EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32010R1031

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής της 12ης Νοεμβρίου 2010 για τον χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

OJ L 302, 18.11.2010, p. 1–41 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
Special edition in Croatian: Chapter 15 Volume 010 P. 239 - 279

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 20/12/2023; καταργήθηκε από 32023R2830

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2010/1031/oj

18.11.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 302/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 12ης Νοεμβρίου 2010

για τον χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚH ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 3δ παράγραφος 3 και το άρθρο 10 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2003/87/EΚ αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ ώστε να ενταχθούν οι αεροπορικές δραστηριότητες στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (2) και με την οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της Κοινότητας (3). Μια από τις βελτιώσεις που επήλθαν με την αναθεώρηση της οδηγίας 2003/87/EΚ συνίσταται στο ότι η βασική αρχή που θα πρέπει να διέπει την κατανομή των δικαιωμάτων εκπομπής είναι ο πλειστηριασμός, δεδομένου ότι αποτελεί το απλούστερο και, κατά γενική ομολογία, το οικονομικά αποδοτικότερο μέσο για τον σκοπό αυτό. Η αποδοτικότητα του συστήματος εμπορίας εκπομπών στηρίζεται στη μετάδοση σαφούς μηνύματος σχετικά με την τιμή των ανθρακούχων εκπομπών, προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Ο πλειστηριασμός θα πρέπει να υποστηρίζει και να ενισχύει το εν λόγω μήνυμα για την τιμή των ανθρακούχων εκπομπών.

(2)

Το άρθρο 10 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/87/EΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θέτουν σε πλειστηριασμό τα δικαιώματα του κεφαλαίου ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας που δεν κατανέμονται δωρεάν. Συνεπώς, τα κράτη μέλη οφείλουν να εκπλειστηριάζουν τα δικαιώματα που δεν κατανέμονται δωρεάν. Δεν μπορούν να χρησιμοποιούν άλλα μέσα κατανομής ούτε να αποσύρουν ή να ακυρώνουν δικαιώματα που δεν κατανέμονται δωρεάν, αντί να τα εκπλειστηριάζουν.

(3)

Το άρθρο 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/EΚ θέτει διάφορους στόχους για τη διαδικασία πλειστηριασμού. Η διαδικασία αυτή πρέπει να είναι προβλέψιμη, ιδίως όσον αφορά τον χρόνο διεξαγωγής και τη σειρά κατακύρωσης των πλειστηριασμών, καθώς και την εκτιμώμενη ποσότητα διαθέσιμων δικαιωμάτων. Οι πλειστηριασμοί θα πρέπει να σχεδιαστούν κατά τρόπο ώστε οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που υπάγονται στο σύστημα εμπορίας εκπομπών να έχουν πλήρη, ισότιμη και δίκαιη πρόσβαση, να παρέχεται πρόσβαση στους μικρούς προξένους εκπομπών, να έχουν όλοι οι συμμετέχοντες ταυτόχρονη πρόσβαση στις ίδιες πληροφορίες, να μην υπονομεύουν οι συμμετέχοντες τη λειτουργία των πλειστηριασμών και να είναι η οργάνωση των πλειστηριασμών και η συμμετοχή σε αυτούς οικονομικά συμφέρουσα, με αποφυγή των άσκοπων διοικητικών δαπανών.

(4)

Οι στόχοι αυτοί πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο των υπέρτερων στόχων της αναθεώρησης της οδηγίας 2003/87/EΚ, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την πληρέστερη εναρμόνιση, την αποτροπή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και την μεγαλύτερη προβλεψιμότητα, στοιχεία τα οποία αναμένεται να ενισχύσουν το μήνυμα σχετικά με την τιμή των ανθρακούχων εκπομπών, προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση των εκπομπών με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Πράγματι, η αυξημένη προσπάθεια που θα πρέπει να καταβληθεί για τη μείωση των εκπομπών απαιτεί τον μέγιστο δυνατό βαθμό οικονομικής απόδοσης βάσει πλήρως εναρμονισμένων όρων κατανομής στο εσωτερικό της Ένωσης.

(5)

Το άρθρο 3δ παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ προβλέπει τον πλειστηριασμό του 15 % των δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της εν λόγω οδηγίας κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, ενώ το άρθρο 3δ παράγραφος 2 προβλέπει τον πλειστηριασμό του ίδιου ποσοστού δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/ΕΚ από την 1η Ιανουαρίου 2013 και εφεξής. Το άρθρο 3δ παράγραφος 3 επιβάλλει την έκδοση κανονισμού με λεπτομερείς διατάξεις για τον εκπλειστηριασμό, από τα κράτη μέλη, δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ τα οποία, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3δ ή με την παράγραφο 8 του άρθρου 3στ της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, δεν απαιτείται να κατανεμηθούν δωρεάν.

(6)

Σύμφωνα με την πλειονότητα των ενδιαφερομένων μερών που εμπλέκονται στη διαβούλευση που προηγείται της έκδοσης του παρόντος κανονισμού, τη συντριπτική πλειονότητα των κρατών μελών και την εκτίμηση επιπτώσεων που διενεργεί η Επιτροπή, ο καλύτερος τρόπος προκειμένου να επιτευχθούν οι υπέρτεροι στόχοι της αναθεώρησης της οδηγίας 2003/87/EΚ είναι μια κοινή υποδομή πλειστηριασμού, στην οποία τους πλειστηριασμούς διεξάγει ένας κοινός χώρος πλειστηριασμών. Η προσέγγιση αυτή αποτρέπει τις στρεβλώσεις της εσωτερικής αγοράς, επιτρέπει την επίτευξη του μέγιστου βαθμού οικονομικής απόδοσης και παρέχει τη δυνατότητα κατανομής των δικαιωμάτων με πλειστηριασμό βάσει πλήρως εναρμονισμένων όρων στο εσωτερικό της Ένωσης. Παράλληλα, η διεξαγωγή των πλειστηριασμών μέσω κοινού χώρου πλειστηριασμών είναι ο καλύτερος τρόπος ενίσχυσης του μηνύματος σχετικά με την τιμή των ανθρακούχων εκπομπών, το οποίο χρειάζονται οι οικονομικοί φορείς προκειμένου να αποφασίσουν να πραγματοποιήσουν τις αναγκαίες επενδύσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με το ελάχιστο δυνατό κόστος.

(7)

Σύμφωνα με την πλειονότητα των ενδιαφερομένων μερών που εμπλέκονται στη διαβούλευση που προηγείται της έκδοσης του παρόντος κανονισμού, τη συντριπτική πλειονότητα των κρατών μελών και την εκτίμηση επιπτώσεων που διενεργεί η Επιτροπή, μια κοινή υποδομή πλειστηριασμού, στην οποία τους πλειστηριασμούς διεξάγει ένας κοινός χώρος πλειστηριασμών αποτελεί τον καλύτερο τρόπο επίτευξης των στόχων του άρθρου 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/EΚ. Η προσέγγιση αυτή είναι το οικονομικά αποτελεσματικότερο μέσο πλειστηριασμού δικαιωμάτων χωρίς την άσκοπη διοικητική επιβάρυνση την οποία θα συνεπαγόταν αναγκαστικά η χρήση πολλαπλών υποδομών πλειστηριασμού. Διασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο την ανοικτή, με διαφάνεια και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στους πλειστηριασμούς, τόσο από νομικής πλευράς, όσο και στην πράξη. Η κοινή αυτή προσέγγιση θα εξασφαλίσει την προβλεψιμότητα του προγράμματος των πλειστηριασμών και ενισχύει με τον καλύτερο τρόπο τη σαφήνεια του μηνύματος για την τιμή των ανθρακούχων εκπομπών. Ο κοινός χώρος πλειστηριασμών είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την παροχή ισότιμης πρόσβασης στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο σύστημα εμπορίας εκπομπών, καθώς και για την πρόσβαση των μικρών προξένων εκπομπών. Πράγματι, το κόστος εξοικείωσης, εγγραφής και συμμετοχής σε περισσότερους του ενός χώρου πλειστηριασμών θα ήταν ιδιαίτερα επαχθές για ορισμένες επιχειρήσεις. Ο κοινός χώρος πλειστηριασμών διευκολύνει την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή από όλες τις περιοχές της Ένωσης και, κατ’ επέκταση, μετριάζει με τον καλύτερο τρόπο τον κίνδυνο υπονόμευσης των πλειστηριασμών από συμμετέχοντες που θα τους χρησιμοποιούσαν ως όχημα για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εγκληματικές δραστηριότητες ή κατάχρηση αγοράς.

(8)

Για να μετριαστεί, όμως, ο κίνδυνος μείωσης του ανταγωνισμού στην αγορά ανθρακούχων εκπομπών, ο παρών κανονισμός παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα αυτοεξαίρεσης από τον κοινό χώρο πλειστηριασμών, μέσω του ορισμού ιδίων χώρων πλειστηριασμών, υπό τον όρο ότι οι χώροι αυτοί εγγράφονται σε κατάλογο που παρατίθεται σε παράρτημα του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω εγγραφή στον κατάλογο θα πρέπει να βασίζεται σε κοινοποίηση του χώρου αυτοεξαίρεσης από το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή συνεπάγεται αναπόφευκτα ελλιπή εναρμόνιση της διαδικασίας πλειστηριασμού και, για τον λόγο αυτό θα πρέπει να επανεξεταστούν οι ρυθμίσεις του παρόντος κανονισμού, εντός αρχικής πενταετούς περιόδου, και κατόπιν διαβουλεύσεων με τους ενδιαφερομένους, με την προοπτική να επέλθουν οι αλλαγές που θα κριθούν ενδεχομένως αναγκαίες βάσει της πείρας που θα έχει αποκτηθεί. Μετά την παραλαβή κοινοποίησης χώρου αυτοεξαίρεσης πλειστηριασμών από κράτος μέλος, η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μέτρα για την εγγραφή του εν λόγω χώρου αυτοεξαίρεσης πλειστηριασμών.

(9)

Επιπλέον, θα πρέπει να είναι δυνατόν για ένα κράτος μέλος να ζητά από τον επιτηρητή πλειστηριασμών τη σύνταξη έκθεσης σχετικά με τη λειτουργία του χώρου πλειστηριασμών που προτίθεται να ορίσει, λόγου χάριν κατά την επεξεργασία τροποποιήσεων του παρόντος κανονισμού για την εγγραφή χώρων πλειστηριασμών στο πλαίσιο αυτοεξαίρεσης. Παράλληλα, ο επιτηρητής πλειστηριασμών θα πρέπει να επανεξετάζει διαρκώς κατά πόσον συμβιβάζονται όλοι οι χώροι πλειστηριασμών με τον παρόντα κανονισμό και με τους σκοπούς του άρθρου 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/EΚ και να υποβάλλει σχετικές εκθέσεις στα κράτη μέλη, στην Επιτροπή και στον εξεταζόμενο χώρο πλειστηριασμών. Η επανεξέταση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τις επιπτώσεις των πλειστηριασμών στη θέση που κατέχουν οι χώροι πλειστηριασμών στη δευτερογενή αγορά. Προκειμένου να αποφευχθεί ο μη ηθελημένος εγκλωβισμός των κρατών μελών εκπλειστηριασμού σε χώρους πλειστηριασμών πέραν της διάρκειας του ορισμού τους, οι τυχόν συμβάσεις ορισμού χώρου πλειστηριασμών θα πρέπει να περιλαμβάνουν κατάλληλες διατάξεις που θα του επιβάλλουν την παράδοση όλων των απαραίτητων στοιχείων ενεργητικού —υλικών και άυλων— για τη διεξαγωγή των πλειστηριασμών από τον διάδοχό του.

(10)

Οι επιλογές όσον αφορά τον αριθμό των χώρων πλειστηριασμών και το είδος των οντοτήτων που θα μπορούν να καταστούν χώροι πλειστηριασμών υποστηρίζουν τις διατάξεις που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό για προβλέψιμο πρόγραμμα πλειστηριασμών, τα μέτρα που αφορούν την πρόσβαση στους πλειστηριασμούς, τον τύπο τους, καθώς και τις διατάξεις για τη διαχείριση των ασφαλειών, τις πληρωμές και τις παραδόσεις και για την επίβλεψη των πλειστηριασμών. Η Επιτροπή δεν θα ήταν σε θέση να θεσπίσει τις εν λόγω διατάξεις με πλήρως εναρμονισμένο κανονισμό, χωρίς να γνωρίζει τον αριθμό των χώρων πλειστηριασμών και τις ειδικές ικανότητες των οντοτήτων που θα επιλεγούν για να διεξάγουν τους πλειστηριασμούς. Για τον λόγο αυτό, τα μέτρα που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό βασίζονται στη διεξαγωγή των πλειστηριασμών μέσω κοινού χώρου πλειστηριασμών, ενώ ταυτόχρονα προβλέπεται διαδικασία εξακρίβωσης του αριθμού και της ποιότητας άλλων χώρων πλειστηριασμών, τους οποίους ενδεχομένως θα αποφασίσουν τα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν.

(11)

Λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 10, η εγγραφή των χώρων αυτοεξαίρεσης πλειστηριασμών σε κατάλογο παραρτήματος του παρόντος κανονισμού ενδείκνυται να υπόκειται σε όρους ή υποχρεώσεις. Η εγγραφή χώρου αυτοεξαίρεσης σε παράρτημα του παρόντος κανονισμού δεν θίγει την εξουσία της Επιτροπής να προτείνει τη διαγραφή χώρου πλειστηριασμών, ιδίως σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή αντίθεσης με τους σκοπούς του άρθρου 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/EΚ. Ελλείψει εγγραφής, το κράτος μέλος εκπλειστηριασμού θα πρέπει να θέτει σε πλειστηριασμό τα δικαιώματά του μέσω του κοινού χώρου πλειστηριασμών. Στον κανονισμό που εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87/EΚ θα πρέπει να προβλέπει μέτρα αναστολής της εκτέλεσης διαδικασιών που σχετίζονται με τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων, στις περιπτώσεις που ο χώρος αυτοεξαίρεσης παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού ή έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς του άρθρου 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/EΚ.

(12)

Οι λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας πλειστηριασμού από τους χώρους αυτοεξαίρεσης πλειστηριασμών πρέπει να αξιολογηθούν από την Επιτροπή, αφού συμβουλευτεί την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ. Η αξιολόγηση αυτή είναι αναγκαία ώστε να διασφαλιστεί ότι ο ορισμός του χώρου αυτοεξαίρεσης πλειστηριασμών που πραγματοποιείται σε εθνικό επίπεδο από κάθε αυτοεξαιρούμενο κράτος μέλος υπόκειται σε παρόμοιο επίπεδο ελέγχου με αυτό στο οποίο υπόκειται ο καθορισμός του κοινού χώρου πλειστηριασμών βάσει της κοινής δράσης που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον κοινό πλειστηριασμό του κοινού χώρου πλειστηριασμού θα συνεργάζονται με την Επιτροπή, η οποία θα συμμετέχει σε ολόκληρη τη διαδικασία. Επιπλέον, στα αυτοεξαιρούμενα κράτη μέλη θα παρέχεται η ιδιότητα του παρατηρητή στην κοινή διαδικασία πλειστηριασμών, υπό την προϋπόθεση της τήρησης των κατάλληλων όρων και προϋποθέσεων που συμφωνήθηκαν από την Επιτροπή και τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, στην κοινή διαδικασία πλειστηριασμών.

(13)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στον πλειστηριασμό δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ και του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/ΕΚ από την 1η Ιανουαρίου 2012 και από την 1η Ιανουαρίου 2013 αντίστοιχα. Θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται στον πλειστηριασμό δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/ΕΚ πριν από την έναρξη της περιόδου που αρχίζει το 2013, εφόσον χρειαστεί για να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία των αγορών ανθρακούχων εκπομπών και ηλεκτρικής ενέργειας.

(14)

Για λόγους απλούστευσης και προσβασιμότητας, τα πλειστηριαζόμενα δικαιώματα εκπομπής θα πρέπει να είναι παραδοτέα εντός πέντε ημερών διαπραγμάτευσης το αργότερο. Η σύντομη αυτή προθεσμία παράδοσης θα περιορίσει τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις στον ανταγωνισμό μεταξύ των χώρων πλειστηριασμών και των χώρων συναλλαγών της δευτερογενούς αγοράς για τα δικαιώματα εκπομπής. Επιπλέον, η σύντομη προθεσμία παράδοσης είναι απλούστερη, ενθαρρύνει την ευρεία συμμετοχή, μετριάζοντας έτσι τον κίνδυνο κατάχρησης αγοράς, και διασφαλίζει πληρέστερα την προσβασιμότητα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο σύστημα και για τους μικρούς προξένους εκπομπών. Εναπόκειται στην αγορά να προσφέρει τις βέλτιστες λύσεις για την κάλυψη της ζήτησης παραγώγων προϊόντων επί των δικαιωμάτων εκπομπής, αντί της παροχής προθεσμιακών συμβολαίων (forwards) και συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) στους πλειστηριασμούς. Για να επιλέγεται το βέλτιστο πλειστηριαζόμενο προϊόν, ενδείκνυται να προβλεφθεί η ευχέρεια επιλογής μεταξύ διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης (spot) και πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης κατά τη διαδικασία ορισμού του χώρου πλειστηριασμών, για την αξιολόγηση της καλύτερης δυνατής λύσης. Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης για τη χρηματοοικονομική αγορά, τα διήμερα συμβόλαια άμεσης παράδοσης δεν αποτελούν χρηματοοικονομικό μέσο, ενώ τα πενθήμερα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης είναι χρηματοοικονομικά μέσα, κατά την έννοια της ρύθμισης της Ένωσης για τη χρηματοοικονομική αγορά.

(15)

Η επιλογή του αν το πλειστηριαζόμενο προϊόν πρέπει να είναι χρηματοοικονομικό μέσο ή όχι θα πρέπει να εντάσσεται στις διαδικασίες επιλογής του χώρου πλειστηριασμών και να βασίζεται σε συνολική εκτίμηση του κόστους και του οφέλους των λύσεων τις οποίες προσφέρουν οι υποψήφιοι που συμμετέχουν στην ανταγωνιστική διαδικασία σύναψης συμβάσεων. Η εκτίμηση αυτή θα πρέπει να αφορά κυρίως την οικονομική αποδοτικότητα, τη δίκαιη πρόσβαση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που εμπίπτουν στο σύστημα, καθώς και των μικρών προξένων εκπομπών, επαρκή μέτρα προστασίας και την εποπτεία της αγοράς.

(16)

Ενδείκνυται να προβλεφθεί εναλλακτικό μέσο πλειστηριασμού δικαιωμάτων εκπομπής μέχρι τη θέσπιση των νομικών μέτρων και την εγκατάσταση των τεχνικών μέσων που είναι απαραίτητα για την παράδοση των δικαιωμάτων αυτών. Προς τούτο, ο παρών κανονισμός προβλέπει τη δυνατότητα πλειστηριασμού συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και προθεσμιακών, με παράδοση το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Τα εν λόγω συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και προθεσμιακά συμβόλαια είναι χρηματοοικονομικά μέσα που επιτρέπουν στον εκπλειστηριαστή και στους προσφέροντες να επωφελούνται, εξίσου, από προστασία ανάλογη με εκείνη που τους παρέχεται στο πλαίσιο του κανονιστικού πλαισίου για τις χρηματοοικονομικές αγορές. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης διαφέρουν από τα προθεσμιακά ως προς το ότι τα πρώτα υπόκεινται σε εγγυοδοσία περιθωρίου σε μετρητά, ενώ για τα δεύτερα κατατίθενται ως εγγυοδοσία περιθωρίου άλλες ασφάλειες πλην των μετρητών. Ενδείκνυται να παρασχεθεί στα κράτη μέλη η ευχέρεια επιλογής του τύπου προϊόντος που θα χρησιμοποιηθεί για τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων σε συνάρτηση με την εγγυοδοσία περιθωρίου που εξυπηρετεί καλύτερα τη δημοσιονομική τους κατάσταση. Όταν είναι αναγκαία η προσφυγή σε αυτά τα εναλλακτικά μέσα πλειστηριασμού δικαιωμάτων εκπομπής, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και τα προθεσμιακά θα τίθενται προσωρινά σε πλειστηριασμό μέσω ενός ή δύο χώρων πλειστηριασμών.

(17)

Με βάση την επιδιωκόμενη απλούστευση, αμεροληψία και οικονομικότητα, καθώς και την ανάγκη μετριασμού του κινδύνου κατάχρησης αγοράς, οι πλειστηριασμοί θα πρέπει να διεξάγονται σε έναν γύρο, με σφραγισμένες προσφορές και με ενιαία τιμή. Επιπλέον, οι προσφορές με την ίδια τιμή θα πρέπει να διαχωρίζονται με διαδικασία τυχαίας επιλογής, δεδομένου ότι αυτή δημιουργεί αβεβαιότητα στους προσφέροντες, με αποτέλεσμα να μην είναι βιώσιμες οι από συμφώνου ενέργειες όσον αφορά την προσφερόμενη τιμή. Είναι αναμενόμενο να συμβαδίζει η τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού με την τιμή που επικρατεί στη δευτερογενή αγορά, ενώ μια τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού σημαντικά χαμηλότερη από την τιμή που επικρατεί στη δευτερογενή αγορά πιθανώς υποδηλώνει ανεπάρκεια του πλειστηριασμού. Αν επιτρεπόταν να επικρατήσει αυτή η τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού, θα μπορούσε να διαστρεβλώσει το μήνυμα για την τιμή των ανθρακούχων εκπομπών και να διαταράξει την αγορά ανθρακούχων εκπομπών, ενώ δεν θα εξασφάλιζε ότι οι προσφέροντες καταβάλλουν για τα δικαιώματα τίμημα αντίστοιχο της αξίας τους. Στην περίπτωση αυτή, επομένως, θα πρέπει να ακυρώνεται ο πλειστηριασμός.

(18)

Είναι σκόπιμο να διεξάγονται οι πλειστηριασμοί με σχετικά υψηλή συχνότητα για να περιορίζονται οι επιπτώσεις τους στη λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς και, ταυτόχρονα, να εξασφαλίζεται αρκετά μεγάλη κλίμακα πλειστηριασμού ώστε να προσελκύουν επαρκή συμμετοχή. Η σχετικά υψηλή συχνότητα περιορίζει τον κίνδυνο κατάχρησης αγοράς, επειδή μειώνει την αξία που διακυβεύεται στους επιμέρους πλειστηριασμούς και ενισχύει την ευελιξία των προσφερόντων, οι οποίοι μπορούν να αξιοποιούν τους επόμενους πλειστηριασμούς για να αναπροσαρμόζουν τη θέση τους στις συναλλαγές. Για τους λόγους αυτούς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει τουλάχιστον εβδομαδιαία συχνότητα πλειστηριασμού για τα δικαιώματα του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/ΕΚ. Με δεδομένη την πολύ μικρότερη ποσότητα δικαιωμάτων που υπάγονται στο κεφάλαιο ΙΙ της εν λόγω οδηγίας, η κατάλληλη συχνότητα πλειστηριασμού για τα δικαιώματα αυτά είναι τουλάχιστον ανά δίμηνο.

(19)

Για να εξασφαλιστεί προβλεψιμότητα στη δευτερογενή αγορά, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει τους ακόλουθους κανόνες και διαδικασίες. Πρώτον, θα πρέπει να προβλέπει τον καθορισμό των ποσοτήτων των δικαιωμάτων που πρόκειται να τεθούν σε πλειστηριασμό κατά τα έτη 2011 και 2012 το ταχύτερο δυνατόν μετά την έκδοσή του. Οι ποσότητες που θα καθοριστούν με τον τρόπο αυτό, καθώς και τα προϊόντα μέσω των οποίων θα τεθούν σε πλειστηριασμό θα παρατίθενται σε παράρτημα του παρόντος κανονισμού. Δεύτερον, θα πρέπει να προβλέπει σαφείς και διαφανείς κανόνες για τον καθορισμό της ποσότητας δικαιωμάτων που θα τίθεται σε πλειστηριασμό κάθε επόμενο έτος. Τρίτον, θα πρέπει να περιλαμβάνει κανόνες και διαδικασίες για την κατάρτιση αναλυτικού προγράμματος πλειστηριασμών για κάθε ημερολογιακό έτος, με όλες τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με κάθε επιμέρους πλειστηριασμό, αρκετά πριν από την αρχή κάθε ημερολογιακού έτους. Η μεταγενέστερη τροποποίηση του προγράμματος πλειστηριασμών θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο σε περιορισμένο αριθμό προκαθορισμένων περιπτώσεων. Οι τυχόν αναπροσαρμογές θα πρέπει να γίνονται με τρόπο που ελαχιστοποιεί την επίδραση στην προβλεψιμότητά του.

(20)

Η ποσότητα που τίθεται σε πλειστηριασμό κάθε έτος πρέπει, κατά κανόνα, να ισούται με την ποσότητα δικαιωμάτων που αποδίδεται στο έτος αυτό. Ο πλειστηριασμός δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/ΕΚ κατά τα έτη 2011 και 2012 θα αποτελεί εξαίρεση. Με δεδομένη την αναμενόμενη διαθεσιμότητα, αφενός δικαιωμάτων εκπομπής προερχόμενων από τη μεταφορά αποταμιευμένων δικαιωμάτων από την δεύτερη στην τρίτη περίοδο εμπορίας και, αφετέρου, πιστοποιημένων μειώσεων εκπομπών (CER), καθώς και την αναμενόμενη ποσότητα δικαιωμάτων προς πώληση σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 8 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, ενδείκνυται να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις των ενδεχόμενων «πρώιμων πλειστηριασμών» των ετών 2011 και 2012 με αναπροσαρμογή της ποσότητας δικαιωμάτων που θα τεθεί σε πλειστηριασμό κατά τα έτη 2013 και 2014.

(21)

Η ποσότητα δικαιωμάτων που τίθεται σε πλειστηριασμό κάθε έτος θα πρέπει να κατανέμεται ομοιόμορφα στη διάρκειά του, σύμφωνα με τη ζήτηση στη δευτερογενή αγορά.

(22)

Για να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή και, κατ’ επέκταση, να εξασφαλιστεί η ανταγωνιστική έκβαση των πλειστηριασμών, απαιτείται ανοικτή πρόσβαση. Ομοίως, η εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα της διαδικασίας πλειστηριασμού, ιδίως έναντι των συμμετεχόντων που θα επεδίωκαν να διαταράξουν τους πλειστηριασμούς χρησιμοποιώντας τους ως όχημα για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εγκληματικές δραστηριότητες ή κατάχρηση αγοράς, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση ευρείας συμμετοχής και ανταγωνιστικής έκβασης στους πλειστηριασμούς. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των πλειστηριασμών, η πρόσβαση σε αυτούς θα πρέπει να υπόκειται σε ελάχιστες απαιτήσεις επαρκούς ελέγχου της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Προκειμένου να είναι οι έλεγχοι αυτοί αποτελεσματικοί ως προς το κόστος τους, θα πρέπει να θεωρούνται επιλέξιμες για υποβολή αιτήσεων αποδοχής στους πλειστηριασμούς σαφώς καθορισμένες κατηγορίες συμμετεχόντων, οι οποίες ταυτοποιούνται εύκολα, κυρίως φορείς εκμετάλλευσης σταθερών εγκαταστάσεων και φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών που υπάγονται στο σύστημα εμπορίας εκπομπών, καθώς και χρηματοπιστωτικές οντότητες που υπόκεινται σε ρυθμίσεις, όπως οι επενδυτικές εταιρείες και τα πιστωτικά ιδρύματα. Επιλέξιμες για κατάθεση αίτησης αποδοχής προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς θα πρέπει να είναι και επιχειρηματικές ομάδες φορέων εκμετάλλευσης ή φορέων εκμετάλλευσης αεροσκαφών, όπως συμπράξεις, κοινές επιχειρήσεις και κοινοπραξίες που ενεργούν ως αντιπρόσωποι εξ ονόματος των μελών τους. Θα ήταν επομένως συνετό να περιοριστεί αρχικά η επιλεξιμότητα για υποβολή αιτήσεων αποδοχής στους πλειστηριασμούς, χωρίς να αποκλειστεί η δυνατότητα διεύρυνσης της πρόσβασης στους πλειστηριασμούς σε άλλες κατηγορίες συμμετεχόντων, με βάση την πείρα που θα αποκτηθεί με τους πλειστηριασμούς ή από τον έλεγχο, εκ μέρους της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 1α της οδηγίας 2003/87/ΕΚ για την επάρκεια της προστασίας της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής από καταχρήσεις της αγοράς.

(23)

Επιπλέον, για λόγους ασφάλειας δικαίου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την εφαρμογή, στον χώρο πλειστηριασμών, των συναφών διατάξεων της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (4). Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο χώρος πλειστηριασμών οφείλει να παρέχει πρόσβαση όχι μόνο σε επενδυτικές εταιρείες και πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και σε φορείς εκμετάλλευσης και φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών, καθώς και σε άλλα πρόσωπα στα οποία επιτρέπεται να υποβάλλουν προσφορές για λογαριασμό τους ή εξ ονόματος άλλων και τα οποία δεν υπόκεινται στην οδηγία 2005/60/EΚ.

(24)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να επιλέγουν την άμεση πρόσβαση στους πλειστηριασμούς μέσω του Διαδικτύου ή αποκλειστικών συνδέσεων ή την πρόσβαση μέσω αδειοδοτημένων και εποπτευόμενων χρηματοοικονομικών ενδιαμέσων ή άλλων προσώπων στα οποία τα κράτη μέλη επιτρέπουν να υποβάλλουν προσφορές για λογαριασμό τους ή εξ ονόματος πελατών της κύριας επιχείρησής τους, εφόσον η κύρια επιχείρησή τους δεν είναι η παροχή επενδυτικών ή τραπεζικών υπηρεσιών και υπό τον όρο ότι τα εν λόγω άλλα πρόσωπα συμμορφώνονται με μέτρα προστασίας των επενδυτών και μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη ισοδύναμα με εκείνα που ισχύουν για τις επενδυτικές εταιρείες.

(25)

Με την προσθήκη άλλων προσώπων, που λαμβάνουν άδεια από τα κράτη μέλη, στον κατάλογο των προσώπων που είναι επιλέξιμα για κατάθεση αίτησης αποδοχής προς υποβολή προσφορών επιδιώκεται η παροχή έμμεσης πρόσβασης στους φορείς εκμετάλλευσης και στους φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών, όχι μόνο μέσω χρηματοοικονομικών ενδιαμέσων αλλά και μέσω άλλων ενδιαμέσων με τους οποίους διατηρούν πελατειακή σχέση, όπως οι οικείοι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας ή καυσίμων, που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (5) σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο θ) της οδηγίας αυτής.

(26)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου και διαφάνειας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις για άλλες πτυχές της διαχείρισης των πλειστηριασμών, όπως είναι το μέγεθος παρτίδας, η δυνατότητα απόσυρσης ή τροποποίησης υποβληθείσας προσφοράς, το νόμισμα που χρησιμοποιείται για τις προσφορές και τις πληρωμές, η υποβολή και διεκπεραίωση αιτήσεων αποδοχής προς υποβολή προφορών, καθώς και η άρνηση, άρση ή αναστολή αποδοχής.

(27)

Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να διορίζει εκπλειστηριαστή ως υπεύθυνο για τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων εξ ονόματος του κράτους μέλους που τον έχει διορίσει. Ο χώρος πλειστηριασμών θα πρέπει να είναι υπεύθυνος μόνο για τη διεξαγωγή τους. Θα πρέπει να είναι δυνατός ο διορισμός του ίδιου εκπλειστηριαστή από περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Ο εκπλειστηριαστής θα πρέπει να ενεργεί χωριστά εξ ονόματος καθενός από τα κράτη μέλη που τον έχουν διορίσει. Θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για τον πλειστηριασμό των δικαιωμάτων στον χώρο πλειστηριασμών και για την είσπραξη και την εκταμίευση, σε κάθε κράτος μέλος διορισμού, του πλειστηριάσματος που του ανήκει. Είναι σημαντικό να συμβιβάζονται οι συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών και των οικείων εκπλειστηριαστών με τις συμφωνίες μεταξύ των εκπλειστηριαστών και των χώρων πλειστηριασμών και, σε περίπτωση σύγκρουσης, να υπερισχύουν οι δεύτερες.

(28)

Επιπλέον, είναι αναγκαίο ο εκπλειστηριαστής που διορίζεται από κράτος μέλος το οποίο δεν συμμετέχει στον κοινό χώρο πλειστηριασμών, αλλά ορίζει δικό του χώρο, να γίνεται δεκτός όχι μόνο από τον χώρο πλειστηριασμών που έχει ορίσει το εν λόγω κράτος μέλος, αλλά και από τον κοινό χώρο πλειστηριασμών. Αυτό είναι σκόπιμο προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση από τον χώρο πλειστηριασμών στο πλαίσιο αυτοεξαίρεσης στον κοινό χώρο πλειστηριασμών, εφόσον αυτή απαιτείται, κυρίως όταν ο χώρος πλειστηριασμών δεν έχει εγγραφεί σε παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(29)

Η απαίτηση να είναι ο χώρος πλειστηριασμών ρυθμιζόμενη αγορά υπαγορεύεται από την επιδίωξη να χρησιμοποιηθεί για τη διαχείριση των πλειστηριασμών η οργανωτική υποδομή που είναι διαθέσιμη στη δευτερογενή αγορά. Ειδικότερα, οι ρυθμιζόμενες αγορές δεσμεύονται να παρέχουν ορισμένες διασφαλίσεις κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ καθώς και της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (6). Στις διασφαλίσεις αυτές περιλαμβάνονται ρυθμίσεις που αποσκοπούν στον εντοπισμό και τη διαχείριση των δυνητικά δυσμενών συνεπειών κάθε σύγκρουσης συμφερόντων για τη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς ή των μελών της, στον εντοπισμό και τη διαχείριση των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένα και στην εφαρμογή κατάλληλων μέτρων για τον μετριασμό των κινδύνων αυτών, στην ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών των συστημάτων τους με την εγκατάσταση αποτελεσματικών μηχανισμών έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων διακοπής της λειτουργίας των συστημάτων, στη θέσπιση διαφανών κανόνων και διαδικασιών, που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια, για την αμερόληπτη και ομαλή διαπραγμάτευση και στον καθορισμό αντικειμενικών κριτηρίων για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών, στη διευκόλυνση της αποτελεσματικής και έγκαιρης οριστικοποίησης των συναλλαγών που εκτελούνται στο πλαίσιο των συστημάτων τους, στη διάθεση επαρκών χρηματοοικονομικών πόρων ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία τους, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διεξάγονται στην αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι.

(30)

Η απαίτηση να είναι ο χώρος πλειστηριασμών ρυθμιζόμενη αγορά προσφέρει διάφορα πρόσθετα πλεονεκτήματα. Παρέχει τη δυνατότητα στήριξης από την οργανωτική υποδομή, την πείρα, τις ικανότητες και τους διαφανείς υποχρεωτικούς κανόνες λειτουργίας της αγοράς. Αυτό έχει σημασία, μεταξύ άλλων, για την εκκαθάριση ή τον διακανονισμό των συναλλαγών, καθώς και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες της αγοράς και με άλλες έννομες υποχρεώσεις, όπως η απαγόρευση της κατάχρησης αγοράς και η σύσταση μηχανισμών εξώδικης επίλυσης διαφορών. Η απαίτηση αυτή είναι αποτελεσματική ως προς το κόστος και συμβάλλει στη διαφύλαξη της επιχειρησιακής ακεραιότητας των πλειστηριασμών. Οι κανόνες των ρυθμιζόμενων αγορών για τη σύγκρουση συμφερόντων θα απαιτούν να είναι ο εκπλειστηριαστής ανεξάρτητος από τον χώρο πλειστηριασμών, τους ιδιοκτήτες του ή τον οικείο διαχειριστή αγοράς, ώστε να μην υπονομεύεται η εύρυθμη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς. Επιπλέον, πολλοί υποψήφιοι συμμετέχοντες στους πλειστηριασμούς θα είναι ήδη είτε μέλη των διαφόρων ρυθμιζόμενων αγορών που δραστηριοποιούνται στη δευτερογενή αγορά είτε συμμετέχοντες σε αυτές.

(31)

Σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/EΚ, οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι διαχειριστές τους αδειοδοτούνται και εποπτεύονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους μέλους όπου εδρεύει ή βρίσκεται η εκάστοτε ρυθμιζόμενη αγορά ή ο διαχειριστής της (δηλ. το κράτος μέλος καταγωγής). Με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2003/6/EΚ, κυρίως των ποινικών κυρώσεων που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία περί κατάχρησης αγοράς, το εφαρμοστέο στις ρυθμιζόμενες αγορές δίκαιο είναι το δημόσιο δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής. Έτσι, υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων του κράτους μέλους καταγωγής που προσδιορίζονται στο εθνικό δίκαιο. Το κανονιστικό αυτό πλαίσιο ισχύει για τη διαπραγμάτευση και όχι για τον πλειστηριασμό και έχει εφαρμογή μόνο στα χρηματοοικονομικά μέσα και όχι στα συμβόλαια άμεσης παράδοσης. Ενδείκνυται επομένως, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να προβλέπει ο παρών κανονισμός ότι το κράτος μέλος καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς που έχει οριστεί ως χώρος πλειστηριασμών μεριμνά ώστε το εθνικό του δίκαιο να επεκτείνει τα σχετικά μέρη του προαναφερόμενου κανονιστικού πλαισίου στους πλειστηριασμούς τους οποίους διεξάγει ο χώρος πλειστηριασμών που υπάγεται στη δικαιοδοσία του. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιβάλλει στους χώρους πλειστηριασμών να προβλέπουν μηχανισμό εξώδικης επίλυσης διαφορών. Ακόμα τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων του μηχανισμού εξώδικης επίλυσης διαφορών, ανεξαρτήτως του εάν το πλειστηριαζόμενο προϊόν είναι χρηματοοικονομικό μέσο ή συμβόλαιο άμεσης παράδοσης.

(32)

Ο ανταγωνισμός μεταξύ διαφόρων υποψηφίων χώρων πλειστηριασμών πρέπει να διασφαλιστεί με την εφαρμογή ανταγωνιστικής διαδικασίας σύναψης συμβάσεων για τον ορισμό του χώρου πλειστηριασμών, εφόσον το απαιτεί η ενωσιακή ή η εθνική νομοθεσία περί σύναψης συμβάσεων. Ο χώρος πλειστηριασμών θα πρέπει να συνδέεται με ένα τουλάχιστον σύστημα εκκαθάρισης ή σύστημα διακανονισμού. Περισσότερα του ενός συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού μπορούν να συνδέονται με τον ίδιο χώρο πλειστηριασμών. Ο κοινός χώρος πλειστηριασμών θα πρέπει να ορίζεται για περιορισμένο χρονικό διάστημα μέγιστης διάρκειας πέντε ετών. Οι χώροι πλειστηριασμών στο πλαίσιο αυτοεξαίρεσης θα πρέπει να ορίζονται για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μέγιστης διάρκειας τριών ετών με δυνατότητα ανανέωσης για δύο ακόμη έτη, εντός του οποίου θα πρέπει να επανεξετάζονται οι ρυθμίσεις που διέπουν όλους τους χώρους πλειστηριασμών. Με την πρόβλεψη τριετούς περιόδου για τον χώρο πλειστηριασμών στο πλαίσιο αυτοεξαίρεσης επιδιώκεται να εξασφαλιστεί ελάχιστη διάρκεια ορισμού των χώρων αυτοεξαίρεσης και, ταυτόχρονα, να έχει το οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να προσχωρήσει στον κοινό χώρο πλειστηριασμών, εάν το αποφασίσει, μετά την παρέλευση της τριετούς περιόδου, χωρίς να θίγεται η ικανότητά του να ανανεώσει τον ορισμό του χώρου αυτοεξαίρεσης για δύο ακόμη έτη, εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επανεξέτασης από την Επιτροπή. Μετά τη λήξη κάθε περιόδου ορισμού, θα πρέπει να κινείται νέα ανταγωνιστική διαδικασία σύναψης συμβάσεων, εφόσον το απαιτεί η ενωσιακή ή η εθνική νομοθεσία περί σύναψης συμβάσεων. Αναμένεται ότι η επιλογή κοινού χώρου διεξαγωγής των πλειστηριασμών θα έχει περιορισμένες επιπτώσεις στη δευτερογενή αγορά, δεδομένου ότι θα πρέπει να τίθενται σε πλειστηριασμό μόνο δικαιώματα εκπομπής με παράδοση εντός πέντε ημερών, το αργότερο.

(33)

Για τη διεξαγωγή των πλειστηριασμών, την κατάρτιση και τη διαχείριση του προγράμματος πλειστηριασμών, καθώς και για διάφορα άλλα καθήκοντα, όπως είναι η διατήρηση ενημερωμένου δικτυακού τόπου με δυνατότητα πρόσβασης από το σύνολο της Ένωσης, απαιτείται κοινή ενέργεια των κρατών μελών και της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 91 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (7) (δημοσιονομικός κανονισμός). Η αναγκαιότητα της εν λόγω κοινής ενέργειας απορρέει από την ενωσιακή εμβέλεια του συστήματος εμπορίας εκπομπών, τους υπέρτερους στόχους άσκησης πολιτικής που επιδιώκονται με την αναθεώρηση της οδηγίας 2003/87/EΚ και από το γεγονός ότι, βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, η Επιτροπή είναι άμεσα υπεύθυνη για τη λεπτομερή εφαρμογή ορισμένων στοιχείων του συστήματος εμπορίας εκπομπών που έχουν άμεσες επιπτώσεις, ιδίως στο πρόγραμμα των πλειστηριασμών και στην παρακολούθησή τους. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την εφαρμογή, στην ανταγωνιστική διαδικασία σύναψης συμβάσεων για τον διορισμό του κοινού χώρου πλειστηριασμών και του επιτηρητή πλειστηριασμών, κοινής διαδικασίας σύναψης σύμβασης από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, κατά την έννοια του άρθρου 125γ του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (8). Το άρθρο 125γ του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 προβλέπει τη χρήση των κανόνων σύναψης συμβάσεων που ισχύουν για την Επιτροπή στην από κοινού σύναψη συμβάσεων από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι η σύναψη συμβάσεων καλύπτει εν προκειμένω το σύνολο της Ένωσης, ενδείκνυται να εφαρμόζονται στην κοινή διαδικασία σύναψης σύμβασης, στον κατάλληλο βαθμό, οι κανόνες του δημοσιονομικού κανονισμού και του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εξειδικεύει τις υπηρεσίες πλειστηριασμού που θα αναθέτουν τα κράτη μέλη και τις υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης που θα αναθέτει η Επιτροπή, ιδίως όσον αφορά τις πιθανές αποφάσεις για τη συμπλήρωση ελλιπών παραρτημάτων του παρόντος κανονισμού, για την κατάλληλη συχνότητα πλειστηριασμού, για τον συντονισμό των προγραμμάτων πλειστηριασμών των διαφόρων χώρων πλειστηριασμών, για την επιβολή ανώτατου ύψους προσφορών και για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού, κυρίως σε σχέση με τη σύνδεση με άλλα συστήματα και υπηρεσίες προκειμένου να διευκολυνθεί η ορθή κατανόηση των κανόνων πλειστηριασμού εκτός της Ένωσης. Είναι σκόπιμο να αναθέτει η Επιτροπή τις υπηρεσίες αυτές στον κοινό χώρο πλειστηριασμών που διαθέτει τη μεγαλύτερη πείρα στη διεξαγωγή πλειστηριασμών εξ ονόματος περισσότερων του ενός κρατών μελών. Αυτό δεν θίγει τις ενδεχόμενες διαβουλεύσεις με άλλους χώρους πλειστηριασμών ή άλλους ενδιαφερόμενους.

(34)

Οι συμβάσεις με τους χώρους πλειστηριασμών θα πρέπει να συνάπτονται με ανοικτή, διαφανή και ανταγωνιστική διαδικασία επιλογής, εκτός εάν, σύμφωνα τόσο με την ενωσιακή, όσο και την εθνική νομοθεσία περί σύναψης συμβάσεων, ο ορισμός χώρου πλειστηριασμού από κράτος μέλος που δεν συμμετέχει στην κοινή ενέργεια δεν υπόκειται σε κανόνες σύναψης συμβάσεων. Κατά τον ορισμό των χώρων πλειστηριασμών και του συστήματος εκκαθάρισης ή του συστήματος διακανονισμού που συνδέεται με αυτούς θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι λύσεις που προσφέρουν οι υποψήφιοι για την εξασφάλιση οικονομικότητας, πλήρους, ισότιμης και δίκαιης πρόσβασης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και πρόσβασης των μικρών προξένων εκπομπών στην υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς, καθώς και αυστηρής εποπτείας των πλειστηριασμών, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η σύσταση μηχανισμού εξώδικης επίλυσης διαφορών. Η σύμβαση με τον χώρο πλειστηριασμού προθεσμιακών συμβολαίων ή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να συνάπτεται με βάση την εκ μέρους του τήρηση των διατάξεων περί πρόσβασης, των κανόνων πληρωμής και παράδοσης και των κανόνων εποπτείας της αγοράς που ισχύουν για τη δευτερογενή αγορά. Οι συγκεκριμένες διαδικασίες που θα εφαρμόζονται στη σύναψη σύμβασης με τον κοινό χώρο πλειστηριασμών θα πρέπει να καθορίζονται σε συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, η οποία πρέπει να αναφέρει τις πρακτικές λεπτομέρειες της αξιολόγησης των αιτήσεων συμμετοχής ή των προσφορών και της ανάθεσης των συμβάσεων, καθώς και το εφαρμοστέο στις συμβάσεις δίκαιο και το αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών, όπως απαιτεί το άρθρο 125γ του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002.

(35)

Με την επιφύλαξη τυχόν εφαρμοστέων κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων και την διασφάλιση του απορρήτου, μπορεί να χορηγηθεί στα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην κοινή ενέργεια, η ιδιότητα του παρατηρητή στο σύνολο ή σε μέρος της κοινής ενέργειας, υπό όρους και προϋποθέσεις που συμφωνούνται μεταξύ των συμμετεχόντων στην κοινή ενέργεια κρατών μελών και της Επιτροπής, όπως ορίζεται στη συμφωνία κοινής προμήθειας. Η πρόσβαση αυτή μπορεί να είναι σκόπιμη προκειμένου να διευκολυνθεί η σύγκλιση μεταξύ των χώρων αυτοεξαίρεσης πλειστηριασμών και του κοινού χώρου πλειστηριασμών όσον αφορά πτυχές της διαδικασίας πλειστηριασμού που δεν εναρμονίζονται πλήρως με τον παρόντα κανονισμό.

(36)

Τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να μη συμμετάσχουν σε κοινή ενέργεια για τον ορισμό κοινού χώρου πλειστηριασμών, αλλά να ορίσουν δικό τους χώρο, είναι σκόπιμο να ενημερώσουν την Επιτροπή για την απόφασή τους εντός σχετικά σύντομου χρονικού διαστήματος από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να αξιολογεί η Επιτροπή αν τα κράτη μέλη που ορίζουν δικό τους χώρο πλειστηριασμών λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι η διαδικασία πλειστηριασμού είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και συνάδει με τους σκοπούς του άρθρου 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/EΚ. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να συντονίζει η Επιτροπή τα αναλυτικά προγράμματα πλειστηριασμών που προτείνονται από άλλους χώρους πλειστηριασμών, πλην του κοινού, με τα προγράμματα πλειστηριασμών που προτείνει ο κοινός χώρος πλειστηριασμών. Αφού αξιολογήσει η Επιτροπή όλους τους χώρους πλειστηριασμών στο πλαίσιο αυτοεξαίρεσης, θα πρέπει να παραθέσει, σε παράρτημα του παρόντος κανονισμού, κατάλογο των εν λόγω χώρων πλειστηριασμών, των κρατών μελών που τους έχουν ορίσει και των τυχόν επιβαλλόμενων όρων ή υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων όρων ή υποχρεώσεων όσον αφορά τα οικεία προγράμματα πλειστηριασμών. Ο κατάλογος αυτός δεν θα συνιστά επικύρωση από την Επιτροπή της συμμόρφωσης του οικείου κράτους μέλους με τους κανόνες σύναψης δημοσίων συμβάσεων που ισχύουν για τον διορισμό του χώρου πλειστηριασμών της επιλογής τους.

(37)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87/EΚ, τα κράτη μέλη αποφασίζουν σχετικά με τη χρήση των εσόδων από τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων εκπομπής. Προκειμένου να μην υπάρχει καμία αμφιβολία, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την απευθείας μεταβίβαση του πλειστηριάσματος στον εκπλειστηριαστή που έχει διοριστεί από κάθε κράτος μέλος.

(38)

Δεδομένου ότι ο πλειστηριασμός δικαιωμάτων εκπομπής συνίσταται στην πρωτογενή έκδοσή τους στη δευτερογενή αγορά, αντί της δωρεάν κατανομής τους απευθείας στους φορείς εκμετάλλευσης και στους φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών, δεν είναι σκόπιμο να δεσμεύονται τα συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού από ειδικές υποχρεώσεις παράδοσης των δικαιωμάτων στους υπερθεματιστές ή στους διαδόχους τους σε περίπτωση αδυναμίας παράδοσης, για λόγους ανεξάρτητους από αυτά. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ότι, σε περίπτωση αδυναμίας παράδοσης δικαιωμάτων που έχουν πλειστηριαστεί, η μόνη επανόρθωση που έχουν στη διάθεσή τους οι υπερθεματιστές ή οι διάδοχοί τους είναι η αποδοχή μεταγενέστερης παράδοσης. Ωστόσο, είναι σημαντικό να επιτραπεί ο πλειστηριασμός κατακυρωθέντων σε πλειστηριασμό δικαιωμάτων που δεν παραδόθηκαν, λόγω αδυναμίας εξόφλησης της αξίας τους, στους επόμενους πλειστηριασμούς που οργανώνει ο ίδιος χώρος πλειστηριασμών.

(39)

Δεδομένου ότι οι μόνες δεσμεύσεις των κρατών μελών αφορούν την παράδοση δικαιωμάτων εκπομπής, δεν είναι σκόπιμο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να καταθέτουν κατά τον πλειστηριασμό άλλη ασφάλεια πλην των ίδιων των δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ότι όταν τα κράτη μέλη θέτουν σε πλειστηριασμό διήμερα συμβόλαια άμεσης παράδοσης ή πενθήμερα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η μόνη υποχρέωση που υπέχουν συνίσταται στην εκ των προτέρων κατάθεση των πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων σε λογαριασμό μεσεγγύησης, διατηρούμενο στο μητρώο της Ένωσης από τα συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού, τα οποία ενεργούν ως θεματοφύλακες.

(40)

Ωστόσο είναι αναγκαίο να εφαρμόζει ο χώρος πλειστηριασμών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων εκκαθάρισης ή διακανονισμού που συνδέονται με αυτόν, κατάλληλες διαδικασίες διαχείρισης ασφαλειών και κάθε άλλου κινδύνου, ώστε να εξασφαλίζεται η καταβολή του συνόλου των πληρωτέων στους εκπλειστηριαστές ποσών για τα πλειστηριαζόμενα δικαιώματα, στην τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού, ανεξαρτήτως της πιθανότητας να καταστεί ο υπερθεματιστής ή ο διάδοχός του υπερήμερος οφειλέτης.

(41)

Για λόγους οικονομικής αποδοτικότητας, οι προκρινόμενοι εκπλειστηριαστές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εμπορεύονται τα δικαιώματα που απέκτησαν κατά τον διαγωνισμό, ήδη πριν από τη χορήγηση των εν λόγω δικαιωμάτων. Εξαίρεση στην εν λόγω απαίτηση εμπορευσιμότητας μπορεί να γίνει μόνο όταν τα δικαιώματα χορηγούνται εντός δύο ημερών διαπραγμάτευσης μετά από τον πλειστηριασμό. Συμπληρωματικά, ο παρών κανονισμός προβλέπει ως επιλογή την πληρωμή και την παράδοση από και προς τους διαδόχους των υπερθεματιστών αντί αυτών των ίδιων. Η επιλογή αυτή, πάντως, δεν πρέπει να αφήνει περιθώρια παράκαμψης των απαιτήσεων που αφορούν την επιλεξιμότητα για κατάθεση αιτήσεων αποδοχής προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς.

(42)

Η διάρθρωση και το ύψος των τελών που επιβάλλονται από τους χώρους πλειστηριασμών και από τα συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού που συνδέονται με αυτούς, δεν θα πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκά από τα ανάλογα τέλη και όρους που επιβάλλονται στις συναλλαγές της δευτερογενούς αγοράς. Για λόγους διαφάνειας, όλα τα τέλη και όροι θα πρέπει να είναι κατανοητά, να αναλύονται και να δημοσιοποιούνται. Τα έξοδα της διαδικασίας πλειστηριασμού θα πρέπει κατά κανόνα να καλύπτονται από τα τέλη που καταβάλλουν οι προσφέροντες, τα οποία καθορίζονται στη σύμβαση ορισμού του χώρου πλειστηριασμών. Ωστόσο, για τον ορισμό κοινού χώρου πλειστηριασμών με ικανοποιητική σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας, είναι σημαντικό να προσχωρήσουν εξαρχής τα κράτη μέλη στην κοινή ενέργεια. Για τον λόγο αυτό, ενδείκνυται να υπάρχει δυνατότητα να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη που θα προσχωρήσουν στην κοινή ενέργεια σε μεταγενέστερο στάδιο να καλύπτουν τα δικά τους έξοδα και τα σχετικά ποσά να αφαιρούνται από τα έξοδα που, σε αντίθετη περίπτωση, βαρύνουν τους προσφέροντες. Ωστόσο, οι εν λόγω διατάξεις δεν πρέπει να θέτουν σε δυσμενή θέση κράτη μέλη που επιθυμούν να συμμετάσχουν στην κοινή δράση μετά τη λήξη της ισχύος του καθορισμού χώρου αυτοεξαίρεσης. Ούτε εξάλλου θα πρέπει κράτη μέλη να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όταν συμμετέχουν προσωρινά σε κοινή δράση λόγω της έλλειψης καταχώρισης κοινοποιημένου χώρου πλειστηριασμού. Ο εκπλειστηριαστής θα πρέπει, το πολύ, να επιβαρύνεται μόνο για την πρόσβαση στον χώρο πλειστηριασμών, ενώ τα ενδεχόμενα έξοδα του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού θα πρέπει να βαρύνουν τους προσφέροντες, όπως προβλέπει ο γενικός κανόνας.

(43)

Ωστόσο, ενδείκνυται να προβλεφθεί η ανάληψη των εξόδων επιτήρησης πλειστηριασμών από τα κράτη μέλη και η παρακράτησή τους από το πλειστηρίασμα. Επιπλέον, είναι σκόπιμο, σε ό,τι αφορά τη σύμβαση διορισμού του επιτηρητή πλειστηριασμών, να γίνεται διάκριση μεταξύ των δαπανών του επιτηρητή πλειστηριασμών, οι οποίες κυμαίνονται πρωτίστως ανάλογα με τον αριθμό των πλειστηριασμών, και όλων των υπολοίπων δαπανών. Ο καθορισμός της ακριβούς διάκρισης μεταξύ των δαπανών αυτών πρέπει να επαφίεται στην δικαιοδοσία της κοινής διαδικασίας πλειστηριασμού.

(44)

Θα πρέπει να διορίζεται αμερόληπτος επιτηρητής πλειστηριασμών για την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τη συμμόρφωση της διαδικασίας πλειστηριασμού προς τους σκοπούς του άρθρου 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/EΚ, την τήρηση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και κάθε στοιχείο που θεμελιώνει αντιανταγωνιστική συμπεριφορά ή κατάχρηση αγοράς. Η επιτήρηση των πλειστηριασμών απαιτεί κοινή ενέργεια των κρατών μελών και της Επιτροπής, όπως και στην περίπτωση των πλειστηριασμών, και συνεπώς ενδείκνυται η κοινή διαδικασία σύναψης συμβάσεων. Οι χώροι πλειστηριασμών, οι εκπλειστηριαστές και οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των χώρων πλειστηριασμών, των επενδυτικών εταιρειών, πιστωτικών ιδρυμάτων ή άλλων προσώπων στα οποία επιτρέπεται να υποβάλλουν προσφορές εξ ονόματος άλλων συμμετεχόντων στους πλειστηριασμούς ή για τη διερεύνηση και δίωξη των καταχρήσεων αγοράς, θα πρέπει να υποχρεωθούν να συνεργάζονται με τον επιτηρητή πλειστηριασμών κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

(45)

Για να διασφαλιστεί η αμεροληψία των επιτηρητών πλειστηριασμών, στις απαιτήσεις για τον διορισμό τους θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι υποψήφιοι που ενέχουν τον ελάχιστο κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων ή κατάχρησης αγοράς, με γνώμονα, ιδίως, τις δραστηριότητές τους στη δευτερογενή αγορά, εφόσον δραστηριοποιούνται σ’ αυτή, και τις εσωτερικές μεθόδους και διαδικασίες τους που αποσκοπούν στον μετριασμό του κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων ή κατάχρησης της αγοράς, χωρίς να επηρεάζουν την ικανότητά τους να εκτελούν τα καθήκοντά τους εγκαίρως και σύμφωνα με τα ανώτατα επαγγελματικά και ποιοτικά πρότυπα.

(46)

Αντιανταγωνιστική συμπεριφορά και κατάχρηση αγοράς δεν συμβιβάζονται με τις αρχές της ανοικτής πρόσβασης, της διαφάνειας της εναρμόνισης και της μη διακριτικής μεταχείρισης, στις οποίες στηρίζεται ο παρών κανονισμός. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει κατάλληλες διατάξεις για τον μετριασμό του κινδύνου επίδειξης τέτοιας συμπεριφοράς κατά τους πλειστηριασμούς. Ο κοινός χώρος πλειστηριασμών, ο απλός τύπος των πλειστηριασμών και η σχετικά υψηλή συχνότητα διεξαγωγής τους, ο διαχωρισμός των προσφορών με την ίδια τιμή μέσω τυχαίας επιλογής, η επαρκής πρόσβαση στους πλειστηριασμούς, η παροχή των ίδιων πληροφοριών σε όλους και η διαφάνεια των κανόνων αποτελούν χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στον μετριασμό του κινδύνου κατάχρησης αγοράς. Η επιλογή χρηματοοικονομικών προϊόντων ως μέσου για τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων επιτρέπει στον εκπλειστηριαστή και στους προσφέροντες να επωφελούνται, εξίσου, από την προστασία που τους παρέχεται βάσει του κανονιστικού πλαισίου για τις χρηματοοικονομικές αγορές. Για να μετριάζεται ο κίνδυνος κατάχρησης αγοράς στις περιπτώσεις που το πλειστηριαζόμενο προϊόν δεν είναι χρηματοοικονομικό μέσο, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει κανόνες ανάλογους με εκείνους που ισχύουν για τα χρηματοοικονομικά μέσα. Το σύνολο της διαδικασίας πλειστηριασμού, που περιλαμβάνει τους πλειστηριασμούς καθαυτούς και την τήρηση των ισχυόντων γι’ αυτούς κανόνων, θα πρέπει να παρακολουθείται από αμερόληπτο επιτηρητή πλειστηριασμών.

(47)

Παράλληλα, θεμελιώδη σημασία έχει η διασφάλιση της ακεραιότητας των εκπλειστηριαστών. Επομένως, κατά τον διορισμό του εκπλειστηριαστή, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους υποψηφίους που ενέχουν τον ελάχιστο κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων ή κατάχρησης αγοράς, με γνώμονα, ιδίως, τις δραστηριότητές τους στη δευτερογενή αγορά, εφόσον δραστηριοποιούνται σ’ αυτή, και τις εσωτερικές μεθόδους και διαδικασίες τους που αποσκοπούν στον μετριασμό του κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων ή κατάχρησης αγοράς, χωρίς να επηρεάζουν την ικανότητά τους να εκτελούν τα καθήκοντά τους εγκαίρως και σύμφωνα με τα ανώτατα επαγγελματικά και ποιοτικά πρότυπα. Φυσική συνέπεια της απαίτησης αυτής είναι η ρητή απαγόρευση της ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και των οικείων εκπλειστηριαστών σχετικά με τους πλειστηριασμούς. Η παραβίαση της εν λόγω απαγόρευσης θα πρέπει να επισύρει αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.

(48)

Επιπλέον, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η παρακολούθηση της συμπεριφοράς των προσφερόντων από τον χώρο πλειστηριασμών και η ειδοποίηση των αρμοδίων αρχών από αυτόν σε περίπτωση κατάχρησης αγοράς, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων βάσει της οδηγίας 2003/6/EΚ και με την επιβολή των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων που απορρέουν από την οδηγία 2005/60/EΚ.

(49)

Όταν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εφαρμόζουν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, στον βαθμό που έχουν συνάφεια, των τίτλων ΙΙΙ και IV της οδηγίας 2004/39/EΚ, καθώς και της οδηγίας 2003/6/EΚ, θα πρέπει να συνεκτιμούν δεόντως τις αντίστοιχες διατάξεις των ενωσιακών μέτρων εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών.

(50)

Παράλληλα, είναι σκόπιμο να προβλέπει ο παρών κανονισμός την ευχέρεια επιβολής ανωτάτου ορίου στο αντικείμενο της προσφοράς μεμονωμένου προσφέροντος, υπό μορφή ποσοστού επί της συνολικής ποσότητας δικαιωμάτων που πρόκειται να πλειστηριαστούν στους επιμέρους πλειστηριασμούς ή κατά τη διάρκεια δεδομένου ημερολογιακού έτους ή άλλου κατάλληλου διορθωτικού μέτρου. Λαμβανομένης υπόψη της διοικητικής επιβάρυνσης που μπορεί να προκαλέσει η ευχέρεια αυτή, θα πρέπει να ενεργοποιείται μόνον αφού έχουν ειδοποιηθεί οι αρμόδιες εθνικές αρχές για ενδεχόμενη κατάχρηση αγοράς, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και έχουν αποφασίσει να μην ενεργήσουν και υπό τον όρο ότι αποδεικνύονται η αναγκαιότητα της ενεργοποίησης της ευχέρειας και η αποτελεσματικότητά της. Η ενεργοποίηση της εν λόγω ευχέρειας θα πρέπει να υπόκειται σε προηγούμενη γνωμοδότηση της Επιτροπής. Πριν γνωμοδοτήσει η Επιτροπή, θα πρέπει να διαβουλεύεται με τα κράτη μέλη και τον επιτηρητή πλειστηριασμών σχετικά με την πρόταση του χώρου πλειστηριασμών. Για τη γνωμοδότηση της Επιτροπής θα έχει σημασία η εκτίμηση της ίδιας όσον αφορά το κατά πόσον η αγορά των δικαιωμάτων εκπομπής προστατεύεται επαρκώς από την κατάχρηση αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1α της οδηγίας 2003/87/EΚ.

(51)

Ενδείκνυται επίσης να τηρούν τους κανόνες δεοντολογίας του παρόντος κανονισμού τα λοιπά πρόσωπα που λαμβάνουν άδεια από τα κράτη μέλη για να υποβάλλουν προσφορές εξ ονόματος πελατών της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, ώστε να εξασφαλίζεται η επαρκής προστασία των τελευταίων.

(52)

Είναι αναγκαίο να προβλέπει ο παρών κανονισμός το γλωσσικό καθεστώς κάθε χώρου πλειστηριασμών, κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η διαφάνεια και να επιτυγχάνεται ο στόχος της πρόσβασης στους πλειστηριασμούς χωρίς διακρίσεις και του πλέον συμφέροντος, από οικονομική άποψη, γλωσσικού καθεστώτος. Τα έγγραφα τεκμηρίωσης που δεν δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να δημοσιεύονται σε γλώσσα ευρέως διαδεδομένη στον διεθνή χρηματοοικονομικό τομέα, συγκεκριμένα στην αγγλική. Η χρήση γλώσσας ευρέως διαδεδομένης στον διεθνή χρηματοοικονομικό τομέα προβλέπεται ήδη από την οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (9).

(53)

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τη μετάφραση όλων των εγγράφων τεκμηρίωσης στην ή στις επίσημες γλώσσες τους, με δική τους δαπάνη. Όταν κράτος μέλος κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, οι χώροι αυτοεξαίρεσης θα πρέπει επίσης να μεταφράζουν, με δική τους δαπάνη, όλα τα έγγραφα τεκμηρίωσης που σχετίζονται με αυτούς στη γλώσσα του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Συμπληρωματικά, οι χώροι πλειστηριασμών πρέπει να μπορούν να χειρίζονται κάθε γραπτή ή προφορική ανακοίνωση από αιτούμενους την άδεια υποβολής προσφοράς, από άτομα των οποίων εγκρίθηκε η συμμετοχή ή από εκπλειστηριαστές, σε οποιαδήποτε γλώσσα χώρας που έχει μεριμνήσει ιδίαις δαπάναις για την προμήθεια μετάφρασης, εφόσον της ζητηθεί από τα ως άνω πρόσωπα. Οι χώροι πλειστηριασμών δεν μπορούν να επιβαρύνουν τα εν λόγω πρόσωπα με το πρόσθετο σχετικό κόστος. Αντιθέτως, το κόστος αυτό μπορούν να το επωμισθούν ισοβαρώς όλοι οι εκπλειστηριαστές του συγκεκριμένου χώρου πλειστηριασμών, ώστε να διασφαλίζεται η ανά την Ένωση επί ίσοις όροις πρόσβαση στους πλειστηριασμούς.

(54)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου και διαφάνειας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις για άλλες πτυχές του πλειστηριασμού, όπως είναι οι δημοσιεύσεις, η ανακοίνωση και η κοινοποίηση των αποτελεσμάτων των πλειστηριασμών, η προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, η διόρθωση σφαλμάτων σε εκτελεσθείσες πληρωμές ή μεταφορές δικαιωμάτων και σε ασφάλειες που έχουν κατατεθεί ή αποδεσμευθεί βάσει του παρόντος κανονισμού, το δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων των χώρων πλειστηριασμών και η έναρξη ισχύος.

(55)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η υποβολή προσφορών για χρηματοοικονομικά μέσα από επενδυτικές εταιρείες, για δικό τους λογαριασμό ή εξ ονόματος πελατών τους, θα πρέπει να θεωρείται παροχή επενδυτικής υπηρεσίας ή άσκηση επενδυτικής δραστηριότητας.

(56)

Ο παρών κανονισμός δεν προδικάζει την εξέταση από την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 1α της οδηγίας 2003/87/EΚ, του κατά πόσον η αγορά δικαιωμάτων εκπομπής προστατεύεται επαρκώς από τις καταχρήσεις ούτε τις προτάσεις που ενδέχεται να υποβάλει η Επιτροπή για την εξασφάλιση της εν λόγω προστασίας. Ο παρών κανονισμός αποβλέπει στο να εξασφαλιστεί ότι οι όροι εμπορίας είναι δίκαιοι και ρητοί, εν αναμονή των αποτελεσμάτων της εξέτασης της Επιτροπής.

(57)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης, λόγου χάριν όσον αφορά τις ρυθμίσεις για την παροχή πλήρους, ισότιμης και δίκαιης πρόσβασης στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που υπάγονται στο σύστημα εμπορίας εκπομπών της Ένωσης (ΕΕ) και πρόσβασης στους μικρούς προξένους εκπομπών.

(58)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την τήρηση των ισχυόντων κανόνων για την εσωτερική αγορά.

(59)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, κυρίως, από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε το άρθρο 11 αυτού, και από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Από την άποψη αυτή, ο παρών κανονισμός ουδόλως εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους συνταγματικούς τους κανόνες σχετικά με την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της έκφρασης στα μέσα μαζικής επικοινωνίας.

(60)

Για να διασφαλιστούν προβλέψιμοι και έγκαιροι πλειστηριασμοί, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ κατεπειγόντως.

(61)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός προβλέπει κανόνες για τον χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής, βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην κατανομή, μέσω πλειστηριασμού, δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ (αεροπορικές μεταφορές) της οδηγίας 2003/87/EΚ, καθώς και στην κατανομή, μέσω πλειστηριασμού, δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ (σταθερές εγκαταστάσεις) της ίδιας οδηγίας, που ισχύει για παράδοση κατά τις περιόδους εμπορίας από 1ης Ιανουαρίου 2013.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης»: δικαιώματα εκπομπής που τίθενται σε πλειστηριασμό ως χρηματοοικονομικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 3 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής (10), είναι παραδοτέα σε συμφωνημένη μελλοντική ημερομηνία και στην τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και για τα οποία οι κλήσεις περιθωρίου για την κάλυψη των μεταβολών της τιμής κατατίθενται σε μετρητά·

2)

«προθεσμιακά συμβόλαια»: δικαιώματα εκπομπής που τίθενται σε πλειστηριασμό ως χρηματοοικονομικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 3 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1287/2006, είναι παραδοτέα σε συμφωνημένη μελλοντική ημερομηνία και στην τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και για τα οποία οι κλήσεις περιθωρίου για την κάλυψη των μεταβολών της τιμής είναι δυνατόν να συνίστανται είτε σε άλλη ασφάλεια πλην των μετρητών ή σε συμφωνημένη κρατική εγγύηση, κατ’ επιλογή του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου·

3)

«διήμερα συμβόλαια άμεσης παράδοσης (spot)»: δικαιώματα εκπομπής που τίθενται σε πλειστηριασμό και είναι παραδοτέα σε συμφωνημένη ημερομηνία, όχι αργότερα από τη δεύτερη ημέρα διαπραγμάτευσης από την ημέρα του πλειστηριασμού, σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1287/2006·

4)

«πενθήμερα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης»: δικαιώματα εκπομπής που τίθενται σε πλειστηριασμό ως χρηματοοικονομικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 3 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1287/2006, και είναι παραδοτέα σε συμφωνημένη ημερομηνία, το αργότερο την πέμπτη ημέρα διαπραγμάτευσης από την ημέρα του πλειστηριασμού·

5)

«προσφορά»: η προσφορά που υποβάλλεται σε πλειστηριασμό για την απόκτηση δεδομένης ποσότητας δικαιωμάτων σε καθορισμένη τιμή·

6)

«περίοδος υποβολής προσφορών»: το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπεται η υποβολή προσφορών·

7)

«ημέρα διαπραγμάτευσης»: κάθε ημέρα κατά την οποία λειτουργούν για συναλλαγές ο χώρος πλειστηριασμών και το συνδεδεμένο με αυτόν σύστημα εκκαθάρισης ή σύστημα διακανονισμού·

8)

«επενδυτική εταιρεία»: η επιχείρηση επενδύσεων που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

9)

«πιστωτικό ίδρυμα»: όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11)·

10)

«χρηματοπιστωτικό μέσο»: όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, εκτός αντίθετων διατάξεων του παρόντος κανονισμού·

11)

«δευτερογενής αγορά»: η αγορά στην οποία πρόσωπα αγοράζουν ή πωλούν δικαιώματα εκπομπής, πριν ή μετά την κατανομή των δικαιωμάτων αυτών είτε δωρεάν είτε μέσω πλειστηριασμού·

12)

«μητρική επιχείρηση»: όπως ορίζεται στα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (12)·

13)

«θυγατρική επιχείρηση»: όπως ορίζεται στα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

14)

«συνδεδεμένη επιχείρηση»: επιχείρηση που συνδέεται με μητρική ή θυγατρική επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

15)

«έλεγχος»: όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (13), όπως εφαρμόζεται στην κωδικοποιημένη ανακοίνωση της Επιτροπής για τις συγκεντρώσεις (14). Η αιτιολογική σκέψη 22 του κανονισμού αυτού για τις συγκεντρώσεις και οι παράγραφοι 52 και 53 της ανακοίνωσης εφαρμόζονται για τον καθορισμό της έννοιας του ελέγχου κρατικών επιχειρήσεων·

16)

«διαδικασία πλειστηριασμού»: η διαδικασία που περιλαμβάνει την κατάρτιση του χρονοδιαγράμματος του πλειστηριασμού, τις διαδικασίες αποδοχής προς υποβολή προσφορών και υποβολής προσφορών, την διεξαγωγή του πλειστηριασμού, τον υπολογισμό και την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του πλειστηριασμού, τις ρυθμίσεις σχετικά με την πληρωμή του οφειλόμενου τιμήματος, με την παράδοση των δικαιωμάτων και με τη διαχείριση των αναγκαίων ασφαλειών για την κάλυψη των κινδύνων συναλλαγής, καθώς επίσης την επιτήρηση και παρακολούθηση της ορθής διεξαγωγής των πλειστηριασμών από χώρο πλειστηριασμών·

17)

«νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες»: όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των παραγράφων 3 και 5 του ίδιου άρθρου·

18)

«χρηματοδότηση της τρομοκρατίας»: όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, λαμβανομένης υπόψη της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου·

19)

«εγκληματική δραστηριότητα»: όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ·

20)

«εκπλειστηριαστής»: κάθε δημόσια ή ιδιωτική οντότητα που διορίζεται από κράτος μέλος για να πλειστηριάζει δικαιώματα εκπομπής εξ ονόματός του·

21)

«καθορισμένος λογαριασμός αποθέματος»: ένας ή περισσότεροι τύποι λογαριασμών αποθέματος που προβλέπονται στον εφαρμοστέο κανονισμό της Επιτροπής, ο οποίος έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ για τη συμμετοχή σε διαδικασία πλειστηριασμού ή για τη διεκπεραίωσή της, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης δικαιωμάτων υπό μεσεγγύηση μέχρις ότου παραδοθούν βάσει του παρόντος κανονισμού·

22)

«καθορισμένος τραπεζικός λογαριασμός»: ο τραπεζικός λογαριασμός τον οποίο υποδεικνύει εκπλειστηριαστής ή προσφέρων ή διάδοχος προσφέροντος ως λογαριασμό προορισμού για τις πληρωμές βάσει του παρόντος κανονισμού·

23)

«μέτρο δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη»: όπως ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, λαμβανομένης υπόψη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου·

24)

«πραγματικός δικαιούχος»: όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 6 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ·

25)

«δεόντως επικυρωμένο αντίγραφο»: γνήσιο αντίγραφο πρωτοτύπου εγγράφου, του οποίου η γνησιότητα επικυρώνεται από δικηγόρο, λογιστή, συμβολαιογράφο ή ομοειδή επαγγελματία, αναγνωρισμένο από την εθνική νομοθεσία του αντίστοιχου κράτους μέλους για να βεβαιώνει επίσημα ότι ένα έγγραφο είναι γνήσιο αντίγραφο του πρωτοτύπου·

26)

«πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα»: όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 8 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ·

27)

«κατάχρηση αγοράς»: είτε οι πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, όπως ορίζονται στο σημείο 28) του παρόντος άρθρου ή απαγορεύονται από το άρθρο 38, ή η χειραγώγηση της αγοράς, όπως ορίζεται στο σημείο 30) του παρόντος άρθρου ή στο άρθρο 37 στοιχείο β), ή και τα δύο·

28)

«πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες»: η χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών που απαγορεύεται σύμφωνα με τα άρθρα 2, 3 και 4 της οδηγίας 2003/6/EΚ, σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, αναφερόμενο στο άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας, εκτός αντίθετων διατάξεων του παρόντος κανονισμού·

29)

«εμπιστευτικές πληροφορίες»: όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, αναφερόμενο στο άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας, εκτός αντίθετων διατάξεων του παρόντος κανονισμού·

30)

«χειραγώγηση της αγοράς»: όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, αναφερόμενο στο άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας, εκτός αντίθετων διατάξεων του παρόντος κανονισμού·

31)

«σύστημα εκκαθάρισης»: μία ή περισσότερες υποδομές, συνδεδεμένες με τον χώρο πλειστηριασμών, που μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης, εγγυοδοσίας περιθωρίου (margining), καθαρού συμψηφισμού (netting), διαχείρισης ασφαλειών, διακανονισμού και παράδοσης, καθώς και άλλες υπηρεσίες, τις οποίες διεκπεραιώνει κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσεγγίσιμος είτε άμεσα είτε μέσω μελών του που ενεργούν ως χρηματοοικονομικοί ενδιάμεσοι μεταξύ των πελατών τους και του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου·

32)

«εκκαθάριση»: όλες οι διαδικασίες πριν από την έναρξη της περιόδου υποβολής προσφορών, κατά τη διάρκειά της και μετά τη λήξη της μέχρι τον διακανονισμό, οι οποίες αφορούν τη διαχείριση των κινδύνων που ενδεχομένως προκύπτουν κατά το χρονικό αυτό διάστημα, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εγγυοδοσία περιθωρίου, καθαρό συμψηφισμό ή ανανέωση, ή άλλες υπηρεσίες, και είναι δυνατόν να παρέχονται από σύστημα εκκαθάρισης ή διακανονισμού·

33)

«εγγυοδοσία περιθωρίου»: η διαδικασία ενεχυρίασης ασφάλειας από εκπλειστηριαστή ή προσφέροντα ή από έναν ή περισσότερους χρηματοοικονομικούς ενδιάμεσους που ενεργούν εξ ονόματός τους, με σκοπό την κάλυψη δεδομένης χρηματοοικονομικής θέσης· πρόκειται για το σύνολο της διαδικασίας μέτρησης, υπολογισμού και διαχείρισης των ασφαλειών που κατατίθενται για την κάλυψη των εν λόγω χρηματοοικονομικών θέσεων και προορίζονται να διασφαλίσουν την εκπλήρωση, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, όλων των υποχρεώσεων πληρωμών του προσφέροντος και όλων των υποχρεώσεων παράδοσης του εκπλειστηριαστή ή ενός ή περισσότερων ενδιαμέσων που ενεργούν εξ ονόματός τους·

34)

«διακανονισμός»: η πληρωμή, από υπερθεματιστή ή τον διάδοχό του ή από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή από διακανονιστή, του οφειλόμενου ποσού για τα δικαιώματα που πρόκειται να παραδοθούν στον εν λόγω υπερθεματιστή ή διάδοχό του ή κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή διακανονιστή και η παράδοση των δικαιωμάτων στον υπερθεματιστή ή στον διάδοχό του ή σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή σε διακανονιστή·

35)

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: οντότητα που παρεμβάλλεται μεταξύ εκπλειστηριαστή και προσφέροντος ή του διαδόχου του, είτε άμεσα είτε μέσω χρηματοοικονομικών ενδιαμέσων που τους αντιπροσωπεύουν, και ενεργεί ως αποκλειστικός αντισυμβαλλόμενος της κάθε πλευράς, εγγυώμενος την πληρωμή του πλειστηριάσματος στον εκπλειστηριαστή ή σε ενδιάμεσο που τον αντιπροσωπεύει ή την παράδοση των πλειστηριασθέντων δικαιωμάτων στον προσφέροντα ή σε ενδιάμεσο που τον αντιπροσωπεύει, με την επιφύλαξη του άρθρου 48·

36)

«σύστημα διακανονισμού»: κάθε υποδομή, συνδεδεμένη ή μη με τον χώρο πλειστηριασμών, η οποία μπορεί να παρέχει υπηρεσίες διακανονισμού που είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν εκκαθάριση, καθαρό συμψηφισμό, διαχείριση ασφαλειών ή άλλες υπηρεσίες οι οποίες καθιστούν τελικά δυνατή την παράδοση των δικαιωμάτων σε υπερθεματιστή ή στον διάδοχό του εξ ονόματος του εκπλειστηριαστή και την πληρωμή του οφειλόμενου ποσού από υπερθεματιστή ή τον διάδοχό του στον εκπλειστηριαστή, μέσω ενός από τα ακόλουθα:

α)

του τραπεζικού συστήματος και του μητρώου της Ένωσης·

β)

ενός ή περισσότερων διακανονιστών που ενεργούν εξ ονόματος εκπλειστηριαστή και προσφέροντος ή του διαδόχου του, οι οποίοι έχουν πρόσβαση στον διακανονιστή είτε άμεσα είτε μέσω μελών του που ενεργούν ως ενδιάμεσοι μεταξύ των πελατών τους και του διακανονιστή·

37)

«διακανονιστής»: οντότητα που ενεργεί ως αντιπρόσωπος, παρέχοντας στον χώρο πλειστηριασμών λογαριασμούς μέσω των οποίων εκτελούνται ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα, με ασφάλεια και με εγγυημένο τρόπο, οι εντολές μεταφοράς των πλειστηριασθέντων δικαιωμάτων που δίνει ο εκπλειστηριαστής ή ενδιάμεσος που τον εκπροσωπεί και οι εντολές πληρωμής της τιμής εκκαθάρισης πλειστηριασμού που δίνει ο υπερθεματιστής ή ο διάδοχός του ή ενδιάμεσος που τους εκπροσωπεί·

38)

«ασφάλειες»: οι μορφές πρόσθετης ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο ιγ) της οδηγίας 98/26/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων εκπομπής που γίνονται δεκτά ως εγγύηση από το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού·

39)

«ρυθμιζόμενη αγορά»: όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

40)

«ΜΜΕ»: οι φορείς εκμετάλλευσης ή φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών που είναι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, κατά την έννοια της σύστασης 2003/361/EΚ της Επιτροπής (16)·

41)

«μικροί πρόξενοι εκπομπών»: οι φορείς εκμετάλλευσης ή φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών που ευθύνονται για μέση ποσότητα εκπομπών κατά τα τρία ημερολογιακά έτη πριν από το έτος συμμετοχής τους στον πλειστηριασμό 25 000 τόνων ισοδυνάμων διοξειδίου του άνθρακα ή μικρότερη, όπως διαπιστώνεται από τις εξακριβωμένες εκπομπές τους·

42)

«διαχειριστής αγοράς»: όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 13) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

43)

«εγκατάσταση» νοείται ένα από τα ακόλουθα:

α)

για τους σκοπούς του άρθρου 6 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο, ο τόπος διαμονής ή η διεύθυνση μόνιμης κατοικίας στην Ένωση·

β)

για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η έννοια που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/39/EΚ, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων του άρθρου 5 παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας·

γ)

για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, προκειμένου για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, η έννοια που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/39/EΚ, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων του άρθρου 5 παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας·

δ)

για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, προκειμένου για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, η έννοια που ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 7 της οδηγίας 2006/48/EΚ·

ε)

για τους σκοπούς του άρθρου 19 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, προκειμένου για τις επιχειρηματικές ομάδες που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού, η έννοια που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/39/EΚ·

στ)

για τους σκοπούς του άρθρου 35 παράγραφοι 4,5 και 6 και του άρθρου 42 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, η έννοια που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/39/EΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΤΥΠΟΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ

Άρθρο 4

Πλειστηριαζόμενα προϊόντα

1.   Τα δικαιώματα εκπομπής προσφέρονται προς πώληση σε χώρο πλειστηριασμών μέσω τυποποιημένων ηλεκτρονικών συμβολαίων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον εν λόγω χώρο πλειστηριασμών (εφεξής «τα εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα»). Τα εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα δεν χρειάζεται να αποτελούν αντικείμενο εμπορίας στον ίδιο χώρο πλειστηριασμών όπου χορηγούνται τα δικαιώματα εντός δύο ημερών διαπραγμάτευσης μετά τον πλειστηριασμό.

2.   Μέχρι την εφαρμογή των νομικών μέτρων και των τεχνικών μέσων που είναι απαραίτητα για την παράδοση των δικαιωμάτων, κάθε κράτος μέλος πλειστηριάζει δικαιώματα υπό μορφή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακών συμβολαίων.

Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης ή τα προθεσμιακά συμβόλαια τίθενται σε πλειστηριασμό σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 και το άρθρο 32 και το παράρτημα Ι.

Όταν πλειστηριάζονται συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης 'η προθεσμιακά συμβόλαια, η παράδοση των δικαιωμάτων μπορεί να μετατεθεί σε ημερομηνία που δεν είναι μεταγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 2013.

3.   Το αργότερο τρεις μήνες μετά την εφαρμογή των νομικών μέτρων και των τεχνικών μέσων που είναι απαραίτητα για την παράδοση των δικαιωμάτων, κάθε κράτος μέλος πλειστηριάζει δικαιώματα υπό μορφή διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης.

Άρθρο 5

Μορφή των πλειστηριασμών

Οι πλειστηριασμοί διεξάγονται υπό μορφή κατά την οποία οι προσφέροντες υποβάλλουν τις προσφορές τους στη διάρκεια δεδομένης περιόδου υποβολής προσφορών, χωρίς να βλέπουν τις προσφορές των λοιπών προσφερόντων. Κάθε υπερθεματιστής καταβάλλει για κάθε δικαίωμα εκπομπής την ίδια τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, ανεξαρτήτως της προσφερόμενης τιμής.

Άρθρο 6

Υποβολή και απόσυρση προσφορών

1.   Η ελάχιστη ποσότητα για την οποία υποβάλλεται προσφορά είναι μία παρτίδα.

Μία παρτίδα διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης αποτελείται από 500 δικαιώματα.

Μία παρτίδα συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακών συμβολαίων αποτελείται από 1 000 δικαιώματα.

2.   Σε κάθε προσφορά αναφέρονται τα ακόλουθα:

α)

η ταυτότητα του προσφέροντος και το κατά πόσον αυτός υποβάλλει προσφορά για λογαριασμό του ή εξ ονόματος πελάτη του·

β)

σε περίπτωση που η προσφορά υποβάλλεται εξ ονόματος πελάτη του προσφέροντος, η ταυτότητα του πελάτη·

γ)

η ποσότητα, ως αριθμός των δικαιωμάτων σε ακέραια πολλαπλάσια παρτίδων των 500 ή των 1 000 δικαιωμάτων·

δ)

η προσφερόμενη τιμή για κάθε δικαίωμα, σε ευρώ, με δύο δεκαδικά ψηφία.

3.   Η υποβολή, τροποποίηση ή απόσυρση προσφοράς είναι δυνατή μόνο στη διάρκεια δεδομένης περιόδου υποβολής προσφορών.

Επιτρέπεται η τροποποίηση ή απόσυρση υποβληθείσας προσφοράς εντός συγκεκριμένης προθεσμίας πριν από τη λήξη της περιόδου υποβολής προσφορών. Η προθεσμία αυτή καθορίζεται από τον χώρο πλειστηριασμών και δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του τουλάχιστον πέντε ημέρες διαπραγμάτευσης πριν από την έναρξη της περιόδου υποβολής προσφορών.

Μόνο φυσικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση, το οποίο έχει διοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 στοιχείο δ) και εξουσιοδοτηθεί να δεσμεύει προσφέροντα για κάθε σκοπό σχετικό με τους πλειστηριασμούς, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής προσφορών (εφεξής «ο αντιπρόσωπος του προσφέροντος») μπορεί να υποβάλλει, τροποποιεί ή αποσύρει προσφορά για λογαριασμό του προσφέροντος.

Κάθε προσφορά είναι δεσμευτική μετά την υποβολή της, εκτός εάν αποσυρθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο ή εάν αποσυρθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4.   Εφόσον ο χώρος πλειστηριασμού πειστεί ότι διαπράχθηκε πραγματικό σφάλμα κατά την υποβολή της προσφοράς, μπορεί, εάν το ζητήσει ο αντιπρόσωπος του προσφέροντος, να θεωρήσει την εσφαλμένη προσφορά ως αποσυρθείσα, μετά τη λήξη της περιόδου υποβολής προσφορών, αλλά πριν από τον προσδιορισμό της τιμής εκκαθάρισης πλειστηριασμού.

5.   Η λήψη, διαβίβαση και υποβολή προσφοράς σε χώρο πλειστηριασμών από επενδυτική εταιρεία ή πιστωτικό ίδρυμα θεωρείται ότι συνιστά επενδυτική υπηρεσία, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, εφόσον το πλειστηριαζόμενο προϊόν είναι χρηματοπιστωτικό μέσο.

Άρθρο 7

Τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού και διαχωρισμός των προσφορών με την ίδια τιμή

1.   Η τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού προσδιορίζεται μετά τη λήξη της περιόδου υποβολής προσφορών.

2.   Ο χώρος πλειστηριασμών ταξινομεί τις υποβαλλόμενες σε αυτόν προσφορές κατά σειρά προσφερόμενης τιμής. Όταν υπάρχουν περισσότερες της μιας προσφορές με την ίδια τιμή, ταξινομούνται με τυχαία επιλογή, σύμφωνα με αλγόριθμο που καθορίζεται από τον χώρο πλειστηριασμών πριν από τον πλειστηριασμό.

Οι ποσότητες που καλύπτονται από τις προσφορές αθροίζονται, αρχής γενομένης από την υψηλότερη προσφερόμενη τιμή. Η τιμή της προσφοράς στην οποία το άθροισμα των ποσοτήτων που καλύπτονται από προσφορές αντιστοιχεί στην ποσότητα των πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων ή την υπερβαίνει, είναι η τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού.

3.   Όλες οι προσφορές που απαρτίζουν το άθροισμα των ποσοτήτων των προσφορών, το οποίο έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, κατακυρώνονται στην τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού.

4.   Όταν η συνολική ποσότητα που καλύπτεται από τις κατακυρωθείσες προσφορές και έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 υπερβαίνει την ποσότητα των πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων, η εναπομένουσα ποσότητα πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων διατίθεται στην τελευταία από τις προσφορές που απαρτίζουν το άθροισμα των ποσοτήτων για τις οποίες υποβλήθηκαν προσφορές.

5.   Όταν η συνολική ποσότητα των προσφορών που έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 υπολείπεται της ποσότητας των πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων, ο χώρος πλειστηριασμών ακυρώνει τον πλειστηριασμό.

6.   Όταν η τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού είναι σημαντικά χαμηλότερη από την τιμή που επικρατούσε στη δευτερογενή αγορά κατά και ακριβώς πριν από τη λήξη της περιόδου υποβολής προσφορών, συνεκτιμώντας την βραχυπρόθεσμη αστάθεια των τιμών των δικαιωμάτων για συγκεκριμένη περίοδο που προηγείται του πλειστηριασμού, ο χώρος πλειστηριασμών ακυρώνει τον πλειστηριασμό.

7.   Πριν από την έναρξη του εκάστοτε πλειστηριασμού, ο χώρος πλειστηριασμών καθορίζει τη μεθοδολογία εφαρμογής της παραγράφου 6, αφού προηγουμένως ζητήσει και λάβει τη γνώμη του επιτηρητή πλειστηριασμών σχετικά με το θέμα αυτό και ενημερώσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 56. Ο σχετικός χώρος πλειστηριασμών λαμβάνει στο έπακρο υπόψη τη γνώμη του επιτηρητή πλειστηριασμών.

Ο χώρος πλειστηριασμών δύναται να τροποποιήσει την ανωτέρω μεθοδολογία μεταξύ δύο περιόδων υποβολής προσφορών στον ίδιο χώρο, αφού προηγουμένως ζητήσει τη γνώμη του επιτηρητή πλειστηριασμών και ενημερώσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 56.

8.   Σε περίπτωση ακύρωσης πλειστηριασμού σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή 6, η πλειστηριαζόμενη ποσότητα κατανέμεται ομοιογενώς μεταξύ των επόμενων πλειστηριασμών που έχει προγραμματίσει ο ίδιος χώρος πλειστηριασμών.

Στην περίπτωση των δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ, η προς πλειστηριασμό ποσότητα κατανέμεται ομοιογενώς μεταξύ των τεσσάρων επόμενων προγραμματισμένων πλειστηριασμών.

Στην περίπτωση των δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ, η προς πλειστηριασμό ποσότητα κατανέμεται ομοιογενώς μεταξύ των επόμενων δύο προγραμματισμένων πλειστηριασμών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ

Άρθρο 8

Χρόνος διεξαγωγής και συχνότητα

1.   Οι χώροι πλειστηριασμών διεξάγουν πλειστηριασμούς χωριστά, κατά τις οικείες, τακτικά επαναλαμβανόμενες, περιόδους υποβολής προσφορών. Η περίοδος υποβολής προσφορών αρχίζει και λήγει την ίδια ημέρα διαπραγμάτευσης. Έχει τουλάχιστον δίωρη διάρκεια. Οι περίοδοι υποβολής προσφορών σε δύο ή περισσότερους χώρους πλειστηριασμών δεν επιτρέπεται να αλληλεπικαλύπτονται, ενώ πρέπει να μεσολαβούν τουλάχιστον δύο ώρες μεταξύ δύο διαδοχικών περιόδων υποβολής προσφορών.

2.   Ο χώρος πλειστηριασμών καθορίζει τις ημέρες και ώρες διεξαγωγής των πλειστηριασμών, λαμβάνοντας υπόψη τις δημόσιες αργίες που επηρεάζουν τις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές, καθώς και οποιοδήποτε άλλο συναφές συμβάν ή περίσταση θα μπορούσε, κατά την άποψή του, να επηρεάσει την ορθή διεξαγωγή των πλειστηριασμών, επιβάλλοντας αλλαγές. Δεν διεξάγονται πλειστηριασμοί κατά το δεκαπενθήμερο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κάθε έτους.

3.   Σε έκτακτες περιστάσεις, κάθε χώρος πλειστηριασμών δύναται να αλλάξει τις ώρες οποιασδήποτε περιόδου υποβολής προσφορών, ειδοποιώντας όλα τα πρόσωπα που είναι δυνατόν να θιγούν, αφού ζητήσει και λάβει τη γνώμη του επιτηρητή πλειστηριασμών για το θέμα αυτό. Ο σχετικός χώρος πλειστηριασμών λαμβάνει στο έπακρο υπόψη τη γνώμη του επιτηρητή πλειστηριασμών.

4.   Από τον έκτο, τουλάχιστον, πλειστηριασμό ή και νωρίτερα, ο χώρος πλειστηριασμών που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 διεξάγει πλειστηριασμούς δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ τουλάχιστον ανά εβδομάδα και πλειστηριασμούς δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ τουλάχιστον ανά δίμηνο.

Κανένας άλλος χώρος πλειστηριασμών δεν διεξάγει πλειστηριασμό την ημέρα διεξαγωγής πλειστηριασμού από χώρο πλειστηριασμών που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2, με ανώτατο όριο τις δύο ημέρες εβδομαδιαίως. Σε περίπτωση που ο ορισμένος, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2, χώρος πλειστηριασμών διεξάγει πλειστηριασμούς περισσότερες από δύο ημέρες εβδομαδιαίως, ορίζει και δημοσιεύει τις δύο ημέρες κατά τις οποίες δεν επιτρέπεται η διεξαγωγή άλλων πλειστηριασμών. Το πράττει όχι αργότερα από τότε που προβαίνει στον καθορισμό και τη δημοσίευση που ορίζεται άρθρο 11 παράγραφος 1.

5.   Από τον έκτο, τουλάχιστον, πλειστηριασμό ή νωρίτερα, η ποσότητα δικαιωμάτων που τίθενται σε πλειστηριασμό στον χώρο πλειστηριασμών ο οποίος έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2, κατανέμεται ομοιογενώς μεταξύ των πλειστηριασμών που διεξάγονται στη διάρκεια δεδομένου έτους, με εξαίρεση την ποσότητα δικαιωμάτων που πλειστηριάζεται τον Αύγουστο κάθε έτους, η οποία είναι το ήμισυ της ποσότητας που πλειστηριάζεται κατά τους υπόλοιπους μήνες του έτους.

6.   Τυχόν πρόσθετες διατάξεις για τον χρόνο διεξαγωγής και τη συχνότητα των πλειστηριασμών που διεξάγονται από άλλους χώρους πλειστηριασμών πλην εκείνων οι οποίοι ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 2, περιλαμβάνονται στο άρθρο 32.

Άρθρο 9

Περιστάσεις που εμποδίζουν τη διεξαγωγή των πλειστηριασμών

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων του άρθρου 58, όπου ενδείκνυται, ο χώρος πλειστηριασμών δύναται να ακυρώσει πλειστηριασμό, όταν η ορθή διεξαγωγή του διαταράσσεται ή είναι πιθανόν να διαταραχθεί, λόγω περιστάσεων που πλήττουν την ασφάλεια ή την αξιοπιστία του πληροφορικού συστήματος το οποίο είναι αναγκαίο για την υποβολή αιτήσεων αποδοχής προς υποβολή προσφορών, την πρόσβαση στους πλειστηριασμούς ή την εκτέλεσή τους.

Στην περίπτωση των δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ, η προς πλειστηριασμό ποσότητα κατανέμεται ομοιογενώς μεταξύ των επόμενων τεσσάρων προγραμματισμένων πλειστηριασμών.

Στην περίπτωση των δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ, η προς πλειστηριασμό ποσότητα κατανέμεται ομοιογενώς μεταξύ των επόμενων δύο προγραμματισμένων πλειστηριασμών.

Άρθρο 10

Ετήσιες ποσότητες πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ

1.   Η ποσότητα δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό κατά το έτος 2011 ή 2012 και τα πλειστηριαζόμενα προϊόντα μέσω των οποίων πρόκειται να τεθούν τα δικαιώματα σε πλειστηριασμό παρατίθενται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

2.   Η ποσότητα δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό κατά τα έτη 2013 και 2014 ισούται με την ποσότητα δικαιωμάτων που προσδιορίζεται για το σχετικό ημερολογιακό έτος σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 9α της εν λόγω οδηγίας, μειωμένη κατά την ποσότητα που κατανέμεται δωρεάν, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10α παράγραφος 7 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2 της ίδιας οδηγίας, και κατά το ήμισυ της συνολικής ποσότητας των δικαιωμάτων που πλειστηριάστηκαν κατά τα έτη 2011 και 2012.

Η ποσότητα δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό το 2015 και κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος ισούται με την ποσότητα δικαιωμάτων που προσδιορίζεται για το σχετικό ημερολογιακό έτος σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 9α της εν λόγω οδηγίας, μειωμένη κατά την ποσότητα που κατανέμεται δωρεάν, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10α παράγραφος 7 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2 της ίδιας οδηγίας.

Κάθε ποσότητα που τίθεται σε πλειστηριασμό σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας 2003/87/EΚ προστίθεται στην ποσότητα δικαιωμάτων προς πλειστηριασμό σε δεδομένο ημερολογιακό έτος, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με το πρώτο ή το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Στην ποσότητα δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό κατά το τελευταίο έτος κάθε περιόδου εμπορίας συνεκτιμώνται κάθε διακοπή της λειτουργίας εγκατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 19 της εν λόγω οδηγίας, κάθε προσαρμογή του επιπέδου της δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 20 της ίδιας οδηγίας, καθώς και τα δικαιώματα που απομένουν στο αποθεματικό για τους νεοεισερχόμενους, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10α παράγραφος 7 αυτής.

3.   Η ποσότητα δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό το 2013 και κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος βασίζεται στην κατ’ εκτίμηση ποσότητα δικαιωμάτων προς πλειστηριασμό, την οποία προσδιορίζει και δημοσιεύει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας, ή στην τελευταία τροποποίηση της αρχικής εκτίμησης της Επιτροπής που είχε δημοσιευθεί έως τις 31 Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους.

Τυχόν μετέπειτα μεταβολή της ποσότητας δικαιωμάτων προς πλειστηριασμό σε δεδομένο ημερολογιακό έτος συνεκτιμάται στην ποσότητα δικαιωμάτων που πρόκειται να πλειστηριαστεί το επόμενο ημερολογιακό έτος.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10α παράγραφος 7 της οδηγίας 2003/87/EΚ, για δεδομένο ημερολογιακό έτος, το μερίδιο κάθε κράτους μέλους επί των δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας προς πλειστηριασμό είναι εκείνο που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 της ίδιας οδηγίας, μειωμένο κατά τα δικαιώματα της ενδεχόμενης μεταβατικής δωρεάν κατανομής από το κράτος μέλος κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 10γ της οδηγίας 2003/87/EΚ, και προσαυξημένο κατά τα δικαιώματα που ενδεχομένως πρόκειται να θέσει σε πλειστηριασμό το κράτος μέλος κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 24 της εν λόγω οδηγίας.

Άρθρο 11

Πρόγραμμα των επιμέρους πλειστηριασμών δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ οι οποίοι διεξάγονται από τους χώρους πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού

1.   Οι χώροι πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού καθορίζουν και δημοσιεύουν τις περιόδους υποβολής προσφορών, τις επιμέρους ποσότητες, τις ημερομηνίες διεξαγωγής των πλειστηριασμών, καθώς και το πλειστηριαζόμενο προϊόν και τις ημερομηνίες πληρωμής και παράδοσης για τα δικαιώματα του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ που πρόκειται να τεθούν στους επιμέρους πλειστηριασμούς κάθε ημερολογιακού έτους, έως τις 28 Φεβρουαρίου του προηγούμενου έτους ή το ταχύτερο δυνατόν μετά την ημερομηνία αυτή, αφού προηγουμένως ζητήσουν και λάβουν τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με το θέμα αυτό. Οι εν λόγω χώροι πλειστηριασμών λαμβάνουν στο έπακρο υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής.

2.   Ο καθορισμός και οι δημοσιεύσεις βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου από τους χώρους πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού βασίζονται στην κατ’ εκτίμηση ποσότητα δικαιωμάτων προς πλειστηριασμό, την οποία προσδιορίζει και δημοσιεύει η Επιτροπή, ή στην τελευταία τροποποίηση της αρχικής εκτίμησης της Επιτροπής, που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/87/EΚ.

3.   Οι περίοδοι υποβολής προσφορών, οι επιμέρους ποσότητες και οι ημερομηνίες διεξαγωγής των πλειστηριασμών για τα δικαιώματα του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ που πρόκειται να τεθούν στους επιμέρους πλειστηριασμούς κατά το τελευταίο έτος κάθε περιόδου εμπορίας, είναι δυνατόν να αναπροσαρμόζονται από τον ενδιαφερόμενο χώρο πλειστηριασμών, προκειμένου να ληφθούν υπόψη κάθε διακοπή της λειτουργίας εγκατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 19 της εν λόγω οδηγίας, κάθε προσαρμογή του επιπέδου της δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 20 της ίδιας οδηγίας και τα δικαιώματα που απομένουν στο αποθεματικό για τους νεοεισερχόμενους, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10α παράγραφος 7 αυτής.

4.   Το πρόγραμμα των επιμέρους πλειστηριασμών δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ οι οποίοι διεξάγονται από άλλους χώρους πλειστηριασμών, πλην εκείνων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού, καθορίζεται και δημοσιεύεται σύμφωνα με άρθρο 32 αυτού.

Άρθρο 12

Ετήσιες ποσότητες πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ

1.   Η ποσότητα δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό το 2012 ισούται με την ποσότητα που υπολογίζει και αποφασίζει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 3δ παράγραφος 1 της ίδιας οδηγίας.

Η ποσότητα δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό το 2013 και κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος ισούται με το πηλίκο της ποσότητας που υπολογίζει και αποφασίζει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 3δ παράγραφος 2 της ίδιας οδηγίας δια του αριθμού των ετών που απαρτίζουν τη συγκεκριμένη περίοδο εμπορίας.

Ωστόσο, στην ποσότητα δικαιωμάτων προς πλειστηριασμό κατά το τελευταίο έτος κάθε περιόδου εμπορίας συνεκτιμώνται τα δικαιώματα που απομένουν στο ειδικό αποθεματικό του άρθρου 3στ της οδηγίας 2003/87/EΚ.

2.   Για κάθε ημερολογιακό έτος δεδομένης περιόδου εμπορίας, το μερίδιο κάθε κράτους μέλους επί των δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό ισούται με το πηλίκο του μεριδίου που έχει προσδιοριστεί για τη συγκεκριμένη περίοδο εμπορίας, σύμφωνα με το άρθρο 3δ παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας, δια του αριθμού των ετών που απαρτίζουν την εν λόγω περίοδο εμπορίας.

Άρθρο 13

Πρόγραμμα των επιμέρους πλειστηριασμών δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ οι οποίοι διεξάγονται από τους χώρους πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού

1.   Οι χώροι πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού καθορίζουν και δημοσιεύουν τις περιόδους υποβολής προσφορών, τις επιμέρους ποσότητες και τις ημερομηνίες διεξαγωγής των πλειστηριασμών για τα δικαιώματα του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ που πρόκειται να τεθούν στους επιμέρους πλειστηριασμούς κατά το 2012, έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2011 ή το ταχύτερο δυνατόν μετά την ημερομηνία αυτή, αφού προηγουμένως ζητήσουν και λάβουν τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με το θέμα αυτό. Οι εν λόγω χώροι πλειστηριασμών λαμβάνουν στο έπακρο υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής.

2.   Από το 2012 και έπειτα, οι χώροι πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού καθορίζουν και δημοσιεύουν τις περιόδους υποβολής προσφορών, τις επιμέρους ποσότητες, τις ημερομηνίες διεξαγωγής των πλειστηριασμών, καθώς και το πλειστηριαζόμενο προϊόν και τις ημερομηνίες πληρωμής και παράδοσης για τα δικαιώματα του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ που πρόκειται να τεθούν στους επιμέρους πλειστηριασμούς κάθε ημερολογιακού έτους, έως τις 28 Φεβρουαρίου του προηγούμενου έτους ή το ταχύτερο δυνατόν μετά την ημερομηνία αυτή, αφού προηγουμένως ζητήσουν και λάβουν τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με το θέμα αυτό. Οι εν λόγω χώροι πλειστηριασμών λαμβάνουν στο έπακρο υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής.

Οι περίοδοι υποβολής προσφορών, οι επιμέρους ποσότητες, οι ημερομηνίες διεξαγωγής των πλειστηριασμών, καθώς και το πλειστηριαζόμενο προϊόν και οι ημερομηνίες πληρωμής και παράδοσης για τα δικαιώματα του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ που πρόκειται να τεθούν στους επιμέρους πλειστηριασμούς κατά το τελευταίο έτος κάθε περιόδου εμπορίας, είναι δυνατόν να αναπροσαρμόζονται από τον ενδιαφερόμενο χώρο πλειστηριασμών, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα δικαιώματα που απομένουν στο ειδικό αποθεματικό του άρθρου 3στ της ίδιας οδηγίας.

3.   Ο καθορισμός και οι δημοσιεύσεις βάσει των παραγράφων 1 και 2 από τους χώρους πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού βασίζονται στην απόφαση που λαμβάνει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 3ε παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87/EΚ.

4.   Οι διατάξεις για το πρόγραμμα των επιμέρους πλειστηριασμών δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ οι οποίοι διεξάγονται από άλλους χώρους πλειστηριασμών, πλην εκείνων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού, καθορίζονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 32 αυτού.

Άρθρο 14

Αναπροσαρμογές του προγράμματος των πλειστηριασμών

1.   Ο καθορισμός και οι δημοσιεύσεις των ετήσιων ποσοτήτων δικαιωμάτων προς πλειστηριασμό, καθώς και των περιόδων υποβολής προσφορών, των ποσοτήτων, των ημερομηνιών, του πλειστηριαζόμενου προϊόντος και των ημερομηνιών πληρωμής και παράδοσης για τους επιμέρους πλειστηριασμούς, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 13 και με το άρθρο 32 παράγραφος 4, δεν τροποποιούνται, εξαιρουμένων των αναπροσαρμογών που οφείλονται σε έναν από τους ακόλουθους λόγους:

α)

ακύρωση πλειστηριασμού σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 5 και 6 και τα άρθρα 9 και 32 παράγραφος 5·

β)

αναστολή άλλου χώρου πλειστηριασμών, πλην εκείνων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού, προβλεπόμενη στον κανονισμό της Επιτροπής που έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87/EΚ·

γ)

απόφαση κράτους μέλους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 παράγραφος 8·

δ)

αδυναμία διακανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 5·

ε)

δικαιώματα που απομένουν στο ειδικό αποθεματικό του άρθρου 3στ της οδηγίας 2003/87/EΚ·

στ)

διακοπή της λειτουργίας εγκατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 19 της οδηγίας 2003/87/EΚ, προσαρμογή του επιπέδου της δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 20 της εν λόγω οδηγίας και δικαιώματα που απομένουν στο αποθεματικό για τους νεοεισερχόμενους, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10α παράγραφος 7 της ίδιας οδηγίας·

ζ)

μονομερής ένταξη πρόσθετων δραστηριοτήτων και αερίων σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας 2003/87/EΚ·

η)

τυχόν μέτρα που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 29α της οδηγίας 2003/87/EΚ·

θ)

έναρξη ισχύος τροποποιήσεων του παρόντος κανονισμού ή της οδηγίας 2003/87/EΚ.

2.   Σε περίπτωση που ο παρών κανονισμός δεν προβλέπει τον τρόπο εφαρμογής κάποιας τροποποίησης, ο ενδιαφερόμενος χώρος πλειστηριασμών εφαρμόζει την τροποποίηση μόνον αφού προηγουμένως ζητήσει και λάβει τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με αυτή. Ο σχετικός χώρος πλειστηριασμών λαμβάνει στο έπακρο υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥΣ

Άρθρο 15

Πρόσωπα που δύνανται να υποβάλλουν απευθείας προσφορές σε πλειστηριασμούς

Με την επιφύλαξη του άρθρου 28 παράγραφος 3, δύνανται να υποβάλλουν απευθείας προσφορές σε πλειστηριασμούς μόνο πρόσωπα που είναι επιλέξιμα για κατάθεση αίτησης αποδοχής προς υποβολή προσφορών σύμφωνα με το άρθρο 18 και έχουν γίνει δεκτά προς υποβολή προσφορών σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 20.

Άρθρο 16

Μέσα πρόσβασης

1.   Οι χώροι πλειστηριασμών προβλέπουν μέσα πρόσβασης στους οικείους πλειστηριασμούς χωρίς διακρίσεις.

2.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης εξασφαλίζουν την εξ αποστάσεως πρόσβαση στους οικείους πλειστηριασμούς με τη βοήθεια ηλεκτρονικής διεπαφής, προσπελάσιμης με ασφάλεια και αξιοπιστία μέσω του Διαδικτύου.

Επιπλέον, οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης παρέχουν στους προσφέροντες τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στους οικείους πλειστηριασμούς μέσω αποκλειστικών συνδέσεων με την ηλεκτρονική διεπαφή.

3.   Οι χώροι πλειστηριασμού των διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης δύνανται να προσφέρουν ένα ή περισσότερα εναλλακτικά μέσα πρόσβασης στους οικείους πλειστηριασμούς, σε περίπτωση που το κύριο μέσο πρόσβασης είναι απροσπέλαστο για οποιονδήποτε λόγο, υπό τον όρο ότι αυτά τα εναλλακτικά μέσα πρόσβασης είναι ασφαλή και αξιόπιστα και ότι η χρήση τους δεν συνεπάγεται διακρίσεις μεταξύ των προσφερόντων.

Άρθρο 17

Κατάρτιση και υπηρεσία υποστήριξης

Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης προσφέρουν εύχρηστη διαδικτυακή λειτουργική μονάδα εξάσκησης στη διαδικασία πλειστηριασμού που διεκπεραιώνουν, συμπεριλαμβανομένων οδηγιών για τη συμπλήρωση και την υποβολή εντύπων και προσομοίωσης του τρόπου υποβολής προσφορών σε πλειστηριασμό. Θέτουν επίσης στη διάθεση των ενδιαφερομένων υπηρεσία υποστήριξης (helpline), με πρόσβαση σε αυτή μέσω τηλεφώνου, τηλεομοιοτυπίας και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τουλάχιστον κατά τις εργάσιμες ώρες κάθε ημέρας διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 18

Πρόσωπα επιλέξιμα για κατάθεση αίτησης αποδοχής προς υποβολή προσφορών

1.   Τα ακόλουθα πρόσωπα είναι επιλέξιμα για κατάθεση αίτησης αποδοχής προς απευθείας υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς:

α)

φορείς εκμετάλλευσης ή φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών οι οποίοι διαθέτουν λογαριασμό αποθέματος φορέα εκμετάλλευσης και υποβάλλουν προσφορές για λογαριασμό τους, συμπεριλαμβανομένης κάθε μητρικής, θυγατρικής ή συνδεδεμένης επιχείρησης που ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με τον φορέα εκμετάλλευσης ή φορέα εκμετάλλευσης αεροσκαφών·

β)

επενδυτικές εταιρείες που κατέχουν άδεια βάσει της οδηγίας 2004/39/EΚ και υποβάλλουν προσφορές για λογαριασμό τους ή εξ ονόματος των πελατών τους·

γ)

πιστωτικά ιδρύματα που κατέχουν άδεια βάσει της οδηγίας 2006/48/EΚ και υποβάλλουν προσφορές για λογαριασμό τους ή εξ ονόματος των πελατών τους·

δ)

επιχειρηματικές ομάδες προσώπων που απαριθμούνται στο στοιχείο α), οι οποίες υποβάλλουν προσφορές για λογαριασμό τους και ενεργούν ως αντιπρόσωποι εξ ονόματος των μελών τους·

ε)

δημόσιοι οργανισμοί ή κρατικές οντότητες των κρατών μελών, που ελέγχουν οποιοδήποτε από τα πρόσωπα του στοιχείου α).

2.   Υπό την επιφύλαξη της εξαίρεσης που προβλέπει το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο θ) της οδηγίας 2004/39/EΚ, πρόσωπα που καλύπτονται από την εν λόγω εξαίρεση και κατέχουν άδεια βάσει του άρθρου 59 του παρόντος κανονισμού είναι επιλέξιμα για κατάθεση αίτησης αποδοχής προς απευθείας υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς, είτε για λογαριασμό τους είτε εξ ονόματος πελατών της κύριας επιχείρησής τους, υπό τον όρο ότι ένα κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένα έχει θεσπίσει νομοθεσία που επιτρέπει στην οικεία αρμόδια εθνική αρχή να τους χορηγεί άδεια υποβολής προσφορών για λογαριασμό τους ή εξ ονόματος πελατών της κύριας επιχείρησής τους.

3.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) ή γ) είναι επιλέξιμα για κατάθεση αίτησης αποδοχής προς απευθείας υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς εξ ονόματος πελατών τους, όταν οι προσφορές αφορούν πλειστηριαζόμενα προϊόντα που δεν είναι χρηματοπιστωτικά μέσα, υπό τον όρο ότι το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένα έχει θεσπίσει νομοθεσία που επιτρέπει στην οικεία αρμόδια εθνική αρχή να τους χορηγεί άδεια υποβολής προσφορών για λογαριασμό τους ή εξ ονόματος πελατών τους.

4.   Όταν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ) και στην παράγραφο 2 υποβάλλουν προσφορά εξ ονόματος πελατών τους, εξασφαλίζουν ότι και οι πελάτες αυτοί είναι επιλέξιμοι για κατάθεση αίτησης αποδοχής προς απευθείας υποβολή προσφορών βάσει της παραγράφου 1 ή 2.

Όταν οι πελάτες των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλουν με τη σειρά τους προσφορά εξ ονόματος των δικών τους πελατών, εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω πελάτες είναι επίσης επιλέξιμοι για κατάθεση αίτησης αποδοχής προς απευθείας υποβολή προσφορών βάσει της παραγράφου 1 ή 2 και ούτω καθεξής, μέχρι το τέλος της αλυσίδας πελατών που υποβάλλουν έμμεσα προσφορές στους πλειστηριασμούς.

5.   Τα ακόλουθα πρόσωπα δεν είναι επιλέξιμα για κατάθεση αίτησης αποδοχής προς απευθείας υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς ούτε επιτρέπεται να συμμετέχουν στους πλειστηριασμούς μέσω ενός ή περισσότερων προσώπων που έχουν γίνει δεκτά προς υποβολή προσφορών σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 20, είτε για λογαριασμό τους είτε εξ ονόματος άλλου προσώπου, προκειμένου για πλειστηριασμούς στους οποίους επιτελούν τον οικείο ρόλο:

α)

ο εκπλειστηριαστής·

β)

ο χώρος πλειστηριασμών, συμπεριλαμβανομένου κάθε συστήματος εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού που είναι συνδεδεμένο με αυτόν·

γ)

πρόσωπα που είναι σε θέση να ασκήσουν, άμεσα ή έμμεσα, σημαντική επιρροή στη διοίκηση των προσώπων των στοιχείων α) και β)·

δ)

οι εργαζόμενοι στα πρόσωπα των στοιχείων α) και β).

6.   Ο επιτηρητής πλειστηριασμών δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε πλειστηριασμούς ούτε άμεσα ούτε μέσω ενός ή περισσότερων προσώπων που έχουν γίνει δεκτά προς υποβολή προσφορών σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 20, είτε για λογαριασμό του είτε εξ ονόματος άλλου προσώπου.

Πρόσωπα που είναι σε θέση να ασκήσουν, άμεσα ή έμμεσα, σημαντική επιρροή στη διοίκηση του επιτηρητή πλειστηριασμών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε πλειστηριασμούς ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, μέσω ενός ή περισσότερων προσώπων τα οποία έχουν γίνει δεκτά προς υποβολή προσφορών σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 20, είτε για λογαριασμό τους είτε εξ ονόματος άλλου προσώπου.

Τα πρόσωπα που απασχολεί ο επιτηρητής πλειστηριασμών σε σχέση με τους πλειστηριασμούς δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε πλειστηριασμούς ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, μέσω ενός ή περισσότερων προσώπων τα οποία έχουν γίνει δεκτά προς υποβολή προσφορών σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 20, είτε για λογαριασμό τους είτε εξ ονόματος άλλου προσώπου.

7.   Η ευχέρεια που παρέχουν τα άρθρα 44 έως 50 στους χώρους πλειστηριασμών, συμπεριλαμβανομένου κάθε συνδεδεμένου με αυτούς συστήματος εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού, να δέχονται πληρωμές, να παραδίδουν δικαιώματα ή να λαμβάνουν ασφάλειες από τους διαδόχους υπερθεματιστών, δεν υπονομεύει την εφαρμογή των άρθρων 17 έως 20.

Άρθρο 19

Απαιτήσεις για την αποδοχή προς υποβολή προσφορών

1.   Όταν χώρος πλειστηριασμών οργανώνει δευτερογενή αγορά, τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στη δευτερογενή αγορά που οργανώνεται από χώρο πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης που είναι επιλέξιμα πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 ή 2, γίνονται δεκτά προς απευθείας υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς που διεξάγει ο εν λόγω χώρος πλειστηριασμών, χωρίς άλλες απαιτήσεις αποδοχής, υπό τον όρο ότι συντρέχουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι απαιτήσεις για την αποδοχή του μέλους ή συμμετέχοντος προς εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής μέσω της δευτερογενούς αγοράς που οργανώνεται από τον χώρο πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, δεν είναι λιγότερο αυστηρές από εκείνες που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου·

β)

ο χώρος πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης λαμβάνει κάθε πρόσθετη πληροφορία η οποία είναι απαραίτητη για την επαλήθευση της τήρησης απαιτήσεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου που δεν είχαν προηγουμένως ελεγχθεί.

2.   Πρόσωπα τα οποία δεν είναι μέλη της δευτερογενούς αγοράς που οργανώνεται από χώρο πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ούτε συμμετέχοντες σε αυτή και τα οποία είναι επιλέξιμα σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 ή 2, γίνονται δεκτά προς απευθείας υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς που διεξάγει ο εν λόγω χώρος πλειστηριασμών, υπό τον όρο ότι:

α)

είναι εγκατεστημένα στην Ένωση ή είναι φορείς εκμετάλλευσης ή φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών·

β)

διαθέτουν καθορισμένο λογαριασμό αποθέματος·

γ)

διαθέτουν καθορισμένο τραπεζικό λογαριασμό·

δ)

διορίζουν τουλάχιστον έναν αντιπρόσωπο του προσφέροντος, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο·

ε)

ικανοποιούν τις απαιτήσεις του σχετικού χώρου πλειστηριασμών, σύμφωνα με τα εφαρμοστέα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όσον αφορά την ταυτότητά τους, την ταυτότητα των οικείων πραγματικών δικαιούχων, την ακεραιότητα, το επιχειρηματικό και το εμπορικό προφίλ, λαμβάνοντας υπόψη τα μέσα δημιουργίας της σχέσης με τον προσφέροντα, τον τύπο του προσφέροντος, το είδος του πλειστηριαζόμενου προϊόντος, το ύψος των πιθανών προσφορών και τα μέσα πληρωμής και παράδοσης·

στ)

ικανοποιούν τις απαιτήσεις του σχετικού χώρου πλειστηριασμών όσον αφορά την οικονομική τους επιφάνεια και, ειδικότερα, την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται εμπρόθεσμα στις οικονομικές υποχρεώσεις και στις τρέχουσες οφειλές τους·

ζ)

έχουν θέσει ή μπορούν, εάν τους ζητηθεί, να θέσουν σε εφαρμογή τις εσωτερικές διαδικασίες, διατυπώσεις και συμβάσεις που είναι απαραίτητες προκειμένου να ισχύσει ανώτατο ύψος προσφοράς, σε περίπτωση επιβολής του σύμφωνα με το άρθρο 57·

η)

πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 49 παράγραφος 1.

Όταν χώρος πλειστηριασμών δεν οργανώνει δευτερογενή αγορά, τα πρόσωπα που είναι επιλέξιμα πρόσωπα βάσει του άρθρου 18 παράγραφοι 1 ή 2 πρέπει να γίνονται απευθείας δεκτά στους πλειστηριασμούς που οργανώνει ο συγκεκριμένος χώρος πλειστηριασμών, εφόσον πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα στοιχεία α) έως και θ) της παρούσας παραγράφου.

3.   Τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) ή του άρθρου 18 παράγραφος 2 και υποβάλλουν προσφορές εξ ονόματος πελατών τους εξασφαλίζουν υπ’ ευθύνη τους ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι πελάτες τους είναι επιλέξιμα πρόσωπα βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 1 ή 2·

β)

έχουν θέσει ή θα έχουν θέσει εγκαίρως, πριν από την έναρξη της περιόδου υποβολής προσφορών, σε εφαρμογή κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες, διατυπώσεις και συμβάσεις που είναι απαραίτητες προκειμένου:

i)

να μπορούν να διεκπεραιώνουν τις προσφορές των πελατών τους, όπου συμπεριλαμβάνονται η υποβολή των προσφορών, η είσπραξη των πληρωμών και η μεταφορά των δικαιωμάτων·

ii)

να αποτρέπεται η κοινολόγηση εμπιστευτικών πληροφοριών από το τμήμα της επιχείρησής τους που είναι αρμόδιο για τη λήψη, την κατάρτιση και την υποβολή προσφορών εξ ονόματος των πελατών τους στο τμήμα της επιχείρησής τους που είναι αρμόδιο για την κατάρτιση και την υποβολή προσφορών για δικό τους λογαριασμό·

iii)

να εξασφαλίζεται ότι οι πελάτες τους που ενεργούν και εκείνοι εξ ονόματος πελατών, οι οποίοι υποβάλλουν προσφορές στους πλειστηριασμούς, τηρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και της παρούσας παραγράφου και ότι απαιτούν το ίδιο από τους πελάτες τους και από τους πελάτες των πελατών τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 18 παράγραφος 4.

Ο χώρος πλειστηριασμών δύναται να βασίζεται σε αξιόπιστους ελέγχους οι οποίοι έχουν διενεργηθεί από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τους πελάτες τους ή τους πελάτες των πελατών τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 18 παράγραφος 4.

Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, εξασφαλίζουν υπ’ ευθύνη τους ότι μπορούν να αποδείξουν στον χώρο πλειστηριασμού, οποτεδήποτε το ζητήσει σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 5 στοιχείο δ) ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 20

Υποβολή και διεκπεραίωση αιτήσεων αποδοχής προς υποβολή προφορών

1.   Πριν από την πρώτη απευθείας υποβολή προσφοράς μέσω χώρου πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, τα επιλέξιμα βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 1 ή 2 πρόσωπα καταθέτουν στον εν λόγω χώρο πλειστηριασμών αίτηση αποδοχής προς υποβολή προσφορών.

Όταν χώρος πλειστηριασμών οργανώνει δευτερογενή αγορά, τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στη δευτερογενή αγορά η οποία οργανώνεται από τον συγκεκριμένο χώρο πλειστηριασμών ή οι συμμετέχοντες σε αυτή, που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 19 παράγραφος 1, γίνονται δεκτά προς υποβολή προσφορών, χωρίς να καταθέσουν αίτηση βάσει του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

2.   Οι αιτήσεις αποδοχής προς υποβολή προσφορών βάσει της παραγράφου 1 υποβάλλονται με τη συμπλήρωση ηλεκτρονικού εντύπου αίτησης, διαθέσιμου μέσω του Διαδικτύου. Το ηλεκτρονικό έντυπο αίτησης και η πρόσβαση σε αυτό μέσω του Διαδικτύου διατίθενται και συντηρούνται από τον σχετικό χώρο πλειστηριασμών.

3.   Οι αιτήσεις αποδοχής προς υποβολή προσφορών συνοδεύονται από δεόντως επικυρωμένα αντίγραφα όλων των δικαιολογητικών που απαιτούνται από τον χώρο πλειστηριασμών για να αποδειχθεί ότι ο αιτών ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 19 παράγραφοι 2 και 3. Οι αιτήσεις αποδοχής προς υποβολή προσφορών περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ.

4.   Οι αιτήσεις αποδοχής προς υποβολή προσφορών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιολογητικών, τίθενται κατόπιν σχετικού αιτήματος στη διάθεση των επιτηρητών πλειστηριασμών, των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή του νόμου σε κράτος μέλος το οποίο διεξάγει έρευνα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 62 παράγραφος 3 στοιχείο ε), καθώς και κάθε αρμόδιου φορέα της Ένωσης ο οποίος μετέχει σε διασυνοριακές έρευνες, για να ελεγχθούν.

5.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης δύνανται να αρνηθούν την αποδοχή προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς τους, εάν ο αιτών δεν αποδέχεται οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

να ικανοποιήσει αιτήματα του χώρου πλειστηριασμών για παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών ή διασαφήνιση ή τεκμηρίωση πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί·

β)

να ανταποκριθεί σε πρόσκληση του χώρου πλειστηριασμών για συνεντεύξεις με στελέχη του στις εγκαταστάσεις της επιχείρησής του ή σε άλλον τόπο·

γ)

να επιτρέψει τη διεξαγωγή ερευνών ή επαληθεύσεων, μεταξύ άλλων με επιτόπιες επιθεωρήσεις ή δειγματοληπτικούς ελέγχους στις εγκαταστάσεις της επιχείρησής του, κατόπιν αιτήματος του χώρου πλειστηριασμών·

δ)

να ικανοποιήσει αιτήματα του χώρου πλειστηριασμών για παροχή πληροφοριών οι οποίες απαιτείται να δοθούν από τον αιτούντα, τους πελάτες του ή από τους πελάτες των πελατών του, όπως προβλέπεται στο άρθρο 18 παράγραφος 4, προκειμένου να εξακριβωθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 19 παράγραφος 3·

ε)

να ικανοποιήσει αιτήματα του χώρου πλειστηριασμών για παροχή πληροφοριών οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να εξακριβωθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 19 παράγραφος 2.

6.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης εφαρμόζουν τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφος 4 της οδηγίας 2005/60/EΚ, όσον αφορά τις συναλλαγές ή τις επιχειρηματικές σχέσεις τους με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα, ανεξαρτήτως της χώρας διαμονής τους.

7.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης απαιτούν από τους αιτούντες αποδοχή προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς τους να μεριμνούν ώστε τόσο οι πελάτες των αιτούντων, όσο και οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 18 παράγραφος 4 πελάτες των πελατών τους να ικανοποιούν κάθε αίτημα που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 5.

8.   Η αίτηση αποδοχής θεωρείται ότι ανακαλείται, εάν ο αιτών δεν υποβάλει τις πληροφορίες που έχουν ζητηθεί από χώρο πλειστηριασμού εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το οποίο ορίζεται στο αίτημα παροχής πληροφοριών του ενδιαφερόμενου χώρου πλειστηριασμών, σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο α), δ) ή ε), και δεν είναι μικρότερο από πέντε ημέρες διαπραγμάτευσης από την ημερομηνία του αιτήματος παροχής πληροφοριών, ή εάν δεν ανταποκριθεί ή δεν υποβάλει στοιχεία ή δεν συνεργαστεί σε συνεντεύξεις ή έρευνες ή επαληθεύσεις βάσει της παραγράφου 5 στοιχείο β) ή γ).

9.   Ο αιτών δεν παρέχει σε χώρο πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες. Γνωστοποιεί αμέσως στον οικείο χώρο πλειστηριασμών, με ειλικρίνεια και με πλήρεις λεπτομέρειες, κάθε μεταβολή της κατάστασής του η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει την αίτησή του για αποδοχή προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς που διεξάγει ο εν λόγω χώρος ή ήδη εγκριθείσα σχετική αίτησή του.

10.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης αποφασίζουν σχετικά με τις αιτήσεις που τους υποβάλλονται και κοινοποιούν στους αιτούντες τις αποφάσεις τους.

Ο εκάστοτε χώρος πλειστηριασμών δύναται:

α)

να χορηγεί αποδοχή στους πλειστηριασμούς, χωρίς όρους, για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια του ορισμού του, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν παρατάσεων ή ανανεώσεων της εν λόγω διάρκειας·

β)

να χορηγεί αποδοχή στους πλειστηριασμούς, υπό όρους, για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια του ορισμού του, με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με τους συγκεκριμένους όρους μέχρι μια ορισμένη ημερομηνία, την οποία συμμόρφωση ελέγχει δεόντως ο ενδιαφερόμενος χώρος πλειστηριασμών·

γ)

να μην χορηγεί αποδοχή.

Άρθρο 21

Άρνηση, άρση ή αναστολή αποδοχής

1.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης δεν χορηγούν αποδοχή προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς τους και αίρουν ή αναστέλλουν ήδη χορηγηθείσα αποδοχή προς υποβολή προσφορών, σε πρόσωπο που:

α)

δεν είναι ή έχει παύσει να είναι επιλέξιμο για κατάθεση αίτησης αποδοχής προς υποβολή προσφορών βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 1 ή 2·

β)

δεν ανταποκρίνεται ή έχει παύσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των άρθρων 18,19 και 20·

γ)

έχει παραβεί εκ προθέσεως ή κατ’ επανάληψη τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, τους όρους και τις προϋποθέσεις αποδοχής του προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς που διεξάγει ο συγκεκριμένος χώρος πλειστηριασμών ή οποιαδήποτε άλλη σχετική υπόδειξη ή συμφωνία.

2.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης δεν χορηγούν αποδοχή προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς τους και αίρουν ή αναστέλλουν ήδη χορηγηθείσα αποδοχή προς υποβολή προσφορών, εάν έχουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εγκληματική δραστηριότητα ή κατάχρηση αγοράς που σχετίζονται με τον αιτούντα, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να εξουδετερώσει η εν λόγω άρνηση, άρση ή αναστολή αποδοχής τις προσπάθειες των αρμοδίων εθνικών αρχών για τη δίωξη ή τη σύλληψη των εμπλεκομένων στις σχετικές δραστηριότητες.

Στην περίπτωση αυτή, ο χώρος πλειστηριασμών υποβάλλει έκθεση στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ) που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

3.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης δύνανται να μην χορηγήσουν αποδοχή προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς τους και να άρουν ή να αναστείλουν ήδη χορηγηθείσα αποδοχή προς υποβολή προσφορών, σε πρόσωπο που:

α)

έχει παραβεί εξ αμελείας τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, τους όρους και τις προϋποθέσεις αποδοχής του προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς που διεξάγει ο συγκεκριμένος χώρος πλειστηριασμών ή οποιαδήποτε άλλη σχετική υπόδειξη ή συμφωνία·

β)

έχει επιδείξει άλλη συμπεριφορά που βλάπτει την ομαλή ή αποτελεσματική διεξαγωγή του πλειστηριασμού·

γ)

αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχεία β) ή γ) ή στο άρθρο 18 παράγραφος 2 και δεν έχει υποβάλει προσφορά σε κανέναν πλειστηριασμό κατά τις προηγούμενες 220 ημέρες διαπραγμάτευσης.

4.   Στο αναφερόμενο στην παράγραφο 3 πρόσωπο γνωστοποιείται η άρνηση αποδοχής ή η άρση ή αναστολή της αποδοχής του και παρέχεται εύλογη προθεσμία για να απαντήσει εγγράφως, η οποία ορίζεται στην απόφαση για άρνηση αποδοχής ή για άρση ή αναστολή της αποδοχής.

Αφού εξετάσει την έγγραφη απάντηση του προσώπου, ο χώρος πλειστηριασμών, εφόσον δικαιολογείται:

α)

χορηγεί αποδοχή ή αποκαθιστά την αποδοχή, με ισχύ από ορισμένη ημερομηνία·

β)

χορηγεί αποδοχή υπό όρους ή αποκαθιστά υπό όρους την αποδοχή, με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με τους συγκεκριμένους όρους μέχρι μια ορισμένη ημερομηνία, την οποία συμμόρφωση ελέγχει δεόντως ο ενδιαφερόμενος χώρος πλειστηριασμών·

γ)

επιβεβαιώνει την άρνηση αποδοχής ή την άρση ή αναστολή της αποδοχής με ισχύ από ορισμένη ημερομηνία.

Ο χώρος πλειστηριασμών κοινοποιεί στο ανωτέρω πρόσωπο την απόφαση που λαμβάνει.

5.   Τα πρόσωπα των οποίων η αποδοχή προς υποβολή προσφορών αίρεται ή αναστέλλεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 και 3, λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η απομάκρυνσή τους από τους πλειστηριασμούς:

α)

είναι ομαλή·

β)

δεν βλάπτει τα συμφέροντα των πελατών τους ούτε παρακωλύει την αποτελεσματική λειτουργία των πλειστηριασμών·

γ)

δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την τήρηση των ενδεχόμενων διατάξεων περί πληρωμής, των όρων και των προϋποθέσεων αποδοχής τους προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς ή οποιασδήποτε άλλης σχετικής υπόδειξης ή συμφωνίας·

δ)

δεν υπονομεύει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους όσον αφορά την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο ii), τις οποίες εξακολουθούν να υπέχουν επί 20 έτη μετά την απομάκρυνσή τους από τους πλειστηριασμούς.

Στην άρνηση, την άρση ή την αναστολή αποδοχής, που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, προσδιορίζονται τα μέτρα που ενδεχομένως είναι αναγκαία για την τήρηση των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, ο δε χώρος πλειστηριασμών ελέγχει τη συμμόρφωση με τα μέτρα αυτά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΚΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΤΗ

Άρθρο 22

Διορισμός του εκπλειστηριαστή

1.   Κάθε κράτος μέλος διορίζει εκπλειστηριαστή. Κανένα κράτος μέλος δεν πλειστηριάζει δικαιώματα χωρίς να διορίσει εκπλειστηριαστή. Επιτρέπεται ο διορισμός του ίδιου εκπλειστηριαστή από περισσότερα του ενός κράτη μέλη.

2.   Ο εκπλειστηριαστής διορίζεται από το κράτος μέλος διορισμού εγκαίρως πριν από την έναρξη των πλειστηριασμών, ώστε να συνομολογεί και να εφαρμόζει τις απαραίτητες ρυθμίσεις με τον χώρο πλειστηριασμών που έχει ορίσει ή πρόκειται να ορίσει το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και με κάθε συνδεδεμένο με αυτόν σύστημα εκκαθάρισης ή σύστημα διακανονισμού, ρυθμίσεις που επιτρέπουν στον εκπλειστηριαστή να πλειστηριάζει δικαιώματα εξ ονόματος του κράτους μέλους διορισμού υπό όρους και προϋποθέσεις που συμφωνούνται από κοινού.

3.   Στην περίπτωση των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν στις προβλεπόμενες στο άρθρο 26 κοινές ενέργειες, ο εκπλειστηριαστής διορίζεται από το κράτος μέλος διορισμού εγκαίρως πριν από την έναρξη των πλειστηριασμών στους χώρους πλειστηριασμών που έχουν διοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 2, ώστε να συνομολογεί και να εφαρμόζει τις απαραίτητες ρυθμίσεις με τους εν λόγω χώρους πλειστηριασμών, καθώς και με κάθε συνδεδεμένο με αυτούς σύστημα εκκαθάρισης ή σύστημα διακανονισμού, ρυθμίσεις που να επιτρέπουν στον εκπλειστηριαστή να πλειστηριάζει δικαιώματα εξ ονόματος του κράτους μέλους διορισμού στους εν λόγω χώρους πλειστηριασμών υπό όρους και προϋποθέσεις που συμφωνούνται από κοινού, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο και του άρθρου 30 παράγραφος 8 πρώτο εδάφιο.

4.   Τα κράτη μέλη δεν κοινολογούν εμπιστευτικές πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 3 σημείο 29 και του άρθρου 37 στοιχείο α), στους εργαζομένους σε εκπλειστηριαστή.

Σε περίπτωση μη επιτρεπόμενης κοινολόγησης εμπιστευτικών πληροφοριών στους εργαζομένους σε εκπλειστηριαστή, οι όροι διορισμού του τελευταίου προβλέπουν κατάλληλα μέτρα για την απομάκρυνση από τους πλειστηριασμούς των προσώπων που έγιναν αποδέκτες της μη επιτρεπόμενης αυτής κοινολόγησης.

Το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 11 έως 16 της οδηγίας 2003/6/EΚ και του άρθρου 43 του παρόντος κανονισμού σε κάθε παραβίαση της απαγόρευσης που επιβάλλει το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

5.   Τα δικαιώματα προς πλειστηριασμό εξ ονόματος κράτους μέλους δεν τίθενται σε πλειστηριασμό μέχρις ότου διοριστεί δεόντως εκπλειστηριαστής και συνομολογηθούν και εφαρμοστούν οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

6.   Η παράγραφος 5 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των συνεπειών που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης για τα κράτη μέλη τα οποία δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει των παραγράφων 1 έως 4.

7.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή την ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του εκπλειστηριαστή.

Η ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του εκπλειστηριαστή δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής.

Άρθρο 23

Καθήκοντα του εκπλειστηριαστή

Ο εκπλειστηριαστής:

α)

πλειστηριάζει την ποσότητα δικαιωμάτων προς πλειστηριασμό από κάθε κράτος μέλος που τον έχει διορίσει·

β)

εισπράττει το πλειστηρίασμα το οποίο οφείλεται σε κάθε κράτος μέλος που τον έχει διορίσει·

γ)

εκταμιεύει το πλειστηρίασμα το οποίο οφείλεται σε κάθε κράτος μέλος που τον έχει διορίσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΗΡΗΤΗ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ

Άρθρο 24

Επιτηρητής πλειστηριασμών

1.   Όλες οι διαδικασίες πλειστηριασμού παρακολουθούνται από τον ίδιο επιτηρητή πλειστηριασμών.

2.   Όλα τα κράτη μέλη διορίζουν επιτηρητή πλειστηριασμών με κοινή διαδικασία σύναψης σύμβασης από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, εφαρμοζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 και το άρθρο 125γ του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002.

3.   Η χρονική περίοδος για την οποία διορίζεται ο επιτηρητής πλειστηριασμών δεν υπερβαίνει την πενταετία.

Τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από τη λήξη της θητείας ή την παύση του επιτηρητή πλειστηριασμών διορίζεται διάδοχός του σύμφωνα με την παράγραφο 2.

4.   Η ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του επιτηρητή πλειστηριασμών δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής.

Άρθρο 25

Καθήκοντα του επιτηρητή πλειστηριασμών

1.   Ο επιτηρητής πλειστηριασμών παρακολουθεί κάθε πλειστηριασμό και υποβάλλει στην Επιτροπή, εξ ονόματος των κρατών μελών, και στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο της οδηγίας 2003/87/EΚ, έκθεση σχετικά με την ορθή εκτέλεση των πλειστηριασμών που διεξήχθησαν κατά τον προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με το εν λόγω εδάφιο, ιδίως όσον αφορά:

α)

την ισότιμη και ανοικτή πρόσβαση·

β)

τη διαφάνεια·

γ)

τη διαμόρφωση των τιμών·

δ)

τις τεχνικές και λειτουργικές πτυχές.

2.   Ο επιτηρητής πλειστηριασμών υποβάλλει στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή ετήσια συγκεντρωτική έκθεση, η οποία περιλαμβάνει:

α)

τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τόσο ως προς κάθε πλειστηριασμό χωριστά, όσο και σε συγκεντρωτική μορφή για κάθε χώρο πλειστηριασμών·

β)

κάθε περίπτωση μη τήρησης της σύμβασης ορισμού χώρου πλειστηριασμών·

γ)

κάθε στοιχείο που θεμελιώνει αντιανταγωνιστική συμπεριφορά ή κατάχρηση αγοράς·

δ)

τις επιπτώσεις των πλειστηριασμών στη θέση που κατέχουν οι χώροι πλειστηριασμών στη δευτερογενή αγορά, εάν υπάρχει·

ε)

τη σχέση μεταξύ των διαδικασιών πλειστηριασμού που καλύπτει η συγκεντρωτική έκθεση, καθώς και μεταξύ αυτών και της λειτουργίας της δευτερογενούς αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5 της οδηγίας 2003/87/EΚ·

στ)

πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό, τη φύση και την πορεία των καταγγελιών που υποβλήθηκαν βάσει του άρθρου 59 παράγραφος 4, καθώς και τυχόν άλλων καταγγελιών που υποβλήθηκαν στις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες εποπτεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επενδυτικές εταιρείες·

ζ)

πληροφορίες σχετικά με τη συνέχεια που ενδεχομένως δόθηκε σε εκθέσεις τις οποίες υπέβαλε ο επιτηρητής πλειστηριασμών βάσει των παραγράφων 3, 4 και 5·

η)

ενδεχομένως, κατάλληλες συστάσεις για τη βελτίωση κάποιας από τις διαδικασίες πλειστηριασμού ή για την επανεξέταση:

i)

του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της επανεξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 33·

ii)

του κανονισμού της Επιτροπής που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87/EΚ·

iii)

της οδηγίας 2003/87/EΚ, συμπεριλαμβανομένης της επανεξέτασης της λειτουργίας της αγοράς ανθρακούχων εκπομπών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 5 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1α της εν λόγω οδηγίας.

3.   Ο επιτηρητής πλειστηριασμών δύναται, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής και ενός ή περισσότερων κρατών μελών ή σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραγράφου 5, να υποβάλλει κατά διαστήματα εκθέσεις σχετικά με ζητήματα που αφορούν ειδικά κάποια από τις διαδικασίες πλειστηριασμού, όποτε είναι αναγκαίο να τεθούν τα ζητήματα αυτά πριν από την υποβολή των εκθέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2. Σε αντίθετη περίπτωση, ο επιτηρητής πλειστηριασμών δύναται να καλύπτει τα εν λόγω ζητήματα στις εκθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Κράτος μέλος που δεν συμμετέχει στην προβλεπόμενη στο άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού κοινή ενέργεια, αλλά επιλέγει να διορίσει δικό του χώρο πλειστηριασμών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος κανονισμού, δύναται να ζητήσει από τον επιτηρητή πλειστηριασμών να υποβάλει στα κράτη μέλη, στην Επιτροπή και στον σχετικό χώρο πλειστηριασμών τεχνική έκθεση σχετικά με την ικανότητα του χώρου πλειστηριασμών, τον οποίο προτείνει ή προτίθεται να προτείνει, να διεκπεραιώνει τις διαδικασίες πλειστηριασμού σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και με τους σκοπούς του άρθρου 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/EΚ.

Ο επιτηρητής πλειστηριασμών προσδιορίζει σαφώς στις σχετικές εκθέσεις τα σημεία ως προς τα οποία η διαδικασία πλειστηριασμού ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου και εκείνα ως προς τα οποία δεν ανταποκρίνεται. Εφόσον ενδείκνυται, διατυπώνει συγκεκριμένες συστάσεις για περαιτέρω εξέλιξη ή βελτίωση της διαδικασίας πλειστηριασμού, προτείνοντας ειδικό χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους.

5.   Σε περίπτωση που η διαδικασία πλειστηριασμού, την οποία διεκπεραιώνει χώρος πλειστηριασμών, αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού ή στους σκοπούς του άρθρου 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/EΚ ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, όταν αυτή έχει υπόνοιες για σχετική παραβίαση, ο επιτηρητής πλειστηριασμών υποβάλλει αμέσως έκθεση στα κράτη μέλη, στην Επιτροπή και στον εμπλεκόμενο χώρο πλειστηριασμών.

Στις σχετικές εκθέσεις αναφέρεται επακριβώς το είδος της παραβίασης ή μη συμμόρφωσης, Διατυπώνονται συγκεκριμένες συστάσεις για τη διόρθωση της κατάστασης, καθώς και ειδικό χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους. Όπου ενδείκνυται, είναι δυνατόν να συνιστάται η αναστολή του εμπλεκόμενου χώρου πλειστηριασμών. Ο επιτηρητής πλειστηριασμών επανεξετάζει διαρκώς τις εκθέσεις που συντάσσει κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου και υποβάλλει τριμηνιαίες επικαιροποιήσεις τους στα κράτη μέλη, στην Επιτροπή και στον εμπλεκόμενο χώρο πλειστηριασμών.

6.   Οι γνωμοδοτήσεις του επιτηρητή πλειστηριασμών βάσει των άρθρων 7 παράγραφος 7 ή 8 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, περιλαμβάνονται στα προβλεπόμενα στον παρόν άρθρο καθήκοντά του.

7.   Οι εκθέσεις και οι γνωμοδοτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο συντάσσονται σε εύληπτη, τυποποιημένη και εύκολα προσπελάσιμη μορφή, η οποία καθορίζεται όπως αναφέρεται στη σύμβαση διορισμού του επιτηρητή πλειστηριασμών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΟΡΙΣΜΟΣ ΧΩΡΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ ΑΠΟ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΕ ΚΟΙΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΑΥΤΟΥ

Άρθρο 26

Ορισμός χώρου πλειστηριασμών με κοινή ενέργεια των κρατών μελών και της Επιτροπής

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 30, τα κράτη μέλη ορίζουν έναν χώρο πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, εφαρμόζοντας κοινή διαδικασία σύναψης σύμβασης από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην κοινή ενέργεια.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 30, τα κράτη μέλη ορίζουν έναν ή δύο χώρους πλειστηριασμού συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακών συμβολαίων, υπό τον όρο ότι τα προϊόντα αυτά απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, εφαρμόζοντας κοινή διαδικασία σύναψης σύμβασης από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην κοινή ενέργεια.

3.   Η κοινή διαδικασία σύναψης σύμβασης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 και το άρθρο 125γ του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002.

4.   Κάθε χρονική περίοδος για την οποία ορίζονται οι χώροι πλειστηριασμών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν υπερβαίνει την πενταετία.

5.   Η ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας των χώρων πλειστηριασμών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής.

6.   Κάθε κράτος μέλος το οποίο προσχωρεί στις κοινές ενέργειες των παραγράφων 1 και 2 μετά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών και της Επιτροπής για από κοινού σύναψη σύμβασης, αποδέχεται τους όρους και τις προϋποθέσεις που τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και η Επιτροπή έχουν συμπεριλάβει στην εν λόγω συμφωνία, καθώς και τις τυχόν αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί βάσει της συμφωνίας αυτής.

Σε κάθε κράτος μέλος που, σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 4, αποφασίζει να μη συμμετάσχει στην κοινή ενέργεια, αλλά να ορίσει δικό του χώρο πλειστηριασμών, μπορεί να χορηγηθεί το καθεστώς του παρατηρητή, υπό τους όρους και προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στην συμφωνία για κοινή σύναψη σύμβασης, μεταξύ των κρατών μελών τα οποία συμμετέχουν στην κοινή ενέργεια και της Επιτροπής και με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις.

Άρθρο 27

Καθήκοντα του χώρου πλειστηριασμών που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1

1.   Ο χώρος πλειστηριασμών που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 παρέχει τις ακόλουθες υπηρεσίες στα κράτη μέλη, όπως εξειδικεύονται στη σύμβαση ορισμού του:

α)

παροχή πρόσβασης στους πλειστηριασμούς σύμφωνα με τα άρθρα 15 έως 21, συμπεριλαμβανομένης της παροχής και συντήρησης των αναγκαίων ηλεκτρονικών διεπαφών που βασίζονται στο Διαδίκτυο, καθώς και δικτυακού τόπου·

β)

διεξαγωγή των πλειστηριασμών σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 7·

γ)

διαχείριση του προγράμματος πλειστηριασμών σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 14·

δ)

ανακοίνωση και κοινοποίηση των αποτελεσμάτων των πλειστηριασμών σύμφωνα με το άρθρο 61·

ε)

παροχή ή ανάθεση, μέσω υπεργολαβίας, της παροχής του συστήματος εκκαθάρισης ή του συστήματος διακανονισμού που απαιτείται για:

i)

τη διαχείριση των πληρωμών που εκτελούν οι υπερθεματιστές ή οι διάδοχοί τους και τη διανομή του πλειστηριάσματος στον εκπλειστηριαστή, σύμφωνα με τα άρθρα 44 και 45,

ii)

την παράδοση των πλειστηριασθέντων δικαιωμάτων στους υπερθεματιστές ή στους διαδόχους τους σύμφωνα με τα άρθρα 46, 47 και 48,

iii)

τη διαχείριση των ασφαλειών που κατατίθενται από τον εκπλειστηριαστή ή από τους προσφέροντες, συμπεριλαμβανομένης της εγγυοδοσίας περιθωρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 49 και 50·

στ)

παροχή στον επιτηρητή πλειστηριασμών κάθε πληροφορίας σχετικής με τη διεξαγωγή των πλειστηριασμών, την οποία χρειάζεται για να εκτελέσει τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 53·

ζ)

επίβλεψη των πλειστηριασμών, γνωστοποίηση υπονοιών για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εγκληματική δραστηριότητα ή κατάχρηση αγοράς και εφαρμογή των ενδεχομένως απαιτούμενων διορθωτικών μέτρων ή κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης μηχανισμού εξώδικης επίλυσης διαφορών, σύμφωνα με τα άρθρα 44 έως 59 και το άρθρο 64 παράγραφος 1.

2.   Τουλάχιστον 20 ημέρες διαπραγμάτευσης πριν από την έναρξη της πρώτης περιόδου υποβολής προσφορών στον χώρο πλειστηριασμών που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1, ο εν λόγω χώρος πλειστηριασμών συνδέεται με ένα τουλάχιστον σύστημα εκκαθάρισης ή σύστημα διακανονισμού.

Άρθρο 28

Καθήκοντα του χώρου πλειστηριασμών που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2

1.   Ο χώρος πλειστηριασμών που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 παρέχει τις ακόλουθες υπηρεσίες στα κράτη μέλη:

α)

παροχή πρόσβασης στους πλειστηριασμούς σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που ισχύουν στη δευτερογενή αγορά την οποία οργανώνει ο χώρος πλειστηριασμών, όπως τροποποιούνται στη σύμβαση ορισμού του·

β)

διεξαγωγή των πλειστηριασμών σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 7·

γ)

διαχείριση του προγράμματος πλειστηριασμών σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 14·

δ)

ανακοίνωση και κοινοποίηση των αποτελεσμάτων των πλειστηριασμών σύμφωνα με το άρθρο 61·

ε)

παροχή, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που ισχύουν στη δευτερογενή αγορά την οποία οργανώνει ο χώρος πλειστηριασμών, όπως τροποποιούνται στη σύμβαση ορισμού του, με εξαίρεση την εφαρμογή του άρθρου 40 σε όλες τις περιπτώσεις, των συστημάτων εκκαθάρισης ή διακανονισμού που απαιτούνται για:

i)

τη διαχείριση των πληρωμών που εκτελούν οι προσφέροντες ή οι διάδοχοί τους και τη διανομή του πλειστηριάσματος στον εκπλειστηριαστή,

ii)

την παράδοση των πλειστηριασθέντων δικαιωμάτων στους υπερθεματιστές ή στους διαδόχους τους,

iii)

τη διαχείριση των ασφαλειών που κατατίθενται από τον εκπλειστηριαστή ή από τους προσφέροντες, συμπεριλαμβανομένης της εγγυοδοσίας περιθωρίου·

στ)

παροχή στον επιτηρητή πλειστηριασμών κάθε πληροφορίας σχετικής με τη διεξαγωγή των πλειστηριασμών, την οποία χρειάζεται για να εκτελέσει τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 53·

ζ)

επιτήρηση των πλειστηριασμών, γνωστοποίηση υπονοιών για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εγκληματική δραστηριότητα ή κατάχρηση αγοράς και εφαρμογή των ενδεχομένως απαιτούμενων διορθωτικών μέτρων ή κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης μηχανισμού εξώδικης επίλυσης διαφορών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που ισχύουν στη δευτερογενή αγορά την οποία οργανώνει ο χώρος πλειστηριασμών, όπως τροποποιούνται στη σύμβαση ορισμού του.

2.   Τουλάχιστον 20 ημέρες διαπραγμάτευσης πριν από την έναρξη της πρώτης περιόδου υποβολής προσφορών σε χώρο πλειστηριασμών που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2, ο εν λόγω χώρος πλειστηριασμών συνδέεται τουλάχιστον με ένα σύστημα εκκαθάρισης ή διακανονισμού.

3.   Το άρθρο 16 παράγραφοι 2 και 3, τα άρθρα 17, 19, 20, 21, 54, 55, 56, το άρθρο 60 παράγραφος 3, το άρθρο 63 παράγραφος 4 και το άρθρο 64 δεν εφαρμόζονται στους πλειστηριασμούς που διεξάγονται από χώρο πλειστηριασμού συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακών συμβολαίων.

Άρθρο 29

Υπηρεσίες παρεχόμενες στην Επιτροπή από τους χώρους πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2

Οι χώροι πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 παρέχουν στην Επιτροπή υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης του έργου της που αφορά:

α)

τη συμπλήρωση του παραρτήματος Ι και τον τυχόν συντονισμό του χρονοδιαγράμματος πλειστηριασμών για το παράρτημα ΙΙΙ·

β)

τις γνωμοδοτήσεις της βάσει του παρόντος κανονισμού·

γ)

τις γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις που υποβάλλει ο επιτηρητής πλειστηριασμών για τη λειτουργία των χώρων πλειστηριασμών που ορίζονται δυνάμει του άρθρου 26 παράγραφοι 1 ή 2·

δ)

τις εκθέσεις και τις ενδεχόμενες προτάσεις που υποβάλλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5 και το άρθρο 12 παράγραφος 1α της οδηγίας 2003/87/EΚ·

ε)

κάθε τροποποίηση του παρόντος κανονισμού ή της οδηγίας 2003/87/EΚ που έχει επίπτωση στη λειτουργία της αγοράς ανθρακούχων εκπομπών, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης των πλειστηριασμών·

στ)

κάθε επανεξέταση του παρόντος κανονισμού, της οδηγίας 2003/87/EΚ ή του κανονισμού της Επιτροπής που έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, η οποία έχει επίπτωση στη λειτουργία της αγοράς ανθρακούχων εκπομπών, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης των πλειστηριασμών·

ζ)

οποιαδήποτε άλλη κοινή ενέργεια σχετική με τη λειτουργία της αγοράς ανθρακούχων εκπομπών, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης των πλειστηριασμών, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών που συμμετέχουν στην κοινή ενέργεια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΟΡΙΣΜΟΣ ΧΩΡΩΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ ΑΠΟ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΠΟΥ ΕΠΙΛΕΓΟΥΝ ΝΑ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΧΩΡΟ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΑΥΤΩΝ

Άρθρο 30

Ορισμός άλλων χώρων πλειστηριασμών πλην εκείνων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2

1.   Κράτος μέλος που δεν συμμετέχει στην προβλεπόμενη στο άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού κοινή ενέργεια δύναται να ορίζει δικό του χώρο πλειστηριασμών, με σκοπό τον πλειστηριασμό του μεριδίου του επί της ποσότητας δικαιωμάτων των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό μέσω των διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης.

2.   Κράτος μέλος που δεν συμμετέχει στην προβλεπόμενη στο άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού κοινή ενέργεια δύναται να ορίζει δικό του χώρο πλειστηριασμών, με σκοπό τον πλειστηριασμό του μεριδίου του επί της ποσότητας δικαιωμάτων των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό μέσω των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή των προθεσμιακών συμβολαίων, υπό τον όρο ότι τα προϊόντα αυτά απαριθμούνται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

3.   Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην προβλεπόμενη στο άρθρο 26 κοινή ενέργεια δύνανται να ορίζουν τον ίδιο ή διαφορετικούς χώρους πλειστηριασμού των συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακών συμβολαίων.

4.   Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην προβλεπόμενη στο άρθρο 26 κοινή ενέργεια ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή τους να μην συμμετάσχουν στην κοινή ενέργεια, αλλά να ορίσουν δικούς τους χώρους πλειστηριασμών κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, εντός τριμήνου από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

5.   Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην προβλεπόμενη στο άρθρο 26 κοινή ενέργεια επιλέγουν τους οικείους χώρους πλειστηριασμών, οι οποίοι ορίζονται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, με διαδικασία επιλογής που είναι σύμφωνη με την ενωσιακή και την εθνική νομοθεσία περί σύναψης συμβάσεων, εφόσον η ενωσιακή ή η εθνική νομοθεσία, αντίστοιχα, απαιτεί την εφαρμογή διαδικασίας δημοσίων συμβάσεων. Η διαδικασία επιλογής υπόκειται σε όλα τα εφαρμοστέα ένδικα μέσα και διαδικασίες εκτέλεσης που προβλέπονται από την ενωσιακή και την εθνική νομοθεσία.

Κάθε χρονική περίοδος για την οποία ορίζονται οι χώροι πλειστηριασμών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν θα είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, με δυνατότητα ανανέωσης για διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο περαιτέρω ετών.

Ο ορισμός των χώρων πλειστηριασμών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 υπόκειται στην εγγραφή του εκάστοτε χώρου πλειστηριασμών στο παράρτημα ΙΙΙ σύμφωνα με την παράγραφο 7. Δεν εκτελείται προτού αρχίσει να ισχύει η εγγραφή του χώρου πλειστηριασμών στο παράρτημα ΙΙΙ, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 7.

6.   Κάθε κράτος μέλος που δεν συμμετέχει στην προβλεπόμενη στο άρθρο 26 κοινή ενέργεια, αλλά επιλέγει να ορίσει δικό του χώρο πλειστηριασμών κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, αποστέλλει στην Επιτροπή πλήρη κοινοποίηση, η οποία περιλαμβάνει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την ταυτότητα του χώρου πλειστηριασμών τον οποίο προτίθεται να ορίσει, αναφέροντας αν ο ίδιος ή διαφορετικοί χώροι πλειστηριασμών θα πλειστηριάζουν διήμερα συμβόλαια άμεσης παράδοσης ή πενθήμερα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακά συμβόλαια, αντιστοίχως·

β)

τους λεπτομερείς κανόνες λειτουργίας οι οποίοι θα διέπουν τη διαδικασία πλειστηριασμού από τον ή τους χώρους πλειστηριασμών που προτίθεται να ορίσει, συμπεριλαμβανόμενων των συμβατικών διατάξεων ορισμού του χώρου πλειστηριασμών καθώς και οποιουδήποτε συστήματος εκκαθάρισης ή διακανονισμού συνδεόμενου με τον χώρο πλειστηριασμών, και αναφέρονται οι όροι και προϋποθέσεις που ισχύουν για τη διάρθρωση και το ύψος των τελών, τη διαχείριση των ασφαλειών, τις πληρωμές και τις παραδόσεις·

γ)

τις προτεινόμενες περιόδους υποβολής προσφορών, επιμέρους ποσότητες δικαιωμάτων και ημερομηνίες διεξαγωγής των πλειστηριασμών, με αναφορά των δημοσίων αργιών, το πλειστηριαζόμενο προϊόν και τις ημερομηνίες πληρωμής και παράδοσης των δικαιωμάτων προς πλειστηριασμό στους επιμέρους πλειστηριασμούς δεδομένου ημερολογιακού έτους, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία την οποία χρειάζεται η Επιτροπή για να κρίνει αν το προτεινόμενο πρόγραμμα πλειστηριασμών συμβιβάζεται με εκείνο των χώρων πλειστηριασμών που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 και με άλλα προγράμματα πλειστηριασμών, προτεινόμενα από κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην προβλεπόμενη στο άρθρο 26 κοινή ενέργεια, αλλά επιλέγουν να ορίσουν δικούς τους χώρους πλειστηριασμών·

δ)

τους λεπτομερείς κανόνες και όρους για την εποπτεία και επίβλεψη των πλειστηριασμών στους οποίους θα υπόκειται ο προτεινόμενος οικείος χώρος πλειστηριασμών σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφοι 4, 5 και 6, καθώς και τους λεπτομερείς κανόνες προστασίας έναντι της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εγκληματικών δραστηριοτήτων ή καταχρήσεων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν διορθωτικών μέτρων ή κυρώσεων·

ε)

τα λεπτομερή μέτρα που έχουν τεθεί σε εφαρμογή για την τήρηση των διατάξεων του όρθρου 22 παράγραφος 4 και του άρθρου 34, όσον αφορά τον διορισμό εκπλειστηριαστή.

Η κοινοποίηση καταδεικνύει το συμβιβάσιμο με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και με τους σκοπούς του άρθρου 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/EΚ.

Το κοινοποιούν κράτος μέλος δύναται να τροποποιήσει την αρχική του κοινοποίηση πριν από την εγγραφή στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

Κάθε κοινοποιούν κράτος μέλος υποβάλλει την αρχική και την τροποποιημένη κοινοποίησή του στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/87/EΚ.

7.   Οι χώροι πλειστηριασμών πλην εκείνων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2, τα οικεία κράτη μέλη, η διάρκεια του ορισμού τους και οι τυχόν επιβαλλόμενοι όροι ή υποχρεώσεις παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙΙ, εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και εξυπηρετούνται οι στόχοι του άρθρου 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2003/87/EΚ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η επιτροπή του άρθρου 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/87/EΚ ενεργούν αποκλειστικά και μόνο με γνώμονα τις εν λόγω απαιτήσεις και στόχους και λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις εκθέσεις που υποβάλλει ο επιτηρητής πλειστηριασμών σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

Ελλείψει της εγγραφής που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, κράτος μέλος που δεν συμμετέχει στην προβλεπόμενη στο άρθρο 26 κοινή ενέργεια, αλλά επιλέγει να ορίσει δικό τους χώρο πλειστηριασμών κατ’ εφαρμογήν των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, χρησιμοποιεί τους χώρους πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 για τον πλειστηριασμό του μεριδίου του επί των δικαιωμάτων που θα είχαν άλλως εκπλειστηριαστεί στον οριζόμενο, βάσει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, χώρο πλειστηριασμών κατά την περίοδο μέχρι την εκπνοή των τριών μηνών από την έναρξη ισχύος της εγγραφής που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο.

8.   Κάθε κράτος μέλος που δεν συμμετέχει στην προβλεπόμενη στο άρθρο 26 κοινή ενέργεια, αλλά επιλέγει να ορίσει δικό του χώρο πλειστηριασμών κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, δύναται να προσχωρήσει στην κοινή ενέργεια του άρθρου 26, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου.

Η ποσότητα δικαιωμάτων που είχε προγραμματιστεί να πλειστηριαστεί σε άλλο χώρο πλειστηριασμών πλην εκείνων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2, κατανέμεται ομοιογενώς μεταξύ των πλειστηριασμών που διεξάγονται από τον αντίστοιχο χώρο πλειστηριασμών ο οποίος έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2.

Άρθρο 31

Καθήκοντα των άλλων χώρων πλειστηριασμών πλην εκείνων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2

1.   Οι χώροι πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τον χώρο πλειστηριασμών που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 27, εξαιρουμένης της παραγράφου 1 στοιχείο γ) του εν λόγω άρθρου, που αφορά το πρόγραμμα πλειστηριασμών και δεν εφαρμόζεται.

2.   Οι χώροι πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2 ασκούν τα ίδια καθήκοντα με εκείνους που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 28, εξαιρουμένης της παραγράφου 1 στοιχείο γ) του εν λόγω άρθρου, που αφορά το πρόγραμμα πλειστηριασμών και δεν εφαρμόζεται.

3.   Στους χώρους πλειστηριασμών που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ή 2 εφαρμόζονται οι σχετικές με το πρόγραμμα πλειστηριασμών διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφοι 1, 2 και 3 και των άρθρων 9, 10, 12, 14 και 32.

Άρθρο 32

Πρόγραμμα πλειστηριασμών για τους άλλους χώρους πλειστηριασμών πλην εκείνων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2

1.   Η ποσότητα δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ, που τίθεται στους επιμέρους πλειστηριασμούς τους οποίους διεξάγει χώρος πλειστηριασμών ορισμένος σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού, δεν υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια δικαιώματα και ανέρχεται σε τουλάχιστον 10 εκατομμύρια δικαιώματα, εκτός εάν η συνολική ποσότητα δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό από το οικείο κράτος μέλος είναι χαμηλότερη από 10 εκατομμύρια δικαιώματα σε δεδομένο ημερολογιακό έτος, οπότε τα δικαιώματα τίθενται σε έναν και μόνο πλειστηριασμό ανά ημερολογιακό έτος.

2.   Η ποσότητα δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ, που τίθεται στους επιμέρους πλειστηριασμούς τους οποίους διεξάγει χώρος πλειστηριασμών ορισμένος σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού, δεν υπερβαίνει τα 5 εκατομμύρια δικαιώματα και ανέρχεται σε τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια δικαιώματα, εκτός εάν η συνολική ποσότητα δικαιωμάτων του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό από το οικείο κράτος μέλος είναι χαμηλότερη από 2,5 εκατομμύρια δικαιώματα σε δεδομένο ημερολογιακό έτος, οπότε τα δικαιώματα τίθενται σε έναν και μόνο πλειστηριασμό ανά ημερολογιακό έτος

3.   Η συνολική ποσότητα δικαιωμάτων των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ προς πλειστηριασμό από όλους τους χώρους πλειστηριασμών που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού, συλλογικά, κατανέμεται ομοιογενώς στη διάρκεια δεδομένου ημερολογιακού έτους, με εξαίρεση την ποσότητα δικαιωμάτων που πλειστηριάζεται τον Αύγουστο κάθε έτους, η οποία είναι το ήμισυ της ποσότητας που πλειστηριάζεται στη διάρκεια άλλων μηνών του έτους.

4.   Οι χώροι πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ή 2 του παρόντος κανονισμού καθορίζουν και δημοσιεύουν τις περιόδους υποβολής προσφορών, τις επιμέρους ποσότητες, τις ημερομηνίες διεξαγωγής των πλειστηριασμών, καθώς και το πλειστηριαζόμενο προϊόν και τις ημερομηνίες πληρωμής και παράδοσης για τα δικαιώματα των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ που πρόκειται να τεθούν στους επιμέρους πλειστηριασμούς κάθε έτους, μετά τον καθορισμό και τη δημοσίευση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 1 και του άρθρου 13 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, από τους χώρους πλειστηριασμών που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος κανονισμού και έως τις 31 Μαρτίου του προηγούμενου έτους ή το ταχύτερο δυνατόν μετά την ημερομηνία αυτή, αφού προηγουμένως ζητήσουν και λάβουν τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με το θέμα αυτό. Οι εν λόγω χώροι πλειστηριασμών λαμβάνουν στο έπακρο υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής.

Τα δημοσιευόμενα προγράμματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο συνάδουν με κάθε σχετικό όρο ή υποχρέωση που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙΙ.

5.   Σε περίπτωση ακύρωσης από τον χώρο πλειστηριασμών, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 5 ή 6 ή με το άρθρο 9, πλειστηριασμού που έχει διεξαχθεί από χώρο πλειστηριασμών ορισμένο σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ή 2, η πλειστηριαζόμενη ποσότητα κατανέμεται ομοιογενώς είτε μεταξύ των επόμενων τεσσάρων πλειστηριασμών που έχει προγραμματίσει ο ίδιος χώρος πλειστηριασμών είτε, εάν ο συγκεκριμένος χώρος διεξάγει λιγότερους από τέσσερις πλειστηριασμούς στη διάρκεια δεδομένου ημερολογιακού έτους, μεταξύ των επόμενων δύο πλειστηριασμών που έχει προγραμματίσει.

Άρθρο 33

Επανεξέταση του παρόντος κανονισμού

Μετά την παράδοση της ετήσιας συγκεντρωτικής έκθεσης, η οποία συντάσσεται από τον επιτηρητή πλειστηριασμών σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 και παραδίδεται το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή επανεξετάζει τις ρυθμίσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας όλων των διαδικασιών πλειστηριασμού.

Στην επανεξέταση αναλύεται η πείρα που θα έχει αποκτηθεί όσον αφορά την αλληλεπίδραση, αφενός μεταξύ των χώρων πλειστηριασμών οι οποίοι ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ή 2 και των οριζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 και, αφετέρου, μεταξύ των πλειστηριασμών και της δευτερογενούς αγοράς.

Κατά την επανεξέταση πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη και με τους ενδιαφερόμενους.

Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της επανεξέτασης, η Επιτροπή θα προτείνει ενδεχομένως μέτρα που θα κρίνει αναγκαία για την αντιμετώπιση στρεβλώσεων ή δυσλειτουργιών της εσωτερικής αγοράς ή της αγοράς ανθρακούχων εκπομπών οφειλόμενων στις ρυθμίσεις του παρόντος κανονισμού, με την προοπτική να τεθούν σε εφαρμογή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΚΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΤΗ, ΤΟΥ ΕΠΙΤΗΡΗΤΗ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ

Άρθρο 34

Απαιτήσεις για τον διορισμό του εκπλειστηριαστή και του επιτηρητή πλειστηριασμών

1.   Όταν τα κράτη μέλη διορίζουν εκπλειστηριαστή και επιτηρητή πλειστηριασμών, λαμβάνουν υπόψη τον βαθμό στον οποίο οι υποψήφιοι:

α)

ενέχουν τον ελάχιστο κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων ή κατάχρησης αγοράς, με γνώμονα:

i)

τις δραστηριότητες στη δευτερογενή αγορά,

ii)

τις εσωτερικές μεθόδους και διαδικασίες που αποσκοπούν στον μετριασμό του κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων ή κατάχρησης αγοράς·

β)

είναι ικανοί να εκτελούν τα καθήκοντα του εκπλειστηριαστή ή του επιτηρητή πλειστηριασμών εγκαίρως και σύμφωνα με τα ανώτατα επαγγελματικά και ποιοτικά πρότυπα.

2.   Ο διορισμός του εκπλειστηριαστή υπόκειται στην από πλευράς του συνομολόγηση των ρυθμίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφοι 2 και 3 με τον εκάστοτε χώρο πλειστηριασμών.

Άρθρο 35

Απαιτήσεις για τον ορισμό των χώρων πλειστηριασμών

1.   Πλειστηριασμοί διεξάγονται μόνο σε χώρο πλειστηριασμών ο οποίος έχει αδειοδοτηθεί ως ρυθμιζόμενη αγορά, βάσει της παραγράφου 5, από τις αρμόδιες εθνικές αρχές που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4.

2.   Στους χώρους πλειστηριασμών που ορίζονται βάσει του παρόντος κανονισμού, για τον πλειστηριασμό διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, επιτρέπεται, χωρίς άλλη νομοθετική ή διοικητική απαίτηση των κρατών μελών, να διευκολύνουν με κατάλληλες ρυθμίσεις την πρόσβαση και τη συμμετοχή προσφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2 στους πλειστηριασμούς.

3.   Όταν τα κράτη μέλη ορίζουν χώρο πλειστηριασμών, λαμβάνουν υπόψη τον βαθμό στον οποίο οι υποψήφιοι αποδεικνύουν ότι πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

διασφάλιση της τήρησης της αρχής της μη διακριτικής μεταχείρισης, τόσο από νομικής πλευράς, όσο και στην πράξη·

β)

εξασφάλιση πλήρους, ισότιμης και δίκαιης πρόσβασης των ΜΜΕ που υπάγονται στο σύστημα της Ένωσης και πρόσβασης των μικρών προξένων εκπομπών στην υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς·

γ)

εξασφάλιση οικονομικότητας και αποτροπή της άσκοπης διοικητικής επιβάρυνσης·

δ)

αυστηρή επίβλεψη των πλειστηριασμών, γνωστοποίηση υπονοιών για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εγκληματική δραστηριότητα ή κατάχρηση αγοράς και εφαρμογή των ενδεχομένως απαιτούμενων διορθωτικών μέτρων ή κυρώσεων, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η σύσταση μηχανισμού εξώδικης επίλυσης διαφορών·

ε)

αποτροπή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και στην αγορά ανθρακούχων εκπομπών·

στ)

διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της αγοράς ανθρακούχων εκπομπών, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης των πλειστηριασμών·

ζ)

σύνδεση με ένα ή περισσότερα συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού·

η)

πρόβλεψη επαρκών μέτρων που επιβάλλουν στον χώρο πλειστηριασμών την παράδοση όλων των απαραίτητων στοιχείων ενεργητικού —υλικών και άυλων— για τη διεξαγωγή των πλειστηριασμών από τον διάδοχό του.

4.   Χώρος πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ορίζεται μόνον αφού το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένοι η υποψήφια ρυθμιζόμενη αγορά και ο διαχειριστής της διασφαλίσει, εγκαίρως και, εν πάση περιπτώσει, πριν από την έναρξη της πρώτης περιόδου υποβολής προσφορών, την εφαρμογή των εθνικών μέτρων ενσωμάτωσης των διατάξεων του τίτλου ΙΙΙ της οδηγίας 2004/39/EΚ στους πλειστηριασμούς διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, στην κατάλληλη έκταση.

Χώρος πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ορίζεται μόνον αφού το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένοι η υποψήφια ρυθμιζόμενη αγορά και ο διαχειριστής της εξασφαλίσει, εγκαίρως και, εν πάση περιπτώσει, πριν από την έναρξη της πρώτης περιόδου υποβολής προσφορών, ότι οι οικείες αρμόδιες εθνικές αρχές είναι σε θέση να τους χορηγήσουν άδεια και να τους εποπτεύουν σύμφωνα με τα εθνικά μέτρα ενσωμάτωσης του τίτλου IV της οδηγίας 2004/39/EΚ, στην κατάλληλη έκταση.

Σε περίπτωση που η υποψήφια ρυθμιζόμενη αγορά και ο διαχειριστής της δεν είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο εφαρμόζονται τόσο στο κράτος μέλος εγκατάστασης της υποψήφιας ρυθμιζόμενης αγοράς, όσο και στο κράτος μέλος εγκατάστασης του διαχειριστή της.

5.   Οι αναφερόμενες στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους μέλους, οι οποίες ορίζονται βάσει του άρθρου 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/EΚ, αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση άδειας σε ρυθμιζόμενη αγορά για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, υπό τον όρο ότι η ρυθμιζόμενη αγορά και ο διαχειριστής της τηρούν τις διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ της οδηγίας 2004/39/EΚ, όπως έχουν ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Η απόφαση αδειοδότησης λαμβάνεται σύμφωνα με τον τίτλο IV της οδηγίας 2004/39/EΚ, όπως έχει ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι, σύμφωνα με την παράγραφο 4.

6.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου επιτηρούν αποτελεσματικά την αγορά επί συνεχούς βάσεως και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου. Προς τούτο, είναι σε θέση να ασκούν απευθείας ή με τη συνδρομή άλλων αρμοδίων εθνικών αρχών, οι οποίες ορίζονται βάσει του άρθρου 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/EΚ, τις εξουσίες που προβλέπονται στα εθνικά μέτρα ενσωμάτωσης του άρθρου 50 της εν λόγω οδηγίας, όσον αφορά τη ρυθμιζόμενη αγορά και τον διαχειριστή που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

Το κράτος μέλος κάθε αρμόδιας εθνικής αρχής της παραγράφου 5 διασφαλίζει την εφαρμογή των εθνικών μέτρων ενσωμάτωσης των άρθρων 51 και 52 της οδηγίας 2004/39/EΚ στα πρόσωπα που δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους οι οποίες απορρέουν από τον τίτλο ΙΙΙ της οδηγίας 2004/39/EΚ, όπως έχουν ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένα σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, στη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων εθνικών αρχών διαφορετικών κρατών μελών εφαρμόζονται τα εθνικά μέτρα ενσωμάτωσης των άρθρων 56 έως 62 της οδηγίας 2004/39/EΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΣΤΑ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΖΟΜΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΑΓΟΡΑΣ

Άρθρο 36

Διατάξεις εφαρμοστέες στα χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/6/EΚ, όσον αφορά την κατάχρηση αγοράς

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, όταν διήμερα συμβόλαια άμεσης παράδοσης ή πενθήμερα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης είναι χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στον πλειστηριασμό των εν λόγω προϊόντων.

2.   Όταν τα διήμερα συμβόλαια άμεσης παράδοσης ή πενθήμερα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης δεν είναι χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 37 έως 43 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 37

Ορισμοί για τις εφαρμοστέες διατάξεις στα πλειστηριαζόμενα προϊόντα που δεν είναι χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/6/EΚ, όσον αφορά την κατάχρηση αγοράς

Για τους σκοπούς των άρθρων 38 έως 43, τα οποία εφαρμόζονται στα πλειστηριαζόμενα προϊόντα που δεν είναι χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, νοούνται ως:

α)

«εμπιστευτικές πληροφορίες», συγκεκριμένες πληροφορίες που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί, αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή περισσότερα πλειστηριαζόμενα προϊόντα και οι οποίες, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά τις τιμές των προσφορών.

Στην περίπτωση των προσώπων που επιφορτίζονται με την εκτέλεση εντολών υποβολής προσφορών, ως «εμπιστευτικές πληροφορίες» νοούνται επίσης οι πληροφορίες που διαβιβάζονται από πελάτη και σχετίζονται με τις εκκρεμείς προσφορές του και οι οποίες είναι συγκεκριμένες, αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή περισσότερα πλειστηριαζόμενα προϊόντα και, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά τις τιμές των προσφορών.

β)

«χειραγώγηση της αγοράς»,

i)

προσφορές ή, στη δευτερογενή αγορά, συναλλαγές και εντολές:

με τις οποίες δίδονται ή είναι πιθανόν να δοθούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις για τη ζήτηση ή την τιμή των πλειστηριαζόμενων προϊόντων, ή

με τις οποίες η τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού για τα πλειστηριαζόμενα προϊόντα διαμορφώνεται σε μη κανονικά ή τεχνητά επίπεδα από ένα πρόσωπο ή από περισσότερα πρόσωπα που ενεργούν από κοινού,

εκτός εάν το πρόσωπο που υπέβαλε την προσφορά ή που, στη δευτερογενή αγορά, πραγματοποίησε τη συναλλαγή ή έδωσε την εντολή αποδείξει ότι η ενέργειά του αυτή υπαγορεύθηκε από θεμιτούς λόγους,

ii)

οι προσφορές στο πλαίσιο των οποίων χρησιμοποιούνται παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή άλλης μορφής παραπλάνηση ή τέχνασμα,

iii)

η διάδοση από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του Διαδικτύου, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, πληροφοριών οι οποίες δίνουν ή είναι πιθανόν να δώσουν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με τα πλειστηριαζόμενα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης φημών ή παραπλανητικών ειδήσεων, εάν ο διαδίδων τις πληροφορίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές. Όσον αφορά τους δημοσιογράφους, όταν ενεργούν στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους ιδιότητας, η διάδοση πληροφοριών πρέπει να κρίνεται με γνώμονα τους κανόνες του επαγγέλματος, εκτός εάν τα πρόσωπα αυτά αντλούν, άμεσα ή έμμεσα, όφελος ή κέρδη από τη διάδοση των εν λόγω πληροφοριών.

Ειδικότερα, από τον βασικό ορισμό που διατυπώνεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου προκύπτουν τα ακόλουθα παραδείγματα:

η συμπεριφορά ενός προσώπου, ή περισσότερων που ενεργούν από κοινού, η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση δεσπόζουσας θέσης επί της ζήτησης πλειστηριαζόμενου προϊόντος, με αποτέλεσμα τον άμεσο ή έμμεσο τεχνητό προσδιορισμό της τιμής εκκαθάρισης πλειστηριασμού ή τη διαμόρφωση άλλων συνθηκών αθέμιτης εμπορικής συναλλαγής·

η αγορά ή πώληση, στη δευτερογενή αγορά, δικαιωμάτων ή σχετικών παραγώγων πριν από τον πλειστηριασμό, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της τιμής εκκαθάρισης πλειστηριασμού για τα πλειστηριαζόμενα προϊόντα σε ασυνήθη ή τεχνητά επίπεδα ή την παραπλάνηση των προσώπων που υποβάλλουν προσφορές στους πλειστηριασμούς·

η εκμετάλλευση περιστασιακής ή τακτικής πρόσβασης στα παραδοσιακά ή τα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας για την έκφραση γνώμης σχετικά με πλειστηριαζόμενο προϊόν, μετά την υποβολή προσφοράς για το προϊόν αυτό, και η εν συνεχεία άντληση οφέλους από τον αντίκτυπο που έχει η γνώμη αυτή στις τιμές των άλλων προσφορών που θα υποβληθούν για το εν λόγω προϊόν, χωρίς να έχει ταυτόχρονα δημοσιοποιηθεί η συγκεκριμένη σύγκρουση συμφερόντων με σαφήνεια και αποτελεσματικότητα.

Άρθρο 38

Απαγόρευση των πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες

1.   Τα αναφερόμενα στο δεύτερο εδάφιο πρόσωπα που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες δεν χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για να υποβάλουν, να τροποποιήσουν ή να αποσύρουν —για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό τρίτων, είτε άμεσα είτε έμμεσα— προσφορά για το πλειστηριαζόμενο προϊόν το οποίο αφορούν οι εν λόγω πληροφορίες.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα που κατέχουν αυτές τις πληροφορίες:

α)

λόγω της ιδιότητάς τους ως μελών των διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων του χώρου πλειστηριασμών, του εκπλειστηριαστή ή του επιτηρητή πλειστηριασμών, ή

β)

λόγω της συμμετοχής τους στο κεφάλαιο του χώρου πλειστηριασμών, του εκπλειστηριαστή ή του επιτηρητή πλειστηριασμών, ή

γ)

λόγω της πρόσβασής που έχουν στις πληροφορίες κατά την άσκηση της εργασίας τους ή του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους, ή

δ)

λόγω εγκληματικών δραστηριοτήτων τους.

2.   Όταν το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 πρόσωπο είναι νομικό πρόσωπο, η απαγόρευση την οποία επιβάλλει η παράγραφος αυτή ισχύει και για τα φυσικά πρόσωπα που μετέχουν στην απόφαση υποβολής, τροποποίησης ή απόσυρσης προσφοράς για λογαριασμό του συγκεκριμένου νομικού προσώπου.

3.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στην υποβολή, τροποποίηση ή απόσυρση προσφοράς για πλειστηριαζόμενο προϊόν προς εκπλήρωση απαιτητής υποχρέωσης, όταν η υποχρέωση αυτή απορρέει από συμφωνία συναφθείσα πριν από την απόκτηση της εμπιστευτικής πληροφορίας από το εμπλεκόμενο πρόσωπο.

Άρθρο 39

Άλλες απαγορευόμενες χρήσεις εμπιστευτικών πληροφοριών

Τα πρόσωπα που υπόκεινται στην απαγόρευση του άρθρου 38:

α)

δεν κοινολογούν εμπιστευτικές πληροφορίες σε άλλο πρόσωπο, εκτός εάν ενεργούν στα συνήθη πλαίσια άσκησης της εργασίας τους ή του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους·

β)

δεν συνιστούν σε άλλο πρόσωπο ούτε το παρακινούν, βασιζόμενα σε εμπιστευτικές πληροφορίες, να υποβάλει, να τροποποιήσει ή να αποσύρει προσφορά για τα πλειστηριαζόμενα προϊόντα τα οποία αφορούν οι πληροφορίες αυτές.

Άρθρο 40

Άλλα πρόσωπα που καλύπτονται από την απαγόρευση των πράξεων προσώπων τα οποία κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες

Τα άρθρα 38 και 39 εφαρμόζονται και σε κάθε πρόσωπο, πέραν των αναφερομένων στα άρθρα αυτά, το οποίο κατέχει εμπιστευτική πληροφορία, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι πρόκειται για εμπιστευτική πληροφορία.

Άρθρο 41

Απαγόρευση της χειραγώγησης της αγοράς

Κανένα πρόσωπο δεν προβαίνει σε χειραγώγηση της αγοράς.

Άρθρο 42

Ειδικές απαιτήσεις για τον μετριασμό του κινδύνου κατάχρησης αγοράς

1.   Κάθε χώρος πλειστηριασμών, εκπλειστηριαστής και επιτηρητής πλειστηριασμών καταρτίζει κατάλογο των προσώπων που απασχολεί, είτε με σύμβαση εργασίας είτε με άλλον τρόπο, τα οποία έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες. Ο χώρος πλειστηριασμών επικαιροποιεί τακτικά τον οικείο κατάλογο και τον διαβιβάζει στην αρμόδια εθνική αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος, όταν αυτή το ζητεί. Κάθε εκπλειστηριαστής και επιτηρητής πλειστηριασμών επικαιροποιεί τακτικά τον οικείο κατάλογο και τον διαβιβάζει στην αρμόδια εθνική αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο χώρος πλειστηριασμών και του κράτους μέλους εγκατάστασης του εκπλειστηριαστή ή του επιτηρητή πλειστηριασμών, που προβλέπεται στη σύμβαση διορισμού εκατέρου, όταν το ζητεί η σχετική αρμόδια εθνική αρχή.

2.   Τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα στον χώρο πλειστηριασμών, τον εκπλειστηριαστή ή τον επιτηρητή πλειστηριασμών και, κατά περίπτωση, τα πρόσωπα που συνδέονται στενά με αυτά οφείλουν, τουλάχιστον, να γνωστοποιούν στην αρμόδια εθνική αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 την υποβολή, τροποποίηση ή απόσυρση, για ίδιο λογαριασμό, προσφορών που σχετίζονται με τα πλειστηριαζόμενα προϊόντα ή με παράγωγα ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεδεμένα με αυτά.

3.   Τα πρόσωπα που διενεργούν έρευνες ή διαδίδουν τα αποτελέσματα ερευνών με αντικείμενο τα πλειστηριαζόμενα προϊόντα, καθώς και τα πρόσωπα που δημιουργούν ή διαδίδουν άλλες πληροφορίες με τις οποίες συνιστάται ή προτείνεται μια επενδυτική στρατηγική, με προορισμό τους διανομείς ή το κοινό, εξασφαλίζουν με τη δέουσα επιμέλεια την ορθή παρουσίαση των πληροφοριών και κοινολογούν τα συμφέροντά τους ή αναφέρουν τις συγκρούσεις συμφερόντων που σχετίζονται με τα πλειστηριαζόμενα προϊόντα.

4.   Οι χώροι πλειστηριασμών λαμβάνουν διαρθρωτικά μέτρα με σκοπό την πρόληψη και τον εντοπισμό πρακτικών χειραγώγησης της αγοράς.

5.   Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1 ειδοποιεί το ταχύτερο δυνατόν την αρμόδια εθνική αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο, όταν έχει βάσιμες υπόνοιες ότι μια συναλλαγή ενδέχεται να συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση από πρόσωπο που κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες ή χειραγώγηση της αγοράς.

Άρθρο 43

Εποπτεία και επιβολή

1.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 11 της οδηγίας 2003/6/EΚ επιτηρούν αποτελεσματικά την αγορά επί συνεχούς βάσεως και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 37 έως 42 του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έχουν τις εξουσίες που προβλέπονται στα εθνικά μέτρα ενσωμάτωσης του άρθρου 12 της οδηγίας 2003/6/EΚ.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εφαρμογή των εθνικών μέτρων ενσωμάτωσης των άρθρων 14 και 15 της οδηγίας 2003/6/EΚ στα πρόσωπα που ευθύνονται για μη τήρηση των άρθρων 37 έως 42 του παρόντος κανονισμού σε σχέση με πλειστηριασμούς που διεξάγονται στο έδαφός τους ή εκτός αυτού.

4.   Για την εφαρμογή των άρθρων 37 έως 42 του παρόντος κανονισμού και των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, στη συνεργασία μεταξύ των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αρμοδίων εθνικών αρχών εφαρμόζονται τα εθνικά μέτρα ενσωμάτωσης του άρθρου 16 της οδηγίας 2003/6/EΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI

ΠΛΗΡΩΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑΤΟΣ

Άρθρο 44

Πληρωμή από τους υπερθεματιστές και μεταβίβαση του πλειστηριάσματος στα κράτη μέλη

1.   Κάθε υπερθεματιστής ή οι διάδοχοί του, συμπεριλαμβανομένων των ενδιαμέσων που ενεργούν εξ ονόματός τους, καταβάλλει το οφειλόμενο ποσό που του έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ), για τα δικαιώματα που κατακυρώθηκαν σε αυτόν και του κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο α), μεταφέροντας το οφειλόμενο ποσό ή αναθέτοντας τη μεταφορά του μέσω του συστήματος εκκαθάρισης ή του συστήματος διακανονισμού —σε εκκαθαρισμένα υπόλοιπα— στον καθορισμένο τραπεζικό λογαριασμό του εκπλειστηριαστή, είτε πριν από την παράδοση των δικαιωμάτων στον καθορισμένο λογαριασμό αποθέματος του προσφέροντος ή του διαδόχου του είτε, το αργότερο, ταυτόχρονα με την εν λόγω παράδοση.

2.   Οι χώροι πλειστηριασμών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων εκκαθάρισης ή διακανονισμού που είναι συνδεδεμένα με αυτούς, μεταφέρουν τα ποσά των πληρωμών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τους προσφέροντες ή τους διαδόχους τους και απορρέουν από τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/EΚ, στους εκπλειστηριαστές που έθεσαν σε πλειστηριασμό τα εν λόγω δικαιώματα.

3.   Ο πληρωμές προς τους εκπλειστηριαστές εκτελούνται σε ευρώ ή στο νόμισμα του κράτους μέλους διορισμού, εάν το τελευταίο δεν ανήκει στη ζώνη του ευρώ, κατ’ επιλογή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του νομίσματος στο οποίο έχουν εκτελεστεί οι πληρωμές των προσφερόντων, υπό τον όρο ότι το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού είναι ικανό να συναλλάσσεται στο συγκεκριμένο εθνικό νόμισμα.

Η συναλλαγματική ισοτιμία είναι εκείνη που δημοσιεύεται αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου υποβολής προσφορών, σε αναγνωρισμένη υπηρεσία οικονομικών ειδήσεων η οποία προσδιορίζεται στη σύμβαση ορισμού του εκάστοτε χώρου πλειστηριασμών.

Άρθρο 45

Συνέπειες της καθυστέρησης ή αδυναμίας πληρωμής

1.   Τα δικαιώματα που κοινοποιούνται σε υπερθεματιστή σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο α) παραδίδονται στον υπερθεματιστή ή στους διαδόχους του μόνο μετά την καταβολή του συνόλου του οφειλόμενου ποσού, το οποίο του έχει κοινοποιηθεί βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ), στον εκπλειστηριαστή σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 1.

2.   Υπερθεματιστής ή διάδοχος αυτού, ο οποίος δεν εκπληρώνει πλήρως τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας πληρωμής που του έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο δ), καθίσταται υπερήμερος οφειλέτης.

3.   Σε προσφέροντα που έχει καταστεί υπερήμερος οφειλέτης είναι δυνατόν να επιβληθούν:

α)

τόκοι για κάθε ημέρα της περιόδου που αρχίζει την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο δ) και λήγει την ημερομηνία εκτέλεσης της πληρωμής, με ημερήσιο επιτόκιο καθοριζόμενο στη σύμβαση ορισμού του αντίστοιχου χώρου πλειστηριασμών, είτε/και

β)

χρηματική ποινή, η οποία περιέρχεται στον εκπλειστηριαστή, μειωμένη κατά τα έξοδα που ενδεχομένως παρακρατεί το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, όταν υπερθεματιστής καθίσταται υπερήμερος οφειλέτης:

α)

είτε παρεμβαίνει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για να παραλάβει τα δικαιώματα και να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό στον εκπλειστηριαστή·

β)

είτε ο διακανονιστής χρησιμοποιεί την ασφάλεια που έχει λάβει από τον προσφέροντα για να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό στον εκπλειστηριαστή.

5.   Σε περίπτωση αδυναμίας διακανονισμού, τα δικαιώματα πλειστηριάζονται στους επόμενους δύο πλειστηριασμούς που έχει προγραμματίσει ο αντίστοιχος χώρος πλειστηριασμών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΖΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Άρθρο 46

Μεταφορά των πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων

1.   Τα δικαιώματα που πλειστηριάζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού μεταφέρονται από το μητρώο της Ένωσης σε καθορισμένο λογαριασμό αποθέματος πριν από τη λήξη της προθεσμίας παράδοσής τους, προκειμένου να διατηρηθούν υπό μεσεγγύηση από το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού, το οποίο ενεργεί ως θεματοφύλακας, μέχρις ότου παραδοθούν στους υπερθεματιστές ή στους διαδόχους τους σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πλειστηριασμού, όπως προβλέπεται στον εφαρμοστέο κανονισμό της Επιτροπής, ο οποίος έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87/EΚ.

2.   Τα δικαιώματα που πλειστηριάζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού μεταφέρονται από το μητρώο της Ένωσης σε καθορισμένο λογαριασμό αποθέματος πριν από την έναρξη μιας περιόδου υποβολής προσφορών, προκειμένου να διατηρηθούν υπό μεσεγγύηση από το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού, το οποίο ενεργεί ως θεματοφύλακας, μέχρις ότου παραδοθούν στους υπερθεματιστές ή στους διαδόχους τους σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πλειστηριασμού, όπως προβλέπεται στον εφαρμοστέο κανονισμό της Επιτροπής, ο οποίος έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87/EΚ.

Άρθρο 47

Παράδοση των πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων

1.   Το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού κατανέμει στον υπερθεματιστή κάθε δικαίωμα πλειστηριαζόμενο από κράτος μέλος, μέχρις ότου η συνολική κατανεμηθείσα ποσότητα αντιστοιχεί στην ποσότητα δικαιωμάτων που έχει κοινοποιηθεί στον προσφέροντα σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο α).

Εάν χρειάζεται, για να συμπληρωθεί η ποσότητα δικαιωμάτων που έχει κοινοποιηθεί στον προσφέροντα σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο α), είναι δυνατόν να κατανεμηθούν σε αυτόν δικαιώματα που πλειστηριάστηκαν στον ίδιο πλειστηριασμό από περισσότερα του ενός κράτη μέλη.

2.   Μετά την πληρωμή του οφειλόμενου ποσού σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 1, τα δικαιώματα που έχουν κατανεμηθεί σε κάθε υπερθεματιστή παραδίδονται σε αυτόν ή στους διαδόχους του το ταχύτερο δυνατόν και, πάντως, πριν λήξει η προθεσμία παράδοσής τους, με τη μεταφορά του συνόλου ή μέρους των δικαιωμάτων που του κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο α) από καθορισμένο λογαριασμό αποθέματος, όπου διατηρούνται υπό μεσεγγύηση από το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού το οποίο ενεργεί ως θεματοφύλακας, σε έναν ή περισσότερους καθορισμένους λογαριασμούς αποθέματος που ανήκουν στον υπερθεματιστή ή στους διαδόχους του ή σε καθορισμένο λογαριασμό αποθέματος, όπου διατηρούνται υπό μεσεγγύηση από σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού το οποίο ενεργεί ως θεματοφύλακας για τον υπερθεματιστή ή τους διαδόχους του.

Άρθρο 48

Καθυστερημένη παράδοση των πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων

1.   Εάν το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού δεν παραδώσει το σύνολο ή μέρος των πλειστηριασθέντων δικαιωμάτων, εξαιτίας περιστάσεων ανεξάρτητων από αυτό, το εν λόγω σύστημα παραδίδει τα δικαιώματα το συντομότερο και οι υπερθεματιστές ή οι διάδοχοί τους αποδέχονται την παράδοση κατά τη μεταγενέστερη αυτή ημερομηνία.

2.   Η επανόρθωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι η μόνη την οποία δικαιούνται οι υπερθεματιστές ή οι διάδοχοί τους σε περίπτωση αδυναμίας παράδοσης των πλειστηριασθέντων δικαιωμάτων, εξαιτίας περιστάσεων ανεξάρτητων από τα οικεία συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ

Άρθρο 49

Ασφάλεια παρεχόμενη από τον προσφέροντα

1.   Πριν από την έναρξη της περιόδου υποβολής προσφορών για τον πλειστηριασμό διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, οι προσφέροντες ή οι ενδιάμεσοι που ενεργούν εξ ονόματός τους υποχρεούνται να καταθέσουν ασφάλεια.

2.   Εφόσον ζητηθεί, κάθε ασφάλεια που έχει κατατεθεί από μη επιλεγέντα προσφέροντα και δεν έχει χρησιμοποιηθεί, καθώς και οι τόκοι τους οποίους αποφέρουν οι ασφάλειες σε μετρητά, αποδεσμεύονται το ταχύτερο δυνατόν μετά τη λήξη της περιόδου υποβολής προσφορών.

3.   Εφόσον ζητηθεί, κάθε ασφάλεια που έχει κατατεθεί από υπερθεματιστή και δεν έχει χρησιμοποιηθεί για διακανονισμό, καθώς και οι τόκοι τους οποίους αποφέρουν οι ασφάλειες σε μετρητά, αποδεσμεύονται το ταχύτερο δυνατόν μετά τον διακανονισμό.

Άρθρο 50

Ασφάλεια παρεχόμενη από τον εκπλειστηριαστή

1.   Πριν από την έναρξη της περιόδου υποβολής προσφορών διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης και των πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, ο εκπλειστηριαστής υποχρεούται να καταθέσει ως ασφάλεια μόνο δικαιώματα, προκειμένου να διατηρηθούν υπό μεσεγγύηση από το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού το οποίο ενεργεί ως θεματοφύλακας, μέχρις ότου παραδοθούν.

2.   Μετά τη θέσπιση των νομικών μέτρων και των τεχνικών μέσων που είναι απαραίτητα για την παράδοση των δικαιωμάτων, οι ασφάλειες που ενδεχομένως έχουν κατατεθεί από κράτη μέλη σε σχέση με τον πλειστηριασμό συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακών συμβολαίων είναι δυνατόν, κατ’ επιλογήν του κράτους μέλους εκπλειστηριασμού και με τη σύμφωνη γνώμη του χώρου πλειστηριασμών, να αποδεσμευθούν και να αντικατασταθούν από δικαιώματα, τα οποία διατηρούνται υπό μεσεγγύηση από το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού που ενεργεί ως θεματοφύλακας, μέχρις ότου παραδοθούν.

3.   Εφόσον τα δικαιώματα που έχουν κατατεθεί ως ασφάλεια βάσει της παραγράφου 1 ή 2 δεν χρησιμοποιηθούν, το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού δύναται, κατ’ επιλογή του κράτους μέλους εκπλειστηριασμού, να τα τοποθετήσει σε καθορισμένο λογαριασμό αποθέματος, όπου διατηρούνται υπό μεσεγγύηση από το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού το οποίο ενεργεί ως θεματοφύλακας, μέχρις ότου παραδοθούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV

ΤΕΛΗ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ

Άρθρο 51

Διάρθρωση και ύψος των τελών

1.   Η διάρθρωση και το ύψος των τελών, καθώς και οι τυχόν συναφείς όροι που επιβάλλονται από χώρο πλειστηριασμών και από τα οικεία συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού, δεν είναι λιγότερο ευνοϊκά από τα ανάλογα συνήθη τέλη και όρους που επιβάλλονται στη δευτερογενή αγορά.

2.   Οι χώροι πλειστηριασμών και τα οικεία συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού δύνανται να επιβάλλουν μόνο τέλη, κρατήσεις και όρους που αναφέρονται ρητά στη σύμβαση ορισμού τους.

3.   Όλα τα τέλη και όροι που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 αναφέρονται επακριβώς, είναι εύληπτα, δημοσιοποιούνται. Αναλύονται έτσι ώστε να εμφαίνεται η επιβάρυνση για κάθε τύπο παρεχόμενης υπηρεσίας.

Άρθρο 52

Έξοδα της διαδικασίας πλειστηριασμού

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα έξοδα για τις υπηρεσίες που προβλέπονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1, στο άρθρο 28 παράγραφος 1 και στο άρθρο 31 καλύπτονται από τα τέλη που καταβάλλουν οι προσφέροντες, με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

α)

η δαπάνη του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου που δέχεται κρατική εγγύηση αντί άλλης ασφάλειας πλην των μετρητών, όταν πλειστηριάζονται δικαιώματα ως συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, βαρύνουν το κράτος μέλος εκπλειστηριασμού που παρέχει την κρατική εγγύηση·

β)

η τυχόν δαπάνη για τις ρυθμίσεις μεταξύ του εκπλειστηριαστή και του χώρου πλειστηριασμών, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφοι 2 και 3 και επιτρέπουν στον εκπλειστηριαστή να πλειστηριάζει δικαιώματα εξ ονόματος του κράτους μέλους διορισμού, εξαιρουμένων όμως των δαπανών του συστήματος εκκαθάρισης ή του συστήματος διακανονισμού που είναι συνδεδεμένο με τον εκάστοτε χώρο πλειστηριασμών, βαρύνουν το κράτος μέλος εκπλειστηριασμού.

Τα έξοδα των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου παρακρατούνται από το πλειστηρίασμα που καταβάλλεται στους εκπλειστηριαστές σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 2 και 3.

2.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν υπογράψει τη συμφωνία για κοινή σύναψη σύμβασης, που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 30 παράγραφος 4, αλλά προσχωρήσει αργότερα στην κοινή ενέργεια, είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να καλύψει το μερίδιο που του αναλογεί επί των εξόδων για τις υπηρεσίες οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 και στο άρθρο 28 παράγραφος 1, για το χρονικό διάστημα από την έναρξη του εκπλειστηριασμού δικαιωμάτων από το συγκεκριμένο κράτος μέλος στον χώρο πλειστηριασμών που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 μέχρι την παύση ή τη λήξη του ορισμού του εν λόγω χώρου πλειστηριασμών.

Το κατά πόσον το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να υποχρεωθεί να καλύψει το μερίδιο που του αναλογεί επί των εξόδων για τις υπηρεσίες οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 και στο άρθρο 28 παράγραφος 1, προβλέπεται στη συμφωνία για κοινή σύναψη σύμβασης και στη σύμβαση που συνάπτεται με τον συγκεκριμένο χώρο πλειστηριασμών.

Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επωμιστούν το αναλογούν σε αυτά κόστος σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο όταν συμμετέχει στην κοινή δράση μετά τη λήξη της περιόδου ορισμού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 30 παράγραφος 5 ή όταν συμμετέχει στην κοινή δράση ελλείψει εγγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 7, χώρου πλειστηριασμού που κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 6.

Από το ποσό των εξόδων που βαρύνουν τους προσφέροντες δυνάμει της παραγράφου 1 αφαιρούνται τα έξοδα που βαρύνουν ένα κράτος μέλος δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

3.   Το μερίδιο των εξόδων του επιτηρητή πλειστηριασμών το οποίο κυμαίνεται ανάλογα με τον αριθμό των πλειστηριασμών, όπως ορίζεται ειδικότερα στη σύμβαση διορισμού του επιτηρητή πλειστηριασμών, κατανέμονται ομοιογενώς στο πλήθος των πλειστηριασμών. Όλες οι άλλες δαπάνες του επιτηρητή πλειστηριασμών όπως ορίζεται ειδικότερα στη σύμβαση διορισμού του επιτηρητή πλειστηριασμών, εκτός των δαπανών που συνδέονται με τυχόν εκθέσεις, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 4, κατανέμονται ομοιογενώς στο πλήθος των εμπλεκόμενων χώρων πλειστηριασμών, εκτός εάν ορίζεται άλλως στη σύμβαση διορισμού του επιτηρητή πλειστηριασμών.

Το μερίδιο των εξόδων του επιτηρητή πλειστηριασμών που αναλογεί σε χώρο πλειστηριασμών ο οποίος έχει διοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ή 2, συμπεριλαμβανομένου του κόστους τυχόν εκθέσεων απαιτούμενων δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 4, βαρύνει το κράτος μέλος διορισμού.

Το μερίδιο των εξόδων του επιτηρητή πλειστηριασμών που αναλογεί σε χώρο πλειστηριασμών ο οποίος έχει διοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2 κατανέμεται μεταξύ των κρατών μελών που συμμετέχουν στην κοινή ενέργεια ανάλογα με το οικείο μερίδιο επί της συνολικής ποσότητας δικαιωμάτων που πλειστηριάζονται στον συγκεκριμένο χώρο πλειστηριασμών.

Τα έξοδα του επιτηρητή πλειστηριασμών που βαρύνουν κάθε κράτος μέλος παρακρατούνται από το πλειστηρίασμα που οφείλουν να καταβάλλουν οι εκπλειστηριαστές στο κράτος μέλος διορισμού σύμφωνα με το άρθρο 23 στοιχείο γ).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV

ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ, ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 53

Συνεργασία με τον επιτηρητή πλειστηριασμών

1.   Οι εκπλειστηριαστές, οι χώροι πλειστηριασμών και οι αρμόδιες εθνικές αρχές που τους εποπτεύουν παρέχουν στον επιτηρητή πλειστηριασμών, κατόπιν αιτήματός του, κάθε πληροφορία σχετική με τους πλειστηριασμούς, την οποία κατέχουν και χρειάζεται εύλογα ο επιτηρητής πλειστηριασμών για να εκτελέσει τα καθήκοντά του.

2.   Ο επιτηρητής πλειστηριασμών έχει το δικαίωμα να παρακολουθεί τη διεξαγωγή των πλειστηριασμών.

3.   Οι εκπλειστηριαστές, οι χώροι πλειστηριασμών και οι αρμόδιες εθνικές αρχές που τους εποπτεύουν επικουρούν τον επιτηρητή πλειστηριασμών στην άσκηση των καθηκόντων του, συνεργαζόμενοι στενά με αυτόν, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους.

4.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές που εποπτεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επενδυτικές εταιρείες, καθώς και οι αρμόδιες εθνικές αρχές που εποπτεύουν τα πρόσωπα στα οποία επιτρέπεται να υποβάλλουν προσφορές εξ ονόματος άλλων, βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 2, επικουρούν τον επιτηρητή πλειστηριασμών στην άσκηση των καθηκόντων του, συνεργαζόμενες στενά με αυτόν, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους.

5.   Στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις αρμόδιες εθνικές αρχές από τις παραγράφους 1, 3 και 4 λαμβάνεται υπόψη η προστασία του επαγγελματικού απορρήτου στην οποία υπόκεινται βάσει του δικαίου της Ένωσης.

Άρθρο 54

Παρακολούθηση της σχέσης με τους προσφέροντες

1.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης παρακολουθούν τη σχέση με τα πρόσωπα που γίνονται δεκτά προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς τους, σε όλη τη διάρκεια της σχέσης αυτής, ως εξής:

α)

ελέγχοντας εξονυχιστικά τις προσφορές που υποβάλλονται σε όλη τη διάρκεια της ανωτέρω σχέσης, ώστε να βεβαιώνονται ότι η συμπεριφορά των προσφερόντων ως προς την υποβολή προσφορών αντιστοιχεί σε όσα γνωρίζει ο χώρος πλειστηριασμών για τον πελάτη, το επιχειρηματικό του προφίλ και το προφίλ επικινδυνότητάς του, συμπεριλαμβανομένης, όταν χρειάζεται, της πηγής των κεφαλαίων·

β)

διατηρώντας σε ισχύ αποτελεσματικές ρυθμίσεις και διαδικασίες για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των προσώπων που γίνονται δεκτά προς υποβολή προσφορών σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφοι 1, 2 και 3 με τους οικείους κανόνες δεοντολογίας της αγοράς·

γ)

παρακολουθώντας τις συναλλαγές των προσώπων που γίνονται δεκτά προς υποβολή προσφορών σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφοι 1, 2 και 3 και το άρθρο 20 παράγραφος 6 μέσω των συστημάτων τους, ώστε να εντοπίζουν παραβάσεις των κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο β) του παρόντος εδαφίου, αθέμιτους ή αντικανονικούς όρους πλειστηριασμού ή συμπεριφορές που ενδέχεται να υποδηλώνουν κατάχρηση αγοράς.

Κατά τον εξονυχιστικό έλεγχο των προσφορών σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου, ο εκάστοτε χώρος πλειστηριασμών αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στις δραστηριότητες που θεωρεί ότι, λόγω της φύσης τους, πιθανότατα συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή εγκληματική δράση.

2.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης μεριμνούν για την επικαιροποίηση των σχετικών με τους προσφέροντες εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών που έχουν στην κατοχή τους. Προς τούτο δύνανται:

α)

να ζητούν οποιαδήποτε πληροφορία από τους προσφέροντες, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 20 παράγραφοι 5, 6 και 7, με σκοπό την παρακολούθηση της σχέσης με τους εν λόγω προσφέροντες μετά την αποδοχή τους προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς, σε όλη τη διάρκεια της σχέσης αυτής και για πέντε έτη μετά τη διακοπή της·

β)

να απαιτούν από κάθε πρόσωπο που γίνεται δεκτό προς υποβολή προσφορών να καταθέτει σε τακτά διαστήματα νέα αίτηση αποδοχής προς υποβολή προσφορών·

γ)

να απαιτούν από κάθε πρόσωπο που γίνεται δεκτό προς υποβολή προσφορών να τους γνωστοποιεί ταχέως οποιαδήποτε μεταβολή των πληροφοριών που έχει υποβάλει σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 20 παράγραφοι 5, 6 και 7.

3.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης τηρούν αρχεία τα οποία περιλαμβάνουν:

α)

τις αιτήσεις αποδοχής προς υποβολή προσφορών, που υποβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσεών τους·

β)

τους διενεργηθέντες ελέγχους κατά:

i)

τη διεκπεραίωση των αιτήσεων αποδοχής προς υποβολή προσφορών, που κατατέθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 19, 20 και 21,

ii)

τον εξονυχιστικό έλεγχο και την παρακολούθηση της σχέσης, σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχεία α) και γ), μετά την αποδοχή αιτούντος προς υποβολή προσφορών·

γ)

όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις συγκεκριμένες προσφορές που υπέβαλαν συγκεκριμένα πρόσωπα σε πλειστηριασμό, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης απόσυρσης ή τροποποίησης των εν λόγω προσφορών σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 6 παράγραφος 4·

δ)

όλες τις πληροφορίες σχετικά με τη διεξαγωγή κάθε πλειστηριασμού στον οποίο υπέβαλαν προσφορές οι προσφέροντες.

4.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης φυλάσσουν τα αρχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 3 για όσον χρόνο οι προσφέροντες είναι δεκτοί προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς τους και για πέντε έτη, τουλάχιστον, μετά τη διακοπή της σχέσης με τους εν λόγω προσφέροντες.

Άρθρο 55

Γνωστοποίηση νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή εγκληματικής δραστηριότητας

1.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/60/EΚ παρακολουθούν και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των χώρων πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 19 και του άρθρου 20 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού που αφορούν τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη, τις απαιτήσεις του άρθρου 54 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την παρακολούθηση και την τήρηση αρχείων, καθώς και με τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου που αφορούν γνωστοποιήσεις.

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο έχουν τις εξουσίες που προβλέπονται στα εθνικά μέτρα ενσωμάτωσης του άρθρου 37 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2005/60/EΚ.

Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για παραβάσεις του άρθρου 19, του άρθρου 20 παράγραφοι 6 και 7, του άρθρου 21 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 54 του παρόντος κανονισμού, καθώς και των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου. Εν προκειμένω, εφαρμόζονται τα εθνικά μέτρα ενσωμάτωσης του άρθρου 39 της οδηγίας 2005/60/EΚ.

2.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, τα διευθυντικά στελέχη τους και το προσωπικό τους συνεργάζονται πλήρως με τη ΜΧΠ που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ:

α)

ενημερώνοντας αμελλητί τη ΜΧΠ, με δική τους πρωτοβουλία, όταν γνωρίζουν, έχουν πληροφορίες ή βάσιμες υπόνοιες για διάπραξη ή απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή εγκληματικής δραστηριότητας κατά τους πλειστηριασμούς·

β)

παρέχοντας αμελλητί στη ΜΧΠ, κατόπιν αιτήματός της, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία.

3.   Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 πληροφορίες διαβιβάζονται στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο σχετικός χώρος πλειστηριασμών.

Στα εθνικά μέτρα ενσωμάτωσης των πολιτικών και διαδικασιών διαχείρισης της συμμόρφωσης και επικοινωνίας, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/60/EΚ, ορίζονται το ή τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διαβίβαση των πληροφοριών βάσει του παρόντος άρθρου.

4.   Το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται χώρος πλειστηριασμού των διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή των πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης διασφαλίζει την εφαρμογή, στον εν λόγω χώρο πλειστηριασμών, των εθνικών μέτρων ενσωμάτωσης των άρθρων 26 έως 29, 32, του άρθρου 34 παράγραφος 1 και του άρθρου 35 της οδηγίας 2005/60/EΚ.

Άρθρο 56

Γνωστοποίηση κατάχρησης αγοράς

1.   Οι χώροι πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή των πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης γνωστοποιούν στις εθνικές αρχές που έχουν οριστεί βάσει του άρθρου 43 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/EΚ ως αρμόδιες για την επίβλεψη του χώρου πλειστηριασμών ή για τη διερεύνηση και δίωξη των καταχρήσεων αγοράς που διαπράττονται στα συστήματα ή μέσω των συστημάτων του εκάστοτε χώρου πλειστηριασμών, τις υπόνοιές τους για κατάχρηση αγοράς από πρόσωπα τα οποία έχουν γίνει δεκτά προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς ή από πρόσωπα εξ ονόματος των οποίων ενεργεί το πρόσωπο που έχει γίνει δεκτό προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς.

Εφαρμόζονται τα εθνικά μέτρα ενσωμάτωσης του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/60/EΚ.

2.   Ο σχετικός χώρος πλειστηριασμών ειδοποιεί τον επιτηρητή πλειστηριασμών και την Επιτροπή ότι υπέβαλε γνωστοποίηση βάσει της παραγράφου 1 και αναφέρει τα διορθωτικά μέτρα που έλαβε ή προτίθεται να λάβει για την πάταξη των αδικημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 57

Ανώτατο ύψος προσφοράς και άλλα διορθωτικά μέτρα

1.   Κάθε χώρος πλειστηριασμού δύναται, αφού ζητήσει και λάβει τη γνώμη της Επιτροπής, να επιβάλει ανώτατο ύψος προσφοράς ή άλλα διορθωτικά μέτρα που είναι αναγκαία για τον μετριασμό ορατού κινδύνου —πραγματικού ή δυνητικού— κατάχρησης αγοράς, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή άλλης εγκληματικής δραστηριότητας, καθώς και αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς, υπό τον όρο ότι με την επιβολή ανώτατου ύψους προσφοράς ή άλλου διορθωτικού μέτρου μετριάζεται πραγματικά ο συγκεκριμένος κίνδυνος. Η Επιτροπή δύναται να ζητά και να λαμβάνει τη γνώμη των αντίστοιχων κρατών μελών και του επιτηρητή πλειστηριασμών σχετικά με την πρόταση του χώρου πλειστηριασμών. Ο σχετικός χώρος πλειστηριασμών λαμβάνει στο έπακρο υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής.

2.   Το ανώτατο ύψος προσφοράς εκφράζεται είτε σε ποσοστό του συνολικού αριθμού πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων σε δεδομένο πλειστηριασμό είτε σε ποσοστό του συνολικού αριθμού πλειστηριαζόμενων δικαιωμάτων σε δεδομένο έτος, αναλόγως του ποιο από τα δύο ενδείκνυται περισσότερο για την αντιμετώπιση του κινδύνου κατάχρησης αγοράς που προσδιορίζεται στο άρθρο 56 παράγραφος 1.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως ανώτατο ύψος προσφοράς νοείται ο μέγιστος αριθμός δικαιωμάτων που επιτρέπεται να καλύπτεται από προσφορά υποβαλλόμενη, άμεσα ή έμμεσα, από τα πρόσωπα που απαριθμούνται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 ή 2 και τα οποία εμπίπτουν σε κάποια από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

ανήκουν στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της τυχόν μητρικής επιχείρησης, των θυγατρικών της επιχειρήσεων και συνδεδεμένων επιχειρήσεων·

β)

ανήκουν στην ίδια επιχειρηματική ομάδα·

γ)

ανήκουν σε ξεχωριστή οικονομική μονάδα που διαθέτει ανεξάρτητη εξουσία λήψεως αποφάσεων, όπου ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από τους ίδιους δημόσιους οργανισμούς ή κρατικούς φορείς.

Άρθρο 58

Κανόνες δεοντολογίας της αγοράς ή άλλες συμβατικές ρυθμίσεις

Τα άρθρα 53 έως 57 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη άλλων μέτρων, τα οποία δικαιούται να λάβει χώρος πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης δυνάμει των οικείων κανόνων δεοντολογίας της αγοράς ή άλλων συμβατικών ρυθμίσεων που έχει συνομολογήσει, άμεσα ή έμμεσα, με πρόσωπα τα οποία έχουν γίνει δεκτά προς υποβολή προσφορών στους πλειστηριασμούς, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω μέτρα δεν αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 53 έως 57 ούτε τις υπονομεύουν.

Άρθρο 59

Κανόνες δεοντολογίας για άλλα πρόσωπα, στα οποία επιτρέπεται να υποβάλλουν προσφορές εξ ονόματος άλλων βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) και του άρθρου 18 παράγραφος 2

1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται:

α)

στα πρόσωπα στα οποία χορηγείται άδεια υποβολής προσφορών σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2·

β)

στις επενδυτικές εταιρείες και τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) και στα οποία χορηγείται άδεια υποβολής προσφορών σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3.

2.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα τηρούν τους ακόλουθους κανόνες δεοντολογίας στις σχέσεις τους με τους πελάτες τους:

α)

δέχονται εντολές από τους πελάτες τους υπό συγκρίσιμους όρους·

β)

δύνανται να αρνηθούν να υποβάλουν προσφορά εξ ονόματος πελάτη, εάν έχουν βάσιμες υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εγκληματική δραστηριότητα ή κατάχρηση αγοράς, με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας ενσωμάτωσης των άρθρων 24 και 28 της οδηγίας 2005/60/EΚ·

γ)

δύνανται να αρνηθούν να υποβάλουν προσφορά εξ ονόματος πελάτη, εάν έχουν βάσιμες υπόνοιες ότι αυτός βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμής για τα δικαιώματα για τα οποία προτίθεται να υποβάλει προσφορά·

δ)

συνάπτουν έγγραφη συμφωνία με τους πελάτες τους. Οι συναπτόμενες συμφωνίες δεν επιβάλλουν αθέμιτους όρους ή περιορισμούς στους αντίστοιχους πελάτες, ενώ προβλέπουν όλους τους όρους και προϋποθέσεις που σχετίζονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες, ιδίως όσον αφορά την πληρωμή και την παράδοση των δικαιωμάτων·

ε)

δύνανται να ζητούν από τους πελάτες τους να καταθέτουν ένα ποσό ως προκαταβολή για τα δικαιώματα·

στ)

δεν δύνανται να περιορίζουν αδικαιολόγητα τον αριθμό των προσφορών που μπορεί να υποβάλλει ένας πελάτης·

ζ)

δεν δύνανται να αναιρούν ούτε να περιορίζουν το δικαίωμα των πελατών τους να αναθέτουν σε άλλες οντότητες, επιλέξιμες βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) και του άρθρου 18 παράγραφος 2, την υποβολή προσφορών εξ ονόματός τους στους πλειστηριασμούς·

η)

λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των πελατών που τους ζητούν να υποβάλουν προσφορές εξ ονόματός τους στους πλειστηριασμούς·

θ)

επιφυλάσσουν στους πελάτες τους δίκαιη μεταχείριση, χωρίς διακρίσεις·

ι)

διατηρούν κατάλληλα εσωτερικά συστήματα και διαδικασίες για να διεκπεραιώνουν τα αιτήματα των πελατών που τους ζητούν να ενεργήσουν ως αντιπρόσωποι σε πλειστηριασμούς και για να είναι ικανοί να συμμετέχουν αποτελεσματικά σε πλειστηριασμούς, ιδίως όσον αφορά την υποβολή προσφορών εξ ονόματος των πελατών τους, την είσπραξη των πληρωτέων ποσών και τη λήψη των ασφαλειών από τους πελάτες για λογαριασμό των οποίων ενεργούν, καθώς και τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων σε αυτούς·

ια)

αποτρέπουν την κοινολόγηση εμπιστευτικών πληροφοριών από το τμήμα της επιχείρησής τους που είναι αρμόδιο για την παραλαβή, την κατάρτιση και την υποβολή προσφορών εξ ονόματος των πελατών τους στο τμήμα της επιχείρησής τους που είναι αρμόδιο για την κατάρτιση και την υποβολή προσφορών για δικό τους λογαριασμό ή στο τμήμα της επιχείρησής τους που είναι υπεύθυνο για την εκ μέρους τους διαχείριση της δευτερογενούς αγοράς·

ιβ)

τηρούν αρχεία των πληροφοριών τις οποίες αποκτούν ή δημιουργούν ως ενδιάμεσοι που χειρίζονται προσφορές εξ ονόματος των πελατών τους στους πλειστηριασμούς και φυλάσσουν τα αρχεία αυτά για πέντε έτη από την ημερομηνία απόκτησης ή δημιουργίας των σχετικών πληροφοριών.

Το ποσό της κατάθεσης που αναφέρεται στο στοιχείο ε) υπολογίζεται σε δίκαιη και εύλογη βάση.

Ο τρόπος υπολογισμού της αναφερόμενης στο στοιχείο ε) κατάθεσης καθορίζεται στις συμφωνίες που συνάπτονται σύμφωνα με το στοιχείο δ).

Κάθε μέρος της αναφερόμενης στο στοιχείο ε) κατάθεσης που δεν χρησιμοποιείται για να καλυφθεί η πληρωμή δικαιωμάτων επιστρέφεται στον δικαιούχο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά τον πλειστηριασμό, όπως αναφέρεται στις συμφωνίες που έχουν συναφθεί βάσει του στοιχείου δ).

3.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα τηρούν τους ακόλουθους κανόνες δεοντολογίας, όταν υποβάλλουν προσφορές για λογαριασμό τους ή εξ ονόματος πελατών τους:

α)

παρέχουν κάθε πληροφορία που ζητεί οποιοσδήποτε χώρος πλειστηριασμών στον οποίο έχουν γίνει δεκτοί προς υποβολή προσφορών ή ο επιτηρητής πλειστηριασμών, προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντά του στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού·

β)

ενεργούν με ακεραιότητα, εύλογες δεξιότητες, προσοχή και επιμέλεια.

4.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένα τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση αδειών σε αυτά για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο, καθώς και για την παρακολούθηση και επιβολή της τήρησης των κανόνων δεοντολογίας που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3, συμπεριλαμβανομένου του χειρισμού των τυχόν καταγγελιών για μη τήρηση των εν λόγω κανόνων δεοντολογίας.

5.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 χορηγούν άδεια στα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα μόνον εφόσον αυτά πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

παρέχουν επαρκή εχέγγυα εντιμότητας και διαθέτουν επαρκή πείρα ώστε να διασφαλίζεται η ορθή τήρηση των κανόνων δεοντολογίας που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3·

β)

έχουν θέσει σε εφαρμογή τις αναγκαίες διαδικασίες και ελέγχους για τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων και την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών τους·

γ)

συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας μεταφοράς της οδηγίας 2005/60/EΚ στο εσωτερικό δίκαιο·

δ)

τηρούν τυχόν άλλα μέτρα που θεωρούνται απαραίτητα, λαμβάνοντας υπόψη το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών υποβολής προσφορών και το επίπεδο απαιτήσεων των εν λόγω πελατών από πλευράς επενδυτικού ή εμπορικού προφίλ, καθώς και τη βασιζόμενη στον κίνδυνο εκτίμηση της πιθανότητας νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή εγκληματικής δραστηριότητας.

6.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους μέλους όπου λαμβάνουν άδεια τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα παρακολουθούν και επιβάλλουν την τήρηση των προϋποθέσεων που απαριθμούνται στην παράγραφο 5. Το κράτος μέλος μεριμνά ώστε:

α)

οι οικείες αρμόδιες εθνικές αρχές να διαθέτουν τις αναγκαίες ερευνητικές εξουσίες και τη δυνατότητα επιβολής αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων·

β)

να έχει συσταθεί μηχανισμός για τον χειρισμό των καταγγελιών και την ανάκληση των αδειών, σε περίπτωση που τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τις άδειες αυτές·

γ)

οι οικείες αρμόδιες εθνικές αρχές να μπορούν να ανακαλούν την άδεια που χορηγείται βάσει της παραγράφου 5, σε περίπτωση σοβαρής και συστηματικής παράβασης των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

7.   Οι πελάτες των προσφερόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να υποβάλλουν καταγγελίες σχετικά με την τήρηση των προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 κανόνων δεοντολογίας στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3, σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες που έχει θεσπίσει για τον χειρισμό των καταγγελιών αυτών το κράτος μέλος όπου εποπτεύονται τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

8.   Στα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα που γίνονται δεκτά προς υποβολή προσφορών σε χώρο πλειστηριασμού, σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19 και 20, επιτρέπεται, χωρίς άλλη νομοθετική ή διοικητική απαίτηση των κρατών μελών, να παρέχουν υπηρεσίες υποβολής προσφορών σε πελάτες που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 στοιχείο α).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVΙ

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ

Άρθρο 60

Δημοσίευση

1.   Όλες οι νομοθετικές πράξεις, κατευθυντήριες γραμμές, υποδείξεις, έντυπα, έγγραφα, ανακοινώσεις, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος πλειστηριασμών, κάθε άλλη, μη εμπιστευτική πληροφορία που αφορά τους πλειστηριασμούς οι οποίοι διεξάγονται σε δεδομένο χώρο πλειστηριασμών, κάθε απόφαση για την επιβολή ανώτατου ύψους προσφοράς, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων βάσει του άρθρου 57, καθώς και κάθε άλλο διορθωτικό μέτρο που είναι αναγκαίο για τον μετριασμό ορατού κινδύνου —πραγματικού ή δυνητικού— νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εγκληματικής δραστηριότητας ή κατάχρησης αγοράς στον εν λόγω χώρο πλειστηριασμών, δημοσιεύονται σε αποκλειστικό, επικαιροποιούμενο δικτυακό τόπο για τους πλειστηριασμούς, τον οποίο διατηρεί ο συγκεκριμένος χώρος πλειστηριασμών.

Οι πληροφορίες που παύουν να έχουν σημασία τίθενται σε αρχείο, στο οποίο παρέχεται πρόσβαση μέσω του ίδιου δικτυακού τόπου για τους πλειστηριασμούς.

2.   Στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής δημοσιεύονται μη εμπιστευτικές εκδόσεις των εκθέσεων που υποβάλλει ο επιτηρητής πλειστηριασμών στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 2.

Οι εκθέσεις που παύουν να έχουν σημασία αρχειοθετούνται και παρέχεται πρόσβαση στα σχετικά αρχεία μέσω του δικτυακού τόπου της Επιτροπής.

3.   Δημοσιεύεται κατάλογος των ονομάτων, διευθύνσεων, αριθμών τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας και διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και Διαδικτύου όλων των προσώπων που γίνονται δεκτά προς υποβολή προσφορών εξ ονόματος άλλων, σε πλειστηριασμούς διεξαγόμενους από χώρο πλειστηριασμού διήμερων συμβολαίων άμεσης παράδοσης ή πενθήμερων συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, στον δικτυακό τόπο που διατηρεί ο εν λόγω χώρος πλειστηριασμών.

Άρθρο 61

Ανακοίνωση και κοινοποίηση των αποτελεσμάτων των πλειστηριασμών

1.   Ο χώρος πλειστηριασμών ανακοινώνει τα αποτελέσματα κάθε πλειστηριασμού που διεξάγει, το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, 15 λεπτά μετά τη λήξη της περιόδου υποβολής προσφορών.

2.   Η ανακοίνωση κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1 περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

την ποσότητα των πλειστηριασθέντων δικαιωμάτων·

β)

την τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού, σε ευρώ·

γ)

τη συνολική ποσότητα για την οποία υποβλήθηκαν προσφορές·

δ)

τον συνολικό αριθμό των προσφερόντων και τον αριθμό των υπερθεματιστών·

ε)

σε περίπτωση ακύρωσης πλειστηριασμού, τους πλειστηριασμούς στους οποίους θα μεταφερθεί η ποσότητα των δικαιωμάτων·

στ)

τα συνολικά έσοδα που απέφερε ο πλειστηριασμός·

ζ)

στην περίπτωση των χώρων πλειστηριασμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2, την κατανομή των εσόδων μεταξύ των κρατών μελών.

3.   Ταυτόχρονα με την ανακοίνωση κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1, ο χώρος πλειστηριασμών κοινοποιεί σε κάθε υπερθεματιστή που υπέβαλε προσφορά μέσω των συστημάτων του:

α)

τον συνολικό αριθμό δικαιωμάτων που θα κατανεμηθούν στον συγκεκριμένο προσφέροντα·

β)

εφόσον υπέβαλε προσφορές με την ίδια τιμή, ποια από αυτές επιλέχθηκε τυχαία·

γ)

το πληρωτέο ποσό, σε ευρώ ή στο νόμισμα κράτους μέλους που δεν ανήκει στη ζώνη του ευρώ, το οποίο επιλέγει ο προσφέρων, υπό τον όρο ότι το σύστημα εκκαθάρισης ή το σύστημα διακανονισμού είναι ικανό να συναλλάσσεται στο εν λόγω εθνικό νόμισμα·

δ)

την ημερομηνία έως την οποία το πληρωτέο ποσό πρέπει να καταβληθεί, σε εκκαθαρισμένα υπόλοιπα, στον καθορισμένο τραπεζικό λογαριασμό του εκπλειστηριαστή.

4.   Όταν το νόμισμα της επιλογής του προσφέροντος δεν είναι το ευρώ, ο χώρος πλειστηριασμών κοινοποιεί στους υπερθεματιστές που υποβάλλουν προσφορές στους διεξαγόμενους από αυτόν πλειστηριασμούς τη συναλλαγματική ισοτιμία την οποία χρησιμοποίησε για τον υπολογισμό του οφειλόμενου ποσού στο νόμισμα της επιλογής του υπερθεματιστή.

Η συναλλαγματική ισοτιμία είναι εκείνη που δημοσιεύεται αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου υποβολής προσφορών, σε αναγνωρισμένη υπηρεσία οικονομικών ειδήσεων, η οποία προσδιορίζεται στη σύμβαση ορισμού του εκάστοτε χώρου πλειστηριασμών.

5.   Ο χώρος πλειστηριασμών κοινοποιεί στα οικεία συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού που συνδέονται με αυτόν τις πληροφορίες που έχει κοινοποιήσει σε κάθε υπερθεματιστή σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Άρθρο 62

Προστασία εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Οι κατωτέρω πληροφορίες είναι εμπιστευτικές:

α)

το περιεχόμενο των προσφορών·

β)

το περιεχόμενο των εντολών υποβολής προσφοράς, έστω και αν η προσφορά δεν υποβληθεί·

γ)

πληροφορίες από τις οποίες αποκαλύπτονται ή είναι δυνατόν να συναχθούν η ταυτότητα του προσφέροντος και οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

ο αριθμός των δικαιωμάτων που επιθυμεί να αποκτήσει ο προσφέρων μέσω του πλειστηριασμού,

ii)

η τιμή την οποία είναι διατεθειμένος να καταβάλει ο προσφέρων για τα δικαιώματα αυτά·

δ)

πληροφορίες που αφορούν ή προκύπτουν από μία ή περισσότερες προσφορές ή εντολές υποβολής προσφοράς και οι οποίες είναι πιθανόν, χωριστά ή από κοινού:

i)

να παρέχουν ενδείξεις σχετικά με τη ζήτηση δικαιωμάτων πριν από κάποιο πλειστηριασμό,

ii)

να παρέχουν ενδείξεις σχετικά με την τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού πριν από τη διεξαγωγή του·

ε)

πληροφορίες που παρέχονται από πρόσωπα στο πλαίσιο της δημιουργίας ή διατήρησης σχέσης με τους προσφέροντες ή της παρακολούθησης της σχέσης αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 19, 20 και 21 και το άρθρο 54·

στ)

οι εκθέσεις και οι γνωμοδοτήσεις που υποβάλλει ο επιτηρητής πλειστηριασμών σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφοι 1 έως 6, πλην των μερών τους που περιέχονται στις μη εμπιστευτικές εκδόσεις των εκθέσεων του επιτηρητή πλειστηριασμών, οι οποίες δημοσιεύονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2·

ζ)

επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία παρεχόμενα από πρόσωπα που συμμετέχουν σε ανταγωνιστική διαδικασία σύναψης συμβάσεων για τον διορισμό χώρου πλειστηριασμών ή επιτηρητή πλειστηριασμών·

η)

πληροφορίες σχετικά με τον αλγόριθμο που χρησιμοποιείται για την τυχαία επιλογή προσφορών με την ίδια τιμή, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2·

θ)

πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για να καθοριστεί τι συνιστά την αναφερόμενη στο άρθρο 7 παράγραφος 6 τιμή εκκαθάρισης πλειστηριασμού η οποία είναι σημαντικά χαμηλότερη από την τιμή που επικρατούσε στη δευτερογενή αγορά πριν από πλειστηριασμό και κατά τη διάρκειά του.

2.   Κανένα πρόσωπο που αποκτά εμπιστευτικές πληροφορίες δεν τις κοινολογεί, άμεσα ή έμμεσα, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

3.   Η παράγραφος 2 δεν εμποδίζει την κοινολόγηση εμπιστευτικών πληροφοριών οι οποίες:

α)

έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί νομίμως·

β)

δημοσιοποιούνται με την έγγραφη συναίνεση προσφέροντος ή προσώπου που έχει γίνει δεκτό προς υποβολή προσφορών ή έχει καταθέσει αίτηση αποδοχής προς υποβολή προσφορών·

γ)

επιβάλλεται να κοινολογηθούν ή να δημοσιοποιηθούν για την εκπλήρωση υποχρέωσης που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης·

δ)

δημοσιοποιούνται κατόπιν δικαστικής εντολής·

ε)

δημοσιοποιούνται για τους σκοπούς ποινικών, διοικητικών ή δικαστικών ερευνών ή διαδικασιών που διενεργούνται στην Ένωση·

στ)

γνωστοποιούνται από χώρο πλειστηριασμών στον επιτηρητή πλειστηριασμών με σκοπό να καταστήσουν δυνατή ή να διευκολύνουν την άσκηση των καθηκόντων του επιτηρητή πλειστηριασμών ή την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του που σχετίζονται με τους πλειστηριασμούς·

ζ)

πριν κοινολογηθούν, συνδυάζονται ή αναδιατυπώνονται με αποτέλεσμα να είναι απίθανο να διακρίνονται τα στοιχεία που αφορούν:

i)

μεμονωμένες προσφορές ή εντολές υποβολής προσφοράς,

ii)

μεμονωμένους πλειστηριασμούς,

iii)

μεμονωμένους προσφέροντες, υποψήφιους προσφέροντες ή πρόσωπα τα οποία έχουν υποβάλει αίτηση αποδοχής προς υποβολή προσφορών,

iv)

μεμονωμένες αιτήσεις αποδοχής προς υποβολή προσφορών,

v)

μεμονωμένες σχέσεις με προσφέροντες·

η)

αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο στ), υπό τον όρο ότι δημοσιοποιούνται με αμερόληπτο και συστηματικό τρόπο από τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών, προκειμένου για πληροφορίες του άρθρου 25 παράγραφος 2 στοιχείο γ), ή από την Επιτροπή, προκειμένου για άλλες πληροφορίες του άρθρου 25 παράγραφος 2·

θ)

αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ), υπό τον όρο ότι γνωστοποιούνται σε πρόσωπα απασχολούμενα από τα κράτη μέλη ή την Επιτροπή, τα οποία μετέχουν στην ανταγωνιστική διαδικασία σύναψης συμβάσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ) και υπέχουν και αυτά υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου βάσει των όρων εργασίας τους·

ι)

δημοσιοποιούνται μετά την παρέλευση περιόδου 30 μηνών από μία από τις ακόλουθες ημερομηνίες, με την επιφύλαξη υποχρεώσεων τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και εξακολουθούν να ισχύουν:

i)

την ημερομηνία έναρξης της περιόδου υποβολής προσφορών στον πλειστηριασμό κατά τον οποίο γνωστοποιήθηκαν για πρώτη φορά, όσον αφορά τις εμπιστευτικές πληροφορίες της παραγράφου 1 στοιχεία α) έως δ),

ii)

την ημερομηνία διακοπής της σχέσης με προσφέροντα, όσον αφορά τις εμπιστευτικές πληροφορίες της παραγράφου 1 στοιχείο ε),

iii)

την ημερομηνία της έκθεσης ή γνωμοδότησης του επιτηρητή πλειστηριασμών, όσον αφορά τις εμπιστευτικές πληροφορίες της παραγράφου 1 στοιχείο στ),

iv)

την ημερομηνία υποβολής τους στην ανταγωνιστική διαδικασία σύναψης συμβάσεων, όσον αφορά τις εμπιστευτικές πληροφορίες της παραγράφου 1 στοιχείο ζ).

4.   Τα μέτρα που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες δεν κοινολογούνται αντικανονικά, καθώς και οι συνέπειες κάθε αντικανονικής κοινολόγησής τους από χώρους πλειστηριασμών ή από τον επιτηρητή πλειστηριασμών, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων τα οποία αυτοί απασχολούν με σύμβαση, καθορίζονται στις συμβάσεις διορισμού τους.

5.   Οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες αποκτά χώρος πλειστηριασμών ή ο επιτηρητής πλειστηριασμών, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που απασχολούνται από αυτούς με σύμβαση, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του ή την άσκηση των καθηκόντων του που σχετίζονται με τους πλειστηριασμούς.

6.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 δεν αποκλείουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ χώρου πλειστηριασμών και του επιτηρητή πλειστηριασμών ούτε μεταξύ ενός από αυτούς και:

α)

των αρμοδίων εθνικών αρχών που εποπτεύουν χώρους πλειστηριασμών·

β)

των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για τη διερεύνηση και τη δίωξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, των εγκληματικών δραστηριοτήτων και της κατάχρησης αγοράς·

γ)

της Επιτροπής.

Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει της παρούσας παραγράφου δεν κοινολογούνται σε άλλα πρόσωπα πλην των αναφερόμενων στα στοιχεία α), β) και γ), κατά τρόπο που αντίκειται στην παράγραφο 2.

7.   Κάθε άτομο που απασχολείται ή απασχολήθηκε στο παρελθόν από χώρο πλειστηριασμών ή από τον επιτηρητή πλειστηριασμών, μετέχοντας στους πλειστηριασμούς, υπέχει υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και διασφαλίζει την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 63

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Οι γραπτές πληροφορίες που παρέχονται δυνάμει του άρθρου 60 παράγραφοι 1 και 3 από οιονδήποτε χώρο πλειστηριασμών ή από τον επιτηρητή πλειστηριασμών δυνάμει του άρθρου 60 παράγραφος 2 ή βάσει της σύμβασης διορισμού του, και δεν δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συντάσσονται σε γλώσσα ευρέως διαδεδομένη στον διεθνή χρηματοοικονομικό τομέα.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν τη μετάφραση, με δική τους δαπάνη, όλων των υπαγόμενων στην παράγραφο 1 πληροφοριών χώρου πλειστηριασμών στην ή στις επίσημες γλώσσες τους.

Στις περιπτώσεις όπου ένα κράτος μέλος προβλέπει την μετάφραση, ιδίαις δαπάναις, όλων των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 πληροφοριών που παρέχει ο χώρος πλειστηριασμών που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη που έχουν ορίσει χώρο πλειστηριασμών σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 προβλέπουν επίσης τη μετάφραση στην ίδια γλώσσα, ιδίαις δαπάναις, όλων των υπαγόμενων στην παράγραφο 1 πληροφοριών που παρέχει ο χώρος πλειστηριασμών που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1.

3.   Τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση αποδοχής και εκείνα που γίνονται δεκτά προς υποβολή προσφορών δύνανται να υποβάλλουν τα ακόλουθα στην επίσημη γλώσσα της Ένωσης που έχουν επιλέξει δυνάμει της παραγράφου 4, υπό τον όρο ότι το κράτος μέλος έχει αποφασίσει να εξασφαλίζει μετάφραση στη γλώσσα αυτή δυνάμει της παραγράφου 2:

α)

τις αιτήσεις τους για αποδοχή προς υποβολή προσφορών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιολογητικών·

β)

τις προσφορές τους, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης απόσυρσης ή τροποποίησής τους·

γ)

τυχόν ερωτήματά τους που αφορούν τα στοιχεία α) και β).

Οι χώροι πλειστηριασμών δύνανται να ζητούν επικυρωμένη μετάφραση σε γλώσσα ευρέως διαδεδομένη στον διεθνή χρηματοοικονομικό τομέα.

4.   Τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση αποδοχής και εκείνα που γίνονται δεκτά προς υποβολή προσφορών, καθώς και οι προσφέροντες που συμμετέχουν σε πλειστηριασμό επιλέγουν μια από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, στην οποία λαμβάνουν όλες τις κοινοποιήσεις στο πλαίσιο του άρθρου 8 παράγραφος 3, του άρθρου 20 παράγραφος 10, του άρθρου 21 παράγραφος 4 και του άρθρου 61 παράγραφος 3.

Κάθε άλλη προφορική ή γραπτή ανακοίνωση από χώρο πλειστηριασμών στα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση αποδοχής και εκείνα που γίνονται δεκτά προς υποβολή προσφορών, καθώς και στους προσφέροντες που συμμετέχουν σε πλειστηριασμό πραγματοποιείται στη γλώσσα που έχει επιλεγεί δυνάμει του πρώτου εδαφίου, χωρίς πρόσθετη δαπάνη για τα εν λόγω πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση αποδοχής και εκείνα που γίνονται δεκτά προς υποβολή προσφορών, καθώς και για τους προσφέροντες, υπό τον όρο ότι ένα κράτος μέλος έχει αποφασίσει να εξασφαλίζει μετάφραση στη γλώσσα αυτή δυνάμει της παραγράφου 2.

Ωστόσο, ακόμη και όταν ένα κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 2 έχει αποφασίσει να εξασφαλίζει μετάφραση στη γλώσσα που επιλέγεται δυνάμει του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση αποδοχής και εκείνα που γίνονται δεκτά προς υποβολή προσφορών, καθώς και οι προσφέροντες που συμμετέχουν σε πλειστηριασμό δύνανται να παραιτηθούν του δικαιώματος που έχουν βάσει του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, παρέχοντας εκ των προτέρων έγγραφη συναίνεση για τη χρήση, από τον αντίστοιχο χώρο πλειστηριασμών, μόνο γλώσσας ευρέως διαδεδομένης στον διεθνή χρηματοοικονομικό τομέα.

5.   Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την ακρίβεια των μεταφράσεων που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Τα πρόσωπα που υποβάλλουν μεταφράσεις εγγράφων της παραγράφου 3 και οι χώροι πλειστηριασμών που κοινοποιούν μεταφρασμένα έγγραφα βάσει της παραγράφου 4 εξασφαλίζουν υπ’ ευθύνη τους ότι τα έγγραφα αυτά αποτελούν ακριβείς μεταφράσεις των πρωτοτύπων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 64

Δικαίωμα προσφυγής

1.   Οι χώροι πλειστηριασμών εξασφαλίζουν τη λειτουργία εξωδικαστικού μηχανισμού για τον χειρισμό των καταγγελιών των προσώπων που υποβάλλουν αίτηση αποδοχής προς υποβολή προσφορών, εκείνων που γίνονται δεκτά και εκείνων στα οποία δεν χορηγείται αποδοχή προς υποβολή προσφορών ή των οποίων η αποδοχή αίρεται ή αναστέλλεται.

2.   Τα κράτη μέλη όπου εποπτεύεται ρυθμιζόμενη αγορά η οποία έχει οριστεί ως χώρος πλειστηριασμών ή ο διαχειριστής της, μεριμνούν ώστε κάθε απόφαση που λαμβάνεται από τον εξωδικαστικό μηχανισμό χειρισμού καταγγελιών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/EΚ. Το δικαίωμα αυτό δεν θίγει τα τυχόν δικαιώματα απευθείας προσφυγής στα δικαστήρια ή στους αρμόδιους διοικητικούς φορείς που προβλέπονται στα εθνικά μέτρα ενσωμάτωσης του άρθρου 52 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/EΚ.

Άρθρο 65

Διόρθωση σφαλμάτων

1.   Κάθε σφάλμα σε πληρωμές ή μεταφορές δικαιωμάτων που έχουν εκτελεσθεί και σε ασφάλειες ή εγγυήσεις που έχουν κατατεθεί ή αποδεσμευθεί βάσει του παρόντος κανονισμού γνωστοποιείται στα συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού αμέσως μόλις γίνει αντιληπτό από οποιοδήποτε πρόσωπο.

2.   Τα συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διόρθωση κάθε σφάλματος σε πληρωμές ή μεταφορές δικαιωμάτων που έχουν εκτελεσθεί και σε ασφάλειες ή εγγυήσεις που έχουν κατατεθεί ή αποδεσμευθεί βάσει του παρόντος κανονισμού, το οποίο αντιλαμβάνονται με οποιονδήποτε τρόπο.

3.   Οποιοδήποτε πρόσωπο επωφελείται από σφάλμα κατά την παράγραφο 1 που δεν επιδέχεται διόρθωση βάσει της παραγράφου 2, λόγω μεσολαβούντων δικαιωμάτων τρίτου καλόπιστου αγοραστή, και ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το σφάλμα, δεν το γνωστοποίησε στα συστήματα εκκαθάρισης ή διακανονισμού, υποχρεούται να αποκαταστήσει κάθε προκαλούμενη ζημία.

Άρθρο 66

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 12ης Νοεμβρίου 2010.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32.

(2)  ΕΕ L 8 της 13.1.2009, σ. 3.

(3)  ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 63.

(4)  ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

(5)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.

(7)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.

(10)  ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.

(14)  ΕΕ C 95 της 16.4.2008, σ. 1.

(15)  ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45.

(16)  ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Δικαιώματα προς πλειστηριασμό πριν από το 2013 και το προϊόν μέσω του οποίου θα πλειστηριαστούν, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1

Ποσότητα

Κράτος μέλος

Πλειστηριαζόμενο προϊόν

Ημερολογιακό έτος

[…]

[…]

[…]

[…]


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κατάλογος των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 3

1.   Αποδεικτικό επιλεξιμότητας σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 ή 2.

2.   Όνομα, διεύθυνση και αριθμοί τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας του αιτούντος.

3.   Αναγνωριστικό του καθορισμένου λογαριασμού αποθεμάτων του αιτούντος.

4.   Πλήρη στοιχεία του καθορισμένου τραπεζικού λογαριασμού του αιτούντος.

5.   Όνομα, διεύθυνση, αριθμοί τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, καθώς και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ενός ή περισσοτέρων αντιπροσώπων του προσφέροντος, όπως ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο.

6.   Για τα νομικά πρόσωπα:

α)

αποδεικτικό της σύστασής τους, το οποίο αναφέρει τη νομική μορφή του αιτούντος, το δίκαιο από το οποίο διέπεται και το κατά πόσον ο αιτών είναι εταιρεία εισηγμένη σε ένα ή περισσότερα αναγνωρισμένα χρηματιστήρια·

β)

όπου έχει εφαρμογή, αριθμός εγγραφής του αιτούντος στο οικείο μητρώο· ελλείψει αυτού, ο αιτών προσκομίζει το καταστατικό ή άλλο έγγραφο που βεβαιώνει τη σύστασή του.

7.   Για τα νομικά πρόσωπα ή/και νομικά μορφώματα, οι πληροφορίες που απαιτούνται για την ταυτοποίηση του πραγματικού δικαιούχου και την κατανόηση της δομής ιδιοκτησίας και ελέγχου του νομικού προσώπου ή/και νομικού μορφώματος.

8.   Για τα φυσικά πρόσωπα, αποδεικτικό της ταυτότητάς τους υπό μορφή δελτίου ταυτότητας, άδειας οδήγησης, διαβατηρίου ή άλλου ανάλογου εγγράφου το οποίο έχει εκδοθεί από κρατική αρχή και περιέχει το ονοματεπώνυμο, φωτογραφία, την ημερομηνία γέννησης του αιτούντος, καθώς και τη διεύθυνση μόνιμης κατοικίας του στην Ένωση, ενδεχομένως ενισχυμένο με άλλα κατάλληλα δικαιολογητικά, εφόσον είναι απαραίτητο.

9.   Για τους φορείς εκμετάλλευσης, η άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

10.   Για τους φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών, αποδεικτικό της εγγραφής τους στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 18α παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ ή το σχέδιο παρακολούθησης που έχει υποβληθεί και εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 3ζ της ίδιας οδηγίας.

11.   Οι πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή των μέτρων σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη, που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 στοιχείο ε).

12.   Η πλέον πρόσφατη ετήσια έκθεση και οι λογαριασμοί που έχουν ελεγχθεί, συμπεριλαμβανομένων του λογαριασμού κερδών και ζημιών και του ισολογισμού, εάν υπάρχουν· ελλείψει αυτών, η κατάσταση απόδοσης ΦΠΑ ή οι πρόσθετες πληροφορίες που απαιτούνται για να διαπιστωθούν η φερεγγυότητα και η πιστωτική επιφάνεια του αιτούντος.

13.   Αριθμός μητρώου ΦΠΑ, εάν υπάρχει· σε περίπτωση που ο αιτών δεν είναι εγγεγραμμένος σε μητρώο ΦΠΑ, άλλο μέσο ταυτοποίησης του αιτούντος από τις φορολογικές αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασης ή φορολογικής κατοικίας ή οι πρόσθετες πληροφορίες που απαιτούνται για να διαπιστωθεί το φορολογικό καθεστώς του αιτούντος στην Ένωση.

14.   Δήλωση με την οποία ο αιτών βεβαιώνει ότι, εξ όσων γνωρίζει, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 19 παράγραφος 2 στοιχείο στ).

15.   Αποδεικτικό συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του άρθρου 19 παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

16.   Αποδεικτικό της συμμόρφωσης του αιτούντος προς τις απαιτήσεις του άρθρου 19 παράγραφος 3.

17.   Δήλωση με την οποία ο αιτών βεβαιώνει ότι διαθέτει την αναγκαία δικαιοπρακτική ικανότητα και εξουσιοδότηση για να υποβάλλει προσφορές σε πλειστηριασμούς, για λογαριασμό του ή εξ ονόματος άλλων.

18.   Δήλωση με την οποία ο αιτών βεβαιώνει ότι, εξ όσων γνωρίζει, δεν υπάρχει νομικό, κανονιστικό, συμβατικό ή άλλου είδους κώλυμα που να τον εμποδίζει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του οι οποίες απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

19.   Δήλωση στην οποία αναφέρεται αν ο αιτών προτίθεται να πραγματοποιεί τις πληρωμές σε ευρώ ή στο νόμισμα κράτους μέλους που δεν ανήκει στη ζώνη του ευρώ και προσδιορίζεται το επιλεγόμενο νόμισμα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Άλλοι χώροι πλειστηριασμών πλην εκείνων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 ή 2, τα οικεία κράτη μέλη και οι τυχόν ισχύοντες όροι ή υποχρεώσεις κατά το άρθρο 30 παράγραφος 7

Χώρος πλειστηριασμών

Διάρκεια ορισμού

Οικείο κράτος μέλος

Όροι

Υποχρεώσεις

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]


Top