EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31998F0733

98/733/ΔΕΥ: Κοινή δράση της 21ης Δεκεμβρίου 1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

OJ L 351, 29.12.1998, p. 1–3 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Special edition in Czech: Chapter 19 Volume 001 P. 113 - 114
Special edition in Estonian: Chapter 19 Volume 001 P. 113 - 114
Special edition in Latvian: Chapter 19 Volume 001 P. 113 - 114
Special edition in Lithuanian: Chapter 19 Volume 001 P. 113 - 114
Special edition in Hungarian Chapter 19 Volume 001 P. 113 - 114
Special edition in Maltese: Chapter 19 Volume 001 P. 113 - 114
Special edition in Polish: Chapter 19 Volume 001 P. 113 - 114
Special edition in Slovak: Chapter 19 Volume 001 P. 113 - 114
Special edition in Slovene: Chapter 19 Volume 001 P. 113 - 114
Special edition in Bulgarian: Chapter 19 Volume 001 P. 83 - 84
Special edition in Romanian: Chapter 19 Volume 001 P. 83 - 84

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 10/11/2008; καταργήθηκε από 32008F0841

ELI: http://data.europa.eu/eli/joint_action/1998/733/oj

31998F0733

98/733/ΔΕΥ: Κοινή δράση της 21ης Δεκεμβρίου 1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 351 της 29/12/1998 σ. 0001 - 0003


ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ της 21ης Δεκεμβρίου 1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1) (98/733/ΔΕΥ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο Κ.3, παράγραφος 2, στοιχείο β),

την έκθεση της ομάδας υψηλού επιπέδου για το οργανωμένο έγκλημα, η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ της 16ης και 17ης Ιουνίου 1997, και ιδίως τη σύσταση αριθ. 17 του σχεδίου δράσης,

Εκτιμώντας ότι το Συμβούλιο θεωρεί ότι η σοβαρότητα και η εξέλιξη ορισμένων μορφών οργανωμένης εγκληματικότητας καθιστούν αναγκαία την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όσον αφορά τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις: διακίνηση ναρκωτικών, εμπορία ανθρώπων, τρομοκρατία, παράνομη διακίνηση έργων τέχνης, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σοβαρά οικονομικά εγκλήματα, εκβιασμός και άλλες πράξεις βίας στρεφόμενες κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας του ατόμου είτε προξενούσες συλλογικό κίνδυνο για άτομα,

Εκτιμώντας ότι, για την αντιμετώπιση των διαφόρων κινδύνων που απειλούν τα κράτη μέλη, απαιτείται μια κοινή προσέγγιση της συμμετοχής στις δραστηριότητες των εγκληματικών οργανώσεων,

Εκτιμώντας ότι, τα κράτη μέλη, κατά την εφαρμογή της παρούσας κοινής δράσης, θα προσπαθήσουν να εφαρμόσουν ή να διευκολύνουν τη λήψη των μέτρων για την προστασία των μαρτύρων ή/και των συνεργαζομένων με τη δικαιοσύνη ατόμων, στα πλαίσια της καταπολέμησης του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος, που προβλέπονται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1995 (2) και της 20ής Δεκεμβρίου 1996 (3),

Επαναλαμβάνοντας ότι εμπιστεύεται τη δομή και τη λειτουργία της έννομης τάξης των κρατών μελών και την ικανότητά τους να εγγυηθούν δίκαιη δίκη,

Εκτιμώντας ότι τα κράτη μέλη επιθυμούν να εξασφαλίσουν ότι όσοι συμμετέχουν στις δραστηριότητες εγκληματικών οργανώσεων δεν θα μπορούν να αποφύγουν τις έρευνες και τη δίωξη σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις που καλύπτει η παρούσα κοινή δράση 7 προς το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα διευκολύνουν τη δικαστική συνεργασία κατά τις έρευνες και τη δίωξη των εν λόγω αξιοποίνων πράξεων,

Υπενθυμίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως περιγράφονται στην ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, της οποίας όλα τα κράτη μέλη είναι μέρη, και ιδίως τις διατάξεις περί ελευθερίας της έκφρασης, του συνέρχεσται ειρηνικώς και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι,

Έχοντας εξετάσει τις απόψεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατόπιν διαβουλεύσεων σύμφωνα με το άρθρο Κ.6 της συνθήκης (4),

ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ:

Άρθρο 1

Για τους σκοπούς της παρούσας κοινής δράσης, ως «εγκληματική οργάνωση» νοείται η εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων, που δρουν από κοινού προκειμένου να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις που επισύρουν ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας μεγίστης διαρκείας τουλάχιστον τεσσάρων ετών, ή βαρύτερη ποινή, εφόσον οι εν λόγω αξιόποινες πράξεις αποτελούν αυτοσκοπό ή μέσον για τον προσπορισμό περιουσιακών οφελημάτων και, ενδεχομένως, για τον αθέμιτο επηρεασμό της λειτουργίας δημόσιων αρχών.

Στις αναφερθείσες στο πρώτο εδάφιο αξιόποινες πράξεις περιλαμβάνονται και οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 της σύμβασης Europol καθώς και στο παράρτημά της και οι οποίες επισύρουν ποινή τουλάχιστον ισοδύναμη προς την προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 2

1. Προς διευκόλυνση της καταπολέμησης των εγκληματικών οργανώσεων, κάθε κράτος μέλος υποχρεούται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6, να μεριμνήσει ώστε ο ένας ή και οι δύο τρόποι συμπεριφοράς που περιγράφονται κατωτέρω, να επισύρουν αποτελεσματικές, σύμμετρες και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις:

α) Η συμπεριφορά κάθε προσώπου, το οποίο εκ προθέσεως και εν γνώσει είτε του σκοπού και της εν γένει εγκληματικής δραστηριότητας της οργάνωσης είτε της πρόθεσης της οργάνωσης να διαπράξει τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις, συμμετέχει ενεργά:

- στις εγκληματικές δραστηριότητες οργάνωσης, οι οποίες εμπίπτουν στο άρθρο 1, ακόμη και αν το πρόσωπο αυτό δεν συμμετέχει στην καθ' εαυτήν εκτέλεση των εν λόγω αξιοποίνων πράξεων και, υπό την επιφύλαξη των γενικών αρχών του ποινικού δικαίου του οικείου κράτους μέλους, ακόμα και αν η εκτέλεση των εν λόγω αξιοποίνων πράξεων δεν υλοποιηθεί,

- στις λοιπές δραστηριότητες της οργάνωσης, γνωρίζοντας επίσης ότι η συμμετοχή του συμβάλλει στην πραγματοποίηση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης οι οποίες εμπίπτουν στο άρθρο 1.

β) Η συμπεριφορά προσώπου, το οποίο έχει συνάψει με ένα ή περισσότερα πρόσωπα, συμφωνία για άσκηση δραστηριότητας, η οποία, εάν υλοποιηθεί, ισοδυναμεί με διάπραξη των αξιοποίνων πράξεων οι οποίες εμπίπτουν στο άρθρο 1, ακόμη και όταν το πρόσωπο αυτό δεν συμμετέχει στην καθ' εαυτήν εκτέλεση της δραστηριότητας.

2. Τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως του εάν επέλεξαν να θεωρήσουν αξιόποινη τη μορφή συμπεριφοράς που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) ή β), παρέχουν αμοιβαίως την ευρύτερη δυνατή συνδρομή, όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις που καλύπτονται από το παρόν άρθρο, καθώς και όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις που καλύπτονται από το άρθρο 3 παράγραφος 4 της σύμβασης σχετικά με την έκδοση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία καταρτίσθηκε από το Συμβούλιο στις 27 Σεπτεμβρίου 1996.

Άρθρο 3

Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε τα νομικά πρόσωπα να μπορούν να θεωρούνται ποινικώς ή άλλως ως υπεύθυνα, για τις αξιόποινες πράξεις, οι οποίες εμπίπτουν στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και οι οποίες διαπράττονται από το εν λόγω νομικό πρόσωπο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που καθορίζονται από το εθνικό του δίκαιο. Η ευθύνη αυτή του νομικού προσώπου δεν αποκλείει την ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων που είναι αυτουργοί ή συνεργοί σε αυτές τις αξιόποινες πράξεις. Κάθε κράτος μέλος μεριμνά, ειδικότερα, ώστε να επιβάλλονται στα νομικά πρόσωπα αποτελεσματικές, σύμμετρες και αποτρεπτικές ποινές και κυρώσεις περιουσιακής και οικονομικής φύσεως.

Άρθρο 4

Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι χωρεί δίωξη για τις προβλεπόμενες στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) ή β) μορφές συμπεριφοράς που εκδηλώθηκαν στην επικράτειά του, ανεξαρτήτως του τόπου στην επικράτεια των κρατών μελών όπου εδρεύει ή ασκεί τις εγκληματικές της δραστηριότητες η οργάνωση ή του τόπου όπου ασκείται η δραστηριότητα η οποία αποτελεί το αντικείμενο της συμφωνίας, που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β).

Όταν περισσότερα του ενός κράτη μέλη είναι αρμόδια να εκδικάσουν πράξεις συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, προβαίνουν σε μεταξύ τους διαβουλεύσεις ώστε να συντονίσουν τη δράση τους προκειμένου να επιτευχθεί αποτελεσματική δίωξη, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του τόπου όπου ευρίσκονται τα διάφορα στοιχεία της οργάνωσης, στην επικράτεια των οικείων κρατών μελών.

Άρθρο 5

1. Σε περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται η σύμβαση σχετικά με την έκδοση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία καταρτίσθηκε από το Συμβούλιο στις 27 Σεπτεμβρίου 1996, η παρούσα κοινή δράση δεν θίγει καθ' οιονδήποτε τρόπο τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση ή την ερμηνεία αυτής.

2. Η παρούσα κοινή δράση δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προσδώσουν αξιόποινο χαρακτήρα στη συμπεριφορά σε σχέση με εγκληματική οργάνωση που έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από το οριζόμενο στο άρθρο 2 παράγραφος 1.

Άρθρο 6

Κάθε κράτος μέλος υποβάλλει, κατά το έτος που έπεται της έναρξης της ισχύος της παρούσας κοινής δράσης, κατάλληλες προτάσεις για την εφαρμογή της, προκειμένου να εξεταστούν από τις αρμόδιες αρχές ενόψει της έγκρισής τους.

Άρθρο 7

Η παρούσα κοινή δράση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της.

Άρθρο 8

Η παρούσα κοινή δράση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα.

Βρυξέλλες, 21 Δεκεμβρίου 1998.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. BARTENSTEIN

(1) Επιφύλαξη κοινοβουλευτικής εξέτασης από τη βελγική αντιπροσωπία.

(2) ΕΕ C 327 της 7. 12. 1995, σ. 5.

(3) ΕΕ C 10 της 11. 1. 1997, σ. 1.

(4) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1997.

Δήλωση του Συμβουλίου

Το Συμβούλιο θα αξιολογήσει μέχρι το Δεκέμβριο 1999, κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η παρούσα κοινή δράση, και ιδίως κατά πόσον έχουν εφαρμόσει το άρθρο 2 αυτής. Μ' αυτή την ευκαιρία θα αποφασίσει κατά πόσον θα συνεχίσει να προβαίνει σ' αυτήν την τακτική αξιολόγηση.

Προς τούτο, θα υποβληθεί στο Συμβούλιο, έκθεση βάσει των πληροφοριών που θα παράσχουν τα κράτη μέλη και στο πλαίσιο του μηχανισμού αξιολόγησης που θέσπισε το Συμβούλιο στις 5 Δεκεμβρίου 1997, βάσει του οποίου:

- διαπιστώνεται η πρόοδος υλοποίησης της παρούσας κοινής δράσης,

- περιγράφονται τα εφαρμοζόμενα εθνικά μέτρα δυνάμει της παρούσας κοινής δράσης, και ιδίως εξετάζονται οι πρακτικές δίωξης των αξιοποίνων πράξεων που καλύπτονται από την παρούσα κοινή δράση,

- εξετάζονται όλα τα αναγκαία μέτρα, με τα οποία καθίσταται αποτελεσματικότερη η δικαστική συνεργασία όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις που καλύπτει η παρούσα κοινή δράση, εξετάζοντας, μεταξύ άλλων, τις προθεσμίες της δικαστικής συνεργασίας και το κατά πόσον το διττό αξιόποινο που υφίσταται στην εθνική νομοθεσία εμποδίζει τη δικαστική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών,

- εξηγούνται οι λόγοι, για τους οποίους ενδεχομένως βραδύνει η εφαρμογή της παρούσας κοινής δράσης.

Δήλωση της αυστριακής αντιπροσωπείας σχετικά με το άρθρο 3

Η Αυστρία παραπέμπει στην προβλεπόμενη στο άρθρο 18 παράγραφος 2 του δευτέρου πρωτοκόλλου της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 221 της 19. 7. 1997, σ. 11), δυνατότητα που της παρεχωρήθη να αναστείλει επί πενταετία τη δέσμευσή της από τα άρθρα 3 και 4 του πρωτοκόλλου αυτού και δηλώνει ότι εντός της αυτής προθεσμίας θα συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που της επιβάλλει το άρθρο 3 της κοινής δράσης.

Δήλωση της αντιπροσωπείας της Δανίας σχετικά με το άρθρο 3

Η Δανία δηλώνει ότι δεν προτίθεται, προς εφαρμογήν του άρθρου 3, να επεκτείνει την ισχύουσα δανική νομοθεσία περί ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων.

Δήλωση τη γερμανικής αντιπροσωπείας σχετικά με το άρθρο 4 δεύτερο εδάφιο

Η Γερμανία θεωρεί δεδομένο ότι, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 δεύτερο εδάφιο, θα ληφθεί δεόντως υπόψιν η κύρια εστία, π.χ. περιοχή δράσης, της εγκληματικής οργάνωσης ή στοιχείου αυτής.

Δήλωση της βελγικής αντιπροσωπείας σχετικά με το άρθρο 1

Η βελγική αντιπροσωπεία φρονεί ότι στον κατ' άρθρο 1 ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης εμπίπτουν και οι μέθοδοι δράσης (modi operandi) τις οποίες χρησιμοποιούν οι δράστες των εγκλημάτων. Πρόκειται για τον εκφοβισμό, την απειλή, τη βία, διάφορες μορφές απάτης ή ακόμη για τη χρήση της δωροδοκίας και για τη χρησιμοποίηση εμπορικών ή άλλων επιχειρήσεων με σκοπό τη συγκάλυψη ή τη διευκόλυνση της τέλεσης των εγκλημάτων.

Top