EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32013R1258

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1258/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013 , για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004 περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

OJ L 330, 10.12.2013, p. 21–29 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2013/1258/oj

10.12.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 330/21


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1258/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 20ής Νοεμβρίου 2013

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004 περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 7 Ιανουαρίου 2010 η Επιτροπή εξέδωσε έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) όσον αφορά την εφαρμογή και τη λειτουργία της κοινοτικής νομοθεσίας για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του εμπορίου πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών.

(2)

Στην εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή συνέστησε περαιτέρω τρόπους ανάλυσης ώστε να ενισχυθεί ο έλεγχος της εμπορίας του οξικού ανυδρίτη, διαβαθμισμένης ουσίας της κατηγορίας 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού, με σκοπό την καλύτερη πρόληψη της εκτροπής του οξικού ανυδρίτη για την παράνομη παρασκευή ηρωίνης.

(3)

Στα συμπεράσματά του της 25ης Μαΐου 2010 σχετικά με τη λειτουργία και την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης για τις πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών, το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να προτείνει νομοθετικές τροποποιήσεις μετά την προσεκτική εκτίμηση των δυνητικών επιπτώσεών τους στις αρχές και τους οικονομικούς φορείς των κρατών μελών.

(4)

Ο παρών κανονισμός διευκρινίζει τον ορισμό της διαβαθμισμένης ουσίας: προς τον σκοπό αυτό, ο όρος «φαρμακευτικό παρασκεύασμα», που προέρχεται από τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών, η οποία εκδόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1988 στη Βιέννη («σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών»), διαγράφεται, δεδομένου ότι καλύπτεται ήδη από τον σχετικό όρο νομικών πράξεων της Ένωσης, δηλαδή «φάρμακο». Επιπλέον, ο όρος «άλλα παρασκευάσματα» διαγράφεται, δεδομένου ότι αλληλεπικαλύπτεται με τον όρο «μείγματα», που χρησιμοποιήθηκε ήδη στον εν λόγω ορισμό.

(5)

Ο ορισμός του όρου «χρήστης» θα πρέπει να εισαχθεί για τα πρόσωπα που κατέχουν ουσίες για σκοπούς διαφορετικούς από τη διάθεσή τους στην αγορά και θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα πρόσωπα που χρησιμοποιούν διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 1 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004 για σκοπούς διαφορετικούς από τη διάθεσή τους στην αγορά υποχρεούνται να διαθέτουν άδεια.

(6)

Θα πρέπει να θεσπιστούν περισσότερο λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την καταχώριση προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφοι όροι καταχώρισης σε όλα τα κράτη μέλη για τις διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004. Για τις ουσίες που έχουν διαβαθμιστεί σε μια νέα υποκατηγορία 2α του παραρτήματος I του εν λόγω κανονισμού, οι χρήστες θα πρέπει να υπόκεινται επίσης και σε υποχρέωση καταχώρισης.

(7)

Όταν προβλέπεται η καταβολή τέλους για την απόκτηση άδειας ή την καταχώριση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κατά την προσαρμογή του εν λόγω τέλους τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των μικροεπιχειρήσεων.

(8)

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να ενεργούν σε περιπτώσεις ύποπτων συναλλαγών που αφορούν μη διαβαθμισμένες ουσίες, ώστε να μπορούν να αντιδρούν ταχύτερα στις νέες τάσεις της παράνομης παρασκευής ναρκωτικών.

(9)

Θα πρέπει να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή βάση δεδομένων σχετικά με τις πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών («ευρωπαϊκή βάση δεδομένων») για να απλουστευθεί η υποβολή εκθέσεων από τα κράτη μέλη όσον αφορά τις κατασχέσεις και ανασχέσεις αποστολών, ει δυνατόν με συγκεντρωτικό και ανώνυμο τρόπο και με τον λιγότερο παρεμβατικό τρόπο όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο της τεχνολογίας για καλύτερη προστασία της ιδιωτικής ζωής και την αρχή περιορισμού των δεδομένων. Η ευρωπαϊκή βάση δεδομένων θα πρέπει επίσης να χρησιμεύσει ως ένα ευρωπαϊκό μητρώο επιχειρήσεων και χρηστών που κατέχουν άδεια ή έχουν καταχωριστεί, που θα διευκολύνει την επαλήθευση της νομιμότητας των εμπορικών συναλλαγών που αφορούν διαβαθμισμένες ουσίες, και θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες σχετικά με τις συναλλαγές τους που αφορούν διαβαθμισμένες ουσίες.

(10)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 273/2004, όπως τροποποιείται από τον παρόντα κανονισμό, προβλέπει την επεξεργασία πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με στόχο να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν τη διάθεση πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών στην αγορά και να προλαμβάνουν την εκτροπή των διαβαθμισμένων ουσιών. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να διενεργείται με τρόπο συμβατό προς τον σκοπό του εν λόγω κανονισμού και σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και, πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Ένωσης σχετικά με την ποιότητα των δεδομένων, την αναλογικότητα, τον περιορισμό του σκοπού και τα δικαιώματα στην πληροφόρηση, την πρόσβαση, τη διόρθωση δεδομένων, τη διαγραφή και τον αποκλεισμό, οργανωτικά και τεχνικά μέτρα και διεθνείς διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(11)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004, όπως τροποποιείται από τον παρόντα κανονισμό, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση και των εκτελεστικών πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με αυτόν, θα πρέπει να σέβεται το θεμελιώδες δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προβλέπεται από το άρθρο 8 της σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και τα δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, και το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται, αντίστοιχα, από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διεξάγεται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(12)

Ο οξικός ανυδρίτης, που είναι σήμερα διαβαθμισμένος στην κατηγορία 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004, θα πρέπει να συμπεριληφθεί στη νέα υποκατηγορία 2Α του παραρτήματος I αυτού ώστε να επιτραπεί αυξημένος έλεγχος της εμπορίας του. Οι υπόλοιπες ουσίες της κατηγορίας 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004 θα πρέπει να κατατάσσονται στην υποκατηγορία 2Β του παραρτήματος I αυτού.

(13)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 273/2004 παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να εφαρμόζει ορισμένες από τις διατάξεις του, η οποία πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (6).

(14)

Συνεπεία της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να εναρμονιστούν με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(15)

Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004, όπως τροποποιείται από τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τη διευκρίνιση των απαιτήσεων και των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της άδειας και την καταχώριση, για την κατάρτιση καταλόγου των επιχειρήσεων και των χρηστών που έχουν αποκτήσει άδεια ή έχουν καταχωριστεί στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων, για την απόκτηση και τη χρήση δηλώσεων πελάτη, για την τεκμηρίωση και την επισήμανση των μειγμάτων που περιλαμβάνουν διαβαθμισμένες ουσίες, για την παροχή πληροφοριών από τις επιχειρήσεις σχετικά με τις συναλλαγές διαβαθμισμένων ουσιών, για τις πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων παρακολούθησης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 273/2004 και για την τροποποίηση των παραρτημάτων. Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις θα πρέπει επίσης να προσδιορίζουν τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που μπορούν να υποβληθούν σε επεξεργασία από τα κράτη μέλη και τις επιχειρήσεις δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004, τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που μπορούν να αποθηκευτούν στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων και τις διασφαλίσεις όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(16)

Επίσης σημαντικό είναι η Επιτροπή να ζητεί τη γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων κατά την κατάρτιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(17)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Θα πρέπει να ακολουθείται η διαδικασία εξέτασης για την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων προκειμένου να καθορίζονται οι λεπτομέρειες του τρόπου με τον οποίο πρέπει να παρέχονται οι δηλώσεις πελάτη σε ηλεκτρονική μορφή και του τρόπου με τον οποίο πρέπει να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τις συναλλαγές των επιχειρήσεων που αφορούν διαβαθμισμένες ουσίες για τη συμπερίληψή τους σε μια ευρωπαϊκή βάση δεδομένων.

(18)

Ο παρών κανονισμός αποβλέπει στην ενίσχυση των κανόνων για την καταχώριση των επιχειρήσεων που διαθέτουν στην αγορά ή κατέχουν διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 273/2004, ιδίως οξικό ανυδρίτη, προκειμένου να αποτραπεί η εκτροπή των εν λόγω ουσιών στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών, και δεδομένου ότι οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, επειδή οι λαθρέμποροι επωφελούνται από τις διαφορές στην καταχώριση από τη μια χώρα στην άλλη και μεταφέρουν τις παράνομες δραστηριότητές τους εκεί όπου είναι ευκολότερο να εκτραπούν οι πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών, αλλά μπορεί, λόγω της κλίμακας ή των επιπτώσεων της προτεινόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα όρια για την επίτευξη του στόχου.

(19)

Ζητήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 18 Ιανουαρίου 2013 (8).

(20)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 273/2004 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 273/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής και στόχοι

O παρών κανονισμός θεσπίζει εναρμονισμένα μέτρα για τον ενδοκοινοτικό έλεγχο και την παρακολούθηση εντός της Ένωσης ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών με σκοπό την πρόληψη της διοχέτευσης των εν λόγω ουσιών.».

2)

Στο άρθρο 2:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

“α)   “διαβαθμισμένες ουσίες”: κάθε ουσία που περιέχεται στο παράρτημα I και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των μειγμάτων και των φυσικών προϊόντων που περιέχουν τέτοιες ουσίες, αλλά εξαιρουμένων των μειγμάτων και φυσικών προϊόντων που περιέχουν διαβαθμισμένες ουσίες συνδυασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε οι διαβαθμισμένες ουσίες να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα ή να εξαχθούν με εύχρηστα ή οικονομικά πρόσφορα μέσα, τα φαρμακευτικά προϊόντα όπως ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 2 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και τα κτηνιατρικά φάρμακα όπως ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 2 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10),

β)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)   “διάθεση στην αγορά”: κάθε είδους προμήθεια, έναντι αμοιβής ή δωρεάν, διαβαθμισμένων ουσιών στην Ένωση ή η αποθήκευση, παρασκευή, παραγωγή, επεξεργασία, εμπορία, διανομή ή μεσιτεία των εν λόγω ουσιών με σκοπό τη διάθεσή τους στην Ένωση·»,

γ)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«η)   “χρήστης”: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εκτός από επιχείρηση, που κατέχει μια διαβαθμισμένη ουσία και δραστηριοποιείται στη μεταποίηση, τυποποίηση, κατανάλωση, αποθήκευση, διατήρηση, κατεργασία, γέμισμα δοχείων, μεταφορά από το ένα δοχείο στο άλλο, ανάμειξη, μετατροπή ή οποιαδήποτε άλλη χρησιμοποίηση των διαβαθμισμένων ουσιών,

θ)   “φυσικό προϊόν”: οργανισμός ή μέρος αυτού, υπό οποιαδήποτε μορφή, ή οποιεσδήποτε ουσίες απαντούν στη φύση όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 39 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

3)

Στο άρθρο 3:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι επιχειρήσεις και οι χρήστες διαθέτουν άδεια που χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι προτού να έχουν τη δυνατότητα να κατέχουν ή να διαθέτουν στην αγορά διαβαθμισμένες ουσίες που υπάγονται στην κατηγορία 1 του παραρτήματος I. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν ειδικές άδειες στα φαρμακεία, κτηνιατρεία, σε ορισμένους τύπους δημόσιων υπηρεσιών ή στις ένοπλες δυνάμεις. Οι εν λόγω ειδικές άδειες ισχύουν μόνο για τη χρήση των διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 1 του παραρτήματος I στο πλαίσιο των επίσημων καθηκόντων των οικείων επιχειρήσεων.

3.   Κάθε επιχείρηση που διαθέτει άδεια όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου προμηθεύει διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 1 του παραρτήματος I μόνο σε επιχειρήσεις ή χρήστες που διαθέτουν επίσης άδεια και έχουν υπογράψει δήλωση πελάτη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 παράγραφος 1.»·

β)

οι παράγραφοι 5, 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, οι αρμόδιες αρχές μπορούν είτε να περιορίζουν την περίοδο ισχύος της άδειας σε τρία έτη κατ’ ανώτατο όριο ή να υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις και τους χρήστες να καταδεικνύουν κατά διαστήματα όχι μεγαλύτερα των τριών ετών ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια. Στην άδεια αναφέρεται η πράξη ή οι πράξεις για τις οποίες ισχύει, καθώς και οι διαβαθμισμένες ουσίες τις οποίες αφορά. Οι αρμόδιες αρχές, καταρχήν, χορηγούν ειδικές άδειες επ’ αόριστον, αλλά δύνανται να τις αναστέλλουν ή να τις ανακαλούν όταν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι ο κάτοχος δεν είναι πλέον κατάλληλος να κατέχει άδεια ή ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια δεν πληρούνται πλέον.

6.   Οι επιχειρήσεις καταχωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες πριν από τη διάθεση στην αγορά διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 2 του παραρτήματος I. Από την 1η Ιουλίου 2015 οι χρήστες καταχωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι πριν αποκτήσουν τη δυνατότητα κατοχής διαβαθμισμένων ουσιών της υποκατηγορίας 2Α του παραρτήματος I. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να χορηγούν ειδικές καταχωρίσεις σε φαρμακεία, κτηνιατρεία, ορισμένες κατηγορίες δημόσιων αρχών ή ένοπλες δυνάμεις. Οι εν λόγω ειδικές καταχωρίσεις θεωρείται ότι ισχύουν μόνο για τη χρήση των διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 2 του παραρτήματος I στο πλαίσιο των επίσημων καθηκόντων των οικείων επιχειρήσεων ή χρηστών.

6α.   Κάθε επιχείρηση που έχει καταχωριστεί προμηθεύει διαβαθμισμένες ουσίες της υποκατηγορίας 2Α του παραρτήματος I μόνο σε άλλες επιχειρήσεις ή χρήστες που έχουν επίσης καταχωριστεί και έχουν υπογράψει δήλωση πελάτη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

6β.   Οι αρμόδιες αρχές, κατά την εξέταση της δυνατότητας καταχώρισης, λαμβάνουν ιδίως υπόψη την ικανότητα και την ακεραιότητα του αιτούντος. Δεν χορηγούν καταχώριση εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που θέτουν σε αμφισβήτηση την καταλληλότητα και την αξιοπιστία του αιτούντος ή του υπαλλήλου που είναι υπεύθυνος για το εμπόριο διαβαθμισμένων ουσιών. Μπορούν να αναστέλλουν ή να ανακαλούν καταχώριση όταν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι ο κάτοχος δεν είναι πλέον κατάλληλος να είναι καταχωρισμένος ή ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες έγινε η καταχώριση δεν πληρούνται πλέον.

6γ.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ζητούν από τις επιχειρήσεις και τους χρήστες να καταβάλλουν τέλος για την αίτηση έκδοσης άδειας ή την αίτηση καταχώρισης.

Όταν προβλέπεται η καταβολή τέλους, οι αρμόδιες αρχές προσαρμόζουν το επίπεδο του τέλους αναλόγως του μεγέθους της επιχείρησης ή του χρήστη. Τα τέλη αυτά εισπράττονται κατά τρόπο που να μη δημιουργεί διακρίσεις και δεν υπερβαίνουν το κόστος εξέτασης της αίτησης.

7.   Οι αρμόδιες αρχές προσθέτουν τις επιχειρήσεις και τους χρήστες που έχουν λάβει την άδεια η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ή έχουν καταχωριστεί όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 13α.

8.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α όσον αφορά τις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις:

α)

για τη χορήγηση της άδειας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, των κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να παρασχεθούν·

β)

για την καταχώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, των κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να παρασχεθούν·

γ)

για την προσθήκη επιχειρήσεων και χρηστών που έχουν λάβει άδεια ή έχουν καταχωριστεί στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 13α, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

Οι κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δεν περιλαμβάνουν τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

4)

Στο άρθρο 4:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και των άρθρων 6 και 14, κάθε επιχειρηματίας που είναι εγκατεστημένος εντός της Ένωσης ο οποίος προμηθεύει πελάτη με διαβαθμισμένη ουσία των κατηγοριών 1 ή 2 του παραρτήματος I λαμβάνει δήλωση πελάτη η οποία αναφέρει τη συγκεκριμένη χρήση ή χρήσεις των διαβαθμισμένων ουσιών. Η επιχείρηση λαμβάνει χωριστή δήλωση για κάθε διαβαθμισμένη ουσία. Η εν λόγω δήλωση είναι σύμφωνη με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο σημείο 1 του παραρτήματος III. Στην περίπτωση νομικών προσώπων, η δήλωση γίνεται σε χαρτί με λογότυπο.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κάθε επιχείρηση που προμηθεύει διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 1 του παραρτήματος I θέτει τη σφραγίδα της και χρονοσήμαντρο επί αντιγράφου της δήλωσης πελάτη, ώστε να πιστοποιείται ότι αποτελεί ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου. Το εν λόγω αντίγραφο πρέπει να συνοδεύει πάντα τις ουσίες της κατηγορίας 1 κατά τη διακίνησή τους εντός της Ένωσης και πρέπει να παρουσιάζεται στις αρχές που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο του περιεχομένου των οχημάτων που τις μεταφέρουν, κατόπιν αιτήσεως.

4.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α σχετικά με τις απαιτήσεις και τους όρους για την απόκτηση και τη χρήση δηλώσεων πελάτη.».

5)

Στο άρθρο 5, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α σχετικά με τις απαιτήσεις και τους όρους για την τεκμηρίωση των μειγμάτων που περιέχουν τις διαβαθμισμένες ουσίες.».

6)

Στο άρθρο 7, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α σχετικά με τις απαιτήσεις και τους όρους για την επισήμανση των μειγμάτων που περιέχουν τις διαβαθμισμένες ουσίες.».

7)

Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Γνωστοποίηση στις αρμόδιες αρχές

1.   Οι επιχειρήσεις γνωστοποιούν αμέσως στις αρμόδιες αρχές κάθε περιστατικό, όπως ασυνήθεις παραγγελίες ή συναλλαγές διαβαθμισμένων ουσιών που πρόκειται να διατεθούν στην αγορά, οι οποίες δείχνουν ότι οι ουσίες αυτές μπορεί να εκτραπούν για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών. Για τον σκοπό αυτό, οι επιχειρήσεις παρέχουν κάθε διαθέσιμη πληροφορία που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν τη νομιμότητα της σχετικής παραγγελίας ή συναλλαγής.

2.   Οι επιχειρήσεις παρέχουν στις αρμόδιες αρχές σε συνοπτική μορφή σχετικές πληροφορίες σε περιληπτική μορφή όσον αφορά τις συναλλαγές τους με αντικείμενο διαβαθμισμένες ουσίες.

3.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α σχετικά με τις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις παροχής πληροφοριών εκ μέρους των επιχειρήσεων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται απαραίτητο, των κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τον σκοπό αυτό και των διασφαλίσεων όσον αφορά την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

4.   Οι επιχειρήσεις δεν γνωστοποιούν κανένα δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού σε άλλους εκτός από τις αρμόδιες αρχές.».

8)

Στο άρθρο 9, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή καταρτίζει και επικαιροποιεί κατευθυντήριες γραμμές, προκειμένου να διευκολύνεται η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των επιχειρήσεων και της χημικής βιομηχανίας, ιδίως για τις μη διαβαθμισμένες ουσίες.».

9)

Στο άρθρο 10:

α)

η παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

να έχουν πρόσβαση στους επαγγελματικούς χώρους των επιχειρήσεων και των χρηστών για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για παρατυπίες·

γ)

όπου κρίνεται αναγκαίο, να δεσμεύουν και να κατάσχουν τις αποστολές που δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κάθε κράτος μέλος δύναται να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να είναι οι αρμόδιες αρχές σε θέση να ελέγχουν και να παρακολουθούν τις ύποπτες συναλλαγές που αφορούν μη διαβαθμισμένες ουσίες και ιδίως:

α)

να συλλέγουν πληροφορίες για οποιαδήποτε παραγγελία ή πράξη που αφορά μη διαβαθμισμένες ουσίες·

β)

να έχουν πρόσβαση στους επαγγελματικούς χώρους για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για τις ύποπτες συναλλαγές που αφορούν μη διαβαθμισμένες ουσίες·

γ)

όπου κρίνεται αναγκαίο, να δεσμεύουν και να κατάσχουν αποστολές για την πρόληψη της χρήσης συγκεκριμένων μη διαβαθμισμένων ουσιών για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

3.   Οι αρμόδιες αρχές σέβονται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των επαγγελματικών πληροφοριών.».

10)

Τα άρθρα 13 έως 16 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Ανακοινώσεις των κρατών μελών

1.   Προκειμένου να καταστεί δυνατή οιαδήποτε αναγκαία αναπροσαρμογή των διατάξεων για την παρακολούθηση του εμπορίου διαβαθμισμένων ουσιών και μη διαβαθμισμένων ουσιών, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανακοινώνουν, εγκαίρως, κάθε χρόνο στην Επιτροπή, σε ηλεκτρονική μορφή και μέσω της ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 13/13α, κάθε πληροφορία σχετική με την εφαρμογή των μέτρων παρακολούθησης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ιδίως όσον αφορά τις ουσίες που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών, καθώς και τις μεθόδους εκτροπής και παράνομης παρασκευής και του νόμιμου εμπορίου τους.

2.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων και προϋποθέσεων παροχής εκ μέρους των επιχειρήσεων των κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πληροφοριών.

3.   Η Επιτροπή υποβάλλει στη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου Ναρκωτικών περίληψη των ανακοινώσεων που διενεργούνται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών και μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη.

Άρθρο 13α

Ευρωπαϊκή βάση δεδομένων σχετικά με τις πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών

1.   Η Επιτροπή καταρτίζει ευρωπαϊκή βάση δεδομένων σχετικά με τις πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών που επιτελεί τις εξής λειτουργίες:

α)

διευκολύνει τη διαβίβαση πληροφοριών, ει δυνατόν με συγκεντρωτικό και ανώνυμο τρόπο, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1, τη σύνθεση και την ανάλυση αυτών των πληροφοριών στο επίπεδο της Ένωσης και την υποβολή εκθέσεων στη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου Ναρκωτικών σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3·

β)

δημιουργεί ευρωπαϊκό μητρώο επιχειρήσεων και χρηστών, στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 ή καταχώριση σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6·

γ)

επιτρέπει στις επιχειρήσεις να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες σχετικά με τις συναλλαγές τους σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 σε ηλεκτρονική μορφή, όπως ορίζεται στα μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 14.

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εισάγονται στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων μόνον μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 8 και το άρθρο 8 παράγραφος 3.

2.   Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της ασφάλειας, της εμπιστευτικότητας και της ακρίβειας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων και για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

3.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, χρησιμοποιούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δεν διατηρούνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που απαιτείται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Απαγορεύεται η επεξεργασία των ειδικών κατηγοριών δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ και στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

4.   Η Επιτροπή παρέχει στο κοινό διεξοδική δήλωση απορρήτου σχετικά με την ευρωπαϊκή βάση δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, που δημοσιοποιείται με σαφή και κατανοητό τρόπο.

Άρθρο 13β

Προστασία δεδομένων

1.   Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διενεργείται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ και υπό την εποπτεία της αρχής ελέγχου του κράτους μέλους η οποία αναφέρεται στο άρθρο 28 της εν λόγω οδηγίας.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την πρόληψη της εκτροπής διαβαθμισμένων ουσιών.

3.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή, μεταξύ άλλων και για τους σκοπούς της ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων, διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και υπό την εποπτεία του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

4.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικά με τρόπο συμβατό προς τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 13α.

Άρθρο 14

Εκτελεστικές πράξεις

1.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει τις ακόλουθες εκτελεστικές πράξεις:

α)

κανόνες για την υποβολή δήλωσης πελάτη που αναφέρεται στο άρθρο 4 σε ηλεκτρονική μορφή, εφόσον χρειάζεται·

β)

κανόνες σχετικά με την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2, μεταξύ άλλων σε ηλεκτρονική μορφή σε ευρωπαϊκή βάση δεδομένων, εφόσον χρειάζεται·

γ)

διαδικαστικούς κανόνες για τη χορήγηση αδειών και καταχωρίσεων και για την προσθήκη επιχειρήσεων και χρηστών στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφοι 2, 6 και 7.

2.   Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο14α παράγραφος 2.

Άρθρο 14α

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών, η οποία συστάθηκε με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 111/2005 του Συμβουλίου (14). Η εν λόγω επιτροπή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 15

Προσαρμογή των παραρτημάτων

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α, ώστε να προσαρμόζει τα παραρτήματα I, ΙΙ και ΙΙΙ στις νέες τάσεις στον τομέα της εκτροπής πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών και να ακολουθεί τυχόν τροποποιήσεις των πινάκων του παραρτήματος της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών.

Άρθρο 15α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 8, στο άρθρο 4 παράγραφος 4, στο άρθρο 5 παράγραφος 7, στο άρθρο 7 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 8 παράγραφος 3, στο άρθρο 13 παράγραφος 2 και στο άρθρο 15 ισχύει για περίοδο πέντε ετών από τις 30 Δεκεμβρίου 2013. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 8, στο άρθρο 4 παράγραφος 4, στο άρθρο 5 παράγραφος 7, στο άρθρο 7 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 8 παράγραφος 3, στο άρθρο 13 παράγραφος 2 και στο άρθρο 15 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται στις διατάξεις της. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

4.   Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 8, του άρθρου 4 παράγραφος 4, του άρθρου 5 παράγραφος 7, του άρθρου 7 δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 8 παράγραφος 3, του άρθρου 13 παράγραφος 2 ή του άρθρου 15 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχουν αντιταχθεί σε αυτήν ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από την παρέλευση της εν λόγω χρονικής περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή για το ότι δεν σκοπεύουν να προβάλουν αντίρρηση. Η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 16

Πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη

1.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνουν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και ιδίως τα μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 10 και 12. Κοινοποιεί επίσης κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.   Η Επιτροπή γνωστοποιεί τις πληροφορίες αυτές στα υπόλοιπα κράτη μέλη.

3.   Η Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και τη λειτουργία του παρόντος κανονισμού και, ειδικότερα, σχετικά με την πιθανή ανάγκη ανάληψης συμπληρωματικής δράσης για την παρακολούθηση και τον έλεγχο ύποπτων συναλλαγών που αφορούν μη διαβαθμισμένες ουσίες.

11)

Στο παράρτημα I:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

β)

στην κατηγορία 1, ο κωδικός ΣΟ της νορεφεδρίνης αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

«2939 44 00»·

γ)

στην κατηγορία 1, η ακόλουθη ουσία προστίθεται στον κατάλογο ουσιών:

«α-φαινυλακετοακετονιτρίλιο, κωδικός ΣΟ 2926 90 95, αριθ. CAS 4468-48-8»·

δ)

το κείμενο της κατηγορίας 2 αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

12)

Στο παράρτημα III, το κείμενο «έγκρισης/» διαγράφεται.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 20 Νοεμβρίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. LEŠKEVIČIUS


(1)  ΕΕ C 76 της 14.3.2013, σ. 54.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2013.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών (ΕΕ L 47 της 18.2.2004, σ. 1).

(4)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(6)  Απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους μηχανισμούς ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(8)  Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.

(9)  Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67).

(10)  Οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 1).”·

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).».

(12)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).».

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 111/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση κανόνων για την παρακολούθηση του εμπορίου πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών (ΕΕ L 22 της 26.1.2005, σ. 1).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους μηχανισμούς ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2

ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2Α

Ουσία

Χαρακτηρισμός ΣΟ

(εφόσον διαφέρει)

Κωδικός ΣΟ (1)

Αριθ. CAS (2)

Οξικός ανυδρίτης

 

2915 24 00

108-24-7

Τα άλατα των ουσιών που απαριθμούνται στην κατηγορία αυτή, όταν η ύπαρξή τους είναι δυνατή.


ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2Β

Ουσία

Χαρακτηρισμός ΣΟ

(εφόσον διαφέρει)

Κωδικός ΣΟ (1)

Αριθ. CAS (2)

Φαινυλοξικό οξύ

 

2916 34 00

103-82-2

Ανθρανιλικό οξύ

 

2922 43 00

118-92-3

Πιπεριδίνη

 

2933 32 00

110-89-4

Υπερμαγγανικά άλατα του καλίου

 

2841 61 00

7722-64-7

Τα άλατα των ουσιών που απαριθμούνται στην κατηγορία αυτή, όταν η ύπαρξή τους είναι δυνατή.


(1)  ΕΕ L 290 της 28.10.2002, σ. 1.

(2)  Ο αριθμός CAS είναι ο αριθμός μητρώου της «Chemical Abstracts Service», ο οποίος είναι ένας μοναδικός αριθμός αναγνώρισης που χαρακτηρίζει κάθε ουσία και τη δομή της. Ο αριθμός CAS χαρακτηρίζει κάθε ισομερές και κάθε άλας κάθε ισομερούς. Διευκρινίζεται ότι οι αριθμοί CAS για τα άλατα των προαναφερόμενων ουσιών είναι διαφορετικοί από τους αναγραφόμενους.


Top