Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62020CC0347

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 9ης Σεπτεμβρίου 2021.
SIA «Zinātnes parks» κατά Finanšu ministrija.
Αίτηση του Administratīvā rajona tiesa για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Διαρθρωτικά ταμεία – Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) – Κανονισμός (EE) 1303/2013 – Πρόγραμμα συγχρηματοδότησης – Κρατικές ενισχύσεις – Κανονισμός (EE) 651/2014 – Πεδίο εφαρμογής – Όρια – Έννοιες του “εγγεγραμμένου κεφαλαίου” και της “προβληματικής επιχείρησης” – Αποκλεισμός προβληματικών επιχειρήσεων από τη στήριξη του ΕΤΠΑ – Ρυθμίσεις σχετικά με τον χρόνο κατά τον οποίο αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η αύξηση του εγγεγραμμένου κεφαλαίου – Ημερομηνία προσκόμισης των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν την αύξηση αυτή – Αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της διαφάνειας.
Υπόθεση C-347/20.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή ; Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2021:732

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 ( 1 )

Υπόθεση C‑347/20

SIA «Zinātnes parks»

κατά

Finanšu ministrija

[αίτηση του Administratīvā rajona tiesa (διοικητικού πρωτοδικείου, Λεττονία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 651/2014 – Έννοια της προβληματικής επιχείρησης – Έννοια του εγγεγραμμένου κεφαλαίου – Αυτοτελής ερμηνεία – Οδηγία 2013/34/ΕΕ – Έλλειψη συνάφειας της εκάστοτε εθνικής νομοθεσίας περί εμπορικού μητρώου – Απαιτήσεις ως προς την απόδειξη του ότι η αιτούσα έπαυσε στο μεταξύ να αποτελεί προβληματική επιχείρηση – Διαφανής και χωρίς διακρίσεις απόφαση επιλογής μεταξύ περισσότερων αιτουσών – Δυνατότητα αρνήσεως παραλαβής δικαιολογητικών της αιτήσεως που υποβλήθηκαν με καθυστέρηση»

I. Εισαγωγή

1.

Μια επιχείρηση με τη νομική μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας ζητεί τη χορήγηση ενίσχυσης από πόρους ταμείου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Λεττονία και υποβάλλει τη σχετική αίτηση επιχορηγήσεως. Δεδομένου όμως ότι, λόγω συσσωρευμένων ζημιών, η εταιρία έχει απολέσει πάνω από το ήμισυ του εγγεγραμμένου μετοχικού κεφαλαίου της, θα έπρεπε να αποκλειστεί από τη χορήγηση ενίσχυσης ως «προβληματική επιχείρηση». Για τον λόγο αυτόν, ήδη πριν από την υποβολή της αιτήσεως τα μέλη της αποφάσισαν να προχωρήσουν συναφώς σε αύξηση κεφαλαίου. Μετά την πραγματοποίηση της αυξήσεως κεφαλαίου, η εταιρία δεν θα χαρακτηριζόταν πλέον «προβληματική». Βάσει του εθνικού δικαίου, για να θεωρείται έγκυρη η αύξηση κεφαλαίου πρέπει να καταχωρίζεται στο Εμπορικό Μητρώο. Εν προκειμένω όμως, η καταχώριση έγινε μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής αιτήσεως, ωστόσο πριν από την έκδοση της απορριπτικής αποφάσεως.

2.

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εγείρονται ζητήματα κατά πόσον η εκτίμηση του λόγου αποκλεισμού προβληματικής επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 ( 2 ) διέπεται από το εθνικό δίκαιο περί εμπορικού μητρώου και από πότε θεωρείται ότι έχει αρθεί ο λόγος αποκλεισμού προβληματικής επιχείρησης στην υπό εξέταση περίπτωση. Παράλληλα τίθεται το ζήτημα της αποδείξεως της αυξήσεως κεφαλαίου που έχει μεν αποφασιστεί, δεν έχει όμως καταχωριστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιλογής. Τούτο συνδέεται με το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο της Λεττονίας απαγορεύει την παροχή διευκρινίσεων με εκ των υστέρων προσκόμιση και άλλων εγγράφων μετά την υποβολή της αιτήσεως για χορήγηση ενίσχυσης.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Ο κανονισμός (ΕΕ) 1301/2013

3.

Το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1301/2013 ( 3 ) (στο εξής: κανονισμός ΕΤΠΑ) αποκλείει ορισμένα πρόσωπα από τη χορήγηση ενίσχυσης:

«(3)   Το [Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης] δεν στηρίζει:

δ)

επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες, κατά την έννοια των ενωσιακών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις».

2. Ο κανονισμός (ΕΕ) 651/2014

4.

Στην αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 (στο εξής: κανονισμός περί απαλλαγής ανά κατηγορία) διαλαμβάνονται τα εξής:

«(14)

Οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις αυτές θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων της 1ης Οκτωβρίου 2004, η ισχύς των οποίων παρατάθηκε με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την παράταση της εφαρμογής των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, της 1ης Οκτωβρίου 2004, ή τις κατευθυντήριες γραμμές που θα τις διαδεχθούν, ούτως ώστε να αποφεύγεται η καταστρατήγησή τους, με εξαίρεση τα καθεστώτα ενισχύσεων που αποσκοπούν στην επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από ορισμένες θεομηνίες. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, κρίνεται σκόπιμο να θεσπιστούν σαφή κριτήρια που δεν απαιτούν αξιολόγηση του συνόλου των ιδιαιτεροτήτων της κατάστασης μιας επιχείρησης προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον μια επιχείρηση θεωρείται προβληματική για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.»

5.

Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού επιγράφεται «Ορισμοί» και έχει ως εξής:

«Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι εξής ορισμοί: […]

18)

“προβληματική επιχείρηση”: η επιχείρηση για την οποία συντρέχει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

εάν πρόκειται για εταιρεία περιορισμένης ευθύνης […]: όταν έχει απολεσθεί πάνω από το ήμισυ του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου λόγω συσσωρευμένων ζημιών. Αυτό ισχύει όταν από την αφαίρεση των συσσωρευμένων ζημιών από τα αποθεματικά (και όλα τα άλλα στοιχεία που θεωρούνται εν γένει ως μέρος των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας) προκύπτει αρνητικό σωρευτικό ποσό που υπερβαίνει το ήμισυ του εγγεγραμμένου κεφαλαίου. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης, ο όρος “εταιρεία περιορισμένης ευθύνης” παραπέμπει ειδικότερα στα είδη εταιρειών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2013/34/ΕΕ […] και ο όρος “κεφάλαιο” περιλαμβάνει, ενδεχομένως, και κάθε διαφορά από έκδοση υπέρ το άρτιο. […]

γ)

εάν πρόκειται για εταιρεία που υπάγεται σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία ή πληροί τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου που τη διέπει όσον αφορά την υπαγωγή της σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία μετά από αίτημα των πιστωτών της. […]»

3. Ο κανονισμός (ΕΕ) 1303/2013

6.

Ο κανονισμός (ΕΕ) 1303/2013 ( 4 ) ρυθμίζει στο άρθρο 125, παράγραφοι 1 και 3, τα καθήκοντα της διαχειριστικής αρχής ως εξής:

«(1)   Η διαχειριστική αρχή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

[…]

(3)   Όσον αφορά την επιλογή των πράξεων, η διαχειριστική αρχή:

α)

συντάσσει και, μετά την έγκρισή τους, εφαρμόζει τις κατάλληλες διαδικασίες και κριτήρια επιλογής που:

i)

διασφαλίζουν τη συμβολή των πράξεων στην επίτευξη των ειδικών στόχων και των αποτελεσμάτων της σχετικής προτεραιότητας·

ii)

δεν συνιστούν διακριτική μεταχείριση και είναι διαφανή· […]».

4. Η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132

7.

Η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 ( 5 ), σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου, ορίζει στο άρθρο της 68, το οποίο επιγράφεται «Απόφαση της γενικής συνέλευσης για την αύξηση του κεφαλαίου», τα εξής:

«(1)   Κάθε αύξηση του κεφαλαίου αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση. Η απόφαση αυτή καθώς και η πραγματοποίηση της αυξήσεως του αναληφθέντος κεφαλαίου δημοσιεύονται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους τρόπους, κατά το άρθρο 16. […]»

8.

Το άρθρο 14 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Πράξεις και στοιχεία που πρέπει να δημοσιεύονται από τις εταιρείες», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε η υποχρέωση δημοσιότητας των εταιρειών να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πράξεις και στοιχεία: […]

ε)

τουλάχιστον κατ’ έτος, το ύψος του καλυφθέντος κεφαλαίου εφόσον η ιδρυτική πράξη ή το καταστατικό αναφέρονται σε εγκεκριμένο κεφάλαιο, εκτός αν κάθε αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου συνεπάγεται τροποποίηση του καταστατικού· […]».

9.

Στο άρθρο 16 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Δημοσιοποίηση στο μητρώο», οι παράγραφοι 6 και 7, προβλέπουν τα εξής:

«(6)   Οι πράξεις και τα στοιχεία αντιτάσσονται κατά τρίτων από την εταιρεία μόνον εφόσον έχουν δοθεί στη δημοσιότητα βάσει της παραγράφου 5, εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι εν λόγω τρίτοι είχαν γνώση αυτών. […]

(7)   […] Οι τρίτοι δύνανται επίσης να επικαλούνται σε κάθε περίπτωση πράξεις και στοιχεία για τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας, εκτός αν η έλλειψη δημοσιότητας καθιστά τις πράξεις και τα στοιχεία ανίσχυρα.»

5. Οδηγία 2013/34/ΕΕ

10.

Η οδηγία 2013/34/ΕΕ ( 6 ) αφορά την εναρμόνιση των διατάξεων για τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις (στο εξής: οδηγία περί ισολογισμού).

11.

Στην αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας αυτής παρατίθεται αναλυτικά ο στόχος των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων:

«Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις πρέπει να συντάσσονται επί συντηρητικών βάσεων και να δίνουν την πραγματική εικόνα του ενεργητικού και του παθητικού της επιχείρησης, της οικονομικής της θέσης και των κερδών ή ζημιών. […]»

12.

Στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ισολογισμού καθορίζεται το περιεχόμενο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων:

«1.   Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις αποτελούν ενιαίο σύνολο και περιλαμβάνουν για όλες τις επιχειρήσεις, κατ’ ελάχιστον, τον ισολογισμό, τα αποτελέσματα χρήσης και το προσάρτημα των οικονομικών καταστάσεων.»

13.

Το παράρτημα ΙΙΙ της ίδιας οδηγίας αφορά την οριζόντια διάρθρωση του ισολογισμού, ενώ στην επιμέρους κατηγορία περί ενεργητικού, στο κεφάλαιο «Α. Ίδια κεφάλαια», αναφέρεται στο καλυφθέν κεφάλαιο ως εξής:

«I. Καλυφθέν κεφάλαιο (εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει το ληξιπρόθεσμο μέρος του κεφαλαίου να εμφανίζεται στον λογαριασμό αυτό, τότε τα ποσά του καλυφθέντος και καταβεβλημένου κεφαλαίου εμφανίζονται χωριστά).»

Β.   Το λεττονικό δίκαιο

14.

Η υλοποίηση των ενισχύσεων με πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Λεττονία διέπεται από τον Eiropas Savienības struktūrfondu un Kohēzijas fonda 2014.-2020. gada plānošanas perioda vadības likums (νόμο περί διαχειρίσεως των διαρθρωτικών ταμείων και του Ταμείου Συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020) ( 7 ).

15.

Το άρθρο 21 του ως άνω νόμου, το οποίο επιγράφεται «Επιλογή των σχεδίων έργων», σημεία 2 και 5, έχει ως εξής:

«2.   Η αρχή που ενεργεί ως σύνδεσμος επιλέγει τα σχέδια έργων βάσει των μεθόδων επιλογής και της συγγραφής υποχρεώσεων της πρόσκλησης. Η συγγραφή υποχρεώσεων καταρτίζεται και εγκρίνεται από την αρχή που ενεργεί ως σύνδεσμος, με τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής και της διαχειριστικής αρχής.

5.   Οι υποψήφιοι καταρτίζουν και υποβάλλουν τα σχέδια έργων τους κατά τα προβλεπόμενα στη συγγραφή υποχρεώσεων της πρόσκλησης.»

16.

Το άρθρο 25 του ίδιου νόμου, το οποίο επιγράφεται «Έγκριση, υπό όρους έγκριση ή απόρριψη σχεδίων έργων σε δημόσιες προσκλήσεις επιλογής σχεδίων έργων», ορίζει, στις παραγράφους 3 και 4, τα εξής:

«3.   Εκδίδεται απόφαση απόρριψης του σχεδίου έργου εάν συντρέχει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες περιστάσεις: […]

2)

το σχέδιο έργου δεν πληροί τα κριτήρια αξιολόγησης και η θεραπεία των ελαττωμάτων που μνημονεύεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου μεταβάλλει το σχέδιο έργου επί της ουσίας. […]

4.   Εκδίδεται απόφαση έγκρισης υπό όρους του σχεδίου έργου εάν ο υποψήφιος υποχρεούται να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες τις οποίες προσδιορίζει η αρχή που ενεργεί ως σύνδεσμος προκειμένου το σχέδιο έργου να ικανοποιεί, στο σύνολό τους, τα κριτήρια αξιολόγησης και το σχέδιο αυτό να μπορεί να υλοποιηθεί προσηκόντως. Η εν λόγω απόφαση περιλαμβάνει τους αντίστοιχους όρους και η εκπλήρωση αυτών επαληθεύεται με γνώμονα τη συγγραφή υποχρεώσεων της πρόσκλησης. Εάν οποιοσδήποτε από τους όρους που προβλέπονται στην εν λόγω απόφαση δεν εκπληρωθεί ή δεν εκπληρωθεί εντός της τασσόμενης στην απόφαση προθεσμίας, το σχέδιο έργου λογίζεται απορριφθέν.»

17.

Το άρθρο 30 του ίδιου νόμου το οποίο φέρει τον τίτλο «Διευκρινίσεις επί των σχεδίων έργων» έχει ως εξής:

«Στο διάστημα από την υποβολή των σχεδίων έργων έως την έκδοση της απόφασης έγκρισης, υπό όρους έγκρισης ή απόρριψης, δεν επιτρέπεται η παροχή διευκρινίσεων επί των σχεδίων έργων.»

18.

Το επίμαχο μέτρο ενίσχυσης ρυθμίζεται από το Ministru kabineta 2018. gada 25. septembra noteikumi Nr. 612 «Darbības programmas “Izaugsme un nodarbinātība” 3.1.1. specifiskā atbalsta mērķa “Sekmēt MVK izveidi un attīstību, īpaši apstrādes rūpniecībā un RIS3 prioritārajās nozarēs” 3.1.1.5. pasākuma “Atbalsts ieguldījumiem ražošanas telpu un infrastruktūras izveidei vai rekonstrukcijai” otrās projektu iesniegumu atlases kārtas īstenošanas noteikumi» [απόφαση 612 του υπουργικού συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 2018, περί κανόνων υλοποίησης του δεύτερου σταδίου της επιλογής σχεδίων έργων για το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Ανάπτυξη και Απασχόληση», ειδικός στόχος 3.1.1 («Συμβολή στη σύσταση και στην ανάπτυξη ΜΜΕ, ιδίως στον κλάδο της μεταποίησης και στους τομείς προτεραιότητας RIS3»), μέτρο 3.1.1.5 («Επενδυτική ενίσχυση για τη στήριξη της κατασκευής ή της ανακατασκευής εγκαταστάσεων και υποδομών παραγωγής»)].

19.

Το σημείο 15 της ίδιας αποφάσεως ορίζει ότι:

«Το σχέδιο έργου δεν επιλέγεται για χρηματοδότηση όταν: […]

15.3.

ο υποψήφιος είναι προβληματική επιχείρηση, βάσει του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014 της Επιτροπής· […]».

20.

Τα πρακτικά ζητήματα της επιλογής σχεδίων έργων ρυθμίζονται από τη συγγραφή υποχρεώσεων της πρόσκλησης, την οποία καταρτίζει η αρμόδια Υπηρεσία, και από τα παραρτήματά της ( 8 ).

21.

Στο παράρτημα 5 της συγγραφής υποχρεώσεων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μέθοδοι εφαρμογής των κριτηρίων αξιολόγησης των σχεδίων έργων», εκτίθεται, στο τμήμα II, σημείο 6, ο τρόπος με τον οποίο εκτιμάται αν ο υποψήφιος είναι προβληματική επιχείρηση (προβληματικός οικονομικός φορέας):

«Όταν ο υποψήφιος δεν είναι προβληματικός οικονομικός φορέας η αξιολόγηση είναι “θετική άνευ όρων”. Ο χαρακτηρισμός επιχείρησης ως προβληματικής κατά την έκδοση της απόφασης χορήγησης της ενίσχυσης πρέπει να βασίζεται σε επαληθεύσιμα και αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με τον υποψήφιο και τις επιχειρήσεις που συνδέονται με αυτόν:

a)

Επαληθεύονται οι πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στην πιο πρόσφατη δημοσιευμένη οριστική ετήσια έκθεση.

b)

Εάν υποβάλλεται ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή, προκειμένου να καθοριστεί αν η επιχείρηση είναι προβληματική χρησιμοποιούνται τα στοιχεία που περιέχονται στην εν λόγω έκθεση.

c)

Εάν ο υποψήφιος παραπέμπει σε δημοσιευμένες (επαληθεύσιμες) πληροφορίες και σε αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου μεταγενέστερη της πιο πρόσφατης οριστικής ετήσιας έκθεσης, οι πληροφορίες αυτές, οι οποίες υποβάλλονται μαζί με ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή, λαμβάνονται υπόψη. […]

Η αξιολόγηση είναι “θετική υπό όρους” όταν οι υποβληθείσες πληροφορίες είναι ελλιπείς ή δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένες. Ο υποψήφιος καλείται να παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με τις υποβληθείσες πληροφορίες. Οι διευκρινίσεις αφορούν μόνον τεχνικά και αριθμητικά ζητήματα ή ζητήματα διατυπώσεως. […]

Η αξιολόγηση είναι “αρνητική” όταν ο υποψήφιος έχει οποιοδήποτε από τα χαρακτηριστικά των προβληματικών οικονομικών φορέων ή δεν ικανοποιεί τους όρους που περιέχονται σε απόφαση έγκρισης υπό όρους ή, παρά την ικανοποίηση των όρων αυτών, εξακολουθεί να μην πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν ικανοποίησε τους εν λόγω όρους εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην απόφαση έγκρισης υπό όρους.»

22.

Στη Λεττονία, η δραστηριότητα των εμπορικών εταιριών διέπεται από τον Komerclikums (Εμπορικό Κώδικα). Το άρθρο 12 του ως άνω κώδικα φέρει τον τίτλο «Δημοσιότητα μέσω του μητρώου» και έχει ως εξής:

«1.   Οι καταχωρίσεις στο Εμπορικό Μητρώο παράγουν αποτελέσματα έναντι τρίτων από τη δημοσίευσή τους. […]

2.   Όταν οι πληροφορίες οι οποίες πρέπει να καταχωριστούν στο Εμπορικό Μητρώο δεν έχουν καταχωριστεί, ή έχουν μεν καταχωριστεί, πλην όμως δεν έχουν δημοσιευθεί, οι εν λόγω πληροφορίες δεν αντιτάσσονται σε τρίτο από το πρόσωπο υπέρ του οποίου έπρεπε να καταχωριστούν, εκτός εάν οι εν γνωρίζουν ήδη τις πληροφορίες αυτές. […]».

23.

Το άρθρο 196 του ως άνω κώδικα φέρει τον τίτλο «Αποφάσεις περί μεταβολής του εταιρικού κεφαλαίου» και έχει ως εξής:

«1.   Αύξηση ή μείωση του εταιρικού κεφαλαίου επιτρέπεται μόνο με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων στην οποία καθορίζονται οι λεπτομέρειες της εν λόγω αύξησης ή μείωσης. […]

3.   Σε περίπτωση απόφασης περί μεταβολής του εταιρικού κεφαλαίου, πρέπει να πραγματοποιηθεί ταυτοχρόνως αντίστοιχη τροποποίηση του κεφαλαίου αυτού.»

24.

Το άρθρο 202 του ως άνω Κώδικα φέρει τον τίτλο «Αιτήματα προς το Εμπορικό Μητρώο σχετικά με την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου» και η παράγραφος 3 αυτού έχει ως εξής:

«Η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου λογίζεται πραγματοποιηθείσα κατά την ημερομηνία καταχώρισης στο Εμπορικό Μητρώο του νέου ποσού του κεφαλαίου.»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης

25.

Στις 15 Ιανουαρίου 2019 η Centrālā finanšu un līgumu aģentūra (κεντρική υπηρεσία δημόσιων οικονομικών και συμβάσεων, Λεττονία· στο εξής: Υπηρεσία) προκήρυξε το δεύτερο στάδιο της δημόσιας πρόσκλησης υποβολής υποψηφιοτήτων για την επιλογή σχεδίων έργων για τη χορήγηση ενισχύσεων από το πρόγραμμα συγχρηματοδότησης «Ανάπτυξη και Απασχόληση» του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ). Λαμβανομένων υπόψη των μεταγενέστερων τροποποιήσεων, η 30ή Απριλίου 2019 ορίστηκε ως καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή σχεδίων έργων.

26.

Η προσφεύγουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης, SIA Zinātnes parks (στο εξής: προσφεύγουσα), υπέβαλε στην Υπηρεσία σχέδιο έργου στις 30 Απριλίου 2019. Δεδομένου όμως ότι, λόγω συσσωρευμένων ζημιών, η εταιρία είχε απολέσει πάνω από το ήμισυ του εγγεγραμμένου μετοχικού κεφαλαίου της, θα έπρεπε να αποκλειστεί από τη χορήγηση ενίσχυσης ως «προβληματική επιχείρηση». Για τον λόγο αυτόν, μαζί με την αίτηση, η προσφεύγουσα υπέβαλε απόφαση της συνέλευσης των εταίρων της, της 29ης Απριλίου 2019, περί τροποποιήσεως του καταστατικού της. Η απόφαση προέβλεπε αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου μέσω καταβολής μεριδίου του εταιρικού κεφαλαίου από συγκεκριμένο εταίρο, εντός καθορισμένης προθεσμίας, προσαυξημένου κατά τη διαφορά από έκδοση υπέρ το άρτιο.

27.

Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης του σχεδίου έργου, η προσφεύγουσα ενημέρωσε την Υπηρεσία ότι η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου είχε καταχωριστεί στο Εμπορικό Μητρώο στις 24 Ιουλίου 2019. Επίσης, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής, προσκόμισε, συμπληρωματικώς, ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή.

28.

Με απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών της 4ης Νοεμβρίου 2019, με την οποία περατώθηκε η διοικητική διαδικασία, το σχέδιο έργου της προσφεύγουσας απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι αυτή έπρεπε να θεωρηθεί, κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της, «προβληματική επιχείρηση» για τους σκοπούς του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία.

29.

Στην απόφαση επισημαίνεται ότι, παρά την απόφαση της συνέλευσης των εταίρων της εταιρίας, δυνάμει του άρθρου 202, παράγραφος 3, του Εμπορικού Κώδικα, η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου θεωρείται πραγματοποιηθείσα μόνο μετά την καταχώριση των νέων εταιρικών συμμετοχών στο Εμπορικό Μητρώο, η δε καταχώριση αυτή πραγματοποιήθηκε μετά την υποβολή του σχεδίου έργου. Σκοπός της δημόσιας πρόσκλησης υποβολής υποψηφιοτήτων είναι να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των υποψηφίων και, επομένως, μετά την υποβολή των σχεδίων έργων, δεν επιτρέπεται η παροχή διευκρινίσεων επ’ αυτών. Επιπλέον, δυνάμει του σημείου 7.17 της συγγραφής υποχρεώσεων της πρόσκλησης, προς απόδειξη της βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης, απαιτείται η υποβολή, μαζί με το σχέδιο έργου, όχι οποιουδήποτε εγγράφου αλλά ενδιάμεσης επιχειρησιακής έκθεσης εγκριθείσας από ορκωτό ελεγκτή, ώστε η Υπηρεσία να έχει ακριβή εικόνα της οικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας.

30.

Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής του σχεδίου έργου, δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως προβληματική επιχείρηση, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης της συνέλευσης των εταίρων της η οποία υποβλήθηκε στην Υπηρεσία μαζί με το εν λόγω σχέδιο έργου. Κατά την προσφεύγουσα, οι μη παρασχεθείσες πληροφορίες δεν ασκούν, καθεαυτές, οποιαδήποτε επιρροή στη οικονομική κατάστασή της και, επομένως, μπορούν να υποβληθούν επίσης κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης του σχεδίου έργου.

31.

Στο πλαίσιο της ένδικης διοικητικής διαφοράς, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι, εάν λαμβάνονταν υπόψη τα οικονομικά στοιχεία που περιέχονται στην τελευταία οικονομική έκθεση της προσφεύγουσας για το 2018, αυτή θα χαρακτηριζόταν «προβληματική επιχείρηση» για τους σκοπούς του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία. Είναι επίσης αληθές ότι, κατόπιν της αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου και της καταχώρισης της σχετικής τροποποίησης στο Εμπορικό Μητρώο στις 24 Ιουλίου 2019, η προσφεύγουσα θεράπευσε την ανεπάρκεια αυτή.

IV. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

32.

Το Administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο, Λεττονία) που επιλήφθηκε της προσφυγής, με διάταξη της 15ης Ιουλίου 2020 υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)

Έχει ο όρος «εγγεγραμμένο κεφάλαιο», ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014, σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με εταιρικές δραστηριότητες, την έννοια ότι, για τον καθορισμό του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, πρέπει να λαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο υπόψη οι πληροφορίες που δημοσιοποιήθηκαν βάσει των προβλεπόμενων από την εθνική νομοθεσία κάθε κράτους μέλους τύπων, όταν, ως εκ τούτου, οι πληροφορίες αυτές ισχύουν αποκλειστικά και μόνο από τον χρόνο της δημοσιοποίησης αυτής;

2)

Κατά την εκτίμηση του όρου «προβληματική επιχείρηση», ο οποίος χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις οι οποίες θεσπίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής σχεδίων έργων για χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά ταμεία σχετικά με τα έγγραφα τα οποία πρέπει να υποβάλλονται προς απόδειξη της οικονομικής κατάστασης της ενδιαφερόμενης επιχείρησης;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, συνάδει προς τις αρχές της διαφάνειας και της απαγόρευσης των διακρίσεων, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 125, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού (ΕΕ) 1303/2013, εθνική νομοθεσία για την επιλογή σχεδίων έργων η οποία δεν επιτρέπει την παροχή διευκρινίσεων επί των σχεδίων έργων μετά την υποβολή τους;

33.

Στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Λεττονία, η Ιρλανδία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οποίες, όπως και η προσφεύγουσα, παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Ιουλίου 2021.

V. Νομική εκτίμηση

Α.   Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

34.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά απορριφθείσα αίτηση της προσφεύγουσας για χορήγηση ενίσχυσης στο πλαίσιο του προγράμματος συγχρηματοδότησης «Ανάπτυξη και Απασχόληση» του ΕΤΠΑ.

35.

Με τα τρία υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί η έννοια του όρου «προβληματική επιχείρηση» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία, σε συνάρτηση με τον όρο «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» (βλ. κατωτέρω υπό Β). Τούτο ανάγεται στο ότι, στο άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, ο κανονισμός ΕΤΠΑ εξαιρεί τις εν λόγω επιχειρήσεις από τη χορήγηση ενισχύσεων. Με το δεύτερο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί πώς μπορεί η αιτούσα να αποδείξει ότι δεν αποτελεί προβληματική επιχείρηση. Ειδικότερα, ερωτάται κατά πόσον η απαίτηση για υποβολή ορισμένων εκθέσεων, η οποία προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία, είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης (βλ. κατωτέρω υπό Γ). Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τη διαδικασία επιλογής που διεξάγεται στη συνέχεια από τη διαχειριστική αρχή. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η αρχή μπορεί να απορρίψει, ως μη λαμβανόμενες υπόψη, διευκρινίσεις που παρέχονται εκ των υστέρων (καταχώριση στο Εμπορικό Μητρώο και μεταγενέστερη ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση ορκωτού λογιστή), ήτοι μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής αιτήσεως, πριν όμως από την έκδοση οριστικής αποφάσεως (βλ. κατωτέρω υπό Δ).

36.

Έστω και αν τα ερωτήματα συνδέονται μεταξύ τους, εντούτοις αυτά αφορούν διαφορετικές πτυχές (ερμηνεία του όρου «προβληματική επιχείρηση», απόδειξη της ιδιότητας αυτής, αποκλεισμός εκ των υστέρων παρεχόμενων αποδείξεων ότι η επιχείρηση δεν είναι προβληματική) της διαδικασίας για την επιλογή αποδέκτη της ενίσχυσης και, ως εκ τούτου, θα απαντηθούν χωριστά.

Β.   Ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία

37.

Ο κύριος λόγος απορρίψεως της αιτήσεως επιχορήγησης συνίσταται στο ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της, η Υπηρεσία χαρακτήρισε την προσφεύγουσα «προβληματική επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία. Με το πρώτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να ερμηνεύεται ο εν λόγω όρος, ιδίως καθόσον αναφέρεται σε συνάρτηση με τον όρο «εγγεγραμμένο κεφάλαιο». Αποτελεί εγγεγραμμένο κεφάλαιο μόνο το εταιρικό κεφάλαιο που καταχωρίζεται σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία περί εταιριών και Εμπορικού Μητρώου; Ή πρόκειται περί αυτοτελώς ερμηνευόμενου όρου του ενωσιακού δικαίου, ο οποίος πρέπει να εξετάζεται ανεξάρτητα από τις εκάστοτε εθνικές ιδιαιτερότητες του οικείου κράτους μέλους;

38.

Το ερώτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη ακολουθούν διαφορετικές προσεγγίσεις του δικαίου περί εταιριών. Ως εκ τούτου, η λεττονική νομοθεσία θεωρεί κατά πλάσμα δικαίου ότι η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου που αποφασίζεται από τους εταίρους λογίζεται ότι πραγματοποιείται την ημερομηνία καταχωρίσεως του νέου ποσού του κεφαλαίου στο Εμπορικό Μητρώο. Από όσα προέβαλε η Ιρλανδία προκύπτει ότι, για τη μεταβολή του κεφαλαίου, δεν απαιτείται τέτοια πράξη καταχώρισης από την εφαρμοστέα νομοθεσία. Αντιθέτως, στη Γερμανία απαιτείται για την τροποποίηση του καταστατικού ΕΠΕ απόφαση των εταίρων που έχει περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο. Η τροποποίηση παράγει έννομα αποτελέσματα μόνο μετά την καταχώρισή της στο Εμπορικό Μητρώο που τηρείται στην έδρα της εταιρίας.

39.

Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται περί λεττονικής εταιρίας η οποία, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για επιδότηση, δεν πληροί τις προϋποθέσεις της λεττονικής νομοθεσίας περί καταχωρίσεως στο μητρώο. Εάν επρόκειτο για ιρλανδική εταιρία, αυτή θα πληρούσε τις απαιτήσεις της ιρλανδικής νομοθεσίας χωρίς την προσκόμιση αποδεικτικού περί καταχωρίσεως στο μητρώο. Γερμανική εταιρία θα ήταν σε θέση να επιδείξει τουλάχιστον μία καταχώριση στο (γερμανικό) Εμπορικό Μητρώο, ενώ κατά τα λοιπά θα έπρεπε να πληροί αυστηρότερες απαιτήσεις (απόφαση των εταίρων περιβληθείσα τον συμβολαιογραφικό τύπο) σε σχέση με τον Λεττονό ανταγωνιστή της.

40.

Ήδη από τα ως άνω παραδείγματα συνάγεται ότι το ζήτημα της ερμηνείας των εννοιών που περιλαμβάνονται σε κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης συχνά συνδέεται στενά με το αν οι εν λόγω έννοιες πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, ούτως ώστε όλες οι εταιρείες σε όλα τα κράτη μέλη να μπορούν να ανταποκρίνονται στις σχετικές απαιτήσεις με βάση τα ίδια κριτήρια, ή αν υπερισχύει η ερμηνεία κατά την οποία λαμβάνεται υπόψη το εκάστοτε ισχύον εθνικό δίκαιο (είτε του κράτους χορήγησης της ενίσχυσης είτε του κράτους όπου έχει την έδρα της η αιτούσα εταιρία).

1. Επί της αυτοτελούς ερμηνείας του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία

41.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συνδέεται με το γράμμα, το πνεύμα και τον σκοπό του όρου «προβληματική επιχείρηση».

42.

Αφετηρία αποτελεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που δίδεται εντός των κρατών μελών, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της εν λόγω διάταξης, καθώς και του πλαισίου της και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος ( 9 ).

43.

Αυτό μπορεί να μην ισχύει οσάκις το δίκαιο της Ένωσης παραπέμπει στο εκάστοτε εθνικό δίκαιο. Ανάλογη συσχέτιση, όμως, δεν υπάρχει στο κείμενο του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία, το οποίο ουδόλως παραπέμπει στην εθνική νομοθεσία περί εταιριών και/ή περί Εμπορικού Μητρώου. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη παραπέμπει ρητά στο δίκαιο της Ένωσης και, συγκεκριμένα, στην οδηγία περί ισολογισμού.

44.

Επομένως, σύμφωνα με το γράμμα της διατάξεως, κρίσιμης σημασίας δεν είναι το εταιρικό κεφάλαιο το οποίο η εθνική νομοθεσία περί εταιριών και/ή περί Εμπορικού Μητρώου (στο κράτος επιδοτήσεως ή στο κράτος όπου η αιτούσα εταιρία έχει την έδρα της) πλασματικώς θεωρεί ότι παράγει έννομα αποτελέσματα σε ορισμένο χρονικό σημείο. Μάλιστα, ο γενικός εισαγγελέας M. Campos Sánchez-Bordona επισημαίνει ότι ο νομοθετικός όρος «προβληματική επιχείρηση»«είναι κατ’ ανάγκην αυτοτελής και απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης» ( 10 ).

45.

Υπέρ της αυτοτελούς ερμηνείας συνηγορεί και η σύγκριση με το γράμμα του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο γʹ, του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία, το οποίο ρητά επικεντρώνεται στο κατά πόσον η επιχείρηση πληροί τα κριτήρια που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία για την υπαγωγή της σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία μετά από αίτημα των πιστωτών της ( 11 ). Πρέπει να γίνει δεκτό, σε αντίθεση με την άποψη που υποστηρίζει η Ιρλανδία, ότι, όταν στο στοιχείο γʹ της ως άνω διατάξεως ο νομοθέτης της Ένωσης θεωρεί κρίσιμο το εθνικό δίκαιο ενώ, αντιθέτως, το παραλείπει εντελώς προκειμένου περί εκτιμήσεως του εγγεγραμμένου κεφαλαίου κατά το στοιχείο αʹ της ίδιας διατάξεως, η παράλειψη αυτή έχει γίνει σκοπίμως.

46.

Υπέρ της αυτοτελούς ερμηνείας συνηγορεί, επίσης, η αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία όπου εκτίθεται ότι κρίνεται σκόπιμο να θεσπιστούν από τον κανονισμό σαφή κριτήρια που δεν απαιτούν αξιολόγηση του συνόλου των ιδιαιτεροτήτων της κατάστασης μιας επιχείρησης. Η εξέταση της ισχύος των αυξήσεων κεφαλαίου βάσει των προβλεπόμενων στην εκάστοτε εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία της έννομης τάξεως που διέπει το καταστατικό της εταιρίας (ήτοι, εν προκειμένω, όχι κατ’ ανάγκη μόνο της λεττονικής νομοθεσίας), θα μπορούσε να αποβεί σχεδόν αδύνατη για τη διαχειριστική αρχή χωρίς ενδελεχή εξέταση. Άλλωστε, όπως υποστήριξαν ομόφωνα στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία η Ιρλανδία και η Λεττονία, στην περίπτωση αυτή κρίσιμο δεν είναι το δίκαιο του παρόχου της ενίσχυσης (εν προκειμένω, της Λεττονίας), αλλά το δίκαιο που διέπει την εταιρία.

47.

Η απουσία συσχέτισης με το εκάστοτε εθνικό δίκαιο φαίνεται συνεπής και από άποψη περιεχομένου. Τούτο διότι σε κράτη όπου η αρχή της δημοσιότητας υλοποιείται μέσω της τηρήσεως δημοσίου μητρώου η καταχώριση έχει διαφορετική λειτουργία από την απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον η προσφεύγουσα είναι «προβληματική επιχείρηση» υπό το πρίσμα της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων. Συνήθως, η αναγκαιότητα καταχωρίσεως σε δημόσιο μητρώο αποσκοπεί στον έλεγχο μέσω του μητρώου και στη δημοσιότητα. Συνέπεια της τελευταίας είναι ότι οι τροποποιημένες καταχωρίσεις πρέπει να μπορούν να αντιτάσσονται έναντι τρίτων. Σκοπός του ελέγχου είναι να διασφαλίζεται ότι η καταχώριση θα αφορά αποκλειστικά αποφάσεις των εταίρων που λαμβάνονται νομότυπα.

48.

Αντιθέτως, η έννοια της προβληματικής επιχείρησης που υιοθετεί το ενωσιακό δίκαιο –ένα από τα κριτήρια της οποίας (ο όρος «εγγεγραμμένο κεφάλαιο») καθορίζεται σε συνάρτηση με τις επιμέρους εθνικές έννομες τάξεις, υπέρ της οποίας τάχθηκαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Ιρλανδία, η Λεττονία, ακόμα δε και η Επιτροπή– φαίνεται ελάχιστα πειστική. Όταν το δίκαιο της Ένωσης σκοπίμως αποκλείει ορισμένες οντότητες (εν προκειμένω, τις προβληματικές επιχειρήσεις) από τη χρηματοδότηση με πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να καθορίζουν ελεύθερα στην εθνική τους νομοθεσία, μέσω της έννοιας του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, ποιες οντότητες θα θεωρούνται ως προβληματικές επιχειρήσεις. Τούτο θα διακύβευε τον σκοπό που επιδιώκει το δίκαιο της Ένωσης (να μη χορηγούνται ενισχύσεις σε προβληματικές επιχειρήσεις).

49.

Δεν συμμερίζομαι τις επιφυλάξεις που εκφράστηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ιδίως από την Ιρλανδία, η οποία υποστήριξε ότι τυχόν αυτοτελής ερμηνεία του όρου «προβληματική επιχείρηση» θα μπορούσε να οδηγήσει πλαγίως σε εναρμόνιση της νομοθεσίας περί εταιριών. Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω δεν αφορά το αν η διαδικασία που ακολουθείται για την έγκυρη αύξηση κεφαλαίου πρέπει να είναι ενιαία σε όλα τα κράτη μέλη. Πράγματι, το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει καμία τέτοια διάταξη, όπως ομόφωνα υποστήριξαν όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία. Το «μοναδικό» ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι κατά πόσον η χρηματοδότηση από Ταμεία της Ένωσης (ενίσχυση επιλέξιμων επιχειρήσεων στο πλαίσιο του ΕΤΠΑ) ρυθμίζεται κατά τον πλέον προφανή τρόπο από το δίκαιο της Ένωσης ή από την εθνική νομοθεσία.

2. Το περιεχόμενο και ο σκοπός του όρου «προβληματική επιχείρηση»

50.

Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία, ενισχύσεις σε προβληματικές επιχειρήσεις χορηγούνται με βάση κατευθυντήριες γραμμές, διαφορετικές από εκείνες που ισχύουν για μη προβληματικές επιχειρήσεις. Ο λόγος είναι ότι η ενίσχυση πρέπει να αποτελέσει κίνητρο για να προβεί η επιχείρηση σε ορισμένη πράξη, ήτοι στο ενισχυόμενο σχέδιο έργου ( 12 ). Όμως, επί λιγότερο φερέγγυων επιχειρήσεων (δηλαδή προβληματικών) ελλοχεύει ο κίνδυνος η ενίσχυση να διατεθεί μάλλον για τη διάσωση της ίδιας της επιχείρησης παρά για την υλοποίηση του ενισχυόμενου σχεδίου έργου ( 13 ). Εν πάση περιπτώσει, επί λιγότερο φερέγγυων επιχειρήσεων, ο κίνδυνος να μην επιτευχθεί ο σκοπός χορήγησης της ενίσχυσης είναι μεγαλύτερος. Για τον λόγο αυτόν, οι λιγότερο φερέγγυες επιχειρήσεις θα έπρεπε, ενδεχομένως, να διασωθούν ή να αναδιαρθρωθούν, αυτό όμως θα έπρεπε να αξιολογείται με διαφορετικά κριτήρια και, συνεπώς, με βάση διαφορετικές κατευθυντήριες γραμμές.

51.

Ως εκ τούτου, το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού ΕΤΠΑ παραπέμπει στο άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία. Η τελευταία διάταξη στηρίζεται πρωτίστως στην πραγματική κατάσταση του ενεργητικού. Ορίζει δε ως «προβληματική» την επιχείρηση που έχει απολέσει πάνω από το ήμισυ του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου λόγω συσσωρευμένων ζημιών και, επομένως, χαρακτηρίζεται ως όχι ιδιαιτέρως φερέγγυα. Κατά συνέπεια, ο όρος «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με την πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχείρησης.

52.

Η καταχώριση σε κρατικό μητρώο μπορεί, αφενός, να απαιτεί ορισμένο χρόνο. Αφετέρου, βεβαιώνει απλώς δημόσια ότι πλέον έχει αυξηθεί το εταιρικό κεφάλαιο. Τούτο όμως δεν έχει σχέση με την πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχείρησης. Αντιθέτως, στο μεταξύ η επιχείρηση μπορεί να έχει απορροφήσει την αύξηση κεφαλαίου λόγω νέων ζημιών. Επομένως, η καταχώριση στο μητρώο ή/και το πλάσμα δικαίου ότι νομική ισχύς προσδίδεται με την καταχώριση αποβαίνει αναποτελεσματική όσον αφορά τον σχετικό προσδιορισμό.

53.

Εξίσου αλυσιτελής φαίνεται και η αναγωγή στην οδηγία 2017/1132. Το άρθρο 68 της οδηγίας, με τίτλο «Απόφαση της γενικής συνέλευσης για την αύξηση του κεφαλαίου», προβλέπει ότι κάθε αύξηση του κεφαλαίου αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση. H απόφαση αυτή, καθώς και η πραγματοποίηση της αυξήσεως του αναληφθέντος κεφαλαίου, δημοσιεύονται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους τρόπους και αντιτάσσονται έναντι τρίτων μόνον εφόσον έχουν τύχει δημοσιότητας. Όπως επισημαίνει και η Επιτροπή, σκοπός της διατάξεως είναι η προστασία των τρίτων. Αντιθέτως, οι εν λόγω απαιτήσεις δημοσιεύσεως δεν περιέχουν κάποια αναφορά σχετικά με την πραγματική κατάσταση του ενεργητικού.

54.

Επιπλέον, είναι προφανές ότι η αιτούσα επιχείρηση δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή στην ημερομηνία καταχωρίσεως στο μητρώο. Για την ίδια, η ημερομηνία αυτή είναι, κατά μία έννοια, τυχαία. Ωστόσο, το άρθρο 125 του κανονισμού 1303/2013 απαιτεί την εφαρμογή κριτηρίων επιλογής τα οποία δεν συνιστούν δυσμενή διάκριση και είναι διαφανή. Κατά συνέπεια, η τυχαία περίσταση της ταχείας ή βραδείας επεξεργασίας της καταχωρίσεως στο μητρώο από το οικείο δικαστήριο στο οποίο τηρείται το μητρώο εταιριών (Registergericht) εντός του κράτους μέλους και, κατά μείζονα λόγο, στο πλαίσιο της συγκρίσεως μεταξύ περισσότερων κρατών δεν φαίνεται να συνάδει με όσα παρατέθηκαν ανωτέρω. Ο καθορισμός βάσει τυχαίων γεγονότων θα συνιστούσε εν προκειμένω μάλλον αυθαιρεσία παρά δίκαιη μεταχείριση.

3. Εφαρμογή της οδηγίας περί ισολογισμού

55.

Το ότι ο όρος «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με την πραγματική οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων επιρρωννύεται και από την παραπομπή στην οδηγία περί ισολογισμού που περιέχεται στο άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία.

56.

Συνήθως, στους κανόνες περί καταρτίσεως ισολογισμών γίνεται διαχωρισμός των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας σε διάφορες κατηγορίες οι οποίες κατά κανόνα εγγράφονται στο παθητικό του ισολογισμού. Δεδομένου ότι και σε αυτόν τον τομέα η εγγραφή στον ισολογισμό των στοιχείων ενεργητικού των επιχειρήσεων δεν γινόταν κατά ενιαίο τρόπο στα επιμέρους κράτη μέλη, θεσπίστηκε εν τω μεταξύ η οδηγία περί ισολογισμού, η οποία περιλαμβάνει κατευθυντήριες γραμμές για την κατάρτιση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων. Κατά την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας αυτής, «[ο]ι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις πρέπει να συντάσσονται επί συντηρητικών βάσεων και να δίνουν την πραγματική εικόνα του ενεργητικού και του παθητικού της επιχείρησης, της οικονομικής της θέσης και των κερδών ή ζημιών». Σημαντικό μέρος των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων αποτελεί, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ο ισολογισμός της επιχείρησης.

57.

Είναι γεγονός ότι, στο παράρτημα ΙΙΙ αυτής, το οποίο αναφέρεται στη διάρθρωση του ισολογισμού, η οδηγία περί ισολογισμού ως πρώτη επιμέρους κατηγορία των ιδίων κεφαλαίων στο παθητικό δεν χρησιμοποιεί τον όρο «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» αλλά τον όρο «καλυφθέν κεφάλαιο». Ειδικότερα, στο παράρτημα ΙΙΙ υπό στοιχείο Α (τόσο στο ενεργητικό όσο και στο παθητικό) γίνεται διαχωρισμός μεταξύ του τμήματος του καλυφθέντος κεφαλαίου που οφείλεται αλλά δεν έχει εισέτι καταβληθεί και του ήδη καταβεβλημένου κεφαλαίου.

58.

Στις διατάξεις αυτές, σκοπός των οποίων, όπως προεκτέθηκε, είναι να παρουσιάζεται η πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρίας, ο διαχωρισμός δεν γίνεται με βάση το καλυφθέν κεφάλαιο που έχει δημοσιευθεί, αλλά με βάση το κατά πόσον αυτό έχει καταβληθεί. Ο διαχωρισμός αυτός είναι εύλογος. Η απόφαση των εταίρων για την αύξηση του κεφαλαίου αποτελεί απλώς υπόσχεση για εισροή πρόσθετων κεφαλαίων με σκοπό τη βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως της εταιρίας. Όμως, το αυξηθέν εταιρικό κεφάλαιο καθίσταται όντως διαθέσιμο μόνο μετά την καταβολή του.

59.

Εν κατακλείδι, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομοθεσία περί ισολογισμού, όπως καθορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, διακρίνει μεταξύ καλυφθέντος κεφαλαίου που δεν έχει ακόμη εξοφληθεί και ήδη καταβληθέντος κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, παρέχεται η πραγματική εικόνα του ενεργητικού και παθητικού, της οικονομικής θέσεως και των αποτελεσμάτων χρήσεως της επιχείρησης. Η δημοσιοποίηση στο μητρώο είναι, συναφώς, άνευ σημασίας.

4. Συμπεράσματα

60.

Ως εκ τούτου, ο όρος «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» πρέπει να αποσυνδέεται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία περί Εμπορικού Μητρώου και εταιριών. Μπορεί να αναφέρεται είτε στο υποσχεθέν αυξημένο κεφάλαιο (οπότε κρίσιμη είναι η απόφαση των εταίρων) είτε στην καταβολή του υποσχεθέντος αυξημένου κεφαλαίου (οπότε κρίσιμη είναι η εισροή του επιπλέον κεφαλαίου).

61.

Σε συνάρτηση με τον προπαρατεθέντα σκοπό του διαχωρισμού που γίνεται στη νομοθεσία περί ενισχύσεων μεταξύ προβληματικών επιχειρήσεων και μη προβληματικών επιχειρήσεων, προτιμότερη είναι η δεύτερη εκδοχή. Ο κίνδυνος να μην επιτευχθεί ο σκοπός για τον οποίο χορηγείται η ενίσχυση, λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει μια εταιρία, εξακολουθεί να υφίσταται και αποσοβείται μόνον αφού υλοποιηθεί η σχετική υπόσχεση, δηλαδή μόλις το αυξηθέν κεφάλαιο της εταιρίας καταστεί όντως διαθέσιμο. Όπως ορθά τονίζει η Λεττονία, η απόφαση των εταίρων για αύξηση κεφαλαίου δημιουργεί μόνον αστικής φύσεως υποχρέωση και αποτελεί απλώς την αφετηρία για την αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου. Η τελευταία αυτή παρατήρηση εξηγεί και τη χωριστή αναγραφή τους στον ισολογισμό (βλ. συναφώς ανωτέρω, σημεία 57 επ.).

62.

Κατά συνέπεια, ο όρος «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» που περιέχεται στο άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία αναφέρεται, κατά τη γνώμη μου, στο καταβληθέν καλυφθέν κεφάλαιο, όπως αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας περί ισολογισμού.

63.

Η εν λόγω ερμηνεία διασφαλίζει ταυτόχρονα την εξισορρόπηση των συμφερόντων των επιχειρήσεων και των παρόχων της ενίσχυσης. Αφενός, οι επιχειρήσεις δεν αποκλείονται από τη χορήγηση ενισχύσεων για ορισμένα σχέδια έργων λόγω της μακράς διάρκειας της διαδικασίας καταχωρίσεως στα δημόσια μητρώα, η οποία κείται εκτός της σφαίρας επιρροής τους. Αφετέρου, οι προβληματικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να μεταβάλουν την επιλεξιμότητά τους με απλή υπόσχεση μελλοντικής αυξήσεως κεφαλαίου, αλλά μόνον εφόσον το αυξηθέν κεφάλαιο της εταιρίας καταστεί όντως διαθέσιμο. Συνεπώς, κρίσιμης σημασίας εν προκειμένω είναι κατά πόσον υλοποιήθηκε όντως η απόφαση της συνελεύσεως των εταίρων της 29ης Απριλίου πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων στις 30 Απριλίου. Η εκτίμηση αυτή εναπόκειται αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο.

Γ.   Επί της αποδείξεως της επιλεξιμότητας (μη προβληματικών επιχειρήσεων)

64.

Από τα ανωτέρω πρέπει να διαχωρίζεται το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο η επιχείρηση οφείλει να αποδείξει ότι είναι επιλέξιμη, ούτως ώστε ο σχετικός έλεγχος να είναι ευχερής για τις εθνικές διαχειριστικές αρχές.

65.

Συναφώς το λεττονικό δίκαιο προβλέπει ότι, καταρχήν, πρέπει να ελέγχεται η πιο πρόσφατη δημοσιευμένη οριστική ετήσια έκθεση (1), εφόσον δεν υποβάλλεται ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή (2). Εάν ο υποψήφιος παραπέμπει σε δημοσιευμένες (επαληθεύσιμες) πληροφορίες και επικαλείται αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου μεταγενέστερη της πιο πρόσφατης οριστικής ετήσιας έκθεσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες αυτές μαζί με ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή (3).

66.

Σε τελική ανάλυση, με το συναφές ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον τα εν λόγω έγγραφα είναι κρίσιμης σημασίας και μπορούν να ζητούνται από τις εθνικές διαχειριστικές αρχές, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως δεν υφίστατο ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση. Η έκθεση προσκομίστηκε εκ των υστέρων, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

67.

Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία και όπως ορθά εκθέτει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, η διαπίστωση της επιλεξιμότητας στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού πρέπει να είναι ευχερής. Συναφώς, στην ως άνω αιτιολογική σκέψη αναφέρονται τα εξής: «Για λόγους ασφάλειας δικαίου, κρίνεται σκόπιμο να θεσπιστούν σαφή κριτήρια που δεν απαιτούν αξιολόγηση του συνόλου των ιδιαιτεροτήτων της κατάστασης μιας επιχείρησης προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον μια επιχείρηση θεωρείται προβληματική για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού».

68.

Ο ίδιος σκοπός πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και κατά την εφαρμογή του άρθρου 125 του κανονισμού 1303/2013. Κατά την εν λόγω διάταξη, οι εθνικές διαχειριστικές αρχές είναι υπεύθυνες για τη διαχείριση του επιχειρησιακού προγράμματος ενίσχυσης σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Άρρηκτα συνδεδεμένος με αυτή την ευθύνη είναι ο έλεγχος των προϋποθέσεων που θέτει ο κανονισμός περί απαλλαγής ανά κατηγορία ( 14 ). Για τον σκοπό αυτόν, η διαχειριστική αρχή μπορεί να ζητήσει αποδείξεις βάσει των οποίων θα καταστεί δυνατόν να διαπιστωθεί, ακόμα και χωρίς τη διενέργεια σε βάθος ελέγχου της ειδικής κατάστασης της επιχείρησης, κατά πόσον έχει απολεσθεί πάνω από το ήμισυ του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου λόγω συσσωρευμένων ζημιών.

69.

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, άκρως βοηθητικές για τον σκοπό αυτόν είναι οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ισολογισμών της επιχείρησης. Επομένως, το πρώτο κριτήριο που θέτει το λεττονικό δίκαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένο.

70.

Δεδομένου ότι τα εν λόγω έγγραφα καταρτίζονται πάντοτε κατά τη λήξη του έτους, η οικονομική κατάσταση όμως είναι πιθανό να βελτιωθεί κατά τη διάρκεια αυτού, χρήσιμες είναι επίσης οι ενδιάμεσες επιχειρησιακές εκθέσεις που συντάσσονται από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Κατά συνέπεια, ούτε το δεύτερο κριτήριο που θέτει το λεττονικό δίκαιο είναι εσφαλμένο.

71.

Δεν επιδέχεται επίσης αμφισβήτηση το τρίτο κριτήριο, το οποίο αναφέρεται στην ευχερή εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης. Αν προς απόδειξη της εντός του έτους πραγματοποιηθείσας αυξήσεως κεφαλαίου ο υποψήφιος επικαλείται δημοσιευμένες πληροφορίες, αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όπως άλλωστε και η οικεία ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση.

72.

Όλα τα προαναφερθέντα κριτήρια οδηγούν στην επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με τον κανονισμό περί απαλλαγής ανά κατηγορία (τον αποκλεισμό μη επιλέξιμων προβληματικών επιχειρήσεων) στο πλαίσιο της ευθύνης των εθνικών διαχειριστικών αρχών που επιβάλλει το άρθρο 125 του κανονισμού 1303/2013. Αυτό είναι συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης.

Δ.   Αποκλεισμός προσκομίσεως εγγράφων μετά τη λήξη της προθεσμίας

73.

Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, κατά πόσον ο αποκλεισμός εγγράφων και πληροφοριών που προσκομίζονται μετά την υποβολή της αιτήσεως για χορήγηση ενίσχυσης είναι συμβατός με το άρθρο 125, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1303/2013. Η διάταξη επιβάλλει στις διαχειριστικές αρχές να συντάσσουν και, μετά την έγκρισή τους, να εφαρμόζουν κατάλληλες διαδικασίες και κριτήρια επιλογής που διασφαλίζουν τη συμβολή των πράξεων στην επίτευξη των ειδικών σκοπών και των αποτελεσμάτων της σχετικής προτεραιότητας, δεν συνιστούν δυσμενή διάκριση και είναι διαφανή.

74.

Όπως εύστοχα επισημαίνει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, το εθνικό δίκαιο δεν φαίνεται πάντως να αποκλείει την εκ των υστέρων προσκόμιση εγγράφων. Αφενός, το άρθρο 25 του νόμου περί διαχειρίσεως των διαρθρωτικών ταμείων επιτρέπει την υπό όρους έγκριση του σχεδίου έργου. Αφετέρου, κατά τη συγγραφή υποχρεώσεων που καταρτίζεται από την Υπηρεσία θεωρείται δεδομένο ότι η κρίση σχετικά με το αν αιτούσα είναι προβληματική επιχείρηση διαμορφώνεται την ημερομηνία της αποφάσεως που χορηγεί την ενίσχυση. Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει κατά πόσον το άρθρο 30 του νόμου περί διαχειρίσεως των διαρθρωτικών ταμείων, κατά το οποίο δεν επιτρέπεται η παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τα σχέδια έργων μετά την υποβολή της αιτήσεως και έως τη λήψη της αποφάσεως, εφαρμόζεται και για την εκτίμηση της οικονομικής καταστάσεως της αιτούσας.

75.

Αν γίνει δεκτό ότι το άρθρο 30 του νόμου περί διαχειρίσεως των διαρθρωτικών ταμείων αποκλείει την εκ των υστέρων προσκόμιση εγγράφων, τίθεται το ζήτημα κατά πόσον αυτό αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης. Και τούτο διότι, στην υπό κρίση υπόθεση, το γεγονός ότι δεν λήφθηκε υπόψη η εκ των υστέρων υποβληθείσα ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της προσφεύγουσας από τον κύκλο των δικαιούχων της ενίσχυσης, δεδομένου ότι, έως την πραγματοποίηση της αυξήσεως κεφαλαίου, η ίδια θεωρείτο ως προβληματική επιχείρηση και, ως εκ τούτου, δεν ήταν επιλέξιμη υπό το πρίσμα του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία.

76.

Εντούτοις, το γεγονός ότι, βάσει του κανονισμού περί απαλλαγής ανά κατηγορία, ορισμένες ενισχύσεις είναι κατά κανόνα αποδεκτές από πλευράς δικαίου της Ένωσης, δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται και να τις χορηγούν ( 15 ). Το ίδιο ισχύει και για ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο του ΕΤΠΑ. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4, ορισμένες πράξεις μπορούν να λάβουν στήριξη, πλην όμως δεν πρέπει υποχρεωτικά να τη λαμβάνουν. Ως εκ τούτου, όπως ορθά υποστηρίζει η Επιτροπή, τα κράτη μέλη μπορούν να συνδέουν την καταβολή της ενίσχυσης με ορισμένες περαιτέρω προϋποθέσεις, όπως είναι η τήρηση συγκεκριμένης προθεσμίας και τύπου. Η λύση αυτή συμπεριλαμβάνει και την ευχέρεια να μην λαμβάνονται υπόψη έγγραφα που προσκομίζονται εκ των υστέρων.

77.

Δεδομένου ότι η χρηματοδότηση από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι ανεξάντλητη, οι διαχειριστικές αρχές οφείλουν, σε τελική ανάλυση, να επιλέγουν μεταξύ περισσότερων υποψηφίων για τους ίδιους πόρους. Όπως ορθά παρατηρεί η Λεττονία, στο πλαίσιο λήψεως της αποφάσεως επιλογής η αρχή της ίσης μεταχείρισης είναι καθοριστικής σημασίας. Για τον λόγο αυτόν, το άρθρο 125, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1303/2013 προβλέπει ότι η διαχειριστική αρχή εφαρμόζει τις κατάλληλες διαδικασίες και κριτήρια επιλογής που δεν συνιστούν δυσμενή διάκριση και είναι διαφανή.

78.

Δεδομένου ότι, για την εξασφάλιση ενίσχυσης που χορηγείται στο πλαίσιο των ταμείων της Ένωσης, η σχέση μεταξύ των υποψηφίων χαρακτηρίζεται από ανταγωνισμό, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, πρόκειται για κατάσταση καθ’ όλα συγκρίσιμη με την αντίστοιχη που επικρατεί στο δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων. Και σε αυτόν τον τομέα, η διαχειριστική αρχή πρέπει να προβαίνει σε επιλογή και, αν είναι απαραίτητο, να αποκλείει μέρος των υποψηφίων. Ενδεχομένως, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο ανταγωνισμός να είναι ισχυρότερος και να απαιτεί αυστηρά ισότιμη μεταχείριση κατά τη διαδικασία. Αυτό, όμως, δεν μεταβάλλει το ότι το κράτος κατανέμει περιορισμένους πόρους (σε σχέση με σύμβαση ή/και χρηματοδότηση) σε λίγους μόνο υποψηφίους, αποκλείοντας τους υπόλοιπους. Συνεπώς, και στην περίπτωση αυτή πρέπει η διαδικασία επιλογής να διεξάγεται με διαφανή και «αναλογικό» (μη εισάγοντα διακρίσεις) τρόπο, όπως προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 ( 16 ).

79.

Η αρχή της δήλης ημέρας, κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη μόνο αιτήσεις στις οποίες έχουν υποβληθεί πριν από συγκεκριμένη ημερομηνία που ισχύει για όλους είναι, όπως ορθά επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, διαφανής και δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις. Το ίδιο ισχύει για τον διαδικαστικό κανόνα που, μετά την παρέλευση της οικείας προθεσμίας, απαγορεύει την εκ των υστέρων συμπλήρωση αιτήσεων που έχουν ήδη υποβληθεί. Και τούτο διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται μόνο η αρχή της δήλης ημέρας και διευκολύνεται η διοίκηση στη λήψη της αποφάσεως επιλογής που καλείται να λάβει. Έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη μόνο πληροφορίες που έχουν υποβληθεί έως τη λήξη της προθεσμίας και να μην προβαίνει σε συμπληρωματικές, εκ των υστέρων εκτιμήσεις.

80.

Τούτο συνάδει με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η αρχή αυτή εμποδίζει την –καταρχάς– εμπρόθεσμη κατάθεση ανακριβών ή ελλιπών αιτήσεων οι οποίες συμπληρώνονται και διορθώνονται εκ των υστέρων, παρατείνοντας με τον τρόπο αυτό, de facto, την προθεσμία υποβολής. Αν αυτό γινόταν δεκτό, θα έθετε σε μειονεκτική θέση τους υποψηφίους που εξαρχής έχουν υποβάλει ακριβείς και πλήρεις αιτήσεις. Εφόσον οι εκάστοτε αιτούντες είχαν σαφή εικόνα των εγγράφων που όφειλαν να υποβάλουν έως τη λήξη της προθεσμίας και, κατά κανόνα, είχαν τη δυνατότητα να προσκομίσουν τα έγγραφα αυτά έως την εν λόγω δήλη ημέρα, δεν καταλείπονται αμφιβολίες ως προς τη μη συνεκτίμηση εγγράφων που υποβάλλονται εκ των υστέρων, ούτε υπό το πρίσμα της υποχρέωσης περί διαφάνειας ούτε υπό το πρίσμα της υποχρέωσης περί ίσης μεταχείρισης.

81.

Αναφορικά με τον αποκλεισμό υποψηφίων στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεων, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο αποκλεισμός αυτός δεν αντιβαίνει στην οδηγία 2004/18 αν ο προσφέρων αποκλείεται επειδή παρέλειψε να επισυνάψει ορισμένα στοιχεία στην προσφορά του. Ειδικότερα, όταν η αναθέτουσα αρχή εκτιμά ότι η παράλειψη αυτή δεν συνιστά αμιγώς τυπική παρατυπία, δεν μπορεί να επιτρέψει στον εν λόγω προσφέροντα να συμπληρώσει εκ των υστέρων την παράλειψη αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προσφορών ( 17 ). Περαιτέρω, το άρθρο 51 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλεί τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώνουν ή να διευκρινίζουν τα πιστοποιητικά και τα έγγραφα που υπέβαλαν κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 45 έως 50 της ίδιας οδηγίας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να επιτρέπει στην ανωτέρω αρχή να δέχεται οιεσδήποτε διορθώσεις παραλείψεων οι οποίες, κατά τις ρητές διατάξεις των εγγράφων του διαγωνισμού, πρέπει να συνεπάγονται τον αποκλεισμό του προσφέροντος ( 18 ).

82.

Η συλλογιστική αυτή ισχύει, κατά την εκτίμησή μου κατά τι αμβλυμένη, και επί αποφάσεων επιλογής μεταξύ περισσότερων αιτήσεων για χορήγηση ενισχύσεων, εν πάση δε περιπτώσει οσάκις, όπως εν προκειμένω, προκηρύσσεται δημόσια πρόσκληση υποβολής σχεδίου έργου. Αν από τους διαδικαστικούς κανόνες, τους οποίους μπορούσε να γνωρίζει η προσφεύγουσα, προέκυπτε ότι για αιτούσα που, βάσει των παλαιότερων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, θεωρήθηκε ως προβληματική επιχείρηση, είναι υποχρεωτική η υποβολή ενδιάμεσης επιχειρησιακής εκθέσεως, εγκριθείσας από ορκωτό ελεγκτή ( 19 ), η υποβολή της εκθέσεως μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της αιτήσεως μπορεί να θεωρηθεί ήσσονος σημασίας και η αίτηση να απορριφθεί. Το αν μάλιστα επιβάλλεται να απορριφθεί, όπως προβλέπεται υπό ορισμένες περιστάσεις στο δίκαιο περί αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων ( 20 ), δεν αποτελεί στοιχείο που να απαιτεί κρίση του Δικαστηρίου. ( 21 )

83.

Σε τελική ανάλυση, πάντως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει κατά πόσον η εν λόγω προϋπόθεση ήταν επαρκώς διαφανής για την προσφεύγουσα. Υπό αυτή την έννοια, η διατύπωση του παραρτήματος 5 των όρων χορηγήσεως της ενίσχυσης δείχνει ότι, λόγω της καταστάσεως της προσφεύγουσας, η ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση ήταν αναγκαία. Δεδομένου όμως ότι στο ίδιο κανονιστικό πλαίσιο προβλέπεται επίσης ότι η αξιολόγηση για τη λήψη αποφάσεως περί χορηγήσεως της ενίσχυσης γίνεται βάσει της εν λόγω εκθέσεως, η προϋπόθεση αυτή θα μπορούσε να έχει την έννοια ότι τα σχετικά έγγραφα πρέπει να έχουν υποβληθεί έως εκείνο το χρονικό σημείο.

VI. Πρόταση

84.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο, Λεττονία) ως εξής:

1)

Ο όρος «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» που περιέχεται στο άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014 πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης. Ο εν λόγω όρος διαλαμβάνει το καταβληθέν καλυφθέν κεφάλαιο κατά την έννοια του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας 2013/34. Τούτο δε ανεξαρτήτως του αν με βάση το εκάστοτε εθνικό δίκαιο έχει ήδη γίνει καταχώριση στο μητρώο και αν αυτή είναι αναγκαία για την ισχύ της αυξήσεως κεφαλαίου.

2)

Προς απόδειξη της εν λόγω προϋποθέσεως και για την εκτίμηση του αν υφίσταται προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014, το κράτος μέλος μπορεί να ζητεί να προσκομίζεται η πιο πρόσφατη δημοσιευμένη ετήσια έκθεση ή η ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή.

3)

Ο αποκλεισμός εγγράφων και πληροφοριών που κατατέθηκαν μετά την υποβολή της αιτήσεως για χορήγηση ενίσχυσης είναι συμβατός με το άρθρο 125, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1303/2013 εφόσον είναι σαφές για κάθε αιτούσα επιχείρηση ότι τα εν λόγω έγγραφα πρέπει να συνυποβάλλονται με την αίτηση και δεν μπορούν να προσκομιστούν εκ των υστέρων.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2014, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 187, σ. 1).

( 3 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων σχετικά με τον στόχο «Επενδύσεις στην ανάπτυξη και την απασχόληση» και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1080/2006 (ΕΕ 2013, L 347 σ. 289).

( 4 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 320).

( 5 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου (ΕΕ 2017, L 169, σ. 46).

( 6 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 182 σ. 19).

( 7 ) Όλοι οι λεττονικοί νόμοι, και δη τόσο τον ισχύον κείμενό τους όσο και τα προϊσχύοντα, διατίθενται στον ιστότοπο https://likumi.lv/.

( 8 ) Η συγγραφή υποχρεώσεων και τα παραρτήματά της διατίθενται στη διεύθυνση https://www.cfla.gov.lv/lv/es-fondi-2014-2020/izsludinatas-atlases/3-1-1-5-k-2 (επίσκεψη στις 9 Ιουλίου 2020).

( 9 ) Αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, NMI Technologietransfer (C‑516/19, EU:C:2020:754, σκέψη 44), της 5ης Φεβρουαρίου 2020, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Ναυτολόγηση των ναυτικών στον λιμένα του Ρότερνταμ) (C‑341/18, EU:C:2020:76, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 15ης Οκτωβρίου 2015, Axa Belgium (C‑494/14, EU:C:2015:692, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ομοίως και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Nerea (C‑245/16, EU:C:2017:271, σημεία 49 επ.) επί του επίμαχου εν προκειμένω όρου.

( 10 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Nerea (C‑245/16, EU:C:2017:271, σημείο 48).

( 11 ) Επ’ αυτού, αναλυτικότερα, βλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2017, Nerea (C‑245/16, EU:C:2017:521), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Nerea (C‑245/16, EU:C:2017:271).

( 12 ) Για τον λεγόμενο «χαρακτήρα κινήτρου», βλ., επίσης, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar (C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψεις 55 επ.).

( 13 ) Στο ίδιο πνεύμα, βλ. και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Nerea (C‑245/16, EU:C:2017:271, σημείο 67).

( 14 ) Βλ., επίσης, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar (C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 70).

( 15 ) Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαΐου 2020, Blumar κ.λπ. (C‑415/19 έως C‑417/19, EU:C:2020:360, σκέψη 23), και της 30ής Μαΐου 2018, Yanchev (C‑481/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:352, σκέψη 22), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona επί της υποθέσεως Nerea (C‑245/16, EU:C:2017:271, σημείο 74).

( 16 ) Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65).

( 17 ) Αποφάσεις της 2ας Ιουνίου 2016, Pizzo (C‑27/15, EU:C:2016:404, σκέψη 49), της 6ης Νοεμβρίου 2014, Cartiera dell’Adda και Cartiera di Cologno (C‑42/13, EU:C:2014:2345, σκέψη 45), και της 2ας Μαΐου 2019, Lavorgna (C‑309/18, EU:C:2019:350, σκέψη 28).

( 18 ) Απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, Cartiera dell’Adda και Cartiera di Cologno (C‑42/13, EU:C:2014:2345, σκέψη 46), και συναφής απόφαση της 2ας Ιουνίου 2016, Pizzo (C‑27/15, EU:C:2016:404, σκέψη 50).

( 19 ) Συναφής απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, INAIL (C‑608/19, EU:C:2020:865, σκέψη 46), σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιτρέπουν στις αιτούσες επιχειρήσεις να τροποποιούν την αίτησή τους για τη χορήγηση ενίσχυσης προκειμένου να μην υπερβούν το ανώτατο όριο.

( 20 ) Απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, Cartiera dell’Adda και Cartiera di Cologno (C‑42/13, EU:C:2014:2345, σκέψεις 45 και 46), και συναφής απόφαση της 2ας Ιουνίου 2016, Pizzo (C‑27/15, EU:C:2016:404, σκέψεις 49 και 50)· βλ., εντούτοις, και απόφαση της 2ας Μαΐου 2019, Lavorgna (C‑309/18, EU:C:2019:350, σκέψη 31).

( 21 ) Στην απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, INAIL (C‑608/19, EU:C:2020:865, σκέψη 42) αναφέρεται, εν πάση περιπτώσει, ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν την ευχέρεια να παρέχουν στις αιτούσες επιχειρήσεις το δικαίωμα να τροποποιούν την αίτησή τους για τη χορήγηση ενίσχυσης, μειώνοντας το ποσό της ζητηθείσας χρηματοδοτήσεως.

Επάνω