζήμιος για τον πελάτη εάν, ως αποτέλεσμα αυτού, παρέχεται αθέμιτη προτεραιότητα στην επιχείρηση επενδύσεων ή σε οποιονδήποτε δεδομένο πελάτη.

(110)

Με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014/ΕΚ, για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αφορούν το χειρισμό των εντολών πελατών, οι εντολές πελατών δεν πρέπει να θεωρούνται κατά τα άλλα συγκρίσιμες εάν λαμβάνονται με διαφορετικά μέσα και δεν είναι δυνατό να διεκπεραιώνονται με τη σειρά λήψης τους. Η χρησιμοποίηση από την επιχείρηση επενδύσεων πληροφοριών σχετικών με εκκρεμούσα εντολή πελάτη προκειμένου να διαπραγματευτεί για ίδιο λογαριασμό στα χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η εντολή του πελάτη ή σε συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα, πρέπει να θεωρείται κατάχρηση των εν λόγω πληροφοριών. Ωστόσο, το γεγονός μόνο ότι ειδικοί διαπραγματευτές ή όργανα που εξουσιοδοτούνται να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι περιορίζονται στην άσκηση της νόμιμης δραστηριότητάς τους αγοράς και πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων, ή ότι πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται να εκτελούν εντολές για λογαριασμό τρίτων περιορίζονται στην πιστή εκτέλεση μιας εντολής, δεν πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά αυτό καθαυτό κατάχρηση πληροφοριών.

(111)

Κατά την εκτίμηση του κατά πόσο μια αγορά πληροί την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ότι τουλάχιστον το 50 % των εκδοτών οι οποίοι έχουν γίνει δεκτοί στη διαπραγμάτευση στην εν λόγω αγορά είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις (ΜΜΕ), θα πρέπει να υιοθετείται μια ευέλικτη προσέγγιση από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με τις αγορές που δεν διαθέτουν προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας, νεοσύστατες ΜΜΕ, των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί στη διαπραγμάτευση για λιγότερο από τρία χρόνια, καθώς και με εκδότες αποκλειστικά εξωχρηματιστηριακών χρηματοπιστωτικών μέσων.

(112)

Λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των λειτουργικών μοντέλων των υφιστάμενων ΠΜΔ, με έμφαση στις ΜΜΕ εντός της Ένωσης, και για να εξασφαλιστεί η επιτυχία της νέας κατηγορίας αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ, είναι σκόπιμο να χορηγηθεί στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ ο κατάλληλος βαθμός ευελιξίας για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των εκδοτών για την εισαγωγή στον τόπο τους. Σε κάθε περίπτωση, μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ δεν θα πρέπει να διαθέτει κανόνες που να επιβαρύνουν τους εκδότες ακόμα περισσότερο από εκείνους που ισχύουν για τους εκδότες σε ρυθμιζόμενες αγορές.

(113)

Όσον αφορά το περιεχόμενο του πληροφοριακού εγγράφου εισαγωγής, το οποίο απαιτείται να καταρτιστεί από έναν εκδότη κατά την αρχική εισαγωγή των κινητών αξιών του προς διαπραγμάτευση σε μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, όταν η υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ δεν ισχύει, είναι σκόπιμο οι αρμόδιες αρχές διατηρούν το δικαίωμα να αξιολογούν το κατά πόσον οι κανόνες που ορίζονται από το διαχειριστή της αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ εξασφαλίζουν την ορθή ενημέρωση των επενδυτών. Ενώ την πλήρη ευθύνη για τις πληροφορίες που εμφανίζονται στο έγγραφο εισαγωγής οφείλει να φέρει ο εκδότης, είναι ο διαχειριστής της αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ εκείνος που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο το θα αναθεωρηθεί καταλλήλως το έγγραφο εισαγωγής. Αυτό δεν θα πρέπει να συνεπάγεται κατ 'ανάγκη την επίσημη έγκριση από την αρμόδια αρχή ή τον διαχειριστή.

(114)

Η δημοσίευση των ετήσιων και εξαμηνιαίων οικονομικών εκθέσεων από τους εκδότες αποτελεί το κατάλληλο ελάχιστο πρότυπο διαφάνειας που είναι σύμφωνο με την καλύτερη και συνηθέστερη πρακτική των υφιστάμενων αγορών με έμφαση στις ΜΜΕ. Ως προς το περιεχόμενο των οικονομικών εκθέσεων, ο διαχειριστής μιας αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ θα πρέπει να είναι ελεύθερος να επιβάλλει τη χρήση των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς ή των προτύπων χρηματοοικονομικής αναφοράς που επιτρέπονται από τις κατά τόπους νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, ή και τα δύο, από εκδότες των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών στον εκάστοτε τόπο διαπραγμάτευσης. Οι προθεσμίες για τη δημοσίευση οικονομικών εκθέσεων θα πρέπει να είναι λιγότερο επαχθείς από αυτές που προβλέπονται από την οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), καθώς τα λιγότερο αυστηρά χρονοδιαγράμματα φαίνεται να είναι καταλληλότερα για τις ανάγκες και περιστάσεις των ΜΜΕ.

(115)

Δεδομένου ότι οι κανόνες για την ενημέρωση σχετικά με τους εκδότες σε ρυθμιζόμενες αγορές βάσει της οδηγίας 2004/109/ΕΚ θα ήταν υπερβολικά επαχθείς για τους εκδότες σε αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, είναι σκόπιμο η ιστοσελίδα του διαχειριστή της αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ να γίνεται το σημείο σύγκλισης για επενδυτές που αναζητούν πληροφορίες σχετικά με τους εκδότες των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αυτόν τον τόπο. Μια δημοσίευση στο δικτυακό τόπο του διαχειριστή της αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί με την παροχή απευθείας συνδέσμου που θα οδηγεί στην ιστοσελίδα του εκδότη σε περίπτωση που οι πληροφορίες δημοσιεύονται εκεί, εάν ο σύνδεσμος οδηγεί απευθείας στο σχετικό τμήμα του διαδικτυακού τόπου του εκδότη όπου θα μπορούν οι επενδυτές να βρουν εύκολα τις πληροφορίες κανονιστικού χαρακτήρα.

(116)

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί περαιτέρω πότε η αναστολή ή απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Είναι, επομένως, απαραίτητη η σύγκλιση στον τομέα αυτό ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά σε κράτος μέλος, όπου οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα έχει ανασταλεί ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν αποσυρθεί, δεν θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες στην αγορά σε άλλο κράτος μέλος, όπου η διαπραγμάτευση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.

(117)

Προκειμένου να διασφαλιστεί το αναγκαίο επίπεδο σύγκλισης, είναι σκόπιμο να καταρτιστεί κατάλογος των ειδικών συνθηκών που βλάπτουν σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση απόφασης από την αρμόδια εθνική αρχή, διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά ή μια επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να μην απαιτηθεί η αναστολή ή απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, ή να μην ακολουθήσει σχετική κοινοποίηση προς την κατεύθυνση αυτή. Ο παραπάνω κατάλογος δεν θα πρέπει να είναι εξαντλητικός, καθώς θα παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ένα πλαίσιο για την άσκηση της κρίσης τους, εξασφαλίζοντάς τους παράλληλα την απαραίτητη ευελιξία στην αξιολόγηση μεμονωμένων περιπτώσεων.

(118)

Τα άρθρα 31 παράγραφος 2 και 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ απαιτούν αντίστοιχα από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές των ΠΜΔ ή ΜΟΔ, καθώς και από τους διαχειριστές των ρυθμιζόμενων αγορών να ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες εθνικές αρχές τους υπό ορισμένες συνθήκες. Η απαίτηση αυτή έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να ασκήσουν τα ρυθμιστικά τους καθήκοντα και να ενημερώνονται εγκαίρως για συναφή περιστατικά που ενδέχεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη λειτουργία και την ακεραιότητα των αγορών. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τους διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να επιτρέπουν στις εθνικές αρμόδιες αρχές να εντοπίζουν και να αξιολογούν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι αγορές και οι συμμετέχοντες σε αυτές, καθώς και μπορούν να αντιδρούν αποτελεσματικά και να λαμβάνουν μέτρα σε περίπτωση που κρίνεται απαραίτητο.

(119)

Είναι σκόπιμο να καταρτιστεί ένας μη εξαντλητικός κατάλογος των περιστάσεων καίριας σημασίας που θα συγκεντρώνει σημαντικές παραβιάσεις των κανόνων του τόπου διαπραγμάτευσης, μη κανονικούς όρους διαπραγμάτευσης ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, υποχρεώνοντας έτσι τους διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης να ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές τους, όπως ορίζεται στα άρθρα 31 παράγραφος 2 και 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Για το σκοπό αυτό, η αναφορά στους «κανόνες ενός τόπου διαπραγμάτευσης» πρέπει να νοείται με την ευρεία έννοια και θα πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους κανόνες, τις αποφάσεις και εντολές, καθώς και τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις των συμβατικών συμφωνιών μεταξύ του τόπου διαπραγμάτευσης και των συμμετεχόντων στα οποία περιλαμβάνονται οι προϋποθέσεις της διαπραγμάτευσης και της εισόδου στον τόπο διαπραγμάτευσης.

(120)

Είναι επίσης σκόπιμο, όσον αφορά τη συμπεριφορά που δύναται να φανερώνει καταχρηστικό χαρακτήρα στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, να καταρτιστεί ένας μη εξαντλητικός κατάλογος των σημάτων των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τον διαχειριστή ενός τόπου διαπραγμάτευσης κατά την εξέταση συναλλαγών ή εντολών διενέργειας συναλλαγών, προκειμένου να διαπιστωθεί το κατά πόσον ισχύει η υποχρέωση ενημέρωσης της αρμόδιας εθνικής αρχής, όπως ορίζεται στα άρθρα 31 παράγραφος 2 και 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Για τον σκοπό αυτό, τυχόν αναφορά σε «εντολή για διενέργεια συναλλαγής» θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα είδη εντολών, συμπεριλαμβανομένων αρχικών εντολών, τροποποιήσεων, ενημερώσεων και ακυρώσεων παραγγελιών, ανεξαρτήτως του αν έχουν εκτελεστεί ή όχι και ανεξαρτήτως των μέσων που χρησιμοποιούνται για την είσοδο στο τόπο διαπραγμάτευσης.

(121)

Ο κατάλογος των σημάτων των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών και των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς δεν πρέπει να είναι ούτε εξαντλητικός, ούτε καθοριστικός ως προς την κατάχρηση αγοράς ή τις απόπειρες κατάχρησης της ίδιας, καθώς το κάθε σήμα ενδέχεται να μην συνιστά καθαυτό την κατάχρηση ή απόπειρα κατάχρησης της αγοράς. Οι συναλλαγές ή εντολές συναλλαγών που συμπίπτουν με ένα ή περισσότερα σήματα μπορεί να διενεργούνται για νόμιμους λόγους ή σύμφωνα με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης.

(122)

Προκειμένου να επιτευχθεί διαφάνεια για τους φορείς της αγοράς, παράλληλα με την αποτροπή της κατάχρησης της ίδιας και τη διασφάλιση του απορρήτου της ταυτότητας των κατόχων θέσεων, η δημοσίευση των συνολικών εβδομαδιαίων εκθέσεων σχετικά με τις θέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο για τις συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από έναν ορισμένο αριθμό ατόμων, ο οποίος θα υπερβαίνει ορισμένα μεγέθη, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό.

(123)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα της αγοράς διαβιβάζονται υπό εύλογους εμπορικούς όρους και με ενιαίο τρόπο στην Ένωση, ο παρών κανονισμός προσδιορίζει τις προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούν οι ΕΜΔ και ΠΕΔ. Οι προϋποθέσεις αυτές βασίζονται στον στόχο να διασφαλιστεί ότι η υποχρέωση παροχής στοιχείων της αγοράς με θεμιτούς εμπορικούς όρους είναι επαρκώς σαφής ώστε να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική και ομοιογενής εφαρμογή τους, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τα διάφορα μοντέλα λειτουργίας και διαρθρώσεις κόστους των παρόχων δεδομένων.

(124)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η χρέωση για τα δεδομένα της αγοράς ορίζονται σε λογικά επίπεδα, η εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής δεδομένων της αγοράς με θεμιτούς εμπορικούς όρους προϋποθέτει ότι οι τιμές βασίζονται σε μια εύλογη σχέση ανάμεσα στο κόστος για την παραγωγή και διάδοση των εν λόγω δεδομένων. Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων περί ανταγωνισμού, θα πρέπει οι πάροχοι δεδομένων να καθορίσουν τις χρεώσεις τους βάσει του κόστους τους, έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα να επιτύχουν ένα εύλογο περιθώριο κέρδους, βάσει παραγόντων όπως το περιθώριο κέρδους εκμετάλλευσης, την απόδοση των εξόδων, την απόδοση των περιουσιακών στοιχείων και την απόδοση επί του κεφαλαίου. Κάθε φορά που οι πάροχοι δεδομένων επιβαρύνονται με κοινές δαπάνες για την παροχή δεδομένων και την παροχή άλλων υπηρεσιών, το κόστος για την παροχή δεδομένων μπορεί να περιλαμβάνει ένα κατάλληλο μερίδιο των δαπανών για οποιαδήποτε άλλη παρεχόμενη υπηρεσία. Καθώς ο προσδιορισμός του ακριβούς κόστους είναι εξαιρετικά περίπλοκος, θα πρέπει αντ' αυτού να προσδιοριστούν οι μέθοδοι για την κατανομή του κόστους και τον επιμερισμό του κόστους, εναποθέτοντας τον προσδιορισμό του εν λόγω κόστους στη διακριτική ευχέρεια των παρόχων δεδομένων της αγοράς.

(125)

Τα δεδομένα της αγοράς θα πρέπει να παρέχονται χωρίς διακρίσεις, κάτι που προϋποθέτει ότι θα πρέπει να προσφέρεται η ίδια τιμή και άλλοι όροι και προϋποθέσεις σε όλους τους πελάτες που υπόκεινται στην ίδια κατηγορία, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια.

(126)

Για να μπορούν στους χρήστες των δεδομένων να αποκτήσουν δεδομένα της αγοράς χωρίς την αγορά άλλων υπηρεσιών, τα δεδομένα της αγοράς θα πρέπει να προσφέρονται ξεχωριστά από άλλες υπηρεσίες. Για να μην χρεώνονται οι χρήστες δεδομένων περισσότερο από μία φορά για τα ίδια δεδομένα κατά την αγορά τους από διαφορετικούς παρόχους δεδομένων της αγοράς, θα πρέπει τα δεδομένα της αγοράς να προσφέρονται ανά χρήστη, εκτός αν κάτι τέτοιο θα ήταν δυσανάλογο σε σχέση με το κόστος που συνεπάγεται η παροχή δεδομένων κατ' αυτόν τον τρόπο, σε σχέση με την κλίμακα και το εύρος των δεδομένων της αγοράς που παρέχονται από τους ΕΜΔ και ΠΕΔ.

(127)

Προκειμένου να επιτραπεί στους χρήστες δεδομένων και τις αρμόδιες αρχές να αξιολογήσουν αποτελεσματικά το κατά πόσον τα δεδομένα της αγοράς παρέχονται με εύλογους εμπορικούς όρους, είναι απαραίτητη δημοσιοποίηση όλων των απαραίτητων προϋποθέσεων για την παροχή τους. Οι πάροχοι δεδομένων θα πρέπει να γνωστοποιούν πληροφορίες όσον αφορά τις χρεώσεις τους και το περιεχόμενο των δεδομένων της αγοράς, αλλά και τις μεθόδους κοστολόγησης που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του κόστους χωρίς να χρειάζεται να γνωστοποιούν το πραγματικό κόστος.

(128)

Είναι σκόπιμο να καθοριστούν τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται πότε οι δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ενός ΠΜΔ ή ΜΟΔ έχουν ουσιώδη σημασία σε ένα κράτος μέλος υποδοχής, έτσι ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία υποχρέωσης για τον τόπο διαπραγμάτευσης να έχει δοσοληψίες με ή να υποβάλλεται στην εποπτεία περισσότερων από μία αρμόδιων αρχών, εφόσον αυτό δεν θα ήταν απαραίτητο σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Σχετικά με τους ΠΜΔ και ΜΟΔ, είναι σκόπιμο να θεωρούνται ουσιώδους σημασίας μόνο οι ΠΜΔ και ΜΟΔ με σημαντικό μερίδιο αγοράς, έτσι ώστε να μην οδηγεί αυτόματα η οποιαδήποτε μετεγκατάσταση ή απόκτηση ενός οικονομικά ασήμαντου ΠΜΔ ή ΜΟΔ στη σύναψη των ρυθμίσεων συνεργασίας που ορίζονται στο άρθρο 79 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(129)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο Χάρτης). Αντίστοιχα, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται τηρουμένων των εν λόγω δικαιωμάτων και αρχών, ιδίως του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων, της ελευθερίας του επιχειρείν, της προστασίας του καταναλωτή, της πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτης δίκης. Οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων βάσει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πρέπει να συμμορφώνεται με την οδηγία 95/46/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(130)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), η οποία ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), γνωμοδότησε επί των τεχνικών θεμάτων.

(131)

Προκειμένου να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό ώστε να διασφαλιστεί η εφαρμογή τους με αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο, η ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Το κεφάλαιο II και τα τμήματα 1 έως 4, το άρθρο 59 παράγραφος 4, το άρθρο 60 και τα τμήματα 6 και 8 του κεφαλαίου III και, στο μέτρο που αφορούν τις διατάξεις αυτές, το κεφάλαιο Ι και το τμήμα 9 του κεφαλαίου III και το κεφάλαιο IV του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται στις εταιρείες διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ και το άρθρο 6 παράγραφος 6 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (15).

2.   Οι αναφορές σε επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να περιλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα και οι αναφορές σε χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να περιλαμβάνουν δομημένες καταθέσεις σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 και άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τις διατάξεις εφαρμογής τους, όπως ορίζεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «αρμόδιο πρόσωπο» σε σχέση με επιχείρηση επενδύσεων: ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

διευθυντής, εταίρος ή ισοδύναμο πρόσωπο, διευθυντικό στέλεχος ή συνδεδεμένος αντιπρόσωπος της επιχείρησης·

β)

διευθυντής, εταίρος ή ισοδύναμο πρόσωπο, ή διευθυντικό στέλεχος τυχόν συνδεδεμένου αντιπροσώπου της επιχείρησης·

γ)

υπάλληλος της επιχείρησης ή ενός συνδεδεμένου αντιπροσώπου της, καθώς και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση και υπό τον έλεγχο της επιχείρησης ή συνδεδεμένου αντιπροσώπου της που συμμετέχει επίσης στην παροχή και άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την επιχείρηση·

δ)

φυσικό πρόσωπο που συμμετέχει άμεσα στην παροχή υπηρεσιών στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο συνδεδεμένο αντιπρόσωπό της στο πλαίσιο συμφωνίας εξωτερικής ανάθεσης για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων εκ μέρους της επιχείρησης·

2)   «οικονομικός αναλυτής»: αρμόδιο πρόσωπο που παράγει το ουσιώδες μέρος της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

3)   «εξωτερική ανάθεση»: συμφωνία οποιασδήποτε μορφής μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων και ενός παρόχου υπηρεσιών με την οποία ο πάροχος υπηρεσιών εκτελεί διαδικασία, παρέχει υπηρεσία ή ασκεί δραστηριότητα που θα είχε διαφορετικά παρασχεθεί ή ασκηθεί από την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων·

3α)   «πρόσωπο με το οποίο το αρμόδιο πρόσωπο έχει οικογενειακή σχέση»: ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

ο (η) σύζυγος του αρμόδιου προσώπου ή ο (η) σύντροφος του προσώπου αυτού που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, εξομοιώνεται με σύζυγο·

β)

εξαρτώμενο τέκνο ή θετό τέκνο του αρμόδιου προσώπου·

γ)

λοιποί συγγενείς του αρμόδιου προσώπου οι οποίοι κατά την ημερομηνία της σχετικής προσωπικής συναλλαγής ήταν μέλη του νοικοκυριού του προσώπου αυτού για τουλάχιστον ένα έτος·

4)   «συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων»: η συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16)·

5)   «αμοιβή»: όλες οι μορφές πληρωμών ή χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα από τις επιχειρήσεις στα αρμόδια πρόσωπα κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες·

6)   «εμπορεύματα»: αγαθά ανταλλάξιμα μεταξύ τους και δυνάμενα να παραδοθούν, περιλαμβανομένων των μετάλλων και των κραμάτων τους, των γεωργικών προϊόντων και της ενέργειας, π.χ. της ηλεκτρικής ενέργειας.

Άρθρο 3

Όροι που εφαρμόζονται στην παροχή πληροφοριών

1.   Στις περιπτώσεις που, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, απαιτείται η παροχή πληροφοριών σε σταθερό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο 62) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν το δικαίωμα να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές σε σταθερό μέσο άλλο από το χαρτί μόνον εφόσον:

α)

η παροχή των πληροφοριών με το μέσο αυτό είναι κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη· και

β)

εάν του παρέχεται δυνατότητα επιλογής μεταξύ πληροφόρησης σε χαρτί ή στο άλλο σταθερό μέσο, το πρόσωπο στο οποίο παρέχονται οι πληροφορίες επιλέγει ρητά την παροχή πληροφοριών στο άλλο μέσο.

2.   Εάν, σύμφωνα με τα άρθρα 46, 47, 48, 49, 50 ή 66 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει σε πελάτη πληροφορίες μέσω δικτυακού τόπου και οι πληροφορίες αυτές δεν απευθύνονται προσωπικά σε αυτό τον πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η παροχή των πληροφοριών στο μέσο αυτό είναι κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη·

β)

ο πελάτης πρέπει να συναινεί ρητά στην παροχή αυτών των πληροφοριών στην εν λόγω μορφή·

γ)

η διεύθυνση του δικτυακού τόπου, καθώς και το σημείο του δικτυακού τόπου στο οποίο είναι προσβάσιμες οι πληροφορίες, κοινοποιούνται ηλεκτρονικά στον πελάτη·

δ)

οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι επικαιροποιημένες·

ε)

οι πληροφορίες πρέπει να είναι προσβάσιμες σε συνεχή βάση μέσω του εν λόγω δικτυακού τόπου για το χρονικό διάστημα που εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι χρειάζεται ο πελάτης για να τις εξετάσει.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η παροχή πληροφοριών με ηλεκτρονική επικοινωνία θεωρείται κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη όταν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο πελάτης έχει τακτική πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Η παροχή από τον πελάτη ηλεκτρονικής διεύθυνσης για τους σκοπούς της άσκησης αυτής της δραστηριότητας πρέπει να θεωρείται επαρκής ένδειξη για το σκοπό αυτό.

Άρθρο 4

Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών περιστασιακά

(άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Για τους σκοπούς της εξαίρεσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια επενδυτική υπηρεσία θεωρείται ότι παρέχεται περιστασιακά στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

υπάρχει στενή και πραγματική συνάφεια μεταξύ της επαγγελματικής δραστηριότητας και της παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας στον ίδιο πελάτη, έτσι ώστε η επενδυτική υπηρεσία να μπορεί να θεωρηθεί ως συμπληρωματική της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας·

β)

η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών προς τους πελάτες της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας δεν στοχεύει στην παροχή μιας συστηματικής πηγής εσόδων στο πρόσωπο που παρέχει την επαγγελματική δραστηριότητα· και

γ)

το πρόσωπο που παρέχει την επαγγελματική δραστηριότητα δεν διαθέτει στην αγορά ούτε προωθεί κατ' άλλο τρόπο την ικανότητά του να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, εκτός εάν αυτές γνωστοποιούνται στους πελάτες ως συμπληρωματικές της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας.

Άρθρο 5

Ενεργειακά προϊόντα χονδρικής που πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ένα ενεργειακό προϊόν χονδρικής πρέπει να εκκαθαρίζεται με φυσική παράδοση, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

περιλαμβάνει διατάξεις που θα εξασφαλίζουν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν ανάλογες ρυθμίσεις ώστε να είναι σε θέση να παραδώσουν ή να λάβουν τα υποκείμενα εμπορεύματα· μια συμφωνία εξισορρόπησης με τον διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου θεωρείται αναλογική ρύθμιση όταν τα μέρη της συμφωνίας οφείλουν να εξασφαλίζουν τη φυσική παράδοση ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου·

β)

προβλέπει ανεπιφύλακτες, απεριόριστες και εκτελεστές υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών να παραδίδουν και να παραλαμβάνουν το υποκείμενο εμπόρευμα·

γ)

δεν επιτρέπει σε κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη την αντικατάσταση της φυσικής παράδοσης με διακανονισμό τοις μετρητοίς·

δ)

οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση δεν μπορούν να αντισταθμιστούν με υποχρεώσεις που απορρέουν από άλλες συμβάσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των συμβαλλόμενων μερών, να συμψηφίζουν τις υποχρεώσεις πληρωμής τους σε μετρητά.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), ο επιχειρησιακός συμψηφισμός στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από μια σύμβαση έναντι των υποχρεώσεων που απορρέουν από άλλες συμβάσεις.

2.   Ως λειτουργικός συμψηφισμός θα πρέπει να νοείται οποιοσδήποτε ορισμός ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που πρέπει να τροφοδοτείται σε ένα δίκτυο κατόπιν απαίτησης των κανόνων ή αιτήσεων του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) για μια οντότητα που εκτελεί ισοδύναμη λειτουργία με ένα διαχειριστή συστήματος μεταφοράς σε εθνικό επίπεδο. Οιοσδήποτε ορισμός ποσοτήτων που βασίζεται σε λειτουργικό συμψηφισμό δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των συμβαλλόμενων μερών.

3.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι περιπτώσεις ανωτέρας βίας περιλαμβάνουν κάθε έκτακτο γεγονός ή σύνολο περιστάσεων που δεν εμπίπτουν στον έλεγχο των συμβαλλόμενων μερών και δεν θα μπορούσαν να έχουν εύλογα προβλεφθεί ή αποφευχθεί ενεργώντας με την κατάλληλη και δέουσα επιμέλεια και τα οποία εμποδίζουν το ένα ή και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη στην εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων.

4.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η καλόπιστη αδυναμία εκκαθάρισης περιλαμβάνει οποιοδήποτε γεγονός ή σύνολο περιστάσεων, που δεν χαρακτηρίζονται ως ανωτέρα βία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, τα οποία καθορίζονται αντικειμενικά και ρητά στους όρους της σύμβασης, όπου το ένα ή και τα δύο μέρη της σύμβασης που ενεργούν με καλή πίστη δεν εκπληρώνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.

5.   Η ύπαρξη ανωτέρας βίας ή διατάξεων περί καλόπιστης αδυναμίας εκκαθάρισης δεν εμποδίζουν ένα συμβόλαιο από το να θεωρηθεί ως «εκκαθαριζόμενο με φυσική παράδοση» για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

6.   Η ύπαρξη ρητρών αθέτησης, δεδομένου ότι ο συμβαλλόμενος δικαιούται χρηματική αποζημίωση σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή πλημμελούς εκτέλεσης της σύμβασης, δεν εμποδίζει τη σύμβαση από το να θεωρηθεί ως «εκκαθαριζόμενη με φυσική παράδοση» κατά την έννοια του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65 /ΕΕ.

7.   Οι μέθοδοι παράδοσης για τις συμβάσεις που θεωρούνται «εκκαθαριζόμενες με φυσική παράδοση» κατά την έννοια του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

τη φυσική παράδοση των ίδιων των σχετικών εμπορευμάτων·

β)

την παράδοση εγγράφου που παρέχει δικαιώματα ιδιοκτησίας επί των σχετικών εμπορευμάτων ή της αντίστοιχης ποσότητας των σχετικών εμπορευμάτων·

γ)

άλλες μεθόδους που επιφέρουν τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σε σχέση με την αντίστοιχη ποσότητα εμπορευμάτων, χωρίς τη φυσική παράδοσή τους, συμπεριλαμβανομένης της κοινοποίησης, του προγραμματισμού ή υπόδειξης στον διαχειριστή του δικτύου παροχής ενέργειας, που παρέχει στον παραλήπτη δικαιώματα στη σχετική ποσότητα των εμπορευμάτων.

Άρθρο 6

Συμβάσεις παραγώγων ενέργειας που σχετίζονται με το πετρέλαιο, τον άνθρακα και ενεργειακά προϊόντα χονδρικής

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ως συμβάσεις παραγώγων ενέργειας που σχετίζονται με το πετρέλαιο νοούνται οι συμβάσεις με κάθε είδους ορυκτέλαιο και αέρια πετρελαίου, είτε σε υγρή ή αέρια μορφή, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων, συστατικών και των παραγώγων του πετρελαίου και των καυσίμων μεταφοράς πετρελαίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με πρόσθετα βιοκαυσίμων, ως υποκείμενα στοιχεία.

2.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ως συμβάσεις παραγώγων ενέργειας που σχετίζονται με τον άνθρακα νοούνται οι συμβάσεις με τον άνθρακα, ο οποίος ορίζεται ως μαύρη ή σκούρα καφέ εύφλεκτη ορυκτή ουσία που αποτελείται από ανθρακοποιημένη φυτική ύλη που χρησιμοποιείται ως καύσιμο, ως υποκείμενο στοιχείο.

3.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι συμβάσεις που έχουν τα χαρακτηριστικά των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 αποτελούν παράγωγα με την ηλεκτρική ενέργεια ή το φυσικό αέριο ως υποκείμενα στοιχεία, σύμφωνα με τα στοιχεία β) και δ) του άρθρου 2 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 7

Άλλα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια σύμβαση που δεν είναι σύμβαση για άμεση παράδοση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 4 θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων εφόσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πληρούται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας που επιτελεί λειτουργία όμοια με εκείνη μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ενός ΠΜΔ ή ΜΟΔ·

ii)

ορίζεται ρητά ότι αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους κανόνες ρυθμιζόμενης αγοράς, ενός ΠΜΔ, ΜΟΔ ή παρόμοιου τόπου διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας·

iii)

ισοδυναμεί με σύμβαση που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ και ΜΟΔ ή παρόμοιου τόπου διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας, σε σχέση με την τιμή, την μονάδα διαπραγμάτευσης, την ημερομηνία παράδοσης και άλλους συμβατικούς όρους·

β)

είναι τυποποιημένη κατά τρόπο ώστε η τιμή, η μονάδα διαπραγμάτευσης, η ημερομηνία παράδοσης και τυχόν άλλοι όροι προσδιορίζονται πρωτίστως κατ' αναφορά προς τακτικά δημοσιευόμενες τιμές, συνήθεις μονάδες διαπραγμάτευσης ή συνήθεις ημερομηνίες παράδοσης.

2.   Ως σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 νοείται μια σύμβαση πώλησης εμπορεύματος, περιουσιακού στοιχείου ή δικαιώματος, βάσει της οποίας η παράδοση προβλέπεται να πραγματοποιηθεί εντός του μακρότερου από τα εξής δύο χρονικά διαστήματα:

α)

2 ημέρες διαπραγμάτευσης·

β)

χρονικό διάστημα που γίνεται γενικά δεκτό στην αγορά ως συνήθης προθεσμία παράδοσης για το σχετικό εμπόρευμα, περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα.

Ωστόσο, μια σύμβαση δεν πρέπει να νοείται ως σύμβαση για άμεση παράδοση όταν, ανεξαρτήτως των ρητών της όρων, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι η παράδοση του υποκείμενου μέσου θα αναβληθεί και δεν θα πραγματοποιηθεί εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

3.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18), μια σύμβαση παραγώγου, η οποία αφορά υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο εν λόγω τμήμα ή στο άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού, θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

υπόκειται σε διακανονισμό τοις μετρητοίς ή μπορεί να εκκαθαριστεί τοις μετρητοίς κατ' επιλογή ενός ή περισσοτέρων συμβαλλομένων μερών, για λόγους διαφορετικούς από την αθέτηση υποχρέωσης ή άλλο γεγονός που λύει τη σύμβαση·

β)

αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ, ΜΟΔ ή τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας που επιτελεί λειτουργία όμοια με εκείνη μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ενός ΜΟΔΜΔ ή ΠΜΔ·

γ)

οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 πληρούνται σε σχέση με τη σχετική σύμβαση.

4.   Μια σύμβαση θεωρείται ότι έχει εμπορικό χαρακτήρα για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, για τους σκοπούς του τμήματος Γ σημεία 7 και 10 του ίδιου παραρτήματος, εφόσον πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχει συναφθεί με ή από φορέα εκμετάλλευσης ή διαχειριστή δικτύου μεταφοράς ενέργειας, μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου αγωγών·

β)

είναι απαραίτητη η τήρηση ισορροπίας όσον αφορά τις προμήθειες και τις χρήσεις της ενέργειας σε δεδομένη στιγμή, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία η εφεδρική δυναμικότητα που έχει αποκτηθεί από διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ μεταφέρεται από έναν προκαθορισμένο πάροχο υπηρεσιών εξισορρόπησης σε άλλο με τη συγκατάθεση του αρμόδιου διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς.

Άρθρο 8

Παράγωγα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 10 της οδηγίας 2014/65/EΕ

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Εκτός από τις συμβάσεις παραγώγων που αναφέρονται ρητά στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια σύμβαση παραγώγων υπόκειται στις διατάξεις του ίδιου τμήματος εφόσον πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο εν λόγω τμήμα και στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού και σχετίζεται με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

εύρος ζώνης τηλεπικοινωνιών·

β)

ικανότητα αποθήκευσης εμπορευμάτων·

γ)

δυνατότητα μετάδοσης ή μεταφοράς σε σχέση με εμπορεύματα, είτε πρόκειται για καλώδια, αγωγούς ή άλλα μέσα, με εξαίρεση τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ικανότητα μετάδοσης μεταξύ δύο ζωνών όταν έχουν συναφθεί με ή από διαχειριστή συστήματος μετάδοσης στην πρωτογενή αγορά ή πρόσωπα που ενεργούν ως φορείς παροχής υπηρεσιών για λογαριασμό τους με σκοπό τη διανομή της δυνατότητας μετάδοσης·

δ)

παραχώρηση εκμετάλλευσης, πίστωση, άδεια, δικαίωμα ή παρόμοιο περιουσιακό στοιχείο που συνδέεται άμεσα με την προμήθεια, διανομή ή κατανάλωση ενέργειας που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές, εκτός εάν η σύμβαση ήδη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παραρτήματος Ι τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ε)

γεωλογική, περιβαλλοντική ή άλλη φυσική μεταβλητή, εκτός αν η σύμβαση σχετίζεται με τα μερίδια που αναγνωρίζονται για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19)·

στ)

οποιοδήποτε άλλο αντικαταστατό περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα, εκτός των μεταβιβάσιμων δικαιωμάτων λήψης υπηρεσίας·

ζ)

δείκτης ή μετρικό μέγεθος σχετιζόμενο με την τιμή ή αξία ή με τον όγκο των συναλλαγών σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα, υπηρεσία ή υποχρέωση·

η)

δείκτης ή μετρικό μέγεθος βασισμένο σε αναλογιστική στατιστική.

Άρθρο 9

Επενδυτική συμβουλή

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ}

Για τους σκοπούς του ορισμού της «επενδυτικής συμβουλής» στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/65/EΕ, μια προσωπική σύσταση συνιστά σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως επενδυτή ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή.

Η σύσταση αυτή παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσώπου αυτού και αποτελεί σύσταση για τη διενέργεια ενός από τα ακόλουθα σύνολα ενεργειών:

α)

αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου·

β)

άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου.

Μια σύσταση δεν νοείται ως προσωπική σύσταση εάν εκδίδεται αποκλειστικά προς το κοινό.

Άρθρο 10

Χαρακτηριστικά άλλων συμβάσεων παραγώγων σχετιζόμενων με νομίσματα

1.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος I τμήμα Γ σημείο 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άλλες συμβάσεις επί παραγώγων που σχετίζονται με νόμισμα δεν αποτελούν χρηματοοικονομικό μέσο εφόσον η σύμβαση συνίσταται σε ένα από τα ακόλουθα:

α)

σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου·

β)

τρόπος πληρωμής, ο οποίος:

i)

πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση για άλλο λόγο εκτός από αδυναμία πληρωμής ή άλλο γεγονός που επιφέρει τη λύση της σύμβασης·

ii)

έχει συναφθεί από τουλάχιστον ένα άτομο, το οποίο δεν αποτελεί χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20)·

iii)

έχει συναφθεί προκειμένου να διευκολυνθεί η πληρωμή προσδιορίσιμων αγαθών, υπηρεσιών ή άμεσων επενδύσεων· και

iv)

δεν αποτελεί αντικείμενο συναλλαγής σε τόπο διαπραγμάτευσης.

2.   Ως σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 νοείται μια σύμβαση ανταλλαγής νομισμάτων, βάσει της οποίας η παράδοση προβλέπεται να πραγματοποιηθεί εντός του μακρότερου από τα εξής δύο χρονικά διαστήματα:

α)

δύο ημέρες διαπραγμάτευσης σε σχέση με οποιοδήποτε ζεύγος των κυριότερων νομισμάτων που ορίζονται στην παράγραφο 3·

β)

για κάθε ζεύγος νομισμάτων, όπου τουλάχιστον ένα νόμισμα δεν αποτελεί σημαντικό νόμισμα, από το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ των 2 ημερών διαπραγμάτευσης ή της περιόδου που είναι γενικά αποδεκτή στην αγορά για το συγκεκριμένο ζεύγος νομισμάτων ως περίοδος παράδοσης·

γ)

εφόσον η σύμβαση για την ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών χρησιμοποιείται για τον κύριο σκοπό της πώλησης ή αγοράς κινητής αξίας ή μεριδίου ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, η περίοδος που είναι γενικώς αποδεκτή στην αγορά για τον διακανονισμό της εν λόγω κινητής αξίας ή μεριδίου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ως συνήθης προθεσμία παράδοσης ή 5 ημέρες διαπραγμάτευσης, όποια από τις δύο περιόδους είναι μικρότερη.

Μια σύμβαση δεν θεωρείται σύμβαση για άμεση παράδοση όταν, ανεξαρτήτως των ρητών της όρων, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι η παράδοση του νομίσματος θα αναβληθεί και δεν θα πραγματοποιηθεί εντός της περιόδου που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο.

3.   Τα κύρια νομίσματα για τους σκοπούς της παραγράφου 2 περιλαμβάνουν μόνο το δολάριο ΗΠΑ, το ευρώ, το ιαπωνικό γιεν, τη λίρα στερλίνα, το δολάριο Αυστραλίας, το ελβετικό φράγκο, το δολάριο Καναδά, το δολάριο Χονγκ Κονγκ, τη σουηδική κορώνα, το δολάριο Νέας Ζηλανδίας, το δολάριο Σιγκαπούρης, τη νορβηγική κορώνα, το μεξικάνικο πέσο, το κροατικό κούνα, το λεβ Βουλγαρίας, την τσεχική κορώνα, τη δανική κορώνα, το ουγγρικό φιορίνι, το πολωνικό ζλότι και το ρουμανικό λέου.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ως ημέρα διαπραγμάτευσης νοείται οποιαδήποτε ημέρα κανονικής διαπραγμάτευσης στη δικαιοδοσία των δύο νομισμάτων που ανταλλάσσονται σύμφωνα με τη σύμβαση για την ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών και στη δικαιοδοσία ενός τρίτου νομίσματος όπου πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών συνεπάγεται τη μετατροπή τους μέσω του εν λόγω τρίτου νομίσματος για τους σκοπούς της ρευστότητας·

β)

η συνήθης προθεσμία παράδοσης για την ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών παραπέμπει στην δικαιοδοσία του εν λόγω τρίτου νομίσματος.

Άρθρο 11

Μέσα χρηματαγοράς

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Τα μέσα χρηματαγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, περιλαμβάνουν έντοκα γραμμάτια, πιστοποιητικά καταθέσεων, εμπορικά χρεόγραφα και άλλα μέσα με ουσιαστικά ισοδύναμα χαρακτηριστικά εφόσον παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α)

έχουν αξία που μπορεί να προσδιοριστεί ανά πάσα στιγμή·

β)

δεν είναι παράγωγα·

γ)

έχουν ληκτότητα κατά την έκδοση μέχρι και 397 ημέρες.

Άρθρο 12

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, για καθεμία από τις μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα όταν εσωτερικεύει σύμφωνα με τα εξής κριτήρια:

α)

σε συχνή και συστηματική βάση στο χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i)

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 0,4 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στη σχετική κατηγορία παραγώγων που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii)

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών σε σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο σε καθημερινή βάση·

β)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο σε καθημερινή βάση·

γ)

σε ουσιαστική βάση σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο όταν το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από ένα εκ των κατωτέρω:

i)

15 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο που πραγματοποιείται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών και πραγματοποιείται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά·

ii)

0,4 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο που πραγματοποιείται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

Άρθρο 13

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για ομόλογα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Μια επιχείρηση επενδύσεων νοείται ως συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά όλα τα ομόλογα που ανήκουν σε μια κατηγορία ομολόγων και εκδίδονται από την ίδια οντότητα ή από οποιαδήποτε οντότητα εντός του ίδιου ομίλου, εφόσον, σε σχέση με οποιοδήποτε τέτοιο ομόλογο, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα ομόλογο για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, εφόσον κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i)

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 2,5 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στο σχετικό ομόλογο που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii)

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών σε σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα ομόλογο για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, εφόσον κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ)

σε ουσιαστική βάση σε ένα ομόλογο εφόσον το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από:

i)

25 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω ομόλογο που εκτελείται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών και εκτελείται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά·

ii)

1 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω ομόλογο που εκτελείται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

Άρθρο 14

Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές για τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Μια επιχείρηση επενδύσεων νοείται ως συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά όλα τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που ανήκουν σε μια κατηγορία δομημένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που εκδίδονται από την ίδια οντότητα ή από οποιαδήποτε οντότητα εντός του ίδιου ομίλου, εφόσον, σε σχέση με οποιοδήποτε τέτοιο δομημένο χρηματοοικονομικό προϊόν, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i)

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 4 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στο σχετικό δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν που εκτελείται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii)

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών σε σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ)

σε ουσιαστική βάση σε ένα δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν, όταν το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από:

i)

30 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν που εκτελείται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών και εκτελείται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά· ή

ii)

2,25 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν που εκτελείται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

Άρθρο 15

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για παράγωγα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όσον αφορά όλα τα παράγωγα που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων, εφόσον, σε σχέση με τα εν λόγω παράγωγα, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα εξής κριτήρια:

α)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα παράγωγο για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i)

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 2,5 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στη σχετική κατηγορία παραγώγων που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii)

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών σε αυτήν την κατηγορία παραγώγων λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα παράγωγο για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό στη σχετική κατηγορία παραγώγων, κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ)

σε ουσιαστική βάση σε ένα παράγωγο όπου το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από:

i)

25 % του συνολικού κύκλου εργασιών στην εν λόγω κατηγορία παραγώγων που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών και εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά·

ii)

1 % του συνολικού κύκλου εργασιών στην εν λόγω κατηγορία παραγώγων που εκτελούνται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

Άρθρο 16

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για δικαιώματα εκπομπής ρύπων

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων όταν, σε σχέση με το εν λόγω μέσο, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα εξής κριτήρια:

α)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δικαίωμα εκπομπής ρύπων για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i)

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 4 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στο σχετικό είδος δικαιώματος εκπομπής ρύπων που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii)

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών σε αυτό το είδος δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δικαίωμα εκπομπής ρύπων για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό στο σχετικό είδος δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ)

σε ουσιαστική βάση σε ένα δικαίωμα εκπομπής ρύπων, όπου το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από ένα των εξής:

i)

30 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω είδος δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών και εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά· ή

ii)

2,25 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω είδος δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων που εκτελούνται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

Άρθρο 17

Σχετικές περίοδοι αξιολόγησης

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 12 έως 16 αξιολογούνται σε τριμηνιαία βάση, σύμφωνα με τα στοιχεία των τελευταίων 6 μηνών. Η περίοδος αξιολόγησης αρχίζει την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Ιανουαρίου, του Απριλίου, του Ιουλίου και του Οκτωβρίου.

Τα νεοεκδιδόμενα μέσα λαμβάνονται υπόψη στην αξιολόγηση μόνο όταν τα ιστορικά δεδομένα καλύπτουν περίοδο τουλάχιστον τριών μηνών στην περίπτωση των μετοχών, των πιστοποιητικών αποθετηρίου, των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, των πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων, και έξι εβδομάδες στην περίπτωση των ομολόγων, των δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων και των παραγώγων.

Άρθρο 18

Αλγοριθμικές συναλλαγές

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Για τους σκοπούς του περαιτέρω προσδιορισμού του ορισμού των αλγοριθμικών συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ένα σύστημα θεωρείται ότι έχει μηδενική ή περιορισμένη ανθρώπινη παρέμβαση όταν, για κάθε διαδικασία εντολής ή δημιουργίας προσφοράς ή κάθε διαδικασία για τη βελτιστοποίηση της εκτέλεσης εντολών, ένα αυτοματοποιημένο σύστημα λαμβάνει αποφάσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της έναρξης, δημιουργίας, δρομολόγησης ή εκτέλεσης εντολών ή προσφορών σύμφωνα με προκαθορισμένες παραμέτρους.

Άρθρο 19

Τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.   Ένα υψηλό ημερήσιο επίπεδο μηνυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ αποτελείται από την υποβολή κατά μέσο όρο οποιουδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

τουλάχιστον 2 μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο σε σχέση με οποιοδήποτε ενιαίο χρηματοπιστωτικό μέσο που τελεί υπό διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης·

β)

τουλάχιστον 4 μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο σε σχέση με όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα μηνύματα που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, περιλαμβάνονται στον υπολογισμό. Τα μηνύματα που εισάγονται για τον σκοπό της διαπραγμάτευσης και πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μηνύματα που εισάγονται με σκοπό τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό. Μηνύματα που εισάγονται με τεχνικές άλλες από εκείνες που βασίζονται στη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό στην περίπτωση κατά την οποία η τεχνική εκτέλεσης της επιχείρησης δομείται με τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εκτέλεση για ίδιο λογαριασμό.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, για τον υπολογισμό των υψηλών ενδοημερήσιων ποσοστών μηνυμάτων σε σχέση με παρόχους άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης, μηνύματα που υποβάλλονται από τους πελάτες άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης εξαιρούνται από τους υπολογισμούς.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι τόποι διαπραγμάτευσης διαθέτουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, κατόπιν αιτήματος, εκτιμήσεις του μέσου αριθμού μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο σε μηνιαία βάση δύο εβδομάδες μετά το τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα, λαμβάνοντας έτσι υπόψη όλα τα μηνύματα που υποβλήθηκαν κατά τους προηγούμενους 12 μήνες.

Άρθρο 20

Άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.   Ένα πρόσωπο θεωρείται ότι δεν είναι ικανό να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όταν το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί να ασκεί διακριτική ευχέρεια όσον αφορά το ακριβές κλάσμα δευτερολέπτου εισόδου της εντολής και τη διάρκεια ζωής της εντολής εντός του εν λόγω χρονικού πλαισίου.

2.   Ένα πρόσωπο θεωρείται ότι δεν είναι ικανό να πραγματοποιεί την εν λόγω άμεση διαβίβαση ηλεκτρονικών εντολών, όταν πραγματοποιείται μέσω ρυθμίσεων για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών εκτέλεσης εντολών που καθορίζουν τις παραμέτρους της εντολής, εκτός από τον χώρο ή τους χώρους όπου θα υποβαλλόταν η εντολή, εκτός αν αυτές οι ρυθμίσεις είναι ενσωματωμένες στα συστήματα των πελατών και όχι σε εκείνες του μέλους ή συμμετέχοντος σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ενός ΠΜΔ ή ενός πελάτη ενός ΜΟΔ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Οργάνωση

Άρθρο 21

Γενικές οργανωτικές απαιτήσεις

(άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πληρούν τις ακόλουθες οργανωτικές απαιτήσεις:

α)

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν διαδικασίες λήψης αποφάσεων, καθώς και οργανωτική διάρθρωση που προσδιορίζει σαφώς και με τεκμηριωμένο τρόπο τις ιεραρχικές σχέσεις και την κατανομή λειτουργιών και αρμοδιοτήτων·

β)

να διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπά τους γνωρίζουν τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για την ορθή άσκηση των αρμοδιοτήτων τους·

γ)

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου που αποσκοπούν να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις και τις διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης επενδύσεων·

δ)

να χρησιμοποιούν προσωπικό με τις ικανότητες, τις γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί·

ε)

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν αποτελεσματική διαδικασία εσωτερικής πληροφόρησης και επικοινωνίας σε όλα τα κατάλληλα επίπεδα της επιχείρησης επενδύσεων·

στ)

να διατηρούν επαρκή και τακτικά αρχεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και της εσωτερικής τους οργάνωσης.

ζ)

να διασφαλίζουν ότι η άσκηση πολλαπλών λειτουργιών από τα αρμόδια πρόσωπά τους δεν εμποδίζει ούτε είναι πιθανό να εμποδίσει τα πρόσωπα αυτά να ασκήσουν οποιαδήποτε λειτουργία με επιμέλεια, εντιμότητα και επαγγελματισμό.

Όταν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται σε αυτήν την παράγραφο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επίσης υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο αυτών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν συστήματα και διαδικασίες επαρκείς για τη διαφύλαξη της ασφάλειας, της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των εν λόγω πληροφοριών.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλη πολιτική συνέχειας της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους που διασφαλίζει, σε περίπτωση διακοπής των συστημάτων και διαδικασιών τους, τη διαφύλαξη των σημαντικότερων δεδομένων και λειτουργιών τους και τη διατήρηση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, την έγκαιρη ανάκτηση αυτών των δεδομένων και λειτουργιών και την έγκαιρη αποκατάσταση της παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν λογιστικές πολιτικές και διαδικασίες που τους επιτρέπουν, όταν αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές, να υποβάλλουν εγκαίρως σε αυτές οικονομικές εκθέσεις οι οποίες αντικατοπτρίζουν την πραγματική και ακριβή εικόνα της χρηματοοικονομικής κατάστασής τους και συνάδουν με όλα τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα και κανόνες.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν και, σε τακτική βάση, αξιολογούν την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων, των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και των ρυθμίσεων που έχουν θεσπίσει σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 και λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών.

Άρθρο 22

Συμμόρφωση

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν επαρκείς πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό οποιωνδήποτε κινδύνων μη συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και των συναφών κινδύνων και θέτουν σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα και διαδικασίες προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους αυτούς και να επιτρέψουν στις αρμόδιες αρχές να ασκούν αποτελεσματικά τις εξουσίες που τους αναθέτει η εν λόγω οδηγία.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επίσης υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο αυτών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν και διατηρούν μόνιμη και αποτελεσματική δομή συμμόρφωσης η οποία λειτουργεί ανεξάρτητα και έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α)

παρακολούθηση σε μόνιμη βάση και αξιολόγηση σε τακτική βάση της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας των μέτρων, πολιτικών και διαδικασιών που θεσπίζονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, καθώς και των ενεργειών που αναλαμβάνονται για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών στη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις της·

β)

παροχή συμβουλών και συνδρομής στα αρμόδια πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την παροχή και άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων προκειμένου να τηρηθούν οι υποχρεώσεις που υπέχει η επιχείρηση δυνάμει της οδηγίας 2014/65/EΕ·

γ)

υποβολή έκθεσης στο διοικητικό όργανο, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του συνολικού περιβάλλοντος ελέγχου για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, σχετικά με τους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί και σχετικά με τις εκθέσεις για τον χειρισμό των καταγγελιών, καθώς και επανορθωτικά μέτρα που έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν·

δ)

παρακολούθηση των εργασιών της διαδικασίας χειρισμού καταγγελιών και αντιμετώπιση των καταγγελιών ως πηγής σχετικών πληροφοριών στο πλαίσιο των γενικών αρμοδιοτήτων παρακολούθησής της.

Προκειμένου να συμμορφωθεί με τα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, η δομή συμμόρφωσης προβαίνει σε αξιολόγηση βάσει της οποίας καταρτίζει πρόγραμμα παρακολούθησης με βάση τον κίνδυνο που λαμβάνει υπόψη όλους τους τομείς των επενδυτικών υπηρεσιών της επιχείρησης επενδύσεων, τις δραστηριότητες και τυχόν συναφείς βοηθητικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών πληροφοριών που συγκεντρώνονται σε σχέση με την παρακολούθηση του χειρισμού των καταγγελιών. Το πρόγραμμα παρακολούθησης θεσπίζει προτεραιότητες που καθορίζονται από την εκτίμηση του κινδύνου συμμόρφωσης που διασφαλίζει ότι ο κίνδυνος συμμόρφωσης παρακολουθείται πλήρως.

3.   Προκειμένου να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη και ανεξάρτητη άσκηση των αρμοδιοτήτων της δομής συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η δομή συμμόρφωσης διαθέτει την απαραίτητη εξουσία, τους πόρους και την εμπειρογνωμοσύνη καθώς και πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες·

β)

ορίζεται και αντικαθίσταται από το διοικητικό όργανο υπεύθυνος συμμόρφωσης που φέρει την ευθύνη για τη λειτουργία συμμόρφωσης και για κάθε αναφορά σχετική με τη συμμόρφωση που απαιτεί η οδηγία 2014/65/EΕ και το άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

γ)

η δομή συμμόρφωσης υποβάλλει εκθέσεις κατά περίπτωση απευθείας στο διοικητικό όργανο, όταν εντοπίζει σημαντικό κίνδυνο μη συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις της βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

δ)

τα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στη δομή συμμόρφωσης δεν συμμετέχουν στην παροχή των υπηρεσιών ή στην άσκηση των δραστηριοτήτων τις οποίες παρακολουθούν·

ε)

η μέθοδος προσδιορισμού της αμοιβής των αρμόδιων προσώπων που συμμετέχουν στη δομή συμμόρφωσης δεν θέτει ούτε είναι πιθανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την αντικειμενικότητά τους.

4.   Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν υποχρεούται να συμμορφωθεί με το στοιχείο γ) ή το στοιχείο δ) της παραγράφου 3 εάν είναι σε θέση να αποδείξει ότι, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της, καθώς και της φύσης και του φάσματος των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της, οι απαιτήσεις βάσει του στοιχείου δ) ή ε) δεν είναι αναλογικές και ότι η δομή συμμόρφωσης εξακολουθεί να είναι αποτελεσματική. Στην περίπτωση αυτή, η επιχείρηση επενδύσεων εκτιμά κατά πόσον διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα της δομής συμμόρφωσης. Η εκτίμηση επανεξετάζεται σε τακτική βάση.

Άρθρο 23

Διαχείριση κινδύνου

(άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αναλαμβάνουν τις ακόλουθες δράσεις που αφορούν τη διαχείριση κινδύνου:

α)

θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που επιτρέπουν τον εντοπισμό των κινδύνων που συνδέονται με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τα συστήματα της επιχείρησης και, κατά περίπτωση, καθορίζουν το ανεκτό για την επιχείρηση επίπεδο κινδύνου·

β)

θεσπίζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τα συστήματα της επιχείρησης λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει καθοριστεί·

γ)

παρακολουθούν τα ακόλουθα:

i)

την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων·

ii)

το επίπεδο συμμόρφωσης της επιχείρησης επενδύσεων και των αρμόδιων προσώπων της επιχείρησης με τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με το στοιχείο β)·

iii)

την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών των εν λόγω πολιτικών, διαδικασιών, ρυθμίσεων, επεξεργασιών και μηχανισμών, περιλαμβανόμενης της μη συμμόρφωσης των αρμόδιων προσώπων της επιχείρησης με αυτές τις ρυθμίσεις ή διαδικασίες.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, εφόσον είναι σκόπιμο και αναλογικό λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους, θεσπίζουν και διατηρούν ανεξάρτητη λειτουργία διαχείρισης κινδύνου με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

εφαρμογή της πολιτικής και των διαδικασιών που ορίζονται στην παράγραφο 1·

β)

υποβολή εκθέσεων και παροχή συμβουλών στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2.

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν θεσπίζει και διατηρεί λειτουργία διαχείρισης κινδύνου στο πλαίσιο του πρώτου εδαφίου, είναι σε θέση να αποδείξει, κατόπιν αιτήματος, ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες τις οποίες έχει θεσπίσει σύμφωνα με την παράγραφο 1 πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται εκεί.

Άρθρο 24

Εσωτερικός έλεγχος

(άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, εφόσον είναι σκόπιμο και αναλογικό λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους, θεσπίζουν και διατηρούν λειτουργία εσωτερικού ελέγχου χωριστή και ανεξάρτητη από τις άλλες λειτουργίες και δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α)

θέσπιση, εφαρμογή και διατήρηση προγράμματος εσωτερικού ελέγχου για την εξέταση και αξιολόγηση της καταλληλότητας και αποτελεσματικότητας των συστημάτων, μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και ρυθμίσεων της επιχείρησης επενδύσεων·

β)

διατύπωση συστάσεων με βάση τα αποτελέσματα των εργασιών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο α) και εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τις συστάσεις αυτές·

γ)

υποβολή εκθέσεων για θέματα εσωτερικού ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2.

Άρθρο 25

Ευθύνη των ανώτερων διευθυντικών στελεχών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι κατά την εσωτερική κατανομή των λειτουργιών, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και, κατά περίπτωση, η εποπτική λειτουργία, ευθύνονται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ειδικότερα, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και, κατά περίπτωση, η εποπτική λειτουργία υποχρεούνται να αξιολογούν και να επανεξετάζουν περιοδικά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών, των ρυθμίσεων και των διαδικασιών που έχουν θεσπιστεί για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται δυνάμει της οδηγίας 2014/65/EΕ και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση τυχόν αδυναμιών.

Η κατανομή σημαντικών λειτουργιών μεταξύ των ανώτερων διοικητικών στελεχών θεσπίζει σαφώς ποιος είναι υπεύθυνος για την εποπτεία και τη διατήρηση των οργανωτικών απαιτήσεων της επιχείρησης. Τα αρχεία της κατανομής των σημαντικών λειτουργιών τηρούνται επικαιροποιημένα.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη λαμβάνουν τακτικά, και τουλάχιστον σε ετήσια βάση, γραπτές εκθέσεις σχετικά με τα ζητήματα που καλύπτουν τα άρθρα 22, 23 και 24, στις οποίες πρέπει ιδίως να αναφέρεται αν λήφθηκαν τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση αδυναμιών.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι όταν υπάρχει εποπτική λειτουργία, λαμβάνει τακτικά γραπτές εκθέσεις σχετικά με τα ζητήματα που καλύπτονται από τα άρθρα 22, 23 και 24.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «εποπτική λειτουργία» είναι η λειτουργία εντός της επιχείρησης επενδύσεων η οποία είναι αρμόδια για την εποπτεία των ανώτερων διευθυντικών στελεχών της επιχείρησης.

Άρθρο 26

Χειρισμός καταγγελιών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματικές και διαφανείς πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης καταγγελιών για τον άμεσο χειρισμό των καταγγελιών πελατών ή δυνητικών πελατών. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχείο των καταγγελιών που παραλαμβάνονται και των μέτρων που λαμβάνονται για την επίλυσή τους.

Η πολιτική διαχείρισης καταγγελιών παρέχει σαφείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία χειρισμού των καταγγελιών. Αυτή η πολιτική εγκρίνεται από το διοικητικό όργανο της επιχείρησης.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιεύουν τις λεπτομέρειες της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται κατά τον χειρισμό μιας καταγγελίας. Οι εν λόγω λεπτομέρειες περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την πολιτική διαχείρισης καταγγελιών και τα στοιχεία επικοινωνίας της λειτουργίας διαχείρισης καταγγελιών. Οι πληροφορίες που παρέχονται σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, κατόπιν αιτήματος, ή κατά την επιβεβαίωση μιας καταγγελίας. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν τη δυνατότητα στους πελάτες και τους δυνητικούς πελάτες να υποβάλλουν καταγγελίες δωρεάν.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν μια δομή διαχείρισης καταγγελιών που είναι υπεύθυνη για τη διερεύνηση των καταγγελιών. Η λειτουργία αυτή μπορεί να ασκείται από τη δομή συμμόρφωσης.

4.   Κατά τον χειρισμό μιας καταγγελίας, οι επιχειρήσεις επενδύσεων επικοινωνούν με τους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες με σαφήνεια, σε απλή και ευνόητη γλώσσα και απαντούν στην καταγγελία, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ανακοινώνουν τη θέση της επιχείρησης σχετικά με την καταγγελία σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες και ενημερώνουν τους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες σχετικά με τις επιλογές τους, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι μπορούν να παραπέμπουν την καταγγελία σε εναλλακτικό φορέα επίλυσης διαφορών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 στοιχείο η) της οδηγίας 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21) για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών ή ότι ο πελάτης μπορεί να ασκήσει αστική αγωγή.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις καταγγελίες και τον χειρισμό των καταγγελιών στις αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση βάσει του εθνικού δικαίου, σε εναλλακτικό φορέα επίλυσης καταναλωτικών διαφορών (ADR).

7.   H δομή συμμόρφωσης των επιχειρήσεων επενδύσεων αναλύει τα δεδομένα για τις καταγγελίες και τον χειρισμό των καταγγελιών για να διασφαλίζεται ότι εντοπίζουν και αντιμετωπίζουν τυχόν κινδύνους ή ζητήματα.

Άρθρο 27

Πολιτικές και πρακτικές αμοιβών

(άρθρα 16, 23 και 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καθορίζουν και εφαρμόζουν πολιτικές και πρακτικές αμοιβών σύμφωνα με τις κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα όλων των πελατών της επιχείρησης, με στόχο τη διασφάλιση ότι οι πελάτες αντιμετωπίζονται δίκαια και τα συμφέροντά τους δεν θίγονται από τις πρακτικές αμοιβών οι οποίες εφαρμόζονται από την επιχείρηση βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.

Οι πολιτικές και οι πρακτικές αμοιβών είναι σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να μη δημιουργούν σύγκρουση συμφερόντων ή κίνητρο που να μπορεί να οδηγήσει τα σχετικά πρόσωπα να ευνοούν τα δικά τους συμφέροντα ή τα συμφέροντα της επιχείρησης, ενδεχομένως σε βάρος οποιουδήποτε πελάτη.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών τους εφαρμόζονται σε όλα τα σχετικά πρόσωπα που έχουν επιπτώσεις, άμεσα ή έμμεσα, στις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή στην εταιρική συμπεριφορά της, ανεξάρτητα από το είδος πελατών, στον βαθμό που η αμοιβή των εν λόγω προσώπων και παρόμοια κίνητρα μπορεί να δημιουργήσουν σύγκρουση συμφερόντων που τα ενθαρρύνει να ενεργούν ενάντια στα συμφέροντα οποιουδήποτε εκ των πελατών της επιχείρησης.

3.   Το διοικητικό όργανο της επιχείρησης επενδύσεων εγκρίνει, αφού λάβει συμβουλές από τη λειτουργία συμμόρφωσης, την πολιτική αμοιβών της επιχείρησης. Τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη της επιχείρησης επενδύσεων είναι υπεύθυνα για την καθημερινή εφαρμογή της πολιτικής αμοιβών και την παρακολούθηση των κινδύνων συμμόρφωσης που σχετίζονται με την πολιτική.

4.   Οι αμοιβές και παρόμοια κίνητρα δεν βασίζονται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σε ποσοτικά εμπορικά κριτήρια και λαμβάνουν πλήρως υπόψη τα κατάλληλα ποιοτικά κριτήρια που αντανακλούν τη συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανονισμούς, τη δίκαιη μεταχείριση των πελατών και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στους πελάτες.

Τηρείται ανά πάσα στιγμή ισορροπία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών, ούτως ώστε η διάρθρωση των αμοιβών να μην ευνοεί τα συμφέροντα της επιχείρησης επενδύσεων ή των σχετικών προσώπων της ενάντια στα συμφέροντα οποιουδήποτε πελάτη.

Άρθρο 28

Πεδίο εφαρμογής προσωπικών συναλλαγών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Για τους σκοπούς του άρθρου 29 και του άρθρου 37, προσωπική συναλλαγή είναι μια συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικό μέσο που πραγματοποιείται από ή για λογαριασμό αρμόδιου προσώπου, εφόσον πληρούται τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το αρμόδιο πρόσωπο ενεργεί εκτός του πεδίου των δραστηριοτήτων τις οποίες ασκεί με την επαγγελματική του ιδιότητα·

β)

η διαπραγμάτευση πραγματοποιείται για λογαριασμό ενός από τα ακόλουθα πρόσωπα:

i)

του αρμόδιου προσώπου·

ii)

οποιουδήποτε προσώπου έχει οικογενειακή σχέση ή στενούς δεσμούς με το αρμόδιο πρόσωπο· ή

iii)

προσώπου σε σχέση με το οποίο το αρμόδιο πρόσωπο έχει άμεσο ή έμμεσο ουσιώδες συμφέρον από το αποτέλεσμα της συναλλαγής, εκτός της απόκτησης αμοιβής ή προμήθειας για την εκτέλεση της συναλλαγής.

Άρθρο 29

Προσωπικές συναλλαγές

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλες ρυθμίσεις που αποσκοπούν στην αποτροπή των δραστηριοτήτων που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 στην περίπτωση κάθε αρμόδιου προσώπου που ασκεί δραστηριότητες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων ή που έχει, μέσω δραστηριότητας που ασκεί το πρόσωπο αυτό για λογαριασμό της επιχείρησης, πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή σε άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες σχετιζόμενες με πελάτες ή συναλλαγές με ή για πελάτες.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπα δεν εκτελούν προσωπική συναλλαγή που πληροί τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

απαγορεύεται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 στο πρόσωπο αυτό να πραγματοποιήσει τη συναλλαγή·

β)

η συναλλαγή συνεπάγεται την κατάχρηση ή αθέμιτη γνωστοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών·

γ)

η συναλλαγή αντιβαίνει ή είναι πιθανό ότι θα αντέβαινε σε υποχρέωση που υπέχει η επιχείρηση επενδύσεων δυνάμει της οδηγίας 2014/65/EΕ.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπα δεν συμβουλεύουν ή συνιστούν, εκτός του κανονικού πλαισίου της εργασίας τους ή της σύμβασης παροχής υπηρεσιών, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να εκτελέσει συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικά μέσα η οποία, εάν ήταν προσωπική συναλλαγή του αρμόδιου προσώπου, θα ενέπιπτε στις διατάξεις της παραγράφου 2 ή του άρθρου 37 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή στοιχείο β) ή του άρθρου 67 παράγραφος 3.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπα δεν γνωστοποιούν, παρά μόνον εντός του κανονικού πλαισίου της εργασίας τους ή της σύμβασης παροχής υπηρεσιών, οιαδήποτε πληροφορία ή γνώμη σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο όταν το αρμόδιο πρόσωπο γνωρίζει, ή ευλόγως οφείλει να γνωρίζει, ότι μετά τη γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών το άλλο πρόσωπο θα ήταν πιθανό να προβεί σε μια από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να εκτελέσει συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικά μέσα η οποία, εάν ήταν προσωπική συναλλαγή του αρμόδιου προσώπου, θα ενέπιπτε στις διατάξεις των παραγράφων 2 ή 3 ή του άρθρου 37 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) ή του άρθρου 67 παράγραφος 3·

β)

να συμβουλεύσει ή να βοηθήσει άλλο πρόσωπο να εκτελέσει τέτοιου είδους συναλλαγή.

5.   Οι ρυθμίσεις που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1 σχεδιάζονται έτσι ώστε να διασφαλίζουν ότι:

α)

κάθε αρμόδιο πρόσωπο που καλύπτεται από τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 γνωρίζει τους περιορισμούς στις προσωπικές συναλλαγές, καθώς και τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις προσωπικές συναλλαγές και τις γνωστοποιήσεις, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4·

β)

η επιχείρηση ενημερώνεται αμέσως σχετικά με οποιαδήποτε προσωπική συναλλαγή αρμόδιου προσώπου, είτε με κοινοποίηση της συναλλαγής αυτής είτε με άλλες διαδικασίες που επιτρέπουν στην επιχείρηση να εντοπίσει αυτές τις συναλλαγές.

γ)

τηρείται αρχείο των προσωπικών συναλλαγών που κοινοποιούνται στην επιχείρηση ή εντοπίζονται από αυτήν, περιλαμβανομένης κάθε έγκρισης ή απαγόρευσης μιας τέτοιας συναλλαγής.

Στην περίπτωση των συμβάσεων εξωτερικής ανάθεσης, η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι η επιχείρηση στην οποία ανατίθεται η δραστηριότητα διατηρεί αρχείο προσωπικών συναλλαγών αρμόδιων προσώπων και παρέχει τις πληροφορίες αυτές στην επιχείρηση επενδύσεων αμέσως μόλις αυτή τις ζητήσει.

6.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες προσωπικές συναλλαγές:

α)

προσωπικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών ελεύθερης διαχείρισης χαρτοφυλακίου όταν δεν υπάρχει προηγούμενη κοινοποίηση σε σχέση με τη συναλλαγή μεταξύ του διαχειριστή του χαρτοφυλακίου και του αρμόδιου προσώπου ή άλλου προσώπου για λογαριασμό του οποίου εκτελείται η συναλλαγή·

β)

προσωπικές συναλλαγές σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) ή ΟΕΕ που υπόκεινται σε εποπτεία βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους που απαιτεί ισοδύναμο επίπεδο κατανομής κινδύνου στα περιουσιακά τους στοιχεία, εφόσον το αρμόδιο πρόσωπο και κάθε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου εκτελούνται οι συναλλαγές δεν συμμετέχει στη διαχείριση του οργανισμού αυτού.

ΤΜΗΜΑ 2

Εξωτερική ανάθεση

Άρθρο 30

Πεδίο εφαρμογής των ουσιωδών και σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 και άρθρο 16 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου του άρθρου 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/EΕ, μια επιχειρησιακή λειτουργία θεωρείται ουσιώδης ή σημαντική εάν η πλημμελής εκτέλεση ή η μη εκτέλεσή της θα έθιγε σε ουσιαστικό βαθμό τη συνεχή συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων με τους όρους και τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της άδειας λειτουργίας της ή τις λοιπές υποχρεώσεις της δυνάμει της οδηγίας 2014/65/EΕ, ή τις οικονομικές της επιδόσεις ή την αρτιότητα ή τη συνέχεια των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της.

2.   Με την επιφύλαξη της σπουδαιότητας οποιασδήποτε άλλης λειτουργίας, οι ακόλουθες λειτουργίες δεν θεωρούνται ουσιώδεις ή σημαντικές για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

παροχή στην επιχείρηση επενδύσεων συμβουλευτικών υπηρεσιών και άλλων υπηρεσιών που δεν αποτελούν μέρος των επενδυτικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης, περιλαμβανομένης της παροχής νομικών συμβουλών σε αυτήν, της εκπαίδευσης του προσωπικού της, των υπηρεσιών τιμολόγησης και της ασφάλειας των εγκαταστάσεων και του προσωπικού της·

β)

αγορά τυποποιημένων υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών παροχής πληροφοριών σχετικά με την αγορά, καθώς και της παροχής πληροφοριών για τις τρέχουσες τιμές.

Άρθρο 31

Εξωτερική ανάθεση ουσιωδών και σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών

(άρθρο 16 παράγραφος 2, άρθρο 16 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναθέτουν σε εξωτερικούς φορείς ουσιώδεις ή σημαντικές επιχειρησιακές λειτουργίες εξακολουθούν να έχουν την πλήρη ευθύνη για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει της οδηγίας 2014/65/EΕ και πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εξωτερική ανάθεση δεν οδηγεί στη μεταβίβαση των ευθυνών των ανώτερων διευθυντικών στελεχών·

β)

δεν μεταβάλλονται η σχέση και οι υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων έναντι των πελατών της σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/EΕ·

γ)

δεν υπονομεύονται οι όροι τους οποίους πρέπει να πληροί η επιχείρηση επενδύσεων προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και να παραμείνει έτσι·

δ)

δεν καταργείται ούτε τροποποιείται κανένας από τους άλλους όρους υπό τους οποίους αδειοδοτήθηκε η επιχείρηση.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενεργούν με την απαιτούμενη δεξιότητα, μέριμνα και επιμέλεια όταν συνάπτουν, διαχειρίζονται και περατώνουν οποιαδήποτε συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης σε πάροχο υπηρεσιών για ουσιώδεις ή σημαντικές επιχειρησιακές λειτουργίες και λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πάροχος υπηρεσιών διαθέτει την ικανότητα, τα προσόντα, επαρκείς πόρους, κατάλληλη οργανωτική δομή που υποστηρίζει την εκτέλεση των λειτουργιών που του ανατίθενται, και κάθε άδεια που απαιτείται από τη νομοθεσία για την εκτέλεση με τρόπο αξιόπιστο και επαγγελματικό των λειτουργιών που του ανατίθενται·

β)

ο πάροχος υπηρεσιών εκτελεί τις υπηρεσίες που του ανατίθενται αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις, και για το σκοπό αυτό η επιχείρηση έχει θεσπίσει μεθόδους και διαδικασίες για την αξιολόγηση του προτύπου επιδόσεων του παρόχου υπηρεσιών και για τη διαρκή επανεξέταση των υπηρεσιών που παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών·

γ)

ο πάροχος υπηρεσιών εποπτεύει με τον προσήκοντα τρόπο την εκτέλεση των λειτουργιών που του ανατίθενται και διαχειρίζεται κατάλληλα τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση·

δ)

λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα όταν διαπιστώνεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών δεν εκτελεί τις λειτουργίες αποτελεσματικά ή σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις·

ε)

η επιχείρηση επενδύσεων εποπτεύει αποτελεσματικά τα καθήκοντα ή τις υπηρεσίες που της ανατίθενται και διαχειρίζεται τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση και για τον σκοπό αυτό η επιχείρηση διατηρεί την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη και τους πόρους για να εποπτεύει αποτελεσματικά τα καθήκοντα που της ανατίθενται και να διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους·

στ)

ο πάροχος υπηρεσιών έχει γνωστοποιήσει στην επιχείρηση επενδύσεων κάθε εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά την ικανότητά του να ασκεί αποτελεσματικά τις λειτουργίες που του ανατίθενται και να συμμορφώνεται με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις·

ζ)

η επιχείρηση επενδύσεων είναι σε θέση να τερματίσει τη συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, με άμεση ισχύ, όταν αυτό είναι προς το συμφέρον των πελατών της, χωρίς να θίγεται η συνέχεια και η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει στους πελάτες·

η)

ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές στις οποίες υπάγεται η επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις λειτουργίες που του ανατίθενται·

θ)

η επιχείρηση επενδύσεων, οι ελεγκτές της και οι οικείες αρμόδιες αρχές έχουν αποτελεσματική πρόσβαση στα δεδομένα που συνδέονται με τις λειτουργίες που ανατίθενται εξωτερικά, καθώς και στις σχετικές εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών, όταν είναι απαραίτητο για τους σκοπούς της αποτελεσματικής εποπτείας σύμφωνα με αυτό το άρθρο, και οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να ασκούν αυτό το δικαίωμα πρόσβασης·

ι)

ο πάροχος υπηρεσιών προστατεύει τις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν την επιχείρηση επενδύσεων και τους πελάτες της·

ια)

η επιχείρηση επενδύσεων και ο πάροχος υπηρεσιών έχουν θεσπίσει, εφαρμόσει και διατηρήσει σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την αποκατάσταση λειτουργίας μετά από καταστροφή και πραγματοποιούν περιοδικές δοκιμές των μέσων εφεδρικής λειτουργίας, όταν αυτό είναι αναγκαίο λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας, της υπηρεσίας ή της δραστηριότητας που ανατέθηκε εξωτερικά·

ιβ)

η επιχείρηση επενδύσεων έχει διασφαλίσει ότι η συνέχεια και η ποιότητα των ανατιθέμενων λειτουργιών ή υπηρεσιών διατηρούνται, επίσης σε περίπτωση τερματισμού της ανάθεσης, είτε με μεταβίβαση των ανατιθέμενων λειτουργιών ή υπηρεσιών σε τρίτον, είτε εκτελώντας τις η ίδια.

3.   Τα αντίστοιχα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων και του παρόχου υπηρεσιών επιμερίζονται σαφώς και ορίζονται σε γραπτή συμφωνία. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση επενδύσεων διατηρεί τα δικαιώματα παροχής οδηγιών και τερματισμού της ανάθεσης, τα δικαιώματα πληροφόρησης, καθώς και το δικαίωμα διενέργειας επιθεωρήσεων και πρόσβασης στα βιβλία και στις εγκαταστάσεις. Η συμφωνία διασφαλίζει ότι η ανάθεση από τον πάροχο υπηρεσιών πραγματοποιείται μόνο με τη συγκατάθεση, εγγράφως, της επιχείρησης επενδύσεων.

4.   Όταν η επιχείρηση επενδύσεων και ο πάροχος υπηρεσιών ανήκουν στον ίδιο όμιλο, η επιχείρηση επενδύσεων δύναται, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με το παρόν άρθρο και το άρθρο 32, να λάβει υπόψη το βαθμό στον οποίο η επιχείρηση ελέγχει τον πάροχο υπηρεσιών ή δύναται να επηρεάσει τις ενέργειές του.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θέτουν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών, εφόσον τους ζητηθεί, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που θα επιτρέψουν στις αρχές να ελέγξουν εάν η εκτέλεση των λειτουργιών που ανατίθενται εξωτερικά είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των μέτρων εφαρμογής της.

Άρθρο 32

Πάροχοι υπηρεσιών εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες

(άρθρο 16 παράγραφος 2 και άρθρο 16 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Επιπλέον των απαιτήσεων του άρθρου 31, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων αναθέτει λειτουργίες που σχετίζονται με την επενδυτική υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου πελατών σε πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, διασφαλίζει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πάροχος υπηρεσιών έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα στη χώρα καταγωγής του για την παροχή της υπηρεσίας αυτής και εποπτεύεται αποτελεσματικά από την αρμόδια αρχή στην εν λόγω τρίτη χώρα·

β)

υπάρχει κατάλληλη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής της επιχείρησης επενδύσεων και της εποπτικής αρχής του παρόχου υπηρεσιών.

2.   Η συμφωνία συνεργασίας που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 διασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές της επιχείρησης επενδύσεων είναι σε θέση, τουλάχιστον:

α)

να λαμβάνουν κατόπιν αιτήματος πληροφορίες απαραίτητες για την εκτέλεση των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους, σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με την εκτέλεση των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους τα οποία τηρούνται στην τρίτη χώρα·

γ)

να λαμβάνουν πληροφορίες από την εποπτική αρχή της τρίτης χώρας το συντομότερο δυνατόν, με σκοπό τη διερεύνηση προφανών παραβιάσεων των απαιτήσεων της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των εκτελεστικών μέτρων της, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

δ)

να συνεργάζονται όσον αφορά τη διαδικασία επιβολής σύμφωνα με το εθνικό και διεθνές δίκαιο που ισχύει για την εποπτική αρχή της τρίτης χώρας και τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης σε περιπτώσεις παραβιάσεων των απαιτήσεων της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των εκτελεστικών μέτρων της, καθώς και του σχετικού εθνικού δικαίου.

3.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στον ιστότοπό τους κατάλογο των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών με τις οποίες έχουν συνάψει τη συμφωνία συνεργασίας που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

Οι αρμόδιες αρχές επικαιροποιούν τις συμφωνίες συνεργασίας που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού εντός έξι μηνών από την εν λόγω ημερομηνία.

ΤΜΗΜΑ 3

Συγκρούσεις συμφερόντων

Άρθρο 33

Συγκρούσεις συμφερόντων δυνητικά επιζήμιες για τον πελάτη

(άρθρο 16 παράγραφος 3 και άρθρο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Για τους σκοπούς του εντοπισμού των ειδών συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών ή συνδυασμού αυτών και των οποίων η ύπαρξη δύναται να ζημιώσει τα συμφέροντα ενός πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξακριβώνουν, με βάση ορισμένα ελάχιστα κριτήρια, εάν η επιχείρηση επενδύσεων ή αρμόδιο πρόσωπο ή πρόσωπο συνδεόμενο άμεσα ή έμμεσα με την επιχείρηση με σχέση ελέγχου βρίσκεται, είτε ως αποτέλεσμα της παροχής των επενδυτικών ή των παρεπόμενων υπηρεσιών είτε με άλλο τρόπο, σε μια από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό είναι πιθανό να αποκομίσει οικονομικό κέρδος ή να αποφύγει οικονομική ζημία, σε βάρος του πελάτη·

β)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό έχει, ως προς την έκβαση μιας υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη ή μιας συναλλαγής που πραγματοποιείται για λογαριασμό του, ένα συμφέρον που είναι διαφορετικό από το συμφέρον του πελάτη στην έκβαση αυτή·

γ)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό έχει οικονομικό ή άλλο κίνητρο να ευνοήσει τα συμφέροντα άλλου πελάτη η ομάδας πελατών σε βάρος των συμφερόντων του πελάτη·

δ)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό ασκεί την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα με τον πελάτη·

ε)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό λαμβάνει ή θα λάβει από πρόσωπο διαφορετικό από τον πελάτη αντιπαροχή σχετιζόμενη με υπηρεσία που παρέχεται στον πελάτη, υπό μορφή χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών ή υπηρεσιών.

Άρθρο 34

Πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων

(άρθρο 16 παράγραφος 3 και άρθρο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματική πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων η οποία καθορίζεται γραπτώς και είναι κατάλληλη για το μέγεθος και την οργάνωση της επιχείρησης, καθώς και για τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων.

Εάν η επιχείρηση είναι μέλος ομίλου, η πολιτική αυτή λαμβάνει επίσης υπόψη τις περιστάσεις τις οποίες η επιχείρηση γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει και οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων ως αποτέλεσμα της διάρθρωσης και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων άλλων μελών του ομίλου.

2.   Η πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

πρέπει να προσδιορίζει, σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχονται από ή για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων, τις περιστάσεις που συνιστούν ή μπορούν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων η οποία συνεπάγεται κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων ενός ή περισσότερων πελατών·

β)

πρέπει να καθορίζει τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται και τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την πρόληψη ή τη διαχείριση των εν λόγω.

3.   Οι διαδικασίες και τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) αποσκοπούν στη διασφάλιση ότι τα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν σε διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες που συνεπάγονται σύγκρουση συμφερόντων του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) ασκούν τις δραστηριότητες αυτές σε επίπεδο ανεξαρτησίας κατάλληλο για το μέγεθος και τις δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων και του ομίλου στον οποίο αυτή ανήκει και για τον κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων πελατών.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο β), οι διαδικασίες που ακολουθούνται και τα μέτρα που θεσπίζονται περιλαμβάνουν όσα από τα στοιχεία του παρακάτω καταλόγου είναι απαραίτητα και κατάλληλα για να διασφαλίζει η επιχείρηση τον απαιτούμενο βαθμό ανεξαρτησίας:

α)

αποτελεσματικές διαδικασίες για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων προσώπων που συμμετέχουν σε δραστηριότητες που συνεπάγονται κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων όταν η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών ενδέχεται να ζημιώσει τα συμφέροντα ενός η περισσότερων πελατών·

β)

χωριστή εποπτεία των αρμόδιων προσώπων των οποίων τα κύρια καθήκοντα περιλαμβάνουν την άσκηση δραστηριοτήτων για λογαριασμό πελατών ή την παροχή υπηρεσιών σε αυτούς, εφόσον τα συμφέροντα των εν λόγων πελατών ενδέχεται να συγκρούονται ή εφόσον οι εν λόγων πελάτες εκπροσωπούν διαφορετικά συμφέροντα, περιλαμβανομένων εκείνων της επιχείρησης, τα οποία ενδέχεται να συγκρούονται·

γ)

εξάλειψη κάθε άμεσης σύνδεσης μεταξύ της αμοιβής αρμόδιων προσώπων που ασκούν κατά κύριο λόγο μια δραστηριότητα, αφενός και, αφετέρου, της αμοιβής διαφορετικών αρμόδιων προσώπων που ασκούν κατά κύριο λόγο άλλη δραστηριότητα ή των εσόδων που δημιουργούν αυτά τα διαφορετικά πρόσωπα, όταν ενδέχεται να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές·

δ)

μέτρα για την αποφυγή ή τον περιορισμό της άσκησης ανάρμοστης επιρροής στον τρόπο με τον οποίο ένα αρμόδιο πρόσωπο παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκεί δραστηριότητες·

ε)

μέτρα για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ταυτόχρονης ή διαδοχικής συμμετοχής ενός αρμόδιου προσώπου σε χωριστές επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες ή δραστηριότητες όταν η συμμετοχή αυτή ενδέχεται να αποβεί επιζήμια για την ορθή διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η γνωστοποίηση στους πελάτες, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης που χρησιμοποιείται μόνο όταν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν καθοριστεί από την επιχείρηση επενδύσεων για την πρόληψη ή τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ δεν επαρκούν ώστε να διασφαλίσουν, με εύλογη βεβαιότητα, την αποφυγή κινδύνου βλάβης των συμφερόντων του πελάτη.

Η γνωστοποίηση αναφέρει ρητώς ότι οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν καθοριστεί από την επιχείρηση επενδύσεων για την πρόληψη ή τη διαχείριση της εν λόγω σύγκρουσης δεν επαρκούν ώστε να διασφαλίσουν, με εύλογη βεβαιότητα, την αποφυγή κινδύνου βλάβης των συμφερόντων του πελάτη. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει συγκεκριμένη περιγραφή των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν κατά την παροχή επενδυτικών και/ή παρεπόμενων υπηρεσιών, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του πελάτη στον οποίο πραγματοποιείται η αποκάλυψη. Η περιγραφή εξηγεί τη γενική φύση και τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και τους κινδύνους για τον πελάτη που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων συμφερόντων και τα βήματα που αναλαμβάνονται για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων, με επαρκείς λεπτομέρειες ώστε να επιτραπεί στον εν λόγω πελάτη να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση για την επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτουν οι συγκρούσεις συμφερόντων.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αξιολογούν και επανεξετάζουν περιοδικά, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, την πολιτική σύγκρουσης συμφερόντων που καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 και λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών. Η υπερβολική εξάρτηση από τη γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων θεωρείται αδυναμία στην πολιτική σύγκρουσης συμφερόντων της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 35

Καταγραφή των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που προκαλούν επιζήμιες συγκρούσεις συμφερόντων

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν και ενημερώνουν τακτικά αρχείο για κάθε επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία ή δραστηριότητα που ασκήθηκε από την επιχείρηση ή για λογαριασμό της και ως προς την οποία έχει προκύψει σύγκρουση συμφερόντων που συνεπάγεται κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων ενός ή περισσότερων πελατών ή, στην περίπτωση συνεχιζόμενης υπηρεσίας ή δραστηριότητας, ως προς την οποία ενδέχεται να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων.

Τα ανώτερα διοικητικά στελέχη λαμβάνουν γραπτές εκθέσεις σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετησίως, σχετικά με τις καταστάσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 36

Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και διαφημιστικές ανακοινώσεις

(άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 37, «έρευνα στον τομέα των επενδύσεων» είναι η έρευνα ή άλλη πληροφορία που συνιστά ή συνεπάγεται, ρητά ή έμμεσα, μια επενδυτική στρατηγική σχετική με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα ή με εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε γνώμης σχετικά με την παρούσα ή τη μελλοντική αξία ή τιμή τέτοιων μέσων, και η οποία προορίζεται για διαύλους επικοινωνίας ή για το κοινό και πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η έρευνα ή συλλογή πληροφοριών χαρακτηρίζεται ή περιγράφεται ως έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή με παρόμοιους όρους, ή παρουσιάζεται ως αντικειμενική ή ανεξάρτητη επεξήγηση των θεμάτων που περιλαμβάνονται στη σύσταση·

β)

εάν η εν λόγω σύσταση γινόταν από επιχείρηση επενδύσεων σε πελάτη, δεν θα συνιστούσε παροχή επενδυτικών συμβουλών για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Μια σύσταση του είδους που εμπίπτει στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 35) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, αντιμετωπίζεται ως διαφημιστική ανακοίνωση για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που εκδίδουν ή διαδίδουν την εν λόγω σύσταση διασφαλίζουν ότι καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για διαφημιστική ανακοίνωση.

Επιπροσθέτως, οι επιχειρήσεις αυτές διασφαλίζουν ότι μια τέτοια σύσταση περιλαμβάνει σαφή και εμφανή δήλωση (ή, στην περίπτωση προφορικής σύστασης, ισοδύναμη επεξήγηση) ότι δεν καταρτίσθηκε σύμφωνα με νομικές απαιτήσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων και ότι δεν υπόκειται σε καμία απαγόρευση διαπραγμάτευσης πριν από τη διάδοση της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων.

Άρθρο 37

Συμπληρωματικές οργανωτικές απαιτήσεις σε σχέση με την έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή τις διαφημιστικές ανακοινώσεις

(άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παράγουν ή μεριμνούν για την παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων που προορίζεται ή είναι πιθανό να διαδοθεί στη συνέχεια σε πελάτες της επιχείρησης ή στο κοινό, με δική τους ευθύνη ή υπό την ευθύνη άλλου μέλους του ομίλου στον οποίο ανήκουν, διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται όλα τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 34 παράγραφος 3 για τους χρηματοοικονομικούς αναλυτές που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων και για τα άλλα αρμόδια πρόσωπα των οποίων τα καθήκοντα ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων.

Οι υποχρεώσεις του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται επίσης σε σχέση με τις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο θεσπίζουν ρυθμίσεις που αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και τα άλλα αρμόδια πρόσωπα δεν πραγματοποιούν προσωπικές συναλλαγές ή προσωπική διαπραγμάτευση, πέραν εκείνων που διενεργούν ως ειδικοί διαπραγματευτές που ενεργούν καλόπιστα κατά την κανονική άσκηση της ειδικής διαπραγμάτευσης ή κατά την εκτέλεση αυτόκλητης εντολής πελάτη, για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου προσώπου περιλαμβανομένης της επιχείρησης επενδύσεων, σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή σε συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα, αν γνωρίζουν το πιθανό χρονοδιάγραμμα ή περιεχόμενο αυτής της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων όταν αυτό δεν είναι διαθέσιμο στο κοινό ή σε πελάτες και δεν μπορεί να συναχθεί εύκολα από τις πληροφορίες που είναι έτσι διαθέσιμες, προτού δοθεί στους παραλήπτες της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων εύλογη δυνατότητα να ενεργήσουν βάσει αυτής·

β)

στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το στοιχείο α), οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και οποιαδήποτε άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν πραγματοποιούν προσωπικές συναλλαγές στα χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων, ή σε συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα, αντίθετα προς τις ισχύουσες συστάσεις, παρά μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με την προηγούμενη συγκατάθεση μέλους της αρμόδιας για τα νομικά θέματα ή για τη συμμόρφωση λειτουργίας της επιχείρησης·

γ)

υφίσταται ένας φυσικός διαχωρισμός μεταξύ των οικονομικών αναλυτών που συμμετέχουν στην παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων και άλλων σχετικών προσώπων, των οποίων οι ευθύνες ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορεί να συγκρούονται με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή, όταν δεν θεωρείται κατάλληλος για το μέγεθος και την οργάνωση της επιχείρησης, καθώς και για τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, η δημιουργία και η εφαρμογή κατάλληλων εναλλακτικών εμποδίων παροχής πληροφοριών·

δ)

οι ίδιες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και τα άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν δέχονται αντιπαροχές από πρόσωπα που έχουν ουσιώδη συμφέροντα στο αντικείμενο της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

ε)

οι ίδιες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν υπόσχονται σε εκδότες ευνοϊκή κάλυψη από την έρευνα·

στ)

πριν από τη διάδοση της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, δεν πρέπει να επιτρέπεται στους εκδότες, στα αρμόδια πρόσωπα πλην των χρηματοοικονομικών αναλυτών και σε οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα να εξετάσουν το σχέδιο της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων για να επαληθεύσουν την ακρίβεια πραγματολογικών στοιχείων που αναφέρονται σε αυτήν ή για οποιονδήποτε σκοπό εκτός από την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τις νομικές υποχρεώσεις της επιχείρησης, όταν το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει σύσταση ή τιμή-στόχο.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, «συναφές χρηματοπιστωτικό μέσο» είναι ένα χρηματοπιστωτικό μέσο του οποίου η τιμή επηρεάζεται άμεσα από τις μεταβολές της τιμής άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου που αποτελεί αντικείμενο έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, και το οποίο περιλαμβάνει παράγωγο αυτού του άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαδίδουν στο κοινό ή σε πελάτες έρευνα στον τομέα των επενδύσεων που παράγει άλλο πρόσωπο απαλλάσσονται από την υποχρέωση συμμόρφωσης με την παράγραφο 1 εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το πρόσωπο το οποίο παράγει την έρευνα δεν αποτελεί μέλος του ομίλου στον οποίο ανήκει η επιχείρηση επενδύσεων·

β)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν τροποποιεί ουσιωδώς τις συστάσεις που γίνονται στην έρευνα στον τομέα των επενδύσεων·

γ)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν προβάλλεται ως παραγωγός της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

δ)

η επιχείρηση επενδύσεων εξακριβώνει ότι ο παραγωγός της έρευνας υπόκειται σε απαιτήσεις ισοδύναμες προς εκείνες του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την παραγωγή της σχετικής έρευνας ή έχει καθιερώσει πολιτική επιβολής τέτοιων απαιτήσεων.

Άρθρο 38

Πρόσθετες γενικές απαιτήσεις σε σχέση με την αναδοχή ή τοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες παρέχουν συμβουλές σχετικά με τη στρατηγική εταιρικής χρηματοδότησης, όπως ορίζεται στο τμήμα Β σημείο 3 του παραρτήματος Ι, και παρέχουν την υπηρεσία της αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων, πριν από την αποδοχή μιας εντολής για τη διαχείριση της προσφοράς, διαθέτουν ρυθμίσεις για να ενημερώσουν τον πελάτη εκδότη για τα ακόλουθα:

α)

τις διάφορες εναλλακτικές λύσεις χρηματοδότησης που είναι διαθέσιμες στην επιχείρηση και μια ένδειξη του ποσού των τελών συναλλαγής που σχετίζονται με κάθε εναλλακτική λύση·

β)

τον χρόνο και τη διαδικασία όσον αφορά την παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τιμολόγηση της προσφοράς·

γ)

τον χρόνο και τη διαδικασία όσον αφορά την παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τοποθέτηση της προσφοράς·

δ)

λεπτομέρειες των στοχευμένων επενδυτών, στους οποίους η επιχείρηση προτίθεται να προσφέρει τα χρηματοπιστωτικά μέσα·

ε)

τους τίτλους των θέσεων εργασίας και υπηρεσιών των σχετικών ατόμων που συμμετέχουν στην παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τιμή και τη χορήγηση χρηματοπιστωτικών μέσων· και

στ)

τις ρυθμίσεις της επιχείρησης για την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που μπορεί να προκύψουν όταν η επιχείρηση τοποθετεί τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα στους πελάτες-επενδυτές της ή στο δικό της χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν μια κεντρική διαδικασία για τον εντοπισμό όλων των δραστηριοτήτων αναδοχής και τοποθέτησης της επιχείρησης και καταγράφουν τις εν λόγω πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας κατά την οποία η επιχείρηση ενημερώθηκε για δυνητικές δραστηριότητες αναδοχής και τοποθέτησης. Οι επιχειρήσεις προσδιορίζουν όλες τις ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων που προκύπτουν από άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων, ή του ομίλου, και εφαρμόζουν τις κατάλληλες διαδικασίες διαχείρισης. Σε περιπτώσεις όπου μια επιχείρηση επενδύσεων δεν μπορεί να διαχειριστεί μια σύγκρουση συμφερόντων μέσω εφαρμογής κατάλληλων διαδικασιών, η επιχείρηση επενδύσεων δεν συμμετέχει στη δραστηριότητα.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες εκτέλεσης και έρευνας, ασκώντας δραστηριότητες αναδοχής και τοποθέτησης διασφαλίζουν κατάλληλους ελέγχους για τη διαχείριση δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ αυτών των δραστηριοτήτων και μεταξύ των διαφορετικών πελατών τους που λαμβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες.

Άρθρο 39

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με την τιμολόγηση των προσφορών όσον αφορά την έκδοση χρηματοπιστωτικών μέσων

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν θεσπίσει συστήματα, ελέγχους και διαδικασίες για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν σε σχέση με την πιθανή υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση μιας έκδοσης ή συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών στη διαδικασία. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν, ως ελάχιστη απαίτηση, εσωτερικές ρυθμίσεις για τη διασφάλιση των δυο ακόλουθων στοιχείων:

α)

ότι η τιμολόγηση της προσφοράς δεν προωθεί τα συμφέροντα άλλων πελατών ή τα συμφέροντα της ίδιας της επιχείρησης, με τρόπο που μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του πελάτη εκδότη· και

β)

την πρόληψη ή τη διαχείριση μιας κατάστασης όπου τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες επενδυτές συμμετέχουν άμεσα στις αποφάσεις για την παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τιμολόγηση στον πελάτη εκδότη.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της σύστασης ως προς την τιμή της προσφοράς και των χρόνων που συμμετέχουν. Ειδικότερα, η επιχείρηση ενημερώνει και συνεργάζεται με τον πελάτη εκδότη για τυχόν στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή σταθεροποίησης τις οποίες προτίθεται να αναλάβει σε σχέση με την προσφορά, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο αυτές οι στρατηγικές μπορούν να επηρεάσουν τα συμφέροντα των πελατών του εκδότη. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσφοράς, οι επιχειρήσεις λαμβάνουν επίσης όλα τα εύλογα μέτρα για να διατηρούν τον πελάτη εκδότη ενημερωμένο για τις εξελίξεις σε σχέση με την τιμολόγηση της έκδοσης.

Άρθρο 40

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με την τοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που τοποθετούν χρηματοπιστωτικά μέσα θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για την πρόληψη του ανάρμοστου επηρεασμού των συστάσεων για την τοποθέτηση από υφιστάμενες ή μελλοντικές σχέσεις.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματικές εσωτερικές διαδικασίες για την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν όταν οι υπεύθυνοι για την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες-επενδυτές της επιχείρησης συμμετέχουν άμεσα στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τις συστάσεις στον πελάτη εκδότη για την κατανομή.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν αποδέχονται πληρωμές ή οφέλη από τρίτους, εκτός εάν οι εν λόγω πληρωμές ή οφέλη συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις για αντιπαροχές που προβλέπονται στο άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ειδικότερα, οι ακόλουθες πρακτικές θεωρείται ότι δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω απαιτήσεις και, ως εκ τούτου, θεωρούνται μη αποδεκτές:

α)

μια κατανομή ποσοστού μετοχών σε μια έκδοση ως κίνητρο για την καταβολή δυσανάλογα υψηλών αμοιβών για τις μη συνδεδεμένες υπηρεσίες που παρέχονται από την επιχείρηση επενδύσεων (laddering), όπως δυσανάλογα υψηλές αμοιβές ή προμήθειες που καταβάλλονται από έναν πελάτη-επενδυτή ή δυσανάλογα μεγάλων όγκων συναλλαγών σε κανονικά επίπεδα προμήθειας που παρέχονται από τον πελάτη-επενδυτή ως αποζημίωση για τη λήψη ενός ποσοστού της έκδοσης·

β)

μια κατανομή ποσοστού μετοχών σε μια έκδοση που γίνεται σε ένα ανώτερο στέλεχος ή ένα εταιρικό στέλεχος ενός υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη εκδότη, σε αντάλλαγμα για τη μελλοντική ή παρελθούσα ανάθεση συναλλαγών εταιρικής χρηματοδότησης (spinning)·

γ)

μια κατανομή ποσοστού μετοχών σε μια έκδοση που εξαρτάται ρητά ή σιωπηρά από την λήψη μελλοντικών εντολών ή την αγορά οποιασδήποτε άλλης υπηρεσίας από την επιχείρηση επενδύσεων από έναν πελάτη επενδύσεων, ή οποιαδήποτε οντότητα της οποίας ο επενδυτής είναι εταιρικό στέλεχος.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν μια πολιτική κατανομής που ορίζει τη διαδικασία διατύπωσης συστάσεων κατανομής. Η πολιτική κατανομής παρέχεται στον πελάτη εκδότη πριν συμφωνήσει να αναλάβει υπηρεσίες τοποθέτησης. Η πολιτική καθορίζει τις σχετικές πληροφορίες που είναι διαθέσιμες σε εκείνο το στάδιο, σχετικά με την προτεινόμενη μεθοδολογία κατανομής για την έκδοση.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αναμιγνύουν τον πελάτη εκδότη στις συζητήσεις για τη διαδικασία διάθεσης, προκειμένου η επιχείρηση να μπορεί να κατανοήσει και να λάβει υπόψη τα συμφέροντα και τους στόχους του πελάτη. Η επιχείρηση επενδύσεων εξασφαλίζει τη συμφωνία του πελάτη εκδότη για την προτεινόμενη κατανομή της ανά τύπο πελάτη για τη συναλλαγή, σύμφωνα με την πολιτική κατανομής.

Άρθρο 41

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με την παροχή συμβουλών, τη διανομή και την αυτοτοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν συστήματα, ελέγχους και διαδικασίες για τον εντοπισμό και τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε έναν πελάτη επενδύσεων για να συμμετάσχει σε νέα έκδοση, όταν η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει προμήθειες, αμοιβές ή οποιαδήποτε χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη σε σχέση με τη διευθέτηση της έκδοσης. Τυχόν προμήθειες, αμοιβές ή χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 24 παράγραφοι 7, 8 και 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, τεκμηριώνονται στις πολιτικές για τις συγκρούσεις συμφερόντων της επιχείρησης επενδύσεων και αντανακλώνται στις ρυθμίσεις για αντιπαροχές της επιχείρησης.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που συμμετέχουν στην τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από τις ίδιες ή από οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, στους δικούς τους πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων πελατών καταθετών τους στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των επενδυτικών κεφαλαίων η διαχείριση των οποίων γίνεται από οντότητες του ομίλου τους θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν σαφείς και αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τον εντοπισμό, την πρόληψη ή τη διαχείριση των πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν σε σχέση με αυτό το είδος δραστηριότητας. Οι εν λόγω ρυθμίσεις περιλαμβάνουν την εξέταση της αποχής από τη συμμετοχή στη δραστηριότητα, όπου οι συγκρούσεις συμφερόντων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν κατάλληλα, ούτως ώστε να προληφθούν τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις για τους πελάτες.

3.   Όταν απαιτείται γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 34 παράγραφος 4, συμπεριλαμβανομένης μιας εξήγησης της φύσης και της πηγής των συγκρούσεων συμφερόντων που είναι εγγενής σε αυτό το είδος δραστηριότητας, παρέχοντας λεπτομέρειες για τους συγκεκριμένους κινδύνους που σχετίζονται με αυτές τις πρακτικές, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους πελάτες να λάβουν μια τεκμηριωμένη επενδυτική απόφαση.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που προσφέρουν χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εκδίδονται από τις ίδιες ή άλλες οντότητες του ομίλου στους πελάτες τους και τα οποία περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22), στην οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) ή στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24), παρέχουν στους εν λόγω πελάτες πρόσθετες πληροφορίες που εξηγούν τις διαφορές μεταξύ του χρηματοπιστωτικού μέσου και των τραπεζικών καταθέσεων σε όρους απόδοσης, κινδύνου, ρευστότητας και κάθε προστασίας που παρέχεται σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25).

Άρθρο 42

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με τον δανεισμό ή την παροχή πίστωσης στο πλαίσιο της αναδοχής ή της τοποθέτησης

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Σε περιπτώσεις όπου οποιοσδήποτε προηγούμενος δανεισμός ή πίστωση προς τον πελάτη εκδότη από μια επιχείρηση επενδύσεων ή μια οντότητα εντός του ίδιου ομίλου μπορεί να εξοφληθεί με τα έσοδα της έκδοσης, η επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει ρυθμίσεις για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων που ενδεχομένως προκύψουν.

2.   Σε περίπτωση που οι ρυθμίσεις που πραγματοποιούνται για τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων αποδειχθούν ανεπαρκείς για να διασφαλιστεί ότι θα μπορούσε να αποτραπεί ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στον πελάτη εκδότη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων γνωστοποιούν στον πελάτη εκδότη τις συγκεκριμένες συγκρούσεις συμφερόντων που έχουν ανακύψει σε σχέση με τις δραστηριότητές τους, ή τις δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου, με την ιδιότητα του φορέα παροχής πίστωσης, και τις δραστηριότητές τους που σχετίζονται με την προσφορά κινητών αξιών.

3.   Η πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων των επιχειρήσεων επενδύσεων απαιτεί την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την οικονομική κατάσταση του εκδότη με οντότητες του ομίλου που ενεργούν ως φορείς παροχής πίστωσης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θα παραβίαζε τα εμπόδια παροχής πληροφοριών που έχουν συσταθεί από την επιχείρηση για να προστατεύει τα συμφέροντα ενός πελάτη.

Άρθρο 43

Τήρηση αρχείων σε σχέση με αναδοχή ή τοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχεία του περιεχομένου και του χρόνου των οδηγιών που λαμβάνονται από τους πελάτες. Τηρείται αρχείο των αποφάσεων κατανομής που λαμβάνονται για κάθε δραστηριότητα, για να παρέχεται πλήρης διαδρομή ελέγχου μεταξύ των μεταβολών που καταχωρίζονται στους λογαριασμούς των πελατών και των οδηγιών που λαμβάνει η επιχείρηση επενδύσεων. Ειδικότερα, η τελική κατανομή που πραγματοποιείται σε κάθε πελάτη-επενδυτή αιτιολογείται και καταγράφεται σαφώς. Η πλήρης διαδρομή ελέγχου των υλικών βημάτων στη διαδικασία αναδοχής και διάθεσης τίθεται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών κατόπιν αιτήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΟΡΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Παροχή πληροφοριών σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες

Άρθρο 44

Απαιτήσεις για ακριβή, σαφή και μη παραπλανητική πληροφόρηση

(άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνουν σε, ή διαδίδουν με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από υφιστάμενους ή δυνητικούς ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες πληρούν τους όρους των παραγράφων 2 έως 8.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συμμορφώνονται με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η πληροφόρηση περιλαμβάνει την επωνυμία της επιχείρησης επενδύσεων·

β)

η πληροφόρηση είναι ακριβής και παρέχει πάντα σαφή και ακριβή ένδειξη των σχετικών κινδύνων όταν αναφέρει τυχόν δυνητικά οφέλη μιας επενδυτικής υπηρεσίας ή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου·

γ)

η πληροφόρηση χρησιμοποιεί μέγεθος γραμματοσειράς για την ένδειξη των σχετικών κινδύνων το οποίο είναι τουλάχιστον ίσο με το κύριο μέγεθος γραμματοσειράς που χρησιμοποιείται για όλες τις παρεχόμενες υπηρεσίες, αλλά και διάταξη που διασφαλίζει ότι η εν λόγω ένδειξη αποτελεί προεξέχον στοιχείο·

δ)

η πληροφόρηση είναι επαρκής και παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανό ότι θα γίνει κατανοητή από ένα μέσο μέλος του κοινού στο οποίο απευθύνεται ή από το οποίο είναι πιθανό να ληφθεί·

ε)

η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις·

στ)

η πληροφόρηση που παρέχεται σε κάθε πελάτη παρουσιάζεται με συνεκτικό τρόπο στην ίδια γλώσσα για κάθε πληροφορία ή διαφημιστικό υλικό που παρέχεται σε κάθε πελάτη, εκτός και αν ο πελάτης έχει αποδεχθεί τη λήψη πληροφοριών σε περισσότερες από μία γλώσσες·

ζ)

η πληροφόρηση είναι επικαιροποιημένη και σχετική με το μέσο επικοινωνίας που χρησιμοποιείται.

3.   Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η σύγκριση είναι ουσιώδης και παρουσιάζεται με δίκαιο και ισόρροπο τρόπο·

β)

αναφέρονται οι πηγές των πληροφοριών που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση·

γ)

περιλαμβάνονται τα βασικά στοιχεία και παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση.

4.   Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ένδειξη αυτή δεν αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης·

β)

η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις κατά την προηγούμενη πενταετία ή, εάν είναι μικρότερο των πέντε ετών, καθ' όλο το χρονικό διάστημα για το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που αποφασίζει η επιχείρηση, και σε κάθε περίπτωση οι πληροφορίες για τις επιδόσεις βασίζονται σε πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους·

γ)

η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών αναφέρονται με σαφήνεια·

δ)

η πληροφόρηση περιέχει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν το παρελθόν και ότι οι παρελθούσες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών αποτελεσμάτων·

ε)

εάν η ένδειξη βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υφιστάμενος ή ο δυνητικός ιδιώτης πελάτης, αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να αυξηθεί ή να μειωθεί ως αποτέλεσμα συναλλαγματικών διακυμάνσεων·

στ)

εάν η ένδειξη βασίζεται σε μεικτή απόδοση, γνωστοποιείται η επίπτωση των προμηθειών, αμοιβών ή άλλων επιβαρύνσεων.

5.   Εάν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η πληροφόρηση αφορά χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και ότι πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων βασίζεται σε πραγματικές παρελθούσες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοοικονομικών δεικτών που είναι ίδιοι, ή ουσιαστικά ίδιοι, με το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο ή αποτελούν το υποκείμενο μέσο του·

β)

όσον αφορά τις πραγματικές παρελθούσες επιδόσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α), να πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) έως γ), ε) και στ) της παραγράφου 4·

γ)

η πληροφόρηση περιέχει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων και ότι οι παρελθούσες επιδόσεις δεν αποτελούν αξιόπιστη ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

6.   Εάν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η πληροφόρηση δεν βασίζεται ή αναφέρεται σε προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων·

β)

η πληροφόρηση βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα·

γ)

εάν η πληροφόρηση βασίζεται στη μεικτή απόδοση, γνωστοποιείται η επίπτωση των προμηθειών, αμοιβών ή άλλων επιβαρύνσεων·

δ)

η πληροφόρηση βασίζεται σε σενάρια επιδόσεων υπό διαφορετικές συνθήκες της αγοράς (αρνητικά και θετικά σενάρια), και αντικατοπτρίζει τη φύση και τους κινδύνους των συγκεκριμένων ειδών των μέσων που περιλαμβάνονται στην ανάλυση·

ε)

η πληροφόρηση περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις αυτές δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

7.   Εάν η πληροφόρηση αναφέρεται σε συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή ένδειξη ότι η φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τις ατομικές περιστάσεις κάθε πελάτη και ενδέχεται να υπόκειται σε μελλοντικές μεταβολές.

8.   Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα καμίας αρμόδιας αρχής με τρόπο που δείχνει ή υποδηλώνει ότι αυτή η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 45

Πληροφόρηση σχετικά με την κατηγοριοποίηση των πελατών

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων κοινοποιεί στους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι προέβη στην απαιτούμενη από την οδηγία 2014/65/ΕΕ νέα κατηγοριοποίησή τους ως ιδιωτών πελατών, επαγγελματιών πελατών ή επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί στους πελάτες σε σταθερό μέσο κάθε δικαίωμά τους να ζητήσουν την κατάταξή τους σε άλλη κατηγορία και κάθε περιορισμό που μια διαφορετική κατηγορία συνεπάγεται όσον αφορά το επίπεδο προστασίας των πελατών.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων δύναται, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου πελάτη, να αντιμετωπίζει έναν πελάτη κατά τον ακόλουθο τρόπο:

α)

ως επαγγελματία ή ως ιδιώτη πελάτη, έναν πελάτη που διαφορετικά θα εντασσόταν στην κατηγορία των επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων δυνάμει του άρθρου 30 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

β)

ως ιδιώτη πελάτη, έναν πελάτη που θεωρείται επαγγελματίας πελάτης σύμφωνα με το παράρτημα II τμήμα Ι της οδηγίας 2014/65/EΕ.

Άρθρο 46

Γενικές απαιτήσεις για την πληροφόρηση των πελατών

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε εύθετο χρόνο σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες είτε προτού αυτοί δεσμευθούν με συμφωνία παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών είτε πριν από την παροχή των υπηρεσιών σε αυτούς, όποιο προηγείται χρονικά, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τους όρους της εν λόγω συμφωνίας·

β)

τις πληροφορίες που απαιτεί το άρθρο 47 σχετικά με την εν λόγω συμφωνία ή τις εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες, τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει των άρθρων 47 έως 50.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 παρέχονται σε σταθερό μέσο ή, μέσω ιστοτόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο), υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 παράγραφος 3.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων γνωστοποιούν σε εύθετο χρόνο στους πελάτες κάθε σημαντική μεταβολή στις πληροφορίες που παρέχονται βάσει των άρθρων 47 έως 50 και αφορούν μια υπηρεσία που η επιχείρηση παρέχει σε αυτούς. Η γνωστοποίηση γίνεται σε σταθερό μέσο εάν η πληροφόρηση την οποία αφορά παρέχεται σε σταθερό μέσο.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η πληροφόρηση που περιλαμβάνεται σε μια διαφημιστική ανακοίνωση είναι συνεπής με τις άλλες πληροφορίες που η επιχείρηση παρέχει σε πελάτες στο πλαίσιο της παροχής επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.

6.   Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις περιλαμβάνουν προσφορά ή πρόσκληση της μορφής που αναφέρεται κατωτέρω και προσδιορίζουν τον τρόπο απάντησης ή περιλαμβάνουν έντυπο με το οποίο μπορεί να δοθεί απάντηση, περιλαμβάνουν, από τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 47 έως 50, εκείνες που σχετίζονται με την εν λόγω προσφορά ή πρόσκληση:

α)

προσφορά σύναψης σύμβασης σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία με οποιοδήποτε πρόσωπο απαντήσει στην ανακοίνωση·

β)

πρόσκληση σε οποιοδήποτε πρόσωπο απαντήσει στην ανακοίνωση να κάνει μια προσφορά για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία.

Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει εφόσον, προκειμένου να απαντήσει σε μια προσφορά ή πρόσκληση περιλαμβανόμενη στη διαφημιστική ανακοίνωση, ο δυνητικός πελάτης πρέπει να αναφερθεί σε άλλο έγγραφο ή έγγραφα, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με άλλα, περιλαμβάνουν τις σχετικές πληροφορίες.

Άρθρο 47

Πληροφόρηση υφιστάμενων και δυνητικών πελατών σχετικά με την επιχείρηση επενδύσεων και τις υπηρεσίες της

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες τις ακόλουθες γενικές πληροφορίες, κατά περίπτωση:

α)

επωνυμία και διεύθυνση της επιχείρησης επενδύσεων και λεπτομερείς πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι πελάτες μπορούν να επικοινωνούν αποτελεσματικά με την επιχείρηση·

β)

γλώσσες στις οποίες ο πελάτης μπορεί να επικοινωνεί με την επιχείρηση επενδύσεων και να λαμβάνει έγγραφα ή άλλες πληροφορίες από αυτήν·

γ)

μέθοδοι επικοινωνίας που πρέπει να χρησιμοποιούνται μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των μεθόδων επικοινωνίας για την αποστολή και τη λήψη εντολών·

δ)

δήλωση που πιστοποιεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας και όνομα και διεύθυνση επαφών της αρμόδιας αρχής που τη χορήγησε·

ε)

εάν η επιχείρηση ενεργεί μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου, δήλωση περί αυτού στην οποία προσδιορίζεται το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγγεγραμμένος ο αντιπρόσωπος·

στ)

φύση, συχνότητα και χρόνο υποβολής των εκθέσεων σχετικά με τις επιδόσεις της υπηρεσίας που η επιχείρηση επενδύσεων θα παρέχει στον πελάτη, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/EΕ·

ζ)

εάν η επιχείρηση επενδύσεων κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη, συνοπτική περιγραφή των μέτρων που λαμβάνει για να διασφαλίσει την προστασία τους, καθώς και συνοπτικά στοιχεία σχετικά με κάθε καθεστώς προστασίας επενδυτών ή εγγύησης καταθέσεων στο οποίο υπόκειται η επιχείρηση επενδύσεων στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της σε ένα κράτος μέλος·

η)

περιγραφή, η οποία μπορεί να παρασχεθεί σε συνοπτική μορφή, της πολιτικής που εφαρμόζει η επιχείρηση επενδύσεων όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 34·

θ)

κατόπιν αιτήματος του πελάτη, πρόσθετες λεπτομέρειες σχετικά με την εν λόγω πολιτική για τις συγκρούσεις συμφερόντων, σε σταθερό μέσο ή μέσω ιστοτόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο) υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2.

Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως θ) παρέχονται σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες.

2.   Όταν παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν κατάλληλη μέθοδο αξιολόγησης και σύγκρισης, για παράδειγμα έναν κατάλληλο δείκτη αναφοράς βασιζόμενο στους επενδυτικούς στόχους του πελάτη και τα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιό του, ούτως ώστε να επιτραπεί σε αυτόν να αξιολογήσει τις επιδόσεις της επιχείρησης.

3.   Όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων προτείνουν την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη, παρέχουν σε αυτόν, επιπλέον των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1, και τις ακόλουθες πληροφορίες, κατά περίπτωση:

α)

πληροφορίες όσον αφορά τη μέθοδο και τη συχνότητα αποτίμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη·

β)

κατά περίπτωση, λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με κάθε μεταβίβαση της ελεύθερης διαχείρισης χαρτοφυλακίου για το σύνολο ή για μέρος των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη·

γ)

προσδιορισμός των ενδεχόμενων δεικτών αναφοράς με τους οποίους θα συγκριθούν οι επιδόσεις του χαρτοφυλακίου του πελάτη·

δ)

είδη χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη και είδη συναλλαγών που μπορούν να διενεργηθούν σε αυτά τα μέσα, περιλαμβανόμενων των ενδεχόμενων σχετικών περιορισμών·

ε)

διαχειριστικοί στόχοι, επίπεδο κινδύνου που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας και κάθε ειδικός περιορισμός στη διακριτική αυτή ευχέρεια.

Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως ε) παρέχονται σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες.

Άρθρο 48

Πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες, σε εύθετο χρόνο, πριν την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών, γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων των χρηματοπιστωτικών μέσων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη ή επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου. Η περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του σχετικού είδους χρηματοπιστωτικού μέσου, τη λειτουργία και τις επιδόσεις του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διαφορετικές συνθήκες της αγοράς, θετικές και αρνητικές, αλλά και τους ειδικούς κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει ενημερωμένες επενδυτικές αποφάσεις.

2.   Η περιγραφή των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου και με την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τους κινδύνους που σχετίζονται με τα χρηματοπιστωτικά μέσα του είδους αυτού, με εξήγηση της μόχλευσης και των αποτελεσμάτων της, καθώς και του κινδύνου απώλειας του συνόλου της επένδυσης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με την αφερεγγυότητα του εκδότη ή με σχετικά συμβάντα, όπως διάσωση με ίδια μέσα·

β)

τη μεταβλητότητα της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων και τυχόν περιορισμούς στη διαθέσιμη αγορά για αυτά τα μέσα·

γ)

πληροφορίες σχετικά με κωλύματα ή περιορισμούς όσον αφορά την αποεπένδυση, όπως μπορεί να συμβεί, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση των μη ρευστοποιήσιμων χρηματοπιστωτικών μέσων ή των χρηματοπιστωτικών μέσων με πάγια επενδυτική διάρκεια, συμπεριλαμβανομένης μιας απεικόνισης των πιθανών μεθόδων εξόδου και τις συνέπειες τυχόν εξόδου, των πιθανών περιορισμών και του εκτιμώμενου χρονικού πλαισίου για την πώληση του χρηματοπιστωτικού μέσου πριν την ανάκτηση του αρχικού κόστους της συναλλαγής στα συγκεκριμένα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων·

δ)

το γεγονός ότι ο επενδυτής ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών στα μέσα αυτά, χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν ενδεχόμενες οφειλές·

ε)

κάθε απαίτηση περιθωρίου ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που εφαρμόζεται στα εν λόγω μέσα.

3.   Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει σε υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο τρέχουσας προσφοράς στο κοινό στο πλαίσιο της οποίας έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ, η εν λόγω επιχείρηση ενημερώνει, σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες, τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη σχετικά με τις λεπτομέρειες διάθεσης του ενημερωτικού δελτίου στο κοινό.

4.   Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελείται από δύο ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επαρκή περιγραφή της νομικής φύσης του χρηματοπιστωτικού μέσου, των συνιστωσών του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδραση μεταξύ των συνιστωσών επηρεάζει τους κινδύνους της επένδυσης.

5.   Στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων που ενσωματώνουν εγγύηση ή προστασία του κεφαλαίου, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη πληροφορίες όσον αφορά τη φύση και το εύρος της εν λόγω εγγύησης ή προστασίας του κεφαλαίου. Στην περίπτωση που η εγγύηση παρέχεται από τρίτο μέρος, οι πληροφορίες σχετικά με την εγγύηση περιλαμβάνουν επαρκείς λεπτομέρειες τόσο όσον αφορά τον εγγυητή όσο και την εγγύηση προκειμένου να δοθεί στον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη η δυνατότητα να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης.

Άρθρο 49

Πληροφόρηση σχετικά με τη φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων πελατών

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών παρέχουν στους σχετικούς υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες την πληροφόρηση που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 7, κατά περίπτωση.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη εάν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαιά τους μπορούν να κατέχονται από τρίτο για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων, καθώς και για την ευθύνη που έχει η επιχείρηση επενδύσεων σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία για τυχόν πράξεις ή παραλείψεις αυτού του τρίτου και για τις συνέπειες για τον πελάτη από ενδεχόμενη αφερεγγυότητα του τρίτου.

3.   Εάν η εθνική νομοθεσία επιτρέπει την κατοχή χρηματοπιστωτικών μέσων υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη από τρίτο σε συλλογικό λογαριασμό, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει σχετικά τον πελάτη και τον προειδοποιεί σαφώς για τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.

4.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη εάν δεν είναι δυνατό βάσει της εθνικής νομοθεσίας να διαχωριστούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα του πελάτη που κατέχονται σε τρίτο από τα ιδιόκτητα χρηματοπιστωτικά μέσα αυτού του τρίτου ή της επιχείρησης επενδύσεων και τον προειδοποιεί σαφώς για τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη εάν οι λογαριασμοί στους οποίους τηρούνται χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια αυτού του πελάτη υπάγονται ή μπορούν να υπαχθούν σε νομοθεσία ή δικαιοδοσία άλλη από εκείνη ενός κράτους μέλους και αναφέρει ότι τα δικαιώματα του υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη σε σχέση με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια μπορούν να διαφέρουν ανάλογα.

6.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με την ύπαρξη και τους όρους κάθε εμπράγματου δικαιώματος ή ασφάλειας που η επιχείρηση έχει ή θα μπορούσε να έχει επί των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων του, ή σχετικά με τυχόν δικαίωμα συμψηφισμού που έχει σε σχέση με τα εν λόγω μέσα ή κεφάλαια. Κατά περίπτωση, ενημερώνει επίσης τον πελάτη για το γεγονός ότι ένας θεματοφύλακας μπορεί να έχει εμπράγματο δικαίωμα, ασφάλεια ή δικαίωμα συμψηφισμού επί ή σε σχέση με αυτά τα μέσα ή κεφάλαια.

7.   Η επιχείρηση επενδύσεων, προτού συνάψει συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων για χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχει εξ ονόματος πελάτη ή προτού χρησιμοποιήσει με άλλο τρόπο αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πελάτη, παρέχει στον εν λόγω πελάτη σε σταθερό μέσο και σε εύθετο χρόνο προτού χρησιμοποιηθούν τα μέσα αυτά σαφείς, πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες για τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες της όσον αφορά τη χρησιμοποίηση αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων, περιλαμβανομένων των όρων επιστροφής τους, καθώς και για τους σχετικούς κινδύνους.

Άρθρο 50

Πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς παροχής πληροφόρησης στους πελάτες όσον αφορά το σύνολο του κόστους και τις επιβαρύνσεις δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/EΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 10.

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/EΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε επαγγελματίες πελάτες έχουν το δικαίωμα να συμφωνούν σε περιορισμένη εφαρμογή των λεπτομερών απαιτήσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο με τους εν λόγω πελάτες. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν επιτρέπεται να συμφωνούν σε τέτοιου είδους περιορισμένους κατά την παροχή υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή στην περίπτωση όπου τα χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν παράγωγα, ανεξαρτήτως της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας.

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/EΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους διατηρούν το δικαίωμα να συμφωνούν σε περιορισμένη εφαρμογή των λεπτομερών απαιτήσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, εκτός εάν, ανεξαρτήτως της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν παράγωγα και ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος προτίθεται να τα προσφέρει στους πελάτες τους.

2.   Για εκ των προτέρων και εκ των υστέρων γνωστοποίηση πληροφοριών στους πελάτες σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων αθροίζουν τα εξής:

α)

όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις που χρεώνονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή από άλλα μέρη, στην περίπτωση που ο πελάτης έχει παραπεμφθεί σε αυτά, για την επενδυτική υπηρεσία (τις επενδυτικές υπηρεσίες) και/ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρεχόμενες στον πελάτη· και

β)

όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις που σχετίζονται με την κατασκευή και διαχείριση των χρηματοπιστωτικών μέσων.

Τα κόστη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), οι πληρωμές τρίτων μερών εισπραττόμενες από επιχειρήσεις επενδύσεων σε σχέση με την επενδυτική υπηρεσία που παρέχεται σε πελάτη αναφέρονται χωριστά και τα συνολικά κόστη και επιβαρύνσεις προστίθενται και εκφράζονται ως χρηματικό ποσό και ως ποσοστό.

3.   Όταν οποιοδήποτε μέρος του συνολικού κόστους και επιβαρύνσεων πρέπει να καταβληθεί σε ξένο νόμισμα ή αντιπροσωπεύει ποσό εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν ένδειξη του σχετικού νομίσματος και ισχύουσες ισοτιμίες και κόστη μετατροπής. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν, επίσης, πληροφόρηση σχετικά με τον τρόπο καταβολής ή άλλες διατυπώσεις.

4.   Σε σχέση με τη γνωστοποίηση κόστους και επιβαρύνσεων προϊόντων που δεν περιλαμβάνονται στο ΒΕΠ ΟΣΕΚΑ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπολογίζουν και γνωστοποιούν τα εν λόγω κόστη, για παράδειγμα, μέσω σύνδεσης με εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ προκειμένου να λάβει τις σχετικές πληροφορίες.

5.   Η υποχρέωση έγκαιρης και πλήρους εκ των προτέρων παροχής πληροφοριών σχετικά με τα συνολικά κόστη και επιβαρύνσεις που αφορούν το χρηματοπιστωτικό μέσο και την παρεχόμενη επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν η επιχείρηση επενδύσεων προτείνει ή διαθέτει χρηματοπιστωτικά μέσα σε πελάτες· ή

β)

όταν η επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει οποιαδήποτε επενδυτική υπηρεσία πρέπει να παρέχει στους πελάτες ένα ΒΕΠ ΟΣΕΚΑ ή έγγραφα βασικών πληροφοριών για επενδυτές που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIP) όσον αφορά τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, σύμφωνα με την οικεία ενωσιακή νομοθεσία.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν προτείνουν ή διαθέτουν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο στον πελάτη ή δεν είναι υποχρεωμένες να παρέχουν στον πελάτη ένα βασικό έγγραφο πληροφοριών ή έγγραφο βασικών πληροφοριών για επενδυτές, σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, ενημερώνουν τους πελάτες τους σχετικά με όλα τα κόστη και τις επιβαρύνσεις που αφορούν την παρεχόμενη επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία.

7.   Όταν περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες στον πελάτη, κάθε επιχείρηση επενδύσεων παρέχει πληροφορίες σχετικά με το κόστος των επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών που η ίδια παρέχει. Μια επιχείρηση επενδύσεων που προτείνει ή διαθέτει στους πελάτης της υπηρεσίες που παρέχονται από άλλη επιχείρηση, αθροίζει τα κόστη και τις επιβαρύνσεις των υπηρεσιών της με τα κόστη και τις επιβαρύνσεις των υπηρεσιών που παρέχονται από την άλλη επιχείρηση. Μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει υπόψη της τα κόστη και τις επιβαρύνσεις που συνδέονται με την παροχή άλλων επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών από άλλες επιχειρήσεις, σε περίπτωση που έχει κατευθύνει τον πελάτη στις εν λόγω επιχειρήσεις.

8.   Στην περίπτωση εκ των προτέρων υπολογισμού του κόστους και των επιβαρύνσεων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων χρησιμοποιούν το πραγματικό κόστος ως υποκατάστατη μεταβλητή για το αναμενόμενο κόστος και τις επιβαρύνσεις. Σε περίπτωση που το πραγματικό κόστος δεν είναι διαθέσιμο, η επιχείρηση επενδύσεων πραγματοποιεί εύλογες εκτιμήσεις του εν λόγω κόστους. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν εκ των προτέρων παραδοχές με βάση την εκ των υστέρων εμπειρία και προσαρμόζουν τις εν λόγω παραδοχές, όπου κρίνεται απαραίτητο.

9.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν ετήσια εκ των υστέρων πληροφόρηση για όλα τα κόστη και επιβαρύνσεις που σχετίζονται με το (τα) χρηματοπιστωτικό(-ά) μέσο(-α) και την επενδυτική(-ές) ή παρεπόμενη(-ες) υπηρεσία(-ες) σε περίπτωση που έχουν προτείνει ή διαθέσει το (τα) χρηματοπιστωτικό(-ά) μέσο(-α) ή έχουν παράσχει στον πελάτη το βασικό έγγραφο πληροφοριών ή το έγγραφο βασικών πληροφοριών για επενδυτές όσον αφορά το (τα) χρηματοπιστωτικό(-ά) μέσο(-α) και διατηρούν ή διατηρούσαν μια σταθερή σχέση με τον πελάτη στη διάρκεια του έτους. Η ανωτέρω πληροφόρηση βασίζεται στο πραγματικό κόστος και παρέχεται σε εξατομικευμένη βάση.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να επιλέξουν να παρέχουν την εν λόγω συνολική πληροφόρηση σχετικά με τα κόστη και τις επιβαρύνσεις των επενδυτικών υπηρεσιών και των χρηματοπιστωτικών σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες περιοδικές εκθέσεις που παρέχονται στους πελάτες.

10.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες απεικόνιση του αθροιστικού αποτελέσματος του κόστους επί της απόδοσης κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Η εν λόγω απεικόνιση παρέχεται εκ των προτέρων και εκ των υστέρων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η απεικόνιση ανταποκρίνεται στις εξής απαιτήσεις:

α)

η απεικόνιση παρουσιάζει το αποτέλεσμα του συνολικού κόστους και των επιβαρύνσεων στην απόδοση της επένδυσης·

β)

η απεικόνιση παρουσιάζει τυχόν προβλεπόμενες απότομες αυξήσεις ή διακυμάνσεις στο κόστος· και

γ)

η απεικόνιση συνοδεύεται από περιγραφή.

Άρθρο 51

Πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1286/2014

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαθέτουν μερίδια σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIPs) ενημερώνουν επιπλέον τους πελάτες τους σχετικά με οποιοδήποτε άλλο κόστος και συναφείς επιβαρύνεις που συνδέονται με το προϊόν, οι οποίες ενδέχεται να μην έχουν συμπεριληφθεί στο ΒΕΠ ΟΣΕΚΑ ή στα ΒΕΠ που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση, αλλά και σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις που αφορούν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε σχέση με το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.

ΤΜΗΜΑ 2

Επενδυτικές συμβουλές

Άρθρο 52

Πληροφορίες σχετικά με επενδυτικές συμβουλές

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξηγούν με σαφή και συνοπτικό τρόπο εάν και γιατί οι επενδυτικές συμβουλές χαρακτηρίζονται ως ανεξάρτητες και μη ανεξάρτητες, αλλά και το είδος και τη φύση των περιορισμών που ισχύουν, συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση παροχής επενδυτικών συμβουλών σε ανεξάρτητη βάση, της απαγόρευσης λήψης και παρακράτησης αντιπαροχών.

Όταν οι συμβουλές προσφέρονται ή παρέχονται στον ίδιο πελάτη σε ανεξάρτητη και σε μη ανεξάρτητη βάση, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξηγούν το εύρος των υπηρεσιών προκειμένου οι επενδυτές να είναι σε θέση να κατανοήσουν τις διαφορές μεταξύ τους και να μην παρουσιάζεται ως ανεξάρτητος επενδυτικός σύμβουλος και το σύνολο της δραστηριότητας. Οι επιχειρήσεις δεν δίνουν υπέρμετρη προβολή στις ανεξάρτητες υπηρεσίες παροχής επενδυτικών συμβουλών σε σχέση με τις μη ανεξάρτητες υπηρεσίες παροχής επενδυτικών συμβουλών κατά την επικοινωνία τους με τους πελάτες.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές, είτε σε ανεξάρτητη είτε σε μη ανεξάρτητη βάση, εξηγούν στους πελάτες το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων που ενδέχεται να προταθούν, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης της επιχείρησης με τους εκδότες και τους παρόχους των μέσων.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων περιγράφουν το είδος των χρηματοπιστωτικών μέσων που εξετάζονται, το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων και τους παρόχους ανά είδος μέσου σύμφωνα με το πεδίο της υπηρεσίας και, κατά την παροχή ανεξάρτητης υπηρεσίας, περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο η παρεχόμενη υπηρεσία πληροί τις προϋποθέσεις για την παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ανεξάρτητη βάση και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής που εφαρμόζεται από την επιχείρηση επενδύσεων για τη πρόταση χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως για παράδειγμα τους κινδύνους, το κόστος και την πολυπλοκότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων.

4.   Όταν το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων που αξιολογούνται από την επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση περιλαμβάνει τα χρηματοπιστωτικά μέσα της ίδιας της επιχείρησης ή μέσα που εκδίδουν ή παρέχουν οντότητες που διατηρούν στενούς δεσμούς ή οποιουδήποτε άλλου είδους νομική ή οικονομική σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων, αλλά και άλλους εκδότες ή παρόχους που δεν συνδέονται ή σχετίζονται, η επιχείρηση επενδύσεων διακρίνει, για κάθε είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδουν ή παρέχουν οντότητες που δεν διατηρούν οποιοδήποτε δεσμό με την επιχείρηση επενδύσεων.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των προτάσεων που παρέχονται δυνάμει του άρθρου 54 παράγραφος 12 γνωστοποιούν τα ακόλουθα:

α)

τη συχνότητα και το εύρος της περιοδικής αξιολόγησης καταλληλότητας και, κατά περίπτωση, τις συνθήκες που επιβάλλουν την απαίτηση αξιολόγησης·

β)

το βαθμό κατά τον οποίο οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν προηγουμένως θα αποτελέσουν αντικείμενο επαναξιολόγησης· και

γ)

τον τρόπο με τον οποίο θα γνωστοποιηθεί στον πελάτη τυχόν επικαιροποιημένη πρόταση.

Άρθρο 53

Επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση

(άρθρο 24 παράγραφος 4 και άρθρο 24 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση ορίζουν και εφαρμόζουν μια διαδικασία επιλογής προκειμένου να αξιολογούν και να συγκρίνουν ένα επαρκώς ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων που διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 7 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η διαδικασία επιλογής περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ο αριθμός και η ποικιλία των χρηματοπιστωτικών μέσων που εξετάζονται είναι ανάλογα του φάσματος των υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών που προσφέρονται από τον ανεξάρτητο επενδυτικό σύμβουλο·

β)

ο αριθμός και η ποικιλία των χρηματοπιστωτικών μέσων που εξετάζονται είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικά των χρηματοπιστωτικών μέσων που διατίθενται στην αγορά·

γ)

η ποιότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή από οντότητες που διατηρούν στενή σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων είναι ανάλογη του συνολικού αριθμού των χρηματοπιστωτικών μέσων που εξετάζονται· και

δ)

τα κριτήρια για την επιλογή των διαφόρων χρηματοπιστωτικών μέσων περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές πτυχές, όπως για παράδειγμα τους κινδύνους, το κόστος και την πολυπλοκότητα, αλλά και τα χαρακτηριστικά των πελατών της επιχείρησης επενδύσεων και διασφαλίζουν ότι η επιλογή των μέσων που ενδέχεται να προταθούν δεν είναι μεροληπτική.

Σε περίπτωση που η ανωτέρω σύγκριση δεν είναι εφικτή λόγω του επιχειρηματικού μοντέλου ή του συγκεκριμένου φάσματος της παρεχόμενης υπηρεσίας, η επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτικές συμβουλές δεν παρουσιάζεται ως ανεξάρτητη.

2.   Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση και επικεντρώνεται σε ορισμένες κατηγορίες ή ένα προσδιορισμένο εύρος χρηματοπιστωτικών μέσων συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

η επιχείρηση προωθεί τον εαυτό της με τρόπο που αποσκοπεί αποκλειστικά στην προσέλκυση πελατών με προτίμηση για τις εν λόγω κατηγορίες ή εύρος χρηματοπιστωτικών μέσων·

β)

η επιχείρηση απαιτεί από τους πελάτες να δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται αποκλειστικά να επενδύσουν στη συγκεκριμένη κατηγορία η εύρος χρηματοπιστωτικών μέσων· και

γ)

πριν την παροχή της υπηρεσίας, η επιχείρηση διασφαλίζει ότι η υπηρεσία είναι κατάλληλη για κάθε νέο πελάτη με βάση το σκεπτικό ότι το επιχειρηματικό της μοντέλο αντιστοιχεί με τις ανάγκες και τους στόχους του πελάτη, και το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων που είναι κατάλληλα για τον πελάτη. Στην αντίθεση περίπτωση, η επιχείρηση δεν παρέχει τέτοιου είδους υπηρεσία στον πελάτη.

3.   Μια επιχείρηση επενδύσεων που προσφέρει επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη, αλλά και σε μη ανεξάρτητη βάση, συμμορφώνεται με τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α)

εγκαίρως πριν από την παροχή των υπηρεσιών της, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τους πελάτες, σε σταθερό μέσο, εάν η συμβουλή θα είναι ανεξάρτητη ή μη ανεξάρτητη σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τα σχετικά εκτελεστικά μέτρα·

β)

η επιχείρηση επενδύσεων έχει παρουσιάσει τον εαυτό της ως ανεξάρτητη για τις υπηρεσίες για τις οποίες παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση·

γ)

η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει επαρκείς οργανωτικές απαιτήσεις και ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζει ότι και τα δύο είδη συμβουλευτικών υπηρεσιών και συμβούλων είναι σαφώς διαχωρισμένα και ότι δεν είναι πιθανό να προκληθεί σύγχυση μεταξύ των πελατών σχετικά με τον είδος συμβουλών που λαμβάνουν και ότι οι πελάτες λαμβάνουν το είδος των συμβουλών που είναι κατάλληλες για αυτούς. Η επιχείρηση επενδύσεων δεν επιτρέπει σε ένα φυσικό πρόσωπο να παρέχει ανεξάρτητες και μη ανεξάρτητες συμβουλές.

ΤΜΗΜΑ 3

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας

Άρθρο 54

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και εκθέσεις καταλληλότητας

(άρθρο 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν δημιουργούν οποιαδήποτε ασάφεια ή σύγχυση όσον αφορά τις ευθύνες τους στη διαδικασία κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των επενδυτικών υπηρεσιών ή χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/EΕ. Όταν αναλαμβάνει να διενεργήσει την αξιολόγηση καταλληλότητας, η επιχείρηση ενημερώνει τους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες, με τρόπο σαφή και απλό, ότι η αξιολόγηση της καταλληλότητας πραγματοποιείται προκειμένου η επιχείρηση να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη.

Όπου οι υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου παρέχονται, συνολικά ή εν μέρει, μέσω ενός αυτοματοποιημένου ή ημι-αυτοματοποιημένου συστήματος, η ευθύνη για τη διενέργεια αξιολόγησης της καταλληλότητας είναι της επιχείρησης επενδύσεων και δεν μειώνεται με τη χρήση ηλεκτρονικού συστήματος κατά τη διατύπωση προσωπικών συστάσεων ή απόφασης για τη συναλλαγή.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καθορίζουν την έκταση των πληροφοριών που συλλέγονται από τους πελάτες υπό το πρίσμα όλων των υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου που παρέχονται στους εν λόγω πελάτες. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν από τους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες τις πληροφορίες που τους είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσουν τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσουν εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης υπηρεσίας, ότι η συναλλαγή που συνιστάται ή διενεργείται στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου ανταποκρίνεται στα ακόλουθα κριτήρια:

α)

πληροί τους επενδυτικούς στόχους του εν λόγω πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του ορίου ανοχής κινδύνου του πελάτη·

β)

είναι τέτοια ώστε ο πελάτης να μπορεί να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου που είναι συνεπής με τους επενδυτικούς του στόχους·

γ)

είναι τέτοια ώστε ο πελάτης να διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις για να κατανοήσει τους κινδύνους που συνεπάγεται η συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του.

3.   Επιτρέπεται σε μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτική υπηρεσία σε επαγγελματία πελάτη να θεωρήσει ότι για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία αυτή, ο πελάτης διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσεων για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο γ).

Όταν η επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε επαγγελματία πελάτη υπαγόμενο στις διατάξεις του τμήματος 1 του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2014/65/EΕ, επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να θεωρήσει για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο β) ότι ο πελάτης είναι σε θέση από οικονομική άποψη να αναλάβει κάθε σχετικό επενδυτικό κίνδυνο που είναι συνεπής με τους επενδυτικούς του στόχους.

4.   Στις πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με την πηγή και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, τις επενδύσεις και τα ακίνητά του, καθώς και σχετικά με τις τακτικές χρηματοοικονομικές του υποχρεώσεις.

5.   Στις πληροφορίες σχετικά με τους επενδυτικούς στόχους υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διακρατήσει την επένδυση, τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου, το προφίλ κινδύνου του και τους σκοπούς της επένδυσης.

6.   Σε περίπτωση που ένας πελάτης είναι νομικό πρόσωπο ή ομάδα δύο ή περισσότερων φυσικών προσώπων ή στην περίπτωση που ένα ή περισσότερα πρόσωπα εκπροσωπούνται από άλλο φυσικό πρόσωπο, η επιχείρηση επενδύσεων θεσπίζει και εφαρμόζει πολιτική όσον αφορά το ποιος θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αξιολόγησης καταλληλότητας και τον τρόπο πρακτικής υλοποίησης της αξιολόγησης αλλά και όσον αφορά το από ποιον θα πρέπει να συλλέγονται πληροφορίες σχετικά με τη γνώση, την εμπειρία, την οικονομική κατάσταση και τους επενδυτικού στόχους. Η επιχείρηση επενδύσεων καταγράφει την προαναφερθείσα πολιτική.

Όταν ένα φυσικό πρόσωπο εκπροσωπείται από άλλο φυσικό πρόσωπο ή όταν ένα νομικό πρόσωπο που έχει αιτηθεί μεταχείριση ως επαγγελματίας πελάτης σύμφωνα με το τμήμα 2 του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2014/65/EΕ λαμβάνεται υπόψη για την αξιολόγηση της καταλληλότητας, η οικονομική κατάσταση και οι επενδυτικοί στόχοι είναι εκείνοι του νομικού προσώπου ή, σε σχέση με το φυσικό πρόσωπο, εκείνοι του υποκείμενου πελάτη και όχι του εκπροσώπου. Η γνώση και εμπειρία είναι εκείνες του εκπροσώπου του φυσικού προσώπου ή του προσώπου που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συναλλαγές για λογαριασμό του υποκείμενου πελάτη.

7.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται σχετικά με τους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες τους είναι αξιόπιστες. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν ενδεικτικά και όχι περιοριστικά:

α)

τη διασφάλιση ότι οι πελάτες γνωρίζουν τη σημασία παροχής ακριβώς και επικαιροποιημένων πληροφοριών·

β)

τη διασφάλιση ότι όλα τα εργαλεία, όπως για παράδειγμα τα εργαλεία εκτίμησης επικινδυνότητας και δημιουργίας προφίλ ή τα εργαλεία αξιολόγησης της γνώσης και της εμπειρίας του πελάτη, που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της καταλληλότητας εξυπηρετούν τον σκοπό και είναι κατάλληλα σχεδιασμένα για χρήση με τους πελάτες τους, με τους περιορισμούς που εντοπίζονται και μετριάζονται ενεργά μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης της καταλληλότητας·

γ)

τη διασφάλιση ότι οι ερωτήσεις που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία είναι πιθανό να καταστούν κατανοητές από τους πελάτες, να αποτυπώνουν με ακρίβεια τους στόχους και τις ανάγκες του πελάτη, και τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης καταλληλότητας· και

δ)

τη λήψη μέτρων, κατά περίπτωση, για τη διασφάλιση της συνέπειας των πληροφοριών των πελατών, εξετάζοντας, για παράδειγμα, εάν υπάρχουν εμφανείς ανακρίβειες στις πληροφορίες που παρέχονται από πελάτες.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διατηρούν σταθερή σχέση με τον πελάτη, για παράδειγμα, παρέχοντας σε σταθερή βάση συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίων, εφαρμόζουν και είναι σε θέση να το αποδείξουν, κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για την διατήρηση επαρκών και επικαιροποιημένων πληροφοριών για τους πελάτες στον βαθμό που απαιτείται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 2.

8.   Όταν, κατά την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν λαμβάνει τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η επιχείρηση δεν συνιστά επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα στον σχετικό υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη.

9.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν, και είναι σε θέση να το αποδείξουν, επαρκείς πολιτικές και διαδικασίες, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι κατανοούν τη φύση, τα χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένου του κόστους και των κινδύνων των επενδυτικών υπηρεσιών και των χρηματοπιστωτικών οργάνων που επιλέγονται για τους πελάτες του, και αξιολογούν, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και την πολυπλοκότητα, εάν ισοδύναμες επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα μπορούν να ικανοποιήσουν το προφίλ του πελάτη τους.

10.   Κατά την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, μια επιχείρηση επενδύσεων δεν συνιστά επενδυτικές υπηρεσίες, ούτε αποφασίζει να πραγματοποιήσει συναλλαγή όταν καμία από τις υπηρεσίες ή κανένα από τα μέσα δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη.

11.   Κατά την παροχή υπηρεσιών επενδυτικών συμβούλων ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνουν αλλαγή επενδύσεων, είτε μέσω πώλησης ενός μέσου και αγοράς ενός άλλου, είτε μέσω άσκησης του δικαιώματος αλλαγής σε σχέση με ένα υπάρχον μέσο,οι επενδυτικές επιχειρήσεις συλλέγουν τις αναγκαίες πληροφορίες που αφορούν τις υπάρχουσες επενδύσεις του πελάτη και τις νέες προτεινόμενες επενδύσεις και διεξάγουν ανάλυση του κόστους και του οφέλους της αλλαγής, ώστε να είναι ευλόγως ικανές να αποδείξουν ότι τα οφέλη της αλλαγής είναι μεγαλύτερα από το κόστος.

12.   Κατά την παροχή επενδυτικών συμβούλων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποβάλλουν έκθεση στον ιδιώτη πελάτη, η οποία περιλαμβάνει περιγραφή της παρεχόμενης συμβουλής και του τρόπου με τον οποίο η παρεχόμενη πρόταση είναι κατάλληλη για τον ιδιώτη πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο ικανοποιεί τους στόχους του πελάτη και τις προσωπικές περιστάσεις σε σχέση με την αιτούμενη επενδυτική διάρκεια, τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη, τη στάση του πελάτη προς τους κινδύνους και τη δυνατότητα ζημίας.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφιστούν την προσοχή των πελατών και συμπεριλαμβάνουν στην έκθεση καταλληλότητας πληροφορίες σχετικά με το εάν ενδέχεται οι προτεινόμενες υπηρεσίες ή τα μέσα να απαιτούν από τον ιδιώτη πελάτη να αναζητήσει μια περιοδική επανεξέταση των ρυθμίσεών τους.

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει μια υπηρεσία που περιλαμβάνει περιοδικές εκθέσεις και αξιολογήσεις καταλληλότητας, οι μεταγενέστερες εκθέσεις μετά την παροχή της αρχικής υπηρεσίας μπορούν να καλύπτουν αλλαγές στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες ή μέσα και/ή στις συνθήκες του πελάτη και να μην επαναλαμβάνουν όλες τις λεπτομέρειες της πρώτης έκθεσης.

13.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας, επανεξετάζουν, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών, την καταλληλότητα των προτάσεων τουλάχιστον ετησίως. Η συχνότητα της αξιολόγησης αυτής αυξάνεται ανάλογα με το προφίλ κινδύνων του πελάτη και το είδος των προτεινόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Άρθρο 55

Κοινές διατάξεις για την αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας

(άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επενδυτικές επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την πείρα υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη στον τομέα των επενδύσεων περιλαμβάνουν τα στοιχεία που αναφέρονται κατωτέρω, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τη φύση του πελάτη, τον χαρακτήρα και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί και το προβλεπόμενο είδος προϊόντος ή συναλλαγής, περιλαμβανομένης της πολυπλοκότητάς τους και των κινδύνων που συνεπάγονται:

α)

είδη υπηρεσιών, συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης·

β)

φύση, όγκος και συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και περίοδος εντός της οποίας πραγματοποιήθηκαν·

γ)

το εκπαιδευτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων δεν αποθαρρύνει έναν υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη από την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

3.   Επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν υφιστάμενοι ή δυνητικοί πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι αυτές είναι προφανώς παρωχημένες, ανακριβείς ή ελλιπείς.

Άρθρο 56

Αξιολόγηση της συμβατότητας και σχετικές υποχρεώσεις τήρησης αρχείου

(άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων προσδιορίζουν αν ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις προκειμένου να κατανοήσει τους κινδύνους που συνδέονται με το προσφερόμενο ή ζητούμενο επενδυτικό προϊόν ή υπηρεσία, όταν αξιολογούν αν μια από επενδυτική υπηρεσία είναι, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, κατάλληλη για έναν πελάτη.

Επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να θεωρήσει ότι ένας επαγγελματίας πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις για να κατανοήσει τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές ή τα είδη συναλλαγών ή προϊόντων για τα οποία ο πελάτης έχει κατηγοριοποιηθεί ως επαγγελματίας.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχεία των αξιολογήσεων συμβατότητας που διενεργούνται, οι οποίες περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

το αποτέλεσμα της αξιολόγησης συμβατότητας·

β)

τυχόν προειδοποίηση που έχει δοθεί στον πελάτη στην περίπτωση που η αγορά επενδυτικής υπηρεσίας ή προϊόντος αξιολογήθηκε ως δυνητικά ακατάλληλη για τον πελάτη, εάν ο πελάτης ζήτησε να προβεί στη συναλλαγή παρά την προειδοποίηση και, κατά περίπτωση, αν η επιχείρηση αποδέχθηκε το αίτημα του πελάτη να προβεί στη συναλλαγή·

γ)

τυχόν προειδοποίηση που έχει δοθεί στον πελάτη στην περίπτωση που ο πελάτης δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες προκειμένου η επιχείρηση να διενεργήσει την αξιολόγηση συμβατότητας, εάν ο πελάτης ζήτησε να προβεί στη συναλλαγή παρά την προειδοποίηση και, κατά περίπτωση, αν η επιχείρηση αποδέχθηκε το αίτημα του πελάτη να προβεί στη συναλλαγή.

Άρθρο 57

Παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με μη πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα

(άρθρο 25 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Χρηματοπιστωτικό μέσο μη προσδιοριζόμενο ρητά στο άρθρο 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/EE θεωρείται μη πολύπλοκο για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) σημείο vi) της οδηγίας 2014/65/EE εφόσον πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

δεν εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) ή στα σημεία 4 έως 11 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/EΕ·

β)

υπάρχουν συχνές ευκαιρίες εκχώρησης, εξόφλησης ή με άλλο τρόπο ρευστοποίησής του, σε τιμές που είναι δημόσια διαθέσιμες στους συμμετέχοντες στην αγορά και αποτελούν είτε τιμές της αγοράς είτε τιμές που διατίθενται ή επικυρώνονται από συστήματα αποτίμησης μη εξαρτώμενα από τον εκδότη·

γ)

δεν συνεπάγεται για τον πελάτη καμία πραγματική ή δυνητική υποχρέωση υπερβαίνουσα το κόστος απόκτησης του μέσου·

δ)

ενσωματώνει ρήτρα, όρο ή στοιχείο ενεργοποίησης που θα μπορούσε να μεταβάλλει ριζικά τη φύση ή τον κίνδυνο της επένδυσης ή το προφίλ απόσβεσης, όπως για παράδειγμα επενδύσεις που ενσωματώσουν το δικαίωμα μετατροπής του μέσου σε διαφορετική επένδυση·

ε)

δεν περιλαμβάνει τυχόν ρητές ή σιωπηρές επιβαρύνσεις εξόδου που έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της επένδυσης σε μη ρευστοποιήσιμη, ακόμα και αν υπάρχουν πρακτικά συχνές ευκαιρίες για διάθεση, εξαγορά ή άλλου είδους πραγματοποίηση της επένδυσης·

στ)

διατίθενται στο κοινό επαρκώς κατανοητές πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του και είναι πιθανό ότι αυτές είναι εύκολα κατανοητές, ώστε να παρέχεται στο μέσο ιδιώτη πελάτη η δυνατότητα να λάβει ενημερωμένη απόφαση να διενεργήσει ή όχι μια συναλλαγή στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.

Άρθρο 58

Συμφωνίες με ιδιώτες και επαγγελματίες πελάτες

(άρθρο 24 παράγραφος 1 και άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν οποιαδήποτε επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία που αναφέρεται στο σημείο 1 του τμήματος Β του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/EΕ σε ιδιώτη πελάτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού συνάπτουν, σε χαρτί ή άλλο σταθερό μέσο, γραπτή βασική συμφωνία με τον πελάτη, η οποία να καθορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης και του πελάτη. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επιχειρηματικές συμβουλές συμμορφώνονται με την ανωτέρω υποχρέωση μόνο σε περίπτωση που διενεργείται περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των προτεινόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων ή υπηρεσιών.

Η γραπτή συμφωνία καθορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών και περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

περιγραφή των υπηρεσιών και, κατά περίπτωση, τη φύση και την έκταση των επενδυτικών συμβούλων που παρέχονται·

β)

στην περίπτωση υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, τα είδη των χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να αγορασθούν και να πωληθούν και τα είδη των συναλλαγών που μπορούν να πραγματοποιηθούν για λογαριασμό του πελάτη, αλλά και μέσα και συναλλαγές που απαγορεύονται· και

γ)

περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών οποιασδήποτε από τις παρεχόμενες υπηρεσίες που αναφέρονται στο σημείο 1 του τμήματος Β του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/EΕ, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του ρόλου της επιχείρησης όσον αφορά εταιρικές πράξεις που σχετίζονται με μέσα των πελατών και τους όρους υπό τους οποίους συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων που περιλαμβάνουν τίτλους πελατών θα δημιουργήσουν απόδοση για τον πελάτη.

ΤΜΗΜΑ 4

Ενημέρωση των πελατών

Άρθρο 59

Υποχρεώσεις ενημέρωσης όσον αφορά την εκτέλεση εντολών εκτός της διαχείρισης χαρτοφυλακίου

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολή εκτός της διαχείρισης χαρτοφυλακίου για λογαριασμό πελάτη, προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες σε σχέση με την εντολή αυτή:

α)

παρέχουν αμέσως στον πελάτη και σε σταθερό μέσο τις βασικές πληροφορίες που αφορούν την εκτέλεση της εντολής·

β)

απευθύνουν στον πελάτη ειδοποίηση, σε σταθερό μέσο, που επιβεβαιώνει την εκτέλεση της εντολής, το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκτέλεση ή, εάν η επιχείρηση λαμβάνει την επιβεβαίωση από τρίτο, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη της επιβεβαίωσης που της αποστέλλει ο τρίτος.

Το στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται όταν η επιβεβαίωση περιέχει τις ίδιες πληροφορίες με την επιβεβαίωση που πρέπει να σταλεί άμεσα στον πελάτη από άλλο πρόσωπο.

Τα στοιχεία α) και β) δεν εφαρμόζονται όταν οι εντολές που εκτελούνται για λογαριασμό των πελατών αφορούν ομόλογα για τη χρηματοδότηση συμφωνιών ενυπόθηκων δανείων με τους εν λόγω πελάτες· στην περίπτωση αυτή η συναλλαγή γνωστοποιείται ταυτόχρονα με την ανακοίνωση των όρων του ενυπόθηκου δανείου, αλλά όχι αργότερα από ένα μήνα μετά την εκτέλεση της σχετικής εντολής.

2.   Εκτός από τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στον πελάτη, εφόσον το ζητήσει, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της εντολής του.

3.   Στην περίπτωση εντολών πελατών οι οποίες αφορούν μερίδια ή μετοχές σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων και εκτελούνται περιοδικά, οι επιχειρήσεις επενδύσεων είτε ενεργούν σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 1 ή παρέχουν στον πελάτη, τουλάχιστον κάθε έξι μήνες, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 για τις σχετικές συναλλαγές.

4.   Η ειδοποίηση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 περιλαμβάνει από τις πληροφορίες που απαριθμούνται κατωτέρω εκείνες που είναι κατάλληλες και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

α)

το στοιχείο αναγνώρισης της γνωστοποιούσας επιχείρησης επενδύσεων·

β)

το όνομα ή άλλο χαρακτηριστικό αναγνώρισης του πελάτη·

γ)

την ημέρα διαπραγμάτευσης·

δ)

το χρόνο διαπραγμάτευσης·

ε)

το είδος της εντολής·

στ)

το στοιχείο αναγνώρισης του τόπου διαπραγμάτευσης·

ζ)

την ταυτοποίηση του μέσου·

η)

την ένδειξη αγοράς/πώλησης·

θ)

τη φύση της εντολής αν δεν είναι αγορά ή πώληση·

ι)

την ποσότητα·

ια)

την τιμή ανά μονάδα·

ιβ)

το συνολικό τίμημα·

ιγ)

το συνολικό ποσό των προμηθειών και εξόδων που χρεώθηκαν και, εφόσον το ζητήσει ο πελάτης, την αναλυτική καταγραφή τους, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του ποσού οποιασδήποτε προσαύξησης ή απομείωσης που επιβλήθηκε σε περίπτωση που η συναλλαγή εκτελέστηκε από μια επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό, και η επιχείρηση επενδύσεων υπέχει έναντι του πελάτη υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης·

ιδ)

τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε σε περίπτωση που η συναλλαγή περιλαμβάνει μετατροπή νομίσματος·

ιε)

τις ευθύνες του πελάτη όσον αφορά τον διακανονισμό της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας πληρωμής ή παράδοσης, καθώς και τα κατάλληλα στοιχεία λογαριασμού, εάν τα εν λόγω στοιχεία και ευθύνες δεν γνωστοποιήθηκαν προηγουμένως στον πελάτη·

ιστ)

εάν ο αντισυμβαλλόμενος του πελάτη ήταν η ίδια η επιχείρηση επενδύσεων ή οποιοδήποτε πρόσωπο στον όμιλο της επιχείρησης επενδύσεων ή άλλος πελάτης της επιχείρησης επενδύσεων, το γεγονός ότι αυτό συνέβη, εκτός εάν η εντολή εκτελέσθηκε μέσω συστήματος διαπραγμάτευσης που διευκολύνει την ανώνυμη διαπραγμάτευση.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ια), εάν η εντολή εκτελείται τμηματικά, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να επιλέξει να παράσχει στον πελάτη πληροφορίες είτε για την τιμή που εφαρμόστηκε σε κάθε επιμέρους τμήμα της εκτέλεσης είτε για τη μέση τιμή. Όταν παρέχει τη μέση τιμή, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στον πελάτη, μετά από αίτημά του, πληροφορίες για την τιμή που εφαρμόστηκε σε κάθε επιμέρους τμήμα.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων δύναται να παράσχει στον πελάτη τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 χρησιμοποιώντας τυποποιημένους κωδικούς εφόσον παρέχει επεξήγηση των κωδικών αυτών.

Άρθρο 60

Απαιτήσεις αναφοράς σχετικά με τη διαχείριση χαρτοφυλακίου

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου παρέχουν σε σταθερό μέσο σε κάθε πελάτη στον οποίο παρέχουν την υπηρεσία αυτή περιοδικές καταστάσεις των δραστηριοτήτων διαχείρισης χαρτοφυλακίου που εκτελέστηκαν για λογαριασμό του, εκτός αν οι καταστάσεις αυτές παρέχονται από άλλο πρόσωπο.

2.   Η περιοδική κατάσταση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1 παρέχει εύλογη και ισορροπημένη εικόνα των δραστηριοτήτων που διενεργήθηκαν και της απόδοσης του χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την επωνυμία της επιχείρησης επενδύσεων·

β)

το όνομα ή άλλο χαρακτηρισμό του λογαριασμού του πελάτη·

γ)

κατάσταση του περιεχομένου και της αποτίμησης του χαρτοφυλακίου, καθώς και λεπτομέρειες για κάθε διακρατούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο, την αξία του στην αγορά ή την εύλογη αξία του εάν η αξία του στην αγορά δεν είναι διαθέσιμη και το υπόλοιπο μετρητών στην αρχή και στο τέλος της περιόδου αναφοράς, καθώς και την απόδοση του χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής·

δ)

το συνολικό ποσό των αμοιβών και τελών που χρεώθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς, αναφέροντας χωριστά τουλάχιστον το σύνολο των αμοιβών διαχείρισης και το σύνολο των εξόδων που συνδέονται με την εκτέλεση, περιλαμβανομένης, κατά περίπτωση, δήλωσης ότι κατόπιν αιτήματος θα παρασχεθεί λεπτομερέστερη ανάλυση των στοιχείων αυτών·

ε)

σύγκριση της απόδοσης κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση με τον δείκτη επενδυτικής απόδοσης αναφοράς που (τυχόν) συμφωνήθηκε μεταξύ επιχείρησης επενδύσεων και πελάτη·

στ)

το συνολικό ποσό των συνδεόμενων με το χαρτοφυλάκιο του πελάτη μερισμάτων, τόκων και άλλων πληρωμών που λήφθηκαν κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση·

ζ)

πληροφορίες σχετικά με άλλες εταιρικές πράξεις που παρέχουν δικαιώματα σχετιζόμενα με χρηματοπιστωτικά μέσα που διακρατούνται στο χαρτοφυλάκιο·

η)

για κάθε συναλλαγή που εκτελέσθηκε κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 4 στοιχεία γ) έως ιβ), κατά περίπτωση, εκτός εάν ο πελάτης επιλέγει να λαμβάνει πληροφορίες σε μεμονωμένη βάση για κάθε εκτελεσθείσα συναλλαγή, οπότε εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου.

3.   Η περιοδική κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχεται σε τριμηνιαία βάση εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

στην περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στους πελάτες της πρόσβαση σε ένα επιγραμμικό σύστημα, το οποίο θεωρείται σταθερό μέσο, παρέχει πρόσβαση σε επικαιροποιημένες αποτιμήσεις του χαρτοφυλακίου του πελάτη και στο οποίο οι πελάτες μπορούν εύκολα να αποκτήσουν πρόσβαση στις πληροφορίες που απαιτούνται από το άρθρο 63 παράγραφος 2 και η επιχείρηση διαθέτει αποδείξεις ότι ο πελάτης είχε πρόσβαση σε αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια του σχετικού τριμήνου·

β)

στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 4, η περιοδική κατάσταση πρέπει να παρέχεται τουλάχιστον ανά δωδεκάμηνο·

γ)

εάν η συμφωνία που έχει συνάψει η επιχείρηση επενδύσεων με πελάτη για την παροχή υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου επιτρέπει τη διαχείριση με μόχλευση, η περιοδική κατάσταση αποστέλλεται τουλάχιστον μία φορά το μήνα.

Η εξαίρεση που προβλέπεται στο στοιχείο β) δεν ισχύει στην περίπτωση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα υπαγόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) ή ενός εκ των σημείων 4 έως 11 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/EΕ.

4.   Όταν ο πελάτης επιλέγει να λαμβάνει πληροφορίες σε μεμονωμένη βάση για κάθε εκτελεσθείσα συναλλαγή, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε σταθερό μέσο στον πελάτη, αμέσως μετά την εκτέλεση μιας συναλλαγής από τον διαχειριστή χαρτοφυλακίου, τις βασικές πληροφορίες για τη σχετική συναλλαγή.

Η επιχείρηση επενδύσεων αποστέλλει στον πελάτη ειδοποίηση που επιβεβαιώνει τη συναλλαγή και περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 4, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκτέλεση της συναλλαγής ή, εάν η επιχείρηση λαμβάνει την επιβεβαίωση από τρίτο, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη της επιβεβαίωσης που αποστέλλει ο τρίτος.

Το δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζεται εάν η επιβεβαίωση περιέχει τις ίδιες πληροφορίες με μια επιβεβαίωση που πρέπει να σταλεί αμέσως στον πελάτη από άλλο πρόσωπο.

Άρθρο 61

Απαιτήσεις γνωστοποίησης σχετικά με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους

(άρθρο 24 παράγραφος 4 και άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι απαιτήσεις που ισχύουν για τις εκθέσεις που υποβάλλονται σε ιδιώτες και επαγγελματίες πελάτες βάσει των άρθρων 49 και 59 εφαρμόζονται, εκτός αν οι επιχειρήσεις επενδύσεων συνάπτουν συμφωνίες με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους προκειμένου να καθορίσουν το περιεχόμενο και τον χρόνο υποβολής των εκθέσεων.

Άρθρο 62

Πρόσθετες απαιτήσεις γνωστοποίησης για τις συναλλαγές διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή για συναλλαγές που συνεπάγονται ενδεχόμενη υποχρέωση

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ενημερώνουν τον πελάτη όταν η συνολική αξία του χαρτοφυλακίου, όπως εκτιμάται στην αρχή κάθε περιόδου αναφοράς, υποτιμάται κατά 10 % και εφεξής σε πολλαπλάσια του 10 %, το αργότερο στη λήξη της εργάσιμης μέρας κατά την οποία σημειώθηκε η υπέρβαση του ορίου ή, εάν η υπέρβαση του ορίου σημειώθηκε σε μη εργάσιμη ημέρα, στο κλείσιμο της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

2.   Επιχειρήσεις επενδύσεων που διατηρούν λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, ο οποίος περιλαμβάνει θέσεις σε μοχλευμένα χρηματοπιστωτικά μέσα ή συναλλαγές που συνεπάγονται ενδεχόμενη υποχρέωση, ενημερώνουν τον πελάτη όταν η αρχική αξία κάθε μέσου υποτιμάται κατά 10 % και εφεξής σε πολλαπλάσια του 10 %. Οι εκθέσεις σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο θα πρέπει να υποβάλλονται για κάθε μέσο ξεχωριστά, εκτός εάν συμφωνήθηκε διαφορετικά με τον πελάτη, και υποβάλλονται το αργότερο στη λήξη της εργάσιμης μέρας κατά την οποία σημειώθηκε η υπέρβαση του ορίου ή, εάν η υπέρβαση του ορίου σημειώθηκε σε μη εργάσιμη ημέρα, στο κλείσιμο της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Άρθρο 63

Καταστάσεις χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων πελατών

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών αποστέλλουν, τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση, σε κάθε πελάτη του οποίου κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα και κεφάλαια, κατάσταση αυτών των μέσων και κεφαλαίων, εκτός εάν μια τέτοια κατάσταση έχει ήδη παρασχεθεί σε άλλη περιοδική κατάσταση. Κατόπιν αιτήματος του πελάτη, οι επιχειρήσεις παρέχουν την εν λόγω κατάσταση συχνότερα σε εμπορικό κόστος.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26), όσον αφορά τις καταθέσεις, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, που έχουν τοποθετηθεί σε αυτά.

2.   Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κατάσταση περιουσιακών στοιχείων του πελάτη περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

λεπτομερή στοιχεία για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια που κατέχει η επιχείρηση επενδύσεων για λογαριασμό του πελάτη στο τέλος της περιόδου που καλύπτει η κατάσταση·

β)

τον βαθμό στον οποίο χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη απετέλεσαν αντικείμενο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων·

γ)

κάθε όφελος για τον πελάτη ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του σε οποιαδήποτε συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων και τη βάση επί της οποίας έχει υπολογισθεί το όφελος αυτό·

δ)

σαφή ένδειξη των περιουσιακών στοιχείων ή κεφαλαίων που υπόκεινται στους κανόνες της οδηγίας 2014/65/EΕ και τα εκτελεστικά της μέτρα, και των περιουσιακών στοιχείων ή κεφαλαίων που δεν υπόκεινται, όπως εκείνα που υπόκεινται στη Συμφωνία Παροχής Ασφάλειας με Μεταβίβαση Τίτλου·

ε)

σαφή ένδειξη των περιουσιακών στοιχείων που επηρεάζονται από ιδιαιτερότητες στο καθεστώς κυριότητάς τους, για παράδειγμα λόγω εμπράγματης ασφάλειας·

στ)

την αγοραία ή, όταν δεν είναι διαθέσιμη, την εκτιμώμενη αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων που περιλαμβάνονται στην κατάσταση, με σαφή ένδειξη του γεγονότος ότι η έλλειψη αγοραίας τιμής είναι πιθανό να είναι ενδεικτική έλλειψης ρευστότητας. Η εκτιμώμενη αξία υπολογίζεται από την επιχείρηση με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια.

Σε περιπτώσεις στις οποίες το χαρτοφυλάκιο ενός πελάτη περιλαμβάνει τα έσοδα από μια ή περισσότερες μη διακανονισθείσες συναλλαγές, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) μπορούν να βασίζονται είτε στην ημερομηνία της διαπραγμάτευσης είτε στην ημερομηνία διακανονισμού, υπό τον όρο ότι η ίδια βάση εφαρμόζεται σε όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην κατάσταση.

Η περιοδική κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν παρέχεται στην περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στους πελάτες της πρόσβαση σε ένα επιγραμμικό σύστημα, το οποίο θεωρείται σταθερό μέσο και στο οποίο οι πελάτες μπορούν εύκολα να αποκτήσουν πρόσβαση σε επικαιροποιημένες καταστάσεις των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων τους και η επιχείρηση διαθέτει αποδείξεις ότι ο πελάτης είχε πρόσβαση στην εν λόγω κατάσταση τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια του σχετικού τριμήνου.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια και παρέχουν υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε έναν πελάτη, μπορούν να περιλαμβάνουν την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κατάσταση περιουσιακών στοιχείων του πελάτη στην περιοδική κατάσταση που παρέχουν στον ίδιο πελάτη δυνάμει του άρθρου 60 παράγραφος 1.

ΤΜΗΜΑ 5

Βέλτιστη εκτέλεση

Άρθρο 64

Κριτήρια βέλτιστης εκτέλεσης

(άρθρο 27 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια για τον προσδιορισμό της σχετικής σπουδαιότητας των παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/EΕ:

α)

τα χαρακτηριστικά του πελάτη, περιλαμβανομένης της κατηγοριοποίησής του ως ιδιώτη πελάτη ή ως επαγγελματία πελάτη·

β)

τα χαρακτηριστικά της εντολής του πελάτη, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης που η εντολή αφορά συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ)·

γ)

τα χαρακτηριστικά των χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο της εντολής·

δ)

τα χαρακτηριστικά των τόπων εκτέλεσης προς τους οποίους μπορεί να δρομολογηθεί η εντολή.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 65 και 66, η έννοια «τόπος εκτέλεσης» περιλαμβάνει μια ρυθμιζόμενη αγορά, έναν ΠΜΔ, έναν ΜΟΔ, έναν συστηματικό εσωτερικοποιητή ή έναν ειδικό διαπραγματευτή ή άλλο πάροχο ρευστότητας ή μια οντότητα που επιτελεί σε τρίτη χώρα λειτουργία όμοια με τις λειτουργίες οποιουδήποτε από τους προηγούμενους.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων εκπληρώνει την υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να λαμβάνει επαρκή μέτρα προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη, στο μέτρο που εκτελεί μια εντολή ή μια ειδική πτυχή μιας εντολής ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη που αφορούν την εντολή ή την ειδική πτυχή της.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν διαρθρώνουν ούτε χρεώνουν τις προμήθειές τους κατά τρόπο που εισάγει αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ τόπων εκτέλεσης.

4.   Κατά την εκτέλεση εντολών ή τη λήψη απόφασης διαπραγμάτευσης με εξωχρηματιστηριακά προϊόντα συμπεριλαμβανομένων ειδικών προϊόντων, η επιχείρηση επενδύσεων ελέγχει τον δίκαιο χαρακτήρα της τιμής που προτείνεται στον πελάτη, συγκεντρώνοντας δεδομένα της αγοράς που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της τιμής του εν λόγω προϊόντος και, όπου είναι δυνατόν, συγκρίνοντας με παρεμφερή ή συγκρίσιμα προϊόντα.

Άρθρο 65

Υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου και λήψης και διαβίβασης εντολών να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη

(άρθρο 24 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, συμμορφώνονται με το άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/EΕ να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους κατά την αποστολή σε άλλες οντότητες προς εκτέλεση εντολών που απορρέουν από αποφάσεις της επιχείρησης επενδύσεων να προβεί σε διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό του πελάτη της.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την παροχή υπηρεσιών λήψης και διαβίβασης εντολών, συμμορφώνονται με το άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/EΕ να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους κατά τη διαβίβαση εντολών πελατών σε άλλες οντότητες προς εκτέλεση.

3.   Προκειμένου να συμμορφωθούν με τις παραγράφους 1 ή 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 7 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 64 παράγραφος 4.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επαρκή μέτρα προκειμένου να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες τους, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η σχετική σημασία αυτών των παραγόντων προσδιορίζεται κατ' αναφορά προς τα κριτήρια που άρθρου 64 παράγραφος 1 και, για ιδιώτες πελάτες, τις απαιτήσεις του άρθρου 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Η επιχείρηση επενδύσεων εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της παραγράφου 1 ή 2 και δεν οφείλει να λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο στο μέτρο που ακολουθεί ειδικές οδηγίες του πελάτη της κατά την αποστολή ή τη διαβίβαση μιας εντολής σε άλλη οντότητα προς εκτέλεση.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν και εφαρμόζουν πολιτική που τους επιτρέπει να συμμορφώνονται με την υποχρέωση της παραγράφου 4. Η πολιτική αυτή προσδιορίζει, για κάθε κατηγορία μέσων, τις οντότητες στις οποίες αποστέλλονται οι εντολές ή στις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων διαβιβάζει εντολές προς εκτέλεση. Οι οντότητες που προσδιορίζονται με τον τρόπο αυτό διαθέτουν ρυθμίσεις εκτέλεσης που επιτρέπουν στην επιχείρηση επενδύσεων να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που υπέχει βάσει του παρόντος άρθρου όταν αποστέλλει ή διαβιβάζει εντολές σε αυτή την οντότητα προς εκτέλεση.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες τους πληροφορίες σχετικά με την πολιτική που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 και το άρθρο 66 παράγραφοι 2 έως 9. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες κατάλληλη ενημέρωση σχετικά με την επιχείρηση και τις υπηρεσίες της και τις οντότητες που επιλέγονται προς εκτέλεση. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που επιλέγουν άλλες επιχειρήσεις για την παροχή υπηρεσιών εκτέλεσης εντολών, συνοψίζουν και δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τις πέντε πρώτες επιχειρήσεις επενδύσεων από άποψη όγκου συναλλαγών, στις οποίες διαβίβασε ή απέστειλε προς εκτέλεση εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος, καθώς και στοιχεία για την ποιότητα εκτέλεσης. Οι πληροφορίες συνάδουν με τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα τεχνικά πρότυπα που καταρτίζονται βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 10 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/EΕ.

Κατόπιν εύλογου αιτήματος του πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες ή δυνητικούς πελάτης πληροφορίες σχετικά με τις οντότητες στις οποίες διαβιβάζονται ή αποστέλλονται οι εντολές προς εκτέλεση.

7.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν σε τακτική βάση την αποτελεσματικότητα της πολιτικής που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 και παρακολουθούν, ιδίως, την ποιότητα εκτέλεσης των οντοτήτων που προσδιορίζονται σε αυτή την πολιτική και, κατά περίπτωση, διορθώνουν τυχόν αδυναμίες.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν την πολιτική και τις ρυθμίσεις τους τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται επίσης κάθε φορά που επέρχεται ουσιώδης μεταβολή που επηρεάζει την ικανότητα της επιχείρησης να συνεχίσει να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες της.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αξιολογούν εάν έχει επέλθει τυχόν ουσιαστική μεταβολή και εξετάζουν το ενδεχόμενο αλλαγής των τόπων ή οντοτήτων εκτέλεσης στις οποίες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό για να τηρούν την πρωταρχική απαίτηση βέλτιστης εκτέλεσης.

Η ουσιαστική μεταβολή είναι σημαντικό γεγονός το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει τις παραμέτρους της βέλτιστης εκτέλεσης, όπως για παράδειγμα το κόστος, η τιμή, η ταχύτητα, η πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, το μέγεθος, η φύση ή οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας που σχετίζεται με την εκτέλεση της εντολής.

8.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όταν η επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει την υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή λήψης και διαβίβασης εντολών εκτελεί επίσης τις ληφθείσες εντολές ή τις αποφάσεις για διαπραγμάτευση για λογαριασμό των χαρτοφυλακίων των πελατών της. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 27 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 66

Πολιτική εκτέλεσης εντολών

(άρθρο 27 παράγραφοι 5 και 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, την πολιτική εκτέλεσης εντολών που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/EΕ, καθώς και τις ρυθμίσεις τους σχετικά με την εκτέλεση εντολών.

Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται επίσης κάθε φορά που επέρχεται ουσιώδης μεταβολή, όπως ορίζεται στο άρθρο 65 παράγραφος 7, που επηρεάζει την ικανότητα της επιχείρησης να εξακολουθήσει να επιτυγχάνει κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών της το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε συνεχή βάση χρησιμοποιώντας τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική της για την εκτέλεση εντολών. Μια επιχείρηση επενδύσεων αξιολογεί εάν έχει επέλθει τυχόν ουσιαστική μεταβολή και εξετάζει το ενδεχόμενο αλλαγής της σχετικής σημασίας των παραγόντων βέλτιστης εκτέλεσης στην τήρηση της πρωταρχικής απαίτησης βέλτιστης εκτέλεσης.

2.   Η πληροφόρηση σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών είναι εξειδικευμένη ανάλογα με την κατηγορία του χρηματοπιστωτικού μέσου και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας και περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ορίζονται στις παραγράφους 3 έως 9.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στους πελάτες τις ακόλουθες λεπτομέρειες όσον αφορά την πολιτική εκτέλεσης που εφαρμόζει, σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή της υπηρεσίας:

α)

τη σχετική σημασία που αποδίδει η επιχείρηση επενδύσεων, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 59 παράγραφος 1, στους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή τη μέθοδο με την οποία η επιχείρηση προσδιορίζει τη σχετική σημασία των παραγόντων αυτών·

β)

κατάλογο των τόπων εκτέλεσης στους οποίους η επιχείρηση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό για να εκπληρώσει την υποχρέωσή της να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να επιτυγχάνει σε σταθερή βάση το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών και ο οποίος διευκρινίζει ποιοι τόποι εκτέλεσης χρησιμοποιούνται για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, για εντολές ιδιωτών και επαγγελματιών πελατών και συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ)·

γ)

κατάλογο των παραγόντων που χρησιμοποιούνται στην επιλογή ενός τόπου εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων ποιοτικών παραγόντων, όπως συστήματα καθαρισμού, διακόπτες κυκλώματος, προγραμματισμένες ενέργειες, ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό παράγοντα, και τη σχετική σημασία του κάθε παράγοντα· Οι πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες που χρησιμοποιούνται στην επιλογή ενός τόπου εκτέλεσης είναι συνεπείς προς τους ελέγχους που χρησιμοποιεί η επιχείρηση προκειμένου να αποδεικνύει στους πελάτες ότι η βέλτιστη εκτέλεση επιτυγχάνεται συστηματικά όταν επανεξετάζει την πολιτική και τις ρυθμίσεις της·

δ)

τον τρόπο με τον οποίο οι παράγοντες εκτέλεσης, όπως η τιμή, το κόστος, η ταχύτητα, η πιθανότητα εκτέλεσης και κάθε άλλος σχετικός παράγοντας θεωρούνται μέρος των επαρκών μέτρων που λαμβάνονται με σκοπό την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος για τον πελάτη·

ε)

κατά περίπτωση, πληροφορίες ότι η επιχείρηση εκτελεί εντολές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. τις συνέπειες, για παράδειγμα κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου που προκύπτει από την εκτέλεση εκτός τόπου διαπραγμάτευσης και, κατόπιν αιτήματος του πελάτη, συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες του συγκεκριμένου μέσου εκτέλεσης·

στ)

σαφή και εμφανή προειδοποίηση ότι τυχόν ειδικές οδηγίες πελατών ενδέχεται να την εμποδίσουν να λάβει τα μέτρα που έχει σχεδιάσει και συμπεριλάβει στην πολιτική εκτέλεσης προκειμένου να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση αυτών των εντολών, ως προς τα στοιχεία που καλύπτονται από τις εν λόγω οδηγίες·

ζ)

περίληψη της διαδικασίας επιλογής των τόπων εκτέλεσης, των στρατηγικών εκτέλεσης που χρησιμοποιήθηκαν, των διαδικασιών και μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυση της ποιότητας της εκτέλεσης που πραγματοποιήθηκε και του τρόπου με τον οποίο οι επιχειρήσεις παρακολουθούν και επαληθεύουν ότι επετεύχθη το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για του πελάτες.

Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται σε σταθερό μέσο ή μέσω ιστοτόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο) υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2.

4.   Σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν διαφορετική αμοιβή ανάλογα με τον χρόνο εκτέλεσης, η επιχείρηση εξηγεί τις εν λόγω διαφορές με επαρκή λεπτομέρεια προκειμένου να είναι σε θέση ο πελάτης να κατανοήσει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της επιλογής ενός μόνο τόπου εκτέλεσης.

5.   Σε περίπτωση που επιχειρήσεις επενδύσεων καλούν τους πελάτες να επιλέξουν έναν τόπο εκτέλεσης, παρέχονται ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές πληροφορίες στον πελάτη προκειμένου να αποτραπεί από την επιλογή ενός τόπου εκτέλεσης αντί ενός άλλου αποκλειστικά βάσει της πολιτικής τιμών που εφαρμόζεται από την επιχείρηση.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν πληρωμές από τρίτους μόνο όταν αυτές συμμορφώνονται με το άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/EΕ και ενημερώνουν τους πελάτες σχετικά με τις αντιπαροχές που ενδέχεται να λάβει η επιχείρηση από τους τόπους εκτέλεσης. Οι πληροφορίες προσδιορίζουν τις αμοιβές που χρεώνει η επιχείρηση επενδύσεων σε όλους τους αντισυμβαλλόμενους που συμμετέχουν στη συναλλαγή, και στις περιπτώσεις που η αμοιβές ποικίλλουν ανάλογα με τον πελάτη, οι πληροφορίες αναφέρουν τις μέγιστες αμοιβές ή το εύρος των αμοιβών που μπορεί να ζητηθούν.

7.   Σε περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων χρεώνει πάνω από έναν συμμετέχοντα σε μια συναλλαγή, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τα εκτελεστικά της μέτρα, η επιχείρηση ενημερώνει τους πελάτες της σχετικά με την αξία τυχόν χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών που λαμβάνονται από την επιχείρηση.

8.   Όταν ένας πελάτης υποβάλλει εύλογες και αναλογικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τις πολιτικές ή ρυθμίσεις και τον τρόπο με τον οποίο επανεξετάζονται σε μια επιχείρηση επενδύσεων, η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων απαντά σαφώς και εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

9.   Σε περίπτωση που μια επενδυτική εταιρεία εκτελεί εντολές για ιδιώτες πελάτες, παρέχει στους εν λόγω πελάτες περίληψη της σχετικής πολιτικής, εστιάζοντας στο συνολικό κόστος που προκύπτει. Η περίληψη παρέχει επίσης σύνδεσμο στα πιο πρόσφατα δεδομένα σχετικά με την ποιότητα εκτέλεσης που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για κάθε τόπο εκτέλεσης που έχει συμπεριλάβει η επιχείρηση επενδύσεων στην πολιτική της εκτέλεσης εντολών.

ΤΜΗΜΑ 6

Χειρισμός των εντολών πελατών

Άρθρο 67

Γενικές αρχές

(άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών:

α)

διασφαλίζουν ότι όλες οι εντολές που εκτελούνται για λογαριασμό πελατών καταχωρίζονται και επιμερίζονται αμέσως·

β)

εκτελούν κατά τα άλλα συγκρίσιμες εντολές πελατών με τη σειρά που αυτές λαμβάνονται και αμέσως, εκτός εάν τα χαρακτηριστικά της εντολής ή οι συνθήκες της αγοράς δεν το επιτρέπουν, ή εάν τα συμφέροντα του πελάτη απαιτούν διαφορετικό χειρισμό·

γ)

ενημερώνουν τον ιδιώτη πελάτη σχετικά με κάθε ουσιώδη δυσχέρεια που μπορεί να επηρεάσει την ορθή εκτέλεση των εντολών, αμέσως μόλις λάβουν γνώση της δυσχέρειας αυτής.

2.   Εάν ευθύνεται για την εποπτεία ή την οργάνωση του διακανονισμού μιας εκτελεσθείσας εντολής, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να διασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών που λαμβάνονται για το διακανονισμό της εκτελεσθείσας εντολής παραδίδονται αμέσως και σωστά στο λογαριασμό του κατάλληλου πελάτη.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων δεν κάνει κατάχρηση των πληροφοριών που αφορούν εκκρεμείς εντολές πελατών και λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών αυτών από οποιοδήποτε από τα αρμόδια πρόσωπά της.

Άρθρο 68

Ομαδοποίηση και επιμερισμός εντολών

(άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν εκτελούν μια εντολή πελάτη ή μια συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό ομαδοποιώντας την με εντολή άλλου πελάτη εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

είναι πιθανό ότι η ομαδοποίηση των εντολών και των συναλλαγών θα αποβεί συνολικά σε βάρος οποιουδήποτε από τους πελάτες των οποίων η εντολή θα ομαδοποιηθεί·

β)

γνωστοποιείται σε κάθε πελάτη του οποίου η εντολή θα ομαδοποιηθεί ότι το αποτέλεσμα της ομαδοποίησης ενδέχεται να είναι σε βάρος του σε σχέση με μια δεδομένη εντολή·

γ)

θεσπίζεται και εφαρμόζεται αποτελεσματικά μια πολιτική που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται ο δίκαιος επιμερισμός των ομαδοποιημένων εντολών και συναλλαγών, περιλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο ο όγκος και η τιμή των εντολών επηρεάζει τον επιμερισμό και την αντιμετώπιση των μερικών εκτελέσεων.

2.   Όταν η επιχείρηση επενδύσεων ομαδοποιεί μια εντολή με μία ή περισσότερες άλλες εντολές πελατών και η ομαδοποιημένη εντολή εκτελείται εν μέρει, επιμερίζει στη συνέχεια τις σχετικές συναλλαγές σύμφωνα με την πολιτική της για τον επιμερισμό των εντολών.

Άρθρο 69

Ομαδοποίηση και επιμερισμός των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό

(άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν ομαδοποιήσει συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με μία ή περισσότερες εντολές πελατών δεν επιμερίζουν τις σχετικές συναλλαγές κατά τρόπο επιζήμιο για έναν πελάτη.

2.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων ομαδοποιεί εντολή πελάτη με συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό και η ομαδοποιημένη εντολή εκτελείται εν μέρει, επιμερίζει τις σχετικές συναλλαγές κατά προτεραιότητα στον πελάτη σε σχέση με την ίδια.

Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων είναι σε θέση να αποδείξει ευλόγως ότι χωρίς την ομαδοποίηση αυτή δεν θα ήταν σε θέση να εκτελέσει την εντολή με τόσο ευνοϊκούς όρους, ή καθόλου, δύναται να επιμερίσει τη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό αναλογικά, σύμφωνα με την πολιτική επιμερισμού των εντολών που αναφέρεται στο άρθρο 68 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

3.   Στο πλαίσιο της πολιτικής επιμερισμού των εντολών που αναφέρεται στο άρθρο 68 παράγραφος 1 στοιχείο γ), οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν διαδικασίες για να αποφευχθεί ο επανεπιμερισμός κατά τρόπο επιζήμιο για τον πελάτη συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό που εκτελούνται σε συνδυασμό με εντολές πελάτη.

Άρθρο 70

Έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση εντολών πελατών και δημοσιοποίηση ανεκτέλεστων οριακών εντολών πελατών για μετοχές προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης

(άρθρο 28 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Μια οριακή εντολή πελάτη που αφορά μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης και που δεν εκτελείται αμέσως με τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς όπως αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/EΕ ανακοινώνεται δημόσια όταν η επιχείρηση επενδύσεων έχει υποβάλει την εντολή προς εκτέλεση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΔΜ ή η εντολή έχει δημοσιοποιηθεί από πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων εγκατεστημένο σε ένα κράτος μέλος και μπορεί εύκολα να εκτελεστεί μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς.

2.   Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι ΠΔΜ ιεραρχούνται σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών της επιχείρησης προκειμένου να διασφαλίζεται η εκτέλεση μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς.

ΤΜΗΜΑ 7

Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι

Άρθρο 71

Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι

(άρθρο 30 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Εκτός των κατηγοριών που αναφέρονται ρητά στο άρθρο 30 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, τα κράτη μέλη δύνανται να αναγνωρίσουν ως επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας, μια επιχείρηση που υπάγεται σε μια κατηγορία πελατών που θεωρούνται επαγγελματίες πελάτες σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του τμήματος Ι του παραρτήματος ΙΙ της ίδιας οδηγίας.

2.   Όταν, δυνάμει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 30 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ένας επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ζητεί να αντιμετωπισθεί ως πελάτης του οποίου η σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 της ίδιας οδηγίας, το αίτημα θα πρέπει να υποβάλλεται εγγράφως και αναφέρει εάν η αντιμετώπιση ως ιδιώτη ή επαγγελματία πελάτη αναφέρεται σε μια ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή ένα ή περισσότερα είδη συναλλαγής ή προϊόντος.

3.   Όταν ένας επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ζητεί να αντιμετωπισθεί ως πελάτης του οποίου η σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ χωρίς να ζητεί ρητά να αντιμετωπισθεί ως ιδιώτης πελάτης, η επιχείρηση αντιμετωπίζει αυτό τον επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο ως επαγγελματία πελάτη.

4.   Όταν αυτός ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ζητά ρητώς να αντιμετωπισθεί ως ιδιώτης πελάτης, η επιχείρηση επενδύσεων αντιμετωπίζει τον επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο ως ιδιώτη πελάτη, εφαρμόζοντας τις διατάξεις για τις αιτήσεις αντιμετώπισης ως μη επαγγελματία πελάτη του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου εδαφίου του τμήματος Ι του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

5.   Όταν ένας πελάτης ζητά να αντιμετωπισθεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος, σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/EΕ, ακολουθείται η εξής διαδικασία:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων αποστέλλει στον πελάτη σαφή έγγραφη προειδοποίηση στην οποία διευκρινίζει σαφώς τις συνέπειες που θα επιφέρει το εν λόγω αίτημα στον πελάτη, αλλά και τις προστασίες που ενδέχεται να απολέσει·

β)

ο πελάτης επιβεβαιώνει γραπτώς το αίτημα του να αντιμετωπισθεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος είτε γενικά είτε σε σχέση με μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγής ή είδος συναλλαγής ή προϊόντος και ότι έχει επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτής της προστασίας ως αποτέλεσμα του αιτήματος.

ΤΜΗΜΑ 8

Τήρηση αρχείων

Άρθρο 72

Διατήρηση αρχείων

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Τα αρχεία διατηρούνται σε μέσο που επιτρέπει την αποθήκευση των πληροφοριών με τρόπο προσβάσιμο για μελλοντική εξέταση από την αρμόδια αρχή, με μορφή και τρόπο που ικανοποιούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

οι αρμόδιες αρχές έχουν εύκολα πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία και να μπορούν να αναπαράγουν τα βασικά στάδια της επεξεργασίας κάθε συναλλαγής·

β)

είναι δυνατό να διαπιστωθούν εύκολα τυχόν διορθώσεις ή άλλες τροποποιήσεις, καθώς και το περιεχόμενο των αρχείων πριν από τις εν λόγω διορθώσεις ή τροποποιήσεις·

γ)

δεν είναι δυνατό να υποστούν τα αρχεία άλλου είδους παραποίηση ή τροποποίηση·

δ)

επιτρέπουν την τεχνολογία της πληροφορίες ή οποιαδήποτε άλλη αποτελεσματική εκμετάλλευση όταν η ανάλυση των δεδομένων δεν είναι εύκολη λόγω του όγκου και της φύσης αυτών· και

ε)

οι ρυθμίσεις της επιχείρησης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις τήρησης αρχείων ανεξαρτήτως της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν κατ' ελάχιστο τα αρχεία που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού ανάλογα με τη φύση των δραστηριοτήτων τους.

Ο κατάλογος των αρχείων που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού δεν θίγει τυχόν άλλες υποχρεώσεις τήρησης αρχείων που προκύπτουν από άλλη νομοθεσία.

3.   Ακόμη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχεία τυχόν πολιτικών και διαδικασιών που οφείλουν να διατηρούν εγγράφως σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/EΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, την οδηγία 2014/57/EΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και των αντίστοιχων εκτελεστικών μέτρων.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να τηρούν αρχεία συμπληρωματικά του καταλόγου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 73

Τήρηση αρχείων που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη

(άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Τα αρχεία που περιέχουν τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη βάσει συμφωνίας παροχής υπηρεσιών ή τους όρους υπό τους οποίους η επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη, διατηρούνται τουλάχιστον για τη διάρκεια της σχέσης με τον πελάτη.

Άρθρο 74

Τήρηση αρχείων εντολών πελατών και απόφαση διαπραγμάτευσης

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Μια επιχείρηση επενδύσεων καταγράφει αμέσως, σε σχέση με κάθε αρχική εντολή που λαμβάνεται από πελάτη και σε σχέση με κάθε αρχική απόφασης διαπραγμάτευσης που λαμβάνεται, και τηρεί στη διάθεση της αρμόδιας αρχής κατ' ελάχιστο τις λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 1 του παραρτήματος IV του παρόντος κανονισμού εφόσον ισχύουν για την εν λόγω εντολή ή την απόφαση διαπραγμάτευσης.

Σε περίπτωση που οι λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 1 του παραρτήματος IV του παρόντος κανονισμού προβλέπονται και από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι εν λόγω λεπτομέρειες διατηρούνται με συνεκτικό τρόπο και σύμφωνα με τα ίδια πρότυπα που προβλέπονται από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 75

Τήρηση αρχείων συναλλαγών και επεξεργασίας εντολών

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Μια επιχείρηση επενδύσεων καταγράφει αμέσως και τηρεί στη διάθεση της αρμόδιας αρχής μετά τη λήψη μιας εντολής πελάτη ή απόφασης διαπραγμάτευσης, εφόσον ισχύουν για την εν λόγω εντολή ή την απόφαση διαπραγμάτευσης, κατ' ελάχιστο τις λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 2 του παραρτήματος IV.

Σε περίπτωση που οι λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 2 του παραρτήματος IV προβλέπονται και από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, λεπτομέρειες διατηρούνται με συνεκτικό τρόπο και σύμφωνα με τα ίδια πρότυπα που προβλέπονται από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 76

Καταγραφή τηλεφωνικών συνομιλιών ή ηλεκτρονικής επικοινωνίας

(άρθρο 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματική πολιτική καταγραφής τηλεφωνικών συνομιλιών ή ηλεκτρονικής επικοινωνίας, η οποία καθορίζεται γραπτώς και είναι κατάλληλη για το μέγεθος και την οργάνωση της επιχείρησης, καθώς και για τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων. Η πολιτική περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ταυτοποίηση των τηλεφωνικών συνομιλιών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων σχετικών εσωτερικών τηλεφωνικών συνομιλιών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που υπόκεινται στις απαιτήσεις καταγραφής σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/EΕ· και

β)

προσδιορισμό των διαδικασιών που πρέπει να ακολουθούνται και των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση της επιχείρησης με το άρθρο 16 παράγραφος 7 τρίτο και όγδοο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/EΕ σε περίπτωση που προκύπτουν εξαιρετικές περιστάσεις και η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να καταγράψει τη συζήτηση/επικοινωνία σε συσκευές που εκδίδονται, γίνονται αποδεκτές ή επιτρέπονται από την επιχείρηση. Αποδεικτικά στοιχεία για τις εν λόγω περιστάσεις διατηρούνται και είναι προσβάσιμα στις αρμόδιες αρχές.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο εποπτεύει και ελέγχει αποτελεσματικά τις πολιτικές και διαδικασίες που σχετίζονται με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών της επιχείρησης.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις καταγραφής είναι τεχνολογικά ουδέτερες. Οι επιχειρήσεις αξιολογούν περιοδικά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και διαδικασιών της επιχείρησης και εκδίδουν τυχόν εναλλακτικά ή πρόσθετα μέτρα και διαδικασίες που απαιτούνται ή ενδείκνυνται. Κατ' ελάχιστο, τα ανωτέρω εναλλακτικά ή πρόσθετα μέτρα εκδίδονται όταν ένα νέο μέσο επικοινωνίας γίνεται αποδεκτό ή επιτρέπεται για χρήση από την επιχείρηση.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν και επικαιροποιούν τακτικά αρχείο των ατόμων που διαθέτουν εταιρικές ή ιδιόκτητες συσκευές που έχουν εγκριθεί για χρήση από την επιχείρηση.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκπαιδεύουν και καταρτίζουν τους υπαλλήλους όσον αφορά τις διαδικασίες που διέπουν τις απαιτήσεις του άρθρου 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/EΕ.

6.   Για τους σκοπούς παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις καταγραφής και τήρησης αρχείων σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/EΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν περιοδικά τα αρχεία των συναλλαγών και εντολών που υπόκεινται στις εν λόγω απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών συνομιλιών. Η ανωτέρω παρακολούθηση διενεργείται με βάση τους κινδύνους και είναι αναλογική.

7.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αποδεικνύουν τις πολιτικές, τις διαδικασίες και την διοικητική εποπτεία των κανόνων καταγραφής στις οικείες αρμόδιες αρχές κατόπιν αιτήματος.

8.   Πριν την παροχή σε νέους υφισταμένους πελάτες επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τον πελάτη ότι:

α)

οι συνομιλίες και η επικοινωνία καταγράφονται· και

β)

αντίγραφο της καταγραφής των συνομιλιών και επικοινωνίας με τον πελάτη είναι διαθέσιμο, κατόπιν αιτήματος, για περίοδο πέντε ετών και, σε περίπτωση αιτήματος από την αρμόδια αρχή, για περίοδο έως και επτά έτη.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο παρουσιάζονται στην (στις) ίδια(-ες) γλώσσα(-ες) που χρησιμοποιείται(-ούνται) κατά την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών στους πελάτες.

9.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταγράφουν σε σταθερό μέσο όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις σχετικές δια ζώσης συνομιλίες με τους πελάτες. Οι πληροφορίες που καταγράφονται περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

ημερομηνία και ώρα των συνεδριάσεων·

β)

τοποθεσία των συνεδριάσεων·

γ)

ταυτότητα των συμμετεχόντων·

δ)

συντονιστής των συνεδριάσεων· και

ε)

σχετικές πληροφορίες που αφορούν την εντολή του πελάτη, συμπεριλαμβανομένης της τιμής, του όγκου, του είδους της εντολής και πότε διαβιβάζεται ή εκτελείται.

10.   Τα αρχεία φυλάσσονται σε σταθερό μέσο, το οποίο επιτρέπει την αναπαραγωγή ή αντιγραφή τους και πρέπει να διατηρούνται σε μορφή που δεν επιτρέπει την τροποποίηση η διαγραφή του πρωτότυπου αρχείου.

Τα αρχεία φυλάσσονται σε μέσο που τους επιτρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμα και διαθέσιμα στους πελάτες κατόπιν αιτήματος.

Οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν την ποιότητα, ακρίβεια και πληρότητα των αρχείων όλων των τηλεφωνικών καταγραφών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

11.   Η χρονική περίοδος διατήρησης ενός αρχείου ξεκινά από την ημέρα δημιουργίας του.

ΤΜΗΜΑ 9

Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ

Άρθρο 77

Χαρακτηρισμός ως ΜΜΕ

(άρθρο 4 παράγραφος 1 και 13 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Ένας εκδότης του οποίου οι μετοχές έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση για λιγότερο από τρία έτη, θεωρείται ΜΜΕ για τους σκοπούς του άρθρου 33 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/EΕ όταν η χρηματιστηριακή του αξία είναι κάτω από 200 εκατομμύρια ευρώ, βάσει οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

α)

την τιμή μετοχής κλεισίματος της πρώτης μέρας διαπραγμάτευσης, εάν οι μετοχές έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση για λιγότερο από ένα έτος·

β)

την τελευταία τιμή μετοχής κλεισίματος του πρώτου έτους διαπραγμάτευσης, εάν οι μετοχές έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση για περισσότερο από ένα έτος, αλλά για λιγότερο από δύο έτη·

γ)

τη μέση τιμή μετοχής κλεισίματος για καθένα εκ των δύο πρώτων ετών διαπραγμάτευσης, εάν οι μετοχές έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση για περισσότερο από δύο έτη, αλλά για λιγότερο από τρία έτη.

2.   Εκδότης ο οποίος δεν διαθέτει μετοχικό μέσο προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης θεωρείται ΜΜΕ για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 13) της οδηγίας 2014/65/EΕ αν, σύμφωνα με τους τελευταίους ετήσιους ή ενοποιημένους λογαριασμούς του, πληροί τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: μέσος αριθμός εργαζομένων κατά τη διάρκεια της χρήσης μικρότερος των 250, συνολικός ισολογισμός που δεν υπερβαίνει τα 43 000 000 ευρώ και ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που δεν υπερβαίνει τα 50 000 000 ευρώ.

Άρθρο 78

Καταχώριση ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ

(άρθρο 33 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Όταν προσδιορίζεται εάν τουλάχιστον το 50 % των εκδοτών που έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ είναι ΜΜΕ για τους σκοπούς καταχώρισης ως αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/EΕ, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του διαχειριστή ενός ΠΔΜ υπολογίζει τον μέσο λόγο των ΜΜΕ προς τον συνολικό αριθμό των εκδοτών που διαθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση στην εν λόγω αγορά. Ο μέσος λόγος υπολογίζεται την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους ως ο μέσος όρος των δώδεκα λόγων που υπολογίστηκαν έκαστος στο τέλος κάθε μήνα του εν λόγω ημερολογιακού έτους.

Με την επιφύλαξη των άλλων προϋποθέσεων καταχώρισης που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β) έως ζ) της οδηγίας 2014/65/EΕ, η αρμόδια αρχή καταχωρεί όμως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ έναν αιτούντα που δεν διαθέτει προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας και μετά την πάροδο τριών ημερολογιακών ετών επαληθεύει ότι συμμορφώνεται με την ελάχιστη αναλογία των ΜΜΕ όπως καθορίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

2.   Όσον αφορά τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β), γ), δ) και στ) της οδηγίας 2014/65/EΕ, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του διαχειριστή ενός ΠΔΜ δεν καταχωρεί τον ΠΔΜ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, εκτός και αν πεισθεί ότι ο ΠΔΜ:

α)

έχει θεσπίσει και εφαρμόζει κανόνες που προβλέπουν αντικειμενικά και διάφανη κριτήρια για την αρχική και συνεχή εισαγωγή εκδοτών για διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσής του·

β)

εφαρμόζει ένα μοντέλο λειτουργίας, το οποίο είναι κατάλληλο για την εκτέλεση των καθηκόντων του και διασφαλίζει τη διενέργεια δίκαιας και εύρυθμης διαπραγμάτευσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εισάγονται για διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσής του·

γ)

έχει θεσπίσει και εφαρμόζει κανόνες που απαιτούν από έναν εκδότη που επιδιώκει την εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών του μέσων προς διαπραγμάτευση στον ΠΔΜ, να εκδίδει, σε περιπτώσεις που η οδηγία 2003/71/EΚ δεν ισχύει, ένα κατάλληλο πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής, το οποίο συντάσσεται υπό την ευθύνη του εκδότη και αναφέρει σαφώς εάν έχει εγκριθεί ή εξεταστεί και από ποιον·

δ)

έχει θεσπίσει και εφαρμόζει κανόνες που ορίζουν το ελάχιστο περιεχόμενο του πληροφοριακού εγγράφου εισαγωγής που αναφέρεται στο στοιχείο γ) ανωτέρω, ώστε να παρέχονται στους επενδυτές επαρκείς πληροφορίες με σκοπό την τεκμηριωμένη αξιολόγηση της χρηματοπιστωτικής θέσης και προοπτικών του εκδότη, και τα δικαιώματα που προσαρτώνται στις κινητές αξίες·

ε)

απαιτεί από τον εκδότη να αναφέρει, στο πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής που αναφέρεται στο στοιχείο γ), εάν, κατά τη γνώμη του, το κεφάλαιο κίνησής του επαρκεί για τις υφιστάμενες υποχρεώσεις του ή, εάν δεν επαρκεί, με ποιο τρόπο θα εξασφαλίσει το πρόσθετο αναγκαίο κεφάλαιο κίνησης·

στ)

έχει θεσπίσει ρυθμίσεις προκειμένου το πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής που αναφέρεται στο στοιχείο γ) να υπόκειται σε κατάλληλη εξέταση ώστε να διασφαλίζεται ότι είναι πλήρες, συνεκτικό και κατανοητό·

ζ)

απαιτεί από τους εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες τελούν υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσής του να εκδίδουν ετήσιες οικονομικές εκθέσεις εντός έξι μηνών από τη λήξη εκάστου οικονομικού έτους και εξαμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις εντός τεσσάρων μηνών από τη λήξη του πρώτου εξαμήνου εκάστου οικονομικού έτους·

η)

διασφαλίζει τη διάδοση στο ευρύ κοινό των ενημερωτικών δελτίων που συντάσσονται σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/EΚ, των πληροφοριακών εγγράφων εισαγωγής που αναφέρονται στο στοιχείο γ), των οικονομικών εκθέσεων που αναφέρονται στο στοιχείο ζ) και των πληροφοριών που ορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και δημοσιοποιούνται από τους εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες τελούν υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσής του, με δημοσίευση στον ιστότοπο των εκδοτών ή παροχή συνδέσμου που οδηγεί στη σελίδα του ιστοτόπου των εκδοτών, όπου δημοσιεύονται τα εν λόγω έγγραφα, αναφορές και πληροφορίες·

θ)

διασφαλίζει ότι οι κανονιστικές πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο η) και οι άμεσοι σύνδεσμοι παραμένουν διαθέσιμοι στον ιστότοπό του για τουλάχιστον πέντε έτη.

Άρθρο 79

Διαγραφή από τα μητρώα ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ

(άρθρο 33 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Όσον αφορά το ποσοστό των ΜΜΕ και με την επιφύλαξη των άλλων προϋποθέσεων καταχώρησης που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β) έως ζ) της οδηγίας 2014/65/EΕ και στο άρθρο 78 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ διαγράφεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσής της όταν το ποσοστό των ΜΜΕ, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 1 εδάφιο πρώτο του παρόντος κανονισμού, δεν υπερβαίνει το 50 % για τρία συνεχόμενα έτη.

2.   Όσον αφορά τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β) έως ζ) της οδηγίας 2014/65/EΕ και στο άρθρο 78 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, ο διαχειριστής μιας αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ διαγράφεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσής του όταν παύουν να πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

Άρθρο 80

Περιστάσεις στις οποίες θεωρείται ότι επέρχεται σημαντική ζημία για τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς

(άρθρο 32 παράγραφοι 1 και 2 και άρθρο 52 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 32 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 52 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η αναστολή ή απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση θεωρείται ότι ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς τουλάχιστον στις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

στην περίπτωση που θα δημιουργούσε συστημικό κίνδυνο υπονόμευσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάγκη αποδόμησης δεσπόζουσας θέσης στην αγορά ή σε περίπτωση που οι υποχρεώσεις διακανονισμού δεν θα ικανοποιούνταν σε σημαντικό βαθμό·

β)

στην περίπτωση που η συνέχιση της διαπραγμάτευσης στην αγορά είναι απαραίτητη για τη διενέργεια σημαντικών λειτουργιών διαχείρισης μετασυναλλακτικού κινδύνου, όταν υπάρχει ανάγκη ρευστοποίησης των χρηματοπιστωτικών μέσων λόγω αθέτησης των υποχρεώσεων του εκκαθαριστικού μέλους δια των διαδικασιών που εφαρμόζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης και ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα μπορούσε να εκτεθεί σε μη αποδεκτούς κινδύνους ως αποτέλεσμα της αδυναμίας υπολογισμού των απαιτήσεων περιθωρίου·

γ)

σε περίπτωση απειλής της οικονομικής βιωσιμότητας του εκδότη, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση που συμμετέχει σε εταιρική συναλλαγή ή άντληση κεφαλαίων.

2.   Προκειμένου να καθοριστεί εάν τυχόν αναστολή ή απόσυρση ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική ζημία στα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία των αγορών σε οποιαδήποτε ειδική περίπτωση, η αρμόδια εθνική αρχή, ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά ή μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής ΠΜΔ και ΜΟΔ λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ άλλων:

α)

τη σημασία της αγοράς ως προς τη ρευστότητα σε περίπτωση που οι επιπτώσεις των δράσεων ενδέχεται να είναι πιο σοβαρές όταν οι εν λόγω αγορές είναι περισσότερο σημαντικές ως προς τη ρευστότητα σε σχέση με άλλες αγορές·

β)

τη φύση του σχεδιαζόμενου μέτρου σε περίπτωση που μέτρα, για παράδειγμα απόσυρση, με παρατεταμένο ή διαρκή αντίκτυπο στην ικανότητα των επενδυτών να διαπραγματεύονται χρηματοπιστωτικά μέσα σε τόπους διαπραγμάτευσης ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στους επενδυτές σε σχέση με άλλα μέτρα·

γ)

τις παράπλευρες συνέπειες μιας αναστολής ή απόσυρσης επαρκώς σχετικών παραγώγων, δεικτών ή μεγεθών αναφοράς για τα οποίους το μέσο που ανεστάλη ή αποσύρθηκε χρησιμεύει ως υποκείμενο ή συστατικό μέσο·

δ)

τις συνέπειες μιας αναστολής στα δικαιώματα τελικών χρηστών της αγοράς, οι οποίοι δεν είναι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, όπως για παράδειγμα οντότητες που πραγματοποιούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα για να αντισταθμίσουν εμπορικούς κινδύνους.

3.   Οι παράγοντες που ορίζονται στην παράγραφο 2 λαμβάνονται επίσης υπόψη στην περίπτωση που η αρμόδια εθνική αρχή, ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά ή μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής ΠΜΔ και ΜΟΔ αποφασίσει να μην πραγματοποιήσει την αναστολή ή απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου με βάση συνθήκες που δεν καλύπτονται από τον κατάλογο της παραγράφου 1.

Άρθρο 81

Περιστάσεις οι οποίες ενδέχεται να υποδηλώνουν σημαντικές παραβιάσεις των κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο

(άρθρο 31 παράγραφος 2 και άρθρο 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Όταν αξιολογούν εάν εφαρμόζεται η απαίτηση άμεσης ενημέρωσης των αρμόδιων αρχών για σοβαρές παραβάσεις των κανόνων στον τόπο διαπραγμάτευσης ή συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή διαταραχές του συστήματος σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, οι διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης λαμβάνουν υπόψη τις ενδείξεις που απαριθμούνται στο τμήμα Α του παραρτήματος ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι πληροφορίες απαιτούνται μόνο στις περιπτώσεις σημαντικών γεγονότων που ενδέχεται να υπονομεύσουν τον ρόλο και τη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης ως μέρος της υποδομής της χρηματοπιστωτικής αγοράς.

Άρθρο 82

Περιπτώσεις ενεργειών που μπορεί να είναι ενδεικτικές απαγορευμένων συμπεριφορών δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014

(άρθρο 31 παράγραφος 2 και άρθρο 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Όταν αξιολογούν εάν εφαρμόζεται η απαίτηση άμεσης ενημέρωσης των αρμόδιων αρχών για ενέργειες ενδεικτικές των απαγορευμένων συμπεριφορών του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης λαμβάνουν υπόψη τις ενδείξεις που απαριθμούνται στο τμήμα Α του παραρτήματος ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο διαχειριστής ενός ή περισσότερων τόπων διαπραγμάτευσης όπου ένα χρηματοπιστωτικό μέσο και/ή συναφές χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης εφαρμόζει αναλογική προσέγγιση και αξιολογεί τις σχετικές ενδείξεις, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συναφών ενδείξεων που δεν περιλαμβάνονται ειδικά στο τμήμα Β του παραρτήματος ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού, πριν ενημερώσουν την οικεία αρμόδια εθνική αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τα εξής:

α)

παρεκκλίσεις από το σύνηθες πρότυπο διαπραγμάτευσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης· και

β)

τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες ή προσβάσιμες από τον διαχειριστή, είτε είναι εσωτερικές ως μέρος της λειτουργίας του τόπου διαπραγμάτευσης, είτε δημόσια διαθέσιμες.

3.   Ο διαχειριστής ενός ή περισσότερων τόπων διαπραγμάτευσης λαμβάνει υπόψη του πρόδρομες συμπεριφορές, οι οποίες συνίστανται σε ένα μέλος ή συμμετέχοντα της αγοράς που διαπραγματεύεται, για ίδιο λογαριασμό, προτού ενεργήσει για λογαριασμό του πελάτη του, και χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό τα δεδομένα από το βιβλίο εντολών που πρέπει να καταγράφονται από τον τόπο διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και ιδίως εκείνα που σχετίζονται με τον τρόπο με τον οποίο το μέλος ή ο συμμετέχων διενεργεί τη διαπραγματευτική δραστηριότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΑΝΑΦΟΡΑ ΘΕΣΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΕΠΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

Άρθρο 83

Αναφορά θέσης

(άρθρο 58 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς υποβολής των εβδομαδιαίων εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/EΕ, η υποχρέωση ενός τόπου διαπραγμάτευσης να δημοσιοποιεί την εν λόγω έκθεση εφαρμόζεται όταν ικανοποιούνται και τα δύο ακόλουθα όρια:

α)

υπάρχουν 20 κάτοχοι ανοικτών θέσεων σε μια συγκεκριμένη σύμβαση ή έναν συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης· και

β)

το απόλυτο μέγεθος του ακαθάριστου θετικού ή αρνητικού όγκου του συνόλου των ανοικτών θέσεων, εκφρασμένο σε αριθμό μονάδων διαπραγμάτευσης του σχετικού παραγώγου επί εμπορευμάτων, υπερβαίνει το τετραπλάσιο της παραδοτέας ποσότητας στο ίδιο παράγωγο επί εμπορευμάτων, εκφρασμένο σε αριθμό μονάδων διαπραγμάτευσης,

Όταν το παράγωγο επί εμπορευμάτων δεν διαθέτει φυσικά παραδοτέο υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο και για δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα αυτών, το στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται.

2.   Το όριο που καθορίζεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 εφαρμόζεται σωρευτικά στη βάση όλων των κατηγοριών προσώπων, ανεξαρτήτως του αριθμού κατόχων θέσεων σε μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων.

3.   Για συμβάσεις όπου υπάρχουν λιγότεροι από πέντε ενεργοί κάτοχοι θέσεων σε μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, ο αριθμός των κατόχων θέσεων στην εν λόγω κατηγορία δεν δημοσιεύεται.

4.   Για συμβάσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 για πρώτη φορά, οι τόποι διαπραγμάτευσης δημοσιεύουν τις συμβάσεις και την πρώτη εβδομαδιαία έκθεση αμέσως μόλις είναι πρακτικά εφικτό, και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία πρώτης ενεργοποίησης των κατωτάτων ορίων.

5.   Σε περίπτωση που δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1, οι τόποι διαπραγμάτευσης εξακολουθούν να δημοσιεύουν τις εβδομαδιαίες εκθέσεις για περίοδο τριών μηνών. Η υποχρέωση δημοσίευσης της εβδομαδιαίας έκθεσης παύει να ισχύει όταν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 δεν πληρούνται σε συνεχή βάση κατά τη λήξη της προηγούμενης περιόδου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΟΥΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 84

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς υπό εύλογους εμπορικούς όρους

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς της διάθεσης στο κοινό δεδομένων της αγοράς που περιέχουν τις πληροφορίες που καθορίζονται στα άρθρα 6, 20 και 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 υπό εύλογους εμπορικούς όρους σύμφωνα με τα άρθρο 64 παράγραφος 1 και το άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/EΕ, οι εγκεκριμένοι μηχανισμοί δημοσιοποίησης συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.) και οι πάροχοι ενοποιημένων δελτίων (Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.) συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 85 έως 89.

2.   Το άρθρο 85, το άρθρο 86 παράγραφος 2, το άρθρο 87, το άρθρο 88 παράγραφος 2 και το άρθρο 89 δεν εφαρμόζονται σε ΕΜΔ και ΠΕΔ που καθιστούν δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα στο κοινό δωρεάν.

Άρθρο 85

Παροχή δεδομένων της αγοράς βάσει κόστους

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η τιμή των δεδομένων της αγοράς βασίζεται στο κόστος παραγωγής και διάδοσης αυτών των δεδομένων και ενδέχεται να περιλαμβάνει εύλογο περιθώριο.

2.   Το κόστος της παραγωγής και διάδοσης δεδομένων της αγοράς μπορεί να περιλαμβάνει ανάλογο μερίδιο των κοινών δαπανών για άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ..

Άρθρο 86

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς κατά τρόπο μη δημιουργούνται διακρίσεις

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. καθιστούν δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα με τις ίδιες χρεώσεις και τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις σε όλους τους πελάτες που εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία σύμφωνα με τα δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια.

2.   Οποιεσδήποτε διαφορές στις χρεώσεις που γίνονται σε διαφορετικές κατηγορίες πελατών πρέπει να είναι ανάλογες της αξίας που αντιπροσωπεύουν τα δεδομένα της αγοράς για τους εν λόγω πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη:

α)

το εύρος και την κλίμακα των δεδομένων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται και του όγκου συναλλαγών·

β)

τη χρήση των δεδομένων της αγοράς από τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον χρησιμοποιούνται για τις συναλλακτικές δραστηριότητες του πελάτη, για μεταπώληση ή για συγκέντρωση δεδομένων.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι διαχειριστές της αγοράς, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ εφαρμόζουν ευέλικτες πρακτικές προκειμένου να διασφαλίζεται η έγκαιρη πρόσβαση των πελατών σε δεδομένα της αγοράς ανά πάσα στιγμή και κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις.

Άρθρο 87

Αμοιβές ανά χρήστη

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ χρεώνουν για τη χρήση των δεδομένων της αγοράς με βάση τη χρήση των δεδομένων από τους μεμονωμένους τελικούς χρήστες των δεδομένων της αγοράς («ανά χρήστη»). Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ εφαρμόζουν ρυθμίσεις προκειμένου να διασφαλίζουν ότι κάθε μεμονωμένη χρήση των δεδομένων της αγοράς χρεώνεται μόνο μία φορά.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ μπορεί να αποφασίσουν, λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και το εύρος των δεδομένων της αγοράς, να μη διαθέσουν τα δεδομένα της αγοράς ανά χρήστη γιατί, σε αυτήν την περίπτωση, η χρέωση είναι δυσανάλογη με το κόστος διάθεσης των δεδομένων της αγοράς.

3.   Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ παρέχουν λόγους για την άρνησή τους να μη διαθέσουν δεδομένα της αγοράς ανά χρήστη και δημοσιεύουν αυτούς τους λόγους στην ιστοσελίδα τους.

Άρθρο 88

Διαχωρισμός και επιμερισμός δεδομένων της αγοράς

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ καθιστούν τα δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα χωρίς να τα συνδυάζουν με άλλες υπηρεσίες.

2.   Οι χρεώσεις για τα δεδομένα της αγοράς γίνονται με βάση το επίπεδο επιμερισμού των δεδομένων της αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπως προσδιορίζεται περαιτέρω στα άρθρα του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/572 της Επιτροπής (27).

Άρθρο 89

Υποχρέωση διαφάνειας

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ δημοσιοποιούν και θέτουν στη διάθεση του κοινού τη χρέωση και άλλους όρους και προϋποθέσεις για την παροχή δεδομένων της αγοράς με τρόπο εύκολα προσιτό.

2.   Η δημοσιοποίηση περιλαμβάνει τα εξής:

α)

καταλόγους τρεχουσών τιμών, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων πληροφοριών:

i)

χρεώσεις ανά χρήστη προβολής·

ii)

χρεώσεις μη προβολής·

iii)

πολιτικές έκπτωσης·

iv)

χρεώσεις που συνδέονται με τους όρους για τις άδειες χρήσης·

v)

χρεώσεις για τα προσυναλλακτικά και τα μετασυναλλακτικά δεδομένα της αγοράς·

vi)

χρεώσεις για άλλα υποσύνολα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαιτούνται σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

vii)

άλλους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις·

β)

εκ των προτέρων δημοσιοποίηση με προειδοποίηση τουλάχιστον 90 ημέρες πριν από μελλοντικές μεταβολές των τιμών·

γ)

πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των δεδομένων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων πληροφοριών:

i)

τον αριθμό των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται·

ii)

τη συνολική αξία των συναλλαγών των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται·

iii)

την αναλογία προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων της αγοράς·

iv)

πληροφορίες για τυχόν δεδομένα που παρέχονται εκτός από τα δεδομένα της αγοράς·

v)

την ημερομηνία της τελευταίας προσαρμογής χρέωσης άδειας χρήσης για παρεχόμενα δεδομένα της αγοράς·

δ)

τα έσοδα που προέρχονται από τη διάθεση των δεδομένων της αγοράς και το ποσοστό των εν λόγω εσόδων σε σύγκριση με το σύνολο των εσόδων του Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ ή Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ·

ε)

πληροφορίες σχετικά με το τον τρόπο καθορισμού της χρέωσης, συμπεριλαμβανομένων των χρησιμοποιούμενων μεθόδων κοστολόγησης και πληροφορίες σχετικά με τις ειδικές αρχές σύμφωνα με τις οποίες κατανέμονται οι άμεσες και μεταβλητές κοινές δαπάνες και επιμερίζονται οι πάγιες κοινές δαπάνες μεταξύ της παραγωγής και διάδοσης των δεδομένων της αγοράς και άλλων υπηρεσιών που παρέχονται από τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 90

Καθορισμός της ουσιώδους σημασίας των δραστηριοτήτων ενός τόπου διαπραγμάτευσης σε κράτος μέλος υποδοχής

(άρθρο 79 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς σε ένα κράτος μέλος υποδοχής θεωρούνται ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχής εάν πληρούται τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το κράτος μέλος υποδοχής υπήρξε κατά το παρελθόν κράτος μέλος καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς·

β)

η ρυθμιζόμενη αγορά έχει αποκτήσει, μέσω συγχώνευσης, ανάληψης ή άλλης μορφής μεταβίβασης του συνόλου ή μέρους των δραστηριοτήτων μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, η οποία προηγουμένης τελούσε υπό τη διαχείριση ενός διαχειριστή που διατηρούσε την καταστατική του έδρα ή τα κεντρικά γραφεία του στο κράτος μέλος υποδοχής.

2.   Οι δραστηριότητες ενός ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε ένα κράτος μέλος υποδοχής θεωρούνται ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχής εάν πληρούται τουλάχιστον ένα από τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 1 σε σχέση με τον εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ και τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

πριν την εκδήλωση μίας εκ των καταστάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 σε σχέση με έναν ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ο τόπος διαπραγμάτευσης κατείχε μερίδιο της αγοράς τουλάχιστον του 10 % της διαπραγμάτευσης ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών σε νομισματικούς όρους σε τόπους διαπραγμάτευσης και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που συναλλάσσονται στο κράτος μέρος υποδοχής τουλάχιστον σε μια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στις υποχρεώσεις διαφάνειας του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

ο ΠΜΔ ή ΜΟΔ είναι καταχωρημένος ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 91

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία που αναγράφεται πρώτη στο άρθρο 93 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/EΕ.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 25 Απριλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 1).

(3)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(4)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).

(7)  Κατ' εξουσιοδότηση οδηγία (ΕΕ) 2017/593, της 7ης Απριλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη διατήρηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων που ανήκουν στους πελάτες, τις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων και τους κανόνες που ισχύουν για την παροχή ή λήψη αμοιβών, προμηθειών ή άλλων χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών (βλέπε σελίδα 500 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIP) (ΕΕ L 352 της 9.12.2014, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(10)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(12)  Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 179).

(13)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(15)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

(17)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55).

(18)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(19)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(21)  Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 63).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(23)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(24)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(25)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

(26)  Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1).

(27)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/572 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό της προσφοράς προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων και του επιπέδου επιμερισμού των δεδομένων (βλέπε σελίδα 142 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τήρηση αρχείων

Κατάλογος ελάχιστων αρχείων που πρέπει να τηρούνται από επιχειρήσεις επενδύσεων αναλόγως του χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους

Χαρακτήρας της υποχρέωσης

Είδος αρχείου

Σύνοψη περιεχομένου

Νομοθετική αναφορά

Αξιολόγηση των πελατών

 

Πληροφόρηση των πελατών

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στα άρθρα 39 έως 45 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 4 της MiFID II

Άρθρα 39 έως 45 του παρόντος κανονισμού

 

Συμβάσεις με πελάτες

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 25 παράγραφος 5 της MiFID II

Άρθρο 53 του παρόντος κανονισμού

 

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στο άρθρο 50 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άρθρα 35, 36 και 37 του παρόντος κανονισμού

Χειρισμός εντολών

 

Χειρισμός των εντολών πελατών — Ομαδοποιημένες συναλλαγές

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 63 έως 66 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 1 και άρθρο 28 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 63 έως 66 του παρόντος κανονισμού

 

Ομαδοποίηση και επιμερισμός των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 65 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 65 του παρόντος κανονισμού

Εντολές πελατών και συναλλαγές

 

Τήρηση αρχείων εντολών πελατών ή αποφάσεων διαπραγμάτευσης

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 69 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 69 του παρόντος κανονισμού

 

Τήρηση αρχείων συναλλαγών και επεξεργασίας εντολών

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού

Ενημέρωση των πελατών

 

Υποχρέωση σχετικά με υπηρεσίες παρεχόμενες σε πελάτες

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 53 έως 58 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 6 και άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 53 έως 58 του παρόντος κανονισμού

Προστασία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών

 

Χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τα οποία κατέχει μια επιχείρηση επενδύσεων

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφος 8 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στο άρθρο 2 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

Άρθρο 16 παράγραφος 8 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 2 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

 

Κεφάλαια πελατών τα οποία κατέχει μια επιχείρηση επενδύσεων

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στο άρθρο 2 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

Άρθρο 16 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 2 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

 

Χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 5 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

Άρθρο 16 παράγραφοι 8 έως 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 5 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

Επικοινωνία με πελάτες

 

Πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 45 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 4 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άρθρο 45 του παρόντος κανονισμού

 

Πληροφορίες σχετικά με την επιχείρηση επενδύσεων και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και την προστασία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στα άρθρα του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 45 και 46 του παρόντος κανονισμού

 

Πληροφόρηση των πελατών

Αρχεία επικοινωνίας

Άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 39 του παρόντος κανονισμού

 

Διαφημιστικές ανακοινώσεις (εκτός των προφορικών ανακοινώσεων)

Κάθε διαφημιστική ανακοίνωση η οποία εκδίδεται από την επιχείρηση επενδύσεων (εκτός των προφορικών ανακοινώσεων) όπως προβλέπεται στα άρθρα 36 και 37 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 36 και 37 του παρόντος κανονισμού

 

Επενδυτικές συμβουλές σε ιδιώτες πελάτες

i) Το γεγονός, ο χρόνος και η ημερομηνία παροχής των επενδυτικών συμβουλών, ii) το χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο προτάθηκε και iii) η έκθεση καταλληλότητας που παρασχέθηκε στον πελάτη

Άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 54 του παρόντος κανονισμού

 

Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων

Κάθε έρευνα στον τομέα των επενδύσεων η οποία εκδίδεται από την επιχείρηση επενδύσεων σε σταθερό μέσο

Άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 36 και 37 του παρόντος κανονισμού

Οργανωτικές απαιτήσεις

 

Η επιχειρηματική και εσωτερική οργάνωση της επιχείρησης

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο η) του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο η) του παρόντος κανονισμού

 

Εκθέσεις συμμόρφωσης

Κάθε έκθεση συμμόρφωσης προς το διοικητικό όργανο

Άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο β) και άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού

 

Αρχείο συγκρούσεων συμφερόντων

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 35 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 35 του παρόντος κανονισμού

 

Αντιπαροχές

Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται σε πελάτες σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 11 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

 

Εκθέσεις διαχείρισης κινδύνου

Κάθε έκθεση διαχείρισης κινδύνου προς τα ανώτερα στελέχη

Άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο β) και άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού

 

Εκθέσεις εσωτερικού λογιστικού ελέγχου

Κάθε έκθεση εσωτερικού λογιστικού ελέγχου προς τα ανώτερα στελέχη

Άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 24 και άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού

 

Αρχεία διαχείρισης καταγγελιών

Κάθε καταγγελία και τα μέτρα διαχείρισης καταγγελίας τα οποία ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της καταγγελίας

Άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού

 

Αρχεία προσωπικών συναλλαγών

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 29 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 29 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κόστος και επιβαρύνσεις

Προσδιορισθέντα έξοδα που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο κόστος που γνωστοποιείται στους πελάτες  (1)

Πίνακας 1 — Όλα τα έξοδα και οι σχετικές επιβαρύνσεις που χρεώνονται για την επενδυτική υπηρεσία (τις επενδυτικές υπηρεσίες) και/ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρεχόμενες στον πελάτη και που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο ποσό που πρέπει να γνωστοποιηθεί

Στοιχεία κόστους που πρέπει να γνωστοποιηθούν

Παραδείγματα:

Εφάπαξ επιβαρύνσεις σχετικές με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις που καταβάλλονται στην επιχείρηση επενδύσεων στην αρχή ή στο τέλος της (των) παρεχόμενης(-ων) επενδυτικής(-ών) υπηρεσίας(-ών).

Τέλη κατάθεσης, τέλη λύσης σύμβασης και έξοδα προσαρμογής (2).

Τρέχουσες επιβαρύνσεις σχετικές με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας

Όλα τα τρέχοντα έξοδα και οι τρέχουσες επιβαρύνσεις που καταβάλλονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων για τις υπηρεσίες που παρέχουν στον πελάτη.

Αμοιβές διαχείρισης, αμοιβές παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, αμοιβές θεματοφύλακα.

Όλα τα έξοδα σχετικά με συναλλαγές που ξεκινούν κατά την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις που σχετίζονται με συναλλαγές εκτελούμενες από την επιχείρηση επενδύσεων ή άλλα μέρη.

Προμήθειες μεσίτη (3), επιβαρύνσεις εισόδου και εξόδου που καταβάλλονται στον διαχειριστή του αμοιβαίου κεφαλαίου, τέλη πλατφόρμας, εμπορικά περιθώρια (ενσωματωμένα στην τιμή συναλλαγής), τέλος χαρτοσήμου, φόρος συναλλαγών και έξοδα συναλλάγματος.

Οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις που σχετίζονται με επικουρικές υπηρεσίες

Οποιαδήποτε έξοδα και επιβαρύνσεις που σχετίζονται με επικουρικές υπηρεσίες, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα που αναφέρονται ανωτέρω.

Έξοδα έρευνας.

Έξοδα φύλαξης.

Παρεπόμενα έξοδα

 

Αμοιβές επίδοσης


Πίνακας 2 — Όλα τα έξοδα και οι σχετικές επιβαρύνσεις που αφορούν το χρηματοπιστωτικό μέσο οι οποίες θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο προς γνωστοποίηση ποσό

Στοιχεία κόστους που πρέπει να γνωστοποιηθούν

Παραδείγματα:

Εφάπαξ επιβαρύνσεις

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις (που περιλαμβάνονται στην τιμή ή που προστίθενται στην τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου) οι οποίες καταβάλλονται στους προμηθευτές του προϊόντος στην αρχή ή στο τέλος της επένδυσης στο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Εμπροσθοβαρής αμοιβή διαχείρισης, τέλος δόμησης (4), τέλος διανομής.

Τρέχουσες επιβαρύνσεις

Όλα τα τρέχοντα έξοδα και οι τρέχουσες επιβαρύνσεις σχετικά με τη διαχείριση του χρηματοπιστωτικού προϊόντος οι οποίες αφαιρούνται από την αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου κατά τη διάρκεια της επένδυσης στο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Αμοιβές διαχείρισης, έξοδα εξυπηρέτησης, τέλη ανταλλαγής, έξοδα και φόροι δανεισμού τίτλων, έξοδα χρηματοδότησης.

Όλα τα έξοδα σχετικά με τις συναλλαγές

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της κτήσης και της εκποίησης επενδύσεων.

Προμήθειες μεσίτη, επιβαρύνσεις εισόδου και εξόδου που καταβάλλονται από το αμοιβαίο κεφάλαιο, εμπορικά περιθώρια ενσωματωμένα στην τιμή συναλλαγής, τέλος χαρτοσήμου, φόρος συναλλαγών και έξοδα συναλλάγματος.

Παρεμπίπτοντα έξοδα

 

Αμοιβές επίδοσης


(1)  Επισημαίνεται ότι ορισμένα στοιχεία κόστους εμφανίζονται και στους δύο πίνακες αλλά δεν αλληλεπικαλύπτονται, καθώς αναφέρονται αντιστοίχως στο κόστος του προϊόντος και στο κόστος της υπηρεσίας. Σχετικό παράδειγμα αποτελεί η αμοιβή διαχείρισης (στον πίνακα 1, αφορά την αμοιβή διαχείρισης που χρεώνει μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία παρέχει την υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου στους πελάτες της, ενώ, στον πίνακα 2, αφορά την αμοιβή διαχείρισης που χρεώνει ένας διαχειριστής αμοιβαίου κεφαλαίου στον επενδυτή του) και η προμήθεια του μεσίτη (στον πίνακα 1, αφορά την προμήθεια την οποία καταβάλλει μια επιχείρηση επενδύσεων όταν διαπραγματεύεται εκ μέρους των πελατών της, ενώ, στον πίνακα 2, αφορά την προμήθεια που καταβάλλουν τα επενδυτικά κεφάλαια κατά τη διαπραγμάτευση για λογαριασμό του κεφαλαίου).

(2)  Ως έξοδα προσαρμογής νοούνται τα έξοδα (εφόσον υπάρχουν) με τα οποία επιβαρύνονται οι επενδυτές κατά τη μετάβαση από μία επενδυτική επιχείρηση σε μία άλλη.

(3)  Ως προμήθειες μεσίτη νοούνται τα έξοδα τα οποία χρεώνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων για την εκτέλεση των εντολών.

(4)  Ως τέλη δόμησης θα πρέπει να νοούνται τα τέλη τα οποία χρεώνουν οι παραγωγοί δομημένων επενδυτικών προϊόντων για τη δόμηση των προϊόντων. Τα τέλη αυτά μπορεί να καλύπτουν ένα μεγαλύτερο εύρος υπηρεσιών παρεχόμενων από τον παραγωγό.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Υποχρέωση των διαχειριστών των τόπων διαπραγμάτευσης να ενημερώνουν αμέσως την εθνική αρμόδια αρχή τους

ΤΜΗΜΑ Α

Ενδείξεις οι οποίες ενδέχεται να υποδηλώνουν σημαντικές παραβιάσεις των κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο

Σημαντικές παραβιάσεις των κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης

1.

Οι συμμετέχοντες στην αγορά παραβιάζουν κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης οι οποίοι έχουν σκοπό να προστατεύουν την ακεραιότητα της αγοράς, την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ή τα σημαντικά συμφέροντα των άλλων συμμετεχόντων στην αγορά· και

2.

Ο τόπος διαπραγμάτευσης θεωρεί ότι μια παραβίαση είναι επαρκώς σοβαρή ή προκαλεί επαρκείς επιπτώσεις ώστε να δικαιολογείται το ενδεχόμενο επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων.

Συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών

3.

Η διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής παρακωλύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα·

4.

Τα συστήματα συναλλαγών έχουν φτάσει ή υπερβεί τα όρια των δυνατοτήτων τους·

5.

Οι ειδικοί διαπραγματευτές/πάροχοι ρευστότητας υποστηρίζουν επανειλημμένα ότι πραγματοποιούνται εσφαλμένες συναλλαγές (mis-trades)· και

6.

Διακοπή λειτουργίας ή αστοχία κρίσιμων μηχανισμών σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των εκτελεστικών μέτρων της, τα οποία αποσκοπούν στην προστασία του τόπου διαπραγμάτευσης από τους κινδύνους των αλγοριθμικών συναλλαγών.

Δυσλειτουργίες του συστήματος

7.

Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας του συστήματος πρόσβασης στην αγορά η οποία δεν επιτρέπει στους συμμετέχοντες να εισάγουν, να προσαρμόζουν ή να ακυρώνουν τις εντολές τους·

8.

Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας του συστήματος αντιστοίχισης συναλλαγών η οποία δημιουργεί στους συμμετέχοντες αβεβαιότητα όσον αφορά το καθεστώς ολοκληρωμένων συναλλαγών ή εντολών σε πραγματικό χρόνο, καθώς και να έχουν στη διάθεσή τους πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για τις συναλλαγές (π.χ. διάδοση τιμής δείκτη για συναλλαγές με ορισμένα παράγωγα αυτού του δείκτη)·

9.

Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας των συστημάτων διάδοσης δεδομένων διαφάνειας προ και μετά τη διαπραγμάτευση και άλλων σχετικών δεδομένων τα οποία δημοσιεύουν οι τόποι διαπραγμάτευσης σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

10.

Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας των συστημάτων του τόπου διαπραγμάτευσης τα οποία παρακολουθούν και ελέγχουν τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης των συμμετεχόντων στην αγορά· και οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας στον τομέα άλλων παρόχων αλληλένδετων υπηρεσιών, ιδίως για CCP και CSD, η οποία έχει επιπτώσεις στο σύστημα συναλλαγών.

ΤΜΗΜΑ Β

Ενδείξεις οι οποίες ενδέχεται να υποδηλώνουν καταχρηστική συμπεριφορά σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014

Ενδείξεις πιθανής κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών ή χειραγώγησης της αγοράς

1.

Ασυνήθιστη συγκέντρωση συναλλαγών και/ή εντολών διενέργειας συναλλαγών σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο από ένα μέλος/έναν συμμετέχοντα ή μεταξύ ορισμένων μελών/συμμετεχόντων.

2.

Ασυνήθιστη επανάληψη συναλλαγής μεταξύ μικρού αριθμού μελών/συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου.

Ενδείξεις πιθανής κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών

3.

Ασυνήθιστη και σημαντική διαπραγμάτευση ή υποβολή εντολών διενέργειας συναλλαγών στα χρηματοπιστωτικά μέσα μιας εταιρείας από ορισμένα μέλη/ορισμένους συμμετέχοντες πριν από την ανακοίνωση σημαντικών εταιρικών γεγονότων ή ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με τις τιμές που αφορούν την εταιρεία· εντολές διενέργειας συναλλαγών/συναλλαγές οι οποίες προκαλούν αιφνίδιες και ασυνήθιστες μεταβολές στον όγκο εντολών/συναλλαγών και/ή στις τιμές πριν από δημόσιες ανακοινώσεις σχετικά με το υπό εξέταση χρηματοπιστωτικό μέσο.

4.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές από μέλος της αγοράς/συμμετέχοντα στην αγορά πριν ή αμέσως αφότου αυτό το μέλος/αυτός ο συμμετέχων ή πρόσωπα που είναι ευρέως γνωστό ότι συνδέονται με το συγκεκριμένο μέλος/συμμετέχοντα παράγουν ή διαδίδουν ερευνητικές ή επενδυτικές συστάσεις οι οποίες δημοσιοποιούνται στο ευρύ κοινό.

Ενδείξεις πιθανής χειραγώγησης της αγοράς

Οι ενδείξεις που περιγράφονται κατωτέρω στα σημεία 18 έως 23 αφορούν ιδίως περιβάλλον αυτοματοποιημένων συναλλαγών.

5.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές οι οποίες αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του καθημερινού όγκου συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο στον οικείο τόπο διαπραγμάτευσης, ιδίως όταν οι δραστηριότητες αυτές οδηγούν σε σημαντική μεταβολή της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων.

6.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές από μέλος/συμμετέχοντα που έχει σημαντικό συμφέρον στην αγορά ή στην πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου, οι οποίες προκαλούν σημαντική μεταβολή της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης.

7.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές οι οποίες συγκεντρώνονται σε μικρό χρονικό διάστημα της συνεδρίασης και προκαλούν μεταβολή της τιμής η οποία στη συνέχεια αντιστρέφεται.

8.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες μεταβάλλουν τις καλύτερες τιμές προσφοράς και ζήτησης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου εισηγμένου για διαπραγμάτευση ή το οποίο τελεί υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή, γενικότερα, τις τιμές που καταγράφονται στο βιβλίο εντολών που είναι διαθέσιμο στους συμμετέχοντες στην αγορά και οι οποίες αποσύρονται πριν να εκτελεστούν.

9.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών από μέλος/συμμετέχοντα στην αγορά χωρίς άλλη εμφανή αιτιολόγηση πέραν της πρόθεσης να αυξηθεί/μειωθεί η τιμή ή η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή να επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις στην προσφορά ή στη ζήτησή του, δηλ. διενεργούμενες χρονικά πλησίον του σημείου αναφοράς κατά την ημέρα διαπραγμάτευσης, π.χ. κατά το άνοιγμα ή λίγο πριν από το κλείσιμο.

10.

Αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου κατά τον χρόνο αναφοράς της συνεδρίασης (π.χ. άνοιγμα, κλείσιμο, διακανονισμός) σε μια απόπειρα να αυξηθεί, να μειωθεί ή να διατηρηθεί η τιμή αναφοράς (π.χ. τιμή ανοίγματος, τιμή κλεισίματος, τιμή διακανονισμού) σε συγκεκριμένο επίπεδο — (πρακτική γνωστή με την ονομασία «marking the close»).

11.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση/μείωση της σταθμισμένης μέσης τιμής της ημέρας ή μιας περιόδου κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.

12.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τον καθορισμό τιμής της αγοράς όταν η ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου ή το βάθος του βιβλίου εντολών δεν επαρκεί προκειμένου να καθοριστεί τιμή κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.

13.

Εκτέλεση συναλλαγής η οποία μεταβάλλει τις τιμές αγοράς-πώλησης, όταν αυτή η διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης αποτελεί παράγοντα καθορισμού της τιμής άλλης συναλλαγής είτε στον ίδιο είτε σε άλλο τόπο διαπραγμάτευσης.

14.

Εισαγωγή εντολών που αντιστοιχούν σε σημαντικούς όγκους στο κεντρικό βιβλίο εντολών του συστήματος συναλλαγών λίγα λεπτά πριν από το στάδιο καθορισμού τιμής της δημοπρασίας και ακύρωση αυτών των εντολών λίγα δευτερόλεπτα πριν από το πάγωμα του βιβλίου εντολών για τον υπολογισμό της τιμής της δημοπρασίας, έτσι ώστε η θεωρητική τιμή ανοίγματος να εμφανίζεται ενδεχομένως υψηλότερη ή χαμηλότερη από όσο θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση.

15.

Διενέργεια συναλλαγής ή σειράς συναλλαγών εμφανιζόμενων σε δημόσια οθόνη προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση συναλλακτικής δραστηριότητας σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μεταβολής της τιμής του (πρακτική γνωστή συνήθως ως «painting the tape»).

16.

Συναλλαγές διενεργούμενες ως αποτέλεσμα της εισαγωγής εντολών αγοράς και πώλησης ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα, με σχεδόν την ίδια ποσότητα και σχεδόν στην ίδια τιμή από το ίδιο ή από διαφορετικά αλλά συνεργούντα μέλη της αγοράς/συμμετέχοντες στην αγορά (πρακτική γνωστή συνήθως ως «improper matched orders»).

17.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα την παράκαμψη των διασφαλίσεων των συναλλαγών που εφαρμόζει η αγορά (π.χ. όσον αφορά τα όρια όγκου· τα όρια τιμών· τις παραμέτρους διαφοράς μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης· κ.λπ.).

18.

Εισαγωγή εντολών ή σειράς εντολών διενέργειας συναλλαγών, εκτέλεση συναλλαγών ή σειράς συναλλαγών οι οποίες ενδεχομένως να δημιουργήσουν ή να επιτείνουν μια τάση και να ενθαρρύνουν άλλους συμμετέχοντες να επιταχύνουν ή να επεκτείνουν την τάση προκειμένου να δημιουργηθεί ευκαιρία κλεισίματος/ανοίγματος μιας θέσης σε ευνοϊκή τιμή (πρακτική συνήθως γνωστή ως «momentum ignition»).

19.

Υποβολή πολλαπλών ή μεγάλων εντολών διενέργειας συναλλαγών συνήθως μακριά από την τιμή σύγκλισης των εντολών αγοράς και των εντολών πώλησης («touch») στη μία πλευρά του βιβλίου εντολών ώστε να εκτελεστεί μια εντολή στην άλλη πλευρά του βιβλίου εντολών. Μόλις πραγματοποιηθεί αυτή η συναλλαγή, οι χειραγωγικές εντολές αποσύρονται (πρακτική συνήθως γνωστή ως «layering and spoofing»).

20.

Εισαγωγή μικρών εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να διαπιστωθεί το επίπεδο αφανών εντολών και με σκοπό ιδίως να εκτιμηθεί τι υπάρχει σε μια αδιαφανή πλατφόρμα (πρακτική συνήθως γνωστή ως «ping order»).

21.

Εισαγωγή μεγάλου αριθμού εντολών διενέργειας συναλλαγών και/ή ακύρωσης και/ή ενημέρωσης εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να προκληθεί αβεβαιότητα σε άλλους συμμετέχοντες, με επιβράδυνση της διαδικασίας τους, και προκειμένου να συγκαλυφθεί η στρατηγική του προσώπου που εισάγει τις εν λόγω εντολές (πρακτική συνήθως γνωστή ως «quote stuffing»).

22.

Ανάρτηση εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να προσελκυσθούν άλλα μέλη της αγοράς/συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι χρησιμοποιούν παραδοσιακές τεχνικές διενέργειας συναλλαγών («slow traders»), οι οποίες αναθεωρούνται γρήγορα προσφέροντας λιγότερο γενναιόδωρους όρους, αποβλέποντας σε κερδοφόρα εκτέλεση έναντι της εισερχόμενης ροής εντολών διενέργειας συναλλαγών από slow traders (πρακτική συνήθως γνωστή ως «smoking»).

23.

Εκτέλεση εντολών ή σειράς εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να αποκαλυφθούν εντολές άλλων συμμετεχόντων και, στη συνέχεια, εισαγωγή εντολής διενέργειας συναλλαγών με σκοπό το πρόσωπο που τη δίνει να επωφεληθεί των πληροφοριών που έχει λάβει (πρακτική συνήθως γνωστή ως «phishing»).

24.

Ο βαθμός στον οποίο, εξ όσων γνωρίζει ο διαχειριστής ενός τόπου διαπραγμάτευσης, οι δοθείσες εντολές διενέργειας συναλλαγών ή οι εκτελεσθείσες συναλλαγές παρέχουν ενδείξεις αντιστροφής θέσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα και αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του ημερήσιου όγκου συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο στον οικείο τόπο διαπραγμάτευσης και ενδέχεται να συνδέονται με σημαντικές μεταβολές στην τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου εισηγμένου για διαπραγμάτευση ή που τελεί υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης.

Ενδείξεις χειραγώγησης της αγοράς μέσω αλληλοσχετιζόμενων προϊόντων, μεταξύ άλλων και σε διαφορετικούς τόπους διαπραγμάτευσης

Ο διαχειριστής ενός τόπου διαπραγμάτευσης θα πρέπει να λαμβάνει ιδίως υπόψη τις κατωτέρω περιγραφόμενες ενδείξεις στην περίπτωση που τόσο ένα χρηματοπιστωτικό μέσο όσο και συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα εισάγονται για διαπραγμάτευση ή τελούν υπό διαπραγμάτευση ή στην περίπτωση που τα ανωτέρω αναφερόμενα μέσα τελούν υπό διαπραγμάτευση σε διάφορους τόπους διαπραγμάτευσης τους οποίους διαχειρίζεται ο ίδιος διαχειριστής.

25.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή πιθανόν να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση/μείωση/διατήρηση της τιμής χρηματοπιστωτικού μέσου κατά τη διάρκεια των ημερών που προηγούνται της έκδοσης, της προαιρετικής εξαγοράς ή της λήξης σχετικού παραγώγου ή μετατρέψιμου χρηματοπιστωτικού μέσου·

26.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της τιμής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου σε επίπεδο ανώτερο ή κατώτερο της τιμής άσκησης ή άλλου στοιχείου το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της αποπληρωμής (π.χ. οριακή τιμή) σχετικού παραγώγου κατά την ημερομηνία λήξης·

27.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της τιμής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου, έτσι ώστε αυτή να υπερβεί/μην φτάσει την τιμή άσκησης ή άλλο στοιχείο το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της αποπληρωμής (π.χ. οριακή τιμή) σχετικού παραγώγου κατά την ημερομηνία λήξης·

28.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της τιμής διακανονισμού χρηματοπιστωτικού μέσου, όταν αυτή η τιμή χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς/καθοριστικό στοιχείο, δηλαδή για τον υπολογισμό απαιτήσεων όσον αφορά τα περιθώρια·

29.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές από μέλος/συμμετέχοντα ο οποίος έχει σημαντικό συμφέρον στην αγορά ή στην πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου, οι οποίες προκαλούν σημαντικές μεταβολές στην τιμή του σχετικού παραγώγου ή υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού που έχει εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης·

30.

Διενέργεια συναλλαγών ή εισαγωγή εντολών διενέργειας συναλλαγών σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτός τόπου διαπραγμάτευσης (συμπεριλαμβανομένης της εκδήλωσης ενδιαφέροντος) με σκοπό να επηρεαστεί κατά τρόπο αθέμιτο η τιμή σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου σε άλλον ή στον ίδιο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτός τόπου διαπραγμάτευσης [πρακτική η οποία είναι συνήθως γνωστή χειραγώγηση μεταξύ προϊόντων (συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικό μέσο προκειμένου να καθοριστεί κατά τρόπο αθέμιτο η τιμή σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου σε άλλον ή στον ίδιο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτός τόπου διαπραγμάτευσης)].

31.

Δημιουργία ή ενίσχυση δυνατοτήτων αρμπιτράζ μεταξύ χρηματοπιστωτικού μέσου και άλλου σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου επηρεάζοντας τις τιμές αναφοράς ενός εκ των χρηματοπιστωτικών μέσων μπορεί να διενεργηθεί με διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα (όπως δικαιώματα/μετοχές, αγορές τοις μετρητοίς/αγορές παραγώγων, πιστοποιητικά επιλογής/μετοχές, …). Στο πλαίσιο εκδόσεων δικαιωμάτων, η πρακτική αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί επηρεάζοντας τη (θεωρητική) τιμή ανοίγματος ή τη (θεωρητική) τιμή κλεισίματος των δικαιωμάτων.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΤΜΗΜΑ 1

Τήρηση αρχείων εντολών πελατών και αποφάσεων διαπραγμάτευσης

1.

Όνομα και χαρακτηριστικό του πελάτη·

2.

όνομα και χαρακτηριστικό οποιουδήποτε αρμόδιου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη·

3.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του συναλλασσομένου (αναγνωριστικό συναλλασσομένου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

4.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του αλγορίθμου (αναγνωριστικό αλγορίθμου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

5.

δείκτης αγοράς/πώλησης·

6.

αναγνωριστικό μέσου·

7.

τιμή μονάδας και ένδειξη τιμής·

8.

τιμή·

9.

πολλαπλασιαστής τιμής·

10.

νόμισμα 1·

11.

νόμισμα 2·

12.

αρχική ποσότητα και ένδειξη ποσότητας·

13.

περίοδος ισχύος·

14.

είδος της εντολής·

15.

οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες, προϋποθέσεις και ιδιαίτερες οδηγίες του πελάτη·

16.

ημερομηνία και ακριβής ώρα λήψης της εντολής ή ημερομηνία και ακριβής ώρα λήψης της απόφασης διαπραγμάτευσης. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στα πρότυπα συντονισμού των ρολογιών σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

ΤΜΗΜΑ 2

Τήρηση αρχείων συναλλαγών και επεξεργασίας εντολών

1.

Όνομα και χαρακτηριστικό του πελάτη·

2.

όνομα και χαρακτηριστικό οποιουδήποτε αρμόδιου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη·

3.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του συναλλασσομένου (αναγνωριστικό συναλλασσομένου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

4.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του αλγορίθμου (αναγνωριστικό αλγορίθμου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

5.

αριθμός αναφοράς της συναλλαγής·

6.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση της εντολής (αναγνωριστικό εντολής)·

7.

κωδικός αναγνώρισης της εντολής ο οποίος αποδίδεται από τον τόπο διαπραγμάτευσης κατά τη λήψη της εντολής·

8.

μοναδικό αναγνωριστικό για κάθε ομάδα σωρευτικών εντολών πελατών (η οποία θα εισαχθεί στη συνέχεια ως μια ομαδική εντολή σε δεδομένο τόπο διαπραγμάτευσης). Αυτό το αναγνωριστικό θα πρέπει να αναφέρεται ως «ομαδοποιημένη_Χ», όπου το Χ αντιστοιχεί στον αριθμό πελατών των οποίων οι εντολές έχουν ομαδοποιηθεί·

9.

κωδικός MIC τμήματος του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει υποβληθεί η εντολή·

10.

όνομα και άλλος χαρακτηριστικό του προσώπου στο οποίο διαβιβάστηκε η εντολή·

11.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του πωλητή και του αγοραστή·

12.

συναλλακτική ικανότητα·

13.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του συναλλασσομένου (αναγνωριστικό συναλλασσομένου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση·

14.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του αλγορίθμου (αναγνωριστικό αλγορίθμου) που απαιτείται για την εκτέλεση·

15.

δείκτης αγοράς/πώλησης·

16.

αναγνωριστικό μέσου·

17.

τελικό υποκείμενο μέσο·

18.

αναγνωριστικός πώλησης/αγοράς·

19.

τιμή άσκησης·

20.

προκαταβολική πληρωμή·

21.

είδος παράδοσης·

22.

τύπος δικαιώματος προαίρεσης·

23.

ημερομηνία λήξης·

24.

τιμή μονάδας και ένδειξη τιμής·

25.

τιμή·

26.

πολλαπλασιαστής τιμής·

27.

νόμισμα 1·

28.

νόμισμα 2·

29.

εναπομένουσα ποσότητα·

30.

τροποποιηθείσα ποσότητα·

31.

εκτελεσθείσα ποσότητα·

32.

ημερομηνία και ακριβής ώρα υποβολής της εντολής ή της απόφασης διαπραγμάτευσης. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στα πρότυπα συντονισμού των ρολογιών σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

33.

ημερομηνία και ακριβής ώρα οποιουδήποτε μηνύματος που διαβιβάζεται προς τον τόπο διαπραγμάτευσης και λαμβάνεται από αυτόν σχετικά με οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία επηρεάζουν μια εντολή. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής (1).

34.

ημερομηνία και ακριβής ώρα οποιουδήποτε μηνύματος που διαβιβάζεται προς άλλη επιχείρηση επενδύσεων και λαμβάνεται από αυτήν σχετικά με οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία επηρεάζουν μια εντολή. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στα πρότυπα συντονισμού των ρολογιών σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

35.

οποιοδήποτε μήνυμα που διαβιβάζεται προς τον τόπο διαπραγμάτευσης και που λαμβάνεται από αυτόν σχετικά με εντολές που δόθηκαν από την επιχείρηση επενδύσεων·

36.

οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες και προϋποθέσεις που υπεβλήθησαν σε ή ελήφθησαν από άλλη επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με την εντολή·

37.

οι διαδοχικές κινήσεις σε σχέση με κάθε δοθείσα εντολή ώστε να αποτυπώνεται η χρονολογική σειρά κάθε γεγονότος που την επηρεάζει, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, τροποποιήσεων, ακυρώσεων και εκτέλεσης·

38.

σήμανση ανοικτών πωλήσεων·

39.

σήμανση εξαίρεσης από τον κανονισμό για τις ανοικτές πωλήσεις·

40.

σήμανση απαλλαγής


(1)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το επίπεδο ακριβείας των ρολογιών εργασίας (βλέπε σελίδα 148 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


Top