EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014R0710

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 710/2014 της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 2014 , για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τις συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης για τις εποπτικές απαιτήσεις ανά ίδρυμα, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

OJ L 188, 27.6.2014, p. 19–59 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_impl/2014/710/oj

27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/19


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 710/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 23ης Ιουνίου 2014

για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τις συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης για τις εποπτικές απαιτήσεις ανά ίδρυμα, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 113 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η αποτελεσματική ανταλλαγή κατάλληλων πληροφοριών είναι απαραίτητη για την επίτευξη κοινής απόφασης σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, τα εποπτικά μέτρα που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, το ύψος της ρευστότητας και των κεφαλαιακών απαιτήσεων που ισχύουν για κάθε ίδρυμα εντός ενός ομίλου και για τον όμιλο.

(2)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή της διαδικασίας για την επίτευξη κοινής απόφασης, είναι σημαντικό να είναι σαφώς καθορισμένο το κάθε στάδιο. Η καθιέρωση σαφούς διαδικασίας διευκολύνει επίσης την ανταλλαγή πληροφοριών, προωθεί την αμοιβαία κατανόηση, αναπτύσσει τις σχέσεις μεταξύ των εποπτικών αρχών και προωθεί την αποτελεσματική εποπτεία.

(3)

Προκειμένου να προβεί στην αξιολόγηση κινδύνων και στην αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας ενός ομίλου ιδρυμάτων, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να έχει μια γενική εικόνα των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν όλα τα ιδρύματα εντός του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των ιδρυμάτων που λειτουργούν εκτός της Ένωσης. Θα πρέπει, επομένως, να προωθηθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ των αρμοδίων αρχών στην Ένωση και των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών, προκειμένου οι πρώτες να είναι σε θέση να αξιολογήσουν τους παγκόσμιους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο όμιλος.

(4)

Είναι απαραίτητος ο έγκαιρος και ρεαλιστικός προγραμματισμός της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης. Κάθε εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή θα πρέπει να παρέχει στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας τις σχετικές πληροφορίες εγκαίρως. Προκειμένου οι εξατομικευμένες αξιολογήσεις να παρουσιάζονται και να ερμηνεύονται κατά συνεπή και ομοιόμορφο τρόπο, είναι αναγκαίο να καθιερωθεί κοινό υπόδειγμα για τα αποτελέσματα των διαδικασιών εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης για κάθε συγκεκριμένο ίδρυμα.

(5)

Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης, θα πρέπει να καθοριστούν τα στάδια που πρέπει να ακολουθούνται για την πραγματοποίηση της κοινής αξιολόγησης κινδύνων και την επίτευξη της κοινής απόφασης, αναγνωρίζοντας ότι ορισμένες εργασίες της κοινής αξιολόγησης κινδύνων και της διαδικασίας λήψης κοινών αποφάσεων μπορούν να πραγματοποιούνται παράλληλα και άλλες διαδοχικά.

(6)

Για να διευκολυνθεί η επίτευξη κοινών αποφάσεων, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων να συνδιαλέγονται μεταξύ τους, ιδίως πριν από την οριστικοποίηση των εκθέσεων αξιολόγησης των κινδύνων και των κοινών αποφάσεων.

(7)

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να παρέχει στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές όλες τις σχετικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την προετοιμασία της επιμέρους αξιολόγησης του κινδύνου από τις αρχές αυτές, καθώς και για να καταστεί δυνατή η επίτευξη κοινών αποφάσεων σχετικά με τα κεφάλαια και τη ρευστότητα.

(8)

Η έκθεση που περιλαμβάνει την αξιολόγηση των κινδύνων του ομίλου αποτελεί βασικό έγγραφο, το οποίο επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να κατανοήσουν και να καταγράψουν την αξιολόγηση του συνολικού προφίλ κινδύνου του τραπεζικού ομίλου, με σκοπό την επίτευξη μιας κοινής απόφασης σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων και το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που οφείλει να διατηρεί ο όμιλος. Η έκθεση που περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου αποτελεί σημαντικό έγγραφο, το οποίο επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να κατανοήσουν και να καταγράψουν την αξιολόγηση του συνολικού προφίλ ρευστότητας του ομίλου. Για την παρουσίαση της συνολικής αξιολόγησης κινδύνου και της αξιολόγησης κινδύνου ρευστότητας του ομίλου με συνεπή τρόπο, τη διεξαγωγή ουσιαστικών συζητήσεων μεταξύ των αρμοδίων αρχών και την αξιόπιστη αξιολόγηση των κινδύνων των διασυνοριακών τραπεζικών ομίλων, θα πρέπει να καθιερωθούν κοινά υποδείγματα για τις εν λόγω εκθέσεις.

(9)

Αναγνωρίζοντας ότι τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης, που αναφέρεται στο άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, μπορούν να τεκμηριωθούν με διαφορετικό τρόπο στα διάφορα κράτη μέλη, ανάλογα με την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου στην εθνική νομοθεσία, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα τυποποιημένα υποδείγματα θα πρέπει να παρέχουν συνεπή μορφότυπα για την ανακοίνωση των πορισμάτων και των αποτελεσμάτων της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, για τους σκοπούς της επίτευξης κοινών αποφάσεων.

(10)

Ούτε η έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου, ούτε η έκθεση που περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου ρευστότητας του ομίλου θα πρέπει να περιορίζεται στη συγκέντρωση των επιμέρους εισηγήσεων των αρμοδίων αρχών. Αμφότερες οι εκθέσεις θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως εργαλείο για τη διενέργεια της κοινής αξιολόγησης των κινδύνων ολόκληρου του ομίλου και για την ανάλυση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ενδοομιλικών στοιχείων.

(11)

Η καθιέρωση σαφών διαδικασιών για το περιεχόμενο και τη διατύπωση κοινών αποφάσεων θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι κοινές αποφάσεις είναι πλήρως αιτιολογημένες, καθώς και ότι διευκολύνουν τον έλεγχο των κοινών αποφάσεων και της επιβολής τους.

(12)

Προκειμένου να αποσαφηνιστεί η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται μόλις επιτευχθεί η κοινή απόφαση, να εξασφαλιστεί διαφάνεια ως προς τη διαχείριση του αποτελέσματος της απόφασης και να διευκολυνθούν οι επακόλουθες ενέργειες, όπου χρειάζεται, θα πρέπει να καθοριστούν πρότυπα όσον αφορά τη γνωστοποίηση της πλήρως αιτιολογημένης κοινής απόφασης και τον έλεγχο της εφαρμογής της.

(13)

Θα πρέπει να καθοριστεί η διαδικασία που θα ακολουθείται για την προσαρμογή των κοινών αποφάσεων στα πρόσφατα δεδομένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεπής και διαφανής προσέγγιση, καθώς και κατάλληλη συμμετοχή των αρμοδίων αρχών και γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων.

(14)

Η κοινή διαδικασία λήψης αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 113 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ περιλαμβάνει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση. Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της συγκεκριμένης πτυχής της διαδικασίας, καθώς και η διατύπωση πλήρως αιτιολογημένων αποφάσεων και η αποσαφήνιση του τρόπου αντιμετώπισης τυχόν απόψεων και επιφυλάξεων των εποπτικών αρχών υποδοχής, θα πρέπει να καθοριστούν πρότυπα που να καλύπτουν το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη αποφάσεων ελλείψει κοινής απόφασης, καθώς και τη γνωστοποίηση των λεπτομερειών των εν λόγω αποφάσεων.

(15)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στο σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ΕΑΤ στην Επιτροπή.

(16)

Η ΕΑΤ διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2)·

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις ακόλουθες διαδικασίες λήψης κοινών αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 113 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ:

α)

τη διαδικασία για την επίτευξη κοινής απόφασης σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο α), λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε απαλλαγή χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 7, 10 ή 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3)·

β)

τη διαδικασία για την επίτευξη κοινής απόφασης σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο β), λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε απαλλαγή χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 6, 8 ή 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και οποιοδήποτε ενοποιημένο επίπεδο εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «σχετικές αρμόδιες αρχές»: οι αρμόδιες αρχές σε ένα κράτος μέλος που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ·

2)   «άλλες αρμόδιες αρχές»: οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες αρμόδιες αρχές:

α)

οι αρμόδιες αρχές που δεν είναι μια σχετική αρμόδια αρχή·

β)

δημόσιες αρχές ή όργανα που έχουν επίσημα αναγνωριστεί από την εθνική νομοθεσία και έχουν εξουσιοδοτηθεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας να ασκούν εποπτεία επί των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που δραστηριοποιούνται στο οικείο κράτος μέλος και που δεν είναι ούτε πιστωτικό ίδρυμα ούτε επιχείρηση επενδύσεων·

3)   «έκθεση της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ)»: η έκθεση που παρουσιάζει τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης, που αναφέρεται στο άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

4)   «έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας»: η έκθεση που παρουσιάζει τα αποτελέσματα του τμήματος της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης, που αναφέρεται στο άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όσον αφορά τους κινδύνους ρευστότητας·

5)   «έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου»: η έκθεση η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων, που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

6)   «έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου»: η έκθεση η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου ιδρυμάτων, που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

7)   «κοινή απόφαση κεφαλαίου»: η κοινή απόφαση σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο α)·

8)   «κοινή απόφαση ρευστότητας»: η κοινή απόφαση σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο β).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΗΨΗΣ ΚΟΙΝΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Άρθρο 3

Σχεδιασμός των σταδίων της διαδικασίας λήψης κοινών αποφάσεων

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές συμφωνούν, πριν από την έναρξη της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης, σε ένα χρονοδιάγραμμα για τα στάδια που πρέπει να ακολουθηθούν κατά την εν λόγω διαδικασία (εφεξής «το χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης»). Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θέτει το χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των σχετικών αρμοδίων αρχών.

2.   Το χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης επικαιροποιείται τουλάχιστον σε ετήσια βάση και περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

α)

συμφωνία για τη συμμετοχή άλλων αρμοδίων αρχών και αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 4·

β)

υποβολή των εκθέσεων ΔΕΕΑ και των εκθέσεων αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας από τις σχετικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 5, και εισηγήσεων από τις άλλες αρμόδιες αρχές και τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2·

γ)

υποβολή του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στις σχετικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6, και άλλες αρμόδιες αρχές και τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 7·

δ)

διάλογο μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών, σχετικά με το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 7·

ε)

υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και της έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στις σχετικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2, και άλλες αρμόδιες αρχές και τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 και το άρθρο 8 παράγραφος 5·

στ)

υποβολή εισηγήσεων στο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας από τις σχετικές αρμόδιες αρχές προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1·

ζ)

υποβολή του σχεδίου κοινής απόφασης κεφαλαίου και του σχεδίου κοινής απόφασης ρευστότητας από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προς τις σχετικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 6 και το άρθρο 11 παράγραφος 5·

η)

διαβούλευση σχετικά με το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας με το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ και στα ιδρύματα του ομίλου, εφόσον απαιτείται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους·

θ)

διάλογο μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών σχετικά με το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας·

ι)

επίτευξη της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 12·

ια)

γνωστοποίηση της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις σχετικές αρμόδιες αρχές στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ και στα ιδρύματα του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 13·

ιβ)

συμφωνία όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα του επόμενου έτους για τον προγραμματισμό της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης.

3.   Το χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης πληροί όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

αντικατοπτρίζει την έκταση και την πολυπλοκότητα της κάθε εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ομίλου, καθώς και το προφίλ κινδύνου του·

β)

λαμβάνει υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, τις δεσμεύσεις της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών στο πλαίσιο του προγράμματος εποπτικής εξέτασης, που αναφέρεται στο άρθρο 116 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο στοιχείο γ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

4.   Το χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης αναθεωρείται, εάν χρειάζεται, ιδίως προκειμένου να αντανακλά τον επείγοντα χαρακτήρα της όποιας έκτακτης επικαιροποίησης, σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21.

5.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στα ιδρύματα του ομίλου για τα οποία είναι υπεύθυνες, αντίστοιχα, ενδεικτική ημερομηνία για τη διαβούλευση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο η) σχετικά με τις πτυχές των σχεδίων κοινών αποφάσεων, εφόσον αφορούν τα εν λόγω ιδρύματα.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στα ιδρύματα του ομίλου για τα οποία είναι υπεύθυνες, αντίστοιχα, εκτιμώμενη ημερομηνία για την ανακοίνωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ια).

Άρθρο 4

Συμμετοχή άλλων αρμοδίων αρχών και αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών στη διαδικασία αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται να αποφασίζει για τη συμμετοχή άλλων αρμοδίων αρχών και αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών στη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή της έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου. Η εν λόγω απόφαση βασίζεται στη σπουδαιότητα του ρόλου του υποκαταστήματος ή του ιδρύματος εντός του ομίλου, καθώς και στη σημασία του για την τοπική αγορά.

Η εν λόγω συμμετοχή υπόκειται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, ισοδύναμες με εκείνες του τίτλου VII κεφάλαιο 1 τμήμα II της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, των άρθρων 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

Η ισοδυναμία αξιολογείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές.

2.   Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίσει τη συμμετοχή άλλης αρμόδιας αρχής, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, ή μιας αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας, αμφότερες οι αρχές καταλήγουν σε συμφωνία σχετικά με την έκταση της συμμετοχής της άλλης αρμόδιας αρχής ή της αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας. Οι εν λόγω συμφωνίες επιτρέπονται για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

υποβολή εισηγήσεων στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας όσον αφορά την έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή την έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου·

β)

προσθήκη των εισηγήσεων, που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, ως παραρτημάτων στο σχέδιο έκθεσης ή στην τελική έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή στην έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου.

3.   Όταν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει τη συμμετοχή άλλων αρμοδίων αρχών ή αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δεν παρέχει τα σχέδια και τις τελικές εκθέσεις αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου στις άλλες αρμόδιες αρχές και στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, χωρίς τη συγκατάθεση όλων των σχετικών αρμοδίων αρχών.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει πλήρως τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά την έκταση, το επίπεδο και τη φύση της συμμετοχής των άλλων αρμοδίων αρχών και των αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών στη διαδικασία αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου, καθώς και τον βαθμό στον οποίο οι εισηγήσεις τους ήταν επωφελείς για την έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου.

Άρθρο 5

Προετοιμασία των εκθέσεων ΔΕΕΑ και των εκθέσεων αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας

1.   Προκειμένου να λαμβάνεται δεόντως υπόψη στην κοινή απόφαση η αξιολόγηση κινδύνου των θυγατρικών, σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι σχετικές αρμόδιες αρχές παρέχουν εγκαίρως στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας τις εκθέσεις ΔΕΕΑ τους και τις εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β).

2.   Οι εκθέσεις ΔΕΕΑ συντάσσονται με χρήση του υποδείγματος του παραρτήματος 1. Οι εν λόγω εκθέσεις συμπληρώνονται με περιλήψεις βαθμολογιών, με χρήση του πίνακα 1 του παραρτήματος II, και με την περίληψη της αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας, με χρήση του πίνακα 2 του παραρτήματος II.

Οι εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας συντάσσονται με χρήση του υποδείγματος του παραρτήματος V. Οι εν λόγω εκθέσεις συμπληρώνονται με περιλήψεις βαθμολογιών, με χρήση του πίνακα 1 του παραρτήματος VI, και με την περίληψη της αξιολόγησης της ρευστότητας, με χρήση του πίνακα 2 του παραρτήματος VI.

Οι εκθέσεις ΔΕΕΑ και οι εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας μπορούν να περιλαμβάνουν πρόσθετες σχετικές πληροφορίες.

Άρθρο 6

Προετοιμασία του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συντάσσει σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου, με βάση όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τη δική της έκθεση ΔΕΕΑ ή την έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του μητρικού ιδρύματος που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ και του ομίλου·

β)

τις εκθέσεις ΔΕΕΑ ή τις εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας για τις θυγατρικές, που παρέχονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 5·

γ)

εισηγήσεις άλλων αρμοδίων αρχών και αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2·

2.   Οι εκθέσεις ΔΕΕΑ και οι εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), καθώς και οι εισηγήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο γ), προστίθενται, ως παραρτήματα, στο σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή στο σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου.

3.   Το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου περιλαμβάνουν τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του κατά πόσον οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζονται από τον όμιλο και τα ιδρύματά του, καθώς και τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητά τους, εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.

4.   Το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου συντάσσεται με χρήση του υποδείγματος του παραρτήματος III. Η εν λόγω έκθεση συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών, με χρήση του πίνακα 1 του παραρτήματος IV, και με την περίληψη της αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας, με χρήση του πίνακα 2 του παραρτήματος IV.

Το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου συντάσσεται με χρήση του υποδείγματος του παραρτήματος VII. Η εν λόγω έκθεση συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών, με χρήση του πίνακα 1 του παραρτήματος VIII, και με την περίληψη της αξιολόγησης της ρευστότητας, με χρήση του πίνακα 2 του παραρτήματος VIII.

5.   Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διασφαλίζει όλα τα ακόλουθα:

α)

η κοινή αξιολόγηση αποτυπώνει τον ρόλο των ιδρυμάτων εντός του ομίλου, καθώς και τη σημασία τους στην τοπική αγορά·

β)

το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη αυτός ο ρόλος και η σημασία τους.

6.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει τα σχέδια εκθέσεων στις σχετικές αρμόδιες αρχές εγκαίρως, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο γ).

7.   Υπό την επιφύλαξη της απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί να παρέχει το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου στις άλλες αρμόδιες αρχές και τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

Άρθρο 7

Διάλογος σχετικά με το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει για τη μορφή και το αντικείμενο του διαλόγου μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών, όσον αφορά το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές συζητούν για τη συμφωνία των ποσοτικών προτάσεων που περιλαμβάνονται στις επιμέρους εκθέσεις ΔΕΕΑ και στις εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας, που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, με τις ποσοτικές προτάσεις που περιλαμβάνονται στο σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου, εφόσον απαιτείται.

3.   Οι ποσοτικές προτάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 αποτελούνται τουλάχιστον από τις ακόλουθες προτάσεις:

α)

τα προτεινόμενα επίπεδα των ιδίων κεφαλαίων, που υποχρεούνται να διαθέτουν ένας όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο και όλα τα ιδρύματα του εν λόγω ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

τα προτεινόμενα επίπεδα των συγκεκριμένων απαιτήσεων ρευστότητας, που υποχρεούνται να πληρούν ένας όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο και όλα τα ιδρύματα του εν λόγω ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 8

Οριστικοποίηση της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και της έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου

1.   Βάσει του διαλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 7, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας οριστικοποιεί την έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και την έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου, με βάση τη μορφή και το περιεχόμενο του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας εξηγεί τυχόν ουσιώδεις αλλαγές τις οποίες επέφερε στην έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή στην έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου. Οι αλλαγές αντικατοπτρίζουν την έκβαση του διαλόγου και περιλαμβάνουν την κατάλληλη επικαιροποίηση των παραρτημάτων της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή της έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει την έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και την έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου στις σχετικές αρμόδιες αρχές εγκαίρως, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ε).

3.   Σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου στις σχετικές αρμόδιες αρχές σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών για την επίτευξη της κοινής απόφασης κεφαλαίου.

4.   Σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου στις σχετικές αρμόδιες αρχές σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας του ενός μηνός για την επίτευξη της κοινής απόφασης ρευστότητας.

5.   Υπό την επιφύλαξη της συμφωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί να παρέχει την έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και την έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου στις άλλες αρμόδιες αρχές και στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

Άρθρο 9

Προετοιμασία των εισηγήσεων στο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και στο σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές υποβάλλουν εγκαίρως τις εισηγήσεις τους στο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και στο σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο στ). Οι εισηγήσεις καλύπτουν όλα τα ιδρύματα του ομίλου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει εισηγήσεις για το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου. Οι εισηγήσεις της καλύπτουν όλα τα ακόλουθα:

α)

όλα τα ιδρύματα ενός ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας υπό τη δικαιοδοσία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης·

β)

τον όμιλο ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει εισηγήσεις για το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας. Οι εισηγήσεις της καλύπτουν όλα τα ακόλουθα:

α)

όλα τα ιδρύματα ενός ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο, εφόσον τα εν λόγω ιδρύματα έχουν λάβει άδεια λειτουργίας υπό τη δικαιοδοσία της αρχής της ενοποιημένης εποπτείας και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης·

β)

τον όμιλο ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο.

4.   Οι εισηγήσεις στο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου προσδιορίζουν κάθε ένα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 10.

5.   Οι εισηγήσεις στο σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας προσδιορίζουν κάθε ένα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 11.

Άρθρο 10

Προετοιμασία του σχεδίου κοινής απόφασης κεφαλαίου

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει πλήρως αιτιολογημένο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου, που καλύπτει τον όμιλο και τα ιδρύματα του εν λόγω ομίλου. Το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου προσδιορίζει κάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τα ονόματα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών που συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης κεφαλαίου·

β)

το όνομα του ομίλου ιδρυμάτων και έναν κατάλογο με όλα τα ιδρύματα του ομίλου τα οποία αφορά και για τα οποία ισχύει το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου·

γ)

τις αναφορές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την προετοιμασία, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή των κοινών αποφάσεων κεφαλαίου·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης του σχεδίου κοινής απόφασης κεφαλαίου και κάθε σχετική επικαιροποίησή της·

ε)

το συμπέρασμα σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 73 και 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

στ)

το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων που διαθέτει ο όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο·

ζ)

το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων που διαθέτει κάθε ίδρυμα του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο·

η)

το συμπέρασμα σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που υποχρεούται να διαθέτει κάθε ίδρυμα εντός του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

θ)

το συμπέρασμα σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που υποχρεούται να διαθέτει ο όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

ι)

πληροφορίες σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 103, 129, 130, 131 και 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και σχετικά με άλλες απαιτήσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις ή προειδοποιήσεις για τους σκοπούς της προληπτικής ή μακροπροληπτικής εποπτείας·

ια)

την ημερομηνία αναφοράς με την οποία συνδέονται τα συμπεράσματα που αναφέρονται στα στοιχεία ε) έως θ)·

ιβ)

το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των συμπερασμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία η) και θ), κατά περίπτωση.

2.   Το συμπέρασμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) καθορίζει κάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την εκτίμηση του κατά πόσον τα ιδρύματα του ομίλου διαθέτουν άρτιες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση, τη διατήρηση και την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων και του κατά πόσον οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες έχουν επίκαιρο χαρακτήρα·

β)

την εκτίμηση του κατά πόσον τα ποσά, τα είδη και η κατανομή αυτών των εσωτερικών κεφαλαίων είναι επαρκή για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένα, ή ενδέχεται να εκτεθούν τα ιδρύματα του ομίλου·

γ)

την εκτίμηση του κατά πόσον τα ιδρύματα του ομίλου έχουν θέσει σε εφαρμογή τις κατάλληλες ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμούς για τη συμμόρφωση με όλες τις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

δ)

την εκτίμηση του κατά πόσον οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζονται από τα ιδρύματα του ομίλου εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους·

ε)

πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων και των αρμοδιοτήτων εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 102 και το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ιβ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, για την αντιμετώπιση των ελλείψεων που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) έως δ).

3.   Τα συμπεράσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία στ) και ζ) συνδέονται με το συμπέρασμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) και υποστηρίζονται από αυτό.

4.   Τα συμπεράσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία η) και θ) πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

εκφράζονται ως ποσό ή ποσοστό ή συνδυασμός και των δύο·

β)

παρέχουν λεπτομέρειες για την ποιότητα των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται·

γ)

συνδέονται με το συμπέρασμα που αναφέρεται στη παράγραφο 1 στοιχείο ε) και υποστηρίζονται από αυτό.

5.   Τα συμπεράσματα σχετικά με κάθε ίδρυμα του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο και τον όμιλο ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο πρέπει να αναγνωρίζονται σαφώς στο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου.

6.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου στις σχετικές αρμόδιες αρχές εγκαίρως, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

Άρθρο 11

Προετοιμασία του σχεδίου κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει πλήρως αιτιολογημένο σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας, που καλύπτει τον όμιλο και τα ιδρύματα του εν λόγω ομίλου. Το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας προσδιορίζει κάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τα ονόματα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών που συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης ρευστότητας·

β)

το όνομα του ομίλου ιδρυμάτων και έναν κατάλογο με όλα τα ιδρύματα του ομίλου τα οποία αφορά και για τα οποία ισχύει το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας·

γ)

τις αναφορές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την προετοιμασία, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή των κοινών αποφάσεων ρευστότητας·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης του σχεδίου κοινής απόφασης ρευστότητας και κάθε σχετική επικαιροποίησή της·

ε)

το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια ρευστότητας για τον όμιλο σε ενοποιημένο επίπεδο·

στ)

το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια ρευστότητας για κάθε ίδρυμα του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο·

ζ)

το συμπέρασμα σχετικά με μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση τυχόν ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία της ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105 της εν λόγω οδηγίας, για κάθε ίδρυμα εντός του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο και για τον όμιλο σε ενοποιημένο επίπεδο·

η)

πληροφορίες σχετικά με οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις ή προειδοποιήσεις για τους σκοπούς της προληπτικής ή μακροπροληπτικής εποπτείας·

θ)

την ημερομηνία αναφοράς με την οποία συνδέονται τα συμπεράσματα που αναφέρονται στα στοιχεία ε) έως ζ)·

ι)

το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του συμπεράσματος που αναφέρεται στο στοιχείο ζ), κατά περίπτωση.

2.   Το συμπέρασμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία ε) και στ) καθορίζει κάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την εκτίμηση του κατά πόσον τα ιδρύματα του ομίλου έχουν εφαρμόσει άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλου συνόλου χρονικών οριζόντων·

β)

την εκτίμηση του κατά πόσον η ρευστότητα την οποία διαθέτουν τα ιδρύματα του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο και ο όμιλος σε ενοποιημένο επίπεδο παρέχει επαρκή κάλυψη των κινδύνων ρευστότητας·

γ)

την εκτίμηση του κατά πόσον τα ιδρύματα του ομίλου έχουν θέσει σε εφαρμογή τις κατάλληλες ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμούς για τη συμμόρφωση με όλες τις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Το συμπέρασμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ) παρέχει λεπτομέρειες όσον αφορά τη φύση των ληφθέντων μέτρων. Όταν τα εν λόγω μέτρα αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, το συμπέρασμα παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με τη διάρθρωση των εν λόγω ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας.

4.   Τα συμπεράσματα σχετικά με κάθε ίδρυμα του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο και τον όμιλο ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο πρέπει να αναγνωρίζονται σαφώς στο σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας.

5.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας στις σχετικές αρμόδιες αρχές εγκαίρως, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

Άρθρο 12

Επίτευξη της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Μετά τον διάλογο με τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας, που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο θ), η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναθεωρεί το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας, όπως απαιτείται, προκειμένου να οριστικοποιήσει τις αποφάσεις αυτές.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές καταλήγουν σε συμφωνία όσον αφορά την κοινή απόφαση κεφαλαίου και την κοινή απόφαση ρευστότητας.

3.   Η συμφωνία τεκμηριώνεται εγγράφως από τους εκπροσώπους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών, που διαθέτουν την απαιτούμενη εξουσία ώστε να δεσμεύουν τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους.

Άρθρο 13

Γνωστοποίηση της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας παρέχει εγκαίρως το έγγραφο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το έγγραφο κοινής απόφασης ρευστότητας στο διοικητικό όργανο του μητρικού ιδρύματος που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ια). Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας επιβεβαιώνει την εν λόγω γνωστοποίηση στις σχετικές αρμόδιες αρχές.

2.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους παρέχουν εγκαίρως στα διοικητικά όργανα των ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος τα αντίστοιχα μέρη του εγγράφου κοινής απόφασης κεφαλαίου και του εγγράφου κοινής απόφασης ρευστότητας που αφορούν καθένα από αυτά τα ιδρύματα, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ια).

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εφόσον απαιτείται, συζητά με το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ σχετικά με το έγγραφο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το έγγραφο κοινής απόφασης ρευστότητας, προκειμένου να εξηγήσει τις λεπτομέρειες των αποφάσεων και την εφαρμογή τους.

4.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, εφόσον απαιτείται, συζητούν με τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος τα αντίστοιχα μέρη της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας που αφορούν καθένα από αυτά τα ιδρύματα, προκειμένου να εξηγήσουν τις λεπτομέρειες των αποφάσεων και την εφαρμογή τους.

Άρθρο 14

Έλεγχος της εφαρμογής της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Το αποτέλεσμα της συζήτησης που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 γνωστοποιείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στις σχετικές αρμόδιες αρχές, εφόσον απαιτείται να προβεί ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να εκπληρώσει πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε εξατομικευμένο ή ενοποιημένο επίπεδο·

β)

να αντιμετωπίσει ουσιώδη ζητήματα ή σημαντικά ευρήματα όσον αφορά την εποπτεία της ρευστότητας ή να καλύψει συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε εξατομικευμένο ή ενοποιημένο επίπεδο.

2.   Το αποτέλεσμα της συζήτησης που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 4 γνωστοποιείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εφόσον απαιτείται να προβεί ένα ίδρυμα με άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να εκπληρώσει πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε εξατομικευμένο επίπεδο·

β)

να αντιμετωπίσει ουσιώδη ζητήματα ή σημαντικά ευρήματα όσον αφορά την εποπτεία της ρευστότητας ή να καλύψει συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε εξατομικευμένο επίπεδο.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει το αποτέλεσμα της συζήτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές ελέγχουν την εφαρμογή των κοινών αποφάσεων κεφαλαίου και των κοινών αποφάσεων ρευστότητας που αφορούν καθένα από τα ιδρύματα του ομίλου για τα οποία είναι, αντίστοιχα, υπεύθυνες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΕΛΛΕΙΨΕΙ ΚΟΙΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Άρθρο 15

Διαδικασία λήψης αποφάσεων ελλείψει κοινής απόφασης

1.   Ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών, εντός των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 ή 4, αντίστοιχα, οι αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ τεκμηριώνονται εγγράφως και λαμβάνονται κατά τη μεταγενέστερη από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

α)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 ή 4, κατά περίπτωση·

β)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά την παροχή οποιασδήποτε συμβουλής από την ΕΑΤ, κατόπιν αιτήματος για διαβούλευση, σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

γ)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά από κάθε απόφαση που λαμβάνεται από την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 3 πρώτο ή δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία που ορίζεται από την ΕΑΤ σε τέτοια απόφαση.

2.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας τις αποφάσεις τις οποίες λαμβάνουν σε εξατομικευμένη βάση ελλείψει κοινής απόφασης.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας περιλαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, μαζί με τις αποφάσεις της που λαμβάνονται σε εξατομικευμένο και σε ενοποιημένο επίπεδο, σε ένα ενιαίο έγγραφο και παρέχει το έγγραφο αυτό σε όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές.

4.   Σε περίπτωση που έχει ζητηθεί η γνώμη της ΕΑΤ, το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 περιλαμβάνει επεξήγηση για τυχόν αποκλίσεις από τις συμβουλές της ΕΑΤ.

Άρθρο 16

Σύνταξη των αποφάσεων κεφαλαίου που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου

1.   Οι αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της σχετικής αρμόδιας αρχής που λαμβάνει την κοινή απόφαση κεφαλαίου·

β)

το όνομα του ομίλου ιδρυμάτων ή του ιδρύματος του ομίλου, τον/το οποίο αφορά και για τον/το οποίο ισχύει η κοινή απόφαση κεφαλαίου·

γ)

τις αναφορές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την προετοιμασία, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή των αποφάσεων κεφαλαίου·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης κεφαλαίου·

ε)

το συμπέρασμα σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 73 και 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

στ)

για τις αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται σε ενοποιημένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων που διαθέτει ο όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο·

ζ)

για τις αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται σε εξατομικευμένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων που διαθέτει το σχετικό ίδρυμα σε εξατομικευμένο επίπεδο·

η)

για τις αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται σε ενοποιημένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που υποχρεούται να διαθέτει ο όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

θ)

για τις αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται σε εξατομικευμένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που υποχρεούται να διαθέτει το σχετικό ίδρυμα σε εξατομικευμένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

ι)

πληροφορίες σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα σχετικά ιδρύματα, σύμφωνα με το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 103, 129, 130, 131 και 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και σχετικά με άλλες απαιτήσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις ή προειδοποιήσεις για τους σκοπούς της προληπτικής ή μακροπροληπτικής εποπτείας·

ια)

την ημερομηνία αναφοράς με την οποία συνδέονται τα συμπεράσματα που αναφέρονται στα στοιχεία ε) έως θ)·

ιβ)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο αξιοποιούνται η αξιολόγηση κινδύνων, οι απόψεις και οι επιφυλάξεις των άλλων σχετικών αρμοδίων αρχών ή της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, κατά περίπτωση·

ιγ)

το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των συμπερασμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία η) και θ), κατά περίπτωση.

2.   Οι αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου, σε εξατομικευμένο ή ενοποιημένο επίπεδο, πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφοι 2 έως 4, ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 17

Σύνταξη των αποφάσεων ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Οι αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης ρευστότητας παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της σχετικής αρμόδιας αρχής που λαμβάνει την κοινή απόφαση ρευστότητας·

β)

το όνομα του ομίλου ιδρυμάτων ή του ιδρύματος του ομίλου, τον/το οποίο αφορά και για τον/το οποίο ισχύει η κοινή απόφαση ρευστότητας·

γ)

τις αναφορές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την προετοιμασία, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή των αποφάσεων ρευστότητας·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ρευστότητας·

ε)

για τις αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται σε ενοποιημένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια ρευστότητας για τον όμιλο ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο·

στ)

για τις αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται σε εξατομικευμένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια ρευστότητας για το σχετικό ίδρυμα σε εξατομικευμένο επίπεδο·

ζ)

για τις αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται σε ενοποιημένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση τυχόν ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία της ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105 της εν λόγω οδηγίας, για τον όμιλο σε ενοποιημένο επίπεδο·

η)

για τις αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται σε εξατομικευμένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση τυχόν ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία της ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας για το σχετικό ίδρυμα σε εξατομικευμένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 105 της εν λόγω οδηγίας·

θ)

την ημερομηνία αναφοράς με την οποία συνδέονται τα συμπεράσματα που αναφέρονται στα στοιχεία ε) έως η)·

ι)

πληροφορίες σχετικά με οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις ή προειδοποιήσεις για τους σκοπούς της προληπτικής ή μακροπροληπτικής εποπτείας·

ια)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο αξιοποιούνται η αξιολόγηση κινδύνων, οι απόψεις και οι επιφυλάξεις των άλλων σχετικών αρμοδίων αρχών ή της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, κατά περίπτωση·

ιβ)

το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των συμπερασμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία ζ) έως η), κατά περίπτωση.

2.   Οι αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης ρευστότητας, σε εξατομικευμένο ή ενοποιημένο επίπεδο, πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφοι 2 έως 3.

Άρθρο 18

Γνωστοποίηση των αποφάσεων κεφαλαίου και των αποφάσεων ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει το έγγραφο απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 στο διοικητικό όργανο του μητρικού ιδρύματος που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.

2.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους παρέχουν εγκαίρως στα διοικητικά όργανα των ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος τα αντίστοιχα μέρη του εγγράφου απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα οποία αφορούν καθένα από τα εν λόγω ιδρύματα.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εφόσον απαιτείται, συζητά με το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ σχετικά με το έγγραφο απόφασης, προκειμένου να εξηγήσει τις λεπτομέρειες και την εφαρμογή των αποφάσεων κεφαλαίου ή των αποφάσεων ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας.

4.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, εφόσον απαιτείται, συζητούν με τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος, τα αντίστοιχα μέρη του εγγράφου απόφασης που αφορούν καθένα από αυτά τα ιδρύματα, προκειμένου να εξηγήσουν τις λεπτομέρειες και την εφαρμογή των αποφάσεων κεφαλαίου ή των αποφάσεων ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας.

Άρθρο 19

Έλεγχος της εφαρμογής των αποφάσεων κεφαλαίου και των αποφάσεων ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές ελέγχουν την εφαρμογή των αποφάσεων κεφαλαίου και των αποφάσεων ρευστότητας, που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας, που αφορούν καθένα από τα ιδρύματα του ομίλου για τα οποία είναι, αντίστοιχα, υπεύθυνες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΕΛΛΕΙΨΕΙ ΚΟΙΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Άρθρο 20

Έκτακτη επικαιροποίηση των κοινών αποφάσεων

1.   Σε περίπτωση αιτήματος για έκτακτη επικαιροποίηση μιας κοινής απόφασης κεφαλαίου ή μιας κοινής απόφασης ρευστότητας, το οποίο υποβάλλεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή από σχετική αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας γνωστοποιεί το εν λόγω αίτημα σε όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Για την έκτακτη επικαιροποίηση ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 9 έως 14.

2.   Σε περίπτωση που μια σχετική αρμόδια αρχή υποβάλλει αίτημα για επικαιροποίηση κοινής απόφασης σχετικά με ένα ίδρυμα, πλην μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε διμερή βάση, το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και είναι πλήρως αιτιολογημένο.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας γνωστοποιεί το αίτημα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, σε όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Το αίτημα περιλαμβάνει σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου, που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 10, ή σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας, που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 11. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θέτει προθεσμία στις σχετικές αρμόδιες αρχές, προκειμένου να αποφανθούν αν η επικαιροποίηση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε διμερή βάση.

Σε περίπτωση που καμία από τις σχετικές αρμόδιες αρχές δεν ζητήσει να πραγματοποιηθεί η επικαιροποίηση σε μη διμερή βάση, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και η σχετική αρμόδια αρχή που ζήτησε την έκτακτη επικαιροποίηση υποβάλουν εισήγηση και καταλήγουν σε συμφωνία σχετικά με τη λήψη κοινής απόφασης σε διμερή βάση.

3.   Σε περίπτωση που μια σχετική αρμόδια αρχή δεν επιθυμεί να υποβάλει εισήγηση για την επικαιροποιημένη κοινή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 9, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συντάσσει την επικαιροποιημένη κοινή απόφαση βάσει της πλέον πρόσφατης εισήγησης στο έγγραφο κοινής απόφασης, που λήφθηκε από τη σχετική αρμόδια αρχή.

Άρθρο 21

Ετήσια και έκτακτη επικαιροποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης

1.   Για την ετήσια επικαιροποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης ακολουθούνται τα στάδια σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, εφόσον κάθε στάδιο είναι σκόπιμο για την εφαρμογή του άρθρου 97 παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

2.   Για οποιαδήποτε έκτακτη επικαιροποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 9 έως 14.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 22

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Ιουνίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΔΕΕΑ

Η έκθεση ΔΕΕΑ συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών (Πίνακας 1) και την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας (Πίνακας 2).

Image 1

Κείμενο της εικόνας

Image 2

Κείμενο της εικόνας

Image 3

Κείμενο της εικόνας

Image 4

Κείμενο της εικόνας

Image 5

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΔΕΕΑ

Πίνακας 1.

Περίληψη της βαθμολόγησης

Image 6

Κείμενο της εικόνας

Πίνακας 2.

Συνοπτική παρουσίαση της αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας

Image 7

Κείμενο της εικόνας

Image 8

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ

Η έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου περιλαμβάνει ως παραρτήματα όλες τις εκθέσεις ΔΕΕΑ που υποβάλλονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Η έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών (Πίνακας 1) και την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας (Πίνακας 2).

Image 9

Κείμενο της εικόνας

Image 10

Κείμενο της εικόνας

Image 11

Κείμενο της εικόνας

Image 12

Κείμενο της εικόνας

Image 13

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ

Πίνακας 1.

Περίληψη της βαθμολόγησης

Image 14

Κείμενο της εικόνας

Πίνακας 2.

Συνοπτική παρουσίαση της αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας

Image 15

Κείμενο της εικόνας

Image 16

Κείμενο της εικόνας

Image 17

Κείμενο της εικόνας

Image 18

Κείμενο της εικόνας

Image 19

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ

Η έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων ρευστότητας συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών (Πίνακας 1) και τη συνολική αξιολόγηση της ρευστότητας (Πίνακας 2).

Image 20

Κείμενο της εικόνας

Image 21

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ

Πίνακας 1.

Περίληψη της βαθμολόγησης

Image 22

Κείμενο της εικόνας

Πίνακας 2.

Συνοπτική παρουσίαση της αξιολόγησης της επάρκειας ρευστότητας

Image 23

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙΙ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ

Η έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου περιλαμβάνει ως παραρτήματα όλες τις εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας που υποβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές. Η έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών (Πίνακας 1) και την αξιολόγηση της επάρκειας ρευστότητας (Πίνακας 2).

Image 24

Κείμενο της εικόνας

Image 25

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙΙI

ΥΠΌΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΉΣ ΈΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΌΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΎΝΩΝ ΡΕΥΣΤΌΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΟΜΊΛΟΥ

Πίνακας 1.

Περίληψη της βαθμολόγησης

Image 26

Κείμενο της εικόνας

Πίνακας 2.

Συνοπτική παρουσίαση της αξιολόγησης της επάρκειας ρευστότητας

Image 27

Κείμενο της εικόνας

Image 28

Κείμενο της εικόνας

Top