EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0399

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιανουαρίου 2016.
Grüne Liga Sachsen e.V. κ.λπ. κατά Freistaat Sachsen.
Αίτηση του Bundesverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 92/43/ΕΟΚ — Άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 4 — Ένταξη τόπου στον κατάλογο ζωνών κοινοτικής σημασίας κατόπιν εγκρίσεως έργου, αλλά πριν από την έναρξη της εκτελέσεως αυτού — Εξέταση του έργου μετά την ένταξη του τόπου στον εν λόγω κατάλογο — Απαιτήσεις σχετικά με την εξέταση αυτή — Συνέπειες της ολοκληρώσεως του έργου ως προς την επιλογή των εναλλακτικών λύσεων.
Υπόθεση C-399/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:10

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 14ης Ιανουαρίου 2016 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 92/43/ΕΟΚ — Άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 4 — Ένταξη τόπου στον κατάλογο ζωνών κοινοτικής σημασίας κατόπιν εγκρίσεως έργου, αλλά πριν από την έναρξη της εκτελέσεως αυτού — Εξέταση του έργου μετά την ένταξη του τόπου στον εν λόγω κατάλογο — Απαιτήσεις σχετικά με την εξέταση αυτή — Συνέπειες της ολοκληρώσεως του έργου ως προς την επιλογή των εναλλακτικών λύσεων»

Στην υπόθεση C‑399/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Αυγούστου 2014, στο πλαίσιο της δίκης,

Grüne Liga Sachsen eV κ.λπ.

κατά

Freistaat Sachsen,

παρισταμένων των:

Landeshauptstadt Dresden,

Vertreter des Bundesinteresses beim Bundesverwaltungsgericht

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τον M. Ilešič, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, την C. Toader (εισηγήτρια) και τον E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Ιουνίου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Grüne Liga Sachsen eV κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον M. Gellermann, Rechtsanwalt,

το Freistaat Sachsen, εκπροσωπούμενο από τον F. Fellenberg, Rechtsanwalt,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Hermes και G. Wilms,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, σ. 7, στο εξής: οδηγία περί οικοτόπων).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Grüne Liga Sachsen eV (στο εξής: Grüne Liga Sachsen) κ.λπ. και του Freistaat Sachsen (ομόσπονδο κράτος της Σαξωνίας) σχετικά με απόφαση που έλαβαν οι αρχές του τελευταίου αυτού περί εγκρίσεως των σχεδίων για την κατασκευή γέφυρας επί του ποταμού Έλβα στη Δρέσδη (Γερμανία).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί οικοτόπων έχει ως εξής:

«[...] η διατήρηση, η προστασία και η βελτίωση του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, αποτελούν ουσιαστικό στόχο γενικού ενδιαφέροντος του οποίου την επίτευξη επιδιώκει η Κοινότητα, όπως ορίζεται στο άρθρο [191 ΣΛΕΕ]».

4

Η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής έχει ως ακολούθως:

«[…] η παρούσα οδηγία […] συμβάλλει στο γενικό στόχο μιας διαρκούς ανάπτυξης δεδομένου ότι ο κυριότερος σκοπός της είναι να ευνοήσει τη διατήρηση της βιοποικιλότητας λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και περιφερειακές απαιτήσεις· […] η διατήρηση αυτής της βιοποικιλότητας ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να απαιτεί τη διατήρηση ή και την ενθάρρυνση ανθρώπινων δραστηριοτήτων».

5

Το άρθρο 1 της οδηγίας περί οικοτόπων ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[...]

ια)

τόπος κοινοτικής σημασίας [στο εξής: ΤΚΣ]: ένας τόπος ο οποίος, στη βιογεωγραφική περιοχή ή στις βιογεωγραφικές περιοχές στις οποίες ανήκει, συνεισφέρει σημαντικά στη διατήρηση ή την αποκατάσταση ενός τύπου φυσικού οικοτόπου του παραρτήματος I ή ενός είδους του παραρτήματος II σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης και ο οποίος μπορεί επιπλέον να συνεισφέρει σημαντικά στη συνοχή της “Φύσης 2000” (Natura 2000) που αναφέρεται στο άρθρο 3 ή/και να συνεισφέρει σημαντικά στη συντήρηση της βιολογικής πολλαπλότητας στις συγκεκριμένες βιογεωγραφικές περιοχές.

[...]

ιβ)

ειδική ζώνη διατήρησης: ένας [ΤΚΣ] ορισμένος από τα κράτη μέλη μέσω κανονιστικής, διοικητικής ή/και συμβατικής πράξης, στον οποίο εφαρμόζονται τα μέτρα διατήρησης που απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων ή/και των πληθυσμών των ειδών για τα οποία ορίστηκε ο τόπος,

[...]».

6

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Συνίσταται ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών, επονομαζόμενο “Natura 2000”. Το δίκτυο αυτό, που αποτελείται από τους τόπους όπου ευρίσκονται τύποι φυσικών οικοτόπων που εμφαίνονται στο παράρτημα I και τους οικότοπους των ειδών που εμφαίνονται στο παράρτημα II, πρέπει να διασφαλίζει τη διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των οικείων ειδών στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών.

[...]»

7

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί οικοτόπων ορίζει ότι τα κράτη μέλη, βασιζόμενα στα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα III (στάδιο 1) της οδηγίας αυτής και στις σχετικές επιστημονικές πληροφορίες, προτείνουν τον κατάλογο των τόπων που διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή.

8

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, ο κατάλογος των προτεινομένων τόπων διαβιβάζεται στην Επιτροπή μέσα σε μια τριετία από τη γνωστοποίηση της ίδιας οδηγίας ταυτόχρονα με τις πληροφορίες για κάθε τόπο.

9

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, η Επιτροπή καταρτίζει, σε συμφωνία με καθένα από τα κράτη μέλη και βάσει των καταλόγων των κρατών μελών, σχέδιο καταλόγου των ΤΚΣ όπου καθίστανται πρόδηλοι οι τόποι στους οποίους απαντούν ένας ή περισσότεροι τύποι φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας ή ένα ή περισσότερα είδη προτεραιότητας.

10

Το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας περί οικοτόπων έχει ως εξής:

«Μόλις ένας τόπος εγγραφεί στον κατάλογο του τρίτου εδαφίου της δεύτερης παραγράφου, υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 6.»

11

Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.   Για τις ειδικές ζώνες διατήρησης, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ενδεχομένως συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης ή ενσωματωμένα σε άλλα σχέδια διευθέτησης και τα δέοντα κανονιστικά, διοικητικά ή συμβατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II, τα οποία [απαντούν] στους τόπους.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

3.   Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.

4.   Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που έλαβε.

Όταν ο τόπος περί του οποίου πρόκειται είναι τόπος όπου ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν μόνον επιχειρήματα σχετικά με την υγεία ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια ή σχετικά με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον ή, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής, άλλοι επιτακτικοί […] λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος.»

Το γερμανικό δίκαιο

12

Το άρθρο 80 του κώδικα διοικητικής δικονομίας (Verwaltungsgerichtsordnung) προβλέπει τα εξής:

«(1)   Η ανακοπή και η προσφυγή ακυρώσεως έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. [...]

(2)   Δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα αποκλειστικώς

[...]

3.

στις άλλες περιπτώσεις που προβλέπονται στην ομοσπονδιακή νομοθεσία ή, όσον αφορά την περιφερειακή νομοθεσία, σε περιφερειακό νόμο [...].

[...]

(5)   Το επιληφθέν επί της ουσίας δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήσεως, να διατάξει ανασταλτικό αποτέλεσμα εν όλω ή εν μέρει στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2, σημεία 1 έως 3, [...]

[...]».

13

Το άρθρο 39 του περί οδικού δικτύου νόμου του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας (Sächsisches Straßengesetz), που φέρει τον τίτλο «Έγκριση των σχεδίων», ορίζει, στην παράγραφό του 10, τα εξής:

«Η προσφυγή κατά της αποφάσεως περί εγκρίσεως των σχεδίων […] δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.»

14

Το άρθρο 22b, παράγραφοι 1 έως 3, του νόμου του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας περί προστασίας της φύσεως (Sächsisches Naturschutzgesetz), ως είχε στις 11 Οκτωβρίου 1994, το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας περί οικοτόπων, προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι, πριν από τη χορήγηση άδειας ή την υλοποίηση έργου, πρέπει να εκτιμώνται προσηκόντως οι επιπτώσεις του επί των ΤΚΣ ή επί των ευρωπαϊκών τόπων προστασίας των πτηνών, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών διατηρήσεως των τόπων αυτών. Αν από την εκτίμηση των επιπτώσεων επί ενός τόπου μεταξύ αυτών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1, πρώτη περίοδος, του νόμου αυτού προκύψει ότι το έργο ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στον τόπο αυτόν κατά τα ουσιώδη στοιχεία του τα οποία είναι απαραίτητα για τους σκοπούς της διατηρήσεως ή για τους σκοπούς προστασίας, το έργο απαγορεύεται. Κατά παρέκκλιση, ένα τέτοιο έργο μπορεί να εγκριθεί ή να υλοποιηθεί μόνον εφόσον είναι απαραίτητο για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, και αν δεν υπάρχει άλλη ικανοποιητική λύση η οποία να καθιστά δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το έργο αποτελέσματος σε άλλο τόπο και χωρίς πρόκληση καμίας βλάβης ή με πρόκληση λιγότερο σοβαρής βλάβης.

15

Στο κεφάλαιό του 3.3, ο «Οδηγός για την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τη δημιουργία και προστασία του ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου Natura 2000» («Arbeitshilfe zur Anwendung der Vorschriften zum Aufbau und Schutz des Europäischen ökologischen Netzes Natura 2000»), που οι αρμόδιες στον τομέα αυτόν αρχές της Σαξονίας υποχρεούνται να τηρούν δυνάμει της αποφάσεως αριθ. 61-8830.10/6 του Υπουργού Γεωργίας και Περιβάλλοντος του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας, της 27ης Μαρτίου 2003, αναφέρει τα ακόλουθα:

16

Με την υπουργική απόφαση αριθ. 62-8830.10-6, της 12ης Μαΐου 2003, ο Υπουργός Γεωργίας και Περιβάλλοντος του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας δήλωσε ότι οι προτενόμενοι σύμφωνα με την οδηγία περί οικοτόπων προσωρινοί στόχοι διατηρήσεως των ΤΚΣ που καθορίζονται από την αρμόδια για το περιβάλλον και τη γεωλογία υπηρεσία του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας (Sächsisches Landesamt für Umwelt und Geologie) είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα. Η υπουργική αυτή απόφαση, η οποία απευθυνόταν, μεταξύ άλλων, στην αρχή που είναι αρμόδια για την έγκριση των σχεδίων κατασκευής της γέφυρας που αποκαλείται «Waldschlößchenbrücke», ορίζει τα εξής:

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Στις 25 Φεβρουαρίου 2004 το κυβερνητικό προεδρείο της Δρέσδης (Regierungspräsidium Dresden), πλέον περιφερειακή διεύθυνση Δρέσδης (Landesdirektion Dresden), που αποτελεί αρχή του καθού της κύριας δίκης, ενέκρινε τα σχέδια για την κατασκευή της οδικής γέφυρας που αποκαλείται Waldschlößchenbrücke και η οποία συνδέει τις χορτολιβαδικές εκτάσεις της μιας όχθης του Έλβα (Elbauen) και την άλλη όχθη του Έλβα στο επίπεδο του κέντρου της πόλης της Δρέσδης.

18

Η απόφαση περί της εγκρίσεως των εν λόγω σχεδίων, η οποία ήταν άμεσα εκτελεστή, στηριζόταν σε μια μελέτη του αντικτύπου επί της χλωρίδας, της πανίδας και του οικοτόπου του Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις επιπτώσεις του έργου κατασκευής της εν λόγω γέφυρας όσον αφορά τους σκοπούς προστασίας και διατηρήσεως του τόπου που αποκαλείται «κοιλάδα του Έλβα μεταξύ Schöna και Mühlberg» («Elbtal zwischen Schöna und Mühlberg»).

19

Πραγματοποιώντας τη μελέτη αυτή, η οποία κατέληξε στην απουσία σημαντικών ή διαρκών αρνητικών επιπτώσεων του επίμαχου στην κύρια δίκη έργου κατασκευής όσον αφορά τους σκοπούς διατηρήσεως του εν λόγω τόπου, η αρμόδια αρχή ήθελε να στηριχθεί στις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας περί οικοτόπων. Με βάση τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η εν λόγω μελέτη δεν ικανοποιούσε ωστόσο τις εν λόγω απαιτήσεις, αλλά αποτελούσε μόνο μια εκ των προτέρων εκτίμηση των κινδύνων.

20

Στις 15 Απριλίου 2004 η Grüne Liga Sachsen, η οποία είναι ένωση για την προστασία της φύσεως και έχει την ικανότητα να είναι διάδικος, άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως περί εγκρίσεως των σχεδίων της 25ης Φεβρουαρίου 2004, η οποία, δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 2, σημείο 3, του κώδικα διοικητικής δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 του περί οδικού δικτύου νόμου του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας, δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα. Παράλληλα με την προσφυγή αυτή, η Grüne Liga Sachsen υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 5, του κώδικα διοικητικής δικονομίας, προκειμένου να εμποδισθεί η έναρξη των εργασιών.

21

Τον Δεκέμβριο του 2004 η Επιτροπή περιέλαβε τον τόπο που αποκαλείται «κοιλάδα του Έλβα μεταξύ Schöna και Mühlberg» («Elbtal zwischen Schöna und Mühlberg») ως ΤΚΣ στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας περί οικοτόπων.

22

Με κανονιστική πράξη της 19ης Οκτωβρίου 2006, το κυβερνητικό προεδρείο της Δρέσδης κήρυξε τον εν λόγω τόπο, εξαιρουμένου του τμήματος των χορτολιβαδικών εκτάσεων της μιας όχθης του Έλβα που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης της Δρέσδης, ειδική ζώνη προστασίας των πτηνών ή των οικοτόπων τους.

23

Τα έργα της οδικής γέφυρας Waldschlößchenbrücke άρχισαν τον Νοέμβριο του 2007 αφού, με απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2007, το Sächsisches Oberverwaltungsgericht (ανώτερο διοικητικό δικαστήριο του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας) απέρριψε οριστικώς την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Grüne Liga Sachsen.

24

Με συμπληρωματική και τροποποιητική απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2008, η περιφερειακή διεύθυνση Δρέσδης προέβη σε περιορισμένη επανεκτίμηση των αποτελεσμάτων που επέφερε το επίμαχο στην κύρια δίκη σχέδιο, σκοπός της οποίας ήταν να εξακριβωθεί, καταρχάς, αν το σχέδιο αυτό μπορούσε να επηρεάσει τον εν λόγω τόπο σημαντικά κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων και, εν συνεχεία, αν επληρούντο οι βάσει της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου προϋποθέσεις παρεκκλίσεως όσον αφορά τις αρνητικές επιπτώσεις που προσδιορίζονται σχετικά με ορισμένους οικοτόπους και ορισμένα είδη. Η εκτίμηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την έγκριση του εν λόγω έργου βάσει της κατά παρέκκλιση διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής με τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων.

25

Με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, το Sächsisches Oberverwaltungsgericht (ανώτερο διοικητικό δικαστήριο του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας) απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε στις 15 Απριλίου 2004 η Grüne Liga Sachsen.

26

Η εν λόγω ένωση άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου).

27

Κατά τη διάρκεια του 2013 ολοκληρώθηκαν τα έργα κατασκευής της εν λόγω γέφυρας. Η γέφυρα αυτή δόθηκε στην κυκλοφορία το ίδιο έτος.

28

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά κατ’ ουσίαν ότι για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί πρέπει εκ προοιμίου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα υπό ποιες προϋποθέσεις ένα έργο το οποίο εγκρίθηκε πριν από την εγγραφή του οικείου τόπου στον κατάλογο των ΤΚΣ πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μεταγενέστερης επανεξετάσεως όσον αφορά τις επιπτώσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, και ποια κριτήρια πρέπει να εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή. Εξηγεί ότι έχει ανάγκη αυτές τις διευκρινίσεις προκειμένου να ελέγξει τη νομιμότητα της συμπληρωματικής διαδικασίας που διεξήχθη το 2008.

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων την έννοια ότι σχέδιο κατασκευής γέφυρας, το οποίο εγκρίθηκε πριν ο οικείος τόπος περιληφθεί στον κατάλογο των ΤΚΣ και το οποίο δεν υπηρετεί άμεσα τη διαχείριση του τόπου, πρέπει να υποβληθεί πριν από την εκτέλεσή του σε επανεξέταση των επιπτώσεών του, αν ο τόπος περιελήφθη στον κατάλογο μετά τη χορήγηση της άδειας αλλά πριν από την έναρξη της εκτελέσεως, πριν δε από τη χορήγηση της άδειας είχε πραγματοποιηθεί μόνον αξιολόγηση των κινδύνων/προκαταρκτική εξέταση;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Πρέπει η εθνική αρχή να τηρήσει κατά τη μεταγενέστερη επανεξέταση τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας περί οικοτόπων, αν κατά την προηγηθείσα της χορηγήσεως της άδειας αξιολόγηση κινδύνων/προκαταρκτική εξέταση τις εφάρμοσε προληπτικά;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

Ποιες απαιτήσεις πρέπει να τίθενται σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων για τη μεταγενέστερη επανεξέταση άδειας που χορηγήθηκε για ένα έργο και ποιο χρονικό σημείο πρέπει να αφορά η επανεξέταση;

4)

Πρέπει στο πλαίσιο συμπληρωματικής διαδικασίας, η οποία αποσκοπεί στη θεραπεία διαπιστωθέντος σφάλματος μεταγενέστερης επανεξετάσεως κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων ή εκτιμήσεως των επιπτώσεων κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, να ληφθεί υπόψη με κατάλληλες τροποποιήσεις των απαιτήσεων της εκτιμήσεως το γεγονός ότι το έργο ολοκληρώθηκε και τέθηκε σε λειτουργία, επειδή η έγκριση του σχεδίου ήταν άμεσα εκτελεστή, η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων υπήρξε ανεπιτυχής και η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων κατέστη αμετάκλητη; Ισχύει αυτό οπωσδήποτε για μια εκ των υστέρων αναγκαία εκτίμηση των εναλλακτικών λύσεων στο πλαίσιο αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

30

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι σχέδιο ή έργο μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση τόπου, το οποίο εγκρίθηκε, κατόπιν μελέτης που δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, πριν από την εγγραφή του οικείου τόπου στον κατάλογο των ΤΚΣ, πρέπει να υποβάλλεται, από τις αρμόδιες αρχές, σε εκ των υστέρων εξέταση ως προς τις επιπτώσεις του επί του τόπου αυτού πριν από την εκτέλεσή του.

31

Για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξακριβωθεί, πρώτον, αν το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης. Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί αν μπορεί να υπάρχει υποχρέωση, βάσει της διατάξεως αυτής, διενέργειας εκ των υστέρων εξετάσεως των επιπτώσεων επί του οικείου τόπου ενός έργου όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη.

32

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας περί οικοτόπων, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, τα μέτρα προστασίας του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας αυτής επιβάλλονται μόνο στους τόπους οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, έχουν εγγραφεί στον κατάλογο των τόπων που επελέγησαν ως ΤΚΣ, ο οποίος έχει καταρτιστεί από την Επιτροπή κατά τη διαδικασία του άρθρου 21 της ίδιας οδηγίας (προπαρατεθείσες αποφάσεις Dragaggi κ.λπ., C‑117/03, EU:C:2005:16, σκέψη 25, καθώς και Bund Naturschutz in Bayern κ.λπ., C‑244/05, EU:C:2006:579, σκέψη 36).

33

Το Δικαστήριο έχει κρίνει, ωστόσο, ότι, ακόμη και αν ένα έργο έχει εγκριθεί προτού το προβλεπόμενο από την οδηγία περί οικοτόπων καθεστώς προστασίας καταστεί εφαρμοστέο επί του οικείου τόπου, και μολονότι, συνεπώς, ένα τέτοιο έργο δεν υπέκειτο στις διατάξεις της διαδικασίας προηγούμενης εκτιμήσεως κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, η εκτέλεσή του εμπίπτει εντούτοις στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Stadt Papenburg, C‑226/08, EU:C:2010:10, σκέψεις 48 και 49, καθώς και Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑404/09, EU:C:2011:768, σκέψεις 124 και 125).

34

Εν προκειμένω, από την χρονολογία των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης προκύπτει ότι η κατασκευή της γέφυρας που αποκαλείται «Waldschlößchenbrücke» πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 2007 και 2013, ήτοι μετά την εγγραφή του οικείου τόπου στον κατάλογο των ΤΚΣ τον Δεκέμβριο του 2004. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε στις σκέψεις 32 και 33 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να συναχθεί ότι η εκτέλεση του έργου αυτού εμπίπτει, μετά την εγγραφή αυτή, στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων.

35

Όσον αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων επιβάλλει την υποχρέωση επανεξετάσεως των επιπτώσεων σχεδίου ή έργου, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, το οποίο εγκρίθηκε πριν από την εγγραφή του οικείου τόπου στον κατάλογο των ΤΚΣ, βάσει εκ των προτέρων μελέτης των κινδύνων που δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα από το γράμμα του εν λόγω άρθρου 6, παράγραφος 2.

36

Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, το οποίο εισάγει, με το γράμμα του, διαδικασία που αποσκοπεί στο να εξασφαλίζεται, βάσει προκαταρκτικού ελέγχου, ότι ένα σχέδιο ή έργο μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του οικείου τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, θα εγκρίνεται μόνον εφόσον δεν θα παραβλάπτει την ακεραιότητα του τόπου αυτού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Sweetman κ.λπ., C‑258/11, EU:C:2013:220, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής δεν προβλέπει ρητώς ακριβή μέτρα προστασίας, όπως είναι μια υποχρέωση εξετάσεως ή επανεξετάσεως των επιπτώσεων σχεδίου ή έργου επί των φυσικών οικοτόπων και των ειδών.

37

Η διάταξη αυτή επιβάλλει μια γενική υποχρέωση προστασίας, που αποσκοπεί στη λήψη κατάλληλων μέτρων προστασίας για την αποτροπή της υποβαθμίσεως και των ενοχλήσεων που θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές συνέπειες από την άποψη των σκοπών της οδηγίας αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging, C‑127/02,EU:C:2004:482, σκέψη 38· Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑304/05, EU:C:2007:532, σκέψη 92, καθώς και Sweetman κ.λπ., C‑258/11, EU:C:2013:220, σκέψη 33). Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών της, η υποχρέωση αυτή έχει πάγιο χαρακτήρα.

38

Όσον αφορά τα έργα τα οποία δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η υποχρέωση ελέγχου των επιπτώσεων των υφισταμένων σχεδίων ή έργων επί του οικείου τόπου μπορεί να βασιστεί στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑6/04, EU:C:2005:626, σκέψεις 57 και 58).

39

Ωστόσο, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 48 και 49 των προτάσεών της, δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτη υποχρέωση διενέργειας ενός τέτοιου εκ των υστέρων ελέγχου.

40

Συγκεκριμένα, η έκφραση «κατάλληλα μέτρα» που περιέχεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη έχουν περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

41

Πρέπει, εντούτοις, να υπομνησθεί ότι δραστηριότητα είναι σύμφωνη με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων μόνον εφόσον διασφαλίζεται ότι δεν συνεπάγεται καμία ενόχληση ικανή να θίξει σημαντικά τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, ιδίως δε τους στόχους διατηρήσεως που αυτή επιδιώκει (απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑404/09, EU:C:2011:768, σκέψη 126 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42

Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι η ύπαρξη ακόμη και πιθανότητας ή κινδύνου προκλήσεως, από οικονομική δραστηριότητα επί προστατευόμενου τόπου, σημαντικών ενοχλήσεων για ορισμένο είδος μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί η ύπαρξη σχέσεως αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ της δραστηριότητας αυτής και της σημαντικής ενοχλήσεως που προκαλείται στο προστατευόμενο είδος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑404/09, EU:C:2011:768, σκέψη 142 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43

Κατά συνέπεια, η εκτέλεση έργου που ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τον οικείο τόπο και το οποίο δεν έχει υποβληθεί, προτού εγκριθεί, σε εκτίμηση σύμφωνη με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων μπορεί να συνεχιστεί, μετά την εγγραφή του τόπου αυτού στον κατάλογο των ΤΚΣ, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχουν αποκλεισθεί η πιθανότητα ή ο κίνδυνος υποβαθμίσεως των οικοτόπων ή προκλήσεως ενοχλήσεων στα είδη, που θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας αυτής.

44

Όταν ενδέχεται να παρουσιαστεί μια τέτοια πιθανότητα ή ένας τέτοιος κίνδυνος διότι δεν διενεργήθηκε, ως «κατάλληλο μέτρο» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, εκ των υστέρων εξέταση των επιπτώσεων του σχεδίου ή έργου επί του οικείου τόπου βάσει των βέλτιστων επιστημονικών γνώσεων, η υποχρέωση γενικής προστασίας η οποία διαλαμβάνεται στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως ισοδυναμεί με υποχρέωση διενέργειας της εξετάσεως αυτής.

45

Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, βάσει των στοιχείων τα οποία διαθέτει και τα οποία μόνον αυτό μπορεί να εκτιμήσει, αν μια νέα εκτίμηση σχεδίου ή έργου που ενδέχεται να επηρεάσει έναν ΤΚΣ συνιστά το μοναδικό κατάλληλο μέτρο, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, για την αποτροπή της πιθανότητας ή του κινδύνου υποβαθμίσεως των οικοτόπων ή προκλήσεως ενοχλήσεων στα είδη, που θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας αυτής.

46

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι σχέδιο ή έργο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο εγκρίθηκε, κατόπιν μελέτης που δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, πριν από την εγγραφή του οικείου τόπου στον κατάλογο των ΤΚΣ, πρέπει να υποβάλλεται, από τις αρμόδιες αρχές, σε εκ των υστέρων εξέταση ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο αυτό αν η εξέταση αυτή συνιστά το μόνο κατάλληλο μέτρο για την αποτροπή του ενδεχόμενου η εκτέλεση του εν λόγω σχεδίου ή έργου να προκαλέσει υποβάθμιση ή ενοχλήσεις που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας αυτής. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

Επί του τρίτου ερωτήματος

47

Με το τρίτο του ερώτημα, που πρέπει να εξεταστεί εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί ποιες είναι οι απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να ικανοποιεί μια εκ των υστέρων εξέταση η οποία διενεργήθηκε βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων και η οποία αφορά τις επιπτώσεις επί του οικείου τόπου σχεδίου ή έργου του οποίου η εκτέλεση άρχισε μετά την εγγραφή του τόπου αυτού στον κατάλογο των ΤΚΣ. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς την ημερομηνία στην οποία πρέπει να αναφέρεται η εξέταση αυτή.

48

Πρέπει, εκ προοιμίου, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων εμπεριέχει την αρχή της προφυλάξεως και παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής αποτροπής των προσβολών που μπορούν να προκαλέσουν στην ακεραιότητα των προστατευόμενων τόπων τα υπό εξέταση σχέδια ή έργα. Ένα λιγότερο αυστηρό κριτήριο εγκρίσεως δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει εξίσου αποτελεσματικά την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των τόπων, τον οποίο ακριβώς επιδιώκει η εν λόγω διάταξη (απόφαση Briels κ.λπ., C‑521/12, EU:C:2014:330, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49

Κατά πάγια νομολογία, η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου ή του έργου στον οικείο τόπο, δεδομένου ότι πρέπει να πραγματοποιείται βάσει του εν λόγω άρθρου 6, παράγραφος 3, προϋποθέτει ότι πρέπει να προσδιορίζονται, λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, όλες οι πτυχές του σχεδίου που θα μπορούσαν, αυτές καθεαυτές ή σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, να επηρεάσουν τους σκοπούς διατηρήσεως του τόπου αυτού (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑241/08, EU:C:2010:114, σκέψη 69· Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑404/09, EU:C:2011:768, σκέψη 99, καθώς και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας κ.λπ., C‑43/10, EU:C:2012:560, σκέψεις 112 και 113).

50

Η εκτίμηση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων δεν μπορεί συνεπώς να παρουσιάζει κενά και πρέπει να περιέχει πλήρη, ακριβή και οριστικά συμπεράσματα και διαπιστώσεις, ώστε να αίρεται κάθε εύλογη αμφιβολία, από επιστημονικής απόψεως, όσον αφορά τις επιπτώσεις των σχεδιαζόμενων εργασιών στον οικείο προστατευόμενο τόπο (απόφαση Briels κ.λπ., C‑521/12, EU:C:2014:330, σκέψη 27).

51

Αντιθέτως, το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων δεν ορίζει κανένα ειδικό κριτήριο για την εφαρμογή των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται βάσει της διατάξεως αυτής.

52

Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας περί οικοτόπων πρέπει να ερμηνεύονται ως ενιαίο σύνολο σε σχέση με τους σκοπούς διατηρήσεως που επιδιώκονται με την εν λόγω οδηγία και ότι οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στη διασφάλιση ίδιου επιπέδου προστασίας για τους φυσικούς οικοτόπους και τους οικοτόπους ειδών (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Sweetman κ.λπ., C‑258/11, EU:C:2013:220, σκέψη 32, καθώς και Briels κ.λπ., C‑521/12, EU:C:2014:330, σκέψη 19).

53

Όταν υποχρέωση διενέργειας εκ των υστέρων εξετάσεως των επιπτώσεων σχεδίου ή έργου επί του οικείου τόπου στηρίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, η εξέταση αυτή πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να εξασφαλίζει ότι η εκτέλεση του εν λόγω σχεδίου ή έργου δεν θα έχει ως επακόλουθο υποβάθμιση ή ενοχλήσεις που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας αυτής.

54

Συνεπώς, αν μια εκ των υστέρων εξέταση, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, πρέπει να θεωρηθεί, εν προκειμένω, «κατάλληλο μέτρο» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η εξέταση αυτή πρέπει να ορίζει λεπτομερώς ποιους κινδύνους υποβαθμίσεως ή ενοχλήσεων που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως συνεπάγεται η εκτέλεση του οικείου σχεδίου ή έργου και να διενεργείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

55

Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να αποκλείεται η δυνατότητα κράτους μέλους, κατ’ αναλογία προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων κατά παρέκκλιση διαδικασία, να επικαλεστεί επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος και, εφόσον πληρούνται κατ’ ουσίαν οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής, να επιτρέψει σχέδιο ή έργο το οποίο άλλως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι απαγορεύεται από την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑404/09, EU:C:2011:768, σκέψη 156).

56

Πάντως, εξέταση που ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων είναι αναγκαία σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες, κατ’ αναλογία με το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 4, σχέδιο ασύμβατο με τους σκοπούς διατηρήσεως του οικείου τόπου πρέπει να εκτελεσθεί για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας κ.λπ., C‑43/10, EU:C:2012:560, σκέψη 114).

57

Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 4, δύναται να εφαρμοστεί μόνο μετά από ανάλυση των επιπτώσεων σχεδίου ή έργου σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων. Συνεπώς, η γνώση των επιπτώσεων αυτών όσον αφορά τους σκοπούς διατηρήσεως του οικείου τόπου συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, διότι, χωρίς τα στοιχεία αυτά, καμία προϋπόθεση εφαρμογής της παρεκκλίσεως αυτής δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί. Για την εξέταση των ενδεχόμενων επιτακτικών λόγων σημαντικού δημοσίου συμφέροντος καθώς και του ζητήματος αν υπάρχουν λιγότερο επιβλαβείς εναλλακτικές λύσεις απαιτείται πράγματι στάθμιση σε σχέση με τις βλάβες που θα προξενήσει στον τόπο το υπό κρίση σχέδιο ή έργο. Περαιτέρω, προκειμένου να καθοριστεί το είδος των ενδεχόμενων αντισταθμιστικών μέτρων, είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν, προηγουμένως, επακριβώς οι επιβλαβείς συνέπειες για τον τόπο αυτόν (απόφαση Solvay κ.λπ., C‑182/10, EU:C:2012:82, σκέψη 74).

58

Όσον αφορά την ημερομηνία στην οποία πρέπει να αναφέρεται μια εκ των υστέρων εξέταση, όπως αυτή που διαλαμβάνεται στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας περί οικοτόπων, ένας τόπος προστατεύεται βάσει της οδηγίας αυτής μόνον από της ημερομηνίας στην οποία ενεγράφη στον κατάλογο των ΤΚΣ.

59

Κατά συνέπεια, κάθε μέτρο που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής δεν μπορεί να αφορά ημερομηνία που ανάγεται σε χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο οικείος τόπος δεν είχε περιληφθεί στον κατάλογο των ΤΚΣ.

60

Περαιτέρω, ο σκοπός της διατάξεως αυτής θα επιτυγχανόταν μόνον ατελώς αν ένα τέτοιο μέτρο στηριζόταν σε μια κατάσταση διατηρήσεως των οικοτόπων και των ειδών που δεν θα ελάμβανε υπόψη ή θα απέκρυβε τα στοιχεία που προκάλεσαν ή που θα μπορούσαν να συνεχίσουν να προκαλούν υποβάθμιση ή σημαντικές ενοχλήσεις μετά την ημερομηνία εγγραφής του οικείου τόπου στον εν λόγω κατάλογο.

61

Επομένως, μια διαδικασία εκ των υστέρων εξετάσεως σχεδίου ή έργου δυνάμενου να επηρεάσει σημαντικά τον οικείο τόπο, η οποία κατέστη αναγκαία βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που υπάρχουν κατά την ημερομηνία εγγραφής του τόπου αυτού στον κατάλογο των ΤΚΣ, καθώς και όλες τις επιπτώσεις που επήλθαν ή που θα μπορούσαν να επέλθουν κατόπιν της μερικής ή ολικής εκτελέσεως αυτού του σχεδίου ή έργου επί του εν λόγω τόπου μετά την ημερομηνία αυτή.

62

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, μια εκ των υστέρων εξέταση των επιπτώσεων επί του οικείου τόπου σχεδίου ή έργου του οποίου η εκτέλεση άρχισε μετά την εγγραφή του τόπου αυτού στον κατάλογο των ΤΚΣ αποβεί αναγκαία, η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής. Μια τέτοια εξέταση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που υπάρχουν κατά την ημερομηνία της εγγραφής αυτής καθώς και όλες τις επιπτώσεις που επήλθαν ή που θα μπορούσαν να επέλθουν κατόπιν της μερικής ή ολικής εκτελέσεως αυτού του σχεδίου ή έργου επί του εν λόγω τόπου μετά την ημερομηνία αυτή.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

63

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο τρίτο ερώτημα, από την οποία προκύπτει ότι, όσον αφορά μια εκ των υστέρων εξέταση όπως αυτή για την οποία πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης, η αρμόδια διοικητική αρχή δεσμεύεται από τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

Επί του τέταρτου ερωτήματος

64

Με το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι, όταν διενεργείται νέα εξέταση των επιπτώσεων επί του οικείου τόπου προκειμένου να διορθωθούν σφάλματα που διαπιστώθηκαν σχετικά με την εκ των προτέρων εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε πριν από την εγγραφή του τόπου αυτού στον κατάλογο των ΤΚΣ ή σχετικά με την εκ των υστέρων εξέταση βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, ενώ το σχέδιο ή το έργο έχει ήδη εκτελεστεί, οι απαιτήσεις του ελέγχου που διενεργείται στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξετάσεως δεν μπορούν να τροποποιηθούν λόγω του ότι η απόφαση περί εγκρίσεως αυτού του σχεδίου ή έργου ήταν άμεσα εκτελεστή, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έχει απορριφθεί και η απορριπτική αυτή απόφαση έχει καταστεί πλέον απρόσβλητη.

65

Το δικαστήριο αυτό επιθυμεί επίσης να γνωρίζει αν το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι οι απαιτήσεις του ελέγχου που διενεργείται στο πλαίσιο της εξετάσεως των εναλλακτικών λύσεων μπορούν να τροποποιηθούν λόγω του ότι το σχέδιο ή το έργο έχει ήδη εκτελεστεί.

66

Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, αν δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη, κατά την εκ των υστέρων εξέταση των εναλλακτικών λύσεων, το γεγονός ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη γέφυρα έχει ήδη κατασκευασθεί βάσει αδείας, η άμεση εκτέλεση της αποφάσεως περί εγκρίσεως του έργου αυτού θα συνεπαγόταν όχι μόνον έναν ανυπολόγιστο κίνδυνο, τον οποίο προφανώς δεν θέλησε ο νομοθέτης, για το εν λόγω έργο και τον κατασκευαστή του, αλλά δεν θα λαμβάνονταν πλήρως υπόψη οι οικονομικές και οικολογικές συνέπειες που συνδέονται με εκ των υστέρων υλοποίηση μιας εναλλακτικής λύσης. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται συνεπώς αν επιτρέπεται να περιλαμβάνονται επίσης στην εξέταση των εναλλακτικών λύσεων το κόστος, οι οικολογικές επιπτώσεις, ειδικότερα επί των οικοτόπων και των ειδών που προστατεύονται δυνάμει της οδηγίας περί οικοτόπων, καθώς και οι οικονομικές συνέπειες που συνδέονται με την εξάλειψη ενός έργου του οποίου η κατασκευή έχει ήδη επιτραπεί και υλοποιηθεί.

67

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, όπως προκύπτει από τη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, ότι μια εκ των υστέρων εξέταση στηριζόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων.

68

Οι απαιτήσεις αυτές δεν μπορούν να τροποποιούνται απλώς και μόνον λόγω του γεγονότος ότι το επίμαχο έργο κατασκευάστηκε βάσει εγκριτικής αποφάσεως που είναι άμεσα εκτελεστή δυνάμει του εθνικού δικαίου ή του γεγονότος ότι αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υποβλήθηκε για να εμποδιστεί η έναρξη των εγκριθεισών με την απόφαση αυτή εργασιών έχει απορριφθεί και η απορριπτική αυτή απόφαση έχει καταστεί απρόσβλητη.

69

Συγκεκριμένα, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας κατ’ ουσίαν στο σημείο 64 των προτάσεών της, και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, όπως υπενθυμίζεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί οικοτόπων, η πρακτική αποτελεσματικότητα της τελευταίας αυτής θα διακυβευόταν αν εσωτερικοί διαδικαστικοί κανόνες μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τη μείωση της ανάγκης συμμορφώσεως με τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής.

70

Όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, μια νέα εξέταση των επιπτώσεων επί του οικείου τόπου σχεδίου ή έργου το οποίο έχει ήδη εκτελεστεί πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο οι κίνδυνοι υποβαθμίσεως ή ενοχλήσεων που θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων να έχουν ήδη προκληθεί λόγω της υλοποιήσεως του επίμαχου έργου. Επιπλέον, η εξέταση αυτή πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα να καθοριστεί αν οι κίνδυνοι αυτοί μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν αν συνεχιστεί η εκμετάλλευση του έργου αυτού.

71

Αν από τη νέα αυτή εξέταση προκύψει ότι η κατασκευή ή η θέση σε λειτουργία της επίμαχης στην κύρια δίκη γέφυρας έχει ήδη προκαλέσει ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει υποβάθμιση ή ενοχλήσεις που θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας περί οικοτόπων, απομένει ωστόσο η δυνατότητα, που αναφέρθηκε στις σκέψεις 55 έως 59 της παρούσας αποφάσεως, να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής.

72

Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, στην περίπτωση κατά την οποία, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτιμήσεως που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων, σχέδιο ή έργο πρέπει εντούτοις να πραγματοποιηθεί για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων των λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, και εφόσον δεν υφίστανται εναλλακτικές λύσεις, το οικείο κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000 (απόφαση Solvay κ.λπ., C‑182/10, EU:C:2012:82, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73

Ωστόσο, όπως έχει κρίνει επανειλημμένως το Δικαστήριο, το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων πρέπει, ως διάταξη εισάγουσα παρέκκλιση από το προβλεπόμενο στη δεύτερη περίοδο της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου κριτήριο εγκρίσεως, να ερμηνεύεται στενά (απόφαση Solvay κ.λπ., C‑182/10, EU:C:2012:82, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

74

Όσον αφορά, εν προκειμένω, την εξέταση των εναλλακτικών λύσεων στο πλαίσιο κατ’ αναλογίαν εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων, πρέπει να επισημανθεί ότι η αναζήτηση εναλλακτικής λύσεως δεν μπορεί να αγνοεί ούτε ενδεχόμενη υποβάθμιση και ενοχλήσεις που προκαλούνται από την κατασκευή και τη θέση σε λειτουργία του επίμαχου έργου, ούτε ενδεχόμενα πλεονεκτήματα που ενέχει το έργο αυτό. Συνεπώς, η εξέταση των εναλλακτικών λύσεων απαιτεί τη στάθμιση των περιβαλλοντικών συνεπειών της διατηρήσεως ή του περιορισμού της χρήσεως του επίμαχου έργου, περιλαμβανομένου και του κλεισίματός του, ακόμη δε και της κατεδαφίσεώς του, αφενός, και των σημαντικών δημοσίων συμφερόντων που οδήγησαν στην κατασκευή του, αφετέρου.

75

Όσον αφορά τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως των εναλλακτικών λύσεων, περιλαμβανομένης της δυνατότητας κατεδαφίσεως ενός έργου όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, πρέπει να επισημανθεί ότι αν ένα μέτρο μπορεί να συνεπάγεται κινδύνους υποβαθμίσεως ή ενοχλήσεων που θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, το μέτρο αυτό θα ήταν, όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αντίθετο προς τον σκοπό της διατάξεως αυτής και δεν θα μπορούσε συνεπώς να θεωρηθεί εναλλακτική λύση κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής.

76

Κατά συνέπεια, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 69 των προτάσεών της, αν από τη στάθμιση των συμφερόντων και των προτεραιοτήτων συναχθεί το συμπέρασμα ότι το ήδη κατασκευασθέν έργο πρέπει να κατεδαφιστεί, κάθε πρόταση περί κατεδαφίσεως πρέπει να θεωρηθεί, όπως θεωρήθηκε και η αρχική πρόταση για την κατασκευή του έργου αυτού, «σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, η δε πρόταση αυτή πρέπει να υποβληθεί στην εκτίμηση που επιβάλλει η διάταξη αυτή προτού μπορέσει να υλοποιηθεί.

77

Όσον αφορά το οικονομικό κόστος των μέτρων που μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως των εναλλακτικών λύσεων, περιλαμβανομένης της κατεδαφίσεως του ήδη κατασκευασθέντος έργου, στο οποίο αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να τονιστεί, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 70 των προτάσεών της, ότι το κόστος αυτό δεν έχει σημασία ισοδύναμη με τον σκοπό της διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας που επιδιώκει η οδηγία περί οικοτόπων. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της στενής ερμηνείας του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το οικονομικό κόστος και μόνον των μέτρων αυτών μπορεί να είναι καθοριστικό για την επιλογή των εναλλακτικών λύσεων βάσει της διατάξεως αυτής.

78

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

η οδηγία περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι, όταν διενεργείται νέα εξέταση των επιπτώσεων επί του οικείου τόπου προκειμένου να διορθωθούν σφάλματα που διαπιστώθηκαν σχετικά με την εκ των προτέρων εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε πριν από την εγγραφή του τόπου αυτού στον κατάλογο των ΤΚΣ ή σχετικά με την εκ των υστέρων εξέταση βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, ενώ το σχέδιο ή το έργο έχει ήδη εκτελεστεί, οι απαιτήσεις του ελέγχου που διενεργείται στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξετάσεως δεν μπορούν να τροποποιηθούν λόγω του ότι η απόφαση περί εγκρίσεως αυτού του σχεδίου ή έργου ήταν άμεσα εκτελεστή, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έχει απορριφθεί και η απορριπτική αυτή απόφαση έχει καταστεί πλέον απρόσβλητη. Επιπλέον, η εν λόγω εξέταση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους υποβαθμίσεως ή ενοχλήσεων που θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, και οι οποίοι ενδέχεται να έχουν ήδη προκληθεί λόγω της υλοποιήσεως του επίμαχου σχεδίου ή έργου

το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι οι απαιτήσεις του ελέγχου που διενεργείται στο πλαίσιο της εξετάσεως των εναλλακτικών λύσεων δεν μπορούν να τροποποιούνται λόγω του γεγονότος ότι το σχέδιο ή το έργο έχει ήδη εκτελεσθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

79

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, έχει την έννοια ότι σχέδιο ή έργο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο εγκρίθηκε, κατόπιν μελέτης που δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, πριν από την εγγραφή του οικείου τόπου στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας, πρέπει να υποβάλλεται, από τις αρμόδιες αρχές, σε εκ των υστέρων εξέταση ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο αυτό αν η εξέταση αυτή συνιστά το μόνο κατάλληλο μέτρο για την αποτροπή του ενδεχόμενου η εκτέλεση του εν λόγω σχεδίου ή έργου να προκαλέσει υποβάθμιση ή ενοχλήσεις που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας αυτής. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

 

2)

Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, μια εκ των υστέρων εξέταση των επιπτώσεων επί του οικείου τόπου σχεδίου ή έργου του οποίου η εκτέλεση άρχισε μετά την εγγραφή του τόπου αυτού στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας αποβεί αναγκαία, η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής. Μια τέτοια εξέταση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που υπάρχουν κατά την ημερομηνία της εγγραφής αυτής καθώς και όλες τις επιπτώσεις που επήλθαν ή που θα μπορούσαν να επέλθουν κατόπιν της μερικής ή ολικής εκτελέσεως αυτού του σχεδίου ή έργου επί του εν λόγω τόπου μετά την ημερομηνία αυτή.

 

3)

Η οδηγία 92/43 έχει την έννοια ότι, όταν διενεργείται νέα εξέταση των επιπτώσεων επί του οικείου τόπου προκειμένου να διορθωθούν σφάλματα που διαπιστώθηκαν σχετικά με την εκ των προτέρων εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε πριν από την εγγραφή του τόπου αυτού στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας ή σχετικά με την εκ των υστέρων εξέταση βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/43, ενώ το σχέδιο ή το έργο έχει ήδη εκτελεστεί, οι απαιτήσεις του ελέγχου που διενεργείται στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξετάσεως δεν μπορούν να τροποποιηθούν λόγω του ότι η απόφαση περί εγκρίσεως αυτού του σχεδίου ή έργου ήταν άμεσα εκτελεστή, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έχει απορριφθεί και η απορριπτική αυτή απόφαση έχει καταστεί πλέον απρόσβλητη. Επιπλέον, η εν λόγω εξέταση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους υποβαθμίσεως ή ενοχλήσεων που θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, και οι οποίοι ενδέχεται να έχουν ήδη προκληθεί λόγω της υλοποιήσεως του επίμαχου σχεδίου ή έργου.

Το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι οι απαιτήσεις του ελέγχου που διενεργείται στο πλαίσιο της εξετάσεως των εναλλακτικών λύσεων δεν μπορούν να τροποποιούνται λόγω του γεγονότος ότι το σχέδιο ή το έργο έχει ήδη εκτελεσθεί.

 

(υπογραφές)


( *1 )   Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top