EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32013R0630

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 630/2013 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2013 , για την τροποποίηση των παραρτημάτων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

OJ L 179, 29.6.2013, p. 60–83 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
Special edition in Croatian: Chapter 03 Volume 072 P. 329 - 352

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2013/630/oj

29.6.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 179/60


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 630/2013 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Ιουνίου 2013

για την τροποποίηση των παραρτημάτων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (1), και ιδίως το άρθρο 23 πρώτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 θεσπίζει κανόνες πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης των μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) σε βοοειδή και αιγοπρόβατα. Εφαρμόζεται στην παραγωγή και τη διάθεση στην αγορά ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης και, σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, στις εξαγωγές τους.

(2)

Στις 19 Ιανουαρίου 2011 η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) δημοσίευσε κοινή γνώμη που καταρτίστηκε από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) σχετικά με τον πιθανό επιδημιολογικό ή μοριακό συσχετισμό μεταξύ των ΜΣΕ στα ζώα και τους ανθρώπους («η κοινή γνώμη της EFSA και του ECDC») (2). Στην κοινή γνώμη της EFSA και του ECDC, η EFSA και το ECDC επιβεβαίωσαν τον εντοπισμό άτυπων μορφών σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ) στα βοοειδή και προέβησαν στο διαχωρισμό μεταξύ της κλασικής ΣΕΒ, της άτυπης ΣΕΒ τύπου L και της άτυπης ΣΕΒ τύπου Η. Είναι συνεπώς σκόπιμο να εισαχθούν ορισμοί για τις κλασικές περιπτώσεις ΣΕΒ και τις άτυπες περιπτώσεις ΣΕΒ στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001.

(3)

Στο μέρος I του κεφαλαίου Α του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 καθορίζονται κανόνες για την παρακολούθηση της ΣΕΒ σε βοοειδή που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Αναφέρεται στα ζώα που υποβάλλονται σε «ειδική επείγουσα σφαγή» όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο ιδ) της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, για τον καθορισμό των υγειονομικών όρων παραγωγής και διάθεσης στην αγορά νωπού κρέατος (3). Η εν λόγω οδηγία έχει έκτοτε καταργηθεί από την οδηγία 2004/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Αυτό έχει οδηγήσει σε νομική αβεβαιότητα και είχε ως αποτέλεσμα περιορισμένους ελέγχους σε ζώα που θα έπρεπε να έχουν ελεγχθεί. Είναι επομένως απαραίτητο να οριστεί σαφώς στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 η επείγουσα σφαγή στο πλαίσιο των κανόνων για την επιτήρηση της ΣΕΒ σε βοοειδή που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

(4)

Στο μέρος II του κεφαλαίου Α του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 καθορίζονται κανόνες για την επιτήρηση της ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα. Οι ετήσιες εκθέσεις που υποβάλλουν τα κράτη μέλη σχετικά με την επιτήρηση και τους ελέγχους σε μηρυκαστικά για την παρουσία μεταδοτικής σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας (ΜΣΕ) στην Ένωση έχουν καταδείξει τα τελευταία χρόνια ότι οι έλεγχοι των αιγοπροβάτων που δεν σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο είναι συνήθως πιο αποτελεσματικοί για τον εντοπισμό κρουσμάτων ΜΣΕ από ό,τι οι έλεγχοι ζώων που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Πρέπει επομένως να δοθεί περισσότερη ελευθερία στα κράτη μέλη να εστιάσουν ένα μεγαλύτερο μέρος του περιορισμένου αριθμού ελέγχων που απαιτούνται από το εν λόγω παράρτημα στους υποπληθυσμούς όπου οι πιθανότητες να εντοπιστούν τέτοια κρούσματα είναι μεγαλύτερες.

(5)

Το παράρτημα VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 θεσπίζει τα μέτρα εξάλειψης που πρέπει να λαμβάνονται μετά την επιβεβαίωση της παρουσίας ΜΣΕ σε βοοειδή και αιγοπρόβατα, καθώς και τις ελάχιστες απαιτήσεις για τα προγράμματα αναπαραγωγής ζώων ανθεκτικών στις ΜΣΕ όσον αφορά τα πρόβατα. Το εν λόγω παράρτημα έχει τροποποιηθεί αρκετές φορές, μεταξύ άλλων από τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 727/2007 (5) και (ΕΚ) αριθ. 746/2008 της Επιτροπής (6).

(6)

Στις 17 Ιουλίου 2007, στην υπόθεση Τ-257/07, η Γαλλία προσέφυγε στο Γενικό Δικαστήριο κατά της Επιτροπής, αιτώντας την αναστολή εφαρμογής του σημείου 3 του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 727/2007 στο μέτρο που εισάγει το σημείο 2.3 στοιχείο β) περίπτωση iii), το σημείο 2.3 στοιχείο δ) και το σημείο 4 στο κεφάλαιο Α του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, ή, εναλλακτικά, την πλήρη ακύρωση του εν λόγω κανονισμού. Σύμφωνα με τη Γαλλία, τα εν λόγω σημεία θα επέτρεπαν τη θέσπιση λιγότερο περιοριστικών μέτρων παρακολούθησης και εξάλειψης σε σχέση με τα προηγουμένως προβλεφθέντα για τα αιγοπρόβατα. Στην απόφασή του της 28ης Σεπτεμβρίου 2007 (7), το Δικαστήριο ανέστειλε την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων έως ότου εκδοθεί απόφαση στην κύρια προσφυγή.

(7)

Η Επιτροπή ζήτησε κατόπιν από την EFSA να τη συνδράμει να αποσαφηνίσει τα βασικά δεδομένα στα οποία βασίστηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 727/2007. Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις της EFSA, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 746/2008, ο οποίος επανεισήγαγε διατάξεις των οποίων την εφαρμογή είχε αναστείλει το Γενικό Δικαστήριο. Στη διάταξη που εξέδωσε στις 30 Οκτωβρίου 2008 (8) το Γενικό Δικαστήριο ανέστειλε την εφαρμογή του σημείου 2.3 στοιχείο β) περίπτωση iii), του σημείου 2.3 στοιχείο δ) και του σημείου 4 του κεφαλαίου Α του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2008, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 746/2008, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση στην κύρια προσφυγή, υπόθεση T-257/07.

(8)

Στην απόφασή του της 9ης Σεπτεμβρίου 2011 στην υπόθεση T-257/07 (9), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της Γαλλίας για την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 746/2008, και ήρε την αναστολή της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων του κεφαλαίου A του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001.

(9)

Στις 28 Νοεμβρίου 2011, στην υπόθεση C-601/11 P (10), η Γαλλία άσκησε αναίρεση στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-257/07, αιτούμενη από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-257/07 και να εκδώσει τελική απόφαση στη διαμάχη ακυρώνοντας τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 746/2008 ή να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο.

(10)

Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί η ιδιαιτέρως πολύπλοκη δομή των επιλογών διαχείρισης και παρεκκλίσεων για τον έλεγχο και την εξάλειψη της κλασικής τρομώδους νόσου στα αιγοπρόβατα, που προβλέπονται στο παράρτημα VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001. Το παράρτημα VII θα πρέπει να προβλέπει μόνο τρεις επιλογές σε μολυσμένα κοπάδια ή αγέλες αιγοπροβάτων, συγκεκριμένα: επιλογή 1, εξάλειψη όλων των ζώων, επιλογή 2, εξάλειψη μόνον των επίνοσων ζώων, και επιλογή 3, ουδεμία υποχρεωτική εξάλειψη ζώων.

(11)

Τα μέτρα που πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε μία από τις τρεις επιλογές πρέπει να επαναδιατυπωθούν, ώστε να διευκολυνθεί η σύγκριση μεταξύ των επιλογών και να βελτιωθεί η επίγνωση των επιπτώσεων για τις ατομικές εκμεταλλεύσεις. Καθώς η επιλογή 1 και η επιλογή 2 περιλαμβάνουν αυστηρά μέτρα εξάλειψης που βελτιώνουν τον έλεγχο της νόσου, τα μέτρα που επιβάλλονται στις επιλογές 1 και 2 μετά την εξάλειψη πρέπει να είναι ελαστικότερα των μέτρων της επιλογής 3.

(12)

Είναι απαραίτητο να διευκρινιστούν οι όροι σύμφωνα με τους οποίους μπορεί να καθυστερήσει η επιβολή των μέτρων εξάλειψης που προβλέπονται στην επιλογή 2. Ενδείκνυται να παρέχεται καθυστέρηση μικρής χρονικής διάρκειας που δεν θα υπερβαίνει τους τρεις μήνες, λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο τοκετού. Ωστόσο, μπορεί να δικαιολογηθεί και καθυστέρηση μεγαλύτερης διάρκειας λόγω ανάγκης επιπλέον χρόνου για την αύξηση της γενετικής αντίστασης στην κλασική τρομώδη νόσο σε μια εκμετάλλευση. Εφόσον η γενετική αντίσταση στην κλασική τρομώδη νόσο έχει έως τώρα αποδειχθεί μόνο σε προβατοειδή, η καθυστέρηση μεγάλης διάρκειας δεν πρέπει να επιτρέπεται σε περιπτώσεις κοπαδιών τα οποία αποτελούνται μόνον από αίγες. Όταν επιτρέπεται, θα πρέπει να περιορίζεται σε περίοδο τριών ετών υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

(13)

Όπου επαληθεύεται η κλασική τρομώδης νόσος σε εκμεταλλεύσεις που διατηρούν τοπική φυλή αιγών με κίνδυνο απώλειας για τη γεωργία, τα μέτρα κατόπιν της εξάλειψης που καθορίζονται στο παράρτημα VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τη δυσκολία εισαγωγής και χρήσης αποκλειστικά ανθεκτικών προβάτων ή αναπαραγωγικού υλικού προβάτων της ίδιας απειλούμενης φυλής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν πιο ελαστικούς κανόνες σχετικά με το γονότυπο των ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού που εισάγονται και χρησιμοποιούνται στις εκμεταλλεύσεις.

(14)

Από την κοινή γνώμη της EFSA και του ECDC συνάγεται ότι η άτυπη τρομώδης νόσος μπορεί να είναι από λίγο έως καθόλου μεταδοτική. Το πόρισμα αυτό βασίζεται κυρίως στην έλλειψη στατιστικής διαφοράς των παρατηρηθεισών συχνοτήτων άτυπη τρομώδης νόσος/Nor98 μεταξύ του γενικού πληθυσμού και των κοπαδιών όπου έχει εντοπιστεί θετικό κρούσμα. Επομένως, δεν δικαιολογούνται πλέον περιοριστικά μέτρα στη μετακίνηση αιγοπροβάτων σε περίπτωση που έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα άτυπης τρομώδους νόσου. Θα πρέπει ωστόσο να διατηρηθεί αυξημένη επιτήρηση στα εν λόγω κοπάδια ή αγέλες προκειμένου να συγκεντρωθούν περισσότερα επιστημονικά δεδομένα για την άτυπη τρομώδη νόσο. Η παρούσα τροποποίηση του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 συνάδει με τις μελλοντικές επιλογές πολιτικής που προβλέπονται στην παράγραφο 2.4.3 της ανακοίνωσης της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Οδικός χάρτης ΜΣΕ 2 - Έγγραφο στρατηγικής για τις μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες για την περίοδο 2010-2015 (11).

(15)

Η συμμετοχή στα προγράμματα αναπαραγωγής έως τώρα περιορίζεται σε κοπάδια προβατοειδών υψηλής γενετικής αξίας. Όπου εφαρμόστηκαν, τα προγράμματα αναπαραγωγής αποδείχτηκαν αποτελεσματικά στην αύξηση της αντίστασης στην κλασική τρομώδη νόσο στον πληθυσμό προβάτων υψηλής γενετικής αξίας. Η διάδοση όμως του κληρονομικού παράγοντα (αλληλόμορφο) που μεταφέρει την αντίσταση στον πληθυσμό κανονικής παραγωγής φαίνεται να είναι έως τώρα περιορισμένη. Το κεφάλαιο Γ του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 θα πρέπει να επιτρέπει τη γονοτυπική ανάλυση των κριαριών αναπαραγωγής στα κοπάδια που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής, προκειμένου να διευκολυνθεί η ευρύτερη διάδοση στον πληθυσμό παραγωγής του παράγοντα αντίστασης στην κλασική τρομώδη νόσο.

(16)

Το κεφάλαιο Α του παραρτήματος VIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 καθορίζει κανόνες που διέπουν το ενδοενωσιακό εμπόριο ζώντων ζώων, σπέρματος και εμβρύων. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 14, από την κοινή γνώμη της EFSA και του ECDC συνάγεται ότι η άτυπη τρομώδης νόσος μπορεί να είναι από λίγο έως καθόλου μεταδοτική. Η άρση όλων των περιοριστικών μέτρων στη μετακίνηση αιγοπροβάτων σε περιπτώσεις όπου έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα άτυπης τρομώδης νόσου θα πρέπει επομένως να ισχύει για το ενδοενωσιακό εμπόριο. Αυτή η θέση υποστηρίζεται, επίσης, από το γεγονός ότι ο κώδικας υγείας χερσαίων ζώων, όπως ψηφίστηκε το 2010 κατά την 78η Γενική Σύνοδο του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων (OIE), δεν συνιστά περιορισμούς στο εμπόριο όσον αφορά την άτυπη τρομώδη νόσο.

(17)

Οι κανόνες που ορίζονται στο παράρτημα VIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 σχετικά με το ενδοενωσιακό εμπόριο αιγοπροβάτων και του σπέρματός τους και των εμβρύων τους θα πρέπει να συνάδουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τις προδιαγραφές του ΟΙΕ, ούτως ώστε να μην αποκλείονται κράτη μέλη με εγκεκριμένο εθνικό πρόγραμμα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου από το να αιτούνται τον χαρακτηρισμό ως χώρας ελεύθερης της κλασικής τρομώδης νόσου σύμφωνα με τους όρους που θεσπίζονται στον κώδικα ΟΙΕ. Οι τροποποιημένες διατάξεις για το ενδοενωσιακό εμπόριο δεν θα πρέπει, ωστόσο, να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις ενδοενωσιακές ροές εμπορίου ανάμεσα στα κράτη μέλη όπου δεν έχει εγκριθεί εθνικό πρόγραμμα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου.

(18)

Για τον σκοπό αυτό, και όπως έχει προταθεί στην παράγραφο 2.4.3 του οδικού χάρτη ΜΣΕ 2, πρέπει να οριστεί στο παράρτημα VIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 πλαίσιο που επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίσουν επίσημα μέτρα για την αναγνώριση του χαρακτηρισμού ως προς την κλασική τρομώδη νόσο σε εκμεταλλεύσεις. Η δυνατότητα μιας εκμετάλλευσης να ασκήσει δραστηριότητες ενδοενωσιακής εμπορίας αιγοπροβάτων, αναφορικά με την κλασική τρομώδη νόσο, πρέπει να καθορίζεται από τον χαρακτηρισμό της ως προς την κλασική τρομώδη νόσο.

(19)

Στο παράρτημα VIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 πρέπει να καθοριστεί διττό σύστημα για τον χαρακτηρισμό ως προς την κλασική τρομώδη νόσο στις εκμεταλλεύσεις. Για τη μεταφορά ζώων για αναπαραγωγή και εκτροφή σε κράτη μέλη με εγκεκριμένο εθνικό πρόγραμμα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου πρέπει να θεωρείται ως απαίτηση ο χαρακτηρισμός μιας εκμετάλλευσης ως «αμελητέου κινδύνου», ισοδύναμος σε τεχνικούς όρους με τον χαρακτηρισμό «άνευ τρομώδους νόσου» όπως ορίστηκε στο άρθρο 14.9.5 του κώδικα υγείας χερσαίων ζώων του ΟΙΕ και βάσει της συμμόρφωσης με τον πλήρη κατάλογο των απαιτήσεων του ΟΙΕ για τουλάχιστον επτά χρόνια [σε συμφωνία με τον κανόνα που ορίζεται στο άρθρο 6α και το παράρτημα VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 που ευνοεί την ανάπτυξη ανθεκτικών γενοτύπων στις αίγες, η πρόταση ωστόσο αναγνωρίζει τον γονότυπο ARR/ARR ως ισότιμη επιλογή]. Για τα ζώα που προορίζονται για αναπαραγωγή σε άλλα κράτη μέλη, η μόνη υποχρέωση ορίζει ότι πρέπει να προέρχονται από εκμετάλλευση με ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου βάσει συμμόρφωσης με ένα συντομότερο κατάλογο απαιτήσεων για τουλάχιστον τρία έτη, όπως ισχύει επί του παρόντος.

(20)

Λαμβάνοντας υπόψη τη δυσκολία να αποδειχθεί η απαλλαγή στην επικράτεια ή τμήμα της επικράτειας ενός κράτους μέλους από μια νόσο τόσο περίπλοκη όσο η κλασική τρομώδης νόσος, η οποία χαρακτηρίζεται από μακρά περίοδο επώασης, την έλλειψη διαγνωστικής μεθόδου in-vivo και μια μεταβλητή μεμονωμένη ευπάθεια των ζώων ανάλογα με το γενετικό τους προφίλ, η έννοια στο παράρτημα VIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 «κράτος μέλος ελεύθερο της κλασικής τρομώδους νόσου» θα πρέπει να αντικατασταθεί από την έννοια «κράτος μέλος ή ζώνη κράτους μέλους με αμελητέο κίνδυνο εμφάνισης κλασικής τρομώδους νόσου». Οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση ενός κράτους μέλους ή μιας ζώνης ενός κράτους μέλους ως αμελητέου κινδύνου εμφάνισης της κλασικής τρομώδους νόσου πρέπει επίσης να επικαιροποιηθούν και σε μεγάλο βαθμό να ευθυγραμμιστούν με τις συστάσεις του άρθρου 14.9.3 του κώδικα υγείας χερσαίων ζώων του ΟΙΕ.

(21)

Δεδομένου ότι το παράρτημα VIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 πρέπει να καλύπτει όλες τις πτυχές εμπορίου που σχετίζονται με την κλασική τρομώδη νόσο, και έχοντας υπόψη ότι η προτεινόμενη λήψη επίσημων μέτρων για την αναγνώριση του χαρακτηρισμού εκμεταλλεύσεων ως προς την κλασική τρομώδη νόσο αποτελεί την κατάλληλη βάση για τον καθορισμό διαφοροποιημένων εγγυήσεων για τα ζώα που προορίζονται για εμπόριο με κράτη μέλη με εγκεκριμένο εθνικό σχέδιο ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου, καθώς και με άλλα κράτη μέλη, το παράρτημα θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τον κατάλογο με τα κράτη μέλη με εγκεκριμένο εθνικό σχέδιο ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου.

(22)

Το κεφάλαιο Γ του παραρτήματος IX του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ορίζει κανόνες σχετικά με τις εισαγωγές στην Ένωση προϊόντων ζωικής προέλευσης από βοοειδή και αιγοπρόβατα, ειδικότερα ζελατίνης που προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Η ενότητα Α του κεφαλαίου Δ του παραρτήματος IX του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ορίζει κανόνες σχετικά με τις εισαγωγές στην Ένωση υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων ζωικής προέλευσης από βοοειδή και αιγοπρόβατα, ιδίως ζελατίνης προοριζόμενης για χρήση ως συστατικό ζωοτροφών. Καθώς το κολλαγόνο που προορίζεται για τροφή ή ζωοτροφή παράγεται από την ίδια πρώτη ύλη με τη ζελατίνη, οι όροι εισαγωγής κολλαγόνου που προορίζεται για τροφή ή ζωοτροφή πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τους όρους που καθορίζονται για τη ζελατίνη που προορίζεται για την ίδια χρήση.

(23)

Στο τμήμα Β του κεφαλαίου Δ του παραρτήματος IX του κανονισμού αριθ. 999/2001 παρέχονται συγκεκριμένα πιστοποιητικά τα οποία πρέπει να συνοδεύουν τις εισαγωγές στην Ένωση ορισμένων υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων ζωικής προέλευσης από βοοειδή και αιγοπρόβατα. Τα εν λόγω πιστοποιητικά πρέπει να τροποποιηθούν προκειμένου να ισχύουν και σε προϊόντα που τυγχάνουν επεξεργασίας σε τρίτη χώρα που έχει χαρακτηριστεί ως χώρα που παρουσιάζει ελεγχόμενο ή ακαθόριστο κίνδυνο ΣΕΒ, και τα οποία παράγονται από αναμεμειγμένο υλικό που προέρχεται από την εν λόγω τρίτη χώρα, καθώς και από τρίτη χώρα με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ. Το συγκεκριμένο πιστοποιητικό που αφορά την εισαγωγή προϊόντων που περιέχουν γάλα αιγοπροβάτων και προορίζονται για τη διατροφή εκτρεφόμενων ζώων πρέπει επίσης να τροποποιηθεί ώστε να αντανακλά καλύτερα τους περιορισμούς που ισχύουν στο ενδοενωσιακό εμπόριο τέτοιων προϊόντων.

(24)

Τα κεφάλαια Ε και Η του παραρτήματος IX του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ορίζουν κανόνες για την εισαγωγή στην Ένωση αιγοπροβάτων, του σπέρματός τους και των εμβρύων τους. Οι εν λόγω κανόνες σχετικά με τις εισαγωγές πρέπει να επικαιροποιηθούν ώστε να αντανακλούν τους όρους για το ενδοενωσιακό εμπόριο που καθορίζονται στο παράρτημα VIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, συμπεριλαμβανομένων των γενικών προϋποθέσεων σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση και την εξάλειψη της κλασικής τρομώδους νόσου που καθορίζονται στα παραρτήματα III και VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, καθώς και των διατάξεων απαγόρευσης ζωοτροφών που ορίζονται στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001

(25)

Το παράρτημα X του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ορίζει τις μεθόδους ανάλυσης που εφαρμόζονται στις δοκιμές για ΜΣΕ σε βοοειδή και αιγοπρόβατα. Η κοινή γνώμη της EFSA και του ECDC κατέδειξε ότι ο παράγοντας της άτυπης ΣΕΒ τύπου L έχει σημαντικό ζωονοσογόνο δυναμικό (μετάδοση από ζώα σε ανθρώπους), ο οποίος εμφανίζεται παρόμοιος ή και υψηλότερος από τον παράγοντα της κλασικής ΣΕΒ. Κρούσματα άτυπης ΣΕΒ τύπου L και τύπου Η έχουν εντοπιστεί σε αρκετές χώρες ανά τον κόσμο και η EFSA κατέδειξε ότι η ασυνήθιστα μεγάλη ηλικία όλων των εντοπισθέντων κρουσμάτων Η-ΣΕΒ και L-ΣΕΒ, καθώς και ο φαινομενικά χαμηλός επιπολασμός τους στον πληθυσμό θα μπορούσε να αποτελεί δείγμα του ότι οι εν λόγω μορφές άτυπης ΣΕΒ εκδηλώνονται αυθόρμητα. Προκειμένου να αποκτηθούν περισσότερες γνώσεις αναφορικά με την άτυπη ΣΕΒ, πρέπει να συγκεντρωθούν περισσότερα σχετικά στοιχεία.

(26)

Για τον σκοπό αυτόν, είναι απαραίτητο να απαιτείται το υλικό από όλα τα μελλοντικά κρούσματα ΣΕΒ που επιβεβαιώνονται στην Ένωση να υποβάλλεται σε δοκιμές διάκρισης που επιτρέπουν την ακριβή ταυτοποίηση του παράγοντα, δηλαδή κλασική ΣΕΒ, άτυπη ΣΕΒ τύπου L και άτυπη ΣΕΒ τύπου Η. Καθώς ορισμένα κράτη μέλη και τρίτες χώρες έχουν ήδη δημοσιεύσει λεπτομέρειες για το φαινότυπο των πρόσφατων κρουσμάτων ΣΕΒ, οι δοκιμές διάκρισης μελλοντικών κρουσμάτων ΣΕΒ στην Ένωση θα πρέπει να γίνουν υποχρεωτικές στο κεφάλαιο Γ του παραρτήματος X του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001.

(27)

Στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ σημείο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 παρατίθεται κατάλογος με τις ταχείες δοκιμές που εγκρίνονται για την επιτήρηση ΜΣΕ σε βοοειδή και αιγοπρόβατα.

(28)

Έχοντας υπόψη ότι τα ακόλουθα δύο κιτ ταχειών δοκιμών για την επιτήρηση της ΣΕΒ σε βοοειδή δεν παράγονται πλέον, όπως επιβεβαιώθηκε μέσω επιστολών που απέστειλαν η Enfer Scientific την 21η Αυγούστου 2012 και η Roche Diagnostics GmbH την 31η Αυγούστου 2012, θα πρέπει να διαγραφούν από τον κατάλογο ταχέων δοκιμών που παρατίθεται στο σημείο 4 του κεφαλαίου Γ του παραρτήματος X: Enfer test & Enfer TSE Kit version 2.0, αυτοματοποιημένη παρασκευή δείγματος, Roche Applied Science PrionScreen.

(29)

Καθώς τα κράτη μέλη χρειάζονται αρκετό χρόνο για να προσαρμόσουν τις εθνικές τους οδηγίες με τις νέες απαιτήσεις που εισάγονται με τον παρόντα κανονισμό, ο παρών κανονισμός θα ισχύει από την 1η Ιουλίου 2013.

(30)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

(31)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων και ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο αντιτάχθηκαν σ’ αυτά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τα παραρτήματα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2013.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Ιουνίου 2013.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  OJ L 147, της 31.5.2001, σ. 1.

(2)  Δελτίο EFSA 2011· 9(1):1945.

(3)  ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 2012.

(4)  [ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 33.]

(5)  ΕΕ L 165 της 27.6.2007, σ. 8.

(6)  ΕΕ L 202 της 31.7.2008, σ. 11.

(7)  ΕΕ C 283 της 24.11.2007, σ. 28.

(8)  ΕΕ C 327 της 20.12.2008, σ. 26.

(9)  ΕΕ C 311 της 22.10.2011, σ. 33.

(10)  ΕΕ C 80 της 17.3.2012, σ. 5.

(11)  COM(2010) 384 τελικό.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα παραρτήματα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 τροποποιούνται ως εξής:

(1)

Στο παράρτημα I, το σημείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«αυτόχθονο κρούσμα ΣΕΒ»: το κρούσμα σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας βοοειδών για το οποίο δεν έχει αποδειχθεί σαφώς ότι οφείλεται σε μόλυνση πριν από την εισαγωγή του ζωντανού ζώου·

β)

«κλάση»: μια ομάδα βοοειδών η οποία περιλαμβάνει:

i)

τα ζώα που γεννήθηκαν στο ίδιο κοπάδι με το ασθενές βοοειδές κατά τους δώδεκα μήνες πριν ή μετά την ημερομηνία γέννησης του ασθενούς ζώου, και

ii)

τα ζώα που οποιαδήποτε στιγμή κατά το πρώτο έτος της ζωής τους εκτράφηκαν μαζί με το ασθενές βοοειδές κατά το πρώτο έτος της ζωής του·

γ)

«κρούσμα-δείκτης»: το πρώτο ζώο σε μια εκμετάλλευση ή σε μια επιδημιολογικώς ορισμένη ομάδα στο οποίο επιβεβαιώνεται μόλυνση από ΜΣΕ·

δ)

«ΜΣΕ σε μικρά μηρυκαστικά»: το κρούσμα μεταδοτικής σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας που ανιχνεύθηκε σε αιγοπρόβατο κατόπιν δοκιμής επιβεβαίωσης για μη φυσιολογική πρωτεΐνη PrΡ·

ε)

«κρούσμα τρομώδους νόσου»: το επιβεβαιωμένο κρούσμα μεταδοτικής σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας σε αιγοπρόβατο, στην περίπτωση του οποίου έχει αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ΣΕΒ, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο τεχνικό εγχειρίδιο του εργαστηρίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το χαρακτηρισμό στελέχους ΜΣΕ σε μικρά μηρυκαστικά (1)·

στ)

«κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου»: το επιβεβαιωμένο κρούσμα τρομώδους νόσου που κατηγοριοποιείται ως κλασική σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο τεχνικό εγχειρίδιο του κοινοτικού εργαστηρίου αναφοράς σχετικά με το χαρακτηρισμό στελέχους ΜΣΕ σε μικρά μηρυκαστικά·

ζ)

«κρούσμα άτυπης τρομώδους νόσου»: το επιβεβαιωμένο κρούσμα τρομώδους νόσου που διαφοροποιείται από την κλασική τρομώδη νόσο σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο τεχνικό εγχειρίδιο του κοινοτικού εργαστηρίου αναφοράς σχετικά με το χαρακτηρισμό στελέχους ΜΣΕ σε μικρά μηρυκαστικά·

η)

ο συνδυασμός δύο αλληλόμορφων όπως περιγράφονται στο σημείο 1 του παραρτήματος I τας απόφασης 2002/1003/ΕΚ (2) της Επιτροπής·

θ)

κρούσμα επιβεβαιωμένο σε εργαστήριο εθνικής αναφοράς σύμφωνα με τις μεθόδους και τα πρωτόκολλα στο σημείο 3.1 α) και β) του κεφαλαίου Γ του παραρτήματος X·

ι)

«κρούσμα κλασικής ΣΕΒ»: κρούσμα ΣΕΒ που ταξινομείται ως τέτοιο σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται από τη μέθοδο του εργαστηρίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ταξινόμηση των απομονωμάτων ΜΣΕ στα βοοειδή (3)·

ια)

«κρούσμα άτυπης ΣΕΒ»: κρούσμα ΣΕΒ που δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως κρούσμα τυπικής ΣΕΒ σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται από τη μέθοδο του εργαστηρίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ταξινόμηση των απομονωμάτων ΜΣΕ στα βοοειδή·

ιβ)

«αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών»: τα αιγοπρόβατα:

i)

των οποίων η ηλικία επιβεβαιώνεται από τα μητρώα ή τα έγγραφα μετακίνησης που αναφέρονται στο σημείο 1 β), γ) και δ) του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 21/2004 του Συμβουλίου (4), ή

ii)

των οποίων περισσότεροι από δύο μόνιμοι κοπτήρες έχουν ανατείλει από τα ούλα.

(2)

Το κεφάλαιο Α του παραρτήματος III τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο παράρτημα III, το κεφάλαιο Α τροποποιείται ως εξής:

«2.   Επιτήρηση σε ζώα που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο

«2.1.

Όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών θα ελέγχονται για ΣΕΒ όπου έχουν υποβληθεί:

σε επείγουσα σφαγή σύμφωνα με το σημείο 1 του κεφαλαίου VI του τμήματος I του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 (5), ή

σε προ της σφαγής επιθεώρηση με παρατηρήσεις σχετικά με ατυχήματα, ή σοβαρά φυσιολογικά και λειτουργικά προβλήματα, ή σημάδια σύμφωνα με το σημείο 2 του τμήματος Β του κεφαλαίου ΙΙ της ενότητας Ι του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 854/2004 (6).

«2.2.

Όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμή για ΣΕΒ.

β)

Στο μέρος II:

i)

το σημείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Επιτήρηση αιγοπροβάτων που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο

α)

Τα κράτη μέλη, στα οποία ο πληθυσμός προβατίνων και νεογέννητων προβατίνων που βρίσκονται σε φάση ζευγαρώματος υπερβαίνει τα 750 000 ζώα, υποβάλλουν σε δοκιμή, σύμφωνα με τους κανόνες δειγματοληψίας που ορίζονται στο σημείο 4, ένα ετήσιο ελάχιστο δείγμα 10 000 προβάτων που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο·

β)

Τα κράτη μέλη, στα οποία ο πληθυσμός αιγών που έχουν ήδη γεννήσει και των αιγών που ζευγαρώνουν υπερβαίνει τα 750 000 ζώα, υποβάλλουν σε δοκιμή, σύμφωνα με τους κανόνες δειγματοληψίας που ορίζονται στο σημείο 4, ένα ετήσιο ελάχιστο δείγμα 10 000 αιγών που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο·

γ)

Ένα κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει να αντικαταστήσει κατ’ ανώτατο όριο:

το 50 % του δείγματος στοιχειώδους μεγέθους αιγοπροβάτων που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο που ορίζεται στα σημεία α) και β) υποβάλλοντας σε ελέγχους νεκρά αιγοπρόβατα άνω των 18 μηνών κατ’ αναλογία ένα προς ένα και επιπλέον του δείγματος στοιχειώδους μεγέθους που ορίζεται στο σημείο 3·

το 10 % του δείγματος στοιχειώδους μεγέθους που ορίζεται στα σημεία α) και β) πραγματοποιώντας δοκιμές σε αιγοπρόβατα που έχουν θανατωθεί στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης νόσου ηλικίας άνω των 18 μηνών κατ’ αναλογία ένα προς ένα.»

ii)

το σημείο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Επιτήρηση σε εκμεταλλεύσεις που υποβάλλονται σε ελέγχους για ΜΣΕ και μέτρα εξάλειψης

Ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών τα οποία θανατώνονται για καταστροφή σύμφωνα με το παράρτημα VII, κεφάλαιο Β, τμήμα 2, σημείο 2.2.1. και σημείο 2.2.2. στοιχείο β) ή στοιχείο γ) υποβάλλονται σε δοκιμή για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2 στοιχείο β), με βάση την επιλογή απλού τυχαίου δείγματος σύμφωνα με το μέγεθος του δείγματος που αναφέρεται στον ακόλουθο πίνακα.

Αριθμός ζώων ηλικίας άνω των 18 μηνών που θανατώθηκαν για καταστροφή στο κοπάδι ή αγέλη

Ελάχιστο μέγεθος δείγματος

70 ή λιγότερα

Όλα τα επιλέξιμα ζώα

80

68

90

73

100

78

120

86

140

92

160

97

180

101

200

105

250

112

300

117

350

121

400

124

450

127

500 ή περισσότερα

150»

(3)

Το παράρτημα VII αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΩΝ ΣΠΟΓΓΟΔΩΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟΠΑΘΕΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Μέτρα μετά την υπόνοια παρουσίας μσε σε αιγοπροβατα

Εάν υπάρχουν υπόνοιες για ΜΣΕ σε αιγοπρόβατο μιας εκμετάλλευσης ενός κράτους μέλους, όλα τα άλλα αιγοπρόβατα της εκμετάλλευσης αυτής υπόκεινται σε επίσημο περιορισμό των μετακινήσεων έως ότου είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα των εξετάσεων επιβεβαίωσης.

Εάν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η εκμετάλλευση όπου το ζώο ενδέχεται να εκτέθηκε σε ΜΣΕ είναι απίθανο να είναι η εκμετάλλευση όπου βρισκόταν όταν ανέκυψαν οι υπόνοιες για ΜΣΕ, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει εάν θα εφαρμοστεί επίσημος έλεγχος και σε άλλες εκμεταλλεύσεις ή μόνο στην εκμετάλλευση όπου εκτέθηκε το ζώο, ανάλογα με τα διαθέσιμα επιδημιολογικά στοιχεία.

Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα που προέρχονται από τα αιγοπρόβατα εκμετάλλευσης που τίθεται υπό επίσημο έλεγχο, τα οποία υπάρχουν στην εν λόγω εκμετάλλευση από την ημερομηνία κατά την οποία υπάρχει υπόνοια παρουσίας ΜΣΕ μέχρι τη στιγμή που είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα των εξετάσεων επιβεβαίωσης, χρησιμοποιούνται μόνο εντός της εν λόγω εκμετάλλευσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Μέτρα μετά την επιβεβαίωση παρουσίας μσε σε βοοειδη και αιγοπρόβατα

1.

Η έρευνα που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β) πρέπει να προσδιορίζει:

α)

για τα βοοειδή:

όλα τα άλλα μηρυκαστικά που βρίσκονται στην εκμετάλλευση του ζώου για το οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

στις περιπτώσεις που η νόσος επιβεβαιώθηκε σε θηλυκό ζώο, το τέκνο που γεννάται εντός περιόδου δύο ετών πριν ή μετά την κλινική εκδήλωση της νόσου,

όλα τα ζώα της κλάσης του ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

την πιθανή προέλευση της νόσου,

άλλα ζώα στην εκμετάλλευση όπου εκτράφηκε το ζώο στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος ή σε άλλες εκμεταλλεύσεις, τα οποία μπορεί να έχουν μολυνθεί από τον παράγοντα της ΜΣΕ, να έχουν λάβει τις ίδιες ζωοτροφές ή να έχουν εκτεθεί στην ίδια πηγή μόλυνσης,

τη διακίνηση δυνητικώς μολυσμένων ζωοτροφών, άλλων υλικών ή οποιουδήποτε άλλου μέσου μετάδοσης, που ενδέχεται να έχουν μεταδώσει τον παράγοντα της ΜΣΕ προς ή από την εν λόγω εκμετάλλευση·

β)

για τα αιγοπρόβατα:

όλα τα μηρυκαστικά, πέραν των αιγοπροβάτων, στην εκμετάλλευση του ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

εφόσον μπορούν να ταυτοποιηθούν, τους γονείς και, αν πρόκειται για θηλυκά ζώα, όλα τα έμβρυα, τα ωάρια και τους τελευταίους απογόνους του θηλυκού ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

όλα τα άλλα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση του ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος, πέραν των αναφερομένων στη δεύτερη περίπτωση,

την πιθανή προέλευση της νόσου και την ταυτοποίηση των άλλων εκμεταλλεύσεων στις οποίες υπάρχουν ζώα, έμβρυα ή ωάρια τα οποία ενδέχεται να έχουν μολυνθεί από τον παράγοντα της ΜΣΕ, να έχουν λάβει τις ίδιες ζωοτροφές ή να έχουν εκτεθεί στην ίδια πηγή μόλυνσης,

η διακίνηση δυνητικώς μολυσμένων ζωοτροφών, άλλων υλικών, ή οποιουδήποτε άλλου μέσου μετάδοσης, που ενδέχεται να έχουν μεταδώσει τον παράγοντα της ΜΣΕ προς ή από την εν λόγω εκμετάλλευση,

2.

Τα μέτρα του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο γ) προβλέπουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

2.1.

Σε περίπτωση επιβεβαίωσης της ΣΕΒ σε βοοειδές, τη θανάτωση και την ολοσχερή καταστροφή των βοοειδών που έχουν εντοπιστεί κατά την έρευνα που αναφέρεται στη δεύτερη και τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α)· ωστόσο, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει:

να μην θανατώσει και καταστρέψει ζώα της κλάσης που αναφέρεται στην τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α), εάν έχει τεκμηριωθεί ότι τα ζώα αυτά δεν είχαν πρόσβαση στις ίδιες ζωοτροφές με το ασθενές ζώο,

να αναβάλει τη θανάτωση και την καταστροφή ζώων της κλάσης που αναφέρεται στην τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α) έως το τέλος της παραγωγικής τους ζωής, εφόσον πρόκειται περί ταύρων που φυλάσσονται διαρκώς σε κέντρο συλλογής σπέρματος και μπορεί να διασφαλισθεί ότι θα καταστραφούν ολοσχερώς ύστερα από τον θάνατό τους.

2.2.

Σε περίπτωση επιβεβαίωσης μιας ΜΣΕ σε αιγοπρόβατο:

2.2.1.

Σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να αποκλειστεί η ΣΕΒ

Εάν, βάσει των αποτελεσμάτων δοκιμής δακτυλίου που διεξήχθη σύμφωνα με τις μεθόδους και τα πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο γ), δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ΣΕΒ, τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίσθηκαν βάσει της έρευνας που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη έως πέμπτη περίπτωση.

Τα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών που θανατώνονται για καταστροφή υποβάλλονται σε δοκιμή για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα όπως προβλέπονται στο παράρτημα III κεφάλαιο Α μέρος II σημείο 5, που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Θα προσδιοριστεί ο γονότυπος της πρωτεΐνης πρίον όλων των προβατοειδών, κατ’ ανώτατο όριο 50.

Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα που προέρχονται από τα ζώα που προορίζονται για καταστροφή, και τα οποία ήταν παρόντα στην εκμετάλλευση μεταξύ της ημερομηνίας επιβεβαίωσης ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η ΣΕΒ και της ημερομηνίας της ολοσχερούς καταστροφής των ζώων, θα απορρίπτονται σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

Μετά τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, για την εκμετάλλευση ισχύουν οι συνθήκες που ορίζονται στο σημείο 3.

2.2.2.

Σε περιπτώσεις όπου η ΣΕΒ και η άτυπη τρομώδης νόσος μπορούν να αποκλειστούν

Εάν η ΣΕΒ και η άτυπη τρομώδης νόσος αποκλείονται βάσει των εργαστηριακών μεθόδων και πρωτοκόλλων που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο γ), η εκμετάλλευση υπόκειται στις προϋποθέσεις του σημείου α) και, σύμφωνα με την απόφαση του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση, στις προϋποθέσεις είτε της επιλογής 1 που ορίζονται στο σημείο β) ή της επιλογής 2 που ορίζονται στο σημείο γ) ή της επιλογής 3 που ορίζονται στο σημείο δ):

α)

Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα που προέρχονται από ζώα που προορίζονται για καταστροφή ή σφαγή και τα οποία βρίσκονταν στην εκμετάλλευση μεταξύ της ημερομηνίας επιβεβαίωσης κρούσματος ΜΣΕ και της ημερομηνίας ολοκλήρωσης των μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν στην εκμετάλλευση όπως ορίζονται στα σημεία β) και γ), ή που προέρχονται από το μολυσμένο κοπάδι/αγέλη έως την άρση όλων των περιορισμών που ορίζονται στο σημείο δ) και στο σημείο 4, δεν χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των μηρυκαστικών εκτός από τη διατροφή των μηρυκαστικών στην εν λόγω εκμετάλλευση.

Η τοποθέτηση στην αγορά τέτοιου γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων ως τροφή για μη μηρυκαστικά περιορίζεται στην επικράτεια του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση.

Το εμπορικό έγγραφο που συνοδεύει την παρτίδα τέτοιου γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων καθώς και οι συσκευασίες που περιέχουν τις εν λόγω παρτίδες πρέπει να φέρουν ευκρινή ένδειξη: «όχι για τροφή σε μηρυκαστικά».

Η χρήση και η αποθήκευση ζωοτροφών που περιέχουν τέτοιο γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα απαγορεύονται σε εκμεταλλεύσεις όπου εκτρέφονται μηρυκαστικά.

Οι μη συσκευασμένες ζωοτροφές που περιέχουν τέτοιο γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα μεταφέρονται με οχήματα που δεν μεταφέρουν ταυτόχρονα ζωοτροφές για μηρυκαστικά.

Αν τα εν λόγω οχήματα χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια για τη μεταφορά ζωοτροφών για μηρυκαστικά, καθαρίζονται εξονυχιστικά για να αποφευχθεί η αλληλομόλυνση, με διαδικασία που έχει εγκριθεί από το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση.

β)

Επιλογή 1 – θανάτωση και ολοσχερής καταστροφή όλων των ζωών

Τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή χωρίς καθυστέρηση όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίζονται από την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη και τρίτη περίπτωση.

Τα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών που θανατώνονται για καταστροφή υποβάλλονται σε δοκιμή για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα όπως προβλέπονται στο παράρτημα III κεφάλαιο Α μέρος II σημείο 5, που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Θα προσδιοριστεί ο γονότυπος της πρωτεΐνης πρίον όλων των προβατοειδών, κατ’ ανώτατο όριο 50.

Κατά παρέκκλιση από τις συνθήκες που ορίζονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν αντ’ αυτού να εφαρμόσουν τα μέτρα που παρατίθενται στα στοιχεία i) ή ii):

i)

αντικατάσταση της θανάτωσης και ολοσχερούς καταστροφής όλων των ζώων χωρίς καθυστέρηση με σφαγή για ανθρώπινη χρήση χωρίς καθυστέρηση, υπό τον όρο ότι:

τα ζώα σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο εντός της επικράτειας του κράτους μέλους υπεύθυνου για την εκμετάλλευση,

όλα τα ζώα άνω της ηλικίας των 18 μηνών που εσφάγησαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που αναφέρονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ τμήμα 3 σημείο 3.2.

ii)

εξαίρεση των αμνοεριφίων ηλικίας κάτω των τριών μηνών από τη σφαγή και ολοσχερή καταστροφή χωρίς καθυστέρηση υπό τον όρο ότι σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο όχι αργότερα από την ηλικία των τριών μηνών.

Έως ότου ολοκληρωθεί η θανάτωση και ολοσχερής καταστροφή για ανθρώπινη χρήση όλων των ζώων, τα μέτρα που ορίζονται στο σημείο 2.2.2 στοιχείο α) και στο σημείο 3.4 στοιχείο β) τρίτη και τέταρτη περίπτωση ισχύουν για την εκμετάλλευση για την οποία αποφασίστηκε η επιβολή της επιλογής 1.

Μετά τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή ή σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο όλων των ζώων οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 3 ισχύουν για την εκμετάλλευση όπου έχει αποφασιστεί η εφαρμογή της επιλογής 1.

γ)

Επιλογή 2 – θανάτωση και ολοσχερής καταστροφή των επιρρεπών ζώων μόνο

Η γονοτυπική ανάλυση της πρωτεΐνης πριόν για όλα τα προβατοειδή που βρίσκονταν στην εκμετάλλευση μετά τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή, χωρίς καθυστέρηση, όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίζονται από την έρευνα που αναφέρεται στη δεύτερη και Τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο β), με εξαίρεση των:

κριαριών αναπαραγωγής με γονότυπο ARR/ARR,

προβατίνων αναπαραγωγής που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ και, σε περίπτωση που οι εν λόγω προβατίνες αναπαραγωγής κυοφορούν την εποχή της έρευνας, των αρνιών που θα γεννηθούν στη συνέχεια, εάν ο γονότυπός τους πληροί τις προϋποθέσεις της παρούσας περίπτωσης,

προβατοειδών με τουλάχιστο ένα ARR αλληλόμορφο γονίδιο μόνον προκειμένου αργότερα να οδηγηθούν για σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

εάν το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση αποφασίσει σχετικά, των αμνοεριφίων ηλικίας κάτω των τριών μηνών υπό τον όρο ότι σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο όχι αργότερα από την ηλικία των τριών μηνών. Τα εν λόγω αμνοερίφια εξαιρούνται από τη γονοτυπική ανάλυση.

Τα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών που θανατώνονται για καταστροφή υποβάλλονται σε δοκιμή για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα όπως προβλέπονται στο παράρτημα III κεφάλαιο Α μέρος II σημείο 5, που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Κατά παρέκκλιση από τις συνθήκες που ορίζονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν αντ’ αυτού να εφαρμόσουν τα μέτρα που παρατίθενται στα σημεία i), ii) και iii):

i)

αντικατάσταση της θανάτωσης και της ολοσχερούς καταστροφής των ζώων που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2 από τη σφαγή τους για κατανάλωση από τον άνθρωπο, υπό τους όρους ότι:

τα ζώα σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο εντός της επικράτειας του κράτους μέλους υπεύθυνου για την εκμετάλλευση,

όλα τα ζώα άνω της ηλικίας των 18 μηνών που εσφάγησαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που αναφέρονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ τμήμα 3 σημείο 3.2.

ii)

καθυστέρηση της γονοτυπικής ανάλυσης και μετέπειτα θανάτωσης και ολοσχερούς καταστροφής ή σφαγής για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2 για μία περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες σε περιπτώσεις όπου το κρούσμα-δείκτης έχει επιβεβαιωθεί σε χρόνο κοντά στην περίοδο τοκετού, υπό τον όρο ότι οι προβατίνες, οι αίγες, και τα νεογνά τους κρατούνται απομονωμένα από τα αιγοπρόβατα άλλων εκμεταλλεύσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου,

iii)

καθυστέρηση της θανάτωσης και της ολοσχερούς καταστροφής ή της σφαγής για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2 για μια περίοδο τριών ετών κατ’ ανώτατο όριο από την ημερομηνία επιβεβαίωσης του κρούσματος-δείκτη, σε κοπάδια προβατοειδών και εκμεταλλεύσεις όπου τα αιγοπρόβατα συνυπάρχουν. Η εφαρμογή της παρέκκλισης που ορίζεται στην παρούσα παράγραφο περιορίζεται σε περιπτώσεις όπου το κράτος μέλος υπεύθυνο για την εκμετάλλευση θεωρεί ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί η επιδημιολογική κατάσταση χωρίς τη θανάτωση των σχετικών ζώων, χωρίς όμως αυτό να είναι δυνατόν να λάβει χώρα άμεσα λόγω του χαμηλού επιπέδου αντίστασης του πληθυσμού των προβατοειδών της εκμετάλλευσης και λοιπών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού. Τα κριάρια αναπαραγωγής με γονότυπο διαφορετικό του ARR/ARR θανατώνονται ή στειρώνονται χωρίς καθυστέρηση και εφαρμόζονται όλα τα πιθανά μέτρα για την ταχεία δημιουργία γενετικής αντίστασης στον πληθυσμό των προβατοειδών της εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της προγραμματισμένης αναπαραγωγής και θανάτωσης των προβατίνων με σκοπό την αύξηση του αλληλόμορφου ARR και την εξάλειψη του αλληλόμορφου VRQ. Το κράτος μέλος υπεύθυνο για την εκμετάλλευση εξασφαλίζει ότι ο αριθμός των ζώων που προορίζονται για θανάτωση στο τέλος της περιόδου καθυστέρησης δεν είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό αμέσως μετά την επιβεβαίωση του κρούσματος-δείκτη.

Έως ότου ολοκληρωθεί η θανάτωση και ολοσχερής καταστροφή ή σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2, ισχύουν τα ακόλουθα μέτρα για την εκμετάλλευση όπου έχει αποφασιστεί η εφαρμογή της επιλογής 2: σημείο 2.2.2 στοιχείο α), σημείο 3.1, σημείο 3.2 στοιχείο α) και β), σημείο 3,3 και σημείο 3.4 στοιχείο α) πρώτη και δεύτερη περίπτωση, στοιχείο β) πρώτη, τρίτη και τέταρτη περίπτωση, και στοιχείο γ). Ωστόσο, όταν το κράτος μέλος υπεύθυνο για την εκμετάλλευση αποφασίζει να καθυστερήσει τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή ή τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων σύμφωνα με το σημείο iii), αντ’ αυτού ισχύουν τα ακόλουθα μέτρα για την εκμετάλλευση: σημείο 2.2.2 στοιχείο α) και σημεία 4.1 έως 4.6.

Μετά τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή ή σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο της επιλογής 2, για την εκμετάλλευση όπου έχει αποφασιστεί η εφαρμογή της επιλογής 2 ισχύουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 3:

δ)

Επιλογή 3 – ουδεμία υποχρεωτική θανάτωση και ολοσχερής καταστροφή των ζώων

Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην θανατώσει και καταστρέψει ολοσχερώς τα ζώα που εντοπίστηκαν από την έρευνα που αναφέρεται στη δεύτερη και τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο β) όπου πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται σε τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες τέσσερις περιπτώσεις:

είναι δύσκολο να υπάρξει αντικατάσταση των προβάτων των γονοτύπων που επιτρέπονται σύμφωνα με τα σημεία 3.2 στοιχεία α) και β),

η συχνότητα του αλληλομόρφου ARR στη φυλή ή την εκμετάλλευση είναι μικρή,

όπου κριθεί αναγκαίο για να αποφευχθεί η αιμομικτική διασταύρωση,

το κράτος μέλος το κρίνει αναγκαίο μετά από στάθμιση όλων των επιδημιολογικών παραγόντων.

Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν την προσφυγή στην επιλογή 3 για τη διαχείριση κρουσμάτων κλασικής τρομώδους νόσου κρατούν αρχεία των λόγων και κριτηρίων που δικαιολογούν κάθε μεμονωμένη απόφαση εφαρμογής.

Όταν εντοπιστούν επιπλέον κρούσματα κλασικής τρομώδους νόσου σε εκμετάλλευση όπου εφαρμόζεται η επιλογή 3, το κράτος μέλος αξιολογεί εκ νέου τη συνάφεια των λόγων και των κριτηρίων που δικαιολογούν την απόφαση εφαρμογής της επιλογής 3 στην εν λόγω εκμετάλλευση. Στην περίπτωση που συμπεραίνεται ότι η εφαρμογή της επιλογής 3 δεν διασφαλίζει τον ενδεδειγμένο έλεγχο των κρουσμάτων, το κράτος μέλος οφείλει να αλλάξει τη διαχείριση της εν λόγω εκμετάλλευσης από την επιλογή 3 είτε στην επιλογή 1 είτε στην επιλογή 2, όπως ορίζεται στα σημεία β) και γ).

Ο γονότυπος της πρωτεΐνης πριόν όλων των προβατοειδών, κατ’ ανώτατο όρθιο 50, καθορίζεται εντός περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία επιβεβαίωσης του κρούσματος-δείκτη κλασικής τρομώδους νόσου.

Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 2.2.2 στοιχείο α) και σημείο 4 ισχύουν αμέσως για εκμετάλλευση όπου έχει αποφασιστεί η εφαρμογή της επιλογής 3.

2.2.3.

Σε περιπτώσεις όπου επιβεβαιώνεται η ύπαρξη άτυπης τρομώδους νόσου

Σε περίπτωση όπου το κρούσμα ΜΣΕ που έχει επιβεβαιωθεί σε εκμετάλλευση πρόκειται για κρούσμα άτυπης τρομώδους νόσου, η εκμετάλλευση υπόκειται στο ακόλουθο πρωτόκολλο εντατικής παρακολούθησης των ΜΣΕ για περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία ανίχνευσης του τελευταίου κρούσματος άτυπης τρομώδους νόσου: όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών που έχουν πεθάνει ή θανατωθεί στην εκμετάλλευση υποβάλλονται σε έλεγχο για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί κρούσμα ΜΣΕ εκτός της άτυπης τρομώδους νόσου κατά την περίοδο δύο ετών εντατικής επιτήρησης των ΜΣΕ που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο, η εκμετάλλευση υπόκειται στα μέτρα που αναφέρονται στα σημεία 2.2.1 ή 2.2.2.

2.3.

Εάν έχει εισαχθεί από άλλη εκμετάλλευση ζώο μολυσμένο με ΜΣΕ:

α)

το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει, βάσει του ιστορικού του μολυσμένου ζώου, την εφαρμογή μέτρων εξάλειψης στην εκμετάλλευση καταγωγής επιπλέον ή αντί της εφαρμογής μέτρων εξάλειψης στην εκμετάλλευση στην οποία επιβεβαιώθηκε η μόλυνση·

β)

στην περίπτωση που χρησιμοποιείται γη ως κοινός βοσκότοπος πολλών κοπαδιών ή αγελών, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν την εφαρμογή των μέτρων εξάλειψης σε ένα μόνον κοπάδι ή αγέλη, αφού σταθμίσουν όλους τους επιδημιολογικούς παράγοντες·

γ)

σε περίπτωση που διατηρούνται περισσότερα από ένα κοπάδια ή αγέλες σε μία εκμετάλλευση, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν την εφαρμογή των μέτρων εξάλειψης στο κοπάδι ή αγέλη όπου επιβεβαιώθηκε το κρούσμα ΜΣΕ, υπό τον όρο ότι έχει εξακριβωθεί ότι τα κοπάδια ή αγέλες ήταν απομονωμένα το ένα από το άλλο και η εξάπλωση της μόλυνσης μεταξύ των κοπαδιών ή αγελών μέσω άμεσης ή έμμεσης επαφής είναι απίθανη.

3.

Μετά τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή ή σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο όλων των ζώων που εντοπίστηκαν σε εκμετάλλευση, σύμφωνα με το σημείο 2.2.1, το σημείο 2.2.2 στοιχείο β) ή το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ):

3.1.

Η εκμετάλλευση υπόκειται σε πρωτόκολλο εντατικής επιτήρησης των ΜΣΕ, συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων για την παρουσία ΜΣΕ, σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2 για όλα τα ακόλουθα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών, εκτός από προβατοειδή γονότυπου ARR/ARR:

α)

ζώα που παρέμεναν σε εκμετάλλευση κατά την περίοδο που επιβεβαιώθηκε το κρούσμα ΜΣΕ, σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ), και τα οποία σφαγιάστηκαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο,

β)

ζώα που πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση, τα οποία δεν θανατώθηκαν όμως στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης νόσου.

3.2.

Μόνο τα ακόλουθα ζώα εισάγονται στην εκμετάλλευση:

α)

αρσενικά προβατοειδή με γονότυπο ARR/ARR·

β)

θηλυκά προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστο ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ·

γ)

αίγες, υπό τον όρο ότι πραγματοποιήθηκε διεξοδικός καθαρισμός και απολύμανση όλων των χώρων στέγασης των ζώων της εκμετάλλευσης ύστερα από τη μείωση του ζωικού πληθυσμού.

3.3.

Μόνον τα ακόλουθα κριάρια αναπαραγωγής και αναπαραγωγικό υλικό προβάτων μπορούν να χρησιμοποιούνται στην εκμετάλλευση:

α)

αρσενικά προβατοειδή με γονότυπο ARR/ARR·

β)

σπέρμα κριαριών με γονότυπο ARR/ARR·

γ)

έμβρυα με τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ.

3.4.

Οι μετακινήσεις των ζώων από την εκμετάλλευση επιτρέπονται είτε για σκοπούς καταστροφής, είτε υπόκεινται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα ακόλουθα ζώα μπορούν να μετακινηθούν από την εκμετάλλευση για κάθε σκοπό, συμπεριλαμβανομένης της αναπαραγωγής:

προβατοειδή ARR/ARR,

προβατίνες με ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ υπό τον όρο ότι μετακινούνται σε άλλες εκμεταλλεύσεις που υπόκεινται σε περιορισμούς ύστερα από την εφαρμογή μέτρων σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) ή το σημείο 2.2.2 στοιχείο δ),

προβατοειδή, υπό τον όρο ότι μετακινούνται σε άλλες εκμεταλλεύσεις που υπόκεινται σε περιορισμούς ύστερα από την εφαρμογή μέτρων σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) ή το σημείο 2.2.2 στοιχείο δ),

β)

τα ακόλουθα ζώα μπορούν να μετακινηθούν από την εκμετάλλευση για απευθείας σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο:

προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR,

αιγοειδή,

εάν το κράτος μέλος αποφασίσει σχετικά, τα αμνοερίφια ηλικίας κάτω των τριών μηνών κατά την ημερομηνία σφαγής,

όλα τα ζώα όταν το κράτος μέλος αποφασίσει την εφαρμογή των παρεκκλίσεων που ορίζονται στο σημείο 2.2.2 στοιχείο β) περίπτωση i) και στο σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) περίπτωση i),

γ)

εάν το κράτος μέλος αποφασίσει σχετικά, τα αμνοερίφια μπορούν να μετακινηθούν σε άλλη εκμετάλλευση που βρίσκεται εντός της επικράτειάς του με μοναδικό σκοπό την πάχυνση πριν από τη σφαγή εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

η εκμετάλλευση προορισμού δεν περιέχει άλλα αιγοπρόβατα από εκείνα που παχύνονται πριν από τη σφαγή,

στο τέλος της περιόδου πάχυνσης τα αμνοερίφια που προέρχονται από εκμεταλλεύσεις που υπόκεινται στα μέτρα εξάλειψης μεταφέρονται άμεσα σε σφαγείο που βρίσκεται εντός της επικράτειας του ίδιου κράτους μέλους για σφαγή όχι αργότερα από την ηλικία των δώδεκα μηνών.

3.5.

Οι περιορισμοί που ορίζονται στα σημεία 3.1 έως 3.4 συνεχίζουν να ισχύουν για την εκμετάλλευση:

α)

έως την ημερομηνία που όλα τα προβατοειδή της εκμετάλλευσης έχουν φθάσει σε καθεστώς ARR/ARR, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν αιγοειδή στην εκμετάλλευση, ή

β)

για μια περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία που όλα τα μέτρα που αναφέρονται στο σημείο 2.2.1, το σημείο 2.2.2 στοιχείο β) ή το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) έχουν ολοκληρωθεί, υπό τον όρο ότι δεν έχει εντοπιστεί άλλο κρούσμα ΜΣΕ εκτός από άτυπη τρομώδη νόσο κατά την εν λόγω διετή περίοδο. Εάν επιβεβαιωθεί κρούσμα άτυπης τρομώδους νόσου κατά τη διάρκεια της εν λόγω διετούς περιόδου, η εκμετάλλευση υπόκειται και στα μέτρα που αναφέρονται στο σημείο 2.2.3.

4.

Εν συνεχεία της απόφασης εφαρμογής της επιλογής 3 που ορίζεται στο σημείο 2.2.2 δ) ή της παρέκκλισης σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) περίπτωση iii), τα ακόλουθα μέτρα ισχύουν άμεσα για την εκμετάλλευση:

4.1.

Η εκμετάλλευση υπόκειται σε πρωτόκολλο εντατικής επιτήρησης των ΜΣΕ, συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων για την παρουσία ΜΣΕ, σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2 για όλα τα ακόλουθα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών, εκτός από προβατοειδή γονότυπου ARR/ARR:

α)

ζώα που έχουν σφαγιαστεί για κατανάλωση από τον άνθρωπο,

β)

ζώα που πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση, τα οποία δεν θανατώθηκαν όμως στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης νόσου.

4.2.

Μόνο τα ακόλουθα προβατοειδή εισάγονται στην εκμετάλλευση:

α)

αρσενικά προβατοειδή με γονότυπο ARR/ARR·

β)

θηλυκά προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστο ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ.

Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από τα σημεία α) και β), ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει την εισαγωγή στην εκμετάλλευση των ζώων που αναφέρονται στα σημεία γ) και δ) όπου η φυλή που εκτρέφεται στην εκμετάλλευση έχει κατηγοριοποιηθεί από το κράτος μέλος ως τοπική φυλή με κίνδυνο απώλειας για τη γεωργία σύμφωνα με το παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1974/2006 (8) της Επιτροπής, και όπου η συχνότητα του αλληλόμορφου ARR εντός της φυλής είναι χαμηλή:

γ)

αρσενικά προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστο ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ·

δ)

θηλυκά προβατοειδή που δεν φέρουν κανένα αλληλόμορφο VRQ.

4.3.

Μόνον τα ακόλουθα κριάρια αναπαραγωγής και αναπαραγωγικό υλικό προβάτων μπορούν να χρησιμοποιούνται στην εκμετάλλευση:

α)

αρσενικά προβατοειδή με γονότυπο ARR/ARR·

β)

σπέρμα κριαριών με γονότυπο ARR/ARR·

γ)

έμβρυα με τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ.

Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από τα σημεία α), β) και γ), ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει τη χρήση στην εκμετάλλευση των κριαριών αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού προβάτων που αναφέρονται στα σημεία δ), ε) και στ) όπου η φυλή που εκτρέφεται στην εκμετάλλευση έχει κατηγοριοποιηθεί από το κράτος μέλος ως τοπική φυλή με κίνδυνο απώλειας για τη γεωργία σύμφωνα με το παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1974/2006 της Επιτροπής, και όπου η συχνότητα του αλληλόμορφου ARR εντός της φυλής είναι χαμηλή:

δ)

αρσενικά προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστο ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ·

ε)

σπέρμα από αρσενικά προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστο ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ·

στ)

έμβρυα που δεν φέρουν κανένα αλληλόμορφο VRQ.

4.4.

Οι μετακινήσεις των ζώων από την εκμετάλλευση επιτρέπονται για σκοπούς καταστροφής, αλλιώς υπόκεινται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα κριάρια και οι προβατίνες με γονότυπο ARR/ARR μπορούν να μετακινηθούν από την εκμετάλλευση για κάθε σκοπό, συμπεριλαμβανομένης της αναπαραγωγής, υπό τον όρο ότι μετακινούνται σε άλλη εκμετάλλευση η οποία υπόκειται στην εφαρμογή των μέτρων σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) ή το σημείο 2.2.2 στοιχείο δ),

β)

τα ακόλουθα ζώα μπορούν να μετακινηθούν από την εκμετάλλευση για απευθείας σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο:

είτε προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και, εάν το κράτος μέλος αποφασίσει σχετικά, αμνοερίφια ηλικίας κάτω των τριών μηνών κατά την ημερομηνία σφαγής,

ή όλα τα ζώα όταν το κράτος μέλος αποφασίσει την εφαρμογή της παρέκκλισης από την επιλογή 2 σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) περίπτωση iii) ή την επιλογή 3 σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο δ).

γ)

εάν το κράτος μέλος αποφασίσει σχετικά, τα αμνοερίφια μπορούν να μετακινηθούν σε άλλη εκμετάλλευση που βρίσκεται εντός της επικράτειάς του με μοναδικό σκοπό την πάχυνση πριν από τη σφαγή εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

η εκμετάλλευση προορισμού δεν περιέχει άλλα αιγοπρόβατα από εκείνα που παχύνονται πριν από τη σφαγή,

στο τέλος της περιόδου πάχυνσης τα αμνοερίφια που προέρχονται από εκμεταλλεύσεις που υπόκεινται στα μέτρα εξάλειψης μεταφέρονται άμεσα σε σφαγείο που βρίσκεται εντός της επικράτειας του ίδιου κράτους μέλους για σφαγή όχι αργότερα από την ηλικία των δώδεκα μηνών.

4.5.

Η μετακίνηση του αναπαραγωγικού υλικού από την εκμετάλλευση υπόκειται στους ακόλουθους όρους: το κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι δεν πραγματοποιείται αποστολή σπέρματος, εμβρύου και ωαρίων εκτός της εκμετάλλευσης.

4.6.

Η κοινή βοσκή όλων των αιγοπροβάτων στην εκμετάλλευση με αιγοπρόβατα άλλων εκμεταλλεύσεων απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της περιόδου τοκετού.

Εκτός της περιόδου τοκετού, η κοινή βοσκή υπόκειται στους περιορισμούς που καθορίζονται από το κράτος μέλος, έπειτα από στάθμιση όλων των επιδημιολογικών παραγόντων.

4.7.

Οι περιορισμοί που ορίζονται στο σημείο 2.2.2 στοιχείο α) και σημεία 4.1 έως 4.6 συνεχίζουν να ισχύουν για μια περίοδο δύο ετών έπειτα από την ανίχνευση του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ εκτός τηα άτυπης τρομώδους νόσου στις εκμεταλλεύσεις όπου έχει εφαρμοστεί η επιλογή 3 σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο δ). Εάν επιβεβαιωθεί κρούσμα άτυπης τρομώδους νόσου κατά τη διάρκεια της εν λόγω διετούς περιόδου, η εκμετάλλευση υπόκειται και στα μέτρα που αναφέρονται στο σημείο 2.2.3.

Σε εκμεταλλεύσεις όπου έχει εφαρμοστεί η παρέκκλιση από την επιλογή 2 σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ) περίπτωση iii), ισχύουν οι περιορισμοί που ορίζονται στο σημείο 2.2.2 α) και στα σημεία 4.1 έως 4.6 έως την ολοσχερή καταστροφή ή σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο των ζώων που επισημάνθηκαν για θανάτωση σύμφωνα με το σημείο 2.2.2 στοιχείο γ). Μετά τη θανάτωση ισχύουν οι περιορισμοί που ορίζονται στο σημείο 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Ελάχιστες απαιτήσεις για ενα πρόγραμμα αναπαραγωγής προβατοειδών ανθεκτικών στισ μσε σύμφωνα με το άρθρο 6Α

ΜΕΡΟΣ 1

Γενικές απαιτήσεις

1.

Το πρόγραμμα αναπαραγωγής επικεντρώνεται στα κοπάδια με υψηλή γενετική αξία, όπως ορίζεται στο σημείο 3 του παραρτήματος I της απόφασης 2002/1003/ΕΚ της Επιτροπής.

Τα κράτη μέλη, ωστόσο, τα οποία εφαρμόζουν ήδη πρόγραμμα αναπαραγωγής, μπορούν να επιτρέψουν τη δειγματοληψία και τη γονοτυπική ανάλυση κριαριών αναπαραγωγής μόνο σε κοπάδια που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής.

2.

Δημιουργείται βάση δεδομένων που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την ταυτότητα, τη φυλή και τον αριθμό των ζώων όλων των κοπαδιών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής·

β)

την ταυτοποίηση των μεμονωμένων ζώων από τα οποία έγινε δειγματοληψία στο πλαίσιο του προγράμματος αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των κριαριών αναπαραγωγής από τα οποία έγινε δειγματοληψία σε κοπάδια που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής·

γ)

τα αποτελέσματα όλων των γονοτυπικών δοκιμών.

3.

Καθιερώνεται σύστημα ενιαίας πιστοποίησης σύμφωνα με το οποίο ο γονότυπος κάθε ζώου από το οποίο έγινε δειγματοληψία στο πλαίσιο του προγράμματος αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των κριαριών αναπαραγωγής από τα οποία έγινε δειγματοληψία σε κοπάδια που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής, πιστοποιείται με αναφορά στον μοναδικό αριθμό ταυτοποίησής του.

4.

Καθιερώνεται σύστημα ταυτοποίησης των ζώων και των δειγμάτων, της επεξεργασίας των δειγμάτων και της παράδοσης των αποτελεσμάτων με το οποίο ελαχιστοποιείται η πιθανότητα ανθρώπινου λάθους. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος αυτού υπόκειται σε τακτικό τυχαίο έλεγχο.

5.

Η γονοτυπική ανάλυση του αίματος ή λοιπών ιστών που συλλέγονται για σκοπούς του προγράμματος αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των κριαριών αναπαραγωγής από τα οποία ελήφθησαν δείγματα σε κοπάδια που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής, λαμβάνει χώρα σε εργαστήρια εγκεκριμένα στο πλαίσιο του προγράμματος αναπαραγωγής.

6.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους μπορεί να συνδράμει τις ενώσεις εκτροφέων με σκοπό τη δημιουργία γενετικών τραπεζών σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων αντιπροσωπευτικών γονοτύπων της πρωτεΐνης πριόν που κινδυνεύουν να εκλείψουν εξαιτίας του προγράμματος αναπαραγωγής.

7.

Για κάθε φυλή δημιουργούνται προγράμματα αναπαραγωγής, λαμβανομένων υπόψη:

α)

των συχνοτήτων των διαφόρων αλληλομόρφων εντός της φυλής·

β)

της σπανιότητας της φυλής·

γ)

της αποφυγής της αιμομιξίας ή της γενετικής παρέκκλισης.

ΜΕΡΟΣ 2

Ειδικοί κανόνες για τα κοπάδια που συμμετέχουν στο πρόγραμμα

1.

Το πρόγραμμα αναπαραγωγής αποσκοπεί στην αύξηση της συχνότητας του αλληλομόρφου ARR μέσα στο κοπάδι και ταυτόχρονα στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης εκείνων των αλληλομόρφων που έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλουν στην ευπάθεια του κοπαδιού ως προς τις ΜΣΕ.

2.

Οι ελάχιστες απαιτήσεις για τη συμμετοχή των κοπαδιών είναι οι εξής:

α)

όλα τα ζώα του κοπαδιού για τα οποία πρόκειται να καθοριστεί ο γονότυπος ταυτοποιούνται καθένα ξεχωριστά με ασφαλή τρόπο·

β)

είναι υποχρεωτικό να καθορίζεται ο γονότυπος όλων των κριαριών που προορίζονται για αναπαραγωγή εντός του κοπαδιού, προτού αυτά χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτό·

γ)

είναι υποχρεωτικό να σφάζεται ή να ευνουχίζεται, εντός έξι μηνών από τον προσδιορισμό του γονοτύπου του, κάθε αρσενικό ζώο που φέρει το αλληλόμορφο VRQ· το ζώο δεν μπορεί να εγκαταλείψει την εκμετάλλευση εκτός εάν προορίζεται για σφαγή·

δ)

τα θηλυκά ζώα για τα οποία είναι γνωστό ότι φέρουν αλληλόμορφο VRQ απαγορεύεται να απομακρυνθούν από την εκμετάλλευση, εκτός εάν προορίζονται για σφαγή·

ε)

απαγορεύεται η χρησιμοποίηση αρσενικών ζώων, συμπεριλαμβανομένων των δωρητών σπέρματος για τεχνητή γονιμοποίηση, για την αναπαραγωγή του κοπαδιού, εκτός από αυτά που έχουν πιστοποιηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος.

3.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να χορηγήσουν παρεκκλίσεις από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο σημείο 2 στοιχεία γ) και δ) για σκοπούς προστασίας των φυλών και των χαρακτηριστικών παραγωγής.

4.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με οποιαδήποτε παρέκκλιση που χορηγήθηκε δυνάμει του σημείου 3 καθώς και σχετικά με τα κριτήρια που εφαρμόσθηκαν για το σκοπό αυτό.

ΜΕΡΟΣ 3

Ειδικοί κανόνες για τα κριάρια αναπαραγωγής από τα οποία λαμβάνονται δείγματα σε κοπάδια που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής

1.

Τα κριάρια από τα οποία πρόκειται να ληφθούν δείγματα ταυτοποιούνται καθένα ξεχωριστά με ασφαλή τρόπο.

2.

Οποιοδήποτε κριάρι αποδειχθεί φορέας του αλληλομόρφου VRQ δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την εκμετάλλευση παρά μόνο για σφαγή.

ΜΕΡΟΣ 4

Πλαίσιο για την αναγνώριση του καθεστώτος κοπαδιών προβατοειδών ανθεκτικών στις ΜΣΕ

1.

Το πλαίσιο για την αναγνώριση του καθεστώτος κοπαδιών προβατοειδών ανθεκτικών στις ΜΣΕ αναγνωρίζει το καθεστώς κοπαδιών προβατοειδών ανθεκτικών στις ΜΣΕ τα οποία, ως αποτέλεσμα της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 6α, πληρούν τα απαιτούμενα κριτήρια του προγράμματος.

Η εν λόγω αναγνώριση χορηγείται σε δύο τουλάχιστον επίπεδα:

α)

τα κοπάδια του επιπέδου Ι είναι τα κοπάδια που αποτελούνται αποκλειστικά από προβατοειδή με γονότυπο ARR/ARR·

β)

τα κοπάδια του επιπέδου ΙΙ είναι κοπάδια των οποίων οι απόγονοι προέρχονται αποκλειστικά από κριάρια με γονότυπο ARR/ARR.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να χορηγήσουν αναγνώριση σε περισσότερα επίπεδα για τη συμμόρφωση με εθνικές απαιτήσεις.

2.

Η τακτική τυχαία δειγματοληψία προβατοειδών από κοπάδια που είναι ανθεκτικά στις ΜΣΕ διεξάγεται:

α)

στην εκμετάλλευση ή στο σφαγείο για την επαλήθευση του γονοτύπου·

β)

στην περίπτωση κοπαδιών του επιπέδου Ι, στα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών στο σφαγείο, για δοκιμές ΜΣΕ, σύμφωνα με το παράρτημα III.

ΜΕΡΟΣ 5

Εκθέσεις που υποβάλλουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή

Τα κράτη μέλη που καταρτίζουν προγράμματα αναπαραγωγής προβατοειδών ανθεκτικών στις ΜΣΕ:

1.

ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις απαιτήσεις τέτοιων προγραμμάτων·

2.

υποβάλλουν στην Επιτροπή ετήσια έκθεση προόδου.

Η έκθεση για κάθε ημερολογιακό έτος υποβάλλεται το αργότερο στις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

(4)

Στο παράρτημα VIII, το κεφάλαιο Α αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Προϋποθέσεις για το ενδοενωσιακό εμπόριο ζώντων ζώων, σπέρματος και εμβρύων

ΤΜΗΜΑ A

Όροι που ισχύουν για τα αιγοπρόβατα, το σπέρμα και τα έμβρυά τους

1.   Εκμεταλλεύσεις με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου και ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου:

1.1.

Τα κράτη μέλη μπορούν να καταρτίσουν ή να επιβλέπουν επίσημα μέτρα για την αναγνώριση των εκμεταλλεύσεων με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου και εκμεταλλεύσεων με ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου.

Σε αυτή την περίπτωση, διατηρούν κατάλογο με τις εκμεταλλεύσεις αιγοπροβάτων με αμελητέο κίνδυνο και τις εκμεταλλεύσεις με ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου.

1.2.

Εκμετάλλευση προβατοειδών με καθεστώς ανθεκτικότητας στις ΜΣΕ επιπέδου Ι, σύμφωνα με το παράρτημα VII κεφάλαιο Γ μέρος 4 σημείο 1 στοιχείο α), και όπου δεν έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου για τουλάχιστον επτά έτη, μπορεί να αναγνωριστεί ως εκμετάλλευση με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου.

Εκμετάλλευση προβατοειδών, αιγών ή αιγοπροβάτων μπορεί επίσης να αναγνωριστούν ως εκμετάλλευση με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου υπό τον όρο ότι συμμορφώνεται με τις ακόλουθες προϋποθέσεις για τουλάχιστον επτά έτη:

α)

τα αιγοπρόβατα είναι μονίμως αναγνωρίσιμα και κρατούνται αρχεία προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους·

β)

κρατούνται αρχεία των μετακινήσεων αιγοπροβάτων εντός και εκτός της εκμετάλλευσης·

γ)

επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο των ακόλουθων αιγοπροβάτων:

i)

αιγοπρόβατα από εκμεταλλεύσεις με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου·

ii)

αιγοπρόβατα από εκμεταλλεύσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα σημεία από α) έως η) για τουλάχιστον επτά έτη ή για τουλάχιστον την ίδια χρονική περίοδο με την εκμετάλλευση όπου πρόκειται να εισαχθούν·

iii)

προβατοειδή με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR.

δ)

Οι έλεγχοι πρέπει να λαμβάνουν χώρα τουλάχιστον ετησίως από την 1η Ιανουαρίου 2014·

ε)

δεν έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου·

στ)

όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας 18 μηνών και άνω που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ελέγχονται από επίσημο κτηνίατρο και όλα όσα εμφανίζουν σημάδια εξασθένησης, νευρολογικά σημάδια ή έχουν σταλεί για επείγουσα σφαγή υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2013, όλα τα αιγοπρόβατα που αναφέρονται στο παράρτημα III κεφάλαιο Α μέρος II σημείο 3 ηλικίας άνω των 18 μηνών και τα οποία έχουν πεθάνει ή θανατωθεί για λόγους άλλους από τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Από την 1η Ιανουαρίου 2014, όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών τα οποία έχουν πεθάνει ή θανατωθεί για λόγους άλλους από τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Κατά παρέκκλιση από τους όρους της δεύτερης και τρίτης παραγράφου του σημείου στ), τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν την εφαρμογή των όρων της πρώτης παραγράφου του σημείου στ) σε αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών χωρίς εμπορική αξία που θανατώνονται στο τέλος της παραγωγικής τους ζωής αντί να σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

Επιπλέον των όρων που καθορίζονται στα σημεία α) έως στ), πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση με τους ακόλουθους όρους από την 1η Ιανουαρίου 2014:

ζ)

επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο των ακόλουθων εμβρύων/ωοκυττάρων αιγών:

i)

έμβρυα/ωοκύτταρα από ζώα-δότες τα οποία παραμένουν από τη γέννησή τους σε κράτος μέλος με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή σε εκμετάλλευση με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή τα οποία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

είναι μονίμως αναγνωρίσιμα προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους·

παραμένουν από τη γέννησή τους σε εκμεταλλεύσεις όπου δεν έχουν επιβεβαιωθεί κρούσματα κλασικής τρομώδους νόσου κατά την παραμονή τους·

δεν εμφανίζουν κανένα κλινικό σημείο κλασικής τρομώδους νόσου κατά τον χρόνο συλλογής εμβρύων/ωοκυττάρων·

ii)

έμβρυα/ωοκύτταρα αιγών με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR.

η)

επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο του ακόλουθου σπέρματος αιγοπροβάτων:

i)

σπέρμα από ζώα-δότες τα οποία παραμένουν από τη γέννησή τους σε κράτος μέλος με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή σε εκμετάλλευση με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή τα οποία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

είναι μονίμως αναγνωρίσιμα προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους·

δεν εμφανίζουν κανένα κλινικό σημείο κλασικής τρομώδους νόσου κατά τον χρόνο συλλογής σπέρματος·

ii)

σπέρμα αιγών από κριάρι με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR·

(a)

τα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση δεν έχουν ουδεμία άμεση ή έμμεση επαφή, συμπεριλαμβανομένων των κοινών βοσκοτόπων, με αιγοπρόβατα εκμετάλλευσης κατώτερου υγειονομικού χαρακτηρισμού.

1.3.

Μια εκμετάλλευση αιγών ή/και προβατοειδών αναγνωρίζεται ως ελεγχόμενου κινδύνου κλασικής τρομώδους νόσου υπό τον όρο ότι συμμορφώνεται με τους ακόλουθους όρους για μία περίοδο τουλάχιστον τριών ετών:

α)

τα αιγοπρόβατα είναι μονίμως αναγνωρίσιμα και κρατούνται αρχεία προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους·

β)

κρατούνται αρχεία των μετακινήσεων αιγοπροβάτων εντός και εκτός της εκμετάλλευσης·

γ)

επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο των ακόλουθων αιγοπροβάτων:

i)

αιγοπρόβατα από εκμεταλλεύσεις με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου·

ii)

αιγοπρόβατα από εκμεταλλεύσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα σημεία από α) έως η) για τουλάχιστον τρία έτη ή για τουλάχιστον την ίδια χρονική περίοδο με την εκμετάλλευση όπου πρόκειται να εισαχθούν·

iii)

προβατοειδή με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR.

δ)

η εκμετάλλευση υπόκειται σε τακτικούς ελέγχους από επίσημο κτηνίατρο ή από κτηνίατρο εξουσιοδοτημένο για τον σκοπό αυτόν από την αρμόδια αρχή προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τους όρους που ορίζονται στα σημεία α) έως η). Οι έλεγχοι πρέπει να λαμβάνουν χώρα τουλάχιστον ετησίως από την 1η Ιανουαρίου 2014·

ε)

δεν έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου·

στ)

όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας 18 μηνών και άνω που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ελέγχονται από επίσημο κτηνίατρο και όλα όσα εμφανίζουν σημάδια εξασθένησης, νευρολογικά σημάδια ή έχουν σταλεί για επείγουσα σφαγή υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2013, όλα τα αιγοπρόβατα που αναφέρονται στο παράρτημα III κεφάλαιο Α μέρος II σημείο 3 ηλικίας άνω των 18 μηνών και τα οποία έχουν πεθάνει ή θανατωθεί για λόγους άλλους από τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Από την 1η Ιανουαρίου 2014, όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών τα οποία έχουν πεθάνει ή θανατωθεί για λόγους άλλους από τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την κλασική τρομώδη νόσο σε εργαστήριο σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους και πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ μέρος 3 σημείο 3.2.

Κατά παρέκκλιση από τους όρους της δεύτερης και τρίτης παραγράφου του σημείου στ), τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν την εφαρμογή των όρων της πρώτης παραγράφου του σημείου στ) σε αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών χωρίς εμπορική αξία που θανατώνονται στο τέλος της παραγωγικής τους ζωής αντί να σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

Επιπλέον των όρων που καθορίζονται στα σημεία α) έως στ), πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση με τους ακόλουθους όρους από την 1η Ιανουαρίου 2014:

ζ)

επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο των ακόλουθων εμβρύων/ωοκυττάρων αιγών:

i)

έμβρυα/ωοκύτταρα από ζώα-δότες τα οποία παραμένουν από τη γέννησή τους σε κράτος μέλος με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή σε εκμετάλλευση με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή τα οποία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

είναι μονίμως αναγνωρίσιμα προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους·

παραμένουν από τη γέννησή τους σε εκμεταλλεύσεις όπου δεν έχουν επιβεβαιωθεί κρούσματα κλασικής τρομώδους νόσου κατά την παραμονή τους·

δεν εμφανίζουν κανένα κλινικό σημείο κλασικής τρομώδους νόσου κατά τον χρόνο συλλογής εμβρύων/ωοκυττάρων·

ii)

έμβρυα/ωοκύτταρα αιγών με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR.

η)

επιτρέπεται η εισαγωγή μόνο του ακόλουθου σπέρματος αιγοπροβάτων:

i)

σπέρμα από ζώα-δότες τα οποία παραμένουν από τη γέννησή τους σε κράτος μέλος με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή σε εκμετάλλευση με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή τα οποία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

είναι μονίμως αναγνωρίσιμα προκειμένου να επιτραπεί ο καθορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους·

δεν εμφανίζουν κανένα κλινικό σημείο κλασικής τρομώδους νόσου κατά τον χρόνο συλλογής σπέρματος·

ii)

σπέρμα αιγών από κριάρι με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR·

θ)

τα αιγοπρόβατα της εκμετάλλευσης δεν έχουν ουδεμία άμεση ή έμμεση επαφή, συμπεριλαμβανομένων των κοινών βοσκοτόπων, με αιγοπρόβατα εκμετάλλευσης κατώτερου υγειονομικού χαρακτηρισμού.

1.4.

Εάν επιβεβαιωθεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου σε εκμετάλλευση αμελητέου ή ελεγχόμενου κινδύνου κλασικής τρομώδους νόσου, ή σε εκμετάλλευση για την οποία έχει τεκμηριωθεί επιδημιολογική σύνδεση με εκμετάλλευση αμελητέου ή ελεγχόμενου κινδύνου κλασικής τρομώδους νόσου ως αποτέλεσμα έρευνας που αναφέρεται στο μέρος 1 του κεφαλαίου Β του παραρτήματος VII, η εκμετάλλευση αμελητέου ή ελεγχόμενου κινδύνου κλασικής τρομώδους νόσου διαγράφεται αμέσως από τον κατάλογο που αναφέρεται στο σημείο 1.1.

Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως τα λοιπά κράτη μέλη τα οποία έχουν εισάγει αιγοπρόβατα από ή σπέρμα ή έμβρυα που συνελέγησαν από αιγοπρόβατα τα οποία παρέμεναν στην εν λόγω εκμετάλλευση κατά τα τελευταία επτά έτη σε περίπτωση εκμετάλλευσης αμελητέου κινδύνου ή κατά τα τελευταία τρία έτη σε περίπτωση εκμετάλλευσης ελεγχόμενου κινδύνου.

2.   Κράτη μέλη ή ζώνες κρατών μελών με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου

2.1.

Σε περιπτώσεις όπου ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι η επικράτειά του ή τμήμα αυτής συνιστά αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, υποβάλλει στην Επιτροπή τη δέουσα τεκμηρίωση, διευκρινίζοντας κυρίως ότι:

α)

έχει λάβει χώρα αξιολόγηση κινδύνου και κατέδειξε ότι έχουν ληφθεί και ισχύουν επί επαρκές χρονικό διάστημα τα δέοντα μέτρα για τη διαχείριση κάθε ενδεχομένως εντοπιζόμενου κινδύνου. Η εν λόγω αξιολόγηση κινδύνου εντοπίζει όλους τους δυνητικούς παράγοντες εκδήλωσης της κλασικής τρομώδους νόσου καθώς και την ιστορική τους προοπτική, ιδίως:

i)

την εισαγωγή ή την είσοδο αιγοπροβάτων ή του σπέρματός τους και των εμβρύων τους που είναι δυνητικά μολυσμένα με την κλασική τρομώδη νόσο·

ii)

την έκταση των γνώσεων για τη δομή του πληθυσμού και τις κτηνοτροφικές πρακτικές των αιγοπροβάτων·

iii)

τις πρακτικές σίτισης, συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης κρεαταλεύρων και οστεαλεύρων ή ινωδών καταλοίπων ξιγκιών μηρυκαστικών·

iv)

εισαγωγή γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων αιγοπροβάτων με σκοπό τη χρήση στη διατροφή αιγοπροβάτων·

β)

για μία περίοδο τουλάχιστον επτά ετών, έχουν ελεγχθεί τα αιγοπρόβατα που εμφανίζουν κλινικά σημεία αντίστοιχα της κλασικής τρομώδους νόσου,

γ)

για περίοδο τουλάχιστον επτά ετών, ικανός αριθμός αιγοπροβάτων ηλικίας άνω των 18 μηνών, αντιπροσωπευτικός των ζώων που θανατώθηκαν ή βρέθηκαν νεκρά στην εκμετάλλευση, υπόκεινται σε ετήσιο έλεγχο προκειμένου να παρασχεθεί ποσοστό εμπιστοσύνης 95 τοις εκατό όσον αφορά τον εντοπισμό της κλασικής τρομώδους νόσου εάν εμφανιστεί στον εν λόγω πληθυσμό σε ποσοστό εμφάνισης που υπερβαίνει το 0,1 τοις εκατό, και δεν έχει αναφερθεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου κατά την εν λόγω περίοδο·

δ)

έχει απαγορευτεί και επιβληθεί η απαγόρευση σε ολόκληρο το κράτος μέλος για περίοδο επτά ετών τουλάχιστον η σίτιση αιγοπροβάτων με κρεατάλευρα και οστεάλευρα και ινώδη κατάλοιπα ξιγκιών από μηρυκαστικά·

ε)

οι εισαγωγές αιγοπροβάτων, του σπέρματός τους και των εμβρύων τους από άλλα κράτη μέλη λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με το σημείο 4.1 στοιχείο β) ή το σημείο 4.2·

στ)

οι εισαγωγές αιγοπροβάτων του σπέρματός τους και των εμβρύων τους από τρίτες χώρες λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με το κεφάλαιο Ε ή το κεφάλαιο Η του παραρτήματος IX.

2.2.

Ο χαρακτηρισμός ως αμελητέου κινδύνου κλασικής τρομώδους νόσου για το κράτος μέλος ή για ζώνη του κράτους μέλους εγκρίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Το κράτος μέλος οφείλει να ενημερώσει την Επιτροπή για οποιαδήποτε αλλαγή στις πληροφορίες που υποβάλλει σύμφωνα με το σημείο 2.1 σχετικά με τη νόσο.

Βάσει των κοινοποιούμενων πληροφοριών, ο χαρακτηρισμός ως αμελητέου κινδύνου σύμφωνα με το σημείο 2.2 μπορεί να αποσυρθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

3.   Εθνικό πρόγραμμα ελέγχου για την κλασική τρομώδη νόσο:

3.1.

ένα κράτος μέλος το οποίο διαθέτει πρόγραμμα ελέγχου για την κλασική τρομώδη νόσο που καλύπτει όλη του την επικράτεια:

α)

μπορεί να το υποβάλει στην Επιτροπή, αναφέροντας ιδίως:

την κατάσταση σχετικά με την κλασική τρομώδη νόσο στο κράτος μέλος·

την αιτιολόγηση του εθνικού προγράμματος ελέγχου, ανάλογα με τη διάδοση της νόσου και τον λόγο κόστους/οφέλους·

τους διαφόρους χαρακτηρισμούς που ισχύουν για τις εκμεταλλεύσεις και τα πρότυπα που πρέπει να επιτυγχάνονται για κάθε κατηγορία,

τις διαδικασίες που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τις δοκιμές,

τις διαδικασίες παρακολούθησης του εθνικού προγράμματος ελέγχου·

τις συνέπειες της απώλειας του χαρακτηρισμού της εκμετάλλευσης, για οιονδήποτε λόγο,

τα ληπτέα μέτρα σε περίπτωση θετικών αποτελεσμάτων κατά τους ελέγχους που διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού προγράμματος ελέγχου·

β)

το πρόγραμμα που αναφέρεται στο σημείο α) μπορεί να εγκρίνεται εφόσον συμμορφώνεται με τα κριτήρια που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο και με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2· τροποποιήσεις ή προσθήκες στα προγράμματα που υποβάλλουν τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

3.2.

Εγκρίνονται τα εθνικά προγράμματα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου των ακόλουθων κρατών μελών:

Δανία

Αυστρία

Φινλανδία

Σουηδία.

4.   Ενδοενωσιακό εμπόριο αιγοπροβάτων, του σπέρματός τους και των εμβρύων τους

Ισχύουν οι ακόλουθοι όροι:

4.1.

στην περίπτωση των αιγοπροβάτων:

α)

τα αιγοπρόβατα αναπαραγωγής που προορίζονται για κράτη μέλη άλλα εκτός αυτών με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου ή με εγκεκριμένο εθνικό πρόγραμμα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου πρέπει:

i)

να προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου· ωστόσο, τα αιγοπρόβατα αναπαραγωγής που προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο σημείο 1.3 έως στ) για περίοδο τουλάχιστον τριών ετών μπορούν να διατίθενται στο ενδοενωσιακό εμπόριο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, ή

ii)

να προέρχονται από κράτος μέλος ή ζώνη κράτους μέλους με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή

iii)

στην περίπτωση προβατοειδών, να διαθέτουν τον γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR, υπό τον όρο ότι δεν προέρχονται από εκμετάλλευση που υπόκειται στους περιορισμούς που ορίζονται στο παράρτημα VII κεφάλαιο Β σημεία 3 και 4.

β)

αιγοπρόβατα για κάθε χρήση εκτός από άμεση σφαγή που προορίζονται για τα κράτη μέλη με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου ή με εγκεκριμένο εθνικό πρόγραμμα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου πρέπει:

i)

να προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου· ωστόσο, τα αιγοπρόβατα που προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που έχουν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο σημείο 1.2 έως θ) για περίοδο τουλάχιστον επτά ετών μπορούν να διατίθενται στο ενδοενωσιακό εμπόριο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, ή

ii)

να προέρχονται από κράτος μέλος ή ζώνη κράτους μέλους με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή

iii)

στην περίπτωση προβατοειδών, να διαθέτουν τον γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR, υπό τον όρο ότι δεν προέρχονται από εκμετάλλευση που υπόκειται στους περιορισμούς που ορίζονται στο παράρτημα VII κεφάλαιο Β σημεία 3 και 4.

4.2.

Το σπέρμα και τα έμβρυα αιγοπροβάτων πρέπει:

α)

να συλλέγεται από ζώα τα οποία παρέμειναν συνεχώς από τη γέννησή τους σε εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις με αμελητέο ή ελεγχόμενο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή

β)

να συλλέγονται από ζώα τα οποία παρέμεναν συνεχώς για τα τελευταία τρία έτη πριν τη συλλογή σε εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που συμμορφώνονταν με όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο τμήμα 1, σημείο 1.3 έως στ) για τρία έτη, ή

γ)

να συλλέγεται από ζώα τα οποία παρέμειναν συνεχώς από τη γέννησή τους σε χώρα ή ζώνη χώρας με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου, ή ή

δ)

στην περίπτωση σπέρματος προβατοειδών, να συλλέγεται από αρσενικά ζώα με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR, ή

ε)

στην περίπτωση εμβρύων, να διαθέτουν γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR.

ΤΜΗΜΑ B

Όροι που ισχύουν για τα βοοειδή

Το Ηνωμένο Βασίλειο εξασφαλίζει ότι τα βοοειδή που έχουν γεννηθεί ή εκτραφεί στο έδαφός του πριν από την 1η Αυγούστου 1996 δεν αποστέλλονται από το έδαφός του σε άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες».

(5)

Το παράρτημα IX τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο κεφάλαιο Γ το τμήμα Α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΤΜΗΜΑ Α

Προϊόντα

Τα ακόλουθα προϊόντα προέλευσης βοοειδών και αιγοπροβάτων, όπως ορίζονται στα σημεία 1.10, 1.13, 1.15, 7.1, 7.5, 7.6, 7.7, 7.8 και 7.9 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου υπόκεινται στους όρους των τμημάτων Β, Γ ή Δ του παρόντος κεφαλαίου ανάλογα με την κατηγορία κινδύνου για ΣΕΒ της χώρας καταγωγής:

νωπό κρέας,

κιμάς,

παρασκευάσματα κρέατος,

προϊόντα με βάση το κρέας,

τετηγμένο ζωικό λίπος,

ξίγκια,

ζελατίνη και κολλαγόνο από υλικά εκτός των δερμάτων,

επεξεργασμένα εντόσθια.»

β)

Τα κεφάλαια Δ και Ε αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

Εισαγωγές ζωικών υποπροϊόντων προέλευσης βοοειδών και αιγοπροβάτων

ΤΜΗΜΑ A

Ζωικά υποπροϊόντα

Το παρόν κεφάλαιο ισχύει για τα ακόλουθα ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα, όπως ορίζονται στα σημεία 1) και 2) του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω προϊόντα είναι προέλευσης βοοειδών και αιγοπροβάτων:

α)

τετηγμένα λίπη που προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 2, τα οποία προορίζονται για χρήση ως οργανικά λιπάσματα ή βελτιωτικά εδάφους, όπως ορίζεται στο σημείο 22 του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, ή τα υλικά εκκίνησης ή τα ενδιάμεσα προϊόντα τους·

β)

οστά και προϊόντα οστών που προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 2·

γ)

τετηγμένα λίπη που προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 3, τα οποία προορίζονται για χρήση ως οργανικά λιπάσματα ή βελτιωτικά εδάφους ή ως ζωοτροφές, όπως ορίζεται στα σημεία 22 και 25 του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, ή τα υλικά εκκίνησης ή τα ενδιάμεσα προϊόντα τους·

δ)

τροφές για ζώα συντροφιάς, συμπεριλαμβανομένων των δερμάτινων κοκάλων για σκύλους·

ε)

προϊόντα αίματος·

στ)

Μεταποιημένες ζωικές πρωτεϊνες:

ζ)

οστά και προϊόντα οστών που προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 3·

η)

ζελατίνη και κολλαγόνο που προέρχονται από υλικά εκτός των δερμάτων,

θ)

υλικά της κατηγορίας 3 και παράγωγα προϊόντα πλην εκείνων που αναφέρονται στα στοιχεία γ) έως η), με εξαίρεση τα εξής:

i)

νωπά δέρματα, κατεργασμένα δέρματα·

ii)

ζελατίνη και κολλαγόνο από δορές και δέρματα,

iii)

παράγωγα λίπους.

ΤΜΗΜΑ B

Απαιτήσεις υγειονομικού πιστοποιητικού

Οι εισαγωγές των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων που προέρχονται από βοοειδή και αιγοπρόβατα και αναφέρονται στο τμήμα Α εξαρτώνται από την προσκόμιση ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού το οποίο συμπληρώνεται με την ακόλουθη βεβαίωση:

α)

Το ζωικό υποπροϊόν ή το παράγωγο προϊόν δεν περιέχει και δεν προέρχεται από υλικό συγκεκριμένης επικινδυνότητας ή από μηχανικά διαχωρισμένο κρέας που προέρχεται από οστά βοοειδών ή αιγοπροβάτων και, εκτός από τα ζώα που έχουν γεννηθεί, εκτραφεί συνεχώς και σφαγεί σε χώρα ή περιοχή που έχει ταξινομηθεί ως χώρα ή περιοχή με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, τα ζώα από τα οποία προέρχεται το εν λόγω ζωικό υποπροϊόν ή το παράγωγο προϊόν δεν εσφάγησαν ύστερα από αναισθητοποίηση με έγχυση αερίου στην κρανιακή κοιλότητα ούτε θανατώθηκαν με την ίδια μέθοδο ούτε εσφάγησαν με τεμαχισμό του κεντρικού νευρικού ιστού διά της εισαγωγής ραβδοειδούς οργάνου στην κρανιακή κοιλότητα, ή

β)

το ζωικό υποπροϊόν ή το παράγωγο προϊόν δεν περιέχει και δεν προέρχεται από υλικά βοοειδών και αιγοπροβάτων πλην εκείνων που προέρχονται από ζώα τα οποία έχουν γεννηθεί, εκτραφεί συνεχώς και σφαγεί σε χώρα ή περιοχή που έχει ταξινομηθεί, με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, ως χώρα ή περιοχή με αμελητέο κίνδυνο ΣΕΒ.

Πέραν των διατάξεων των στοιχείων α) και β), οι εισαγωγές των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων που αναφέρονται στο τμήμα Α και τα οποία περιέχουν γάλα ή γαλακτοκομικά προϊόντα προέλευσης αιγοπροβάτων και προορίζονται για διατροφή, συνοδεύονται από υγειονομικό πιστοποιητικό το οποίο συμπληρώνεται με την ακόλουθη βεβαίωση:

γ)

τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχονται τα εν λόγω προϊόντα παρέμειναν συνεχώς από τη γέννησή τους σε χώρα η οποία πληρούσε τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η κλασική τρομώδης νόσος υπόκειται σε υποχρεωτική κοινοποίηση·

ii)

υφίσταται σύστημα προειδοποίησης, επιτήρησης και παρακολούθησης·

iii)

ισχύουν επίσημοι περιορισμοί σε εκμεταλλεύσεις αιγών ή προβάτων σε περίπτωση υπόνοιας παρουσίας ΜΣΕ ή επιβεβαίωσης κρούσματος κλασικής τρομώδους νόσου·

iv)

τα προσβεβλημένα από την κλασική τρομώδη νόσο αιγοπρόβατα θανατώνονται και καταστρέφονται ολοσχερώς·

v)

έχει απαγορευτεί και επιβληθεί η απαγόρευση σε ολόκληρη τη χώρα για περίοδο επτά ετών τουλάχιστον η σίτιση αιγοπροβάτων με κρεατάλευρα και οστεάλευρα και ινώδη κατάλοιπα ξιγκιών από μηρυκαστικά·

δ)

το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα αιγών ή προβάτων που προέρχονται από εκμεταλλεύσεις όπου δεν έχει επιβληθεί επίσημος περιορισμός λόγω υπόνοιας παρουσίας ΜΣΕ·

ε)

το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα αιγών ή προβάτων που προέρχονται από εκμεταλλεύσεις όπου δεν έχει διαγνωστεί κρούσμα κλασικής τρομώδους νόσου κατά τα τελευταία επτά έτη ή, μετά από την επιβεβαίωση κρούσματος κλασικής τρομώδους νόσου:

i)

όλα τα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση έχουν θανατωθεί και καταστραφεί ή σφαγεί, εκτός από τα κριάρια αναπαραγωγής γονότυπου ARR/ARR, τις προβατίνες αναπαραγωγής που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR κι κανένα αλληλόμορφο VRQ και άλλα προβατοειδή που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR, ή

ii)

όλα τα ζώα στα οποία έχει επιβεβαιωθεί η παρουσία κλασικής τρομώδους νόσου έχουν θανατωθεί και καταστραφεί, και η εκμετάλλευση έχει αποτελέσει αντικείμενο εντατικής παρακολούθησης για ΜΣΕ για τουλάχιστον δύο έτη από την επιβεβαίωση κρούσματος κλασικής τρομώδους νόσου, συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών για την παρουσία ΜΣΕ με αρνητικά αποτελέσματα σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που ορίζονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 για όλα τα ακόλουθα ζώα άνω των 18 μηνών, εκτός από προβατοειδή με γενότυπο ARR/ARR:

ζώα που έχουν σφαγιαστεί για κατανάλωση από τον άνθρωπο, και

ζώα που πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση, τα οποία δεν θανατώθηκαν όμως στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης νόσου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

Εισαγωγές αιγοπροβάτων

Αιγοπρόβατα που εισάγονται στην Ένωση εξαρτώνται από την προσκόμιση ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι κρατούνται από τη γέννησή τους συνεχώς σε χώρα η οποία πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

1.

η κλασική τρομώδης νόσος υπόκειται σε υποχρεωτική κοινοποίηση·

2.

υφίσταται σύστημα προειδοποίησης, επιτήρησης και παρακολούθησης·

3.

τα προσβεβλημένα από την κλασική τρομώδη νόσο αιγοπρόβατα θανατώνονται και καταστρέφονται ολοσχερώς·

4.

έχει απαγορευτεί και επιβληθεί η απαγόρευση σε ολόκληρη τη χώρα για περίοδο επτά ετών τουλάχιστον η σίτιση αιγοπροβάτων με κρεατάλευρα και οστεάλευρα και ινώδη κατάλοιπα ξιγκιών από μηρυκαστικά·

Επιπλέον των προϋποθέσεων που ορίζονται στα σημεία 1 έως 4, το ζωοϋγειονομικό πιστοποιητικό βεβαιώνει ότι:

5.

Για τα αιγοπρόβατα αναπαραγωγής που εισάγονται στην Ένωση και προορίζονται για κράτη μέλη εκτός αυτών με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου ή εκείνων με εγκεκριμένο πρόγραμμα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου που αναφέρεται στο σημείο 3.2 του μέρους Α του παραρτήματος VIII, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

τα εισαγόμενα αιγοπρόβατα προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που συμμορφώνονται με τους όρους του σημείου 1.3 του μέρους Α του κεφαλαίου Α του παραρτήματος VIII, ή

πρόκειται για προβατοειδή με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR και προέρχονται από εκμετάλλευση όπου δεν έχει επιβληθεί επίσημος περιορισμός μετακινήσεων λόγω ΣΕΒ ή κλασική τρομώδους νόσου κατά τα δύο τελευταία έτη.

6.

Για τα αιγοπρόβατα κάθε χρήσης εκτός από άμεση σφαγή που εισάγονται στην Ένωση και προορίζονται για κράτος μέλος με αμελητέο κίνδυνο κλασικής τρομώδους νόσου ή με εγκεκριμένο πρόγραμμα ελέγχου της κλασικής τρομώδους νόσου που αναφέρεται στο σημείο 3.2 του μέρους Α του παραρτήματος VIII, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

προέρχονται από εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που συμμορφώνονται με τους όρους του σημείου 1.2 του τμήματος Α του κεφαλαίου Α του παραρτήματος VIII, ή

πρόκειται για προβατοειδή με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR και προέρχονται από εκμετάλλευση όπου δεν έχει επιβληθεί επίσημος περιορισμός μετακινήσεων λόγω ΣΕΒ ή κλασική τρομώδους νόσου κατά τα δύο τελευταία έτη.»

γ)

Το κεφάλαιο Η αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η

Εισαγωγές σπέρματος και εμβρύων αιγοπροβάτων

Η εισαγωγή στην Ένωση σπέρματος και εμβρύων αιγοπροβάτων εξαρτάται από την προσκόμιση ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι τα ζώα-δότες:

1.

κρατούνται συνεχώς από τη γέννησή τους σε χώρα η οποία πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η κλασική τρομώδης νόσος υπόκειται σε υποχρεωτική κοινοποίηση·

ii)

υφίσταται σύστημα προειδοποίησης, επιτήρησης και παρακολούθησης·

iii)

τα προσβεβλημένα από την κλασική τρομώδη νόσο αιγοπρόβατα θανατώνονται και καταστρέφονται ολοσχερώς·

iv)

έχει απαγορευτεί και επιβληθεί η απαγόρευση σε ολόκληρη τη χώρα για περίοδο επτά ετών τουλάχιστον η σίτιση αιγοπροβάτων με κρεατάλευρα και οστεάλευρα και ινώδη κατάλοιπα ξιγκιών από μηρυκαστικά·

2.

κρατούνται συνεχώς για τα τελευταία τρία έτη πριν τη συλλογή του προς εξαγωγή σπέρματος ή εμβρύων σε εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που πληρούν τουλάχιστον για τα τρία τελευταία έτη τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 1.3. σημεία α) έως στ) του τμήματος Α του κεφαλαίου Α του παραρτήματος VIII, ή:

i)

στην περίπτωση σπέρματος προβατοειδών, το σπέρμα συλλέγεται από αρσενικά ζώα με γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR·

ii)

στην περίπτωση εμβρύων, τα έμβρυα διαθέτουν γονότυπο πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR.»

6)

Το παράρτημα X τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο κεφάλαιο Γ, μέρος 3, σημείο 3.1 προστίθεται το ακόλουθο σημείο 3.1 στοιχείο γ):

«γ)   Περαιτέρω εξέταση θετικών κρουσμάτων ΣΕΒ

Δείγματα από όλα τα θετικά κρούσματα ΣΕΒ διαβιβάζονται σε εργαστήριο ορισμένο από την αρμόδια αρχή, το οποίο έχει επιτυχώς συμμετάσχει σε δοκιμασία επάρκειας που οργανώνει το εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για δοκιμές διάκρισης επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ΣΕΒ, όπου θα ελεγχθούν περαιτέρω σύμφωνα με τις μεθόδους και τα πρωτόκολλα που ορίζονται στη μέθοδο του εργαστηρίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ταξινόμηση των απομονωμάτων ΜΣΕ στα βοοειδή (9).

β)

Το μέρος 4 του κεφαλαίου Γ του παραρτήματος X αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«4.   Ταχείες δοκιμές

Για τη διενέργεια των ταχειών δοκιμών σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 1, χρησιμοποιούνται ως ταχείες δοκιμές για την επιτήρηση της ΣΕΒ στα βοοειδή μόνον οι ακόλουθες μέθοδοι:

δοκιμή ανοσοκαθήλωσης, με βάση τη διαδικασία ανοσοαποτυπώματος Western για την ανίχνευση του ανθεκτικού στην πρωτεϊνάση K τμήματος PrPRes (Prionics Check Western test),

ανοσολογική δοκιμή με μικροπλάκες για την ανίχνευση του PrPSc (Enfer TSE Version 3),

ανοσολογική δοκιμή τύπου σάντουιτς για την ανίχνευση PrPRes (βραχύ πρωτόκολλο δοκιμής), η οποία διενεργείται ύστερα από μετουσίωση και συμπύκνωση (Bio-Rad TeSeE SAP rapid test),

ανοσολογική δοκιμή (ELISA) με μικροπλάκες, η οποία ανιχνεύει το ανθεκτικό στην πρωτεϊνάση Κ PrPRes με μονοκλωνικά αντισώματα (Prionics-Check LIA test),

ανοσολογική δοκιμή με τη χρήση χημικού πολυμερούς για την επιλεκτική δέσμευση του PrP Sc και μονοκλωνικού αντισώματος ανίχνευσης που κατευθύνεται εναντίον διατηρημένων περιοχών του μορίου του PrP (IDEXX HerdChek BSE Antigen Test Kit, EIA & IDEXX HerdChek BSE-Scrapie Antigen Test Kit, EIA),

ανοσολογική δοκιμή πλευρικής ροής με τη χρήση δύο διαφορετικών μονοκλωνικών αντισωμάτων για την ανίχνευση τμημάτων PrP ανθεκτικών στην πρωτεϊνάση Κ (Prionics Check PrioSTRIP),

αμφίπλευρη ανοσολογική δοκιμή με τη χρήση δύο διαφορετικών μονοκλωνικών αντισωμάτων που κατευθύνονται έναντι δύο επιτόπων που υπάρχουν σε PrP Sc βοοειδών που βρίσκεται σε ιδιαίτερα ξεδιπλωμένη διάταξη (Roboscreen Beta Prion BSE EIA Test Kit),

Για τη διενέργεια των ταχειών δοκιμών σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 1, χρησιμοποιούνται ως ταχείες δοκιμές για την επιτήρηση των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα μόνον οι ακόλουθες μέθοδοι:

ανοσολογική δοκιμή τύπου σάντουιτς για την ανίχνευση PrPRes (βραχύ πρωτόκολλο δοκιμής), η οποία διενεργείται ύστερα από μετουσίωση και συμπύκνωση (Bio-Rad TeSeE SAP rapid test),

ανοσολογική δοκιμή τύπου σάντουιτς για την ανίχνευση PrPRes με το κιτ ανίχνευσης TeSeE Sheep/Goat, η οποία διενεργείται ύστερα από μετουσίωση και συμπύκνωση με το κιτ καθαρισμού TeSeE Sheep/Goat (Bio-Rad TeSeE Sheep/Goat rapid test),

ανοσολογική δοκιμή με τη χρήση χημικού πολυμερούς για την επιλεκτική δέσμευση του PrP Sc και ενός μονοκλωνικού αντισώματος ανίχνευσης που κατευθύνεται έναντι διατηρημένων περιοχών του μορίου του PrP (IDEXX HerdChek BSE-Scrapie Antigen Test Kit, EIA),

ανοσολογική δοκιμή πλευρικής ροής με τη χρήση δύο διαφορετικών μονοκλωνικών αντισωμάτων για την ανίχνευση τμημάτων PrP ανθεκτικών στην πρωτεϊνάση Κ (ταχεία δοκιμή Prionics Check - PrioSTRIP SR, πρωτόκολλο οπτικής ανάγνωσης).

Για όλες τις ταχείες δοκιμές, τα δείγματα ιστών στα οποία θα πραγματοποιηθούν οι δοκιμές πρέπει να συμμορφώνονται με τις οδηγίες χρήσης του παραγωγού.

Οι παραγωγοί ταχειών δοκιμών πρέπει να εφαρμόζουν σύστημα διασφάλισης ποιότητας το οποίο να είναι εγκεκριμένο από το εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να εξασφαλίζει ότι η απόδοση των δοκιμών δεν μεταβάλλεται. Οι παραγωγοί πρέπει να υποβάλουν τα πρωτόκολλα δοκιμών στο εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αλλαγές στις ταχείες δοκιμές και στα πρωτόκολλα των δοκιμών μπορούν να γίνουν μόνον αφού αυτές κοινοποιηθούν προηγουμένως στο εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπό τον όρο ότι το εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνει ότι η συγκεκριμένη αλλαγή δεν αλλοιώνει την ευαισθησία, την εξειδίκευση και την αξιοπιστία της ταχείας δοκιμής. Το σχετικό πόρισμα κοινοποιείται στην Επιτροπή και στα εθνικά εργαστήρια αναφοράς.»


(1)  http://vla.defra.gov.uk/science/docs/sci_tse_rl_handbookv4jan10.pdf

(2)  ΕΕ L 349 της 24.12.2002, σ. 105.

(3)  http://vla.defra.gov.uk/science/docs/sci_tse_rl_2blot.pdf

(4)  ΕΕ L 5 της 9.1.2004, σ. 8

(5)  [ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55.]

(6)  ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 206

(7)  ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 368 της 23.12.2006, σ. 15

(9)  http://vla.defra.gov.uk/science/docs/sci__RL_2blot.pdf»


Top