EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32013R1289

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1289/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013 , για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων και του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή

OJ L 347, 20.12.2013, p. 74–80 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 17/12/2018; καταργήθηκε από 32018R1806

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2013/1289/oj

20.12.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 347/74


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1289/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Δεκεμβρίου 2013

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων και του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 77 παράγραφος 2 στοιχείο α),

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου της νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο εφαρμοστέος μηχανισμός αμοιβαιότητας όταν μία τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου (2) εφαρμόζει υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους τουλάχιστον ενός κράτους μέλους πρέπει να προσαρμοσθεί υπό το πρίσμα της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας και της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις παράγωγες νομικές βάσεις. Επιπλέον, ο εν λόγω μηχανισμός πρέπει να προσαρμοσθεί ούτως ώστε να προβλέπει αντίδραση της Ένωσης ως πράξη αλληλεγγύης, εάν μία τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 εφαρμόζει υποχρέωση θεώρησης στους υπηκόους τουλάχιστον ενός κράτους μέλους.

(2)

Μετά από κοινοποίηση κράτους μέλους ότι τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 εφαρμόζει υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να αντιδρούν από κοινού, απαντώντας με αυτόν τον τρόπο σε επίπεδο Ένωσης σε μία κατάσταση που αφορά την Ένωση στο σύνολό της και υποβάλλει τους πολίτες της σε διαφορετική μεταχείριση.

(3)

Η πλήρης αμοιβαιότητα όσον αφορά τις θεωρήσεις είναι ένας στόχος που θα πρέπει να επιδιώξει η Ένωση με προορατικό τρόπο στις σχέσεις της με τρίτες χώρες, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη βελτίωση της αξιοπιστίας και της συνέπειας της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης.

(4)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει μηχανισμό για την προσωρινή αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου («μηχανισμός αναστολής») σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, εφόσον απαιτείται άμεση αντίδραση για την επίλυση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει τουλάχιστον ένα κράτος μέλος και λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό αντίκτυπο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στο σύνολο της Ένωσης.

(5)

Για τους σκοπούς του μηχανισμού αναστολής, μια σημαντική και απότομη αύξηση σημαίνει αύξηση που υπερβαίνει το κατώφλι του 50 %. Μπορεί επίσης να σημαίνει χαμηλότερη αύξηση, εάν η Επιτροπή την κρίνει εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση που κοινοποιήθηκε από το οικείο κράτος μέλος.

(6)

Για τους σκοπούς του μηχανισμού αναστολής, το χαμηλό ποσοστό αναγνώρισης σημαίνει ποσοστό αναγνώρισης αιτήσεων ασύλου που ανέρχεται σε περίπου 3 ή 4 %. Μπορεί επίσης να σημαίνει υψηλότερο ποσοστό αναγνώρισης, εάν η Επιτροπή το κρίνει εφαρμοστέο στη συγκεκριμένη περίπτωση που κοινοποιήθηκε από το οικείο κράτος μέλος.

(7)

Είναι ανάγκη να αποφεύγεται και να αντιμετωπίζεται οιαδήποτε κατάχρηση λόγω απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για επισκέψεις βραχείας διαμονής υπηκόων μιας τρίτης χώρας, όταν αυτοί συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη («ordre public») και την εσωτερική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους.

(8)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει νομική βάση για την επιβολή υποχρέωσης θεώρησης ή την απαλλαγή από αυτήν για τους κατόχους ταξιδιωτικών εγγράφων εκδοθέντων από ορισμένες οντότητες, αναγνωρισμένες από τα οικεία κράτη μέλη, ως υποκείμενα του διεθνούς δικαίου αλλά που δεν αποτελούν διεθνείς διακυβερνητικούς οργανισμούς.

(9)

Δεδομένου ότι οι ισχύοντες κανόνες για πρόσφυγες και απάτριδες, που θεσπίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1932/2006 του Συμβουλίου (3), δεν ισχύουν για τα εν λόγω πρόσωπα όταν αυτά διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ιρλανδία, είναι ανάγκη να αποσαφηνισθεί η κατάσταση όσον αφορά την υποχρέωση θεώρησης για ορισμένους πρόσφυγες και απάτριδες οι οποίοι διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ιρλανδία. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποφασίζουν ελεύθερα σχετικά με την πρόβλεψη απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τη συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων σύμφωνα με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν αυτές τις αποφάσεις στην Επιτροπή.

(10)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 539/2001 δεν θίγει την εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών που είχε συνάψει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού και οι οποίες συνεπάγονται την ανάγκη παρέκκλισης από τους κοινούς κανόνες για τις θεωρήσεις, λαμβανομένης ταυτοχρόνως υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(11)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η κατάλληλη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στη δεύτερη φάση της εφαρμογής του μηχανισμού αμοιβαιότητας, δεδομένων του ιδιαίτερου ευαίσθητου πολιτικού χαρακτήρα της αναστολής από την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης για όλους τους υπηκόους μιας τρίτης χώρας που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 και των οριζοντίων συνεπειών της για τα κράτη μέλη, τις συνδεδεμένες χώρες του Σένγκεν και για την ίδια την Ένωση, ιδίως για τις εξωτερικές σχέσεις τους και τη συνολική λειτουργία του χώρου του Σένγκεν, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά ορισμένα στοιχεία του μηχανισμού αμοιβαιότητας. Κατά την ανάθεση της εξουσίας αυτής στην Επιτροπή, λαμβάνεται υπ’ όψιν η ανάγκη πολιτικής συζήτησης σχετικά με την πολιτική της Ένωσης όσον αφορά τις θεωρήσεις στο χώρο του Σένγκεν. Απηχείται επίσης η ανάγκη να εξασφαλιστούν η κατάλληλη διαφάνεια και νομική ασφάλεια κατ’ εφαρμογή του μηχανισμού αμοιβαιότητας σε όλους τους υπηκόους της οικείας τρίτης χώρας, ιδίως μέσω της αντίστοιχης προσωρινής τροποποίησης του Παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001. Έχει ιδιαίτερη σημασία η Επιτροπή να προβαίνει σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, συμπεριλαμβανομένων των διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και την κατάρτιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να εξασφαλίζει ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(12)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή του μηχανισμού αναστολής και ορισμένων διατάξεων του μηχανισμού αμοιβαιότητας, ιδίως δε για να καταστεί δυνατόν να συνεκτιμηθούν δεόντως όλοι οι σχετικοί παράγοντες και οι πιθανές συνέπειες της εφαρμογής των μηχανισμών αυτών, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά τον καθορισμό των κατηγοριών των υπηκόων της οικείας τρίτης χώρας που θα πρέπει να υπαχθούν σε προσωρινή αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης στο πλαίσιο του μηχανισμού αμοιβαιότητας και της αντίστοιχης διάρκειας της αναστολής αυτής, καθώς και τις εξουσίες για την εφαρμογή του μηχανισμού αναστολής. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Για την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων αυτών, θα πρέπει να εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης.

(13)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια της Συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (5), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου (6).

(14)

Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (7), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (8).

(15)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια του Πρωτοκόλλου που υπογράφηκε μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (9), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (10).

(16)

Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου (11)· το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει, κατά συνέπεια, στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(17)

Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου (12)· η Ιρλανδία δεν συμμετέχει, κατά συνέπεια, στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(18)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 539/2001 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 539/2001 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Εφόσον τρίτη χώρα που αναφέρεται στον κατάλογο του Παραρτήματος ΙΙ εφαρμόζει υποχρέωση θεώρησης έναντι των υπηκόων τουλάχιστον ενός κράτους μέλους, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

α)

εντός 30 ημερών από την εφαρμογή της υποχρέωσης θεώρησης από την τρίτη χώρα, ή, εφόσον η υποχρέωση θεώρησης που ίσχυε την 9ης Ιανουαρίου 2014 διατηρείται, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία αυτή, το οικείο κράτος μέλος απευθύνει γραπτώς κοινοποίηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Η κοινοποίηση αυτή:

i)

καθορίζει την ημερομηνία εφαρμογής της υποχρέωσης θεώρησης και τα είδη των σχετικών ταξιδιωτικών εγγράφων και θεωρήσεων,

ii)

περιλαμβάνει λεπτομερή επεξήγηση των προκαταρκτικών μέτρων τα οποία έχει λάβει το οικείο κράτος μέλος για τη διασφάλιση της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης με την εν λόγω τρίτη χώρα καθώς και όλες τις σχετικές πληροφορίες,

Πληροφορίες σχετικά με αυτή την κοινοποίηση δημοσιεύονται αμελλητί από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την ημερομηνία εφαρμογής της υποχρέωσης θεώρησης και τα είδη των σχετικών ταξιδιωτικών εγγράφων και θεωρήσεων.

Εάν η τρίτη χώρα αποφασίσει να άρει την υποχρέωση θεώρησης πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντοςσημείου, η κοινοποίηση δεν διενεργείται ή ανακαλείται και οι πληροφορίες δεν δημοσιεύονται·

β)

η Επιτροπή, αμέσως μετά την ημερομηνία δημοσίευσης που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο του στοιχείου α) και κατόπιν διαβουλεύσεων με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, προβαίνει σε διαβήματα προς τις αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας, ιδίως στον πολιτικό, οικονομικό και εμπορικό τομέα, για την επαναφορά ή την καθιέρωση της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης και ενημερώνει αμελλητί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα διαβήματα αυτά·

γ)

εάν, εντός 90 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο του στοιχείου α) και παρά τα μέτρα που ελήφθησαν σύμφωνα με το στοιχείο β), η τρίτη χώρα δεν έχει άρει την υποχρέωση θεώρησης, τα οικεία κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να αναστείλει την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης για ορισμένες κατηγορίες υπηκόων της εν λόγω τρίτης χώρας. Οσάκις κράτος μέλος υποβάλλει τέτοιο αίτημα, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο·

δ)

Η Επιτροπή, όταν εξετάζει περαιτέρω διαβήματα σύμφωνα με τα στοιχεία ε), στ) ή η), συνεκτιμά τα αποτελέσματα των μέτρων που έλαβε το οικείο κράτος μέλος ενόψει της διασφάλισης της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρηση με την εν λόγω τρίτη χώρα, τα σύμφωνα με το στοιχείο β) διαβήματα, και τις συνέπειες της αναστολής της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης και των κρατών μελών της με την εν λόγω τρίτη χώρα·

ε)

εάν η οικεία τρίτη χώρα δεν έχει άρει την υποχρέωση θεώρησης, η Επιτροπή, το αργότερο έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο του στοιχείου α) και κατόπιν ανά διαστήματα όχι μεγαλύτερα των έξι μηνών εντός συνολικής περιόδου η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η προβλεπόμενη στο στοιχείο στ) κατ’ εξουσιοδότηση πράξη ή εκφράζονται αντιρρήσεις ως προς αυτήν:

i)

εκδίδει, κατ’ αίτηση του οικείου κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, εκτελεστική πράξη για την προσωρινή αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για ορισμένες κατηγορίες υπηκόων της οικείας τρίτης χώρας για περίοδο έως έξι μηνών. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη ορίζει ημερομηνία, εντός 90 ημερών από την έναρξη ισχύος της, κατά την οποία θα τεθεί σε ισχύ η αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους διαθέσιμους πόρους στα προξενεία των κρατών μελών. Κατά την έκδοση μεταγενέστερων εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή δύναται να παρατείνει την εν λόγω περίοδο αναστολής για επιπλέον περιόδους έως έξι μηνών και να τροποποιεί τις κατηγορίες υπηκόων της εν λόγω τρίτης χώρας για τις οποίες αναστέλλεται η απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 4α παράγραφος 2. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 4, κατά τις περιόδους της αναστολής, όλοι οι υπήκοοι της τρίτης χώρας που ανήκουν στις κατηγορίες οι οποίες αναφέρονται στην εκτελεστική πράξη υποχρεούνται να διαθέτουν θεώρηση κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, ή

ii)

υποβάλλει στην επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 4α παράγραφος 1 έκθεση αξιολόγησης της κατάστασης με τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην αναστείλει την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης και ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η έκθεση αυτή, συνεκτιμά όλους τους σχετικούς παράγοντες, όπως εκείνους που αναφέρονται στο στοιχείο δ). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να προβαίνουν σε πολιτική συζήτηση βάσει της εν λόγω έκθεσης·

στ)

Εάν, εντός 24 μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο του στοιχείου α), η οικεία τρίτη χώρα δεν έχει άρει την απαίτηση θεώρησης, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 4β για την προσωρινή αναστολή της εφαρμογής του Παραρτήματος ΙΙ για περίοδο 12 μηνών για τους υπηκόους της εν λόγω τρίτης χώρας. Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη ορίζει ημερομηνία, εντός 90 ημερών από την έναρξη ισχύος της, κατά την οποία θα τεθεί σε ισχύ η αναστολή της εφαρμογής του Παραρτήματος ΙΙ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους διαθέσιμους πόρους στα προξενεία των κρατών μελών και τροποποιείαναλόγως το Παράρτημα ΙΙ. Η εν λόγω τροποποίηση πραγματοποιείται με την προσθήκη, δίπλα στην ονομασία της εν λόγω τρίτης χώρας, υποσημείωσης στην οποία αναφέρεται ότι η απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης αναστέλλεται έναντι της τρίτης χώρας και προσδιορίζεται η περίοδος της εν λόγω αναστολής.

Από την ημερομηνία κατά την οποία η αναστολή της εφαρμογής του Παραρτήματος ΙΙ, για τους υπηκόους της οικείας τρίτης χώρας, τίθεται σε ισχύ ή κατά την οποία έχει εκφρασθεί αντίρρηση ως προς την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 4β παράγραφος 5, οιαδήποτε εκτελεστική πράξη εκδοθείσα σύμφωνα το στοιχείο ε) όσον αφορά την εν λόγω τρίτη χώρα, εκπνέει.

Αν η Επιτροπή υποβάλει νομοθετική πρόταση, όπως αναφέρεται στο στοιχείο η), η περίοδος αναστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο παρατείνεται για περίοδο έξι μηνών. Η υποσημείωση που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο τροποποιείται αναλόγως.

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 4, κατά τις περιόδους της εν λόγω αναστολής, οι υπήκοοι της οικείας τρίτης χώρας τους οποίους αφορά η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη υποχρεούνται να διαθέτουν θεώρηση κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών·

ζ)

τυχόν μεταγενέστερη κοινοποίηση από άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με το στοιχείο α), όσον αφορά την αυτή τρίτη χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής μέτρων ληφθέντων σύμφωνα το στοιχείο ε) ή το στοιχείο στ) έναντι της τρίτης χώρας αυτής, συγχωνεύεται με τις εν εξελίξει αυτές διαδικασίες χωρίς να παρατείνονται οι προθεσμίες ή οι περίοδοι που ορίζονται στα εν λόγω στοιχεία·

η)

εάν, εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος της προβλεπόμενης στο στοιχείο στ) κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η εν λόγω τρίτη χώρα δεν έχει άρει την υποχρέωση θεώρησης, η Επιτροπή δύναται να υποβάλει νομοθετική πρόταση για τροποποίηση του παρόντος κανονισμού προκειμένου η αναφορά στην τρίτη χώρα να μεταφερθεί από το Παράρτημα ΙΙ στο Παράρτημα Ι·

θ)

οι διαδικασίες που προβλέπονται στα σημεία ε), στ) και η) δεν επηρεάζουν το δικαίωμα της Επιτροπής να υποβάλει, ανά πάσα στιγμή, νομοθετική πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού προκειμένου να μεταφερθεί η αναφορά στην οικεία τρίτη χώρα από το Παράρτημα ΙΙ στο Παράρτημα Ι·

ι)

αν η εν λόγω τρίτη χώρα άρει την υποχρέωση θεώρησης, το οικείο κράτος μέλος απευθύνει κοινοποίηση αμέσως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Η κοινοποίηση δημοσιεύεται αμελλητί από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οιαδήποτε εκτελεστική ή κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εκδοθείσα δυνάμει των στοιχείων ε) ή στ) όσον αφορά την εν λόγω τρίτη χώρα εκπνέει επτά ημέρες μετά την προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου δημοσίευση. Αν η εν λόγω τρίτη χώρα εφαρμόζει υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους δύο ή περισσότερων κρατών μελών, οι εκτελεστικές ή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αφορούν την τρίτη αυτή χώρα εκπνέουν επτά ημέρες μετά τη δημοσίευση της κοινοποίησης σχετικά με το τελευταίο από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη οι υπήκοοι του οποίου υπόκεινται σε υποχρέωση θεώρησης από την εν λόγω τρίτη χώρα. H υποσημείωση που αναφέρται στο πρώτο εδάφιο του στοιχείου στ) διαγράφεται με την εκπνοή της σχετικής κατ’ εξουσιοδότηση πράξης. Οι πληροφορίες σχετικά με την εκπνοή των πράξεων αυτών, δημοσιεύονται αμελλητί από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αν η εν λόγω τρίτη χώρα άρει την υποχρέωση θεώρησης χωρίς αυτό να κοινοποιηθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου, η Επιτροπή προβαίνει αμελλητί, στη δημοσίευση που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο, με δική της πρωτοβουλία, και εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο του παρόντος σημείου.».

β)

Η παράγραφος 5 διαγράφεται.

2)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 1α

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1 παράγραφος 2, η απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης για υπηκόους μιας τρίτης χώρας που περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Παραρτήματος ΙΙ αναστέλλεται προσωρινά σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ως έσχατη ανάγκη, βάσει του παρόντος άρθρου.

2.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να απευθύνει κοινοποίηση στην Επιτροπή, αν αντιμετωπίζει, εντός εξαμήνου, σε σύγκριση με την αυτή περίοδο του προηγούμενου έτους ή το τελευταίο εξάμηνο πριν από την εφαρμογή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους τρίτης χώρας που περιλαμβάνεται στον Παράρτημα ΙΙ, μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις που οδηγούν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την οποία δεν μπορεί να θεραπεύσει μόνο του, δηλαδή σημαντική και απότομη αύξηση του αριθμού:

α)

των υπηκόων της εν λόγω τρίτης χώρας, οι οποίοι διαπιστώνεται ότι διαμένουν παράνομα στο έδαφος του κράτους μέλους,

β)

των αιτήσεων ασύλου από υπηκόους της εν λόγω τρίτης χώρας για την οποία το ποσοστό αναγνώρισης είναι χαμηλό, οσάκις μια τέτοια αύξηση έχει αποτέλεσμα συγκεκριμένες πιέσεις στο σύστημα ασύλου του κράτους μέλους,

γ)

των απορριφθεισών αιτήσεων επανεισδοχής που υποβλήθηκαν από κράτος μέλος στην εν λόγω τρίτη χώρα, για δικούς της υπηκόους.

Η σύγκριση με το εξάμηνο πριν από την εφαρμογή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ισχύει μόνο για επταετή περίοδο από την ημερομηνία εφαρμογής της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους της εν λόγω τρίτης χώρας.

Η κοινοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει τους λόγους στους οποίους βασίζεται και περιλαμβάνει συναφή δεδομένα και στατιστικά στοιχεία, καθώς και λεπτομερή επεξήγηση των προκαταρκτικών μέτρων που έχει λάβει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για τη θεραπεία της κατάστασης. Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αμέσως για την εν λόγω κοινοποίηση.

3.   Η Επιτροπή εξετάζει οιαδήποτε κοινοποίηση που υπεβλήθη βάσει της παραγράφου 2, λαμβάνοντας υπ’ όψιν:

α)

αν υφίσταται οιαδήποτε από τις καταστάσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 2,

β)

τον αριθμό των κρατών μελών που επηρεάζονται από οιαδήποτε από τις καταστάσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 2,

γ)

τον συνολικό αντίκτυπο των αυξήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στη μεταναστευτική κατάσταση στην Ένωση, όπως αυτή εμφανίζεται σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχουν τα κράτη μέλη,

δ)

τις εκθέσεις που έχει εκπονήσει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Europol), εφόσον επιβάλλεται από τις περιστάσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση που κοινοποιείται,

ε)

το συνολικό ζήτημα της δημόσιας τάξης και της εσωτερικής ασφάλειας, σε διαβούλευση με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τα αποτελέσματα ς της εξέτασής της.

4.   Όταν η Επιτροπή, σύμφωνα με την εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της αναστολής της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης όσον αφορά τις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης και των κρατών μελών με την οικεία τρίτη χώρα, σε στενή συνεργασία με την εν λόγω τρίτη χώρα για την εξεύρεση εναλλακτικών μακροπρόθεσμων λύσεων, αποφασίζει ότι απαιτείται δράση, εκδίδει, εντός τριμήνου από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εκτελεστική πράξη για την προσωρινή εξάμηνη αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους της οικείας τρίτης χώρας. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 4α παράγραφος 2. Στην εκτελεστική πράξη ορίζεται η ημερομηνία κατά την οποία θα τεθεί σε ισχύ η αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης.

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 4, κατά τις περιόδους της αναστολής αυτής, οι υπήκοοι της οικείας τρίτης χώρας που ανήκουν στις κατηγορίες που αφορούν οι εκτελεστικές πράξεις, υποχρεούνται να διαθέτουν θεώρηση κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών.

5.   Πριν να λήξει η περίοδος ισχύος της εκτελεστικής πράξης που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 4, η Επιτροπή, σε συνεργασία με το ή τα οικεία κράτη μέλη, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η έκθεση μπορεί να συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού προκειμένου να μεταφερθεί από το Παράρτημα ΙΙ στο Παράρτημα I η μνεία της οικείας τρίτης χώρας.

6.   Όταν η Επιτροπή έχει υποβάλει νομοθετική πρόταση σύμφωνα με την παράγραφο 5, δύναται να παρατείνει την ισχύ της εκδοθείσας δυνάμει της παραγράφου 4 εκτελεστικής πράξης, για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες. Η απόφαση για την παράταση της ισχύος της εκτελεστικής πράξης εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 4α παράγραφος 2.

Άρθρο 1β

Μέχρι 10ης Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο αξιολογώντας την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού αμοιβαιότητας, που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 και του μηχανισμού αναστολής που αναφέρεται στο άρθρο 1α, και, εφόσον απαιτείται, υποβάλλει νομοθετική πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν επί της προτάσεως κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία».

3)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει εξαιρέσεις από την υποχρέωση θεώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, ή από την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, όσον αφορά:

α)

τους κατόχους διπλωματικών διαβατηρίων, υπηρεσιακών/επίσημων διαβατηρίων ή ειδικών διαβατηρίων ·

β)

μέλη πληρωμάτων της πολιτικής αεροπορίας και του εμπορικού ναυτικού, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους·

γ)

μέλη πληρωμάτων του εμπορικού ναυτικού, όταν βγαίνουν στην ξηρά, εφόσον είναι κάτοχοι ναυτικού φυλλαδίου που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις Συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αριθ. 108 της 13ης Μαΐου 1958 ή αριθ. 185 της 16ης Ιουνίου 2003 ή τη Σύμβαση του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού για τη διευκόλυνση της διεθνούς ναυσιπλοΐας της 9ης Απριλίου 1965·

δ)

μέλη του πληρώματος και μέλη αποστολών επείγουσας βοήθειας ή διάσωσης σε περίπτωση καταστροφής ή ατυχήματος·

ε)

το πολιτικό πλήρωμα πλοίων που κινούνται σε διεθνείς ποτάμιες οδούς·

στ)

τους κατόχους ταξιδιωτικών εγγράφων που έχουν εκδοθεί από διακυβερνητικούς διεθνείς οργανισμούς μέλη των οποίων είναι τουλάχιστον ένα κράτος μέλος, ή από άλλες οντότητες αναγνωρισμένες από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ως υποκείμενα διεθνούς δικαίου, σε υπαλλήλους των οργανισμών ή οντοτήτων αυτών.»·

β)

στην παράγραφο 2, προστίθεται το εξής σημείο:

«δ)

με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Συμφωνία για την κατάργηση των θεωρήσεων για τους πρόσφυγες, που υπεγράφη στο Στρασβούργο την 20ή Απριλίου 1959, οι έχοντες νομικό καθεστώς πρόσφυγα και οι απάτριδες και άλλα πρόσωπα που δεν είναι υπήκοοι καμίας χώρας, διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ιρλανδία και είναι κάτοχοι ταξιδιωτικού εγγράφου που έχει εκδοθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ιρλανδία, το οποίο αναγνωρίζεται από το οικείο κράτος μέλος.».

4)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 4α

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η επιτροπή αυτή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 4β

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο στ) ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από 9ης Ιανουαρίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους της αυτής διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εκφράσουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο στ) μπορεί να ανακληθεί, ανά πάσα στιγμή, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέρμα στην εξουσιοδότηση που καθορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Η ανάκληση δεν επηρεάζει το κύρος τυχόν κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ευρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Αμέσως μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 4 στοιχείο στ), αρχίζει να ισχύει μόνον εφόσον δεν έχουν εκφρασθεί σχετικές αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από την παρέλευση της εν λόγω χρονικής περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν και τα δύο ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να εκφράσουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

Άρθρο 2

Το άρθρο 1α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001, όπως τροποποιείται από τον παρόντα κανονισμό, και ιδίως οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεύτερο εδάφιο, ισχύει επίσης και για τρίτες χώρες για τους υπηκόους των οποίων είχε επιβληθεί η απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης πριν 9ης Ιανουαρίου 2014.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 11 Δεκεμβρίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. LEŠKEVIČIUS


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 5ης Δεκεμβρίου 2013.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή (ΕΕ L 81 της 21.3.2001, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1932/2006 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή (ΕΕ L 405 της 30.12.2006, σ. 23).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(5)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(6)  Απόφαση 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών, με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31).

(7)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(8)  Απόφαση 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.

(10)  Απόφαση 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, όσον αφορά την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και την κυκλοφορία των προσώπων (ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 19).

(11)  Απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σέγκεν (ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43).

(12)  Απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετάχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20).


Top