Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62024CJ0263

Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2025.
Ποινική δίκη κατά YE.
Αίτηση του Rayonen sad Tutrakan για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ – Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2 – Συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας – Ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα με προηγούμενες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ – Ανταλλαγές, μεταξύ των κρατών μελών, πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο – Άρθρο 2, στοιχείο αʹ – Έννοια της ποινικής καταδίκης – Διοικητικές παραβάσεις – Κατάταξη των παραβάσεων στο εθνικό δίκαιο – Πράξεις που δεν συνιστούν ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.
Υπόθεση C-263/24.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2025:525

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 3ης Ιουλίου 2025 (*)

« Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ – Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2 – Συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας – Ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα με προηγούμενες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ – Ανταλλαγές, μεταξύ των κρατών μελών, πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο – Άρθρο 2, στοιχείο αʹ – Έννοια της ποινικής καταδίκης – Διοικητικές παραβάσεις – Κατάταξη των παραβάσεων στο εθνικό δίκαιο – Πράξεις που δεν συνιστούν ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο »

Στην υπόθεση C‑263/24 [Smiliev] (i),

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Rayonen sad Tutrakan (περιφερειακό δικαστήριο Τουτρακάν, Βουλγαρία) με απόφαση της 15ης Απριλίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Απριλίου 2024, στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά

ΥΕ,

παρισταμένης της:

Rayonna prokuratura Silistra, Teritorialno otdelenie Tutrakan,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσίας (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Regan και J. Passer, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον H. Leupold, την J. Vondung και τον I. Zaloguin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008, για τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2008, L 220, σ. 32), σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την οργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2009, L 93, σ. 23), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/884 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019 (ΕΕ 2019, L 151, σ. 143) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2009/315).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του YE, Βούλγαρου υπηκόου, για την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς την αντίστοιχη άδεια οδηγήσεως, εντός διαστήματος μικρότερου του ενός έτους από την επιβολή σε αυτόν διοικητικής κυρώσεως για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Το άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων (ETS αριθ. 30), η οποία υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 20 Απριλίου 1959 (στο εξής: ευρωπαϊκή σύμβαση περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής), ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο διάδικος προς τον οποίο απευθύνεται η αίτηση κοινοποιεί, στο μέτρο που οι δικαστικές αρχές του θα μπορούσαν οι ίδιες να τα λάβουν σε παρόμοια περίπτωση, τα αποσπάσματα του ποινικού μητρώου και όλες τις σχετικές με αυτό πληροφορίες που θα του ζητήσουν οι δικαστικές αρχές συμβαλλομένου μέρους για τις ανάγκες ποινικής υποθέσεως.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η σύμβαση περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών

4        Το άρθρο 1 της συμβάσεως που καταρτίζεται από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2000, C 197, σ. 3, στο εξής: σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών μελών), το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχέσεις με άλλες συμβάσεις περί αμοιβαίας συνδρομής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«1.      Σκοπός της παρούσας σύμβασης είναι η συμπλήρωση των διατάξεων και η διευκόλυνση της εφαρμογής μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

α)      της [ευρωπαϊκής συμβάσεως περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής]·

[...]».

5        Το άρθρο 6 της συμβάσεως αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαβίβαση αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής [...] υποβάλλονται εγγράφως ή με κάθε μέσο ικανό να αφήσει γραπτά ίχνη υπό συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν στο κράτος μέλος το οποίο τις παραλαμβάνει να προβεί σε έλεγχο γνησιότητας. Οι αιτήσεις αυτές διαβιβάζονται απ’ ευθείας μεταξύ των δικαστικών αρχών που είναι κατά τόπον αρμόδιες για την υποβολή και τη διεκπεραίωσή τους. Διά της αυτής οδού, διαβιβάζονται και οι απαντήσεις, εκτός αν ορίζεται άλλως στο παρόν άρθρο.

[...]»

 Η απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ

6        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 3, 5 έως 8 και 13 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 έχουν ως εξής:

«(2)      Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, το Συμβούλιο θέσπισε, στις 29 Νοεμβρίου 2000, πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων [...], το οποίο προβλέπει: “την έκδοση μιας ή περισσότερων πράξεων που να καθιερώνουν την αρχή ότι ο δικαστής ενός κράτους μέλους πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει υπόψη τις τελεσίδικες ποινικές αποφάσεις που εκδίδονται στα άλλα κράτη μέλη προκειμένου να εκτιμήσει τον πρότερο βίο του παραβάτη, να κρίνει εάν είναι υπότροπος και να καθορίσει τη φύση της ποινής και τις τυχόν ειδικές ρυθμίσεις περί της έκτισής της”.

(3)      Σκοπός της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι να επιβάλει στα κράτη μέλη μια ελάχιστη υποχρέωση ως προς τη συνεκτίμηση καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη. Συνεπώς η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να συνεκτιμούν, σύμφωνα με το δίκαιό τους και οσάκις διαθέτουν σχετικές πληροφορίες, παραδείγματος χάριν, μια αμετάκλητη απόφαση διοικητικών αρχών που οι αποφάσεις τους υπόκεινται σε ένδικο μέσον ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, η οποία θεμελιώνει την ενοχή προσώπου για ποινικό αδίκημα ή πράξη που τιμωρείται βάσει του εθνικού δικαίου ως παράβαση κανόνων δικαίου.

[...]

(5)      Θα πρέπει να επισημοποιηθεί η αρχή σύμφωνα με την οποία σε μια καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται σε ένα κράτος μέλος θα πρέπει να αποδίδονται από άλλα κράτη μέλη αποτελέσματα ισοδύναμα με εκείνα που έχουν οι καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν τα δικά τους δικαστήρια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, είτε αυτά αντιμετωπίζονται από το εθνικό δίκαιο ως πραγματικά περιστατικά είτε ως θέματα δικονομικού ή ουσιαστικού δικαίου. Ωστόσο, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν αποσκοπεί να εναρμονίσει τις συνέπειες που προβλέπουν οι διάφορες εθνικές νομοθεσίες για την ύπαρξη προτέρων καταδικαστικών αποφάσεων, και η υποχρέωση να συνεκτιμώνται πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη ισχύει μόνο στο μέτρο που οι πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις συνεκτιμώνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

(6)      Σε αντίθεση με άλλα μέσα, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν αποσκοπεί στην εκτέλεση σε ένα κράτος μέλος δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη, αλλά μάλλον να καταστήσει δυνατή την απόδοση συνεπειών σε πρότερη καταδικαστική απόφαση που έχει εκδώσει ένα κράτος μέλος επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας σε άλλο κράτος μέλος στο μέτρο που τέτοιες συνέπειες αποδίδονται σε πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους μέλους.

Για το λόγο αυτό, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιβάλλει την υποχρέωση να συνεκτιμώνται τέτοιες πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, παραδείγματος χάριν, σε περίπτωση που οι αποκτηθείσες βάσει των ισχυόντων μέσων πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, σε περίπτωση που δεν θα μπορούσε να είχε εκδοθεί εθνική καταδικαστική απόφαση για την πράξη για την οποία επιβλήθηκε η προηγούμενη καταδίκη ή σε περίπτωση που η πρότερη επιβληθείσα ποινή δεν υφίσταται στο εθνικό νομικό σύστημα.

(7)      Τα αποτελέσματα των καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδώσει άλλα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ισοδύναμα με τα αποτελέσματα των εθνικών αποφάσεων, είτε πρόκειται για την προδικασία είτε για την ίδια την ποινική δίκη είτε για το χρόνο εκτέλεσης της κυρώσεως.

(8)      Οσάκις, κατά τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας σε κράτος μέλος, διατίθενται πληροφορίες για πρότερη καταδικαστική απόφαση σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να αποφεύγεται, κατά το δυνατόν, το ενδεχόμενο να τύχει το οικείο πρόσωπο λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης απ’ ό,τι εάν η πρότερη καταδικαστική απόφαση ήταν εθνική καταδικαστική απόφαση.

[...]

(13)      Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται την ποικιλία των εθνικών λύσεων και διαδικασιών που ισχύουν για τη συνεκτίμηση πρότερης καταδικαστικής απόφασης εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας επανεξέτασης πρότερης καταδικαστικής απόφασης δεν θα πρέπει να εμποδίζει κράτος μέλος να εκδώσει, εν ανάγκη, απόφαση, ώστε να αποδώσει ισοδύναμα νομικά αποτελέσματα σε μια τέτοια προηγούμενη καταδικαστική απόφαση. [...]»

7        Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου, με τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι ο καθορισμός των όρων υπό τους οποίους, επ’ ευκαιρία ποινικής διαδικασίας σε κράτος μέλος κατά ενός προσώπου, συνεκτιμώνται προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη κατά του ιδίου προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά.»

8        Το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου, ως “καταδικαστική απόφαση” νοείται κάθε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου η οποία θεμελιώνει την ενοχή προσώπου για αξιόποινη πράξη.»

9        Το άρθρο 3 της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο τιτλοφορείται «Συνεκτίμηση επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας, καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος», προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε, επ’ ευκαιρία ποινικής διαδικασίας κατά ενός προσώπου, οι καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί προηγουμένως σε άλλα κράτη μέλη κατά του ιδίου προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, ως προς τις οποίες έχουν ληφθεί πληροφορίες βάσει των εφαρμοστέων πράξεων περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή περί ανταλλαγής πληροφοριών ποινικών μητρώων, να συνεκτιμώνται στο βαθμό που συνεκτιμώνται οι πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις και να έχουν ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα με τις πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

2.      Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στην προδικασία, στην ίδια την ποινική δίκη και στον χρόνο εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης, ιδίως όσον αφορά τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την προσωρινή κράτηση, τον χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης, το είδος και το ύψος της επαπειλούμενης ποινής καθώς και τους κανόνες που διέπουν την εκτέλεση της απόφασης.

3.      Η συνεκτίμηση των πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, δεν συνεπάγεται παρέμβαση στις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, ανάκληση ή αναθεώρηση αυτών των αποφάσεων ή οποιασδήποτε απόφασης σχετικής με την εκτέλεσή τους από το κράτος μέλος στο οποίο διεξάγεται η νέα διαδικασία.»

 Η απόφαση-πλαίσιο 2009/315

10      Οι αιτιολογικές σκέψεις 6 και 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315 έχουν ως εξής:

«(6) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο [...] [έ]χει ως κύριο στόχο τη βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών για τις ποινικές καταδίκες [...]

[...]

(10)      Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των δικαστικών αρχών να ζητούν απευθείας και να διαβιβάζουν πληροφορίες σχετικά με το ποινικό μητρώο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 15 παράγραφος 3 της [ευρωπαϊκής σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή] και με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 1 της [σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών].»

11      Το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο

α)      καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες κράτος μέλος καταδίκης ανταλλάσσει με άλλα κράτη μέλη πληροφορίες σχετικά με καταδικαστικές αποφάσεις·

β)      καθορίζει τις υποχρεώσεις που υπέχουν το κράτος μέλος καταδίκης και το κράτος μέλος ιθαγένειας του καταδικασθέντος (“το κράτος μέλος ιθαγένειας του προσώπου”) και διευκρινίζει τις ακολουθητέες μεθόδους όταν ζητούνται πληροφορίες ποινικού μητρώου·

γ)      δημιουργεί το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS), ένα αποκεντρωμένο σύστημα πληροφορικής για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με καταδίκες, το οποίο στηρίζεται στις βάσεις δεδομένων ποινικού μητρώου που υπάρχουν σε κάθε κράτος μέλος.»

12      Το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου, νοούνται ως:

α)       “καταδίκη”, κάθε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου κατά φυσικού προσώπου η οποία αφορά αξιόποινη πράξη, στο βαθμό που οι αποφάσεις αυτές καταχωρίζονται στο ποινικό μητρώο του κράτους μέλους καταδίκης·

[...]

γ)      “ποινικό μητρώο”, το εθνικό μητρώο ή τα εθνικά μητρώα που καταχωρίζουν τις καταδίκες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο·

[...]».

13      Το άρθρο 4 της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, το οποίο τιτλοφορείται «Υποχρεώσεις του κράτους μέλους καταδίκης», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Η κεντρική αρχή του κράτους μέλους καταδίκης ενημερώνει, το ταχύτερο δυνατόν, τις κεντρικές αρχές των άλλων κρατών μελών για τις καταδίκες που αφορούν τους υπηκόους αυτών των άλλων κρατών μελών και εκδόθηκαν στο έδαφός της, όπως αυτές καταχωρίζονται στο ποινικό μητρώο.

[...]»

14      Το άρθρο 7 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών για καταδίκες», προβλέπει στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Όταν υποβάλλεται αίτηση για πληροφορίες που προέρχονται από το ποινικό μητρώο σχετικά με καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί εις βάρος υπηκόου κράτους μέλους, βάσει του άρθρου 6, στην κεντρική αρχή κράτους μέλους εκτός του κράτους μέλους ιθαγένειας, το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στην ίδια έκταση με την προβλεπόμενη στο άρθρο 13 της ευρωπαϊκής σύμβασης για αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις.»

 Το βουλγαρικό δίκαιο

 Ο ΝΚ

15      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του Nakazatelen kodeks (ποινικού κώδικα, στο εξής: NK) μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την απόφαση-πλαίσιο 2008/675. Κατά την εν λόγω διάταξη:

«Καταδικαστική απόφαση εκδοθείσα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου, για πράξη η οποία συνιστά ποινικό αδίκημα βάσει του [NK] συνεκτιμάται σε κάθε ποινική διαδικασία κατά του ιδίου προσώπου στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας.»

16      Το άρθρο 66, παράγραφος 1, του NK έχει ως εξής:

«Όταν το δικαστήριο επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσας ποινής για τρία έως πέντε έτη εφόσον ο κατηγορούμενος δεν έχει καταδικασθεί σε στερητική της ελευθερίας ποινή για αυτεπαγγέλτως διωκόμενη αξιόποινη πράξη γενικού χαρακτήρα και εφόσον το δικαστήριο διαπιστώσει ότι δεν είναι αναγκαία η εκτέλεση της ποινής για την επίτευξη των σκοπών της και, πρωτίστως, του σωφρονισμού του καταδικασθέντος.»

17      Το άρθρο 78a του NK προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το αρμόδιο δικαστήριο απαλλάσσει το ενήλικο πρόσωπο από την ποινική ευθύνη του και το καταδικάζει στην καταβολή προστίμου ύψους από [1 000] έως [5 000] [βουλγαρικά λεβ (BGN)] [από 500 έως 2 500 ευρώ περίπου], εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      [...] [Τ]ο αδίκημα τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη ή με οποιαδήποτε άλλη ελαφρύτερη ποινή, όταν διαπράττεται εκ προθέσεως, ή με στερητική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή με οποιαδήποτε άλλη ελαφρύτερη ποινή, όταν διαπράττεται εξ αμελείας·

b)      ο δράστης δεν έχει καταδικασθεί για ποινικό αδίκημα γενικού χαρακτήρα και δεν έχει απαλλαγεί από την ποινική του ευθύνη βάσει του παρόντος κεφαλαίου·

c)      η εκ του αδικήματος υλική ζημία έχει αποκατασταθεί.»

18      Το άρθρο 343c του ΝΚ έχει ως εξής:

«(1)      Όποιος οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της ποινής της στερήσεως του δικαιώματος οδηγήσεως μηχανοκίνητου οχήματος, εφόσον καταδικάσθηκε για την ίδια πράξη στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη και πρόστιμο ύψους [200] έως [1 000] BGN [από 100 έως 500 ευρώ περίπου].

(2)      Όποιος, εντός έτους από την επιβολή κυρώσεως, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, για οδήγηση οχήματος χωρίς την αντίστοιχη άδεια οδηγήσεως, τελεί τοιαύτη πράξη, τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή από ένα έως τρία έτη και με πρόστιμο ύψους από [500] έως [1 200] BGN [250 έως 600 ευρώ περίπου].»

19      Κατά το άρθρο 345 του NK:

«(1)      Όποιος χρησιμοποιεί πινακίδα κυκλοφορίας που έχει χορηγηθεί για άλλο μηχανοκίνητο όχημα ή πινακίδα κυκλοφορίας που δεν έχει χορηγηθεί από τις αρμόδιες αρχές τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως ενός έτους ή με πρόστιμο από [500] έως [1 000] BGN [250 έως 500 ευρώ περίπου].

(2)      Η ποινή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 επιβάλλεται επίσης σε όποιον οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα το οποίο δεν έχει ταξινομηθεί νομίμως».

 Ο Nakazatelno-protsesualen kodeks

20      Δυνάμει του άρθρου 247, παράγραφος 1, του Nakazatelno- protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας) (DV αριθ. 86, της 28ης Οκτωβρίου 2005), η πρωτοβάθμια διαδικασία κινείται με την απαγγελία κατηγορίας ή κατόπιν εγκλήσεως του θύματος της αξιόποινης πράξεως.

 Ο Naredba no 8 za funktsiite i organizatsiata na deynostta na byurata za sadimost

21      Το άρθρο 40 του Naredba no 8 za funktsiite i organizatsiata na deynostta na byurata za sadimost (κανονισμού αριθ. 8 σχετικά με τα καθήκοντα και την οργάνωση των δραστηριοτήτων των γραφείων ποινικού μητρώου), της 26ης Φεβρουαρίου 2008, ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όλες οι καταδικαστικές αποφάσεις και οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 78a του ΝΚ καταχωρίζονται στον κατάλογο των καταδικαστικών αποφάσεων [...]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

22      Στον YE επιβλήθηκε διοικητική κύρωση με πρακτικό της 7ης Μαρτίου 2023 και ισχύ από 4 Μαΐου 2023, λόγω οδηγήσεως μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς την αντίστοιχη άδεια οδηγήσεως. Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, κατηγορείται ότι, στις 25 Οκτωβρίου 2023, τέλεσε εκ νέου τις ίδιες πράξεις, εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου του ενός έτους αφότου του επιβλήθηκαν κυρώσεις στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας για τις πράξεις αυτές, ποινικό αδίκημα το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 343, παράγραφος 2, του NK.

23      Η ποινική δίκη κατά του YE εκκρεμεί ενώπιον του Rayonen sad Tutrakan (περιφερειακού δικαστηρίου Τουτρακάν, Βουλγαρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Κατά τη διάρκεια της δικαστικής έρευνας, διαπιστώθηκε ότι εις βάρος του YE είχαν εκδοθεί πλείονες καταδικαστικές αποφάσεις, αντιστοίχως, στις 2 Νοεμβρίου 2023, για τη χρήση πλαστής αδείας οδηγήσεως, όπερ συνιστά αδίκημα του άρθρου 316 του NK, σε συνδυασμό με το άρθρο 308, παράγραφος 1, του NK, στις 7 Δεκεμβρίου 2023, για αξιόποινη πράξη πανομοιότυπη με εκείνη που μνημονεύεται στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, και στις 19 Ιανουαρίου 2024, εκ νέου, για τη χρήση πλαστής αδείας οδηγήσεως. Όλες οι ανωτέρω καταδικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες απαγγέλθηκε ποινή φυλακίσεως με αναστολή, εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 66, παράγραφος 1, του NK.

24      Προσέτι, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε, βάσει πληροφοριών προερχόμενων από το ECRIS, ότι ο YE είχε επίσης καταδικασθεί για παραβάσεις της νομοθεσίας περί οδικής κυκλοφορίας σε άλλα κράτη μέλη.

25      Συγκεκριμένα, αφενός, με απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2021, η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 3 Ιανουαρίου 2022, το politierechtbank Vilvoorde (αστυνομικό δικαστήριο του Vilvorde, Βέλγιο) απήγγειλε εις βάρος του YE πλείονες ποινές για παραβάσεις της βελγικής νομοθεσίας που διαπράχθηκαν στις 14 Ιουνίου 2020 στο Ζάβεντεμ (Βέλγιο).

26      Πρώτον, αφενός, επειδή οδηγούσε όχημα χωρίς αυτό να καλύπτεται από υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης και, αφετέρου, επειδή οδηγούσε σε δημόσια οδό όχημα το οποίο δεν είχε ταξινομηθεί ή στο οποίο δεν είχε τοποθετηθεί η πινακίδα κυκλοφορίας που είχε χορηγηθεί κατά τον χρόνο της ταξινομήσεως, επιβλήθηκε στον ΥΕ πρόστιμο 800 ευρώ ή, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής της, ποινή απαγορεύσεως οδηγήσεως αυτοκινήτου οχήματος διάρκειας 30 ημερών, καθώς και στέρηση του δικαιώματος οδηγήσεως παντός αυτοκινήτου οχήματος για διάστημα ενός μηνός.

27      Δεύτερον, επιβλήθηκε στον ΥΕ πρόστιμο 200 ευρώ ή, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής της, ποινή απαγορεύσεως οδηγήσεως μηχανοκίνητου οχήματος διάρκειας 30 ημερών, καθώς και στέρηση του δικαιώματος οδηγήσεως παντός αυτοκινήτου οχήματος για διάστημα 15 ημερών, λόγω της χρήσεως κινητού τηλεφώνου κατά την οδήγηση από τον ίδιο οχήματος στο δημόσιο οδικό δίκτυο χωρίς το όχημα να είναι ακινητοποιημένο ή σταθμευμένο.

28      Τρίτον, επιβλήθηκε στον ΥΕ πρόστιμο ύψους 200 ευρώ ή, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής της, ποινή φυλακίσεως τριών ημερών, για κυκλοφορία σε δημόσια οδό με όχημα ταξινομημένο στο Βέλγιο χωρίς να διαθέτει έγκυρο πιστοποιητικό τεχνικού ελέγχου, το αντίστοιχο αυτοκόλλητο σήμα τεχνικού ελέγχου ούτε έκθεση ταυτοποιήσεως, τεχνικό δελτίο ή έγγραφο οπτικής εξετάσεως του οχήματος το οποίο να αντιστοιχεί στη χρήση του.

29      Αφετέρου, με απόφαση της 16ης Αυγούστου 2023, η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 16 Σεπτεμβρίου 2023, το Amtsgericht Prüm (ειρηνοδικείο Prüm, Γερμανία) επέβαλε στον YE σε πρόστιμο ύψους 50 ευρώ λόγω οδηγήσεως οχήματος χωρίς άδεια οδηγήσεως ή μετά από στέρηση του δικαιώματος οδηγήσεως.

30      Με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2023, το αιτούν δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος του YE, τον κήρυξε ένοχο για την οδήγηση οχήματος χωρίς άδεια οδηγήσεως και του επέβαλε στερητική της ελευθερίας ποινή, χωρίς αναστολή, καθώς και χρηματική ποινή.

31      Στις 27 Φεβρουαρίου 2024 η ανωτέρω απόφαση εξαφανίστηκε από το Okrazhen sad Silistra (περιφερειακό δικαστήριο Σιλίστρας, Βουλγαρία), το οποίο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον άλλου σχηματισμού του δικαστηρίου, με την εντολή να εξετάσει αν οι επιβληθείσες από το βελγικό δικαστήριο ποινές παρήγαν έννομα αποτελέσματα.

32      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, η αναγνώριση ότι παράγονται έννομα αποτελέσματα τόσο από τις αποφάσεις περί επιβολής κυρώσεως οι οποίες εκδόθηκαν στο Βέλγιο όσο και από την καταδικαστική απόφαση η οποία εκδόθηκε στη Γερμανία θα επηρέαζε την ποινή που ενδέχεται να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις κατέστησαν αμετάκλητες κατά τον χρόνο των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης πραγματικών περιστατικών και συνιστούν, επομένως, «πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675.

33      Επισημαίνει ότι είναι, κατ’ αρχήν, δυνατόν να απαλλαγεί ο κατηγορούμενος από την ποινική του ευθύνη και να του επιβληθεί διοικητική κύρωση, αν αυτός, σύμφωνα με το άρθρο 78a, παράγραφος 1, στοιχείο b, του NK, δεν έχει καταδικασθεί για ποινικό αδίκημα «γενικού χαρακτήρα». Είναι επίσης δυνατή η αναστολή εκτελέσεως στερητικής της ελευθερίας ποινής βάσει του άρθρου 66, παράγραφος 1, του ΝΚ αν ο κατηγορούμενος δεν έχει καταδικασθεί κατά το παρελθόν σε τέτοια ποινή λόγω τελέσεως ποινικού αδικήματος γενικού χαρακτήρα.

34      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να κρίνει αν τα αδικήματα που διέπραξε ο YE και για τα οποία του επιβλήθηκαν κυρώσεις από το βελγικό και το γερμανικό δικαστήριο πρέπει να χαρακτηρισθούν ως ποινικά αδικήματα ή ως διοικητικές παραβάσεις, προκειμένου να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης.

35      Κατά πρώτον, εκτιμά ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 έχει την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, και όχι μόνον οι καταδικαστικές αποφάσεις για ποινικά αδικήματα, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή έννοια ερμηνεύεται στενότερα στο βουλγαρικό δίκαιο.

36      Προς επίρρωση της ερμηνείας αυτής, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, βεβαίως, το κείμενο στη βουλγαρική του άρθρου 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 παραπέμπει, για τον ορισμό της εννοίας της «καταδίκης», σε κάθε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου η οποία θεμελιώνει την ενοχή προσώπου για «αξιόποινη πράξη» (στη βουλγαρική: prestaplenie). Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, στην ίδια ως άνω γλωσσική απόδοση, ορίζει τον όρο «καταδίκη» ως κάθε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου κατά φυσικού προσώπου η οποία αφορά «αξιόποινη πράξη» (στη βουλγαρική: nakazuemo deyanie). Ομοίως, στην απόδοση στη γερμανική και την ολλανδική της τελευταίας αυτής διατάξεως χρησιμοποιούνται, αντιστοίχως, οι όροι «Straftat» και «strafbaar feit», οι οποίοι είναι ανάλογοι.

37      Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι το βουλγαρικό δίκαιο διακρίνει μεταξύ των «αξιόποινων» πράξεων και των «διοικητικών» παραβάσεων, δεδομένου ότι οι τελευταίες δεν καταχωρίζονται κατά κανόνα στο ποινικό μητρώο και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «πράξεις οι οποίες επισύρουν κύρωση», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου 2009/315 όπως αυτό έχει αποδοθεί στη βουλγαρική. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 1, του υπ’ αριθ. 8 κανονισμού, της 26ης Φεβρουαρίου 2008, το ποινικό μητρώο περιέχει όχι μόνον τις καταδικαστικές αποφάσεις για ποινικά αδικήματα, αλλά και τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 78a του NK. Προσέτι, διευκρινίζει ότι το άρθρο 247 του κώδικα ποινικής δικονομίας διακρίνει μεταξύ των αξιόποινων πράξεων «γενικού χαρακτήρα», δηλαδή των αδικημάτων για τα οποία η δίωξη ασκείται με κατηγορητήριο του εισαγγελέα, και των αδικημάτων «ιδιωτικού χαρακτήρα», για τα οποία η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του θύματος.

38      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, αντιθέτως, το γερμανικό και το βελγικό δίκαιο κατατάσσουν με διαφορετικό τρόπο τις πράξεις οι οποίες επισύρουν κύρωση, καθόσον το πρώτο διακρίνει δύο κατηγορίες πράξεων, αφενός, τα εγκλήματα (Verbrechen) και, αφετέρου, τα πλημμελήματα (Vergehen), ενώ το δεύτερο προβλέπει την κατάταξη σε τρεις κατηγορίες, ήτοι στα «εγκλήματα», στα «πλημμελήματα» και στις «παραβάσεις».

39      Οι πληροφορίες, όμως, που παρέχει το ECRIS δεν καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της κατηγορίας στην οποία εμπίπτουν, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, οι πράξεις τις οποίες αφορούν οι πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν στο Βέλγιο και στη Γερμανία, όπερ, κατά το αιτούν δικαστήριο, το εμποδίζει να κρίνει αν πρέπει να αντιμετωπίσει τις πράξεις αυτές, υπό το πρίσμα του βουλγαρικού δικαίου, ως διοικητικές παραβάσεις ή ως ποινικά αδικήματα και αν, στην τελευταία αυτή περίπτωση, συνιστούν ποινικά αδικήματα γενικού ή ιδιωτικού χαρακτήρα.

40      Κατά τρίτον, σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι οι εν λόγω πράξεις έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις πράξεις που είναι καταχωρισμένες στο ποινικό μητρώο και στο ECRIS δυνάμει του βουλγαρικού δικαίου, το αιτούν δικαστήριο συνάγει εξ αυτού ότι θα πρέπει να θεωρήσει ότι οι καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από το βελγικό και το γερμανικό δικαστήριο μπορούν να συνιστούν, υπό το πρίσμα του βουλγαρικού δικαίου, μόνον καταδικαστικές αποφάσεις για ποινικά αδικήματα ή αποφάσεις περί απαλλαγής από την ποινική ευθύνη, κατά την έννοια του άρθρου 78 του NK. Συναφώς, αφενός, παρατηρεί ότι οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις δεν καταχωρίζονται στο ECRIS ως αποφάσεις περί απαλλαγής από την ποινική ευθύνη. Αφετέρου, οι κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι οικείες αξιόποινες πράξεις αφορούν πράξεις που δεν έχουν προκαλέσει θύματα. Εξ αυτού συνάγει ότι οι επίμαχες πράξεις συνιστούν ποινικά αδικήματα γενικού χαρακτήρα, όπερ αποκλείει την εφαρμογή των άρθρων 66 και 78a του ΝΚ στην υπόθεση της κύριας δίκης.

41      Σε περίπτωση που δεν θα ήταν υποχρεωμένο να κρίνει ότι οι καταδικαστικές αποφάσεις που περιλαμβάνονται στο ECRIS είναι ισοδύναμες με τις καταδικαστικές αποφάσεις που είναι καταχωρισμένες στο βουλγαρικό ποινικό μητρώο, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι δεν υφίστανται κριτήρια βάσει των οποίων να μπορεί να εκτιμηθεί σε ποιες κατηγορίες πράξεων που επισύρουν κυρώσεις εμπίπτουν εκείνες για τις οποίες ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε στο Βέλγιο και στη Γερμανία και ότι η συνεκτίμηση των σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων θα πρέπει να καθορίζεται κατά περίπτωση. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι ποινές που επιβάλλονται από τα αλλοδαπά δικαστήρια αποτελούν καταδικαστικές αποφάσεις για διοικητικές παραβάσεις και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να συνεκτιμώνται.

42      Εντούτοις, φρονεί ότι η καταχώριση καταδικαστικών αποφάσεων στο ποινικό μητρώο για ορισμένες κατηγορίες αξιόποινων πράξεων δικαιολογείται καθώς, κατά τον νομοθέτη του οικείου κράτους μέλους, οι εν λόγω πράξεις ενέχουν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, εκτίμηση η οποία πρέπει να γίνει δεκτή από τα λοιπά κράτη μέλη. Η δε υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 αφορά την συνεκτίμηση, από τα κράτη μέλη, των καταδικαστικών αποφάσεων τις οποίες το εν λόγω κράτος μέλος αποφάσισε να περιλάβει στο ποινικό μητρώο και, επομένως, τη συνεκτίμηση των εν λόγω καταδικαστικών αποφάσεων κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με εκείνον που προβλέπει η εθνική του νομοθεσία όσον αφορά τα αποτελέσματα των εθνικών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν καταχωριστεί στο δικό του ποινικό μητρώο.

43      Κατά τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, του NK επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη καταδικαστική απόφαση εκδοθείσα σε άλλο κράτος μέλος μόνο για τις αξιόποινες κατά τον βουλγαρικό ποινικό κώδικα πράξεις. Επιπλέον, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/675, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να συνεκτιμήσει προγενέστερη καταδικαστική απόφαση εκδοθείσα σε άλλο κράτος μέλος στην περίπτωση που δεν θα μπορούσε να έχει εκδοθεί εθνική καταδικαστική απόφαση για την πράξη για την οποία επιβλήθηκε η προηγούμενη αυτή καταδίκη.

44      Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, στην υπόθεση της κύριας δίκης θα μπορούσαν να συνεκτιμηθούν μόνον η καταδικαστική απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου, διότι αντιστοιχεί σε καταδίκη για την αξιόποινη πράξη του άρθρου 343 του NK, και εκείνη που εξέδωσε το βελγικό δικαστήριο σχετικά με την οδήγηση μη ταξινομημένου οχήματος, διότι αντιστοιχεί σε καταδίκη για την αξιόποινη πράξη του άρθρου 345 του ΝΚ. Οι λοιπές πράξεις τις οποίες αφορούν οι καταδικαστικές αποφάσεις του τελευταίου αυτού δικαστηρίου δεν τιμωρούνται ως ποινικά αδικήματα κατά το βουλγαρικό δίκαιο, ιδίως η οδήγηση οχήματος το οποίο δεν υποβλήθηκε σε τεχνικό έλεγχο. Πλην όμως, με την καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε για την τελευταία αυτή πράξη επιβλήθηκε στερητική της ελευθερίας ποινή, όπερ σημαίνει ότι, αν αναγνωριζόταν το αποτέλεσμά της, δεν θα ήταν δυνατή η επιβολή ποινής με αναστολή δυνάμει του άρθρου 66 του NK για το επίμαχο στην κύρια δίκη αδίκημα.

45      Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ του άρθρου 8, παράγραφος 2, του ΝΚ και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675. Μια τέτοια ερμηνεία θα διασφάλιζε, αφενός, ότι η κατάσταση του κατηγορουμένου δεν θα χειροτερεύσει λόγω ποινής αυστηρότερης εκείνης την οποία θα είχε επιβάλει για την ίδια πράξη το εθνικό δικαστήριο και, αφετέρου, ότι αποφεύγεται το ενδεχόμενο να χωρήσει, στην πράξη, εκτέλεση καταδικαστικής αποφάσεως για πράξη μη διωκόμενη στο κράτος εκτελέσεως.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rayonen sad Tutrakan (περιφερειακό δικαστήριο Τουτρακάν) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου [2008/675], σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου [2009/315], την έννοια ότι η συνεκτίμηση των πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά του ίδιου προσώπου σε άλλα κράτη μέλη σημαίνει ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου κινείται νέα ποινική διαδικασία κατά του ίδιου προσώπου (δικαστήριο εφαρμογής) υποχρεούται να κάνει δεκτό ότι οι πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν καταχωρισθεί στο ECRIS, οι οποίες εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη, αφορούν τις ίδιες κατηγορίες πράξεων οι οποίες επισύρουν κύρωση, οι οποίες κατατάσσονται στο εθνικό δίκαιο ανάλογα με τον δημόσιο κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν και υπόκεινται σε καταχώριση στο ποινικό μητρώο στο κράτος μέλος εφαρμογής; Όταν υφίστανται πλείονες κατηγορίες πράξεων οι οποίες επισύρουν κύρωση, οι οποίες καταχωρίζονται στο ποινικό μητρώο δυνάμει του εθνικού δικαίου του δικαστηρίου εφαρμογής, οι έννομες συνέπειες των οποίων διαφέρουν σε περίπτωση καταδικαστικής αποφάσεως, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχε κινηθεί ποινική διαδικασία κατά συγκεκριμένου προσώπου να εκτιμήσει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση σε ποια κατηγορία, σύμφωνα με την εθνική κατάταξη, υπάγονται οι πράξεις για τις οποίες εκδόθηκαν προηγουμένως καταδικαστικές αποφάσεις σε άλλα κράτη μέλη; Σε ποιες περιπτώσεις επιβάλλεται τέτοια εκτίμηση;

2)      Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου [2008/675], την έννοια ότι επιτρέπει εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι δικαστήριο υποχρεούται να μη συνεκτιμήσει τις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πράξεις που δεν αποτελούν ποινικά αδικήματα κατά το εθνικό δίκαιο του δικαστηρίου εφαρμογής;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

47      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Ιουνίου 2024, η υπό κρίση υπόθεση εκδικάσθηκε κατά προτεραιότητα δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

48      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Ιουλίου 2024, απορρίφθηκε το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της παρούσας υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

49      Η εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων πρέπει να αρχίσει με το δεύτερο ερώτημα.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

50      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, προκειμένου να αποφανθεί επί ποινικής διώξεως, το αρμόδιο δικαστήριο δεν μπορεί να συνεκτιμήσει πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος εις βάρος του προσώπου κατά του οποίου είχε ασκηθεί αυτή η ποινική δίωξη για πράξεις οι οποίες δεν συνιστούν ποινικά αδικήματα κατά το εθνικό δίκαιο.

51      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι σκοπός της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, είναι ο καθορισμός των προϋποθέσεων υπό τις οποίες, επ’ ευκαιρία ποινικής διαδικασίας σε κράτος μέλος κατά ορισμένου προσώπου, συνεκτιμώνται οι προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος κατά του ιδίου αυτού προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά.

52      Προς τούτο, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 5, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, οι προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, για τις οποίες έχουν ληφθεί πληροφορίες βάσει των εφαρμοστέων συμφωνιών περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή περί ανταλλαγής πληροφοριών ποινικών μητρώων, αφενός, να συνεκτιμώνται στον ίδιο βαθμό κατά τον οποίον, βάσει του εθνικού δικαίου, συνεκτιμώνται και οι προγενέστερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις και, αφετέρου, να τους αναγνωρίζονται ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα με τα αποτελέσματα που έχουν, σύμφωνα με το δίκαιο αυτό, οι προγενέστερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για υλικές συνέπειες ή για συνέπειες του δικονομικού ή του ουσιαστικού δικαίου (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov, C‑171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 26).

53      Εντούτοις, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 5 η εν λόγω απόφαση‑πλαίσιο «δεν αποσκοπεί να εναρμονίσει τις συνέπειες που προβλέπουν οι διάφορες εθνικές νομοθεσίες για την ύπαρξη προτέρων καταδικαστικών αποφάσεων, και η υποχρέωση να συνεκτιμώνται πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη ισχύει μόνο στο μέτρο που οι πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις συνεκτιμώνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο». Όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/675, η υποχρέωση την οποία επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη, επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας, τις καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη έχει τον χαρακτήρα ελάχιστης υποχρεώσεώς τους.

54      Προσέτι, όπως ρητώς διευκρινίζει η αιτιολογική της σκέψη 6, σε αντίθεση με άλλα νομοθετήματα, η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 δεν αποσκοπεί στην εκτέλεση σε ένα κράτος μέλος δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη, αλλά στο να καταστήσει δυνατή την αναγνώριση των συνεπειών που απορρέουν από πρότερη καταδικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος, επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας σε άλλο κράτος μέλος, στο μέτρο που τέτοιες συνέπειες αναγνωρίζονται σε πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους μέλους. Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο ουδόλως επιβάλλει την υποχρέωση να συνεκτιμώνται τέτοιες πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση που οι αποκτηθείσες βάσει των εφαρμοστέων νομοθετημάτων πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, στην περίπτωση που δεν θα μπορούσε να έχει εκδοθεί εθνική καταδικαστική απόφαση για την πράξη για την οποία επιβλήθηκε η προηγούμενη καταδικαστική απόφαση ή στην περίπτωση που η προηγουμένως επιβληθείσα ποινή δεν υφίσταται στο εθνικό νομικό σύστημα.

55      Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 3, 5 και 6, προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να συνεκτιμούν, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν εις βάρος του ενδιαφερομένου σε άλλο κράτος μέλος, όταν οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις εκδόθηκαν για πράξεις που δεν είναι αξιόποινες κατά το εθνικό δίκαιο και, επομένως, δεν μπορούν να επιφέρουν τον ποινικό κολασμό κατά το δίκαιο αυτό.

56      Ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να προβλέψει, στην εθνική του νομοθεσία, διάταξη επιβάλλουσα στα αρμόδια δικαστήρια να μη συνεκτιμούν πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος κατά του προσώπου κατά του οποίου έχει κινηθεί ποινική διαδικασία για πράξεις που δεν είναι αξιόποινες κατά το εθνικό δίκαιο.

57      Εν προκειμένω, δεν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, να συνεκτιμήσει μόνον την πρότερη καταδικαστική απόφαση που είχε εκδοθεί εις βάρος του κατηγορουμένου της κύριας δίκης στη Γερμανία για οδήγηση οχήματος χωρίς άδεια οδηγήσεως και την καταδικαστική απόφαση που είχε εκδοθεί εις βάρος του στο Βέλγιο για οδήγηση μη ταξινομημένου οχήματος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, μόνον οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις αφορούν πράξεις οι οποίες είναι, υπό το πρίσμα του εν λόγω εθνικού δικαίου, αξιόποινες και επιφέρουν, αυτές καθεαυτές, τον ποινικό κολασμό.

58      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρoσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, προκειμένου να αποφανθεί επί ποινικής διώξεως, το αρμόδιο δικαστήριο δεν μπορεί να συνεκτιμήσει τις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος εις βάρος του προσώπου κατά του οποίου έχει ασκηθεί αυτή η ποινική δίωξη για πράξεις που δεν είναι αξιόποινες κατά το εθνικό δίκαιο και, επομένως, δεν μπορούν να επιφέρουν, στο πλαίσιο του δικαίου αυτού, τον ποινικό κολασμό.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

59      Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Προσέτι, το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειασθεί να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε ο εθνικός δικαστής με το ερώτημά του [απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019, Centraal Justitieel Incassobureau (Αναγνώριση και εκτέλεση των χρηματικών κυρώσεων), C‑671/18, EU:C:2019:1054, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

60      Εν προκειμένω, αφενός, επισημαίνεται ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν πρέπει να χαρακτηρίσει τις πράξεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος του προσώπου το οποίο αφορά η ποινική διαδικασία της κύριας δίκης σε άλλα κράτη μέλη υπό το πρίσμα της προβλεπόμενης από το εθνικό δίκαιο τυπολογίας των πράξεων οι οποίες επισύρουν κύρωση, η οποία διακρίνει τις πράξεις αυτές αναλόγως της φύσεώς τους ως διοικητικής παραβάσεως ή ποινικού αδικήματος και κατατάσσει τα ποινικά αδικήματα σε δύο κατηγορίες, εκ των οποίων η πρώτη αφορά τις «γενικού» χαρακτήρα αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες η ποινική δίωξη ασκείται με κατηγορητήριο του εισαγγελέα, ενώ η δεύτερη αφορά τις αξιόποινες πράξεις «ιδιωτικού χαρακτήρα», για τις οποίες η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του θύματος.

61      Αφετέρου, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/675 διευκρινίζει το περιεχόμενο του άρθρου 3, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, στο οποίο παραπέμπει το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, επισημαίνοντας ότι η τελευταία αυτή παράγραφος εφαρμόζεται στην προδικασία, στην ίδια την ποινική δίκη και κατά την εκτέλεση της καταδικαστικής αποφάσεως, ιδίως όσον αφορά τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την προσωρινή κράτηση, τον χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξεως, το είδος και το ύψος της επαπειλούμενης ποινής καθώς και τους κανόνες που διέπουν την εκτέλεση της αποφάσεως. Με το πρώτο αυτό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ακριβώς ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες το πρόσωπο, κατά του οποίου στρέφεται η ποινική δίωξη της οποίας έχει επιληφθεί, έχει καταδικασθεί προηγουμένως σε άλλα κράτη μέλη, τούτο δε λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών του χαρακτηρισμού αυτού επί της αποφάσεως την οποία ενδέχεται να εκδώσει εις βάρος του.

62      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, έχει την έννοια ότι εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, για τη συνεκτίμηση πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος κατά προσώπου εις βάρος του οποίου έχει κινηθεί ποινική διαδικασία, να εκτιμήσει αν οι πράξεις για τις οποίες εκδόθηκαν οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις και οι οποίες καταχωρίστηκαν στο ECRIS πρέπει να χαρακτηρισθούν, υπό το πρίσμα της προβλεπόμενης από το εθνικό δίκαιο τυπολογίας, ως ποινικά αδικήματα ή ως διοικητικές παραβάσεις και, στην πρώτη περίπτωση, ως ποινικά αδικήματα γενικού χαρακτήρα ή ως ποινικά αδικήματα ιδιωτικού χαρακτήρα, όταν οι έννομες συνέπειες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο διαφέρουν ανάλογα με την κατηγορία στην οποία εμπίπτει η πράξη για την οποία εκδόθηκε η προγενέστερη καταδικαστική απόφαση.

63      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν, αφενός, ώστε, επ’ ευκαιρία ποινικής διαδικασίας κατά ορισμένου προσώπου, να συνεκτιμώνται οι πρότερες «καταδικαστικές αποφάσεις» που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος στο μέτρο που συνεκτιμώνται βάσει του εθνικού δικαίου και, αφετέρου, να αναγνωρίζονται σε αυτές «ισοδύναμα» έννομα αποτελέσματα με εκείνα που αναγνωρίζονται σε πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επαναλαμβάνεται στη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξεως καθώς και το είδος και το ύψος της επαπειλούμενης ποινής.

64      Στο πλαίσιο αυτό, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα απαιτεί να προσδιορισθεί το περιεχόμενο, αφενός, της εννοίας της «καταδικαστικής αποφάσεως» του άρθρου 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, και, αφετέρου, του όρου «ισοδύναμα» του άρθρου της 3, παράγραφος 1, προκειμένου να προσδιορισθούν οι υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων, τις οποίες προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη, όσον αφορά τη συνεκτίμηση των «καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί προηγουμένως σε άλλα κράτη μέλη» και την αναγνώριση, στις καταδικαστικές αυτές αποφάσεις, «ισοδύναμ[ων] εννόμ[ων] αποτελεσμάτ[ων] με τις πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο».

65      Κατά πρώτον, βάσει του άρθρου 2 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, για τους σκοπούς της, ως «καταδικαστική απόφαση» νοείται «κάθε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου η οποία θεμελιώνει την ενοχή προσώπου για αξιόποινη πράξη».

66      Εκ προοιμίου, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το γεγονός, το οποίο επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, στην απόδοσή του στη βουλγαρική, ορίζει τον όρο «καταδικαστική απόφαση» διά παραπομπής στην έννοια της «πράξεως η οποία επισύρει κύρωση» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το αιτούν δικαστήριο, ότι η τελευταία αυτή έννοια πρέπει να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς του ορισμού του όρου «καταδικαστική απόφαση» του άρθρου 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, παρά την παραπομπή της τελευταίας αυτής διατάξεως στην έννοια της «αξιόποινης πράξεως», για τον λόγο ότι η τελευταία αυτή έννοια ορίζεται στη βουλγαρική γλώσσα στενότερα από την έννοια της «πράξεως η οποία επισύρει κύρωση».

67      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική βάση για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής, ούτε μπορεί να της δίδεται, συναφώς, προτεραιότητα σε σχέση με τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις. Πράγματι, η ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής και, ως εκ τούτου, ομοιόμορφης ερμηνείας μιας πράξεως της Ένωσης δεν επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη αυτή μεμονωμένα, όπως έχει αποδοθεί σε μία γλώσσα, αλλά επιτάσσει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο, υπό το πρίσμα, ιδίως, των αποδόσεών της σε όλες τις γλώσσες (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2024, Network One Distribution, C‑506/23, EU:C:2024:1003, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, στις περισσότερες γλωσσικές αποδόσεις τόσο του άρθρου 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 όσο και του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, το γράμμα των διατάξεων αυτών αναφέρεται στην έννοια της «αξιόποινης πράξεως». Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της αποδόσεως των δύο αυτών διατάξεων στη γερμανική και την ολλανδική, οι οποίες χρησιμοποιούν αντιστοίχως τους όρους «Straftat» και «strafbaar feit», οι οποίοι εμπίπτουν στην έννοια αυτή, και όχι στη γενικότερη έννοια της «πράξεως η οποία επισύρει κύρωση».

69      Η ερμηνεία κατά την οποία η έννοια της «καταδικαστικής αποφάσεως», του άρθρου 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, ορίζεται κατ’ αναφορά μόνον προς τις αξιόποινες πράξεις επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675. Πράγματι, από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι η έννοια αυτή δεν περιλαμβάνει τις απρόσβλητες αποφάσεις διοικητικής αρχής με τις οποίες διαπιστώνεται η ευθύνη ορισμένου προσώπου για «αξιόποινη πράξη» ή «πράξη η οποία τιμωρείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ως παράβαση κανόνων δικαίου». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εισαγάγει διάκριση μεταξύ των αξιόποινων πράξεων και των τιμωρούμενων κατά το εθνικό δίκαιο πράξεων οι οποίες δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα.

70      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται επίσης από τους σκοπούς της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/675 και της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, οι οποίοι συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Πράγματι, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να συνεργάζονται με επιμέλεια και με ομοιόμορφο τρόπο για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με τις καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, προκειμένου να αποτρέπεται ο κίνδυνος οι εθνικές δικαστικές αρχές που επιλαμβάνονται νέας ποινικής διαδικασίας εις βάρος προσώπου το οποίο έχει ήδη καταδικασθεί με αποφάσεις δικαστηρίων άλλων κρατών μελών για άλλες πράξεις να εκδώσουν απόφαση χωρίς να είναι σε θέση να λάβουν υπόψη τις εν λόγω προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, Lada, C‑390/16, EU:C:2018:532, σκέψη 47).

71      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η έννοια της «καταδικαστικής αποφάσεως» του άρθρου 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψεως 3, έννοια η οποία συμπίπτει προς εκείνη του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, αναφέρεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η ενοχή προσώπου για την τέλεση «αξιόποινης πράξεως», και όχι γενικότερα «πράξεως η οποία επισύρει κύρωση» ή «πράξεως η οποία τιμωρείται κατά το εθνικό δίκαιο ως παράβαση κανόνων δικαίου». Ομοίως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 69 της παρούσας αποφάσεως, η έννοια αυτή δεν περιλαμβάνει τις απρόσβλητες αποφάσεις των διοικητικών αρχών, ανεξαρτήτως της φύσεως της πράξεως για την οποία οι αρχές αυτές διαπίστωσαν την ευθύνη του ενδιαφερομένου.

72      Εξ αυτού προκύπτει ότι η υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 αφορά μόνον τις αμετάκλητες αποφάσεις που εκδίδονται από ποινικό δικαστήριο άλλου κράτους μέλους και με τις οποίες διαπιστώνεται η ενοχή του ενδιαφερομένου για αξιόποινη πράξη. Προσέτι, όπως προκύπτει ρητώς από το γράμμα της διατάξεως αυτής, η υποχρέωση αυτή περιορίζεται στις καταδικαστικές αποφάσεις για τις οποίες έχουν ληφθεί πληροφορίες δυνάμει των εφαρμοστέων νομικών πράξεων περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή περί ανταλλαγής πληροφοριών προερχομένων από ποινικά μητρώα.

73      Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου, όπως ερμηνεύθηκε στη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως, η υποχρέωση αυτή ισχύει και για τις αμετάκλητες αποφάσεις ποινικού δικαστηρίου, όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 78a, παράγραφος 1, στοιχείο b, του NK, οι οποίες, αφού διαπιστώσουν την ενοχή του κατηγορουμένου για ορισμένη αξιόποινη πράξη, τον απαλλάσσουν από την ποινική του ευθύνη και του επιβάλλουν διοικητική κύρωση, αντί ποινικής κυρώσεως, υπό την προϋπόθεση ότι κατέστη δυνατή η απόκτηση πληροφοριών περί των εν λόγω αποφάσεων.

74      Επομένως, για τη συνεκτίμηση πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, εναπόκειται στο αρμόδιο δικαστήριο να διαπιστώσει, προηγουμένως, αν οι πρότερες αμετάκλητες αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος από ποινικό δικαστήριο, περί των οποίων έχει ενημερωθεί, αναγνώρισαν την ενοχή του ενδιαφερομένου για την τέλεση αξιόποινης πράξεως.

75      Συναφώς, όπως το ίδιο το αιτούν δικαστήριο αφήνει να εννοηθεί, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι μια τέτοια αμετάκλητη απόφαση εγγράφεται στο ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος καταδίκης και, επομένως, φέρεται εις γνώσιν των δικαστηρίων των άλλων κρατών μελών μέσω του ECRIS δηλώνει, κατ’ αρχήν, ότι η απόφαση αυτή πληροί το κριτήριο το οποίο μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, διευκρινιζομένου, εξάλλου, ότι η έννοια της «καταδικαστικής αποφάσεως» του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315 περιλαμβάνει επίσης ένα τέτοιο κριτήριο.

76      Στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι προερχόμενες από το ECRIS πληροφορίες σχετικά με προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις του κατηγορουμένου της κύριας δίκης δεν του παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιορίσει την κατηγορία στην οποία εμπίπτουν οι πράξεις τις οποίες αφορούν οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις, υπογραμμίζεται ότι, όπως διευκρινίζει η αιτιολογική σκέψη 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, η εν λόγω απόφαση‑πλαίσιο δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των δικαστικών αρχών να ζητούν απευθείας και να διαβιβάζουν πληροφορίες σχετικά με το ποινικό μητρώο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 3, της ευρωπαϊκής συμβάσεως περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της συμβάσεως για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών μελών, το οποίο καθορίζει τον τρόπο υποβολής και διαβιβάσεως αιτήσεως δικαστικής συνδρομής σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις της ευρωπαϊκής συμβάσεως περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής.

77      Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που δικαστήριο κράτους μέλους εκτιμά ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/675, οι διαθέσιμες στο ECRIS πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται να απευθυνθεί στα δικαστήρια τα οποία εξέδωσαν τις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις προκειμένου να εξακριβώσει αν αυτές συνιστούν πράγματι καταδικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

78      Κατά δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο της υποχρεώσεως που υπέχει κάθε κράτος μέλος να μεριμνά ώστε να αναγνωρίζονται στις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη «ισοδύναμα» αποτελέσματα με εκείνα των πρότερων εθνικών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί στο οικείο κράτος μέλος, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το περιεχόμενο αυτό πρέπει να καθορίζεται υπό το πρίσμα της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών σε ποινικές υποθέσεις, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στην εφαρμογή της οποίας αποσκοπεί η απόφαση-πλαίσιο 2008/675, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική της σκέψη 2.

79      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αρχή αυτή δεν επιτρέπει, μεταξύ άλλων, για τη συνεκτίμηση, στο πλαίσιο της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου, προγενέστερης καταδικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος να υπόκειται η εν λόγω απόφαση σε επανεξέταση (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, Lada, C‑390/16, EU:C:2018:532, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Για τον λόγο αυτόν, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 απαγορεύει ρητώς μια τέτοια επανεξέταση, με αποτέλεσμα οι προγενέστερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στα άλλα κράτη μέλη να πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όπως ακριβώς δημοσιεύθηκαν (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, Lada, C‑390/16, EU:C:2018:532, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Τούτου λεχθέντος, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική της σκέψη 13, η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 σέβεται την ποικιλία των εθνικών λύσεων και διαδικασιών που ισχύουν για τη συνεκτίμηση πρότερης καταδικαστικής απόφασης εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας επανεξετάσεως πρότερης καταδικαστικής αποφάσεως δεν θα πρέπει να εμποδίζει κράτος μέλος να εκδώσει, εν ανάγκη, απόφαση αναγνωρίζουσα ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα σε μια τέτοια καταδικαστική απόφαση.

82      Ειδικότερα, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 8 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, οσάκις, κατά τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας σε κράτος μέλος, διατίθενται πληροφορίες για πρότερη καταδικαστική απόφαση σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να αποφεύγεται, κατά το δυνατόν, το ενδεχόμενο να τύχει ο ενδιαφερόμενος λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως απ’ ό,τι εάν η πρότερη καταδικαστική απόφαση ήταν εθνική καταδικαστική απόφαση.

83      Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής διώξεως σε κράτος μέλος πρέπει να βεβαιωθεί ότι η αξιόποινη πράξη για την οποία εκδόθηκε προγενέστερη καταδικαστική απόφαση σε άλλο κράτος μέλος καθώς και η ποινή που επιβλήθηκε δυνάμει αυτής δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα που να έχουν σοβαρότερες συνέπειες για την κατάσταση του κατηγορουμένου απ’ ό,τι αν η καταδικαστική αυτή απόφαση είχε εκδοθεί από εθνικό δικαστήριο.

84      Υπό το πρίσμα αυτό, προκειμένου να είναι σε θέση να αναγνωρίσει στην προγενέστερη καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος έννομα αποτελέσματα «ισοδύναμα» με εκείνα που θα παρήγε εθνική καταδικαστική απόφαση, είναι αναγκαίο να έχει το αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, την κατηγορία στην οποία ανήκει η αξιόποινη πράξη για την οποία επιβλήθηκε η προγενέστερη καταδικαστική απόφαση και η οποία καθόρισε τη φύση και το ύψος της κυρώσεως αυτής. Πράγματι, ο καθορισμός της ισοδυναμίας αυτής μπορεί να απαιτεί, μεταξύ άλλων, σύγκριση μεταξύ της τυπολογίας των αξιόποινων πράξεων που προβλέπεται από την ποινική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο επιβλήθηκε η εν λόγω προγενέστερη καταδικαστική απόφαση και εκείνης που προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία, ιδίως όταν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, τα έννομα αποτελέσματα των καταδικαστικών αποφάσεων για την επίμαχη πράξη ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκει η πράξη αυτή.

85      Επομένως, η έκδοση αποφάσεως παρέχουσας τη δυνατότητα να αναγνωρισθούν σε προγενέστερη καταδικαστική απόφαση εκδοθείσα σε άλλο κράτος μέλος έννομα αποτελέσματα ισοδύναμα προς εκείνα που θα αναγνωρίζονταν σε προγενέστερη εθνική καταδικαστική απόφαση απαιτεί κατά περίπτωση εξέταση, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να οδηγήσει σε επαναχαρακτηρισμό του διαπραχθέντος ποινικού αδικήματος και της επιβληθείσας ποινής (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, Lada, C‑390/16, EU:C:2018:532, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

86      Ειδικότερα, από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 65 έως 85 της παρούσας αποφάσεως συνάγεται ότι, όταν από τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει καταδικασθεί, σε άλλο κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, ήτοι έχουν εκδοθεί εις βάρος του αμετάκλητες αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται η ενοχή του για αξιόποινη πράξη, το δικαστήριο αυτό οφείλει να αναγνωρίσει στις αποφάσεις αυτές αποτελέσματα ισοδύναμα προς εκείνα των εθνικών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί για την τέλεση αξιόποινης πράξεως που ανήκει σε ισοδύναμη κατηγορία και επισύρει ποινή ανάλογης φύσεως και επιπέδου. Ωστόσο, η αναγνώριση αυτή δεν πρέπει να οδηγεί, στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας, σε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση του υποκειμένου των δεδομένων απ’ ό,τι αν οι αποφάσεις αυτές είχαν εκδοθεί από εθνικό δικαστήριο.

87      Στο πλαίσιο αυτό, το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε επαναχαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξεως για την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε σε άλλο κράτος μέλος, προσδίδοντας σε αυτήν τον χαρακτήρα διοικητικής παραβάσεως. Πράγματι, ένας τέτοιος επαναχαρακτηρισμός όχι μόνον θα είχε ως αποτέλεσμα την επανεξέταση της προγενέστερης καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία απαγορεύεται ρητώς από το άρθρο 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου, αλλά θα συνεπαγόταν, εν τέλει, κατά παράβαση της υποχρεώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως‑πλαισίου, τη μη αναγνώριση στην εν λόγω καταδικαστική απόφαση αποτελεσμάτων ισοδύναμων με εθνική καταδικαστική απόφαση.

88      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 απαιτεί, σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο προβλέπει τη συνεκτίμηση προγενέστερων αμετάκλητων αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου με τις οποίες διαπιστώθηκε η ενοχή του κατηγορουμένου για αξιόποινη πράξη, αλλά με τις οποίες του επιβλήθηκε, αντί ποινικής κυρώσεως, διοικητική κύρωση, το αρμόδιο δικαστήριο να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις του εθνικού αυτού δικαίου σε τέτοιες αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον διαθέτει επαρκείς πληροφορίες συναφώς.

89      Όσον αφορά, επί του παρόντος, το ζήτημα αν, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που προβλέπει το εθνικό του δίκαιο, οι αξιόποινες πράξεις τις οποίες αφορούν οι πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη συνιστούν αξιόποινες πράξεις «γενικού χαρακτήρα» ή αξιόποινες πράξεις «ιδιωτικού χαρακτήρα», εφόσον, αναλόγως της κατηγορίας στην οποία ανήκουν, οι έννομες συνέπειες κατά το εθνικό δίκαιο είναι διαφορετικές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η ποινική δίωξη στα άλλα αυτά κράτη μέλη ασκήθηκε με πρωτοβουλία της αρμόδιας αρχής ή κατόπιν εγκλήσεως του θύματος ενώπιον δικαστηρίου.

90      Εν προκειμένω, όπως διαπίστωσε το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες εκδόθηκαν καταδικαστικές αποφάσεις στο Βέλγιο και στη Γερμανία δεν είχαν κάποιο θύμα. Εφόσον οι πράξεις αυτές είναι πράγματι αξιόποινες σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, σε αυτό εναπόκειται να προσδώσει στις καταδικαστικές αυτές αποφάσεις αποτελέσματα ισοδύναμα προς εκείνα που θα είχαν τυχόν πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις για αξιόποινες πράξεις «γενικού χαρακτήρα».

91      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/675, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, έχει την έννοια ότι εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, για τη συνεκτίμηση πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος εις βάρος του προσώπου κατά του οποίου έχει κινηθεί η ποινική διαδικασία της οποίας έχει επιληφθεί το δικαστήριο αυτό, να εκτιμήσει αν οι πράξεις για τις οποίες εκδόθηκαν οι προγενέστερες αμετάκλητες αποφάσεις των δικαστηρίων αυτού του άλλου κράτους μέλους, των οποίων έλαβε γνώση, χαρακτηρίσθηκαν ως αξιόποινες, υπό το πρίσμα της κατατάξεώς τους από το δίκαιο του άλλου κράτους μέλους. Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη μόνον τις αποφάσεις αυτές και να τους αναγνωρίζει έννομα αποτελέσματα ισοδύναμα προς εκείνα που θα απέρρεαν από πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις λόγω τελέσεως αξιόποινης πράξεως η οποία εμπίπτει σε ισοδύναμη κατηγορία και επισύρει ποινή ανάλογης φύσεως και επιπέδου. Εντούτοις, η συνεκτίμηση αυτή δεν πρέπει να οδηγεί, στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας, σε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση του ενδιαφερομένου απ’ ό,τι αν οι αποφάσεις αυτές είχαν εκδοθεί από εθνικό δικαστήριο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

92      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008, για τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, προκειμένου να αποφανθεί επί ποινικής διώξεως, το αρμόδιο δικαστήριο δεν μπορεί να συνεκτιμήσει τις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος εις βάρος του προσώπου κατά του οποίου έχει ασκηθεί αυτή η ποινική δίωξη για πράξεις που δεν είναι αξιόποινες κατά το εθνικό δίκαιο και, επομένως, δεν μπορούν να επιφέρουν, στο πλαίσιο του δικαίου αυτού, τον ποινικό κολασμό.

2)      Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/884 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου,

έχει την έννοια ότι:

εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, για τη συνεκτίμηση πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος εις βάρος του προσώπου κατά του οποίου έχει κινηθεί η ποινική διαδικασία της οποίας έχει επιληφθεί το δικαστήριο αυτό, να εκτιμήσει αν οι πράξεις για τις οποίες εκδόθηκαν οι προγενέστερες αμετάκλητες αποφάσεις των δικαστηρίων αυτού του άλλου κράτους μέλους, των οποίων έλαβε γνώση, χαρακτηρίσθηκαν ως αξιόποινες, υπό το πρίσμα της κατατάξεώς τους από το δίκαιο του άλλου κράτους μέλους. Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη μόνον τις αποφάσεις αυτές και να τους αναγνωρίζει έννομα αποτελέσματα ισοδύναμα προς εκείνα που θα απέρρεαν από πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις λόγω τελέσεως αξιόποινης πράξεως η οποία εμπίπτει σε ισοδύναμη κατηγορία και επισύρει ποινή ανάλογης φύσεως και επιπέδου. Εντούτοις, η συνεκτίμηση αυτή δεν πρέπει να οδηγεί, στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας, σε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση του ενδιαφερομένου απ’ ό,τι αν οι αποφάσεις αυτές είχαν εκδοθεί από εθνικό δικαστήριο.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.


i      Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.

Επάνω