Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62017CJ0558

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 4ης Απριλίου 2019.
OZ κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) – Σεξουαλική παρενόχληση – Έρευνα στο πλαίσιο του προγράμματος “Dignity at work” – Απόρριψη καταγγελίας για παρενόχληση – Αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του προέδρου της ΕΤΕπ περί απορρίψεως της καταγγελίας – Αποκατάσταση της ζημίας.
Υπόθεση C-558/17 P.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2019:289

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 4ης Απριλίου 2019 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) – Σεξουαλική παρενόχληση – Έρευνα στο πλαίσιο του προγράμματος “Dignity at work” – Απόρριψη καταγγελίας για παρενόχληση – Αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του προέδρου της ΕΤΕπ περί απορρίψεως της καταγγελίας – Αποκατάσταση της ζημίας»

Στην υπόθεση C-558/17 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2017,

OZ, κάτοικος Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τον B. Maréchal, avocat,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), εκπροσωπούμενη από τις K. Carr και G. Faedo, επικουρούμενες από τον A. Dal Ferro, avvocato,

καθής και εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή), L. Bay Larsen, M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2018,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 21ης Νοεμβρίου 2018,

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η OZ ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Ιουλίου 2017, OZ κατά ΕΤΕπ (T‑607/16, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2017:495), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή‑αγωγή της με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της εκθέσεως της επιτροπής έρευνας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) της 14ης Σεπτεμβρίου 2015 και της αποφάσεως του προέδρου της ΕΤΕπ, της 16ης Οκτωβρίου 2015, να θέσει στο αρχείο την καταγγελία της για σεξουαλική παρενόχληση (στο εξής: επίδικη απόφαση) και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη κατόπιν της εκθέσεως αυτής και κατόπιν της αποφάσεως αυτής.

Το νομικό πλαίσιο

O Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2

Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει θεσπιστεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108, στο εξής: ΚΥΚ).

3

Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15) (στο εξής: ΚΥΚ), προβλέπει τα εξής:

«Η Ένωση παρέχει βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.»

Ο κανονισμός του προσωπικού της ΕΤΕπ

4

Ο κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ο οποίος εγκρίθηκε στις 20 Απριλίου 1960 από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΤΕπ, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΤΕπ της 4ης Ιουνίου 2013, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2013, προβλέπει, στο άρθρο 41, τα εξής:

«Οι πάσης φύσεως ατομικές διαφορές μεταξύ της Τράπεζας και των μελών του προσωπικού της άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάθε προσφυγή μέλους του προσωπικού κατά μέτρου της Τράπεζας το οποίο μπορεί να το θίγει ασκείται εντός προθεσμίας τριών μηνών.

Πέραν της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου […] και προ της καταθέσεως αυτής, οι διαφορές, πλην εκείνων που απορρέουν από την εφαρμογή προβλεπόμενων στο άρθρο 38 μέτρων, αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας φιλικού διακανονισμού ενώπιον της επιτροπής συμβιβασμού της Τράπεζας.

Το αίτημα συμβιβασμού πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη συντέλεση των πραγματικών περιστατικών ή την κοινοποίηση των μέτρων που αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς. […]»

Η πολιτική της ΕΤΕπ στο πεδίο του σεβασμού της αξιοπρέπειας του προσώπου στον χώρο εργασίας

5

Οι εσωτερικοί κανόνες της ΕΤΕπ σχετικά με την πολιτική στο πεδίο του σεβασμού της αξιοπρέπειας του προσώπου στον χώρο εργασίας (στο εξής: πολιτική αξιοπρέπειας στον χώρο εργασίας), οι οποίοι εκδόθηκαν από την ΕΤΕπ στις 18 Νοεμβρίου 2003, προβλέπουν τα εξής:

«Διαδικασία έρευνας

[…]

Η διαδικασία έρευνας περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

[…]

συγκροτείται επιτροπή έρευνας αποτελούμενη από τρία ανεξάρτητα πρόσωπα […],

η επιτροπή έρευνας διεξάγει ορισμένο αριθμό ακροάσεων, προκειμένου να ακροασθεί χωριστά τους δύο μετέχοντες και τους ενδεχόμενους μάρτυρές τους, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στο οποίο επιθυμεί να θέσει ερωτήσεις,

αμφότεροι οι μετέχοντες έχουν δικαίωμα να τύχουν ακροάσεως από την επιτροπή έρευνας,

αμφότεροι οι μετέχοντες έχουν δικαίωμα να εκπροσωπούνται ή να συνοδεύονται,

οι ακροάσεις και οι διασκέψεις της επιτροπής έρευνας καταλήγουν σε σύσταση υποβαλλόμενη στον πρόεδρο,

ο πρόεδρος αποφασίζει για τα μέτρα που θα ληφθούν.

Καθήκοντα και σύνθεση της επιτροπής έρευνας

Η αποστολή της επιτροπής είναι να αποτελέσει ένα όργανο που εγγυάται τη διεξαγωγή αντικειμενικής και ανεξάρτητης έρευνας σχετικής με ορισμένο ή ορισμένα περιστατικά και καταλήγουσας σε σύσταση προς τον πρόεδρο ο οποίος αποφασίζει για τα μέτρα που θα ληφθούν.

[…]

Η διαδικασία

[…]

2. Ο διευθυντής της διευθύνσεως προσωπικού, σε συμφωνία με τους εκπροσώπους του προσωπικού, προτείνει στον πρόεδρο τη σύνθεση της επιτροπής και ορίζει ημερομηνία για την έναρξη της έρευνας το αργότερα τριάντα ημέρες από την παραλαβή της καταγγελίας.

3. Ο διευθυντής της διευθύνσεως προσωπικού βεβαιώνει παραχρήμα τη λήψη του σημειώματος του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, επιβεβαιώνοντας [κατ’ αυτόν τον τρόπο] την κίνηση διαδικασίας έρευνας […].

4. Άμα τη παραλαβή του υπομνήματος του καταγγέλλοντος, ο διευθυντής της διευθύνσεως προσωπικού:

[…]

δ)

επισημαίνει ότι η έρευνα θα αρχίσει εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίσημης υποβολής της καταγγελίας ενώπιον του διευθυντή της διευθύνσεως προσωπικού και ότι αμφότεροι οι μετέχοντες στη διαδικασία θα ενημερωθούν για την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο της ατομικής ακροάσεώς τους, για το δικαίωμα τους να εκπροσωπηθούν ή να συνοδεύονται καθώς και για τη σύνθεση της επιτροπής.

[…]

Η ακρόαση

Σκοπός της διαδικασίας ακροάσεως είναι η εξακρίβωση των γεγονότων και η συλλογή των στοιχείων βάσει των οποίων θα καταστεί εφικτή η σύνταξη αιτιολογημένης συστάσεως. Οι μετέχοντες δεν έχουν δικαίωμα κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεως, καθόσον η ακρόασή τους πραγματοποιείται χωριστά. Δεν έχουν υποχρέωση να επαναλάβουν δυσάρεστες ή ενοχλητικές για τους ίδιους λεπτομέρειες στο μέτρο που αυτό δεν είναι απολύτως αναγκαίο. Υπενθυμίζεται σε όλους όσοι εμπλέκονται στη διαδικασία έρευνας και στις ακροάσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που επικουρούν τους μετέχοντες και των μαρτύρων, ότι έχουν καθήκον εμπιστευτικότητας.

[…] Η επιτροπή έχει την ευχέρεια να ενεργήσει κατά τον τρόπο που κρίνει κατάλληλο. Κατά κανόνα, η διαδικασία ακροάσεως διεξάγεται υπό τη μορφή διαδοχικών κατ’ ιδίαν συναντήσεων, οι οποίες πραγματοποιούνται κατά την ακόλουθη σειρά:

καταρχάς, ακρόαση του καταγγέλλοντος·

ακρόαση των μαρτύρων που έχουν ενδεχομένως προταθεί από τον καταγγέλλοντα·

ακρόαση του φερόμενου ως παρενοχλούντος·

ακρόαση των μαρτύρων που έχουν ενδεχομένως προταθεί από τον φερόμενο ως παρενοχλούντα·

αν κριθεί αναγκαίο από την επιτροπή, οι δύο μετέχοντες είναι δυνατόν να κληθούν για νέες χωριστές ακροάσεις.

Εφόσον απαιτείται, η επιτροπή δύναται επίσης να θέσει εκ νέου ερωτήσεις στα εμπλεκόμενα πρόσωπα και ενδεχομένως να καλέσει άλλα μέλη του προσωπικού ή να ζητήσει πληροφορίες ή αντίγραφα εγγράφων αν, ως σώμα, το κρίνει δικαιολογημένο και σκόπιμο. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο πρόεδρος αποφασίζει οριστικά επί των ζητημάτων που αφορούν την πρόσβαση σε φακέλους και σε δεδομένα ή τη χρήση άλλων μεθόδων έρευνας, μετά από διαβούλευση, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με τον υπεύθυνο προστασίας προσωπικών δεδομένων. Η επιτροπή ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για τυχόν συμπληρωματικές έρευνες.

Το πόρισμα της έρευνας

Μετά την ακρόαση όλων των μετεχόντων στη διαδικασία και την ολοκλήρωση των λοιπών ενδεχόμενων ερευνών, η επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να διασκεφθεί και να εισηγηθεί αιτιολογημένη σύσταση. Η επιτροπή δεν έχει εξουσία λήψεως αποφάσεων.

Η επιτροπή δύναται να διατυπώσει διαφορές συστάσεις, με αντικείμενο:

τη μη συνέχιση της εξετάσεως της υποθέσεως, όταν οι δύο μετέχοντες στη διαδικασία μπόρεσαν να αποσαφηνίσουν την κατάσταση και εξευρέθηκε λύση για το μέλλον, αποδεκτή από αμφότερους τους μετέχοντες στη διαδικασία·

τη διαπίστωση ότι η υπόθεση δεν συνιστά εκφοβισμό ή παρενόχληση, αλλά σύγκρουση στον χώρο εργασίας, η οποία πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διεξοδικότερου ελέγχου ή παρακολουθήσεως·

την απόρριψη της καταγγελίας·

τη λήψη των απαραίτητων μέτρων, εάν η επιτροπή αποδείξει ότι η καταγγελία είναι αβάσιμη και κακόβουλη·

την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας.

Η γραπτή σύσταση της επιτροπής διατυπώνεται εντός πέντε ημερών από το πέρας της έρευνας και υποβάλλεται στον πρόεδρο προς λήψη αποφάσεως.

Η απόφαση του προέδρου […]

Το αργότερο εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την αποστολή της συστάσεως της επιτροπής προς τον πρόεδρο, αμφότεροι οι μετέχοντες λαμβάνουν γραπτώς γνώση της αιτιολογημένης αποφάσεως του προέδρου, στην οποία επισυνάπτεται η σύσταση της επιτροπής.»

Το ιστορικό της διαφοράς

6

Την 1η Δεκεμβρίου 2008 η OZ προσελήφθη από την ΕΤΕπ.

7

Στα τέλη του έτους 2009 ο F. εντάχθηκε ως συντονιστής προσωπικού σε μία από τις διευθύνσεις της ΕΤΕπ, στην οποία υπηρετούσε η OZ.

8

Στις 16 Σεπτεμβρίου 2012 η OZ άλλαξε καθήκοντα.

9

Τον Ιανουάριο του 2014 η OZ ανέφερε στον προϊστάμενο της μονάδας της ότι η ως άνω αλλαγή καθηκόντων οφειλόταν σε σεξουαλική παρενόχληση την οποία εκτιμούσε ότι υφίστατο από το 2011 εκ μέρους του F.

10

Στις 20 Μαΐου 2015 η OZ υπέβαλε καταγγελία στον γενικό διευθυντή της διευθύνσεως προσωπικού της ΕΤΕπ, με την οποία υποστήριζε ότι υπήρξε θύμα σεξουαλικής παρενοχλήσεως εκ μέρους του F.

11

Στις 18 Ιουνίου 2015 ο γενικός διευθυντής ενημέρωσε την OZ ότι, κατόπιν της καταγγελίας της, είχε κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας (στο εξής: διαδικασία έρευνας) δυνάμει της πολιτικής αξιοπρέπειας στον χώρο εργασίας.

12

Στις 19 Ιουνίου 2015 ο πρόεδρος της ΕΤΕπ ενέκρινε την προτεινόμενη σύνθεση της επιτροπής που θα επιφορτιζόταν με τη διεξαγωγή της διαδικασίας έρευνας (στο εξής: επιτροπή έρευνας).

13

Στις 26 Ιουνίου 2015 ορίστηκε επισήμως η επιτροπή έρευνας και η OZ ενημερώθηκε ότι οι ακροάσεις θα διεξάγονταν στις 20 Ιουλίου 2015.

14

Στις 17 Σεπτεμβρίου 2015 η επιτροπή έρευνας παρέδωσε στον πρόεδρο της ΕΤΕπ έκθεση με τις αιτιολογημένες συστάσεις της (στο εξής: έκθεση της επιτροπής έρευνας).

15

Στην έκθεσή της, η επιτροπή έρευνας σημείωσε ότι οι αιτιάσεις της OZ δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιωθούν, ελλείψει μαρτύρων παρόντων κατά την τέλεση των καταγγελλόμενων πράξεων. Αντιθέτως, όλοι οι μάρτυρες είχαν την κοινή άποψη ότι συνέτρεχε λόγος ανησυχίας για την υγεία της OZ. Η τελευταία είχε βιώσει μια τραυματική ρήξη με τον πρώην σύντροφό της και, στη συνέχεια, είχε παρουσιάσει σημαντική απώλεια βάρους. Επιπλέον, η OZ αδημονούσε για την υπηρεσιακή της εξέλιξη και κατέφευγε σε διάφορες μεθοδεύσεις ικανές να βλάψουν άλλα πρόσωπα. Είχε επίσης δυσκολία να αποδεχθεί οποιασδήποτε μορφής κριτική. Τέλος, η επιτροπή έρευνας συνέστησε στην OZ να επιδείξει καλύτερο ομαδικό πνεύμα και να υιοθετήσει θετική στάση.

16

Στις 16 Οκτωβρίου 2015 ο πρόεδρος της ΕΤΕπ έλαβε την επίδικη απόφαση στηριζόμενος στις συστάσεις της επιτροπής έρευνας, της οποίας η έκθεση επισυνάφθηκε στην εν λόγω απόφαση.

17

Μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, ο πρόεδρος της ΕΤΕπ ζήτησε περαιτέρω διευκρινίσεις από την επιτροπή έρευνας, με σκοπό την ενδεχόμενη κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας. Η επιτροπή αυτή υπέβαλε τις τελικές παρατηρήσεις της στις 12 Ιανουαρίου 2016. Στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα υπέβαλε αίτημα συμβιβασμού, δυνάμει του άρθρου 41 του αναθεωρημένου κανονισμού του προσωπικού της ΕΤΕπ.

18

Στις 29 Ιουνίου 2016, συμφώνως προς τα από 22 Απριλίου 2016 συμπεράσματα της επιτροπής συμβιβασμού, ο πρόεδρος της ΕΤΕπ διαπίστωσε ότι η διαδικασία συμβιβασμού απέβη άκαρπη.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

19

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 22 Ιουλίου 2016, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή], η οποία πρωτοκολλήθηκε αρχικώς με αριθμό F-37/16.

20

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ, Eυρατόμ) 2016/1192 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας εκδικάσεως σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της (ΕΕ 2016, L 200, σ. 137), η υπό κρίση υπόθεση μεταβιβάστηκε στο Γενικό Δικαστήριο στο στάδιο στο οποίο βρισκόταν κατά την 31η Αυγούστου 2016. Η υπόθεση αυτή πρωτοκολλήθηκε με αριθμό T-607/16.

21

Η OZ ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, καθώς και την έκθεση της επιτροπής έρευνας (συμπεριλαμβανομένης της απαλείψεως ορισμένων στοιχείων από την έκθεση αυτή)·

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να της καταβάλει το ποσό των 20000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί·

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να της καταβάλει το ποσό των 977 ευρώ [συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ)] καθώς και ποσό έναντι αποζημιώσεως ύψους 5850 ευρώ για τα ιατρικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε κατόπιν της προαναφερθείσας βλάβης·

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να της καταβάλει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ύψους 35100 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ), και

να αναπέμψει την παρούσα υπόθεση ενώπιον της ΕΤΕπ προς επανάληψη της διαδικασίας που αφορά τον σεβασμό της αξιοπρέπειας στον χώρο εργασίας και προς έκδοση νέας αποφάσεως από τον πρόεδρό της με περιεχόμενο το οποίο θα καθορίσει η αναιρεσείουσα.

22

Προς στήριξη της προσφυγής της, η OZ προέβαλε, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως.

23

Ο πρώτος λόγος αφορούσε παράβαση των κανόνων σχετικά με τη διαδικασία έρευνας, καθώς και προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων που αντλούνται από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) και από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), λόγω παράλειψης διαφόρων σταδίων της διαδικασίας έρευνας.

24

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορούσε παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ καθώς και του άρθρου 7 του Χάρτη, λόγω του ότι, κατά την άποψη της OZ, η έκθεση της επιτροπής έρευνας καθώς και η επίδικη απόφαση περιείχαν στην αιτιολογία τους στοιχεία απτόμενα της ιδιωτικής ζωής της, ιδίως σχετικά με την ψυχολογική υγεία της, τα οποία στερούνταν σημασίας σε σχέση με το αντικείμενο της έρευνας.

25

Στις 13 Ιουλίου 2017 το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την οποία απέρριψε την προσφυγή της OZ και την καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

26

Στην ως άνω απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό τους τα αιτήματα αποζημιώσεως της αναιρεσείουσας, εκτιμώντας ότι ουδεμία από τις αιτιάσεις που αυτή είχε προβάλει συνιστούσε παρανομία δυνάμενη να προσαφθεί στην ΕΤΕπ. Στη συνέχεια, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα υποστήριζε ότι οι παρανομίες που είχε προβάλει προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός της αντιστοιχούσαν προς τη συμπεριφορά την οποία είχε προσάψει στην ΕΤΕπ στο πλαίσιο των αιτημάτων αποζημιώσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε επίσης να απορρίψει το εν λόγω ακυρωτικό αίτημα και, κατά συνέπεια, την προσφυγή στο σύνολό της.

Τα αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική διαδικασία

27

Με την αίτηση αναιρέσεως, η OZ ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της·

να ακυρώσει την επίδικη απόφαση και την έκθεση της επιτροπής έρευνας της ΕΤΕπ·

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να της καταβάλει το ποσό των 977 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ) για τα ιατρικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε μέχρι σήμερα λόγω της βλάβης που υπέστη και το ποσό των 5850 ευρώ για μελλοντικά ιατρικά έξοδα·

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να της καταβάλει το ποσό των 20000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη·

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να της καταβάλει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ύψους 35100 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ)·

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να της καταβάλει τα έξοδα που συνδέονται με την παρούσα αναιρετική διαδικασία και με τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

να διατάξει την αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον της ΕΤΕπ προς επανάληψη της διαδικασίας δυνάμει της πολιτικής αξιοπρέπειας στον χώρο εργασίας και/ή προς έκδοση νέας αποφάσεως από τον πρόεδρο της ΕΤΕπ με περιεχόμενο που θα καθορίσει η αναιρεσείουσα.

28

Η ΕΤΕπ ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί του παραδεκτού

29

Επισημαίνεται ότι η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να αναπέμψει την παρούσα υπόθεση ενώπιον της ΕΤΕπ προς επανάληψη της διαδικασίας έρευνας και προς έκδοση νέας αποφάσεως από τον πρόεδρο της ΕΤΕπ με περιεχόμενο που θα καθορίσει η αναιρεσείουσα.

30

Διαπιστώνεται, όμως, ότι η αναιρεσείουσα δεν προβάλλει κανένα λόγο προς στήριξη του αιτήματος αυτού. Ούτε είναι δυνατόν η αίτηση αναιρέσεως να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η συλλογιστική την οποία περιλαμβάνει θα μπορούσε να εκληφθεί ως λόγος ή ως επιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

31

Ως εκ τούτου, το ως άνω αίτημα είναι απαράδεκτο.

32

Επιπλέον, η ΕΤΕπ φρονεί ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη στο σύνολό της, στο μέτρο κατά το οποίο, αφενός, δεν κάνει μνεία καμίας συγκεκριμένης σκέψεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, η αναιρεσείουσα περιορίζεται στην επανάληψη των επιχειρημάτων που είχε προβάλει πρωτοδίκως με το δικόγραφο της προσφυγής της.

33

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, από τις διατάξεις, μεταξύ άλλων, του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν συγκεκριμένα το αναιρετικό αίτημα. Δεν πληροί τις επιταγές που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-338/16 P, EU:C:2017:382, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comunidad Autónoma de Galicia και Retegal κατά Επιτροπής, C-70/16 P, EU:C:2017:1002, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως στο στάδιο της αναιρετικής δίκης. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτόν, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που είχε ήδη προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα καθίστατο εν μέρει άνευ αντικειμένου (απόφαση της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-338/16 P, EU:C:2017:382, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35

Εν προκειμένω, σε αντίθεση με όσα υποστήριξε η ΕΤΕπ, η αίτηση αναιρέσεως δεν συνίσταται απλώς σε επανάληψη των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν πρωτοδίκως. Τα προβαλλόμενα επιχειρήματα βάλλουν στην πραγματικότητα κατά της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή προσβάλλεται ως μη συνάδουσα με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα, και, επομένως, παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του. Εξάλλου, σε αντίθεση με όσα διατείνεται η ΕΤΕπ, η αίτηση αναιρέσεως προσδιορίζει πράγματι τις σκέψεις εκείνες της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων βάλλει.

36

Ως εκ τούτου, με την εξαίρεση του αιτήματος που μνημονεύεται στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

37

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη καθώς και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 7 του Χάρτη καθώς και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, και ο τρίτος αρνησιδικία.

38

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καθ’ όσο χρόνο η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στην ΕΣΔΑ, δεν μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη της με βάση τη σύμβαση αυτή. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, η έννοια και η εμβέλεια των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδουν τα αντίστοιχα άρθρα της ΕΣΔΑ.

39

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να εξεταστούν αποκλειστικώς υπό το πρίσμα των διατάξεων του Χάρτη.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη

Επιχειρήματα των διαδίκων

40

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος διαιρείται σε τέσσερα σκέλη, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, καθόρισε κατά τρόπο εσφαλμένο το εύρος των διαδικαστικών δικαιωμάτων που αυτή διέθετε, δεύτερον, δεν επέβαλε καμία συνέπεια για τη μη τήρηση των προθεσμιών που διέπουν τη διαδικασία έρευνας, τρίτον, εκτίμησε κατά τρόπο εσφαλμένο τη νομότυπη σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής και, τέταρτον, απέρριψε τα επιχειρήματά της περί μη εμπιστευτικής μεταχειρίσεως της καταγγελίας της.

41

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά εσφαλμένο καθορισμό του εύρους των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 52 έως 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν έλαβε υπόψη τον γενικό κανόνα του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, ιδίως δε τις αρχές της εκατέρωθεν ακροάσεως και της ισότητας των όπλων, διότι έκρινε ότι δεν συνιστούσε παράνομη ενέργεια η άρνηση της επιτροπής έρευνας να της επιτρέψει να λάβει γνώση των δηλώσεων του προσώπου που κατηγορήθηκε ως δράστης της παρενοχλήσεως και των διαφόρων μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, καθώς και να τοποθετηθεί επί των δηλώσεων αυτών, οι οποίες αποτέλεσαν έρεισμα για την έκδοση της αποφάσεως περί απορρίψεως της καταγγελίας της, μολονότι οι δηλώσεις της αναιρεσείουσας γνωστοποιήθηκαν, σε συνοπτική μορφή, στο πρόσωπο που κατηγορήθηκε ως δράστης της παρενοχλήσεως προκειμένου να μπορέσει να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

42

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι η επιτροπή έρευνας ουδόλως υποχρεούνταν να κλητεύσει όλους τους μάρτυρες των οποίων η εξέταση είχε ζητηθεί στο πλαίσιο της έρευνας.

43

Τρίτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας νόμιμη την επιλογή της επιτροπής έρευνας να μη λάβει υπόψη τις ιατρικές γνωματεύσεις τις οποίες είχε προσκομίσει η αναιρεσείουσα.

44

Η ΕΤΕπ αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων, υποστηρίζοντας κατ’ ουσίαν ότι, καταρχάς, η αρχή της ισότητας των όπλων τυγχάνει εφαρμογής μόνον όταν οι μετέχοντες εμπλέκονται σε ένδικες διαδικασίες. Η διαδικασία, όμως, την οποία προβλέπει η πολιτική αξιοπρέπειας στον χώρο εργασίας συνιστά διοικητική διαδικασία. Κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι το καθεστώς του καταγγέλλοντος και το καθεστώς του προσώπου που κατηγορείται για παρενόχληση δεν είναι συγκρίσιμα και ότι, κατά συνέπεια, τα αντίστοιχα διαδικαστικά δικαιώματά τους είναι διαφορετικά.

45

Η ΕΤΕπ υποστηρίζει στη συνέχεια ότι, δεδομένου ότι η διαδικασία που διεξάγεται ενώπιον της επιτροπής έρευνας δεν είναι ένδικη, καμία διάταξη δεν επιβάλλει στην επιτροπή αυτή να κλητεύσει συγκεκριμένους μάρτυρες ή να ενημερώσει τον μετέχοντα στη διαδικασία ότι οι μάρτυρες των οποίων ζήτησε την εξέταση δεν είναι διαθέσιμοι.

46

Τέλος, όσον αφορά τις ιατρικές γνωματεύσεις που είχε προσκομίσει η αναιρεσείουσα, η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι στερούνται αποδεικτικής ισχύος, δεδομένου ότι οι ιατροί δεν είχαν άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών, αλλά στηρίχθηκαν απλώς σε όσα τους είχε εκθέσει η αναιρεσείουσα.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

47

Επισημαίνεται ότι κακώς η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι τόσο η επιτροπή έρευνας, η οποία διατυπώνει γνώμη επί της οποίας στηρίζεται ο πρόεδρος της ΕΤΕπ, καθώς και ο πρόεδρος της ΕΤΕπ είναι όργανα που μπορούν να εξομοιωθούν προς «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη.

48

Πράγματι, είναι πρόδηλο ότι ούτε η επιτροπή έρευνας, ως ad hoc όργανο του οποίου τα μέλη διορίζονται από τον πρόεδρο της ΕΤΕπ και διατυπώνουν μη δεσμευτικές συστάσεις μετά το πέρας ορισμένης έρευνας, ούτε ο πρόεδρος της ΕΤΕπ ανταποκρίνονται στα διάφορα κριτήρια που έχει διαμορφώσει το Δικαστήριο με τη νομολογία του προκειμένου να ορίσει την έννοια «δικαστήριο» κατά το άρθρο 47 του Χάρτη (βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά την έννοια «δικαστήριο», απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C-64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, τα όργανα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν, ούτε σε μεμονωμένη βάση ούτε από κοινού, ως «δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως» κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 47.

49

Εξ αυτού έπεται ότι εν προκειμένω το άρθρο 47 του Χάρτη δεν τυγχάνει εφαρμογής και, ως εκ τούτου, ότι η αναιρεσείουσα δεν δύναται, προς στήριξη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, να προβάλει παράβαση του άρθρου αυτού.

50

Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 52 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας όπως η επίμαχη, το φερόμενο ως θύμα παρενοχλήσεως δύναται να επικαλεσθεί το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

51

Πράγματι, το άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης», προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης.

52

Επιπλέον, το εν λόγω άρθρο 41 ορίζει, στην παράγραφο 2, ότι το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει ιδίως το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν από την εις βάρος του λήψη ατομικού μέτρου που το επηρεάζει δυσμενώς, το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου, καθώς και την υποχρέωση της Διοικήσεως να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.

53

Ειδικότερα, το δικαίωμα ακροάσεως εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, λυσιτελώς και ουσιαστικώς, την άποψή τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C-277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 87, και της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Boudjlida, C-249/13, EU:C:2014:2431, σκέψη 36).

54

Επομένως, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιτροπή έρευνας δεν διέπραξε καμία παρανομία σε σχέση με το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

55

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η επίδικη απόφαση, δεδομένου ότι απορρίπτει την καταγγελία της αναιρεσείουσας, συνιστά ατομικό μέτρο που λήφθηκε έναντί της και την επηρεάζει δυσμενώς, κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη.

56

Εξ αυτού έπεται ότι η επιτροπή έρευνας, πριν διαβιβάσει τις συστάσεις της στον πρόεδρο της ΕΤΕπ και, εν πάση περιπτώσει, ο πρόεδρος της ΕΤΕπ, πριν από τη λήψη αποφάσεως επηρεάζουσας δυσμενώς την αναιρεσείουσα, είχαν την υποχρέωση να σεβαστούν το δικαίωμα ακροάσεώς της υπό την ιδιότητά της ως καταγγέλλουσας.

57

Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα είχε το δικαίωμα, προκειμένου να μπορέσει να διατυπώσει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις της, να της γνωστοποιηθεί τουλάχιστον μια σύνοψη των δηλώσεων του προσώπου που κατηγορήθηκε ως δράστης της παρενοχλήσεως και των διαφόρων εξετασθέντων μαρτύρων, στο μέτρο κατά το οποίο η επιτροπή έρευνας χρησιμοποίησε τις δηλώσεις αυτές, στην έκθεσή της, προκειμένου να διατυπώσει συστάσεις προς τον πρόεδρο της ΕΤΕπ, με βάση τις οποίες εκείνος εξέδωσε την επίδικη απόφαση, η δε γνωστοποίηση της συνόψεως αυτής έπρεπε να πραγματοποιηθεί τηρουμένων, εφόσον συνέτρεχε περίπτωση, των νομίμων συμφερόντων εμπιστευτικότητας.

58

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η αναιρεσείουσα έτυχε ακροάσεως μόνον κατά την έναρξη της διαδικασίας έρευνας. Αντιθέτως, δεν έτυχε ακροάσεως ούτε πριν η επιτροπή έρευνας υποβάλει τις συστάσεις της στον πρόεδρο της ΕΤΕπ ούτε πριν ο τελευταίος λάβει την επίδικη απόφαση.

59

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν διαπίστωσε ότι ήταν αντίθετες προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 41 του Χάρτη η μη γνωστοποίηση στην αναιρεσείουσα τουλάχιστον μιας συνόψεως των δηλώσεων του προσώπου που κατηγορήθηκε ως δράστης της παρενοχλήσεως και των διαφόρων εξετασθέντων μαρτύρων καθώς και η μη ακρόασή της επί των δηλώσεων αυτών, παραλείψεις λόγω των οποίων η αναιρεσείουσα δεν κατέστη δυνατόν να διατυπώσει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις της επί του περιεχομένου των εν λόγω δηλώσεων πριν η επιτροπή έρευνας διαβιβάσει τις συστάσεις της στον πρόεδρο της ΕΤΕπ και, εν πάση περιπτώσει, πριν ο τελευταίος λάβει την επίδικη απόφαση η οποία την επηρέαζε δυσμενώς.

60

Χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως ή τα λοιπά σκέλη του ίδιου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος που με αυτή απορρίφθηκαν τόσο τα αιτήματα αποζημιώσεως που είχε διατυπώσει η αναιρεσείουσα με την προσφυγή της και τα οποία στηρίζονταν στην ευθύνη της ΕΤΕπ για παρανομίες που φέρονται να τελέστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας, περιλαμβανομένης της προσβολής του δικαιώματος της αναιρεσείουσας σε δίκαιη εξέταση της περιπτώσεώς της, όσο και το ακυρωτικό αίτημα που είχε προβάλει με την προσφυγή αυτή.

Επί του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι οποίοι αφορούν παράβαση του άρθρου 7 του Χάρτη

61

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε ότι η επιτροπή έρευνας, περιλαμβάνοντας ορισμένα στοιχεία της ιδιωτικής ζωής της αναιρεσείουσας στην έκθεση έρευνας, δεν είχε παραβεί το άρθρο 7 του Χάρτη. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως υποστηρίζεται ότι η διαπίστωση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου συνιστά επίσης αρνησιδικία.

62

Στο μέτρο κατά το οποίοι οι δύο αυτοί λόγοι αναιρέσεως στηρίζονται σε εν μέρει αλληλεπικαλυπτόμενα επιχειρήματα, πρέπει να συνεξεταστούν.

Επιχειρήματα των διαδίκων

63

Η αναιρεσείουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την ερμηνεία του άρθρου 7 του Χάρτη, που αφορά το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, καθόσον έκρινε ότι η ΕΤΕπ, μη απαλείφοντας από την έκθεση της επιτροπής έρευνας και από την επίδικη απόφαση τις αναφορές σε στοιχεία απτόμενα της ιδιωτικής ζωής της αναιρεσείουσας, τα οποία ήταν υπερβολικά, στερούνταν σημασίας και δεν ενέπιπταν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της επιτροπής έρευνας, δεν ενήργησε παρανόμως. Συναφώς, η αναιρεσείουσα αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η έκθεση αυτή κάνει μνεία της προβληματικής σχέσεώς της με τον προϊστάμενο της μονάδας στην οποία τότε υπηρετούσε, της δυσκολίας της να αποδεχθεί οποιασδήποτε μορφής κριτική, της αδημονίας της για υπηρεσιακή εξέλιξη, ήτοι στοιχείων τα οποία, κατά την άποψή της, δεν ήταν ευθέως αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί αν είχε υπάρξει θύμα σεξουαλικής παρενοχλήσεως. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι τα εν λόγω σχόλια προκάλεσαν βλάβη στην υγεία της, όπως σαφώς προέκυπτε από νέα ιατρική γνωμάτευση.

64

Η ΕΤΕπ αντικρούει το σύνολο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65

Το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 7 του Χάρτη, δεν είναι απόλυτο. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς όπως οι επίμαχοι εν προκειμένω, υπό την προϋπόθεση να ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος επιδιωκόμενους από την Ένωση και να μη συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη επέμβαση.

66

Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη διαδικασία ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στη διαπίστωση της υπάρξεως τυχόν πρακτικών παρενοχλήσεως, ιδίως σεξουαλικής, οι οποίες συνεπάγονται προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

67

Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η παράθεση στην έκθεση της επιτροπής έρευνας και στην επίδικη απόφαση στοιχείων απτόμενων της ιδιωτικής ζωής της αναιρεσείουσας, τα οποία κατά την άποψή της είναι υπερβολικά και στερούνταν σημασίας, συνιστά, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.

68

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο καταρχάς επισήμανε, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα διάφορα αυτά στοιχεία αποτελούσαν ευθείες αναφορές στις δηλώσεις των μαρτύρων και ότι η μνεία των εν λόγω δηλώσεων είχε καταστήσει δυνατή την ανάδειξη των στοιχείων στα οποία είχε στηριχθεί η επιτροπή έρευνας προκειμένου να διατυπώσει τις συστάσεις της.

69

Στη συνέχεια, στη σκέψη 72 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, σε αντίθεση με όσα υποστήριζε η αναιρεσείουσα, η επιτροπή έρευνας δεν είχε καταλήξει σε πορίσματα ούτε είχε προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της, αλλά είχε περιοριστεί στην επανάληψη δηλώσεων των μαρτύρων. Επομένως, από τις δηλώσεις αυτές η εν λόγω επιτροπή δεν είχε συναγάγει κανένα συμπέρασμα ιατρικής φύσεως.

70

Τέλος, στη σκέψη 74 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, η έκθεση της επιτροπής έρευνας συνιστούσε εσωτερικό έγγραφο, με μοναδικούς αποδέκτες τον πρόεδρο της ΕΤΕπ καθώς και τους δύο μετέχοντες στη διαδικασία, και ότι, συνεπώς, δεν προοριζόταν να αποτελέσει αντικείμενο γνωστοποιήσεως.

71

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι οι αναφορές σε στοιχεία απτόμενα της ιδιωτικής ζωής της αναιρεσείουσας, τα οποία παρατέθηκαν στην έκθεση της επιτροπής έρευνας και στην επίδικη απόφαση, ήταν υπερβολικές και στερούνταν σημασίας.

72

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, όσον αφορά το άρθρο 7 του Χάρτη, κρίνοντας ότι η παράθεση των προμνησθέντων στοιχείων στην ως άνω έκθεση και στην ως άνω απόφαση δεν συνιστούσε παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους της ΕΤΕπ.

73

Τρίτον, όσον αφορά τον φερόμενο ως ζημιογόνο χαρακτήρα ορισμένων σχολίων σχετικών με την υγεία της αναιρεσείουσας, η τελευταία κάνει μνεία νέας ιατρικής γνωματεύσεως ψυχοθεραπευτή, συνταχθείσας τον Ιούλιο του 2016, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της καταρτίσεως της εκθέσεως της επιτροπής έρευνας. Αρκεί συναφώς η παρατήρηση ότι, με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα δεν προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη την εν λόγω ιατρική γνωμάτευση.

74

Από τα ανωτέρω έπεται ότι ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

75

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

76

Υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, και ειδικότερα του δικαιώματος ακροάσεως, συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως που εκδόθηκε κατά το πέρας της σχετικής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση που, αν δεν είχε υπάρξει η πλημμέλεια αυτή, η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R., C-383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψη 38, καθώς και της 3ης Ιουλίου 2014, Kamino International Logistics και Datema Hellmann Worldwide Logistics, C-129/13 και C-130/13, EU:C:2014:2041, σκέψη 79).

77

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν διαπίστωσε ότι ήταν αντίθετες προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 41 του Χάρτη η μη γνωστοποίηση στην αναιρεσείουσα τουλάχιστον μιας συνόψεως των δηλώσεων του προσώπου που κατηγορήθηκε ως δράστης της παρενοχλήσεως και των διαφόρων εξετασθέντων μαρτύρων καθώς και η μη ακρόασή της επί των δηλώσεων αυτών, παραλείψεις λόγω των οποίων η αναιρεσείουσα δεν κατέστη δυνατόν να διατυπώσει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις της επί του περιεχομένου των εν λόγω δηλώσεων πριν η επιτροπή έρευνας διαβιβάσει τις συστάσεις της στον πρόεδρο της ΕΤΕπ και, εν πάση περιπτώσει, πριν ο τελευταίος λάβει την επίδικη απόφαση η οποία την επηρέαζε δυσμενώς.

78

Η ως άνω παρατυπία αναπόφευκτα επηρέασε τόσο το περιεχόμενο της εκθέσεως της επιτροπής έρευνας όσο και το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ελλείψει αυτής τόσο η εν λόγω έκθεση όσο και η εν λόγω απόφαση ευλόγως θα μπορούσαν να έχουν καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

79

Εντούτοις, δεδομένου ότι η έκθεση αυτή αποτελεί απλώς πράξη προπαρασκευαστική της ως άνω αποφάσεως και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη δεκτική προσφυγής, άρα ούτε ως πράξη δυνάμενη να ακυρωθεί, θα πρέπει να ακυρωθεί μόνον η επίδικη απόφαση.

80

Όσον αφορά τα αιτήματα αποζημιώσεως που μνημονεύονται στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται, αφενός, ότι η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως συνιστά πρόσφορη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη που τυχόν υπέστη η αναιρεσείουσα στην προκειμένη περίπτωση.

81

Επομένως, τα αιτήματα αποζημιώσεως τα οποία αφορούν την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω της ανωτέρω ηθικής βλάβης είναι άνευ αντικειμένου και παρέλκει η κρίση επ’ αυτών (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 1987, Hochbaum και Rawes κατά Επιτροπής, 44/85, 77/85, 294/85 και 295/85, EU:C:1987:348, σκέψη 22).

82

Αφετέρου, όσον αφορά τα αιτήματα να υποχρεωθεί η ΕΤΕπ να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των 977 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ), καθώς και ποσό έναντι αποζημιώσεως ύψους 5850 ευρώ για τα ιατρικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε, επισημαίνεται ότι ούτε αποδείχθηκε ούτε μάλιστα υποστηρίχθηκε ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της διαπραχθείσας από την ΕΤΕπ παρανομίας, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως, και των επίμαχων ιατρικών εξόδων. Συγκεκριμένα, με το δικόγραφο της προσφυγής της, η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι τα εν λόγω ιατρικά έξοδα αποτελούν «ευθεία συνέπεια» της σεξουαλικής παρενοχλήσεως την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη. Εξάλλου, όσον αφορά το «ποσό έναντι αποζημιώσεως» ύψους 5850 ευρώ για μελλοντικά ιατρικά έξοδα, το οποίο ζητεί η αναιρεσείουσα, το αίτημα αυτό, εν πάση περιπτώσει, είναι πρόωρο, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν έχει ακόμη υποβληθεί σε αυτά τα έξοδα.

83

Υπό τις συνθήκες αυτές, τα αιτήματα αποζημιώσεως που εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν.

Επί των δικαστικών εξόδων

84

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των εξόδων.

85

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

86

Επειδή η ΕΤΕπ ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων της, πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και εκείνα της OZ, τα οποία, συμφώνως προς τα αιτήματα της τελευταίας, αφορούν τόσο την πρωτόδικη όσο και την αναιρετική διαδικασία.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Ιουλίου 2017, OZ κατά ΕΤΕπ (T-607/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:495), κατά το μέρος που με αυτή το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, αφενός, τα αιτήματα αποζημιώσεως που είχε διατυπώσει η OZ με την προσφυγή-αγωγή της και τα οποία στηρίζονταν στην ευθύνη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για παρανομίες που φέρονται να τελέστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας, περιλαμβανομένης της προσβολής του δικαιώματος της OZ σε δίκαιη εξέταση της περιπτώσεώς της, και, αφετέρου, το ακυρωτικό αίτημα που είχε προβάλει με την προσφυγή‑αγωγή αυτή.

 

2)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

 

3)

Ακυρώνει την απόφαση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων της 16ης Οκτωβρίου 2015, με την οποία τέθηκε στο αρχείο η καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση που είχε υποβάλει η OZ.

 

4)

Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά.

 

5)

Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η OZ τόσο στην πρωτόδικη όσο και στην αναιρετική διαδικασία.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Επάνω