EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32004R0273

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

OJ L 47, 18.2.2004, p. 1–10 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Special edition in Czech: Chapter 15 Volume 008 P. 46 - 56
Special edition in Estonian: Chapter 15 Volume 008 P. 46 - 56
Special edition in Latvian: Chapter 15 Volume 008 P. 46 - 56
Special edition in Lithuanian: Chapter 15 Volume 008 P. 46 - 56
Special edition in Hungarian Chapter 15 Volume 008 P. 46 - 56
Special edition in Maltese: Chapter 15 Volume 008 P. 46 - 56
Special edition in Polish: Chapter 15 Volume 008 P. 46 - 56
Special edition in Slovak: Chapter 15 Volume 008 P. 46 - 56
Special edition in Slovene: Chapter 15 Volume 008 P. 46 - 56
Special edition in Bulgarian: Chapter 15 Volume 010 P. 183 - 193
Special edition in Romanian: Chapter 15 Volume 010 P. 183 - 193
Special edition in Croatian: Chapter 15 Volume 006 P. 83 - 92

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 20/02/2023

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2004/273/oj

32004R0273

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 047 της 18/02/2004 σ. 0001 - 0010


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

της 11ης Φεβρουαρίου 2004

περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

TΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης εμπορίας ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, που συνομολογήθηκε στη Βιέννη στις 19 Δεκεμβρίου 1988, στο εξής αποκαλούμενη "σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών", συνήφθη από την Κοινότητα, με την απόφαση 90/611/EΟΚ του Συμβουλίου(4).

(2) Οι απαιτήσεις του άρθρου 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, όσον αφορά το εμπόριο προδρόμων ουσιών (δηλαδή ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών) εφαρμόζονται, όσον αφορά το εμπόριο μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών, με βάση τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3677/90 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1990, για τη θέσπιση μέτρων για την πρόληψη της διοχέτευσης ορισμένων ουσιών στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών(5).

(3) Το άρθρο 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων για την παρακολούθηση της παρασκευής και διανομής προδρόμων ουσιών. Τούτο προϋποθέτει τη λήψη μέτρων για το εμπόριο προδρόμων ουσιών μεταξύ κρατών μελών. Τέτοια μέτρα θεσπίσθηκαν με την οδηγία 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με την παρασκευή και τη διάθεση στην αγορά ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών(6). Για την καλύτερη διασφάλιση της ταυτόχρονης εφαρμογής εναρμονισμένων κανόνων σε όλα τα κράτη μέλη, κρίνεται ότι ένας κανονισμός αποτελεί πιο ενδεδειγμένο μέσο από την ισχύουσα οδηγία.

(4) Στο πλαίσιο της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι σημαντικό η οδηγία 92/109/ΕΟΚ να μετατραπεί σε κανονισμό, δεδομένου ότι κάθε τροποποίηση της εν λόγω οδηγίας και των παραρτημάτων της θα είχε ως συνέπεια να προκαλέσει τη λήψη εθνικών μέτρων εφαρμογής σε 25 κράτη μέλη.

(5) Η επιτροπή ναρκωτικών των Ηνωμένων Εθνών, με αποφάσεις που έλαβε κατά την 35η σύνοδό της το 1992, συμπεριέλαβε επιπλέον ουσίες στους πίνακες του παραρτήματος της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών. Στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να προβλεφθούν αντίστοιχες διατάξεις με σκοπό τον εντοπισμό τυχόν περιστατικών παράνομης διοχέτευσης πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών στην Κοινότητα και την εξασφάλιση της εφαρμογής κοινών κανόνων παρακολούθησης στην κοινοτική αγορά.

(6) Οι διατάξεις του άρθρου 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών βασίζονται σε σύστημα παρακολούθησης του εμπορίου των εν λόγω ουσιών. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου των ουσιών αυτών είναι απολύτως νόμιμο. Τα συνοδευτικά έγγραφα των αποστολών και η επισήμανση των ουσιών αυτών θα πρέπει να είναι αρκούντως σαφή. Επιπλέον, ταυτόχρονα με την παροχή των αναγκαίων μέσων δράσης στις αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να δημιουργηθούν, σύμφωνα με το πνεύμα της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, μηχανισμοί βασιζόμενοι στη στενή συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και στην ανάπτυξη συστημάτων συλλογής πληροφοριών.

(7) Tα μέτρα που ισχύουν για το έλαιο σασσάφρου ερμηνεύονται σήμερα με διαφορετικούς τρόπους στην Κοινότητα, δεδομένου ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, θεωρείται ως μείγμα που περιέχει σαφρόλη, και κατά συνέπεια, ελέγχεται, ενώ σε άλλα κράτη μέλη θεωρείται ως φυσικό προϊόν μη ελεγχόμενο. Η προσθήκη στον ορισμό της "διαβαθμισμένης ουσίας" μίας αναφοράς στα φυσικά προϊόντα θα επιλύσει αυτή την ασυμφωνία και, επομένως, θα επιτρέψει την εφαρμογή ελέγχων στο έλαιο σασσάφρου ο ορισμός θα πρέπει να καλύπτει μόνο τα φυσικά προϊόντα από τα οποία μπορούν εύκολα να εξαχθούν διαβαθμισμένες ουσίες.

(8) Οι ουσίες που χρησιμοποιούνται συνήθως στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών θα πρέπει να απαριθμούνται σε παράρτημα.

(9) Θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι η παρασκευή ή η χρήση ορισμένων διαβαθμισμένων ουσιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, προϋποθέτει την κατοχή άδειας. Επιπλέον, η προμήθεια τέτοιων ουσιών θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο εφόσον τα άτομα στα οποία πρόκειται να παραδοθούν οι εν λόγω ουσίες είναι κάτοχοι άδειας ή έχουν υπογράψει δήλωση πελάτη. Στο παράρτημα ΙΙΙ, θα πρέπει να καθορισθούν οι αναλυτικοί κανόνες για τη δήλωση πελάτη.

(10) Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τις ύποπτες συναλλαγές που αφορούν τις διαβαθμισμένες ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι.

(11) Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται ο καλύτερος έλεγχος του ενδοκοινοτικού εμπορίου των διαβαθμισμένων ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι.

(12) Όλες οι συναλλαγές που οδηγούν στη διάθεση στην αγορά διαβαθμισμένων ουσιών των κατηγοριών 1 και 2 του παραρτήματος Ι, θα πρέπει να τεκμηριώνονται δεόντως. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τυχόν ύποπτες συναλλαγές που αφορούν τις ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι. Ωστόσο, θα πρέπει να ισχύουν εξαιρέσεις για τις συναλλαγές που αφορούν τις ουσίες της κατηγορίας 2 του παραρτήματος Ι, εφόσον οι ποσότητες που αφορούν οι εν λόγω συναλλαγές δεν υπερβαίνουν εκείνες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ.

(13) Σημαντικός αριθμός άλλων ουσιών, πολλές από τις οποίες αποτελούν αντικείμενο νόμιμου εμπορίου σε μεγάλες ποσότητες, έχουν αναγνωρισθεί ως πρόδρομες ουσίες που χρησιμοποιούνται στην παράνομη παρασκευή συνθετικών ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Η υπαγωγή των εν λόγω ουσιών στους ίδιους αυστηρούς ελέγχους με εκείνους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, θα αποτελούσε περιττό εμπόδιο στις συναλλαγές, αφού θα συνεπαγόταν την έκδοση αδειών λειτουργίας και την υποβολή εγγράφων για τις συναλλαγές. Επομένως, κρίνεται σκόπιμη η καθιέρωση ενός ελαστικότερου μηχανισμού σε κοινοτικό επίπεδο, μέσω του οποίου θα κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρόμοιες συναλλαγές.

(14) Στο πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά των ναρκωτικών που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σάντα Μαρία ντα Φέιρα στις 19 και 20 Ιουνίου 2000, προβλέπεται η εισαγωγή διαδικασίας συνεργασίας. Για τη στήριξη αυτής της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και της χημικής βιομηχανίας, ιδίως όσον αφορά τις ουσίες οι οποίες, παρόλο που δεν αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παράνομη παρασκευή συνθετικών ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, θα πρέπει να εκπονηθούν κατευθυντήριες γραμμές ώστε να βοηθηθεί η χημική βιομηχανία.

(15) Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που εφαρμόζονται για την παράβαση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Δεδομένου ότι το εμπόριο πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών μπορεί να οδηγήσει στην παράνομη παρασκευή συνθετικών ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να επιλέγουν τις πλέον αποτρεπτικές κυρώσεις που διαθέτει η εθνική τους νομοθεσία.

(16) Tα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(7).

(17) Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η εναρμονισμένη παρακολούθηση της εμπορίας πρόδρομων ουσιών και η αποφυγή της διοχέτευσής του στην παράνομη παρασκευή συνθετικών ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, λόγω του διεθνούς και μεταβαλλόμενου χαρακτήρα του εμπορίου αυτού, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.

(18) Η οδηγία 92/109/EΟΚ, οι οδηγίες της Επιτροπής 93/46/EΟΚ(8), 2001/8/EΚ(9) και 2003/101/ΕΚ(10) και οι κανονισμοί της Επιτροπής (EΚ) αριθ. 1485/96(11) και (EΚ) αριθ. 1533/2000(12) θα πρέπει να καταργηθούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής και στόχοι

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει εναρμονισμένα μέτρα για τον ενδοκοινοτικό έλεγχο και την παρακολούθηση ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών με σκοπό την πρόληψη της διοχέτευσης των εν λόγω ουσιών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) "διαβαθμισμένες ουσίες": οι ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, συμπεριλαμβανομένων των μειγμάτων και των φυσικών προϊόντων που περιέχουν τέτοιες ουσίες. Από την κατηγορία αυτή εξαιρούνται τα φάρμακα, όπως ορίζονται στην οδηγία 2001/83/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση(13), τα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, τα μείγματα, τα φυσικά προϊόντα και άλλα παρασκευάσματα που περιέχουν διαβαθμισμένες ουσίες συνδυασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε οι ουσίες αυτές να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα ή να εξαχθούν με εύχρηστα ή οικονομικά πρόσφορα μέσα·

β) "μη διαβαθμισμένες ουσίες": οι ουσίες που αν και δεν απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, αναγνωρίζεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών·

γ) "διάθεση στην αγορά": κάθε είδους προμήθεια, έναντι αμοιβής ή δωρεάν, διαβαθμισμένων ουσιών στην Κοινότητα· ή η αποθήκευση, παρασκευή, παραγωγή, επεξεργασία, εμπορία, διανομή ή μεσιτεία των εν λόγω ουσιών με σκοπό τη διάθεσή τους στην Κοινότητα·

δ) "επιχείρηση": κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δραστηριοποιείται στη διάθεση διαβαθμισμένων ουσιών στην αγορά·

ε) "διεθνής επιτροπή ελέγχου ναρκωτικών": το όργανο που έχει συσταθεί με την ενιαία σύμβαση για τα ναρκωτικά του 1961, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του 1972·

στ) "ειδική άδεια": η άδεια που χορηγείται σε συγκεκριμένο τύπο επιχείρησης·

ζ) "ειδική καταχώριση": η καταχώριση που γίνεται για συγκεκριμένο τύπο επιχείρησης.

Άρθρο 3

Προϋποθέσεις για τη διάθεση στην αγορά διαβαθμισμένων ουσιών

1. Οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να διαθέσουν στην αγορά διαβαθμισμένες ουσίες υπαγόμενες στις κατηγορίες 1 και 2 του παραρτήματος Ι, πρέπει να διορίζουν υπάλληλο υπεύθυνο για το εμπόριο διαβαθμισμένων ουσιών, να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές το όνομα και τα λοιπά στοιχεία του υπαλλήλου αυτού και να κοινοποιούν στις αρχές αυτές αμέσως κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των πληροφοριών αυτών. Ο υπάλληλος μεριμνά ώστε το εμπόριο διαβαθμισμένων ουσιών που διεξάγει η επιχείρηση να γίνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ο υπάλληλος εξουσιοδοτείται να εκπροσωπεί την επιχείρηση και να λαμβάνει τις απαραίτητες αποφάσεις προκειμένου να εκτελεί τα καθήκοντα που περιγράφονται ανωτέρω.

2. Οι επιχειρήσεις πρέπει να διαθέτουν άδεια που χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές προτού να έχουν τη δυνατότητα να κατέχουν ή να διαθέτουν στην αγορά διαβαθμισμένες ουσίες που υπάγονται στην κατηγορία 1 του παραρτήματος Ι. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν ειδικές άδειες στα φαρμακεία, κτηνιατρεία, σε ορισμένους τύπους δημοσίων υπηρεσιών ή στις ένοπλες δυνάμεις. Οι εν λόγω ειδικές άδειες ισχύουν μόνο για τη χρήση των πρόδρομων ουσιών στο πλαίσιο των επισήμων καθηκόντων των οικείων επιχειρήσεων.

3. Κάθε επιχείρηση που διαθέτει την άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2 προμηθεύει διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 1 του παραρτήματος Ι μόνο σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διαθέτουν την εν λόγω άδεια και έχουν υπογράψει δήλωση πελάτη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

4. Οι αρμόδιες αρχές, κατά την εξέταση της δυνατότητας χορήγησης άδειας λαμβάνουν ιδίως υπόψη την ικανότητα και την ακεραιότητα του αιτούντος. Η άδεια δεν πρέπει να χορηγείται εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που θέτουν σε αμφισβήτηση την καταλληλότητα και την αξιοπιστία του αιτούντος ή του υπαλλήλου που είναι υπεύθυνος για το εμπόριο διαβαθμισμένων ουσιών. Η άδεια δύναται να αναστέλλεται ή να ανακαλείται από τις αρμόδιες αρχές οσάκις ευλόγως πιστεύεται ότι ο κάτοχος της άδειας δεν είναι πλέον αξιόπιστος και ικανός να κατέχει άδεια και ότι δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια.

5. Με την επιφύλαξη του άρθρου 14, οι αρμόδιες αρχές μπορούν είτε να περιορίζουν την περίοδο ισχύος της αδείας σε τρία έτη κατ' ανώτατο όριο ή να υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις να καταδεικνύουν κατά διαστήματα όχι μεγαλύτερα των τριών ετών ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια. Στην άδεια αναφέρεται η πράξη ή οι πράξεις για τις οποίες ισχύει, καθώς και οι ουσίες τις οποίες αφορά. Οι ειδικές άδειες κατά την έννοια της παραγράφου 2, χορηγούνται κατ' αρχήν επ'αόριστον αλλά οι αρμόδιες αρχές δύνανται να τις αναστέλλουν ή να τις ανακαλούν υπό τους όρους της παραγράφου 4 τρίτη πρόταση.

6. Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της διάθεσης στην αγορά διαβαθμισμένων ουσιών που υπάγονται στην κατηγορία 2 του παραρτήματος Ι, πρέπει να δηλώνουν προς καταχώριση αμελλητί, στις αρμόδιες αρχές, και να τις επικαιροποιούν τις διευθύνσεις των εγκαταστάσεων στις οποίες παρασκευάζουν ή από τις οποίες εμπορεύονται τις εν λόγω ουσίες, πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά. Τα φαρμακεία, κτηνιατρεία, ορισμένες κατηγορίες δημοσίων αρχών ή οι ένοπλες δυνάμεις δύνανται να υπόκεινται σε ειδική καταχώριση. Οι εν λόγω καταχωρίσεις θεωρείται ότι ισχύουν μόνο για τη χρήση των πρόδρομων ουσιών στο πλαίσιο των επισήμων καθηκόντων των οικείων φορέων.

7. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ζητούν από τις επιχειρήσεις να καταβάλλουν τέλος για την αίτηση έκδοσης αδείας ή την αίτηση καταχώρισης αδείας. Τα τέλη αυτά εισπράττονται κατά τρόπο που να μη δημιουργεί διακρίσεις και δεν υπερβαίνουν το κόστος εξέτασης της αίτησης.

Άρθρο 4

Δήλωση πελάτη

1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 6 και 14, κάθε επιχείρηση εγκατεστημένη στην Κοινότητα που προμηθεύει πελάτη με διαβαθμισμένη ουσία των κατηγοριών 1 ή 2 του παραρτήματος Ι, λαμβάνει από τον πελάτη δήλωση στην οποία να αναγράφεται(-ονται) η (οι) συγκεκριμένη(-ες) χρήση(-εις) των διαβαθμισμένων ουσιών. Απαιτείται χωριστή δήλωση για κάθε διαβαθμισμένη ουσία. Η δήλωση αυτή ανταποκρίνεται στο υπόδειγμα του σημείου 1 του παραρτήματος ΙΙΙ. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα, η δήλωση γίνεται σε ενεπίγραφο χάρτη.

2. Εναλλακτικά προς την προαναφερόμενη δήλωση μεμονωμένης συναλλαγής, η επιχείρηση που προμηθεύει τακτικά ένα πελάτη με διαβαθμισμένη ουσία που περιλαμβάνεται στην κατηγορία 2 του παραρτήματος Ι, μπορεί να αποδέχεται μία και μόνη δήλωση για περισσότερες συναλλαγές με αντικείμενο την εν λόγω διαβαθμισμένη ουσία, πραγματοποιούμενες κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εφόσον η επιχείρηση βεβαιώνεται ότι πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α) ο πελάτης έχει προμηθευθεί από την επιχείρηση την εν λόγω ουσία τουλάχιστον τρεις φορές κατά τους προηγούμενους δώδεκα μήνες·

β) η επιχείρηση δεν έχει λόγους να υποθέτει ότι η ουσία προορίζεται για παράνομη χρήση·

γ) οι παραγγελθείσες ποσότητες δεν υπερβαίνουν τη συνήθη κατανάλωση του συγκεκριμένου πελάτη.

Η δήλωση αυτή ανταποκρίνεται στο υπόδειγμα του σημείου 2 του παραρτήματος ΙΙΙ. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα, η δήλωση γίνεται σε ενεπίγραφο χάρτη.

3. Κάθε επιχείρηση που προμηθεύει διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 1 του παραρτήματος Ι θέτει τη σφραγίδα της και χρονοσήμαντρο επί αντιγράφου της δήλωσης πελάτη, ώστε να πιστοποιείται ότι αποτελεί ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου. Το εν λόγω αντίγραφο πρέπει να συνοδεύει πάντα τις ουσίες της κατηγορίας 1 κατά τη διακίνησή τους εντός της Κοινότητας και πρέπει να παρουσιάζεται στις αρχές που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο του περιεχομένου των οχημάτων που τις μεταφέρουν, κατόπιν αιτήσεως.

Άρθρο 5

Έγγραφα

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι όλες οι συναλλαγές που οδηγούν στη διάθεση στην αγορά διαβαθμισμένων ουσιών των κατηγοριών 1 και 2 του παραρτήματος Ι, συνοδεύονται από κατάλληλα έγγραφα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5. Η εν λόγω υποχρέωση δεν εφαρμόζεται σε όσες επιχειρήσεις διαθέτουν ειδικές άδειες ή υπόκεινται σε ειδική καταχώριση δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφοι 2 και 6, αντιστοίχως.

2. Τα εμπορικά έγγραφα, όπως τιμολόγια, φορτωτικές, διοικητικά έγγραφα, έγγραφα μεταφοράς και άλλα έγγραφα αποστολής, πρέπει να περιλαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες ώστε να προσδιορίζονται με βεβαιότητα τα εξής:

α) η ονομασία της διαβαθμισμένης ουσίας, των κατηγοριών 1 και 2 του παραρτήματος Ι·

β) η ποσότητα και το βάρος της διαβαθμισμένης ουσίας και, εφόσον αυτή συνίσταται σε μείγμα ή φυσικό προϊόν, η ποσότητα και το βάρος του μείγματος ή του φυσικού προϊόντος, καθώς και η ποσότητα και το βάρος ή το ποσοστό κατά βάρος της ουσίας ή των ουσιών των κατηγοριών 1 και 2 του παραρτήματος Ι, οι οποίες περιέχονται στο μείγμα·

γ) το όνομα και η διεύθυνση του προμηθευτή, του διανομέα και του παραλήπτη και, ει δυνατόν, των λοιπών επιχειρήσεων που συμμετέχουν άμεσα στη συναλλαγή, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 στοιχεία γ) και δ).

3. Στα έγγραφα πρέπει επιπλέον να περιέχεται δήλωση πελάτη, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4.

4. Οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν τα λεπτομερή αρχεία για τις δραστηριότητές τους, στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την τήρηση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της παραγράφου 1.

5. Tα έγγραφα και τα αρχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4, πρέπει να φυλάσσονται, για περίοδο τριών τουλάχιστον ετών από το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και να είναι αμέσως διαθέσιμα για έλεγχο εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, κατόπιν αιτήσεως.

6. Τα έγγραφα μπορούν να φυλάσσονται επίσης υπό τη μορφή αντιγράφων ή υποθέματος εικόνων ή άλλης βάσης δεδομένων. Πρέπει να διασφαλίζεται ότι τα αποθηκευόμενα δεδομένα:

α) αντιστοιχούν με τα έγγραφα σε εμφάνιση και περιεχόμενο κατά την ανάγνωσή τους, και

β) είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα, μπορούν να αναγνωσθούν αμελλητί και να αναλυθούν ηλεκτρονικά για τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5.

Άρθρο 6

Eξαιρέσεις

Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4 και 5 δεν ισχύουν για τις συναλλαγές που αφορούν διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 2 του παραρτήματος Ι, εφόσον οι οικείες ποσότητες δεν υπερβαίνουν εκείνες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ για περίοδο ενός έτους.

Άρθρο 7

Επισήμανση

Οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι τοποθετούνται ετικέτες στις διαβαθμισμένες ουσίες των κατηγοριών 1 και 2 του παραρτήματος Ι πριν από την προμήθειά τους. Στις εν λόγω ετικέτες πρέπει να αναγράφονται οι ονομασίες των ουσιών, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι. Οι επιχειρήσεις μπορούν επιπλέον να τοποθετούν τις συνήθεις ετικέτες τους.

Άρθρο 8

Κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές

1. Οι επιχειρήσεις κοινοποιούν αμέσως στις αρμόδιες αρχές οποιαδήποτε περιστατικά, όπως ασυνήθεις παραγγελίες ή συναλλαγές με αντικείμενο διαβαθμισμένες ουσίες, από τα οποία διαφαίνεται ότι οι ουσίες αυτές που προορίζονται να διατεθούν στην αγορά ενδέχεται να διοχετευθούν στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

2. Οι επιχειρήσεις παρέχουν στις αρμόδιες αρχές συνοπτικές πληροφορίες όσον αφορά τις συναλλαγές τους με αντικείμενο διαβαθμισμένες ουσίες, όπως ορίζεται στα μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 14.

Άρθρο 9

Κατευθυντήριες γραμμές

1. Για να διευκολυνθεί η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των επιχειρήσεων και της χημικής βιομηχανίας, ιδίως όσον αφορά μη διαβαθμισμένες ουσίες, η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2, καταρτίζει και ενημερώνει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να βοηθηθεί η χημική βιομηχανία.

2. Οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν κυρίως:

α) πληροφορίες για τον τρόπο αναγνώρισης και κοινοποίησης ύποπτων συναλλαγών·

β) κατάλογο, που ενημερώνεται τακτικά, των μη διαβαθμισμένων ουσιών ώστε η βιομηχανία να είναι σε θέση να παρακολουθεί σε εκούσια βάση το εμπόριο των ουσιών αυτών·

γ) άλλες πληροφορίες που ενδεχομένως κρίνονται χρήσιμες.

3. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι κατευθυντήριες γραμμές και ο κατάλογος των μη διαβαθμισμένων ουσιών διανέμονται τακτικά κατά τον τρόπο που θεωρούν ενδεδειγμένο οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τους στόχους των κατευθυντήριων γραμμών.

Άρθρο 10

Εξουσίες και υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών

1. Για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των άρθρων 3 έως 8, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να ασκούν τα καθήκοντα ελέγχου και εποπτείας, και ιδίως:

α) να συλλέγουν πληροφορίες για οποιαδήποτε παραγγελία διαβαθμισμένων ουσιών ή πράξη που αφορά διαβαθμισμένες ουσίες·

β) να έχουν πρόσβαση στους επαγγελματικούς χώρους των επιχειρήσεων για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για παρατυπίες·

γ) να κατακρατούν, ενδεχομένως, τις αποστολές που δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό.

2. Οι αρμόδιες αρχές σέβονται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των επαγγελματικών πληροφοριών.

Άρθρο 11

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής

1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει την αρμόδια αρχή ή αρχές που είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

2. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και με την επιφύλαξη του άρθρου 15, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων(14), και ιδίως οι διατάξεις περί του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών. Η αρμόδια αρχή ή αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ενεργούν ως αρμόδιες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 515/97.

Άρθρο 12

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 13

Ανακοινώσεις των κρατών μελών

1. Προκειμένου να καταστεί δυνατή οιαδήποτε αναγκαία αναπροσαρμογή των διατάξεων για την παρακολούθηση του εμπορίου διαβαθμισμένων ουσιών και μη διαβαθμισμένων ουσιών, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανακοινώνουν κάθε χρόνο στην Επιτροπή κάθε πληροφορία σχετική με την εφαρμογή των μέτρων παρακολούθησης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ιδίως όσον αφορά τις ουσίες που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών καθώς και τις μεθόδους παράνομης διοχέτευσης και παρασκευής.

2. Η Επιτροπή υποβάλλει στη διεθνή επιτροπή ελέγχου ναρκωτικών, περίληψη των ανακοινώσεων που διενεργούνται δυνάμει της παραγράφου 1, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών και μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη.

Άρθρο 14

Εφαρμογή

Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2 θεσπίζονται, οσάκις απαιτείται, τα ακόλουθα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού:

α) καθορισμός των όρων και των απαιτήσεων για τη χορήγηση της άδειας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 και των λεπτομερειών που αφορούν την άδεια·

β) καθορισμός, εφόσον είναι απαραίτητο, των όρων που ισχύουν για τα έγγραφα και την επισήμανση μειγμάτων και παρασκευασμάτων που περιέχουν τις ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, όπως προβλέπεται στα άρθρα 5 έως 7·

γ) κάθε τροποποίηση του παραρτήματος Ι η οποία καθίσταται αναγκαία λόγω τροποποιήσεων των πινάκων του παραρτήματος της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών·

δ) τροποποιήσεις των κατωφλίων που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ·

ε) ο καθορισμός των όρων και των απαιτήσεων όσον αφορά τις δηλώσεις πελάτη που αναφέρονται στο άρθρο 4, καθώς και οι λεπτομερείς κανόνες που αφορούν τη χρήση τους. Περιλαμβάνονται κανόνες, ενδεχομένως, ως προς τον τρόπο διάθεσης των δηλώσεων πελάτη με ηλεκτρονική μορφή·

στ) λοιπά απαραίτητα μέτρα για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 15

Σύσταση επιτροπής

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συνιστάται βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3677/90.

2. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 4 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, είναι τρεις μήνες.

3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 16

Ενημέρωση για τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνουν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, και ιδίως για τα μέτρα που λαμβάνουν δυνάμει των άρθρων 10 και 12. Κοινοποιούν επίσης στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Η Επιτροπή ανακοινώνει τις εν λόγω πληροφορίες στα λοιπά κράτη μέλη και αξιολογεί την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος του.

Άρθρο 17

Κατάργηση

1. Η οδηγία 92/109/EΟΚ του Συμβουλίου, οι οδηγίες της Επιτροπής 93/46/ΕΟΚ, 2001/8/EΚ και 2003/101/ΕΚ και οι κανονισμοί της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 1485/96 και (EΚ) αριθ. 1533/2000 καταργούνται.

2. Οι παραπομπές στις καταργηθείσες οδηγίες ή κανονισμούς νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

3. Δεν επηρεάζεται η εγκυρότητα των μητρώων που έχουν δημιουργηθεί, των αδειών που έχουν χορηγηθεί και των δηλώσεων πελάτη που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις καταργούμενες οδηγίες ή κανονισμούς.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 18 Αυγούστου 2005, εκτός των άρθρων 9, 14 και 15, τα οποία τίθενται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσης του παρόντος κανονισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να καταστεί δυνατή η θέσπιση των μέτρων που προβλέπονται στα άρθρα αυτά. Τα εν λόγω μέτρα τίθενται σε ισχύ το νωρίτερο στις 18 Αυγούστου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 11 Φεβρουαρίου 2004.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. Cox

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. McDowell

(1) ΕΕ C 20 Ε της 28.1.2003, σ. 160.

(2) ΕΕ C 95 της 23.4.2003, σ. 6.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2003 (ΕΕ C 277 Ε της 18.11.2003, σ. 31) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4) ΕΕ L 326 της 24.11.1990, σ. 56.

(5) ΕΕ L 357 της 20.12.1990, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1232/2002 της Επιτροπής (ΕΕ L 180 της 10.7.2002, σ. 5).

(6) ΕΕ L 370 της 19.12.1992, σ. 76· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003. σ. 1).

(7) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(8) Οδηγία 93/46/EΟΚ της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1993, για την αντικατάσταση και τροποποίηση των παραρτημάτων της οδηγίας 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παρασκευή και την εμπορία ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (ΕΕ L 159 της 1.7.1993, σ. 134).

(9) Οδηγία 2001/8/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2001, για αντικατάσταση του παραρτήματος Ι της οδηγίας 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παρασκευή και την εμπορία ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (ΕΕ L 39 της 9.2.2001, σ. 31).

(10) Οδηγία 2003/101/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2003, για την τροποποίηση της οδηγίας 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παρασκευή και την εμπορία ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (ΕΕ L 286 της 4.11.2003, σ. 14).

(11) Κανονισμός (EΚ) αριθ. 1485/96 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1996, περί καθορισμού λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της οδηγίας 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις δηλώσεις του πελάτη σχετικά με τη συγκεκριμένη χρήση ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (ΕΕ L 188 της 27.7.1996, σ. 28)· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1533/2000 (ΕΕ L 175 της 14.7.2000, σ. 75).

(12) Κανονισμός (EΚ) αριθ. 1533/2000 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2000, που τροποποιεί τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1485/96 περί καθορισμού λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της οδηγίας 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις δηλώσεις του πελάτη σχετικά με τη συγκεκριμένη χρήση ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.

(13) ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/63/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 159 της 27.6.2003, σ. 46).

(14) ΕΕ L 82 της 22.3.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Διαβαθμισμένες ουσίες κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α)

ΚATΗΓΟΡΙΑ 1

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

1. Υπόδειγμα δήλωσης μεμονωμένων συναλλαγών (κατηγορία 1 ή 2)

>PIC FILE= "L_2004047EL.000902.TIF">

2. Υπόδειγμα δήλωσης πολλαπλών συναλλαγών (κατηγορία 2)

>PIC FILE= "L_2004047EL.001001.TIF">

Top