EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32001R0448

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 448/2001 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία διενέργειας δημοσιονομικών διορθώσεων στην παρέμβαση που χορηγείται στο πλαίσιο των Διαρθρωτικών Ταμείων

OJ L 64, 6.3.2001, p. 13–15 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Special edition in Czech: Chapter 14 Volume 001 P. 155 - 157
Special edition in Estonian: Chapter 14 Volume 001 P. 155 - 157
Special edition in Latvian: Chapter 14 Volume 001 P. 155 - 157
Special edition in Lithuanian: Chapter 14 Volume 001 P. 155 - 157
Special edition in Hungarian Chapter 14 Volume 001 P. 155 - 157
Special edition in Maltese: Chapter 14 Volume 001 P. 155 - 157
Special edition in Polish: Chapter 14 Volume 001 P. 155 - 157
Special edition in Slovak: Chapter 14 Volume 001 P. 155 - 157
Special edition in Slovene: Chapter 14 Volume 001 P. 155 - 157
Special edition in Bulgarian: Chapter 14 Volume 001 P. 62 - 64
Special edition in Romanian: Chapter 14 Volume 001 P. 62 - 64

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 15/01/2007; καταργήθηκε από 32006R1828

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2001/448/oj

32001R0448

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 448/2001 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία διενέργειας δημοσιονομικών διορθώσεων στην παρέμβαση που χορηγείται στο πλαίσιο των Διαρθρωτικών Ταμείων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 064 της 06/03/2001 σ. 0013 - 0015


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 448/2001 της Επιτροπής

της 2ας Μαρτίου 2001

για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία διενέργειας δημοσιονομικών διορθώσεων στην παρέμβαση που χορηγείται στο πλαίσιο των Διαρθρωτικών Ταμείων

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα Διαρθρωτικά Ταμεία(1), και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 2,

Μετά από διαβούλευση με την επιτροπή του άρθρου 147 της συνθήκης,

Μετά από διαβούλευση με την επιτροπή γεωργικών διαρθρώσεων αγροτικής ανάπτυξης,

Μετά από διαβούλευση με την επιτροπή αλιείας και υδατοκαλλιέργειας,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Το άρθρο 39 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 επιβάλλει στα κράτη μέλη να πραγματοποιούν δημοσιονομικές διορθώσεις σε σχέση με επιμέρους ή συστηματικές παρατυπίες, καταργώντας το σύνολο ή μέρος της κοινοτικής συνδρομής.

(2) Για να διασφαλιστεί ομοιόμορφη εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης σε όλο τον κοινοτικό χώρο, είναι ανάγκη να θεσπιστούν διατάξεις για τον καθορισμό αυτών των διορθώσεων και την ενημέρωση της Επιτροπής.

(3) Θα πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις για το ποσό των δημοσιονομικών διορθώσεων στις οποίες η Επιτροπή δύναται να προβεί βάσει του άρθρου 39 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 στις περιπτώσεις όπου το κράτος μέλος αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 39 παράγραφος 1 ή του άρθρου 38.

(4) Θα πρέπει να θεσπισθούν λεπτομερείς διατάξεις βάσει του άρθρου 39 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και θα πρέπει να προβλεφθεί η εφαρμογή της ίδιας διαδικασίας στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 38 παράγραφος 5 του κανονισμού.

(5) Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1865/90 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1990, σχετικά με τους τόκους υπερημερίας που καταβάλλονται σε περίπτωση καθυστέρησης της επιστροφής της συνδρομής των Διαρθρωτικών Ταμείων(2) θα πρέπει να αντικατασταθεί. Ωστόσο, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1865/90 θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζονται στην παρέμβαση που χορηγείται για την περίοδο 1994-1999, δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 του Συμβουλίου(3), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3193/94(4).

(6) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων που διέπουν την ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων που ορίζονται στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ(5).

(7) Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής για την ανάπτυξη και ανασυγκρότηση των περιφερειών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Αντικείμενο

Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 όσον αφορά τη διαδικασία διενέργειας δημοσιονομικών διορθώσεων στη συνδορμή που χορηγείται από τα διαρθρωτικά ταμεία και την οποία διαχειρίζονται τα κάτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Δημοσιονομικές διορθώσεις που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη

Άρθρο 2

1. Αν πρόκειται για συστηματική παρατυπία, πρέπει να εξετάζονται, βάσει του άρθρου 39 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999, όλες οι πράξεις που ενδέχεται να έχουν επηρεασθεί σχετικά.

2. Όταν καταργείται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει η κοινοτική συνδρομή, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των παρατυπιών, καθώς και τις δημοσιονομικές απώλειες των ταμείων.

3. Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή, υπό μορφή παραρτήματος της τελευταίας τριμηνιαίας αναφοράς εκάστου έτους που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1681/94 της Επιτροπής(6), κατάλογο των διαδικασιών κατάργησης που έχουν κινηθεί το προηγούμενο έτος, μαζί με πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί ή που, ανάλογα με την περίπτωση, απαιτείται ακόμη να θεσπιστούν, για να προσαρμοστούν τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου.

Άρθρο 3

1. Σε περίπτωση που πρέπει να ανακτηθούν ποσά ως συνέπεια κατάργησης δυνάμει τον άρθρου 39 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999, η αρμόδια υπηρεσία ή φορέας κινούν διαδικασίες ανάκτησης, ενημερώνοντας σχετικά τις αρχές πληρωμών και διαχείρισης. Οι ανακτήσεις αυτές πρέπει να γνωστοποιούνται και να καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 438/2001 της Επιτροπής(7).

2. Η συνδρομή των Ταμείων που έχει καταργηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, απαγορεύεται να επαναχρησιμοποιείται για την πράξη ή τις πράξεις που ήταν το αντικείμενο της διόρθωσης· απαγορεύεται επίσης να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση που πραγματοποιείται δημοσιονομική διόρθωση για συστηματικό σφάλμα, για τις πράξεις στις οποίες έχει διαπιστωθεί αυτό το συστηματικό σφάλμα. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, με την έκθεση η οποία αναφέρεται στο ως άνω άρθρο 2 παράγραφος 3, σχετικά με τις αποφάσεις ή προτάσεις τους για επαναχρησιμοποίηση των πόρων που έχουν καταργηθεί και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, για τροποποίηση του δημοσιονομικού σχεδίου της ενίσχυσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Οι δημοσιονομικές διορθώσεις που πραγματοποιούνται από την Επιτροπή

Άρθρο 4

1. Το ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης που πραγματοποιείται από την Επιτροπή δυνάμει τον άρθρου 39 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999, που αφορά τις επιμέρους ή συστηματικές παρατυπίες, θα αξιολογηθεί, όπου αυτό είναι δυνατό και εφαρμόσιμο, βάσει μεμονωμένων φακέλων και θα ισούται με το ποσό της δαπάνης που χρεώθηκε αδικαιολόγητα στα Ταμεία, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

2. Όταν δεν είναι δυνατό ή εφικτό να υπολογιστεί επακριβώς το ποσό της παράτυπης δαπάνης ή όταν η εξ ολοκλήρου ακύρωση της εν λόγω παράτυπης δαπάνης θα ήταν δυσανάλογη και συνεπώς η Επιτροπή επιβάλλει δημοσιονομικές διορθώσεις κατά παρεκβολή ή κατ' αποκοπή, ενεργεί ως εξής:

α) σε περίπτωση παρεκβολής, χρησιμοποιεί ως αφετηρία ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα δοσοληψιών με παρόμοια χαρακτηριστικά·

β) σε περίπτωση αποκοπής, εκτιμά την σημασία παράβασης των κανονισμών όπως επίσης την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της διαπιστωθείσης παρατυπίας.

3. Όταν η Επιτροπή βασίζει τη θέση της στα γεγονότα που έχουν διαπιστωθεί από ελεγκτές που δεν είναι μέλη των υπηρεσιών της, εξάγει τα συμπεράσματά της σε συνάρτηση με δημοσιονομικές επιπτώσεις αυτών των γεγονότων, αφού θα έχει εξετάσει τα μέτρα που έχουν ληφθεί από το οικείο κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 39 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999, τις εκθέσεις που έχουν διαβιβαστεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1681/94, και όποιες απαντήσεις έχουν ληφθεί από το κράτος μέλος.

Άρθρο 5

1. Το οικείο κράτος μέλος διαθέτει προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσει σε αίτηση, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 39 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999, για να υποβάλει τα σχόλιά του και, κατά περίπτωση, να πραγματοποιήσει διορθώσεις, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις που η Επιτροπή δύναται να παρατείνει την προθεσμία.

2. Σε περίπτωση που η Επιτροπή προτείνει δημοσιονομικές διορθώσεις κατά παρεκβολή ή κατ' αποκοπή, δίνεται στο κράτος μέλος η ευκαιρία να αποδείξει, μέσω εξέτασης των σχετικών φακέλων, ότι η πραγματική σοβαρότητα της παρατυπίας ήταν μικρότερη από την εκτίμηση της Επιτροπής. Το κράτος μέλος, σε συμφωνία με την Επιτροπή, δύναται να περιορίσει το πεδίο της εξέτασης σε ένα κατάλληλο ποσοστό ή ένα δείγμα των σχετικών φακέλων. Εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η χρονική παράταση που χορηγείται για αυτή την εξέταση δεν μπορεί να υπερβεί περαιτέρω την περίοδο δύο μηνών μετά τη δίμηνη περίοδο πού αναφέρεται στην παράγραφο 1. Τα αποτελέσματα αυτής της εξέτασης εξετάζονται με τον τρόπο που προσδιορίζεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 39 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη κάθε αποδεικτικό στοιχείο που παρέχεται από το κράτος μέλος εντός των προαναφερόμενων προθεσμιών.

3. Όταν το κράτος μέλος έχει αντιρρήσεις σχετικά με τις παρατηρήσεις πού διατύπωσε η Επιτροπή και λαμβάνει χώρα ακρόαση δυνάμει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 39 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999, η τρίμηνη προθεσμία εντός της οποίας αποφασίζει η Επιτροπή δυνάμει τον άρθρου 39 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία της ακρόασης.

Άρθρο 6

Στις περιπτώσεις που η Επιτροπή έχει διακόψει τις πληρωμές δυνάμει του άρθρου 38 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999, η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος καταβάλλουν προσπάθειες για επίτευξη συμφωνίας εντός της πεντάμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 5 του ανωτέρω κανινισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία και τα χρονικά όρια που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος κανονισμού. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία εφαρμόζεται η παράγραφος 3 του άρθρου 5.

Άρθρο 7

1. Κάθε οφειλόμενη επιστροφή στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 39 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 πραγματοποιείται πριν από την ημερομηνία λήξης που ορίζεται στην εντολή είσπραξης που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 28 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η ημερομηνία οφειλής, καθορίζεται έως το τέλος του δεύτερου μήνα που ακολουθεί την έκδοση της εντολής.

2. Για οποιαδήποτε καθυστέρηση ως προς την επιστροφή, επιβάλλεται πληρωμή τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία λήξης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έως την ημερομηνία πληρωμής. Το σχετικό επιτόκιο είναι υψηλότερο κατά μιάμιση μονάδα από το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες συναλλαγές της αναχρηματοδότησης την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα στον οποίο εμπίπτει η ημερομηνία λήξης.

3. Η δημοσιονομική διόρθωση, δυνάμει του άρθρου 39 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999, δεν απαλλάσσει το κράτος μέλος από την υποχρέωσή του να επιδιώξει ανακτήσεις δυνάμει του άρθρου 38 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 και του άρθρου 3 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, ούτε τις διατάξεις σχετικά με την ανάκτηση της κρατικής βοήθειας όπως ορίζεται στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 8

Ο κανονισμός (EOΚ) αριθ. 1865/90 καταργείται.

Εξακολουθεί ωστόσο να εφαρμόζεται για τις μορφές παρέμβασης που χορηγήθηκαν για την περίοδο 1994-1999, βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88.

Άρθρο 9

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 2 Μαρτίου 2001.

Για την Επιτροπή

Michel Barnier

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 161 της 26.6.1999, σ. 1.

(2) ΕΕ L 170 της 3.7.1990, σ. 35.

(3) ΕΕ L 185 της 15.7.1988, σ. 9.

(4) ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 11.

(5) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(6) ΕΕ L 178 της 12.7.1994, σ. 43.

(7) ΕΕ L 63 της 3.3.2001, σ. 21.

Top