EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32011R1173

Κανονισμός (EE) αριθ. 1173/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011 , για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ

OJ L 306, 23.11.2011, p. 1–7 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
Special edition in Croatian: Chapter 01 Volume 007 P. 236 - 242

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 13/12/2011

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2011/1173/oj

23.11.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 306/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) αριθ. 1173/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2011

για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 136 σε συνδυασμό με το άρθρο 121 παράγραφος 6,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ έχουν ιδιαίτερο συμφέρον και ευθύνη να εφαρμόζουν οικονομικές πολιτικές που προωθούν την εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και να αποφεύγουν πολιτικές που τη θέτουν σε κίνδυνο.

(2)

Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) επιτρέπει τη θέσπιση συγκεκριμένων μέτρων στη ζώνη του ευρώ, καθ’ υπέρβαση των εφαρμοστέων σε όλα τα κράτη μέλη διατάξεων, με σκοπό την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

(3)

Η πείρα που αποκτήθηκε και τα λάθη που έγιναν στην πρώτη δεκαετία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης καταδεικνύουν την ανάγκη να βελτιωθεί η οικονομική διακυβέρνηση στην Ένωση, που πρέπει να βασίζεται σε έναν αποφασιστικότερο εθνικό ενστερνισμό των κανόνων και πολιτικών που έχουν συμφωνηθεί από κοινού και σε ένα στιβαρότερο πλαίσιο σε επίπεδο Ένωσης για την εποπτεία των εθνικών οικονομικών πολιτικών.

(4)

Το βελτιωμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης θα πρέπει να βασίζεται σε διάφορες αλληλοσυνδεόμενες και συνεκτικές πολιτικές για βιώσιμη ανάπτυξη και απασχόληση, οι οποίες θα στηρίζονται σε μια στρατηγική της Ένωσης για ανάπτυξη και απασχόληση, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην ανάπτυξη και την ενίσχυση της ενιαίας αγοράς, στην προώθηση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών και της ανταγωνιστικότητας, σε ένα Ευρωπαϊκό Εξάμηνο ενισχυμένης συνεργασίας των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών, σε ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για την πρόληψη και τη διόρθωση υπερβολικού δημόσιου ελλείμματος (σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης), σε ένα ισχυρό πλαίσιο για την πρόληψη και τη διόρθωση μακροοικονομικών ανισορροπιών, σε ελάχιστες απαιτήσεις για τα εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια, και σε μια ενισχυμένη ρύθμιση και εποπτεία της χρηματοπιστωτικής αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της μακροπροληπτικής εποπτείας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου.

(5)

Το σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το ολοκληρωμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης θα πρέπει να συμπληρώνουν και να είναι συμβατά με μια ενωσιακή στρατηγική ανάπτυξης και απασχόλησης. Ωστόσο, αυτές οι αλληλοσυνδέσεις μεταξύ των διαφόρων πτυχών δεν θα πρέπει να προβλέπουν εξαιρέσεις στις διατάξεις του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

(6)

Η επίτευξη και διατήρηση μιας δυναμικής εσωτερικής αγοράς θα πρέπει να θεωρείται στοιχείο κατάλληλης και εύρυθμης λειτουργίας της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

(7)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διαδραματίζει ισχυρότερο ρόλο στη διαδικασία ενισχυμένης εποπτείας, όσον αφορά τις αξιολογήσεις του κάθε κράτους μέλους, την παρακολούθηση, τις αποστολές επιτοπίως, τις συστάσεις και τις προειδοποιήσεις. Όταν λαμβάνει αποφάσεις περί κυρώσεων ο ρόλος του Συμβουλίου θα πρέπει να είναι περιορισμένος ενώ θα πρέπει να χρησιμοποιείται αντίστροφη ειδική πλειοψηφία.

(8)

Για να εξασφαλιστεί ένας μόνιμος διάλογος με τα κράτη μέλη προς επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να πραγματοποιεί αποστολές εποπτείας.

(9)

Η Επιτροπή θα πρέπει, σε τακτά διαστήματα, να προβαίνει σε εκτεταμένη αξιολόγηση του συστήματος οικονομικής διακυβέρνησης και, ειδικότερα, της αποτελεσματικότητας και επάρκειας των κυρώσεων. Οι αξιολογήσεις θα πρέπει εν ανάγκη να συνοδεύονται και από αντίστοιχες προτάσεις.

(10)

Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την τρέχουσα οικονομική κατάσταση των οικείων κρατών μελών.

(11)

Η ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης θα πρέπει να περιλαμβάνει στενότερη και πιο έγκαιρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων.

(12)

Είναι δυνατόν να καθιερωθεί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διάλογος οικονομικού περιεχομένου, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στην Επιτροπή να δημοσιοποιεί τις αναλύσεις της και στον Πρόεδρο του Συμβουλίου, την Επιτροπή και, αν χρειασθεί, τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή τον Πρόεδρο της Ευρωομάδας να συζητούν. Μια τέτοια δημόσια συζήτηση θα μπορούσε να αφορά τα δευτερογενή αποτελέσματα των εθνικών αποφάσεων και να επιτρέπει να ασκηθεί αμοιβαία πίεση μεταξύ των εταίρων. Ενώ αναγνωρίζεται ότι συνομιλητές με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο πλαίσιο του διαλόγου αυτού είναι τα οικεία θεσμικά όργανα της Ένωσης και οι εκπρόσωποί τους, η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να επιτρέψει στο κράτος μέλος το οποίο αφορά απόφαση του Συμβουλίου σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5 και 6 του παρόντος κανονισμού, να συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων. Η συμμετοχή του κράτους μέλους στην εν λόγω ανταλλαγή είναι προαιρετική.

(13)

Είναι απαραίτητες πρόσθετες κυρώσεις για να καταστεί πιο αποτελεσματική η επιβολή της δημοσιονομικής επιτήρησης στη ζώνη του ευρώ. Οι κυρώσεις αυτές αναμένεται να ενισχύσουν την αξιοπιστία του πλαισίου δημοσιονομικής επιτήρησης της Ένωσης.

(14)

Οι κανόνες που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό αναμένεται να εξασφαλίσουν δίκαιους, έγκαιρους, κλιμακωτούς και αποτελεσματικούς μηχανισμούς για τη συμμόρφωση με το προληπτικό και το διορθωτικό σκέλος του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ιδίως δε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (4) και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (5), όπου η τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας εξετάζεται με βάση τα κριτήρια του δημοσίου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους.

(15)

Στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, οι κυρώσεις για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, οι οποίες θα βασίζονται στο προληπτικό σκέλος του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αναμένεται να δώσουν κίνητρα για την προσαρμογή και τη διατήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου.

(16)

Προκειμένου να αποθαρρυνθεί η παραποίηση, εκ προθέσεως ή εκ βαρείας αμελείας, των στοιχείων του δημοσίου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, τα οποία αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία για το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής στην Ένωση, θα πρέπει να επιβάλλεται πρόστιμο στο υπεύθυνο κράτος μέλος.

(17)

Για να συμπληρωθούν οι κανόνες υπολογισμού των προστίμων για παραποίηση στατιστικών στοιχείων καθώς και οι κανόνες για τη διαδικασία που θα ακολουθεί η Επιτροπή για τη διερεύνηση τέτοιων πράξεων, πρέπει να δοθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει κανόνες σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ βάσει λεπτομερών κριτηρίων που θα ορίζουν το ύψος του πρόστιμου και τον τρόπο με τον οποίο θα διεξάγει τις έρευνες η Επιτροπή. Έχει ιδιαίτερη σημασία να διεξάγει η Επιτροπή τις απαιτούμενες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, συμπεριλαμβανομένων διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Κατά την προπαρασκευή και την κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά ώστε τα σχετικά έγγραφα να διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ταυτόχρονα, έγκαιρα και με κατάλληλο τρόπο.

(18)

Στο προληπτικό σκέλος του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η προσαρμογή στον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο και η προσήλωση σε αυτόν θα πρέπει να διασφαλίζονται μέσω της υποχρέωσης πραγματοποίησης προσωρινής τοκοφόρου κατάθεσης που επιβάλλεται σε ένα κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ, το οποίο σημειώνει ανεπαρκή πρόοδο στο πεδίο της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αυτό θα πρέπει να ισχύει όταν ένα κράτος μέλος, ακόμη και αν το έλλειμμά του είναι κάτω από την τιμή αναφοράς του 3 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), αποκλίνει σημαντικά από τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή την ενδεδειγμένη πορεία προσαρμογής προς αυτόν και αδυνατεί να διορθώσει την απόκλιση αυτή.

(19)

Η τοκοφόρος κατάθεση που επιβάλλεται θα πρέπει να αποδεσμεύεται και να τίθεται εκ νέου στη διάθεση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους με τους δεδουλευμένους τόκους μόλις το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι έχει τερματιστεί η κατάσταση από την οποία προέκυψε η υποχρέωση της κατάθεσης.

(20)

Στο διορθωτικό σκέλος του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οι κυρώσεις για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ θα πρέπει να έχουν τη μορφή μιας υποχρεωτικής άτοκης κατάθεσης, συνδεομένης με απόφαση του Συμβουλίου διαπιστωτική της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί τοκοφόρος κατάθεση στο συγκεκριμένο κράτος μέλος στο προληπτικό σκέλος του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ή, σε περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρής παραβίασης των υποχρεώσεων δημοσιονομικής πολιτικής που προβλέπονται στο σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ή τη μορφή της υποχρέωσης καταβολής προστίμου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με σύσταση του Συμβουλίου για τη διόρθωση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος.

(21)

Για να αποφευχθεί η αναδρομική εφαρμογή των κυρώσεων δυνάμει του προληπτικού σκέλους του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό, οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με αποφάσεις τις οποίες εγκρίνει το Συμβούλιο δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Ομοίως, για να αποφευχθεί η αναδρομική εφαρμογή των κυρώσεων δυνάμει του διορθωτικού σκέλους του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό, οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με συστάσεις και αποφάσεις για τη διόρθωση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος τις οποίες εγκρίνει το Συμβούλιο μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(22)

Το ύψος της τοκοφόρου κατάθεσης, της άτοκης κατάθεσης και του προστίμου που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να ορίζεται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται εύλογη κλιμάκωση των κυρώσεων στο προληπτικό και στο διορθωτικό σκέλος του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και να παρέχει επαρκή κίνητρα για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ ώστε να συμμορφώνονται με το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ένωσης. Το πρόστιμο κατά το άρθρο 126 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ, και όπως ορίζεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, αποτελείται από μια σταθερή συνιστώσα που ισούται με 0,2 % του ΑΕΠ και από μια μεταβλητή συνιστώσα. Συνεπώς, η κλιμάκωση και η ισότιμη μεταχείριση των κρατών μελών εξασφαλίζονται εάν η τοκοφόρος κατάθεση, η άτοκη κατάθεση και το πρόστιμο που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό είναι ίσα με 0,2 % του ΑΕΠ, δηλαδή με το ύψος της σταθερής συνιστώσας του προστίμου που συνδέεται με το άρθρο 126 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ.

(23)

Θα πρέπει να δοθεί στο Συμβούλιο η δυνατότητα να μειώνει ή να ακυρώνει τις κυρώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, βάσει σύστασης της Επιτροπής ύστερα από αιτιολογημένο αίτημα του οικείου κράτους μέλους. Στο διορθωτικό σκέλος του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να συστήσει τη μείωση του ύψους μιας κύρωσης ή να την ακυρώσει λόγω έκτακτων οικονομικών περιστάσεων.

(24)

Η άτοκη κατάθεση θα πρέπει να αποδεσμεύεται όταν το υπερβολικό έλλειμμα, διορθωθεί ενώ οι τόκοι των καταθέσεων και τα εισπραττόμενα πρόστιμα θα πρέπει να διατίθενται στους μηχανισμούς σταθερότητας για την παροχή οικονομικής στήριξης οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί από τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ προς διασφάλιση της σταθερότητας στο σύνολο της ζώνης του ευρώ.

(25)

Θα πρέπει να δοθεί στο Συμβούλιο η εξουσία να εκδίδει μεμονωμένες αποφάσεις για την εφαρμογή των κυρώσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Στο πλαίσιο του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών που διεξάγεται στο Συμβούλιο κατά το άρθρο 121 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, οι εν λόγω μεμονωμένες αποφάσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συνέχειας των μέτρων που θεσπίζει το Συμβούλιο σύμφωνα με τα άρθρα 121 και 126 της ΣΛΕΕ και τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1466/97 και (ΕΚ) αριθ. 1467/97.

(26)

Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός περιέχει γενικούς κανόνες για την αποτελεσματική επιβολή των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1466/97 και (ΕΚ) αριθ. 1467/97, θα πρέπει να εγκριθεί σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία του άρθρου 121 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ.

(27)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η δημιουργία ενός συστήματος κυρώσεων για να ενισχυθεί η εφαρμογή του προληπτικού και του διορθωτικού τμήματος του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς στο επίπεδο των κρατών μελών, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας που διατυπώνονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει σύστημα κυρώσεων για την ενίσχυση της επιβολής του προληπτικού και του διορθωτικού σκέλους του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί:

(1)

ως «προληπτικό σκέλος του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης» νοείται το σύστημα πολυμερούς εποπτείας, όπως θεσπίζεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97·

(2)

ως «διορθωτικό σκέλος του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης» νοείται η διαδικασία αποφυγής υπερβολικού ελλείμματος των κρατών μελών, όπως ρυθμίζεται από το άρθρο 126 της ΣΛΕΕ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97·

(3)

ως «έκτακτες οικονομικές περιστάσεις» νοούνται περιστάσεις όπου η υπέρβαση ενός δημοσιονομικού ελλείμματος σε σχέση με την τιμή αναφοράς θεωρείται έκτακτη κατά την έννοια του άρθρου 126 παράγραφος 2 στοιχείο α) δεύτερη περίπτωση της ΣΛΕΕ και όπως διευκρινίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Άρθρο 3

Οικονομικός διάλογος

Για να ενισχυθεί ο διάλογος ανάμεσα στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, και συγκεκριμένα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, και για να εξασφαλισθεί μεγαλύτερη διαφάνεια και λογοδοσία, η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να καλεί τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, της Επιτροπής και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή τον Πρόεδρο της Ευρωομάδας να εμφανισθούν ενώπιον της επιτροπής για συζητήσουν αποφάσεις που ελήφθησαν σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5 και 6 του παρόντος κανονισμού.

Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να προσφέρει την ευκαιρία στο κράτος μέλος το οποίο αφορούν οι ληφθείσες αποφάσεις να συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟ ΣΚΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Άρθρο 4

Τοκοφόρος κατάθεση

1.   Εάν το Συμβούλιο εγκρίνει απόφαση διά της οποίας διαπιστώνεται ότι κράτος μέλος δεν ανέλαβε δράση ανταποκρινόμενο στη σύσταση του Συμβουλίου κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97, η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο, εντός 20 ημερών από τη λήψη της απόφασης του Συμβουλίου, να επιβάλλει διά νέας αποφάσεώς του στο οικείο κράτος μέλος την πραγματοποίηση τοκοφόρου κατάθεσης στην Επιτροπή ίση προς το 0,2 % του ΑΕΠ του κατά το προηγούμενο έτος.

2.   Η απόφαση διά της οποίας απαιτείται η κατάθεση λογίζεται εγκριθείσα από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει τη σύσταση μέσα σε δέκα ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή.

3.   Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μπορεί να τροποποιήσει τη σύσταση της Επιτροπής και να εγκρίνει το τροποποιημένο κείμενο ως απόφασή του.

4.   Η Επιτροπή, μετά από αιτιολογημένο αίτημα που θα απευθύνει το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή μέσα σε 10 ημέρες από την έγκριση της απόφασης του Συμβουλίου η οποία διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση, ως αναφέρεται στην παράγραφο 1, μπορεί να συστήσει στο Συμβούλιο τη μείωση του ποσού της τοκοφόρου κατάθεσης ή την ακύρωσή της.

5.   Το επιτόκιο της τοκοφόρου κατάθεσης αντικατοπτρίζει τον πιστωτικό κίνδυνο της Επιτροπής και τη σχετική επενδυτική περίοδο.

6.   Εάν η κατάσταση που προκάλεσε τη σύσταση του Συμβουλίου κατά το άρθρο 6 παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 δεν υφίσταται πλέον, το Συμβούλιο, βάσει νέας σύστασης της Επιτροπής, αποφασίζει ότι η κατάθεση και οι σχετικοί δεδουλευμένοι τόκοι επιστρέφονται στο οικείο κράτος μέλος. Το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιεί τη νέα σύσταση της Επιτροπής αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ ΣΚΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Άρθρο 5

Άτοκη κατάθεση

1.   Εάν το Συμβούλιο αποφασίσει σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ ότι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα σε κράτος μέλος το οποίο έχει πραγματοποιήσει τοκοφόρο κατάθεση στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, ή εφόσον διαπιστωθεί από την Επιτροπή μια σοβαρή παραβίαση των υποχρεώσεων δημοσιονομικής πολιτικής που προβλέπονται στο σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο, εντός 20 ημερών από την έγκριση της απόφασής του, να υποχρεώσει με νέα του απόφαση το οικείο κράτος μέλος να προβεί σε άτοκη κατάθεση στην Επιτροπή, ύψους 0,2 % του ΑΕΠ του κατά το προηγούμενο έτος.

2.   Η απόφαση περί υποχρεωτικής κατάθεσης λογίζεται εγκριθείσα από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει τη σύσταση εντός 10 ημερών από την έγκρισή της από την Επιτροπή.

3.   Το Συμβούλιο μπορεί με ειδική πλειοψηφία να τροποποιήσει τη σύσταση της Επιτροπής και να εγκρίνει το τροποποιημένο κείμενο ως απόφαση του Συμβουλίου.

4.   Η Επιτροπή, λόγω έκτακτων οικονομικών περιστάσεων ή μετά από αιτιολογημένο αίτημα που απευθύνει το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή εντός 10 ημερών από την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ, ως αναφέρεται στην παράγραφο 1, μπορεί να συστήσει στο Συμβούλιο τη μείωση του ποσού της άτοκης κατάθεσης ή την ακύρωσή της.

5.   H κατάθεση γίνεται στην Επιτροπή. Αν το κράτος μέλος έχει προβεί σε τοκοφόρο κατάθεση στην Επιτροπή κατά το άρθρο 4, η κατάθεση αυτή μετατρέπεται σε άτοκη.

Εάν το ύψος μιας έντοκης κατάθεσης που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 4, και των δεδουλευμένων τόκων, υπερβαίνει το ύψος της απαιτούμενης κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου άτοκης κατάθεσης, το υπόλοιπο επιστρέφεται στο κράτος μέλος.

Εάν το ύψος της άτοκης κατάθεσης υπερβαίνει το ποσό μιας τοκοφόρας κατάθεσης που έγινε κατά το άρθρο 4, και των δεδουλευμένων τόκων, το κράτος μέλος υποχρεούται να συμπληρώσει το ελλείπον ποσό όταν διενεργεί την άτοκη κατάθεση.

Άρθρο 6

Πρόστιμο

1.   Αν το Συμβούλιο, αποφασίσει σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8 της ΣΛΕΕ, ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να διορθώσει το υπερβολικό του έλλειμμα, η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο εντός 20 ημερών από τη λήψη της απόφασης αυτής, την επιβολή προστίμου με νέα του απόφαση. Το πρόστιμο ανέρχεται σε 0,2 % του ΑΕΠ του οικείου κράτους μέλους κατά το προηγούμενο έτος

2.   Η απόφαση περί επιβολής προστίμου λογίζεται εγκριθείσα από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει τη σύσταση της Επιτροπής εντός 10 ημερών από την έγκρισή της από την Επιτροπή.

3.   Το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιεί τη σύσταση της Επιτροπής αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία και να εγκρίνει το τροποποιημένο κείμενο ως απόφαση του Συμβουλίου.

4.   Η Επιτροπή μπορεί, λόγω έκτακτων οικονομικών περιστάσεων ή μετά από αιτιολογημένο αίτημα που απευθύνει το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή εντός 10 ημερών από την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8 της ΣΛΕΕ όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, να συστήσει στο Συμβούλιο τη μείωση του ποσού του προστίμου ή την ακύρωσή του.

5.   Εάν το κράτος μέλος έχει πραγματοποιήσει άτοκη κατάθεση στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 5, η άτοκη κατάθεση μετατρέπεται σε πρόστιμο.

Εάν το ύψος της πραγματοποιηθείσας σύμφωνα με το άρθρο 5 άτοκης κατάθεσης υπερβαίνει το ύψος του απαιτούμενου προστίμου, το υπόλοιπο επιστρέφεται στο κράτος μέλος.

Εάν το ύψος του προστίμου υπερβαίνει το ύψος της πραγματοποιηθείσας σύμφωνα με το άρθρο 5 άτοκης κατάθεσης, ή εάν δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία άτοκη κατάθεση, το κράτος μέλος συμπληρώνει το υπόλοιπο όταν καταβάλλει το πρόστιμο.

Άρθρο 7

Επιστροφή της άτοκης κατάθεσης

Εάν το Συμβούλιο αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 12 της ΣΛΕΕ, να καταργήσει ορισμένες ή όλες τις αποφάσεις του, οποιαδήποτε άτοκη κατάθεση που έχει γίνει στην Επιτροπή επιστρέφεται στο οικείο κράτος μέλος ή κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Άρθρο 8

Κυρώσεις για παραποίηση στατιστικών στοιχείων

1.   Το Συμβούλιο ενεργώντας βάσει σύστασης της Επιτροπής μπορεί να αποφασίσει να επιβάλει πρόστιμο σε ένα κράτος μέλος το οποίο εκ προθέσεως ή βαρείας αμέλειας παρουσιάζει ανακριβή στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος σ’ ό, τι αφορά την εφαρμογή των άρθρων 121 ή 126 της ΣΛΕΕ ή την εφαρμογή του πρωτοκόλλου για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που επισυνάπτεται στην ΣΕΕ και στην ΣΛΕΕ.

2.   Τα πρόστιμα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι αποτελεσματικά, αποτρεπτικά και ανάλογα με τη φύση, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παρουσίασης ανακριβών στοιχείων. Το ύψος του προστίμου δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0,2 % του ΑΕΠ του οικείου κράτους μέλους.

3.   Για να εντοπισθεί η παρουσίαση ανακριβών στοιχείων κατά την παράγραφο 1 η Επιτροπή μπορεί να διεξάγει κάθε αναγκαία έρευνα. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει έρευνα όταν κρίνει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων που ενδέχεται να στοιχειοθετούν παρουσίαση ανακριβών στοιχείων. Η Επιτροπή διερευνά τις υποτιθέμενες παρουσιάσεις ανακριβών στοιχείων λαμβάνοντας υπόψη οποιεσδήποτε παρατηρήσεις υποβάλλει το οικείο κράτος μέλος. Για να επιτελέσει το έργο της, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το κράτος μέλος να παράσχει στοιχεία, καθώς και να διεξαγάγει επιτόπιους ελέγχους και να έχει πρόσβαση στους λογαριασμούς όλων των δημόσιων φορέων σε επίπεδο κεντρικής, κρατικής, τοπικής διοίκησης καθώς και σε επίπεδο οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Εάν η εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους απαιτεί προηγουμένη δικαστική έγκριση των επιτοπίων ελέγχων, η Επιτροπή υποβάλλει τις σχετικές αιτήσεις.

Μόλις ολοκληρώσει την έρευνά της, και πριν υποβάλει οποιαδήποτε έρευνα στο Συμβούλιο, η Επιτροπή δίνει στο οικείο κράτος μέλος την ευκαιρία να τοποθετηθεί επί των υπό έρευνα ζητημάτων. Η Επιτροπή βασίζει την πρότασή της στο Συμβούλιο μόνο επί γεγονότων επί των οποίων το εν λόγω κράτος μέλος είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών γίνονται πλήρως σεβαστά από την Επιτροπή τα δικαιώματα υπεράσπισης του οικείου κράτους μέλους.

4.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11 σχετικά με:

α)

ενδελεχή κριτήρια που ορίζουν το ύψος του πρόστιμου κατά την παράγραφο 1·

β)

ενδελεχείς κανόνες σχετικά με τη διαδικασία για τις έρευνες που ορίζονται στην παράγραφο 3, συνδεόμενα μέτρα και σύνταξη εκθέσεων σχετικά με τις έρευνες· καθώς και

γ)

ενδελεχείς διαδικαστικούς κανόνες με σκοπό την πλήρη διασφάλιση των δικαιωμάτων υπεράσπισης, της πρόσβασης στο φάκελο, της νομικής εκπροσώπησης, της εμπιστευτικότητας, των προσωρινών διατάξεων και της είσπραξης των προστίμων κατά την παράγραφο 1.

5.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων διά των οποίων το Συμβούλιο επιβάλλει πρόστιμο σύμφωνα με την παράγραφο 1. Το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να αυξήσει το επιβληθέν πρόστιμο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΟΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ

Άρθρο 9

Διοικητικός χαρακτήρας των κυρώσεων

Οι κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 8 είναι διοικητικής φύσης.

Άρθρο 10

Διανομή των τόκων και των προστίμων

Οι τόκοι τους οποίους εισπράττει η Επιτροπή από καταθέσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 και τα πρόστιμα που εισπράττονται σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 αποτελούν «άλλα έσοδα», όπως αναφέρονται στο άρθρο 311 της ΣΛΕΕ, και διατίθενται στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας. Όταν δημιουργηθεί από τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ άλλος μηχανισμός σταθερότητας για την παροχή οικονομικής στήριξης προς διασφάλιση της σταθερότητας στο σύνολο της ζώνης του ευρώ, οι τόκοι και τα πρόστιμα θα διατίθενται σε αυτόν τον τελευταίο μηχανισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Άσκηση των ανατιθέμενων αρμοδιοτήτων

1.   Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων του άρθρου 8 παράγραφος 4 ανατίθεται στην Επιτροπή από τις 13 Δεκεμβρίου 2011. Το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της τριετίας, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθεί σε αυτήν την ανανέωση το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 8 παράγραφος 4 μπορεί να ανακαλείται ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που καθορίζεται στην απόφαση αυτή. Αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση οι οποίες ισχύουν ήδη.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 τίθεται σε ισχύ μόνο εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν έχει γνωστοποιήσει την αντίθεσή του εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν και τα δύο την Επιτροπή ότι δεν σκοπεύουν να διατυπώσουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες.

Άρθρο 12

Ψηφοφορία στο Συμβούλιο

1.   Για τα μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 8, ψηφίζουν μόνο τα μέλη του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ και το Συμβούλιο ενεργεί χωρίς να λάβει υπόψη την ψήφο του μέλους του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το οικείο κράτος μέλος.

2.   Η ειδική πλειοψηφία των αναφερομένων στην παράγραφο 1 μελών του Συμβουλίου ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ.

Άρθρο 13

Επανεξέταση

1.   Μέχρι την 14η Δεκεμβρίου 2014 και εν συνεχεία ανά πενταετία, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:

α)

την αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του ενδεχόμενου να δοθούν τα μέσα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή να δράσουν για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της νομισματικής ένωσης·

β)

την πρόοδο ως προς την εξασφάλιση στενότερου συντονισμού των οικονομικών πολιτικών και συνεχούς σύγκλισης των οικονομικών επιδόσεων των κρατών μελών σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ.

2.   Εφόσον κριθεί σκόπιμο, η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από πρόταση με τροποποιήσεις του παρόντος κανονισμού.

3.   Η έκθεση διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

4.   Πριν από το τέλος του 2011 η Επιτροπή υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με το ενδεχόμενο καθιέρωσης τίτλων σε ευρώ.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 16 Νοεμβρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

W. SZCZUKA


(1)  ΕΕ C 150 της 20.5.2011, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 218 της 23.7.2011, σ. 46.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011.

(4)  ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 6.


Top