EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0248

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Σεπτεμβρίου 2017.
Austria Asphalt GmbH & Co OG κατά Bundeskartellanwalt.
Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της “συγκέντρωσης” – Μεταβολή της φύσεως του ελέγχου που ασκείται επί υφισταμένης επιχειρήσεως από αποκλειστικό σε από κοινού έλεγχο – Δημιουργία κοινής επιχειρήσεως που εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.
Υπόθεση C-248/16.

Court reports – general

Υπόθεση C‑248/16

Austria Asphalt GmbH & Co OG

κατά

Bundeskartellanwalt

(αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της “συγκέντρωσης” – Μεταβολή της φύσεως του ελέγχου που ασκείται επί υφισταμένης επιχειρήσεως από αποκλειστικό σε από κοινού έλεγχο – Δημιουργία κοινής επιχειρήσεως που εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Σεπτεμβρίου 2017

Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Έννοια – Μετατροπή αποκλειστικά ελεγχόμενης επιχειρήσεως σε κοινή επιχείρηση – Εμπίπτει – Προϋποθέσεις – Κοινή επιχείρηση που εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο κανονισμός 139/2004, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές του σκέψεις 5, 6 και 8, σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι η διαδικασία αναδιαρθρώσεως δεν θα αποδειχθεί στη διάρκεια του χρόνου επιβλαβής για τον ανταγωνισμό. Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 20 του εν λόγω κανονισμού, η έννοια της συγκεντρώσεως πρέπει να ορίζεται κατά τρόπο ώστε να καλύπτονται οι πράξεις που επιφέρουν μόνιμη μεταβολή στον έλεγχο των συμμετεχουσών επιχειρήσεων και, συνεπώς, στη διάρθρωση της αγοράς. Επίσης, οι κοινές επιχειρήσεις πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ίδιου κανονισμού, εφόσον εκπληρώνουν μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.

Ως προς το ζήτημα αυτό, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 28 των προτάσεών της, ο κανονισμός 139/2004 δεν διακρίνει, στις αιτιολογικές του σκέψεις, μεταξύ νεοσυσταθεισών κοινών επιχειρήσεων και εκείνων που προέκυψαν λόγω της μεταβάσεως υφισταμένων επιχειρήσεων από το καθεστώς του αποκλειστικού ελέγχου που ασκεί ένας όμιλος στο καθεστώς του κοινού ελέγχου που ασκείται από περισσότερες επιχειρήσεις. Η έλλειψη αυτή διακρίσεως δικαιολογείται πλήρως δεδομένου ότι, μολονότι η δημιουργία κοινής επιχειρήσεως πρέπει να ελέγχεται από την Επιτροπή όσον αφορά τα αποτελέσματά της στη διάρθρωση της αγοράς, εντούτοις η επέλευση τέτοιων αποτελεσμάτων εξαρτάται από το αν η κοινή αυτή επιχείρηση εμφανίζεται πράγματι στην αγορά, ήτοι από το αν αποτελεί επιχείρηση που εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας. Ως εκ τούτου, το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού αφορά τις κοινές επιχειρήσεις μόνον εφόσον η δημιουργία τους έχει μόνιμες συνέπειες στη διάρθρωση της αγοράς.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 139/2004 έχει την έννοια ότι θεωρείται ότι υπάρχει συγκέντρωση κατόπιν μεταβολής της φύσεως του ασκούμενου ελέγχου επί υφισταμένης επιχειρήσεως από αποκλειστικό σε από κοινού έλεγχο μόνον εφόσον η κοινή επιχείρηση που προκύπτει από την πράξη συγκεντρώσεως εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.

(βλ. σκέψεις 21-25, 35)

Top