EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004DC0178

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την υποβολή πρότασης οδηγίας και δύο προτάσεων σύστασης προκειμένου να διευκολυνθεί η εισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς επιστημονικής έρευνας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα

/* COM/2004/0178 τελικό */

52004DC0178

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την υποβολή πρότασης οδηγίας και δύο προτάσεων σύστασης προκειμένου να διευκολυνθεί η εισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς επιστημονικής έρευνας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα /* COM/2004/0178 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ σχετικά με την υποβολή πρότασης οδηγίας και δύο προτάσεων σύστασης προκειμένου να διευκολυνθεί η εισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς επιστημονικής έρευνας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα

(υποβληθείς από την Επιτροπή)

1. Γενική παρουσίαση

1.1 Ανάπτυξη της έρευνας για να καταστεί η πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο

Από την έναρξή του από την Επιτροπή τον Ιανουάριο 2000, ο ευρωπαϊκός χώρος έρευνας [1] αποτελεί τον κεντρικό άξονα της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της έρευνας. Μετά την έγκρισή του από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας τον Μάρτιο 2000, αποτελεί τον πυρήνα του νέου στρατηγικού στόχου τον οποίο όρισε η Ευρωπαϊκή Ένωση για την επόμενη δεκαετία, ο οποίος συνίσταται στο να γίνει η πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο. Η υλοποίηση αυτού του στόχου προϋποθέτει συνολική στρατηγική που να στοχεύει στην προετοιμασία της μετάβασης σε μία κοινωνία και μία οικονομία βασισμένες στη γνώση. Ένα από τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εφαρμογή της είναι η υποστήριξη που παρέχεται στην κινητικότητα των ερευνητών, όπως τονίστηκε μεταξύ άλλων σε ψήφισμα του Συμβουλίου της 10ης Δεκεμβρίου 2001. Στα συμπεράσματά του της Λισσαβόνας, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «κάλεσε το Συμβούλιο και την Επιτροπή, από κοινού ενδεχομένως με τα κράτη μέλη, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την άρση των εμποδίων στην κινητικότητα των ερευνητών στην Ευρώπη μέχρι το 2002 και την προσέλκυση και τη συγκράτηση ιδιαίτερα ταλαντούχων ερευνητών στην Ευρώπη» [2]. Αυτή η βούληση επιβεβαιώθηκε εκ νέου στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 2002 με τα οποία καλεί τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να ενισχύσουν τις δράσεις που αναλαμβάνονται για την περαιτέρω ανάπτυξη του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας κυρίως «διευκολύνοντας ή συνεχίζοντας να διευκολύνουν την είσοδο και διαμονή ερευνητών από τρίτες χώρες». Την ίδια άποψη συμμερίζεται επίσης το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κυρίως σε έκθεση της 9ης Μαΐου 2000 [3] και σε ψήφισμα της 18ης Μαΐου [4].

[1] COM(2000)6 της 18ης Ιανουαρίου 2000.

[2] Σημείο 13 των συμπερασμάτων.

[3] Έκθεση σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής «Προς έναν ευρωπαϊκό χώρο έρευνας» (A5-0131).

[4] Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Μαΐου 2000 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής «Προς έναν ευρωπαϊκό χώρο έρευνας» (A5-0131/2000), σ.40.

1.2 Προώθηση της κινητικότητας των ερευνητών στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

Η κινητικότητα των ερευνητών αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της απόκτησης και μεταφοράς γνώσεων. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η οποία στηρίζεται ολοένα και περισσότερο στη γνώση, προσδίδει στη διεθνή διάσταση της επιστήμης μία συνεχώς αυξανόμενη σημασία. Αυτός ο προβληματισμός, ο οποίος τονίστηκε στην ανακοίνωση της Επιτροπής «Η διεθνής διάσταση του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας» [5], αποτελεί εξίσου τον πυρήνα του έκτου προγράμματος πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας [6], και ειδικότερα του ειδικού προγράμματος «Δόμηση του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας» [7] το οποίο έδωσε ισχυρή ώθηση στο ζήτημα της κινητικότητας, ενθαρρύνοντας τόσο την κινητικότητα των ευρωπαίων ερευνητών προς άλλα μέρη του κόσμου όσο και την είσοδο και μετακίνηση των ερευνητών τρίτων χωρών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η νέα διάσταση της έρευνας χαρακτηρίστηκε κυρίως από ουσιαστικό άνοιγμα των δυνατοτήτων που προσφέρονται στους υπηκόους τρίτων χωρών να συμμετέχουν στο έκτο πρόγραμμα πλαίσιο. Το άνοιγμα στους ερευνητές τρίτων χωρών θεωρήθηκε ότι αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση μελλοντικά ελκυστική ως πόλος έρευνας σε παγκόσμιο επίπεδο.

[5] COM(2001)346 της 25ης Ιουνίου 2001

[6] ΕΕ L 232 της 29.8.2002, σ.1.

[7] ΕΕ L 294 της 29.10.2002, σ.44.

1.3 Ανάγκη 700 000 ερευνητών μέχρι το 2010

Μέσω της δραστηριότητας «Ανθρώπινοι πόροι και κινητικότητα» [8] του έκτου προγράμματος-πλαισίου έρευνας, η Επιτροπή διέθεσε 1,6 περίπου δισεκατ. ευρώ σε ενέργειες υπέρ της κατάρτισης, της κινητικότητας και της ανάπτυξης της σταδιοδρομίας των ερευνητών. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται στη διαπίστωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χρειαστεί μέχρι το 2010 περίπου 700.000 συμπληρωματικούς ερευνητές για να ανταποκριθεί στο στόχο που ορίστηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, να διατεθεί το 3% του ΑΕγχΠ των κρατών μελών σε δραστηριότητες έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης [9] πριν από τα τέλη της δεκαετίας. Αυτή η ανάγκη πρέπει να καλυφθεί χάρη σε σειρά συγκλινόντων μέτρων όπως η προσέλκυση μεγαλύτερου αριθμού νέων στους επιστημονικούς κλάδους της εκπαίδευσης, η βελτίωση των προοπτικών σταδιοδρομίας των ερευνητών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η αύξηση των δυνατοτήτων στον τομέα της κατάρτισης και της κινητικότητας. Δεδομένου όμως ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα βρει κατά πάσα πιθανότητα στο εσωτερικό της σημαντικό αριθμό ερευνητών, πρέπει εξίσου να ληφθούν μέτρα για να προσελκύσει ερευνητές από τρίτες χώρες.

[8] ΕΕ L 294 της 29.10.2002, σ.50.

[9] Ανακοίνωση «Επενδύοντας στην έρευνα: το πρόγραμμα δράσης για την Ευρώπη» της 30ης Απριλίου 2003 (COM(2003)226).

1.4 Ένα τριπλό νομικό μέσο

Η παρούσα πρωτοβουλία της Επιτροπής περιλαμβάνει ταυτόχρονα μια πρόταση οδηγίας και δύο προτάσεις σύστασης του Συμβουλίου. Η πρώτη σύσταση επιδιώκει να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν τάχιστα ορισμένα πρακτικά μέτρα, δεδομένου ότι η διαδικασία που οδηγεί στην πραγματική εφαρμογή οδηγίας διαρκεί αναγκαστικά πολλά έτη και η θέσπιση της οδηγίας δεν θα παρείχε από μόνη της τη δυνατότητα να υλοποιηθούν εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών οι στόχοι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που υπενθυμίζονται κάτωθι. Αυτή η σύσταση θα προηγηθεί από ορισμένες απόψεις της μεταφοράς της οδηγίας ζητώντας από τα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή μέτρα που βαίνουν προς την κατεύθυνση της οδηγίας και θα διευκολύνουν στη συνέχεια την εφαρμογή της. Εξάλλου, η υποβολή αυτής της σύστασης δικαιολογείται ανεξάρτητα από την οδηγία λόγω του ότι καλύπτει μαζί με την οικογενειακή επανένωση και τη λειτουργική συνεργασία, θέματα τα οποία δεν εξετάζονται στην πρόταση οδηγίας. Μία δεύτερη σύσταση εξετάζει το ειδικότερο ζήτημα των θεωρήσεων σύντομης διαμονής, για να καλύψει τις ιδιαίτερες ανάγκες των ερευνητών που καλούνται στο πλαίσιο των εργασιών τους να παρέμβουν κατά τη διάρκεια διασκέψεων ή συνεδρίων.

1.5 Ανάπτυξη της εταιρικής σχέση με τις τρίτες χώρες

Η εισδοχή στο εσωτερικό της μεγαλύτερου αριθμού ερευνητών από τρίτες χώρες θα αποβεί επωφελής για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα επιτρέψει κυρίως να πολλαπλασιαστούν τα επιστημονικά δίκτυα συνεργασίας και εταιρικής σχέσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή η βούληση να προωθηθεί η εισδοχή και η κινητικότητα των ερευνητών πρέπει εξάλλου να λάβει υπόψη την ανάγκη να ληφθούν συνοδευτικά μέτρα για να αποφευχθεί η ανάπτυξη νέων μορφών διαρροής επιστημόνων από λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Πέραν των μέτρων που αφορούν την πολιτική θεωρήσεων σύντομης διαμονής, τα οποία προβλέπονται στη σύσταση για να ευνοήσουν τη διεθνή κινητικότητα των ερευνητών και της πρόσκλησης που απευθύνεται στα κράτη μέλη να φροντίσουν για τη συνοχή μεταξύ αφενός των ενεργειών τους που αποβλέπουν στην προώθηση της εργασίας και της διαμονής των ερευνητών τρίτων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αφετέρου της καταπολέμησης της μετανάστευσης επιστημονικού δυναμικού από αναδυόμενες ή αναπτυσσόμενες χώρες, πρέπει να μελετηθούν και άλλα μέτρα στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσης με τις χώρες καταγωγής, η οποία συγκαταλέγεται σύμφωνα με τα συμπεράσματα της διάσκεψης κορυφής του Τάμπερε μεταξύ των στοιχείων που είναι απαραίτητα για την εγκαθίδρυση συνολικής πολιτικής μετανάστευσης. Η Κοινότητα έχει ήδη αποφασίσει στο έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας να χρηματοδοτήσει μηχανισμούς επανένταξης ερευνητών στη χώρα καταγωγής τους, όταν προέρχονται από αναπτυσσόμενες ή σε μεταβατικό στάδιο χώρες [10] και θα μελετήσει τη δυνατότητα να θεσπιστούν άλλα μέτρα που να ευνοούν την ανάπτυξη «επιστημονικής διασποράς» που να συγκεντρώνει τους εκπατρισθέντες ερευνητές που εργάζονται για την ανάπτυξη της χώρας καταγωγής τους στους επιστημονικούς και τεχνικούς τομείς και στους τομείς της ανώτερης εκπαίδευσης. Ο προβληματισμός σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα εξελίχθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την ανακοίνωση της Επιτροπής «Για την ενσωμάτωση των θεμάτων της μετανάστευσης στις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις τρίτες χώρες» της 3ης Δεκεμβρίου 2002 [11] βάσει της οποίας το Συμβούλιο θέσπισε στις 19 Μαΐου 2003 συμπεράσματα για το ζήτημα της μετανάστευσης και της ανάπτυξης ζητώντας από την Επιτροπή να υποβάλει μέχρι τα τέλη του 2004 έκθεση και συγκεκριμένες προτάσεις.

[10] Δράσεις Marie Curie « Ανθρώπινοι πόροι και κινητικότητα ».

[11] COM(2002)703.

2. Γένεση και συμβιβάσιμο των προτάσεων με τις άλλες πρωτοβουλίες της Επιτροπής

2.1. Προτάσεις σύμφωνα με την ευρωπαϊκή πολιτική έρευνας

Το ζήτημα μεγαλύτερου ανοίγματος των προγραμμάτων έρευνας στους υπηκόους τρίτων χωρών εξετάστηκε ήδη από την έναρξη του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας. Μετά την εντολή που δόθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας, η Επιτροπή συγκρότησε κατά τη διάρκεια του 2000 ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου στην οποία ανέθεσε να προσδιορίσει τα εμπόδια που τίθενται όσον αφορά την κινητικότητα των ερευνητών και να διατυπώσει προτάσεις για την εξάλειψή τους. Με βάση την έκθεση της ομάδας που υπεβλήθη στις 4 Απριλίου 2001 [12], η Επιτροπή θέσπισε στις 20 Ιουνίου 2001 μία ανακοίνωση προτείνοντας «μία στρατηγική κινητικότητας για τον ευρωπαϊκό χώρο έρευνας» [13] στην οποία διατυπώνει σειρά συγκεκριμένων προτάσεων, ορισμένες εκ των οποίων αφορούν νομικά και κανονιστικά θέματα και κυρίως την ιδέα να δημιουργηθεί ένας ειδικός τίτλος διαμονής για τους ερευνητές τρίτων χωρών. Η εφαρμογή αυτής της ανακοίνωσης επέτρεψε να αναπτυχθεί στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των Υπουργείων Δικαιοσύνης ή Εσωτερικών των κρατών μελών. Στη βάση των απαντήσεων σε ερωτηματολόγιο που απευθύνθηκε στα κράτη μέλη και στις υποψήφιες χώρες, οι οποίες κατέδειξαν ότι εννέα κράτη μέλη από τα δεκαπέντε είχαν θεσπίσει μέτρα για να διευκολύνουν την εισδοχή ερευνητών τρίτων χωρών, αλλά μόνον δύο εξ αυτών είχαν θεσπίσει ειδική διαδικασία εισδοχής, διεξήχθησαν από την Επιτροπή συμπληρωματικές διερευνητικές αποστολές σε ορισμένα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια του έτους 2003. Αυτά τα διαβήματα επέτρεψαν στην Επιτροπή να προτείνει σειρά πολιτικών επιλογών που κατέληξαν στις παρούσες προτάσεις οδηγίας και συστάσεων αφού συζητήθηκαν με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών.

[12] http://europa.eu.int/comm/research/fp5/pdf/finalreportmobilityhleg.pdf

[13] COM(2001)331.

2.2. Προτάσεις που συμπληρώνουν τα νομικά μέσα της ευρωπαϊκής πολιτικής μετανάστευσης

Στην ανακοίνωσή της για μία «Κοινοτική πολιτική μετανάστευσης» της 22ας Νοεμβρίου 2000 [14], η Επιτροπή τάχθηκε με σαφήνεια υπέρ ενός ελεγχόμενου εκ νέου ανοίγματος των δίαυλων νόμιμης μετανάστευσης σε συνάρτηση με διάφορες παραμέτρους και σύμφωνα με τις κατηγορίες των συγκεκριμένων μεταναστών. Μεταξύ αυτών των παραμέτρων συμπεριλαμβάνονται οι ανάγκες των κρατών μελών. Αυτή η οπτική αποδεικνύεται ιδιαίτερα προσαρμοσμένη στην περίπτωση των ερευνητών, οι οποίοι αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία υψηλά ειδικευμένων μεταναστών τους οποίους χρειάζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και από τους οποίους μπορεί να αντλήσει μεγάλο όφελος. Οι ερευνητές συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των ατόμων που καλούνται, λόγω επαγγελματικών αναγκών, να μετακινούνται συχνά και να εγκαθίστανται για περιόδους λίγο ή πολύ σύντομες σε πολλά διαφορετικά κράτη κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους και κατά συνέπεια θα επωφεληθούν γενικά από την πρόοδο της ευρωπαϊκής πολιτικής μετανάστευσης. Το αυτό ισχύει για την ενιαία θεώρηση σύντομης διαμονής - η οποία τους επιτρέπει να μετακινούνται ελεύθερα στο χώρο του Σένγκεν για μέγιστη περίοδο τριών μηνών - καθώς και για το δικαίωμα διαμονής στα άλλα κράτη μέλη, το οποίο η οδηγία σχετικά με το καθεστώς των μακροχρόνιων κατοίκων αναγνωρίζει υπό ορισμένες προϋποθέσεις στους υπηκόους τρίτων χωρών μετά από πέντε έτη νόμιμης διαμονής [15].

[14] COM(2000)757.

[15] Βλέπε το κεφάλαιο III, σχετικά με τη διαμονή στα άλλα κράτη μέλη, της οδηγίας για το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι μακροχρόνιοι κάτοικοι. Θεσπίστηκε από το Συμβούλιο στις 25 Νοεμβρίου 2003 (ΕΕ L 16 της 23.1.2004, σ.44).

Η ανάγκη ειδικών κοινοτικών κανόνων για την εισδοχή και την κινητικότητα των ερευνητών τρίτων χωρών γίνεται εντούτοις αισθητή για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την έρευνα. Η πρόταση οδηγίας για τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς μισθωτής απασχόλησης ή άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας προέβλεψε εξάλλου ρητά τη θέσπιση ειδικών κοινοτικών διατάξεων για τους ερευνητές [16]. Η δυνατότητα που προσφέρεται στους ερευνητές τρίτων χωρών που γίνονται δεκτοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση να επανενωθούν με τα μέλη της οικογενείας τους αποτελεί ουσιαστική όψη της προβληματικής της κινητικότητας. Δεδομένου ότι η οικογενειακή επανένωση των υπηκόων τρίτων χωρών αποτέλεσε πρόσφατα το αντικείμενο οδηγίας που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο στις 22 Σεπτεμβρίου 2003 [17], αυτό το ζήτημα δεν εξετάστηκε στην πρόταση οδηγίας αλλά στην πρώτη πρόταση σύστασης. Η παρούσα πρωτοβουλία συμπληρώνει την πρόταση οδηγίας σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς σπουδών, επαγγελματικής κατάρτισης ή εθελοντισμού [18], η οποία καλύπτει τα άτομα που εγγράφονται ως φοιτητές σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να συντάξουν διδακτορική εργασία. Αυτοί που πραγματοποιούν διδακτορικές σπουδές οι οποίοι αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία ερευνητών εξαιρούνται κατά συνέπεια από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας πρότασης, εκτός εάν αποτελούν μέρος του ερευνητικού προσωπικού του οργανισμού υποδοχής τους υπό άλλη ιδιότητα (για παράδειγμα εάν επωφελούνται σύμβασης εργασίας για να πραγματοποιήσουν τη διδακτορική τους εργασία). Το σύνολο των ερευνητών τρίτων χωρών που μπορούν να γίνουν δεκτοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση καλύπτεται τοιουτοτρόπως από νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως δεσμεύθηκε η Επιτροπή μετά τις τροπολογίες που προτάθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τους μη αμειβόμενους ερευνητές [19] στο νομοθετικό ψήφισμα της 3ης Ιουνίου 2003 για την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς σπουδών, επαγγελματικής κατάρτισης ή εθελοντισμού [20].

[16] COM(2001)386 (ΕΕ C 332 της 27.11.2001, σ.248).

[17] Οδηγία 2003/86 της 22ας Σεπτεμβρίου 2003 σχετικά με το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση (ΕΕ L 251 της 3.10.2003, σ.12).

[18] COM(2002)548 (ΕΕ C 45 της 25ης Φεβρουαρίου 2003, σ. 18).

[19] Ένα μη αμειβόμενος ερευνητής θα υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας στο βαθμό που διαθέτει επαρκείς πόρους για να καλύψει τις ανάγκες του και τα έξοδα επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β). Το αυτό ισχύει κυρίως για τους φοιτητές που είναι εγγεγραμμένοι σε διδακτορικές σπουδές σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας καταγωγής τους οι οποίοι έρχονται για να πραγματοποιήσουν μέρος των ερευνών τους σχετικά με τη διδακτορική εργασία τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

[20] ΕΚ 332.951, σ. 46.

Top