EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32009R0597

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009 , για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (κωδικοποιημένη έκδοση)

OJ L 188, 18.7.2009, p. 93–126 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
Special edition in Croatian: Chapter 11 Volume 017 P. 273 - 306

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 19/07/2016; καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από 32016R1037

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2009/597/oj

18.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/93


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 597/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Ιουνίου 2009

για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

(κωδικοποιημένη έκδοση)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 133,

τους κανονισμούς περί κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, καθώς και τους κανονισμούς που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 308 της συνθήκης και εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων, και ιδίως τις διατάξεις των κανονισμών αυτών, οι οποίες επιτρέπουν παρέκκλιση από τη γενική αρχή η οποία προβλέπει ότι τα προστατευτικά μέτρα στα σύνορα αντικαθίστανται μόνον από τα μέτρα που προβλέπονται στους εν λόγω κανονισμούς,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα (2) και ουσιωδώς. Είναι ως εκ τούτου σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η ολοκλήρωση των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων οι οποίες διεξήχθησαν στα πλαίσια του Γύρου της Ουρουγουάης οδήγησε στην ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).

(3)

Στο παράρτημα 1Α της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ («συμφωνία για τον ΠΟΕ») που εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (3), περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994 («ΓΣΔΕ του 1994»), μια συμφωνία για τη γεωργία («συμφωνία για τη γεωργία»), μια συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ του 1994 (εφεξής αναφερόμενη ως «η συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994»), καθώς και μια συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα («συμφωνία για τις επιδοτήσεις»).

(4)

Προκειμένου να ενισχυθούν η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα κατά την εφαρμογή, από την Κοινότητα, των κανόνων που προβλέπονται, αντιστοίχως, στη συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994 και στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, κρίθηκε αναγκαία η έκδοση δύο ξεχωριστών κανονισμών στους οποίους θα καθορίζονται, με επαρκείς λεπτομέρειες, οι διατάξεις για την εφαρμογή αυτών των δύο μέσων εμπορικής άμυνας.

(5)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθή και διαφανής εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στις δύο αυτές συμφωνίες, θα πρέπει να ενσωματωθούν, κατά το δυνατόν, οι διατάξεις τους στην κοινοτική νομοθεσία.

(6)

Είναι σκόπιμο να διευκρινισθούν, με επαρκείς λεπτομέρειες οι όροι που καθορίζουν την ύπαρξη επιδότησης, οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα εφαρμογής των αντισταθμιστικών δασμών (ειδικότερα, κατά πόσον η επιδότηση έχει ατομικό χαρακτήρα) και τα κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται για τον υπολογισμό του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης.

(7)

Είναι ανάγκη, κατά τον προσδιορισμό της ύπαρξης επιδότησης, να αποδεικνύεται ότι έχει παρασχεθεί χρηματοδοτική συνεισφορά από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε κρατικό φορέα, εντός της επικράτειας μιας χώρας, ή ότι έχει παρασχεθεί στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών υπό οιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ 1994, και ότι έχει προσποριστεί κάποιο όφελος στην επιχείρηση.

(8)

Για τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης στην περίπτωση που δεν υπάρχει σημείο αναφοράς της αγοράς στη συγκεκριμένη χώρα, το σημείο αναφοράς θα πρέπει να καθορίζεται με την προσαρμογή των όρων και συνθηκών που επικρατούν στην εν λόγω αγορά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν σε αυτή τη χώρα. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό επειδή, μεταξύ άλλων, αυτές οι τιμές ή το κόστος είτε δεν υπάρχουν ή δεν είναι αξιόπιστες, τότε θα πρέπει να καθοριστεί το κατάλληλο σημείο αναφοράς με τη χρήση των όρων και συνθηκών που επικρατούν σε άλλες αγορές.

(9)

Είναι σκόπιμο να θεσπισθούν σαφείς και λεπτομερείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους παράγοντες που είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για τη διαπίστωση του κατά πόσον οι επιδοτούμενες εισαγωγές έχουν προξενήσει ή υπάρχει ο κίνδυνος να προξενήσουν σημαντική ζημία. Κατά την απόδειξη του γεγονότος ότι ο όγκος και οι τιμές των επίμαχων εισαγωγών ευθύνονται για τη ζημία που έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, ενδείκνυται να προσμετρείται η επίδραση άλλων παραγόντων και, ειδικότερα, των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά της Κοινότητας.

(10)

Είναι σκόπιμο να προσδιορισθεί η έννοια του όρου «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» και να προβλεφθεί ότι τα μέρη που συνδέονται με εξαγωγείς είναι δυνατόν να εξαιρούνται από τον εν λόγω κλάδο παραγωγής, καθώς επίσης να προσδιορισθεί η έννοια του όρου «συνδεόμενος». Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα διαδικασίας αντισταθμιστικών δασμών για λογαριασμό των παραγωγών μιας περιφέρειας της Κοινότητας και να θεσπισθούν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον ορισμό της εν λόγω περιφέρειας.

(11)

Είναι αναγκαίο να ορισθεί ποιος είναι αρμόδιος να υποβάλει καταγγελία για αντισταθμιστικούς δασμούς, καθώς και ο απαιτούμενος βαθμός υποστήριξης της καταγγελίας από τον οικείο κοινοτικό κλάδο παραγωγής και να καθορισθούν τα στοιχεία που κάθε καταγγελία πρέπει να περιέχει σχετικά με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, τη ζημία και τη μεταξύ τους αιτιώδη συνάφεια. Είναι επίσης σκόπιμο να καθοριστούν οι διαδικασίες που διέπουν την απόρριψη των καταγγελιών ή την κίνηση διαδικασίας.

(12)

Είναι αναγκαίο να ορισθεί ο τρόπος με τον οποίον πρέπει να ενημερώνονται τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τα στοιχεία που χρειάζονται οι αρχές, και να τους παρέχεται πλήρης δυνατότητα υποβολής κάθε συναφούς αποδεικτικού στοιχείου και προάσπισης των συμφερόντων τους. Είναι επίσης επιθυμητό να καθιερωθούν ευκρινώς οι κανόνες και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας, και να προβλεφθούν ειδικότερα οι όροι βάσει των οποίων τα ενδιαφερόμενα μέρη οφείλουν να αναγγέλλονται, να διατυπώνουν τις απόψεις τους και να υποβάλλουν στοιχεία εντός συγκεκριμένων προθεσμιών, προκειμένου να ληφθούν υπόψη. Θα πρέπει επίσης να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα ενδιαφερόμενο μέρος είναι δυνατόν να αποκτήσει πρόσβαση σε στοιχεία υποβληθέντα από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτών. Θα πρέπει επίσης να καθιερωθεί συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της επιτροπής για τη συγκέντρωση των στοιχείων.

(13)

Είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατόν να επιβληθούν προσωρινοί δασμοί, και να προβλεφθεί ιδίως ότι η επιβολή τους δεν επιτρέπεται πριν από την πάροδο 60 ημερών ούτε μετά την πάροδο εννέα μηνών από την έναρξη της διαδικασίας. Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι εν λόγω δασμοί είναι δυνατόν να επιβληθούν, σε όλες τις περιπτώσεις, από την Επιτροπή μόνο για διάστημα τεσσάρων μηνών.

(14)

Είναι αναγκαίο να προσδιορισθούν οι διαδικασίες αποδοχής των αναλήψεων υποχρεώσεων, με τις οποίες εξαλείφονται ή εξουδετερώνονται οι αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και η ζημία, αντί της επιβολής προσωρινών ή οριστικών δασμών. Είναι, επίσης, σκόπιμο να προβλεφθούν οι επιπτώσεις της παραβίασης ή της ανάκλησης ανειλημμένων υποχρεώσεων, και να προβλεφθεί ότι είναι δυνατή η επιβολή προσωρινών δασμών σε περιπτώσεις που υπάρχουν υπόνοιες περί παραβίασης ή όταν απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τη συμπλήρωση των πορισμάτων. Κατά την αποδοχή αναλήψεως υποχρεώσεων θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων και η επιβολή τους να μην οδηγούν σε αντιανταγωνιστική συμπεριφορά.

(15)

Θεωρείται σκόπιμο να επιτραπεί η ανάκληση μιας ανάληψης υποχρεώσεων και η εφαρμογή του δασμού με μία ενιαία νομική πράξη. Είναι επίσης αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι η διαδικασία ανάκλησης περατώνεται εντός προθεσμίας έξι μηνών κανονικά και σε καμία περίπτωση μεγαλύτερης των εννέα μηνών, για να γίνει η ορθή εφαρμογή του ισχύοντος μέτρου.

(16)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι οι υποθέσεις κανονικά περατώνονται εντός διαστήματος 12 μηνών και, πάντως, το αργότερο εντός 13 μηνών από την έναρξη της έρευνας, ανεξαρτήτως εάν έχουν ή όχι θεσπιστεί οριστικά μέτρα.

(17)

Η έρευνα ή η διαδικασία πρέπει να περατώνεται όταν διαπιστώνεται ότι το ύψος της επιδότησης είναι ασήμαντο ή όταν, ιδίως στην περίπτωση εισαγωγών, καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών, ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών ή η ζημία είναι αμελητέα. Είναι επίσης σκόπιμο να καθορισθούν τα σχετικά κριτήρια. Όταν πρόκειται να επιβληθούν μέτρα, είναι αναγκαίο να προβλέπεται η περάτωση των ερευνών και να ορίζεται ότι το ύψος των δασμών θα πρέπει να είναι μικρότερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον αυτό το κατώτερο ποσό αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας, και να οριστεί η μέθοδος υπολογισμού του ύψους των δασμών σε περιπτώσεις δειγματοληψίας.

(18)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί η δυνατότητα αναδρομικής είσπραξης των προσωρινών δασμών, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, και να καθορισθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατόν να αποφασίζεται η αναδρομική επιβολή δασμών, προκειμένου να αποτρέπεται η μείωση της αποτελεσματικότητας των οριστικών μέτρων που πρόκειται να εφαρμοσθούν. Είναι επίσης ανάγκη να προβλεφθεί ότι οι δασμοί είναι δυνατόν να επιβάλλονται αναδρομικά σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης ανειλημμένων υποχρεώσεων.

(19)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι τα μέτρα παύουν να ισχύουν μετά την πάροδο πενταετίας, εκτός αν διαπιστωθεί, μετά από επανεξέταση, ότι είναι σκόπιμη η διατήρησή τους σε ισχύ. Είναι ακόμη ανάγκη να προβλεφθεί, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υποβάλλονται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη μεταβολή των συνθηκών, η δυνατότητα διενέργειας ενδιάμεσης επανεξέτασης ή ερευνών προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον επιβάλλεται η επιστροφή αντισταθμιστικών δασμών.

(20)

Αν και η συμφωνία για τις επιδοτήσεις δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με την καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων, η πιθανότητα αυτή υφίσταται, υπό όρους παρεμφερείς, μολονότι όχι πανομοιότυπους, σε σχέση με τον κίνδυνο καταστρατήγησης των μέτρων αντιντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, φαίνεται σκόπιμο να προβλεφθούν σχετικές διατάξεις στον παρόντα κανονισμό.

(21)

Είναι σκόπιμο να διευκρινισθεί ποια είναι τα μέρη που διαθέτουν το δικαίωμα να ζητήσουν την έναρξη ερευνών για καταστρατήγηση.

(22)

Είναι επίσης σκόπιμο να διασαφηνιστούν οι πρακτικές οι οποίες αποτελούν καταστρατήγηση των μέτρων που εφαρμόζονται. Οι πρακτικές καταστρατήγησης μπορούν να λάβουν χώρα στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Κοινότητας. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι απαλλαγές από τους επεκταθέντες δασμούς που ενδεχομένως έχουν χορηγηθεί στους εισαγωγείς μπορούν επίσης να χορηγηθούν στους εξαγωγείς όταν επεκτείνονται οι δασμοί για να αντιμετωπιστεί η καταστρατήγηση που λαμβάνει χώρα εκτός της Κοινότητας.

(23)

Είναι σκόπιμο να επιτραπεί η αναστολή αντισταθμιστικών μέτρων σε περίπτωση παροδικής μεταβολής των συνθηκών στην αγορά, η οποία καθιστά τη διατήρησή τους προσωρινά άσκοπη.

(24)

Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο έρευνας είναι δυνατό να υποβάλλονται σε καταγραφή κατά την εισαγωγή, ώστε να καθίσταται δυνατή η μεταγενέστερη εφαρμογή μέτρων κατά των εισαγωγών αυτών.

(25)

Για να διασφαλισθεί η προσήκουσα εφαρμογή των μέτρων, είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να παρακολουθούν και να υποβάλλουν στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με της εισαγωγές των προϊόντων που υπόκεινται σε έρευνα ή σε μέτρα, καθώς και σχετικά με το ύψος των δασμών που εισπράττονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα για την Επιτροπή να ζητεί από τα κράτη μέλη να υποβάλλουν, τηρουμένων των κανόνων εμπιστευτικότητας, στοιχεία που θα χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση των ανειλημμένων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές και για την επαλήθευση της αποτελεσματικότητας των ισχυόντων μέτρων.

(26)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί η διαβούλευση με συμβουλευτική επιτροπή, τακτικά και σε τακτά στάδια της έρευνας. Η επιτροπή αυτή πρέπει να απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και από έναν αντιπρόσωπο της Επιτροπής υπό την ιδιότητα του προέδρου.

(27)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα επισκέψεων με σκοπό την επαλήθευση στοιχείων που έχουν υποβληθεί σχετικά με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και τη ζημία, αν και οι επισκέψεις αυτές θα πρέπει να εξαρτώνται από την ποιότητα των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια που έχουν αποσταλεί.

(28)

Είναι ουσιώδες να προβλεφθεί η δυνατότητα δειγματοληψίας σε υποθέσεις με μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων μερών ή συναλλαγών, ούτως ώστε να είναι δυνατή η περάτωση των ερευνών εντός των οριζομένων προθεσμιών.

(29)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι, όταν τα μέρη δεν συνεργάζονται με τρόπο ικανοποιητικό, είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται άλλα πληροφοριακά στοιχεία για τη συναγωγή των πορισμάτων και ότι τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκά για τα μέρη αυτά απ’ ότι εάν είχαν συνεργασθεί.

(30)

Πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις για τη μεταχείριση πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να μη διαρρέουν επιχειρηματικά ή κρατικά μυστικά.

(31)

Είναι απαραίτητη η προσήκουσα ενημέρωση για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις των μερών που δικαιούνται τέτοια μεταχείριση και η πραγματοποίηση της ενημέρωσης αυτής εντός προθεσμίας που να επιτρέπει στα μέρη να υπερασπίζουν τα συμφέροντά τους, λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στην Κοινότητα.

(32)

Είναι φρόνιμο να καθιερωθεί ένα διοικητικό σύστημα που να προβλέπει τη δυνατότητα προβολής επιχειρημάτων σχετικά με το εάν δεδομένο μέτρο είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, και ιδίως προς το συμφέρον των καταναλωτών, και να καθορισθούν, αφενός οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να υποβάλλονται τα σχετικά στοιχεία και, αφετέρου, τα δικαιώματα ενημέρωσης των ενδιαφερομένων μερών.

(33)

Κατά την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, είναι ουσιώδες, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που η εν λόγω συμφωνία επιδίωξε να θεσπίσει, να λαμβάνει υπόψη της η Κοινότητα την ερμηνεία τους από τους βασικούς εμπορικούς της εταίρους, όπως αυτή εκφράζεται στη νομοθεσία ή την πάγια πρακτική,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αρχές

1.   Αντισταθμιστικός δασμός είναι δυνατό να επιβάλλεται με σκοπό την εξουδετέρωση των συνεπειών της επιδότησης που έχει ενδεχομένως χορηγηθεί, άμεσα ή έμμεσα, για την κατασκευή, την παραγωγή, την εξαγωγή ή τη μεταφορά οιουδήποτε προϊόντος του οποίου η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα προκαλεί ζημία.

2.   Τηρουμένης της παραγράφου 1, στις περιπτώσεις που τα προϊόντα δεν εισάγονται απευθείας από τη χώρα καταγωγής, αλλά εξάγονται στην Κοινότητα μέσω μιας ενδιάμεσης χώρας, εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και, όταν είναι σκόπιμο, η εκάστοτε συναλλαγή ή συναλλαγές θεωρείται ότι έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ της χώρας καταγωγής και της Κοινότητας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

α)

ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο επιδότησης εάν τυγχάνει αντισταθμίσιμης επιδότησης, κατά την έννοια των άρθρων 3 και 4. Η επιδότηση είναι δυνατό να χορηγείται από το Δημόσιο της χώρας καταγωγής του εισαγόμενου προϊόντος ή από το Δημόσιο μιας ενδιάμεσης χώρας από την οποία το προϊόν εξάγεται στην Κοινότητα και η οποία καλείται, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, «χώρα εξαγωγής»·

β)

ως «Δημόσιο» νοείται κάθε δημόσιος ή κυβερνητικός οργανισμός στην επικράτεια της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής·

γ)

ως «ομοειδές προϊόν» νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν, ή, αν δεν υπάρχει ένα τέτοιο προϊόν, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν στενή ομοιότητα με εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος·

δ)

ως «ζημία» νοείται, αν δεν ορίζεται άλλως, η σημαντική ζημία η οποία προκαλείται στον οικείο κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ο κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ή η σημαντική καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής, και ερμηνεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.

Άρθρο 3

Ορισμός της επιδότησης

Θεωρείται ότι συντρέχει επιδότηση εφόσον:

1)

α)

υπάρχει χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής, και ειδικότερα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)

όταν το Δημόσιο ενεργεί κατά τρόπο που συνεπάγεται άμεση μεταφορά κεφαλαίων (π.χ. υπό μορφή επιχορηγήσεων, δανείων ή εισφοράς στο κεφάλαιο) ή δυνητική άμεση μεταφορά κεφαλαίων ή υποχρεώσεων (π.χ. παροχή εγγύησης για δάνεια)·

ii)

όταν το Δημόσιο παραιτείται από απαίτηση σε έσοδο που κανονικά του οφείλεται ή δεν το εισπράττει (π.χ. μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων, όπως είναι οι πιστώσεις φόρου). Εν προκειμένω, δεν θεωρούνται ως επιδότηση, η απαλλαγή ενός εξαγόμενου προϊόντος από δασμούς ή φόρους που επιβαρύνουν το ομοειδές προϊόν όταν αυτό προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση, ούτε η διαγραφή αυτών των δασμών ή φόρων μέχρι ενός ποσού που δεν υπερβαίνει το ύψος της αναλογούσας οφειλής, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω διαγραφή παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων I, II και ΙΙΙ·

iii)

όταν το Δημόσιο παρέχει αγαθά ή υπηρεσίες, εκτός από τη γενικότερη υποδομή, ή όταν αγοράζει αγαθά·

iv)

όταν το Δημόσιο:

καταβάλλει ποσά σε ένα σύστημα χρηματοδοτήσεων, ή

αναθέτει ή δίδει εντολή σε έναν ιδιωτικό φορέα να διενεργήσει μία ή περισσότερες από τις πράξεις που περιγράφονται στα στοιχεία i), ii) και iii), οι οποίες κανονικά υπάγονται στην αρμοδιότητά του, και εφόσον η διενέργεια των εν λόγω πράξεων δεν διαφέρει κατ’ ουσία διόλου από τη συνήθη διενέργεια πράξεων εκ μέρους του Δημοσίου· ή

β)

παρέχεται στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών, υπό οιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994· και

2)

με τον τρόπο αυτό προσπορίζεται κάποιο όφελος.

Άρθρο 4

Αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις

1.   Οι επιδοτήσεις υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα μόνον εφόσον έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια των παραγράφων 2, 3 και 4.

2.   Για να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει ατομικό χαρακτήρα μια επιδότηση προς συγκεκριμένη επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων ή προς συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής ή ομάδα κλάδων παραγωγής (που καλούνται εφεξής «συγκεκριμένες επιχειρήσεις»), που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, εφαρμόζονται οι ακόλουθες αρχές:

α)

μια επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση ή η εφαρμοστέα νομοθεσία ορίζει ρητώς ότι η επιδότηση μπορεί να χορηγείται μόνο σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις·

β)

θεωρείται ότι η επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση, ή η εφαρμοστέα νομοθεσία, θέτει αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις τα οποία διέπουν το δικαίωμα λήψης της επιδότησης και το ύψος αυτής, υπό τον όρο όμως ότι το δικαίωμα λήψης της επιδότησης γεννάται αυτομάτως και ότι τα σχετικά κριτήρια ή προϋποθέσεις τηρούνται απαρεγκλίτως·

γ)

εάν, παρόλο που εκ πρώτης όψεως, από την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), προκύπτει ότι μια δεδομένη επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, αλλά υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι στην πραγματικότητα η επιδότηση μπορεί να έχει ατομικό χαρακτήρα, είναι δυνατό να συνεκτιμώνται ορισμένοι άλλοι παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι ακόλουθοι: η συμμετοχή σε πρόγραμμα επιδοτήσεων περιορισμένου αριθμού συγκεκριμένων επιχειρήσεων· η σε πολύ μεγάλο βαθμό συμμετοχή συγκεκριμένων επιχειρήσεων σε κάποιο πρόγραμμα επιδοτήσεων· η παροχή σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις δυσανάλογα υψηλών ποσών επιδότησης, και ο τρόπος με τον οποίο η αρμόδια για την παροχή της επιδότησης αρχή άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που διέθετε προκειμένου να αποφασίσει για την παροχή της επιδότησης. Για τον σκοπό αυτό, λαμβάνονται υπόψη ιδίως στοιχεία σχετικά με τη συχνότητα απόρριψης ή έγκρισης των αιτήσεων παροχής επιδότησης, καθώς και οι λόγοι στους οποίους στηρίζονται οι εν λόγω αποφάσεις.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ως «αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις» νοούνται τα κριτήρια ή οι προϋποθέσεις που έχουν ουδέτερο χαρακτήρα, δεν ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις σε βάρος άλλων, είναι οικονομικής φύσεως και εφαρμόζονται οριζοντίως, όπως είναι π.χ. ο αριθμός των απασχολούμενων ή το μέγεθος της επιχείρησης.

Τα κριτήρια ή οι προϋποθέσεις πρέπει να καθορίζονται επακριβώς στο νόμο, στη ρύθμιση ή σε κάθε άλλο επίσημο έγγραφο, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της εφαρμογής τους.

Κατά την εφαρμογή του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου, συνεκτιμάται ο βαθμός διαφοροποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, καθώς και η διάρκεια εφαρμογής του οικείου προγράμματος επιδοτήσεων.

3.   Έχει ατομικό χαρακτήρα η επιδότηση που παρέχεται αποκλειστικά προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις οι οποίες ευρίσκονται εντός προκαθορισμένης γεωγραφικής περιοχής, υπαγόμενης στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, δεν θεωρούνται ως επιδότηση ατομικού χαρακτήρα, ο καθορισμός ή η μεταβολή φορολογικών συντελεστών γενικής ισχύος από διοικητική αρχή οποιασδήποτε βαθμίδας η οποία είναι αρμόδια να προβεί στις ενέργειες αυτές.

4.   Ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3, οι ακόλουθες επιδοτήσεις θεωρείται ότι έχουν ατομικό χαρακτήρα:

α)

οι επιδοτήσεις οι οποίες εξαρτώνται, de jure ή de facto, από τη μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση της επίτευξης εξαγωγικής επίδοσης, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων οι οποίες παρατίθενται, χάριν παραδείγματος, στο παράρτημα Ι·

β)

οι επιδοτήσεις οι οποίες εξαρτώνται από τη μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση της χρησιμοποίησης εγχώριων κατά προτίμηση και όχι εισαγόμενων προϊόντων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), οι επιδοτήσεις θεωρείται ότι εξαρτώνται στην πράξη από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης όταν από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, η παροχή της επιδότησης ακόμα και αν δεν εξαρτάται νομικά από την επίτευξη εξαγωγής επίδοσης, ωστόσο στην πράξη συνδέεται με κάποιες πραγματικές ή προσδοκώμενες εξαγωγές ή έσοδα από εξαγωγές. Το γεγονός και μόνον ότι δεδομένη επιδότηση παρέχεται προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές δεν αρκεί, εξ αυτού και μόνον του λόγου, για να της προσδώσει το χαρακτήρα εξαγωγικής επιδότησης κατά την έννοια της παρούσας διάταξης.

5.   Κάθε προσδιορισμός του ατομικού ή μη χαρακτήρα μιας επιδότησης βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, πρέπει να τεκμηριώνεται με σαφήνεια βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων.

Άρθρο 5

Υπολογισμός του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης

Το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης υπολογίζεται με βάση το όφελος που προσπορίζεται ο αποδέκτης της επιδότησης και το οποίο διαπιστώνεται και καθορίζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Κανονικά, η περίοδος αυτή είναι η πλέον πρόσφατη λογιστική χρήση του δικαιούχου, αλλά μπορεί να είναι οποιαδήποτε άλλη περίοδος, διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών πριν από την έναρξη της έρευνας για την οποία είναι διαθέσιμα αξιόπιστα οικονομικά και άλλα στοιχεία.

Άρθρο 6

Υπολογισμός του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης

Όσον αφορά τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

η εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης εκ μέρους του δημοσίου δεν θεωρείται ότι προσπορίζεται όφελος, εκτός αν η επένδυση είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δεν συμβιβάζεται προς τη συνήθη επενδυτική πρακτική (συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης επιχειρηματικών κεφαλαίων) την οποία ακολουθούν οι ιδιώτες επενδυτές στην επικράτεια της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής·

β)

η χορήγηση δανείου εκ μέρους του Δημοσίου δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η δανειολήπτρια επιχείρηση για το δάνειο που της χορηγεί το Δημόσιο και του ποσού το οποίο θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η ίδια επιχείρηση για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο το οποίο θα ήταν πράγματι σε θέση να εξασφαλίσει στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών·

γ)

η παροχή εγγύησης εκ μέρους του Δημοσίου για κάποιο δάνειο δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η επιχείρηση, υπέρ της οποίας παρεσχέθη η εγγύηση, για το δάνειο που έχει συνομολογήσει με την εγγύηση του Δημοσίου και του ποσού που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η ίδια επιχείρηση για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο σε περίπτωση που δεν υπήρχε η εγγύηση του Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών, αφού γίνουν οι αναγκαίες αναπροσαρμογές για να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες διαφορές στις προμήθειες·

δ)

η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών ή η αγορά αγαθών από το Δημόσιο δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν η διάθεση πραγματοποιείται έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού, ή αν για την αγορά καταβάλλεται τίμημα μεγαλύτερο από το κανονικό. Για να κριθεί κατά πόσον το τίμημα είναι το κανονικό, εξετάζονται οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά της χώρας όπου πραγματοποιείται η παροχή ή η αγορά όσον αφορά το συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία (στις συνθήκες αυτές συμπεριλαμβάνονται η τιμή, η ποιότητα, το κατά πόσον είναι διαθέσιμο το συγκεκριμένο αγαθό ή η υπηρεσία, η εμπορευσιμότητα, η μεταφορά και οι λοιποί όροι αγοράς ή πώλησης).

Αν δεν επικρατούν τέτοιοι όροι και συνθήκες για το εν λόγω προϊόν ή υπηρεσία στη χώρα παροχής ή αγοράς, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κατάλληλα σημεία αναφοράς, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

i)

οι όροι και οι συνθήκες που επικρατούν στην εν λόγω χώρα, προσαρμόζονται, με βάση το πραγματικό κόστος, τις τιμές και άλλα στοιχεία που υπάρχουν διαθέσιμα σε αυτή τη χώρα, με το κατάλληλο ποσό που αντανακλά τις κανονικές συνθήκες και όρους της αγοράς· ή

ii)

ενδεχομένως, χρησιμοποιούνται οι όροι και οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά άλλης χώρας ή στην παγκόσμια αγορά και οι οποίες είναι διαθέσιμες στον αποδέκτη.

Άρθρο 7

Γενικές διατάξεις υπολογισμού

1.   Το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων καθορίζεται ανά μονάδα του προϊόντος που επιδοτείται και εξάγεται προς την Κοινότητα.

Κατά τον καθορισμό του εν λόγω ποσού, είναι δυνατό να αφαιρούνται τα ακόλουθα στοιχεία από τη συνολική επιδότηση:

α)

κάθε τέλος για την υποβολή της σχετικής αίτησης και κάθε άλλο αναγκαίο έξοδο που πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξασφάλιση του δικαιώματος προς επιδότηση ή τη λήψη της επιδότησης·

β)

οι φόροι, δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στο προϊόν κατά την εξαγωγή του στην Κοινότητα και που αποσκοπούν ειδικά στην αντιστάθμιση της επιδότησης.

Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος ζητάει μια τέτοια αφαίρεση, οφείλει να αποδείξει ότι το αίτημα αυτό είναι δικαιολογημένο.

2.   Όταν η επιδότηση χορηγείται ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης καθορίζεται με προσήκουσα κατανομή της αξίας της συνολικής επιδότησης σε συνάρτηση με το επίπεδο της παραγωγής, των πωλήσεων ή των εξαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

3.   Όταν η επιδότηση μπορεί να συνδεθεί με την απόκτηση ή τη μελλοντική απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης υπολογίζεται με την κατανομή της στη διάρκεια χρονικής περιόδου που αντιστοιχεί στην κανονική απόσβεση των εκάστοτε στοιχείων ενεργητικού στο συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής.

Το ποσό που υπολογίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο και το οποίο είναι δυνατό να αποδοθεί στην περίοδο έρευνας, συμπεριλαμβανομένου του ποσού που προκύπτει από πάγια στοιχεία του ενεργητικού που αποκτήθηκαν πριν από την εν λόγω περίοδο, κατανέμεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2.

Όταν τα στοιχεία δεν υπόκεινται σε απόσβεση, η επιδότηση εξομοιώνεται με άτοκο δάνειο και διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 6 στοιχείο β).

4.   Όταν μια επιδότηση δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί με την απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού, το ύψος του οφέλους που έχει προσπορισθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας αποδίδεται, καταρχήν, σε αυτή την περίοδο και κατανέμεται με τον τρόπο που περιγράφεται στην παράγραφο 2, εκτός αν ειδικές περιστάσεις δικαιολογούν την απόδοση του οφέλους σε διαφορετική περίοδο.

Άρθρο 8

Προσδιορισμός της ζημίας

1.   Ο προσδιορισμός της ύπαρξης ζημίας στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει οπωσδήποτε αντικειμενική εξέταση τόσο:

α)

του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και των συνεπειών αυτών των εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην κοινοτική αγορά, όσο και

β)

των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

2.   Όσον αφορά τον όγκο των επιδοτούμενων εισαγωγών, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση του όγκου των εν λόγω εισαγωγών, είτε σε απόλυτες τιμές είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Κοινότητα. Όσον αφορά την επίδραση των επιδοτούμενων εισαγωγών επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που παράγει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον οι εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν, με οιονδήποτε τρόπο, σημαντική συμπίεση των τιμών ή παρεμποδίζουν, σε σημαντικό βαθμό, την αύξηση των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

3.   Όταν διεξάγονται ταυτόχρονα έρευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών σε σχέση με τις εισαγωγές συγκεκριμένου προϊόντος από περισσότερες από μια χώρες, οι συνέπειες των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικά μόνον εάν:

α)

το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα είναι αρκετά υψηλό ώστε να μη θεωρείται ασήμαντο κατά την έννοια του άρθρου 14 παράγραφος 5, ενώ ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα δεν είναι αμελητέος· και

β)

η σωρευτική αξιολόγηση των συνεπειών των εισαγωγών είναι ενδεδειγμένη, λαμβανομένων υπόψη των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, καθώς και των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος.

4.   Η εξέταση της επίπτωσης των επιδοτούμενων εισαγωγών επί του οικείου κοινοτικού κλάδου παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και δεικτών που αντανακλούν την κατάσταση του υπόψη κλάδου παραγωγής, και στους οποίους περιλαμβάνονται: το γεγονός ότι ένας κλάδος παραγωγής βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάκαμψης από τις επιπτώσεις προγενέστερων περιπτώσεων χορήγησης επιδοτήσεων ή ντάμπινγκ· το μέγεθος του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων· η πραγματική και η ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού· παράγοντες που επηρεάζουν τις κοινοτικές τιμές· οι πραγματικές και οι δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις, καθώς και, όταν πρόκειται για το γεωργικό τομέα, το κατά πόσον έχει προκύψει αύξηση της επιβάρυνσης για τα κρατικά προγράμματα στήριξης. Η ανωτέρω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική, και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

5.   Με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται σε σχέση με την παράγραφο 1, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία. Ειδικότερα, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και τα επίπεδα τιμών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 έχουν επίπτωση επί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την έννοια της παραγράφου 4 και ότι λόγω του μεγέθους της η επίπτωση αυτή είναι δυνατό να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή.

6.   Εξετάζονται ακόμη τυχόν άλλοι γνωστοί παράγοντες, εκτός από τις επιδοτούμενες εισαγωγές, οι οποίοι προκαλούν κατά τον ίδιο χρόνο ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η ζημία που προκαλείται από αυτούς τους άλλους παράγοντες δεν αποδίδεται στις επιδοτούμενες εισαγωγές κατά την έννοια της παραγράφου 5. Στους παράγοντες που ενδέχεται να έχουν σημασία από αυτή την άποψη συμπεριλαμβάνονται: ο όγκος και οι τιμές των μη επιδοτούμενων εισαγωγών, η συρρίκνωση της ζήτησης ή οι μεταβολές των προτύπων κατανάλωσης, οι περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και της Κοινότητας, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

7.   Οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται σε σχέση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία επιτρέπουν το χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις και τα κέρδη των παραγωγών. Αν δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων, που περιλαμβάνουν το ομοειδές προϊόν, και για τα οποία είναι δυνατό να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία.

8.   Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι μόνο προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, εικοτολογίες ή μακρινές πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία η επίμαχη επιδότηση θα προξενούσε ζημία, πρέπει να προβλέπεται με σαφήνεια και να είναι επικείμενη.

Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, θα πρέπει να εξετάζονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι παράγοντες:

α)

ο χαρακτήρας της επίμαχης επιδότησης και οι συνέπειες που είναι πιθανόν να προκληθούν από αυτή για το εμπόριο·

β)

αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των επιδοτούμενων εισαγωγών στην αγορά της Κοινότητας, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα αξιόλογης αύξησης των εισαγωγών·

γ)

η ύπαρξη επαρκούς και ελεύθερα διαθέσιμης παραγωγικής ικανότητας του εξαγωγέα ή η επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητας αυτής, με βάση την οποία πιθανολογείται σημαντική αύξηση των επιδοτούμενων εξαγωγών προς την Κοινότητα, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών οι οποίες θα μπορούσαν να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές·

δ)

το κατά πόσον οι εισαγωγές έρχονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική συμπίεση των τιμών ή την παρεμπόδιση σε σημαντικό βαθμό της αύξησης των τιμών και οι οποίες είναι πιθανό να αυξήσουν τη ζήτηση για νέες εισαγωγές· και

ε)

τα αποθέματα του υπό εξέταση προϊόντος.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά οι εξεταζόμενοι παράγοντες στο σύνολό τους πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω επιδοτούμενων εξαγωγών και ότι πρόκειται να προκληθεί σημαντική ζημία σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

Άρθρο 9

Ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» νοείται το σύνολο των παραγωγών ομοειδών προϊόντων στην Κοινότητα ή όσων εξ αυτών η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό, κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 6, του συνόλου της κοινοτικής παραγωγής των προϊόντων αυτών. Ωστόσο:

α)

όταν οι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που φέρεται να αποτελεί αντικείμενο επιδοτήσεων, ο όρος «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» είναι δυνατό να ερμηνεύεται ως περιλαμβάνων τους λοιπούς παραγωγούς·

β)

σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος της Κοινότητας είναι δυνατό, καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη παραγωγή, να διαιρείται σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές, και οι παραγωγοί στο εσωτερικό κάθε αγοράς είναι δυνατό να θεωρούνται ως χωριστός κλάδος παραγωγής, εφόσον:

i)

οι παραγωγοί στο εσωτερικό μιας τέτοιας αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο της παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά αυτή· και

ii)

η ζήτηση σε αυτή την αγορά δεν ικανοποιείται σε αξιόλογο βαθμό από τους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο μέρος της Κοινότητας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι υπάρχει ζημία, ακόμη και αν μεγάλο μέρος του συνολικού κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν υφίσταται ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές συγκεντρώνονται σ’ αυτή τη μεμονωμένη αγορά και ότι, επιπροσθέτως, οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής εντός της συγκεκριμένης αγοράς.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι παραγωγοί θεωρείται ότι συνδέονται με εξαγωγείς ή εισαγωγείς μόνον εφόσον:

α)

ένας από αυτούς ελέγχει τον άλλον, άμεσα ή έμμεσα· ή

β)

και οι δύο ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από κάποιον τρίτο· ή

γ)

ελέγχουν από κοινού, άμεσα ή έμμεσα, κάποιον τρίτο, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι για να πιστεύει ή να υποψιάζεται κανείς ότι η σχέση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται ο εκάστοτε παραγωγός διαφορετικά απ’ ό,τι συμπεριφέρονται οι μη συνδεόμενοι παραγωγοί.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, γίνεται δεκτό ότι ο ένας παραγωγός ελέγχει τον άλλο όταν ο πρώτος έχει τη δυνατότητα, de jure ή de facto, να θέτει περιορισμούς στον δεύτερο ή να κατευθύνει τις ενέργειές του.

3.   Όταν ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θεωρείται ότι αναφέρεται στους παραγωγούς μιας συγκεκριμένης περιφέρειας, παρέχεται η δυνατότητα στους εξαγωγείς ή στο Δημόσιο που χορηγεί τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις να προτείνουν την ανάληψη εκ μέρους τους υποχρεώσεων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13, σε σχέση με τη συγκεκριμένη περιφέρεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την εξέταση του εάν η επιβολή μέτρων θα έγκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στα συμφέροντα της συγκεκριμένης περιφέρειας. Σε περίπτωση που δεν προσφερθεί πάραυτα κάποια ικανοποιητική ανάληψη υποχρέωσης ή εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 9 και 10, είναι δυνατό να επιβληθεί προσωρινός ή οριστικός αντισταθμιστικός δασμός για το σύνολο της Κοινότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, οι δασμοί, εάν είναι εφικτό, είναι δυνατό να ισχύουν μόνον έναντι συγκεκριμένων παραγωγών ή εξαγωγέων.

4.   Το παρόν άρθρο διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 7.

Άρθρο 10

Κίνηση της διαδικασίας

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, η έναρξη έρευνας για τη διαπίστωση της ύπαρξης, της έκτασης και των συνεπειών οποιασδήποτε πιθανολογούμενης επιδότησης, προϋποθέτει την υποβολή γραπτής καταγγελίας εκ μέρους κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, ή ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα, που ενεργεί για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

Η καταγγελία είναι δυνατό να υποβάλλεται στην Επιτροπή ή σε κάποιο κράτος μέλος που τη διαβιβάζει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αποστέλλει στα κράτη μέλη αντίγραφο κάθε καταγγελίας που λαμβάνει. Η καταγγελία λογίζεται υποβληθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα από αυτήν της παράδοσής της στην Επιτροπή με συστημένη επιστολή ή της αναγραφόμενης στην απόδειξη παραλαβής.

Όταν, ελλείψει καταγγελίας, ένα κράτος μέλος έχει στην κατοχή του επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν επιδότηση και την εξ αυτής προκύπτουσα ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, τα γνωστοποιεί αμέσως στην Επιτροπή.

2.   Κάθε καταγγελία που αναφέρεται στη παράγραφο 1 πρέπει να περιλαμβάνει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων (συμπεριλαμβανομένων, ει δυνατόν, του ύψους τους), τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που καταγγέλλεται ότι αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και της κατά τους ισχυρισμούς ζημίας. Κάθε καταγγελία πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που είναι ευλόγως δυνατό να συγκεντρώσει ο καταγγέλλων σχετικά με τα εξής:

α)

την ταυτότητα του καταγγέλλοντος, καθώς και την περιγραφή του όγκου και της αξίας της παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται στην Κοινότητα από τον καταγγέλλοντα. Όταν υποβάλλεται γραπτή καταγγελία για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η καταγγελία διευκρινίζει τον κλάδο παραγωγής για λογαριασμό του οποίου υποβάλλεται η καταγγελία, υπό μορφή καταλόγου με όλους τους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος (ή τις ενώσεις κοινοτικών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος)· επίσης περιέχει, στο μέτρο του δυνατού, στοιχεία για τον όγκο και την αξία της κοινοτικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που αντιπροσωπεύουν οι εν λόγω παραγωγοί·

β)

πλήρη περιγραφή του προϊόντος που φέρεται να επιδοτείται, την ονομασία της εκάστοτε χώρας ή των εκάστοτε χωρών καταγωγής ή/και εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το οικείο προϊόν·

γ)

αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, το ύψος και το χαρακτήρα της συγκεκριμένης επιδότησης καθώς και τη δυνατότητα εφαρμογής αντισταθμιστικών μέτρων·

δ)

πληροφορίες για μεταβολές του όγκου των εισαγωγών που καταγγέλλεται ότι αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων, για την επίδραση των εισαγωγών αυτών επί των τιμών του ομοειδούς προϊόντος στην κοινοτική αγορά, καθώς και για την επακόλουθη επίπτωση των εισαγωγών αυτών επί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, όπως αυτή αποδεικνύεται με βάση συναφείς παράγοντες και δείκτες που αποτελούν συνάρτηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, όπως αυτοί που απαριθμούνται στο άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 4.

3.   Η Επιτροπή εξετάζει, στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην καταγγελία, προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον αυτά είναι ικανά να δικαιολογήσουν την έναρξη έρευνας.

4.   Η έναρξη έρευνας είναι δυνατή προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι καταγγελλόμενες επιδοτήσεις έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 3.

5.   Επίσης, είναι δυνατόν να αρχίσει έρευνα σχετικά με τα μέτρα του είδους εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, στο βαθμό που αυτά περιέχουν κάποιο στοιχείο επιδότησης, κατά την έννοια του άρθρου 3, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα εν λόγω μέτρα συνάδουν πλήρως με τις διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος.

6.   Η έναρξη έρευνας σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει διαπιστωθεί, έπειτα από εξέταση του βαθμού υποστήριξης ή αντίθεσης προς την υποβληθείσα εκ μέρους των κοινοτικών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος καταγγελία, ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η καταγγελία θεωρείται ότι έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, εάν υποστηρίζεται από παραγωγούς της Κοινότητας των οποίων η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται από το τμήμα εκείνο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που έχει εκφράσει είτε την υποστήριξή του είτε την αντίθεσή του προς την καταγγελία. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται η έναρξη έρευνας όταν οι κοινοτικοί παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την καταγγελία αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

7.   Οι αρχές αποφεύγουν να δίδουν δημοσιότητα σε αιτήσεις για έναρξη έρευνας, εκτός αν έχει ληφθεί απόφαση για την έναρξη έρευνας. Ωστόσο, το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη δεόντως τεκμηριωμένης καταγγελίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο και, πάντως, πριν από την έναρξη έρευνας, η Επιτροπή ενημερώνει την οικεία χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής και την καλεί να συμμετάσχει σε διαβουλεύσεις, με σκοπό την αποσαφήνιση της κατάστασης όσον αφορά τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 2 και την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

8.   Αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή αποφασίσει να αρχίσει έρευνα χωρίς να έχει λάβει γραπτή καταγγελία προς τούτο εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, οφείλει να στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, κατά την έννοια της παραγράφου 2, τα οποία δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

9.   Τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά τόσο με τις επιδοτήσεις, όσο και με τη ζημία, εξετάζονται ταυτοχρόνως προκειμένου να αποφασιστεί εάν ενδείκνυται η έναρξη έρευνας. Η καταγγελία απορρίπτεται όταν τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά είτε με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις είτε με τη ζημία δεν είναι επαρκή για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση της διαδικασίας. Δεν είναι δυνατή η κίνηση διαδικασίας εναντίον χωρών οι εισαγωγές από τις οποίες αντιπροσωπεύουν μερίδιο αγοράς κατώτερο του 1 %, εκτός αν οι χώρες αυτές αντιπροσωπεύουν συλλογικά ποσοστό τουλάχιστον 3 % της κοινοτικής κατανάλωσης.

10.   Η καταγγελία είναι δυνατό να αποσυρθεί πριν από την κίνηση διαδικασίας, και στην περίπτωση αυτή θεωρείται ως μη υποβληθείσα.

11.   Όταν, μετά από διαβουλεύσεις, καθίσταται εμφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να δικαιολογείται η κίνηση διαδικασίας, η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία αυτή εντός 45 ημερών από την υποβολή της καταγγελίας και ανακοινώνει την έναρξη στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε περίπτωση που τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, ο καταγγέλλων, μετά από διαβουλεύσεις, ενημερώνεται σχετικά εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή.

12.   Η ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας αναγγέλλει την έναρξη έρευνας, διευκρινίζει το προϊόν και τις χώρες που αυτή αφορά, περιέχει περίληψη των προσκομισθέντων στοιχείων και ορίζει ότι κάθε χρήσιμο στοιχείο πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή.

Καθορίζει επίσης την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να αναγγελθούν, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν στοιχεία, προκειμένου οι απόψεις αυτές και τα στοιχεία να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα. Καθορίζει, εξάλλου, την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 5.

13.   Η Επιτροπή ενημερώνει τους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις εισαγωγέων ή εξαγωγέων που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τη χώρα καταγωγής, ή/και εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας και, μεριμνώντας για την προστασία των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, παρέχει το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στους γνωστούς εξαγωγείς και στις αρχές της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής καθώς και στα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατόπιν αιτήσεώς τους. Όταν ο αριθμός των ενεχομένων εξαγωγέων είναι ιδιαιτέρως υψηλός, το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας είναι δυνατό να παρέχεται μόνο στις αρχές της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής ή στην οικεία εμπορική ένωση.

14.   Έρευνα η οποία έχει ως αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών δεν εμποδίζει τις διαδικασίες εκτελωνισμού.

Άρθρο 11

Έρευνα

1.   Κατόπιν της κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή αρχίζει έρευνα, σε κοινοτικό επίπεδο, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Η έρευνα αυτή καλύπτει ταυτόχρονα την επιδότηση και τη ζημία.

Προκειμένου να συναχθεί αντιπροσωπευτικό πόρισμα, επιλέγεται μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση των επιδοτήσεων, καλύπτει κανονικά την περίοδο έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 5.

Τα στοιχεία που αφορούν χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας, κανονικά, δεν λαμβάνονται υπόψη.

2.   Στα ενδιαφερόμενα μέρη που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον για να απαντήσουν. Για τους εξαγωγείς, η προθεσμία αρχίζει να προσμετράται από την ημερομηνία παραλαβής του ερωτηματολογίου, το οποίο εν προκειμένω θεωρείται ότι λαμβάνεται επτά ημέρες από την ημερομηνία αποστολής του προς αυτόν που καλείται να το συμπληρώσει ή από την ημερομηνία διαβίβασής του στον αρμόδιο διπλωματικό εκπρόσωπο της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής. Είναι δυνατόν να χορηγείται παράταση της προθεσμίας των 30 ημερών, αφού ληφθεί δεόντως υπόψη η προθεσμία που ισχύει για την έρευνα και υπό την επιφύλαξη ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος προβάλλει ικανό λόγο, με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αντιμετωπίζει, προκειμένου να λάβει την παράταση αυτή.

3.   Η Επιτροπή δύναται να ζητάει από τα κράτη μέλη να παρέχουν στοιχεία και τα κράτη μέλη θεσπίζουν όλες τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να δώσουν συνέχεια στα αιτήματα αυτά.

Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που έχουν ζητηθεί, μαζί με τα πορίσματα του συνόλου των επιθεωρήσεων, ελέγχων ή ερευνών που έχουν διεξαχθεί.

Όταν αυτά τα στοιχεία είναι γενικού ενδιαφέροντος ή όταν η διαβίβασή τους έχει ζητηθεί από ένα κράτος μέλος, η Επιτροπή τα διαβιβάζει στα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα· στην περίπτωση αυτή διαβιβάζεται μη εμπιστευτική περίληψή τους.

4.   Η Επιτροπή δύναται να ζητάει από τα κράτη μέλη να πραγματοποιούν όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις, ιδίως των εισαγωγέων, των εμπόρων και των κοινοτικών παραγωγών, και να προβαίνουν σε έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την επιφύλαξη ότι οι οικείες επιχειρήσεις συγκατατίθενται και ότι η κυβέρνηση της εκάστοτε χώρας έχει ενημερωθεί επίσημα για το θέμα και δεν προβάλλει αντιρρήσεις.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν όλες τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να δώσουν συνέχεια στις αιτήσεις της Επιτροπής.

Υπάλληλοι της Επιτροπής δύνανται, εάν το ζητήσει η Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος, να επικουρούν τους υπαλλήλους των κρατών μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

5.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12 γίνονται δεκτά σε ακρόαση, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβάλει σχετική γραπτή αίτηση, εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση που έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδεικνύουν ότι είναι πράγματι ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία ενδέχεται να θιγούν από την έκβαση της διαδικασίας, καθώς και ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι που υπαγορεύουν την ακρόασή τους.

6.   Κατόπιν αιτήσεώς τους, δίδεται η ευκαιρία στους εισαγωγείς, τους εξαγωγείς και τους καταγγέλλοντες που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12, καθώς και στην κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής, να συναντήσουν τα μέρη που έχουν αντίθετα συμφέροντα, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη των τυχόν αντικρουόμενων απόψεων.

Κατά την παροχή της ευκαιρίας αυτής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη διαφύλαξης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στοιχείων, καθώς και η διευκόλυνση των μερών.

Η παρουσία των μερών στις συναντήσεις δεν είναι υποχρεωτική, η δε απουσία από μία συνάντηση δεν επιβαρύνει τη θέση του απόντος μέρους.

Τα στοιχεία που παρέχονται προφορικώς βάσει της παρούσας παραγράφου λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή στο βαθμό που επιβεβαιώνονται μεταγενέστερα γραπτώς.

7.   Οι καταγγέλλοντες, η κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, οι χρήστες και οι οργανώσεις καταναλωτών που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12 δύνανται, έπειτα από γραπτή αίτηση, να λαμβάνουν γνώση όλων των στοιχείων που έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή από οποιοδήποτε μέρος το οποίο αφορά η έρευνα, εκτός από τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης τα οποία έχουν συνταχθεί από τις αρχές της Κοινότητας ή των κρατών μελών της, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι κατάλληλα για να προασπίσουν τα συμφέροντά τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 29 και χρησιμοποιούνται στην έρευνα.

Τα εν λόγω μέρη έχουν το δικαίωμα να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους σχετικά με τα υπόψη στοιχεία, και οι παρατηρήσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη εφόσον συνοδεύονται από επαρκή τεκμηρίωση.

8.   Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 28, η ακρίβεια των στοιχείων που προσκομίζουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα οποία χρησιμεύουν ως βάση για την άντληση συμπερασμάτων, επαληθεύονται, στο μέτρο του δυνατού.

9.   Όταν πρόκειται για διαδικασία κινηθείσα βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 11, η έρευνα ολοκληρώνεται, ει δυνατόν εντός προθεσμίας ενός έτους. Οι έρευνες αυτές πρέπει, σε όλες τις περιπτώσεις, να ολοκληρώνονται εντός προθεσμίας 13 μηνών από την έναρξή τους, κατ’ εφαρμογή είτε των συμπερασμάτων που έχουν διατυπωθεί βάσει του άρθρου 13 για τις αναλήψεις υποχρεώσεων είτε των συμπερασμάτων που έχουν διατυπωθεί βάσει του άρθρου 15 για την επιβολή οριστικών μέτρων.

10.   Καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή παρέχει στη χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής εύλογη δυνατότητα να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις, με στόχο την αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών και την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

Άρθρο 12

Προσωρινά μέτρα

1.   Η επιβολή προσωρινών δασμών επιτρέπεται εφόσον:

α)

έχει κινηθεί διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 10·

β)

έχει δημοσιευθεί ανακοίνωση για το σκοπό αυτό και έχουν παρασχεθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλες δυνατότητες για να υποβάλουν τυχόν στοιχεία και να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12·

γ)

έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι το εισαγόμενο προϊόν τυγχάνει αντισταθμίσιμης επιδότησης, με επακόλουθο την πρόκληση ζημίας στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας· και

δ)

εφόσον το συμφέρον της Κοινότητας υπαγορεύει τη λήψη μέτρων προκειμένου να αποτραπεί η εν λόγω ζημία.

Οι προσωρινοί δασμοί επιβάλλονται το νωρίτερο 60 ημέρες και το αργότερο εννέα μήνες μετά την έναρξη της διαδικασίας.

Το ύψος του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογισθεί προσωρινά, και πρέπει να είναι κατώτερο από το εν λόγω ποσό, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός θα αρκούσε για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

2.   Για τους προσωρινούς δασμούς παρέχεται ασφάλεια υπό μορφή εγγύησης, και η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα των σχετικών προϊόντων εξαρτάται από τη σύσταση αυτής της εγγύησης.

3.   Η Επιτροπή λαμβάνει προσωρινά μέτρα μετά από διαβουλεύσεις ή, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, μετά από ενημέρωση των κρατών μελών. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις το αργότερο δέκα ημέρες μετά την κοινοποίηση στα κράτη μέλη του μέτρου που έχει λάβει η Επιτροπή.

4.   Σε περίπτωση που ζητηθεί από ένα κράτος μέλος η άμεση ανάληψη δράσης εκ μέρους της Επιτροπής και πληρούνται οι όροι του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1, η Επιτροπή αποφασίζει, εντός προθεσμίας πέντε εργάσιμων ημερών κατ’ ανώτατο όριο από την παραλαβή της αίτησης, εάν συντρέχει λόγος επιβολής προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού.

5.   Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη για κάθε απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4. Το Συμβούλιο δύναται, με ειδική πλειοψηφία, να λάβει διαφορετική απόφαση.

6.   Οι προσωρινοί αντισταθμιστικοί δασμοί ισχύουν για μέγιστο χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών.

Άρθρο 13

Αναλήψεις υποχρεώσεων

1.   Υπό την προϋπόθεση ότι έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη επιδοτήσεων και την εξ αυτών πρόκληση ζημίας, η Επιτροπή μπορεί να αποδεχθεί οικειοθελώς προτεινόμενες ικανοποιητικές αναλήψεις υποχρεώσεων, βάσει των οποίων:

α)

η χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής συμφωνεί να καταργήσει ή να μειώσει την επιδότηση ή να λάβει άλλου είδους μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της· ή

β)

ο εξαγωγέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να αναθεωρήσει τις τιμές που εφαρμόζει ή να διακόψει τις εξαγωγές προς την εκάστοτε περιοχή των προϊόντων τα οποία τυγχάνουν αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, ούτως ώστε η Επιτροπή, μετά από συγκεκριμένες διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, να πεισθεί ότι εξαλείφθηκαν οι ζημιογόνες συνέπειες των επιδοτήσεων.

Σε αυτή την περίπτωση και στο βαθμό που ισχύουν οι αναλήψεις υποχρεώσεων, οι προσωρινοί δασμοί που έχει επιβάλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 και οι οριστικοί δασμοί που έχει επιβάλει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, δεν εφαρμόζονται στις αντίστοιχες εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος που κατασκευάζεται από τις εταιρείες οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων και σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίηση της εν λόγω απόφασης.

Οι αυξήσεις τιμών βάσει αυτών των αναλήψεων υποχρεώσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονται για την αντιστάθμιση του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, και μάλιστα πρέπει να υπολείπονται του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων αν αυτές οι αυξήσεις επαρκούν για την εξάλειψη της ζημίας που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

2.   Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εισηγηθεί την ανάληψη υποχρεώσεων, αλλά καμία χώρα ή εξαγωγέας δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να αποδεχθεί μια ανάληψη υποχρέωσης. Το γεγονός ότι μία χώρα ή ένας εξαγωγέας δεν προσφέρεται να αναλάβει κάποια υποχρέωση ή δεν ανταποκρίνεται σε σχετική πρόσκληση να το πράξει, δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο την εξέταση της υπόθεσης.

Παρ’ όλα αυτά, είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ότι η επέλευση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας είναι πιθανότερη εάν συνεχιστούν οι επιδοτούμενες εισαγωγές. Δεν επιτρέπεται να ζητείται ή να γίνεται αποδεκτή ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους χωρών ή εξαγωγέων, παρά μόνον εφόσον έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα με το οποίο επιβεβαιώνεται η ύπαρξη επιδότησης και η εξ αυτής πρόκληση ζημίας.

Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων δεν είναι δυνατή μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσεται στους ενδιαφερομένους προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις βάσει του άρθρου 30 παράγραφος 5.

3.   Οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων είναι δυνατό να μη γίνουν αποδεκτές σε περίπτωση που κρίνεται ότι η αποδοχή τους παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, επί παραδείγματι αν ο αριθμός των πραγματικών ή δυνητικών εξαγωγέων είναι υπερβολικά υψηλός ή για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων λόγων που ανάγονται στην ακολουθούμενη γενική πολιτική. Ο εκάστοτε εξαγωγέας ή/και η οικεία χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής δύνανται να πληροφορούνται τους λόγους για τους οποίους προτείνεται η απόρριψη της προσφοράς δεδομένης ανάληψης υποχρέωσης, και είναι επίσης δυνατό να τους παραχωρείται η ευχέρεια να διατυπώνουν τυχόν παρατηρήσεις επ’ αυτών. Οι λόγοι της απόρριψης πρέπει να αναπτύσσονται στην οριστική απόφαση.

4.   Τα μέρη που προσφέρονται να αναλάβουν κάποια υποχρέωση οφείλουν να παρέχουν μη εμπιστευτική εκδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ώστε να είναι δυνατό να την πληροφορούνται τα μέρη που αφορά η έρευνα.

5.   Όταν μια ανάληψη υποχρέωσης γίνει, μετά από διαβουλεύσεις, αποδεκτή και εφόσον δεν προβάλλονται σχετικές αντιρρήσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η έρευνα περατούται. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή υποβάλλει πάραυτα στο Συμβούλιο έκθεση σχετική με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων, μαζί με πρόταση για την περάτωση της έρευνας. Η έρευνα λογίζεται περατωθείσα αν, εντός προθεσμίας ενός μηνός, το Συμβούλιο δεν λάβει αντίθετη απόφαση με ειδική πλειοψηφία.

6.   Όταν γίνεται δεκτή μια ανάληψη υποχρέωσης, η έρευνα για την παροχή επιδοτήσεων και για τη ζημία πρέπει κανονικά να ολοκληρώνεται. Στην περίπτωση αυτή, όταν διατυπώνεται αποφατικό συμπέρασμα για την ύπαρξη επιδότησης ή τη ζημία, η ανάληψη υποχρέωσης παύει αυτοδικαίως να ισχύει, εκτός αν το συμπέρασμα αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην ύπαρξη της ανάληψης υποχρέωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι δυνατό να απαιτείται η διατήρηση σε ισχύ της ανάληψης υποχρέωσης για εύλογο χρονικό διάστημα.

Όταν το συμπέρασμα για την ύπαρξη επιδότησης και για τη ζημία είναι καταφατικό, η ανάληψη υποχρέωσης παραμένει σε ισχύ με βάση το περιεχόμενό της και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

7.   Η Επιτροπή ζητάει από κάθε χώρα και κάθε εξαγωγέα από τον οποίο έχει γίνει δεκτή ανάληψη υποχρέωσης να υποβάλλει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στοιχεία σχετικά με την τήρηση της ανάληψης υποχρέωσης και να επιτρέπει την εξακρίβωση των συναφών στοιχείων. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών εκλαμβάνεται ως παραβίαση της ανάληψης υποχρέωσης.

8.   Όταν κατά τη διάρκεια μιας έρευνας γίνονται δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους ορισμένων εξαγωγέων, τότε αυτές, για τους σκοπούς των άρθρων 18, 19, 20 και 22 θεωρείται ότι τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία περατούται η έρευνα ως προς την οικεία χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής.

9.   Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης των αναλήψεων υποχρεώσεων από οποιοδήποτε μέρος των αναλήψεων υποχρεώσεων, ή σε περίπτωση ανάκλησης της αποδοχής της ανάληψης υποχρέωσης από την Επιτροπή, η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ανακαλείται, κατόπιν διαβουλεύσεων, με απόφαση της Επιτροπής ή με κανονισμό της Επιτροπής, όπως πρέπει, και εφαρμόζεται ο προσωρινός δασμός που έχει επιβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 ή ο οριστικός δασμός που έχει επιβληθεί από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος εξαγωγέας, ή η χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής έλαβαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εκτός αν η ανάληψη υποχρέωσης ανακληθεί από τον εξαγωγέα ή από την εν λόγω χώρα.

Οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος ή κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει πληροφορίες που θα περιέχουν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παραβίαση μιας ανάληψης υποχρέωσης. Η επακόλουθη αξιολόγηση για το αν υπάρχει παραβίαση ανάληψης υποχρέωσης ή όχι, περατώνεται κανονικά εντός έξι μηνών και το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία της δεόντως τεκμηριωμένης αίτησης.

Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών κατά την παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων.

10.   Επιτρέπεται η επιβολή, μετά από διαβουλεύσεις, προσωρινού δασμού δυνάμει του άρθρου 12 με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, όταν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι δεδομένη ανάληψη υποχρέωσης έχει παραβιαστεί ή, σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, όταν δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα που οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης.

Άρθρο 14

Περάτωση της διαδικασίας χωρίς την επιβολή μέτρων

1.   Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, η διαδικασία είναι δυνατό να περατούται, εκτός αν κρίνεται ότι η περάτωσή της δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας.

2.   Όταν, μετά από διαβουλεύσεις, διαπιστώνεται ότι δεν είναι αναγκαία η λήψη προστατευτικών μέτρων και δεν προβάλλεται σχετική αντίρρηση στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η έρευνα ή η διαδικασία περατούται. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή υποβάλλει πάραυτα στο Συμβούλιο έκθεση σχετική με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων, μαζί με πρόταση για την περάτωση της διαδικασίας. Η διαδικασία λογίζεται περατωθείσα αν, εντός προθεσμίας ενός μηνός, το Συμβούλιο δεν αποφασίσει άλλως, με ειδική πλειοψηφία.

3.   Η διαδικασία περατούται αμέσως όταν διαπιστώνεται ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων είναι ασήμαντο, σύμφωνα με την παράγραφο 5, ή όταν ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών, πραγματικών ή δυνητικών, ή η ζημία, είναι αμελητέα.

4.   Όταν πρόκειται για διαδικασία κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 11, η ζημία κρίνεται κανονικά αμελητέα αν το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών είναι κατώτερο από τα μεγέθη που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 9. Όταν πρόκειται για έρευνα σχετική με εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες, ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών κρίνεται ομοίως αμελητέος εάν αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 4 % του συνόλου των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, εκτός εάν πραγματοποιούνται εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες καθεμιά από τις οποίες συμμετέχει στις εισαγωγές κατά ποσοστό κατώτερο του 4 % επί του συνόλου, αλλά όλες μαζί αντιπροσωπεύουν ποσοστό ανώτερο του 9 % επί του συνόλου των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα.

5.   Το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων θεωρείται ασήμαντο εάν το εν λόγω ποσό αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 1 % κατ’ αξία, εκτός εάν πρόκειται για έρευνες που αφορούν τις εισαγωγές, καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών, το όριο των οποίων, κάτω από το οποίο το ποσό θεωρείται ασήμαντο, είναι 2 % κατ’ αξία, και υπό τον όρο ότι περατώνεται αποκλειστικά και μόνον η έρευνα όταν το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων είναι κατώτερο του επιπέδου που θεωρείται ασήμαντο για τους συγκεκριμένους εξαγωγείς, ενώ οι εν λόγω εξαγωγείς εξακολουθούν να υπόκεινται στη διαδικασία και είναι δυνατό να υποβληθούν σε νέα έρευνα στα πλαίσια ενδεχόμενης μεταγενέστερης επανεξέτασης που θα διενεργηθεί για την εν λόγω χώρα κατ’ εφαρμογή των άρθρων 18 και 19.

Άρθρο 15

Επιβολή οριστικών δασμών

1.   Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει η ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και ζημίας, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 31, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό αντισταθμιστικό δασμό.

Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή.

Σε περίπτωση που επιβάλλονται ήδη προσωρινοί δασμοί, υποβάλλεται πρόταση για τη λήψη οριστικών μέτρων το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη ισχύος των προσωρινών δασμών.

Δεν θεσπίζονται μέτρα αν ανακληθεί η επιδότηση ή οι επιδοτήσεις ή αν αποδεικνύεται ότι οι επιδοτήσεις δεν προσπορίζουν πλέον κανένα όφελος στους εξαγωγείς που τις λαμβάνουν.

Το ύψος του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογισθεί, και πρέπει να είναι κατώτερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

2.   Ο αντισταθμιστικός δασμός επιβάλλεται στο ύψος που ενδείκνυται σε κάθε περίπτωση για όλες, αδιακρίτως προελεύσεως, τις εισαγωγές ενός προϊόντος που έχει διαπιστωθεί ότι αποτελούν αντικείμενο αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και προξενούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές οι οποίες καλύπτονται από αναλήψεις υποχρεώσεων οι οποίες έχουν γίνει δεκτές κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλεται ο δασμός προσδιορίζει το ύψος του δασμού που επιβάλλεται για κάθε προμηθευτή ή, αν αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο, για την οικεία προμηθεύτρια χώρα.

3.   Όταν η Επιτροπή έχει περιστείλει το αντικείμενο της εξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 27, οποιοσδήποτε αντισταθμιστικός δασμός ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 27 αλλά δεν συμπεριελήφθησαν στην εξέταση, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τον σταθμισμένο μέσο όρο του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που έχει προκύψει για τις επιχειρήσεις του δείγματος.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν ποσά αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που είναι είτε μηδενικά είτε ασήμαντα, ούτε τυχόν ποσά αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που έχουν καθοριστεί υπό τις συνθήκες που προβλέπει το άρθρο 28.

Ατομικοί δασμοί επιβάλλονται επί των εισαγωγών που προέρχονται από κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό για τον οποίον έχει υπολογισθεί ατομικό ύψος επιδότησης σύμφωνα με το άρθρο 27.

Άρθρο 16

Αναδρομική ισχύς

1.   Προσωρινά μέτρα και οριστικοί αντισταθμιστικοί δασμοί επιβάλλονται μόνο ως προς προϊόντα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του μέτρου που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 1 ή του άρθρου 15 παράγραφος 1, ανάλογα με την περίπτωση, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.   Όταν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός και από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί οριστικώς, προκύπτει ότι υπάρχουν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και ζημία, το Συμβούλιο αποφασίζει, ανεξάρτητα από το κατά πόσον πρόκειται να επιβληθεί οριστικός αντισταθμιστικός δασμός, ποιο ποσοστό του προσωρινού δασμού πρέπει να εισπραχθεί οριστικά.

Εν προκειμένω, ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας κοινοτικού κλάδου παραγωγής ούτε τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας, εκτός αν διαπιστωθεί ότι ο κίνδυνος αυτός θα εξελισσόταν, αν δεν λαμβάνονταν προσωρινά μέτρα, σε σημαντική ζημία. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη κινδύνου ή η καθυστέρηση, τα ποσά που έχουν ενδεχομένως εισπραχθεί προσωρινώς αποδεσμεύονται, ενώ η επιβολή οριστικών δασμών επιτρέπεται μόνον από την ημερομηνία διατύπωσης τελικού συμπεράσματος για τον κίνδυνο ή την αισθητή καθυστέρηση.

3.   Όταν ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός είναι υψηλότερος από τον προσωρινό δασμό, η διαφορά δεν εισπράττεται. Αν ο οριστικός δασμός είναι χαμηλότερος από τον προσωρινό δασμό, ο δασμός υπολογίζεται εκ νέου. Αν ο τελικός προσδιορισμός είναι αποφατικός, ο προσωρινός δασμός δεν επικυρώνεται.

4.   Επιτρέπεται η επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού επί προϊόντων που ετέθησαν σε κατανάλωση το πολύ 90 ημέρες πριν από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή των προσωρινών μέτρων, αλλά όχι πριν από την έναρξη της έρευνας.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

οι εισαγωγές έχουν καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5·

β)

έχει παρασχεθεί από την Επιτροπή στους ενδιαφερόμενους εισαγωγείς η ευκαιρία να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους·

γ)

υπάρχουν κρίσιμες περιστάσεις υπό τις οποίες, προκειμένου περί του οικείου επιδοτούμενου προϊόντος, προκαλείται ζημία που είναι δύσκολο να αποκατασταθεί εξαιτίας μαζικών εισαγωγών, σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα, ενός προϊόντος που τυγχάνει αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού· και

δ)

κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη της ζημίας αυτής, η αναδρομική επιβολή αντισταθμιστικών δασμών στις εισαγωγές αυτές.

5.   Σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, είναι δυνατό να επιβάλλονται οριστικοί δασμοί επί προϊόντων που ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία το πολύ 90 ημέρες, πριν από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή των προσωρινών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εισαγωγές έχουν καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5 και ότι η αναδρομική επιβολή δασμών δεν αφορά τις εισαγωγές πριν από την παραβίαση ή την ανάκληση της ανάληψης υποχρέωσης.

Άρθρο 17

Διάρκεια ισχύος

Κάθε αντισταθμιστικό μέτρο παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που αυτό είναι αναγκαίο για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων.

Άρθρο 18

Επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων

1.   Κάθε οριστικό αντισταθμιστικό μέτρο παύει να ισχύει πέντε έτη μετά την επιβολή του ή πέντε έτη μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης επανεξέτασης, η οποία κάλυψε τόσο την παροχή επιδοτήσεων, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη της παροχής της επιδοτήσεως και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση μέτρων ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό κοινοτικών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση.

2.   Διενεργείται επανεξέταση μέτρου ενόψει της λήξης του, όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη της παροχής της επιδοτήσεως και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να προκύπτει με βάση στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η παροχή της επιδότησης ή η ζημία συνεχίζεται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται, εν όλω ή εν μέρει, στην ύπαρξη μέτρων ή ότι η κατάσταση των εξαγωγέων ή οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά είναι τέτοιες ώστε να πιθανολογείται η περαιτέρω ζημιογόνος παροχή επιδοτήσεων.

3.   Κατά τη διεξαγωγή ερευνών βάσει του παρόντος άρθρου, παρέχεται στους εξαγωγείς, στους εισαγωγείς, στο Δημόσιο της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής και στους κοινοτικούς παραγωγούς, η δυνατότητα να προβάλουν περαιτέρω επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα ή να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα που θίγονται στην αίτηση επανεξέτασης, ενώ για την εξαγωγή συμπερασμάτων λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί σχετικά με το κατά πόσον τυχόν η λήξη της ισχύος των εκάστοτε μέτρων είναι ή όχι πιθανό να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη της παροχής της επιδότησης και της ζημίας.

4.   Ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εν ευθέτω χρόνω, κατά το τελευταίο έτος της περιόδου εφαρμογής του, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου. Εν συνεχεία, οι κοινοτικοί παραγωγοί δικαιούνται, το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης σύμφωνα με την παράγραφο 2. Επίσης, δημοσιεύεται ανακοίνωση με την οποία αναγγέλλεται η πραγματική λήξη ισχύος ενός μέτρου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 19

Ενδιάμεση επανεξέταση

1.   Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατό να επανεξετάζεται, όταν αυτό κρίνεται δικαιολογημένο, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή κράτους μέλους, ή, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να είναι βραχύτερο του έτους, από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των κοινοτικών παραγωγών ή της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής, η οποία αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αναγκαιότητα ενδιάμεσης επανεξέτασης.

2.   Ενδιάμεση επανεξέταση διενεργείται όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση των συνεπειών της αντισταθμίσιμης επιδότησης ή/και ότι η ζημία είναι απίθανο να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί σε περίπτωση άρσης ή τροποποίησης του μέτρου ή ότι το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών της αντισταθμίσιμης επιδότησης.

3.   Όταν οι αντισταθμιστικοί δασμοί που επιβάλλονται είναι κατώτεροι από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που διαπιστώθηκε, κινείται ενδιάμεση επανεξέταση αν οι κοινοτικοί παραγωγοί ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλλει κανονικά, εντός δύο ετών από την αρχική περίοδο έρευνας και πριν από ή μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ότι, μετά την επιβολή των μέτρων, μειώθηκαν οι τιμές εξαγωγής ή ότι δεν σημειώθηκε μεταβολή των τιμών ή επαρκής μεταβολή των τιμών μεταπώλησης του εισαγόμενου προϊόντος στην Κοινότητα. Αν η έρευνα αποδείξει την ορθότητα των ισχυρισμών, οι αντισταθμιστικοί δασμοί μπορούν να αυξηθούν στο ύψος της τιμής που απαιτείται για να εξαλειφθεί η ζημία. Εντούτοις, το αυξημένο επίπεδο δασμού δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων.

Η ενδιάμεση επανεξέταση μπορεί επίσης να κινηθεί, υπό τους όρους που καθορίζονται ανωτέρω, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους.

4.   Κατά τη διεξαγωγή ερευνών δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά την παροχή επιδοτήσεων και τη ζημία ή κατά πόσον τα υφιστάμενα μέτρα παρήγαγαν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και εξάλειψαν τη ζημία που έχει ήδη διαπιστωθεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8. Εν προκειμένω, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος, λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία.

Άρθρο 20

Επανεξέταση με ταχείες διαδικασίες

Κάθε εξαγωγέας οι εξαγωγές του οποίου υπόκεινται σε οριστικό αντισταθμιστικό δασμό αλλά ο οποίος δεν αποτέλεσε ατομικά αντικείμενο της αρχικής έρευνας για λόγους άλλους από την άρνηση συνεργασίας με την Επιτροπή, δικαιούται να ζητήσει επανεξέταση με ταχείες διαδικασίες, προκειμένου η Επιτροπή να μπορέσει να καθορίσει, το συντομότερο δυνατό, ατομικό αντισταθμιστικό δασμό που θα ισχύσει για τον εν λόγω εξαγωγέα ατομικά.

Η επανεξέταση αυτή αρχίζει αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και έχει δοθεί η δυνατότητα στους κοινοτικούς παραγωγούς να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους.

Άρθρο 21

Επιστροφές

1.   Παρά το άρθρο 18, ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδειχθεί ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή ότι έχει μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού.

2.   Ο εισαγωγέας που ζητάει την επιστροφή αντισταθμιστικών δασμών πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση στην Επιτροπή. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μέσω του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τα προϊόντα ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές καθόρισαν με τον προβλεπόμενο τρόπο το ύψος των εισπρακτέων οριστικών δασμών ή από την ημερομηνία κατά την οποία αποφασίστηκε η οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν καταβληθεί υπό μορφή προσωρινού δασμού. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν πάραυτα την αίτηση στην Επιτροπή.

3.   Μια αίτηση επιστροφής δεν θεωρείται δεόντως τεκμηριωμένη βάσει αποδεικτικών στοιχείων παρά μόνον όταν περιέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ποσό της αιτούμενης επιστροφής αντισταθμιστικών δασμών και συνοδεύεται από όλα τα τελωνειακά έγγραφα που αναφέρονται στον υπολογισμό και την καταβολή του εν λόγω ποσού. Πρέπει επίσης να περιέχει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να καλύπτουν αντιπροσωπευτικό χρονικό διάστημα, σχετικά με το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που αφορούν τον υποκείμενο στο δασμό εξαγωγέα ή παραγωγό. Σε περίπτωση που ο εισαγωγέας δεν συνδέεται με τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό και τα αναγκαία στοιχεία δεν είναι δυνατό να συγκεντρωθούν αμέσως ή σε περίπτωση που ο οικείος εξαγωγέας ή παραγωγός δεν είναι διατεθειμένος να τα διαθέσει στον εισαγωγέα, η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει δήλωση του εξαγωγέα ή του παραγωγού στην οποία να αναφέρεται ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων έχει ελαττωθεί ή εξαλειφθεί, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και ότι τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία πρόκειται να διατεθούν στην Επιτροπή. Εάν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν διατεθούν από τον εξαγωγέα ή τον παραγωγό εντός ευλόγου προθεσμίας, η αίτηση απορρίπτεται.

4.   Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, αποφασίζει εάν και σε ποιο βαθμό πρέπει να κάνει δεκτή την αίτηση ή δύναται, ανά πάσα στιγμή, να αποφασίσει την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης, οπότε τα στοιχεία και τα πορίσματα που προκύπτουν από την επανεξέταση αυτή, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις που είναι εφαρμοστέες για την επανεξέταση αυτού του είδους, χρησιμοποιούνται προκειμένου να κριθεί εάν και σε ποιο βαθμό δικαιολογείται η επιστροφή.

Κάθε επιστροφή δασμών πραγματοποιείται κατά κανόνα εντός 12 μηνών και, εν πάση περιπτώσει, μετά την παρέλευση 18 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο εισαγωγέας του προϊόντος το οποίο υπόκειται στον αντισταθμιστικό δασμό υπέβαλε αίτηση επιστροφής, τεκμηριώνοντάς την με τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία.

Τα κράτη μέλη προβαίνουν κατά κανόνα στην καταβολή της εγκριθείσας επιστροφής εντός 90 ημερών από τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 22

Γενικές διατάξεις σχετικά με την επανεξέταση και τις επιστροφές

1.   Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των άρθρων 18, 19 και 20.

Οι επανεξετάσεις που διεξάγονται δυνάμει των άρθρων 18 και 19 διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός 12 μηνών από την ημερομηνία ενάρξεως της επανεξέτασης. Εν πάση περιπτώσει, οι επανεξετάσεις δυνάμει των άρθρων 18 και 19 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός 15 μηνών από την έναρξή τους.

Οι επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 20 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία ενάρξεώς τους.

Αν κινείται επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 18, ενώ παράλληλα διεξάγεται επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 19 στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, η επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 19 περατώνεται εντός της ίδιας προθεσμίας με εκείνη που προβλέπεται ανωτέρω για την επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 18.

Η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση στο Συμβούλιο το αργότερο εντός ενός μηνός πριν από τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών.

Αν η έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των ανωτέρω προθεσμιών, τα μέτρα:

α)

παύουν να ισχύουν στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει του άρθρου 18·

β)

παύουν να ισχύουν σε περίπτωση ερευνών βάσει των άρθρων 18 και 19 εκ παραλλήλου, είτε η έρευνα κατά το άρθρο 18 άρχισε ενώ η επανεξέταση κατά το άρθρο 19 συνεχιζόταν στην ίδια διαδικασία, είτε οι έρευνες αυτές άρχισαν ταυτοχρόνως· ή

γ)

παραμένουν αμετάβλητα στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει των άρθρων 19 και 20.

Σχετική ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος ή τη διατήρηση των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Κάθε επανεξέταση βάσει των άρθρων 18, 19 και 20 αρχίζει από την Επιτροπή αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής.

3.   Εφόσον η επανεξέταση το δικαιολογεί, το όργανο της Κοινότητας που είναι αρμόδιο για τη θέσπιση του εκάστοτε μέτρου το καταργεί ή το διατηρεί σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 18 ή το καταργεί, το διατηρεί σε ισχύ ή το τροποποιεί δυνάμει των άρθρων 19 και 20.

4.   Σε περίπτωση κατάργησης ενός μέτρου έναντι μεμονωμένων εξαγωγέων αλλά όχι έναντι της οικείας χώρας στο σύνολό της, οι εξαγωγείς αυτοί εξακολουθούν να υπάγονται στη διαδικασία, και είναι δυνατό να διεξαχθεί, ως προς αυτούς, νέα έρευνα, στο πλαίσιο επανεξέτασης που διενεργείται για τη συγκεκριμένη χώρα βάσει του παρόντος άρθρου.

5.   Όταν κατά τη λήξη της περιόδου εφαρμογής ενός μέτρου, κατά την έννοια του άρθρου 18, ευρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία επανεξέτασης του μέτρου δυνάμει του άρθρου 19, διενεργείται επίσης έρευνα για το μέτρο αυτό δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18.

6.   Για όλες τις έρευνες που διεξάγονται στα πλαίσια διαδικασίας επανεξέτασης ή επιστροφής δασμών, δυνάμει των άρθρων 18 έως 21, η Επιτροπή εφαρμόζει, εφόσον δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 5, 6, 7 και 27.

Άρθρο 23

Καταστρατήγηση

1.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν στις εισαγωγές από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι· ή στις εισαγωγές του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα· ή σε μέρη αυτών, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

2.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί που δεν υπερβαίνουν τους υπολειπόμενους αντισταθμιστικούς δασμούς που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2, μπορούν να επεκταθούν στις εισαγωγές από εταιρείες που επωφελούνται από ατομικούς δασμούς στις χώρες που υπόκεινται στα μέτρα όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

3.   Με τον όρο «καταστρατήγηση» νοείται μια μεταβολή των εμπορικών ροών μεταξύ τρίτων χωρών και της Κοινότητας ή μεταξύ συγκεκριμένων εταιρειών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της Κοινότητας, η οποία είναι αποτέλεσμα πρακτικής, διαδικασίας ή εργασίας για την οποία δεν υφίσταται επαρκής αιτιολόγηση, ούτε οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για τη ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές ή/και οι ποσότητες των ομοειδών προϊόντων έχουν ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του δασμού, και το εισαγόμενο ομοειδές προϊόν ή/και τα μέρη αυτού του προϊόντος εξακολουθούν να τυγχάνουν της επιδότησης.

Η πρακτική, διαδικασία ή εργασία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μεταξύ άλλων περιλαμβάνει:

α)

την ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος για να μπορεί να υπαχθεί σε τελωνειακούς κωδικούς που κανονικά δεν υπόκεινται στα μέτρα, υπό τον όρο ότι οι τροποποιήσεις δεν μεταβάλλουν τα βασικά χαρακτηριστικά του·

β)

την αποστολή του προϊόντος που υπόκειται στα μέτρα μέσω τρίτων χωρών· και

γ)

την αναδιοργάνωση από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς των τρόπων και κυκλωμάτων των πωλήσεών τους στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ούτως ώστε να μπορούν ενδεχομένως να εξάγουν τα προϊόντα τους στην Κοινότητα μέσω παραγωγών που επωφελούνται από ατομικό συντελεστή δασμού χαμηλότερο από τον συντελεστή που εφαρμόζεται στα προϊόντα των κατασκευαστών.

4.   Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στις παραγράφους 1, 2 και 3. Η έρευνα αρχίζει, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται ενδεχομένως οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές υποχρεωτικά σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης.

Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή, η οποία είναι δυνατό να επικουρείται από τις τελωνειακές αρχές, και πρέπει να ολοκληρώνονται εντός εννέα μηνών.

Αν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, τότε αυτή αποφασίζεται από το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή.

Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 5 ή την ημερομηνία απαίτησης της παροχής εγγυήσεων. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται οι συναφείς διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών.

5.   Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 5 ή σε μέτρα όταν διατίθενται στο εμπόριο από εταιρείες στις οποίες έχουν χορηγηθεί απαλλαγές.

6.   Οι αιτήσεις για απαλλαγές δεόντως τεκμηριωμένες από αποδεικτικά στοιχεία υποβάλλονται εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον κανονισμό της Επιτροπής για την έναρξη της έρευνας.

Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εκτός της Κοινότητας, χορηγούνται απαλλαγές στους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με κανέναν παραγωγό που υπόκειται σε μέτρα και για τους οποίους διαπιστώνεται ότι δεν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης όπως ορίζεται στην παράγραφο 3.

Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εντός της Κοινότητας, χορηγούνται απαλλαγές σε εισαγωγείς οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με παραγωγούς οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα.

Αυτές οι απαλλαγές χορηγούνται με απόφαση της Επιτροπής, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής ή με απόφαση του Συμβουλίου περί επιβολής μέτρων και ισχύουν κατά την περίοδο και υπό τους όρους που προβλέπει αυτή η απόφαση.

Αν πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο άρθρο 20, μπορούν επίσης να χορηγηθούν απαλλαγές μετά την περάτωση της έρευνας η οποία οδήγησε στην επέκταση των μέτρων.

7.   Υπό τον όρο ότι έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από την επέκταση των μέτρων, και στην περίπτωση που είναι σημαντικός ο αριθμός των μερών που ζητούν ή ενδέχεται να ζητήσουν απαλλαγή, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει επανεξέταση της επέκτασης των μέτρων. Μια τέτοια επανεξέταση διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 όπως εφαρμόζεται στις επανεξετάσεις βάσει του άρθρου 19.

8.   Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν παρακωλύει την κανονική εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 24

Γενικές διατάξεις

1.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί, προσωρινοί ή οριστικοί, επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο καθορισμένο ύψος και με βάση τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλονται. Οι αντισταθμιστικοί δασμοί πρέπει επίσης να εισπράττονται ανεξάρτητα από τους τελωνειακούς δασμούς, τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται συνήθως στις εισαγωγές.

Κανένα προϊόν δεν επιτρέπεται να υπόκειται ταυτόχρονα σε δασμούς αντιντάμπινγκ και σε αντισταθμιστικούς δασμούς με σκοπό την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας και της αυτής κατάστασης η οποία είναι αποτέλεσμα ντάμπινγκ ή επιδότησης των εξαγωγών.

2.   Οι κανονισμοί για την επιβολή προσωρινών ή οριστικών αντισταθμιστικών δασμών, καθώς και οι κανονισμοί ή οι αποφάσεις για την αποδοχή αναλήψεως υποχρεώσεων ή την περάτωση ερευνών και διαδικασιών δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι εν λόγω κανονισμοί ή οι αποφάσεις περιέχουν, μεταξύ άλλων, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, τα ονόματα των ενεχομένων εξαγωγέων, αν αυτό είναι εφικτό, ή των ενεχομένων χωρών, περιγραφή του προϊόντος, καθώς και περίληψη των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα για την επιδότηση και τη ζημία. Σε κάθε περίπτωση, αντίγραφο του κανονισμού ή της απόφασης αποστέλλεται στα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται, mutatis mutandis, και για τις επανεξετάσεις.

3.   Είναι δυνατό να θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ειδικές διατάξεις, ειδικότερα σε σχέση με τον κοινό ορισμό της έννοιας της καταγωγής, όπως αυτός περιέχεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (4).

4.   Για λόγους προστασίας του συμφέροντος της Κοινότητας, τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό, μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, να ανασταλούν με απόφαση της Επιτροπής για χρονικό διάστημα εννέα μηνών. Η αναστολή είναι δυνατό να παρατείνεται για επιπλέον χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εάν το αποφασίσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή.

Αναστολή χωρεί μόνον αν οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν προσωρινά σε βαθμό που η ζημία να είναι απίθανο να επαναληφθεί συνεπεία της αναστολής και υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρασχεθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις οι οποίες και συνεκτιμώνται. Τα μέτρα είναι δυνατό να επαναφέρονται σε ισχύ ανά πάσα στιγμή και μετά από διαβουλεύσεις, αν παύσει να συντρέχει ο λόγος της αναστολής τους.

5.   Η Επιτροπή δύναται, μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, να ζητάει από τις τελωνειακές αρχές να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα με σκοπό την καταγραφή των επίμαχων εισαγωγών, ούτως ώστε να είναι δυνατό να εφαρμοστούν μεταγενέστερα μέτρα έναντι των εισαγωγών αυτών από την ημερομηνία της καταγραφής τους.

Οι εισαγωγές είναι δυνατό να υποβάλλονται υποχρεωτικά σε καταγραφή μετά από αίτηση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επαρκώς αιτιολογημένη.

Η καταγραφή επιβάλλεται με κανονισμό ο οποίος διευκρινίζει το σκοπό του μέτρου και, ενδεχομένως, το κατ’ εκτίμηση ύψος της πιθανής μελλοντικής οφειλής. Οι εισαγωγές δεν επιτρέπεται να υποβάλλονται σε καταγραφή για περίοδο μεγαλύτερη από εννέα μήνες.

6.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν κάθε μήνα στην Επιτροπή τα στοιχεία για τις εισαγωγές των προϊόντων για τα οποία διεξάγεται έρευνα ή έχουν επιβληθεί μέτρα, καθώς και για το ύψος των δασμών που εισπράττονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

7.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η Επιτροπή μπορεί, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τα κράτη μέλη να υποβάλουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων. Ως προς αυτό, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφοι 3 και 4. Όλα τα στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος άρθρου καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 29 παράγραφος 6.

Άρθρο 25

Διαβουλεύσεις

1.   Οι διαβουλεύσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, εκτός από εκείνες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 7 και στο άρθρο 11 παράγραφος 10, πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβουλευτικής επιτροπής, αποτελούμενης από αντιπροσώπους κάθε κράτους μέλους, υπό την προεδρία αντιπροσώπου της Επιτροπής. Διαβουλεύσεις διεξάγονται αμέσως, είτε μετά από αίτηση κράτους μέλους είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής και, σε κάθε περίπτωση, εντός χρονικού διαστήματος το οποίο επιτρέπει την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Η συμβουλευτική επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της. Ο πρόεδρος παρέχει στα κράτη μέλη, το ταχύτερο δυνατό αλλά το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίαση, όλες τις σχετικές πληροφορίες.

3.   Οι διαβουλεύσεις είναι δυνατόν, εν ανάγκη, να διεξάγονται μόνο γραπτώς. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους ή να ζητήσουν προφορική διαβούλευση την οποία διοργανώνει ο πρόεδρος, υπό την επιφύλαξη ότι αυτή η προφορική διαβούλευση είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί εντός χρονικού διαστήματος που να επιτρέπει την τήρηση των προβλεπόμενων από τον παρόντα κανονισμό προθεσμιών.

4.   Οι διαβουλεύσεις καλύπτουν ιδίως:

α)

την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και τις μεθόδους καθορισμού του ύψους τους·

β)

την ύπαρξη και την έκταση της ζημίας·

γ)

την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και της ζημίας·

δ)

τα μέτρα τα οποία, υπό τις δεδομένες συνθήκες, προσφέρονται για την αποτροπή ή την αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται από τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, καθώς και τις λεπτομέρειες εφαρμογής των μέτρων αυτών.

Άρθρο 26

Επιτόπιοι έλεγχοι

1.   Η Επιτροπή, όποτε το κρίνει σκόπιμο, πραγματοποιεί επισκέψεις, προκειμένου να εξετάσει τα βιβλία που τηρούν οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι έμποροι, οι αντιπρόσωποι, οι παραγωγοί και οι εμπορικές ενώσεις και οργανώσεις, και να επαληθεύσει τα στοιχεία που έχουν προσκομισθεί σχετικά με την επιδότηση και τη ζημία. Αν δεν έχει δοθεί προσήκουσα απάντηση εγκαίρως, ο επιτόπιος έλεγχος είναι δυνατόν να μη διεξαχθεί.

2.   Η Επιτροπή δύναται, όταν είναι αναγκαίο, να διενεργεί έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την επιφύλαξη ότι έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των ενεχομένων επιχειρήσεων, και ότι δεν υπάρχει αντίρρηση εκ μέρους της οικείας χώρας, η οποία έχει επισήμως ενημερωθεί. Μόλις εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των ενεχομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή οφείλει κανονικά να γνωστοποιήσει στη χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής τις επωνυμίες και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων στις οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθεί επίσκεψη, καθώς και τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες.

3.   Οι ενεχόμενες επιχειρήσεις ενημερώνονται σχετικά με το χαρακτήρα των στοιχείων που πρόκειται να επαληθευτούν, καθώς και σχετικά με οποιοδήποτε επιπλέον στοιχείο που πρέπει να παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των ελέγχων αυτών, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να ζητούνται επιτοπίως περαιτέρω διευκρινίσεις με βάση τα στοιχεία που έχουν ήδη συγκεντρωθεί.

4.   Κατά τις έρευνες που διενεργούνται βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3, η Επιτροπή επικουρείται από υπαλλήλους των κρατών μελών που υποβάλλουν σχετικό αίτημα.

Άρθρο 27

Δειγματοληψίες

1.   Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται:

α)

σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγμάτων στατιστικά αντιπροσωπευτικών με βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο της επιλογής· ή

β)

στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών για τον οποίον είναι λογικό να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

2.   Η τελική επιλογή των μερών, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η οποία πραγματοποιείται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, γίνεται από την Επιτροπή, αν και είναι προτιμότερο να επιλέγεται το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη ή με τη συγκατάθεσή τους, υπό την επιφύλαξη ότι αυτά τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν αναγγελθεί και προσκομίζουν, εντός τριών εβδομάδων από την έναρξη της έρευνας, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επιτρέπουν την επιλογή αντιπροσωπευτικού δείγματος.

3.   Σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της εξέτασης κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται το ατομικό ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή αλλά ο οποίος υποβάλλει τα απαιτούμενα στοιχεία εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων εκάστου εξ αυτών και να παρεμποδίζεται η ολοκλήρωση της έρευνας εγκαίρως.

4.   Όταν αποφασίζεται η διενέργεια δειγματοληψίας και διαπιστώνεται άρνηση συνεργασίας εκ μέρους των επιλεγέντων μερών ή ορισμένων εξ αυτών, ούτως ώστε να είναι δυνατόν να επηρεαστούν σε σημαντικό βαθμό τα πορίσματα της έρευνας, επιτρέπεται η επιλογή νέου δείγματος.

Εντούτοις, αν εξακολουθεί να υφίσταται άρνηση συνεργασίας ή αν δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για την επιλογή νέου δείγματος, εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις του άρθρου 28.

Άρθρο 28

Άρνηση συνεργασίας

1.   Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες ή δεν τις παρέχει εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.

Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη, και είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται τα διαθέσιμα στοιχεία.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει κανονικά να ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

2.   Τυχόν παράλειψη απάντησης υπό μηχανογραφημένη μορφή δεν θεωρείται ως άρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος αποδεικνύει ότι η παρουσίαση της απάντησης υπό τη ζητούμενη μορφή θα συνεπάγετο υπέρμετρη επιπλέον προσπάθεια ή υπέρμετρο επιπρόσθετο κόστος.

3.   Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι άρτιες από κάθε άποψη, δεν πρέπει παρ’ όλα αυτά να μη ληφθούν υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι τυχόν ελλείψεις τους δεν είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπερασμάτων με ικανοποιητική ακρίβεια και ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται εγκαίρως, είναι επαληθεύσιμες και το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

4.   Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει πρέπει να ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της απόρριψής τους και του παραχωρείται επίσης η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κρίνονται ικανοποιητικές, οι λόγοι της απόρριψης των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών πρέπει να γνωστοποιούνται και να αναπτύσσονται κατά τη δημοσίευση των σχετικών συμπερασμάτων.

5.   Εάν τα εξαχθέντα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, βασίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 1, ιδίως στα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία, πρέπει, όταν τούτο είναι εφικτό και τηρουμένης της προθεσμίας της έρευνας, να διασταυρώνονται με στοιχεία από άλλες τυχόν διαθέσιμες ανεξάρτητες πηγές, όπως είναι οι δημοσιευμένοι τιμοκατάλογοι, οι επίσημες στατιστικές εισαγωγών και τα τελωνειακά έσοδα, ή με στοιχεία που έχουν προσκομισθεί από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια της έρευνας. Αυτά τα στοιχεία μπορούν να περιέχουν, ενδεχομένως, στοιχεία σχετικά με την παγκόσμια αγορά ή άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

6.   Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει, και, ως εκ τούτου, δεν γνωστοποιούνται χρήσιμα στοιχεία, η προκύπτουσα κατάσταση για το συγκεκριμένο μέρος ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκή απ’ ό,τι θα ήταν εάν είχε συνεργασθεί.

Άρθρο 29

Εμπιστευτική μεταχείριση

1.   Οι αρχές, όταν υπάρχουν έγκυροι λόγοι, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιο χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη επειδή η κοινολόγησή της θα προσπόριζε ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε κάποιον ανταγωνιστή ή θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει παράσχει την πληροφορία ή για το πρόσωπο από το οποίο την πληροφορήθηκε αυτός που την υποβάλλει) ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα ως εμπιστευτική.

2.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες υποχρεούνται να υποβάλλουν περιλήψεις οι οποίες δεν έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα. Οι εν λόγω περιλήψεις πρέπει να είναι αρκούντως λεπτομερείς, ώστε να επιτρέπουν την σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας των γνωστοποιουμένων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα εν λόγω μέρη δύνανται να δηλώσουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν είναι δυνατό να υποβληθούν σε περιληπτική μορφή. Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η υποβολή περίληψης.

3.   Εάν κριθεί ότι η αίτηση παροχής εμπιστευτικής μεταχείρισης δεν δικαιολογείται, και ο παρέχων την πληροφορία δεν είναι διατεθειμένος να την καταστήσει ευρύτερα γνωστή ούτε να επιτρέψει την κοινολόγησή της, σε γενικόλογη ή σε περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μη ληφθεί υπόψη, εκτός αν είναι δυνατό να αποδειχθεί με πειστικό τρόπο βάσει αξιόπιστων αποδείξεων ότι η εν λόγω πληροφορία είναι ορθή. Οι αιτήσεις για την παροχή εμπιστευτικής μεταχείρισης δεν επιτρέπεται να απορρίπτονται αυθαίρετα.

4.   Το παρόν άρθρο δεν αντιτίθεται στην κοινολόγηση, από τις αρχές της Κοινότητας, πληροφοριών γενικού χαρακτήρα, και, ειδικότερα, των λόγων στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ούτε η κοινολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων βασίζονται οι κοινοτικές αρχές, στο βαθμό που απαιτείται για την επεξήγηση των λόγων αυτών στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών. Για κάθε κοινολόγηση τέτοιας φύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το νόμιμο συμφέρον των ενδιαφερομένων μερών να μη διαρρέουν επιχειρηματικά ή κρατικά τους απόρρητα.

5.   Το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη καθώς και οι υπάλληλοί τους δεν αποκαλύπτουν καμία από τις πληροφορίες που λαμβάνουν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χωρίς τη ρητή άδεια του προσώπου που την έχει προσκομίσει, αν αυτό το τελευταίο έχει ζητήσει την εμπιστευτική της μεταχείριση. Οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες, μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, οι πληροφορίες οι συναφείς με τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει του άρθρου 25 ή με τις διαβουλεύσεις που περιγράφονται στο άρθρο 10 παράγραφος 7 και στο άρθρο 11 παράγραφος 10, ή τα έγγραφα για εσωτερική χρήση που συντάσσουν οι αρχές της Κοινότητας ή των κρατών μελών της, δεν κοινολογούνται, εκτός εάν η κοινολόγησή τους προβλέπεται ρητώς στον παρόντα κανονισμό.

6.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν.

Η παρούσα διάταξη δεν αποκλείει τη χρήση πληροφοριών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο μιας έρευνας με σκοπό να κινηθεί άλλη έρευνα εντός της ίδιας διαδικασίας όσον αφορά το ίδιο ομοειδές προϊόν.

Άρθρο 30

Ενημέρωση των μερών

1.   Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, καθώς και οι χώρες καταγωγής ή/και εξαγωγής δύνανται να ζητούν να ενημερωθούν λεπτομερώς σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και με τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι αιτήσεις ενημέρωσης πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων και η ενημέρωση πρέπει να γίνεται γραπτώς το συντομότερο δυνατό.

2.   Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν τελική ενημέρωση σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων προτίθεται να διατυπωθεί σύσταση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας χωρίς την επιβολή μέτρων· ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στην ενημέρωση σχετικά με τυχόν πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις που διαφέρουν εκείνων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την επιβολή προσωρινών μέτρων.

3.   Οι αιτήσεις για τελική ενημέρωση πρέπει να απευθύνονται γραπτώς στην Επιτροπή και πρέπει να παραλαμβάνονται, σε περίπτωση που έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, το αργότερο ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της επιβολής αυτού του δασμού. Σε περίπτωση που δεν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, παρέχεται η δυνατότητα στα μέρη να ζητήσουν να ενημερωθούν εντός προθεσμίας που ορίζεται από την Επιτροπή.

4.   Η τελική ενημέρωση γίνεται γραπτώς. Πραγματοποιείται, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, το συντομότερο δυνατόν και, υπό κανονικές συνθήκες, το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής πρότασης για τη λήψη οριστικών μέτρων σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να γνωστοποιήσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις τη δεδομένη στιγμή, οφείλει να το πραγματοποιήσει, το συντομότερο δυνατόν, στη συνέχεια.

Η ενημέρωση δεν παρεμποδίζει οιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο· όταν όμως η απόφαση αυτή βασίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις, τα τελευταία γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5.   Τυχόν παρατηρήσεις που διατυπώνονται μετά την πραγματοποίηση της ενημέρωσης, λαμβάνονται υπόψη μόνον εάν παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή, κατά περίπτωση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος· η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών.

Άρθρο 31

Συμφέρον την Κοινότητας

1.   Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η λήψη μέτρων είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, των χρηστών και των καταναλωτών· κάθε τέτοια διαπίστωση, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πραγματοποιείται μόνον αφού έχει δοθεί η δυνατότητα σε όλα τα μέρη να εκφράσουν τις απόψεις τους σύμφωνα με την παράγραφο 2. Κατά την εξέταση αυτή, αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη εξάλειψης των επιπτώσεων από τις στρεβλώσεις του εμπορίου που προκαλούν οι ζημιογόνες επιδοτήσεις καθώς και στην ανάγκη αποκατάστασης ουσιαστικού ανταγωνισμού. Μέτρα τα οποία έχουν προσδιορισθεί με βάση τις διαπιστωθείσες επιδοτήσεις και τη ζημία δεν μπορούν να εφαρμόζονται αν οι αρχές μπορούν, βάσει όλων των στοιχείων που έχουν υποβληθεί, να συμπεράνουν με σαφήνεια ότι τούτο δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Κοινότητας.

2.   Προκειμένου να συγκροτηθεί μια κατάλληλη βάση επί της οποίας οι αρχές να μπορούν να λάβουν υπόψη όλες τις απόψεις και τα στοιχεία προκειμένου να αποφανθούν κατά πόσον η επιβολή μέτρων είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, καθώς και οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις χρηστών και καταναλωτών δύνανται, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση περί έναρξης της έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, να αναγγελθούν και να παράσχουν πληροφορίες στην Επιτροπή. Οι πληροφορίες αυτές ή κατάλληλες περιλήψεις αυτών των πληροφοριών, ανακοινώνονται στα λοιπά μέρη που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, τα οποία έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις επ’ αυτών.

3.   Τα μέρη που έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν ακρόαση. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 και εφόσον αναφέρουν τους ιδιαίτερους λόγους οι οποίοι επιβάλλουν την ακρόαση, σε σχέση με το κοινοτικό συμφέρον.

4.   Τα μέρη που έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με την επιβολή των προσωρινών δασμών. Οι εν λόγω παρατηρήσεις πρέπει να παραλαμβάνονται εντός ενός μηνός από την επιβολή των εκάστοτε μέτρων, προκειμένου να ληφθούν υπόψη· πρέπει ενδεχομένως με κατάλληλη περιληπτική μορφή, να ανακοινωθούν στα άλλα μέρη, τα οποία έχουν το δικαίωμα να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις επ’ αυτών.

5.   Η Επιτροπή εξετάζει όλες τις πληροφορίες που της έχουν προσηκόντως υποβληθεί, καθώς και το βαθμό αντιπροσωπευτικότητάς τους· τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής, μαζί με γνωμοδότηση επί του βασίμου των πληροφοριών αυτών, διαβιβάζονται στη συμβουλευτική επιτροπή. Ο συσχετισμός των απόψεων που έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, λαμβάνεται υπόψη από την Επιτροπή για κάθε πρόταση που υποβάλλεται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 14 και 15.

6.   Τα μέρη που έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν να πληροφορηθούν τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις στα οποία είναι πιθανό να βασισθούν οι τελικές αποφάσεις. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται στο μέτρο του δυνατού και με την επιφύλαξη τυχόν μεταγενέστερης αποφάσεως την οποία λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο.

7.   Οι πληροφορίες λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον συνοδεύονται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία τους.

Άρθρο 32

Σχέση μεταξύ των αντισταθμιστικών μέτρων και των πολυμερών μέτρων αποκατάστασης

Σε περίπτωση που ένα εισαγόμενο προϊόν αποτελέσει αντικείμενο μέτρων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή των διαδικασιών επίλυσης των διαφορών που προβλέπονται από τη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, και τα μέτρα αυτά επαρκούν για την εξάλειψη της ζημίας που προκαλείται από τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, κάθε αντισταθμιστικός δασμός που έχει επιβληθεί σε σχέση με το εν λόγω προϊόν αναστέλλεται αμέσως ή καταργείται, ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 33

Τελικές διατάξεις

Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την εφαρμογή:

α)

ειδικών κανόνων που προβλέπονται στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών·

β)

των κοινοτικών κανονισμών στο γεωργικό τομέα και των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 2783/75 (5), (ΕΚ) αριθ. 3448/93 (6) και (ΕΚ) αριθ. 1667/2006 του Συμβουλίου (7). Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται ως συμπλήρωμα των κανονισμών αυτών και κατά παρέκκλιση τυχόν διατάξεών τους οι οποίες αντιτίθενται στην επιβολή αντισταθμιστικών δασμών·

γ)

ειδικών μέτρων, εφόσον δεν αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί στα πλαίσια της ΓΣΔΕ.

Άρθρο 34

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VI.

Άρθρο 35

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 11 Ιουνίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. SLAMEČKA


(1)  ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1.

(2)  Βλέπε παράρτημα V.

(3)  ΕΕ L 336 της 23.12.1994, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 282 της 1.11.1975, σ. 104.

(6)  ΕΕ L 318 της 20.12.1993, σ. 18.

(7)  ΕΕ L 312 της 11.11.2006, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

α)

Η παροχή από το Δημόσιο άμεσων επιδοτήσεων προς μία επιχείρηση ή προς έναν κλάδο παραγωγής ανάλογα με τις εξαγωγικές τους επιδόσεις.

β)

Συστήματα μη επανεκχωρήσεως συναλλάγματος και κάθε ανάλογη πρακτική που συνίσταται στην πριμοδότηση των εξαγωγών.

γ)

Η κάλυψη εκ μέρους ή με εντολή του Δημοσίου των εξόδων για την εσωτερική μεταφορά και των ναύλων φορτίων που προορίζονται για εξαγωγή, υπό όρους ευνοϊκότερους από εκείνους που ισχύουν για τις αποστολές εσωτερικού.

δ)

Η παροχή, από το Δημόσιο ή από κρατικούς φορείς, είτε αμέσως είτε εμμέσως, στο πλαίσιο προγραμμάτων που εφαρμόζονται με εντολή του Δημοσίου, εισαγόμενων ή εγχώριων προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών προς εξαγωγή, υπό ευνοϊκότερους όρους και προϋποθέσεις εν συγκρίσει με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για την παροχή ομοειδών ή ευθέως ανταγωνιστικών προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών τα οποία προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση, υπό την προϋπόθεση (όταν πρόκειται για προϊόντα) ότι οι εν λόγω όροι και οι προϋποθέσεις είναι ευνοϊκότεροι από τους εμπορικούς όρους (1) που είναι σε θέση να εξασφαλίζουν οι εξαγωγείς του οικείου κράτους στις διεθνείς αγορές.

ε)

Η ολοσχερής ή μερική απαλλαγή, η διαγραφή ή η αναστολή πληρωμής που παραχωρούνται ειδικώς για εξαγωγές και αφορούν άμεσους φόρους (2) ή εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που έχουν καταβληθεί ή οφείλονται από βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσεις (3).

στ)

Η πρόβλεψη για ειδικές μειώσεις οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τις εξαγωγές ή τις εξαγωγικές επιδόσεις και οι οποίες, κατά τον υπολογισμό της βάσης επί της οποίας επιβάλλονται οι άμεσοι φόροι, υπερβαίνουν τις μειώσεις που προβλέπονται για την παραγωγή η οποία προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση.

ζ)

Η απαλλαγή ή η διαγραφή έμμεσων φόρων (4), οι οποίοι οφείλονται για την παραγωγή και τη διανομή εξαγόμενων προϊόντων, πέραν του ύψους των ίδιων που επιβάλλονται για την παραγωγή και τη διανομή ομοειδών προϊόντων που πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση.

η)

Η απαλλαγή, η διαγραφή ή η αναστολή πληρωμής που παραχωρούνται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους (5) επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή εξαγόμενων προϊόντων, σε έκταση μεγαλύτερη της απαλλαγής, της διαγραφής ή της αναστολής πληρωμής που παραχωρούνται σε σχέση με ανάλογους προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ομοειδών προϊόντων, τα οποία πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση· πάντως, η απαλλαγή από προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους, η διαγραφή τους ή η αναστολή της πληρωμής τους επιτρέπονται σε σχέση με εξαγόμενα προϊόντα, ακόμη και αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τα ομοειδή προϊόντα που πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση, υπό την προϋπόθεση ότι οι προανακύψαντες σωρευτικοί έμμεσοι φόροι επιβάλλονται στους συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες) (6). Η παρούσα διάταξη ερμηνεύεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα II.

θ)

Η διαγραφή ή η επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών (7), καθ’ υπέρβαση των επιβαρύνσεων επί των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες)·γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι, σε ειδικές περιπτώσεις, μια επιχείρηση δύναται να χρησιμοποιήσει ορισμένη ποσότητα συντελεστών παραγωγής τους οποίους έχει προμηθευτεί στην εγχώρια αγορά, προκειμένου να υποκαταστήσει δι’ αυτών ίδια ποσότητα εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής, της ίδιας ποιότητας και με τα ίδια χαρακτηριστικά, και με τον τρόπο αυτό να επωφεληθεί από την παρούσα διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι τόσο η εισαγωγή όσο και οι αντίστοιχες εξαγωγικές πράξεις πραγματοποιούνται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα δύο έτη. Η παρούσα διάταξη ερμηνεύεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα II, καθώς και με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στο παράρτημα III και οι οποίες ακολουθούνται για να κριθεί κατά πόσον ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ισοδυναμεί με την παροχή εξαγωγικών επιδοτήσεων.

ι)

Η θέση σε εφαρμογή από το Δημόσιο (ή από εξειδικευμένους φορείς που ελέγχονται από το Δημόσιο) προγραμμάτων εγγύησης ή ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων, προγραμμάτων παροχής ασφάλισης ή εγγύησης έναντι αυξήσεων του κόστους εξαγόμενων προϊόντων ή προγραμμάτων παροχής κάλυψης έναντι συναλλαγματικών κινδύνων, με την εφαρμογή ασφαλίστρων τέτοιου ύψους, ώστε να μην επαρκούν για την κάλυψη των μακροπρόθεσμων εξόδων λειτουργίας και των απωλειών των προγραμμάτων.

κ)

Η χορήγηση από το Δημόσιο (ή από εξειδικευμένους φορείς που ελέγχονται από το Δημόσιο ή/και δρουν υπό τις εντολές του Δημοσίου) εξαγωγικών πιστώσεων με επιτόκια κατώτερα από αυτά που πρέπει στην πραγματικότητα να καταβάλει για να συγκεντρώσει τα κεφάλαια που παρέχει (ή από αυτά που θα υποχρεούτο να καταβάλει αν για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων συνήπτε δάνεια στις διεθνείς κεφαλαιαγορές με την ίδια ημερομηνία λήξης, ίδιους όρους δανεισμού γενικότερα και στο ίδιο νόμισμα στο οποίο παρέχεται η εξαγωγική πίστωση)· επίσης, η καταβολή εκ μέρους του Δημοσίου του συνόλου ή μέρους των εξόδων που επιβαρύνουν τους εξαγωγείς ή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την εξεύρεση των πιστώσεων, στο βαθμό που ο σκοπός των εν λόγω πράξεων είναι η εξασφάλιση ενός σημαντικού πλεονεκτήματος όσον αφορά τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η εξαγωγική πίστωση.

Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι αν ένα μέλος του ΠΟΕ αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος διεθνούς συμφωνίας στον τομέα των επίσημων εξαγωγικών πιστώσεων, της οποίας αποτελούσαν μέρη την 1η Ιανουαρίου 1979 δώδεκα τουλάχιστον από τα αρχικά μέλη (ή άλλης, διαδόχου, συμφωνίας, την οποία έχουν συνάψει τα εν λόγω αρχικά μέλη) ή σε περίπτωση που ένα μέλος του ΠΟΕ στην πράξη εφαρμόζει τις σχετικές με τα επιτόκια διατάξεις της οικείας συμφωνίας, τότε δεδομένη πρακτική παροχής εξαγωγικών πιστώσεων η οποία συνάδει με τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεν θεωρείται ως εξαγωγική επιδότηση.

λ)

Κάθε άλλη επιβάρυνση για λογαριασμό του Δημοσίου η οποία αποτελεί εξαγωγική επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994.


(1)  Ο όρος «εμπορικοί όροι» σημαίνει ότι η επιλογή μεταξύ εγχωρίων και εισαγόμενων προϊόντων είναι εντελώς ελεύθερη και γίνεται με βάση εμπορικά και μόνο κριτήρια.

(2)  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

ο όρος «άμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους επί των μισθών, των κερδών, των τόκων, των μισθωμάτων, των ποσών που καταβάλλονται για δικαιώματα εκμετάλλευσης και επί όλων των υπολοίπων μορφών εισοδήματος, καθώς και τους φόρους επί της ακινήτου περιουσίας,

ο όρος «επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών» σημαίνει τους τελωνειακούς δασμούς, λοιπά τέλη και άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών που δεν απαριθμούνται σε διαφορετικό σημείο της παρούσας υποσημείωσης,

ο όρος «έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους επί των πωλήσεων, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τους φόρους κύκλου εργασιών, τους φόρους προστιθέμενης αξίας, τους φόρους επί της δικαιοχρησίας, τα τέλη χαρτοσήμου, τους φόρους μεταβίβασης, τους φόρους επί των αποθεμάτων και του εξοπλισμού, τους φόρους που επιβάλλονται στα σύνορα, καθώς και όλους τους άλλους φόρους πλην των άμεσων φόρων και των επιβαρύνσεων επί εισαγωγών,

ο όρος «προανακύψαντες έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους που επιβάλλονται επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται αμέσως ή εμμέσως για την παραγωγή δεδομένου προϊόντος,

ο όρος «σωρευτικοί έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους κλιμακούμενους σε πολλαπλά στάδια φόρους, οι οποίοι επιβάλλονται όταν δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός για τη μεταγενέστερη πίστωση του φόρου σε περίπτωση που τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που υπόκεινται σε φόρο σε ένα στάδιο της παραγωγής χρησιμοποιούνται σε μεταγενέστερο στάδιο της παραγωγής,

ο όρος «διαγραφή των φόρων» περιλαμβάνει την επιστροφή ή μείωση φόρων,

ο όρος «διαγραφή ή επιστροφή» περιλαμβάνει την ολοσχερή ή μερική απαλλαγή ή αναστολή πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών.

(3)  Η αναστολή πληρωμής δεν ισοδυναμεί κατ’ ανάγκη με εξαγωγική επιδότηση σε περίπτωση που, παραδείγματος χάρη, καταβάλλονται οι σχετικοί τόκοι.

(4)  Βλ. υποσημείωση 2.

(5)  Βλ. υποσημείωση 2.

(6)  Το στοιχείο στ) δεν ισχύει για συστήματα που στηρίζονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας ούτε για εκείνα που τον υποκαθιστούν με προσαρμογές του φόρου που επιβάλλεται στο σύνορα· το πρόβλημα της υπέρμετρης διαγραφής οφειλών από φόρους προστιθέμενης αξίας ρυθμίζεται αποκλειστικά από το στοιχείο ζ).

(7)  Βλ. υποσημείωση 2.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ  (1)

Ι

1.

Τα συστήματα μείωσης έμμεσων φόρων είναι δυνατό να προβλέπουν την παραχώρηση απαλλαγής, διαγραφής ή αναστολής πληρωμής σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες). Παρομοίως, τα συστήματα επιστροφής είναι δυνατό να προβλέπουν τη διαγραφή ή την επιστροφή επιβαρύνσεων, οι οποίες επιβάλλονται για την εισαγωγή συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες).

2.

Στον «επεξηγηματικό κατάλογο εξαγωγικών επιδοτήσεων» του παραρτήματος I, και ειδικότερα στα στοιχεία η) και θ), χρησιμοποιείται ο όρος «συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος». Σύμφωνα με το στοιχείο η), τα συστήματα μείωσης έμμεσων φόρων είναι δυνατό να αποτελούν περιπτώσεις εξαγωγικών επιδοτήσεων στο βαθμό που συνεπάγονται την απαλλαγή, τη διαγραφή ή την αναστολή πληρωμής που παραχωρούνται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους πέραν του ποσού των αντίστοιχων φόρων που όντως επιβάλλονται επί των συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Σύμφωνα με το στοιχείο θ), τα συστήματα επιστροφών είναι δυνατό να αποτελούν περιπτώσεις εξαγωγικών επιδοτήσεων στο μέτρο που συνεπάγονται τη διαγραφή ή την επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών, οι οποίες αφορούν ποσά μεγαλύτερα των επιβαρύνσεων οι οποίες επιβάλλονται επί των συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Και οι δύο παράγραφοι ορίζουν ότι, κατά την αξιολόγηση της κατανάλωσης των συντελεστών παραγωγής για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνήθεις απώλειες. Το στοιχείο θ) προβλέπει ακόμη τη δυνατότητα υποκατάστασης στις κατάλληλες περιπτώσεις.

II

3.

Όταν η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εξετάζει κατά πόσον συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, οφείλει κανονικά να ενεργεί με τον ακόλουθο τρόπο.

4.

Όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ένα σύστημα μείωσης έμμεσου φόρου ή ένα σύστημα επιστροφής φόρου ισοδυναμεί με την παροχή επιδότησης εξαιτίας της υπέρμετρης μείωσης ή της επιστροφής σε μεγαλύτερη από την κανονική έκταση έμμεσων φόρων ή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών συντελεστών παραγωγής οι οποίοι καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, η Επιτροπή εξετάζει κατά κανόνα πρώτα κατά πόσον οι αρχές της χώρας εξαγωγής έχουν καθιερώσει και εφαρμόζουν κάποιο σύστημα ή διαδικασία προκειμένου να εξακριβώνουν ποιοι συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος και σε ποιες ποσότητες. Όταν διαπιστώνεται ότι πράγματι εφαρμόζεται ένα τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, η Επιτροπή εξετάζει κανονικά στη συνέχεια το εν λόγω σύστημα ή την εν λόγω διαδικασία, για να κρίνει αν είναι εύλογα και κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτά στόχου, καθώς και κατά πόσον στηρίζονται στις γενικώς παραδεδεγμένες εμπορικές πρακτικές που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής. Η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει σκόπιμη τη διενέργεια ορισμένων πρακτικών δοκιμών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 26 παράγραφος 2, προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια ορισμένων στοιχείων ή για να βεβαιωθεί ότι το σύστημα ή η διαδικασία εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό.

5.

Όταν δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, όταν υπάρχει μεν αλλά δεν κρίνεται εύλογο ή όταν καθιερωθεί και κριθεί εύλογο, αλλά διαπιστώνεται είτε ότι δεν εφαρμόζεται καθόλου είτε ότι δεν εφαρμόζεται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε η χώρα εξαγωγής οφείλει κατά κανόνα να προβαίνει σε συμπληρωματική εξέταση με βάση τους πραγματικούς συντελεστές παραγωγής που έχουν χρησιμοποιηθεί, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του κανονικού. Αν η Επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, είναι δυνατή η διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης βάσει του σημείου 4.

6.

Η Επιτροπή οφείλει κανονικά να αντιμετωπίζει τους συντελεστές παραγωγής ως φυσικώς ενσωματωμένους, εφόσον αυτοί χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγική διαδικασία και έχουν ενσωματωθεί υλικά στο εξαγόμενο προϊόν. Ένας συντελεστής παραγωγής είναι δυνατόν να μην εμφανίζεται στο τελικό προϊόν με την ίδια μορφή υπό την οποία εισήλθε στην παραγωγική διαδικασία.

7.

Για τον προσδιορισμό της ποσότητας δεδομένου συντελεστή παραγωγής ο οποίος καταναλώνεται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, πρέπει κανονικά να συνυπολογίζονται οι «συνήθεις απώλειες», οι οποίες πρέπει κανονικά να αντιμετωπίζονται ως αναλωθείσες για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Ο όρος «απώλειες» αναφέρεται σε εκείνο το μέρος δεδομένου συντελεστή παραγωγής, το οποίο δεν εξυπηρετεί κάποια ανεξάρτητη λειτουργία στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας, δεν καταναλώνεται κατά την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λόγω προβλημάτων αναποτελεσματικότητας ή για άλλους λόγους) και το οποίο δεν ανακτάται, χρησιμοποιείται ή πωλείται από τον ίδιο κατασκευαστή.

8.

Όταν η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον οι απώλειες που ζητείται να ληφθούν υπόψη είναι οι «συνήθεις», οφείλει κατά κανόνα να συνεκτιμά τη μέθοδο παραγωγής, τη μέση πείρα του κλάδου παραγωγής στη χώρα εξαγωγής, καθώς και άλλους τεχνικούς παράγοντες, ανάλογα με την περίπτωση. Η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη το ζήτημα του κατά πόσον οι αρχές της χώρας εξαγωγής έχουν υπολογίσει ορθώς το ποσό του αντιπροσωπεύουν οι απώλειες, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το ποσό αυτό πρόκειται να συνυπολογισθεί στο ποσό της μείωσης ή της διαγραφής του οφειλόμενου φόρου ή δασμού.


(1)  Συντελεστές που καταναλώνονται στην παραγωγική διαδικασία είναι οι συντελεστές που υλικά ενσωματώνονται στο προϊόν, η ενέργεια, τα καύσιμα και το πετρέλαιο που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία, καθώς και οι καταλύτες που καταναλώνονται κατά τη χρήση τους για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΟΤΑΝ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

I

Ένα σύστημα επιστροφής φόρου είναι δυνατό να προβλέπει την απόδοση ή την επιστροφή επιβαρύνσεων οι οποίες έχουν επιβληθεί στις εισαγωγές συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται κατά τη διαδικασία παραγωγής ενός άλλου προϊόντος, εφόσον το εν λόγω άλλο προϊόν κατά την εξαγωγή του περιέχει εγχώριους συντελεστές παραγωγής της ίδιας ποιότητας και με τα ίδια χαρακτηριστικά όπως και εκείνοι που υποκατέστησαν τους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής. Σύμφωνα με το στοιχείο θ) του παραρτήματος I, ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ενδέχεται να αποτελεί εξαγωγική επιδότηση στο βαθμό που συνεπάγεται την επιστροφή σε έκταση μεγαλύτερη από το κανονικό των επιβαρύνσεων που επεβλήθησαν αρχικά στις εισαγωγές των συντελεστών παραγωγής σε σχέση με τους οποίους ζητείται η επιστροφή.

II

Όταν η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της έρευνάς της με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού δυνάμει του παρόντος κανονισμού, εξετάζει δεδομένο σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης, οφείλει κανονικά να ενεργεί με τον ακόλουθο τρόπο:

1)

Στο στοιχείο θ) του παραρτήματος I ορίζεται ότι συντελεστές παραγωγής προερχόμενοι από την εγχώρια αγορά είναι δυνατό να υποκαταστήσουν εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής για την παραγωγή ενός προϊόντος που προορίζεται για εξαγωγή, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συντελεστές παραγωγής είναι της ίδιας ποσότητας και της ίδιας ποιότητας, και έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους υποκαθιστάμενους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής. Η ύπαρξη συστήματος ή διαδικασίας επαλήθευσης είναι σημαντική, διότι επιτρέπει στις αρχές της χώρας εξαγωγής να εξασφαλίζουν και να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η ποσότητα συντελεστών παραγωγής για την οποία ζητείται η επιστροφή δεν υπερβαίνει την ποσότητα παρόμοιων προϊόντων που εξάγονται υπό οιαδήποτε μορφή και ότι δεν σημειώνεται επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών πέραν εκείνων που επεβλήθησαν αρχικά στους εκάστοτε εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής.

2)

Όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ισοδυναμεί με την παροχή επιδοτήσεων, η Επιτροπή πρέπει κανονικά να εξετάζει πρώτα κατά πόσον οι αρχές της χώρας εξαγωγής έχουν καθιερώσει και εφαρμόζουν κάποιο σύστημα ή κάποια διαδικασία επαλήθευσης. Εφόσον διαπιστώνεται ότι πράγματι εφαρμόζεται ένα τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, η Επιτροπή εξετάζει κανονικά στη συνέχεια τις σχετικές διαδικασίες επαλήθευσης, για να κρίνει κατά πόσον αυτές είναι εύλογες και κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτές στόχου, καθώς και αν στηρίζονται στις γενικώς παραδεδεγμένες εμπορικές πρακτικές που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής. Αν διαπιστωθεί ότι οι διαδικασίες πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και επιπλέον ότι εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε τεκμαίρεται ότι δεν παρέχεται επιδότηση. Η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει σκόπιμη τη διενέργεια ορισμένων πρακτικών δοκιμών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 26 παράγραφος 2, προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια ορισμένων στοιχείων ή για να βεβαιωθεί ότι οι εκάστοτε διαδικασίες επαλήθευσης εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό.

3)

Όταν δεν προβλέπονται διαδικασίες επαλήθευσης, όταν προβλέπονται μεν αλλά δεν είναι εύλογες ή όταν τέτοιου είδους διαδικασίες προβλέπονται και έχουν κριθεί εύλογες, αλλά διαπιστώνεται είτε ότι στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζονται καθόλου, είτε ότι δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε ενδέχεται να συντρέχει περίπτωση επιδότησης. Στις περιπτώσεις αυτές, η χώρα εξαγωγής είναι σκόπιμο να προβαίνει σε συμπληρωματική εξέταση, με βάση τις συναλλαγές που όντως πραγματοποιήθηκαν, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του κανονικού. Αν η Επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, είναι δυνατή η διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης κατ’ εφαρμογή του σημείου 2.

4)

Το γεγονός ότι στο πλαίσιο καθεστώτος επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη ότι οι εξαγωγείς δικαιούνται να επιλέξουν το συγκεκριμένο φορτίο εισαγόμενων προϊόντων για το οποίο θα ζητήσουν την επιστροφή του φόρου δεν ισοδυναμεί από μόνο του με την παροχή επιδότησης.

5)

Γίνεται δεκτό ότι έχει σημειωθεί καθ’ υπέρβαση επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών, κατά την έννοια του στοιχείου θ) του παραρτήματος I, όταν το Δημόσιο έχει καταβάλει τόκους για ποσά που έχει ενδεχομένως επιστρέψει στο πλαίσιο των συστημάτων επιστροφής φόρου που εφαρμόζει· η υπέρβαση ισούται με το ποσό του πράγματι καταβληθέντος ή του οφειλόμενου τόκου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

(Το παρόν παράρτημα αναπαράγει το παράρτημα 2 της συμφωνίας για τη γεωργία. Οι όροι ή οι εκφράσεις που δεν επεξηγούνται σε αυτό ή οι οποίοι δεν είναι αυτονόητοι, ερμηνεύονται με βάση την εν λόγω συμφωνία.)

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ: Η ΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΜΕΙΩΣΕΩΝ

1.

Τα μέτρα εσωτερικών ενισχύσεων για τα οποία ζητείται εξαίρεση από τις υποχρεώσεις επιβολής μειώσεων πρέπει να πληρούν το βασικό όρο, ήτοι ότι οι επιπτώσεις τους στη στρέβλωση των εμπορικών συναλλαγών ή στην παραγωγή είναι μηδενικές ή, το πολύ, ελάχιστες. Συνεπώς, όλα τα μέτρα για τα οποία ζητείται εξαίρεση, πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες βασικές προϋποθέσεις:

α)

οι σχετικές ενισχύσεις παρέχονται στο πλαίσιο κρατικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από πόρους του δημοσίου (συμπεριλαμβανομένων των διαφυγόντων κρατικών εσόδων), χωρίς μεταβιβάσεις από τους καταναλωτές· και

β)

οι σχετικές ενισχύσεις δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη στήριξη των τιμών προς όφελος των παραγωγών,

καθώς και τα συγκεκριμένα για κάθε πολιτική κριτήρια και όρους, που ορίζονται κατωτέρω.

Προγράμματα δημοσίων υπηρεσιών

2.   Γενικές υπηρεσίες

Οι πολιτικές της συγκεκριμένης κατηγορίας αφορούν δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σε σχέση με προγράμματα, στο πλαίσιο των οποίων παρέχονται υπηρεσίες ή οφέλη στον τομέα της γεωργίας ή στους αγρότες. Δεν είναι δυνατό να περιλαμβάνουν άμεσες πληρωμές στους παραγωγούς ή στις μεταποιητικές επιχειρήσεις. Αυτά τα προγράμματα, τα οποία περιλαμβάνουν εκείνα, μεταξύ άλλων, του ακόλουθου καταλόγου, πρέπει να πληρούν τα γενικά κριτήρια του σημείου 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, τις ειδικές προϋποθέσεις που ορίζονται κατωτέρω:

α)

έρευνα, συμπεριλαμβανομένης της γενικής έρευνας, σχετική με περιβαλλοντικά προγράμματα και ερευνητικά προγράμματα που αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα·

β)

έλεγχος παρασίτων και νόσων, συμπεριλαμβανομένων των γενικών και ειδικών για κάθε προϊόν μέτρων ελέγχου παρασίτων και νόσων, όπως τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, η θέση σε απομόνωση και η εκρίζωση·

γ)

υπηρεσίες κατάρτισης, συμπεριλαμβανομένων τόσο των γενικών, όσο και των εξειδικευμένων προγραμμάτων κατάρτισης·

δ)

υπηρεσίες γενικών εφαρμογών και παροχής συμβουλών, συμπεριλαμβανομένης της παροχής μέσων για τη διευκόλυνση της μεταβίβασης πληροφοριών και πορισμάτων έρευνας στους παραγωγούς και τους καταναλωτές·

ε)

υπηρεσίες επιθεώρησης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών υπηρεσιών επιθεώρησης και του ελέγχου συγκεκριμένων προϊόντων για λόγους υγείας, ασφάλειας, ελέγχου της ποιότητας ή τυποποίησης·

στ)

υπηρεσίες εμπορίας και προώθησης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών των σχετικών με τις αγορές, της παροχής συμβουλών και της προώθησης συγκεκριμένων προϊόντων, αλλά εξαιρουμένων των δαπανών για μη καθορισμένους λόγους που θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν από τους πωλητές για τη μείωση της τιμής πώλησης ή για την παροχή άμεσου οικονομικού οφέλους στους αγοραστές· και

ζ)

υπηρεσίες υποδομών, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ηλεκτροδότησης, των οδών και άλλων μέσων μεταφοράς, των εγκαταστάσεων αγοράς και των λιμενικών εγκαταστάσεων, των δικτύων ύδρευσης, των φραγμάτων και συστημάτων αποστράγγισης, καθώς και έργα υποδομών που συνδέονται με περιβαλλοντικά προγράμματα. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι δαπάνες προορίζονται μόνο για την παροχή ή κατασκευή βασικού εξοπλισμού και δεν περιλαμβάνουν την επιδοτούμενη παροχή εγκαταστάσεων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, πλην αυτών που προορίζονται για τη δικτύωση εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας. Δεν περιλαμβάνονται επιδοτήσεις για συντελεστές παραγωγής ή λειτουργικές δαπάνες ούτε η επιβολή ευνοϊκών τελών χρήσης.

3.   Δημόσια αποθέματα για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας (1)

Δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σχετικές με τη σώρευση και την κατοχή αποθεμάτων προϊόντων που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός προγράμματος επισιτιστικής ασφάλειας το οποίο προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία. Στην κατηγορία αυτή είναι δυνατό να ανήκει η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για την ιδιωτική αποθήκευση προϊόντων στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγράμματος.

Οόγκος και η σώρευση των σχετικών αποθεμάτων αντιστοιχεί σε προκαθορισμένους στόχους, που συνδέονται αποκλειστικά με την επισιτιστική ασφάλεια. Η διαδικασία σώρευσης και διάθεσης αποθεμάτων πρέπει να είναι διαφανής από χρηματοδοτική άποψη. Οι αγορές ειδών διατροφής από κρατικές αρχές πραγματοποιούνται σε τρέχουσες τιμές αγοράς, και οι πωλήσεις από τα αποθέματα επισιτιστικής ασφάλειας πραγματοποιούνται σε τιμές όχι κατώτερες από τις τρέχουσες τιμές που ισχύουν στην εγχώρια αγορά για το εκάστοτε εξεταζόμενο προϊόν και ποιότητα.

4.   Εσωτερική επισιτιστική βοήθεια (2)

Δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σχετικά με τη χορήγηση εσωτερικής επισιτιστικής βοήθειας σε τμήματα του πληθυσμού που βρίσκονται σε ανάγκη.

Το δικαίωμα λήψης επισιτιστικής βοήθειας βασίζεται σε σαφώς καθορισμένα κριτήρια που συνδέονται με τους στόχους διατροφής. Η εν λόγω βοήθεια συνίσταται στην απευθείας χορήγηση τροφίμων στους δικαιούχους ή στην παροχή των αναγκαίων μέσων προκειμένου να μπορέσουν οι επιλέξιμοι αποδέκτες να αγοράσουν τρόφιμα είτε σε τιμές αγοράς, είτε σε επιδοτούμενες τιμές. Οι αγορές τροφίμων από το Δημόσιο πραγματοποιούνται σε τρέχουσες τιμές αγοράς, ενώ η χρηματοδότηση και η διαχείριση της βοήθειας είναι διαφανείς.

5.   Άμεσες ενισχύσεις σε παραγωγούς

Οι ενισχύσεις που παρέχονται μέσω άμεσων πληρωμών (ή διαφυγόντων εσόδων, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών σε είδος) σε παραγωγούς, για τις οποίες ζητείται εξαίρεση από την επιβολή μειώσεων, πρέπει να πληρούν τα βασικά κριτήρια που προβλέπονται στο σημείο 1, πέραν των ειδικών κριτηρίων που ισχύουν για μεμονωμένες κατηγορίες άμεσων πληρωμών, κατά τα οριζόμενα στα σημεία 6 έως 13. Στις περιπτώσεις που ζητείται εξαίρεση από την επιβολή μειώσεων για υφιστάμενες ή νέες κατηγορίες άμεσων πληρωμών, εκτός εκείνων που επισημαίνονται στις παραγράφους 6 έως 13, είναι αναγκαίο να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία β) έως ε) του σημείου 6, επιπλέον των γενικών κριτηρίων που καθορίζονται στο σημείο 1.

6.   Αποσυνδεδεμένη εισοδηματική ενίσχυση

α)

Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές βασίζεται σε σαφώς καθορισμένα κριτήρια, όπως το εισόδημα, η ιδιότητα του δικαιούχου ως παραγωγού ή γαιοκτήμονα, η χρησιμοποίηση συντελεστών παραγωγής ή το επίπεδο παραγωγής σε καθορισμένη και σταθερή περίοδο βάσης.

β)

Το ύψος των σχετικών ενισχύσεων, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στον τύπο ή τον όγκο της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης.

γ)

Το ύψος των σχετικών ενισχύσεων, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για την παραγωγή προϊόντων κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

δ)

Το ύψος των σχετικών ενισχύσεων, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στους συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

ε)

Για την απολαβή των σχετικών ενισχύσεων δεν απαιτείται η πραγματοποίηση παραγωγής.

7.   Χρηματοδοτική συμμετοχή του Δημοσίου σε προγράμματα ασφάλισης των εισοδημάτων και σε προγράμματα τα οποία θεσπίζουν μηχανισμό ασφάλειας των εισοδημάτων

α)

Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές καθορίζεται βάσει της απώλειας εισοδήματος, λαμβανομένου υπόψη μόνο του εισοδήματος που προέρχεται από τη γεωργία, που υπερβαίνει το 30 % του μέσου ακαθάριστου εισοδήματος ή του ισοδύναμου σε όρους καθαρού εισοδήματος (εξαιρουμένων τυχόν πληρωμών από τα ίδια ή παρόμοια προγράμματα) κατά τη διάρκεια των τριών προηγουμένων ετών ή ενός μέσου όρου τριών ετών που εκτιμάται βάσει των προηγουμένων πέντε ετών, αποκλειομένων της μεγαλύτερης και της μικρότερης τιμής. Όλοι οι παραγωγοί που πληρούν αυτή την προϋπόθεση έχουν δικαίωμα απολαβής των σχετικών πληρωμών.

β)

Το ποσό των σχετικών πληρωμών αντισταθμίζει σε ποσοστό κατώτερο του 70 % την απώλεια εισοδήματος του παραγωγού κατά το έτος στο οποίο ο παραγωγός αποκτά το δικαίωμα απολαβής της σχετικής βοήθειας.

γ)

Το ύψος των σχετικών πληρωμών εξαρτάται αποκλειστικά από το εισόδημα. Δεν συνδέεται με τον τύπο ή τον όγκο της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό ούτε με τις εγχώριες ή διεθνείς τιμές που εφαρμόζονται για την εν λόγω παραγωγή ούτε με τους χρησιμοποιούμενους συντελεστές παραγωγής.

δ)

Στην περίπτωση που καταβάλλονται σε έναν παραγωγό, κατά το ίδιο έτος, πληρωμές βάσει τόσο του παρόντος σημείου, όσο και του σημείου 8 (ενισχύσεις για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών), το ύψος του συνόλου των σχετικών πληρωμών πρέπει να είναι κατώτερο από το 100 % της συνολικής ζημίας του παραγωγού.

8.   Πληρωμές (που πραγματοποιούνται είτε απευθείας είτε μέσω χρηματοδοτικής συμμετοχής του κράτους σε προγράμματα ασφάλισης των καλλιεργειών) με στόχο την ανακούφιση από τις συνέπειες φυσικών καταστροφών

α)

Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές βασίζεται στην επίσημη αναγνώριση εκ μέρους των δημοσίων αρχών ότι έχει επέλθει ή βρίσκεται σε εξέλιξη κάποια φυσική ή παρόμοια καταστροφή (συμπεριλαμβανομένων των επιδημιών, της προσβολής από παράσιτα, των πυρηνικών ατυχημάτων και των πολεμικών συγκρούσεων στην επικράτεια του οικείου μέλους)· καθορίζεται βάσει απώλειας παραγωγής που υπερβαίνει το 30 % της μέσης παραγωγής κατά την προηγούμενη τριετία ή του μέσου όρου τριών ετών που βασίζεται στην προηγούμενη πενταετία, αποκλειομένων της υψηλότερης και της χαμηλότερης τιμής.

β)

Η καταβολή πληρωμών ύστερα από μια καταστροφή πραγματοποιείται μόνον όσον αφορά τις απώλειες εισοδήματος, ζωικού κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών που αφορούν την κτηνιατρική περίθαλψη των ζώων), γης ή άλλων συντελεστών παραγωγής, εξαιτίας της εκάστοτε φυσικής καταστροφής.

γ)

Οι πληρωμές δεν παρέχουν αντιστάθμισμα ανώτερο από το συνολικό κόστος της αποκατάστασης των σχετικών απωλειών και δεν εξαρτώνται από, ούτε προσδιορίζουν τον τύπο ή τον όγκο της μελλοντικής παραγωγής.

δ)

Οι πληρωμές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας καταστροφής δεν υπερβαίνουν το επίπεδο που απαιτείται για την πρόληψη ή την άμβλυνση των περαιτέρω απωλειών, όπως ορίζονται στο στοιχείο β).

ε)

Σε περίπτωση που καταβάλλονται σε έναν παραγωγό, κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, πληρωμές τόσο βάσει του παρόντος σημείου, όσο και του σημείου 7 (προγράμματα εγγύησης εισοδημάτων και δημιουργίας μηχανισμών προστασίας εισοδημάτων), το σύνολο των εν λόγω πληρωμών επιβάλλεται να είναι κατώτερο του 100 % της συνολικής ζημίας του παραγωγού.

9.   Ενίσχυση διαρθρωτικών προσαρμογών που παρέχεται μέσω των προγραμμάτων συνταξιοδότησης των παραγωγών

α)

Η επιλεξιμότητα για τέτοιου είδους πληρωμές κρίνεται βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων, στο πλαίσιο προγραμμάτων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της συνταξιοδότησης ατόμων που απασχολούνται στην παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων ή τη μετακίνησή τους σε μη γεωργικές δραστηριότητες.

β)

Προϋπόθεση της πραγματοποίησης των πληρωμών είναι η ολοκληρωτική και μόνιμη αποχώρηση των δικαιούχων από την παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων.

10.   Ενίσχυση διαρθρωτικών προσαρμογών που παρέχεται στο πλαίσιο προγραμμάτων απόσυρσης παραγωγικών πόρων

α)

Η επιλεξιμότητα για τις σχετικές πληρωμές κρίνεται βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων, στο πλαίσιο προγραμμάτων που αποσκοπούν στην απόσυρση των γαιών ή άλλων πόρων, συμπεριλαμβανομένου του ζωικού κεφαλαίου, από την παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων.

β)

Προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των πληρωμών είναι η απόσυρση των γαιών από την παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων για ελάχιστο χρονικό διάστημα τριών ετών και, στην περίπτωση του ζωικού κεφαλαίου, η σφαγή ή η οριστική και μόνιμη διάθεσή του.

γ)

Η πραγματοποίηση των πληρωμών δεν προϋποθέτει ούτε καθορίζει τυχόν εναλλακτική χρήση των σχετικών γαιών ή άλλων πόρων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων.

δ)

Οι πληρωμές δεν συνδέονται με το είδος ή τον όγκο παραγωγής ούτε με τις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για την παραγωγή που πραγματοποιείται με χρήση των γαιών ή των λοιπών πόρων που παραμένουν στην παραγωγή.

11.   Βοήθεια για διαρθρωτικές προσαρμογές που παρέχεται μέσω ενισχύσεων για τις επενδύσεις

α)

Η επιλεξιμότητα των εν λόγω πληρωμών κρίνεται με σαφώς καθορισμένα κριτήρια, στο πλαίσιο κρατικών προγραμμάτων, που αποσκοπούν στην υποβοήθηση της χρηματοδοτικής ή υλικής αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων ενός παραγωγού για την αντιμετώπιση αντικειμενικά αποδεδειγμένων διαρθρωτικών μειονεκτημάτων. Η επιλεξιμότητα για τα εν λόγω προγράμματα μπορεί επίσης να βασίζεται σε σαφώς καθορισμένο κρατικό πρόγραμμα επανιδιωτικοποίησης των γεωργικών εκτάσεων.

β)

Το ύψος των εν λόγω πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στο είδος ή τον όγκο παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης, εφόσον τούτο δεν προβλέπεται στο στοιχείο ε).

γ)

Το ύψος των εν λόγω πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για την παραγωγή οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

δ)

Οι πληρωμές πραγματοποιούνται μόνο κατά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την υλοποίηση των επενδύσεων για τις οποίες παρέχονται.

ε)

Για την πραγματοποίηση των πληρωμών δεν επιβάλλονται ούτε καθορίζονται με οιονδήποτε τρόπο τα γεωργικά προϊόντα τα οποία οφείλουν να παράγουν οι αποδέκτες, με εξαίρεση την περίπτωση που ζητείται από αυτούς να μην παράγουν ένα συγκεκριμένο προϊόν.

στ)

Οι πληρωμές περιορίζονται στο ποσό που είναι αναγκαίο για την αντιστάθμιση του διαρθρωτικού μειονεκτήματος.

12.   Πληρωμές στο πλαίσιο περιβαλλοντικών προγραμμάτων

α)

Η επιλεξιμότητα των σχετικών πληρωμών κρίνεται στο πλαίσιο ενός σαφώς καθορισμένου κρατικού προγράμματος προστασίας του περιβάλλοντος ή διαφύλαξης των φυσικών πόρων και εξαρτάται από την τήρηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, στο πλαίσιο του κρατικού προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων που αφορούν τις μεθόδους ή τους συντελεστές παραγωγής.

β)

Το ποσό των πληρωμών περιορίζεται στις επιπλέον δαπάνες ή τις απώλειες εισοδήματος που απορρέουν από την τήρηση του κρατικού προγράμματος.

13.   Πληρωμές στο πλαίσιο προγραμμάτων περιφερειακών ενισχύσεων

α)

Δικαίωμα σε τέτοιου είδους πληρωμές έχουν μόνον οι παραγωγοί μειονεκτικών περιοχών. Κάθε τέτοια περιοχή πρέπει να συνιστά ευκρινώς καθορισμένη και συνεχόμενη γεωγραφική περιφέρεια, με σαφή οικονομική και διοικητική ταυτότητα, η οποία θεωρείται μειονεκτική βάσει ουδέτερων και αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζονται επακριβώς σε νόμο ή ρύθμιση και από τα οποία συνάγεται ότι οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η εκάστοτε περιοχή δεν οφείλονται μόνο σε προσωρινές συνθήκες.

β)

Το ύψος των σχετικών πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στο είδος ή τον όγκο της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης, εκτός εάν πρόκειται για μείωση της εν λόγω παραγωγής.

γ)

Το ύψος των σχετικών πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για προϊόντα που παράγονται κατά τη διάρκεια οιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

δ)

Δικαίωμα στις πληρωμές έχουν αποκλειστικά οι παραγωγοί των επιλέξιμων περιοχών. Ωστόσο, δικαίωμα στις εν λόγω πληρωμές πρέπει να έχει το σύνολο των παραγωγών των σχετικών περιοχών.

ε)

Στις περιπτώσεις που συνδέονται με τους συντελεστές παραγωγής, οι πληρωμές πραγματοποιούνται βάσει προοδευτικά μειούμενου συντελεστή, πέραν του καθορισμένου για τον εκάστοτε συντελεστή παραγωγής ορίου.

στ)

Οι πληρωμές περιορίζονται στις επιπλέον δαπάνες ή στην απώλεια εισοδήματος που ανακύπτουν κατά την παραγωγή γεωργικών προϊόντων στην καθορισμένη περιοχή.


(1)  Για τους σκοπούς του σημείου 3 του παρόντος παραρτήματος, τα κρατικά προγράμματα αποθεμάτων για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας σε αναπτυσσόμενες χώρες, η λειτουργία των οποίων είναι διαφανής και εξασφαλίζεται σύμφωνα με επισήμως δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια ή κατευθυντήριες γραμμές, θεωρείται ότι συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος σημείου, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων στο πλαίσιο των οποίων αποθέματα ειδών διατροφής για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας αγοράζονται και διατίθενται σε προκαθορισμένες τιμές, υπό την προϋπόθεση ότι η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της εξωτερικής τιμής αναφοράς λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση της AME.

(2)  Για τους σκοπούς των σημείων 3 και 4 του παρόντος παραρτήματος, η παροχή ειδών διατροφής σε επιδοτούμενες τιμές με στόχο την κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών των πτωχών στις αστικές και αγροτικές περιοχές των αναπτυσσομένων χωρών, σε τακτική βάση και σε λογικές τιμές, θεωρείται ότι συνάδει με τις διατάξεις του παρόντος σημείου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Καταργούμενος κανονισμός με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών του

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1973/2002 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 305 της 7.11.2002, σ. 4)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 461/2004 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12)

Μόνον το άρθρο 2


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2 αρχική φράση

Άρθρο 2 αρχική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 τελική φράση

Άρθρο 2 στοιχείο α) αρχική πρόταση

Άρθρο 1 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2 στοιχείο α) τελική πρόταση

Άρθρο 1 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 2 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο αρχική φράση

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο αρχική φράση

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) πρώτη πρόταση

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) δεύτερη πρόταση

Άρθρο 4 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) τρίτη πρόταση

Άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ)

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ)

Άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο αρχική φράση

Άρθρο 4 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο αρχική φράση

Άρθρο 3 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) πρώτη πρόταση

Άρθρο 4 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 4 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 4 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 3 παράγραφος 5

Άρθρο 4 παράγραφος 5

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 6

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 7 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο πρώτη πρόταση

Άρθρο 7 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο δεύτερη πρόταση

Άρθρο 7 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 8 παράγραφοι 2 έως 9

Άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 8

Άρθρο 9

Άρθρο 9

Άρθρο 10 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 10 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 10 παράγραφοι 7 έως 13

Άρθρο 10 παράγραφοι 5 έως 11

Άρθρο 10 παράγραφος 14 πρώτη πρόταση

Άρθρο 10 παράγραφος 12 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 14 δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 10 παράγραφος 12 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφοι 15 και 16

Άρθρο 10 παράγραφοι 13 και 14

Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 τρίτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 τέταρτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 3 πρώτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 3 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 3 τρίτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 4 πρώτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 4 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 4 τρίτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 6 πρώτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τρίτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τέταρτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 7 πρώτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 7 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφοι 8, 9 και 10

Άρθρο 11 παράγραφοι 8, 9 και 10

Άρθρο 12

Άρθρο 12

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 2 τρίτη και τέταρτη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 2 πέμπτη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 13 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 13 παράγραφος 6 πρώτη, δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 6 τέταρτη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφοι 7 και 8

Άρθρο 13 παράγραφοι 7 και 8

Άρθρο 13 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο τρίτη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 9 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 10

Άρθρο 13 παράγραφος 10

Άρθρο 14 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 14 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 14 παράγραφος 5 εισαγωγή

Άρθρο 14 παράγραφος 5 αρχική φράση

Άρθρο 14 παράγραφος 5 στοιχεία α)

Άρθρο 14 παράγραφος 5 δεύτερο μέρος της πρότασης από «όταν πρόκειται» μέχρι «κατ’ αξία»

Άρθρο 14 παράγραφος 5 τελευταία φράση

Άρθρο 14 παράγραφος 5 τελευταίο μέρος της πρότασης

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τρίτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τέταρτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πέμπτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 3 πρώτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 3 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 3 τρίτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση

Άρθρο 16 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 2 δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 16 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 16 παράγραφος 4 εισαγωγή πρώτο μέρος

Άρθρο 16 παράγραφος 4 εισαγωγή πρώτο μέρος

Άρθρο 16 παράγραφος 4 εισαγωγή δεύτερο μέρος

Άρθρο 16 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο εισαγωγή και στοιχεία α) και β)

Άρθρο 16 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 16 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο στοιχεία γ) και δ)

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 17

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Άρθρο 19

Άρθρο 20 πρώτη πρόταση

Άρθρο 20 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 20 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 20 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 21 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 21 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 21 παράγραφος 4 πρώτη πρόταση

Άρθρο 21 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 21 παράγραφος 4 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 21 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 21 παράγραφος 4 τρίτη πρόταση

Άρθρο 21 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο πρώτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τέταρτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο πέμπτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο εισαγωγή

Άρθρο 22 παράγραφος 1 έκτο εδάφιο εισαγωγή

Άρθρο 22 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 22 παράγραφος 1 έκτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 22 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 έβδομο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 22 παράγραφος 2 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 3

Άρθρο 22 παράγραφος 2 τρίτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 4

Άρθρο 22 παράγραφος 3

Άρθρο 22 παράγραφος 5

Άρθρο 22 παράγραφος 4

Άρθρο 22 παράγραφος 6

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο πρώτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τρίτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, από «Η πρακτική, διαδικασία» έως «περιλαμβάνει:»

Άρθρο 23 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο αρχική φράση

Άρθρο 23 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, από «την ελαφρά τροποποίηση» έως «των κατασκευαστών»

Άρθρο 23 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 2 τρίτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 2 τέταρτη και πέμπτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 2 έκτη και έβδομη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο πρώτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 5

Άρθρο 23 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο δεύτερη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο τρίτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, τέταρτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 6 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 7

Άρθρο 23 παράγραφος 4

Άρθρο 23 παράγραφος 8

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 1 τρίτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 2 δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 24 παράγραφος 4 πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 4 τρίτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 4 τέταρτη και πέμπτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 5 πρώτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 5 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 5 τρίτη και τέταρτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφοι 6 και 7

Άρθρο 24 παράγραφοι 6 και 7

Άρθρο 25

Άρθρο 25

Άρθρο 26

Άρθρο 26

Άρθρο 27 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 27 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 27 παράγραφος 4 πρώτη πρόταση

Άρθρο 27 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 27 παράγραφος 4 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 27 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 28

Άρθρο 28

Άρθρο 29 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 29 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 29 παράγραφος 6 πρώτη πρόταση

Άρθρο 29 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 29 παράγραφος 6 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 29 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 30 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 30 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 30 παράγραφος 4 πρώτη, δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 30 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 30 παράγραφος 4, τελική πρόταση

Άρθρο 30 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 30 παράγραφος 5

Άρθρο 30 παράγραφος 5

Άρθρο 31

Άρθρο 31

Άρθρο 32

Άρθρο 32

Άρθρο 33

Άρθρο 33

Άρθρο 34

Άρθρο 34

Άρθρο 35

Άρθρο 35

Παραρτήματα I έως IV

Παραρτήματα I έως IV

Παράρτημα V

Παράρτημα VI


Top