EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014L0059

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014 , για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

OJ L 173, 12.6.2014, p. 190–348 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2014/59/oj

12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/190


ΟΔΗΓΊΑ 2014/59/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε ότι υπάρχει σε επίπεδο Ένωσης σημαντική έλλειψη επαρκών εργαλείων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μη υγιών ή προβληματικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων («ιδρύματα»). Τα εν λόγω εργαλεία είναι ιδίως απαραίτητα για την πρόληψη της αφερεγγυότητας ή, όταν προκύπτουν περιπτώσεις αφερεγγυότητας, για την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων, μέσω της διατήρησης των συστημικά σημαντικών λειτουργιών του σχετικού ιδρύματος. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι προκλήσεις αυτές αποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα που ανάγκασε τα κράτη μέλη να διασώσουν ιδρύματα χρησιμοποιώντας χρήματα των φορολογούμενων. Ένα αξιόπιστο πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση αποσκοπεί στην αποτροπή, στο μέτρο του δυνατού, της ανάγκης για χρήση της δράσης αυτής.

(2)

Η χρηματοπιστωτική κρίση έλαβε συστημικές διαστάσεις υπό την έννοια ότι επηρέασε την πρόσβαση μεγάλου μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων στη χρηματοδότηση. Προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο πτώχευσης, με επιπτώσεις για ολόκληρη την οικονομία, για την αντιμετώπιση της εν λόγω κρίσης πρέπει να ληφθούν μέτρα που αποσκοπούν στη διασφάλιση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση υπό ισοδύναμους όρους για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι κατά τα άλλα φερέγγυες. Τέτοια μέτρα προϋποθέτουν γενική στήριξη της ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και παροχή εγγυήσεων από τα κράτη μέλη για τίτλους που εκδίδουν φερέγγυα πιστωτικά ιδρύματα.

(3)

Οι χρηματοοικονομικές αγορές στην Ένωση είναι ενοποιημένες και διασυνδεδεμένες σε μεγάλο βαθμό, ενώ πολλά ιδρύματα ασκούν εκτεταμένες δραστηριότητες πέραν των εθνικών συνόρων. Η πτώχευση ενός διασυνοριακού ιδρύματος είναι ικανή να επηρεάσει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών στα διάφορα κράτη μέλη στα οποία αναπτύσσει δραστηριότητες. Η αδυναμία των κρατών μελών να αποκτήσουν τον έλεγχο ενός προβληματικού ιδρύματος και να το εξυγιάνουν κατά τρόπο που να αποτρέπει αποτελεσματικά ευρύτερες συστημικές ζημίες μπορεί να υπονομεύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και την αξιοπιστία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών αποτελεί, επομένως, ουσιώδη προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(4)

Επί του παρόντος, δεν υπάρχει σε ενωσιακό επίπεδο εναρμόνιση των διαδικασιών εξυγίανσης των ιδρυμάτων. Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν στα ιδρύματα τις ίδιες διαδικασίες που εφαρμόζουν και σε άλλες αφερέγγυες επιχειρήσεις, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν προσαρμοστεί στα δεδομένα των ιδρυμάτων. Υπάρχουν πολλές ουσιώδεις και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν την αφερεγγυότητα των ιδρυμάτων στα κράτη μέλη. Επιπλέον, η οικονομική κρίση κατέδειξε ότι οι γενικές διαδικασίες αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων μπορεί να μην είναι πάντοτε κατάλληλες για τα ιδρύματα, καθώς μπορεί να μην διασφαλίζουν πάντοτε αρκετά ταχεία παρέμβαση, τη συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών των ιδρυμάτων ούτε τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

(5)

Ως εκ τούτου, χρειάζεται ένα καθεστώς που θα παρέχει στις αρχές ένα αξιόπιστο σύνολο εργαλείων για να παρεμβαίνουν αρκετά έγκαιρα και γρήγορα σε ένα μη υγιές ή προβληματικό ίδρυμα, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων χρηματοοικονομικών και οικονομικών λειτουργιών του και παράλληλα να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της πτώχευσης του ιδρύματος στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το καθεστώς αυτό θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι ζημίες βαρύνουν πρώτα τους μετόχους και μετά τους πιστωτές, αρκεί κανείς πιστωτής να μην βαρύνεται με ζημίες μεγαλύτερες απ’ όσες θα αναλάμβανε εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία. Νέες εξουσίες θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρχές, για παράδειγμα, να διατηρούν απρόσκοπτη πρόσβαση σε καταθέσεις και πράξεις πληρωμών, να πωλούν βιώσιμα τμήματα του ιδρύματος, κατά περίπτωση, και να κατανέμουν τις ζημίες κατά τρόπο δίκαιο και προβλέψιμο. Οι εν λόγω στόχοι θα πρέπει να συμβάλλουν στην αποτροπή της αποσταθεροποίησης των χρηματοοικονομικών αγορών και στην ελαχιστοποίηση του κόστους για τους φορολογουμένους.

(6)

Η υπό εξέλιξη αναθεώρηση του ρυθμιστικού πλαισίου, ιδίως η ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων και των αποθεμάτων ρευστότητας και η δημιουργία καλύτερων εργαλείων για μακροπροληπτικές πολιτικές, θα πρέπει να μειώσει την πιθανότητα εκδήλωσης κρίσεων στο μέλλον και να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των ιδρυμάτων έναντι οικονομικών ακραίων καταστάσεων, είτε αυτές οφείλονται σε συστημικές διαταραχές είτε σε γεγονότα που αφορούν ειδικά το συγκεκριμένο ίδρυμα. Ωστόσο, δεν είναι εφικτή η δημιουργία ενός ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου που θα μπορούσε να προστατεύει πάντα τα ιδρύματα αυτά από το να βρεθούν σε δύσκολη θέση. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι προετοιμασμένα και να διαθέτουν τα κατάλληλα εργαλεία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση προς αντιμετώπιση καταστάσεων που σχετίζονται τόσο με συστημικές κρίσεις όσο και με πτωχεύσεις επιμέρους ιδρυμάτων. Τα εργαλεία αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν μηχανισμούς που να επιτρέπουν στις αρχές να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα υπό πτώχευση ή πιθανή πτώχευση ιδρύματα.

(7)

Στο πλαίσιο της άσκησης των εν λόγω εξουσιών και της λήψης μέτρων, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες της πτώχευσης. Αν το πρόβλημα αφορά ένα συγκεκριμένο ίδρυμα ενώ δεν επηρεάζει το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι αρχές θα πρέπει να μπορούν να ασκούν τις εξουσίες εξυγίανσης που διαθέτουν χωρίς να προβληματίζονται ιδιαίτερα για φαινόμενα μετάδοσης. Αντίθετα, σε ένα ασταθές περιβάλλον, θα πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στην αποσόβηση ενδεχόμενης αποσταθεροποίησης των χρηματοοικονομικών αγορών.

(8)

Για την εξυγίανση ενός ιδρύματος η οποία το διατηρεί σε λειτουργία είναι δυνατόν, ως ύστατη λύση, να χρησιμοποιούνται εργαλεία κρατικής χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διαρθρωθούν οι εξουσίες εξυγίανσης και οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις για την εξυγίανση κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι φορολογούμενοι να είναι εκείνοι που θα επωφεληθούν από τυχόν πλεόνασμα το οποίο ενδέχεται να προκύψει από την αναδιάρθρωση ιδρύματος από τις αρχές σε υγιή βάση. Η ανάληψη ευθύνης και κινδύνου θα πρέπει να συνοδεύεται από ανταμοιβή.

(9)

Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη προβεί σε νομοθετικές αλλαγές που καθιερώνουν μηχανισμούς εξυγίανσης προβληματικών ιδρυμάτων· άλλα έχουν κοινοποιήσει την πρόθεσή τους να καθιερώσουν μηχανισμούς αυτού του είδους, αν δεν προβλεφθούν σε επίπεδο Ένωσης. Η μη ύπαρξη κοινών όρων, εξουσιών και διαδικασιών εξυγίανσης των ιδρυμάτων ενδέχεται να αποτελέσει εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να παρακωλύσει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών κατά την αντιμετώπιση διασυνοριακών τραπεζικών ομίλων που πτωχεύουν. Αυτό ισχύει ιδίως όταν οι διαφορετικές προσεγγίσεις συνεπάγονται ότι οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν το ίδιο επίπεδο ελέγχου ή την ίδια ικανότητα εξυγίανσης ιδρυμάτων. Οι εν λόγω διαφορές στα καθεστώτα εξυγίανσης ενδέχεται επίσης να επηρεάσουν με διαφορετικό τρόπο τις δαπάνες για τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων στα κράτη μέλη και πιθανώς να δημιουργήσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό μεταξύ των ιδρυμάτων. Τα αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα δεν μπορούν να περιορίζονται κατά την άσκηση των δικαιωμάτων εγκατάστασής τους στην εσωτερική αγορά από τη χρηματοοικονομική δυνατότητα του κράτους μέλους καταγωγής τους να διαχειριστεί την πτώχευσή τους.

(10)

Τα εμπόδια αυτά θα πρέπει να εξαλειφθούν και να θεσπιστούν κανόνες ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν υπονομεύονται οι διατάξεις της εσωτερικής αγοράς. Για τον σκοπό αυτόν, οι κανόνες που διέπουν την εξυγίανση των ιδρυμάτων θα πρέπει να υπόκεινται σε κοινούς κανόνες ελάχιστης εναρμόνισης.

(11)

Προκειμένου να διασφαλιστεί συνέπεια με την υφιστάμενη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, καθώς και το μέγιστο δυνατό επίπεδο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε ολόκληρο το φάσμα των ιδρυμάτων, το καθεστώς εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ιδρύματα που υπόκεινται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Το καθεστώς θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται σε χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών οι οποίες προβλέπονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), μεικτές εταιρείες συμμετοχών και χρηματοδοτικά ιδρύματα, όταν αυτά αποτελούν θυγατρικές ιδρύματος ή χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής εταιρείας συμμετοχών και καλύπτονται από την εποπτεία της μητρικής επιχείρησης σε ενοποιημένη βάση. Η κρίση απέδειξε ότι η αφερεγγυότητα μιας οντότητας συνδεδεμένης με έναν όμιλο μπορεί να επηρεάσει ραγδαία τη φερεγγυότητα ολόκληρου του ομίλου και, συνεπώς, να έχει τις δικές της συστημικές επιπλοκές. Οι αρχές θα πρέπει, επομένως, να διαθέτουν αποτελεσματικά μέσα δράσης όσον αφορά αυτές τις οντότητες, προκειμένου να αποτρέψουν τον κίνδυνο μετάδοσης και να διαμορφώσουν έναν συνεκτικό μηχανισμό εξυγίανσης για το σύνολο του ομίλου, καθώς η αφερεγγυότητα μιας οντότητας συνδεδεμένης με έναν όμιλο θα μπορούσε να επηρεάσει ραγδαία τη φερεγγυότητα ολόκληρου του ομίλου.

(12)

Προκειμένου να διασφαλιστεί συνέπεια στο ρυθμιστικό πλαίσιο, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ), όπως ορίζονται στον επικείμενο κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων, θα μπορούσαν να καλυφθούν από μια χωριστή νομοθετική πρωτοβουλία που να δημιουργεί ένα πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης για τις εν λόγω οντότητες.

(13)

Η χρήση των εργαλείων και των εξουσιών εξυγίανσης, που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, ενδέχεται να επιφέρει αναστάτωση στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών. Συγκεκριμένα, η εξουσία των αρχών να μεταβιβάζουν τις μετοχές ή το σύνολο ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδρύματος σε ιδιώτες αγοραστές, χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων, επηρεάζει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των μετόχων. Επιπλέον, η εξουσία να αποφασίζουν ποιες υποχρεώσεις θα μεταφέρουν από ένα ίδρυμα που πτωχεύει, με βάση τους στόχους να διασφαλιστεί η συνέχεια των υπηρεσιών και να αποφευχθούν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ενδέχεται να επηρεάσει την ίση μεταχείριση των πιστωτών. Κατά συνέπεια, δράση εξυγίανσης θα πρέπει να αναλαμβάνεται μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο χάριν του δημόσιου συμφέροντος, ενώ κάθε παρέμβαση στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών που προκύπτει από τα μέτρα εξυγίανσης θα πρέπει να είναι συμβατή με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο Χάρτης). Ειδικότερα, όταν οι πιστωτές της ίδιας κατηγορίας αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο της δράσης εξυγίανσης, οι διακρίσεις αυτές θα πρέπει να δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον, να χαρακτηρίζονται από αναλογικότητα σε σχέση με τους αντιμετωπιζόμενους κινδύνους και να μην να εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις για λόγους εθνικότητας.

(14)

Οι αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τη μετοχική δομή, τη νομική μορφή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος, το νομικό καθεστώς και τις διασυνδέσεις ενός ιδρύματος με άλλα ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικά συστήματα γενικότερα, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, κατά πόσον συμμετέχει σε θεσμικό σύστημα προστασίας ή σε άλλα συνεργατικά συστήματα αμοιβαίας αλληλεγγύης, και κατά πόσον ασκεί επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και η πτώχευσή του και η επακόλουθη εκκαθάρισή του υπό φυσιολογικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι πιθανόν να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοοικονομικές αγορές, στα λοιπά ιδρύματα, στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία, στο πλαίσιο των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης και όταν οι εθνικές αρχές ασκούν τις διάφορες εξουσίες και χρησιμοποιούν τα διάφορα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή του καθεστώτος με τρόπο κατάλληλο και αναλογικό και την ελαχιστοποίηση της διοικητικής επιβάρυνσης που συνδέεται με τις υποχρεώσεις προετοιμασίας του σχεδίου ανάκαμψης και εξυγίανσης. Όταν το περιεχόμενο και οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στο παράρτημά της καθορίζουν ένα ελάχιστο πρότυπο για ιδρύματα προφανούς συστημικής σπουδαιότητας, οι αρχές μπορούν να εφαρμόζουν διαφορετικές ή σημαντικά μειωμένες απαιτήσεις σχεδιασμού και πληροφόρησης για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ως προς το συγκεκριμένο ίδρυμα καθώς και μικρότερη από ετήσια συχνότητα για τις επικαιροποιήσεις. Για τα μικρά ιδρύματα που εμφανίζουν μικρή διασύνδεση και πολυπλοκότητα, το σχέδιο ανάκαμψης θα μπορούσε να περιορίζεται σε ορισμένες βασικές πληροφορίες για τη δομή τους, τα εναύσματα για δράσεις ανάκαμψης και τις επιλογές ανάκαμψης. Εφόσον ένα ίδρυμα αφεθεί να καταστεί αφερέγγυο, θα μπορούσε να μειωθεί το σχέδιο εξυγίανσης. Επιπλέον, το καθεστώς αυτό θα πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών. Ειδικότερα, σε καταστάσεις όπου υπάρχουν μεγαλύτερα προβλήματα ή ακόμα και αμφιβολίες σχετικά με την ανθεκτικότητα πολλών ιδρυμάτων, είναι σημαντικό να εξετάσουν οι αρχές τον κίνδυνο μετάδοσης που συνεπάγονται οι δράσεις που αναλαμβάνονται σε σχέση με οποιοδήποτε επιμέρους ίδρυμα.

(15)

Προκειμένου να διασφαλίσουν την απαιτούμενη ταχύτητα στην ανάληψη δράσης, να εγγυηθούν ανεξαρτησία από τους οικονομικούς φορείς και να αποτρέψουν συγκρούσεις συμφερόντων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν δημόσιες διοικητικές αρχές ή αρχές που διαθέτουν τις δημόσιες διοικητικές εξουσίες να εκτελούν τις λειτουργίες και τα καθήκοντα όσον αφορά την εξυγίανση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι διατίθενται κατάλληλοι πόροι στις εν λόγω αρχές εξυγίανσης. Ο καθορισμός δημόσιων αρχών δεν θα πρέπει να αποκλείει τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων υπό την ευθύνη μιας αρχής εξυγίανσης. Ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί επακριβώς το είδος της αρχής ή των αρχών που θα πρέπει να ορίζουν τα κράτη μέλη ως αρχή εξυγίανσης. Μολονότι η εναρμόνιση σε αυτό το θέμα μπορεί να διευκόλυνε τον συντονισμό, θα παρενέβαινε ωστόσο σε μεγάλο βαθμό στα συνταγματικά και διοικητικά συστήματα των κρατών μελών. Μπορεί να επιτευχθεί επαρκής βαθμός συντονισμού και με λιγότερο παρεμβατική απαίτηση: όλες οι εθνικές αρχές που εμπλέκονται στην εξυγίανση ιδρυμάτων θα πρέπει να εκπροσωπούνται σε «σώματα εξυγίανσης», όπου θα πρέπει να λαμβάνει χώρα συντονισμός σε διασυνοριακό ή ενωσιακό επίπεδο. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να επιλέγουν ποιες αρχές θα είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και για την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Όταν ένα κράτος μέλος ορίζει την αρχή που είναι υπεύθυνη για την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων (αρμόδια αρχή) ως αρχή εξυγίανσης, θα πρέπει να εφαρμόζονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις που θα διαχωρίζουν τα εποπτικά καθήκοντα της αρχής από τα καθήκοντα εξυγίανσης. Ο διαχωρισμός αυτός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη λειτουργία εξυγίανσης από το να έχει πρόσβαση σε κάθε πληροφορία που είναι διαθέσιμη για την εποπτική λειτουργία.

(16)

Υπό το πρίσμα των συνεπειών που ενδέχεται να έχει η πτώχευση ενός ιδρύματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην οικονομία ενός κράτους μέλους, καθώς και της πιθανής ανάγκης να χρησιμοποιηθούν δημόσιοι πόροι για την αντιμετώπιση μιας κρίσης, τα Υπουργεία Οικονομικών ή άλλα σχετικά υπουργεία των κρατών μελών θα πρέπει να συμμετέχουν εκ του σύνεγγυς, σε πρώιμο στάδιο, στη διαδικασία διαχείρισης και επίλυσης της κρίσης.

(17)

Για την αποτελεσματική εξυγίανση ιδρυμάτων ή οντοτήτων ομίλων που λειτουργούν στο επίπεδο της Ένωσης απαιτείται συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των αρχών εξυγίανσης, στο πλαίσιο σωμάτων εποπτείας και εξυγίανσης, σε όλα τα στάδια που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, από την προπαρασκευή των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης μέχρι την πραγματοποίηση της εξυγίανσης του ιδρύματος. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των εθνικών αρχών σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν έναντι των ιδρυμάτων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ»), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), θα πρέπει, ως ύστατη λύση, να αναλαμβάνει ρόλο διαμεσολάβησης, όπου αυτό ορίζεται στην παρούσα οδηγία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η παρούσα οδηγία προβλέπει δεσμευτική διαιτησία της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Αυτή η δεσμευτική διαιτησία δεν αποκλείει τη μη δεσμευτική διαιτησία σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σε άλλες περιπτώσεις.

(18)

Κατά την εξυγίανση ιδρυμάτων ή ομίλων που δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την Ένωση, οι αποφάσεις που λαμβάνονται θα πρέπει επίσης να αποσκοπούν στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και να ελαχιστοποιούν τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται το ίδρυμα ή ο όμιλος.

(19)

Για να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικό τρόπο τα προβληματικά ιδρύματα, οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να επιβάλλουν προπαρασκευαστικά και προληπτικά μέτρα.

(20)

Δεδομένης της διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων της ΕΑΤ, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι διατίθενται χωρίς καθυστέρηση επαρκείς ανθρώπινοι και χρηματοδοτικοί πόροι. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει τα εν λόγω καθήκοντα να λαμβάνονται δεόντως υπόψη στη διαδικασία για την κατάρτιση, την εκτέλεση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού της, όπως ορίζεται στα άρθρα 63 και 64 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι βέλτιστες προδιαγραφές αποτελεσματικότητας.

(21)

Είναι απαραίτητο τα ιδρύματα να καταρτίζουν και να επικαιροποιούν τακτικά τα σχέδια ανάκαμψης, στα οποία περιγράφονται τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν τα εν λόγω ιδρύματα για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής τους θέσης μετά από σημαντική επιδείνωση. Τα σχέδια αυτά θα πρέπει να είναι λεπτομερή και να στηρίζονται σε ρεαλιστικές παραδοχές, που να ισχύουν για ένα φάσμα τεκμηριωμένων και δυσμενών σεναρίων. Η απαίτηση κατάρτισης ενός σχεδίου ανάκαμψης θα πρέπει, ωστόσο, να εφαρμόζεται με αναλογικό τρόπο και να αντικατοπτρίζει τη συστημική σημασία του ιδρύματος ή του ομίλου και των διασυνδέσεών του, μεταξύ άλλων μέσω συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων. Συνεπώς, το απαιτούμενο περιεχόμενο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη φύση των πόρων χρηματοδότησης του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτήσεων ή υποχρεώσεων υπό αμοιβαία εγγύηση, και τον βαθμό στον οποίο θα υπάρχει αξιόπιστη προοπτική στήριξης από τον όμιλο. Τα ιδρύματα θα πρέπει να υποβάλλουν τα σχέδιά τους για πλήρη αξιολόγηση από τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες θα αξιολογούν, μεταξύ άλλων, τον βαθμό πληρότητάς τους και τη δυνατότητά τους να αποκαταστήσουν τη βιωσιμότητα του ιδρύματος εγκαίρως, ακόμη και σε περιόδους ακραίων οικονομικών πιέσεων.

(22)

Τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να περιλαμβάνουν ενδεχόμενα μέτρα που θα μπορούσε να λαμβάνει η διοίκηση του ιδρύματος όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση.

(23)

Όταν προσδιορίζει κατά πόσον μια δράση του ιδιωτικού τομέα θα μπορούσε να αποτρέψει σε εύλογο χρονικό διάστημα την πτώχευση ενός ιδρύματος, η ενδιαφερόμενη αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αποτελεσματικότητα των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης που ελήφθησαν εντός του χρονικού πλαισίου που είχε καθορίσει η αρμόδια αρχή. Στην περίπτωση σχεδίων ανάκαμψης ομίλου, λαμβάνεται υπόψη κατά την κατάρτισή τους ο ενδεχόμενος αντίκτυπος των μέτρων ανάκαμψης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται ο όμιλος.

(24)

Εάν ένα ίδρυμα δεν υποβάλει κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένες να απαιτούν από το εν λόγω ίδρυμα να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση των ουσιαστικών ελλείψεων του σχεδίου. Η απαίτηση αυτή ενδέχεται να επηρεάσει την επιχειρηματική ελευθερία, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος είναι αναγκαίος προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ειδικότερα, ο εν λόγω περιορισμός είναι αναγκαίος προκειμένου να ενισχυθούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των ιδρυμάτων και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο τα ιδρύματα να μεγεθυνθούν υπέρμετρα ή να αναλάβουν υπερβολικούς κινδύνους χωρίς να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις αποτυχίες και τις ζημίες και να ανασυστήσουν την κεφαλαιακή τους βάση. Ο περιορισμός είναι αναλογικός, διότι επιτρέπει προληπτική δράση στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις, και άρα συμβιβάζεται με το άρθρο 52 του Χάρτη.

(25)

Ο σχεδιασμός της εξυγίανσης αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για αποτελεσματική εξυγίανση. Οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να προσδιορίσουν και να διασφαλίσουν τη συνέχιση κρίσιμων λειτουργιών. Το περιεχόμενο ενός σχεδίου εξυγίανσης θα πρέπει, ωστόσο, να είναι ανάλογο προς τη συστημική σημασία του ιδρύματος ή του ομίλου.

(26)

Δεδομένου ότι τα ιδρύματα έχουν ιδιαίτερες γνώσεις όσον αφορά την ίδια τους τη λειτουργία και τα ενδεχόμενα προβλήματα που προκύπτουν από αυτήν, τα σχέδια εξυγίανσης θα πρέπει να καταρτίζονται από τις αρχές εξυγίανσης βάσει, μεταξύ άλλων, των πληροφοριών που τους παρέχουν τα σχετικά ιδρύματα.

(27)

Προκειμένου να συμμορφωθούν με την αρχή της αναλογικότητας και να αποφευχθεί υπερβολική διοικητική επιβάρυνση, θα πρέπει να επιτρέπεται η δυνατότητα των αρμόδιων αρχών και, κατά περίπτωση, των αρχών εξυγίανσης να αίρουν κατά περίπτωση τις απαιτήσεις που σχετίζονται με την προετοιμασία των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, στις περιορισμένες περιπτώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Τέτοιες περιπτώσεις περιλαμβάνουν ιδρύματα που συνδέονται με έναν κεντρικό οργανισμό και εν όλω ή εν μέρει εξαιρούνται από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στο εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 21 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και ιδρύματα που ανήκουν σε ένα θεσμικό σύστημα προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Σε κάθε περίπτωση, η χορήγηση απαλλαγής θα πρέπει να υπόκειται στους όρους που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

(28)

Λαμβανομένης υπόψη της κεφαλαιακής διάρθρωσης των ιδρυμάτων που συνδέονται με κεντρικό οργανισμό, τα εν λόγω ιδρύματα δεν θα πρέπει να υποχρεούνται, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, να καταρτίζουν χωριστά σχέδια ανάκαμψης ή εξυγίανσης μόνο εφόσον ο κεντρικός οργανισμός με τον οποίο συνδέονται τελεί υπό την άμεση εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

(29)

Οι αρχές εξυγίανσης, βάσει της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης από τις ενδιαφερόμενες αρχές εξυγίανσης, θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν αλλαγές στη δομή και την οργάνωση των ιδρυμάτων, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, να λαμβάνουν τα μέτρα που είναι απαραίτητα και αναλογικά για να μειώσουν ή να εξαλείψουν τα ουσιαστικά εμπόδια στην εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και να διασφαλίζουν τη δυνατότητα εξυγίανσης των σχετικών οντοτήτων. Λόγω του δυνητικού συστημικού χαρακτήρα όλων των ιδρυμάτων, έχει καίρια σημασία, για να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να διαθέτουν οι αρχές τη δυνατότητα να εξυγιάνουν οποιοδήποτε ίδρυμα. Προκειμένου να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας, που αναγνωρίζεται στο άρθρο 16 του Χάρτη, η διακριτική ευχέρεια των αρχών θα πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο ώστε να απλουστευθεί η δομή και οι λειτουργίες του ιδρύματος, με σκοπό μόνον τη βελτίωση της δυνατότητας εξυγίανσής του. Επιπλέον, κάθε μέτρο που επιβάλλεται για τους σκοπούς αυτούς θα πρέπει να συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Τα μέτρα δεν θα πρέπει να συνεπάγονται ούτε άμεσες ούτε έμμεσες διακρίσεις βάσει της εθνικότητας, και η εφαρμογή τους θα πρέπει να δικαιολογείται βάσει του επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Εξάλλου, η δράση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ελάχιστο αναγκαίο όριο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων. Κατά τον καθορισμό των μέτρων που πρέπει να ληφθούν, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(30)

Τα μέτρα που προτείνονται για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου δεν θα πρέπει να αποτρέπουν τα ιδρύματα να ασκούν το δικαίωμα εγκατάστασης που τους αναγνωρίζεται από τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(31)

Τα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης δεν θα πρέπει να θεωρούν δεδομένη την πρόσβαση σε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη ούτε να εκθέτουν τους φορολογουμένους σε κινδύνους ζημίας.

(32)

Η προβλεπόμενη στην παρούσα οδηγία μεταχείριση των ομίλων όσον αφορά τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και της εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλους τους ομίλους ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ενοποιημένη βάση, συμπεριλαμβανομένων των ομίλων των οποίων οι επιχειρήσεις συνδέονται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Τα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη χρηματοοικονομική, τεχνική και επιχειρηματική διάρθρωση του σχετικού ομίλου. Σε περίπτωση κατάρτισης επιμέρους σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης για ιδρύματα που αποτελούν μέρος ομίλου, οι ενδιαφερόμενες αρχές θα πρέπει να επιδιώκουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συνέπεια με τα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης του υπόλοιπου ομίλου.

(33)

Κατά γενικό κανόνα, σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να καταρτίζονται για τον όμιλο ως σύνολο και θα προσδιορίζουν μέτρα σε σχέση με το μητρικό ίδρυμα καθώς και όλες τις επιμέρους θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου. Οι ενδιαφερόμενες αρχές, ενεργώντας εντός του σώματος εξυγίανσης, θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με την αξιολόγηση και την έγκριση των εν λόγω σχεδίων. Ωστόσο, σε ειδικές περιπτώσεις, όπου έχει καταρτισθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο ανάκαμψης ή εξυγίανσης, το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου που αξιολογείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ή το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που αποφασίστηκε από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, δεν θα πρέπει να καλύπτει τις οντότητες του ομίλου για τις οποίες τα επιμέρους σχέδια έχουν αξιολογηθεί ή εκπονηθεί από τις ενδιαφερόμενες αρχές.

(34)

Στην περίπτωση σχεδίων εξυγίανσης ομίλου, θα πρέπει λαμβάνεται κατά την κατάρτισή τους ιδιαιτέρως υπόψη ο ενδεχόμενος αντίκτυπος των μέτρων εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται ο όμιλος. Οι αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών στα οποία ο όμιλος διαθέτει θυγατρικές θα πρέπει να συμμετέχουν στην κατάρτιση του σχεδίου.

(35)

Τα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν, όποτε ενδείκνυται, διαδικασίες για την ενημέρωση και τη διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ανάκαμψης και εξυγίανσης. Εν προκειμένω θα πρέπει, κατά περίπτωση, να τηρούνται οι συλλογικές συμβάσεις ή άλλες συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, όπως επίσης το εθνικό και το ενωσιακό δίκαιο σχετικά με τη συμμετοχή των συνδικάτων και των εκπροσώπων των εργαζομένων στις διαδικασίες αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων.

(36)

Δεδομένου του ευαίσθητου χαρακτήρα των πληροφοριών που περιέχουν, οι εμπιστευτικές πληροφορίες στα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να υπόκεινται σε διατάξεις περί εμπιστευτικότητας, όπως θεσπίζεται στην παρούσα οδηγία.

(37)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαβιβάζουν τα σχέδια ανάκαμψης και τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις τους στις ενδιαφερόμενες αρχές εξυγίανσης, όπως και οι τελευταίες θα πρέπει να διαβιβάζουν τα σχέδια ανάκαμψης και τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις τους στις πρώτες, έτσι ώστε όλες οι ενδιαφερόμενες αρχές εξυγίανσης να είναι πάντα πλήρως ενημερωμένες.

(38)

Η παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης από μια οντότητα ενός διασυνοριακού ομίλου σε μια άλλη οντότητα του ιδίου ομίλου περιορίζεται επί του παρόντος από μια σειρά διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας σε ορισμένα κράτη μέλη. Οι εν λόγω διατάξεις αποσκοπούν στην προστασία των πιστωτών και των μετόχων κάθε οντότητας. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη την αλληλεξάρτηση μεταξύ των οντοτήτων του ιδίου ομίλου. Επομένως, είναι σκόπιμο να καθοριστεί υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να μεταβιβαστεί χρηματοπιστωτική στήριξη μεταξύ των οντοτήτων ενός διασυνοριακού ομίλου ιδρυμάτων, με γνώμονα τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ολόκληρου του ομίλου χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα της οντότητας του ομίλου που παρέχει τη στήριξη. Η χρηματοπιστωτική στήριξη μεταξύ των οντοτήτων ενός ομίλου θα πρέπει να παρέχεται εθελοντικά και να υπόκειται σε κατάλληλες διασφαλίσεις. Είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να μην θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, ως προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης την ύπαρξη συμφωνίας για παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν την ενδοομιλική οικονομική στήριξη δεν θίγουν τις συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις ευθύνης μεταξύ ιδρυμάτων οι οποίες προστατεύουν τα συμμετέχοντα ιδρύματα μέσω διασταυρούμενων εγγυήσεων και ισοδύναμων ρυθμίσεων. Εάν μια αρμόδια αρχή περιορίσει ή απαγορεύσει την ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη και το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου αναφέρεται σε ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, η εν λόγω απαγόρευση ή περιορισμός θα πρέπει να θεωρείται ουσιώδης αλλαγή στο πλαίσιο της εξέτασης του σχεδίου ανάκαμψης.

(39)

Κατά τα στάδια της ανάκαμψης και της έγκαιρης παρέμβασης που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, οι μέτοχοι θα πρέπει να διατηρούν πλήρη ευθύνη και έλεγχο του ιδρύματος, εκτός εάν η αρμόδια αρχή διορίσει προσωρινό διαχειριστή. Δεν θα πρέπει ωστόσο να διατηρούν την ευθύνη αυτή από τη στιγμή που το ίδρυμα θα έχει τεθεί υπό εξυγίανση.

(40)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι σημαντικό να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές να ανορθώσουν τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση ενός ιδρύματος, η οποία έχει επιδεινωθεί, πριν αυτό φτάσει σε σημείο που οι αρχές να μην έχουν άλλη εναλλακτική λύση πλην της εξυγίανσής του. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να διορίζουν προσωρινό διαχειριστή (επίτροπο), ο οποίος είτε να αντικαθιστά είτε να συνεργάζεται προσωρινά με το διοικητικό όργανο και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος. Καθήκον του προσωρινού διαχειριστή θα πρέπει να είναι να ασκεί όλες τις εξουσίες που διαθέτει με σκοπό να προωθήσει λύσεις για την ανόρθωση της χρηματοοικονομικής του κατάστασης του ιδρύματος. Ο διορισμός του προσωρινού διαχειριστή δεν θα πρέπει να συνεπάγεται αδικαιολόγητες παρεμβάσεις στα δικαιώματα των μετόχων ή των ιδιοκτητών ή στις διαδικαστικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στο ενωσιακό ή το εθνικό εταιρικό δίκαιο, ούτε παραβιάσεις των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης ή των κρατών μελών όσον αφορά την προστασία των επενδύσεων. Οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης θα πρέπει να περιλαμβάνουν εκείνες που ήδη προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ για περιπτώσεις πέραν εκείνων που θεωρούνται ως έγκαιρη παρέμβαση, καθώς και άλλες καταστάσεις που θεωρούνται αναγκαίες για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας ενός ιδρύματος.

(41)

Το πλαίσιο εξυγίανσης θα πρέπει να προβλέπει έγκαιρη έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, πριν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα καταστεί αφερέγγυο σε επίπεδο ισολογισμού και πριν εξαντληθεί όλο το μετοχικό του κεφάλαιο. Η εξυγίανση θα πρέπει να αρχίζει όταν μια αρμόδια αρχή, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, κρίνει ότι ένα ίδρυμα βρίσκεται ή κινδυνεύει να βρεθεί σε πτώχευση και ότι εναλλακτικά μέτρα όπως αυτά που ορίζονται στην παρούσα οδηγία θα απέτρεπαν αυτό το ενδεχόμενο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Κατ’ εξαίρεση, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, εκτός της αρμόδιας αρχής, τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα βρίσκεται ή κινδυνεύει να βρεθεί σε πτώχευση μπορεί να την κάνει και η αρχή εξυγίανσης μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή. Το γεγονός αυτό καθαυτό ότι ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις της άδειας λειτουργίας δεν θα πρέπει να δικαιολογεί την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, ιδίως εάν το ίδρυμα είναι ακόμη ή πιθανόν να είναι βιώσιμο. Ένα ίδρυμα θα πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται ή κινδυνεύει να βρεθεί σε πτώχευση όταν παραβιάζει ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να παραβιάσει τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας, όταν τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος υπολείπονται ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να υπολειφθούν των υποχρεώσεών του, όταν το ίδρυμα δεν είναι σε θέση ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του όταν καθίστανται απαιτητές, ή όταν το ίδρυμα επιζητεί έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, παρεκτός στις ιδιαίτερες περιστάσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Η ανάγκη για επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από μια κεντρική τράπεζα δεν θα πρέπει να αποτελεί καθαυτή προϋπόθεση που καταδεικνύει επαρκώς ότι ένα ίδρυμα δεν είναι, ή δεν θα είναι στο εγγύς μέλλον, σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του όταν καθίστανται απαιτητές.

Εάν μια τέτοια διευκόλυνση τελεί υπό την εγγύηση του δημοσίου, το ίδρυμα που προσφεύγει σε αυτήν θα υπόκειται στο πλαίσιο περί κρατικών ενισχύσεων. Προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως σε περίπτωση συστημικής έλλειψης ρευστότητας, οι κρατικές εγγυήσεις σε ταμειακές διευκολύνσεις που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες ή οι κρατικές εγγυήσεις για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία ενός κράτους μέλους, δεν θα πρέπει να ενεργοποιούν το πλαίσιο εξυγίανσης, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, τα κρατικά εγγυοδοτικά μέτρα θα πρέπει να εγκρίνονται βάσει του πλαισίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και θα πρέπει να μην αποτελούν μέρος ευρύτερης δέσμης ενισχύσεων, η δε χρήση των εγγυοδοτικών μέτρων θα πρέπει να είναι αυστηρά περιορισμένη χρονικά. Η παροχή εγγυήσεων από τα κράτη μέλη για απαιτήσεις επί ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να απαγορεύεται. Κατά την παροχή εγγύησης για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις, εκτός από το μετοχικό κεφάλαιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η εγγύηση αμείβεται επαρκώς από το ίδρυμα. Επιπλέον, η παροχή έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης δεν θα πρέπει να ενεργοποιεί διαδικασία εξυγίανσης σε περιπτώσεις όπου, ως προληπτικό μέτρο, ένα κράτος μέλος αποκτά μετοχικό μερίδιο σε ένα ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων των ιδρυμάτων που ανήκουν στο δημόσιο, το οποίο ανταποκρίνεται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις του. Αυτό μπορεί να συμβεί, για παράδειγμα, όταν ένα ίδρυμα απαιτείται να αντλήσει νέα κεφάλαια λόγω των αποτελεσμάτων μιας προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων βάσει σεναρίου ή μιας ισοδύναμης δοκιμής εκ μέρους των αρχών μακροπροληπτικής εποπτείας, όπου συμπεριλαμβάνεται μια απαίτηση που επιβάλλεται για λόγους διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε πλαίσιο συστημικής κρίσης, αλλά το ίδρυμα αδυνατεί να αντλήσει ιδιωτικά κεφάλαια στις αγορές. Ένα ίδρυμα δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι πτώχευσε ή κινδυνεύει να πτωχεύσει αποκλειστικά και μόνο στη βάση του γεγονότος ότι του δόθηκε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη πριν τεθεί σε ισχύ η παρούσα οδηγία. Εν κατακλείδι, η πρόσβαση σε ταμειακές διευκολύνσεις που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της επείγουσας στήριξης της ρευστότητας, μπορεί να αποτελεί κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις.

(42)

Σε περίπτωση εξυγίανσης ενός ομίλου με διασυνοριακή δραστηριότητα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, κατά την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ο ενδεχόμενος αντίκτυπος της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται το ίδρυμα ή ο όμιλος.

(43)

Οι εξουσίες των αρχών εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να ισχύουν και για εταιρείες συμμετοχών, σε περίπτωση που τόσο η εταιρεία συμμετοχών βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει όσο και ένα θυγατρικό ίδρυμα, εντός της Ένωσης ή σε τρίτη χώρα, βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι μια εταιρεία συμμετοχών μπορεί να μην βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή να κινδυνεύει να πτωχεύσει, οι εξουσίες των αρχών εξυγίανσης θα πρέπει να ισχύουν και για την εταιρεία συμμετοχών, σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα θυγατρικά ιδρύματα πληρούν τις προϋποθέσεις για εξυγίανση, ή ένα ίδρυμα τρίτης χώρας πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση στην εν λόγω τρίτη χώρα, και είναι αναγκαία η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και η άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης έναντι της εταιρείας συμμετοχών, για την εξυγίανση μιας ή περισσότερων από τις θυγατρικές της ή για την εξυγίανση ολόκληρου του ομίλου.

(44)

Εάν ένα ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους μια ελάχιστη εναρμονισμένη δέσμη εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης. Η άσκησή τους θα πρέπει να υπόκειται σε κοινές προϋποθέσεις, στόχους και γενικές αρχές. Άπαξ και η αρχή εξυγίανσης έχει λάβει την απόφαση να θέσει το ίδρυμα υπό εξυγίανση, θα πρέπει να αποκλείεται η εφαρμογή κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκτός αν χρειάζεται να συνδυασθούν με τη χρήση εργαλείων εξυγίανσης και με πρωτοβουλία της αρχής εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να αναθέτουν στις αρχές εξυγίανσης εξουσίες και να τους παρέχουν εργαλεία επιπλέον εκείνων που τους ανατίθενται και τους παρέχονται βάσει της παρούσας οδηγίας. Όμως, αυτά τα επιπρόσθετα εργαλεία και εξουσίες θα πρέπει να συνάδουν με τις αρχές και τους στόχους της εξυγίανσης, όπως καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Ειδικότερα, η χρήση των εν λόγω εργαλείων ή εξουσιών δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει την αποτελεσματική εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων.

(45)

Προκειμένου να αποτρέπεται ο ηθικός κίνδυνος, κάθε ίδρυμα που πτωχεύει θα πρέπει να είναι σε θέση να εξέρχεται από την αγορά, ανεξάρτητα από το μέγεθος και τις διασυνδέσεις του, χωρίς να προκαλεί συστημική διαταραχή. Ένα ίδρυμα που πτωχεύει θα έπρεπε καταρχήν να εκκαθαρίζεται με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Ωστόσο, η εκκαθάριση με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να διακόψει την παροχή κρίσιμων λειτουργιών και να επηρεάσει την προστασία των καταθετών. Σε αυτήν την περίπτωση, ενδέχεται να είναι θέμα δημοσίου συμφέροντος να τεθεί το ίδρυμα σε εξυγίανση και να χρησιμοποιηθούν εργαλεία εξυγίανσης αντί να χρησιμοποιηθούν κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Επομένως, οι στόχοι της εξυγίανσης θα πρέπει να είναι να διασφαλίζει τη συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών, να αποτρέπει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να προστατεύει τους δημόσιους πόρους ελαχιστοποιώντας την εξάρτηση από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη προς ιδρύματα που πτωχεύουν και να προστατεύει τους καλυμμένους καταθέτες, τους επενδυτές, τα κεφάλαια των πελατών και τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών.

(46)

Πριν εφαρμοστούν εργαλεία εξυγίανσης, θα πρέπει πάντοτε να εξετάζεται η περίπτωση εκκαθάρισης ενός ιδρύματος που πτωχεύει μέσω κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ένα ίδρυμα που πτωχεύει θα πρέπει, μέσω της προσφυγής σε εργαλεία εξυγίανσης, να διατηρείται σε λειτουργία με χρήση, στο μέτρο του δυνατού, ιδιωτικών κεφαλαίων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω της πώλησης σε αγοραστή του ιδιωτικού τομέα ή της συγχώνευσής του με αυτόν, είτε κατόπιν της απομείωσης των υποχρεώσεων του ιδρύματος, είτε κατόπιν της μετατροπής του χρέους του σε μετοχικό κεφάλαιο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ανακεφαλαιοποίηση.

(47)

Όταν εφαρμόζουν εργαλεία εξυγίανσης και ασκούν εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν κάθε ενδεδειγμένο μέτρο για να διασφαλίσουν ότι η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται σύμφωνα με ορισμένες αρχές, μεταξύ των οποίων το ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές αναλαμβάνουν κατάλληλο μερίδιο των ζημιών, ότι η διοίκηση καταρχήν θα πρέπει να αντικαθίσταται, ότι το κόστος της εξυγίανσης του ιδρύματος ελαχιστοποιείται και ότι οι πιστωτές της ίδιας τάξης αντιμετωπίζονται ισότιμα. Ειδικότερα, όταν οι πιστωτές της ίδιας τάξης αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο της δράσης εξυγίανσης, οι διακρίσεις αυτές θα πρέπει να δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον και να μην να εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις για λόγους εθνικότητας. Όταν η χρήση των εργαλείων εξυγίανσης συνεπάγεται τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, οι παρεμβάσεις θα πρέπει να εκτιμώνται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων. Μπορεί να τίθεται θέμα κρατικής ενίσχυσης, μεταξύ άλλων, όταν γίνεται παρέμβαση με πόρους για εξυγίανση ή από ταμεία εγγύησης των καταθέσεων ως συμβολή στην εξυγίανση των ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης.

(48)

Κατά την εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης και κατά την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει, εφόσον ενδείκνυται, να ενημερώνουν τους εκπροσώπους των υπαλλήλων και να διεξάγουν διαβουλεύσεις με αυτούς. Ως προς το θέμα αυτό, θα πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη, κατά περίπτωση, συλλογικές συμφωνίες ή άλλες ρυθμίσεις που προβλέπονται από τους κοινωνικούς εταίρους.

(49)

Οι περιορισμοί στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών θα πρέπει να είναι σύμφωνοι με το άρθρο 52 του Χάρτη. Επομένως, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνον στα ιδρύματα που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν, και μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επιδίωξη του στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας προς όφελος του γενικού συμφέροντος. Συγκεκριμένα, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν το ίδρυμα δεν δύναται να εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, χωρίς να αποσταθεροποιηθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα, και τα μέτρα είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η ταχεία μεταβίβαση και η συνέχεια των συστημικά σημαντικών λειτουργιών, και όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη προοπτική για εναλλακτική λύση από τον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένης της όποιας αύξησης κεφαλαίου από τους υφιστάμενους μετόχους ή τρίτο μέρος, που να επαρκεί για να αποκαταστήσει την πλήρη βιωσιμότητα του ιδρύματος. Επιπλέον, κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και κατά τη χρήση των εξουσιών εξυγίανσης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας και οι ιδιαιτερότητες της νομικής μορφής του ιδρύματος.

(50)

Η παρεμβολή στα δικαιώματα ιδιοκτησίας δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογη. Οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές δεν θα πρέπει να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχαν υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί κατά τη στιγμή που ελήφθη η απόφαση για εξυγίανση. Σε περίπτωση μεταβίβασης εν μέρει των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε ιδιώτη αγοραστή ή σε μεταβατική τράπεζα, το εναπομένον μέρος του ιδρύματος υπό εξυγίανση θα πρέπει να εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Προκειμένου να προστατευθούν οι μέτοχοι και οι πιστωτές που απομένουν στη διαδικασία εκκαθάρισης του ιδρύματος, θα πρέπει να δικαιούνται να λάβουν, κατά την εξόφληση ή κατά την αποζημίωση των απαιτήσεών τους στη διαδικασία εκκαθάρισης, όχι λιγότερα από όσα υπολογίζεται ότι θα είχαν ανακτήσει εάν ολόκληρο το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(51)

Για τον σκοπό της προστασίας του δικαιώματος των μετόχων και των πιστωτών, θα πρέπει να καθορίζονται σαφείς υποχρεώσεις όσον αφορά την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος και, εφόσον απαιτείται υπό την παρούσα οδηγία, να αποτιμάται η μεταχείριση της οποίας θα ετύγχαναν οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να αρχίσει αποτίμηση ήδη στη φάση της έγκαιρης παρέμβασης. Πριν αναληφθεί οποιαδήποτε δράση εξυγίανσης, θα πρέπει να διενεργείται αντικειμενική και ρεαλιστική αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος. Η εν λόγω αποτίμηση θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο δικαιώματος αμφισβήτησης μόνον μαζί με την απόφαση εξυγίανσης. Επιπλέον, όποτε απαιτείται υπό την παρούσα οδηγία, αφού έχουν εφαρμοστεί τα εργαλεία εξυγίανσης, θα πρέπει να διενεργείται σύγκριση εκ των υστέρων μεταξύ της μεταχείρισης της οποίας όντως έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές και της μεταχείρισης της οποίας θα ετύγχαναν σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Εάν κριθεί ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές έχουν λάβει, κατά την εξόφληση ή κατά την αποζημίωση των απαιτήσεών τους, λιγότερα από όσα θα είχαν λάβει υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, θα πρέπει να δικαιούνται καταβολή της διαφοράς όποτε απαιτείται υπό την παρούσα οδηγία. Σε αντίθεση με την αποτίμηση πριν από τη δράση εξυγίανσης, θα πρέπει να είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί αυτή η σύγκριση χωριστά από την απόφαση εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να αποφασίζουν τη διαδικασία για τον τρόπο καταβολής, στους μετόχους και τους πιστωτές, της όποιας διαφοράς έχει προσδιοριστεί ως προς τη μεταχείριση. Η ενδεχόμενη διαφορά θα πρέπει να καταβάλλεται από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις που καθιερώνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(52)

Είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται οι ζημίες κατά την πτώχευση του ιδρύματος. Η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων των ιδρυμάτων που πτωχεύουν πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικές, συνετές και εύλογες παραδοχές κατά τη στιγμή που εφαρμόζονται τα εργαλεία εξυγίανσης. Η αξία των υποχρεώσεων δεν πρέπει ωστόσο να επηρεάζεται από τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος. Θα πρέπει να είναι δυνατόν, για λόγους επείγοντος χαρακτήρα, να προβαίνουν οι αρχές εξυγίανσης σε ταχεία αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης. Η αποτίμηση αυτή θα πρέπει να είναι προσωρινή και να ισχύει μέχρις ότου διενεργηθεί ανεξάρτητη αποτίμηση. Τα δεσμευτικά τεχνικά πρότυπα της ΕΑΤ σχετικά με τη μεθοδολογία της αποτίμησης θα πρέπει να ορίζουν ένα πλαίσιο αρχών προς εφαρμογή κατά τη διενέργεια αυτών των αποτιμήσεων, καθώς και να αφήνουν περιθώρια για την εφαρμογή, κατά περίπτωση, διαφορετικών μεθοδολογιών εκ μέρους των αρχών εξυγίανσης και των ανεξάρτητων αποτιμητών.

(53)

Είναι αναγκαία η ταχεία και συντονισμένη ανάληψη δράσεων ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι μετάδοσης. Όταν ένα ίδρυμα θεωρείται ότι πτωχεύει ή ενδέχεται να πτωχεύσει και δεν υπάρχει εύλογη προοπτική ότι κάποια εναλλακτική δράση του ιδιωτικού τομέα ή εποπτική δράση θα μπορούσε να αποτρέψει την πτώχευση του ιδρύματος σε εύλογο χρονικό διάστημα, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αναλαμβάνουν χωρίς καθυστέρηση κατάλληλες και συντονισμένες δράσεις προς το δημόσιο συμφέρον. Οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να επέλθει η χρεωκοπία ενός ιδρύματος, και ιδίως λαμβανομένου υπόψη του ενδεχόμενου επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρχές εξυγίανσης να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης, χωρίς να επιβάλλεται υποχρέωση να χρησιμοποιούνται πρώτα οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης.

(54)

Κατά την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και να ακολουθούν τα μέτρα που προβλέπονται στα σχέδια εξυγίανσης, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης.

(55)

Εάν η παρούσα οδηγία δεν ορίζει ρητά κάτι άλλο, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται πριν από κάθε συνεισφορά κεφαλαίου από τον δημόσιο τομέα ή ισοδύναμη έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη προς ένα ίδρυμα. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη χρήση πόρων από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων ή πόρων για εξυγίανση προκειμένου να απορροφηθούν ζημίες τις οποίες διαφορετικά θα υφίσταντο καλυπτόμενοι καταθέτες ή πιστωτές που αποκλείστηκαν βάσει διακριτικής ευχέρειας. Εν προκειμένω, η χρήση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, πόρων για εξυγίανση ή συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, ως συμβολή στην εξυγίανση των ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης, θα πρέπει να τηρεί τις σχετικές διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων.

(56)

Όταν προκύπτουν προβλήματα σε χρηματοοικονομικές αγορές της Ένωσης λόγω καταστάσεων που αφορούν ολόκληρο το σύστημα, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στην οικονομία της Ένωσης όσο και στους πολίτες της. Κατά συνέπεια, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να είναι κατάλληλα να ανταποκριθούν σε ευρύ φάσμα εν πολλοίς απρόβλεπτων σεναρίων, δεδομένου ότι μπορεί να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κρίση ενός μόνο ιδρύματος και σε μια ευρύτερη συστημική τραπεζική κρίση.

(57)

Όταν η Επιτροπή εξετάζει τα δημόσια εργαλεία σταθεροποίησης της παρούσας οδηγίας από την άποψη της έγκρισης κρατικών ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να αξιολογεί ξεχωριστά κατά πόσον τα κοινοποιηθέντα δημόσια εργαλεία σταθεροποίησης δεν συνιστούν παράβαση οποιωνδήποτε συναφών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την απαίτηση της παρούσας οδηγίας για ελάχιστη απορρόφηση ζημιών 8 %, και κατά πόσον συντρέχει μια όλως εξαιρετική κατάσταση συστημικής κρίσης που δικαιολογεί την προσφυγή στα εργαλεία αυτά βάσει της παρούσας οδηγίας με ταυτόχρονη διασφάλιση των ίσων όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Σύμφωνα με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται πριν από οποιαδήποτε χρησιμοποίηση δημόσιου εργαλείου σταθεροποίησης.

(58)

Η εφαρμογή των δημόσιων εργαλείων σταθεροποίησης θα πρέπει να μεσοπρόθεσμα ουδέτερη από δημοσιονομική άποψη.

(59)

Τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν την πώληση της δραστηριότητας ή μετοχών του υπό εξυγίανση ιδρύματος, τη σύσταση μεταβατικού ιδρύματος, τον διαχωρισμό των αποδοτικών από τα τοξικά ή μη αποδοτικά περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος που πτωχεύει και τη διάσωσή του με ίδια μέσα από τους μετόχους και τους πιστωτές.

(60)

Στις περιπτώσεις όπου τα εργαλεία εξυγίανσης χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταβίβαση των συστημικά σημαντικών υπηρεσιών ή βιώσιμων δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος σε μια υγιή οντότητα, όπως είναι ένας αγοραστής του ιδιωτικού τομέα ή ένα μεταβατικό ίδρυμα, το εναπομένον μέρος του ιδρύματος θα πρέπει να εκκαθαρίζεται εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης ανάγκης του χρεωκοπημένου ιδρύματος να παρέχει υπηρεσίες ή στήριξη, προκειμένου ο αγοραστής ή το μεταβατικό ίδρυμα να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες τις οποίες απέκτησε δυνάμει αυτής της μεταβίβασης.

(61)

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στις αρχές να πραγματοποιούν πώληση του ιδρύματος ή ορισμένων δραστηριοτήτων του σε έναν ή περισσότερους αγοραστές, χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων. Όταν εφαρμόζουν το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, οι αρχές θα πρέπει να προβαίνουν σε ρυθμίσεις για τη θέση σε πώληση του εν λόγω ιδρύματος ή μέρους των δραστηριοτήτων του με ανοικτή, διαφανή διαδικασία που δεν εισάγει διακρίσεις, στοχεύοντας παράλληλα στη μεγιστοποίηση, όσο είναι δυνατόν, της τιμής πώλησης. Όταν, λόγω επείγουσας ανάγκης, είναι αδύνατον να εφαρμοστεί μια τέτοια διαδικασία, οι αρχές πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για την εξουδετέρωση των δυσμενών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό και στην εσωτερική αγορά.

(62)

Οι τυχόν καθαρές εισπράξεις από τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων θα πρέπει να αποδίδονται στο ίδρυμα που απομένει στη διαδικασία εκκαθάρισης. Οι τυχόν καθαρές εισπράξεις από τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που είχε εκδώσει το υπό εξυγίανση ίδρυμα υπό εξυγίανση όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων θα πρέπει να αποδίδονται στους ιδιοκτήτες των εν λόγω μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας. Το προϊόν θα πρέπει να υπολογίζεται μετά την αφαίρεση των εξόδων που προκύπτουν από την πτώχευση του ιδρύματος και από τη διαδικασία εξυγίανσης.

(63)

Προκειμένου να εκτελείται η πώληση δραστηριοτήτων εγκαίρως και να προστατεύεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η αξιολόγηση του αγοραστή μιας ειδικής συμμετοχής θα πρέπει να διενεργείται εγκαίρως ώστε να μην καθυστερήσει η εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, κατά παρέκκλιση από τις προθεσμίες και τις διαδικασίες που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στην οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(64)

Οι πληροφορίες σχετικά με τη θέση σε πώληση ενός χρεωκοπημένου ιδρύματος και τις διαπραγματεύσεις με πιθανούς αγοραστές πριν από την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ενδέχεται να είναι συστημικής σημασίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η δημοσιοποίηση των εν λόγω στοιχείων, που απαιτείται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), είναι σημαντικό να μπορεί να καθυστερήσει για όσο διάστημα είναι αναγκαίο για τον προγραμματισμό και τη διοργάνωση της εξυγίανσης του ιδρύματος, σύμφωνα με τις καθυστερήσεις που επιτρέπονται βάσει του καθεστώτος κατάχρησης αγοράς.

(65)

Ως ίδρυμα που τελεί εν όλω ή εν μέρει υπό την κυριότητα μιας ή περισσότερων δημόσιων αρχών ή που ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης, ένα μεταβατικό ίδρυμα θα έχει ως πρωταρχικό σκοπό του να διασφαλίζει ότι εξακολουθούν να παρέχονται βασικές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στους πελάτες του πτωχευμένου ιδρύματος και ότι εξακολουθούν να ασκούνται βασικές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Το μεταβατικό ίδρυμα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως βιώσιμη λειτουργούσα επιχείρηση και να επανεντάσσεται στην αγορά μόλις οι συνθήκες είναι κατάλληλες και εντός της περιόδου που ορίζει η παρούσα οδηγία ή να εκκαθαρίζεται, εάν δεν είναι βιώσιμη.

(66)

Το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στις αρχές να μεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ιδρύματος υπό εξυγίανση σε έναν χωριστό φορέα. Το εργαλείο αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία, ώστε να αποφεύγεται αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υπέρ του προβληματικού ιδρύματος.

(67)

Ένα αποτελεσματικό καθεστώς εξυγίανσης θα πρέπει να ελαχιστοποιεί το κόστος της εξυγίανσης ενός προβληματικού ιδρύματος, το οποίο βαρύνει τους φορολογουμένους. Θα πρέπει να διασφαλίζει τη δυνατότητα εξυγίανσης συστημικών ιδρυμάτων, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα επιτυγχάνει τον εν λόγω στόχο, διασφαλίζοντας ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές του προβληματικού ιδρύματος υφίστανται τις δέουσες ζημίες και αναλαμβάνουν ανάλογο μέρος αυτού του κόστους που προκύπτει από την πτώχευση του ιδρύματος. Το εργαλείο διάσωσης παρέχει συνεπώς στους μετόχους και στους πιστωτές ισχυρότερο κίνητρο για την παρακολούθηση της κατάστασης του ιδρύματος υπό κανονικές συνθήκες και ανταποκρίνεται στη σύσταση του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να περιλαμβάνονται στο πλαίσιο εξυγίανσης νόμιμες εξουσίες απομείωσης και μετατροπής του χρέους, ως επιπρόσθετη επιλογή σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία εξυγίανσης.

(68)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την αναγκαία ευελιξία για τον επιμερισμό των ζημιών στους πιστωτές σε ένα φάσμα περιπτώσεων, κρίνεται σκόπιμο να είναι σε θέση οι εν λόγω αρχές να εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, τόσο όταν ο στόχος είναι η εξυγίανση του προβληματικού ιδρύματος ως λειτουργούσας επιχείρησης, εάν υπάρχει ρεαλιστική προοπτική ότι μπορεί να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του ιδρύματος, όσο και όταν συστημικά σημαντικές υπηρεσίες μεταβιβάζονται σε μεταβατικό ίδρυμα και το εναπομένον μέρος του ιδρύματος παύει να λειτουργεί και εκκαθαρίζεται.

(69)

Όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα με στόχο την αποκατάσταση του κεφαλαίου του ιδρύματος που πτωχεύει, προκειμένου να κατορθώσει να συνεχίσει να λειτουργεί ως λειτουργούσα επιχείρηση, η εξυγίανση μέσω διάσωσης με ίδια μέσα θα πρέπει να συνοδεύεται από αντικατάσταση της διοίκησης, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η διατήρηση της διοίκησης είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης, και επακόλουθη αναδιάρθρωση του ιδρύματος και των δραστηριοτήτων του, κατά τρόπο ώστε να αντιμετωπιστούν οι λόγοι της πτώχευσής του. Η εν λόγω αναδιάρθρωση θα πρέπει να επιτυγχάνεται μέσω της εφαρμογής ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης. Αναλόγως με την περίπτωση, τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να συμβιβάζονται με το σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο απαιτείται να υποβάλλει το ίδρυμα στην Επιτροπή βάσει του πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις. Ειδικότερα, επιπλέον των μέτρων με σκοπό την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος, το σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα για τον περιορισμό της ενίσχυσης στο ελάχιστο και επιμερισμό των βαρών, καθώς και μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(70)

Δεν κρίνεται σκόπιμη η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε απαιτήσεις στο μέτρο που είναι εξασφαλισμένες ή με άλλο τρόπο εγγυημένες. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα είναι αποτελεσματικό και επιτυγχάνει τους στόχους του, είναι επιθυμητό να μπορεί να εφαρμόζεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα των μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων ενός προβληματικού ιδρύματος. Παρ’ όλα ταύτα, κρίνεται σκόπιμη η εξαίρεση ορισμένων ειδών μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα. Για την προστασία των κατόχων καλυπτόμενων καταθέσεων, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις καταθέσεις που προστατεύονται από την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). Προκειμένου να διασφαλίσει τη συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ορισμένες υποχρεώσεις προς υπαλλήλους του ιδρύματος που πτωχεύει ούτε σε εμπορικές απαιτήσεις που αφορούν αγαθά και υπηρεσίες με κρίσιμη σημασία για την καθημερινή λειτουργία του ιδρύματος. Προκειμένου να καλυφθούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και οι παρελθούσες ή τρέχουσες οφειλές σε συνταξιοδοτικούς φορείς, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις του ιδρύματος που πτωχεύει έναντι συνταξιοδοτικών φορέων. Ωστόσο, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα θα πρέπει να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των υποχρεώσεων για συνταξιοδοτικές παροχές λόγω μεταβλητών αμοιβών οι οποίες δεν απορρέουν από συλλογικές συμβάσεις και στη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών των προσώπων που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους. Για να μειωθεί ο κίνδυνος αλυσιδωτών επιπτώσεων στο σύστημα, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών και έχουν απομένουσα διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών ή υποχρεώσεις προς ιδρύματα, εξαιρουμένων των οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, με αρχική διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών.

(71)

Δεδομένου ότι η προστασία των καλυπτόμενων καταθετών είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς στόχους της εξυγίανσης, οι καλυπτόμενες καταθέσεις δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα. Ωστόσο, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων θα πρέπει να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση της διαδικασίας εξυγίανσης απορροφώντας ζημίες μέχρι του ύψους των καθαρών ζημιών που θα ήταν υποχρεωμένο να αναλάβει αφού αποζημιώσει τους καταθέτες στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Με την άσκηση των εξουσιών διάσωσης με ίδια μέσα θα διασφαλίζεται ότι οι καταθέτες θα εξακολουθήσουν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους έως τουλάχιστον το εγγυημένο επίπεδο, πράγμα το οποίο ήταν ο κυριότερος λόγος για την καθιέρωση των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων. Το να μην προβλεφθεί συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα σε τέτοιες περιπτώσεις θα αποτελούσε αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων πιστωτών, οι οποίοι υπόκεινται στην άσκηση των εξουσιών από την αρχή εξυγίανσης.

(72)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν ή να εξαιρούν εν μέρει υποχρεώσεις σε ορισμένες περιπτώσεις, μεταξύ άλλων όταν δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν με ίδια μέσα οι εν λόγω υποχρεώσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όταν η εξαίρεση είναι απολύτως απαραίτητη και αναλογική προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων, ή όταν η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε υποχρεώσεις θα προκαλούσε καταστροφή αξίας τέτοια ώστε οι ζημίες που επιβαρύνουν τους λοιπούς πιστωτές θα είναι μεγαλύτερες από ό,τι εάν οι εν λόγω υποχρεώσεις εξαιρεθούν από τη διάσωση με ίδια μέσα. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να εξαιρούν ή να εξαιρούν εν μέρει υποχρεώσεις όταν αυτό είναι αναγκαίο για να αποτραπεί η μετάδοση και η χρηματοοικονομική αστάθεια η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές διαταραχές στην οικονομία κράτους μέλους. Κατά τη διενέργεια αυτών των αξιολογήσεων, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εξετάζουν τις συνέπειες από την εφαρμογή της διάσωσης με ίδια μέσα σε υποχρεώσεις οι οποίες πηγάζουν από επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών ή μεσαίων επιχειρήσεων πέραν του επιπέδου κάλυψης που παρέχεται βάσει της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

(73)

Όταν εφαρμόζονται οι εν λόγω εξαιρέσεις, το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων μπορεί να αυξηθεί ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξαιρέσεις αυτές, υπό τον όρο ότι τηρείται η αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών σε σχέση με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Όταν οι ζημίες δεν μπορούν να μεταφερθούν σε άλλους πιστωτές, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα, υπό ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων την απαίτηση να έχουν ήδη καλυφθεί με ίδια μέσα ζημίες που ανέρχονται τουλάχιστον στο 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, και η χρηματοδότηση που παρέχεται από το ταμείο εξυγίανσης να περιορίζεται στο χαμηλότερο από δύο ποσά: ή 5 % των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων ή τα μέσα που διαθέτει το ταμείο εξυγίανσης και το ποσό που μπορεί να συγκεντρωθεί με εκ των υστέρων συνεισφορές μέσα σε διάστημα τριών ετών.

(74)

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν οι υποχρεώσεις έχουν εξαιρεθεί και το ταμείο εξυγίανσης χρησιμοποιήθηκε για να συνεισφέρει στη διάσωση με ίδια μέσα αντί των εν λόγω υποχρεώσεων μέχρι το επιτρεπτό ανώτατο όριο, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να μπορεί να αναζητήσει χρηματοδότηση από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.

(75)

Το ελάχιστο ποσό διάσωσης με ίδια μέσα, που ανέρχεται σε 8 % των συνολικών υποχρεώσεων ή, κατά περίπτωση, σε 20 % των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων του ενεργητικού θα πρέπει να υπολογίζεται, για τους σκοπούς της εξυγίανσης, με βάση την αποτίμηση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι παλαιότερες ζημίες τις οποίες έχουν ήδη απορροφήσει οι μέτοχοι μέσω μείωσης των ιδίων κεφαλαίων πριν από την εν λόγω αποτίμηση δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στα ποσοστά αυτά.

(76)

Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να χρηματοδοτούν ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης με πόρους του γενικού προϋπολογισμού.

(77)

Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των πιστωτών και η εκ του νόμου σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων σύμφωνα με το ισχύον πτωχευτικό δίκαιο. Οι ζημίες θα πρέπει να απορροφώνται κατά πρώτον από μέσα υποχρεωτικών κεφαλαίων και θα πρέπει να επιμερίζονται στους μετόχους είτε με ακύρωση ή μεταβίβαση μετοχών είτε με σοβαρή απομείωση. Εάν τα μέσα αυτά δεν επαρκούν, θα πρέπει να μετατρέπεται ή να απομειώνεται το χρέος μειωμένης εξασφάλισης. Οι υποχρεώσεις υψηλής εξασφάλισης θα πρέπει να μετατρέπονται ή να απομειώνονται, εφόσον έχουν μετατραπεί ή απομειωθεί εξ ολοκλήρου οι κατηγορίες μειωμένης εξασφάλισης.

(78)

Όταν εξαιρούνται ορισμένες υποχρεώσεις, όπως έναντι συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, υπαλλήλων ή εμπορικών πιστωτών, ή όταν υπάρχει προνομιακή μεταχείριση ως προς τη σειρά εξοφλητικής προτεραιότητας, όπως για τις καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών ή μεσαίων επιχειρήσεων, οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζονται όχι μόνο στην Ένωση αλλά και στις τρίτες χώρες. Για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα μιας, κατά περίπτωση, απομείωσης ή μετατροπής υποχρεώσεων σε τρίτες χώρες, η αναγνώριση αυτή της δυνατότητας θα πρέπει να περιέχεται στις συμβάσεις στις οποίες εφαρμόζεται η νομοθεσία της τρίτης χώρας, ιδίως όσον αφορά τις υποχρεώσεις οι οποίες βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία εκείνων που θα κληθούν να συμμετάσχουν στη διάσωση με ίδια μέσα. Δεν θα πρέπει ωστόσο να απαιτείται τέτοια συμβατική ρήτρα για τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από τη διάσωση με ίδια μέσα, για τις καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών ή μεσαίων επιχειρήσεων, ή σε περίπτωση που η νομοθεσία της τρίτης χώρας ή μια δεσμευτική συμφωνία που έχει συναφθεί με την εν λόγω τρίτη χώρα επιτρέπουν στην αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους να ασκήσει τις εξουσίες της όσον αφορά την απομείωση ή μετατροπή.

(79)

Προκειμένου να αποφεύγεται να διαρθρώνουν τα ιδρύματα τις υποχρεώσεις τους κατά τρόπο που εμποδίζει την αποτελεσματικότητα του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι τα ιδρύματα θα πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να διαθέτουν ένα συνολικό ποσό ιδίων κεφαλαίων και υποχρεώσεων μειωμένης και υψηλής εξασφάλισης που υπόκεινται στο εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, εκφρασμένο ως ποσοστό των συνολικών υποχρεώσεων του ιδρύματος που δεν είναι αποδεκτές ως ίδια κεφάλαια για τους σκοπούς της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν, κατά περίπτωση, αυτό το ποσοστό να αποτελείται εν όλω ή εν μέρει από ίδια κεφάλαια ή από συγκεκριμένου τύπου υποχρεώσεις.

(80)

Η παρούσα οδηγία υιοθετεί μια προσέγγιση «από πάνω προς τα κάτω» ως προς τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις στο εσωτερικό ενός ομίλου (MREL). Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει επίσης ότι η δράση εξυγίανσης εφαρμόζεται στο επίπεδο του κάθε νομικού προσώπου, και ότι είναι επιτακτική ανάγκη η ικανότητα απορρόφησης των ζημιών να ανήκει ή να είναι προσβάσιμη στην οντότητα εκείνη εντός του ομίλου στην οποία παρουσιάζονται ζημίες. Για τον σκοπό αυτό, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η ικανότητα απορρόφησης ζημιών εντός ενός ομίλου κατανέμεται σε όλον τον όμιλο σύμφωνα με το επίπεδο κινδύνου στα συστατικά του νομικά πρόσωπα. Η αναγκαία ελάχιστη απαίτηση για κάθε θυγατρική θα πρέπει να αξιολογείται χωριστά. Επιπλέον, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι όλα τα κεφάλαια και οι υποχρεώσεις που συνυπολογίζονται στην ενοποιημένη ελάχιστη απαίτηση βρίσκονται σε οντότητες όπου ενδέχεται να εμφανιστούν ζημίες, ή ότι είναι κατ’ άλλον τρόπο διαθέσιμες για την απορρόφηση ζημιών. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αφήνει περιθώρια για εξυγίανση είτε «πολλαπλών σημείων έναρξης» είτε «μοναδικού σημείου έναρξης». Οι MREL θα πρέπει να αντανακλούν τη στρατηγική εξυγίανσης που ενδείκνυται για έναν όμιλο όπως ορίζεται στο σχέδιο εξυγίανσης. Ειδικότερα, οι MREL θα πρέπει να απαιτούνται στο κατάλληλο επίπεδο εντός του ομίλου, ώστε να αντανακλούν την περιεχόμενη στο σχέδιο εξυγίανσης προσέγγιση πολλαπλών σημείων έναρξης ή μοναδικού σημείου έναρξης, ενώ συγχρόνως δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι ενδέχεται να υπάρξουν περιστάσεις κατά τις οποίες θα χρησιμοποιηθεί προσέγγιση διαφορετική εκείνης που περιέχεται στο σχέδιο επειδή, για παράδειγμα, θα επέτρεπε αποδοτικότερη επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης. Στο πλαίσιο αυτό, και ασχέτως αν ο όμιλος έχει επιλέξει την προσέγγιση πολλαπλών σημείων έναρξης ή μοναδικού σημείου έναρξης, όλα τα ιδρύματα και λοιπά νομικά πρόσωπα του ομίλου, όπου απαιτείται από τις αρχές εξυγίανσης, θα πρέπει να ανταποκρίνονται ανά πάσα στιγμή σε εύρωστες MREL, ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος μετάδοσης ή ο κίνδυνος μαζικής απόσυρσης καταθέσεων.

(81)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα Πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1 και της Κατηγορίας 2 απορροφούν πλήρως τις ζημίες, στο σημείο μη βιωσιμότητας του ιδρύματος που πραγματοποιεί την έκδοση. Συνεπώς, σε αυτό το σημείο θα πρέπει να απαιτείται από τις αρχές εξυγίανσης να απομειώνουν πλήρως τα εν λόγω μέσα ή να τα μετατρέπουν σε μέσα Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1, στο σημείο μη βιωσιμότητας και πριν από την ανάληψη άλλων δράσεων εξυγίανσης. Για τον σκοπό αυτό, το σημείο μη βιωσιμότητας θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως η στιγμή κατά την οποία η ενδιαφερόμενη αρχή προσδιορίζει ότι το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης ή η στιγμή κατά την οποία η αρχή αποφασίζει ότι το ίδρυμα παύει να είναι βιώσιμο, εάν δεν απομειωθούν τα εν λόγω κεφαλαιακά μέσα. Το γεγονός ότι τα μέσα πρόκειται να απομειώνονται ή να μετατρέπονται από τις αρχές, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να αναγνωρίζεται στις ρήτρες που διέπουν το μέσο, καθώς και σε κάθε ενημερωτικό δελτίο ή έγγραφο προσφοράς που δημοσιεύεται ή παρέχεται σε σχέση με τα μέσα.

(82)

Για την επίτευξη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων εξυγίανσης, θα πρέπει να είναι δυνατή η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016.

(83)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να κάνουν μόνο μερική χρήση του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, σε περίπτωση που από την εκτίμηση των ενδεχόμενων επιπτώσεων στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη και στην υπόλοιπη Ένωση προκύπτει ότι η πλήρης χρήση του θα ήταν αντίθετη προς το γενικό δημόσιο συμφέρον του κράτους μέλους ή της Ένωσης στο σύνολό της.

(84)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες νόμιμες εξουσίες οι οποίες, σε διάφορους συνδυασμούς, δύνανται να ασκούνται κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης. Αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις εξουσίες μεταβίβασης μετοχών, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης σε άλλη οντότητα, όπως άλλο ίδρυμα ή μεταβατικό ίδρυμα, τις εξουσίες απομείωσης ή ακύρωσης μετοχών, ή απομείωσης ή μετατροπής των υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης, την εξουσία αντικατάστασης της διοίκησης και την εξουσία επιβολής προσωρινής αναστολής στην εξόφληση απαιτήσεων. Χρειάζονται συμπληρωματικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να απαιτούν συνέχιση των βασικών υπηρεσιών από άλλα μέλη του ομίλου.

(85)

Δεν είναι αναγκαίο να καθοριστούν τα επακριβή μέσα με τα οποία θα πρέπει να παρεμβαίνουν οι αρχές εξυγίανσης στο ίδρυμα που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ της ανάληψης του ελέγχου μέσω άμεσης παρέμβασης στο ίδρυμα ή μέσω εκτελεστικής διάταξης. Θα πρέπει να αποφασίζουν ανάλογα με τις περιστάσεις της περίπτωσης. Δεν φαίνεται αναγκαίο, για τον σκοπό της αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, να επιβληθεί ενιαίο μοντέλο στο παρόν στάδιο.

(86)

Το πλαίσιο εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικαστικές απαιτήσεις προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι δράσεις εξυγίανσης κοινοποιούνται δεόντως και, εκτός των περιορισμένων εξαιρέσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, γνωστοποιούνται στο κοινό. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης και τους επαγγελματικούς συμβούλους τους κατά τη διαδικασία εξυγίανσης πιθανόν να είναι ευαίσθητες, πριν από τη γνωστοποίηση στο κοινό της απόφασης εξυγίανσης, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να υπόκεινται σε αποτελεσματικό καθεστώς εμπιστευτικότητας. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες του σχεδίου ανάκαμψης και εξυγίανσης και το αποτέλεσμα οποιασδήποτε αξιολόγησης των σχεδίων αυτών ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο, ιδίως στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Κάθε πληροφορία που παρέχεται σχετικά με μια απόφαση πριν από τη λήψη της απόφασης αυτής, είτε πρόκειται για το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης είτε για τη χρησιμοποίηση ενός συγκεκριμένου εργαλείου ή την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει αντίκτυπο στα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα που αφορά η δράση. Ωστόσο, και μόνο η πληροφορία ότι η αρχή εξυγίανσης εξετάζει ένα συγκεκριμένο ίδρυμα θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο ίδρυμα αυτό. Είναι επομένως αναγκαίο να εξασφαλιστεί η ύπαρξη κατάλληλων μηχανισμών για τη διατήρηση της εμπιστευτικότητας τέτοιων πληροφοριών, όπως σχετικά με το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης ή σχετικά με το αποτέλεσμα οποιασδήποτε σχετικής αξιολόγησης.

(87)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν επικουρικές εξουσίες, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της μεταβίβασης μετοχών ή χρεωστικών μέσων και περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Υπό την επιφύλαξη των διασφαλίσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν την εξουσία άρσης των δικαιωμάτων τρίτων μερών από τα μεταβιβασθέντα χρεωστικά μέσα ή περιουσιακά στοιχεία, την εξουσία αναγκαστικής εκτέλεσης συμβάσεων και πρόβλεψης της συνέχισης των ρυθμίσεων όσον αφορά τον αποδέκτη των μεταβιβασμένων περιουσιακών στοιχείων και μετοχών. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θίγονται τα δικαιώματα των εργαζομένων να καταγγείλουν μια σύμβαση εργασίας. Ούτε θα πρέπει να θίγεται το δικαίωμα ενός μέρους να καταγγείλει μια σύμβαση με ίδρυμα υπό εξυγίανση ή με θυγατρική του, για λόγους πέραν της εξυγίανσης του ιδρύματος που πτωχεύει. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να διαθέτουν την επικουρική εξουσία να απαιτούν από το εναπομένον ίδρυμα το οποίο εκκαθαρίζεται υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, να παρέχει υπηρεσίες οι οποίες είναι αναγκαίες ώστε να είναι σε θέση το ίδρυμα στο οποίο έχουν μεταβιβαστεί τα περιουσιακά στοιχεία ή οι μετοχές, δυνάμει της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος, να ασκεί τις δραστηριότητές του.

(88)

Σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν δικαίωμα δίκαιης δίκης και ουσιαστικής ένδικης προστασίας έναντι των μέτρων που τα θίγουν. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο δικαιώματος προσφυγής.

(89)

Τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές εξυγίανσης ενδέχεται να απαιτούν σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις και μεγάλη διακριτική ευχέρεια. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την απαιτούμενη ειδική εμπειρογνωσία για την πραγματοποίηση τέτοιων εκτιμήσεων και τον προσδιορισμό της ενδεικνυόμενης προσφυγής στη διακριτική ευχέρεια. Είναι επομένως σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι οι σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνουν εν προκειμένω οι εθνικές αρχές εξυγίανσης θα χρησιμοποιούνται ως βάση από τα εθνικά δικαστήρια όταν εξετάζουν τα σχετικά μέτρα διαχείρισης κρίσεων. Εντούτοις, η συνθετότητα των εκτιμήσεων αυτών δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αν τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η αρχή εξυγίανσης είναι πραγματολογικώς ακριβή, αξιόπιστα και συνεκτικά, αν τα στοιχεία αυτά περιέχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί μια πολύπλοκη κατάσταση και αν η αρχή εξυγίανσης είναι σε θέση να τεκμηριώσει τα συμπεράσματά της.

(90)

Επειδή η παρούσα οδηγία αποσκοπεί να καλύψει καταστάσεις εξαιρετικά επείγοντος χαρακτήρα και επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο η αναστολή εφαρμογής οποιασδήποτε απόφασης των αρχών εξυγίανσης να διακόψει τη συνέχιση κρίσιμων λειτουργιών, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι η κατάθεση αίτησης δικαστικού ελέγχου δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι η απόφαση της αρχής εξυγίανσης θα πρέπει να είναι άμεσα εκτελεστή, τεκμαιρομένου ότι η αναστολή της θα ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον.

(91)

Επιπλέον, όποτε απαιτείται για να προστατευθούν τρίτα μέρη που έχουν αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση καλή την πίστει, στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από τις αρχές, και προκειμένου να διασφαλίζεται η σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών, το δικαίωμα προσφυγής δεν θα πρέπει να επηρεάζει τυχόν μεταγενέστερες διοικητικές πράξεις ή συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν βάσει ακυρωμένης απόφασης. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά καταχρηστικής απόφασης θα πρέπει να περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστησαν τα θιγόμενα πρόσωπα.

(92)

Δεδομένου ότι τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων μπορεί να χρειαστεί να ληφθούν επειγόντως λόγω του σοβαρού κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα κράτη μέλη και στην Ένωση, κάθε διαδικασία βάσει του εθνικού δικαίου σχετικά με την αίτηση για εκ των προτέρων δικαστική έγκριση ενός μέτρου διαχείρισης κρίσεων και η εξέταση της αίτησης εκ μέρους του δικαστηρίου θα πρέπει να είναι ταχείες. Λόγω της απαίτησης για επείγουσα λήψη μέτρων διαχείρισης κρίσεων, το δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει την απόφασή του εντός 24 ωρών και τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η ενδιαφερόμενη αρχή μπορεί να λάβει απόφαση αμέσως μετά την έγκριση του δικαστηρίου. Αυτό δεν θίγει το ενδεχόμενο δικαίωμα των ενδιαφερόμενων μερών να ζητήσουν από το δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση, επί περιορισμένο χρονικό διάστημα αφότου η αρχή εξυγίανσης έλαβε το μέτρο διαχείρισης κρίσεων.

(93)

Είναι προς όφελος της αποτελεσματικής εξυγίανσης, και προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις δικαιοδοσίας, να μην ανοίγουν ούτε να συνεχίζονται κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας έναντι του ιδρύματος υπό πτώχευση, ενόσω η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες εξυγίανσης ή εφαρμόζει τα εργαλεία εξυγίανσης, παρεκτός με πρωτοβουλία ή με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης. Είναι χρήσιμο και αναγκαίο να αναστέλλονται, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ορισμένες συμβατικές υποχρεώσεις, ούτως ώστε η αρχή εξυγίανσης να έχει στη διάθεσή της χρόνο για να θέσει σε εφαρμογή τα εργαλεία εξυγίανσης. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται για υποχρεώσεις σχετιζόμενες με τα συστήματα που αναφέρονται στην οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τις κεντρικές τράπεζες. Η οδηγία 98/26/ΕΚ περιορίζει τον κίνδυνο που συνδέεται με τη συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών και συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, ιδίως μειώνοντας τη διαταραχή σε περίπτωση αφερεγγυότητας ενός συμμετέχοντος σε τέτοιο σύστημα. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατάλληλη εφαρμογή αυτών των προστατευτικών ρυθμίσεων σε καταστάσεις κρίσης, με ταυτόχρονη διαφύλαξη της δέουσας ασφάλειας για τους διαχειριστές των συστημάτων πληρωμών και των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων και για τους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, η παρούσα οδηγία προβλέπει ότι ένα μέτρο πρόληψης κρίσεων ή ένα μέτρο διαχείρισης κρίσεων δεν θα πρέπει να αναγνωρίζεται αυτομάτως ως διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι οι ουσιώδεις συμβατικές υποχρεώσεις εξακολουθούν να εκπληρώνονται. Εντούτοις, καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν θίγει τη δυνατότητα λειτουργίας ενός συστήματος που προβλέπεται στην οδηγία 98/26/ΕΚ ούτε το δικαίωμα επί της πρόσθετης ασφάλειας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 9 της οδηγίας 98/26/ΕΚ.

(94)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης, κατά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων σε αγοραστή του ιδιωτικού τομέα ή σε μεταβατικό ίδρυμα, έχουν στη διάθεσή τους επαρκή χρόνο για να εντοπίσουν συμβάσεις που χρειάζεται να μεταβιβαστούν, θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμη η επιβολή αναλογικών περιορισμών στα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων να εκκαθαρίζουν, να επισπεύδουν ή να καταγγέλλουν με άλλον τρόπο τις χρηματοοικονομικές συμβάσεις, πριν πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση. Ο εν λόγω περιορισμός θα ήταν αναγκαίος προκειμένου οι αρχές να αποκτήσουν πραγματική εικόνα του ισολογισμού του ιδρύματος που πτωχεύει, χωρίς τις αλλαγές στην αξία και το πεδίο εφαρμογής τις οποίες θα επέφερε εκτεταμένη άσκηση των δικαιωμάτων καταγγελίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ελάχιστη απαραίτητη παρέμβαση επί των συμβατικών δικαιωμάτων των αντισυμβαλλομένων, ο περιορισμός των δικαιωμάτων καταγγελίας θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με το μέτρο πρόληψης ή διαχείρισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένου οιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή του μέτρου αυτού, ενώ τα δικαιώματα καταγγελίας που προκύπτουν από κάθε άλλη αθέτηση υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας πληρωμής ή κατάθεσης περιθωρίου ασφάλειας, θα πρέπει να διατηρούνται.

(95)

Προκειμένου να διατηρηθούν οι νόμιμες ρυθμίσεις της κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση μεταβίβασης ορισμένων, αλλά όχι όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που πτωχεύει, κρίνεται σκόπιμη η συμπερίληψη διασφαλίσεων, ώστε να αποτρέπεται ο διαχωρισμός συνδεδεμένων υποχρεώσεων, δικαιωμάτων και συμβάσεων, κατά περίπτωση. Ο εν λόγω περιορισμός επιλεγμένων πρακτικών όσον αφορά συνδεδεμένες συμβάσεις θα πρέπει να επεκτείνεται και σε συμβάσεις με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο που καλύπτονται από συμφωνίες εγγυοδοσίας, συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού (set-off), συμφωνίες εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close out netting), και συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης. Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται η διασφάλιση, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να δεσμεύονται να μεταβιβάζουν όλες τις συνδεδεμένες συμβάσεις στο πλαίσιο μιας προστατευμένης ρύθμισης ή να τις αφήνουν όλες στο εναπομείναν χρεωκοπημένο ίδρυμα. Με αυτά τα μέτρα αναμένεται να διασφαλίζεται ότι δεν θίγεται η μεταχείριση, ως προς τα υποχρεωτικά κεφάλαια, των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που καλύπτονται από συμφωνία συμψηφισμού για τους σκοπούς της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(96)

Μολονότι η διασφάλιση ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν στη διάθεσή τους τα ίδια εργαλεία και εξουσίες θα διευκολύνει τη συντονισμένη δράση σε περίπτωση χρεωκοπίας ενός διασυνοριακού ομίλου, κρίνεται αναγκαία η ανάληψη περαιτέρω δράσεων για την προώθηση της συνεργασίας και την αποτροπή κατακερματισμένων εθνικών επεμβάσεων. Θα πρέπει να απαιτείται από τις αρχές εξυγίανσης να διαβουλεύονται μεταξύ τους και να συνεργάζονται, όταν πρόκειται για εξυγίανση συνδεδεμένων οντοτήτων του ομίλου, στο πλαίσιο σωμάτων εξυγίανσης, με σκοπό να υπάρξει συμφωνία επί ενός μηχανισμού εξυγίανσης του ομίλου. Τα σώματα εξυγίανσης θα πρέπει να συγκροτούνται γύρω από τον πυρήνα των υφιστάμενων σωμάτων εποπτείας, στα οποία προστίθενται οι αρχές εξυγίανσης και όπου συμμετέχουν αρμόδια υπουργεία, κεντρικές τράπεζες, η ΕΑΤ και, ανάλογα με την περίπτωση, αρχές αρμόδιες για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων. Σε περίπτωση κρίσης, τα σώματα εξυγίανσης θα πρέπει να αποτελούν ένα φόρουμ για την ανταλλαγή πληροφοριών και τον συντονισμό των μέτρων εξυγίανσης.

(97)

Για την εξυγίανση των διασυνοριακών ομίλων θα πρέπει να επιτυγχάνεται εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, της ανάγκης για διαδικασίες που λαμβάνουν υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης και προσφέρουν αποτελεσματικές, δίκαιες και έγκαιρες λύσεις για ολόκληρο τον όμιλο και, αφετέρου, της αναγκαιότητας να προστατευθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος. Οι διάφορες αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις απόψεις τους στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης. Οι δράσεις εξυγίανσης που προτείνονται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να προετοιμάζονται και να συζητούνται μεταξύ των διάφορων αρχών εξυγίανσης στο πλαίσιο των σχεδίων εξυγίανσης ομίλων. Τα σώματα εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των αρχών εξυγίανσης όλων των κρατών μελών στα οποία δραστηριοποιείται ο όμιλος, προκειμένου να διευκολύνεται η ταχεία και από κοινού λήψη αποφάσεων, όποτε είναι δυνατόν. Στις δράσεις εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις τους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος. Για τον σκοπό αυτόν, οι αρχές εξυγίανσης του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη μια θυγατρική θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα να προβάλλουν αντιρρήσεις έναντι των αποφάσεων της αρχής εξυγίανσης ομίλου, όχι μόνον ως προς την καταλληλότητα των δράσεων και μέτρων εξυγίανσης, αλλά και βάσει της ανάγκης να προστατευθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

(98)

Το σώμα εξυγίανσης δεν είναι όργανο λήψης αποφάσεων, αλλά μια πλατφόρμα που διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων από τις εθνικές αρχές. Οι κοινές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται από τις σχετικές εθνικές αρχές.

(99)

Η διαμόρφωση ενός μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να διευκολύνει τη συντονισμένη εξυγίανση, η οποία είναι πρόσφορη να αποφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για όλα τα ιδρύματα του ομίλου. Η αρχή εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να προτείνει τον μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου και να υποβάλει την πρόταση στο σώμα εξυγίανσης. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης που διαφωνούν με τον μηχανισμό ή αποφασίζουν να αναλάβουν ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης θα πρέπει να εξηγούν τους λόγους της διαφωνίας τους και να γνωστοποιούν τους λόγους αυτούς, μαζί με λεπτομέρειες για κάθε ανεξάρτητη δράση εξυγίανσης που προτίθενται να λάβουν, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις άλλες αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Όποια εθνική αρχή αποφασίζει να απομακρυνθεί από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τον πιθανό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται οι άλλες αρχές εξυγίανσης και τις πιθανές επιπτώσεις σε άλλα τμήματα του ομίλου.

(100)

Στο πλαίσιο ενός μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, οι αρχές θα πρέπει να καλούνται να εφαρμόζουν το ίδιο εργαλείο στα νομικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις για εξυγίανση. Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει επίσης να διαθέτουν την εξουσία να εφαρμόζουν το εργαλείο μεταβατικής τράπεζας σε επίπεδο ομίλου (πράγμα το οποίο ενδέχεται να περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, συμφωνίες επιμερισμού των βαρών) για τη σταθεροποίηση του συνόλου του ομίλου. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας των θυγατρικών θα μπορούσαν να μεταβιβάζονται στη μεταβατική τράπεζα, με προοπτική τη μετέπειτα πώλησή τους, υπό μορφή πακέτου ή μεμονωμένα, όταν οι συνθήκες της αγοράς είναι κατάλληλες. Επιπλέον, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να διαθέτει την εξουσία να εφαρμόζει το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σε επίπεδο μητρικής επιχείρησης.

(101)

Για την αποτελεσματική εξυγίανση ιδρυμάτων και ομίλων με διεθνείς δραστηριότητες απαιτείται συνεργασία μεταξύ των αρχών εξυγίανσης στην Ένωση, στα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες. Η συνεργασία θα διευκολύνεται εάν τα καθεστώτα εξυγίανσης στις τρίτες χώρες βασίζονται σε κοινές αρχές και προσεγγίσεις, που βρίσκονται στο στάδιο της διαμόρφωσης από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και την G20. Για τον σκοπό αυτόν, η ΕΑΤ θα πρέπει να εξουσιοδοτείται να καταρτίζει και να προσχωρεί σε μη δεσμευτικές ρυθμίσεις-πλαίσια διοικητικής συνεργασίας με τις αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι δε εθνικές αρχές θα πρέπει να δύνανται να προβαίνουν σε διμερείς ρυθμίσεις σύμφωνες με τις ρυθμίσεις-πλαίσια της ΕΑΤ. Η καθιέρωση αυτών των ρυθμίσεων μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για τη διαχείριση της πτώχευσης παγκόσμιων εταιρειών θα πρέπει να αποτελεί ένα μέσο διασφάλισης αποτελεσματικού σχεδιασμού, λήψης αποφάσεων και συντονισμού όσον αφορά τους διεθνείς ομίλους. Κατά κανόνα, θα πρέπει να υπάρχει αμοιβαιότητα ως προς τις ρυθμίσεις αυτές. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης, ως τμήμα του ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης, θα πρέπει να αναγνωρίζουν και να επιβάλλουν, κατά περίπτωση, διαδικασίες εξυγίανσης τρίτων χωρών στις περιστάσεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

(102)

Η συνεργασία θα πρέπει να λαμβάνει χώρα τόσο όσον αφορά τις θυγατρικές ομίλων της Ένωσης ή τρίτων χωρών και όσον αφορά υποκαταστήματα ιδρυμάτων της Ένωσης ή τρίτων χωρών. Οι θυγατρικές ομίλων τρίτων χωρών είναι επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ένωση και, άρα, υπόκεινται πλήρως στο ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των εργαλείων εξυγίανσης που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Είναι, ωστόσο, αναγκαίο να διατηρούν τα κράτη μέλη το δικαίωμα να δρουν σε σχέση με υποκαταστήματα ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, σε περίπτωση που η αναγνώριση και η εφαρμογή διαδικασιών τρίτων χωρών όσον αφορά το υποκατάστημα θα έθετε σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση ή σε περίπτωση που οι καταθέτες στην Ένωση δεν θα ετύγχαναν ίσης μεταχείρισης με τους καταθέτες της τρίτης χώρας. Στις περιστάσεις αυτές, και σε άλλες περιστάσεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα, κατόπιν διαβούλευσης με τις εθνικές αρχές εξυγίανσης, να αρνούνται την αναγνώριση διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών όσον αφορά υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτων χωρών στην Ένωση.

(103)

Σε ορισμένες περιστάσεις, η αποτελεσματικότητα των εργαλείων εξυγίανσης που εφαρμόζονται ενδέχεται να εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης για το ίδρυμα ή ένα μεταβατικό ίδρυμα, την παροχή εγγυήσεων σε πιθανούς αγοραστές ή την παροχή κεφαλαίου στο μεταβατικό ίδρυμα. Παρά τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών στην παροχή ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ακόμη και σε περιόδους ακραίων καταστάσεων, είναι σημαντικό να καθιερώσουν τα κράτη μέλη ρυθμίσεις χρηματοδότησης, προκειμένου να αποφευχθεί τα κεφάλαια που χρειάζονται για τέτοιους σκοπούς να προέρχονται από τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Ο χρηματοοικονομικός κλάδος, στο σύνολό του, θα πρέπει να είναι εκείνος που χρηματοδοτεί τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(104)

Κατά γενικό κανόνα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν τις εθνικές τους χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μέσω ταμείων που ελέγχονται από τις αρχές εξυγίανσης, τα οποία θα χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλέπεται αυστηρά οριοθετημένη εξαίρεση ώστε να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν τις εθνικές τους χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μέσω υποχρεωτικών συνεισφορών από ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους και τα οποία δεν ανήκουν σε ταμείο που ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσής τους, υπό τον όρο να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

(105)

Κατ’ αρχήν, οι συνεισφορές θα πρέπει να εισπράττονται από τον κλάδο πριν από και ανεξάρτητα από κάθε πράξη εξυγίανσης. Όταν η προηγούμενη χρηματοδότηση δεν επαρκεί για να καλύψει τις απώλειες ή το κόστος το οποίο συνεπάγεται η χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης, θα πρέπει να συγκεντρώνονται πρόσθετες συνεισφορές για την ανάληψη του επιπλέον κόστους ή ζημίας.

(106)

Προκειμένου να επιτευχθεί κρίσιμη μάζα και να αποφευχθούν φιλοκυκλικές επιπτώσεις, οι οποίες θα προέκυπταν εάν οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις ήταν υποχρεωμένες να βασίζονται μόνο στις εκ των υστέρων συνεισφορές σε περίπτωση συστημικής κρίσης, τα εκ των προτέρων διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα από τις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις είναι απαραίτητο να ανέρχονται τουλάχιστον σε ένα ορισμένο κατώτατο επίπεδο-στόχο.

(107)

Προκριμένου να διασφαλιστεί δίκαιος υπολογισμός των συνεισφορών και να παρέχονται κίνητρα λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο, για τις συνεισφορές στις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός πιστωτικού κινδύνου, κινδύνου ρευστότητας και κινδύνου αγοράς στον οποίο εκτίθενται τα ιδρύματα.

(108)

Η διασφάλιση της αποτελεσματικής εξυγίανσης των ιδρυμάτων στην Ένωση που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης αποτελεί βασικό στοιχείο της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς. Η πτώχευση των εν λόγω ιδρυμάτων έχει επιπτώσεις όχι μόνον στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των αγορών όπου δραστηριοποιούνται άμεσα, αλλά και σε ολόκληρη τη χρηματοοικονομική αγορά της Ένωσης. Με την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, έχει ενισχυθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων εθνικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων. Τα ιδρύματα δραστηριοποιούνται πέραν του κράτους μέλους εγκατάστασής τους και αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους μέσω της διατραπεζικής και άλλων αγορών, οι οποίες κατ’ ουσία είναι πανευρωπαϊκές. Η διασφάλιση αποτελεσματικής χρηματοδότησης της εξυγίανσης των ιδρυμάτων αυτών στα διάφορα κράτη μέλη δεν είναι μόνο προς το συμφέρον των κρατών μελών όπου αναπτύσσουν δραστηριότητες τα ιδρύματα αυτά, αλλά και όλων των κρατών μελών εν γένει, καθώς αποτελεί ένα μέσο για τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού και για τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής χρηματοοικονομικής αγοράς στην Ένωση. Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοδοτικών ρυθμίσεων θα πρέπει να διασφαλίσει ότι όλα τα ιδρύματα που λειτουργούν στην Ένωση υπόκεινται σε εξίσου αποτελεσματικές ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης, και να συμβάλει στη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς.

(109)

Προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα του εν λόγω ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, και σύμφωνα με τον στόχο που επιβάλλει να προέρχεται η χρηματοδότηση κατά κύριο λόγο από μετόχους και πιστωτές του υπό εξυγίανση ιδρύματος και, στη συνέχεια, από τον ίδιο τον κλάδο αντί από τους δημόσιους προϋπολογισμούς, οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αιτούνται δάνεια από άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε περίπτωση ανάγκης. Ομοίως, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν δάνεια σε άλλες ρυθμίσεις που έχουν ανάγκη. Τα δάνεια αυτά θα πρέπει να είναι αυστηρώς εθελοντικά. Η απόφαση δανεισμού σε άλλες ρυθμίσεις θα πρέπει να λαμβάνεται από τη χρηματοδοτική ρύθμιση που δανείζει, αλλά λόγω δυνητικών δημοσιονομικών επιπτώσεων τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν διαβούλευση ή συγκατάθεση του αρμόδιου υπουργείου.

(110)

Μολονότι οι ρυθμίσεις χρηματοδότησης καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αλληλέγγυα στο πλαίσιο εξυγίανσης ομίλων, εφόσον υπάρχει συμφωνία μεταξύ των εθνικών αρχών για την εξυγίανση του ιδρύματος. Οι καταθέσεις που καλύπτονται από συστήματα εγγύησης των καταθέσεων δεν θα πρέπει να υφίστανται ζημίες κατά τη διαδικασία εξυγίανσης. Όταν μια δράση εξυγίανσης διασφαλίζει ότι οι καταθέτες εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους, τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων στα οποία είναι μέλος ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση θα πρέπει να καλούνται να εισφέρουν μέχρι του ύψους των ζημιών τις οποίες θα είχαν την υποχρέωση να αναλάβουν εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(111)

Ενώ οι καλυπτόμενες καταθέσεις προστατεύονται από ζημίες κατά την εξυγίανση, άλλες επιλέξιμες καταθέσεις είναι δυνητικά διαθέσιμες για σκοπούς απορρόφησης των ζημιών. Προκειμένου να παρασχεθεί ένα ορισμένο επίπεδο προστασίας για φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που κατέχουν επιλέξιμες καταθέσεις πάνω από το επίπεδο των καλυπτόμενων καταθέσεων, οι καταθέσεις αυτές θα πρέπει να έχουν υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με τις απαιτήσεις των απλών ακάλυπτων, μη προνομιούχων πιστωτών βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η αξίωση του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων θα πρέπει να έχει ακόμα υψηλότερη κατάταξη βάσει του εθνικού δικαίου από τις προαναφερθείσες κατηγορίες επιλέξιμων καταθέσεων. Σε αυτόν τον τομέα απαιτείται εναρμόνιση της εθνικής τους νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η έκθεση των ταμείων εξυγίανσης των κρατών μελών δυνάμει της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.

(112)

Σε περίπτωση που οι καταθέσεις μεταβιβάζονται σε άλλο ίδρυμα στο πλαίσιο της εξυγίανσης του ιδρύματος, οι καταθέτες δεν θα πρέπει να ασφαλίζονται πέραν του επιπέδου κάλυψης που προβλέπεται στην οδηγία 2014/49/ΕΕ. Επομένως, οι απαιτήσεις όσον αφορά τις καταθέσεις που παραμένουν στο υπό εξυγίανση ίδρυμα θα πρέπει να περιορίζονται στη διαφορά μεταξύ των μεταβιβασθέντων κεφαλαίων και του επιπέδου κάλυψης που προβλέπεται στην οδηγία 2014/49/ΕΕ. Εάν οι μεταβιβασθείσες καταθέσεις είναι υψηλότερες από το επίπεδο κάλυψης, ο καταθέτης δεν θα πρέπει να έχει άλλη απαίτηση έναντι του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων όσον αφορά τις καταθέσεις που παραμένουν στο υπό εξυγίανση ίδρυμα.

(113)

Η καθιέρωση ρυθμίσεων χρηματοδότησης, με τη δημιουργία του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοδοτικών ρυθμίσεων που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να διασφαλίσει συντονισμό στη χρήση των διαθέσιμων κεφαλαίων σε εθνικό επίπεδο για τους σκοπούς της εξυγίανσης.

(114)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τον προσδιορισμό των κριτηρίων για τον ορισμό των «κρίσιμων λειτουργιών» και των «βασικών επιχειρηματικών τομέων» για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τις περιστάσεις κατά τις οποίες είναι απαραίτητη η εξαίρεση ορισμένων υποχρεώσεων από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής υπό την παρούσα οδηγία, τις κατηγορίες συμφωνιών για τις οποίες τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν κατάλληλη προστασία στις εν μέρει μεταβιβάσεις, τον τρόπο προσαρμογής των συνεισφορών των ιδρυμάτων σε ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης ανάλογα με το προφίλ κινδύνου τους, τις υποχρεώσεις καταχώρισης, λογιστικής, υποβολής εκθέσεων και τις λοιπές υποχρεώσεις που αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι οι εκ των προτέρων συνεισφορές όντως καταβάλλονται, και τον καθορισμό των περιστάσεων και προϋποθέσεων υπό τις οποίες ένα ίδρυμα μπορεί να απαλλάσσεται προσωρινά από τις εκ των υστέρων εισφορές. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(115)

Όποτε προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, είναι σκόπιμο η ΕΑΤ να προωθεί τη σύγκλιση των πρακτικών των εθνικών αρχών μέσω κατευθυντήριων γραμμών σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Για τους τομείς που δεν καλύπτονται από ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, η ΕΑΤ έχει τη δυνατότητα να εκδίδει, ιδία πρωτοβουλία, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις όσον αφορά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

(116)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης για να αντιταχθούν σε μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνουν τα άλλα θεσμικά όργανα για την πρόθεσή τους να μην εγείρουν αντιρρήσεις.

(117)

Τα τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες θα πρέπει να διευκολύνουν συνεπή εναρμόνιση και επαρκή προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Δεδομένου ότι η ΕΑΤ είναι όργανο με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης πείρας, θα ήταν συμφέρον και σκόπιμο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία να της ανατεθεί η εκπόνηση των σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, προς υποβολή στην Επιτροπή.

(118)

Όπου αυτό προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων τα οποία καταρτίζει η ΕΑΤ, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης, όπου αυτό προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, να θεσπίσει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων τα οποία καταρτίζει η ΕΑΤ, μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(119)

Η οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) προβλέπει την αμοιβαία αναγνώριση και επιβολή της εφαρμογής σε όλα τα κράτη μέλη των αποφάσεων σχετικά με την εξυγίανση ή την εκκαθάριση των ιδρυμάτων που διαθέτουν υποκαταστήματα σε κράτη μέλη πέραν αυτού στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα τους. Η εν λόγω οδηγία διασφαλίζει ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις του ιδρύματος, ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία βρίσκονται, αντιμετωπίζονται με μια ενιαία διαδικασία στο κράτος μέλος καταγωγής και ότι οι πιστωτές στα κράτη μέλη υποδοχής αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι πιστωτές στο κράτος μέλος καταγωγής. Προκειμένου να επιτυγχάνεται αποτελεσματική εξυγίανση, η οδηγία 2001/24/ΕΚ θα πρέπει να εφαρμόζεται και στην περίπτωση όπου τα μέσα που παρέχονται από τα εργαλεία εξυγίανσης εφαρμόζονται όχι μόνο σε ιδρύματα αλλά και σε άλλες οντότητες που καλύπτονται από το καθεστώς εξυγίανσης. Επομένως, θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η οδηγία 2001/24/ΕΚ.

(120)

Οι οδηγίες της Ένωσης σχετικά με το δίκαιο των εταιρειών περιέχουν υποχρεωτικούς κανόνες για την προστασία των μετόχων και των πιστωτών των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών. Στην περίπτωση όπου οι αρχές εξυγίανσης χρειάζεται να δράσουν άμεσα, οι εν λόγω κανόνες ενδέχεται να παρακωλύσουν την αποτελεσματική δράση τους και τη χρήση εργαλείων και εξουσιών εκ μέρους των αρχών εξυγίανσης, άρα θα πρέπει να περιληφθούν στην παρούσα οδηγία κατάλληλες παρεκκλίσεις. Προκειμένου να κατοχυρωθεί ο μέγιστος βαθμός ασφάλειας δικαίου για τους ενδιαφερομένους, οι παρεκκλίσεις θα πρέπει να ορίζονται στενά και με σαφήνεια, και να χρησιμοποιούνται μόνον προς το δημόσιο συμφέρον και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης της εξυγίανσης. Η χρήση των εργαλείων εξυγίανσης προϋποθέτει ότι τηρούνται οι στόχοι εξυγίανσης και οι προϋποθέσεις για εξυγίανση που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(121)

Η οδηγία 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) περιέχει κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα των μετόχων να αποφασίζουν επί των αυξήσεων και μειώσεων του κεφαλαίου, το δικαίωμά τους να συμμετέχουν σε κάθε νέα έκδοση μετοχών με εισφορές σε μετρητά, την προστασία των πιστωτών σε περίπτωση κεφαλαιακής μείωσης και τη σύγκληση συνέλευσης των μετόχων σε περίπτωση σοβαρής απώλειας κεφαλαίου. Οι εν λόγω κανόνες ενδέχεται να παρακωλύσουν την ταχεία δράση των αρχών εξυγίανσης, άρα θα πρέπει να προβλέπονται οι κατάλληλες παρεκκλίσεις από αυτούς.

(122)

Η οδηγία 2011/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) θεσπίζει, μεταξύ άλλων, κανόνες για την έγκριση των συγχωνεύσεων από τις γενικές συνελεύσεις καθεμίας εκ των εταιρειών που συγχωνεύονται, για τις απαιτήσεις όσον αφορά το σχέδιο συγχώνευσης, την έκθεση των διαχειριστικών οργάνων και την έκθεση των εμπειρογνωμόνων, καθώς και για την προστασία των πιστωτών. Η οδηγία 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου (18) περιέχει παρεμφερείς κανόνες σχετικά με τη διάσπαση των ανωνύμων εταιρειών. Η οδηγία 2005/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) προβλέπει αντίστοιχους κανόνες σχετικά με τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών. Θα πρέπει να προβλεφθούν οι κατάλληλες παρεκκλίσεις από τις εν λόγω οδηγίες, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα ταχείας δράσης από τις αρχές εξυγίανσης.

(123)

Η οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), περιέχει υποχρέωση υποβολής υποχρεωτικής δημόσιας προσφοράς εξαγοράς όλων των μετοχών της εταιρείας σε δίκαιη τιμή, όπως ορίζεται στην εν λόγω οδηγία, εάν ένας μέτοχος αποκτά, άμεσα ή έμμεσα, μόνος του ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, ένα συγκεκριμένο ποσοστό μετοχών της εταιρείας, το οποίο του δίνει τον έλεγχο της εν λόγω εταιρείας και καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο. Ο σκοπός του κανόνα υποχρεωτικής προσφοράς είναι η προστασία των μειοψηφούντων μετόχων σε περίπτωση αλλαγής στον έλεγχο. Ωστόσο, η προοπτική μιας τέτοιας δαπανηρής υποχρέωσης ενδέχεται να αποτρέψει πιθανούς επενδυτές για το θιγόμενο ίδρυμα, δυσχεραίνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα των αρχών εξυγίανσης να χρησιμοποιήσουν όλες τις εξουσίες τους για εξυγίανση. Θα πρέπει να προβλεφθούν οι κατάλληλες παρεκκλίσεις από τον κανόνα υποχρεωτικής προσφοράς, στον βαθμό που απαιτείται για τη χρήση των εξουσιών εξυγίανσης, ενώ μετά την περίοδο εξυγίανσης ο κανόνας υποχρεωτικής προσφοράς θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε μέτοχο που αποκτά τον έλεγχο του θιγόμενου ιδρύματος.

(124)

Η οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21) αφορά τα διαδικαστικά δικαιώματα των μετόχων σε θέματα που σχετίζονται με τις γενικές συνελεύσεις. Η οδηγία 2007/36/ΕΚ προβλέπει μεταξύ άλλων την ελάχιστη προθεσμία ειδοποίησης για γενικές συνελεύσεις και το περιεχόμενο της ειδοποίησης για τη διεξαγωγή γενικής συνέλευσης. Οι εν λόγω κανόνες ενδέχεται να παρακωλύσουν την ταχεία δράση των αρχών εξυγίανσης και θα πρέπει να προβλεφθούν οι κατάλληλες παρεκκλίσεις από την οδηγία. Πριν από την εξυγίανση, ενδέχεται να υπάρχει ανάγκη ταχείας αύξησης κεφαλαίου, όταν το ίδρυμα δεν πληροί ή ενδέχεται να μην πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και μια αύξηση κεφαλαίου είναι πιθανό να αποκαταστήσει τη χρηματοπιστωτική κατάσταση και να αποτρέψει μια κατάσταση όπου πληρούνται οι ελάχιστες προϋποθέσεις για εξυγίανση. Σε τέτοιες καταστάσεις, θα πρέπει να προβλέπεται δυνατότητα να συγκαλείται γενική συνέλευση σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, οι μέτοχοι θα πρέπει να διατηρούν την εξουσία λήψης αποφάσεων σχετικά με την επιμήκυνση ή τη συντόμευση του χρονικού διαστήματος της ειδοποίησης για τη διεξαγωγή γενικής συνέλευσης. Θα πρέπει να προβλεφθούν οι κατάλληλες παρεκκλίσεις από την οδηγία 2007/36/ΕΚ για την καθιέρωση αυτού του μηχανισμού.

(125)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης αντιπροσωπεύονται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), και να διασφαλιστεί ότι η ΕΑΤ διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη για να εκτελεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ώστε να συμπεριληφθούν οι εθνικές αρχές εξυγίανσης, όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία, στην έννοια των αρμοδίων αρχών κατά τον εν λόγω κανονισμό. Η εξομοίωση αυτή μεταξύ αρχών εξυγίανσης και αρμοδίων αρχών, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, είναι συνεπής με τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού αριθ. 1093/2010, να συνεισφέρει και συμμετέχει ενεργά στην κατάρτιση και τον συντονισμό των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, καθώς και να συντελεί στη διευκόλυνση της εξυγίανσης ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης, και ιδίως διασυνοριακών ομίλων.

(126)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των ιδρυμάτων, των προσώπων που ασκούν ουσιαστικό έλεγχο επί των δραστηριοτήτων τους και της διοίκησής τους προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία και να διασφαλίζεται ότι τα ιδρύματα τυγχάνουν παρόμοιας μεταχείρισης σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να απαιτείται από τα κράτη μέλη να προβλέπουν διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα που να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Ως εκ τούτου, οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη θα πρέπει να πληρούν ορισμένες ουσιώδεις απαιτήσεις ως προς τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται, τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιβληθεί ορισμένη κύρωση ή να εφαρμοστεί λοιπό διοικητικό μέτρο, τη δημοσίευση των κυρώσεων ή των λοιπών διοικητικών μέτρων, τις βασικές εξουσίες επιβολής κυρώσεων και τα επίπεδα των διοικητικών προστίμων. Τηρώντας αυστηρά το επαγγελματικό απόρρητο, η ΕΑΤ θα πρέπει να διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων για όλες τις διοικητικές κυρώσεις και πληροφορίες σχετικά με τις προσφυγές που της αναφέρουν οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης.

(127)

Η παρούσα οδηγία αναφέρεται τόσο στις διοικητικές κυρώσεις όσο και στα λοιπά διοικητικά μέτρα, ώστε να καλύπτει όλες τις ενέργειες που είναι επακόλουθο της διάπραξης κάποιας παράβασης και που αποσκοπούν στην αποτροπή περαιτέρω παραβάσεων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως κυρώσεων ή ως λοιπών διοικητικών μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου.

(128)

Μολονότι τίποτε δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές αλλά και ποινικές κυρώσεις για τις ίδιες παραβάσεις, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για τις παραβάσεις της παρούσας οδηγίας που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιβάλλουν τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις για το ίδιο αδίκημα, αλλά μπορούν να το πράττουν εφόσον επιτρέπεται από το εθνικό τους δίκαιο. Ωστόσο, η διατήρηση ποινικών κυρώσεων αντί διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων για τις παραβάσεις της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να μειώνει ούτε να επηρεάζει με άλλον τρόπο την ικανότητα των αρμόδιων αρχών για συνεργασία, πρόσβαση και έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ακόμη και μετά από τυχόν παραπομπή των σχετικών παραβάσεων στις αρμόδιες δικαστικές αρχές προκειμένου να ασκηθεί δίωξη.

(129)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής για τα επεξηγηματικά έγγραφα της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 (24), τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων που λαμβάνουν για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση μεταξύ των διαφόρων μερών της εν λόγω οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση των εγγράφων αυτών είναι αιτιολογημένη.

(130)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, στον Χάρτη, και ιδίως το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και το δικαίωμα της υπεράσπισης.

(131)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η εναρμόνιση των κανόνων και των διαδικασιών εξυγίανσης των ιδρυμάτων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω των επιπτώσεων που θα είχε η πτώχευση ενός ιδρύματος σε ολόκληρη την Ένωση, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(132)

Όταν λαμβάνουν αποφάσεις ή αναλαμβάνουν δράσεις στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν πάντα δεόντως υπόψη τον αντίκτυπο των αποφάσεών και των ενεργειών τους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και στην οικονομική κατάσταση σε άλλα κράτη μέλη, και να εξετάζουν τη σημασία της κάθε θυγατρικής ή υποκαταστήματος για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την οικονομία του κράτους μέλος όπου αυτή η θυγατρική ή το υποκατάστημα είναι εγκατεστημένα, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η εν λόγω θυγατρική ή υποκατάστημα είναι ήσσονος σημασίας για τον όμιλο.

(133)

Η Επιτροπή θα επανεξετάσει τη γενική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και ιδίως θα μελετήσει, υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν δυνάμει οποιασδήποτε ενωσιακής νομοθετικής πράξης δημιουργεί μηχανισμό εξυγίανσης που καλύπτει πάνω από ένα κράτος μέλος, την άσκηση των εξουσιών της ΕΑΤ, βάσει της παρούσας οδηγίας, να προβαίνει σε διαμεσολάβηση ανάμεσα σε αρχή εξυγίανσης σε κράτος μέλος που συμμετέχει στο μηχανισμό και αρχή εξυγίανσης σε κράτος μέλος που δεν συμμετέχει στο μηχανισμό,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των εξής οντοτήτων:

α)

ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση·

β)

χρηματοοικονομικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση, όταν το χρηματοοικονομικό ίδρυμα είναι θυγατρική επιχείρηση ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας που αναφέρεται στο στοιχείο γ) ή δ), και καλύπτεται από την εποπτεία της μητρικής επιχείρησης σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές εταιρείες συμμετοχών που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση·

δ)

μητρικές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, μητρικές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση, μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση·

ε)

υποκαταστήματα ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης, σύμφωνα με τις ειδικές προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των απαιτήσεων βάσει της παρούσας οδηγίας και όταν χρησιμοποιούν τα διάφορα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους όσον αφορά τις οντότητες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τη μετοχική δομή, τη νομική μορφή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος και το νομικό καθεστώς της οντότητας, τις διασυνδέσεις της με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της, τη συμμετοχή της σε θεσμικό σύστημα προστασίας (ΘΣΠ) που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή σε άλλα συνεργατικά συστήματα αμοιβαίας αλληλεγγύης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 6 του εν λόγω κανονισμού, και κατά πόσον ασκεί επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερους κανόνες ή πρόσθετους κανόνες πέραν αυτών που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και στις κατ’ εξουσιοδότηση ή στις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται βάσει της παρούσας οδηγίας, υπό τον όρο ότι οι κανόνες αυτοί έχουν γενική ισχύ και δεν αντίκεινται στην παρούσα οδηγία και στις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «εξυγίανση»: η εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης ή ενός εργαλείου που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 9, προκειμένου να επιτευχθούν ένας ή περισσότεροι στόχοι της εξυγίανσης όπως ορίζονται στο άρθρο 31 παράγραφος 2·

2)   «ίδρυμα»: κάθε ίδρυμα που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

3)   «επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

4)   «χρηματοοικονομικό ίδρυμα» ή «χρηματοδοτικό ίδρυμα»: χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

5)   «θυγατρική»: κάθε θυγατρική που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

6)   «μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 15) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

7)   «ενοποιημένη βάση»: η βάση της ενοποιημένης κατάστασης του ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 47) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

8)   «θεσμικό σύστημα προστασίας» ή «ΘΣΠ»: ρύθμιση που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

9)   «χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» ή «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

10)   «μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

11)   «μεικτή εταιρεία συμμετοχών»: μεικτή εταιρεία συμμετοχών που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

12)   «μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών σε κράτος μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

13)   «μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 31) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

14)   «μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε κράτος μέλος, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 32) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

15)   «μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 33) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

16)   «στόχοι εξυγίανσης»: οι στόχοι εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 2·

17)   «υποκατάστημα»: κάθε υποκατάστημα που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

18)   «αρχή εξυγίανσης»: αρχή που ορίζεται από κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 3·

19)   «εργαλείο εξυγίανσης»: εργαλείο εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 37 παράγραφος 3·

20)   «εξουσία εξυγίανσης»: η εξουσία που ορίζεται στα άρθρα 63 έως 72·

21)   «αρμόδια αρχή»: η αρμόδια αρχή που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (25)·

22)   «αρμόδια υπουργεία»: τα υπουργεία οικονομικών ή άλλα υπουργεία αρμόδια των κρατών μελών, τα οποία είναι αρμόδια για οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τις εθνικές αρμοδιότητες και τα οποία έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5·

23)   «ίδρυμα»: ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων·

24)   «διοικητικό όργανο»: διοικητικό όργανο, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 7) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

25)   «ανώτατα διοικητικά στελέχη»: ανώτατα διοικητικά στελέχη, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 9) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

26)   «όμιλος»: μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές της·

27)   «διασυνοριακός όμιλος»: όμιλος με οντότητες ομίλου εγκατεστημένες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη·

28)   «έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη»: κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ή οιαδήποτε άλλη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη σε υπερεθνικό επίπεδο που, αν παρεχόταν σε εθνικό επίπεδο, θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή ενός ομίλου του οποίου το εν λόγω ίδρυμα ή η οντότητα αποτελεί μέρος·

29)   «επείγουσα στήριξη της ρευστότητας»: η παροχή από κεντρική τράπεζα χρήματος κεντρικής τράπεζας, ή οιαδήποτε άλλη στήριξη που μπορεί να επιφέρει αύξηση του χρήματος κεντρικής τράπεζας, σε ένα φερέγγυο χρηματοδοτικό ίδρυμα ή έναν όμιλο φερέγγυων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζει προσωρινά προβλήματα ρευστότητας, χωρίς η ενέργεια αυτή να εντάσσεται στη νομισματική πολιτική·

30)   «συστημική κρίση»: η αποδιοργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την εσωτερική αγορά και την πραγματική οικονομία. Όλες οι μορφές χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικές σε κάποιο βαθμό·

31)   «οντότητα του ομίλου»: ένα νομικό πρόσωπο το οποίο αποτελεί μέρος ενός ομίλου·

32)   «σχέδιο ανάκαμψης»: σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίζεται και διατηρείται από ένα ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 5·

33)   «σχέδιο ανάκαμψης ομίλου»: σχέδιο ανάκαμψης ομίλου που καταρτίζεται και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 7·

34)   «σημαντικό υποκατάστημα»: υποκατάστημα που στο κράτος μέλος υποδοχής θα κρινόταν σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

35)   «κρίσιμες λειτουργίες»: οι δραστηριότητες, υπηρεσίες ή λειτουργίες των οποίων η διακοπή ενδέχεται, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, να οδηγήσει σε διαταραχή της παροχής ζωτικών υπηρεσιών στην πραγματική οικονομία ή να διαταράξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα λόγω του μεγέθους του ιδρύματος ή του ομίλου, του μεριδίου του στην αγορά, των εξωτερικών και εσωτερικών του διασυνδέσεων, της πολυπλοκότητας ή των διασυνοριακών δραστηριοτήτων του, ιδίως σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης των εν λόγω δραστηριοτήτων, υπηρεσιών ή λειτουργιών·

36)   «βασικοί επιχειρηματικοί τομείς»: οι επιχειρηματικοί τομείς και οι συναφείς υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν ουσιώδεις πηγές εισοδήματος, κέρδους ή αξίας δικαιόχρησης για ένα ίδρυμα ή για έναν όμιλο του οποίου το ίδρυμα αποτελεί μέρος·

37)   «αρχή ενοποιημένης εποπτείας»: η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

38)   «ίδια κεφάλαια»: τα ίδια κεφάλαια, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 118) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

39)   «προϋποθέσεις εξυγίανσης»: οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1·

40)   «δράση εξυγίανσης»: η απόφαση να τεθεί υπό εξυγίανση ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με το άρθρο 32 ή το άρθρο 33, η εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης ή η άσκηση μιας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης·

41)   «σχέδιο εξυγίανσης»: σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίζεται για ένα ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 10·

42)   «εξυγίανση ομίλου»: οιοδήποτε από τα εξής:

α)

η ανάληψη δράσης εξυγίανσης στο επίπεδο μητρικής επιχείρησης ή ιδρύματος που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, ή

β)

ο συντονισμός της εφαρμογής εργαλείων εξυγίανσης και η άσκηση εξουσιών εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης όσον αφορά τις οντότητες ομίλου που πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης·

43)   «σχέδιο εξυγίανσης ομίλου»: σχέδιο εξυγίανσης ενός ομίλου, που καταρτίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13·

44)   «αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου»: η αρχή εξυγίανσης στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

45)   «μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου»: σχέδιο που καταρτίζεται για τους σκοπούς της εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 91·

46)   «σώμα εξυγίανσης»: σώμα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 88 για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 88 παράγραφος 1·

47)   «κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας»: η συλλογική πτωχευτική διαδικασία λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη, η οποία συνεπάγεται τη μερική ή ολική εκποίηση περιουσιακών του στοιχείων και τον διορισμό εκκαθαριστή ή διαχειριστή, και η οποία συνήθως εφαρμόζεται σε ιδρύματα βάσει του εθνικού δικαίου και είτε είναι εξειδικευμένη για τα εν λόγω ιδρύματα είτε εφαρμόζεται γενικά σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

48)   «χρεωστικά μέσα» που αναφέρονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και ι): ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων·

49)   «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε ένα κράτος μέλος, που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 28) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

50)   «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση»: μητρικό ίδρυμα της ΕΕ, που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

51)   «απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων»: οι απαιτήσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 92 έως 98 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

52)   «σώμα εποπτείας»: σώμα εποπτών, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

53)   «πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις»: το πλαίσιο που έχει καθοριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 107, 108 και 109 της ΣΛΕΕ και με τους κανονισμούς και όλες τις πράξεις της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων κατευθυντήριων γραμμών, κοινοποιήσεων και ανακοινώσεων, που έχουν διατυπωθεί ή εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 4 ή του άρθρου 109 της ΣΛΕΕ·

54)   «εκκαθάριση»: η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

55)   «εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων»: ο μηχανισμός για την πραγματοποίηση μεταβίβασης, από μια αρχή εξυγίανσης, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης σε έναν φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 42·

56)   «φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων»: νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 παράγραφος 2·

57)   «εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα»: ο μηχανισμός για την άσκηση, από την αρχή εξυγίανσης, των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά τις υποχρεώσεις ενός ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 43·

58)   «εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων»: ο μηχανισμός για την εκτέλεση της μεταβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης, μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, σε έναν αγοραστή που δεν είναι μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 38·

59)   «μεταβατικό ίδρυμα»: νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 40 παράγραφος 2·

60)   «εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος»: ο μηχανισμός για τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, σε μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 40·

61)   «μέσα ιδιοκτησίας»: μετοχές, άλλα μέσα που εκχωρούν δικαιώματα ιδιοκτησίας, μέσα που είναι μετατρέψιμα σε ή παρέχουν το δικαίωμα απόκτησης μετοχών ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, και μέσα που αντιπροσωπεύουν δικαιώματα επί μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

62)   «μέτοχοι»: μέτοχοι ή κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

63)   «εξουσίες μεταβίβασης»: οι εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) για τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, χρεωστικών μέσων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οποιουδήποτε συνδυασμού των εν λόγω στοιχείων από ίδρυμα υπό εξυγίανση προς αποδέκτη·

64)   «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP), όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

65)   «παράγωγα»: τα παράγωγα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

66)   «εξουσίες απομείωσης και μετατροπής»: οι εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) έως θ)·

67)   «εξασφαλισμένη υποχρέωση»: υποχρέωση όπου το δικαίωμα του πιστωτή για πληρωμή ή άλλης μορφής αντιστάθμισμα εξασφαλίζεται με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ενέχυρο ή εμπράγματο δικαίωμα, ή συμφωνίες παροχής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που προκύπτουν από πράξεις επαναγοράς και άλλες συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου·

68)   «μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1»: κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τους όρους του άρθρου 28 παράγραφοι 1 έως 4, του άρθρου 29 παράγραφοι 1 έως 5 ή του άρθρου 31 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

69)   «πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1»: κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τους όρους του άρθρου 52 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

70)   «συνολικό ποσό»: το συνολικό ποσό κατά το οποίο έχει εκτιμήσει η αρχή εξυγίανσης ότι πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι επιλέξιμες υποχρεώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1·

71)   «επιλέξιμες υποχρεώσεις»: οι υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά μέσα που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), οι οποίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 2·

72)   «σύστημα εγγύησης των καταθέσεων»: σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που έχει συσταθεί και αναγνωριστεί επίσημα από ένα κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

73)   «μέσα της κατηγορίας 2»: κεφαλαιακά μέσα ή δάνεια μειωμένης εξασφάλισης που πληρούν τους όρους του άρθρου 63 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

74)   «σχετικά κεφαλαιακά μέσα»: πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2, για τους σκοπούς του τίτλου IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 και του τίτλου IV κεφάλαιο V·

75)   «συντελεστής μετατροπής»: ο συντελεστής που καθορίζει τον αριθμό των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στον οποίο μετατρέπεται μια υποχρέωση συγκεκριμένης κατηγορίας, με αναφορά είτε σε ένα μόνον μέσο της εν λόγω κατηγορίας είτε σε μια συγκεκριμένη μονάδα αξίας μιας χρεωστικής απαίτησης·

76)   «θιγόμενος πιστωτής»: πιστωτής του οποίου η απαίτηση αφορά υποχρέωση που μειώνεται ή μετατρέπεται σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, μέσω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής με χρήση του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα·

77)   «θιγόμενος κάτοχος»: κάτοχος μέσων ιδιοκτησίας του οποίου τα μέσα ιδιοκτησίας ακυρώνονται μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο η)·

78)   «ενδεδειγμένη αρχή»: η αρχή του κράτους μέλους, η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 61, που είναι αρμόδια, βάσει του εθνικού δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3·

79)   «σχετικό μητρικό ίδρυμα»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, για το οποίο ή την οποία εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα·

80)   «αποδέκτης»: η οντότητα στην οποία μεταβιβάζονται οι μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, χρεόγραφα, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις ή οποιοσδήποτε συνδυασμός των εν λόγω στοιχείων από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση·

81)   «εργάσιμη ημέρα»: κάθε ημέρα εκτός Σαββάτου, Κυριακής ή αργίας στο οικείο κράτος μέλος·

82)   «δικαίωμα καταγγελίας»: το δικαίωμα καταγγελίας μιας σύμβασης, το δικαίωμα επίσπευσης, εκκαθάρισης (close out), αλληλοσυμψηφισμού (set-off) ή συμψηφισμού των υποχρεώσεων, ή κάθε παρόμοια διάταξη που αναστέλλει, τροποποιεί ή εξαλείφει υποχρέωση ενός συμβαλλόμενου μέρους της σύμβασης, ή διάταξη η οποία εμποδίζει τη γένεση, στο πλαίσιο της σύμβασης, υποχρέωσης η οποία διαφορετικά θα είχε προκύψει·

83)   «ίδρυμα υπό εξυγίανση»: ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, για το οποίο ή την οποία αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης·

84)   «θυγατρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση»: ίδρυμα το οποίο είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και είναι θυγατρικό ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας·

85)   «μητρική επιχείρηση της Ένωσης»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση·

86)   «ίδρυμα τρίτης χώρας»: οντότητα, της οποίας η κεντρική διοίκηση εδρεύει σε τρίτη χώρα και η οποία, εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της Ένωσης, θα ενέπιπτε στον ορισμό του ιδρύματος·

87)   «μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας»: μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα·

88)   «διαδικασία εξυγίανσης σε τρίτη χώρα»: δράση βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας για τη διαχείριση της πτώχευσης ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας, η οποία είναι συγκρίσιμη, ως προς τους στόχους και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με τις δράσεις εξυγίανσης βάσει της παρούσας οδηγίας·

89)   «υποκατάστημα της Ένωσης»: υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που βρίσκεται σε κράτος μέλος·

90)   «σχετική αρχή τρίτης χώρας»: αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων με εκείνα των αρχών εξυγίανσης ή των αρμοδίων αρχών, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·

91)   «ρύθμιση χρηματοδότησης ομίλου»: η ρύθμιση ή οι ρυθμίσεις χρηματοδότησης που προβλέπονται από το κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

92)   «συναλλαγή αντιστήριξης»: μια συναλλαγή που συνάπτεται μεταξύ δύο οντοτήτων του ομίλου για το σκοπό της μεταβίβασης, εν όλω ή εν μέρει, του κινδύνου που δημιουργείται από άλλη συναλλαγή που συνάπτεται μεταξύ μιας από αυτές τις οντότητες του ομίλου και ενός τρίτου μέρους·

93)   «ενδοομιλική εγγύηση»: σύμβαση με την οποία μια οντότητα του ομίλου εγγυάται για τις υποχρεώσεις άλλης οντότητας του ομίλου προς ένα τρίτο μέρος·

94)   «καλυπτόμενες καταθέσεις»: οι καλυπτόμενες καταθέσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 5 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

95)   «επιλέξιμες καταθέσεις»: οι επιλέξιμες καταθέσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 4 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

96)   «καλυμμένο ομόλογο»: μέσο που αναφέρεται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26)·

97)   «συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων»: συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27)·

98)   «συμφωνία συμψηφισμού»: συμφωνία βάσει της οποίας ένας αριθμός απαιτήσεων ή υποχρεώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close-out netting), βάσει των οποίων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση (όπως ή όπου ορίζεται), επισπεύδεται η λήξη των υποχρεώσεων των μερών, ούτως ώστε να καθίστανται αμέσως απαιτητές, ή να λήγουν και σε κάθε περίπτωση να μετατρέπονται σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση ή αντικαθίστανται από αυτήν και στις δύο περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων και των «ρητρών συμψηφισμού», κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) σημείο i) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, ή «συμψηφίζονται» σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ια) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

99)   «συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού (set-off)»: συμφωνία βάσει της οποίας δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που οφείλονται μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται εκατέρωθεν η μία με την άλλη·

100)   «χρηματοπιστωτική σύμβαση»: περιλαμβάνει τις ακόλουθες συμβάσεις και συμφωνίες:

α)

συμβάσεις τίτλων, όπου συμπεριλαμβάνονται:

i)

συμβάσεις αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός τίτλου, μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,

ii)

δικαιώματα προαίρεσης επί ενός τίτλου ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,

iii)

συναλλαγή πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγή αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε τέτοιου τίτλου, ομάδας ή δείκτη τίτλων·

β)

συμβάσεις βασικών εμπορευμάτων, όπου συμπεριλαμβάνονται:

i)

συμβάσεις αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων για μελλοντική παράδοση,

ii)

δικαιώματα προαίρεσης επί ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων,

iii)

συναλλαγές πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγές αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε τέτοιου βασικού εμπορεύματος, ομάδας ή δείκτη·

γ)

συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) και προθεσμιακές συμβάσεις (forwards), όπου συμπεριλαμβάνονται συμβάσεις (εκτός από σύμβαση βασικών εμπορευμάτων) για αγορά, πώληση ή μεταβίβαση, σε μελλοντική ημερομηνία, βασικού εμπορεύματος ή περιουσιακού στοιχείου κάθε άλλης φύσεως, υπηρεσίας, δικαιώματος ή τόκου σε συγκεκριμένη τιμή·

δ)

συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), όπου συμπεριλαμβάνονται:

i)

συμβάσεις ανταλλαγής και δικαιώματα προαίρεσης που σχετίζονται με: επιτόκια· συμφωνίες άμεσης παράδοσης ή άλλες συμφωνίες συναλλάγματος· ανταλλαγή νομισμάτων· δείκτες μετοχών ή μετοχές· δείκτες χρέους ή χρέος· δείκτες βασικών εμπορευμάτων ή βασικά εμπορεύματα· το κλίμα, τις εκπομπές ρύπων ή τον πληθωρισμό,

ii)

συμβάσεις ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, πιστωτικών περιθωρίων ή πιστωτικού κινδύνου,

iii)

κάθε συμφωνία ή συναλλαγή που είναι παρεμφερής με συμφωνία που αναφέρεται στα σημεία i) ή ii) και η οποία αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης στις αγορές συμβάσεων ανταλλαγής ή παραγώγων·

ε)

διατραπεζικές συμφωνίες δανεισμού με διάρκεια δανεισμού τρεις μήνες κατ’ ανώτατο όριο,

στ)

γενικές συμφωνίες για οποιεσδήποτε από τις συμβάσεις ή συμφωνίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε),

101)   «μέτρο πρόληψης κρίσεων»: η άσκηση εξουσιών για να κατευθυνθεί η αντιμετώπιση των ελλείψεων ή η εξάλειψη των εμποδίων προς τη δυνατότητα ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6, η άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 17 ή 18, η εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27, ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή (επιτρόπου) σύμφωνα με το άρθρο 29, ή η άσκηση εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 59·

102)   «μέτρο διαχείρισης κρίσεων»: δράση εξυγίανσης ή διορισμός ειδικού διαχειριστή (επιτρόπου) δυνάμει του άρθρου 35 ή ενός προσώπου δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 2 ή του άρθρου 72 παράγραφος 1·

103)   «δυνατότητα ανάκαμψης»: η δυνατότητα ενός ιδρύματος να αποκαταστήσει τη χρηματοοικονομική του θέση μετά από σημαντική επιδείνωση·

104)   «καταθέτης»: ο καταθέτης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

105)   «επενδυτής»: ο επενδυτής κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 4 της οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28)·

106)   «ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας»: η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί η μακροπροληπτική πολιτική που αναφέρεται στη Σύσταση Β1 της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τη μακροπροληπτική εντολή των εθνικών αρχών (ΕΣΣΚ/2011/3)·

107)   «πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις»: πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως ορίζονται με βάση το κριτήριο του ετήσιου κύκλου εργασιών που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (29).

108)   «ρυθμιζόμενη αγορά»: ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να διευκρινίσει τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των δραστηριοτήτων, υπηρεσιών και πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σημείο 35) όσον αφορά τον ορισμό των «κρίσιμων λειτουργιών» και τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των επιχειρηματικών τομέων και των συναφών υπηρεσιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σημείο 36) όσον αφορά τον ορισμό των «βασικών επιχειρηματικών τομέων».

Άρθρο 3

Ορισμός αρμόδιων αρχών για την εξυγίανση

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή, κατ’ εξαίρεση, περισσότερες αρχές εξυγίανσης οι οποίες είναι εξουσιοδοτημένες για την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης.

2.   Η αρχή εξυγίανσης είναι αρχή δημόσιας διοίκησης ή αρχές στις οποίες έχουν ανατεθεί εξουσίες δημόσιας διοίκησης.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορεί να είναι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αρμόδια υπουργεία ή άλλες δημόσιες διοικητικές αρχές ή αρχές στις οποίες έχουν ανατεθεί διοικητικές εξουσίες. Κατ’ εξαίρεση, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αρχή εξυγίανσης μπορεί να είναι οι αρμόδιες αρχές εποπτείας για τους σκοπούς του κανονισμού αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Εφαρμόζονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται η οργανωτική ανεξαρτησία και να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των λειτουργιών εποπτείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής και των λειτουργιών των αρχών εξυγίανσης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, με την επιφύλαξη της ανταλλαγής πληροφοριών και των υποχρεώσεων συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 4. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, μεταξύ των αρμοδίων αρχών, εθνικών κεντρικών τραπεζών, αρμοδίων υπουργείων ή άλλων αρχών, υπάρχει οργανωτική ανεξαρτησία μεταξύ της λειτουργίας εξυγίανσης και της εποπτικής ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής.

Το προσωπικό που συμμετέχει στην επιτέλεση των λειτουργιών της αρχής εξυγίανσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας είναι διαρθρωτικά διαχωρισμένο και υπόκειται σε χωριστούς διαύλους αναφοράς από το προσωπικό που συμμετέχει στην εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή σχετίζονται με άλλες λειτουργίες της σχετικής αρχής.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη ή η αρχή εξυγίανσης θα υιοθετούν και θα δημοσιοποιούν κάθε αναγκαίο σχετικό εσωτερικό κανόνα, συμπεριλαμβανομένων κανόνων που αφορούν το επαγγελματικό απόρρητο και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διάφορων λειτουργικών τομέων.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρχές που ασκούν την εποπτεία και τις λειτουργίες εξυγίανσης και από τα πρόσωπα που ασκούν αυτά τα καθήκοντα εξ ονόματός τους να συνεργάζονται στενά κατά την προετοιμασία, τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αποφάσεων εξυγίανσης, τόσο όταν η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή είναι χωριστές οντότητες όσο και όταν τα καθήκοντα ασκούνται από την ίδια οντότητα.

5.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα μόνον υπουργείο το οποίο είναι υπεύθυνο για την άσκηση των λειτουργιών του αρμόδιου υπουργείου σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

6.   Όταν η αρχή εξυγίανσης σε ένα κράτος μέλος δεν είναι το αρμόδιο υπουργείο, η αρχή ενημερώνει το αρμόδιο υπουργείο για τις αποφάσεις της δυνάμει της παρούσας οδηγίας και, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από το εθνικό δίκαιο, λαμβάνει την έγκρισή του πριν εφαρμόσει αποφάσεις που έχουν άμεσο δημοσιονομικό αντίκτυπο ή συστημικές συνέπειες.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις αρχές εξυγίανσης και την ΕΑΤ βάσει της παρούσας οδηγίας συνεκτιμούν τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται το ίδρυμα ή ο όμιλος και ελαχιστοποιούν τις αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στα εν λόγω κράτη μέλη. Οι αποφάσεις της ΕΑΤ εμπίπτουν στο άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε αρχή εξυγίανσης αναπτύσσει την απαιτούμενη εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους και την επιχειρησιακή ικανότητα να εφαρμόζει δράσεις εξυγίανσης και είναι σε θέση να ασκεί τις εξουσίες της με την ταχύτητα και την ευελιξία που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.

9.   Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης, διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους και την επιχειρησιακή ικανότητα και παρακολουθεί την εφαρμογή της παραγράφου 8, μεταξύ άλλων με περιοδικές αξιολογήσεις από ομοτίμους.

10.   Όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ένα κράτος μέλος ορίζει περισσότερες από μία αρχές για την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, προβαίνει σε κοινοποίηση προς την ΕΑΤ και την Επιτροπή με την οποία αιτιολογεί δεόντως την ενέργεια αυτή και επιμερίζει με σαφήνεια τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες μεταξύ των εν λόγω αρχών, διασφαλίζει επαρκή συντονισμό μεταξύ τους και ορίζει μία και μόνη αρχή ως αρχή επικοινωνίας για τους σκοπούς της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών.

11.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με την εθνική αρχή ή αρχές που έχουν οριστεί ως αρχές εξυγίανσης και την αρχή επικοινωνίας και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, σχετικά με τις ειδικές λειτουργίες και αρμοδιότητές τους. Η ΕΑΤ δημοσιεύει τον κατάλογο των εν λόγω αρχών εξυγίανσης και των αρχών επικοινωνίας.

12.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 85, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ευθύνη της αρχής εξυγίανσης, της αρμόδιας αρχής και του προσωπικού τους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ I

Σχεδιασμός της ανάκαμψης και της εξυγίανσης

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 4

Απλουστευμένες υποχρεώσεις για ορισμένα ιδρύματα

1.   Έχοντας υπόψη τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η πτώχευση ενός ιδρύματος, λόγω της φύσης των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, της μετοχικής δομής του, της νομικής μορφής, του προφίλ κινδύνου, του μεγέθους και του νομικού καθεστώτος του, της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, της συμμετοχής σε ΘΣΠ ή σε άλλα συνεργατικά συστήματα αμοιβαίας αλληλεγγύης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και κατά πόσον ασκεί επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και εάν η πτώχευσή του και η επακόλουθη εκκαθάρισή του υπό φυσιολογικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι πιθανόν να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης να προσδιορίζουν:

α)

το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, που προβλέπονται στα άρθρα 5 έως 12·

β)

την καταληκτική ημερομηνία για την κατάρτιση των πρώτων σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης και τη συχνότητα επικαιροποίησης των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, η οποία μπορεί να είναι μικρότερη εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2, στο άρθρο 7 παράγραφος 5, στο άρθρο 10 παράγραφος 6 και στο άρθρο 13 παράγραφος 3·

γ)

το περιεχόμενο και τα επιμέρους στοιχεία των πληροφοριών που απαιτούνται από τα ιδρύματα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, στο άρθρο 11 παράγραφος 1 και στο άρθρο 12 παράγραφος 2, καθώς και στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος·

δ)

το εύρος των λεπτομερειών για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 15 και 16 και στο τμήμα Γ του παραρτήματος.

2.   Οι αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, οι αρχές εξυγίανσης, πραγματοποιούν την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έπειτα από διαβούλευση, όποτε ενδείκνυται, με τις εθνικές αρχές μακροπροληπτικής εποπτείας.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στην περίπτωση εφαρμογής απλουστευμένων υποχρεώσεων, οι αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν ανά πάσα στιγμή να επιβάλλουν πλήρεις, μη απλουστευμένες υποχρεώσεις.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εφαρμογή απλουστευμένων υποχρεώσεων δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής τις εξουσίες της αρμόδιας αρχής και, κατά περίπτωση, της αρχής εξυγίανσης να λαμβάνει μέτρα πρόληψης κρίσεων ή μέτρα διαχείρισης κρίσεων.

5.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να διευκρινίσει τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για την εκτίμηση, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, των επιπτώσεων της πτώχευσης ενός ιδρύματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα και στις συνθήκες χρηματοδότησης.

6.   Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 5, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2, για την εκτίμηση, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, των επιπτώσεων της πτώχευσης ενός ιδρύματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα και στις συνθήκες χρηματοδότησης.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2017.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν την ΕΑΤ με ποιον τρόπο εφήρμοσαν τις παραγράφους 1, 8, 9 και 10 στα ιδρύματα υπό τη δικαιοδοσία τους. Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1, 8, 9 και 10. Ειδικότερα, η εν λόγω έκθεση ταυτοποιεί τυχόν διαφορές στην εφαρμογή των παραγράφων 1, 8, 9 και 10 σε εθνικό επίπεδο.

8.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 9 και 10, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εξαιρούν:

α)

από την εφαρμογή των απαιτήσεων των τμημάτων 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου τα ιδρύματα που συνδέονται με κεντρικό οργανισμό και εξαιρούνται πλήρως ή μερικώς από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στο εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

από την εφαρμογή των απαιτήσεων του τμήματος 2 τα ιδρύματα που είναι μέλη ενός ΘΣΠ.

9.   Όταν χορηγείται εξαίρεση σύμφωνα με την παράγραφο 8, τα κράτη μέλη:

α)

εφαρμόζουν τις απαιτήσεις των τμημάτων 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου σε ενοποιημένη βάση στον κεντρικό οργανισμό και στα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

απαιτούν από το ΘΣΠ να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του τμήματος 2 σε συνεργασία με καθένα από τα μέλη του στα οποία έχει χορηγηθεί εξαίρεση.

Για τον σκοπό αυτό, κάθε αναφορά σε όμιλο που γίνεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου περιλαμβάνει έναν κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις θυγατρικές τους, και κάθε αναφορά σε μητρικές επιχειρήσεις ή ιδρύματα που υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ περιλαμβάνει επίσης τον κεντρικό οργανισμό.

10.   Τα ιδρύματα που τελούν υπό την άμεση εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 ή που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος ενός κράτους μέλους, καταρτίζουν δικά τους σχέδια ανάκαμψης σύμφωνα με το τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου και υπόκεινται σε ειδικά σχέδια εξυγίανσης σύμφωνα με το τμήμα 3.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι λειτουργίες ενός ιδρύματος θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η συνολική αξία του ενεργητικού τους υπερβαίνει τα 30 000 000 000 EUR· ή

β)

το ποσοστό του συνόλου του ενεργητικού τους ως προς το ΑΕΠ του κράτους μέλους εγκατάστασης υπερβαίνει το 20 %, εκτός εάν η συνολική αξία του ενεργητικού τους δεν υπερβαίνει τα 5 000 000 000 EUR.

11.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό ενιαίων μορφοτύπων, υποδειγμάτων και ορισμών σχετικά με τον προσδιορισμό και τη διαβίβαση πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές και αρχές εξυγίανσης στην ΕΑΤ για τους σκοπούς της παραγράφου 7, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τμήμα 2

Σχεδιασμός της ανάκαμψης

Άρθρο 5

Σχέδια ανάκαμψης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε ίδρυμα, που δεν αποτελεί μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καταρτίζει και διατηρεί σχέδιο ανάκαμψης, το οποίο προβλέπει, τα μέτρα που θα λάβει το ίδρυμα για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής του θέσης έπειτα από σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής του κατάστασης. Τα σχέδια ανάκαμψης θεωρούνται ρύθμιση διακυβέρνησης κατά την έννοια του άρθρου 74 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους τουλάχιστον ετησίως ή έπειτα από μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή του ιδρύματος, στις δραστηριότητές του ή στη χρηματοοικονομική του κατάσταση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά ή να απαιτήσει αλλαγή στο σχέδιο ανάκαμψης. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν από τα ιδρύματα να επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους σε συχνότερη βάση.

3.   Τα σχέδια ανάκαμψης δεν προβλέπουν πρόσβαση σε ή λήψη έκτακτης δημόσιας χρηματοοικονομικής στήριξης.

4.   Τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, μια ανάλυση του πώς και πότε ένα ίδρυμα δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες και προσδιορίζουν τα περιουσιακά στοιχεία που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις.

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο τμήμα Α του παραρτήματος. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν να περιλαμβάνονται αυτές οι πρόσθετες πληροφορίες στα σχέδια ανάκαμψης.

Τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν ενδεχόμενα μέτρα που μπορεί να λαμβάνει το ίδρυμα όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 27.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν τα σχέδια ανάκαμψης να περιλαμβάνουν κατάλληλες προϋποθέσεις και διαδικασίες για να διασφαλίζουν την έγκαιρη εφαρμογή των δράσεων ανάκαμψης, καθώς και ένα ευρύ φάσμα επιλογών ανάκαμψης. Τα κράτη μέλη απαιτούν τα σχέδια ανάκαμψης να λαμβάνουν υπόψη διάφορα σενάρια σοβαρών μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών δυσχερειών που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες συνθήκες του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων γεγονότων που επηρεάζουν ολόκληρο το σύστημα, πιέσεων που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα και πιέσεων που επηρεάζουν το σύνολο του ομίλου.

7.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τον περαιτέρω καθορισμό ενός φάσματος σεναρίων που πρόκειται να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν από τα ιδρύματα να διατηρούν λεπτομερή αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στις οποίες το ίδρυμα είναι συμβαλλόμενο μέρος.

9.   Το διοικητικό όργανο του ιδρύματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αξιολογεί και εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης πριν το υποβάλει στην αρμόδια αρχή.

10.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4, τις πληροφορίες τις οποίες πρέπει να περιλαμβάνει το σχέδιο ανάκαμψης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 6

Αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα που υποχρεούνται να εκπονούν σχέδια ανάκαμψης, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 και το άρθρο 7 παράγραφος 1, να υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ανάκαμψης στην αρμόδια αρχή προς εξέταση. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να αποδεικνύουν στην αρμόδια αρχή ότι τα σχέδια αυτά πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 2.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, εντός έξι μηνών από την υποβολή κάθε σχεδίου και μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, εφόσον το σχέδιο αφορά το συγκεκριμένο υποκατάστημα, εξετάζουν τα εν λόγω σχέδια και αξιολογούν κατά πόσον κάθε σχέδιο ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 5, καθώς και τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η εφαρμογή των ρυθμίσεων που προτείνονται στο σχέδιο είναι ευλόγως πιθανό να διατηρήσει ή να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα και τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος ή του ομίλου, λαμβανομένων υπόψη των προπαρασκευαστικών μέτρων που έλαβε ή σκοπεύει να λάβει το ίδρυμα·

β)

το σχέδιο και οι συγκεκριμένες επιλογές στο πλαίσιο του σχεδίου είναι ευλόγως πιθανό να εφαρμοστούν ταχέως και αποτελεσματικά σε καταστάσεις οικονομικής πίεσης, αποφεύγοντας στο μέγιστο δυνατόν βαθμό τυχόν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων και σεναρίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και άλλα ιδρύματα να εφαρμόσουν σχέδια ανάκαμψης εντός της ιδίας χρονικής περιόδου.

3.   Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των σχεδίων ανάκαμψης, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την καταλληλότητα της δομής του κεφαλαίου του ιδρύματος και της χρηματοδοτικής του δομής σε σχέση με τον βαθμό πολυπλοκότητας της οργανωτικής δομής και το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος.

4.   Η αρμόδια αρχή παρέχει το σχέδιο ανάκαμψης στην αρχή εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εξετάσει το σχέδιο ανάκαμψης, προκειμένου να προσδιορίσει δράσεις περιλαμβανόμενες στο σχέδιο ανάκαμψης οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος και να υποβάλει συστάσεις στην αρμόδια αρχή σχετικά με τα θέματα αυτά.

5.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στο σχέδιο ανάκαμψης ή σημαντικά εμπόδια στην εφαρμογή του, κοινοποιεί στο ίδρυμα ή τη μητρική επιχείρηση του ομίλου την αξιολόγησή της και απαιτεί από αυτό να υποβάλει, εντός προθεσμίας δύο μηνών, η οποία μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα εφόσον το εγκρίνουν οι αρχές, αναθεωρημένο σχέδιο, παρουσιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι εν λόγω ελλείψεις ή εμπόδια.

Η αρμόδια αρχή, πριν ζητήσει από ένα ίδρυμα να υποβάλει εκ νέου σχέδιο ανάκαμψης, παρέχει την ευκαιρία στο ίδρυμα να διατυπώσει τη γνώμη του για την απαίτηση αυτή.

Εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι οι ελλείψεις και τα εμπόδια δεν αντιμετωπίσθηκαν επαρκώς στο αναθεωρημένο σχέδιο, μπορεί να συστήσει στο ίδρυμα να πραγματοποιήσει συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο.

6.   Εάν το ίδρυμα δεν υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης ή εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι το αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τις ελλείψεις και τα πιθανά εμπόδια που εντοπίστηκαν κατά την αρχική της αξιολόγηση, και δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν επαρκώς οι ελλείψεις ή τα εμπόδια μέσω σύστασης για συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο, η αρμόδια αρχή απαιτεί από το ίδρυμα να προσδιορίσει, εντός εύλογης προθεσμίας, αλλαγές τις οποίες μπορεί να επιφέρει στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις ή τα εμπόδια στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης.

Εάν το ίδρυμα δεν προσδιορίσει τις αλλαγές αυτές εντός της ορισθείσας από την αρμόδια αρχή προθεσμίας, ή εάν η αρμόδια αρχή εκτιμήσει ότι οι προτεινόμενες από το ίδρυμα δράσεις δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τις ελλείψεις ή τα εμπόδια, η αρμόδια αρχή μπορεί να συστήσει στο ίδρυμα να λάβει κάθε μέτρο που κρίνει απαραίτητο και αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των ελλείψεων και των εμποδίων και την επίπτωση των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ιδρύματος.

Η αρμόδια αρχή μπορεί, με την επιφύλαξη του άρθρου 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, να συστήσει στο ίδρυμα:

α)

να μειώσει το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ρευστότητας·

β)

να καταστήσει δυνατή την έγκαιρη λήψη μέτρων ανακεφαλαιοποίησης·

γ)

να επανεξετάσει τη στρατηγική και τη δομή του ιδρύματος·

δ)

να πραγματοποιήσει αλλαγές στη στρατηγική χρηματοδότησης, ώστε να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·

ε)

να πραγματοποιηθούν αλλαγές στη δομή διακυβέρνησης του ιδρύματος.

Ο κατάλογος μέτρων που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα δυνάμει του εθνικού δικαίου.

7.   Όταν η αρμόδια αρχή απαιτεί από ένα ίδρυμα να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 6, η απόφασή της σχετικά με τα μέτρα είναι αιτιολογημένη και αναλογική.

Η απόφαση κοινοποιείται γραπτώς στο ίδρυμα και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.

8.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου καθορίζονται τα ελάχιστα κριτήρια τα οποία πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της αξιολόγησης βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 8 παράγραφος 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 7

Σχέδια ανάκαμψης ομίλου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης εκπονούν και υποβάλλουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου. Τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου συνίστανται σε σχέδιο ανάκαμψης για ολόκληρο τον όμιλο επικεφαλής του οποίου βρίσκεται η μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην. Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου προβλέπει μέτρα που ενδέχεται να εφαρμοστούν στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης και σε κάθε θυγατρική.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 8, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητήσουν από τις θυγατρικές να εκπονήσουν και να υποβάλουν σχέδια ανάκαμψης σε ατομική βάση.

3.   Υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου:

α)

στις οικείες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα στον βαθμό στον οποίο τα σχέδια αφορούν το συγκεκριμένο υποκατάστημα·

γ)

στη αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου· και

δ)

στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών.

4.   Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου έχει ως στόχο να επιτευχθεί η σταθεροποίηση του ομίλου ως συνόλου ή οποιουδήποτε ιδρύματος του ομίλου, όταν βρίσκεται σε κατάσταση πίεσης, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα αίτια των δυσχερειών και να αποκατασταθεί η χρηματοοικονομική θέση του ομίλου ή του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τη χρηματοοικονομική θέση άλλων οντοτήτων του ομίλου.

Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τη διασφάλιση του συντονισμού και της συνέπειας των μέτρων που πρέπει να ληφθούν στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης εγκατεστημένη στην Ένωση και στο επίπεδο των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ), καθώς των μέτρων που πρέπει να ληφθούν στο επίπεδο των θυγατρικών και, όπου αυτό προβλέπεται σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, στο επίπεδο σημαντικών υποκαταστημάτων.

5.   Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου, καθώς και κάθε σχέδιο που υλοποιείται για μια επιμέρους θυγατρική, περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται στο άρθρο 5. Τα εν λόγω σχέδια περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, ρυθμίσεις για ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, που υιοθετούνται με βάση συμφωνία για ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, η οποία έχει συναφθεί σύμφωνα με το κεφάλαιο III.

6.   Τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου περιλαμβάνουν σειρά επιλογών ανάκαμψης, όπου παρουσιάζονται οι ενέργειες για την αντιμετώπιση των σεναρίων που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 6.

Για κάθε ένα από τα σενάρια, το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου προσδιορίζει αν υπάρχουν εμπόδια στην εφαρμογή μέτρων ανάκαμψης εντός του ομίλου, καθώς και σε επίπεδο επιμέρους οντοτήτων που καλύπτει το σχέδιο, και αν υπάρχουν ουσιαστικά πρακτικά ή νομικά κωλύματα ως προς την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων ή περιουσιακών στοιχείων εντός του ομίλου.

7.   Το διοικητικό όργανο της οντότητας που εκπονεί το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 1, αξιολογεί και εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου, πριν το υποβάλει στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Άρθρο 8

Αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης ομίλου

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας εξετάζει, από κοινού με τις αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 116α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τις αρμόδιες αρχές των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που αυτό αφορά το σημαντικό υποκατάστημα, το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου και αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τα κριτήρια των άρθρων 6 και 7. Η αξιολόγηση αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 και με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων ανάκαμψης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές προσπαθούν να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με τα εξής:

α)

την εξέταση και την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου·

β)

αν θα εκπονηθεί σχέδιο ανάκαμψης σε ατομική βάση για ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ομίλου· και

γ)

την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6.

Τα μέρη προσπαθούν να καταλήξουν σε κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία βάσει του άρθρου 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Ελλείψει κοινής απόφασης των αρμοδίων αρχών, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, σχετικά με την εξέταση και αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου ή σχετικά με οποιαδήποτε άλλα μέτρα που απαιτείται να λάβει η μητρική επιχείρηση της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τα ζητήματα αυτά. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει απόφαση συνεκτιμώντας τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την τετράμηνη περίοδο. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την απόφαση στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές.

Αν, κατά το τέλος της εν λόγω τετράμηνης προθεσμίας, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 7 έχει παραπέμψει θέμα που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

4.   Ελλείψει κοινής αποφάσεως μεταξύ των αρμόδιων αρχών εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, σχετικά με:

α)

το αν θα εκπονηθεί σχέδιο ανάκαμψης σε ατομική βάση για ιδρύματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία μιας αρμόδιας αρχής· και

β)

την εφαρμογή, σε επίπεδο θυγατρικών, των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6·

κάθε αρμόδια αρχή αποφασίζει η ίδια επί του εν λόγω ζητήματος.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 7 στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή για τη θυγατρική αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για τη θυγατρική σε ατομικό επίπεδο.

5.   Οι άλλες αρμόδιες αρχές που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο της παραγράφου 4 μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου η οποία καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.

6.   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή 5 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ελλείψει κοινής απόφασης, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα οικεία κράτη μέλη.

7.   Μετά από αίτημα αρμόδιας αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4, η ΕΑΤ μπορεί να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές για την επίτευξη συμφωνίας βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1093/2010 σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης και την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 6 στοιχεία α), β) και δ).

Άρθρο 9

Δείκτες σχεδίου ανάκαμψης

1.   Για τους σκοπούς των άρθρων 5 έως 8, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν ώστε κάθε σχέδιο ανάκαμψης να περιλαμβάνει πλαίσιο δεικτών που καταρτίζεται από το ίδρυμα και προσδιορίζει τα σημεία στα οποία μπορούν να ληφθούν οι αναφερόμενες στο σχέδιο κατάλληλες δράσεις. Οι δείκτες αυτοί συμφωνούνται από τις αρμόδιες αρχές όταν προβαίνουν σε αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8. Οι δείκτες μπορεί να είναι ποιοτικής ή ποσοτικής φύσης, σχετιζόμενης με τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος, και θα είναι δυνατή η εύκολη παρακολούθησή τους. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα να εφαρμόζουν κατάλληλες ρυθμίσεις για την τακτική παρακολούθηση των δεικτών.

Παρά το πρώτο εδάφιο, ένα ίδρυμα δύναται:

α)

να αναλάβει δράση στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψής του σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι όροι του σχετικού δείκτη, αλλά και όταν το διοικητικό όργανο του ιδρύματος το κρίνει σκόπιμο λόγω των συνθηκών· ή

β)

να μην αναλάβει τέτοιου είδους δράση εάν το διοικητικό όργανο του ιδρύματος δεν το κρίνει σκόπιμο λόγω των συγκεκριμένων περιστάσεων.

Η απόφαση να αναληφθεί μια δράση που αναφέρεται στο σχέδιο ανάκαμψης ή η απόφαση να μην αναληφθεί η δράση αυτή πρέπει να κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή χωρίς καθυστέρηση.

2.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, καταρτίζει, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, κατευθυντήριες γραμμές που προσδιορίζουν το κατώτατο όριο των ποιοτικών και των ποσοτικών δεικτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Τμήμα 3

Σχεδιασμός της εξυγίανσης

Άρθρο 10

Σχέδια εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης για κάθε ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου υποκείμενο σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τις ενέργειες εξυγίανσης στις οποίες μπορεί να προβεί η αρχή εξυγίανσης, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση. Οι πληροφορίες της παραγράφου 7 στοιχείο α) τίθενται εν γνώσει του σχετικού ιδρύματος.

2.   Κατά την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης εντοπίζει οποιαδήποτε σημαντικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και, όπου είναι αναγκαίο και αναλογικό, επισημαίνει τις σχετικές δράσεις μέσω των οποίων τα εμπόδια αυτά είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν, σύμφωνα με το κεφάλαιο II του παρόντος τίτλου.

3.   Το σχέδιο εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη σχετικά σενάρια, μεταξύ των οποίων και την περίπτωση ότι η πτώχευση ενδέχεται να είναι ιδιοσυγκρασιακή ή να εμφανίζεται σε μια περίοδο ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος. Το σχέδιο εξυγίανσης δεν προβλέπει τα ακόλουθα:

α)

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β)

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή

γ)

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

4.   Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει μια ανάλυση του πώς και πότε ένα ίδρυμα δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες και προσδιορίζει τα περιουσιακά στοιχεία που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως ασφάλειες.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα να τις βοηθούν στην κατάρτιση και την επικαιροποίηση των σχεδίων.

6.   Τα σχέδια εξυγίανσης επανεξετάζονται, και επικαιροποιούνται κατά περίπτωση, τουλάχιστον ετησίως και έπειτα από κάθε ουσιαστική μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή του ιδρύματος ή στις επιχειρηματικές δραστηριότητές του ή στη χρηματοοικονομική του θέση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του σχεδίου ή κατ’ άλλο τρόπο επιβάλλει αναθεώρηση του σχεδίου εξυγίανσης.

Για τον σκοπό της αναθεώρησης ή επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές επικοινωνούν αμέσως στις αρχές εξυγίανσης οποιαδήποτε αλλαγή η οποία καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση ή επικαιροποίηση.

7.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, στο σχέδιο εξυγίανσης παρουσιάζονται επιλογές για την εφαρμογή στο ίδρυμα των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στον τίτλο IV. Το σχέδιο περιλαμβάνει, προσδιορίζοντας ποσοτικά όταν αυτό ενδείκνυται και είναι εφικτό, τα εξής στοιχεία:

α)

σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου·

β)

σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στο ίδρυμα, οι οποίες έχουν επέλθει μετά την υποβολή των πλέον πρόσφατων πληροφοριών σχετικά με την εξυγίανση·

γ)

παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να διαχωριστούν νομικά και οικονομικά οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς, στον αναγκαίο βαθμό, από άλλες λειτουργίες, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια σε περίπτωση πτώχευσης του ιδρύματος·

δ)

εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου·

ε)

λεπτομερή περιγραφή της εκτίμησης ως προς τη δυνατότητα εξυγίανσης, που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 15·

στ)

περιγραφή των μέτρων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 17 για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, τα οποία εντοπίζονται κατόπιν της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 15·

ζ)

περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των κρίσιμων λειτουργιών, των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος·

η)

λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 είναι επικαιροποιημένες και στη διάθεση των αρχών εξυγίανσης, ανά πάσα στιγμή·

θ)

επεξήγηση, από την αρχή εξυγίανσης, του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι επιλογές εξυγίανσης, χωρίς να προϋποτίθεται οιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, πέραν της χρήσης των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100,

ii)

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή

iii)

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου·

ι)

λεπτομερή περιγραφή των διαφόρων στρατηγικών εξυγίανσης οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σύμφωνα με τα διάφορα πιθανά σενάρια, καθώς και τα εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση χρονοδιαγράμματα·

ια)

περιγραφή των κρίσιμων αλληλεξαρτήσεων·

ιβ)

περιγραφή των επιλογών για τη διατήρηση της πρόσβασης σε υπηρεσίες πληρωμών και εκκαθάρισης και άλλων υποδομών και εκτίμηση της δυνατότητας μεταφοράς των θέσεων πελατών·

ιγ)

ανάλυση του αντικτύπου που θα έχει το σχέδιο στους υπαλλήλους του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης εκτίμησης των συναφών δαπανών, και περιγραφή των προβλεπόμενων διαδικασιών διαβούλευσης με το προσωπικό κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τα εθνικά συστήματα διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους, όπου ισχύουν·

ιδ)

σχέδιο επικοινωνίας με τα μέσα ενημέρωσης και με το κοινό·

ιε)

την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 και προθεσμία επίτευξης του επιπέδου αυτού, κατά περίπτωση·

ιστ)

κατά περίπτωση, την ελάχιστη απαίτηση των ιδίων κεφαλαίων και των συμβατικών εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1, καθώς και προθεσμία επίτευξης του επιπέδου αυτού, κατά περίπτωση·

ιζ)

περιγραφή των βασικών λειτουργιών και συστημάτων για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του ιδρύματος·

ιη)

κατά περίπτωση, οποιαδήποτε γνώμη διατυπώνεται από το ίδρυμα σε σχέση με το σχέδιο εξυγίανσης.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν από τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να τηρούν λεπτομερή αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στις οποίες το ίδρυμα είναι συμβαλλόμενο μέρος. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να θέτει προθεσμία εντός της οποίας το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) οφείλει να είναι σε θέση να παρουσιάσει αυτά τα αρχεία. Η ίδια προθεσμία ισχύει για όλα τα ιδρύματα και οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) και βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία της. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αποφασίζει διαφορετικές προθεσμίες για διαφορετικά είδη χρηματοπιστωτικών συμβάσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 100. Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει την εξουσία της αρμόδιας αρχής για συγκέντρωση πληροφοριών.

9.   Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία καθορίζεται περαιτέρω το περιεχόμενο του σχεδίου εξυγίανσης.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 11

Πληροφορίες για τους σκοπούς των σχεδίων εξυγίανσης και της συνεργασίας από το ίδρυμα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από τα ιδρύματα:

α)

να συνεργάζονται όσο χρειάζεται κατά την κατάρτιση των σχεδίων εξυγίανσης·

β)

να τους παρέχουν, είτε άμεσα είτε μέσω της αρμόδιας αρχής, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση και την εφαρμογή σχεδίων εξυγίανσης.

Συγκεκριμένα, οι αρχές εξυγίανσης να έχουν την εξουσία να απαιτούν, μεταξύ άλλων πληροφοριών, τις πληροφορίες και την ανάλυση που καθορίζονται στο τμήμα Β του παραρτήματος.

2.   Οι αρμόδιες αρχές στα σχετικά κράτη μέλη συνεργάζονται με τις αρχές εξυγίανσης, προκειμένου να επαληθεύουν αν είναι ήδη διαθέσιμες κάποιες ή όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Εάν οι εν λόγω πληροφορίες είναι διαθέσιμες, οι αρμόδιες αρχές τις παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τις διαδικασίες και ένα ελάχιστο σύνολο τυποποιημένων μορφότυπων και υποδειγμάτων για την παροχή των πληροφοριών σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 12

Σχέδια εξυγίανσης ομίλου

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου να καταρτίζουν σχέδια εξυγίανσης ομίλων, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που το ζήτημα αφορά το συγκεκριμένο υποκατάστημα. Τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου περιλαμβάνουν ένα σχέδιο εξυγίανσης στο επίπεδο του ομίλου που έχει επικεφαλής τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, ως συνόλου, είτε μέσω εξυγίανσης στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης είτε μέσω διάσπασης και εξυγίανσης των θυγατρικών. Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου προσδιορίζει μέτρα για την εξυγίανση:

α)

της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης·

β)

των θυγατρικών που συμμετέχουν στον όμιλο και που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση·

γ)

των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)· και

δ)

βάσει του τίτλου VI, των θυγατρικών που συμμετέχουν στον όμιλο και που είναι εγκατεστημένες εκτός Ένωσης.

2.   Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου καταρτίζεται βάσει των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 11.

3.   Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου:

α)

παρουσιάζει τις δράσεις εξυγίανσης που πρέπει να αναληφθούν σε σχέση με τις οντότητες του ομίλου, τόσο μέσω δράσεων εξυγίανσης που αφορούν τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχεία β), γ) και δ), τη μητρική επιχείρηση και τα θυγατρικά ιδρύματα, όσο και μέσω συντονισμένων δράσεων εξυγίανσης που αφορούν θυγατρικά ιδρύματα, στα σενάρια που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 3·

β)

εξετάζει τον βαθμό στον οποίο τα εργαλεία και οι εξουσίες εξυγίανσης θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και να ασκηθούν, κατά συντονισμένο τρόπο, σε οντότητες του ομίλου που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τη διευκόλυνση της αγοράς, από τρίτο μέρος, ολόκληρου του ομίλου ή χωριστών επιχειρηματικών τομέων ή δραστηριοτήτων που ασκούνται από μια σειρά οντοτήτων του ομίλου ή συγκεκριμένες οντότητες του ομίλου, και προσδιορίζει πιθανά εμπόδια στη συντονισμένη εξυγίανση·

γ)

όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει οντότητες που έχουν συσταθεί σε τρίτες χώρες, προσδιορίζει τις κατάλληλες ρυθμίσεις συνεργασίας και συντονισμού με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών καθώς και τις συνέπειες για την εξυγίανση εντός της Ένωσης·

δ)

προσδιορίζει μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του νομικού και οικονομικού διαχωρισμού συγκεκριμένων λειτουργιών ή επιχειρηματικών τομέων, τα οποία είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση της εξυγίανσης του ομίλου, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση·

ε)

προσδιορίζει οποιεσδήποτε επιπλέον δράσεις δεν αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και τις οποίες η αρχή εξυγίανσης του ομίλου προτίθεται να αναλάβει για την εξυγίανση του ομίλου·

στ)

προσδιορίζει με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι δράσεις εξυγίανσης του ομίλου και, σε περίπτωση που θα χρειαζόταν η χρηματοδοτική ρύθμιση, θέτει τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης για την εν λόγω χρηματοδότηση μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης στα διάφορα κράτη μέλη. Το σχέδιο δεν προϋποθέτει κανένα από τα ακόλουθα:

i)

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100,

ii)

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή

iii)

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

Οι αρχές αυτές ορίζονται βάσει δίκαιων και ισόρροπων κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, τις διατάξεις του άρθρου 107 παράγραφος 5 και τον αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

4.   Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρο 16 διεξάγεται ταυτόχρονα με την κατάρτιση και την ενημέρωση των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Στο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου περιλαμβάνεται λεπτομερής περιγραφή της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 16.

5.   Το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου δεν έχει δυσανάλογα μεγάλο αντίκτυπο σε κανένα κράτος μέλος.

6.   Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία καθορίζεται το περιεχόμενο του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη τους διαφορετικούς επιχειρηματικούς μορφότυπους των ομίλων στην εσωτερική αγορά.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 13

Απαιτήσεις και διαδικασία για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου

1.   Οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τις πληροφορίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν σύμφωνα με το άρθρο 11. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης και, στον απαιτούμενο βαθμό, κάθε μία από τις οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ).

Υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο:

α)

στην ΕΑΤ·

β)

στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών·

γ)

στις αρμόδιες αρχές των περιοχών δικαιοδοσίας όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα·

δ)

στις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ· και

ε)

στις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ).

Οι παρεχόμενες πληροφορίες από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου προς τις αρχές εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές των θυγατρικών, τις αρχές εξυγίανσης των κρατών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα και τις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, περιλαμβάνουν τουλάχιστον όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη θυγατρική ή το σημαντικό υποκατάστημα. Οι πληροφορίες που παρέχονται στην ΕΑΤ περιλαμβάνουν κάθε πληροφορία σχετική με τον ρόλο της ΕΑΤ όσον αφορά τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου. Στην περίπτωση πληροφοριών σχετικά με θυγατρικές σε τρίτες χώρες, η αρχή εξυγίανσης του ομίλου δεν είναι υποχρεωμένη να διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές χωρίς τη συναίνεση της οικείας εποπτικής αρχής ή της αρχής εξυγίανσης της τρίτης χώρας.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ενεργώντας από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, σε σώματα εξυγίανσης και κατόπιν διαβούλευσης με τις σχετικές αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών στις περιοχές δικαιοδοσίας κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, καταρτίζουν και διατηρούν σχέδια εξυγίανσης ομίλου. Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δύνανται, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια και με την επιφύλαξη ότι τηρούν τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 98 της παρούσας οδηγίας, να ζητήσουν να συμμετάσχουν στην εκπόνηση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης ομίλου αρχές εξυγίανσης από τρίτες χώρες όπου ο όμιλος έχει εγκατεστημένες θυγατρικές ή χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή σημαντικά υποκαταστήματα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου αναθεωρούνται και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούνται τουλάχιστον άπαξ ετησίως, καθώς και έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων του ομίλου, που δύναται να έχει σημαντική επίπτωση στο σχέδιο ή να απαιτεί την τροποποίησή του.

4.   Η έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών.

Οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Ελλείψει κοινής απόφασης των αρχών εξυγίανσης εντός τεσσάρων μηνών, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει η ίδια την απόφαση όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου. Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις γνώμες και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμοδίων αρχών. Η απόφαση διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

6.   Ελλείψει κοινής απόφασης των αρχών εξυγίανσης εντός τεσσάρων μηνών, κάθε αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για μια θυγατρική λαμβάνει τη δική της απόφαση και καταρτίζει και διατηρεί σχέδιο εξυγίανσης για τις οντότητες υπό τη δικαιοδοσία της. Κάθε μεμονωμένη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, αναφέρει τους λόγους διαφωνίας με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και λαμβάνει υπόψη της τις απόψεις και επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών και αρχών εξυγίανσης. Κάθε αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η σχετική αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.

7.   Οι άλλες αρχές εξυγίανσης που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο της παραγράφου 6 μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.

8.   Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 7, και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις άλλες σχετικές αρχές εξυγίανσης.

9.   Σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος άρθρου, κατ’ αίτηση μιας αρχής εξυγίανσης, η ΕΑΤ μπορεί να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, εκτός εάν οποιαδήποτε σχετική αρχή εξυγίανσης εκτιμήσει ότι το αντικείμενο της διαφωνίας είναι δυνατόν να θίξει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.

10.   Σε περίπτωση που λαμβάνονται κοινές αποφάσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 7, και που μια αρχή εξυγίανσης εκτιμά στο πλαίσιο της παραγράφου 9 ότι το αντικείμενο μιας διαφωνίας θίγει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους της, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δρομολογεί μια επανεκτίμηση του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

Άρθρο 14

Διαβίβαση σχεδίων εξυγίανσης στις αρμόδιες αρχές

1.   Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις σχετικές αρμόδιες αρχές.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις σχετικές αρμόδιες αρχές.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ II

Δυνατότητα εξυγίανσης

Άρθρο 15

Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ιδρυμάτων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, να αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο ένα ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β)

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα·

γ)

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί, εάν είναι εφικτό και αξιόπιστο η αρχή εξυγίανσης είτε να το εκκαθαρίσει στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να το εξυγιάνει, εφαρμόζοντας στο ίδρυμα τα διάφορα εργαλεία και εξουσίες εξυγίανσης, μειώνοντας παράλληλα στον ελάχιστο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε σημαντική δυσμενή συνέπεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το ίδρυμα, ακόμη και σε περιστάσεις ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος, ή άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης, και με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούνται από το ίδρυμα. Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που κάποιο ίδρυμα θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

2.   Για τους σκοπούς της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει, τουλάχιστον, τα θέματα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος.

3.   Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται από την αρχή εξυγίανσης ταυτόχρονα και για τους σκοπούς κατάρτισης και επικαιροποίησης του σχεδίου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 10.

4.   Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου εξειδικεύονται τα θέματα προς εξέταση και τα κριτήρια για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ιδρυμάτων ή των ομίλων, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 16.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 16

Εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, και μετά από διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις αρμόδιες αρχές των θυγατρικών αυτών, καθώς και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β)

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα·

γ)

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

Ένας όμιλος θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί εάν είναι εφικτό και αξιόπιστο οι αρχές εξυγίανσης είτε να εκκαθαρίσουν τις οντότητες του ομίλου στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να εξυγιάνουν τις οντότητες του ομίλου, εφαρμόζοντας σε αυτές τα διάφορα εργαλεία και εξουσίες εξυγίανσης, μειώνοντας παράλληλα στον ελάχιστο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε σημαντική δυσμενή συνέπεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται οι οντότητες του ομίλου, ακόμη και σε περιστάσεις ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος, ή άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης, και με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούνται από τις οντότητες του ομίλου, είτε διότι αυτές μπορούν να διαχωριστούν εύκολα και εγκαίρως είτε με άλλα μέσα. Οι αρχές εξυγίανσης ομίλου ενημερώνουν εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που ένας όμιλος θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου εξετάζεται από τα σώματα εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 88.

2.   Για τους σκοπούς της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν, τουλάχιστον, τα θέματα που εξειδικεύονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος.

3.   Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται ταυτόχρονα και για τους σκοπούς της κατάρτισης και της επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 12. Η εκτίμηση γίνεται με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του άρθρου 13.

Άρθρο 17

Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν, σύμφωνα με μια εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16, μια αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, διαπιστώνει ότι υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί εγγράφως τη διαπίστωση αυτή στο σχετικό ίδρυμα, στην αρμόδια αρχή και στις αρχές εξυγίανσης της περιοχής δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

2.   Η απαίτηση για τις αρχές εξυγίανσης να καταρτίσουν σχέδια εξυγίανσης και για τις σχετικές αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου, του άρθρου 10 παράγραφος 1 και του άρθρου 13 παράγραφος 4 αντιστοίχως, αναστέλλεται ύστερα από την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως ότου η αρχή εξυγίανσης αποδεχθεί τα μέτρα για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ή αποφασίσει περί αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

3.   Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1, το ίδρυμα προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση. Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα αυτά αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά ή εξαλείφονται τα εν λόγω ουσιαστικά εμπόδια.

4.   Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι τα μέτρα που προτείνει ένα ίδρυμα σύμφωνα με την παράγραφο 3 δεν περιορίζουν ούτε εξαλείφουν αποτελεσματικά τα εν λόγω εμπόδια, ζητά από το ίδρυμα, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, να λάβει εναλλακτικά μέτρα για την επίτευξη του στόχου και κοινοποιεί εγγράφως τα εν λόγω μέτρα στο ίδρυμα, το οποίο εντός ενός μηνός προτείνει σχέδιο συμμόρφωσης προς τα μέτρα αυτά.

Κατά τον προσδιορισμό εναλλακτικών μέτρων, η αρχή εξυγίανσης τεκμηριώνει με ποιον τρόπο τα μέτρα που πρότεινε το ίδρυμα δεν θα μπορούσαν να εξαλείψουν τα εμπόδια στην εξυγίανση και ότι τα προταθέντα εναλλακτικά μέτρα είναι αναλογικά για την εξάλειψη των εμποδίων αυτών. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που συνιστούν τα εν λόγω εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης, καθώς και τον αντίκτυπο των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ιδρύματος, τη σταθερότητά του και την ικανότητά του να συμβάλλει στην οικονομία.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να λαμβάνουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

να απαιτούν από το ίδρυμα να αναθεωρήσει οποιεσδήποτε ενδοομιλικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, ή να επανεξετάσει την απουσία τους, ή να καταρτίσει συμφωνίες παροχής υπηρεσιών (είτε ενδοομιλικές είτε με τρίτα μέρη) για να καλύψει την επιτέλεση κρίσιμων λειτουργιών·

β)

να απαιτούν από το ίδρυμα να περιορίσει τα μέγιστα ατομικά και συνολικά ανοίγματά του·

γ)

να επιβάλλουν απαιτήσεις παροχής συγκεκριμένων ή τακτικών πρόσθετων πληροφοριών για τους σκοπούς της εξυγίανσης·

δ)

να απαιτούν από το ίδρυμα να εκχωρήσει συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία·

ε)

να απαιτούν από το ίδρυμα να περιορίσει ή να παύσει συγκεκριμένες υφιστάμενες ή προτεινόμενες δραστηριότητες·

στ)

να περιορίζουν ή να αποτρέπουν την ανάπτυξη νέων ή υφιστάμενων επιχειρηματικών τομέων ή την πώληση νέων ή υφιστάμενων προϊόντων·

ζ)

να απαιτούν αλλαγές στη νομική ή λειτουργική δομή του ιδρύματος ή οιασδήποτε οντότητας του ομίλου, η οποία βρίσκεται είτε άμεσα είτε έμμεσα υπό τον έλεγχό του, προκειμένου να μειωθεί η πολυπλοκότητα και να διασφαλιστεί ότι οι κρίσιμες λειτουργίες είναι δυνατόν να διαχωριστούν νομικά και λειτουργικά από άλλες λειτουργίες, μέσω της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης·

η)

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μία μητρική επιχείρηση να συστήσει μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση·

θ)

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να εκδώσει επιλέξιμες υποχρεώσεις προκειμένου να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του άρθρου 45·

ι)

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να λάβει άλλα μέτρα για την τήρηση της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 45, και ειδικότερα να επιχειρήσει, μεταξύ άλλων, να επαναδιαπραγματευθεί οποιαδήποτε επιλέξιμη υποχρέωση, πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 ή πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 2 που έχει εκδώσει, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης για απομείωση ή μετατροπή της εν λόγω υποχρέωσης ή του εν λόγω μέσου να είναι εφαρμοστέες σύμφωνα με το δίκαιο της περιοχής δικαιοδοσίας που διέπει αυτή την υποχρέωση ή το μέσο· και

ια)

στην περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι η θυγατρική μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών, να απαιτήσει από τη μεικτή εταιρεία συμμετοχών να ιδρύσει χωριστή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών για τον έλεγχο του ιδρύματος, εάν είναι αναγκαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυγίανση του ιδρύματος και να αποφευχθεί η περίπτωση να υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις στο μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου από την εφαρμογή των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης που καθορίζονται στον τίτλο IV.

6.   Η απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 4 πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

στηρίζεται σε αιτιολόγηση της εν λόγω εκτίμησης ή προσδιορισμού·

β)

αναφέρει με ποιον τρόπο η εν λόγω εκτίμηση ή προσδιορισμός συμμορφώνεται με την απαίτηση περί αναλογικής εφαρμογής, που προβλέπεται στην παράγραφο 4· και

γ)

μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άσκησης προσφυγής.

7.   Πριν από τον προσδιορισμό οποιουδήποτε μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και, κατά περίπτωση, την ορισθείσα αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων στο συγκεκριμένο ίδρυμα, στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και της Ένωσης στο σύνολό της.

8.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, με τις οποίες προσδιορίζονται περαιτέρω λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 5 και τις περιστάσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί κάθε μέτρο.

Άρθρο 18

Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης: αντιμετώπιση σε επίπεδο ομίλου

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, μετά από διαβούλευση με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζουν την εκτίμηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 16 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνουν σε κάθε εύλογη ενέργεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 σε σχέση με όλα τα ιδρύματα που συμμετέχουν στον όμιλο.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, συντάσσει και υποβάλλει έκθεση στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, οι οποίες τη διαβιβάζουν στις θυγατρικές που υπάγονται στην εποπτεία τους, και στις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα. Η έκθεση συντάσσεται μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και αναλύει τα ουσιαστικά εμπόδια στην αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και στην άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τον όμιλο. Η έκθεση εξετάζει τον αντίκτυπο στο επιχειρησιακό μοντέλο του ιδρύματος και προτείνει αναλογικά και στοχοθετημένα μέτρα τα οποία, κατά την άποψη της αρχής, είναι αναγκαία ή ενδεδειγμένα για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων.

3.   Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, η μητρική επιχείρηση της Ένωσης μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου γνωστοποιεί κάθε μέτρο που προτείνεται από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ, τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα. Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την εκτίμηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, καθώς και τα μέτρα που απαιτούνται από τις αρχές προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

5.   Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης ή από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας της παραγράφου 3, αναλόγως με το ποια ημερομηνία προηγείται. Είναι αιτιολογημένη και περιλαμβάνεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 σε επίπεδο ομίλου.

Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης. Η απόφαση διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

7.   Ελλείψει κοινής απόφασης, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών λαμβάνουν οι ίδιες αποφάσεις σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λάβουν οι θυγατρικές σε ατομικό επίπεδο σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4. Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης. Η απόφαση διαβιβάζεται στη σχετική θυγατρική από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.

8.   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 6 αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις άλλες σχετικές αρχές εξυγίανσης.

9.   Ελλείψει κοινής απόφασης σχετικά με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο ζ), η) ή ια), η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της αρχής εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 6 ή 7 του παρόντος άρθρου, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε συμφωνία, όπως ορίζεται το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ III

Ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη

Άρθρο 19

Συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) ή δ) και οι θυγατρικές της σε άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες, οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα που καλύπτονται από την ενοποιημένη εποπτεία της μητρικής επιχείρησης, μπορούν να συνάπτουν συμφωνία παροχής χρηματοπιστωτικής στήριξης σε κάθε άλλο μέρος της συμφωνίας το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου.

2.   Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στις ενδοομιλικές χρηματοπιστωτικές συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών χρηματοδότησης και της εφαρμογής συμφωνιών κεντρικής χρηματοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι κανένα από τα μέρη των συμφωνιών αυτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις έγκαιρης παρέμβασης.

3.   Η συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση:

α)

για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου σε οιαδήποτε οντότητα του ομίλου αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικές δυσκολίες εάν το ίδρυμα το αποφασίσει, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις πολιτικές του ομίλου, εφόσον αυτό δεν συνιστά κίνδυνο για το σύνολο του ομίλου· ή

β)

για την ανάπτυξη δραστηριότητας σε κράτος μέλος.

4.   Τα κράτη μέλη εξαλείφουν κάθε νομικό εμπόδιο της εθνικής νομοθεσίας στις συναλλαγές στήριξης εντός ομίλου οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν περιορισμούς στις ενδοομιλικές συναλλαγές βάσει εθνικής νομοθεσίας που εφαρμόζει τις επιλογές που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που ενσωματώνει την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή που απαιτεί τον διαχωρισμό τμημάτων ενός ομίλου, ή δραστηριοτήτων που διεξάγονται εντός ενός ομίλου, για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

5.   Η συμφωνία χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου δύναται:

α)

να καλύπτει μία ή περισσότερες θυγατρικές του ομίλου, και να προβλέπει χρηματοπιστωτική στήριξη από τη μητρική επιχείρηση προς θυγατρικές, από θυγατρικές προς τη μητρική επιχείρηση, μεταξύ θυγατρικών του ομίλου που αποτελούν μέρη της συμφωνίας, ή κάθε άλλου συνδυασμού αυτών των οντοτήτων·

β)

να προβλέπει χρηματοπιστωτική στήριξη με τη μορφή δανείου, παροχής εγγυήσεων ή παροχής περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως εξασφάλιση, ή οποιονδήποτε συνδυασμό των εν λόγω μορφών χρηματοπιστωτικής στήριξης, σε μία ή περισσότερες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων συναλλαγών μεταξύ του δικαιούχου της στήριξης και τρίτου μέρους.

6.   Σε περίπτωση που, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου, μια οντότητα του ομίλου συμφωνήσει να παράσχει χρηματοπιστωτική στήριξη σε άλλη οντότητα του ομίλου, η συμφωνία μπορεί να περιλαμβάνει αμοιβαία συμφωνία εκ μέρους της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη στήριξη να παράσχει χρηματοπιστωτική στήριξη στην οντότητα του ομίλου που παρέχει τη στήριξη.

7.   Η συμφωνία χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου προσδιορίζει τις αρχές του υπολογισμού του ανταλλάγματος για κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται δυνάμει της συμφωνίας. Οι αρχές αυτές περιλαμβάνουν την υποχρέωση το αντάλλαγμα να καθορίζεται κατά την παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης. Η συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των αρχών υπολογισμού του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης και των λοιπών όρων της συμφωνίας, συμμορφώνεται προς τις ακόλουθες αρχές:

α)

κάθε μέρος πρέπει να ενεργεί ελεύθερα κατά τη σύναψη της συμφωνίας·

β)

κατά τη σύναψη της συμφωνίας και τον καθορισμό του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης, κάθε μέρος πρέπει να δρα προς το μέγιστο συμφέρον του, στο οποίο μπορεί να συγκαταλέγεται κάθε άμεσο ή έμμεσο όφελος που ενδέχεται να προκύψει για ένα μέρος ως αποτέλεσμα της παροχής χρηματοπιστωτικής στήριξης·

γ)

κάθε μέρος που παρέχει χρηματοπιστωτική στήριξη πρέπει να έχει πλήρη γνώση των σχετικών πληροφοριών από τα μέρη που λαμβάνουν χρηματοπιστωτική στήριξη πριν από τον καθορισμό του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης και πριν από κάθε απόφαση για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης·

δ)

το αντάλλαγμα για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες οι οποίες βρίσκονται στην κατοχή του μέρους που παρέχει χρηματοπιστωτική στήριξη βάσει του γεγονότος ότι ανήκει στον ίδιο όμιλο με το μέρος που λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη και οι οποίες δεν είναι δημοσιοποιημένες στην αγορά· και

ε)

οι αρχές υπολογισμού του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν είναι υποχρεωτικό να λαμβάνουν υπόψη οιονδήποτε αναμενόμενο προσωρινό αντίκτυπο στις αγοραίες τιμές ο οποίος προκύπτει από γεγονότα εξωτερικά προς τον όμιλο.

8.   Η συμφωνία χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου μπορεί να συνάπτεται μόνον εφόσον, κατά τη σύναψη της προτεινόμενης συμφωνίας, οι οικείες αρμόδιες αρχές εκτιμούν ότι κανένα από τα μέρη δεν πληροί τις προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε δικαίωμα, απαίτηση ή ενέργεια που προκύπτει από τη συμφωνία δύναται να ασκείται μόνον από τα μέρη της συμφωνίας χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου, εξαιρουμένων τρίτων μερών.

Άρθρο 20

Εξέταση της προτεινόμενης συμφωνίας από τις αρμόδιες αρχές και διαμεσολάβηση

1.   Το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ένωση υποβάλλει στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας αίτηση για έγκριση κάθε προτεινόμενης συμφωνίας χρηματοπιστωτικής στήριξης που προτείνεται βάσει του άρθρου 19. Η αίτηση περιλαμβάνει το κείμενο της προτεινόμενης συμφωνίας και προσδιορίζει τις οντότητες του ομίλου που προτείνονται ως συμβαλλόμενα μέρη.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση την αίτηση στις αρμόδιες αρχές κάθε θυγατρικής που προτείνεται ως συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας, προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου, χορηγεί την άδεια εφόσον οι όροι της προτεινόμενης συμφωνίας συνάδουν με τις προϋποθέσεις χρηματοπιστωτικής στήριξης που καθορίζονται στο άρθρο 23.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου, να απαγορεύει τη σύναψη της προτεινόμενης συμφωνίας εάν κρίνεται ότι δεν συνάδει με τις προϋποθέσεις χρηματοπιστωτικής στήριξης δυνάμει του άρθρου 23.

5.   Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εφαρμογής της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης οιασδήποτε δημοσιονομικής συνέπειας, σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος, ως προς το αν οι όροι της προτεινόμενης συμφωνίας συνάδουν με τις προϋποθέσεις για χρηματοπιστωτική στήριξη που καθορίζονται στο άρθρο 23, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Η κοινή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, το οποίο διαβιβάζεται στον αιτούντα από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως μιας αρμόδιας αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Ελλείψει κοινής απόφασης των αρμοδίων αρχών εντός τεσσάρων μηνών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με την αίτηση. Η απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμοδίων αρχών οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την τετράμηνη περίοδο. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την απόφασή της στον αιτούντα και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές.

7.   Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιανδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

Άρθρο 21

Έγκριση της προτεινόμενης συμφωνίας από τους μετόχους

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν κάθε προτεινόμενη συμφωνία, για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια από τις αρμόδιες αρχές, να υποβάλλεται προς έγκριση στους μετόχους κάθε οντότητας του ομίλου που προτίθεται να συνάψει τη συμφωνία. Στην περίπτωση αυτή, η συμφωνία ισχύει μόνο για τα μέρη των οποίων οι μέτοχοι ενέκριναν τη συμφωνία σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.   Συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης του ομίλου είναι έγκυρη ως προς μια οντότητα του ομίλου μόνο εφόσον οι μέτοχοί της έχουν εξουσιοδοτήσει το διοικητικό όργανο της εν λόγω οντότητας του ομίλου να αποφασίσει ότι η οντότητα αυτή παρέχει ή λαμβάνει χρηματοπιστωτική στήριξη σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας και με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο και η εν λόγω έγκριση των μετόχων δεν έχει ανακληθεί.

3.   Το διοικητικό όργανο κάθε οντότητας που αποτελεί μέρος της συμφωνίας υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση στους μετόχους σχετικά με την εκτέλεση της συμφωνίας και την εφαρμογή κάθε απόφασης που λαμβάνεται σύμφωνα με αυτήν.

Άρθρο 22

Διαβίβαση των συμφωνιών χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου στις αρχές εξυγίανσης

Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν στις σχετικές αρχές εξυγίανσης τις συμφωνίες χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου που έχουν εγκρίνει και τυχόν αλλαγές σε αυτές.

Άρθρο 23

Προϋποθέσεις για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου

1.   Η χρηματοπιστωτική στήριξη μπορεί να παρέχεται από οντότητα του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 19 μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η παρεχόμενη στήριξη αναμένεται ευλόγως να αποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό τις χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες της οντότητας του ομίλου η οποία τη λαμβάνει,

β)

η παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης στοχεύει στη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ολόκληρου του ομίλου ή οποιασδήποτε οντότητας του ομίλου και είναι προς το συμφέρον της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη·

γ)

η χρηματοπιστωτική στήριξη παρέχεται υπό όρους, συμπεριλαμβανομένου ανταλλάγματος σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 7·

δ)

αναμένεται ευλόγως, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το διοικητικό όργανο της οντότητας του ομίλου που παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη κατά τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση παροχής της χρηματοπιστωτικής στήριξης, ότι το αντάλλαγμα για τη στήριξη θα καταβληθεί και, εάν η στήριξη παρασχεθεί υπό μορφή δανείου, ότι το δάνειο θα αποπληρωθεί από την οντότητα του ομίλου η οποία λαμβάνει τη στήριξη. Εάν η στήριξη παρασχεθεί υπό μορφή εγγύησης ή υπό οιαδήποτε μορφή χρεογράφου, ο ίδιος όρος ισχύει για την υποχρέωση που προκύπτει για τον αποδέκτη, εάν η εγγύηση ή το χρεόγραφο εκτελεστούν·

ε)

η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν θέτει σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη·

στ)

η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν απειλεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η οντότητα του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη·

ζ)

η οντότητα του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη συμμορφώνεται, κατά τη στιγμή παροχής της στήριξης, με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΚ όσον αφορά το κεφάλαιο ή τη ρευστότητα και με κάθε απαίτηση που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΚ, η δε παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν οδηγεί την οντότητα του ομίλου σε παραβίαση των εν λόγω απαιτήσεων, εκτός εάν το επιτρέψει η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση του ομίλου που παρέχει τη στήριξη·

η)

η οντότητα του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη συμμορφώνεται, κατά τη στιγμή παροχής της στήριξης, με τις απαιτήσεις περί μεγάλων ανοιγμάτων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε εθνικής νομοθεσίας προσφεύγει στις δυνατότητες που προβλέπονται σε αυτήν, η δε παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν οδηγεί την οντότητα του ομίλου σε παραβίαση των εν λόγω απαιτήσεων, εκτός εάν το επιτρέψει η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση της οντότητας του ομίλου που παρέχει τη στήριξη·

θ)

η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν υπονομεύει τη δυνατότητα εξυγίανσης της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη.

2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχεία α), γ), ε) και θ).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθήσει τη σύγκλιση των πρακτικών όσον αφορά τη διευκρίνιση των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 στοιχεία β), δ), στ), ζ) και η) του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 24

Απόφαση για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης

Η απόφαση παροχής ενδοομιλικής χρηματοπιστωτικής στήριξης, στο πλαίσιο της συμφωνίας, λαμβάνεται από το διοικητικό όργανο της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη. Η απόφαση είναι αιτιολογημένη και αναφέρει τον στόχο της προτεινόμενης χρηματοπιστωτικής στήριξης. Ειδικότερα, στην απόφαση εξηγείται πώς η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης είναι σύμφωνη με τους όρους του άρθρου 23 παράγραφος 1. Η απόφαση αποδοχής της ενδοομιλικής χρηματοπιστωτικής στήριξης, στο πλαίσιο της συμφωνίας, λαμβάνεται από το διοικητικό όργανο της οντότητας του ομίλου η οποία λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη.

Άρθρο 25

Δικαίωμα εναντίωσης των αρμόδιων αρχών

1.   Πριν από την παροχή στήριξης στο πλαίσιο συμφωνίας χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου, το διοικητικό όργανο μιας οντότητας του ομίλου η οποία σκοπεύει να παράσχει χρηματοπιστωτική στήριξη κοινοποιεί την πρόθεσή της:

α)

στην αρμόδια αρχή της·

β)

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ), κατά περίπτωση, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

γ)

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη· και

δ)

στην ΕΑΤ.

Η σχετική κοινοποίηση περιλαμβάνει την αιτιολογημένη απόφαση του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με το άρθρο 24 και τις λεπτομέρειες της προτεινόμενης χρηματοπιστωτικής στήριξης, συμπεριλαμβανομένου αντιγράφου της συμφωνίας χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου.

2.   Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους κοινοποίησης, η αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη μπορεί να συμφωνήσει για την παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης, ή να την απαγορεύσει ή περιορίσει εάν κρίνει ότι δεν πληρούνται οι όροι της χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου που θεσπίζονται στο άρθρο 23. Η απόφαση της αρμόδιας αρχής να απαγορεύσει ή να περιορίσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη είναι αιτιολογημένη.

3.   Η απόφαση της αρμόδιας αρχής να χορηγήσει, να απαγορεύσει ή να περιορίσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη κοινοποιείται πάραυτα:

α)

στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

β)

στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη στήριξη· και

γ)

στην ΕΑΤ.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει πάραυτα τα λοιπά μέλη του σώματος εποπτείας και τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

4.   Εάν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την οντότητα του ομίλου που λαμβάνει στήριξη έχει αντιρρήσεις σχετικά με την απόφαση απαγόρευσης ή περιορισμού της χρηματοπιστωτικής στήριξης, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ εντός δύο ημερών και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν απαγορεύσει ούτε περιορίσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται στην παράγραφο 2, ή εάν συμφωνήσει πριν από το τέλος του χρονικού αυτού διαστήματος για την παροχή της εν λόγω στήριξης, η χρηματοπιστωτική στήριξη δύναται να παρασχεθεί σύμφωνα με τους όρους που έχουν υποβληθεί στην αρμόδια αρχή.

6.   Η απόφαση του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος που παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη διαβιβάζεται:

α)

στην αρμόδια αρχή·

β)

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ), και κατά περίπτωση, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

γ)

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη, και

δ)

στην ΕΑΤ.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει πάραυτα τα λοιπά μέλη του σώματος εποπτείας και τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

7.   Εάν η αρμόδια αρχή περιορίσει ή απαγορεύσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, και εάν το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 5 μνημονεύει ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, η αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου σε σχέση με την οποία περιορίζεται ή απαγορεύεται η στήριξη μπορεί να ζητήσει από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας να δρομολογήσει μια επανεκτίμηση του σχεδίου ανάκαμψης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 8 ή, σε περίπτωση που το σχέδιο ανάκαμψης καταρτίζεται σε ατομική βάση, να ζητήσει από την οντότητα του ομίλου να υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης.

Άρθρο 26

Γνωστοποίηση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες ομίλου δημοσιοποιούν κατά πόσον έχουν συνάψει συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 19 και ότι δημοσιοποιούν στο κοινό περιγραφή των γενικών όρων κάθε τέτοιας συμφωνίας και των επωνυμιών των οντοτήτων ομίλου που αποτελούν μέρη της συμφωνίας, και επικαιροποιούν τις εν λόγω πληροφορίες τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο.

Εφαρμόζονται τα άρθρα 431 έως 434 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τη μορφή και το περιεχόμενο της περιγραφής που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΕΓΚΑΙΡΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Άρθρο 27

Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

1.   Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα παραβιάζει ή, λόγω, μεταξύ άλλων, μιας ταχέως επιδεινούμενης χρηματοπιστωτικής κατάστασης, στην οποία συμπεριλαμβάνονται επιδεινούμενη κατάσταση από πλευράς ρευστότητας και αυξανόμενο επίπεδο μόχλευσης, μη εξυπηρετούμενων δανείων ή συγκέντρωσης ανοιγμάτων, όπως η κατάσταση αυτή αποτιμάται βάσει ενός συνόλου ορίων ενεργοποίησης, στα οποία μπορεί να περιλαμβάνεται το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για το ίδρυμα προσαυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα, ενδέχεται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, του τίτλου II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή οποιουδήποτε από τα άρθρα 3 έως 7, 14 έως 17 και 24, 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν στη διάθεσή τους, με την επιφύλαξη των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα ακόλουθα μέτρα:

α)

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης ή, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, να επικαιροποιήσει το σχέδιο ανάκαμψης αν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην έγκαιρη παρέμβαση διαφέρουν από τις παραδοχές του αρχικού σχεδίου ανάκαμψης και να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα του επικαιροποιημένου σχεδίου εντός ορισμένης προθεσμίας και με στόχο να εξασφαλιστεί ότι δεν ισχύουν πια οι περιστάσεις που αναφέρονται στην εισαγωγική πρόταση·

β)

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να εξετάσει την κατάσταση, να προσδιορίσει μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν και να καταρτίσει πρόγραμμα δράσης για την αντιμετώπιση των εν λόγω προβλημάτων, καθώς και χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του·

γ)

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να συγκαλέσει συνέλευση ή, εάν το διοικητικό όργανο δεν συμμορφωθεί με αυτήν την απαίτηση, να συγκαλέσουν άμεσα συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να ορίσουν την ημερήσια διάταξη, καθώς και να απαιτήσουν την εξέταση ορισμένων αποφάσεων προς έγκριση από τους μετόχους·

δ)

να απαιτήσουν να απομακρυνθεί ή να αντικατασταθεί ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού οργάνου ή ανώτατα διοικητικά στελέχη εάν τα εν λόγω πρόσωπα κριθούν ακατάλληλα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή το άρθρο 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ε)

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να καταρτίσει σχέδιο προς διαπραγμάτευση σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους με έναν ή όλους τους πιστωτές του σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης, κατά περίπτωση·

στ)

να απαιτήσουν την αναθεώρηση της επιχειρηματικής στρατηγικής του ιδρύματος·

ζ)

να απαιτήσουν την εισαγωγή αλλαγών στις νομικές ή επιχειρησιακές δομές του ιδρύματος· και

η)

να συγκεντρώσουν, μεταξύ άλλων με επιτόπιες επιθεωρήσεις, και να διαβιβάσουν στην αρχή εξυγίανσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την επικαιροποίηση του σχεδίου ανάκαμψης και να προετοιμάσουν την ενδεχόμενη εξυγίανση του ιδρύματος και την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 36.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρχές εξυγίανσης όταν διαπιστώνουν ότι οι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 σε σχέση με ένα ίδρυμα, και στις εξουσίες των αρχών εξυγίανσης να περιλαμβάνεται η εξουσία να απαιτούν από το ίδρυμα έρθει σε επαφή με πιθανούς αγοραστές προκειμένου να προετοιμαστεί η εξυγίανση του ιδρύματος, υπό την επιφύλαξη των όρων που καθορίζονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 και των διατάξεων περί εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 84.

3.   Για καθένα από τα μέτρα της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές θέτουν κατάλληλη προθεσμία για την υλοποίησή του και προκειμένου να είναι σε θέση η αρμόδια αρχή να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου.

4.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθηθεί η συνεπής εφαρμογή της ενεργοποίησης για τη χρήση των μέτρων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

5.   Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 4, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει ένα ελάχιστο σύνολο ορίων ενεργοποίησης για τη χρησιμοποίηση των μέτρων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 28

Απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών και του διοικητικού οργάνου

Σε περίπτωση που υπάρχει σημαντική επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης ενός ιδρύματος ή σημειώνονται σοβαρές παραβάσεις νόμων ή κανονισμών ή των καταστατικών των ιδρυμάτων ή σοβαρές διοικητικές παρατυπίες, και τα άλλα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 27 δεν επαρκούν για να αντιστραφεί η εν λόγω επιδείνωση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να απαιτήσουν την απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος, είτε εν συνόλω είτε σε ατομική βάση. Ο διορισμός των νέων ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του νέου διοικητικού οργάνου πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό και το ενωσιακό δίκαιο και υπόκειται στην έγκριση ή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 29

Προσωρινός διαχειριστής

1.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει την αντικατάσταση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 28, ανεπαρκή για την επανόρθωση της κατάστασης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να διορίσουν στο ίδρυμα έναν ή περισσότερους ειδικούς διαχειριστές (επιτρόπους). Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατ’ αναλογία προς τις περιστάσεις, να διορίζουν οποιονδήποτε προσωρινό διαχειριστή προκειμένου είτε για να αντικαταστήσει προσωρινά το διοικητικό όργανα του ιδρύματος είτε για να συνεργαστεί προσωρινά με το διοικητικό όργανο του ιδρύματος, απόφαση που η αρμόδια αρχή καθορίζει κατά τη στιγμή του διορισμού. Εάν η αρμόδια αρχή διορίσει προσωρινό διαχειριστή προκειμένου να συνεργαστεί με το διοικητικό όργανο του ιδρύματος, η αρμόδια αρχή διευκρινίζει περαιτέρω, κατά τη στιγμή του διορισμού, τον ρόλο, τα καθήκοντα και τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή, καθώς και κάθε απαίτηση έναντι του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος να ζητά τη γνώμη ή να εξασφαλίζει τη συναίνεση του προσωρινού διαχειριστή πριν από τη λήψη ορισμένων αποφάσεων ή την ανάληψη ορισμένων δράσεων. Η αρμόδια αρχή οφείλει να δημοσιοποιεί τον διορισμό οποιουδήποτε προσωρινού διαχειριστή, εκτός εάν ο προσωρινός διαχειριστής δεν έχει αρμοδιότητα εκπροσώπησης του ιδρύματος. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι κάθε προσωρινός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντά του και ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων.

2.   Η αρμόδια αρχή προσδιορίζει τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού του, κατ’ αναλογία προς τις περιστάσεις. Οι εν λόγω εξουσίες μπορούν να περιλαμβάνουν ορισμένες ή όλες τις εξουσίες του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος βάσει του καταστατικού του ιδρύματος και του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας του διαχειριστή να ασκεί ορισμένα ή όλα τα διοικητικά καθήκοντα του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος. Οι εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή όσον αφορά το ίδρυμα συμμορφώνονται προς το εφαρμοστέο εταιρικό δίκαιο.

3.   Ο ρόλος και τα καθήκοντα του προσωρινού διαχειριστή διευκρινίζονται από την αρμόδια αρχή κατά τη στιγμή του διορισμού και μπορούν να περιλαμβάνουν την επιβεβαίωση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος, τη διαχείριση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή μέρους των εν λόγω δραστηριοτήτων του ιδρύματος με σκοπό τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος, και τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της υγιούς και συνετής διαχείρισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ιδρύματος. H αρμόδια αρχή διευκρινίζει τα όρια του ρόλου και των καθηκόντων του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για τον διορισμό και την απομάκρυνση κάθε προσωρινού διαχειριστή. Η αρμόδια αρχή μπορεί να απομακρύνει έναν προσωρινό διαχειριστή ανά πάσα στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο. Η αρμόδια αρχή μπορεί να τροποποιήσει τους όρους διορισμού ενός προσωρινού διαχειριστή ανά πάσα στιγμή, με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου.

5.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτεί ως προϋπόθεση την πρότερη συγκατάθεσή της για ορισμένες δράσεις του προσωρινού διαχειριστή. Η αρμόδια αρχή διευκρινίζει κάθε σχετική απαίτηση κατά τη στιγμή του διορισμού του προσωρινού διαχειριστή ή κατά τη στιγμή οιασδήποτε τροποποίησης των όρων διορισμού του προσωρινού διαχειριστή.

Σε κάθε περίπτωση, ο προσωρινός διαχειριστής δύναται να συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος και να διαμορφώνει την ημερήσια διάταξη μόνον με την πρότερη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής.

6.   Η αρμόδια αρχή δύναται να απαιτεί από τον προσωρινό διαχειριστή να συντάσσει εκθέσεις με θέμα τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του διορισμού του, ανά χρονικά διαστήματα που ορίζονται από την αρμόδια αρχή και κατά τη λήξη της θητείας του.

7.   Ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή δεν υπερβαίνει σε διάρκεια το ένα έτος. Η εν λόγω περίοδος μπορεί κατ’ εξαίρεση να παραταθεί, εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις διορισμού του προσωρινού διαχειριστή. Η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη να αποφασίσει εάν οι συνθήκες επιτρέπουν την παραμονή του προσωρινού διαχειριστή και να δικαιολογήσει κάθε σχετική απόφαση στους μετόχους.

8.   Με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου, ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή δεν θίγει τα δικαιώματα των μετόχων τα οποία προβλέπονται από το ενωσιακό ή το εθνικό εταιρικό δίκαιο.

9.   Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη κάθε προσωρινού διαχειριστή, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως ειδικού διαχειριστή βάσει της παραγράφου 3.

10.   Ο προσωρινός διαχειριστής που διορίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν θεωρείται σκιώδης διευθυντής ή de facto διευθυντής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 30

Συντονισμός των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και διορισμός προσωρινού διαχειριστή για τους ομίλους

1.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 27 ή τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 29 όσον αφορά μητρική επιχείρηση της Ένωσης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με τις λοιπές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του σώματος εποπτείας.

2.   Μετά την εν λόγω ειδοποίηση και διαβούλευση, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα του άρθρου 27 ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 29 ως προς τη σχετική μητρική επιχείρηση της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών στις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την απόφαση στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.

3.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 27 ή τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 29 όσον αφορά θυγατρική μητρικής επιχείρησης της Ένωσης, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση και σκοπεύει να λάβει κάποιο μέτρο σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Κατά την παραλαβή της κοινοποίησης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί να εκτιμήσει τον πιθανό αντίκτυπο από την επιβολή απαιτήσεων δυνάμει του άρθρου 27 ή από τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή σύμφωνα με το άρθρο 29 στο οικείο ίδρυμα, στον όμιλο ή σε οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη. Διαβιβάζει την εν λόγω εκτίμηση στην αρμόδια αρχή εντός τριών ημερών.

Μετά την εν λόγω κοινοποίηση και διαβούλευση, η αρμόδια αρχή αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα του άρθρου 27 ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 29. Στην απόφαση συνεκτιμάται δεόντως οποιαδήποτε εκτίμηση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας. Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφαση στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.

4.   Σε περίπτωση που περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές σκοπεύουν να διορίσουν προσωρινό διαχειριστή ή να εφαρμόσουν οποιοδήποτε από τα μέτρα του άρθρου 27 σε περισσότερα από ένα ιδρύματα του ίδιου ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι λοιπές σχετικές αρμόδιες αρχές εξετάζουν εάν ενδείκνυται περισσότερο ο διορισμός του ίδιου προσωρινού διαχειριστή για όλες τις σχετικές οντότητες ή να συντονίσουν την εφαρμογή οποιωνδήποτε μέτρων του άρθρου 27 σε περισσότερα από ένα ιδρύματα, ώστε να διευκολυνθούν τυχόν ενέργειες αποκατάστασης της χρηματοοικονομικής θέσης του σχετικού ιδρύματος. Η εκτίμηση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των υπόλοιπων σχετικών αρμοδίων αρχών. H κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και περιλαμβάνεται σε έγγραφο που παρέχει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως των αρμόδιων αρχών, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Ελλείψει κοινής αποφάσεως εντός πέντε ημερών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών μπορούν να λάβουν μεμονωμένες αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή στα ιδρύματα για τα οποία είναι υπεύθυνες καθώς και σχετικά με την εφαρμογή οποιωνδήποτε από τα μέτρα του άρθρου 27.

5.   Όταν σχετική αρμόδια αρχή δεν συμφωνεί με την απόφαση που έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή την παράγραφο 3, ή ελλείψει κοινής αποφάσεως σύμφωνα με την παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 6.

6.   Η ΕΑΤ μπορεί, κατ’ αίτηση οποιασδήποτε αρμόδια αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές που σκοπεύουν να εφαρμόσουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας σε σχέση με τα σημεία 4), 10), 11) και 19) του τμήματος A του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας, του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της παρούσας οδηγίας ή του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο εβ) της παρούσας οδηγίας να καταλήξουν σε συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Η απόφαση κάθε αρμόδιας αρχής είναι αιτιολογημένη. Η απόφαση λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την περίοδο διαβούλευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή 3 ή το χρονικό διάστημα πέντε ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 4, καθώς και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα σχετικά κράτη μέλη. Οι αποφάσεις διαβιβάζονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης και στις θυγατρικές από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, εάν, πριν από το τέλος της περιόδου διαβούλευσης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου ή κατά το τέλος του χρονικού διαστήματος πέντε ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι λοιπές αρμόδιες αρχές αναβάλλουν τις αποφάσεις τους και αναμένουν οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνουν δε τις αποφάσεις τους σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Το πενθήμερο χρονικό διάστημα θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός τριών ημερών. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη του πενθημέρου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

8.   Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός τριών ημερών, εφαρμόζονται μεμονωμένες αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 3, ή την παράγραφο 4 τρίτο εδάφιο.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ I

Στόχοι, προϋποθέσεις και γενικές αρχές

Άρθρο 31

Στόχοι της εξυγίανσης

1.   Όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τους στόχους της εξυγίανσης και επιλέγουν τα εργαλεία και τις εξουσίες που επιτυγχάνουν καλύτερα τους στόχους που αντιστοιχούν στις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

2.   Οι στόχοι της εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι οι εξής:

α)

να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών·

β)

να αποφευχθούν σημαντικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως με την πρόληψη της μετάδοσης, μεταξύ άλλων στις υποδομές της αγοράς, και με τη διατήρηση της πειθαρχίας στην αγορά·

γ)

να προστατευθούν οι δημόσιοι πόροι, με την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη·

δ)

να προστατευθούν οι καταθέτες που καλύπτονται από την οδηγία 2014/49/ΕΕ και οι επενδυτές που καλύπτονται από την οδηγία 97/9/ΕΚ·

ε)

να προστατευθούν τα κεφάλαια των πελατών και τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών.

Κατά την επιδίωξη των ανωτέρω στόχων, η αρχή εξυγίανσης επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει το κόστος της εξυγίανσης και να την καταστροφή αξίας εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης.

3.   Υπό την επιφύλαξη των διαφόρων διατάξεων της παρούσας οδηγίας, οι στόχοι εξυγίανσης είναι ίσης σημασίας, και οι αρχές εξυγίανσης τους εξισορροπούν δεόντως ανάλογα με τη φύση και τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

Άρθρο 32

Προϋποθέσεις για την εξυγίανση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να αναλαμβάνουν δράση για την εξυγίανση ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α) μόνο εφόσον η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η διαπίστωση ότι το ίδρυμα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει γίνεται από την αρμόδια αρχή ύστερα από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, ή, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων της παραγράφου 2, από την αρχή εξυγίανσης ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή·

β)

λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές παραμέτρους, κανένα εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων του ΘΣΠ) και καμία εποπτική δράση (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή της απομείωσης ή της μετατροπής των οικείων κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 2 που αναλαμβάνεται έναντι του ιδρύματος δεν προσδοκάται ρεαλιστικά ότι θα αποτρέψει την πτώχευση του ιδρύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

γ)

η δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, εκτός της αρμόδιας αρχής τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει βάσει του στοιχείου α) της παραγράφου 1 μπορεί να την κάνει και η αρχή εξυγίανσης μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, μόνο εάν οι βάσει της εθνικής νομοθεσίας αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τα αναγκαία μέσα, και ιδίως επαρκή πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες, για να προβούν στη διαπίστωση αυτή. Η αρμόδια αρχή παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην αρχή εξυγίανσης κάθε σχετική πληροφορία την οποία ζητά η αρχή εξυγίανσης για να τεκμηριώσει την εκτίμησή της.

3.   Η προηγούμενη λήψη μέτρων έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27 δεν αποτελεί προϋπόθεση για να αναληφθεί δράση εξυγίανσης.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), ένα ίδρυμα θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

το ίδρυμα παραβιάζει ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον τις απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται η διατήρηση της άδειας λειτουργίας, κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας από την αρμόδια αρχή, μεταξύ άλλων διότι το ίδρυμα έχει υποστεί ή είναι πιθανόν να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του·

β)

τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος υπολείπονται, ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που υποστηρίζουν το συμπέρασμα ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος πρόκειται, στο εγγύς μέλλον, να υπολείπονται, των υποχρεώσεών του·

γ)

το ίδρυμα δεν είναι σε θέση ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι το ίδρυμα δεν θα είναι σε θέση, στο εγγύς μέλλον, να εξοφλήσει τις οφειλές του ή να ανταποκριθεί σε άλλες υποχρεώσεις του όταν αυτές καταστούν απαιτητές·

δ)

απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη εκτός εάν, προκειμένου να αποτραπεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία ενός κράτους μέλους και να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη λάβει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μορφές:

i)

κρατική εγγύηση για την κάλυψη διευκολύνσεων ρευστότητας που παρέχονται από κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με τους όρους των κεντρικών τραπεζών,

ii)

κρατική εγγύηση για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις, ή

iii)

εισφορά ιδίων κεφαλαίων ή αγορά κεφαλαιακών μέσων σε τιμές και με όρους που δεν παρέχουν πλεονέκτημα υπέρ του ιδρύματος, εφόσον δεν υφίστανται ούτε οι περιστάσεις που εκτίθενται στην παρούσα παράγραφο στοιχεία α), β) ή γ) ούτε οι περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 κατά τη στιγμή της χορήγησης της κρατικής στήριξης.

Σε καθεμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία i), ii) και iii) του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου, τα αναφερόμενα εγγυοδοτικά ή ισοδύναμα μέτρα περιορίζονται σε φερέγγυα ιδρύματα και υπόκεινται σε έγκριση δυνάμει του πλαισίου περί κρατικών ενισχύσεων στην Ένωση. Τα μέτρα αυτά έχουν προληπτικό και προσωρινό χαρακτήρα, είναι αναλογικά ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών της σοβαρής διαταραχής και δεν χρησιμοποιούνται για να καλυφθούν ζημίες που ήδη έχει υποστεί το ίδρυμα ή είναι πιθανό να υποστεί στο εγγύς μέλλον.

Τα μέτρα στήριξης του πρώτου εδαφίου στοιχείο δ) σημείο iii) περιορίζονται στις εισφορές τις αναγκαίες για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη κεφαλαίων που έχει διαπιστωθεί στο πλαίσιο προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο εθνικό, ενωσιακό ή ενιαίου μηχανισμού εποπτείας (SSM), ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου ελέγχου εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της ΕΑΤ ή των εθνικών αρχών, κατά περίπτωση, με επιβεβαίωση από την αρμόδια αρχή.

Έως τις 3 Ιανουαρίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με το είδος των προαναφερθεισών προσομοιώσεων, ελέγχων ή διερευνήσεων που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε τέτοια στήριξη.

Έως την 31η Δεκεμβρίου2015, η Επιτροπή επανεξετάζει κατά πόσον εξακολουθεί να χρειάζεται να επιτρέπονται τα μέτρα στήριξης του στοιχείου δ) σημείου iii) του πρώτου εδαφίου και ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σε περίπτωση συνέχισης, και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Εφόσον ενδείκνυται, η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, μια δράση εξυγίανσης αντιμετωπίζεται ως δράση δημόσιου συμφέροντος εάν είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης κατά το άρθρο 31, και αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση του ιδρύματος σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας οι εν λόγω στόχοι εξυγίανσης δεν θα επιτυγχάνονταν στον ίδιο βαθμό.

6.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθήσει τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας και εξυγίανσης όσον αφορά την ερμηνεία των διαφόρων περιστάσεων όπου το ίδρυμα θεωρείται ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει.

Άρθρο 33

Προϋποθέσεις εξυγίανσης όσον αφορά χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εταιρείες συμμετοχών

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης έναντι χρηματοοικονομικού ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 τόσο ως προς το χρηματοοικονομικό ίδρυμα όσο και ως προς τη μητρική επιχείρηση που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης έναντι οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 τόσο ως προς την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) όσο και ως προς μία ή περισσότερες θυγατρικές οι οποίες είναι ιδρύματα ή, σε περίπτωση που η θυγατρική δεν είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, όταν η αρχή της τρίτης χώρας έχει διαπιστώσει ότι η θυγατρική πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση βάσει της νομοθεσίας της τρίτης χώρας.

3.   Σε περίπτωση που τα θυγατρικά ιδρύματα μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών ανήκουν άμεσα ή έμμεσα σε ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου να αναλαμβάνονται έναντι της ενδιάμεσης χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, και δεν αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου έναντι της μεικτής εταιρείας συμμετοχών.

4.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου παρά το γεγονός ότι μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1, οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να αναλάβουν δράση εξυγίανσης έναντι μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), όταν μία ή περισσότερες από τις θυγατρικές οι οποίες είναι ιδρύματα πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφοι 1, 4 και 5, επίσης δε τα περιουσιακά τους στοιχεία και οι υποχρεώσεις τους είναι τέτοιου είδους ώστε η πτώχευσή τους να απειλεί το ίδρυμα ή τον όμιλο στο σύνολό του, ή το πτωχευτικό δίκαιο του κράτους μέλους να απαιτεί να αντιμετωπίζονται οι όμιλοι ως σύνολο και η δράση έναντι της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) είναι αναγκαία για την εξυγίανση των θυγατρικών αυτών οι οποίες είναι ιδρύματα ή για την εξυγίανση ολόκληρου του ομίλου.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 και του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, όταν αξιολογούν κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 σε σχέση με μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ιδρύματα, η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος και η αρχή εξυγίανσης της οντότητας που αναφέρεται στα στοιχεία γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 μπορούν, με κοινή συμφωνία, να αγνοήσουν οποιεσδήποτε ενδοομιλικές μεταφορές κεφαλαίων ή ζημιών μεταξύ των οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής.

Άρθρο 34

Γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης να λαμβάνουν κάθε ενδεδειγμένο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η δράση εξυγίανσης λαμβάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)

οι μέτοχοι του ιδρύματος υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν πρώτοι τις ζημίες·

β)

οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν ζημίες μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεών τους στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκτός αν άλλως ρητώς ορίζει η παρούσα οδηγία·

γ)

το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος υπό εξυγίανση αντικαθίστανται, εκτός από περιπτώσεις κατά τις οποίες η παραμονή του διοικητικού οργάνου και των ανώτατων διοικητικών στελεχών, εν όλω ή εν μέρει, όπως ενδείκνυται βάσει των περιστάσεων, κρίνεται αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης·

δ)

το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος υπό εξυγίανση παρέχουν κάθε απαραίτητη βοήθεια για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

ε)

τα φυσικά και νομικά πρόσωπα καθίστανται υπόλογα, υπό την επιφύλαξη του δικαίου του κράτους μέλους, βάσει του αστικού ή ποινικού δικαίου, για την ευθύνη που φέρουν για την πτώχευση του ιδρύματος·

στ)

πλην αντιθέτου διατάξεως της παρούσας οδηγίας, οι πιστωτές της ιδίας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης·

ζ)

κανένας πιστωτής δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διασφαλίσεις των άρθρων 73 έως 75·

η)

οι καλυπτόμενες καταθέσεις προστατεύονται πλήρως· και

θ)

η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται σύμφωνα με τις διασφαλίσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι οντότητα ομίλου, με την επιφύλαξη του άρθρου 31, οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης και ασκούν τις εξουσίες εξυγίανσης κατά τρόπο που ελαχιστοποιεί τις επιπτώσεις στις λοιπές οντότητες του ομίλου και στο σύνολο του ομίλου, καθώς και τις δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, και ιδίως στις χώρες όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

3.   Όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, τα κράτη μέλη φροντίζουν, ανάλογα με την περίπτωση, να συμμορφώνονται με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

4.   Όταν σε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος ή το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, το εν λόγω ίδρυμα ή η οντότητα θεωρείται ως υποκείμενο σε πτωχευτικές διαδικασίες ή ανάλογες διαδικασίες αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του άρθρου 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου (30).

5.   Κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης, όποτε ενδείκνυται, ενημερώνουν και ζητούν τη γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων.

6.   Οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν εργαλεία εξυγίανσης και ασκούν εξουσίες εξυγίανσης υπό την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα συμβούλια της εταιρείας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ II

Ειδική διαχείριση

Άρθρο 35

Ειδική διαχείριση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να διορίσουν ειδικό διαχειριστή (επίτροπο) προς αντικατάσταση του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος υπό εξυγίανση. Οι αρχές εξυγίανσης γνωστοποιούν στο κοινό τον διορισμό του ειδικού διαχειριστή. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται για να ασκήσει τα καθήκοντά του.

2.   Ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει όλες τις εξουσίες των μετόχων και του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος. Ωστόσο, ο ειδικός διαχειριστής μπορεί να ασκεί τις εξουσίες αυτές μόνο υπό τον έλεγχο της αρχής εξυγίανσης.

3.   Ο ειδικός διαχειριστής έχει το νόμιμο καθήκον να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την προώθηση των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 και την εφαρμογή δράσεων εξυγίανσης σύμφωνα με την απόφαση της αρχής εξυγίανσης. Εν ανάγκη, το καθήκον αυτό υπερισχύει κάθε άλλου διοικητικού καθήκοντος σύμφωνα με το καταστατικό του ιδρύματος ή το εθνικό δίκαιο, όταν προκύπτει θέμα ασυμβίβαστου μεταξύ τους. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν αύξηση κεφαλαίου, αναδιοργάνωση της ιδιοκτησιακής δομής του ιδρύματος ή εξαγορές από ιδρύματα που είναι υγιή από χρηματοοικονομική και οργανωτική άποψη, σύμφωνα με τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να θέτουν όρια στη δράση του ειδικού διαχειριστή ή να προβάλλουν την απαίτηση να υπόκεινται ορισμένες δράσεις του στην προγενέστερη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης. Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν ανά πάσα στιγμή να απομακρύνουν τον ειδικό διαχειριστή από τα καθήκοντά του.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον ειδικό διαχειριστή να καταρτίζει εκθέσεις για την αρχή εξυγίανσης η οποία τον διόρισε σχετικά με την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση του ιδρύματος και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ανά τακτά διαστήματα τα οποία ορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, καθώς επίσης και κατά την έναρξη και τη λήξη της θητείας του.

6.   Ο ειδικός διαχειριστής διορίζεται για χρονική διάρκεια που δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Η θητεία του μπορεί να ανανεωθεί, κατ’ εξαίρεση, εφόσον η αρχή εξυγίανσης αποφανθεί ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις για τον διορισμό ειδικού διαχειριστή.

7.   Εάν περισσότερες από μία αρχές εξυγίανσης σκοπεύουν να διορίσουν ειδικό διαχειριστή σε μια οντότητα συνδεδεμένη με όμιλο, εξετάζουν κατά πόσον θα ήταν προτιμότερο να διορίσουν τον ίδιο ειδικό διαχειριστή για όλες τις εμπλεκόμενες οντότητες, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή λύσεων για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των οντοτήτων αυτών.

8.   Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, και εφόσον το εθνικό δίκαιο προβλέπει τον διορισμό οργάνου διαχείρισης αφερεγγυότητας, η διαχείριση αυτή μπορεί να ανατίθεται σε ειδικό διαχειριστή, όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ III

Αποτίμηση

Άρθρο 36

Αποτίμηση για τους σκοπούς της εξυγίανσης

1.   Πριν αναλάβουν δράση εξυγίανσης ή ασκήσουν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν τη διενέργεια δίκαιης, συνετής και ρεαλιστικής αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) από πρόσωπο ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, καθώς και από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ). Με την επιφύλαξη της παραγράφου 13 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 85, όταν πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου η αποτίμηση θεωρείται οριστική.

2.   Σε περίπτωση που η ανεξάρτητη αποτίμηση δυνάμει της παραγράφου 1 είναι αδύνατη, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να προβαίνουν σε προσωρινή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου.

3.   Στόχος της αποτίμησης είναι η εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης των άρθρων 32 και 33.

4.   Οι σκοποί της αποτίμησης είναι:

α)

να διαπιστωθεί τεκμηριωμένα εάν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις εξυγίανσης ή οι προϋποθέσεις απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων·

β)

εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την ανάληψη κατάλληλης δράσης εξυγίανσης για το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

γ)

όταν ασκείται η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της ακύρωσης ή της αραίωσης (dilution) των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, καθώς και σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων·

δ)

όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των επιλέξιμων υποχρεώσεων·

ε)

όταν εφαρμόζεται το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος ή το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή τις μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας προς μεταβίβαση, καθώς και σχετικά με την αξία κάθε αντιτίμου που πρέπει να καταβληθεί στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

στ)

όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση περί περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή μετοχών ή λοιπών μέσων ιδιοκτησίας προς μεταβίβαση και να διαμορφωθεί εμπεριστατωμένη αντίληψη της αρχής εξυγίανσης ως προς το τι συνιστά εμπορικούς όρους για τους σκοπούς του άρθρου 38·

ζ)

σε κάθε περίπτωση, να διασφαλισθεί ότι οιαδήποτε ζημία επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) αναγνωρίζεται πλήρως κατά τη στιγμή της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης ή της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων.

5.   Με την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά περίπτωση, η αποτίμηση βασίζεται σε συνετές παραδοχές, μεταξύ άλλων ως προς τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων και το μέγεθος των ζημιών. Η αποτίμηση δεν θεωρεί δεδομένη την ενδεχόμενη μελλοντική χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, ή επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή οιασδήποτε στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου προς το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) από τη στιγμή που αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης ή ασκείται η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων. Επιπλέον, η αποτίμηση λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, σε περίπτωση που εφαρμοστεί εργαλείο εξυγίανσης:

α)

η αρχή εξυγίανσης και οιαδήποτε χρηματοδοτική ρύθμιση δυνάμει του άρθρου 101 μπορεί να ανακτήσει κάθε εύλογη δαπάνη που δεόντως προέκυψε από το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 7·

β)

η ρύθμιση χρηματοδότησης της εξυγίανσης μπορεί να περιλαμβάνει χρέωση τόκων ή προμηθειών για κάθε δάνειο ή εγγύηση που παρέχεται προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 101.

6.   Η αποτίμηση συμπληρώνεται με τις ακόλουθες πληροφορίες, όπως εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία και αρχεία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 στοιχείο β), γ) ή δ):

α)

ενημερωμένο ισολογισμό και έκθεση σχετικά με τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

ανάλυση και εκτίμηση της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων·

γ)

κατάλογο των εκκρεμών εντός και εκτός ισολογισμού υποχρεώσεων που εμφανίζονται στα βιβλία και στα αρχεία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), με ένδειξη των αντίστοιχων πιστώσεων και των βαθμών προτεραιότητας βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου.

7.   Κατά περίπτωση, και προκειμένου να λαμβάνονται με εμπεριστατωμένο τρόπο οι αποφάσεις της παραγράφου 4 στοιχεία ε) και στ), οι πληροφορίες του στοιχείου β) της παραγράφου 6 μπορούν να συνοδεύονται από ανάλυση και εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) βάσει αγοραίας αξίας.

8.   Στην αποτίμηση αναφέρεται η κατάταξη των πιστωτών σε τάξεις, σύμφωνα με τον βαθμό προτεραιότητάς τους βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου, και εκτίμηση της μεταχείρισης που θα μπορούσε να αναμένεται για κάθε τάξη μετόχων και πιστωτών, εάν το ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) υφίστατο εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Η εκτίμηση αυτή δεν επηρεάζει την τήρηση της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, που εφαρμόζεται κατά την έννοια του άρθρου 74.

9.   Σε περίπτωση που, λόγω έκτακτων περιστάσεων, δεν είναι δυνατή η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των παραγράφων 6 και 8 ή ισχύει η παράγραφος 2, πραγματοποιείται προσωρινή αποτίμηση. Η προσωρινή αποτίμηση συνάδει με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 και, στον βαθμό που ευλόγως το επιτρέπουν οι περιστάσεις, με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 6 και 8.

Η προσωρινή αποτίμηση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο περιλαμβάνει απόθεμα ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες, δεόντως αιτιολογημένο.

10.   Αποτίμηση που δεν συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου θεωρείται προσωρινή, έως ότου διενεργηθεί από ανεξάρτητο πρόσωπο αποτίμηση η οποία να είναι απολύτως συμβατή με όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση διενεργείται το συντομότερο δυνατόν. Μπορεί να διενεργείται χωριστά από την αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 74, ή ταυτόχρονα με εκείνη και από το ίδιο ανεξάρτητο πρόσωπο, αλλά είναι διαφορετική από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 74.

Οι σκοποί της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης είναι:

α)

να διασφαλιστεί ότι οιεσδήποτε ζημίες επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου παράγραφος 1 1 στοιχείο β), γ) ή δ) καταγράφονται πλήρως στα λογιστικά βιβλία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

να ληφθεί εμπεριστατωμένη απόφαση σχετικά με επανεγγραφή απαιτήσεων των πιστωτών ή αύξηση της αξίας του καταβληθέντος αντιτίμου, σύμφωνα με την παράγραφο 11.

11.   Σε περίπτωση που από την εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση προκύψει καθαρή αξία ενεργητικού του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μεγαλύτερη από αυτήν της προσωρινής αποτίμησης της καθαρής αξίας ενεργητικού του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να ασκήσει τις εξουσίες της και να αυξήσει την αξία των απαιτήσεων των πιστωτών ή των κατόχων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχουν απομειωθεί στο πλαίσιο του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα·

β)

να εισηγηθεί σε μεταβατικό ίδρυμα ή φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων να καταβάλει προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση επιπλέον αντίτιμο για τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, ή, ανάλογα με την περίπτωση, για τις μετοχές ή τα μέσα ιδιοκτησίας προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.

12.   Παρά την παράγραφο 1, η προσωρινή αποτίμηση που διεξάγεται σύμφωνα με τις παραγράφους 9 και 10 αποτελεί έγκυρη βάση προκειμένου οι αρχές εξυγίανσης να προβούν σε ενέργειες εξυγίανσης, μεταξύ άλλων να αναλάβουν τον έλεγχο ενός ιδρύματος που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης, ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, ή να ασκήσουν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων.

13.   Η αποτίμηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης για την εφαρμογή εργαλείου εξυγίανσης ή για την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης, ή της απόφασης για την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων. Η αποτίμηση αυτή καθεαυτή δεν υπόκειται σε χωριστό δικαίωμα προσφυγής αλλά μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προσφυγής μόνο μαζί με την απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 85.

14.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα πρόσωπο είναι ανεξάρτητο από την αρχή εξυγίανσης και από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και για τους σκοπούς του άρθρου 74.

15.   Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα ακόλουθα κριτήρια για τους σκοπούς των παραγράφων 1, 3 και 9 του παρόντος άρθρου και για τους σκοπούς του άρθρου 74:

α)

τη μεθοδολογία για την εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

τον διαχωρισμό των αποτιμήσεων δυνάμει των άρθρων 36 και 74·

γ)

τη μέθοδο υπολογισμού και συμπερίληψης του αποθέματος ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες στην προσωρινή αποτίμηση.

16.   Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 14 το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στις παραγράφους 14 και 15, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ IV

Εργαλεία εξυγίανσης

Τμήμα 1

Γενικές αρχές

Άρθρο 37

Γενικές αρχές των εργαλείων εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης σε ιδρύματα και σε οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις για εξυγίανση.

2.   Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να εφαρμόσει ένα εργαλείο εξυγίανσης σε ίδρυμα ή σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) και η εν λόγω δράση εξυγίανσης προκαλέσει ζημίες που επιβαρύνουν τους πιστωτές ή οδηγήσει σε μετατροπή των απαιτήσεών τους, η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59 αμέσως πριν ή παράλληλα με την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης.

3.   Τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι τα εξής:

α)

το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων·

β)

το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος·

γ)

το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων·

δ)

το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα.

4.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 5, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης είτε μεμονωμένα είτε υπό οιονδήποτε συνδυασμό.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων μόνο σε συνδυασμό με άλλο εργαλείο εξυγίανσης.

6.   Όταν χρησιμοποιούνται μόνο τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α) ή β) του παρόντος άρθρου, και χρησιμοποιούνται για τη μεταβίβαση μόνο μέρους των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση, το εναπομένον ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), από το οποίο ή την οποία έχουν μεταβιβαστεί τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις, εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η εκκαθάριση αυτή πραγματοποιείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης ανάγκης του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να παρέχει υπηρεσίες ή στήριξη σύμφωνα με το άρθρο 65, προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες τις οποίες απέκτησε δυνάμει αυτής της μεταβίβασης, και λαμβανομένου επίσης υπόψη κάθε άλλου λόγου ο οποίος επιτάσσει τη συνέχιση της λειτουργίας του εναπομένοντος ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της εξυγίανσης ή να τηρούνται οι αρχές που ορίζονται στο άρθρο 34.

7.   Η αρχή εξυγίανσης και οιαδήποτε χρηματοδοτική ρύθμιση δυνάμει του άρθρου 101 μπορεί να ανακτά κάθε εύλογη δαπάνη που προέκυψε από την άσκηση των εργαλείων εξυγίανσης ή των εξουσιών ή των εργαλείων κρατικής χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

υπό μορφή παρακράτησης από οιοδήποτε αντίτιμο καταβάλλεται από αποδέκτη προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή, ανάλογα με την περίπτωση, προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

β)

από το ίδρυμα υπό εξυγίανση, ως προνομιακός πιστωτής· ή

γ)

από τυχόν έσοδα που προκύπτουν από την περάτωση της λειτουργίας του μεταβατικού ιδρύματος ή του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ως προνομιακός πιστωτής.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κανόνες του εθνικού πτωχευτικού δικαίου οι οποίοι άπτονται της ακυρωσίας και της κήρυξης του ανενεργού των επιβλαβών για το σύνολο των πιστωτών δικαιοπραξιών δεν εφαρμόζονται στις μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση προς άλλη οντότητα δυνάμει της εφαρμογής εργαλείου εξυγίανσης ή της άσκησης εξουσίας εξυγίανσης ή της χρήσης εργαλείου κρατικής χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης.

9.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στις αρχές εξυγίανσης πρόσθετα εργαλεία και εξουσίες που μπορούν να ασκούνται όταν ένα ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης, εφόσον:

α)

όταν εφαρμόζονται σε διασυνοριακό όμιλο, οι εν λόγω πρόσθετες εξουσίες δεν θέτουν εμπόδια στην αποτελεσματική εξυγίανση του ομίλου· και

β)

συνάδουν με τους στόχους της εξυγίανσης και με τις γενικές αρχές περί εξυγίανσης, όπως καθορίζονται στα άρθρα 31 και 34.

10.   Στην εντελώς εξαιρετική περίπτωση συστημικής κρίσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναζητά χρηματοδότηση από εναλλακτικές πηγές χρησιμοποιώντας τα δημόσια εργαλεία σταθεροποίησης των άρθρων 56 έως 58, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι μέτοχοι, οι κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας, οι κάτοχοι σχετικών κεφαλαιακών μέσων και οι κάτοχοι άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων έχουν συνεισφέρει, μέσω απομείωσης, μετατροπής ή με άλλο τρόπο, στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση με ποσό που ισοδυναμεί στο 8 % τουλάχιστον των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων κατά τον χρόνο της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36·

β)

χορηγείται προηγούμενη και τελική έγκριση βάσει του πλαισίου περί κρατικών ενισχύσεων της Ένωσης.

Τμήμα 2

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων

Άρθρο 38

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να μεταβιβάζουν σε έναν αγοραστή που δεν είναι μεταβατικό ίδρυμα:

α)

μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα που τελεί υπό εξυγίανση·

β)

όλα ή οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ιδρύματος υπό εξυγίανση.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 8 και 9 του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη του άρθρου 85, η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή οποιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του αγοραστή και χωρίς να τηρούνται διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων πέραν αυτών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 39.

2.   Μια μεταβίβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

3.   Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο ώστε να εξασφαλίσουν εμπορικούς όρους για τη μεταβίβαση οι οποίοι συνάδουν με την αποτίμηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 36, έχοντας υπόψη τις εκάστοτε περιστάσεις.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, οιοδήποτε αντάλλαγμα καταβάλλεται από τον αγοραστή αποβαίνει προς όφελος:

α)

των κατόχων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, όταν η πώληση δραστηριοτήτων έχει πραγματοποιηθεί μέσω της μεταβίβασης από τους κατόχους των εν λόγω μετοχών ή μέσων προς τον αγοραστή μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β)

του ιδρύματος υπό εξυγίανση, όταν η πώληση δραστηριοτήτων έχει πραγματοποιηθεί μέσω της μεταβίβασης προς τον αγοραστή ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

5.   Μετά την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή, ανάλογα με την περίπτωση, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

6.   Κατόπιν της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν, με τη συγκατάθεση του αγοραστή, να ασκήσουν τις εξουσίες μεταβίβασης όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβαστεί στον αγοραστή, προκειμένου να αναμεταβιβαστούν τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις στο ίδρυμα υπό εξυγίανση ή οι μετοχές ή τα λοιπά μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους τους, ενώ το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή οι αρχικοί κάτοχοι υποχρεούνται να δεχθούν πίσω κάθε τέτοιο περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή μετοχή ή άλλο μέσο ιδιοκτησίας.

7.   Ένας αγοραστής διαθέτει τη δέουσα άδεια λειτουργίας προκειμένου να διεκπεραιώσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες τις οποίες αναλαμβάνει όταν πραγματοποιείται η μεταβίβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν την έγκαιρη εξέταση της αίτησης χορήγησης της άδειας, σε συνδυασμό με τη μεταβίβαση.

8.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 22 έως 25 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από την απαίτηση κοινοποίησης στις αρμόδιες αρχές του άρθρου 26 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από το άρθρο 10 παράγραφος 3, το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, καθώς και από την απαίτηση κοινοποίησης του άρθρου 11 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, σε περίπτωση που μια μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας δυνάμει της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ίδρυμα του είδους που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή στο άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η αρμόδια αρχή του εν λόγω ιδρύματος πραγματοποιεί εγκαίρως την εκτίμηση που προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα, κατά τρόπο που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων και δεν εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης να επιτύχει τους σχετικούς στόχους εξυγίανσης.

9.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω ιδρύματος δεν έχει ολοκληρώσει την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 8 κατά την ημερομηνία μεταβίβασης των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων από την αρχή εξυγίανσης, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

α)

η εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή παράγει αμέσως έννομες συνέπειες·

β)

κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ), τα δικαιώματα ψήφου του αγοραστή βάσει των εν λόγω μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας αναστέλλεται και εκχωρείται αποκλειστικά στην αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υποχρεούται να ασκεί τα σχετικά δικαιώματα ψήφου και δεν φέρει οιαδήποτε ευθύνη για την άσκηση ή την παράλειψη άσκησης αυτών των δικαιωμάτων ψήφου·

γ)

κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ), οι κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών σύμφωνα με τα άρθρα 66, 67 και 68 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν ισχύουν για την εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

δ)

αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκτίμησης από την αρμόδια αρχή, η αρμόδια αρχή ειδοποιεί εγγράφως την αρχή εξυγίανσης και τον αγοραστή σχετικά με την εκ μέρους της έγκριση ή, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αντίθεση στη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή·

ε)

εάν η αρμόδια αρχή εγκρίνει τη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή, τα δικαιώματα ψήφου βάσει αυτών των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας θεωρείται πλήρως εκχωρηθέν στον αγοραστή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αρχή εξυγίανσης και ο αγοραστής λαμβάνουν την εν λόγω ειδοποίηση περί έγκρισης από την αρμόδια αρχή·

στ)

εάν η αρμόδια αρχή αντιταχθεί στη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή:

i)

τα δικαιώματα ψήφου βάσει αυτών των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, όπως προβλέπεται στο στοιχείο β), παραμένει σε πλήρη ισχύ·

ii)

η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον αγοραστή να εκποιήσει αυτές τις μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας εντός περιόδου εκποίησης που ορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, αφού ληφθούν υπόψη οι επικρατούσες συνθήκες στην αγορά· και

iii)

εάν ο αγοραστής δεν ολοκληρώσει την εν λόγω εκποίηση εντός της περιόδου εκποίησης που έχει ορίσει η αρχή εξυγίανσης, η αρμόδια αρχή, με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης, μπορεί να επιβάλει στον αγοραστή κυρώσεις και λοιπά μέτρα λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών βάσει των άρθρων 66, 67 και 68 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

10.   Οι μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων υπόκεινται στις διασφαλίσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο VII του τίτλου IV.

11.   Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών ή για τους σκοπούς της εγκατάστασής του σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, ο αγοραστής θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε δικαίωμα το οποίο ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

12.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αγοραστής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, σε χρηματιστήρια, σε συστήματα αποζημίωσης επενδυτών και συστήματα εγγύησης καταθέσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, εφόσον πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους και συμμετοχής για τη συμμετοχή στα συστήματα αυτά.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)

δεν εμποδίζεται η πρόσβαση επειδή ο αγοραστής δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση δεν αντιστοιχεί στα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για την πρόσβαση στα συστήματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο·

β)

σε περίπτωση που ο αγοραστής δεν πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους ή συμμετοχής σε σχετικό σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή διακανονισμού, χρηματιστήριο, σύστημα αποζημίωσης επενδυτών ή σύστημα εγγύησης καταθέσεων, τα δικαιώματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ασκούνται για χρονική περίοδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του αγοραστή προς την αρχή εξυγίανσης.

13.   Με την επιφύλαξη του τίτλου IV κεφάλαιο VII, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

Άρθρο 39

Εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων: διαδικαστικές απαιτήσεις

1.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, όταν εφαρμόζει το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων σε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), η αρχή εξυγίανσης θέτει σε πώληση, ή προβαίνει σε ρυθμίσεις για τη θέση σε πώληση των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που σκοπεύει να μεταφέρει η αρχή. Ομάδες δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων δύνανται να τεθούν σε πώληση χωριστά.

2.   Υπό την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, ανάλογα με την περίπτωση, η θέση σε πώληση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

είναι όσο το δυνατόν διαφανέστερη και δεν αλλοιώνει ουσιαστικά την εικόνα των περιουσιακών στοιχείων, των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων, των μετοχών ή των άλλων μέσων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που σκοπεύει να μεταφέρει η αρχή, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις, και ιδίως την ανάγκη να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

β)

δεν ευνοεί αδικαιολόγητα κάποιους δυνητικούς αγοραστές ούτε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ τους·

γ)

δεν επηρεάζεται από συγκρούσεις συμφερόντων·

δ)

δεν προσφέρει τυχόν αθέμιτο πλεονέκτημα σε δυνητικό αγοραστή·

ε)

λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να πραγματοποιηθεί ταχέως η δράση εξυγίανσης·

στ)

στοχεύει στη μεγιστοποίηση, κατά το δυνατόν, της τιμής πώλησης των σχετικών μετοχών ή των άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου, οι αρχές που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζουν την αρχή εξυγίανσης να αποκλείσει συγκεκριμένους δυνητικούς αγοραστές.

Κάθε γνωστοποίηση στο κοινό της θέσης σε πώληση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας, που κανονικά θα απαιτείτο σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΚ) αριθ. 596/2014, μπορεί να καθυστερήσει σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 ή 5 της εν λόγω οδηγίας.

3.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων χωρίς να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις για τη θέση σε πώληση που καθορίζονται στην παράγραφο 1, όταν διαπιστώνει ότι η συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις ενδέχεται να υπονομεύσει έναν ή περισσότερους από τους στόχους εξυγίανσης, και ειδικότερα εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

όταν θεωρεί ότι υπάρχει ουσιαστική απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, προερχόμενη ή επιδεινούμενη από την πτώχευση ή πιθανή πτώχευση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

β)

όταν θεωρεί ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές ενδέχεται να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ως προς την αντιμετώπιση της απειλής αυτής ή την επίτευξη του στόχου της εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο β).

4.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 προκειμένου να εξειδικεύσει τις πραγματικές περιστάσεις που συνιστούν ουσιαστική απειλή, και τα στοιχεία σχετικά την αποτελεσματικότητα του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, που προβλέπεται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) και β).

Τμήμα 3

Το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος

Άρθρο 40

Εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος

1.   Προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης διατήρησης των βασικών λειτουργιών στο μεταβατικό ίδρυμα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να μεταβιβάζουν σε μεταβατικά ιδρύματα:

α)

μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ένα ή περισσότερα ιδρύματα υπό εξυγίανση·

β)

όλα ή ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση.

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 85, η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων των ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή οιουδήποτε τρίτου μέρους εκτός του μεταβατικού ιδρύματος και χωρίς να τηρούνται οι διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων.

2.   Το μεταβατικό ίδρυμα είναι νομικό πρόσωπο που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές, μεταξύ των οποίων μπορεί να συγκαταλέγεται η αρχή εξυγίανσης ή η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης, και ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης·

β)

δημιουργείται με σκοπό την απόκτηση και την κατοχή ορισμένων ή όλων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση με με σκοπό τη διατήρηση της πρόσβασης σε βασικές λειτουργίες και την πώληση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρονται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, τη συνέχιση ορισμένων ή όλων των λειτουργιών, υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους.

Η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα για τον σκοπό που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο β) δεν παρακωλύει την ικανότητα της αρχής εξυγίανσης να ελέγχει το μεταβατικό ίδρυμα.

3.   Όταν εφαρμόζει το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η ολική αξία των υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα να μην υπερβαίνει τη συνολική αξία των δικαιωμάτων και περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται από το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή παρέχονται από άλλες πηγές.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, κάθε αντάλλαγμα που καταβάλλεται από το μεταβατικό ίδρυμα αποβαίνει προς όφελος:

α)

των κατόχων των μετοχών ή των μέσων ιδιοκτησίας, όταν η μεταβίβαση προς το μεταβατικό ίδρυμα πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση, από τους κατόχους των εν λόγω μετοχών ή μέσων, προς το μεταβατικό ίδρυμα μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β)

του ιδρύματος υπό εξυγίανση, όταν η μεταβίβαση προς το μεταβατικό ίδρυμα πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση προς το μεταβατικό ίδρυμα.

5.   Όταν εφαρμόζει το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή, ανάλογα με την περίπτωση, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

6.   Όταν εφαρμόζει το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να αναμεταβιβάζει δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, ή μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους τους, ενώ το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή οι αρχικοί κάτοχοι υποχρεούνται να δεχθούν πίσω κάθε σχετικό περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή μετοχή ή άλλο μέσο ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι της παραγράφου 7,

β)

να μεταβιβάζει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα σε τρίτους.

7.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναμεταβιβάζουν μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα στο ίδρυμα υπό εξυγίανση εάν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

η δυνατότητα να μπορούν να αναμεταβιβάζονται οι συγκεκριμένες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις δηλώνεται ρητώς στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση·

β)

οι συγκεκριμένες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις όντως δεν εμπίπτουν, ούτε πληρούν τις προϋποθέσεις να εμπίπτουν, στις κατηγορίες μεταβιβαστέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που καθορίζονται στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση.

Κάθε τέτοια αναμεταβίβαση μπορεί να πραγματοποιείται εντός οιουδήποτε χρονικού διαστήματος και πληροί οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις που δηλώνονται στην εν λόγω πράξη για τον σχετικό σκοπό.

8.   Οι μεταβιβάσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή των αρχικών κατόχων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, αφενός, και του μεταβατικού ιδρύματος, αφετέρου, υπόκεινται στις διασφαλίσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV κεφάλαιο VII.

9.   Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών ή για τους σκοπούς της εγκατάστασής του σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, ένα μεταβατικό ίδρυμα θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε τέτοιο δικαίωμα το οποίο ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Για άλλους σκοπούς, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν το μεταβατικό ίδρυμα να θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και να έχει το μεταβατικό ίδρυμα τη δυνατότητα να συνεχίσει να ασκεί κάθε δικαίωμα που ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά τα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

10.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το μεταβατικό ίδρυμα μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, σε χρηματιστήρια, συστήματα αποζημίωσης επενδυτών και συστήματα εγγύησης καταθέσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, εφόσον πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους και συμμετοχής για τη συμμετοχή στα συστήματα αυτά.

Παρά το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)

δεν εμποδίζεται η πρόσβαση επειδή το μεταβατικό ίδρυμα δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση δεν αντιστοιχεί στα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για την πρόσβαση στα συστήματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο·

β)

σε περίπτωση που το μεταβατικό ίδρυμα δεν πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους ή συμμετοχής σε σχετικό σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή διακανονισμού, χρηματιστήριο, σύστημα αποζημίωσης επενδυτών ή σύστημα εγγύησης καταθέσεων, τα δικαιώματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ασκούνται για χρονική περίοδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του μεταβατικού ιδρύματος προς την αρχή εξυγίανσης.

11.   Με την επιφύλαξη του τίτλου IV κεφάλαιο VII, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα, έναντι του διοικητικού οργάνου του ή έναντι των ανώτατων διοικητικών στελεχών του.

12.   Οι στόχοι του μεταβατικού ιδρύματος δεν συνεπάγονται καμία υποχρέωση ή ευθύνη έναντι των μετόχων ή πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και το διοικητικό όργανο ή τα ανώτατα διοικητικά στελέχη δεν υπέχουν καμία ευθύνη έναντι αυτών των μετόχων και πιστωτών για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά την εθνική νομοθεσία, προϊόν βαρείας αμέλειας ή σοβαρού παραπτώματος που θίγει άμεσα τα δικαιώματα αυτών των μετόχων και πιστωτών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν περαιτέρω την ευθύνη ενός μεταβατικού ιδρύματος και του διοικητικού του οργάνου ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών του, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 41

Λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το μεταβατικό ίδρυμα να λειτουργεί τηρουμένων των ακόλουθων απαιτήσεων:

α)

το περιεχόμενο της συστατικής πράξης του μεταβατικού ιδρύματος εγκρίνεται από την αρχή εξυγίανσης·

β)

με την επιφύλαξη της ιδιοκτησιακής δομής του μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης διορίζει ή εγκρίνει το διοικητικό όργανο του μεταβατικού ιδρύματος·

γ)

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τις αποδοχές των μελών του διοικητικού οργάνου και καθορίζει τις αρμοδιότητές τους·

δ)

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου του μεταβατικού ιδρύματος·

ε)

το μεταβατικό ίδρυμα λαμβάνει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, αναλόγως με την περίπτωση, και διαθέτει την αναγκαία άδεια, βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες που αποκτά δυνάμει της μεταβίβασης που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 63 της παρούσας οδηγίας·

στ)

το μεταβατικό ίδρυμα πληροί τις εποπτικές απαιτήσεις και υπόκειται σε εποπτεία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ, αναλόγως με την περίπτωση·

ζ)

η λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος συνάδει προς το ενωσιακό πλαίσιο περί κρατικών ενισχύσεων, και η αρχή εξυγίανσης μπορεί να θέσει σχετικούς περιορισμούς στις δραστηριότητές του.

Παρά τις διατάξεις των στοιχείων ε) και στ) του πρώτου εδαφίου, και εφόσον αυτό απαιτείται προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης, το μεταβατικό ίδρυμα μπορεί να συσταθεί και να λάβει άδεια λειτουργίας χωρίς να συμμορφώνεται με τις διατάξεις των οδηγιών 2013/36/ΕΚ ή 2014/65/ΕΕ για σύντομο χρονικό διάστημα κατά την έναρξη της λειτουργίας του. Προς τον σκοπό αυτό, η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει σχετικό αίτημα στην αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποφασίσει να χορηγήσει την εν λόγω άδεια, υποδεικνύει την περίοδο για την οποία το μεταβατικό ίδρυμα απαλλάσσεται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των εν λόγω οδηγιών.

2.   Υπό την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που επιβάλλονται σύμφωνα με τους ενωσιακούς ή τους εθνικούς κανόνες περί ανταγωνισμού, η διοίκηση του μεταβατικού ιδρύματος διευθύνει το μεταβατικό ίδρυμα με σκοπό τη διατήρηση της πρόσβασης σε βασικές λειτουργίες και την πώληση του ιδρύματος, ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ), και των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεών του, σε έναν ή περισσότερους αγοραστές του ιδιωτικού τομέα, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες και εντός της χρονικής περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου ή, κατά περίπτωση, στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

3.   Η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει ότι το μεταβατικό ίδρυμα δεν αποτελεί πλέον μεταβατικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 40 παράγραφος 2 σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις προκύψει πρώτη:

α)

το μεταβατικό ίδρυμα συγχωνεύεται με άλλη οντότητα·

β)

το μεταβατικό ίδρυμα παύει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 40 παράγραφος 2·

γ)

πώληση εξ ολοκλήρου ή σχεδόν εξ ολοκλήρου των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του μεταβατικού ιδρύματος σε τρίτο μέρος·

δ)

λήξη της χρονικής περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 5 ή, αναλόγως με την περίπτωση, στην παράγραφο 6·

ε)

τα περιουσιακά στοιχεία του μεταβατικού ιδρύματος έχουν εξαντληθεί και οι υποχρεώσεις του έχουν εκπληρωθεί στο σύνολό τους.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης επιδιώκει την πώληση του μεταβατικού ιδρύματος ή των περιουσιακών του στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, το μεταβατικό ίδρυμα ή τα σχετικά περιουσιακά στοιχεία ή οι υποχρεώσεις τίθενται προς πώληση φανερά και με διαφανή τρόπο και ότι η πώληση δεν παρουσιάζει ουσιωδώς ανακριβή εικόνα τους ούτε ευνοεί ή διακρίνει αυθαίρετα μεταξύ δυνητικών αγοραστών.

Κάθε τέτοια πώληση πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

5.   Εάν δεν προκύψει κανένα από τα συμβάντα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α), β), γ) και ε), η αρχή εξυγίανσης περατώνει τη λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση μετά το πέρας δύο ετών από την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταβίβαση από ίδρυμα υπό εξυγίανση δυνάμει του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος.

6.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παρατείνει τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 για μία ή περισσότερες μονοετείς περιόδους, όταν:

α)

με την εν λόγω παράταση υποστηρίζονται τα αποτελέσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α), β), γ) ή ε)· ή

β)

η εν λόγω παράταση είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της συνέχειας των βασικών τραπεζικών ή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

7.   Κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης να παρατείνει τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 αιτιολογείται και περιλαμβάνει λεπτομερή αξιολόγηση της κατάστασης που δικαιολογεί την παράταση, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών και των προοπτικών της αγοράς.

8.   Σε περίπτωση που οι λειτουργίες του μεταβατικού ιδρύματος παύσουν υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία γ) ή δ), το μεταβατικό ίδρυμα εκκαθαρίζεται στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, οι μέτοχοι του μεταβατικού ιδρύματος καρπώνονται τυχόν έσοδα από την περάτωση της λειτουργίας του μεταβατικού ιδρύματος.

9.   Σε περίπτωση που ένα μεταβατικό ίδρυμα χρησιμοποιείται για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων περισσότερων του ενός ιδρυμάτων υπό εξυγίανση, η υποχρέωση της παραγράφου 8 αφορά τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβαστεί από κάθε ένα από τα ιδρύματα υπό εξυγίανση και όχι το ίδιο το μεταβατικό ίδρυμα.

Τμήμα 4

Το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων·

Άρθρο 42

Εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων

1.   Προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να μεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση ή ενός μεταβατικού ιδρύματος σε έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 85, η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων των ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή οιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του μεταβατικού ιδρύματος και χωρίς να τηρούνται οι διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων.

2.   Για τους σκοπούς του εργαλείου διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων είναι το νομικό πρόσωπο που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει ή ελέγχεται από μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές, στις οποίες μπορεί να περιλαμβάνεται η αρχή εξυγίανσης ή η ρύθμιση χρηματοδότησης της εξυγίανσης, και ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης·

β)

έχει δημιουργηθεί με σκοπό να λάβει ορισμένα ή όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή ενός μεταβατικού ιδρύματος.

3.   Ο φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται σε αυτόν με σκοπό να μεγιστοποιήσει την αξία τους μέσω ενδεχόμενης πώλησης ή συντεταγμένης εκκαθάρισης.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων λειτουργεί τηρουμένων των ακόλουθων διατάξεων:

α)

το περιεχόμενο της συστατικής πράξης του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων εγκρίνεται από την αρχή εξυγίανσης·

β)

με την επιφύλαξη της ιδιοκτησιακής δομής του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, η αρχή εξυγίανσης διορίζει ή εγκρίνει το διοικητικό όργανο του φορέα·

γ)

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τις αποδοχές των μελών του διοικητικού οργάνου και καθορίζει τις σχετικές αρμοδιότητές τους·

δ)

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ασκούν την εξουσία που ορίζεται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων μόνο εφόσον:

α)

η κατάσταση της συγκεκριμένης αγοράς για αυτά τα περιουσιακά στοιχεία είναι πιθανό να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές σε περίπτωση εκκαθάρισης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας·

β)

η μεταβίβαση είναι απαραίτητη προκειμένου να διασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή του μεταβατικού ιδρύματος· ή

γ)

η μεταβίβαση είναι απαραίτητη προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα έσοδα από την εκκαθάριση.

6.   Όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, οι αρχές εξυγίανσης προσδιορίζουν το αντίτιμο έναντι του οποίου μεταβιβάζονται τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις στον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 36 και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει το αντίτιμο να έχει την ονομαστική ή αρνητική αξία.

7.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, το ίδρυμα υπό εξυγίανση καρπώνεται κάθε αντίτιμο που καταβάλλεται από τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που αποκτώνται απευθείας από το ίδρυμα υπό εξυγίανση. Το αντίτιμο μπορεί να καταβάλλεται υπό μορφή χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

8.   Σε περίπτωση που έχει εφαρμοστεί το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, ο φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων μπορεί, μετά την εφαρμογή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος, να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα.

9.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να μεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το ίδρυμα υπό εξυγίανση σε έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, καθώς επίσης και να αναμεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι της παραγράφου 10.

Το ίδρυμα υπό εξυγίανση υποχρεούται να δεχθεί εκ νέου κάθε τέτοιο περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή υποχρέωση.

10.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναμεταβιβάζουν δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις από τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στο ίδρυμα υπό εξυγίανση σε μία από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

όταν η δυνατότητα αναμεταβίβασης των συγκεκριμένων δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων δηλώνεται ρητώς στην εντολή με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση·

β)

όταν τα συγκεκριμένα δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων που διευκρινίζονται στην εντολή με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση ή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις μεταβίβασης της εν λόγω εντολής.

Σε οιαδήποτε από τις περιπτώσεις των στοιχείων α) και β), η αναμεταβίβαση μπορεί να πραγματοποιείται εντός οιουδήποτε χρονικού διαστήματος και συνάδει με κάθε προϋπόθεση που ρητώς ορίζεται στη σχετική προς αυτόν τον σκοπό εντολή.

11.   Οι μεταβιβάσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων υπόκεινται στις διασφαλίσεις για τις μερικές μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες προβλέπονται στο κεφάλαιο VII του τίτλου IV.

12.   Με την επιφύλαξη του κεφαλαίου VII του τίτλου IV, οι μέτοχοι και οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται στον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ούτε έναντι του διοικητικού οργάνου του ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών του.

13.   Οι στόχοι του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων δεν συνεπάγονται καμία υποχρέωση ή ευθύνη έναντι των μετόχων ή πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και το διοικητικό όργανο ή τα ανώτατα διοικητικά στελέχη δεν υπέχουν καμία ευθύνη έναντι αυτών των μετόχων και πιστωτών για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά την εθνική νομοθεσία, προϊόν βαρείας αμέλειας ή σοβαρού παραπτώματος που θίγει άμεσα τα δικαιώματα αυτών των μετόχων και πιστωτών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη ενός φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και του διοικητικού οργάνου του ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών του, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

14.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθήσει τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας και εξυγίανσης όσον αφορά τη διαπίστωση πότε, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων υπό κανονικές διαδικασίες πτώχευσης μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές.

Τμήμα 5

Το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα

Υποτμήμα 1

Στόχος και πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

Άρθρο 43

Το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τις εξουσίες εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να εφαρμόσουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που προσδιορίζονται στο άρθρο 31, σύμφωνα με τις αρχές εξυγίανσης που ορίζει το άρθρο 34, για οποιονδήποτε από τους εξής σκοπούς:

α)

για την ανακεφαλαιοποίηση ενός ιδρύματος, ή μιας οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας, που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης σε βαθμό που να επιτρέπει την αποκατάσταση της δυνατότητας συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας (εφόσον οι εν λόγω προϋποθέσεις ισχύουν για την οντότητα), τη συνέχιση της διεκπεραίωσης των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΚ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ (όταν χορηγείται άδεια στην οντότητα δυνάμει των εν λόγω οδηγιών), καθώς και τη διατήρηση επαρκούς εμπιστοσύνης των αγορών στο ίδρυμα ή την οντότητα·

β)

για τη μετατροπή σε μετοχικό κεφάλαιο ή τη μείωση της αξίας των απαιτήσεων ή των χρεωστικών μέσων που μεταβιβάζονται:

i)

σε μεταβατικό ίδρυμα, με σκοπό την παροχή κεφαλαίου για το εν λόγω μεταβατικό ίδρυμα, ή

ii)

στο πλαίσιο εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα για τον σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου μόνον εφόσον ευλόγως διαφαίνεται ότι η εφαρμογή του εν λόγω εργαλείου, σε συνδυασμό με άλλα σχετικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης επιχειρήσεων που απαιτείται βάσει του άρθρου 52, θα αποκαταστήσει τη χρηματοπιστωτική ευρωστία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), επιτυγχάνοντας, επιπλέον, τους σχετικούς στόχους της εξυγίανσης.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν οποιοδήποτε από τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και γ), και το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σε όλα τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), τηρώντας τη νομική μορφή του σχετικού ιδρύματος ή της σχετικής οντότητας, ή μπορούν να τροποποιούν τη νομική μορφή.

Άρθρο 44

Πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις υποχρεώσεις ιδρύματος ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω εργαλείου, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης δεν ασκούν τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας:

α)

καλυπτόμενες καταθέσεις·

β)

εξασφαλισμένες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων χρησιμοποιούμενων για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και εξασφαλίζονται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν των καλυμμένων ομολόγων·

γ)

κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή, από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας, περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών που έχουν στην κατοχή τους για λογαριασμό ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 9009/65/ΕΚ, ή ΟΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας·

δ)

κάθε υποχρέωση που προκύπτει από σχέση καταπίστευσης μεταξύ του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) (ως καταπιστευματοδόχου) και ενός άλλου προσώπου (ως δικαιούχου), υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαιούχος προστατεύεται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας ή του αστικού δικαίου·

ε)

υποχρεώσεις προς ιδρύματα, εξαιρουμένων των οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, με αρχική διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών·

στ)

υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών, έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ ή των συμμετεχόντων σε αυτά και που προκύπτουν από συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα·

ζ)

υποχρέωση σε οποιονδήποτε από τους εξής:

i)

εργαζόμενο, όσον αφορά δεδουλευμένο μισθό, συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση·

ii)

εμπορικό πιστωτή ή προμηθευτή, που συνδέεται με την παροχή στο ίδρυμα ή στην οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) αγαθών και υπηρεσιών, κρίσιμων για την καθημερινή λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής, κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων·

iii)

φορολογικές αρχές και αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές είναι προνομιούχες σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο·

iv)

συστήματα εγγύησης καταθέσεων τα οποία προκύπτουν από τις συνεισφορές που οφείλονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ.

Το στοιχείο ζ) σημείο i) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών των προσώπων που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους, όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλα τα εξασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με τη δέσμη κάλυψης καλυμμένων ομολόγων να μην επηρεάζονται, να παραμένουν διαχωρισμένα και να διαθέτουν επαρκή χρηματοδότηση. Ούτε η απαίτηση αυτή ούτε το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου εμποδίζουν τις αρχές εξυγίανσης, όπου ενδείκνυται, να ασκούν τις εξουσίες αυτές όσον αφορά οιοδήποτε μέρος μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης ή υποχρέωσης για την οποία έχει ενεχυριαστεί εξασφάλιση που υπερβαίνει την αξία των περιουσιακών στοιχείων, του ενεχύρου, του εμπράγματου δικαιώματος ή της εξασφάλισης που παρέχονται ως ασφάλεια.

Το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου δεν εμποδίζει τις αρχές εξυγίανσης, όπου ενδείκνυται, να ασκούν τις εξουσίες αυτές όσον αφορά κάθε ποσό κατάθεσης που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

Με την επιφύλαξη των κανόνων περί μεγάλων ανοιγμάτων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων και ομίλων, οι αρχές εξυγίανσης περιορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, τον βαθμό στον οποίο άλλα ιδρύματα κατέχουν υποχρεώσεις επιλέξιμες για το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, εκτός από τις υποχρεώσεις τις οποίες κατέχουν οντότητες που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου.

3.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εξαιρούν ή να εξαιρούν εν μέρει ορισμένες υποχρεώσεις από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής όταν:

α)

δεν είναι δυνατή η διάσωση με ίδια μέσα της συγκεκριμένης υποχρέωσης εντός εύλογου χρόνου, παρά τις καλόπιστες προσπάθειες των αρχών εξυγίανσης,

β)

η εξαίρεση είναι αυστηρά αναγκαία και αναλογική προκειμένου να επιτευχθεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων κατά τρόπο που διατηρεί την ικανότητα του ιδρύματος υπό εξυγίανση να συνεχίζει τις κεντρικές λειτουργίες, υπηρεσίες και συναλλαγές του,

γ)

η εξαίρεση είναι αυστηρά αναγκαία και αναλογική προκειμένου να αποφευχθεί ευρεία μετάδοση, ιδίως όσον αφορά τις επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία θα διατάρασσε σοβαρά τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών τους, κατά τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης, ή

δ)

η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε αυτές τις υποχρεώσεις θα προκαλέσει καταστροφή αξίας τέτοια ώστε οι ζημίες που επιβαρύνουν τους λοιπούς πιστωτές θα είναι μεγαλύτερες από ό,τι εάν οι εν λόγω υποχρεώσεις εξαιρεθούν από τη διάσωση με ίδια μέσα.

Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει εν μέρει μια επιλέξιμη υποχρέωση ή κατηγορία επιλέξιμων υποχρεώσεων δυνάμει της παρούσας παραγράφου, το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις μπορεί να αυξηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη τέτοιες εξαιρέσεις, υπό τον όρο ότι το επίπεδο απομείωσης και μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις τηρεί την αρχή του άρθρου 34 παράγραφος 1 στοιχείο ζ).

4.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει εν μέρει μια επιλέξιμη υποχρέωση ή κατηγορία επιλέξιμων υποχρεώσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου και οι ζημίες που θα προέκυπταν για τις εν λόγω υποχρεώσεις δεν έχουν μετακυλιστεί πλήρως σε άλλους πιστωτές, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ώστε να επιτύχει το ένα ή και τα δύο ακόλουθα:

α)

να καλυφθούν τυχόν ζημίες που δεν απορροφήθηκαν από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και να μηδενισθεί η καθαρή αξία των στοιχείων ενεργητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α),

β)

να αγοράσει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή κεφαλαιακά μέσα του υπό εξυγίανση ιδρύματος, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο β).

5.   Η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης προβαίνει στη συνεισφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 4 μόνον όταν:

α)

οι μέτοχοι, οι κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας και οι κάτοχοι σχετικών κεφαλαιακών μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων έχουν συνεισφέρει στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση με ποσό που αντιστοιχεί στο 8 % τουλάχιστον των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων κατά τον χρόνο της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36, μέσω απομείωσης, μετατροπής ή με άλλο τρόπο· και

β)

η συνεισφορά της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης δεν υπερβαίνει το 5 % των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων κατά τον χρόνο της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36.

6.   Η συνεισφορά της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 4 μπορεί να χρηματοδοτηθεί με:

α)

το διαθέσιμο στη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης ποσό που συγκεντρώθηκε μέσω συνεισφορών των ιδρυμάτων και των υποκαταστημάτων της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 6 και το άρθρο 103·

β)

το ποσό που μπορεί να αντληθεί μέσω εκ των υστέρων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 104 εντός περιόδου τριών ετών· και

γ)

σε περίπτωση που τα αναφερόμενα στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου ποσά δεν επαρκούν, ποσά που συγκεντρώνονται από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 105.

7.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναζητήσει περαιτέρω χρηματοδότηση από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης αφού προηγουμένως:

α)

έχει καλυφθεί το όριο του 5 % που προβλέπεται στην παράγραφο 5· και

β)

έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί πλήρως όλες οι με εξασφαλισμένες, μη προνομιούχες υποχρεώσεις, πλην των επιλέξιμων καταθέσεων.

Ως εναλλακτική ή πρόσθετη λύση, όταν πληρούνται οι όροι του πρώτου εδαφίου, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να προβεί σε συνεισφορά από πόρους που συγκεντρώθηκαν μέσω εκ των προτέρων συνεισφορών σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 6 και το άρθρο 103 και οι οποίοι δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμα.

8.   Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α) της παραγράφου 5, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί επίσης να προβεί σε συνεισφορά κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 υπό τον όρο ότι:

α)

η συνεισφορά στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 5 ισούται με ποσό τουλάχιστον ίσο με το 20 % των σταθμισμένων βάσει κινδύνου περιουσιακών στοιχείων του σχετικού ιδρύματος,

β)

η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης του σχετικού κράτους μέλους έχει στη διάθεσή της, μέσω εκ των προτέρων συνεισφορών (μη συμπεριλαμβανομένων των συνεισφορών σε σύστημα εγγύησης των καταθέσεων) που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 6και το άρθρο 103, ποσό το οποίο ισούται με το 3 % τουλάχιστον των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, και

γ)

το σχετικό ίδρυμα διαθέτει περιουσιακά στοιχεία με αξία μικρότερη των 900 δισεκατ. EUR σε ενοποιημένη βάση.

9.   Κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας βάσει της παραγράφου 3, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τα εξής:

α)

την αρχή ότι οι ζημίες επιβαρύνουν πρωτίστως τους μετόχους και στη συνέχεια, γενικά, τους πιστωτές του υπό εξυγίανση ιδρύματος κατά σειρά προτεραιότητας·

β)

το επίπεδο της ικανότητας απορρόφησης ζημιών που θα διατηρούσε το υπό εκκαθάριση ίδρυμα εάν είχε εξαιρεθεί η υποχρέωση ή κατηγορία υποχρεώσεων· και

γ)

την ανάγκη διατήρησης επαρκών πόρων για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης.

10.   Οι εξαιρέσεις δυνάμει της παραγράφου 3 μπορούν να εφαρμόζονται είτε προκειμένου να εξαιρεθεί εντελώς μια υποχρέωση από την απομείωση ή προκειμένου να περιοριστεί ο βαθμός απομείωσης που εφαρμόζεται στην εν λόγω υποχρέωση.

11.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 115, με σκοπό να διασαφηνίζονται οι περιπτώσεις που καθιστούν επιτακτική την εξαίρεση προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

12.   Πριν από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την εξαίρεση υποχρέωσης δυνάμει της παραγράφου 3, η αρχή εξυγίανσης ειδοποιεί την Επιτροπή. Εάν η εξαίρεση απαιτεί συνεισφορά από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης ή μια εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης δυνάμει των παραγράφων 4 έως 8, η Επιτροπή δύναται, εντός 24 ωρών από την παραλαβή της σχετικής ειδοποίησης, ή μεγαλύτερου διαστήματος κατόπιν συγκατάθεσης της αρχής εξυγίανσης, να απαγορεύσει ή να απαιτήσει τροποποιήσεις στην προτεινόμενη εξαίρεση εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς. Τα ανωτέρω ισχύουν χωρίς να θίγεται η εφαρμογή του πλαισίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή.

Υποτμήμα 2

Ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

Άρθρο 45

Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα πληρούν ανά πάσα στιγμή την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων. Η ελάχιστη απαίτηση υπολογίζεται ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων εκφρασμένο ως ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου των υποχρεώσεων και των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα περιλαμβάνονται στις συνολικές υποχρεώσεις εφόσον αναγνωρίζονται πλήρως τα δικαιώματα συμψηφισμού του αντισυμβαλλομένου.

2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ) της παραγράφου 6, βάσει των οποίων καθορίζεται για κάθε ίδρυμα ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένου του χρέους μειωμένης εξασφάλισης και του μη εξασφαλισμένου χρέους με εξοφλητική προτεραιότητα εναπομένουσας διάρκειας τουλάχιστον 12 μηνών τα οποία υπόκεινται στις εξουσίες διάσωσης με ίδια μέσα, καθώς και όσα χαρακτηρίζονται ως ίδια κεφάλαια.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν πρόσθετα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζονται οι ελάχιστες απαιτήσεις ιδίως κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

3.   Παρά την παράγραφο 1, οι αρχές εξυγίανσης εξαιρούν τα ιδρύματα ενυπόθηκης πίστης που χρηματοδοτούνται από καλυμμένα ομόλογα τα οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, δεν επιτρέπεται να δέχονται καταθέσεις, από την υποχρέωση της συμμόρφωσης, ανά πάσα στιγμή, προς την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, δεδομένου ότι:

α)

τα ιδρύματα αυτά εξυγιαίνονται μέσω εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, ή μέσω άλλων διαδικασιών που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 38, 40 ή 42 της παρούσας οδηγίας, προβλεπόμενων ειδικά για τα εν λόγω ιδρύματα· και

β)

αυτές οι εθνικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ή άλλες διαδικασίες, εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές των εν λόγω ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση όσων κατέχουν καλυμμένα ομόλογα, υφίστανται ζημίες κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στους στόχους της εξυγίανσης.

4.   Οι επιλέξιμες υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 1, μόνον εάν πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το μέσο έχει εκδοθεί και έχει καταβληθεί πλήρως·

β)

η υποχρέωση δεν οφείλεται, δεν εξασφαλίζεται ούτε αποτελεί αντικείμενο εγγύησης από το ίδιο το ίδρυμα·

γ)

η αγορά του μέσου δεν χρηματοδοτήθηκε άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα·

δ)

η υποχρέωση έχει εναπομένουσα διάρκεια τουλάχιστον ενός έτους·

ε)

η υποχρέωση δεν προκύπτει από παράγωγο·

στ)

η υποχρέωση δεν προκύπτει από κατάθεση η οποία τυγχάνει προτιμησιακής αντιμετώπισης στην εθνική πτωχευτική ιεραρχία σύμφωνα με το άρθρο 108.

Για τον σκοπό του στοιχείου δ), όταν από μια υποχρέωση προσδίδει στον κάτοχό της το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης, η εν λόγω υποχρέωση καθίσταται απαιτητή την πρώτη ημέρα κατά την οποία προκύπτει αυτό το δικαίωμα.

5.   Όταν μια υποχρέωση διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτήσουν από το ίδρυμα να τεκμηριώσει ότι οιαδήποτε απόφαση αρχής εξυγίανσης περί απομείωσης ή μετατροπής της εν λόγω υποχρέωσης θα εκτελεστεί δυνάμει του δικαίου της εν λόγω τρίτης χώρας, λαμβάνοντας υπόψη τους όρους της σύμβασης που διέπει την υποχρέωση, τις διεθνείς συμφωνίες περί αναγνώρισης των διαδικασιών εξυγίανσης και άλλα συναφή θέματα. Εάν η αρχή εξυγίανσης δεν συμφωνήσει με την εκτέλεση απόφασης υπό το δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας, η υποχρέωση δεν συνυπολογίζεται για την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

6.   Η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων κάθε ιδρύματος, δυνάμει της παραγράφου 1, καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, τουλάχιστον βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

α)

την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι το ίδρυμα μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης·

β)

την ανάγκη να διασφαλιστεί, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ότι το ίδρυμα διαθέτει επαρκείς επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, οι ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μπορεί να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου το ίδρυμα να μπορεί να πληροί αδιαλείπτως τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας, να συνεχίσει να διεκπεραιώνει τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και να διατηρήσει επαρκή εμπιστοσύνη των αγορών στο ίδρυμα ή την οντότητα·

γ)

την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι, εάν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τη δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων από τη διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 3, ή τη δυνατότητα πλήρους μεταβίβασης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, το ίδρυμα διαθέτει επαρκείς λοιπές επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζει ότι οι ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ότι ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μπορεί να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου το ίδρυμα να είναι σε θέση να πληροί αδιαλείπτως τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει να διεκπεραιώνει τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

δ)

το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος·

ε)

το βαθμό στον οποίο θα μπορούσε να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 109·

στ)

το βαθμό στον οποίο η πτώχευση του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων, εξαιτίας της μεταδοτικότητας σε άλλα ιδρύματα, λόγω της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

7.   Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο σε ατομική βάση.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να αποφασίσει να εφαρμόσει την ελάχιστη απαίτηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

8.   Επιπροσθέτως προς την παράγραφο 7, οι μητρικές επιχειρήσεις στην Ένωση πληρούν σε ενοποιημένη βάση τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις σε ενοποιημένο επίπεδο μιας μητρικής επιχείρησης της Ένωσης καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με την παράγραφο 9, τουλάχιστον βάσει των κριτηρίων που θεσπίζονται στην παράγραφο 6 και λαμβανομένου υπόψη κατά πόσον οι θυγατρικές του ομίλου σε τρίτες χώρες πρόκειται να εξυγιανθούν χωριστά σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης.

9.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε μεμονωμένη βάση καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση σχετικά με το ύψος της ελάχιστης απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο.

Η κοινή απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην Ένωση από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Ελλείψει κοινής απόφασης εντός τεσσάρων μηνών, λαμβάνεται απόφαση για την ενοποιημένη ελάχιστη απαίτηση από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κατόπιν δέουσας συνεκτίμησης της αξιολόγησης των θυγατρικών που πραγματοποιείται από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης. Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οιαδήποτε από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της εν αναμονή οιασδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Η κοινή απόφαση και, ελλείψει κοινής απόφασης, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου είναι δεσμευτικές για τις αρχές εξυγίανσης των οικείων κρατών μελών.

Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

10.   Οι αρχές εξυγίανσης ορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις που ισχύουν για τις θυγατρικές του ομίλου σε ατομική βάση. Οι εν λόγω ελάχιστες απαιτήσεις ορίζονται σε επίπεδο κατάλληλο για κάθε θυγατρική, λαμβάνοντας υπόψη:

α)

τα κριτήρια της παραγράφου 6, ιδιαίτερα το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο και το προφίλ κινδύνου της θυγατρικής, περιλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων της· και

β)

την ενοποιημένη απαίτηση που έχει οριστεί για τον όμιλο δυνάμει της παραγράφου 9.

Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε ατομική βάση καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση σχετικά με το επίπεδο της ελάχιστης απαίτησης που ισχύει για κάθε αντίστοιχη θυγατρική σε ατομικό επίπεδο.

Η κοινή απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και κοινοποιείται στις θυγατρικές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ένωση από την αρχή εξυγίανσης των θυγατρικών και από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αντιστοίχως.

Ελλείψει κοινής απόφασης μεταξύ των αρχών εξυγίανσης εντός χρονικού διαστήματος τεσσάρων μηνών, η απόφαση λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, οι οποίες συνεκτιμούν δεόντως τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε ατομική βάση αναβάλλουν τις αποφάσεις τους και αναμένουν οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνουν δε τις αποφάσεις τους σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση εφόσον το επίπεδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης για τη θυγατρική δεν απέχει κατά μία εκατοστιαία μονάδα από το ενοποιημένο επίπεδο που ορίζεται δυνάμει της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου.

Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζονται οι αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών.

Οι κοινές αποφάσεις και, ελλείψει κοινής απόφασης, κάθε απόφαση που λαμβάνεται από τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών είναι δεσμευτικές για τις σχετικές αρχές εξυγίανσης.

Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

11.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μπορεί να απαλλάξει εξ ολοκλήρου από την εφαρμογή της μεμονωμένης ελάχιστης απαίτησης ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση, όταν:

α)

το εγκατεστημένο στην Ένωση μητρικό ίδρυμα συμμορφώνεται σε ενοποιημένη βάση με την ελάχιστη απαίτηση της παραγράφου 8· και

β)

η αρμόδια αρχή του εγκατεστημένου στην Ένωση μητρικού ιδρύματος έχει απαλλάξει πλήρως το ίδρυμα από την εφαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ατομική βάση στο ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

12.   Η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής μπορεί να απαλλάξει πλήρως από την εφαρμογή της παραγράφου 7 μια θυγατρική όταν:

α)

τόσο η θυγατρική όσο και η μητρική επιχείρηση υπόκεινται στην υποχρέωση απόκτησης άδειας λειτουργίας και την εποπτεία του ίδιου κράτους μέλους·

β)

η θυγατρική περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του ιδρύματος που είναι η μητρική επιχείρηση·

γ)

το ανώτατο ίδρυμα ομίλου στο κράτος μέλος της θυγατρικής, όταν είναι άλλο από το εγκατεστημένο στην Ένωση μητρικό ίδρυμα, συμμορφώνεται σε υποενοποιημένη βάση με την ελάχιστη απαίτηση της παραγράφου 7·

δ)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση προς όφελος της θυγατρικής·

ε)

είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική, είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι·

στ)

οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική·

ζ)

η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής· και

η)

η αρμόδια αρχή της θυγατρικής έχει απαλλάξει πλήρως τη θυγατρική από την εφαρμογή των μεμονωμένων κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ατομική βάση δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

13.   Στις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορεί να προβλέπεται η μερική ικανοποίηση της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ατομική βάση, με τη χρήση συμβατικών μέσων διάσωσης με ίδια μέσα.

14.   Για τον χαρακτηρισμό ενός μέσου ως συμβατικού μέσου διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει της παραγράφου 13, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι το μέσο:

α)

περιέχει συμβατικό όρο ο οποίος προβλέπει ότι, όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εφαρμόσει το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα για ένα ίδρυμα, το μέσο απομειώνεται ή μετατρέπεται στον δέοντα βαθμό πριν από την απομείωση ή τη μετατροπή άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων· και

β)

υπόκειται σε δεσμευτική συμφωνία μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας, δέσμευση ή διάταξη δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, έπεται σε προτεραιότητα άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων, και δεν μπορεί να αποπληρωθεί προτού διευθετηθούν οι άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις που εκκρεμούν εκείνη τη στιγμή.

15.   Οι αρχές εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές, επιβάλλουν και επιβεβαιώνουν την τήρηση από τα ιδρύματα της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και, όπου απαιτείται, της απαίτησης της παραγράφου 13, λαμβάνουν δε κάθε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο παράλληλα με την κατάρτιση και τη διατήρηση των σχεδίων εξυγίανσης.

16.   Οι αρχές εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές, ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, και, όπου απαιτείται, σχετικά με την απαίτηση της παραγράφου 13, οι οποίες έχουν οριστεί για κάθε ίδρυμα που τελεί υπό τη δικαιοδοσία τους.

17.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό ενιαίων μορφότυπων, υποδειγμάτων και ορισμών σχετικά με τον εντοπισμό και τη μετάδοση στην ΕΑΤ πληροφοριών από τις αρχές εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές, για τους σκοπούς της παραγράφου 16.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

18.   Βάσει των αποτελεσμάτων της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 19, η Επιτροπή υποβάλλει ενδεχομένως, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο νομοθετική πρόταση για την εναρμονισμένη εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων. Η εν λόγω νομοθετική πρόταση περιλαμβάνει, ενδεχομένως, προτάσεις για την εισαγωγή κατάλληλου αριθμού ελάχιστων επιπέδων για τις ελάχιστες απαιτήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα των ιδρυμάτων και των ομίλων. Η πρόταση περιλαμβάνει επίσης κάθε ενδεδειγμένη προσαρμογή των παραμέτρων της ελάχιστης απαίτησης, και, εφόσον είναι απαραίτητο, κατάλληλες τροποποιήσεις της εφαρμογής της ελάχιστης απαίτησης στους ομίλους.

19.   Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Οκτωβρίου 2016 τουλάχιστον για τα ακόλουθα:

α)

τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε εθνικό επίπεδο, και ειδικότερα κατά πόσον υπήρξαν αποκλίσεις στα επίπεδα που ορίστηκαν για παρόμοια ιδρύματα σε διάφορα κράτη μέλη·

β)

τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε σε όλα τα κράτη μέλη η υποχρέωση των ιδρυμάτων να συμμορφωθούν προς την ελάχιστη απαίτηση μέσω συμβατικών εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα, και κατά πόσον υπήρξαν αποκλίσεις σε αυτές τις προσεγγίσεις·

γ)

τον προσδιορισμό επιχειρηματικών μοντέλων που αποτυπώνουν τα συνολικά προφίλ κινδύνου του ιδρύματος·

δ)

το κατάλληλο επίπεδο της ελάχιστης απαίτηση για κάθε επιχειρηματικό μοντέλο που προσδιορίζεται σύμφωνα με το στοιχείο γ)·

ε)

κατά πόσον πρέπει να οριστεί ένα επίπεδο για την ελάχιστη απαίτηση για κάθε επιχειρηματικό μοντέλο·

στ)

την κατάλληλη μεταβατική περίοδο εντός της οποίας τα ιδρύματα πρέπει να επιτύχουν τη συμμόρφωση προς οιαδήποτε εναρμονισμένα ελάχιστα επίπεδα καθοριστούν·

ζ)

κατά πόσον οι απαιτήσεις του άρθρου 45 επαρκούν για να εξασφαλιστεί ότι κάθε ίδρυμα διαθέτει επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών και, σε αντίθετη περίπτωση, ποιες περαιτέρω βελτιώσεις χρειάζονται για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος·

η)

κατά πόσον χρειάζονται αλλαγές στη μέθοδο υπολογισμού που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η ελάχιστη απαίτηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατάλληλος δείκτης για την ικανότητα του ιδρύματος να απορροφήσει ζημίες·

θ)

κατά πόσον ενδείκνυται να βασίζεται η απαίτηση στις συνολικές υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια, και ιδίως κατά πόσον είναι προτιμότερο να χρησιμοποιηθούν ως παρονομαστής για την απαίτηση τα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος σταθμισμένα βάσει κινδύνου·

ι)

κατά πόσον είναι κατάλληλη η προσέγγιση του παρόντος άρθρου για την εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης σε ομίλους, και ιδίως κατά πόσον η προσέγγιση αυτή εξασφαλίζει ότι η ικανότητα απορρόφησης ζημιών του ομίλου εμπεριέχεται ή είναι προσιτή στις οντότητες όπου μπορούν να ανακύψουν ζημίες·

ια)

κατά πόσον είναι κατάλληλες οι προϋποθέσεις για εξαίρεση από την ελάχιστη απαίτηση, και ιδίως κατά πόσον αυτές οι εξαιρέσεις θα είναι διαθέσιμες για τις θυγατρικές σε διασυνοριακή βάση·

ιβ)

κατά πόσον ενδείκνυται να μπορούν οι αρχές εξυγίανσης να επιβάλλουν συμμόρφωση προς την ελάχιστη απαίτηση μέσω συμβατικών εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα, και κατά πόσον χρειάζεται να εναρμονιστούν περαιτέρω τα συμβατικά εργαλεία διάσωσης με ίδια μέσα·

ιγ)

κατά πόσον είναι κατάλληλες οι απαιτήσεις για τα συμβατικά μέσα διάσωσης με ίδια μέσα στην παράγραφο 14· και

ιδ)

κατά πόσον τα ιδρύματα και οι όμιλοι ενδείκνυται να υποχρεούνται να κοινοποιούν την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων τους, ή το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων τους, και, εάν ισχύει αυτό, ποια είναι η ενδεδειγμένη συχνότητα και μορφή αυτής της κοινοποίησης.

20.   Η έκθεση της παραγράφου 19 καλύπτει τουλάχιστον την περίοδο από τις 2 Ιουλίου 2014 έως τις 30 Ιουνίου 2016 και λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τα κατωτέρω στοιχεία:

α)

τον αντίκτυπο της ελάχιστης απαίτησης και κάθε προτεινόμενου εναρμονισμένου επιπέδου της ελάχιστης απαίτησης όσον αφορά:

i)

τις χρηματοπιστωτικές αγορές γενικά και, ειδικότερα, τις αγορές μη εξασφαλισμένων χρεωστικών τίτλων και παραγώγων,

ii)

τα επιχειρηματικά μοντέλα και τη διάρθρωση του ισολογισμού των ιδρυμάτων, ιδίως δε το χρηματοδοτικό προφίλ και τη χρηματοδοτική στρατηγική των ιδρυμάτων, καθώς και τη νομική και λειτουργική δομή των ομίλων,

iii)

την κερδοφορία των ιδρυμάτων, και ιδίως το κόστος της χρηματοδότησης,

iv)

τη μεταφορά των ανοιγμάτων σε οντότητες που δεν υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία,

v)

την οικονομική καινοτομία,

vi)

το προβάδισμα των συμβατικών εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα, καθώς και τον χαρακτήρα και την εμπορευσιμότητα αυτών των εργαλείων,

vii)

τη συμπεριφορά των ιδρυμάτων όσον αφορά την ανάληψη κινδύνων,

viii)

το επίπεδο επιβάρυνσης των στοιχείων ενεργητικού των ιδρυμάτων,

ix)

τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν τα ιδρύματα προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις ελάχιστες απαιτήσεις, και ιδίως τον βαθμό συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις αυτές με απομόχλευση, έκδοση μακροπρόθεσμων χρεωστικών τίτλων και άντληση κεφαλαίων, και

x)

το επίπεδο δανεισμού από ιδρύματα, με ιδιαίτερη έμφαση στη δανειοδότηση πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τοπικών αρχών, περιφερειακών κυβερνήσεων και φορέων του δημόσιου τομέα, καθώς και τη χρηματοδότηση του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης της δανειοδότησης στο πλαίσιο δημόσιων προγραμμάτων ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων·

β)

την αλληλεπίδραση των ελάχιστων απαιτήσεων με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τον συντελεστή μόχλευσης και τις απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ·

γ)

την ικανότητα των ιδρυμάτων να αντλούν αυτοτελώς κεφάλαια ή χρηματοδότηση από τις αγορές προκειμένου να συμμορφωθούν προς οιεσδήποτε προτεινόμενες εναρμονισμένες ελάχιστες απαιτήσεις·

δ)

τη συμβατότητα με τις ελάχιστες απαιτήσεις οι οποίες σχετίζονται με τυχόν διεθνή πρότυπα που καταρτίζονται από διεθνή φόρουμ.

Υποτμήμα 3

Εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

Άρθρο 46

Εκτίμηση του ποσού διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξυγίανσης να προβαίνουν σε εκτίμηση βάσει αποτίμησης σύμφωνης με το άρθρο 36 του συνόλου:

α)

κατά περίπτωση, του ποσού κατά το οποίο πρέπει να απομειωθούν οι επιλέξιμες απαιτήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων του υπό εξυγίανση ιδρύματος είναι μηδενική· και

β)

κατά περίπτωση, του ποσού κατά το οποίο οι επιλέξιμες υποχρεώσεις πρέπει να μετατραπούν σε μετοχές ή άλλου είδους κεφαλαιακά μέσα προκειμένου να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είτε:

i)

του ιδρύματος υπό εξυγίανση, είτε

ii)

του μεταβατικού ιδρύματος.

2.   Με την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προσδιορίζεται το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι επιλέξιμες υποχρεώσεις, προκειμένου να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή, να καθοριστεί, κατά περίπτωση, ο εν λόγω δείκτης για το μεταβατικό ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνεισφορά κεφαλαίου από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της παρούσας οδηγίας, καθώς και προκειμένου να διατηρηθεί επαρκής εμπιστοσύνη της αγοράς στο υπό εξυγίανση ή το μεταβατικό ίδρυμα και να δοθεί η δυνατότητα στο ίδρυμα να εξακολουθήσει, με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον ενός έτους, να πληροί τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει τη διεκπεραίωση των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2006/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Εάν οι αρχές εξυγίανσης προτίθενται να χρησιμοποιήσουν το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 42, το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να μειωθούν οι επιλέξιμες υποχρεώσεις λαμβάνει δεόντως υπόψη μια συνετή εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών του φορές διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

3.   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το κεφάλαιο έχει απομειωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 έχει εφαρμοστεί διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2, και το επίπεδο απομείωσης βασιζόμενο στην προκαταρκτική αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 36 υπερβαίνει τις απαιτήσεις που καθορίστηκαν με την οριστική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 10, μπορεί να εφαρμόζεται μηχανισμός ανατίμησης για την αποζημίωση των πιστωτών και, εν συνεχεία, των μετόχων στον απαιτούμενο βαθμό.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν και διατηρούν ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι η εκτίμηση και η αποτίμηση βασίζονται σε όσο το δυνατόν πιο πρόσφατες και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

Άρθρο 47

Μεταχείριση των μετόχων σε περιπτώσεις διάσωσης με ίδια μέσα ή απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 ή η απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59, οι αρχές εξυγίανσης να προβαίνουν έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε μία ή και στις δύο από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να ακυρώνουν τις υφιστάμενες μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή να τα μεταβιβάζουν σε πιστωτές που έχουν υποστεί τη διάσωση με ίδια μέσα·

β)

υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει της αποτίμησης που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 36, το ίδρυμα υπό εξυγίανση έχει θετική καθαρή αξία, να αποδυναμώνουν τους υφιστάμενους μετόχους και κατόχους άλλων μέσων ιδιοκτησίας μέσω της μετατροπής σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας:

i)

των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει το ίδρυμα, βάσει της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2, ή

ii)

επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει εκδώσει το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με την εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο στ).

Όσον αφορά το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, η μετατροπή γίνεται με συντελεστή μετατροπής που απομειώνει σημαντικά την αξία των υφιστάμενων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.

2.   Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται επίσης έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε περίπτωση που οι εν λόγω μετοχές ή τα άλλα σχετικά μέσα ιδιοκτησίας εκδόθηκαν ή εκχωρήθηκαν υπό τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

κατόπιν μετατροπής χρεωστικών μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σύμφωνα με συμβατικές ρήτρες των αρχικών χρεωστικών μέσων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που προηγήθηκε ή επήλθε ταυτοχρόνως με την εκτίμηση από την αρχή εξυγίανσης ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση·

β)

κατόπιν της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 60.

3.   Όταν εξετάζουν ποια δράση θα αναληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη

α)

την αποτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 36·

β)

τα ποσά με βάση τα οποία η αρχή εξυγίανσης εκτίμησε ότι τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 πρέπει να μειωθούν και τα οικεία κεφαλαιακά μέσα πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1· και

γ)

τα συνολικά ποσά που εκτιμήθηκαν από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 46.

4.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 22 έως 25 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από την απαίτηση κοινοποίησης του άρθρου 26 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από το άρθρο 10 παράγραφος 3, το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και από την απαίτηση κοινοποίησης του άρθρου 11 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σε περίπτωση που η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή η μετατροπή κεφαλαιακών μέσων θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ίδρυμα κατά το άρθρο 22 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή το άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές πραγματοποιούν εγκαίρως την εκτίμηση που προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα, κατά τρόπο που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων και δεν εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης να επιτύχει τους σχετικούς στόχους εξυγίανσης.

5.   Εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω ιδρύματος δεν έχει ολοκληρώσει την εκτίμηση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 4 κατά την ημερομηνία εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή της μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, το άρθρο 38 παράγραφος 9 εφαρμόζεται σε κάθε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής από τον αποκτώντα που προκύπτει από την εφαρμογή της διάσωσης με ίδια μέσα ή τη μετατροπή κεφαλαιακών μέσων.

6.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2016, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τις περιστάσεις όπου θα ήταν ενδεδειγμένη κάθε μία από τις ενέργειες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβανομένων υπόψη των παραγόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 48

Ακολουθία απομείωσης και μετατροπής σε περίπτωση διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξυγίανσης να ασκούν τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, με την επιφύλαξη ενδεχόμενων εξαιρέσεων δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 44, τηρώντας τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μειώνονται σύμφωνα με το στοιχείο α) του άρθρου 60 παράγραφος 1·

β)

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση σύμφωνα με το στοιχείο α) είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), οι αρχές μειώνουν την αξία των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 στον βαθμό που απαιτείται και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους·

γ)

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), οι αρχές μειώνουν την αξία των μέσων της κατηγορίας 2 στον βαθμό που απαιτείται και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους·

δ)

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και σχετικών κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ) είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), οι αρχές μειώνουν στον απαιτούμενο βαθμό την αξία του χρέους μειωμένης εξασφάλισης που δεν είναι πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 ή της Κατηγορίας 2 σύμφωνα με την ιεράρχηση των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ) ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ)·

ε)

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως δ) της παρούσας παραγράφου είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και δ), οι αρχές μειώνουν στον απαιτούμενο βαθμό την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των υπολοίπων επιλέξιμων υποχρεώσεων βάσει της ιεράρχησης των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της διαβάθμισης των καταθέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 108, σύμφωνα με το άρθρο 44, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τα στοιχεία α), β), γ) και δ) της παρούσας παραγράφου, ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ).

2.   Όταν εφαρμόζουν τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, οι αρχές εξυγίανσης επιμερίζουν τις ζημίες τις οποίες αντιπροσωπεύει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) εξίσου μεταξύ των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και των επιλέξιμων υποχρεώσεων ιδίας τάξεως, μειώνοντας την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των εν λόγω μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και των επιλέξιμων υποχρεώσεων στον ίδιο βαθμό κατ’ αναλογία προς την αξία τους, εκτός εάν, για τις περιστάσεις που καθορίζονται στο άρθρο 44 παράγραφος 3, επιτρέπεται διαφορετικός επιμερισμός ζημιών μεταξύ των υποχρεώσεων ιδίας τάξεως.

Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει υποχρεώσεις που έχουν εξαιρεθεί από τη διαδικασία διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 2 και 3 να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από επιλέξιμες υποχρεώσεις ιδίας τάξεως σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

3.   Προτού εφαρμοστεί η απομείωση ή η μετατροπή που αναφέρεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1, οι αρχές εξυγίανσης μετατρέπουν ή μειώνουν την αξία των μέσων που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) της παραγράφου 1 όταν τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν τους εξής όρους και δεν έχουν ήδη μετατραπεί:

α)

ρήτρα που προβλέπει τη μείωση της αξίας του μέσου, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που επηρεάζει τη χρηματοοικονομική κατάσταση, τη φερεγγυότητα ή τα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 1·

β)

ρήτρα που προβλέπει τη μετατροπή των μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σε περίπτωση επέλευσης τέτοιου γεγονότος.

4.   Σε περίπτωση που έχει μειωθεί η αξία του μέσου, αλλά δεν έχει μηδενιστεί, σύμφωνα με ρήτρες του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο α), πριν από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρχές εξυγίανσης ασκούν τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής στο εναπομένον ποσό αυτού του μέσου, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

5.   Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το κατά πόσον οι υποχρεώσεις πρόκειται να απομειωθούν ή να μετατραπούν σε μετοχικό κεφάλαιο, οι αρχές εξυγίανσης δεν μετατρέπουν μία κατηγορία υποχρεώσεων εάν άλλη κατηγορία υποχρεώσεων χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας εξακολουθεί κατά βάση να μην έχει μετατραπεί σε μετοχές ή να μην έχει απομειωθεί, εκτός εάν επιτρέπεται διαφορετικός τρόπος ενεργείας βάσει του άρθρου 44 παράγραφοι 2 και 3.

6.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για κάθε ερμηνεία της σχέσης μεταξύ των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 49

Παράγωγα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την τήρηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, όταν οι αρχές εξυγίανσης θέτουν σε εφαρμογή τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης ασκούν τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά υποχρέωση που προκύπτει από παράγωγο μόνο ταυτόχρονα ή μετά από την εκκαθάριση των παραγώγων. Κατά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης εξουσιοδοτούνται να καταγγέλλουν και να εκκαθαρίζουν κάθε σύμβαση παραγώγου για τον σκοπό αυτό.

Όταν υποχρέωση από παράγωγα εξαιρείται από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφοι 3, οι αρχές εξυγίανσης δεν υποχρεούνται να καταγγείλουν ή να εκκαθαρίσουν τη σύμβαση του παράγωγου μέσου.

3.   Όταν συναλλαγές παραγώγων υπόκεινται σε συμφωνία συμψηφισμού, η αρχή εξυγίανσης ή ανεξάρτητος εκτιμητής προσδιορίζουν στο πλαίσιο της αποτίμησης δυνάμει του άρθρου 36 την υποχρέωση που προκύπτει από τις εν λόγω συναλλαγές σε καθαρή βάση, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης προσδιορίζουν την αξία των υποχρεώσεων που προκύπτουν από παράγωγα σύμφωνα με τα εξής:

α)

κατάλληλες μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό της αξίας των κατηγοριών παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που αποτελούν αντικείμενο συμφωνιών συμψηφισμού·

β)

αρχές για τον προσδιορισμό της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα πρέπει να καθοριστεί η αξία μιας θέσης παραγώγων, και

γ)

κατάλληλες μεθοδολογίες για σύγκριση της καταστροφής αξίας που θα προέκυπτε από την εκκαθάριση και την εφαρμογή της διάσωσης με ίδια μέσα στην περίπτωση παραγώγων με τις απώλειες που θα υφίσταντο τα παράγωγα σε περίπτωση διάσωσης με ίδια μέσα.

5.   Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών («ΕΑΚΑΑ»), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, όπου διευκρινίζονται οι μεθοδολογίες και οι αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α), β) και γ) σχετικά με την αποτίμηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από παράγωγα.

Σε σχέση με τις συναλλαγές επί παραγώγων που υπόκεινται σε συμφωνία συμψηφισμού, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τη μεθοδολογία εκκαθάρισης που προσδιορίζεται στη συμφωνία συμψηφισμού.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 50

Συντελεστής μετατροπής του χρέους σε μετοχικό κεφάλαιο

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, όταν ασκούν τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο στ), μπορούν να εφαρμόζουν διαφορετικό συντελεστή μετατροπής στις διάφορες κατηγορίες κεφαλαιακών μέσων και υποχρεώσεων σύμφωνα με μία ή και αμφότερες τις αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Ο συντελεστής μετατροπής αντιπροσωπεύει κατάλληλη αποζημίωση του θιγόμενου πιστωτή για οποιαδήποτε ζημία που υφίσταται λόγω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής.

3.   Όταν εφαρμόζονται διαφορετικοί συντελεστές μετατροπής σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις που θεωρούνται υποχρεώσεις υψηλής εξασφάλισης βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου είναι υψηλότερος από τον συντελεστή μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης.

4.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τον καθορισμό των συντελεστών μετατροπής.

Στις κατευθυντήριες γραμμές διευκρινίζεται, ιδίως, πώς μπορούν να αποζημιώνονται κατάλληλα οι θιγόμενοι πιστωτές μέσω του συντελεστή μετατροπής, όπως και διευκρινίζονται οι σχετικοί συντελεστές μετατροπής που θα μπορούσαν να αντικατοπτρίζουν κατάλληλα την προτεραιότητα των υποχρεώσεων υψηλής εξασφάλισης βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου.

Άρθρο 51

Μέτρα ανάκαμψης και αναδιοργάνωσης που συνοδεύουν τη διάσωση με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα προκειμένου να ανακεφαλαιοποιήσουν ένα ίδρυμα ή μία οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α), να προβλέπονται ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται για το συγκεκριμένο ίδρυμα ή τη συγκεκριμένη οντότητα η κατάρτιση και η εφαρμογή σχεδίου αναδιοργάνωσης σύμφωνα με το άρθρο 52.

2.   Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να περιλαμβάνουν τον διορισμό από την αρχή εξυγίανσης προσώπου ή προσώπων που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1, με στόχο την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης που απαιτείται βάσει του άρθρου 52.

Άρθρο 52

Σχέδιο αναδιοργάνωσης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, εντός ενός μηνός από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α), το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 να καταρτίζουν και να υποβάλουν στην αρχή εξυγίανσης σχέδιο αναδιοργάνωσης το οποίο να πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που τυγχάνει εφαρμογής το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εν λόγω σχέδιο συμβιβάζεται με το σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο απαιτείται να υποβάλει το ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) στην Επιτροπή βάσει αυτού του πλαισίου.

2.   Όταν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α) εφαρμόζεται σε δύο ή περισσότερες οντότητες ομίλου, το σχέδιο αναδιοργάνωσης καταρτίζεται από το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ένωση, καλύπτει όλα τα ιδρύματα του ομίλου σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 7 και 8, και υποβάλλεται στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει το σχέδιο στις άλλες αρμόδιες αρχές εξυγίανσης και στην ΕΑΤ.

3.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις και εφόσον απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να παρατείνει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατά δύο μήνες το πολύ μετά την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα.

Όταν η αναδιοργάνωση πρέπει να κοινοποιηθεί εντός του πλαισίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να παρατείνει την προθεσμία της παραγράφου 1 κατά δύο μήνες το πολύ μετά την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή μέχρι την προθεσμία που ορίζεται από το πλαίσιο της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, εφαρμόζοντας εκείνην από τις δύο προθεσμίες η οποία λήγει νωρίτερα.

4.   Στο σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης παρουσιάζονται τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή τμημάτων των δραστηριοτήτων τους, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Τα μέτρα αυτά βασίζονται σε ρεαλιστικές παραδοχές όσον αφορά την οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες στη χρηματοπιστωτική αγορά, στο πλαίσιο των οποίων θα λειτουργεί το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την παρούσα κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές των χρηματοπιστωτικών αγορών, αντικατοπτρίζοντας παραδοχές βάσει του ευνοϊκότερου σεναρίου και του δυσμενέστερου σεναρίου, συμπεριλαμβανομένου του συνδυασμού γεγονότων που επιτρέπουν τον προσδιορισμό των κυριότερων ευάλωτων σημείων του ιδρύματος. Οι παραδοχές συγκρίνονται με κατάλληλα κριτήρια αναφοράς για ολόκληρο τον τομέα.

5.   Το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

λεπτομερή διάγνωση των παραγόντων και των προβλημάτων που προκάλεσαν την πτώχευση ή την πιθανή πτώχευση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), και τις περιστάσεις που οδήγησαν στις δυσχέρειες αυτές·

β)

περιγραφή των μέτρων τα οποία πρόκειται να ληφθούν με σκοπό την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

γ)

χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

6.   Τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μπορούν να συμπεριλαμβάνουν:

α)

την αναδιοργάνωση των δραστηριοτήτων του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

τροποποιήσεις στα λειτουργικά συστήματα και στις εσωτερικές υποδομές του ιδρύματος·

γ)

την απόσυρση από ζημιογόνες δραστηριότητες·

δ)

την αναδιάρθρωση των υφιστάμενων δραστηριοτήτων που μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικές·

ε)

την πώληση περιουσιακών στοιχείων ή επιχειρηματικών τομέων.

7.   Εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής του σχεδίου αναδιοργάνωσης, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί την πιθανότητα, με την εφαρμογή του σχεδίου, να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ). Η αξιολόγηση ολοκληρώνεται σε συμφωνία με τη σχετική αρμόδια αρχή.

Εάν η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή πεισθούν ότι με το σχέδιο θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει το σχέδιο.

8.   Εάν η αρχή εξυγίανσης δεν πεισθεί ότι με το σχέδιο θα επιτευχθεί ο στόχος της παραγράφου 7, η αρχή εξυγίανσης, σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, κοινοποιεί στο διοικητικό όργανο ή στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 τα θέματα που την προβληματίζουν και απαιτεί τροποποίηση του σχεδίου, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν τα θέματα αυτά.

9.   Εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης της παραγράφου 8, το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 υποβάλλουν τροποποιημένο σχέδιο προς έγκριση από την αρχή εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί το τροποποιημένο σχέδιο και, εντός μιας εβδομάδας, γνωστοποιεί στο διοικητικό όργανο ή στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 αν έχει πεισθεί ότι με το σχέδιο, όπως τροποποιήθηκε, αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που του κοινοποίησε ή αν απαιτούνται περαιτέρω τροποποιήσεις.

10.   Το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο αναδιοργάνωσης, όπως συμφωνήθηκε από την αρχή εξυγίανσης και την αρμόδια αρχή, και υποβάλλουν τουλάχιστον ανά εξάμηνο στην αρχή εξυγίανσης έκθεση σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής του σχεδίου.

11.   Το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 αναθεωρούν το σχέδιο, εάν, κατά τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου που καθορίζεται στην παράγραφο 4, και υποβάλλουν την κάθε αναθεώρηση προς έγκριση από την αρχή εξυγίανσης.

12.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα εξής:

α)

τα ελάχιστα στοιχεία που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης, σύμφωνα με την παράγραφο 5· και

β)

το ελάχιστο περιεχόμενο των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 10.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

13.   Έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, η ΕΑΤ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα ελάχιστα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται το σχέδιο αναδιοργάνωσης για να εγκριθεί από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 7.

14.   Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 13, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τα ελάχιστα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται το σχέδιο αναδιοργάνωσης για να εγκριθεί από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 7.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Υποτμήμα 4

Εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα: Επικουρικές διατάξεις

Άρθρο 53

Αποτέλεσμα της διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια αρχή εξυγίανσης ασκεί μια εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) έως θ), η μείωση της αξίας ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, η μετατροπή ή η ακύρωση παράγουν αποτελέσματα και είναι αμέσως δεσμευτικές για το ίδρυμα υπό εξυγίανση και τους θιγόμενους πιστωτές και μετόχους.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρχή εξυγίανσης έχει την εξουσία να ολοκληρώσει ή να ζητήσει να ολοκληρωθούν όλα τα διοικητικά και διαδικαστικά καθήκοντα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) έως θ), στα οποία συμπεριλαμβάνονται:

α)

η τροποποίηση όλων των σχετικών μητρώων·

β)

η διαγραφή ή η απόσυρση από τη διαπραγμάτευση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή χρεωστικών μέσων·

γ)

η εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

δ)

η εκ νέου εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εκ νέου εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρεωστικών μέσων που έχουν απομειωθεί, χωρίς την υποχρέωση έκδοσης ενημερωτικού δελτίου δυνάμει τη ς οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32).

3.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης μηδενίζει την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, μέσω μιας εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο ε), η εν λόγω υποχρέωση και οι όποιες υποχρεώσεις ή απαιτήσεις προκύπτουν από αυτήν, που δεν είναι δεδουλευμένες κατά τη στιγμή που ασκείται η εξουσία, θεωρείται ότι έχουν εξοφληθεί για κάθε σκοπό, και δεν είναι αποδείξιμες σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή κάθε διάδοχη οντότητα σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση.

4.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης μειώνει εν μέρει, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, την αξία – ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο – μιας υποχρέωσης, μέσω μιας εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο ε):

α)

η υποχρέωση εξοφλείται κατ’ αναλογία του ποσού της μείωσης·

β)

το σχετικό μέσο ή συμφωνία που δημιούργησε την αρχική υποχρέωση εξακολουθεί να ισχύει ως προς την εναπομένουσα αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης τροποποίησης του ύψους των πληρωτέων τόκων, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η μείωση της αξίας, και οποιασδήποτε περαιτέρω τροποποίησης των όρων, την οποία δύναται να αποφασίσει η αρχή εξυγίανσης μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο ι).

Άρθρο 54

Άρση των διαδικαστικών εμποδίων στη διάσωση με ίδια μέσα

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 63 παράγραφος 1 στοιχείο θ), τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση, απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), να διατηρούν, ανά πάσα στιγμή, επαρκές ποσό του εγκεκριμένου μετοχικού κεφαλαίου ή άλλων μέσων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ούτως ώστε, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκήσει τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ) έναντι ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή κάποιας από τις θυγατρικές τους, το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να μην εμποδίζεται να εκδώσει επαρκή αριθμό νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορεί να διενεργηθεί αποτελεσματικά η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης κρίνουν κατά πόσον είναι σκόπιμο να επιβάλουν την απαίτηση της παραγράφου 1 στην περίπτωση συγκεκριμένου ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), στο πλαίσιο της κατάρτισης και της διατήρησης του σχεδίου εξυγίανσης για το εν λόγω ίδρυμα ή όμιλο, έχοντας υπόψη, ιδίως, τις δράσεις εξυγίανσης που προβλέπονται στο σχέδιο αυτό. Εάν στο σχέδιο εξυγίανσης προβλέπεται η ενδεχόμενη εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξακριβώνουν αν το εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο ή άλλα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 είναι επαρκή για την κάλυψη του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ).

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχουν διαδικαστικά εμπόδια στη μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, βάσει της συστατικής πράξης της εταιρείας ή του καταστατικού του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων προτίμησης των μετόχων ή των απαιτήσεων συγκατάθεσης των μετόχων σε αύξηση του κεφαλαίου.

4.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των τροποποιήσεων των οδηγιών 82/891/ΕΟΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ και 2011/35/ΕΕ και της οδηγίας 2012/30/ΕΕ, που προβλέπονται στον τίτλο X της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 55

Συμβατική αναγνώριση της διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ) να συμπεριλαμβάνουν συμβατική ρήτρα σύμφωνα με την οποία ο πιστωτής ή το μέρος της συμφωνίας που δημιουργεί την υποχρέωση αναγνωρίζει ότι η υποχρέωση ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο άσκησης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής και συμφωνεί να δεσμεύεται από κάθε μείωση της αξίας ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, μετατροπή ή ακύρωση, που πραγματοποιείται από μια αρχή εξυγίανσης κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω υποχρέωση:

α)

δεν εξαιρείται δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 2·

β)

δεν αποτελεί κατάθεση που αναφέρεται στο άρθρο 108 στοιχείο α)·

γ)

διέπεται από νομοθεσία τρίτης χώρας· και

δ)

εκδίδεται ή αναλαμβάνεται μετά την ημερομηνία κατά την οποία κράτος μέλος εφαρμόζει τις διατάξεις που εγκρίνονται για τη μεταφορά του παρόντος τμήματος.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ενός κράτους μέλους προσδιορίζει ότι οι υποχρεώσεις ή τα μέσα του πρώτου εδαφίου μπορούν να υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής που ασκεί η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους δυνάμει του δικαίου τρίτης χώρας ή δεσμευτικής συμφωνίας που συνήφθη με την εν λόγω τρίτη χώρα.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 να παρέχουν στις αρχές νομική γνώμη σχετικά με τη νόμιμη εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας ρήτρας.

2.   Εάν ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 δεν συμπεριλάβει στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν συγκεκριμένη υποχρέωση ρήτρα που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1, η παράλειψη αυτή δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά την εν λόγω υποχρέωση.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τον κατάλογο των υποχρεώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η εξαίρεση της παραγράφου 1 και το περιεχόμενο των συμβατικών διατάξεων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα των οικείων ιδρυμάτων ή οντοτήτων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 56

Δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να παράσχουν έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη μέσω πρόσθετων εργαλείων χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 37 παράγραφος 10 και το πλαίσιο της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, για τους σκοπούς της συμμετοχής στην εξυγίανση ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας του άρθρου 1 στοιχείο β), γ) ή δ), μεταξύ άλλων παρεμβαίνοντας άμεσα για να αποφευχθεί η εκκαθάριση του ιδρύματος ή της οντότητας, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης του άρθρου 31 παράγραφος 2 σε σχέση με το κράτος μέλος ή την Ένωση ως σύνολο. Η δράση αυτή αναλαμβάνεται υπό την καθοδήγηση του αρμόδιου υπουργείου ή της κυβέρνησης σε στενή συνεργασία με την αρχή εξυγίανσης.

2.   Προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή τα δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αρμόδια υπουργεία ή οι κυβερνήσεις τους διαθέτουν τις σχετικές εξουσίες εξυγίανσης που προσδιορίζονται στα άρθρα 63 έως 72, και μεριμνούν για την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 66, 68, 83 και 117.

3.   Τα δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης χρησιμοποιούνται ως έσχατο μέσο αφού προηγουμένως αξιολογηθούν και αξιοποιηθούν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τα άλλα εργαλεία εξυγίανσης με ταυτόχρονη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως προσδιορίζει το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση ύστερα από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης.

4.   Κατά την εφαρμογή των δημόσιων εργαλείων χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αρμόδια υπουργεία ή οι κυβερνήσεις και η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζουν τα εργαλεία μόνο εάν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 και πληρείται επίσης μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α)

το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση και η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την κεντρική τράπεζα και την αρμόδια αρχή, προσδιορίζουν ότι η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκούσε για την αποφυγή σημαντικών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

β)

το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση και η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζουν ότι η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκούσε για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου έχει ήδη χορηγηθεί στο ίδρυμα έκτακτη στήριξη ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα·

γ)

σε σχέση με το εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας, το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης, προσδιορίζει ότι η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκούσε για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου έχει ήδη χορηγηθεί στο ίδρυμα στήριξη ιδίων κεφαλαίων μέσω του εργαλείου κεφαλαιακής στήριξης.

5.   Τα εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης περιλαμβάνουν:

α)

ένα εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 57·

β)

ένα εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 58.

Άρθρο 57

Εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν, σε πλαίσιο τήρησης του εθνικού εταιρικού δικαίου, να συμμετάσχουν στην ανακεφαλαιοποίηση ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας παρέχοντας στο ίδρυμα ή στην οντότητα κεφάλαιο με αντάλλαγμα τα ακόλουθα μέσα, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

α)

μέσα κοινών μετοχών του κεφαλαίου της κατηγορίας 1·

β)

πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 2.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, στον βαθμό που το επιτρέπει το μετοχικό τους μερίδιο σε ίδρυμα ή σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ώστε η διαχείριση του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας όπου εφαρμόζεται το εργαλείο της δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης να γίνεται σε εμπορική και επαγγελματική βάση.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διασφαλίζει ότι η συμμετοχή του στο ίδρυμα ή στην οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μεταφέρεται στον ιδιωτικό τομέα αμέσως μόλις το επιτρέψουν οι εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες.

Άρθρο 58

Εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν ένα ίδρυμα ή μια οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) υπό προσωρινή δημόσια ιδιοκτησία.

2.   Για τον σκοπό αυτό, το κράτος μέλος μπορεί να δίνει μία ή περισσότερες εντολές μεταβίβασης μετοχών στις οποίες ο εκδοχέας είναι:

α)

εντολοδόχος του κράτους μέλους· ή

β)

εταιρεία υπό την πλήρη ιδιοκτησία του κράτους μέλους.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα ή οι οντότητες του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) στα οποία εφαρμόζεται το εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο να τελούν υπό διαχείριση σε εμπορική και επαγγελματική βάση και να μεταβιβάζονται στον ιδιωτικό τομέα αμέσως μόλις το επιτρέψουν οι εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ V

Απομείωση των κεφαλαιακών μέσων

Άρθρο 59

Απαίτηση απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων

1.   Η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων μπορεί να ασκείται:

α)

είτε ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης·

β)

είτε σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, όταν πληρούνται οι όροι εξυγίανσης που καθορίζονται στα άρθρα 32 και 33.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να απομειώνουν ή να μετατρέπουν τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ιδρυμάτων και οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρχές εξυγίανσης να ασκούν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 60, χωρίς καθυστέρηση, όσον αφορά τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), όταν πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχει διαπιστωθεί, πριν από την ανάληψη οιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης των άρθρων 32 και 33·

β)

η ενδεδειγμένη αρχή διαπιστώνει ότι, εάν δεν ασκηθεί η εν λόγω εξουσία όσον αφορά τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα, το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 θα παύσει να είναι βιώσιμο·

γ)

σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από θυγατρική και όταν αυτά τα κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της θυγατρικής διαπιστώνουν από κοινού, με τη μορφή κοινής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4, ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

δ)

σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από τη μητρική επιχείρηση και όταν αυτά τα κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης ή σε ενοποιημένη βάση, και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας διαπιστώνει ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

ε)

απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 στοιχείο δ) σημείο iii).

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή ένας όμιλος θεωρούνται ότι παύουν να είναι βιώσιμα μόνο όταν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή ο όμιλος τελεί υπό πτώχευση ή είναι πιθανό να πτωχεύσει·

β)

λαμβανομένου υπόψη του χρονικού σημείου και άλλων σχετικών παραμέτρων, καμία δράση, περιλαμβανομένης της εναλλακτικής δράσης του ιδιωτικού τομέα ή της εποπτικής δράσης (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης), πλην της απομείωσης ή της μετατροπής κεφαλαιακών μέσων, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, δεν αναμένεται ευλόγως να αποτρέψει την πτώχευση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή του ομίλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή είναι πιθανό να πτωχεύσει όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις περιστάσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4.

6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο α), ένας όμιλος θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή είναι πιθανό να πτωχεύσει όταν παραβιάζει, ή όταν υπάρχουν αντικειμενικά τεκμήρια που καταδεικνύουν ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον, τις απαιτήσεις ενοποιημένης προληπτικής εποπτείας κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάληψη δράσης από την αρμόδια αρχή, μεταξύ άλλων διότι ο όμιλος έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν όλα ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του.

7.   Σχετικό κεφαλαιακό μέσο που έχει εκδοθεί από θυγατρική δεν απομειώνεται σε μεγαλύτερη έκταση ούτε μετατρέπεται υπό χειρότερους όρους, δυνάμει της παραγράφου 3 στοιχείο γ), από όσο έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί ίδιας κατηγορίας κεφαλαιακά μέσα στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης.

8.   Όταν η ενδεδειγμένη αρχή καταλήγει στη διαπίστωση της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αποστέλλει αμέσως κοινοποίηση στην αρχή εξυγίανσης που είναι αρμόδια για το σχετικό ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή.

9.   Πριν καταλήξει στη διαπίστωση της παραγράφου 3 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου όσον αφορά θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα αναγνωριζόμενα ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η ενδεδειγμένη αρχή συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις κοινοποίησης και διαβούλευσης που καθορίζονται στο άρθρο 62.

10.   Πριν ασκήσουν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 36, αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1. Η εν λόγω αποτίμηση αποτελεί τη βάση υπολογισμού της απομείωσης που πρόκειται να εφαρμοστεί στα σχετικά κεφαλαιακά μέσα προκειμένου να απορροφηθούν ζημίες, καθώς και του βαθμού μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων με σκοπό την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1.

Άρθρο 60

Διατάξεις που διέπουν την απομείωση ή μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων

1.   Κατά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 59, οι αρχές εξυγίανσης ασκούν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής βάσει της προτεραιότητας των απαιτήσεων στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, κατά τρόπο που επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα:

α)

τα μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 υφίστανται μείωση πρώτα κατ’ αναλογία προς τις ζημίες και στα όρια των δυνατοτήτων τους και η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει μία ή αμφότερες τις δράσεις που ορίζονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 έναντι των κατόχων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1·

β)

η αξία των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο·

γ)

η αξία των μέσων της κατηγορίας 2 απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο.

2.   Σε περίπτωση που η αξία του σχετικού κεφαλαιακού μέσου απομειώνεται:

α)

η μείωση της εν λόγω αξίας είναι μόνιμη, με την επιφύλαξη τυχόν απομείωσης σύμφωνα με τον μηχανισμό επιστροφής στο άρθρο 46 παράγραφος 3·

β)

δεν υφίσταται πλέον καμία υποχρέωση έναντι του κατόχου του σχετικού κεφαλαιακού μέσου στο πλαίσιο ή σε σχέση με την αξία του μέσου που απομειώθηκε, εκτός των ήδη δεδουλευμένων υποχρεώσεων και τυχόν υποχρέωσης αποζημίωσης που μπορεί να προκύψει κατόπιν προσφυγής κατά της νομιμότητας της άσκησης της εξουσίας απομείωσης·

γ)

καμία αποζημίωση δεν καταβάλλεται σε κανέναν κάτοχο των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 3.

Το στοιχείο β) δεν εμποδίζει τη διάθεση μέσων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σε έναν κάτοχο σχετικών κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3.   Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) την έκδοση μέσων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 προς τους κατόχους των σχετικών κεφαλαιακών μέσων. Η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εκδίδονται από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή από μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), με τη σύμφωνη γνώμη της αρχής εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) ή, κατά περίπτωση, της αρχής εξυγίανσης της μητρικής επιχείρησης·

β)

τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εκδίδονται πριν από κάθε έκδοση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), με σκοπό την παροχή ιδίων κεφαλαίων από το κράτος ή από κρατικό φορέα·

γ)

τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 αποδίδονται και μεταβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση μετά την άσκηση της εξουσίας μετατροπής·

δ)

ο συντελεστής μετατροπής που προσδιορίζει τον αριθμό των μέσων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που διατίθενται για κάθε σχετικό κεφαλαιακό μέσο είναι σύμφωνος με τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 50 και οιεσδήποτε κατευθυντήριες γραμμές καταρτίζει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 4.

4.   Για τη διάθεση των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 3, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) να κατέχουν, ανά πάσα στιγμή, την απαιτούμενη εκ των προτέρων άδεια για την έκδοση του σχετικού αριθμού μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

5.   Όταν ένα ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση και η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εφαρμόσει ένα εργαλείο εξυγίανσης στο εν λόγω ίδρυμα, η αρχή εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3, πριν εφαρμόσει το εργαλείο εξυγίανσης.

Άρθρο 61

Αρχές αρμόδιες για τη διαπίστωση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές που είναι αρμόδιες να προβαίνουν στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 είναι εκείνες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει στο εθνικό του δίκαιο την ενδεδειγμένη αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει σε διαπιστώσεις δυνάμει του άρθρου 59. Η ενδεδειγμένη αρχή μπορεί να είναι η αρμόδια αρχή ή η αρχή εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 32.

3.   Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας είναι η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου έχει λάβει άδεια λειτουργίας το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

4.   Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται από ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που είναι θυγατρική και αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή ενοποιημένη βάση, η αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 είναι η ακόλουθη:

α)

η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας που εξέδωσε τα εν λόγω μέσα, σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας·

β)

η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους ενοποιημένης εποπτείας και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας που εξέδωσε τα εν λόγω μέσα, σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, είναι αρμόδια να προβαίνει στην κοινή διαπίστωση που λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης και αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 62

Ενοποιημένη εφαρμογή: διαδικασία διαπίστωσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν προβούν στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο β), γ), δ) ή ε) όσον αφορά θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και ενοποιημένη βάση, οι ενδεδειγμένες αρχές συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

μια ενδεδειγμένη αρχή που σκέπτεται να προβεί σε μια διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχεία β), γ), δ) ή ε) αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, αν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

β)

μια ενδεδειγμένη αρχή που σκέπτεται να προβεί σε μια διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ), αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για κάθε ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που έχει εκδώσει τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ως προς τα οποία πρόκειται να ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής, εάν πραγματοποιηθεί η διαπίστωση και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

2.   Οι ενδεδειγμένες αρχές, όταν προβαίνουν σε μια διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ), δ) ή ε) όσον αφορά την εξυγίανση ιδρύματος ή ομίλου με διασυνοριακή δραστηριότητα, λαμβάνουν υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία το ίδρυμα ή ο όμιλος ασκεί δραστηριότητα.

3.   Η ενδεδειγμένη αρχή συνοδεύει την κοινοποίηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 με επεξήγηση των λόγων για τους οποίους σκέπτεται να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση.

4.   Όταν έχει πραγματοποιηθεί η κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ενδεδειγμένη αρχή, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, εξετάζει τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

εάν υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο αντί της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 3·

β)

εάν όντως υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, κατά πόσον είναι εφικτή η εφαρμογή του·

γ)

εάν το εν λόγω εναλλακτικό μέτρο είναι εφικτό να εφαρμοστεί, κατά πόσον υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να μπορέσει να αντιμετωπίσει, σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, τις περιστάσεις για τις οποίες ειδάλλως θα ήταν επιβεβλημένη μια διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, ως εναλλακτικά μέτρα νοούνται τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που αναφέρονται στο άρθρο 27 της παρούσας οδηγίας, τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή η μεταβίβαση πόρων ή κεφαλαίων από τη μητρική επιχείρηση.

6.   Εάν, δυνάμει της παραγράφου 4, η ενδεδειγμένη αρχή, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, κρίνει ότι υπάρχει διαθέσιμο ένα ή περισσότερα εναλλακτικά μέτρα, ότι είναι εφικτή η εφαρμογή τους και ότι θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της εν λόγω παραγράφου, εξασφαλίζει την εφαρμογή των μέτρων αυτών.

7.   Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, η ενδεδειγμένη αρχή, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, κρίνει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 4, η ενδεδειγμένη αρχή αποφασίζει εάν είναι σκόπιμο να προβεί στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3, η οποία ήταν υπό εξέταση.

8.   Σε περίπτωση που η ενδεδειγμένη αρχή αποφασίσει να προβεί στη διαπίστωση του άρθρου 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ), αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στις ενδεδειγμένες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες θυγατρικές και η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4. Ελλείψει κοινής απόφασης δεν πραγματοποιείται διαπίστωση δυνάμει του άρθρου 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

9.   Οι αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών εντός των οποίων είναι εγκατεστημένη κάθε επηρεαζόμενη θυγατρική εφαρμόζουν αμέσως την απόφαση απόφαση απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα των περιστάσεων.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VI

Εξουσίες εξυγίανσης

Άρθρο 63

Γενικές εξουσίες

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες για να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης σε ιδρύματα και οντότητες του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) που πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις για εξυγίανση. Ειδικότερα, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τις ακόλουθες εξουσίες εξυγίανσης, τις οποίες μπορούν να ασκούν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό:

α)

την εξουσία να απαιτούν από κάθε πρόσωπο να παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αρχή εξυγίανσης προκειμένου να αποφασίζει και να προετοιμάζει μια δράση εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της επικαιροποίησής τους και των συμπληρωματικών πληροφοριών που παρέχονται στα σχέδια εξυγίανσης, καθώς και να απαιτούν την παροχή πληροφοριών μέσω της διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων·

β)

την εξουσία να αποκτούν τον έλεγχο ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση και να ασκούν όλα τα δικαιώματα και τις εξουσίες που παρέχονται στους μετόχους, στους λοιπούς ιδιοκτήτες και στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

γ)

την εξουσία να μεταβιβάζουν μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που εκδίδονται από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση·

δ)

την εξουσία να μεταβιβάζουν σε άλλη οντότητα, με τη συγκατάθεση της εν λόγω οντότητας, δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

ε)

την εξουσία να μειώνουν, συμπεριλαμβανομένου του μηδενισμού, την αξία —ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο— των επιλέξιμων υποχρεώσεων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

στ)

την εξουσία να μετατρέπουν επιλέξιμες υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε κοινές μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ενός σχετικού μητρικού ιδρύματος ή ενός μεταβατικού ιδρύματος στο οποίο μεταβιβάζονται περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

ζ)

την εξουσία να ακυρώνουν χρεωστικά μέσα που έχουν εκδοθεί από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση, με εξαίρεση τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 44 παράγραφος 2·

η)

την εξουσία να μειώνουν, ή και να μηδενίζουν, την ονομαστική αξία μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση καθώς και να ακυρώνουν τέτοιες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας·

θ)

την εξουσία να απαιτούν από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση ή από σχετικό μητρικό ίδρυμα να εκδώσει νέες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή άλλα κεφαλαιακά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των προνομιούχων μετοχών και των υπό αίρεση μετατρέψιμων μέσων·

ι)

την εξουσία να τροποποιούν ή να μεταβάλλουν τη διάρκεια των χρεωστικών μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση ή να τροποποιούν το ύψος των πληρωτέων τόκων βάσει των εν λόγω μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων ή την ημερομηνία κατά την οποία οι τόκοι καθίστανται πληρωτέοι, μεταξύ άλλων αναστέλλοντας την πληρωμή για προσωρινό χρονικό διάστημα, με εξαίρεση τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 44 παράγραφος 2·

ια)

την εξουσία να καταγγέλλουν και να λύουν χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή συμβάσεις παραγώγων στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 49·

ιβ)

την εξουσία να απομακρύνουν ή να αντικαθιστούν το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

ιγ)

την εξουσία να απαιτούν από την αρμόδια αρχή να αξιολογήσει εγκαίρως έναν αγοραστή ειδικής συμμετοχής, κατά παρέκκλιση από τα χρονικά όρια που τίθενται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και στο άρθρο 12 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διασφαλίζουν ότι, όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης δεν υπόκεινται σε καμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις, οι οποίες διαφορετικά θα εφαρμόζονταν δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας ή σύμβασης ή άλλων διατάξεων:

α)

με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 6 και του άρθρου 85 παράγραφος 1, απαιτήσεις να λάβουν την έγκριση ή τη συγκατάθεση οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ιδιωτικού ή δημόσιου, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων ή των πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

β)

πριν από την άσκηση της εξουσίας εξυγίανσης, διαδικαστικές απαιτήσεις κοινοποίησης προς οιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης κάθε απαίτησης δημοσίευσης οιασδήποτε κοινοποίησης ή ενημερωτικών δελτίων ή αρχειοθέτησης ή καταχώρισης οιουδήποτε εγγράφου σε οιαδήποτε άλλη αρχή.

Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να ασκήσουν τις εξουσίες βάσει του παρόντος άρθρου, ανεξάρτητα από κάθε περιορισμό, ή απαίτηση για συγκατάθεση, όσον αφορά τη μεταβίβαση των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων, που μπορεί διαφορετικά να εφαρμοζόταν.

Το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των άρθρων 81 και 83 και των απαιτήσεων κοινοποίησης βάσει του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που κάποια από τις εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας λόγω της ειδικής νομικής μορφής της, οι αρχές εξυγίανσης έχουν όσο είναι δυνατόν παρόμοιες εξουσίες, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τα αποτελέσματά τους.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές εξυγίανσης ασκούν εξουσίες σύμφωνα με την παράγραφο 3, εφαρμόζονται στα επηρεαζόμενα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων, των πιστωτών και των αντισυμβαλλομένων, οι διασφαλίσεις της παρούσας οδηγίας ή διασφαλίσεις που παράγουν ταυτόσημο αποτέλεσμα.

Άρθρο 64

Επικουρικές εξουσίες

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία:

α)

με την επιφύλαξη του άρθρου 78, να μεριμνούν ώστε η μεταβίβαση να πραγματοποιείται απαλλαγμένη από κάθε υποχρέωση ή επιβάρυνση επί των μεταβιβαζόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων· για τον σκοπό αυτό, οιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης βάσει της παρούσας οδηγίας δεν θεωρείται υποχρέωση ή επιβάρυνση·

β)

να αίρουν τα δικαιώματα περαιτέρω απόκτησης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

γ)

να απαιτούν από τη σχετική αρχή να διακόπτει ή να αναστέλλει την αποδοχή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων σε χρηματιστήριο αξιών, σύμφωνα με την οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33)·

δ)

να προβλέπουν τη μεταχείριση του αποδέκτη σαν να ήταν το ίδρυμα υπό εξυγίανση για τους σκοπούς οιωνδήποτε δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, ή ενεργειών στις οποίες έχει προβεί το ίδρυμα υπό εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 38 και 40, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων που αφορούν τη συμμετοχή σε υποδομές αγοράς·

ε)

να απαιτούν από το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή τον αποδέκτη να παρέχουν αμοιβαία πληροφορίες και συνδρομή· και

στ)

να ακυρώνουν ή να τροποποιούν τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι μέρος το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή να το υποκαθιστούν με έναν αποδέκτη ως συμβαλλόμενο μέρος.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης ασκούν τις εξουσίες που καθορίζονται στην παράγραφο 1, όταν η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι ενδείκνυνται για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα μιας δράσης ή να επιτευχθεί ένας ή περισσότεροι στόχοι εξυγίανσης.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ασκούν μια εξουσία εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να προβλέπουν τη συνέχιση των ρυθμίσεων που είναι αναγκαίες προκειμένου η δράση εξυγίανσης να είναι αποτελεσματική και, κατά περίπτωση, ο αποδέκτης να είναι σε θέση να ασκήσει τις δραστηριότητες που του μεταβιβάστηκαν. Αυτή η συνέχιση των ρυθμίσεων περιλαμβάνει συγκεκριμένα:

α)

τη συνέχιση συμβάσεων τις οποίες έχει συνάψει το ίδρυμα υπό εξυγίανση, ούτως ώστε ο αποδέκτης να αναλάβει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση που αφορούν κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που έχει μεταβιβαστεί, και να υποκαθιστά το ίδρυμα υπό εξυγίανση (είτε ρητά είτε σιωπηρά) σε όλα τα σχετικά έγγραφα των συμβάσεων·

β)

την υποκατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση από τον αποδέκτη σε κάθε δικαστική διαδικασία που αφορά κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που έχει μεταβιβαστεί.

4.   Οι εξουσίες της παραγράφου 1 στοιχείο δ) και της παραγράφου 3 στοιχείο β) δεν επηρεάζουν τα εξής:

α)

το δικαίωμα ενός υπαλλήλου του ιδρύματος υπό εξυγίανση να καταγγείλει μια σύμβαση εργασίας·

β)

με την επιφύλαξη των άρθρων 69, 70 και 71, κάθε δικαίωμα ενός μέρους μιας σύμβασης να ασκήσει δικαιώματα βάσει της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να την καταγγείλει, εφόσον το δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, λόγω πράξης ή παράλειψης από το ίδρυμα υπό εξυγίανση, πριν από τη σχετική μεταβίβαση, ή από τον αποδέκτη, μετά τη σχετική μεταβίβαση.

Άρθρο 65

Εξουσία απαίτησης παροχής υπηρεσιών και εγκαταστάσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση, ή από οιαδήποτε οντότητα του ομίλου του, να παρέχει τις υπηρεσίες ή τις εγκαταστάσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να ασκεί όντως τις δραστηριότητες που του μεταβιβάστηκαν.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται και στην περίπτωση που το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή η σχετική οντότητα του ομίλου υπόκειται ήδη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσής τους έχουν εξουσίες ώστε να επιβάλλουν την τήρηση υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1, από αρχές εξυγίανσης άλλων κρατών μελών, σε οντότητες ομίλου εγκατεστημένες στην επικράτειά τους.

3.   Οι υπηρεσίες και οι εγκαταστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 περιορίζονται στις επιχειρησιακές υπηρεσίες και εγκαταστάσεις, και δεν περιλαμβάνουν καμία μορφή χρηματοπιστωτικής στήριξης.

4.   Οι παρεχόμενες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 υπηρεσίες και εγκαταστάσεις παρέχονται υπό τους ακόλουθους όρους:

α)

σε περίπτωση που οι υπηρεσίες και οι εγκαταστάσεις παρασχέθηκαν στο ίδρυμα υπό εξυγίανση στο πλαίσιο συμφωνίας αμέσως πριν από την ανάληψη της δράσης εξυγίανσης, υπό τους ιδίους όρους καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας·

β)

σε περίπτωση που δεν υφίσταται συμφωνία ή που η συμφωνία έχει λήξει, υπό εύλογους όρους.

5.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για τον καθορισμό ελάχιστου καταλόγου υπηρεσιών ή εγκαταστάσεων που είναι απαραίτητες προκειμένου να μπορεί ο αποδέκτης να ασκεί όντως τις δραστηριότητες που του μεταβιβάζονται.

Άρθρο 66

Εξουσία επιβολής της εφαρμογής μέτρων διαχείρισης κρίσης ή μέτρων πρόληψης κρίσης από άλλα κράτη μέλη

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο της αρχής εξυγίανσης ή δικαιώματα ή υποχρεώσεις που υπόκεινται στο δίκαιο άλλου κράτους μέλους από εκείνο της αρχής εξυγίανσης, η μεταβίβαση παράγει έννομα αποτελέσματα στο πλαίσιο ή βάσει του δικαίου του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης, που έχει πραγματοποιήσει ή σκοπεύει να πραγματοποιήσει τη μεταβίβαση, κάθε εύλογη βοήθεια, προκειμένου να διασφαλιστεί η μεταβίβαση στον αποδέκτη των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σύμφωνα με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις του εθνικού δικαίου.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μέτοχοι, οι πιστωτές και τα τρίτα μέρη που θίγονται από τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν δικαιούνται να εμποδίζουν, να αμφισβητούν ή να ακυρώνουν με ένδικα μέσα τη μεταβίβαση βάσει διάταξης του δικαίου του κράτους μέλους όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία ή βάσει του δικαίου που διέπει τις μετοχές, τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις.

4.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης ενός κράτους μέλους (κράτος μέλος Α) ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, μεταξύ άλλων έναντι κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59, και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις ή τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα του ιδρύματος υπό εξυγίανση περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

μέσα ή υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους από εκείνο της αρχής εξυγίανσης που άσκησε τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής (κράτος μέλος Β)·

β)

υποχρεώσεις προς πιστωτές που βρίσκονται στο κράτος μέλος Β,

το κράτος μέλος Β διασφαλίζει τη μείωση της αξίας των εν λόγω υποχρεώσεων ή μέσων ή τη μετατροπή των υποχρεώσεων ή των μέσων, σύμφωνα με την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής από την αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους Α.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πιστωτές που θίγονται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεν δικαιούνται να αμφισβητούν, με ένδικα μέσα, τη μείωση της αξίας του μέσου ή της υποχρέωσης ή τη μετατροπή τους, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει διάταξης του δικαίου του κράτους μέλους B.

6.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει τον προσδιορισμό των κατωτέρω στοιχείων σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της αρχής εξυγίανσης:

α)

το δικαίωμα των μετόχων, των πιστωτών και των τρίτων μερών να αμφισβητούν με κατάθεση προσφυγής, σύμφωνα με άρθρο 85, μια μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

β)

το δικαίωμα των πιστωτών να αμφισβητούν με κατάθεση προσφυγής, σύμφωνα με άρθρο 85, τη μείωση της αξίας ή τη μετατροπή ενός μέσου ή μιας υποχρέωσης που καλύπτεται από την παράγραφο 4 στοιχείο α) ή β) του παρόντος άρθρου·

γ)

τις διασφαλίσεις για τις εν μέρει μεταβιβάσεις, όπως αναφέρονται στο κεφάλαιο VII, όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 67

Εξουσία όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τις μετοχές και άλλα μέσα ιδιοκτησίας που βρίσκονται σε τρίτες χώρες

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περιπτώσεις όπου η δράση εξυγίανσης συνεπάγεται ενέργειες όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να απαιτούν:

α)

από τον διαχειριστή, τον σύνδικο ή κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί τον έλεγχο του ιδρύματος υπό εξυγίανση και από τον αποδέκτη να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι η μεταβίβαση, η απομείωση, η μετατροπή ή η δράση παράγει αποτελέσματα·

β)

από τον διαχειριστή, τον σύνδικο ή κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί τον έλεγχο του ιδρύματος υπό εξυγίανση να διακρατεί τις μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, τα περιουσιακά στοιχεία ή τα δικαιώματα ή να εξοφλεί τις υποχρεώσεις εξ ονόματος του αποδέκτη μέχρις ότου η μεταβίβαση, η απομείωση, η μετατροπή ή η δράση παραγάγει αποτελέσματα·

γ)

τα εύλογα έξοδα του αποδέκτη, τα οποία προκύπτουν κανονικά κατά την εκτέλεση οιασδήποτε απαιτούμενης ενέργειας βάσει των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου, να καλύπτονται με κάποιον από τους τρόπους που καθορίζονται στο άρθρο 37 παράγραφος 7.

2.   Όταν η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι, παρόλο που ελήφθησαν όλα τα αναγκαία μέτρα από τον διαχειριστή, σύνδικο ή άλλο πρόσωπο σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), η μεταβίβαση, μετατροπή ή δράση είναι άκρως απίθανο να παραγάγει αποτελέσματα σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή σε σχέση με μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που υπάγονται στο δίκαιο τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης δεν προβαίνει στη μεταβίβαση, απομείωση, μετατροπή ή δράση. Εάν η αρχή εξυγίανσης έχει ήδη δώσει εντολή για τη μεταβίβαση, απομείωση, μετατροπή ή δράση, η εντολή αυτή είναι άκυρη όσον αφορά το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, μετοχές, μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Άρθρο 68

Αποκλεισμός ορισμένων συμβατικών ρητρών στην έγκαιρη παρέμβαση και εξυγίανση

1.   Οιοδήποτε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων που λαμβάνεται σχετικά με μία οντότητα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή που περιλαμβάνει την επέλευση οιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή αυτού του μέτρου, δεν θεωρείται αφ’ εαυτού, σε πλαίσιο σύμβασης που συνάπτει η οντότητα, ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση κατά την έννοια της οδηγίας 2002/47/ΕΚ ή ως διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

Επιπροσθέτως, το εν λόγω μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων δεν θεωρείται αφ’ εαυτού ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση ή ως διαδικασία αφερεγγυότητας στο πλαίσιο σύμβασης που συνάφθηκε από:

α)

θυγατρική, της οποίας οι απορρέουσες υποχρεώσεις τελούν υπό την εγγύηση ή κατ’ άλλο τρόπο στήριξη της μητρικής επιχείρησης· ή

β)

οιαδήποτε οντότητα ομίλου που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

2.   Εάν οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 94, ή εάν λάβει τέτοια απόφαση η αρχή εξυγίανσης, οι διαδικασίες αυτές αποτελούν, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, μέτρο διαχείρισης κρίσεων.

3.   Υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή ασφάλειας, κάθε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου, δεν παρέχει αφ’ εαυτού σε κανέναν τη δυνατότητα:

α)

να ασκεί οιοδήποτε δικαίωμα καταγγελίας, αναστολής, συμψηφισμού ή αλληλοσυμψηφισμού, μεταξύ άλλων και σχετικά με σύμβαση την οποία έχει συνάψει:

i)

θυγατρική, των οποίων οι απορρέουσες υποχρεώσεις τελούν υπό την εγγύηση ή κατ’ άλλο τρόπο στήριξη οιασδήποτε οντότητας του ομίλου,

ii)

οιαδήποτε οντότητα ομίλου που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης·

β)

να αποκτά κατοχή, να ασκεί έλεγχο ή να επιβάλλει οιαδήποτε εγγύηση επί περιουσιακού στοιχείου του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή οιαδήποτε οντότητα ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης·

γ)

να θίγει οιαδήποτε συμβατικά δικαιώματα του σχετικού ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή οιαδήποτε οντότητα ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

4.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα προσώπου να αναλάβει δράση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, σε περίπτωση που το δικαίωμα αυτό απορρέει από γεγονός διάφορο από το μέτρο πρόληψης κρίσεων, το μέτρο διαχείρισης κρίσεων ή οιοδήποτε γεγονός άμεσα συνδεόμενο με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου.

5.   Αναστολή ή περιορισμός δυνάμει του άρθρου 69, 70 ή 71 δεν συνιστά αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

6.   Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο θεωρούνται υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (34).

Άρθρο 69

Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ίδρυμα υπό εξυγίανση από τη δημοσίευση της κοινοποίησης αναστολής, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

2.   Σε περίπτωση που μια πληρωμή ή παράδοση θα καθίστατο απαιτητή εντός της περιόδου αναστολής, η πληρωμή ή η παράδοση καθίσταται απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής.

3.   Εάν οι συμβατικές υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης ιδρύματος υπό εξυγίανση αναστέλλονται δυνάμει της παραγράφου 1, οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης των αντισυμβαλλομένων του εν λόγω ιδρύματος στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.

4.   Καμία αναστολή βάσει της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται σε:

α)

επιλέξιμες καταθέσεις·

β)

υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, κεντρικών αντισυμβαλλόμενων και κεντρικών τραπεζών·

γ)

επιλέξιμες απαιτήσεις για τον σκοπό της οδηγίας 97/9/ΕΚ.

5.   Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Άρθρο 70

Εξουσία να περιορίζεται η αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να περιορίζουν το δικαίωμα των εξασφαλισμένων πιστωτών ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας όσον αφορά οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω υπό εξυγίανση ιδρύματος από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης δεν ασκούν την εξουσία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 όσον αφορά συμφωνία παροχής ασφάλειας έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ, κεντρικών αντισυμβαλλομένων και κεντρικών τραπεζών όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενεχυριαστεί ως περιθώριο ή εξασφάλιση από το ίδρυμα υπό εξυγίανση.

3.   Στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 80, οι αρχές εξυγίανσης μεριμνούν ώστε οι τυχόν περιορισμοί που επιβάλλονται δυνάμει της εξουσίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου να εφαρμόζονται με συνέπεια για όλες τις οντότητες ομίλου έναντι των οποίων αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης.

4.   Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Άρθρο 71

Εξουσία να αναστέλλονται προσωρινά τα δικαιώματα καταγγελίας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν τα δικαιώματα καταγγελίας οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους βάσει μιας σύμβασης με ίδρυμα υπό εξυγίανση, από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος υπό εξυγίανση, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν τα δικαιώματα καταγγελίας οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους σύμβασης με θυγατρική ιδρύματος υπό εξυγίανση εφόσον:

α)

οι υποχρεώσεις βάσει της εν λόγω σύμβασης είναι εγγυημένες ή με άλλον τρόπο υποστηριζόμενες από το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β)

τα δικαιώματα καταγγελίας βάσει της εν λόγω σύμβασης στηρίζονται μόνον στην αφερεγγυότητα ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

γ)

σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ή ενδέχεται να ασκηθεί εξουσία μεταβίβασης σε σχέση με το υπό εξυγίανση ίδρυμα, είτε

i)

όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις της θυγατρικής που σχετίζεται με την εν λόγω σύμβαση έχουν μεταβιβαστεί ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν και να αναληφθούν από τον αποδέκτη, είτε

ii)

η αρχή εξυγίανσης παρέχει καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο επαρκή προστασία αυτών των υποχρεώσεων.

Η αναστολή ισχύει από τη δημοσίευση της κοινοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η θυγατρική του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

3.   Καμία αναστολή βάσει των παραγράφων 1 ή 2 δεν εφαρμόζεται έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ, κεντρικών αντισυμβαλλομένων ή κεντρικών τραπεζών.

4.   Ένα πρόσωπο μπορεί να ασκήσει δικαίωμα καταγγελίας στο πλαίσιο σύμβασης πριν από το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2, εάν το πρόσωπο αυτό λάβει κοινοποίηση από την αρχή εξυγίανσης ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση:

α)

δεν μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα· ή

β)

δεν υφίστανται απομείωση ή μετατροπή στο πλαίσιο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α).

5.   Σε περίπτωση που αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία που προβλέπεται στις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος άρθρου για να αναστείλει δικαιώματα καταγγελίας, και σε περίπτωση που δεν έχει επιδοθεί κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν από τη λήξη της περιόδου αναστολής, με την επιφύλαξη του άρθρου 68, ως εξής:

α)

εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση έχουν μεταβιβασθεί σε άλλη οντότητα, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει δικαιώματα καταγγελίας, σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης, μόνο σε περίπτωση επέλευσης οιουδήποτε συνεχιζόμενου ή μεταγενέστερου γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση εκ μέρους της αποδέκτριας οντότητας·

β)

εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση παραμένουν στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, και η αρχή εξυγίανσης δεν έχει εφαρμόσει το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α) στην εν λόγω σύμβαση, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα καταγγελίας σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής δυνάμει της παραγράφου 1.

6.   Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

7.   Οι αρμόδιες αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να διατηρεί λεπτομερή αρχεία των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων.

Κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής ή αρχής εξυγίανσης, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση των αρμόδιων αρχών ή αρχών εξυγίανσης, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους σύμφωνα με το άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

8.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα ακόλουθα στοιχεία για τους σκοπούς της παραγράφου 7:

α)

ένα ελάχιστο σύνολο πληροφοριών τις οποίες θα πρέπει να περιέχουν τα λεπτομερή αρχεία σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις· και

β)

τις περιστάσεις στις οποίες θα πρέπει να επιβάλλεται η απαίτηση αυτή.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 72

Άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, προκειμένου να αναλάβουν μια δράση εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να ασκούν τον έλεγχο του ιδρύματος υπό εξυγίανση, ούτως ώστε:

α)

να διευθύνουν και να ασκούν τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες του υπό εξυγίανση ιδρύματος με όλες τις εξουσίες των μετόχων του και του διοικητικού οργάνου· και

β)

να διαχειρίζονται και να διαθέτουν τα περιουσιακά στοιχεία και την περιουσία του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

Ο έλεγχος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να ασκείται άμεσα από την αρχή εξυγίανσης ή έμμεσα μέσω προσώπου ή προσώπων που διορίζονται από την αρχή εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας του υπό εξυγίανση ιδρύματος να μην μπορούν να ασκηθούν κατά τη διάρκεια της περιόδου εξυγίανσης.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 85 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης με εκτελεστική διάταξη, σύμφωνα με τις εθνικές διοικητικές αρμοδιότητες και διαδικασίες, χωρίς να ασκούν έλεγχο στο ίδρυμα υπό εξυγίανση.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης αποφασίζουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον είναι σκόπιμο να εκτελέσουν τη δράση εξυγίανσης με τα μέσα που καθορίζονται στην παράγραφο 1 ή στην παράγραφο 2, έχοντας υπόψη τους στόχους της εξυγίανσης και τις γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση, τις ειδικές περιστάσεις του συγκεκριμένου υπό εξυγίανση ιδρύματος και την ανάγκη να διευκολύνεται η αποτελεσματική εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης δεν θεωρούνται σκιώδεις διευθυντές ή de facto διευθυντές δυνάμει των εθνικών δικαίων.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VII

Διασφαλίσεις

Άρθρο 73

Μεταχείριση των μετόχων και των πιστωτών σε περίπτωση εν μέρει μεταβιβάσεων και εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εφόσον έχουν εφαρμοσθεί ένα ή περισσότερα εργαλεία εξυγίανσης και, ιδίως, για τους σκοπούς του άρθρου 75:

α)

εκτός των περιπτώσεων όπου εφαρμόζεται το στοιχείο β), σε περίπτωση που οι αρχές εξυγίανσης μεταβιβάζουν μόνον μέρη των δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση, οι μέτοχοι και οι πιστωτές εκείνοι των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν μεταβιβαστεί, λαμβάνουν προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους τουλάχιστον όσα θα είχαν λάβει εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82·

β)

σε περίπτωση που οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι μέτοχοι και οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε μετοχικό κεφάλαιο δεν υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο, εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82.

Άρθρο 74

Αποτίμηση της διαφοράς ως προς τη μεταχείριση

1.   Προκειμένου να αποτιμηθεί κατά πόσον οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα τύγχαναν καλύτερης μεταχείρισης εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, μεταξύ άλλων, αλλά όχι αποκλειστικά, και για τους σκοπούς του άρθρου 73, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να διενεργείται αποτίμηση από ανεξάρτητο πρόσωπο, το συντομότερο δυνατόν, αφού έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης. Η εν λόγω αποτίμηση είναι χωριστή από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 36.

2.   Με την αποτίμηση της παραγράφου 1 προσδιορίζεται:

α)

η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές, ή τα οικεία συστήματα εγγύησης καταθέσεων, εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σε σχέση με το οποίο έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82·

β)

η πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά την εξυγίανση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

γ)

αν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο α) και της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο β).

3.   Η αποτίμηση:

α)

βασίζεται στην παραδοχή ότι το ίδρυμα υπό εξυγίανση, στο οποίο έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, θα είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82·

β)

βασίζεται στην παραδοχή ότι η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης δεν έχουν πραγματοποιηθεί·

γ)

δεν λαμβάνει υπόψη οιαδήποτε χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης στο ίδρυμα υπό εξυγίανση.

4.   Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τη μεθοδολογία για τη διενέργεια της αποτίμησης του παρόντος άρθρου, ιδίως δε τη μεθοδολογία προκειμένου να αποτιμηθεί η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε τεθεί υπό διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 75

Διασφάλιση για τους μετόχους και τους πιστωτές

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν με την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 74 προσδιοριστεί ότι οποιοσδήποτε μέτοχος ή πιστωτής που αναφέρεται στο άρθρο 73, ή το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 1, έχει υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίστατο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης.

Άρθρο 76

Διασφαλίσεις για τους αντισυμβαλλομένους στις μεταβιβάσεις εν μέρει

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προστασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

μια αρχή εξυγίανσης μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα ή, κατά την εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης, από ένα μεταβατικό ίδρυμα ή φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε άλλο πρόσωπο·

β)

μια αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 64 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν κατάλληλη προστασία των ακόλουθων συμφωνιών και των αντισυμβαλλομένων στις ακόλουθες συμφωνίες:

α)

συμφωνίες εγγυοδοσίας, βάσει των οποίων ένα πρόσωπο έχει, λόγω εγγύησης, υπάρχον ή ενδεχόμενο συμφέρον στα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο μεταβίβασης, ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω συμφέρον εξασφαλίζεται με συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα ή με κυμαινόμενες επιβαρύνσεις ή παρεμφερή ρύθμιση·

β)

συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, βάσει των οποίων παρέχονται εξασφαλίσεις για την εξασφάλιση ή την κάλυψη της εκτέλεσης συγκεκριμένων υποχρεώσεων, με τη μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας των περιουσιακών στοιχείων από τον ασφαλειοδότη στον ασφαλειολήπτη, υπό όρους που προβλέπουν τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων από τον ασφαλειολήπτη, εάν εκτελεστούν αυτές οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις·

γ)

συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού (set-off), βάσει των οποίων δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται η μία με την άλλη·

δ)

συμφωνίες (καθαρού) συμψηφισμού (netting)·

ε)

καλυμμένα ομόλογα·

στ)

συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιήσεων και των μέσων που χρησιμοποιούνται για λόγους αντιστάθμισης κινδύνων και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εξασφαλίζονται κατά τρόπο παρόμοιο με τα καλυμμένα ομόλογα, οι οποίες συνεπάγονται την παροχή και την κατοχή εγγύησης από συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ή θεματοφύλακα, αντιπρόσωπο ή αντίκλητο.

Η μορφή προστασίας που είναι κατάλληλη, για τις κατηγορίες συμφωνιών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ) της παρούσας παραγράφου, διευκρινίζεται περαιτέρω στα άρθρα 77 έως 80 και υπόκειται στους περιορισμούς που εξειδικεύονται στα άρθρα 68 έως 71.

3.   Η απαίτηση της παραγράφου 2 εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τον αριθμό των μερών που συμμετέχουν στις συμφωνίες και από το αν οι συμφωνίες:

α)

δημιουργούνται από σύμβαση, καταπιστεύματα ή άλλα μέσα, ή απορρέουν αυτομάτως από την εφαρμογή του νόμου·

β)

απορρέουν ή διέπονται, εν όλω ή εν μέρει, από νομοθεσία άλλου κράτους μέλους.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τις κατηγορίες συμφωνιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 στοιχεία α) έως στ) του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 77

Προστασία των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι παρέχεται κατάλληλη προστασία για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων και τις συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού, ούτως ώστε να εμποδίζεται η μεταβίβαση ορισμένων αλλά όχι όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προστατεύονται από συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού ή συμφωνία συμψηφισμού μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλου προσώπου, και η τροποποίηση ή η καταγγελία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προστατεύονται από την εν λόγω συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού ή συμφωνία συμψηφισμού μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται ως προστατευμένα βάσει τέτοιας συμφωνίας, εάν τα μέρη της συμφωνίας δικαιούνται να προβούν σε αλληλοσυμψηφισμό ή συμψηφισμό των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

2.   Παρά την παράγραφο 1, και όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαθεσιμότητα των καλυπτόμενων καταθέσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να μεταφέρει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οιασδήποτε από τις συμφωνίες της παραγράφου 1 χωρίς να μεταφέρει άλλα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος της ίδιας συμφωνίας· και

β)

να μεταφέρει, να τροποποιεί ή να καταργεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις χωρίς να μεταφέρει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Άρθρο 78

Προστασία των συμφωνιών εγγυοδοσίας

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει κατάλληλη προστασία για υποχρεώσεις που εξασφαλίζονται με συμφωνία εγγυοδοσίας, προκειμένου να εμποδίζεται οποιοδήποτε από τα εξής:

α)

η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων με τα οποία είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση, εκτός εάν μεταβιβάζονται επίσης η εν λόγω υποχρέωση και το όφελος της εγγύησης·

β)

η μεταβίβαση εξασφαλισμένης υποχρέωσης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης και το όφελος της εγγύησης·

γ)

η μεταβίβαση του οφέλους της εγγύησης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης η εξασφαλισμένη υποχρέωση· ή

δ)

η τροποποίηση ή η καταγγελία μιας συμφωνίας εγγυοδοσίας, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών, εάν το αποτέλεσμα της εν λόγω τροποποίησης ή καταγγελίας είναι να παύσει να είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση.

2.   Παρά την παράγραφο 1, και όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαθεσιμότητα των καλυπτόμενων καταθέσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να μεταφέρει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οιασδήποτε από τις συμφωνίες της παραγράφου 1 χωρίς να μεταφέρει άλλα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος της ίδιας συμφωνίας· και

β)

να μεταφέρει, να τροποποιεί ή να καταργεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις χωρίς να μεταφέρει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Άρθρο 79

Προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης και των καλυμμένων ομολόγων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει κατάλληλη προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 76 παράγραφος 2 στοιχεία ε) και στ), προκειμένου να εμποδίζεται οποιοδήποτε από τα εξής:

α)

η μεταβίβαση ορισμένων αλλά όχι όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης ή αποτελούν μέρος της, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 76 παράγραφος 2 στοιχεία ε) και στ), στην οποία το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι συμβαλλόμενο μέρος·

β)

η καταγγελία ή η τροποποίηση, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης ή αποτελούν μέρος της, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 76 παράγραφος 2 στοιχεία ε) και στ), στην οποία το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι συμβαλλόμενο μέρος.

2.   Παρά την παράγραφο 1, και όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των καλυπτόμενων καταθέσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να μεταφέρει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οποιασδήποτε από τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χωρίς να μεταφέρει λοιπά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος των ίδιων ρυθμίσεων· και

β)

να μεταφέρει, να τροποποιεί ή να καταγγέλλει τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις χωρίς να μεταφέρει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Άρθρο 80

Μεταβιβάσεις εν μέρει: προστασία των συστημάτων διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η εφαρμογή εργαλείου εξυγίανσης να μην επηρεάζει τη λειτουργία και τους κανόνες των συστημάτων που καλύπτονται από την οδηγία 98/26/ΕΚ, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης:

α)

μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα· ή

β)

κάνει χρήση των εξουσιών βάσει του άρθρου 64 για να ακυρώσει ή να τροποποιήσει τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή για να το υποκαταστήσει με τον αποδέκτη ως συμβαλλόμενο μέρος.

2.   Ειδικότερα, με τη μεταβίβαση, ακύρωση ή τροποποίηση που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν ανακαλείται εντολή μεταβίβασης, κατά παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας 98/26/ΕΚ· ούτε τροποποιείται ή αναιρείται το εκτελεστό των εντολών μεταβίβασης και του συμψηφισμού, όπως απαιτείται βάσει των άρθρων 3 και 5 της εν λόγω οδηγίας, της χρησιμοποίησης κεφαλαίων, αξιογράφων ή πιστωτικών διευκολύνσεων όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας ή η προστασία της ασφάλειας, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VIII

Διαδικαστικές υποχρεώσεις

Άρθρο 81

Απαιτήσεις κοινοποίησης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να αποστέλλει κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή, όταν κρίνει ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει κατά την έννοια του άρθρου 32 παράγραφος 4.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τις σχετικές αρχές εξυγίανσης σχετικά με οποιαδήποτε κοινοποίηση έχουν λάβει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και σχετικά με κάθε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή με κάθε δράση του άρθρου 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, που απαιτούν να λάβει το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας.

3.   Εάν μια αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τη διαπίστωση αυτή στις ακόλουθες αρχές, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές:

α)

στην αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

στην αρμόδια αρχή του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

γ)

στην αρμόδια αρχή κάθε υποκαταστήματος του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

δ)

στην αρχή εξυγίανσης κάθε υποκαταστήματος του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

ε)

στην κεντρική τράπεζα ·

στ)

στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει το πιστωτικό ίδρυμα, εφόσον είναι αναγκαίο για να μπορέσει το σύστημα εγγύησης καταθέσεων να εκπληρώσει τα καθήκοντά του·

ζ)

στον φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την επιτέλεση της λειτουργίας των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης·

η)

ανάλογα με την περίπτωση, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

θ)

στο αρμόδιο υπουργείο·

ι)

εάν το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον τίτλο VII κεφάλαιο 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας· και

ια)

στο ΕΣΣΚ και στην ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

4.   Εάν η διαβίβαση πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχεία στ) και ζ) δεν εγγυάται τον κατάλληλο βαθμό εμπιστευτικότητας, η αρμόδια αρχή ή η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζουν εναλλακτικές διαδικασίες επικοινωνίας, οι οποίες επιτυγχάνουν τους ίδιους στόχους ενώ συγχρόνως εξασφαλίζουν τον κατάλληλο βαθμό εμπιστευτικότητας.

Άρθρο 82

Απόφαση της αρχής εξυγίανσης

1.   Μόλις λάβει από την αρμόδια αρχή την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 3, ή με δική της πρωτοβουλία, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 και το άρθρο 33, κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της εν λόγω παραγράφου όσον αφορά το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

2.   Η απόφαση για να αναληφθεί ή όχι δράση εξυγίανσης όσον αφορά ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το σκεπτικό της απόφασης αυτής, συμπεριλαμβανομένης της διαπίστωσης ότι το ίδρυμα πληροί ή δεν πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης·

β)

τη δράση την οποία προτίθεται να αναλάβει η αρχή εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της προσφυγής σε διαδικασία εκκαθάρισης, του διορισμού διαχειριστή ή οιουδήποτε άλλου μέτρου στο πλαίσιο των εφαρμοστέων κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας ή, με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 9, βάσει του εθνικού δικαίου.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις διαδικασίες και το περιεχόμενο που σχετίζονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

τις κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφοι 1, 2 και 3·

β)

την ειδοποίηση αναστολής που αναφέρεται στο άρθρο 83.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 83

Διαδικαστικές υποχρεώσεις των αρχών εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, μόλις είναι ευλόγως εφικτό μετά την ανάληψη μιας δράσης εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

2.   Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε σχετική κοινοποίηση προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση και τις ακόλουθες αρχές, εφόσον πρόκειται για διαφορετικές αρχές:

α)

την αρμόδια αρχή για το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β)

την αρμόδια αρχή για οποιοδήποτε υποκατάστημα του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

γ)

την κεντρική τράπεζα·

δ)

το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει το πιστωτικό ίδρυμα υπό εξυγίανση·

ε)

τον φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης·

στ)

ανάλογα με την περίπτωση, την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

ζ)

το αρμόδιο υπουργείο·

η)

εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον τίτλο VII κεφάλαιο 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, την αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

θ)

την ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας και το ΕΣΣΚ·

ι)

την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την ΕΑΚΑΑ, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) («ΕΑΑΕΣ») που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και την ΕΑΤ·

ια)

εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β) της οδηγίας 98/26/ΕΚ, τους φορείς εκμετάλλευσης των συστημάτων στα οποία συμμετέχει.

3.   Η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει αντίγραφο κάθε διάταξης ή πράξης δυνάμει της οποίας ασκούνται οι σχετικές εξουσίες και αναφέρει την ημερομηνία από την οποία η δράση εξυγίανσης ή οι δράσεις εξυγίανσης αρχίζουν να ισχύουν.

4.   Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ή μεριμνά για τη δημοσίευση αντιγράφου της διάταξης ή της πράξης δυνάμει της οποίας αναλαμβάνεται η δράση εξυγίανσης είτε ειδοποίησης όπου συνοψίζονται τα αποτελέσματα της δράσης εξυγίανσης, και ιδίως τα αποτελέσματα για τους μικροεπενδυτές και, κατά περίπτωση, τους όρους και το χρονικό διάστημα της αναστολής ή του περιορισμού που αναφέρονται στα άρθρα 69, 70 και 71, στα ακόλουθα μέσα:

α)

στον επίσημο ιστότοπό της·

β)

στον ιστότοπο της αρμόδιας αρχής, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης, και στον ιστότοπο της ΕΑΤ·

γ)

στον ιστότοπο του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

δ)

σε περίπτωση που οι μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή χρεωστικά μέσα του ιδρύματος υπό εξυγίανση έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, στα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημοσιοποίηση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35).

5.   Εάν οι μετοχές, τα μέσα ιδιοκτησίας ή τα χρεωστικά μέσα δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε, τα έγγραφα που τεκμηριώνουν τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4, να αποστέλλονται στους μετόχους και πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση, τους οποίους γνωρίζει μέσω του μητρώου ή των βάσεων δεδομένων του ιδρύματος υπό εξυγίανση που τίθενται στη διάθεση της αρχής εξυγίανσης.

Άρθρο 84

Εμπιστευτικότητα

1.   Οι απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου είναι δεσμευτικές όσον αφορά τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

τις αρχές εξυγίανσης·

β)

τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΤ·

γ)

τα αρμόδια υπουργεία·

δ)

τους ειδικούς διαχειριστές (επιτρόπους) ή τους προσωρινούς διαχειριστές που διορίζονται βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας·

ε)

τους πιθανούς αγοραστές με τους οποίους έρχονται σε επαφή οι αρμόδιες αρχές ή τους οποίους προσκαλούν οι αρχές εξυγίανσης, ανεξαρτήτως αν η εν λόγω επαφή ή πρόσκληση πραγματοποιήθηκε ως προετοιμασία για τη χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, και ανεξαρτήτως αν η πρόσκληση κατέληξε σε απόκτηση·

στ)

τους ελεγκτές, λογιστές, νομικούς και επαγγελματικούς συμβούλους, εκτιμητές και άλλους εμπειρογνώμονες τους οποίους προσλαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές, τα αρμόδια υπουργεία ή οι πιθανοί αγοραστές που αναφέρονται στο στοιχείο ε)·

ζ)

τους φορείς που διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης καταθέσεων·

η)

τους φορείς που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης επενδυτών·

θ)

τον φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης·

ι)

τις κεντρικές τράπεζες και άλλες αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία εξυγίανσης·

ια)

το μεταβατικό ίδρυμα ή τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

ιβ)

κάθε άλλο πρόσωπο που παρέχει ή έχει παράσχει υπηρεσίες άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, στα πρόσωπα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια)·

ιγ)

τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τους υπαλλήλους των φορέων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια) ανωτέρω, κατά τη διάρκεια του διορισμού τους και μετέπειτα.

2.   Προκειμένου να τηρούνται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που εκτίθενται στις παραγράφους 1 και 3, τα πρόσωπα της παραγράφου 1 στοιχεία α), β), γ), ζ), ι) και ια) μεριμνούν ώστε να υπάρχουν εσωτερικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την εξασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών, μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία εξυγίανσης.

3.   Υπό την επιφύλαξη του γενικού χαρακτήρα των απαιτήσεων της παραγράφου 1, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο απαγορεύεται να αποκαλύπτουν εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έχουν λάβει κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων ή από αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις λειτουργίες της στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, σε οιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή παρά μόνο στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων ιδρυμάτων ή οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ή με τη ρητή και προηγούμενη συγκατάθεση της αρχής ή του ιδρύματος ή της αναφερόμενης στο άρθρο 1 στοιχείο β), γ) ή δ) οντότητας που παρέσχε τις πληροφορίες.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε καμία εμπιστευτική πληροφορία να μην αποκαλύπτεται από πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και να αξιολογούνται οι πιθανές συνέπειες από την αποκάλυψη πληροφοριών στο δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τη χρηματοοικονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική καθώς επίσης στα εμπορικά συμφέροντα φυσικών και νομικών προσώπων, στον σκοπό των επιθεωρήσεων, στις έρευνες και στους λογιστικούς ελέγχους.

Η διαδικασία εξακρίβωσης των συνεπειών της αποκάλυψης πληροφοριών περιλαμβάνει μια ειδική αξιολόγηση των συνεπειών κάθε αποκάλυψης του περιεχομένου και των λεπτομερειών του σχεδίου ανάκαμψης και εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 5, 7, 10, 11 και 12 και των πορισμάτων κάθε αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 6, 8 και 15.

Κάθε πρόσωπο ή οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπέχει αστική ευθύνη σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

4.   Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει:

α)

τους υπαλλήλους και εμπειρογνώμονες των φορέων ή οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ι) από τη μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο εκάστου φορέα ή οντότητας· ή

β)

τις αρχές εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων και των εμπειρογνωμόνων τους, να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους και με άλλες αρχές εξυγίανσης, άλλες αρμόδιες αρχές της Ένωσης, αρμόδια υπουργεία, κεντρικές τράπεζες, συστήματα εγγύησης καταθέσεων, συστήματα αποζημίωσης επενδυτών, αρχές αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, αρχές αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω κανόνων μακροπροληπτικού χαρακτήρα, αρμόδιους για τη διεξαγωγή νομίμων λογιστικών ελέγχων, την ΕΑΤ ή, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 98, αρχές τρίτων χωρών που επιτελούν ισοδύναμα καθήκοντα με τις αρχές εξυγίανσης, ή, υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, με δυνητικό αγοραστή με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης.

5.   Παρά οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κατά περίπτωση, με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης·

β)

κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές στο κράτος μέλος τους, ελεγκτικά συνέδρια στο κράτος μέλος τους και άλλες παρόμοιες οντότητες στο κράτος μέλος τους, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις· και

γ)

εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τα συστήματα πληρωμών, οι αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι αρχές που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιθεωρητές που είναι εντεταλμένοι από αυτές, οι αρχές των κρατών μελών αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω κανόνων μακροπροληπτικού χαρακτήρα, οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την προστασία της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διεξαγωγή νομίμων λογιστικών ελέγχων.

6.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου όσον αφορά την αποκάλυψη πληροφοριών για τους σκοπούς δικαστικών διαδικασιών σε ποινικές ή αστικές υποθέσεις.

7.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να καθορίσει με ποιόν τρόπο θα παρέχονται οι πληροφορίες σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ IX

Δικαίωμα προσφυγής και αποκλεισμός άλλων μέτρων

Άρθρο 85

Εκ των προτέρων δικαστική έγκριση και δικαιώματα αμφισβήτησης των αποφάσεων

1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν ότι η απόφαση για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή μέτρου διαχείρισης κρίσεων υπόκειται σε εκ των προτέρων δικαστική έγκριση, υπό τον όρο ότι όσον αφορά απόφαση για τη λήψη μέτρου διαχείρισης κρίσεων, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, η διαδικασία που αφορά την αίτηση για έγκριση και την εξέταση της αίτησης από το δικαστήριο έχει επείγοντα χαρακτήρα.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν στο εθνικό δίκαιο το δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή απόφασης για την άσκηση οιασδήποτε εξουσίας, πλην του μέτρου διαχείρισης κρίσεων, στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλα τα θιγόμενα πρόσωπα από απόφαση για τη λήψη μέτρου διαχείρισης κρίσεων, διαθέτουν το δικαίωμα κατάθεσης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο δικαστικός έλεγχος είναι ταχύρρυθμος και ότι τα εθνικά δικαστήρια δέχονται ως βάση της εκτίμησής τους τις πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις των γεγονότων στις οποίες προβαίνει η αρχή εξυγίανσης.

4.   Το δικαίωμα προσφυγής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 υπόκειται στις ακόλουθες διατάξεις:

α)

η κατάθεση προσφυγής δεν συνεπάγεται αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης·

β)

η απόφαση της αρχής εξυγίανσης είναι άμεσα εκτελεστή και θεωρείται μαχητό τεκμήριο ότι η αναστολή της εκτέλεσής της αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον·

Όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να προστατεύονται τα συμφέροντα τρίτων μερών, τα οποία, ενεργώντας καλή την πίστει, έχουν αποκτήσει μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση στο πλαίσιο της χρήσης εργαλείων εξυγίανσης ή της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από αρχή εξυγίανσης, η ακύρωση απόφασης μιας αρχής εξυγίανσης δεν επηρεάζει οιεσδήποτε επακόλουθες διοικητικές πράξεις ή τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από τη σχετική αρχή εξυγίανσης, οι οποίες βασίζονταν στην ακυρωθείσα απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά καταχρηστικής απόφασης ή πράξης των αρχών εξυγίανσης περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστη ο προσφεύγων εξαιτίας της απόφασης ή της πράξης.

Άρθρο 86

Περιορισμός άλλων δικαστικών διαδικασιών

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 82 παράγραφος 2 στοιχείο β), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν έναντι ιδρύματος υπό εξυγίανση ή ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) για τα οποία έχει διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση, ότι δεν κινούνται κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας παρά μόνο με πρωτοβουλία της αρχής εξυγίανσης και ότι απόφαση για να τεθεί ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας λαμβάνεται μόνο με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν αμελλητί κοινοποίηση κάθε αίτησης για έναρξη κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας έναντι ενός ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ανεξαρτήτως του αν το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) βρίσκεται υπό εξυγίανση ή έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφοι 4 και 5·

β)

δεν εκδίδεται απόφαση επί της αίτησης εκτός εάν έχουν γίνει οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) και ισχύει μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

i)

η αρχή εξυγίανσης έχει κοινοποιήσει στις αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ότι δεν προτίθεται να αναλάβει καμία δράση εξυγίανσης έναντι του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ),

ii)

έχει παρέλθει περίοδος επτά ημερών, αρχομένη από την ημερομηνία κατά την οποία έγιναν οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α).

3.   Υπό την επιφύλαξη οποιουδήποτε περιορισμού στην αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 70, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων και των εξουσιών εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από το δικαστήριο να αναστείλει την έκδοση αποφάσεων, για κατάλληλο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο στόχο, επί δικαστικών ενεργειών ή διαδικασιών στις οποίες είναι ή καθίσταται διάδικος το ίδρυμα υπό εξυγίανση.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ

Άρθρο 87

Γενικές αρχές σχετικά με τη λήψη αποφάσεων που αφορούν περισσότερα του ενός κράτη μέλη

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατά τη λήψη αποφάσεων ή την ανάληψη δράσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, οι αρχές τους να λαμβάνουν υπόψη τις ακόλουθες γενικές αρχές:

α)

την επιτακτική ανάγκη για αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων και για τον κατά το δυνατόν περιορισμό του κόστους της εξυγίανσης όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης·

β)

οι αποφάσεις λαμβάνονται και δράση αναλαμβάνεται εγκαίρως και με τη δέουσα ταχύτητα, όποτε αυτό καθίσταται αναγκαίο·

γ)

οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και οι λοιπές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους προκειμένου να διασφαλισθεί ότι λαμβάνονται αποφάσεις και αναλαμβάνεται δράση με συντονισμένο και αποτελεσματικό τρόπο·

δ)

οι λειτουργίες και οι ευθύνες των αρμόδιων αρχών σε κάθε κράτος μέλος καθορίζονται με σαφήνεια·

ε)

λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, το ταμείο εξυγίανσης, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών των εν λόγω κρατών μελών·

στ)

λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη θυγατρική και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, το ταμείο εξυγίανσης, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών αυτού του κράτους μέλους·

ζ)

λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αυτού του κράτους μέλους·

η)

λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι στόχοι της εξισορρόπησης των συμφερόντων των διάφορων εμπλεκόμενων κρατών μελών και της αποφυγής αθέμιτης βλάβης ή αθέμιτης προστασίας των συμφερόντων συγκεκριμένων κρατών μελών, μεταξύ άλλων αποφεύγοντας την άνιση κατανομή βάρους μεταξύ κρατών μελών·

θ)

κάθε υποχρέωση, δυνάμει της παρούσας οδηγίας, για διαβούλευση με αρχή προτού ληφθεί απόφαση ή αναληφθεί δράση συνεπάγεται τουλάχιστον υποχρέωση διαβούλευσης με αυτήν την αρχή για όσα στοιχεία της προτεινόμενης απόφασης ή δράσης έχουν ή ενδέχεται να έχουν:

i)

επίπτωση στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, τη θυγατρική ή το υποκατάστημα, κατά περίπτωση, και

ii)

επίπτωση στη σταθερότητα του κράτους μέλους όπου έχει εγκατασταθεί ή βρίσκεται ή μητρική επιχείρηση της Ένωσης, η θυγατρική ή το υποκατάστημα, κατά περίπτωση·

ι)

κατά την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη και ακολουθούν τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης·

ια)

απαίτηση διαφάνειας κάθε φορά που μια προτεινόμενη απόφαση ή δράση ενδέχεται να έχει επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, το ταμείο εξυγίανσης, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών κάθε σχετικού κράτους μέλους· και

ιβ)

αναγνώριση ότι ο συντονισμός και η συνεργασία είναι μέσα με τα οποία είναι πιθανότερο να επιτευχθεί αποτέλεσμα που μειώνει το συνολικό κόστος της εξυγίανσης.

Άρθρο 88

Σώματα εξυγίανσης

1.   Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου συγκροτούν σώματα εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 12, 13, 16, 18, 45, 91 και 92, και, όπου ενδείκνυται, για τη διασφάλιση της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών.

Ειδικότερα, τα σώματα εξυγίανσης αποτελούν ένα πλαίσιο για την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, τις άλλες αρχές εξυγίανσης και, όπου ενδείκνυται, τις αρμόδιες αρχές και τις σχετικές αρχές ενοποιημένης εποπτείας, για την εκτέλεση των εξής καθηκόντων:

α)

ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, σχετικά με την εφαρμογή σε ομίλους των εξουσιών προπαρασκευής και πρόληψης, καθώς και σχετικά με την εξυγίανση ομίλων·

β)

κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13·

γ)

εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 16·

δ)

άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 18·

ε)

λήψη απόφασης όσον αφορά την ανάγκη να καθοριστεί μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 91 ή στο άρθρο 92·

στ)

επίτευξη της συμφωνίας για τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται σύμφωνα με το άρθρο 91 ή το άρθρο 92·

ζ)

συντονισμό της γνωστοποίησης στο κοινό των στρατηγικών και των μηχανισμών εξυγίανσης ομίλων·

η)

συντονισμό της χρήσης των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, που καθορίζονται στον τίτλο VII·

θ)

καθορισμό των ελάχιστων απαιτήσεων για ομίλους σε ενοποιημένο επίπεδο και σε επίπεδο θυγατρικών, σύμφωνα με το άρθρο 45.

Επιπλέον, τα σώματα εξυγίανσης είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν ως βήμα συζήτησης οιωνδήποτε θεμάτων σχετίζονται με την εξυγίανση διασυνοριακού ομίλου.

2.   Μέλη του σώματος εξυγίανσης είναι:

α)

η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

β)

οι αρχές εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη θυγατρική καλυπτόμενη από ενοποιημένη εποπτεία·

γ)

οι αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένη μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων του ομίλου, ήτοι οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

δ)

οι αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα·

ε)

η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εάν η αρχή εξυγίανσης είναι μέλος του σώματος εξυγίανσης. Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δεν είναι η κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους·

στ)

τα αρμόδια υπουργεία, εφόσον οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες είναι μέλη του σώματος εξυγίανσης δεν είναι τα αρμόδια υπουργεία·

ζ)

η δημόσια αρχή που είναι υπεύθυνη για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων κράτους μέλους, εφόσον η αρχή εξυγίανσης αυτού του κράτους μέλους είναι μέλος σώματος εξυγίανσης·

η)

η ΕΑΤ, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών, όταν μητρική επιχείρηση ή ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση διαθέτει θυγατρική ή υποκατάστημα που θα εθεωρείτο σημαντικό εάν ήταν εγκατεστημένο στην Ένωση, μπορούν, κατόπιν αιτήματος τους, να συμμετέχουν στο σώμα εξυγίανσης ως παρατηρητές, υπό την προϋπόθεση ότι υπόκεινται σε ισοδύναμες απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, κατά τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, με τις καθοριζόμενες στο άρθρο 98.

4.   Η ΕΑΤ συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνή πρότυπα. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΤ καλείται να παραστεί στις συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης. Η ΕΑΤ δεν διαθέτει κανένα δικαίωμα ψήφου στον βαθμό που οι ψηφοφορίες διεξάγονται στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης.

5.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου προεδρεύει του σώματος εξυγίανσης. Υπ’ αυτήν την ιδιότητα:

α)

θεσπίζει γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης·

β)

συντονίζει όλες τις δραστηριότητες του σώματος εξυγίανσης·

γ)

συγκαλεί όλες τις συνεδριάσεις του, προεδρεύει των συνεδριάσεων αυτών και ενημερώνει πλήρως, εκ των προτέρων, όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τη διοργάνωση των συνεδριάσεων του σώματος εξυγίανσης, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τα θέματα προς εξέταση·

δ)

κοινοποιεί στα μέλη του σώματος εξυγίανσης τις ενδεχόμενες προγραμματισμένες συνεδριάσεις, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν να συμμετάσχουν·

ε)

αποφασίζει ποια μέλη και παρατηρητές προσκαλούνται να παρευρεθούν σε συγκεκριμένες συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης, με βάση ειδικές ανάγκες, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του προς συζήτηση θέματος για τα εν λόγω μέλη και παρατηρητές, και ιδίως τις δυνητικές επιπτώσεις επί της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στα σχετικά κράτη μέλη·

στ)

ενημερώνει εγκαίρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα αυτών των συνεδριάσεων.

Τα μέλη που συμμετέχουν στο σώμα εξυγίανσης συνεργάζονται στενά.

Με την επιφύλαξη του στοιχείου ε), οι αρχές εξυγίανσης έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης οσάκις περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη θέματα που υπόκεινται σε κοινή λήψη απόφασης ή αφορούν οντότητα ομίλου που βρίσκεται στο κράτος μέλος τους.

6.   Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν υποχρεούνται να συγκροτούν σώμα εξυγίανσης, εάν άλλες ομάδες ή σώματα εκτελούν τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες εργασίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, πληρούν δε όλες τις προϋποθέσεις και ακολουθούν όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την ιδιότητα μέλους και τη συμμετοχή στα σώματα εξυγίανσης, οι οποίες προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 90. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αναφορά σε σώματα εξυγίανσης στην παρούσα οδηγία θεωρείται επίσης αναφορά σε αυτές τις άλλες ομάδες ή σώματα.

7.   Η ΕΑΤ, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνή πρότυπα, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον τρόπο λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 89

Ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης

1.   Σε περίπτωση που ίδρυμα τρίτης χώρας ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας έχει θυγατρικές της Ένωσης εγκατεστημένες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ή δύο ή περισσότερα υποκαταστήματα εγκατεστημένα στην Ένωση τα οποία θεωρούνται σημαντικά από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι αρχές εξυγίανσης στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω θυγατρικές της Ένωσης ή τα εν λόγω σημαντικά υποκαταστήματα συγκροτούν ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης.

2.   Το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης εκτελεί τα καθήκοντα και τις εργασίες που καθορίζονται στο άρθρο 88 όσον αφορά τα θυγατρικά ιδρύματα καθώς και τα υποκαταστήματα, στον βαθμό που τα εν λόγω καθήκοντα σχετίζονται με αυτά.

3.   Εάν οι θυγατρικές στην Ένωση ή τα σημαντικά υποκαταστήματα ανήκουν σε χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, στο ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης προεδρεύει η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, για τους σκοπούς της ενοποιημένης εποπτείας βάσει της εν λόγω οδηγίας.

Εάν δεν ισχύει η περίπτωση του πρώτου εδαφίου, τα μέλη του ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης προτείνουν πρόεδρο και συμφωνούν για την επιλογή του.

4.   Τα κράτη μέλη δύναται, με αμοιβαία συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων μερών, να άρουν την υποχρέωση να συγκροτηθεί ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, εάν άλλες ομάδες ή σώματα, συμπεριλαμβανομένου σώματος εξυγίανσης συσταθέντος δυνάμει του άρθρου 88, εκτελούν τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες εργασίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, πληρούν δε όλες τις προϋποθέσεις και ακολουθούν όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την ιδιότητα μέλους και τη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης, οι οποίες προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 90. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αναφορά σε ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης στην παρούσα οδηγία θεωρείται επίσης αναφορά σε αυτές τις άλλες ομάδες ή σώματα.

5.   Υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης λειτουργεί κατά τα άλλα σύμφωνα με το άρθρο 88.

Άρθρο 90

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 84, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν μεταξύ τους κατόπιν αιτήματος όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τα οποία αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας.

2.   Η αρχή εξυγίανσης ομίλου συντονίζει τη ροή όλων των αναγκαίων πληροφοριών μεταξύ των αρχών εξυγίανσης. Ειδικότερα, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει εγκαίρως στις αρχές εξυγίανσης στα άλλα κράτη μέλη όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, προκειμένου να διευκολύνει την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 88 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία β) έως θ).

3.   Εάν ζητηθούν πληροφορίες τις οποίες παρέσχε μία αρχή εξυγίανσης τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης ζητά τη συναίνεση της αρχής εξυγίανσης της τρίτης χώρας για την περαιτέρω διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας έχει ήδη συναινέσει στην περαιτέρω διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών.

Οι αρχές εξυγίανσης δεν υποχρεούνται να διαβιβάζουν πληροφορίες που παρασχέθηκαν από αρχή εξυγίανσης τρίτης χώρας, αν η αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας δεν έχει συναινέσει στην περαιτέρω διαβίβασή τους.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν το αρμόδιο υπουργείο όταν πρόκειται για απόφαση ή ζήτημα που απαιτεί κοινοποίηση, διαβούλευση ή συγκατάθεση του αρμόδιου υπουργείου ή που ενδέχεται να επηρεάσει τα δημόσια οικονομικά.

Άρθρο 91

Εξυγίανση ομίλου στην οποία εμπλέκεται θυγατρική του ομίλου

1.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει ότι ένα ίδρυμα ή οποιαδήποτε οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), που είναι θυγατρικές ενός ομίλου, πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33, η εν λόγω αρχή κοινοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και στα μέλη του σώματος εξυγίανσης για τον εν λόγω όμιλο:

α)

την απόφαση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33·

β)

τις δράσεις εξυγίανσης ή μέτρα για περιπτώσεις αφερεγγυότητας τα οποία κρίνει κατάλληλα η αρχή εξυγίανσης για το εν λόγω ίδρυμα ή για την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

2.   Μόλις λάβει κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σχετικού σώματος εξυγίανσης, προβαίνει σε εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων από τις δράσεις εξυγίανσης, ή από άλλα μέτρα που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), στον όμιλο και σε οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη, και ειδικότερα εκτιμά αν οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα θα οδηγούσαν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων εξυγίανσης σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος.

3.   Εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης, εκτιμήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), δεν θα οδηγούσαν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 32 ή 33 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης η οποία είναι αρμόδια για το εν λόγω ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μπορεί να αναλάβει δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.

4.   Εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης, εκτιμήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου θα οδηγούσαν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 32 ή 33 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, το αργότερο εντός 24 ωρών από την παραλαβή της κοινοποίησης βάσει της παραγράφου 1, προτείνει μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου και υποβάλλει την πρόταση στο σώμα εξυγίανσης. Η εικοσιτετράωρη αυτή προθεσμία μπορεί να παραταθεί με τη συναίνεση της αρχής εξυγίανσης η οποία πραγματοποιεί την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

5.   Ελλείψει αξιολόγησης εκ μέρους της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εντός 24 ωρών, ή εντός μεγαλύτερης προθεσμίας που έχει συμφωνηθεί, μετά τη λήψη της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης που προέβη στην κοινοποίηση της παραγράφου 1 μπορεί να αναλάβει τις δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει τα άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β).

6.   Ένας μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου, που απαιτείται βάσει της παραγράφου 4:

α)

λαμβάνει υπόψη και ακολουθεί τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης·

β)

περιγράφει τις δράσεις εξυγίανσης που θα πρέπει να αναληφθούν από τις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης έναντι της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης ή συγκεκριμένων οντοτήτων του ομίλου, με σκοπό την επίτευξη των στόχων και των αρχών της εξυγίανσης όπως καθορίζονται στα άρθρα 31 και 34·

γ)

προσδιορίζει τον τρόπο συντονισμού των εν λόγω δράσεων εξυγίανσης·

δ)

καταρτίζει σχέδιο χρηματοδότησης το οποίο λαμβάνει υπόψη το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου, τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης, όπως καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχείο στ), και την αλληλέγγυα χρήση όπως καθορίζεται στο άρθρο 107.

7.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, βάσει του άρθρου 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Εάν κάποια αρχή εξυγίανσης διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στον μηχανισμό όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους της διαφωνίας της ή τους λόγους που συντέλεσαν στην απομάκρυνσή της από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, τους κοινοποιεί στη αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις λοιπές αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου και τους ενημερώνει για τις δράσεις ή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει. Η εν λόγω αρχή εξυγίανσης, όταν εκθέτει τους λόγους της διαφωνίας της, λαμβάνει δεόντως υπόψη τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, τον πιθανό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των οικείων κρατών μελών, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο των δράσεων ή μέτρων στα υπόλοιπα τμήματα του ομίλου.

9.   Οι αρχές εξυγίανσης που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο της παραγράφου 8, μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει οντότητες στο κράτος μέλος τους.

10.   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 ή 9, και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης ελλείψει κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 8, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρχές εξυγίανσης στα οικεία κράτη μέλη.

11.   Οι αρχές προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

12.   Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου, οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν.

13.   Οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες αναλαμβάνουν οιαδήποτε δράση εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου ενημερώνουν τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω δράσεις ή μέτρα και την κατάσταση προόδου τους.

Άρθρο 92

Εξυγίανση ομίλου

1.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αποφασίζει ότι μια μητρική επιχείρηση της Ένωσης, για την οποία είναι αρμόδια, πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33, κοινοποιεί αμελλητί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 91 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εφόσον πρόκειται για διαφορετική αρχή, και στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης του εν λόγω ομίλου.

Οι δράσεις εξυγίανσης ή τα μέτρα για περιπτώσεις αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του άρθρου 91 παράγραφος 1 στοιχείο β) μπορούν να περιλαμβάνουν την υλοποίηση μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφος 6, εάν πληρούται οιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα σε επίπεδο μητρικής εταιρείας, που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφος 1 στοιχείο β), οδηγούν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 32 ή 33 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος·

β)

οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα στο επίπεδο μόνο της μητρικής εταιρείας δεν επαρκούν για τη σταθεροποίηση της κατάστασης ή ενδέχεται να μην καταλήξουν σε βέλτιστο αποτέλεσμα·

γ)

μία ή περισσότερες θυγατρικές πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33 κατά τη διαπίστωση των αρχών εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές αυτές· ή

δ)

από τις δράσεις εξυγίανσης ή τα άλλα μέτρα σε επίπεδο ομίλου θα ωφεληθούν οι θυγατρικές του ομίλου κατά τρόπο που καθιστά ενδεδειγμένο έναν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

2.   Εάν οι δράσεις που προτείνει η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου βάσει της παραγράφου 1 δεν περιλαμβάνουν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει απόφαση μετά από διαβούλευση με τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει υπόψη:

α)

και ακολουθεί τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης·

β)

τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα σχετικά κράτη μέλη.

3.   Εάν οι δράσεις που προτείνει η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δυνάμει της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, βάσει του άρθρου 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

4.   Εάν κάποια αρχή εξυγίανσης διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στον μηχανισμό όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους της διαφωνίας της ή τους λόγους που συντέλεσαν στην απομάκρυνσή της, τους κοινοποιεί στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις λοιπές αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου και τους ενημερώνει για τις δράσεις ή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει. Η εν λόγω αρχή εξυγίανσης, όταν εκθέτει τους λόγους της διαφωνίας της, λαμβάνει δεόντως υπόψη τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, τον πιθανό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των οικείων κρατών μελών, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο των δράσεων ή μέτρων στα υπόλοιπα τμήματα του ομίλου.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης που δεν έχουν διαφωνήσει με το μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου στο πλαίσιο της παραγράφου 4, μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει οντότητες του ομίλου στο κράτος μέλος τους.

6.   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 ή 5 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 4 αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρχές εξυγίανσης στα οικεία κράτη μέλη.

7.   Οι αρχές προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου, οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου.

Οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου ενημερώνουν τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω δράσεις ή μέτρα και την κατάσταση προόδου τους.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 93

Συμφωνίες με τρίτες χώρες

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες όσον αφορά τους τρόπους συνεργασίας μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των σχετικών αρχών τρίτων χωρών, μεταξύ άλλων, με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τον σχεδιασμό ανάκαμψης και εξυγίανσης για ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα, μητρικές επιχειρήσεις καθώς και ιδρύματα τρίτων χωρών, όσον αφορά τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μια μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας διαθέτει θυγατρικά ιδρύματα ή υποκαταστήματα που θεωρούνται σημαντικά σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη·

β)

σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μια μητρική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος και η οποία διαθέτει θυγατρική ή σημαντικό υποκατάστημα σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, διαθέτει ένα ή περισσότερα θυγατρικά ιδρύματα σε τρίτη χώρα·

γ)

σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και το οποίο διαθέτει μητρική επιχείρηση, θυγατρική ή σημαντικό υποκατάστημα σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, διαθέτει ένα ή περισσότερα υποκαταστήματα σε μία ή περισσότερες τρίτες χώρες.

2.   Με τις συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 επιδιώκεται, ιδίως, να διασφαλιστεί η καθιέρωση διαδικασιών και ρυθμίσεων συνεργασίας μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων αρχών των τρίτων χωρών, με στόχο τον συντονισμό κατά την εκτέλεση ορισμένων ή όλων των καθηκόντων και την άσκηση ορισμένων ή όλων των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 97.

3.   Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν ρυθμίζουν σε μεμονωμένη βάση θέματα σχετικά με ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα, μητρικές επιχειρήσεις ή ιδρύματα τρίτων χωρών.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες με τρίτη χώρα όσον αφορά τα ζητήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 έως την έναρξη ισχύος συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εφόσον οι εν λόγω διμερείς συμφωνίες συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

Άρθρο 94

Αναγνώριση και επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

1.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται όσον αφορά διαδικασίες εξυγίανσης τρίτων χωρών εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1. Εφαρμόζονται επίσης μετά την έναρξη ισχύος διεθνούς συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1, εφόσον η αναγνώριση και η επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.

2.   Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης που έχει συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 89, το σώμα αυτό λαμβάνει κοινή απόφαση ως προς το αν θα αναγνωριστούν, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 95, οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας όσον αφορά ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας που:

α)

έχει θυγατρικές της Ένωσης ή υποκαταστήματα της Ένωσης που βρίσκονται και θεωρούνται σημαντικά σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη· ή

β)

ατά τα άλλα, έχει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή διέπονται από τη νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών.

Εάν επιτευχθεί κοινή απόφαση όσον αφορά την αναγνώριση των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας, οι αντίστοιχες εθνικές αρχές εξυγίανσης επιδιώκουν την επιβολή των αναγνωρισμένων διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

3.   Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση μεταξύ των αρχών εξυγίανσης που συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, ή εάν δεν υπάρχει ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, κάθε ενδιαφερόμενη αρχή εξυγίανσης λαμβάνει δικά της απόφαση ως προς το αν θα αναγνωρίσει και θα επιβάλει, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 95, οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας όσον αφορά ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας.

Η απόφαση λαμβάνει δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους στο οποίο δραστηριοποιείται το ίδρυμα ή η μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας, και ιδίως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο που θα έχει η αναγνώριση και επιβολή διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας στα άλλα τμήματα του ομίλου και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των σχετικών κρατών μελών.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν, τουλάχιστον, την εξουσία να προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τα εξής:

i)

περιουσιακά στοιχεία ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας τα οποία βρίσκονται στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους,

ii)

δικαιώματα ή υποχρεώσεις ιδρύματος τρίτης χώρας που έχουν εγγραφεί στα βιβλία από το υποκατάστημα της Ένωσης στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, ή σε περίπτωση που οι απαιτήσεις επί των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι εκτελεστές στο οικείο κράτος μέλος·

β)

ολοκλήρωση, μεταξύ άλλων ζητώντας από άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες για την ολοκλήρωση, μεταβίβασης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε θυγατρική της Ένωσης εγκατεστημένη στο εντελλόμενο κράτος μέλος·

γ)

άσκηση των εξουσιών των άρθρων 69, 70 ή 71 όσον αφορά τα δικαιώματα οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον οι εξουσίες αυτές είναι απαραίτητες για να επιβληθούν οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας· και

δ)

το μη εκτελεστό κάθε συμβατικού δικαιώματος για καταγγελία, εκκαθάριση ή επίσπευση συμβάσεων, ή τροποποίηση των συμβατικών δικαιωμάτων, των οντοτήτων της παραγράφου 2 και άλλων οντοτήτων ομίλου, όταν τα δικαιώματα αυτά προκύπτουν από δράση εξυγίανσης που έχει αναληφθεί σε σχέση με το ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας των οντοτήτων αυτών ή άλλων οντοτήτων του ομίλου, είτε από την ίδια την αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας είτε με διαφορετικού τύπου εφαρμογή των νομοθετικών ή ρυθμιστικών απαιτήσεων για τις διευθετήσεις εξυγίανσης στην εν λόγω χώρα, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή ασφάλειας.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν, όποτε αυτό είναι αναγκαίο για λόγους δημόσιου συμφέροντος, να αναλάβουν δράση εξυγίανσης σε σχέση με μητρική επιχείρηση όταν η σχετική αρχή της τρίτης χώρας διαπιστώνει ότι ένα ίδρυμα που έχει συσταθεί στην τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης βάσει της νομοθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας. Προς τούτο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι εξουσιοδοτημένες να ασκούν οιαδήποτε εξουσία εξυγίανσης σε σχέση με την εν λόγω μητρική επιχείρηση και εφαρμόζεται το άρθρο 68.

6.   Η αναγνώριση και η επιβολή της εφαρμογής διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας πραγματοποιείται με την επιφύλαξη τυχόν κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 95

Δικαίωμα άρνησης της αναγνώρισης ή της επιβολής της εφαρμογής των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με άλλες αρχές εξυγίανσης όταν έχει συσταθεί ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης βάσει του άρθρου 89, μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει ή να επιβάλει την εφαρμογή διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας, σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 2, εφόσον κρίνει:

α)

ότι οι διαδικασίες εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος όπου εδρεύει η αρχή εξυγίανσης, ή ότι οι διαδικασίες θα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε άλλο κράτος μέλος·

β)

ότι είναι αναγκαία η ανεξάρτητη δράση εξυγίανσης, βάσει του άρθρου 96, όσον αφορά υποκατάστημα της Ένωσης, προκειμένου να επιτευχθεί ένας ή περισσότεροι από τους στόχους εξυγίανσης·

γ)

ότι, βάσει των διαδικασιών εξυγίανσης στην τρίτη χώρα καταγωγής, οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των καταθετών που βρίσκονται ή είναι πληρωτέοι σε ένα κράτος μέλος, δεν θα ετύγχαναν της ίδιας μεταχείρισης με τους πιστωτές και τους καταθέτες της τρίτης χώρας οι οποίοι έχουν παρόμοια νόμιμα δικαιώματα·

δ)

ότι η αναγνώριση ή η επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχε σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στο κράτος μέλος· ή

ε)

ότι οι συνέπειες της αναγνώρισης ή της επιβολής της εφαρμογής αυτής θα ήταν αντίθετες προς το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 96

Εξυγίανση υποκαταστημάτων στην Ένωση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για να ενεργούν όσον αφορά υποκατάστημα στην Ένωση το οποίο δεν υπόκειται σε διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας ή υπόκειται στις εν λόγω διαδικασίες τρίτης χώρας και ισχύει μία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 95.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 68 εφαρμόζεται στην άσκηση των εξουσιών αυτών.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απαιτούμενες βάσει της παραγράφου 1 εξουσίες μπορούν να ασκούνται από τις αρχές εξυγίανσης, εφόσον η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι είναι αναγκαίο να αναληφθεί δράση προς το δημόσιο συμφέρον, και πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το υποκατάστημα στην Ένωση δεν πληροί πλέον, ή είναι πιθανόν να μην πληροί, τις προϋποθέσεις, που επιβάλλονται από την εθνική νομοθεσία, για την αδειοδότηση και τη λειτουργία του στο εν λόγω κράτος μέλος και δεν υπάρχει καμία προοπτική, με ενέργειες του ιδιωτικού τομέα, των αρχών εποπτείας ή της σχετικής τρίτης χώρας, να αποκατασταθεί η συμμόρφωση του υποκαταστήματος ή να αποφευχθεί η πτώχευση σε εύλογο χρονικό διάστημα·

β)

το ίδρυμα τρίτης χώρας, κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί, ή πιθανόν να μην είναι σε θέση, να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του έναντι των ενωσιακών πιστωτών, ή τις υποχρεώσεις που έχουν δημιουργηθεί ή εγγραφεί μέσω του υποκαταστήματος, όταν καθίστανται απαιτητές, και η αρχή εξυγίανσης έχει πεισθεί ότι δεν έχουν κινηθεί ούτε θα κινηθούν από τρίτη χώρα, σε εύλογο χρονικό διάστημα, διαδικασίες εξυγίανσης ή διαδικασίες αφερεγγυότητας όσον αφορά αυτό το ίδρυμα τρίτης χώρας·

γ)

η σχετική αρχή της τρίτης χώρας έχει κινήσει διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας έναντι του ιδρύματος της τρίτης χώρας, ή έχει κοινοποιήσει στην αρχή εξυγίανσης την πρόθεσή της να κινήσει την εν λόγω διαδικασία.

3.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει ανεξάρτητη δράση έναντι υποκαταστήματος στην Ένωση, λαμβάνει υπόψη τους στόχους εξυγίανσης και αναλαμβάνει τη δράση σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές και απαιτήσεις, εφόσον είναι σχετικές με την προκειμένη περίπτωση:

α)

τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 34·

β)

τις απαιτήσεις σχετικά με την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης που καθορίζονται στον τίτλο IV κεφάλαιο III.

Άρθρο 97

Συνεργασία με τις αρχές τρίτων χωρών

1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται όσον αφορά τη συνεργασία με τρίτες χώρες εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1. Εφαρμόζονται επίσης μετά την έναρξη ισχύος διεθνούς συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1, εφόσον το αντικείμενο του παρόντος άρθρου δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.

2.   Η ΕΑΤ δύναται να συνάπτει μη δεσμευτικό πλαίσιο ρυθμίσεων συνεργασίας με τις ακόλουθες σχετικές αρχές τρίτων χωρών:

α)

σε περιπτώσεις που ένα θυγατρική στην Ένωση είναι εγκατεστημένη σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, με τις σχετικές αρχές της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένο το μητρικό ίδρυμα ή μια εταιρεία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)·

β)

σε περιπτώσεις που ίδρυμα τρίτης χώρας λειτουργεί υποκαταστήματα στην Ένωση τα οποία βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, με τη σχετική αρχή της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένο αυτό το ίδρυμα·

γ)

σε περιπτώσεις που μια μητρική επιχείρηση ή μια εταιρεία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ), εγκατεστημένη σε κράτος μέλος και με θυγατρικό ίδρυμα ή σημαντικό υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, έχει επίσης ένα ή περισσότερα θυγατρικά ιδρύματα σε τρίτες χώρες, με τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών όπου είναι εγκατεστημένα αυτά τα θυγατρικά ιδρύματα·

δ)

σε περιπτώσεις που ένα ίδρυμα με θυγατρικό ίδρυμα ή σημαντικό υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος έχει ένα ή περισσότερα υποκαταστήματα σε μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, με τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών όπου είναι εγκατεστημένα αυτά τα υποκαταστήματα.

Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο δεν προβλέπονται όσον αφορά συγκεκριμένα ιδρύματα. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν επιβάλλουν νομικές υποχρεώσεις στα κράτη μέλη.

3.   Το πλαίσιο ρυθμίσεων συνεργασίας, που αναφέρεται στην παράγραφο 2, καθορίζει διαδικασίες και ρυθμίσεις μεταξύ των αρχών που συμμετέχουν, με σκοπό την ανταλλαγή των απαιτούμενων πληροφοριών και τη συνεργασία κατά την εκτέλεση ορισμένων ή όλων των ακόλουθων καθηκόντων και την άσκηση ορισμένων ή όλων των ακόλουθων εξουσιών όσον αφορά τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως δ) ή τους ομίλους που περιλαμβάνουν τα εν λόγω ιδρύματα:

α)

κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 13 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

β)

εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των εν λόγω ιδρυμάτων και ομίλων, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

γ)

άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18 και οιεσδήποτε παρεμφερείς εξουσίες βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

δ)

εφαρμογή μέτρων έγκαιρης παρέμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 27 και με παρεμφερείς εξουσίες βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

ε)

εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης και άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών που μπορούν να ασκούνται από τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών.

4.   Οι αρμόδιες αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης, κατά περίπτωση, συνάπτουν μη δεσμευτικές ρυθμίσεις συνεργασίας, σύμφωνες με το πλαίσιο ρυθμίσεων που συνάπτει η ΕΑΤ με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη ή τις αρμόδιες αρχές τους να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις με τρίτες χώρες, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1093/2010.

5.   Οι ρυθμίσεις συνεργασίας που συνάπτονται μεταξύ των αρχών εξυγίανσης των κρατών μελών και των τρίτων χωρών, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορούν να περιέχουν διατάξεις που αφορούν τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης·

β)

τη διαβούλευση και τη συνεργασία για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των αρχών για την άσκηση των εξουσιών βάσει των άρθρων 94 και 96 και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

γ)

την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για την εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

δ)

την έγκαιρη προειδοποίηση των μερών της ρύθμισης συνεργασίας ή τη διαβούλευση μεταξύ τους, πριν από την ανάληψη κάθε σημαντικής δράσης βάσει της παρούσας οδηγίας ή του δικαίου της σχετικής τρίτης χώρας το οποίο διέπει το ίδρυμα ή τον όμιλο που αφορά η ρύθμιση·

ε)

τον συντονισμό της επικοινωνίας με το κοινό, σε περίπτωση κοινών δράσεων εξυγίανσης·

στ)

διαδικασίες και ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία βάσει των στοιχείων α) έως ε), οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, ανάλογα με την περίπτωση, τη σύσταση και τη λειτουργία ομάδων διαχείρισης κρίσεων.

6.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην ΕΑΤ οιεσδήποτε ρυθμίσεις συνεργασίας έχουν συνάψει οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 98

Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια υπουργεία να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων ανάκαμψης, με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι εν λόγω αρχές τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις και πρότυπα επαγγελματικού απορρήτου που θεωρούνται τουλάχιστον ισοδύναμα, κατά την άποψη όλων των εμπλεκόμενων αρμόδιων αρχών, με αυτά που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 84.

Στον βαθμό που η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά προσωπικά δεδομένα, ο χειρισμός και η διαβίβαση αυτών των προσωπικών δεδομένων σε αρχές τρίτων χωρών διέπονται από την εφαρμοστέα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων·

β)

οι πληροφορίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση, από τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, των καθηκόντων τους περί εξυγίανσης βάσει της εθνικής νομοθεσίας τα οποία είναι παρόμοια με εκείνα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και, με την επιφύλαξη του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου, δεν χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς.

2.   Όταν οι εμπιστευτικές πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια υπουργεία δεν γνωστοποιούν αυτές τις πληροφορίες στις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η σχετική αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προήλθαν οι πληροφορίες (η αρχή προέλευσης) συμφωνεί για την εν λόγω γνωστοποίηση·

β)

οι πληροφορίες γνωστοποιούνται μόνον για τις σκοπούς που επιτρέπονται από την αρχή προέλευσης.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές εφόσον υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 99

Ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοδοτικών ρυθμίσεων

Θεσπίζεται ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοδοτικών ρυθμίσεων το οποίο περιλαμβάνει:

α)

εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β)

τον δανεισμό μεταξύ των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 106·

γ)

την αλληλέγγυα χρήση των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων στην περίπτωση εξυγίανσης ομίλου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 107.

Άρθρο 100

Απαίτηση θέσπισης ρυθμίσεων χρηματοδότησης της εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη καθιερώνουν μία ή περισσότερες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των εργαλείων και άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων μπορεί να ενεργοποιηθεί από ορισθείσα δημόσια αρχή ή από αρχή στην οποία έχουν ανατεθεί εξουσίες δημόσιας διοίκησης.

Οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις χρησιμοποιούνται μόνον σύμφωνα με τους στόχους της εξυγίανσης και τις αρχές που καθορίζονται στα άρθρα 31 και 34.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν την ίδια διοικητική δομή όπως για τη χρηματοδοτική τους ρύθμιση για τους σκοπούς του συστήματός τους εγγύησης των καταθέσεών τους.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις διαθέτουν επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους.

4.   Για τον σκοπό που προβλέπεται στην παράγραφο 3, οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις διαθέτουν ιδίως:

α)

την εξουσία να συγκεντρώνουν συνεισφορές εκ των προτέρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 103, με προοπτική να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που αναφέρεται στο άρθρο 102,

β)

την εξουσία να συγκεντρώνουν έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 104, εφόσον οι συνεισφορές που καθορίζονται στο στοιχείο α) είναι ανεπαρκείς, και

γ)

την εξουσία να συνάπτουν δάνεια και να λαμβάνουν άλλες μορφές στήριξης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 105.

5.   Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 6, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τις εθνικές του χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μέσω ταμείου, η χρήση του οποίου μπορεί να ενεργοποιηθεί από την αρχή εξυγίανσής του, για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 101 παράγραφος 1.

6.   Παρά την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ένα κράτος μέλος, προκειμένου να τηρήσει τις υποχρεώσεις του βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, μπορεί να θεσπίσει την εθνική του χρηματοδοτική ρύθμιση μέσω υποχρεωτικών συνεισφορών από ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο έδαφός του· οι εν λόγω συνεισφορές βασίζονται στα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 103 παράγραφος 7 και δεν συγκεντρώνονται σε ταμείο ελεγχόμενο από την αρχή εξυγίανσής του, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι κατωτέρω όροι:

α)

το ποσό που συγκεντρώνεται από τις εισφορές είναι τουλάχιστον ίσο με το ποσό που χρειάζεται να συγκεντρωθεί κατά το άρθρου 102·

β)

η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους δικαιούται ποσό ίσο με το ποσό των συνεισφορών αυτών, το ποσό το οποίο το κράτος μέλος καθιστά αμέσως διαθέσιμο στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κατόπιν αιτήματός της, προς χρήση αποκλειστικά για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 101·

γ)

το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή του να χρησιμοποιήσει τη διακριτική του ευχέρεια να διαρθρώσει τη χρηματοδοτική του ρύθμιση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο·

δ)

το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου τουλάχιστον ετησίως· και

ε)

εκτός ρητής αντίθετης πρόβλεψης στην παρούσα παράγραφο, οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των άρθρων 99 έως 102, του άρθρου 103 παράγραφοι 1 έως 4 και παράγραφος 6, και των άρθρων 104 έως 109.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102 μπορεί να περιλαμβάνουν υποχρεωτικές εισφορές από οιοδήποτε σύστημα υποχρεωτικών εισφορών που θεσπίζεται από ένα κράτος μέλος σε οιαδήποτε ημερομηνία μεταξύ της 17ης Ιουνίου 2010 και της 2ας Ιουλίου 2014 για ιδρύματα στο έδαφός του, ώστε να καλυφθούν οι δαπάνες που σχετίζονται με τον συστημικό κίνδυνο, την πτώχευση και την εξυγίανση ιδρυμάτων, υπό τον όρο ότι το εν λόγω κράτος μέλος συμμορφώνεται με τον παρόντα τίτλο VII. Οι εισφορές σε συστήματα εγγύησης των καταθέσεων δεν προσμετρώνται στο επίπεδο-στόχο των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης που ορίζεται στο άρθρο 102.

Άρθρο 101

Χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης

1.   Οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100 μπορούν να χρησιμοποιούνται από την αρχή εξυγίανσης αποκλειστικά και μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίος για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης, για τους εξής σκοπούς:

α)

να εγγυώνται τα περιουσιακά στοιχεία ή τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση, των θυγατρικών του, ενός μεταβατικού ιδρύματος ή ενός φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

β)

να παρέχουν δάνεια στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, στις θυγατρικές του, σε ένα μεταβατικό ίδρυμα ή σε έναν φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

γ)

να αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

δ)

να καταβάλλουν συνεισφορές σε μεταβατικό ίδρυμα και σε φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

ε)

να καταβάλλουν αποζημιώσεις στους μετόχους ή τους πιστωτές σύμφωνα με το άρθρο 75·

στ)

να καταβάλλουν συνεισφορά στο υπό εξυγίανση ίδρυμα αντί της απομείωσης ή μετατροπής υποχρεώσεων ορισμένων πιστωτών, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα και η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να εξαιρέσει ορισμένους πιστωτές από το πεδίο εφαρμογής της διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 3 έως 8·

ζ)

να δανείζουν σε άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε προαιρετική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 106·

η)

να επιλέγουν οποιονδήποτε συνδυασμό των δράσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ζ).

Οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μπορούν να χρησιμοποιούνται για την ανάληψη των δράσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο όσον αφορά τον αγοραστή στο πλαίσιο του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων.

2.   Η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης δεν χρησιμοποιείται άμεσα για την απορρόφηση των ζημιών ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή για την ανακεφαλαιοποίηση του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας. Σε περίπτωση που η χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οδηγεί εμμέσως στη μεταφορά μέρους των ζημιών ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 στη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης, ισχύουν οι αρχές που διέπουν τη χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 44.

Άρθρο 102

Επίπεδο-στόχος

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των χρηματοδοτικών τους ρυθμίσεων ανέρχονται τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν επίπεδα-στόχους άνω του ποσού αυτού.

2.   Κατά την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι συνεισφορές στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 103, κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου καθώς και του αντικτύπου προ-κυκλικών συνεισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των συνεισφερόντων ιδρυμάτων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την αρχική χρονική περίοδο κατά τέσσερα έτη το πολύ, εάν οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις έχουν προβεί σε σωρευτικές εκταμιεύσεις που υπερβαίνουν το 0,5 % των καλυπτόμενων καταθέσεων του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους οι οποίες είναι εγγυημένες βάσει της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

3.   Εάν, μετά την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα είναι κατώτερα του επιπέδου-στόχου που καθορίζεται στην εν λόγω παράγραφο, οι τακτικές συνεισφορές οι οποίες συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 103 συνεχίζονται μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος. Μετά την επίτευξη του επιπέδου-στόχου για πρώτη φορά και εάν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα έχουν μετέπειτα μειωθεί σε λιγότερο από δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου, οι εν λόγω συνεισφορές καθορίζονται σε ύψος που επιτρέπει την επίτευξη του επιπέδου-στόχου εντός έξι ετών.

Κατά τον καθορισμό των ετήσιων συνεισφορών στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, η τακτική συνεισφορά λαμβάνει δεόντως υπόψη τη φάση του οικονομικού κύκλου και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των προ-κυκλικών συνεισφορών.

4.   Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έως την 31η Οκτωβρίου 2016 έκθεση με συστάσεις όσον αφορά το κατάλληλο σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του επιπέδου-στόχου των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης, και ειδικότερα κατά πόσον το σύνολο των υποχρεώσεων αποτελεί καταλληλότερη βάση απ’ ό,τι οι καλυπτόμενες καταθέσεις.

5.   Βάσει των αποτελεσμάτων της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η Επιτροπή, εφόσον χρειάζεται, υποβάλλει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο νομοθετική πρόταση για το επίπεδο-στόχο των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης.

Άρθρο 103

Συνεισφορές εκ των προτέρων

1.   Προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συνεισφορές καταβάλλονται τουλάχιστον άπαξ ετησίως από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ένωση.

2.   Η συνεισφορά κάθε ιδρύματος καθορίζεται κατ’ αναλογία προς το ποσό των υποχρεώσεών του (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις, σε σύγκριση με τις συνολικές υποχρεώσεις (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του κράτους μέλους.

Οι συνεισφορές αυτές προσαρμόζονται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, σύμφωνα με τα κριτήρια που εγκρίνονται βάσει της παραγράφου 7.

3.   Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102, μπορεί να περιλαμβάνουν αμετάκλητες αναλήψεις υποχρεώσεων πληρωμής οι οποίες καλύπτονται πλήρως από εξασφαλίσεις με περιουσιακά στοιχεία χαμηλού κινδύνου που δεν βαρύνονται από τυχόν δικαιώματα τρίτων μερών, βρίσκονται στην απόλυτη διάθεση των αρχών εξυγίανσης και προορίζονται για αποκλειστική χρήση από τις αρχές εξυγίανσης, για τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 101 παράγραφος 1. Το μερίδιο των ανέκκλητων αναλήψεων υποχρεώσεων πληρωμής δεν υπερβαίνει το 30 % του συνολικού ποσού των συνεισφορών που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η υποχρέωση εξόφλησης των συνεισφορών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο είναι εκτελεστή βάσει της εθνικής νομοθεσίας και ότι οι οφειλόμενες συνεισφορές εξοφλούνται πλήρως.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλη υποχρεωτική λογιστική, υποβολή εκθέσεων και άλλες υποχρεώσεις προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη εξόφληση των οφειλόμενων συνεισφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης τη λήψη μέτρων για την κατάλληλη επαλήθευση της ορθής εξόφλησης των συνεισφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη λήψη μέτρων για την πρόληψη της διαφυγής, της αποφυγής και της κατάχρησης.

5.   Τα ποσά που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 101 παράγραφος 1.

6.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 37, 38, 40, 41 και 42, τα ποσά που εισπράττονται από το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή το μεταβατικό ίδρυμα, οι τόκοι και άλλα κέρδη επί των επενδύσεων και οιαδήποτε άλλα κέρδη μπορούν να είναι προς όφελος των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να εξειδικεύσει την έννοια της προσαρμογής των συνεισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη σωρευτικά τα εξής:

α)

την έκθεση του ιδρύματος σε κινδύνους, συμπεριλαμβανομένης της σπουδαιότητας των εμπορικών του δραστηριοτήτων, των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων και του βαθμού μόχλευσής του·

β)

τη σταθερότητα και την ποικιλία των πηγών χρηματοδότησης της εταιρείας και τα μη βαρυνόμενα περιουσιακά στοιχεία υψηλής ρευστότητας·

γ)

τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος·

δ)

την πιθανότητα να τεθεί το ίδρυμα υπό καθεστώς εξυγίανσης·

ε)

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είχε επωφεληθεί στο παρελθόν από έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη·

στ)

την πολυπλοκότητα της δομής του ιδρύματος και τη δυνατότητα εξυγίανσής του·

ζ)

τη σημασία του ιδρύματος για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της οικονομίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ή της Ένωσης·

η)

κατά πόσον το ίδρυμα είναι μέρος ενός ΘΣΠ.

8.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να εξειδικεύσει:

α)

τις υποχρεώσεις καταχώρισης, λογιστικής, υποβολής εκθέσεων και τις λοιπές υποχρεώσεις που αναφέρονται την παράγραφο 4 ώστε να διασφαλίσει ότι οι συνεισφορές όντως καταβάλλονται·

β)

τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 προκειμένου να διασφαλιστεί κατάλληλη επαλήθευση της ορθής εξόφλησης των συνεισφορών.

Άρθρο 104

Έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων

1.   Σε περίπτωση που τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι συγκεντρώνονται έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, προκειμένου να καλύπτονται τα επιπλέον ποσά. Οι εν λόγω έκτακτες εκ των υστέρων συνεισφορές κατανέμονται μεταξύ των ιδρυμάτων σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο άρθρο 103 παράγραφος 2.

Οι έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων δεν υπερβαίνουν το τριπλάσιο του ετήσιου ποσού των συνεισφορών το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 103.

2.   Για τις συνεισφορές που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται το άρθρο 103 παράγραφοι 4 έως 8.

3.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να χορηγήσει σε ίδρυμα συνολική ή μερική απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής εκ των υστέρων συνεισφοράς προς τον χρηματοδοτικό μηχανισμό εξυγίανσης, αν οι εισφορές θα έθεταν σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα του ιδρύματος. Η απαλλαγή αυτή δεν χορηγείται για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, αλλά μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του ιδρύματος. Οι απαλλαχθείσες δυνάμει της παρούσας παραγράφου συνεισφορές καταβάλλονται όταν η πληρωμή δεν θέτει πια σε κίνδυνο τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα του ιδρύματος.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 115 για τον καθορισμό των περιστάσεων και προϋποθέσεων υπό τις οποίες ένα ίδρυμα μπορεί να απαλλάσσεται προσωρινά από τις εκ των υστέρων εισφορές κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 105

Εναλλακτικά χρηματοδοτικά μέσα

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους δύνανται να συνάπτουν δάνεια ή να λαμβάνουν άλλους τύπους στήριξης από ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη, σε περίπτωση που τα ποσά που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 103 δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, και δεν υπάρχει αμέσως πρόσβαση στις έκτακτες εκ των υστέρων συνεισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 104 ή οι συνεισφορές αυτές δεν επαρκούν.

Άρθρο 106

Δανεισμός μεταξύ χρηματοδοτικών ρυθμίσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους μπορούν να υποβάλλουν αίτημα να δανείζονται από άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εντός της Ένωσης, σε περίπτωση που:

α)

τα ποσά που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 103 δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων·

β)

δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση στις έκτακτες εκ των υστέρων εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 104· και

γ)

δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση στα εναλλακτικά χρηματοδοτικά μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 105 υπό εύλογους όρους.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους έχουν την εξουσία να δανείζουν σε άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εντός της Ένωσης στις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Μετά από αίτημα στο πλαίσιο της παραγράφου 1, εκάστη εκ των άλλων χρηματοδοτικών ρυθμίσεων στην Ένωση αποφασίζει εάν θα δανείσει στη χρηματοδοτική ρύθμιση που έχει υποβάλει την αίτηση. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η απόφαση αυτή να λαμβάνεται μετά από διαβούλευση με το αρμόδιο υπουργείο ή κυβέρνηση ή με τη συγκατάθεσή τους. Η απόφαση λαμβάνεται με τη δέουσα ταχύτητα.

4.   Το επιτόκιο, η περίοδος εξόφλησης και άλλοι όροι και προϋποθέσεις των δανείων θα συμφωνηθούν μεταξύ της δανειοδοτούμενης χρηματοδοτικής ρύθμισης και των άλλων χρηματοδοτικών ρυθμίσεων που αποφάσισαν να συμμετάσχουν. Τα δάνεια εκάστης συμμετέχουσας χρηματοδοτικής ρύθμισης θα έχουν το ίδιο επιτόκιο, περίοδο εξόφλησης και υπόλοιπους όρους και προϋποθέσεις, εκτός εάν συμφωνήσουν διαφορετικά όλες οι συμμετέχουσες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις.

5.   Το ποσό που χορηγείται από εκάστη συμμετέχουσα χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης καθορίζεται κατ’ αναλογία προς το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων στο κράτος μέλος της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, σε σύγκριση με το συνολικό ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων στα κράτη μέλη των συμμετεχουσών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης. Οι εν λόγω συντελεστές συνεισφοράς μπορούν να ποικίλλουν κατόπιν συμφωνίας όλων των συμμετεχουσών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.

6.   Τα ανεξόφλητα δάνεια μιας χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου θεωρούνται ως περιουσιακό στοιχείο της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης που παρέσχε το δάνειο και μπορούν να συνυπολογίζονται στο επίπεδο-στόχο της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης.

Άρθρο 107

Αλληλέγγυα χρήση των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων σε περίπτωση εξυγίανσης ομίλου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση εξυγίανσης ενός ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 91 ή στο άρθρο 92, η εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση καθενός από τα ιδρύματα τα οποία αποτελούν μέρος ενός ομίλου, συμμετέχει στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ύστερα από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης των ιδρυμάτων που αποτελούν μέρος του ομίλου, προτείνει, εάν είναι αναγκαίο πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ένα σχέδιο χρηματοδότησης ως μέρος του μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου που προβλέπεται στα άρθρα 91 και 92.

Το σχέδιο χρηματοδότησης συμφωνείται βάσει της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που ορίζεται στα άρθρα 91 και 92.

3.   Το σχέδιο χρηματοδότησης περιλαμβάνει:

α)

αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 36 όσον αφορά τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου·

β)

τις ζημίες που αναγνωρίζονται από κάθε επηρεαζόμενη οντότητα του ομίλου κατά τον χρόνο εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης·

γ)

για καθεμία από τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου, τις ζημίες που θα υποστεί κάθε κατηγορία μετόχων και πιστωτών·

δ)

τις τυχόν συνεισφορές που θα πρέπει να καταβάλουν τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 1·

ε)

τη συνολική συνεισφορά των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης, καθώς και τον σκοπό και τη μορφή της συνεισφοράς·

στ)

τη βάση υπολογισμού του ποσού το οποίο οφείλει να συνεισφέρει καθεμία από τις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου, προκειμένου να συγκεντρωθεί η συνολική συνεισφορά που αναφέρεται στο στοιχείο ε)·

ζ)

το ποσό το οποίο οφείλει η συνεισφέρει η εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση κάθε επηρεαζόμενης οντότητας του ομίλου στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου καθώς και τη μορφή των συνεισφορών αυτών·

η)

το ύψος των δανείων τα οποία θα συνάψουν οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου με ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα και άλλα τρίτα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 105·

θ)

ένα χρονικό πλαίσιο για τη χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου, το οποίο πρέπει να μπορεί να παραταθεί αν παραστεί ανάγκη.

4.   Η βάση με την οποία κατανέμεται η συνεισφορά που αναφέρεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 3 συνάδει προς την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και προς τις αρχές που ορίζονται στο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχείο στ), εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά στο σχέδιο χρηματοδότησης.

5.   Εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά στο σχέδιο χρηματοδότησης, η βάση υπολογισμού της συνεισφοράς κάθε εθνικής χρηματοδοτικής ρύθμισης λαμβάνει ιδίως υπόψη τα εξής:

α)

το ποσοστό των σταθμισμένων βάσει κινδύνου περιουσιακών στοιχείων του ομίλου τα οποία κατέχουν τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης·

β)

το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου τα οποία κατέχουν τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης·

γ)

το ποσοστό των ζημιών, στις οποίες οφείλεται η ανάγκη εξυγίανσης του ομίλου, που προέκυψαν σε οντότητες του ομίλου εποπτευόμενες από τις αρμόδιες αρχές στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης· και

δ)

το ποσοστό των πόρων των ρυθμίσεων χρηματοδότησης του ομίλου οι οποίοι, σύμφωνα με το σχέδιο χρηματοδότησης, αναμένεται να χρησιμοποιηθούν προς άμεσο όφελος των οντοτήτων του ομίλου οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης.

6.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν εκ των προτέρων κανόνες και διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι κάθε εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση είναι σε θέση να καταβάλει αμέσως τη συνεισφορά της στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2.

7.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι επιτρέπεται στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε επίπεδο ομίλου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 105, να συνάπτουν δάνεια ή να λαμβάνουν άλλες μορφές στήριξης από ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους μπορούν να εγγυηθούν οποιοδήποτε δάνειο συνάπτεται από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε επίπεδο ομίλου, σύμφωνα με την παράγραφο 7.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οιοδήποτε προϊόν ή οφέλη που προκύπτουν από τη χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων σε επίπεδο ομίλου κατανέμονται στις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, ανάλογα με τις συνεισφορές τους στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 108

Κατάταξη των καταθέσεων στην πτωχευτική ιεραρχία

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στο εθνικό δίκαιο που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας:

α)

τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης που προβλέπεται για απαιτήσεις κοινών μη εξασφαλισμένων και μη προνομιούχων πιστωτών:

i)

το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ,

ii)

οι καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θα ήταν επιλέξιμες αν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εκτός Ένωσης που ανήκουν σε ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση, έχουν την ίδια σειρά κατάταξης με την κατάταξη που ορίζονται στο στοιχείο α)·

β)

τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης που προβλέπεται στο στοιχείο α):

i)

οι καλυπτόμενες καταθέσεις,

ii)

το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των καλυπτόμενων καταθετών σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

Άρθρο 109

Χρήση συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων στο πλαίσιο της εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης και εφόσον η εν λόγω δράση εξασφαλίζει ότι οι καταθέτες συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει το ίδρυμα ευθύνεται:

α)

όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, για το ποσό που θα απομειωνόταν για τις καλυπτόμενες καταθέσεις προκειμένου να απορροφηθούν οι ζημίες του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α), εάν οι καλυπτόμενες καταθέσεις είχαν περιληφθεί στο πεδίο εφαρμογής της διάσωσης με ίδια μέσα και είχαν απομειωθεί στον ίδιο βαθμό όπως οι πιστωτές με το ίδιο επίπεδο προτεραιότητας βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας· ή

β)

όταν χρησιμοποιούνται ένα ή περισσότερα εργαλεία εκτός της διάσωσης με ίδια μέσα, για το ύψος των ζημιών που θα υφίσταντο οι καλυπτόμενοι καταθέτες, εάν οι καλυπτόμενοι καταθέτες υφίσταντο ζημίες ανάλογες των ζημιών που υφίστανται οι πιστωτές με το ίδιο επίπεδο προτεραιότητας βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δεν υπερβαίνει το ύψος των ζημιών που θα χρειαζόταν να υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων δεν υποχρεούται να συμβάλει στο κόστος της ανακεφαλαιοποίησης του ιδρύματος ή του μεταβατικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο β).

Όταν έχει προσδιοριστεί με αποτίμηση βάσει του άρθρου 74 ότι η συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων στην εξυγίανση ήταν μεγαλύτερη από τις καθαρές ζημίες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 75.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο προσδιορισμός του ποσού για το οποίο ευθύνεται το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, σύμφωνα την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, πληροί τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 36.

3.   Η συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων για τον σκοπό της παραγράφου 1 καταβάλλεται σε μετρητά.

4.   Εάν οι επιλέξιμες καταθέσεις σε ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα μέσω του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος, οι καταθέτες δεν έχουν καμία απαίτηση δυνάμει της οδηγίας 2014/49/ΕΕ κατά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων όσον αφορά οποιοδήποτε μέρος των καταθέσεών τους στο ίδρυμα υπό εξυγίανση που δεν μεταβιβάζονται, εφόσον το ύψος των χρηματικών ποσών που μεταβιβάζονται είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το συνολικό επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

5.   Παρά τις παραγράφους 1 έως 4, εάν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα συστήματος εγγύησης των καταθέσεων χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με αυτές και κατόπιν τούτου μειωθούν σε λιγότερο από δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, οι τακτικές συνεισφορές στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων καθορίζονται σε ύψος που επιτρέπει την επίτευξη του επιπέδου-στόχου εντός έξι ετών.

Σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δεν υπερβαίνει ποσό ίσο προς το 50 % του επιπέδου-στόχου βάσει του άρθρου 10 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ. Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του εθνικού τραπεζικού τομέα τους, να καθορίσουν ποσοστό ανώτερο του 50 %.

Υπό οιασδήποτε συνθήκες, η συμμετοχή του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας δεν υπερβαίνει τις απώλειες που θα είχε υποστεί σε περίπτωση εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 110

Διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας, και λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να μη θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο, κοινοποιούν στην Επιτροπή τις σχετικές διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο εφαρμόζονται σε ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα και μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης, σε περίπτωση παράβασης μπορούν να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, στα μέλη του διοικητικού οργάνου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση βάσει του εθνικού δικαίου.

3.   Οι εξουσίες για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ανατίθεται στις αρχές εξυγίανσης ή, αν πρόκειται για διαφορετικές αρχές, στις αρμόδιες αρχές, ανάλογα με το είδος της παράβασης. Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους. Κατά την άσκηση των εξουσιών επιβολής διοικητικών κυρώσεων, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις ή τα λοιπά μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, και συντονίζουν τις ενέργειές τους όταν ασχολούνται με διασυνοριακές υποθέσεις.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εξουσίες επιβολής διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και την εθνική νομοθεσία με οποιονδήποτε από τους κατωτέρω τρόπους:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές·

γ)

υπό την ευθύνη τους, με ανάθεση καθηκόντων σε άλλες αρχές·

δ)

με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Άρθρο 111

Ειδικές διατάξεις

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι προβλέπονται κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα στους νόμους, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις τους, τουλάχιστον όσον αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

δεν έχουν καταρτιστεί, δεν διατηρούνται ούτε επικαιροποιούνται τα σχέδια ανάκαμψης ή τα σχέδια εξυγίανσης του ομίλου, κατά παράβαση του άρθρου 5 ή 7·

β)

δεν έχει κοινοποιηθεί στην αρμόδια αρχή η πρόθεση να παρασχεθεί χρηματοοικονομική στήριξη στον όμιλο, κατά παράβαση του άρθρου 25·

γ)

δεν έχουν παρασχεθεί όλες οι αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, κατά παράβαση του άρθρου 11·

δ)

το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) δεν έχει κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή το γεγονός ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, κατά παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα που μπορούν να ισχύσουν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα, χρηματοοικονομικό ίδρυμα, μητρική επιχείρηση της Ένωσης ή άλλο νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης·

β)

διαταγή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψή της στο μέλλον·

γ)

προσωρινή απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή άλλου φυσικού προσώπου, που θεωρείται υπαίτιο, να ασκεί διοικητικά καθήκοντα σε ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

δ)

σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα μέχρι και 10 % του συνολικού ετήσιου καθαρού ύψους του κύκλου εργασιών του εν λόγω νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη χρήση. Σε περίπτωση νομικού προσώπου που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός κύκλος εργασιών είναι ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από τους ενοποιημένους λογαριασμούς της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση·

ε)

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα μέχρι και 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 2 Ιουλίου 2014·

στ)

διοικητικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος είναι μετρήσιμο.

Άρθρο 112

Δημοσιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν, στον επίσημο ιστότοπό τους, τουλάχιστον τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων οι οποίες μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την παρούσα οδηγία, όταν οι εν λόγω κυρώσεις δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ή όταν έχουν εξαντληθεί τα σχετικά δικαιώματα προσφυγής. Η δημοσίευση γίνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ενημέρωση του φυσικού ή νομικού προσώπου για την κύρωση αυτή, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση.

Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση κυρώσεων εναντίον των οποίων εκκρεμεί προσφυγή, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον επίσημο ιστότοπό τους, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν σε ανώνυμη βάση τις κυρώσεις που επιβάλλουν, κατά τρόπο που συμμορφώνεται με την εθνική νομοθεσία, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη σύμφωνα με υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση της αναλογικότητας της εν λόγω δημοσιοποίησης·

β)

όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη ποινική έρευνα·

γ)

όταν η δημοσιοποίηση θα μπορούσε να προκαλέσει, στον βαθμό που είναι δυνατόν να καθοριστεί, δυσανάλογη ζημία στα ιδρύματα ή στις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή στα εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα.

Εναλλακτικά, στις περιπτώσεις αυτές, η δημοσιοποίηση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι για ανώνυμη δημοσιοποίηση.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσιοποίηση κατά το παρόν άρθρο θα παραμείνει στον επίσημο ιστότοπό τους για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσιοποίηση διατηρούνται στον επίσημο ιστότοπο της αρχής εξυγίανσης ή της αρμόδιας αρχής μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί προστασίας δεδομένων.

4.   Έως τις 3 Ιουλίου 2016, η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τη δημοσιοποίηση των κυρώσεων από τα κράτη μέλη σε ανώνυμη βάση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, και ιδίως όταν έχουν διαπιστωθεί σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών εν προκειμένω. Η εν λόγω έκθεση καλύπτει οποιεσδήποτε σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη διάρκεια της δημοσιοποίησης των κυρώσεων σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία των κρατών μελών περί δημοσιοποίησης των κυρώσεων.

Άρθρο 113

Διατήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την ΕΑΤ

1.   Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων περί επαγγελματικού απορρήτου όπως αναφέρεται στο άρθρο 84, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν δυνάμει του άρθρου 111 και σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους. Η ΕΑΤ διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων για τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις αρχές εξυγίανσης· μόνο οι αρχές εξυγίανσης έχουν πρόσβαση σε αυτή την κεντρική βάση δεδομένων, η οποία επικαιροποιείται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρχές εξυγίανσης. Η ΕΑΤ διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων για τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγής πληροφοριών ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές· μόνο οι αρμόδιες αρχές έχουν πρόσβαση σε αυτή την κεντρική βάση δεδομένων, η οποία επικαιροποιείται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

2.   Η ΕΑΤ διατηρεί ιστοσελίδα με συνδέσμους προς τη δημοσιοποίηση των κυρώσεων εκ μέρους κάθε αρχής εξυγίανσης και κάθε αρμόδιας αρχής δυνάμει του άρθρου 112 και αναφέρει τη χρονική περίοδο για την οποία κάθε κράτος μέλος δημοσιοποιεί τις κυρώσεις.

Άρθρο 114

Αποτελεσματική εφαρμογή των κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά περίπτωση:

α)

η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)

ο βαθμός ευθύνης του οικείου φυσικού ή νομικού προσώπου·

γ)

η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, παραδείγματος χάριν όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου·

δ)

το ποσό των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·

ε)

οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·

στ)

ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης·

ζ)

προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·

η)

οιεσδήποτε ενδεχόμενες συστημικές συνέπειες της παράβασης.

ΤΙΤΛΟΣ IX

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ

Άρθρο 115

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 44 παράγραφος 11, στο άρθρο 76 παράγραφος 4, στο άρθρο 103 παράγραφοι 7 και 8 και στο άρθρο 104 παράγραφος 4 ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστη διάρκεια από τις 2 Ιουλίου 2014.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 44 παράγραφος 11, στο άρθρο 76 παράγραφος 4, στο άρθρο 103 παράγραφοι 7 και 8, και στο άρθρο 104 παράγραφος 4 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσιών που προσδιορίζονται στην απόφαση αυτή. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 44 παράγραφος 11, το άρθρο 76 παράγραφος 4, το άρθρο 103 παράγραφοι 7 και 8, ή το άρθρο 104 παράγραφος 4 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν διατυπώνεται αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη αυτής της περιόδου, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή ότι δεν θα εγείρουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

6.   Η Επιτροπή δεν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σε περίπτωση που, λόγω διακοπής των εργασιών, ο χρόνος ενδελεχούς εξέτασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει μειωθεί κάτω των πέντε μηνών, περιλαμβανομένης τυχόν παράτασης.

ΤΙΤΛΟΣ X

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ 82/891/ΕΟΚ, 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ ΚΑΙ 2013/36/ΕΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 1093/2010 ΚΑΙ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 648/2012

Άρθρο 116

Τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ

Στο άρθρο 1 της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Εφαρμόζεται το άρθρο 1 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2011/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36).

Άρθρο 117

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/24/ΕΚ

Η οδηγία 2001/24/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στις επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37), και στα υποκαταστήματά τους που έχουν συσταθεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο έχουν την έδρα τους.

4.   Σε περίπτωση εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης και άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης που προβλέπονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (38), η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, επιχειρήσεις και μητρικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Τα άρθρα 4 και 7 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται όταν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 83 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

6.   Το άρθρο 33 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζεται όταν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 84 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(37)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1)."

(38)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).»."

2)

Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

—   “κράτος μέλος προέλευσης”: το κράτος μέλος προέλευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 43) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

—   “κράτος μέλος υποδοχής”: το κράτος μέλος υποδοχής, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

—   “υποκατάστημα”: το υποκατάστημα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

—   “αρμόδια αρχή”: η αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή η αρχή εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, σε σχέση με τα μέτρα αναδιοργάνωσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας,

—   “διαχειριστής”: πρόσωπο ή όργανο, διοριζόμενο από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση μέτρων αναδιοργάνωσης,

—   “διοικητικές ή δικαστικές αρχές”: οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών μελών οι αρμόδιες για τα μέτρα αναδιοργάνωσης ή για τις διαδικασίες εκκαθάρισης,

—   “μέτρα αναδιοργάνωσης”: τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση ιδρύματος ή επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή μείωσης των απαιτήσεων· τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που προβλέπονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ,

—   “εκκαθαριστής”: κάθε πρόσωπο ή όργανο διοριζόμενο από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των διαδικασιών εκκαθάρισης,

—   “διαδικασίες εκκαθάρισης”: οι συλλογικές διαδικασίες τις οποίες κινούν και ελέγχουν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές κράτους μέλους με σκοπό τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων υπό την εποπτεία των αρχών αυτών, ακόμη και όταν η διαδικασία αυτή περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο,

—   “ρυθμιζόμενη αγορά”: ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (39),

—   “χρηματοοικονομικά μέσα”: χρηματοοικονομικό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 50) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(39)  Οδηγία (ΕΕ) αριθ. 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).»."

3)

Το άρθρο 25 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 25

Συμφωνίες συμψηφισμού

Με την επιφύλαξη των άρθρων 68 και 71 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι συμφωνίες συμψηφισμού διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση η οποία διέπει τα τις συμφωνίες αυτές.».

4)

Το άρθρο 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 26

Συμφωνίες επαναγοράς (repos)

Με την επιφύλαξη των άρθρων 68 και 71 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και με την επιφύλαξη του άρθρου 24 της παρούσας οδηγίας, οι συμφωνίες επαναγοράς διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση η οποία διέπει τις συμφωνίες αυτές.».

Άρθρο 118

Τροποποίηση της οδηγίας 2002/47/ΕΚ

Η οδηγία 2002/47/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Τα άρθρα 4 έως 7 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται σε οιονδήποτε περιορισμό της εκτέλεσης των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ή οιονδήποτε περιορισμό στα αποτελέσματα των συμφωνιών εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ρυθμίσεων εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close out netting) ή αμοιβαίου συμψηφισμού (set-off) που επιβάλλονται δυνάμει του Τίτλου IV κεφάλαιο V ή VI της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (40), ή οιονδήποτε παρόμοιο περιορισμό που επιβάλλεται δυνάμει παρεμφερών εξουσιών στο δίκαιο κράτους μέλους σκοπό τη διευκόλυνση της ομαλής εξυγίανσης οιασδήποτε οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) σημείο iv) και στο στοιχείο δ), και που υπόκειται σε διασφαλίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του Τίτλου IV κεφάλαιο VII της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(40)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).»."

2)

Το άρθρο 9α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9α

Οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ.».

Άρθρο 119

Τροποποίηση της οδηγίας 2004/25/ΕΚ

Στο άρθρο 4 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 5 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (41).

Άρθρο 120

Τροποποίηση της οδηγίας 2005/56/ΕΚ

Στο άρθρο 3 της οδηγίας 2005/56/ΕΟΚ, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στην εταιρεία ή τις εταιρείες οι οποίες υπόκεινται στη χρήση των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (42).

Άρθρο 121

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2007/36/ΕΚ

Η οδηγία 2007/36/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43).

(43)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).»."

2)

Στο άρθρο 5 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η γενική συνέλευση μπορεί, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των έγκυρων ψήφων, να αποφασίζει ή να τροποποιεί το καταστατικό ώστε να προβλέπει ότι, προκειμένου να αποφασίσει σχετικά με αύξηση κεφαλαίου, η γενική συνέλευση συγκαλείται σε μικρότερη προθεσμία από αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συνέλευση δεν λαμβάνει χώρα εντός δέκα ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της σύγκλησης, ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 27 ή 29 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και ότι η αύξηση κεφαλαίου είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθούν οι προϋποθέσεις εξυγίανσης που θεσπίζονται στα άρθρα 32 και 33 της εν λόγω οδηγίας.

6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 5, δεν εφαρμόζονται η υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να ορίσει ενιαία προθεσμία στο άρθρο 6 παράγραφος 3, η υποχρέωση να διασφαλίσει έγκαιρη διαθεσιμότητα αναθεωρημένης ημερήσιας διάταξης στο άρθρο 6 παράγραφος 4 και η υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να ορίσει ενιαία ημερομηνία καταγραφής στο άρθρο 7 παράγραφος 3.».

Άρθρο 122

Τροποποίηση της οδηγίας 2011/35/ΕΕ

Στο άρθρο 1 της οδηγίας 2011/35/ΕΕ, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στην εταιρεία ή τις εταιρείες οι οποίες υπόκεινται στη χρήση των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (44).

Άρθρο 123

Τροποποίηση της οδηγίας 2012/30/ΕΕ

Στο άρθρο 45 της οδηγίας 2012/30/ΕΕ προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το άρθρο 10, το άρθρο 19 παράγραφος 1, το άρθρο 29 παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 31 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, τα άρθρα 33 έως 36 και τα άρθρα 40, 41 και 42 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (45).

Άρθρο 124

Τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ

Στο άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η παράγραφος 4 διαγράφεται.

Άρθρο 125

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4, το σημείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2)   “αρμόδια αρχή”:

i)

η αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και κατά την έννοια των οδηγιών 2007/64/ΕΚ και 2009/110/ΕΚ·

ii)

όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, οι αρχές που είναι αρμόδιες να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των πιστωτικών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των οδηγιών αυτών·

iii)

όσον αφορά την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (46), η αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο 18) της εν λόγω οδηγίας·

iv)

όσον αφορά την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (47), η αρχή εξυγίανσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο 18 της εν λόγω οδηγίας.

(46)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149)."

(47)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).»."

2)

Στο άρθρο 40 παράγραφος 6, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της αρχής εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.».

Άρθρο 126

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Στο άρθρο 81 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ια)

των αρχών εξυγίανσης που ορίζονται βάσει του άρθρου 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (48).

ΤΙΤΛΟΣ XI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 127

Επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της ΕΑΤ

Η ΕΑΤ συγκροτεί, σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, μια μόνιμη εσωτερική επιτροπή για τον σκοπό της προπαρασκευής των αποφάσεων της ΕΑΤ που πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 44 του εν λόγω κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, όσον αφορά τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στις αρχές εξυγίανσης, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1039/2010, η ΕΑΤ διασφαλίζει ότι καμία από τις αναφερόμενες εκεί αποφάσεις δεν έρχεται με οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Η εν λόγω εσωτερική επιτροπή αποτελείται από τις αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 3 της παρούσας οδηγίας.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, η οποία συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ εξασφαλίζει διαρθρωτικό διαχωρισμό μεταξύ της επιτροπής εξυγίανσης και των λοιπών καθηκόντων στα οποία παραπέμπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η επιτροπή εξυγίανσης προωθεί την ανάπτυξη και τον συντονισμό των σχεδίων εξυγίανσης και αναπτύσσει μεθόδους για την εξυγίανση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης.

Άρθρο 128

Συνεργασία με την ΕΑΤ

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να επιτελέσει το έργο της σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 129

Επανεξέταση

Έως την 1η Ιουνίου 2018, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Προβαίνει σε εκτίμηση ιδίως:

α)

βάσει της έκθεσης της ΕΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 7, της ανάγκης για τυχόν τροποποιήσεις όσον αφορά την ελαχιστοποίηση των διαφορών σε εθνικό επίπεδο·

β)

βάσει της έκθεσης της ΕΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 19, της ανάγκης για τυχόν τροποποιήσεις όσον αφορά την ελαχιστοποίηση των διαφορών σε εθνικό επίπεδο·

γ)

της λειτουργίας και αποτελεσματικότητας του ρόλου που ανατίθεται στην ΕΑΤ δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της διαμεσολάβησης.

Εφόσον ενδείκνυται, η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.

Παρά την επανεξέταση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, έως τις 3 Ιουλίου 2017, η Επιτροπή επανεξετάζει ειδικά την εφαρμογή των άρθρων 13, 18 και 45 σε ό,τι αφορά τις εξουσίες της ΕΑΤ να προβαίνει σε δεσμευτική διαμεσολάβηση, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι μελλοντικές εξελίξεις της νομοθεσίας περί χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η έκθεση αυτή και, κατά περίπτωση, οι ενδεχόμενες συνοδευτικές προτάσεις διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 130

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν πάραυτα στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις που θεσπίζουν προκειμένου να συμμορφωθούν με τον τίτλο IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 από την 1η Ιανουαρίου 2016 το αργότερο.

2.   Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 131

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 124 τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2015.

Άρθρο 132

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 39 της 12.2.2013, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 44 της 15.2.2013, σ. 68.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2014.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(6)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 7.2.2012, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(11)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (βλέπε σελίδα 349 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(13)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (βλέπε σελίδα 149 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(14)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).

(15)  Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ιδρυμάτων (ΕΕ L 125 της 5.5.2001, σ. 15).

(16)  Οδηγία 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2012 περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 54 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιρειών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους (ΕΕ L 315 της 14.11.2012, σ. 74).

(17)  Οδηγία 2011/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για τις συγχωνεύσεις των ανωνύμων εταιρειών (ΕΕ L 110 της 29.4.2011, σ. 1).

(18)  Έκτη οδηγία 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1982, βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης για τη διάσπαση των ανωνύμων εταιρειών (ΕΕ L 378 της 31.12.1982, σ. 47).

(19)  Οδηγία 2005/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών (ΕΕ L 310 της 25.11.2005, σ. 1).

(20)  Οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12).

(21)  Οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων από μετόχους εισηγμένων εταιρειών (ΕΕ L 184 της 14.7.2007, σ. 17).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(24)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(26)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(27)  Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

(28)  Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22).

(29)  Σύσταση της Επιτροπής αριθ. 2003/361/ΕΚ, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(30)  Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.2001, σ. 16).

(31)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(32)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(33)  Οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1).

(34)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177 της 4.7.2008, σ. 6).

(35)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΜΗΜΑ Α

Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια ανάκαμψης

Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

1.

σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου και σύνοψη της συνολικής δυνατότητας ανάκαμψης·

2.

σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στο ίδρυμα από τότε που υπεβλήθη το πλέον πρόσφατο σχέδιο ανάκαμψης·

3.

σχέδιο επικοινωνίας και γνωστοποίησης, όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο σκοπεύει η επιχείρηση να διαχειριστεί κάθε ενδεχόμενη αρνητική αντίδραση της αγοράς·

4.

μια σειρά δράσεων σε επίπεδο κεφαλαίων και ρευστότητας οι οποίες απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος·

5.

εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου·

6.

λεπτομερή περιγραφή κάθε ουσιώδους εμποδίου στην αποτελεσματική και έγκαιρη εκτέλεση του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης του αντικτύπου στον υπόλοιπο όμιλο, στους πελάτες και στους αντισυμβαλλομένους·

7.

προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών·

8.

λεπτομερή περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των βασικών επιχειρηματικών τομέων, των εργασιών και των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος·

9.

λεπτομερή περιγραφή του τρόπου ενσωμάτωσης του σχεδίου ανάκαμψης στη δομή εταιρικής διακυβέρνησης του ιδρύματος, καθώς και των πολιτικών και διαδικασιών που διέπουν την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και τον προσδιορισμό των προσώπων στην επιχείρηση που είναι αρμόδια για την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου·

10.

ρυθμίσεις και μέτρα για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος·

11.

ρυθμίσεις και μέτρα για τη διασφάλιση ότι το ίδρυμα έχει επαρκή πρόσβαση σε έκτακτες πηγές χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών πηγών ρευστότητας, της εκτίμησης των διαθέσιμων εξασφαλίσεων και της εκτίμησης της πιθανότητας μεταβίβασης ρευστότητας μεταξύ των οντοτήτων του ομίλου και των επιχειρηματικών τομέων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μπορεί να συνεχίσει τη διεκπεραίωση των δραστηριοτήτων του και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, όταν καθίστανται απαιτητές·

12.

ρυθμίσεις και μέτρα για τον περιορισμό του κινδύνου και της μόχλευσης·

13.

ρυθμίσεις και μέτρα για την αναδιάρθρωση των υποχρεώσεων·

14.

ρυθμίσεις και μέτρα για την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών τομέων·

15.

ρυθμίσεις και μέτρα που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς πρόσβασης στις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών·

16.

ρυθμίσεις και μέτρα που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής και των υπηρεσιών πληροφορικής·

17.

προπαρασκευαστικές ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση της πώλησης περιουσιακών στοιχείων ή επιχειρηματικών τομέων, εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής ευρωστίας·

18.

άλλες δράσεις ή στρατηγικές διαχείρισης για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής ευρωστίας και εκτίμηση της αναμενόμενης χρηματοπιστωτικής επίπτωσης των εν λόγω δράσεων ή στρατηγικών·

19.

προπαρασκευαστικά μέτρα που έχει λάβει ή σκοπεύει να λάβει το ίδρυμα προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι αναγκαία για τη δυνατότητα έγκαιρης ανακεφαλαιοποίησης του ιδρύματος·

20.

πλαίσιο δεικτών που προσδιορίζει τα σημεία στα οποία είναι δυνατόν να αναληφθούν κατάλληλες δράσεις που αναφέρονται στο σχέδιο.

ΤΜΗΜΑ B

Πληροφορίες που μπορούν να ζητήσουν οι αρχές εξυγίανσης από τα ιδρύματα για τους σκοπούς της κατάρτισης και της διατήρησης σχεδίων ανάκαμψης

Για τους σκοπούς της κατάρτισης και της διατήρησης σχεδίων ανάκαμψης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από τα ιδρύματα να παρέχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

1.

λεπτομερή περιγραφή της οργανωτικής δομής του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου ενός καταλόγου όλων των νομικών προσώπων·

2.

στοιχεία του άμεσου κατόχου και του ποσοστού δικαιωμάτων ψήφου και δικαιωμάτων άνευ ψήφου κάθε νομικού προσώπου·

3.

τον τόπο εγκατάστασης, την περιοχή δικαιοδοσίας της ιδρυτικής πράξης, την αδειοδότηση και τη βασική διοίκηση κάθε νομικού προσώπου·

4.

καταγραφή των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των ουσιωδών περιουσιακών τους στοιχείων και υποχρεώσεων που σχετίζονται με τις εν λόγω λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς, αναφορικά με τα νομικά πρόσωπα·

5.

λεπτομερή περιγραφή των συστατικών μερών των υποχρεώσεων του ιδρύματος και όλων των νομικών του οντοτήτων, διαχωρίζοντας, τουλάχιστον, ανά τύπο και ποσό βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χρέους, τις εξασφαλισμένες, μη εξασφαλισμένες και μειωμένης εξασφάλισης υποχρεώσεις·

6.

λεπτομερή στοιχεία των υποχρεώσεων του ιδρύματος που αποτελούν επιλέξιμες υποχρεώσεις·

7.

εντοπισμό των διαδικασιών που απαιτούνται για να προσδιοριστεί σε ποιον έχει ενεχυριάσει εξασφάλιση το ίδρυμα, το άτομο που κατέχει την εξασφάλιση και τη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η εξασφάλιση·

8.

περιγραφή των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων του ιδρύματος και των νομικών του οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις βασικές του λειτουργίες και βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του·

9.

τις σημαντικές αντισταθμίσεις κινδύνου του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους σε νομικά πρόσωπα·

10.

στοιχεία των σημαντικότερων ή κρισιμότερης σημασίας αντισυμβαλλομένων του ιδρύματος, καθώς και ανάλυση της επίπτωσης της χρεωκοπίας των σημαντικότερων αντισυμβαλλομένων στη χρηματοπιστωτική κατάσταση του ιδρύματος·

11.

κάθε σύστημα στο οποίο το ίδρυμα διενεργεί σημαντικό αριθμό συναλλαγών, σε όγκο ή αξία, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

12.

κάθε σύστημα πληρωμής, εκκαθάρισης ή διακανονισμού στο οποίο είναι άμεσα ή έμμεσα μέλος το ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής του στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

13.

λεπτομερή κατάλογο και περιγραφή των βασικών πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τη διαχείριση κινδύνων, για τη λογιστική και για την υποβολή χρηματοοικονομικών και υποχρεωτικών εκθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

14.

στοιχεία των κατόχων των συστημάτων που προσδιορίζονται στο σημείο 13), τις συμφωνίες για το επίπεδο των υπηρεσιών που σχετίζονται με αυτά, και κάθε λογισμικό και συστήματα ή άδειες, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις νομικές οντότητες, τις βασικές δραστηριότητες και βασικότερους επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

15.

στοιχεία και καταγραφή των νομικών οντοτήτων, καθώς και των διασυνδέσεων και αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των διαφόρων νομικών προσώπων, όπως:

προσωπικό, εγκαταστάσεις και συστήματα κοινά ή κοινής χρήσης,

ρυθμίσεις κεφαλαίου, χρηματοδότησης ή ρευστότητας,

υφιστάμενα ή ενδεχόμενα πιστωτικά ανοίγματα,

συμφωνίες διασταυρούμενων εγγυήσεων, ρυθμίσεις διασταυρούμενων εξασφαλίσεων, διατάξεις σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης και συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών,

μεταφορές κινδύνων και ρυθμίσεις συναλλαγών αντιστήριξης· συμφωνίες για το επίπεδο υπηρεσιών,

16.

την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης για κάθε νομικό πρόσωπο·

17.

το μέλος του διοικητικού οργάνου που είναι αρμόδιο για την παροχή πληροφοριών οι οποίες είναι απαραίτητες για την προετοιμασία του σχεδίου εξυγίανσης του ιδρύματος, καθώς και τα αρμόδια πρόσωπα, εφόσον είναι διαφορετικά, για τα διάφορα νομικά πρόσωπα, κρίσιμες λειτουργίες και βασικούς επιχειρηματικούς τομείς·

18.

περιγραφή των ρυθμίσεων που προβλέπει το ίδρυμα για να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης θα διαθέτει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, όπως καθορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, για την εφαρμογή των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης·

19.

όλες τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ των ιδρυμάτων και των νομικών τους οντοτήτων και τρίτων μερών, των οποίων ενδέχεται η καταγγελία να ενεργοποιηθεί με την απόφαση των αρχών να εφαρμόσουν ένα εργαλείο εξυγίανσης, και κατά πόσον οι συνέπειες της καταγγελίας ενδέχεται να επηρεάσουν την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης·

20.

περιγραφή των πιθανών πηγών ρευστότητας για τη στήριξη της εξυγίανσης·

21.

πληροφορίες σχετικά με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ρευστά διαθέσιμα, δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου και πρακτικές εγγραφών στα βιβλία.

ΤΜΗΜΑ Γ

Ζητήματα που πρέπει να εξετάσει η αρχή εξυγίανσης κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου

Κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τα ακόλουθα στοιχεία.

Κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ομίλου, η αναφορά σε ίδρυμα θεωρείται ότι περιλαμβάνει οιοδήποτε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) ή δ) εντός του ομίλου.

1.

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είναι σε θέση να καταγράψει βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και κρίσιμες λειτουργίες σε νομικά πρόσωπα·

2.

τον βαθμό στον οποίο ευθυγραμμίζονται οι νομικές και εταιρικές δομές με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες·

3.

τον βαθμό στον οποίο προβλέπονται ρυθμίσεις για την παροχή απαραίτητου προσωπικού, υποδομών, χρηματοδότησης, ρευστότητας και κεφαλαίων για τη στήριξη και τη διατήρηση των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·

4.

τον βαθμό στον οποίο οι συμφωνίες παροχής υπηρεσιών που διατηρεί το ίδρυμα είναι πλήρως εκτελεστές σε περίπτωση εξυγίανσης του ιδρύματος ·

5.

τον βαθμό στον οποίο η δομή διακυβέρνησης του ιδρύματος επαρκεί για τη διαχείριση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος όσον αφορά τις συμφωνίες του για το επίπεδο υπηρεσιών·

6.

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα διαθέτει διαδικασία για τη μεταβίβαση των υπηρεσιών που παρέχονται βάσει συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών σε τρίτα μέρη, σε περίπτωση διαχωρισμού των κρίσιμων λειτουργιών ή βασικών επιχειρηματικών τομέων·

7.

τον βαθμό στον οποίο προβλέπονται σχέδια και μέτρα έκτακτης ανάγκης για να διασφαλιστεί η συνέχεια της πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού·

8.

την επάρκεια των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης για τη διασφάλιση ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να συγκεντρώσουν ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες, προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχεία λήψη αποφάσεων·

9.

τη δυνατότητα των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την αποτελεσματική εξυγίανση του ιδρύματος ανά πάσα στιγμή, ακόμη και υπό ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες·

10.

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει υποβάλει σε δοκιμή τα πληροφοριακά του συστήματα διοίκησης σε σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης·

11.

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια των πληροφοριακών του συστημάτων διοίκησης, όσον αφορά τόσο το θιγόμενο ίδρυμα όσο και το νέο ίδρυμα, σε περίπτωση που οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς διαχωριστούν από τις υπόλοιπες λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς·

12.

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει καθιερώσει κατάλληλες διαδικασίες για τη διασφάλιση ότι παρέχει στις αρχές εξυγίανσης τις αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό των καταθετών και των ποσών που καλύπτονται από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων·

13.

σε περίπτωση που ο όμιλος χρησιμοποιεί ενδοομιλικές εγγυήσεις, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω εγγυήσεις παρέχονται σε συνθήκες αγοράς, και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω εγγυήσεις·

14.

σε περίπτωση που ο όμιλος προβαίνει σε συναλλαγές αντιστήριξης, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω συναλλαγές εκτελούνται σε συνθήκες αγοράς και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω συναλλακτικές πρακτικές·

15.

τον βαθμό στον οποίο η χρήση ενδοομιλικών εγγυήσεων ή η εγγραφή συναλλαγών αντιστήριξης αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο·

16.

τον βαθμό στον οποίο η νομική δομή του ομίλου καθιστά απαγορευτική τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης, λόγω του αριθμού των νομικών προσώπων, της πολυπλοκότητας της δομής του ομίλου ή της δυσκολίας ευθυγράμμισης των επιχειρηματικών τομέων με τις οντότητες του ομίλου·

17.

τον αριθμό και το είδος των επιλέξιμων υποχρεώσεων του ομίλου·

18.

σε περίπτωση που η εκτίμηση αφορά μεικτή εταιρεία συμμετοχών, τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση των οντοτήτων του ομίλου που είναι ιδρύματα ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου·

19.

την ύπαρξη και την αρτιότητα των συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών·

20.

κατά πόσον οι αρχές τρίτων χωρών διαθέτουν τα αναγκαία εργαλεία εξυγίανσης για να στηρίξουν τις δράσεις εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης στην Ένωση, καθώς και τη δυνατότητα συντονισμένης δράσης μεταξύ των αρχών της Ένωσης και των τρίτων χωρών·

21.

κατά πόσον είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των διαθέσιμων εργαλείων και της δομής του ιδρύματος·

22.

τον βαθμό στον οποίο η δομή του ομίλου παρέχει τη δυνατότητα στην αρχή εξυγίανσης να εξυγιάνει ολόκληρο τον όμιλο ή μία ή περισσότερες από τις οντότητες του ομίλου, χωρίς να προκαλέσει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία, και με προοπτική να μεγιστοποιήσει την αξία ολόκληρου του ομίλου·

23.

τις ρυθμίσεις και τα μέσα που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την εξυγίανση, στις περιπτώσεις ομίλων που έχουν θυγατρικές οι οποίες υπάγονται σε διαφορετικές δικαιοδοσίες·

24.

την αξιοπιστία της χρησιμοποίησης των εργαλείων εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στους πιστωτές, τους αντισυμβαλλομένους, τους πελάτες και τους εργαζομένους, καθώς και των ενδεχόμενων δράσεων τις οποίες μπορεί να αναλάβουν οι αρχές τρίτων χωρών·

25.

τον βαθμό στον οποίο μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως ο αντίκτυπος της εξυγίανσης του ιδρύματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών·

26.

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία·

27.

τον βαθμό στον οποίο, με την εφαρμογή των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης, μπορεί να περιοριστεί η μετάδοση σε άλλα ιδρύματα ή στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

28.

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού.


Top